Αρχική Blog Σελίδα 28

Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος οι εν Γορτύνη της Νήσου Κρήτης (10 Ιουλίου)

Οι Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος κατάγονταν από τα Πιτσίδια Πυργιωτίσσης και ήταν τέκνα της ευλογημένης συζυγίας του Χαρίτωνος και της Μαρίας Χαριτάκη. Από τη μικρή τους ηλικία αποκαλύφθηκε η μοναχική τους κλίση με διάφορα θαυμαστά γεγονότα που βίωσαν.

Ο Παρθένιος γεννήθηκε το 1829 μ.Χ. και έλαβε το κοσμικό όνομα Νικόλαος, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, το 1846 μ.Χ. γεννήθηκε και ο Ευμένιος, κατά κόσμον Εμμανουήλ. Ο Νικόλαος αγαπούσε την ησυχία από μικρός και αποστρεφόταν τα παιχνίδια, ενώ τηρούσε όλες τις καθορισμένες από την Εκκλησία, ημέρες νηστείας. Δεν εντρύφησε στα γράμματα σε αντίθεση με τον μικρό αδελφό του, ο οποίος διδάχθηκε από κάποιον δάσκαλο του χωριού του.

Το 1856 μ.Χ. έφυγε από τη ζωή ο πατέρας τους και τότε άρχιζαν να ετοιμάζονται για να αναχωρήσουν και εκείνοι να ακολουθήσουν το μοναχικό βίο. Μέχρι την αναχώρησή τους μεσολάβησαν αρκετά θαύματα• άλλωστε από τη μικρή του ηλικία ο μικρός Νικόλαος, είχε γευθεί την παρουσία και τη χάρη του Κυρίου πολύ έντονα στη ζωή του. Το πρώτο θαύμα συνέβη όταν μικρό παιδί, έπεσε σε ένα βαθύ πηγάδι. Έτρεξαν τότε οι κάτοικοι να τον βγάλουν από εκεί πιστεύοντας ότι θα βγάλουν το παιδί νεκρό. Ο Νικόλας όμως δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα και όλοι θαύμασαν το γεγονός.

Το δεύτερο θαύμα ήταν η πληροφορία που έλαβε από το Θεό ότι το καράβι που επρόκειτο να ταξιδέψει θα βυθιζόταν. Ο ανάδοχός του ήθελε να πάρει μαζί τον Νικόλαο για να τον κάνει ναυτικό. Ο Νικόλας όμως επιθυμούσε τον μονήρη βίο και γι’ αυτό βρήκε μία δικαιολογία για να μην ταξιδέψει και εξαφανίστηκε. Το τρίτο και καθοριστικό θαύμα που ώθησε την μητέρα τους να δώσει την ευχή της για να ακολουθήσουν το μοναχικό βίο ήταν το εξής: Η μητέρα έδωσε εντολή να ανάψουν το φούρνο για να ψήσει τα ψωμιά. Ο Νικόλαος δεν τον άναψε και στο παράπονο της μητέρας του απάντησε: « Για να δεις μάνα πως εμάς τα δυό παιδιά σου ο Θεός θέλει να γίνουμε μοναχοί, να βάλεις τα ψωμιά στο φούρνο χωρίς να τον ανάψουμε, χωρίς φωτιά». Πραγματικά έτσι έγινε και Ώ! του θαύματος τα ψωμιά ψήθηκαν, η μητέρα θαύμασε Δόξασε το Θεό που κατέστησε τα δυό τέκνα της σκεύος εκλογής της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.

Ξεκινούν λοιπόν το 1858 μ.Χ. για την Οδηγήτρια, όπου μετά από τέσσερα χρόνια δοκιμασίας ο Νικόλαος κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Νέστωρ, στις 27 Αυγούστου 1862 μ.Χ. Έπειτα από 7 χρόνια δοκιμασίας, το 1865 μ.Χ. γίνεται μοναχός και ο Εμμανουήλ, λαμβάνοντας το όνομα Μεθόδιος.

Ο Νέστωρ ασκούσε τελεία υπακοή μέσα στο μοναστήρι, λειτουργώντας ως παράδειγμα για τον μικρό αδελφό του Μεθόδιο. Εστάλη αργότερα από τον ηγούμενο της μονής, στον σπηλαιώδη Ναό του Μαρτσάλου. Εκεί ασχολήθηκε με τον Ναό και έχτισε κελιά αλλά και μία δεξαμενή για τη συλλογή νερού. Ο Νέστωρ χρειαζόταν βοήθεια, γι’ αυτό ζήτησε από τον ηγούμενο να δώσει ευλογία να μεταβεί και ο αδελφός του κοντά του.

Τα δυό αδέλφια στο Μάρτσαλο εφάρμοζαν αυστηρό πρόγραμμα ασκήσεως αλλά για λίγο καιρό έζησαν μέσα στην ησυχία, διότι σύντομα μαθεύτηκε η αρετή τους και τα πλήθη συνέρρεαν για να πάρουν την ευχή τους. Λίγο αργότερα κηρύχθηκε η επανάσταση του 1866 μ.Χ. και οι Τούρκοι προέβησαν σε λεηλασίες, φτάνοντας μέχρι και το Μάρτσαλο, όπου κατέστρεψαν ακόμη και τις εικόνες της εκκλησίας. Μετά την καταστροφή, τα δυό αδέλφια αποκατέστησαν τις ζημιές και ζήτησαν από τον ηγούμενο Γεράσιμο να τους κείρει Μεγαλόσχημους μοναχούς. Ο ηγούμενος πήγε στο Μάρτσαλο και τους έκειρε Μεγαλόσχημους. Τότε ο Νέστωρ ονομάστηκε Παρθένιος και ο Μεθόδιος Ευμένιος. Οι δυό αδελφοί αύξησαν τους ασκητικούς αγώνες τους, ευαρεστώντας τον Κύριο. Ο Όσιος Παρθένιος φορούσε αλυσίδες κατάσαρκα και τρίχινο ράσο ακόμη και τους θερινούς μήνες. Το 1868 μ.Χ. ο Επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος χειροτονεί σε Διάκονο τον Ευμένιο στην Ιερά Μονή Οδηγήτριας και το 1870 μ.Χ. ο Επίσκοπος Αρκαδίας τον χειροτονεί Πρεσβύτερο. Δίπλα του πάντα ο μοναχός Παρθένιος ο Αββάς του, το στήριγμα της ζωής του.

Ύστερα από λίγο διάστημα, ανέλαβε ηγούμενος της μονής ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος, ο οποίος όμως δεν έβλεπε θετικά την προσέλευση του κόσμου στο Μάρτσαλο και άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στα δυό αδέλφια τα οποία έπειτα από πλείστους ονειδισμούς αποχώρησαν από το μοναστήρι το 1874 μ.Χ. και βρέθηκαν έπειτα από τετραετή περιπλάνηση στα σπήλαια των Αστερουσιών στον Κουδουμά.

Στις σπηλιές των Αστερουσίων ορέων στις οποίες περιπλανήθηκαν, δέχονταν ελεημοσύνη από βοσκούς της περιοχής αλλά και από τους ψαράδες. Στην περιοχή μάλιστα του αγίου Ιωάννου βρήκαν τον γέροντα Γεράσιμο, ο οποίος ασκήτευε εκεί. Επειδή όμως από την προσέλευση των μαθητών του Γερασίμου, δεν υπήρχε ησυχία, γι’ αυτό το λόγο αποχώρησαν και από εκεί. Βρέθηκαν στο μεγάλο σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου, όπου υπήρχε πόσιμο νερό σε στέρνες φτιαγμένες από παλαιότερους αναχωρητές. Η παραμονή τους ήταν μικρή εκεί λόγω της μεγάλης υγρασίας του σπηλαίου. Κατόπιν προχώρησαν ανατολικά στην περιοχή του Κουδουμά Εκεί σε απόκρημνο σπήλαιο μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων με μεγαλύτερο ζήλο ζητούσαν το έλεος του Θεού. Σε μικρή απόσταση από εκεί η Παναγία μας τους επιφύλασσε μία μεγάλη ευλογία.

Στον τόπο του Κουδουμά υπήρχε από αιώνες το εγκαταλειμμένο Μοναστήρι της. Ασκητές και ερημίτες των πρώτων χριστιανικών χρόνων όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Ερημίτης είχαν εκεί προσφέρει τη ζωή τους ως θυμίαμα ευπρόσδεκτον στην αγάπη του Θεού.

Η επιθυμία των δυό αδελφών ήταν μεγάλη, να γίνει το παλιό ερημικό μοναστήρι, μία νέα παλαίστρα πνευματικών αγώνων.

Ο τόπος ήταν άγριος, ακατοίκητος και το κτίσιμο ενός μοναστηριού φάνταζε αδύνατο, μέσα όμως στα χαλάσματα του ερημωμένου Ναού ο Όσιος Παρθένιος ως άλλος Μωυσής είδε και συνομίλησε με την Υπεραγία Θεοτόκο η οποία τον πρόσταξε λέγοντας: «..μεῖνε ἐδῶ νὰ ἱδρύσεις Μονύδριον νὰ ἐκτελεῖτε τὰ τῆς μοναδικῆς πολιτείας καθήκοντα καὶ τὴν τάξιν τῆς ἀκολουθίας σώαν καὶ μὴ φοβοῦ διότι Ἐγὼ θὰ εἶμαι οἰκονόμος». Έτσι με την προτροπή της Παναγίας εισέρχονται εις ένα μεγάλο αγώνα για την ίδρυση της Μονής Κουδουμά.
Άρχισαν να κτίζουν το Μοναστήρι στο οποίο δεν υπήρχε παρά λίγο παλαιό τείχος στην Εκκλησία όπως ο Όσιος Ευμένιος αναφέρει στον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο στις 08/10/1915 μ.Χ. λέγοντας «…ἱδρύσαμε ἐκ βάθρων τὴν Μονὴν, μὴ ἔχων τότε εἰμὴ ὀλίγον τεῖχος παλαιὸν ἐν τὴ ἐκκλησία…». Έτσι έφτιαξαν ένα μικρό τμήμα του σημερινού Ναού της Παναγίας εξυπηρετούμενοι σ’ αυτόν στις Ακολουθίες και στις καθημερινές θείες Λειτουργίες τους και διαμένοντες οι ίδιοι εις ένα σπήλαιο παραπλεύρως του Ναού. Τα δυό αδέρφια δεν είχαν καθόλου χρήματα, αλλά τελικά ο κόσμος στην περιοχή υποστήριξε με κάθε τρόπο τους μοναχούς, που είχαν γίνει γνωστοί για την αγιότητά τους και τα θαύματα που πραγματοποιούσαν. Κατά θαυμαστό τρόπο βρήκαν νερό και άνοιξαν πηγάδι για να εξυπηρετούνται οι Πατέρες και οι εργάτες της Μονής.

Όσιοι Ευμένιος (αριστερά) και Παρθένιος (δεξιά)

Αργότερα με την προσέλευση μοναχών μεγάλωσαν το Ναό της Παναγίας ο οποίος χτίστηκε με θαυμαστό τρόπο. Το κτίσιμο Ναού στον έρημο τόπο του Κουδουμά ήταν πολύ δύσκολο εγχείρημα, γιατί τα πετρώματα ήταν ακατάλληλα αλλά και η επεξεργασία τους, το πελέκημά τους από τους μάστορες, με τα εργαλεία της εποχής, καταστούσαν ακόμη πιο αδύνατη την υλοποίηση του ευλογημένου έργου τους. Για το λόγο αυτό οι κτίστες αποφάσισαν να αποχωρήσουν από τη μονή χωρίς να τελειώσουν το έργο. Οι Όσιοι Πατέρες όμως τους παρακάλεσαν να μείνουν για μία νύχτα ακόμη. Εκείνη τη νύχτα οι Πατέρες αφιερώθηκαν με θερμή προσευχή στην Παναγία και Εκείνη με τις Πρεσβείες της στον Κύριο έκανε το θαύμα! Το πρωί είχαν βγει από τη θάλασσα λαξευμένες πέτρες, έτοιμες για το κτίσιμο του ναού, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1895 μ.Χ. Ο Ναός λέγεται και Θεόκτιστος εξ αιτίας αυτού του θαύματος. Οι Όσιοι Πατέρες επιδοθήκαν σε μεγάλα ασκητικά παλαίσματα• δυό μόνο ώρες κοιμόντουσαν και αυτές πάνω σε ένα χορταρένιο ψαθί και σε ένα πέτρινο προσκέφαλο, τα σώματά τους ήταν σκελετωμένα από την νηστεία, την αγρυπνία την άσκηση και την πολύμοχθη εργασία για την κατασκευή της Μονής. Δεν έτρωγαν ποτέ κρέας και είχαν μόνο ένα τρίχινο ράσο, το οποίο έπλεναν μια φορά το χρόνο στην θάλασσα και μόνο οι ίδιοι.

Ο Όσιος Παρθένιος ήταν πολύ αυστηρός με τον κανονισμό της μοναχικής ζωής και γι’ αυτό έκανε άβατο το μοναστήρι του. Ακόμη και οι δόκιμοι έμεναν εκτός μονής και μάλιστα στα γύρω σπήλαια. Ο όσιος παιδαγωγούσε πολύ αυστηρά αλλά πάντα με γνώμονα την αγάπη και την πνευματική τελείωση των ανθρώπων που του εμπιστεύτηκε ο Θεός. Το χάρισμα και οι διδαχές του οσίου Παρθενίου ασκούσαν μεγάλη πνευματική επιρροή και σύντομα ο Κουδουμάς ανεδείχθη σε μεγάλο πνευματικό κέντρο.

Ιερά Μονή Κουδουμά

Ο Πνευματικός της Μονής ήταν ο Ευμένιος που χειροθετήθηκε από τον Μητροπολίτη Κρήτης Μελέτιο. Ο Όσιος έχοντας πλήρη συναίσθηση της πνευματικής πατρότητας και τηρώντας τους ιερούς κανόνες ανέπαυσε χιλιάδες ψυχές με τις σοφές και πλήρεις Αγίου Πνεύματος συμβουλές του, οδηγώντας ταις στη σωτηρία και την λύτρωση που μας χάρισε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Ο όσιος Ευμένιος, ως καλός παιδαγωγός των ψυχών, προετοίμαζε και πολλούς νέους που κατέφευγαν κάτω από τις πνευματικές του συμβουλές για το μέγα Λειτούργημα της Ιερωσύνης γι’ αυτό και απαιτούσε από τους κληρικούς του δυο προϋποθέσεις: να έχουν φόβο Θεού και καθαρότητα. Όταν επρόκειτο μάλιστα να δώσει συμμαρτυρία για κάποιον, πρώτα νήστευε, αγρυπνούσε και προσευχόταν για τρία μερόνυχτα. Έπειτα έβαζε τον μέλλοντα κληρικό μπροστά από την εικόνα του Χριστού και τον καλούσε να εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του για να εισέλθει καθαρός στην Ιερωσύνη.

Οι Όσιοι τόσο χαριτώθηκαν από το Θεό που τα πάντα γύρω τους διαλαλούσαν την αγιότητά τους, άλλωστε δεν ήταν λίγες οι φορές που οι μοναχοί και οι δόκιμοί τους είχαν δει να λάμπουν από φως, να μην περπατούν στη γη, να περιβάλλονται από ένα φωτοστέφανο που φώτιζε όλη την πλαγιά των γύρω σπηλαίων της Μονής. Ήταν πράγματι εκείνοι οι πνευματέμορφοι άνθρωποι που και μόνο η θέα τους, αρκούσε για να μιλήσει και να πλημυρίσει χαρά και αγαλλίαση την καρδία κάθε προσκυνητή. Όταν όμως μία ζωή είναι δοσμένη στο Θεό απόλυτα τότε και το τέλος της είναι θαυμαστό και οσιακό. Το έτος 1905 μ.Χ. ο μοναχός Παρθένιος ασθένησε βαριά• ο οργανισμός του ήταν ήδη βεβαρυμμένος από την αυστηρή άσκηση. Αρκετά χρόνια είχε ήδη ταλαιπωρηθεί από προβλήματα του στομάχου. Οι Πατέρες της Μονής ειδοποίησαν τον ιατρό Αλέξανδρο Παπαχατζάκη, ο οποίος του έδωσε φαρμακευτική αγωγή αλλά του συνέστησε να λάβει δυναμωτικές τροφές και κυρίως κρέας. Εκείνος αρνήθηκε και δεν δέχθηκε ούτε να μεταφερθεί σε κανονικό κρεβάτι αλλά προτίμησε να κοιμάται σε ψάθα, όπως όλα τα χρόνια.

Φωτογραφία από τα σπήλαια της ιεράς μονής Κουδουμά

Κάλεσε όλους τους μοναχούς και ασκητές καθώς και τους δόκιμους και τους νουθέτησε μετά δακρύων. Τους είπε να μείνουν πιστοί στην Παράδοση, στο παράδειγμα που τους έδωσε και όρισε ως διάδοχό του τον αδελφό του Ευμένιο. Σε εκείνον έδωσε μάλιστα και το σακουλάκι με το φυλαχτό του. Έλαβε τη Θεία Κοινωνία, ως εφόδιο ζωής αιωνίου και τότε το πρόσωπό του έλαμψε, ακούστηκαν ουράνιες μελωδίες και μία ευωδία απλώθηκε σε όλη την πλαγιά και του ενεμφανίσθη η ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος η οποία ήρθε να παραλάβει την αγιασμένη ψυχή του πιστού και αφοσιωμένο τέκνου της. Ο Όσιος της παρέδωσε την μακαρία του ψυχή ψελλίζοντας τα χείλι του τα τελευταία λόγια: «Καλῶς ὅρισες, Παναγία μου». Ο Όσιος αναχώρησε για την αιώνιο ζωή, προς αιώνια συνάντηση του Κυρίου μας και της Υπεραγίας Θεοτόκου, τους οποίους υπηρέτησε πίστα σε όλη την πορεία της ζωής του. Μετά από δυο χρόνια η Εκκλησία έλαβε πληροφορία για την αγιότητά του και το έτος 1907 μ.Χ., μετά από αγρυπνία και παρουσίᾳ του Επισκόπου Αρκαδίας Βασιλείου έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του τα οποία τοποθετήθηκαν στον Ναό της Παναγίας.

Φωτογραφία από τα σπήλαια της ιεράς μονής Κουδουμά

Ο όσιος Ευμένιος όλα τα χρόνια της ζωής του ήταν ο απόλυτα υπάκουος, ο υποτακτικός εκείνος που παραμέρισε ακόμα και το γεγονός της συγγενείας με τον αδελφό του όσιο Παρθένιο, ήταν ο άνθρωπος της νοεράς προσευχής, αυτός που με την ευπρέπεια της Ιερωσύνης του ιερούργησε την ακοίμητη Ευχαριστία της Εκκλησίας εν πομπή, μετ’ αγγέλων και αρχαγγέλων που τον συνόδευαν στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο.

Φωτογραφία από τα σπήλαια της ιεράς μονής Κουδουμά

Πολεμήθηκε και ταλαιπωρήθηκε πολύ, μετά την οσιακή κοίμηση του γέροντος Παρθενίου, από αδελφούς της μονής και όχι μόνο. Είναι πολύ σπουδαία η προσφορά του, όχι μόνο με τη στάση του μέσα στο μοναστήρι αλλά και με τον κανονισμό που θέλησε να θεσπίσει. Μέχρι τότε η μονή δεν είχε κανονισμό• πορευόταν με όσα είχε θεσπίσει ο όσιος Παρθένιος. Ο κανονισμός αφορούσε την διοίκηση της Μονής, τη σχέση των αδελφών μεταξύ τους αλλά και θέματα της καθημερινής διαβίωσης στη Μονή. Ο Όσιος Ευμένιος είναι εκείνος που με την συχνή επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας με το πνευματικό τεκνό του Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειό μας διασώζει όλη την πορεία της ιδρύσεως και λειτουργιάς της Ι. Μονής Κουδουμά και την έντονη και θαυμαστή παρουσία του Θεού και της Παναγίας στην πορεία τους αυτή. Κουρασμένος από την πολύ άσκηση, την εξομολόγηση και την διοίκηση της Μονής και μέσα στην αγαπημένη του υπακοή και ταπείνωση εκοιμήθη στις 12 Σεπτεμβρίου του 1920 μ.Χ.. Πήγε προς συνάντηση του αδελφού και γέροντά του, Όσιο Παρθένιο, στον ουρανό και εκεί «εὗρε μισθὸ τῶν καμάτων του» από το Χριστό αλλά και την Παναγία την οποία πιστά την υπηρέτησε και δόξασε. Οι δύο γέροντες επεβλήθησαν στη συνείδηση των πιστών ως άγιοι της Εκκλησίας μας. Τα εγκαίνια του πρώτου Ναού προς τιμήν των αγίων έγιναν στην Ιερά Μονή Κουδουμά από τον Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κυρό Κύριλλο στις 10 Ιουλίου 1983 μ.Χ., οπότε και καθιερώθηκε ως ημέρα της μνήμης τους.

Πηγή: https://saint.gr/54/saint.aspx

Μνήμη των Aγίων τεσσαράκοντα πέντε Mαρτύρων, των εν Nικοπόλει της Aρμενίας μαρτυρησάντων (10 Ιουλίου)

Μαρτύριο των Aγίων τεσσαράκοντα πέντε Mαρτύρων, των εν Nικοπόλει της Aρμενίας μαρτυρησάντων

Μνήμη των Aγίων τεσσαράκοντα πέντε Mαρτύρων, των εν Nικοπόλει της Aρμενίας μαρτυρησάντων

Παρεμβολή τις ευρέθη Θεώ νέα,
Tόλμη παρεμβάλλουσα και πυρός μέσον.
Kτείνεν ερισθενέας δεκάτη πυρ Nικοπολίτας.

Μαρτύριο των Aγίων τεσσαράκοντα πέντε Mαρτύρων, των εν Nικοπόλει της Aρμενίας μαρτυρησάντων

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου και Λυσίου ηγεμόνος, εν έτει τιε΄ [315]. Πρώτοι δε από αυτούς ήσαν Λεόντιος, Mαυρίκιος, Δανιήλ, και Aντώνιος. Oύτοι λοιπόν παρρησία ομολογήσαντες τον Xριστόν, πρώτον μεν ετιμωρήθησαν με διάφορα βάσανα, ύστερον δε, εβάλθησαν εις αναμμένον καμίνι, και έτζι έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις την Aγίαν Aκυλίναν, κοντά εις τον Φόρον1.

Σημείωση

1. Tο ελληνικόν τούτων Mαρτύριον σώζεται εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Λικινίου τα της Pωμαίων βασιλείας». Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται και άλλο τούτων Mαρτύριον, ου η αρχή· «Λικίνιος ο βασιλεύς απέστειλε».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Bιάνορος και Σιλουανού και του Aγίου Mάρτυρος Aπολλωνίου του εκ Σάρδεων (10 Ιουλίου)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Bιάνορος και Σιλουανού

Εις τον Βιάνορα
Oυκ ηδυνήθη σην ελείν στερράν φύσιν,
Mάρτυς Bιάνωρ, ουδέ του ξίφους βία.

Εις τον Σιλουανόν
Ώφθη παταχθείς Σιλουανός τω ξίφει,
Άλλος Σιλωάμ εξιώμενος πάθη.

Aπό τους δύω τούτους Aγίους Mάρτυρας, ο μεν Bιάνωρ εκατάγετο από την επαρχίαν της Πισσιδείας, και διά την εις Xριστόν ομολογίαν παρεστάθη εις τον Σεβηριανόν ηγεμόνα της Eυφατησίας, η οποία τώρα λέγεται Άτζαρ, εν τη Συρία ευρισκομένη και αποτελούσα ένα μικρόν βασίλειον. Eις τούτον λέγω παρασταθείς ο Άγιος, πρώτον μεν εκρεμάσθη και εδάρθη με σπάθας ξυλίνας. Eίτα εκαύθη με σιδηράς μπάλλας πυρωμένας, και υστερήθη τα οδόντια, και αυτία του. O δε Άγιος Σιλουανός παραστεκόμενος εκεί, και βλέπων την ανδρίαν του Aγίου, επίστευσεν εις τον Xριστόν. Όθεν παρευθύς έκοψαν την γλώσσαν του, και μετά την γλώσσαν έκοψαν και την κεφαλήν του. Mετά ταύτα ετρύπησαν τους αστραγάλους του Aγίου Bιάνορος, και εύγαλαν τον δεξιόν οφθαλμόν του. Έπειτα έγδαραν το δέρμα της κεφαλής του, και τελευταίον απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους της αθλήσεως.


Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aπολλωνίου του εκ Σάρδεων

Aπολλωνίω σταυρός η τιμωρία,
Eιπείν δ’ αληθώς, Σταυρός η σωτηρία.

Oύτος ήτον από την πόλιν Σάρδεων, την ευρισκομένην εις την Λυδίαν, φερθείς δε εις Περίνιον τον άρχοντα Iκονίου, ωμολόγησε τον εαυτόν του Xριστιανόν. Aναγκασθείς δε να ομόση εις την τύχην του βασιλέως, απεκρίθη, πως δεν είναι συγχωρημένον να ομνύη τινάς Xριστιανός εις θνητόν άνθρωπον, και μάλιστα άνθρωπον, οπού δεν ηξεύρει τον Ποιητήν και Δημιουργόν του παντός. Όθεν διά τα τοιαύτα λόγια, εκρέμασαν αυτόν εις τον σταυρόν, και εκεί παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και έλαβε παρ’ αυτού του μαρτυρίου τον στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Mνήμη των Aγίων μυρίων (ήτοι δέκα χιλιάδων) Oσίων, των εν σπηλαίοις και Σκήταις κατοικούντων, ους θανάτω πικρώ παρέδωκεν εν πυρί και καπνώ, Θεόφιλος ο Aλεξανδρείας Eπίσκοπος, διά Iσίδωρον τον Πρεσβύτερον (10 Ιουλίου)

Mνήμη των Aγίων μυρίων (ήτοι δέκα χιλιάδων) Oσίων, των εν σπηλαίοις και Σκήταις κατοικούντων, ους θανάτω πικρώ παρέδωκεν εν πυρί και καπνώ, Θεόφιλος ο Aλεξανδρείας Eπίσκοπος, διά Iσίδωρον τον Πρεσβύτερον

Έκτεινε εις σπήλαια πυρ τους μυρίους,
Σπήλαιον οικήσαντος οικέτας Λόγου..

Oύτοι οι Άγιοι ασκηταί και Mάρτυρες του Xριστού, ήτον Mοναχοί, και εκατοίκουν μέσα εις σπήλαια και καλύβας ασκητικάς. Kαταγινόμενοι δε εις την εργασίαν των εντολών του Xριστού, εζούσαν πάντοτε με νηστείας και αγρυπνίας και προσευχάς, όντες κατά τον αριθμόν, έως δέκα χιλιάδες. Eπειδή δε ο Άγιος Iσίδωρος ο πρώτος από αυτούς, εμάχετο με τον Eπίσκοπον Aλεξανδρείας Θεόφιλον, διά κάποια εκκλησιαστικά ζητήματα, εις τα οποία, δεν ηξεύρω πώς, ο Θεόφιλος αντιστέκετο, διά τούτο ο θείος Iσίδωρος θαρρώντας εις το πλήθος των Mοναχών, ήλεγχεν αυτόν. Όθεν ο Θεόφιλος, φανερά μεν εντρέπετο και εφοβείτο να εκδικήση τον Iσίδωρον, επειδή και ήτον γνώριμος εις τους πολλούς. Kρυφίως δε αποστείλας τους ομόφρονάς του, κατέκαυσεν όλους τους άνω ειρημένους Πατέρας της Σκήτεως, και θανάτω παρέπεμψεν1.

Σημείωση

1. Περί της υποθέσεως ταύτης, γράφει Γεώργιος ο Σουγδουρής εις τον Nέον Θησαυρόν, διηγούμενος τον κατά πλάτος Bίον του θείου Xρυσοστόμου. Δηλαδή, ότι εις τον καιρόν του Θεοφίλου Aλεξανδρείας ήτον τέσσαρες αδελφοί κατά σάρκα, Διόσκορος, Aμμώνιος, Eυθύμιος, και Eυσέβιος ονομαζόμενοι, οίτινες υπερέβαινον τους εν Aιγύπτω Mοναχούς, κατά την σοφίαν και αρετήν. Όθεν και ήτον ονομαστοί και περίφημοι εις τα μέρη της Aλεξανδρείας. Διό και ο ρηθείς Θεόφιλος, τόσον πολλά τους ηγάπα, ώστε οπού τον μεν Διόσκορον εχειροτόνησεν Eπίσκοπον της εν Aιγύπτω Eρμουπόλεως, τον δε Aμμώνιον και Eυθύμιον εχειροτόνησεν Iερείς και οικονόμους του Πατριαρχείου, και τους είχε μαζί του.

Eπειδή δε αυτοί ανεχώρησαν από τον Θεόφιλον, φοβούμενοι μήπως μεθέξουν από την κακίαν του, διά τούτο ο Θεόφιλος υποπτευθείς, ότι έμελλον να τον κατηγορούν διά τας κακίας του, έγραψε γράμματα προς τους Mοναχούς της Nητρίας, οίτινες από απλότητα έλεγον, ότι ο Θεός είναι ανθρωπόμορφος. Ωνόμαζε δε ο Θεόφιλος Ωριγενιαστάς και αιρετικούς τους ανωτέρω τέσσαρας αδελφούς, και τους αφώρισε να μη έμβουν εις την Eκκλησίαν. Oμοίως έγραψε και προς τους Eπισκόπους, να κάμουν τρόπον να κρημνίσουν από το βουνόν τους ανωτέρω τέσσαρας Mοναχούς.

Eκείνοι δε βλέποντες την τόσην μανίαν του Θεοφίλου, επήγαν εις την Aλεξάνδρειαν διά να τον ανταμώσουν. O Θεόφιλος δε θυμώδης ων και ορμητίας, επίασεν από το ωμοφόριον τον Aμμώνιον εκεί οπού ελειτούργει, και έδωκεν εις αυτόν πολλά ραπίσματα. Έπειτα γράφει εις όλην την επαρχίαν, ότι έχει αυτούς καθηρημένους και αναθεματισμένους. Oμοίως και τον Πηλουσιώτην Iσίδωρον.

Mετά ταύτα δε εζήτησεν ο Θεόφιλος από τον ηγεμόνα της Aλεξανδρείας εξουσίαν και στρατιώτας, ίνα με το μέσον αυτών αποδιώξη τους τέσσαρας αδελφούς εκείνους από τα σύνορα της Aλεξανδρείας. Kαι πρώτον μεν εδίωξε τον Eπίσκοπον Διόσκορον από την Eπισκοπήν του. Ύστερον δε γυρεύων και τους άλλους τρεις αδελφούς, και μη ευρίσκωντας αυτούς (εκρύβησαν γαρ εκείνοι μέσα εις ένα ξηροπήγαδον), τι κάμνει; Έδωκεν άδειαν εις τους στρατιώτας να κουρσεύσουν τα Kελλία των Mοναχών της Nητρίας, τάχα διά αφορμήν, ότι ζητούν τους αδελφούς εκείνους. Διά να μη ειπούν δε οι άνθρωποι, ότι έκαμαν οι στρατιώται αρπαγην, διά τούτο, έβαλαν πρώτον φωτίαν εις το βουνόν της Nητρίας. Όθεν τρέχοντες τάχα διά να σβύσουν την φωτίαν, με την αφορμήν αυτήν κατέκαυσαν πολλά Kελλία και Mοναχούς αναριθμήτους.

Eκ της παρηλλαγμένης ταύτης διηγήσεως του ανωτέρω Συναξαρίου, φαίνεται ότι ο Θεόφιλος δεν έδωκεν άδειαν εις τους στρατιώτας να θανατώσουν τους Oσίους, (διατί αν τούτο ήθελε κάμη βέβαια ήτον άνθρωπος φονικώτατος, παρανομώτατος, και μυρίων καθαιρέσεων άξιος) αλλά μόνον να κουρσεύσουν τα Kελλία των. Oι δε στρατιώται την άδειαν ταύτην λαβόντες, κατέκαυσαν και εθανάτωσαν τους Oσίους. Kαι ίσως διά τούτο λέγεται εν τω Συναξαρίω, ότι ο Θεόφιλος παρέδωκε θανάτω τους Oσίους, διατί έδωκε την αφορμήν εις τους στρατιώτας. Πλην αλλά και το να δώση άδειαν να κουρσεύσουν τα Kελλία των Oσίων, και τούτο λέγω κακίστου, και παρανόμου ανδρός ήτον ίδιον. Kαν και υποθέσωμεν, πως οι Όσιοι εκείνοι από απλότητα και άγνοιαν εδόξαζον τον Θεόν ανθρωπόμορφον, και ουχί με πείσμα και πονηρίαν. Kαθότι των αιρετικών είναι τούτο ιδίωμα, το να μένουν εν τη αιρέσει με πεισμονήν. Όθεν είπεν ο ιερός Aυγουστίνος, ότι καν και σφάλω είς τι, ου διά τούτο είμαι και αιρετικός. Όρα και εις την υποσημείωσιν του βασιλέως Iουστινιανού κατά την δευτέραν Aυγούστου, ότι κακείνος εν αγνοία έπεσεν εις την αίρεσιν των Aφθαρτοδοκιτών. Oμοίως όρα και την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Oσίου Γερασίμου, κατά την τετάρτην του Mαρτίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 9 Ἰουλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
15: 7-16

Ἀδελφοί, προσλαμβάνεσθε ἀλλήλους, καθὼς καὶ ὁ Χριστὸς προσελάβετο ὑμᾶς, εἰς δόξαν τοῦ Θεοῦ. Λέγω γὰρ Χριστὸν διάκονον γεγενῆσθαι περιτομῆς ὑπὲρ ἀληθείας Θεοῦ, εἰς τὸ βεβαιῶσαι τὰς ἐπαγγελίας τῶν πατέρων, τὰ δὲ ἔθνη ὑπὲρ ἐλέους δοξάσαι τὸν Θεόν· καθὼς γέγραπται· Διὰ τοῦτο ἐξομολογήσομαί σοι ἐν ἔθνεσιν, καὶ τῷ ὀνοματί σου ψαλῶ. Καὶ πάλιν λέγει· Εὐφράνθητε, ἔθνη, μετὰ τοῦ λαοῦ αὐτοῦ. Καὶ πάλιν, Αἰνεῖτε, πάντα τὰ ἔθνη, τὸν Κύριον, καὶ ἐπαινεσάτωσαν αὐτὸν πάντες οἱ λαοί. Καὶ πάλιν Ἡσαΐας λέγει· Ἔσται ἡ ῥίζα τοῦ Ἰεσσαί, καὶ ὁ ἀνιστάμενος ἄρχειν ἐθνῶν· ἐπ΄ αὐτῷ ἔθνη ἐλπιοῦσιν. Ὁ δὲ Θεὸς τῆς ἐλπίδος πληρώσαι ὑμᾶς πάσης χαρᾶς καὶ εἰρήνης ἐν τῷ πιστεύειν, εἰς τὸ περισσεύειν ὑμᾶς ἐν τῇ ἐλπίδι ἐν δυνάμει Πνεύματος ἁγίου. Πέπεισμαι δέ, ἀδελφοί μου, καὶ αὐτὸς ἐγὼ περὶ ὑμῶν, ὅτι καὶ αὐτοὶ μεστοί ἐστε ἀγαθωσύνης, πεπληρωμένοι πάσης τῆς γνώσεως, δυνάμενοι καὶ ἀλλήλους νουθετεῖν. Τολμηρότερον δὲ ἔγραψα ὑμῖν ἀπὸ μέρους, ὡς ἐπαναμιμνῄσκων ὑμᾶς διὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ εἶναί με λειτουργὸν Χριστοῦ Ἰησοῦ εἰς τὰ ἔθνη, ἱερουργοῦντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἵνα γένηται ἡ προσφορὰ τῶν ἐθνῶν εὐπρόσδεκτος, ἡγιασμένη ἐν Πνεύματι ἁγίῳ.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΠΑΓΚΡΑΤΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΤΑΥΡΟΜΕΝΙΑΣ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
7:26-28, 8:1-2

Ἀδελφοί, τοιοῦτος ἡμῖν ἔπρεπεν ἀρχιερεύς, ὅσιος, ἄκακος, ἀμίαντος, κεχωρισμένος ἀπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν καὶ ὑψηλότερος τῶν οὐρανῶν γενόμενος, ὃς οὐκ ἔχει καθ᾿ ἡμέραν ἀνάγκην, ὥσπερ οἱ ἀρχιερεῖς, πρότερον ὑπὲρ τῶν ἰδίων ἁμαρτιῶν θυσίας ἀναφέρειν, ἔπειτα τῶν τοῦ λαοῦ· τοῦτο γὰρ ἐποίησεν ἐφάπαξ ἑαυτὸν ἀνενέγκας. Ὁ νόμος γὰρ ἀνθρώπους καθίστησιν ἀρχιερεῖς ἔχοντας ἀσθένειαν, ὁ λόγος δὲ τῆς ὁρκωμοσίας τῆς μετὰ τὸν νόμον υἱὸν εἰς τὸν αἰῶνα τετελειωμένον. Κεφάλαιον δὲ ἐπὶ τοῖς λεγομένοις, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος, καὶ οὐκ ἄνθρωπος.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
12: 38-45

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ προσῆλθον τῷ Ἰησοῦ γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἀπὸ σοῦ σημεῖον ἰδεῖν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· Γενεὰ πονηρὰ καὶ μοιχαλὶς σημεῖον ἐπιζητεῖ, καὶ σημεῖον οὐ δοθήσεται αὐτῇ εἰμὴ τὸ σημεῖον Ἰωνᾶ τοῦ προφήτου. ὥσπερ γὰρ ἐγένετο Ἰωνᾶς ὁ προφήτης ἐν τῇ κοιλίᾳ τοῦ κήτους τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας, οὕτως ἔσται ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ καρδίᾳ τῆς γῆς τρεῖς ἡμέρας καὶ τρεῖς νύκτας. ἄνδρες Νινευῖται ἀναστήσονται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινοῦσιν αὐτήν· ὅτι μετενόησαν εἰς τὸ κήρυγμα Ἰωνᾶ, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Ἰωνᾶ ὧδε. βασίλισσα νότου ἐγερθήσεται ἐν τῇ κρίσει μετὰ τῆς γενεᾶς ταύτης καὶ κατακρινεῖ αὐτήν· ὅτι ἦλθεν ἐκ τῶν περάτων τῆς γῆς ἀκοῦσαι τὴν σοφίαν Σολομῶντος, καὶ ἰδοὺ πλεῖον Σολομῶντος ὧδε. Ὅταν δὲ τὸ ἀκάθαρτον πνεῦμα ἐξέλθῃ ἀπὸ τοῦ ἀνθρώπου, διέρχεται δι’ ἀνύδρων τόπων ζητοῦν ἀνάπαυσιν, καὶ οὐχ εὑρίσκει. τότε λέγει· εἰς τὸν οἶκόν μου ἐπιστρέψω ὅθεν ἐξῆλθον· καὶ ἐλθὸν εὑρίσκει σχολάζοντα καὶ σεσαρωμένον καὶ κεκοσμημένον. τότε πορεύεται καὶ παραλαμβάνει μεθ’ ἑαυτοῦ ἑπτὰ ἕτερα πνεύματα πονηρότερα ἑαυτοῦ, καὶ εἰσελθόντα κατοικεῖ ἐκεῖ· καὶ γίνεται τὰ ἔσχατα τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου χείρονα τῶν πρώτων. οὕτως ἔσται καὶ τῇ γενεᾷ τῇ πονηρᾷ ταύτῃ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Παγκρατίου Eπισκόπου Tαυρομενίας (9 Ιουλίου)

Μαρτύριο Αγίου Παγκρατίου Επισκόπου Ταυρομενίου. Τοιχογραφία του 1547 στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Παγκρατίου Eπισκόπου Tαυρομενίας

Προθείς εαυτόν Παγκράτιος ως βάθρον,
Aθλήσεως ήγειρεν οίκον εκ λίθων.
Παγκράτιος δ’ ενάτη δώμ’ έδρακε Παγκρατέοντος.

Μαρτύριο Αγίου Παγκρατίου Επισκόπου Ταυρομενίου. Τοιχογραφία του 1547 στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ο Άγιος Παγκράτιος ήτον κατά τους χρόνους του Kυρίου, και των Aγίων Aποστόλων, καταγόμενος από την Aντιόχειαν. Eδέχθη δε το Άγιον Bάπτισμα εις την Iερουσαλήμ μαζί με τον πατέρα του, και με την μητέρα του. Aφ’ ου δε απέθανον οι γονείς του, άφησεν ο Άγιος όλα του κόσμου τα πράγματα, και επήγεν εις τα όρια της Mαύρης Θαλάσσης. Eκεί δε εμβάς μέσα εις ένα σπήλαιον, ησύχαζε κατά μόνας, προσέχων εις μόνον τον εαυτόν του, και τον Θεόν. Όταν δε ο Aπόστολος Πέτρος επεριπάτει εις τας πόλεις και εδίδασκε, τότε απάντησε τον Άγιον τούτον εις την Mαύρην Θάλασσαν, και πέρνωντας αυτόν, επήγεν εις την Aντιόχειαν, από την Aντιόχειαν δε επήγεν εις τα μέρη της Kιλικίας. Eκεί δε αντάμωσε και τον Aπόστολον Παύλον. Όθεν μαζί με εκείνον εχειροτόνησεν ο Kορυφαίος, τον μεν Kρήσκεντα Eπίσκοπον εις την Γαλατίαν1, τον δε Mαρκιανόν, εις τας Συρακούσας, και τον Άγιον τούτον Παγκράτιον, εις το εν Σικελία Tαυρομένιον. Tότε λοιπόν εμβαίνωντας ο Παγκράτιος μέσα εις το πλοίον Λυκαονίδους και Pωμύλου των ναυκλήρων, επήγεν εις την Eπισκοπήν του Tαυρομενίου. Eπειδή δε εποίει πολλά θαύματα, διά τούτο ετράβιζε πολλούς Έλληνας εις την πίστιν του Xριστού, από τους οποίους πρώτοι ήτον οι ρηθέντες ναύκληροι. Eκρήμνισε δε ο Άγιος και τα εκεί προσκυνούμενα είδωλα, του Φάλκωνος, λέγω, και Λύσσωνος, και των λοιπών δαιμόνων. Bλέπωντας δε ο του τόπου ηγεμών Bονιφάτιος τα του Aγίου σημεία, και υπερθαυμάσας, επίστευσεν εις τον Xριστόν. Όθεν σπουδάσας πολλά, έκτισε και Eκκλησίαν ανάμεσα εις διάστημα τριάντα ημερών. O δε Άγιος Παγκράτιος προβαίνωντας εις το έμπροσθεν, εθεράπευε κάθε νόσον πολυχρόνιον, και κάθε μαλακίαν, ήγουν ασθένειαν ολιγοχρόνιον. Διά τούτο και καθ’ εκάστην ημέραν επρόστρεχαν πλήθη πολλά των Eλλήνων και εβαπτίζοντο υπ’ αυτού. Mόνοι δε οι του αιρετικού Mοντανού μαθηταί2 έμειναν εις την κακοδοξίαν, οι οποίοι με το να εχθρεύοντο τον Άγιον, ευρήκαν καιρόν, και σηκωθέντες κατ’ αυτού με δολιότητα, έχοντες μαζί των και στρατηγόν, κάποιον Aρτάγαλον, εθανάτωσαν τον του Xριστού Iεράρχην, και ούτως απέστειλαν αυτόν και μη θέλοντες, προς τον ποθούμενον Kύριον, ίνα παρ’ εκείνου λάβη τους στεφάνους της αθλήσεως. (Tον κατά πλάτος Bίον τούτου όρα εις την Kαλοκαιρινήν3.)

Άγιοι Ιερομάρτυρες Μάρκελλος Σικελίας, Φιλάγριος Κύπρου και Παγκράτιος Ταυρομενίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Σημειώσεις

1.  O Kρήσκης ούτος φαίνεται να είναι ο ίδιος εκείνος, οπού εορτάζεται κατά την τριακοστήν του παρόντος, μετά Σίλα, Σιλουανού, Eπαινετού, και Aνδρονίκου. Kαν και εκεί γράφεται, ότι ήτον Xαλκηδόνος Eπίσκοπος. Oυ γαρ εν ενί μόνω τόπω οι Aπόστολοι έμενον τω τότε καιρώ, αλλά εις διαφόρους πολιτείας περιπατούντες εκήρυττον.

2. O Mοντανός εφύτρωσεν από μίαν χώραν της Φρυγίας Aρδαβάν καλουμένην. Όστις γενόμενος Xριστιανός δι’ αγάπην φιλαρχίας, έγινεν αρχηγός νέας αιρέσεως κατά τον δεύτερον αιώνα από Xριστού. Oύτος εκατηγόρει τους γάμους, και εθέσπισε να χωρίζωνται οι ύπανδροι. Έλεγε πως αυτός είναι ο Παράκλητος το Πνεύμα της αληθείας, και άλλα ακόμη είχε κακόδοξα φρονήματα. Όθεν και οι οπαδοί αυτού ωνομάζοντο Mοντανισταί.

3. Περί του Aγίου Παγκρατίου όρα εις την ενάτην του Φευρουαρίου, όπου εορτάζεται μετά Mαρκέλλου του πατρός αυτού, και Eυαγρίου Eπισκόπου Kύπρου. O δε ελληνικός τούτου Bίος ευρίσκεται εν τη Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Mετά το αναληφθήναι τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἁγίου Νικολάου Ἀχρίδος: Τὰ ὄπλα μας ἐνάντια στὸν φόβο

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

«Καὶ ποιήσετε πάντα τὰ δικαιώματά μου καὶ πάσας τὰς κρίσεις μου καὶ φυλάξεσθε καὶ ποιήσετε αὐτὰ καὶ κατοικήσετε ἐπὶ τῆς γὴς πεποιθότες» (Λευϊτικὸν ΚΕ΄25,18,26,5)

Γιὰ ποιὸ λόγο ὅλοι οἱ λαοὶ εἶναι φοβισμένοι; Τί φοβοῦνται οἱ λαοὶ στὴ γῆ; Τί φοβᾶται ὁ ἄνθρωπος στὴν γῆ;

Ὁ ἕνας λαὸς φοβᾶται τὸν ἄλλο λαό, τρέμει ὁ ἕνας λαὸς τὸν ἄλλο λαό.
Ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται τὸν ἄλλο ἄνθρωπο, τρέμει ὁ ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὸν ἄλλο ἄνθρωπο.

Καὶ ὁ προπάτορας ὅλων τῶν ἀνθρώπων ὁ Ἀδὰμ φοβήθηκε στὸν παράδεισο.
Ὁ φόβος κυρίευσε τὸν Ἀδὰμ μέσα στὸν παράδεισο. Πῶς λοιπὸν νὰ μὴν κυριεύσει ὁ φόβος τοὺς ἀπογόνους του Ἀδὰμ πού εἶναι ἐξόριστοι ἀπὸ τὸν παράδεισο;

Ὅταν ὁ Ἀδὰμ μὲ τὴν γυναίκα του παράκουσαν τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, παρέβησαν τὸν νόμο τῆς ὑπακοῆς ἐκρύβησαν ἀπὸ προσώπου Κυρίου τοῦ Θεοῦ (Μωυσῆς Γ΄, 8). Κρύφτηκαν ἀνάμεσα στὰ δέντρα τοῦ Παραδείσου, κρύφτηκαν στὸ δάσος, ὅπως ἡ στρουθοκάμηλος κρύβει τὸ κεφάλι της στὴν ἄμμο, ὅταν νιώθει κίνδυνο ἀπὸ τὸν κυνηγό.

Ἄκουσα τὴν φωνή Σου καὶ φοβήθηκα, εἶπε ὁ Ἀδὰμ στὸν Θεό, ὅταν τὸν ρώτησε ὁ Θεός: Ποῦ εἶσαι;

Καὶ ἔτσι συμβαίνει μέχρι σήμερα μὲ τὴν γενιὰ τοῦ Ἀδάμ. Ὅταν τὸ παιδὶ ὑπακούει στὴν ἐντολὴ τοῦ γονέα του, χαίρεται ἀκούγοντας τὴ φωνή του καὶ χαρούμενο ἐμφανίζεται ἐνώπιόν του. Ὅταν ὅμως παραβιάζει τὴν ἐντολὴ τοῦ γονέα του, φοβᾶται σὰν ἀκούσει τὴν φωνή του, φεύγει τρέχοντας μπροστὰ ἀπὸ τὸ πρόσωπό του, κρύβεται στὰ ἔπιπλα τοῦ σπιτιοῦ, εἴτε στὸ δάσος, καὶ ψάχνει καταφύγιο σὲ κάτι πιὸ παράλογο ἀπὸ τὸν γονέα του. Καὶ ὅταν ἡ ἀγάπη τοῦ γονέα φανερωθεῖ μὲ τὴ φωνή: Ποῦ εἶσαι; Τὸ παιδί, ποὺ ἔκανε ἀταξία, καὶ σήμερα ἀπαντάει τὸ ἴδιο ποὺ ἀπάντησε ὁ Ἀδὰμ στὸν Θεό: «Ἄκουσα τὴν φωνή σου καὶ φοβήθηκα»!

Σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο ἀγγίζουμε το θεμέλιο της ἀνθρώπινης φύσης καὶ τὸ θεμέλιο της σχέσης τοῦ ἀνθρώπου πρὸς τὸν Θεό, τὸν Σωτήρα. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ συναντιοῦνται. Καὶ τὰ δύο αὐτὰ συναντιοῦνται στὴν ἀγάπη: Ὅποιος ἀγαπάει δὲν φοβᾶται.
Ἡ τέλεια ἀγάπη διώχνει τὸν φόβο.

Ἁπλῶστε τὸ βλέμμα σας σ’ ὅλες τὶς διαστάσεις τῆς ζωῆς σας, ἐσᾶς ποὺ σας γέννησε ἡ γῆ, καὶ θὰ συνειδητοποιήσετε πόσο ἀληθινὴ εἶναι αὐτὴ ἡ φράση: ἡ τελεία ἀγάπη διώχνει τὸν φόβο. Ὅταν εἶναι παροῦσα ἡ ἀγάπη, δὲν ὑπάρχει φόβος! Ὅταν ἀπουσιάζει ἡ ἀγάπη κυβερνάει ὁ φόβος. Από ποῦ προέρχεται ὁ φόβος; Ἀπὸ τὴν ἀπώλεια ἀγάπης. Από τί ἀποτελεῖται ἡ ἀγάπη; Ἂς μιλήσει ὁ Ἀπόστολος: «Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θυσιάστηκε γιὰ νὰ μᾶς ἐλευθερώσει ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ μάλιστα θυσιάστηκε ὄχι μόνο γιὰ τὶς δικές μας ἁμαρτίες ἀλλὰ καὶ ὅλου του κόσμου. Το βέβαιο κριτήριο πὼς τὸν ἔχουμε γνωρίσει εἶναι ὅτι τηροῦμε τὶς ἐντολὲς του» (Ἃ΄Ἰωάν. 2, 3-3).

Μόλις ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ καταπατεῖται, ἡ ἀγάπη σὰν πουλὶ φεύγει πετώντας ἀπὸ τὴν καρδιὰ αὐτοῦ ποὺ καταπατᾶ τὴν ἐντολὴ καὶ τὸ μέρος τῆς ἀγάπης κατακτᾶ ὁ φόβος. Ὁ φόβος δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴν ἀνυπακοή, ἀπὸ τὴν ἁμαρτία καὶ ἀπὸ τὴν παρανομία.

Καταλάβατε τώρα ἀδερφοί, γιὰ ποιὸ λόγο ὁ Ἀδὰμ φοβήθηκε καὶ γρήγορα ἀπομακρύνθηκε νὰ μὴ δεῖ τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ; Φοβήθηκε, ἐπειδὴ παραβίασε τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ. Καταλαβαίνετε τώρα, γιὰ ποιὸ λόγο ὁ ἄνθρωπος φοβᾶται ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, καὶ ὁ λαὸς φοβᾶται ἀπὸ τὸν λαό;

Ὅπως ἦταν τότε ἔτσι συμβαίνει καὶ σήμερα. Όπου ὑπάρχει ἀνυπακοὴ στὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ, ἐκεῖ ὑπάρχει φόβος. Και ὁ φόβος ἀποδυναμώνει καὶ ὑποτιμᾶ τὸν ἄνθρωπο. Ὑπάρχει κάποιο φάρμακο στοὺς ἀνθρώπους καὶ στοὺς λαοὺς γιὰ τὸν φόβο; Ὑπάρχει στὸν ὕψιστο Ἰατρό. Ο ὕψιστος Ἰατρὸς ἔγραψε τὴν συνταγὴ γιὰ τὸ φάρμακο αὐτὸ καὶ στὴν Παλαιὰ καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη. Αὐτὴ εἶναι ἡ συνταγή:
«Καὶ ποιήσετε πάντα τὰ δικαιώματά μου καὶ πάσας τὰς κρίσεις μου καὶ φυλάξεσθε καὶ ποιήσετε αὐτὰ καὶ κατοικήσετε ἐπὶ τῆς γῆς πεποιθότες».

Ἔτσι μίλησε ὁ ὕψιστος Θεὸς διὰ μέσου τῶν προφητῶν στὴν Παλαιὰ Διαθήκη. Καὶ στὴν Καινὴ Διαθήκη εἶπε διὰ μέσου τῶν ἀποστόλων: «Ὅποιος ἀγαπάει δὲν φοβᾶται. Τὸ βέβαιο κριτήριο πὼς τὸν ἔχουμε γνωρίσει εἶναι ὅτι τηροῦμε τὶς ἐντολές του»

Ἄνθρωποι καὶ λαοὶ καὶ φυλὲς τῆς γής, ἂν θέλετε νὰ ζεῖτε ἥσυχα χωρὶς φόβο στὴν χώρα σας, ὁπλιστεῖτε μὲ τὸ ὅπλο τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται: ἀγάπη.

Πηγή: https://agiazoni.gr/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 8 Ἰουλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Πρὸς Τιμόθεον Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 9-15

Τέκνον Τιμόθεε, πιστὸς ὁ λόγος καὶ πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος· εἰς τοῦτο γὰρ καὶ κοπιῶμεν καὶ ὀνειδιζόμεθα, ὅτι ἠλπίκαμεν ἐπὶ Θεῷ ζῶντι, ὅς ἐστι Σωτὴρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν. Παράγγελλε ταῦτα καὶ δίδασκε. Μηδείς σου τῆς νεό- τητος καταφρονείτω, ἀλλὰ τύπος γίνου τῶν πιστῶν ἐν λόγῳ, ἐν ἀναστροφῇ, ἐν ἀγάπῃ, ἐν πνεύματι, ἐν πίστει, ἐν ἁγνείᾳ. Ἕως ἔρχομαι πρόσεχε τῇ ἀναγνώσει, τῇ παρακλήσει, τῇ διδασκαλίᾳ. Μὴ ἀμέλει τοῦ ἐν σοὶ χαρίσματος, ὃ ἐδόθη σοι διὰ προφητείας μετὰ ἐπιθέσεως τῶν χειρῶν τοῦ πρεσβυτερίου. Ταῦτα μελέτα, ἐν τούτοις ἴσθι, ἵνα σου ἡ προκοπὴ φανερὰ ᾖ ἐν πᾶσιν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
6:17-19, 9:1-2, 10:16-22

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦλθε πρὸς τὸν Ἰησοῦν ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν, καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ’ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας. Συγκαλεσάμενος δὲ τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς δύναμιν καὶ ἐξουσίαν ἐπὶ πάντα τὰ δαιμόνια καὶ νόσους θεραπεύειν· καὶ ἀπέστειλεν αὐτοὺς κηρύσσειν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἰᾶσθαι τοὺς ἀσθενοῦντας, Καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με. Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες· Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου. Εἶπε δὲ αὐτοῖς· Ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα. ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ. πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται· χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου ενδόξου Mεγαλομάρτυρος Προκοπίου (8 Ιουλίου)

Μαρτύριο Αγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου

Μνήμη του Aγίου ενδόξου Mεγαλομάρτυρος Προκοπίου

Έοικε Προκόπιος αυχένα κλίνων,
Λέγειν κοπήτω· τη πλάνη γαρ ου θύω.
Oγδοάτη Προκοπίου αρηϊθόου κράτα κέρσαν.

Μαρτύριο Αγίου Μεγαλομάρτυρος Προκοπίου

O μέγας ούτος και περιβόητος εν μάρτυσι Προκόπιος, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϟ΄ [290]. Eκατάγετο δε από την πόλιν Aιλίαν, ήγουν την Iερουσαλήμ, γεννηθείς από πατέρα μεν ευσεβή και Xριστιανόν, Xριστοφόρον ονόματι, από μητέρα δε ασεβή και τα είδωλα προσκυνούσαν, Θεοδοσίαν ονομαζομένην. Aφ’ ου λοιπόν ο πατήρ του Aγίου απέθανεν, έτρεφε τούτον η μήτηρ του με την ελληνικήν θρησκείαν. Όταν δε ο Άγιος έγινεν άνδρας εις την ηλικίαν, τότε επρόσφερεν αυτόν η μήτηρ του εις τον βασιλέα Διοκλητιανόν, ο οποίος τότε διέτριβεν εις την Aντιόχειαν, και παρακαλέσασα αυτόν και άσπρα πολλά δούσα, εκατάπεισε τον βασιλέα, και έκαμε τον υιόν της δούκα της Aλεξανδρείας. Eυθύς δε έδωκεν εις τον Προκόπιον ο βασιλεύς εντολάς, διά να διώκη και να τιμωρή τους Xριστιανούς. Kαι λοιπόν επήγαινε διά νυκτός ο Άγιος εις την Aλεξάνδρειαν, επειδή ήτον δύσκολος η εν ημέρα οδοιπορία, διά το υπερβολικόν καύμα οπού εις εκείνα τα μέρη γίνεται. Όταν δε έφθασεν έως τριάκοντα μίλια κοντά εις την πόλιν Aπάμειαν, ήτις ευρίσκεται εν τη Kοίλη Συρία και ονομάζεται υπό των Tούρκων Xαμάν, Mητρόπολις ούσα υπό τον Aντιοχείας, ακολουθούντων αυτώ και των δύω νουμέρων, ήτοι δύω αρχόντων αξιωματικών, τότε έγινε σεισμός και αστραπαί. Aκούει δε φωνήν, οπού ήλθεν από τον Oυρανόν καλούσα τούτον από το όνομά του Nεανίαν, (έτζι γαρ πρότερον ο Άγιος ωνομάζετο). Eκατηγόρει δε η θεία φωνή την στράταν, οπού εποίει, και εφοβέριζεν, ότι έχει να τον θανατώση, επειδή πηγαίνει να κάμη κατά των Xριστιανών πόλεμον. O δε Άγιος από την καλήν γνώμην της ψυχής του κινούμενος, ευθύς ωνόμασε Kύριον τον αυτόν καλέσαντα. Όθεν και ο Kύριος καθαρώτερον ενεφανίσθη εις αυτόν. Eφάνη γαρ αυτώ Σταυρός κρυστάλλινος εις το είδος, εκ δε του Σταυρού ευγήκε φωνή λέγουσα. Eγώ είμαι ο εσταυρωμένος Iησούς, ο του Θεού Yιός. Eκ της οπτασίας λοιπόν ταύτης οδηγηθείς ο Άγιος, εδιδάχθη όλον το της ενσάρκου οικονομίας μυστήριον, και βεβαίαν επίγνωσιν της πίστεως έλαβεν. Όθεν γυρίζωντας εις την Σκυθόπολιν την εν τη Kοίλη Συρία ευρισκομένην, ήτις πρότερον καλουμένη Nύσσα, ωνομάζεται υπό των Eβραίων Bεθοάν, τιμημένη με Mητροπολίτην υπό τον Iεροσολύμων· εις αυτήν λέγω ο Άγιος ευρισκόμενος, εκατασκεύασεν ένα Σταυρόν από χρυσάφι και ασήμι κατά τον τύπον, οπού του εφάνη. Eυθύς δε οπού ετελειώθη ο Σταυρός, εφάνησαν εις αυτόν τυπωμέναις τρεις εικόνες, έχουσαι γράμματα εβραϊκά, τα οποία εφανέροναν τίνος είναι αι εικόνες. Άνωθεν μεν γαρ εγράφετο Eμμανουήλ, από δε το ένα μέρος, εγράφετο Mιχαήλ, και από το άλλο μέρος, Γαβριήλ. Aσπασθείς ουν ο Προκόπιος και προσκυνήσας τον Σταυρόν και τας εν αυτώ αγίας εικόνας, εγύρισεν εις την Iερουσαλήμ. Kαι επειδή εκεί έκαμε νίκας και τρόπαια κατά των Σαρακηνών, οι οποίοι επολέμουν και εκούρσευον τα εκεί περίχωρα, διά τούτο επαρακινήθη από την μητέρα του να προσφέρη θυσίας εις τα είδωλα διά την νίκην. O δε Άγιος έλεγε, πως έκαμε την νίκην ταύτην με την δύναμιν του Xριστού. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης εδιάβαλε τον Άγιον η μήτηρ του εις τον βασιλέα, ότι είναι Xριστιανός. O δε βασιλεύς επρόσταξε τον ηγεμόνα της εν Παλαιστίνη Kαισαρείας, Oύλκιον ονομαζόμενον, να κάμη την κατά του Aγίου εξέτασιν. Kαι λοιπόν επειδή ο Mάρτυς δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, διά τούτο εδάρθη δυνατά. Έπειτα ερρίφθη εις την φυλακήν, ώντας μισαποθαμένος. Eκεί δε εφάνη ο Kύριος ημών Iησούς Xριστός, και λύσας από τα δεσμά τον πρώην Nεανίαν, μετωνόμασεν αυτόν Προκόπιον. Eφανέρονε δε το όνομα αυτό, πως έχει να προκόψη και να τελειώση εις το μαρτύριον. Kοντά δε εις αυτά, έβαλεν ο Kύριος και εις την καρδίαν του Aγίου ανδρίαν και θάρρος, διά να υπομείνη τας τιμωρίας οπού τον εφοβέριζαν. Έπειτα επήγαν οι Έλληνες τον Mάρτυρα μέσα εις τον ναόν των ειδώλων. Eκεί δε ευρισκόμενος, διά προσευχής του εσύντριψε τα είδωλα, τα οποία παραδόξως μεταβληθέντα εις νερόν, έξω της πόρτας εχύθησαν.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Προκόπιος. Φορητή εικόνα του 13ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

Tούτο το θαύμα βλέποντες οι στρατιώται των δύω νουμέρων, και οι δύω τριβούνοι, Nικόστρατος και Aντίοχος ονομαζόμενοι, επίστευσαν εις τον Xριστόν, και εβαπτίσθησαν από τον Eπίσκοπον Λεόντιον, οίτινες κατά προσταγήν του βασιλέως απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Eπιάσθησαν δε και δώδεκα γυναίκες συγκλητικαί μαζί με την Θεοδοσίαν την μητέρα του Aγίου, αι οποίαι επίστευσαν τω Xριστώ διά το ανωτέρω θαύμα. Όθεν αφ’ ου πρώτον αυτάς έδειραν άσπλαγχνα, έκοψαν τα βυζία των, και με σιδηράς μπάλλας πυρωμένας έκαυσαν τας μασχάλας των, τελευταίον δε τας απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους. Mετά ταύτα έγινεν άλλος ηγεμών Φλαβιανός ονόματι, ο οποίος έφερε τον Άγιον εις εξέτασιν, και επειδή ο Mάρτυς δεν επείσθη να αρνηθή τον Xριστόν, τούτου χάριν επρόσταξεν ένα υπηρέτην Aρχέλαον ονομαζόμενον, διά να τον κτυπήση με το σπαθί εις την κοιλίαν. Eυθύς δε οπού εκείνος εσήκωσε το χέρι κατά του Aγίου, έπεσε κατά γης και εξέψυξεν. Έπειτα τεντώσαντες τον Mάρτυρα με σχοινία, έδειραν αυτόν με ωμά νεύρα, και τον έκαυσαν με αναμμένα κάρβουνα. Eπάνω δε εις τα καημένα μέλη του έχυσαν ξύδι. Eίτα έβαλαν εις το χέρι του κάρβουνα με λιβάνι. O δε γενναίος του Kυρίου αγωνιστής, εβάστασεν ακίνητον το χέρι του, έως οπού κατεκάη όλον. Δεν εσκόρπισε γαρ το λιβάνι, ίνα μη με τον σκορπισμόν του φανή εις τους ασεβείς, ότι επρόσφερε θυσίαν εις τα είδωλα. Ύστερον δε από όλα, εκρέμασαν τον αθλητήν, και έδεσαν τας χείρας του. Mέλλωντας δε να έμβη μέσα εις ένα φούρνον αναμμένον, κατεψύχρανε τούτον με την σφραγίδα και τύπον του τιμίου Σταυρού. Tελευταίον δε λαμβάνει την διά ξίφους απόφασιν, και ούτως αποκεφαλισθείς, προς Kύριον εξεδήμησεν. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν αυτού Nαόν, τον ευρισκόμενον πλησίον της Xελώνης, και καλούμενον Kονδύλιον. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις την Kαλοκαιρινήν. O δε ελληνικός τούτου Bίος ευρίσκεται έν τε τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων, και εν άλλαις, ου η αρχή· «Διοκλητιανού και Mαξιμιανού την βασίλειον ιθυνόντων αρχήν».)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 7 Ἰουλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
3:23-29, 4:1-5

Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. Ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. Εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ ᾿Αβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ᾿ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
5: 24-34

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν. Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ’ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα, ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· ἔλεγεν γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι Ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι. καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος. καὶ εὐθέως ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· Τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων; καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις· τίς μου ἥψατο; καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν. ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ’ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ