Αρχική Blog Σελίδα 28

Οσίου Εφραίμ του Σύρου: Λόγος στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου

Άγιος Εφραίμ ο Σύρος
Άγιος Εφραίμ ο Σύρος

Ἀπό τούς ἀγρούς τέρψεις συγκομιδῆς καί ἀπό τά ἀμπέλια τρύγος ἐδεσμάτων. Καί ἀπό τίς Γραφές διδαχή ζωοποιός. Ὁ ἀγρός μία φορά ἔχει τήν συγκομιδή καί τό ἀμπέλι μιά φορά ἔχει τόν τρύγο. Ἡ Γραφή, ὅμως, πάντοτε ἀναβλύζει διδαχή ζωοποιό.

Ὁ ἀγρός, ὅταν θεριστεῖ, μένει ἔρημος. Καί τό ἀμπέλι, ὅταν τρυγηθεῖ, ταπεινώνεται. Ἡ Γραφή, ὅμως, ἄν καί θερίζεται καθημερινά, τά στάχυα τῶν ἑρμηνειῶν τῶν λόγων της δέν ἐκλείπουν. Καθημερινά τρυγᾶται καί τά σταφύλια τῆς ἐλπίδας πού κρύβει δέν δαπανῶνται. Ἄς πλησιάσουμε λοιπόν τόν ἀγρό τοῦτο κι ἄς ἀπολαύσουμε τά ζωοποιά του ρεῖθρα καί ἄς θερίσουμε ἀπ᾽ αὐτόν στάχυα ζωῆς, τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος εἶπε: «Βρίσκονται ἐδῶ κάποιοι, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενο στήν δόξα Του».

Καί μετά ἀπό ἕξι ἡμέρες παρέλαβε τόν Σίμωνα Πέτρο, τόν Ἰάκωβο καί τόν ἀδελφό του Ἰωάννη καί τούς ἀνέβασε σέ πολύ ψηλό βουνό καί μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους. Καί ἔλαμψε τό πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος, τά δέ ροῦχα του ἔγιναν λευκά σάν τό φῶς. Πράγματι, οἱ ἄνδρες γιά τούς ὁποίους εἶπε ὅτι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως νά δοῦν τόν τύπο τῆς ἐλεύσεώς Του, αὐτοί οἱ τρεῖς ἀπόστολοι εἶναι, τούς ὁποίους πῆρε κοντά Του καί ἀνέβηκαν στό βουνό, ὅπου τούς ἔδειξε πῶς πρόκειται νά ἔλθει κατά τήν ἐσχάτη ἡμέρα στήν δόξα τῆς θεότητάς Του καί μέ τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του. Τούς ἀνέβασε στό βουνό, γιά νά τούς δείξει ποιός εἶναι καί ποίου υἱός. Διότι, ὅταν τούς ρωτοῦσε, «ποῖος λένε οἱ ἄνθρωποι ὅτι εἶμαι ἐγώ, ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου;» ἐκεῖνοι ἀποκρίθηκαν: «Ἄλλοι, πώς εἶσαι ὁ Ἠλίας· ἄλλοι, ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες» (Μάρκ. 8, 27-30. Ματθ. 16, 13-20. Λουκ. 9, 18-20.).

Γι᾽ αὐτό καί τούς ἀνεβάζει στό βουνό καί τούς ἀποκαλύπτει, ὅτι δέν εἶναι ὁ Ἠλίας, ἀλλά ὁ Θεός καί Πλάστης τοῦ Ἠλία. Οὔτε πάλι ὁ Ἱερεμίας, ἀλλ᾽ αὐτός πού ἁγίασε τόν Ἱερεμία ἐκ κοιλίας. Οὔτε ἕνας ἀπό τούς προφῆτες, ἀλλ᾽ ὁ Κύριος τῶν προφητῶν, ὁ Ὁποῖος καί τούς ἔστειλε. Ἀλλά καί τοῦτο ὑποδηλώνει σ᾽ αὐτούς, ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ ποιητής τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, καί ὁ κύριος ζωντανῶν καί νεκρῶν. Διότι διέταξε τόν οὐρανό, καί εὐθύς ἀμέσως κατέβασε τόν Ἠλία. Ἔκαμε νεῦμα στήν γῆ καί τόν Μωϋσῆ παρέστησε. Καί σ᾽ αὐτούς πάλι τούς κορυφαίους τῶν προφητῶν ἀπέδειξε ὅτι Κύριος εἶναι τῶν ζώντων, ἐφόσον τόν Ἠλία ἀπό τούς ζωντανούς κατέβασε. Καί ὅτι εἶναι Αὐτός πού ἐγείρει τούς νεκρούς, ἐφόσον ἤγειρε τόν Μωϋσῆ ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἡ δέ ἀνάβαση στό βουνό τούς βεβαίωσε ὅτι εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ.

Τί κι ἄν ἔλεγε σ᾽ αὐτούς ὅτι «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ»; Δέν θά πείθονταν εὔκολα, ἐξ αἰτίας τοῦ σώματος, πού εἶχε περιβληθεῖ, καί διότι συναναστρεφόταν μαζί τους σάν ὅμοιός τους. Ἔβλεπαν τήν Μαριάμ, πού Τόν γέννησε, καί τόν Ἰωσήφ, πού Τόν ἀνέθρεψε, καί πώς ὁ πατέρας Του εἶχε ἕνα κοινό ὄνομα. Παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἦσαν οἱ ἀδελφοί Του. Καί ὅπως αὐτοί πείνασε καί ἔλαβε τροφή, καί δίψασε καί τήν δίψα ἔσβησε μέ νερό, καί στόν κόπο βρῆκε παρηγοριά τήν ἀνάπαυση, καί στήν νύστα ἔδωσε ὕπνο. Καί τόν φόβο ἀκολούθησαν σταλαγμοί ἱδρῶτα. Ἔχοντας, λοιπόν, ὅλα τά δικά μας παρεκτός τήν ἁμαρτία, πῶς θά γινόταν πιστευτός, ἐάν ἔλεγε ὅτι, «ἐγώ εἶμαι Θεός ἐκ Θεοῦ;» Διότι αὐτά δέν ἦσαν ἁρμόδια στήν θεϊκή φύση. Γι᾽ αὐτό λοιπόν στό βουνό τούς ἀνεβάζει, ὥστε νά μιλήσει ὁ Πατήρ καί νά τούς διδάξει, ὅτι εἶναι πραγματικά Υἱός του. Ὑπέδειξε, ὅμως, καί τήν βασιλεία Του πρίν ἀπό τόν θάνατο. Καί τήν δόξα Του πρίν ἀπό τήν ὕβρη. Καί τήν δύναμή Του πρίν ἀπό τό πάθος. Καί τήν τιμή Του πρίν ἀπό τήν ἀτίμωση. Ὥστε, ὅταν δεθεῖ καί σταυρωθεῖ ἀπό τούς Ἰουδαίους, νά γνωρίσουν οἱ μαθητές Του, ὅτι δέν σταυρώνεται ἀπό ἀδυναμία ἀλλά κατά τό ἀγαθό Του θέλημα, γιά νά δωρήσει τήν χάρη, πού θά σώσει ὅλο τόν κόσμο. Δείχνει καί πρίν ἀπό τήν ἀνάσταση τήν δόξα Του, ὥστε, ὅταν ἐγερθεῖ ἐκ νεκρῶν στήν θεϊκή δόξα τῆς φύσεώς Του, νά γνωρίσουν ὅτι δέν ἔλαβε τήν δόξα ὡς μισθό γιά τόν κόπο του, σάν νά μήν τήν εἶχε, ἀλλ᾽ ἦταν ἡ δόξα Του ἀπ᾽ ἀρχῆς καί προαιώνια κοντά καί μαζί μέ τόν Πατέρα Του – καθώς ὁ Ἴδιος λέει: «Πάτερ, δόξασέ με μέ τήν δόξα, πού εἶχα κοντά σου πρίν νά ὑπάρξει ὁ κόσμος» (Ἰω. 17, 5). Αὐτή, λοιπόν, τήν δόξα τῆς θεότητάς Του, τό ἄδηλο καί κρυμμένο μέσα στήν ἀνθρώπινη φύση Του, ἔδειξε στούς ἀποστόλους κατά τήν ἀνάβαση στό ὄρος. Διότι ἔγινε τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά σάν τό φῶς. Δύο ἥλιους ἔβλεπαν στό βουνό τά μάτια τῶν μαθητῶν: Ὁ ἕνας ἦταν αὐτός πού φέρνει τό φῶς τῆς ἡμέρας, καί ὁ ἄλλος ἀσυνήθης καί φοβερός. Ὁ ἕνας φαινόταν καί σ᾽ αὐτούς καί τόν κόσμο ὅλο φώτιζε στό στερέωμα. Καί ὁ ἄλλος σ᾽ αὐτούς μόνους ἄστραφτε, ὁ ὁποῖος ἦταν τοῦ Ἰησοῦ τό πρόσωπο.

Ἔγινε, λοιπόν, τό πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος καί τά ροῦχα Του λευκά ὅπως τό φῶς. Μέ αὐτά ἔδειξε, ὅτι ἀπό ὅλο τό σῶμα Του ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του, καί ἀπό ὅλη τή σάρκα Του ἔλλαμψε τό φῶς Του, καί ἀπό ὅλα τά μέλη Του ἐκπορεύονταν οἱ ἀκτῖνες τῆς θεότητάς Του. Διότι δέν ἔλλαμψε ἡ σάρκα Του ἔξωθεν, ὅπως τοῦ Μωυσῆ ὁ ὁποῖος ἀπέκτησε μέ ἐπίκτητο φῶς ὡραιότητα, ἀλλά ἀπό τόν ἴδιο ἐκχύθηκε ἡ δόξα Του καί μέσα Του ἔμεινε. Ἀπό τόν Ἴδιο ἀνέτειλε τό φῶς ου καί μέσα Του ἦταν συγκεντρωμένο. Οὔτε σέ ἄλλο μέρος πῆγε ἀφήνοντάς Τον, οὔτε ἦλθε ἐκ τοῦ πλαγίου ἄλλο φῶς καί τόν κόσμησε, οὔτε στολίσθηκε κατά χάριν μέ ἐπίχριση ξένου φωτός, ἀλλά ἔχοντας φυσική στόν ἑαυτό Του λαμπρότητα, εἶχε ἀχώριστο καί τό φῶς ὅλης τῆς θεότητας. Δικό Του ἦταν καί οὔτε ὁλόκληρη τήν ἄβυσσο τῆς δόξας Του τούς φανέρωσε, ἐφόσον τά μάτια τους δέν εἶχαν τέτοια δυνατότητα. Ἀλλά τούς ἔδειξε κατά τό μέτρο τῆς ὁπτικῆς τους δυνάμεως.

Καί παρουσιάστηκαν σ᾽ αὐτούς ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας νά συνομιλοῦν μαζί Του. Τί ἔλεγαν σ᾽ Αὐτόν; Ἀπ᾽ ὅσο μπορῶ νά ὑποθέσω, εὐχαριστία τοῦ ἀπηύθυναν, διότι ἐπαλήθευσε τούς λόγους τῶν προφητῶν μέ τήν παρουσία Του. Καί προσκύνηση τοῦ ἀπένειμαν ὑπέρ τῆς σωτηρίας, πού χάρισε στό ἀνθρώπινο γένος. Καί τό μυστήριο, τό ὁποῖο αὐτοί ζωγράφησαν, αὐτός ὁλοκλήρωσε μέ τό ἔργο Του. Διότι αὐτοί δεχόμενοι τίς ἀρχές καί ἀντανακλάσεις τῶν πραγμάτων προφήτευαν μέ λόγους συγκαλυμμένους. Ὁ Σωτήρας, ὅμως, πιστοποίησε μέ ἔργα τούς λόγους καί τίς εἰκόνες.

Χαρά κατέλαβε τούς προφῆτες καί τούς ἀποστόλους μέ τήν ἀνάβαση αὐτή στό βουνό. Χάρηκαν οἱ προφῆτες βλέποντας τήν ἀνθρώινη φύση Του, τήν ὁποία ἐπιθυμοῦσαν νά δοῦν, καί ἀγαλλίασαν οἱ ἀπόστολοι ἀκούγοντας τήν φωνή τοῦ Πατέρα. Μέ αὐτήν τήν πατρική φωνή πληροφορήθηκαν τό μυστήριο τῆς οἰκονομίας Του, τό ὁποῖο ἦταν κρυφό γι᾽ αὐτούς. Διότι δέν ἦταν δυνατόν νά μάθουν ἀπό ἄλλη πηγή γιά τήν ἐνανθρώπισή Του, παρά ἀπό τόν Πατέρα, πού Τόν γέννησε χωρίς πάθος. Ἀλλά καί ἡ δόξα τοῦ σώματός Του, πού φανερώθηκε, προσεπικύρωσε τήν πατρική φωνή. Καί σφραγίστηκε ἡ μαρτυρία τῶν τριῶν μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, οἱ ὁποῖοι κοντά στόν Ἰησοῦ στάθηκαν ὡς δοῦλοι ἐνώπιον τοῦ Κυρίου τους. Καί οἱ μέν ἔβλεπαν τούς δέ, οἱ προφῆτες τούς ἀποστόλους καί οἱ ἀπόστολοι τούς προφῆτες. Αὐτοί πού ἐξ ὀνόματος μόνο γνωρίζονταν, συναντήθηκαν τότε πρόσωπο μέ πρόσωπο. Ἔμαθαν ἐπί πλέον σ᾽ αὐτήν τήν φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, ὅτι Αὐτός ὁ Ἴδιος ἔθαψε τόν Μωϋσῆ καί μέ δικό Του κέλευσμα ὁ Θεσβίτης ἀναλήφθηκε. Διότι κανείς δέν εἶδε τό μνῆμα τοῦ Μωϋσῆ, παρά μόνο αὐτός πού τόν ἔθαψε. Οὔτε κανείς γνώριζε καλύτερα ποῦ βρισκόταν ὁ Ἠλίας, παρά μόνο ἐκεῖνος πού τόν ἀνέβασε στόν οὐρανό ἐπάνω σέ ἅρμα. Καί δέν θά μποροῦσε κανείς νά τούς φέρει ἔτσι αὐτομάτως, τόν μέν ἀπό τούς νεκρούς, τόν δέ ἀπό τήν ἀγγελική κατοικία, παρά μόνο ὁ Κύριος τῶν ὅλων καί ἐξουσιαστής τοῦ ἅδη καί τ᾽ οὐρανοῦ. Καί συναντήθηκαν ἐκεῖ οἱ ἀρχηγοί τῆς Παλαιᾶς καί οἱ ἄρχοντες τῆς Καινῆς. Εἶδε ὁ Μωϋσῆς ὁ ἅγιος τόν Σίμωνα νά ἔχει ἁγιασθεῖ, ὁ οἰκονόμος τοῦ Πατρός τόν ἐπίτροπο τοῦ Υἱοῦ. Ὁ μέν ἔσχισε τήν θάλασσα, γιά νά πεζοπορήσει ἀνάμεσα στά κύματα, ὁ δέ σηκώνει σκηνή γιά νά οἰκοδομήσει τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία οὔτε οἱ πυλῶνες τοῦ ἅδη κατέβαλαν. Εἶδε ὁ παρθένος τῆς παλαιᾶς τόν παρθένο τῆς νέας· ὁ Ἠλίας τόν Ἰωάννη. Αὐτός πού ἀνέβηκε σέ φλογερό ἅρμα, αὐτόν πού ἔγειρε στό στῆθος τῆς φλόγας. Καί ἔγινε τό ὄρος τύπος τῆς Ἐκκλησίας. Καί ἕνωσε ὁ Θεός σ᾽ αὐτό τίς δύο διαθῆκες. Καί ἔτσι τόν δέχτηκε ἡ Ἐκκλησία καί μᾶς γνώρισε ὅτι Αὐτός εἶναι ὁ δοτήρας καί τῶν δύο. Ἡ μία παρέλαβε τά μυστήρια Αὐτοῦ καί ἡ ἄλλη φανέρωσε τήν δόξα τῶν ἔργων Του.

Εἶπε, λοιπόν, ὁ Σίμων: «Καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ». Ὦ Σίμων, τί λές; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, ποιός θά ἐκπληρώσει τούς λόγους τῶν προφητῶν καί τήν διδαχή τῶν κηρύκων ποιός θά ἐπισφραγίσει; Καί τά μυστήρια τῶν ὁσίων καί δικαίων ποιός θά τελειώσει; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τό «τρύπησαν τά χέρια καί τά πόδια μου» (Ψαλ. 21, 17) σέ ποιόν θά πραγματοποιηθεῖ; Καί το, «διαμοίρασαν τά ἱμάτιά μου μεταξύ τους καί στόν ἱματισμό μου ἔβαλαν κλῆρον» (Ψαλμ. 21, 14) σέ ποιόν θά ταιριάξει; Καί το, «ἔδωσαν χολή στό στόμα μου καί στήν δίψα μου μέ πότισαν ξίδι» (Ψαλμ. 68, 22) σέ ποιόν θά συμβεῖ; Καί ποιός θά βεβαιώσει το, «ἐλεύθερος ἀνάμεσα στούς νεκρούς» (Ψαλμ. 87, 5); Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, τοῦ Ἀδάμ τό χειρόγραφο ποιός θά σχίσει καί τό χρέος του ποιός θά ἀποδώσει; Καί ποιός θά ἀποκαταστήσει τό ἔνδυμα τῆς δόξας Του; Ἐάν μείνουμε ἐδῶ, πῶς θά πραγματοποιηθεῖ τό σχέδιό μου γιά σένα, πῶς θά οἰκοδομηθεῖ ἐπάνω σου ἡ Ἐκκλησία; Τά κλειδιά τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν πού δέχθηκες, πῶς θά χρησιμεύσουν; Ἀλλά καί ποιόν θά λύσεις ἤ ποιόν θά δέσεις, Πέτρε; Ἐάν παραμείνουμε ἐδῶ, ὅλα αὐτά ἀναιροῦνται.

Εἶπε πάλι ὁ Σίμων στόν Ἰησοῦ: «Κύριε, καλό εἶναι νά μείνουμε ἐδῶ. Νά στήσουμε, ἐάν θέλεις, τρεῖς σκηνές. Μία γιά σένα, μία γιά τόν Μωϋσῆ καί μία γιά τόν Ἠλία». Σίμων, δέν ξέρεις τί λές. Στάλθηκες στόν κόσμο νά οἰκοδομήσεις Ἐκκλησία καί τώρα ἑτοιμάζεις νά στήσεις σκηνές στό ὄρος; Εἶναι, λοιπόν, φανερό ὅτι ἀκόμη εἶχε ἀνθρώπινη ἀντίληψη γιά τόν Ἰησοῦ. Γι᾽ αὐτό καί τόν κατέτασσε μαζί μέ τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία. Θέλοντας, λοιπόν, ὁ Κύριος νά δείξει ὅτι δέν ἔχει καμμία ἀνάγκη χειροποίητης σκηνῆς, μέ νεφέλη φανέρωσε ὅτι Αὐτός εἶναι πού εἶχε ἑτοιμάσει στούς πατέρες τους σκηνή νεφέλης σαράντα χρόνια στήν ἔρημο. Διότι ἐνῶ αὐτοί ἀκόμη μιλοῦσαν, νεφέλη φωτός τούς ἐπισκίασε. Βλέπε, Σίμων, σκηνή ἕτοιμη, πού ἐμποδίζει τό καῦμα, καί ὁλόφωτη, δίχως σκιά μέσα της. Σκηνή ἐξαστράπτουσα καί φωτίζουσα. Καί μέσα στόν θαυμασμό τῶν μαθητῶν φωνή ἀκούστηκε ἀπό τήν νεφέλη νά λέει: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐαρεστοῦμαι, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Καί μέ τήν φωνή τοῦ Πατέρα ὁ Μωϋσῆς ἐπέστρεψε στόν τόπο του καί ὁ Ἠλίας γύρισε στήν χώρα του. Καί οἱ ἀπόστολοι ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί ὁ Ἰησοῦς μόνος στεκόταν, διότι ἡ φωνή ἐκείνη Αὐτόν μόνο ἀφοροῦσε. Ἔφυγαν οἱ προφῆτες καί ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι, καθώς δέν ἐκπληρωνόταν σ᾽ αὐτούς τό νόημα τοῦ λόγου. Διότι δέν ἦταν κανείς ἀπό αὐτούς υἱός ὁμοούσιος καί συναΐδιος μέ τόν Πατέρα, οὔτε γι᾽ αὐτούς ἦταν τό «αὐτόν νά ἀκοῦτε».

Μέ τό λόγο, λοιπόν, αὐτόν δήλωσε ὅτι ἀφαιρέθηκε πλέον ἡ οἰκονομία ἀπό τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία, καί στόν Υἱό ὑπακούουν κατά πάντα. Μήν πεῖτε, δηλαδή, ὅτι αὐτά εἶπε ὁ Μωϋσῆς καί αὐτά ὁ Ἠλίας. Διότι ὡς δοῦλοι ὑπηρέτησαν στόν κέλευσμα καί αὐτό πού τούς ὑποδείχθηκε κήρυξαν. Αὐτός εἶναι υἱός καί ὄχι ὁμογενής· κύριος καί ὄχι δοῦλος· ἄρχοντας καί ὄχι ἀρχόμενος· νομοθέτης καί ὄχι νομοθετούμενος· ἴσος κατά τήν θεία φύση καί υἱός ἀγαπητός. Ἔτσι οἱ ἀπόστολοι μυήθηκαν σ᾽ αὐτό πού ἦταν γι᾽ αὐτούς ἄδηλο. Ἐδῶ ὁ Πατήρ φανέρωσε τόν Υἱό Του. Ἐδῶ ὁ Ὤν ἀναγγέλει τό συναΐδιο γέννημά Του. Ἐξαίτιας τῆς φωνῆς αὐτῆς ἔπεσαν οἱ ἀπόστολοι μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Διότι ἦταν βροντή φοβερή, πού δονοῦσε καί τάραζε τήν γῆ καί αὐτοί ἀπό τόν φόβο ἔπεσαν χάμω. Ἔδειξε σ᾽ αὐτούς τό ἰσοδύναμο τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα στήν θεϊκή Του φύση. Διότι καθώς ἡ φωνή τοῦ Πατέρα τούς ἔριξε κάτω, ἔτσι καί ἡ φωνή τοῦ Υἱοῦ μέ τήν δύναμή Του τούς ἀνασήκωσε. Ἐκεῖ ἡ θεϊκή του δόξα καί ἡ ἀνθρώπινη σάρκα Του φαίνονταν σέ ἕνα πρόσωπο. Διότι δέν ἔλαβε ὅπως ὁ Μωϋσῆς ἐπίκτητη ὡραιότητα, ἀλλ᾽ ὡς Θεός στήν δόξα Του ἄστραψε. Τοῦ Μωϋσῆ τό πρόσωπο ἐξωτερικά χρίστηκε μέ λαμπρότητα, ἐνῶ ὅλο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ ὅπως ὁ ἥλιος στίς ἀκτῖνες του ἄστραφτε καί ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του τό σῶμα τῆς ἀνθρωπότητάς Του σκέπασε. Γι᾽ αὐτόν ἀνήγγειλε ὁ Πατήρ: «Αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Δέν ἦταν χωρισμένη ἡ δόξα τῆς θεότητάς Του ἀπό τήν ἀνθρωπότητά Του, ἀλλά γιά ἕναν ἦταν ἡ φωνή, αὐτόν πού φαινόταν σέ σῶμα εὐτελές καί δόξα φοβερή. Καί ἡ ἁγία Μαρία υἱό τόν ἀποκαλοῦσε, τοῦ ὁποίου τό ἀνθρώπινο σῶμα δέν ἦταν χωρισμένο ἀπό τήν θεϊκή Του δόξα. Διότι εἶναι ἕνα πρόσωπο αὐτός πού φανερώθηκε στόν κόσμο μέ τό σῶμα καί τήν δόξα Του. Καί ἡ δόξα Του μήνυσε τήν ἐκ τοῦ Πατρός θεία φύση. Καί τό σῶμα Του μήνυσε τήν ἐκ τῆς Μαρίας ἀνθρώπινη φύση. Ἕνας ὅμως Υἱός μονογενής ἐκ τοῦ Πατρός καί ἐκ τῆς Μαρίας. Ἄς παύσουν τά στόματα τῶν αἱρετικῶν. Διότι ὅποιος τόν μερίζει, θά μερισθεῖ ἀπό τήν βασιλεία Του. Καί ὅποιος τόν συγχέει, θά ἀποκλεισθεῖ ἀπό τήν ζωή Του. Ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι γέννησε Θεόν ἡ Μαρία, ἄς μή δεῖ τήν δόξα τῆς θεότητάς Του. Καί ὅποιος ἀρνεῖται ὅτι φόρεσε σάρκα, στερημένος θά εἶναι τῆς σωτηρίας καί ζωῆς πού προσφέρεται διά τοῦ σώματός Του. Διότι τά ἴδια τά πράγματα διδάσκουν ὅσους ἔχουν διαύγεια. Οἱ θεῖες δυνάμεις Του κηρύσσουν ὅτι εἶναι Θεός ἀληθινός, καί τά πάθη Του μαρτυροῦν ὅτι εἶναι ἄνθρωπος ἀληθινός, καί τό σῶμα πού περιεβλήθη, ὅτι εἶναι ἀπό θυγατέρα ἀνθρώπου. Ἀλλά κι ἄν δέν τό κατανοοῦν οἱ ἀσθενεῖς κατά τήν διάνοια, ἐμεῖς θά ἐπιχειρήσουμε νά ἐκθέσουμε τήν ἀλήθεια ἀπό τά ἄχραντα Εὐαγγέλια, ὥστε νά προσφέρουμε στούς φιλόθεους ἀκροατές μεγαλύτερη ὠφέλεια, ἐξαπλώνοντας καί διατρανώνοντας τόν λόγο μέ ἐπιχειρήματα ἀψευδῆ, καί πιό λαμπρά θά πανηγυρίσουμε.

Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, γιά ποιόν λόγο ἐμφανίζεται ἡ Μαρία στό προσκήνιο, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ὁ Γαβριήλ ποιόν προσφωνοῦσε Κύριο; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός τυλιγόταν στά σπάργανα, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν διακονοῦσαν οἱ ἄγγελοι πού κατέβηκαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἦταν ξαπλωμένος στήν φάτνη, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, οἱ ποιμένες γιά ποιόν λόγο ὕστερα ἀπό οὐράνια μύηση τόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ὑποβλήθηκε σέ περιτομή; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν οἱ μάγοι ἀπό τήν ἀνατολή πρόσφεραν δῶρα; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν βάσταξε στήν ἀγκαλιά του ὁ Συμεών, καί ἐάν δέν ἦταν Θεός, σέ ποιόν ἔλεγε, «τώρα ἄφησέ με νά πεθάνω εἰρηνικά»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν πῆρε ὁ Ἰωσήφ καί κατέφυγε στήν Αἴγυπτο; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, το, «ἀπό τήν Αἴγυπτο κάλεσα τόν υἱό μου» σέ ποιόν ἐκπληρώθηκε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ὁ Ἰωάννης ποιόν βάπτισε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, γιά ποιόν βεβαίωσε ἀπό τόν οὐρανό ὁ Πατέρας ὅτι εἶναι ἀγαπητός Του Υἱός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός νήστεψε στήν ἔρημο καί πείνασε; Ἐάν δέν ἦταν Θεός, ποιόν οἱ ἄγγελοι κατέβηκαν καί διακονοῦσαν, ἄν δέν ἦταν τέλειος καί κατά τίς δύο φύσεις; Ποιός κλήθηκε στόν γάμο τῆς Κανᾶ καί μετέβαλε τό νερό σέ κρασί, ἐάν δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν ἦταν ἁπλός ἄνθρωπος καί ὄχι Θεός τέλειος, πῶς συνέτρωγε μέ τόν Φαρισαῖο Σίμωνα, πῶς τά πλημμελήματα τῆς πόρνης συγχώρησε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κάθησε στό πηγάδι μετά τήν ὁδοιπορία καί ζητοῦσε νερό, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἐνῶ ζητοῦσε νερό ἀπό τήν Σαμαρείτιδα, ἐν τούτοις ἔδινε νερό καί ἔλεγχε; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς ἔφτυσε στήν γῆ, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔκανε τόν ἐκ γενετῆς τυφλό μέ πηλό νά ἀναβλέψει; Στό μνῆμα τοῦ Λαζάρου ποιός δάκρυσε, καί μέ ποίου τό κέλευσμα ἐξῆλθε, νεκρός τετραήμερος, ἐάν ὁ Χριστός δέν ἦταν Θεός καί ἄνθρωπος; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, πῶς κάθησε στό πουλάρι, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, οἱ ὄχλοι ποιόν δοξολογοῦσαν λέγοντας τό ὠσαννά; Καί πῶς νά διηγηθῶ ὅσα οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι τοῦ ἔκαναν; Μιλῶ γιά τήν προδοσία τοῦ μαθητοῦ καί ὅσα μετά τήν προδοσία ἔγιναν στό κριτήριο τοῦ Πιλάτου· τά ραπίσματα, τά φτυσίματα, τά χτυπήματα στό πρόσωπο καί ὅσα τίς ὧρες μετά τήν προδοσία ἔπαθε γιά χάρη μας. Δέν τά ὑπέμεινε αὐτά ὡς ἄνθρωπος; Τά δέ τοῦ σταυροῦ ποιά γλῶσα νά διηγηθεῖ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, τότε ποιά χέρια καί πόδια καρφώθηκαν, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ πῶς σχίστηκε, οἱ πέτρες πῶς ράγισαν, τά μνημεῖα πῶς ἀνοίχτηκαν, οἱ νεκροί πῶς ἀνασταίνονταν;

Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός κρεμάστηκε μέ ληστές στόν σταυρό; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς ἔλεγε στόν ληστή, «σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν παράδεισο»; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιόν ἄλειψαν μέ σμύρνα καί ἔθαψαν ὁ Ἰωσήφ καί ὁ Νικόδημος; Κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ποιός ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα; Ποιόν οἱ ἀπόστολοι στό ὑπερῶο εἶδαν καί ψηλάφησαν, ἐάν δέν ἦταν σάρκα, καί πῶς εἰσῆλθε κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἐάν δέν ἦταν Θεός; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ποιός ἔφαγε στήν λίμνη τῆς Τιβεριάδος, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς μέ κέλευσμα γέμισε τό δίχτυ; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, οἱ ἀπόστολοι καί οἱ ἄγγελοι ποιόν εἶδαν, ὅταν ἀναλήφθηκε, κι ἄν δέν ἦταν Θεός, ὁ οὐρανός καί ἡ γῆ ποιόν προσκύνησαν; Ἐάν δέν ἦταν σάρκα, ψεύτικη ἦταν ἡ σωτηρία μας, πού θεμέλιο εἶχε τό ὅτι ὁ Θεός γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπό γυναίκα, τήν ἄχραντη καί ἀειπάρθενο Μαρία. Αὐτός εἶναι ὁ μονογενής Υἱός τοῦ Θεοῦ καί λόγος, ὁ ἐρχόμενος στόν κόσμο. Τόν ἴδιον ὁμολογῶ Θεό τέλειο καί τέλειο ἄνθρωπο· μέ δύο φύσεις ἑνωμένες σέ μία ὑπόσταση, πού γνωρίζεται δίχως διαίρεση καί δίχως σύγχιση τῶν φύσεων.

Αὐτός θεώρησε ἄξιο νά σαρκωθεῖ, δίχως τροπή τῆς θείας Του φύσεως, ἀπό τήν Θεοτόκο Παρθένο, ἡ ὁποία εἶχε προκαθαρθεῖ κατά τήν ψυχή καί τό σῶμα μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χρημάτισε ἄνθρωπος μετά ἀπό πρόσληψη σώματος, καί γενόμενος αὐτό πού δέν ἦταν, καί μένοντας αὐτό πού ἦταν, τέλειος καί στά δύο, ἦταν ἐπίγειος καί οὐράνιος· πρόσκαιρος καί ἀθάνατος· ἄναρχος καί ὑποκείμενος στόν χρόνο· παθητός καί ἀπαθής· Θεός καί ἄνθρωπος, ἕνας συγκείμενος ἀπό δύο τέλειες φύσεις καί γνωριζόμενος ὡς μία ἀπό τρεῖς ὑποστάσεις, οἱ ὁποῖες εἶναι μία οὐσία, μία δύναμη, μία θεότητα. Ἔτσι, φώναξε ὁ Πατέρας ἀπό τούς οὐρανούς: «Αὐτός εἶναι ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στόν ὁποῖον εὐδόκησα, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Τήν φωνή αὐτή σάν ἄκουσαν οἱ μαθητές, ἔπεσαν μέ τό πρόσωπο στήν γῆ. Καί λέει πρός αὐτούς Αὐτός πού ἔλαβε τήν μαρτυρία τοῦ Πατέρα: «Σηκωθεῖτε καί μή φοβᾶσθε». Τούς παρήγγειλε δέ τό ἑξῆς: «Μή πεῖτε σέ κανένα τό ὅραμα, ἕως ὅτου ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἀπό τούς νεκρούς. Σ᾽ Αὐτόν ἁρμόζει κάθε δόξα, τιμή καί προσκύνηση, μαζί μέ τόν ἄναρχο Πατέρα Του καί τό Πανάγιο καί ζωοποιό Πνεῦμα, τώρα καί πάντα καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες.

————————–

πηγή: egolpion.com

Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας: Ομιλία στην Θεία Μεταμόρφωση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία τού 16ου αιώνα μ.Χ. Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου τού Εγκλείστου, Πάφος
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία τού 16ου αιώνα μ.Χ. Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου τού Εγκλείστου, Πάφος

Αὐτοί πού καλά γνωρίζουν νά ἀγωνίζονται γιά ἕνα βραβεῖο κατά τούς ἀθλητικούς ἀγῶνες, εὐχαριστιοῦνται ἀπό τά χειροκροτήματα τῶν θεατῶν καί μέ τῶν ἐπάθλων τήν ἐλπίδα ἔντονα παρακινοῦνται πρός τήν νίκη, πού ἁρμόζει σ᾽ αὐτά.

Ἀσφαλῶς ὅμως καί ὅσοι ἔχουν σφοδρή ἐπιθυμία νά ἐπιτύχουν τά θεῖα χαρίσματα καί διψοῦν νά γίνουν μέτοχοι τῆς ἐλπίδας πού ἔχει ἑτοιμαστεῖ γιά τούς ἁγίους, ἀφενός ἀναλαμβάνουν μετά χαρᾶς τούς ἀγῶνες χάριν τῆς εὐσέβειας πρός τόν Χριστό. Ἀφετέρου τήν τιμημένη καί ἔνδοξη ζωή κατορθώνουν ὄχι μέ τό νά προτιμοῦν τήν τεμπελιά, πού εἶναι στερημένη ἀπό μισθό, οὔτε βέβαια ἀγαπώντας τήν ἄνανδρη δειλία, ἀλλά πιό πολύ κινούμενοι μέ ἀνδρεία ἐναντίον κάθε πειρασμοῦ καί συνεπῶς μέ τό νά κρίνουν σχεδόν ὡς ἀνάξεις λόγου τίς ἐπιθέσεις πού προέρχονται ἀπό τούς διωγμούς. Ἔτσι θεωροῦν πλοῦτο τό νά ὑποστοῦν παθήματα γιά χάρη Του. Διότι ἀνακαλοῦν στήν μνήμη τους τόν μακάριο Παῦλο, πού ἔγραφε ὅτι δέν ἔχουν ἀξία τά παθήματα τῆς ἐδῶ ζωῆς ἐμπρός στήν δόξα πού πρόκειται νά φανερωθεῖ σ᾽ ἐμᾶς.

Πρόσεχε, λοιπόν, οἰκονομία ἐξαίρετη πού χρησιμοποιεῖ καί τώρα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, πρός ὠφέλειαν καί οἰκοδομή τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Εἶπε σ᾽ αὐτούς: «Ἄν κανείς θέλει νά μέ ἀκολουθήσει, ἄς ἀπαρνηθεῖ τόν ἑαυτό του καί ἄς σηκώσει τόν δικό του σταυρό καί ἄς μέ ἀκολουθεῖ. Διότι αὐτός πού θέλει νά σώσει τήν ζωή του θά τήν χάσει· αὐτός ὅμως πού θά χάσει τήν ζωή του γιά χάρη μου, θά τήν βρεῖ» (Ματθ. 16, 24-25). Σωτήριο βέβαια τό παράγγελμα καί ταιριαστό σέ ἁγίους. Καί γίνεται τοῦτο πρόξενος τῆς δόξας, γιά τήν ὁποία κάναμε λόγο παραπάνω, καί τήν χαρά γιά ὅ,τι θά γευθεῖ στό τέλος ὁ ἄνθρωπος δημιουργεῖ ἐντός του. Διότι τό νά ἐπιλέξει κανείς τά πάθη γιά τόν Χριστό δέν μένει χωρίς ἀμοιβή, ἀλλά μᾶλλον προσπορίζει ὡς διαρκές καί ἀναφαίρετο ἀπόκτημα τήν μετοχή στήν αἰώνια ζωή καί δόξα.

Ὡστόσο, ἐπειδή ἀκόμη δέν εἶχαν τήν ἐξ ὕψους δύναμη οἱ μαθητές, φυσικό ἦταν νά πέσουν ἴσως κάπου θύματα ἀνθρώπινης ἀσθένειας, ὁπότε νά βάλουν μέ τόν νοῦ τους καί νά ποῦν μέσα τους: πῶς μπορεῖ νά ἀπαρνηθεῖ κάποιος τόν ἑαυτό του; Ἤ πῶς γίνεται, ἀφοῦ χάσει κάποιος τήν ζωή του, νά τήν βρεῖ πάλι; Καί ποιό γιά ὅσους τοῦτο πάθουν τό ἰσάξιο θά εἶναι βραβεῖο; Ἤ, ἐπίσης, τί λογῆς χαρισμάτων θά εἶναι μέτοχος; Γιά νά τούς ἀφήσει, λοιπόν, μακρυά ἀπό τέτοιες σκέψεις καί τέτοιους λόγους καί, ὅπως μέ τήν κατεργασία κανείς ἀλλάζει τό σχῆμα στά μέταλλα, νά τούς ἀναμορφώσει γενναίους, κάμνοντας νά γεννηθεῖ μέσα τους ἡ ἐπιθυμία τῆς ὡραίας αὐτῆς δόξας, «Λέγω σέ σᾶς», λέει, «εἶναι κάποιοι ἀπ᾽ αὐτούς πού βρίσκονται ἐδῶ, οἱ ὁποῖοι δέν θά γευθοῦν θάνατο, ἕως ὅτου δοῦν τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ» (Ματθ. 16, 28). Μήπως τόσο πολύ θά ἐκταθεῖ γι᾽ αὐτούς τό ὅριο τῆς ζωῆς τους, ὥστε σ᾽ ἐκεῖνα νά φτάσουν τά χρόνια, ὕστερα ἀπό τά ὁποῖα, στήν συντέλεια τοῦ αἰῶνος, θά κατεβεῖ ἀπ᾽ τούς οὐρανούς καί θά ἀποκαταστήσει τούς ἁγίους στήν ἑτοιμασμένη γιά χάρη τους βασιλεία; Βέβαια καί μέχρι τοῦτο μποροῦσε νά φτάσει ἡ δύναμή του. Διότι ὅλα μπορεῖ καί τίποτα δέν εἶναι ἀδύνατο ἤ ἀκατόρθωτο γιά τήν ἄκρα παντοδυναμία τοῦ πνεύματός Του. Βασιλεία ὅμως λέει τήν ἴδια τήν θέα τῆς δόξας, πού μέσα της καί ὁ ἴδιος θά ἐμφανιστεῖ ἐκεῖνο τόν καιρό, ὅταν θά λάμψει πάνω ἀπ᾽ ὅσους βρίσκονται στήν γῆ. Διότι θά ἔρθει μέσα στήν δόξα τοῦ Θεοῦ καί Πατρός καί ὄχι φυσικά μέ τήν εὐτέλεια πού χαρακτηρίζει ἐμᾶς.

Πῶς, λοιπόν, ἤθελε νά καταστήσει θεατές τοῦ θαύματος αὐτούς πού δέχθηκαν τήν ὑπόσχεση; Ἀνεβαίνει στό ὄρος ἔχοντας τρεῖς ἀπ᾽ αὐτούς, τούς ὁποίους ἐπέλεξε. Ἔπειτα μεταβάλλεται σέ μιά ἀσυνήθιστη καί στόν Θεό ταιριαστή λαμπρότητα, ἔτσι πού καί ὁ ρουχισμός Του, καθώς δέχεται τό φῶς, νά δίνει τήν ἐντύπωση τοῦ ἄκρως φωτεινοῦ. Μετά ὁ Μωυσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού μόλις εἶχαν ἔρθει καί στάθηκαν γύρω ἀπ᾽ τόν Ἰησοῦ, συζητοῦσαν γιά τήν ἔξοδό Του, τήν ὁποία ἐπρόκειτο νά ὁλοκληρώσει στήν Ἱερουσαλήμ, δηλαδή γιά τό μυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονομίας καί τό σωτήριο πάθος, λέω, πού ἐπιτελέστηκε πάνω στόν τίμιο Σταυρό. Ἀφοῦ μάλιστα ἀληθεύει ὅτι ὁ νόμος πού δόθηκε μέ μεσάζοντα τόν Μωυσῆ, καθώς καί ὁ λόγος τῶν ἁγίων Προφητῶν, τό μυστήριο τοῦ Χριστοῦ προανήγγειλαν: ὁ πρῶτος μέ τύπους καί σκιές ζωγραφίζοντάς το σχεδόν ὅπως στό σανίδι· οἱ ἄλλοι ἔχοντας προείπει μέ πολλούς τρόπους ὅτι θά γίνει ὁρατός σέ καιρούς ὁρισμένους μέ τήν μορφή τήν δική μας καί ὅτι γιά τήν σωτηρία καί τήν ζωή ὅλων τῶν ἀνθρώπων δέν θά ἀποφύγει τό πάθημα τοῦ θανάτου πάνω σέ ξύλο.

Λοιπόν, ἡ ἐμφάνιση δίπλα σ᾽ Αὐτόν τοῦ Μωυσῆ καί τοῦ Ἠλία καί ἡ προσομιλία τῶν ἴδιων μεταξύ τους ἦταν κάποια οἰκονομία, ἡ ὁποία πολύ καλά, ὁλοφάνερα παρουσίαζε νά περιστοιχίζεται ἀπό ἐπίσημους ὑπηρέτες τόν Νόμο καί τούς Προφῆτες ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἐπειδή καί τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν ἐξουσιαστή τόν παρουσίασαν, πρίν φανεῖ, μέ ὅσα οἱ ἴδιοι προεκήρυξαν μεταξύ τους σύμφωνα. Δέν εἶναι δηλαδή ἀσυμβίβαστα τά προφητικά λόγια πρός αὐτά πού γνωστοποιήθηκαν μέ τόν Νόμο. Καί αὐτό τό νόημα ἔχει, νομίζω, τό νά ἀπευθύνουν ὁ ἕνας στόν ἄλλο τόν λόγο, ὁ ἱερότατος Μωϋσῆς καί ὁ πανάριστος ἀπ᾽ τους Προφῆτες. Αὐτός ἦταν ὁ Ἠλίας.

Ὑπάρχει ὅμως καί κάτι ἄλλο νά ἐξετάσουμε. Ἐπειδή τά πλήθη ἔλεγαν, ἄλλοι πώς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας, ἄλλοι ἕνας ἀπ᾽ τούς Προφῆτες, τούς κορυφαίους παίρνει, γιά νά δοῦν κι ἀπ᾽ ἐδῶ τήν διαφορά τοῦ δούλου καί τοῦ κυρίου.

Ἀλλά ὕστερα ἀπ᾽ αὐτό μποροῦμε νά μιλήσουμε καί γιά ἕνα ἄλλο νόημα. Ἐπειδή δηλαδή συνεχῶς τοῦ προσῆπταν τήν κατηγορία τῆς παραβάσεως τοῦ Νόμου καί τόν θεωροῦσαν βλάσφημο, γιατί, καθώς πίστευαν, σφετερίζεται δόξα πού δέν τοῦ ἁρμόζει, τήν δόξα τοῦ Πατρός, καί ἔλεγαν: «Αὐτός δέν εἶναι ἀπό τόν Θεό, διότι δέν τηρεῖ τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου» (Ἰω. 9, 16)· καί πάλι: «Γιά καλό ἔργο δέν θέλουμε νά σέ λιθοβολήσουμε, ἀλλά γιά βλασφημία καί ἐπειδή, ἄν καί εἶσαι ἄνθρωπος, κάμνεις τόν ἑαυτό σου Θεό» (Ἰω. 10, 33). Γιά νά ἀποδειχθεῖ ὅτι καί οἱ δύο κατηγορίες γεννήθηκαν ἀπό φθόνο καί ὅτι δέν τόν βαρύνει ἐνοχή γιά κανένα ἀπό αὐτά τά δύο καί πώς οὔτε τοῦ Νόμου παράβαση εἶναι αὐτό πού συμβαίνει, οὔτε αὐθαίρετη οἰκειοποίηση δόξας ἀταίριαστης στό πρόσωπό Του, δηλαδή τό νά αὐτοχαρακτηρίζεται ἴσος μέ τόν Πατέρα, γι᾽ αὐτό ἐμφανίζει αὐτούς πού ἔλαμψαν στόν καθένα ἀπό τούς δύο αὐτούς πνευματικούς τομεῖς. Ἀσφαλῶς ὁ Μωυσῆς τόν Νόμο ἔδωσε καί, συνεπῶς, μποροῦσαν νά ἐννοήσουν οἱ Ἰουδαῖοι ὅτι δέν θά ἀνεχόταν νά καταπατεῖται ὁ Νόμος, ὅπως νόμιζαν· οὔτε τοῦ Νόμου τόν παραβάτη, αὐτόν πού κατεπάτησε τόν Νόμο ἐχθρό θά ὑπηρετοῦσε. Καί ὁ Ἠλίας, ὅμως, γιά τήν δόξα τοῦ Θεοῦ ἔγινε ζηλωτής. Ἔτσι, ἄν ἦταν ἀντίθεος καί Θεό τόν ἑαυτό του ὅριζε, ἴσο μέ τόν Πατέρα, δίχως νά εἶναι αὐτό γιά τό ὁποῖο ἔκανε ἀπρεπῶς λόγο, δέν θά παρευρισκόταν ὁ ἴδιος ὁ Ἠλίας καί δέν θά ὑπάκουε.

Εἶναι ὅμως δυνατόν καί γιά μιάν ἄλλη αἰτία νά μιλήσουμε, μαζί μέ αὐτά πού ἔχουν ἤδη ἐκτεθεῖ. Γιά ποιά λοιπόν; Γιά νά μάθουν ὅτι πάνω καί στήν ζωή καί στόν θάνατο ἔχει ἐξουσία, καί στά ἄνω καί στά κάτω κυριαρχεῖ. Γι᾽ αὐτό καί ἐκεῖνον πού ζεῖ καί ἐκεῖνον πού ἔχει πεθάνει ἐμφανίζει. Μάλιστα, ὅσο διήρκεσε ἡ ἐμφάνισή τους δέν ἔμεναν σιωπηλοί, ἀλλά ἔλεγαν γιά τήν δόξα, τήν ὁποία ἐπρόκειτο πλήρη νά λάβει στήν Ἱερουσαλήμ – πράγμα πού δηλώνει καί τό Πάθος καί τόν Σταυρό καί μεταξύ αὐτῶν καί τήν Ἀνάσταση.

Ἀλλά, βέβαια, τούς μακάριους μαθητές γιά λίγο τούς παίρνει κάπως ὁ ὕπνος, ἐπειδή καταγινόταν ἀκούραστα στήν προσευχή ὁ Χριστός. Σημειώνονταν δηλαδή ἀπαράλλακτες οἱ ἀνθρώπινες καταστάσεις μέσα στά πλαίσια μιᾶς οἰκονομίας. Ἔπειτα, σάν ξύπνησαν, βλέπουν τήν τόσο σεβάσμια καί παράδοξη μεταβολή. Ὅμως, καθώς ἴσως νόμισε ὁ θαυμάσιος Πέτρος ὅτι μπορεῖ καί νά εἶχε φτάσει ὁ καιρός τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἀποδέχεται βέβαια τήν διαμονή στό ὄρος, ἀλλά ζητᾶ νά γίνουν τρεῖς σκηνές δίχως νά ξέρει τί λέει. Διότι δέν ἦταν καιρός τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, οὔτε βέβαια ἀνῆκε στόν παρόντα χρόνο τό νά μετάσχουν οἱ πιστοί σ᾽ αὐτό πού ἤλπισαν σύμφωνα μέ τήν θεία ὑπόσχεση. Διότι ὁ Παῦλος λέει: «Αὐτός θά μεταμορφώσει τό σῶμα τῆς μικρότητάς μας, γιά ν᾽ ἀποκτήσει αὐτό τό ἴδιο ὁμοιότητα μέ τό ἔνδοξο σῶμα Του» (Φιλιπ. 3, 21), τοῦ Χριστοῦ δηλαδή. Ἀφοῦ λοιπόν, ἦταν στίς ἀρχές ἀκόμη τό σωτήριο σχέδιο καί, τέλος πάντων, ὄχι τελειωμένο, πῶς ἦταν φυσικό νά τό περατώσει ὁ Χριστός ἐξαιτίας τῆς ἀγάπης Του γιά τόν κόσμο, ἔχοντας ἐγκαταλείψει τό θέλημά Του νά πάθει γιά χάρη του; Διότι ἔχει σώσει τήν κτίση πού βρίσκεται κάτω ἀπ᾽ τόν οὐρανό, ὄχι μόνο ὑπομένοντας τόν ἴδιο τόν σωματικό θάνατο, ἀλλά καί καταργώντας τον μέ τήν Ἀνάσταση ἀπό τούς νεκρούς. Γι αὐτό λοιπόν σίγουρα δέν ἤξερε ὀ Πέτρος τί ἔλεγε.

Ὡστόσο, ἐκτός ἀπό τήν παράδοξη καί ἄρρητη θέα τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ ἔχει πραγματοποιηθεῖ καί κάτι ἄλλο, χρήσιμο καί ἀναγκαῖο, γιά νά βεβαιωθεῖ ἡ πίστη σ᾽ Αὐτόν. Καί ὄχι μόνο γιά τούς μαθητές, ἀλλά βέβαια καί γιά ἐμᾶς τούς ἴδιους. Ἀπό νεφέλη, ἀπό ψηλά, ἀπό τόν Θεό καί Πατέρα ἦρθε κάτω φωνή. Καί Ἐκεῖνος ἔλεγε: «Αὐτός εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ἐκλεκτός, αὐτόν νά ἀκοῦτε». Καί τήν ὥρα πού ἀκούστηκε ἡ φωνή, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, βρέθηκε μόνος ὁ Ἰησοῦς (Ματθ. 17, 5-8). Ἐνάντια σ᾽ αὐτά τί μπορεῖ νά πεῖ ὁ σκληροτράχηλος Ἰουδαῖος, ὁ ἀνεπίδεκτος ἀγωγῆς, ὁ ἀπειθής καί μέ καρδιά ἀσυμμόρφωτη σέ νουθεσία; Νά, πού εἶναι παρών ὁ Μωυσῆς, καί ὁ Πατήρ δίνει ἐντολή στούς ἁγίους Ἀποστόλους νά ἀκοῦν Αὐτόν. Ἐάν βέβαια ἤθελεν τοῦ Μωυσῆ τίς ἐντολές αὐτοί ν᾽ ἀκολουθοῦν, θά εἶχε πεῖ: «Ὑπακοῦτε στόν Μωυσῆ, φυλάγετε τόν Νόμο». Ὅμως τώρα ἀκριβῶς οὔτε αὐτό λέει ὁ Θεός καί Πατήρ, ἀλλά ὅση ὥρα παρευρίσκονται ὁ Μωυσῆς καί ὁ Προφήτης Του Ἠλίας, Αὐτόν περισσότερο τούς προστάζει νά ἀκοῦνε. Ἀλλά γιά νά μή διαβάλλεται ἀπό μερικούς ἡ ἀλήθεια, πού λένε ὅτι τόν Μωυσῆ πιό πολύ νά ἀκοῦνε τούς ἔχει προστάξει ὁ Πατήρ, καί ὄχι τόν Σωτήρα ὅλων μας Χριστό, ἀναγκάστηκε ὁ Εὐαγγελιστής ἐπιπροσθέτως νά σημειώσει ὅτι στό ἄκουσμα τῆς φωνῆς βρέθηκε ὁ Ἰησοῦς μόνος. Ἑπομένως, ὅταν στούς ἁγίους Ἀποστόλους ὁ Θεός καί Πατήρ, σάν ἀπό πάνω ἀπό νεφέλες, ἔδινε τήν ἐντολή «νά ἀκοῦτε Αὐτόν», ὁ Μωυσῆς ἀπουσίαζε, ὁ Ἠλίας δέν ἦταν παρών, ἐνῶ ἦταν μόνος ὁ Χριστός. Γι᾽ αὐτό λοιπόν σίγουρα Αὐτόν νά ἀκοῦνε ἔχει προστάξει. Ἀφοῦ μάλιστα εἶναι ὁ ἴδιος κατάληξη καί σκοπός τοῦ Νόμου καί τῶν Προφητῶν.

Αὐτός εἶναι ὁ λόγος, πού καί πρός τά πλήθη τῶν Ἰουδαίων μίλησε μέ τά ἑξῆς: «Ἄν δίνατε πίστη στόν Μωυσῆ, θά πιστεύατε σ᾽ ἐμένα, διότι γιά μένα ἐκεῖνος ἔγραψε». Καί ἐπειδή δέν ἔχουν πάψει ὅλες τίς ἐποχές νά καταφρονοῦν τήν ἐντολή πού παραδόθηκε διαμέσου τοῦ πάνσοφου Μωυσῆ, καί νά μή δίνουν σημασία στόν λόγο πού ἀποκαλύφθηκε μέ τούς ἁγίους Προφῆτες, δικαίως ἀποξενώθηκαν καί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τά ἀγαθά, γιά τά ὁποῖα δόθηκε ὑπόσχεση στούς πατέρες τους. Διότι «ἡ ὑπακοή εἶναι πιό καλή ἀπό θυσία καί ἡ ἀκρόαση πού γίνεται μέ προσοχή εἶναι ἀνώτερη ἀπ᾽ τήν προσφορά ἀρνίσιου λίπους». Καί αὐτά γιά τά καμώματα τῶν Ἰουδαίων.

Γιά ἐμᾶς ὅμως, πού ἔχουμε ἀποκτήσει πλήρη γνώση τῆς φανερώσεώς Του, χωρίς ἄλλο τά πάντα θά εἶναι καλά. Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός θά εἶναι γιά τήν χορήγησή τους καί τό μέσο καί ἡ πηγή. Δι᾽ Αὐτοῦ καί μαζί μ᾽ Αὐτόν καί τό Ἅγιον Πνεῦμα ἄς δοξάζεται ὁ Θεός καί Πατήρ, καί ἄς φανερώνεται καί ἀναγνωρίζεται ἡ δύναμή Του στούς ἀτελείωτους αἰῶνες. Αμήν.

Ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς: Ὁμιλία εἰς τὴν Θείαν Μεταμόρφωσιν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς

Ὁ Προφήτης Ἡσαΐας προεῖπε γιὰ τὸ εὐαγγέλιο ὅτι «λόγο συντετμημένο θὰ δώσει ὁ Κύριος ἐπὶ τῆς γῆς» (Ἡσ. 10, 25). Συντετμημένος λόγος εἶναι ἐκεῖνος, ποὺ μέσα σὲ λίγες λέξεις περικλείει πλούσιο νόημα.

Ἂς ἐπανεξετάσουμε λοιπὸν σήμερα ὅσα ἔχουμε ἐκθέσει κι ἂς προσθέσουμε ὅσα ὑπολείπονται, γιὰ νὰ ἐμφορηθοῦμε ἀκόμη περισσότερο ἀπὸ τὰ ἐναποκείμενα ἄφθαρτα νοήματα καὶ ὁλόκληροι νὰ καταληφθοῦμε ἀπὸ τὰ θεῖα.

«Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ὄρος ὑψηλὸ κατ᾽ ἰδίαν. Ἐκεῖ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος» (Ματθ. 17, 1). Ἰδοὺ τώρα εἶναι καιρὸς εὐπρόσδεκτος, σήμερα ἡμέρα σωτηρίας, ἀδελφοί, ἡμέρα θεία, νέα καὶ ἀΐδιος, ποὺ δὲν μετρεῖται μὲ διαστήματα, δὲν αὐξομειώνεται, δὲν διακόπτεται ἀπὸ νύκτα.

Διότι εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης, ὁ ὁποῖος δὲν ὑφίσταται ἀλλοίωση ἢ σκιὰ ἕνεκα μετατροπῆς» (Ἰακ. 1, 7). Αὐτός, ἀφ᾽ ὅτου φιλανθρώπως ἔλαμψε σὲ μᾶς μὲ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ συνεργία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ μᾶς ἐξήγαγε ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ θαυμαστό του φῶς, συνεχίζει γιὰ πάντα νὰ λάμπει πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας ὡς ἄδυτος ἥλιος.

Ἐπειδή, λοιπόν, εἶναι δικαιοσύνης καὶ ἀλήθειας ἥλιος, δὲν ἀνέχεται νὰ φέγγει καὶ νὰ γνωρίζεται ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ μετέρχονται τὸ ψεῦδος ἢ ὑψώνουν τὴν ἀδικία μὲ λόγια ἢ τὴν ἐπιδεικνύουν μὲ ἔργα. Ἀλλὰ ἐμφανίζεται καὶ γίνεται πιστευτὸς ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τῆς δικαιοσύνης καὶ τοὺς ἐραστὲς τῆς ἀλήθειας καὶ αὐτοὺς εὐφραίνει μὲ τὶς λάμψεις Του. Αὐτὸ εἶναι ποὺ λέει ἡ Γραφὴ «Φῶς ἀνέτειλε γιὰ τὸν δίκαιο καὶ ἡ σύζυγός του εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 96, 12). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης ἄδει πρὸς τὸν Θεό: «Τὸ Θαβὼρ καὶ ὁ Ἑρμὼν θὰ ἀγαλλιάσουν στὸ ὄνομά σου» (Ψαλμ. 88, 12), προαναγγέλλοντας τὴν εὐφροσύνη ποὺ προκλήθηκε ἀργότερα στὸ ὄρος ἀπὸ τὴν ἔλλαμψη ἐκείνη σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὴν εἶδαν.

Ὁ δὲ Ἡσαΐας λέει: «λύσε κάθε δεσμὸ ἀδικίας, διάλυσε τοὺς κόμπους βιαίων συνθηκῶν, κάθε ἄδικη συμφωνία ἀναίρεσε» (Ἠσ. 58, 6). Καὶ κατόπιν: «Τότε θὰ ξεχυθεῖ σὰν τὴν αὐγὴ τὸ φῶς σου καὶ τὰ ἰάματά σου γρήγορα θὰ ἀνατείλουν, θὰ πορεύεται ἐνώπιόν σου ἡ δικαιοσύνη σου καὶ ἡ δόξα τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ προστατεύει» (Ἠσ. 58, 8). Καὶ πάλι, «ἐὰν ἀφαιρέσεις ἀπὸ σένα δεσμὸ καὶ χειρονομία καταδικαστικὴ καὶ κακολογία, καὶ δώσεις στὸν πεινασμένο ἄρτο μὲ τὴν ψυχή σου καὶ χορτάσεις ψυχὴ ταπεινωμένη, τότε θὰ ἀνατείλει μέσα ἀπὸ τὸ σκοτάδι τὸ φῶς σου καὶ τὸ σκοτάδι σου θὰ γίνει σὰν μεσημέρι» (Ἠσ. 58, 9). Πράγματι, τοὺς καθιστᾶ κι αὐτοὺς ἄλλους ἥλιους, πάνω στοὺς ὁποίους ὁ ἥλιος αὐτὸς θὰ λάμψει ἀπλέτως· «διότι θὰ λάμψουν καὶ οἱ δίκαιοι ὅπως ὁ ἥλιος στὴν βασιλεία τοῦ Πατρός τους» (Ματθ. 13, 43).

Ἂς ἀποβάλλουμε λοιπόν, ἀδελφοί, τὰ ἔργα τοῦ σκότους, κι ἂς ἐργαζόμαστε τὰ ἔργα τοῦ φωτός, ὥστε ὄχι μόνο νὰ βαδίσουμε εὐσχημόνως σὰν σὲ τέτοια ἡμέρα, ἀλλὰ καὶ ἡμέρας υἱοὶ νὰ γίνουμε. Καὶ ἂς ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος, ὅπου ὁ Χριστὸς ἔλαμψε, γιὰ νὰ δοῦμε τί συνέβη ἐκεῖ. Ἢ μᾶλλον, ἐὰν εἴμαστε ὅπως πρέπει καὶ ἔχουμε γίνει ἄξιοι τέτοιας ἡμέρας, ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ θὰ μᾶς ἀνεβάσει στὸν κατάλληλο καιρό. Τώρα ὅμως, παρακαλῶ, ἐντείνετε καὶ ἀνυψῶστε τοὺς ὀφθαλμοὺς τῆς διάνοιας πρὸς τὸ φῶς τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἕως ὅτου μεταμορφωθεῖτε μὲ τὴν ἀνακαίνιση τοῦ νοῦ σας καὶ ἔτσι ἀποκτώντας τὴν θεία αἴγλη ἀπὸ ψηλά, νὰ γίνετε σύμμορφοι μὲ τὸ ὁμοίωμα τῆς δόξας τοῦ Κυρίου (Φιλ. 3, 21), τοῦ ὁποίου τὸ πρόσωπο ἐπάνω στὸ ὄρος ἔλαμψε σήμερα σὰν τὸν ἥλιο.

Τί σημαίνει «σὰν τὸν ἥλιο;» Κάποτε τὸ ἡλιακὸ φῶς δὲν ὑπῆρχε σὰν σὲ σκεῦος στὸν δίσκο τοῦτο. Τὸ μὲν φῶς εἶναι πρωτογεννημένο, τὸν δὲ δίσκο τὴν τετάρτη ἡμέρα δημιούργησε ὁ Κτίστης τῶν πάντων, ἀνάβοντας σ᾽ αὐτὸν τὸ φῶς καὶ κάμνοντάς τον ἄστρο ποὺ φέρνει τὴν ἡμέρα καὶ συγχρόνως φαίνεται τὴν ἡμέρα. Κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ τὸ φῶς τῆς θεότητας κάποτε δὲν βρισκόταν σὰν σὲ σκεῦος στὸ σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνο μὲν εἶναι πρὶν ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ δίχως ἀρχή. Τοῦτο δὲ τὸ πρόσλημμα, τὸ ὁποῖο ἔλαβε ἀπὸ μᾶς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, δημιουργήθηκε γιὰ χάρη μας στοὺς ὕστερους χρόνους, λαμβάνοντας ἐντός του τὸ πλήρωμα τῆς θεότητας. Ἔτσι ἐμφανίσθηκε φωστήρας θεοποιὸς καὶ συνάμα θεοφεγγής. Ἔτσι ἔλαμψε τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ὅπως ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτιά Του ἔγιναν λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. Ὁ δὲ Μᾶρκος λέει «στιλπνὰ καὶ λευκὰ πολὺ σὰν χιόνι, τέτοια ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λευκάνει γναφέας ἐπὶ τῆς γῆς» (Μαρκ. 9, 3).

Λαμπρύνθηκε, λοιπόν, μὲ τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὸ προσκυνητὸ ἐκεῖνο σῶμα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὰ ἱμάτια, ἀλλ᾽ ὄχι ἐξίσου. Διότι τὸ μὲν πρόσωπό Του σὰν τὸν ἥλιο ἔλαμψε, τὰ δὲ ἱμάτια, ἐφόσον ἄγγιζαν τὸ σῶμα Του, ἔγιναν φωτεινά. Καὶ ἔδειξε μὲ αὐτὸ ποιές εἶναι οἱ στολὲς τῆς δόξας, ποὺ θὰ ἐνδυθοῦν κατὰ τὸν μέλλοντα αἰῶνα ὅσοι πλησίασαν τὸν Θεό, καὶ ποιά εἶναι τὰ ἐνδύματα τῆς ἀναμαρτησίας, τὰ ὁποῖα ὅταν ἀπέβαλε ὁ Ἀδὰμ λόγῳ τῆς παραβάσεως, φαινόταν γυμνὸς καὶ αἰσθανόταν ντροπή. Ὁ μὲν θεῖος Λουκᾶς λέει: «Ἔγινε ἡ μορφή Του διαφορετικὴ καὶ ἡ ἐνδυμασία Του λευκὴ καὶ ἀπαστράπτουσα», βλέποντας ὅτι ὅλα τὰ ἐκεῖ τελούμενα δὲν ἔχουν κάτι ἀντίστοιχο νὰ συγκριθοῦν. Ὁ δὲ Μᾶρκος εἰκονίζει μὲν τὰ ἱμάτια, λέγοντας ὅμως ὅτι εἶναι στιλπνὰ καὶ λευκὰ σὰν χιόνι ἔδειξε καὶ αὐτὸς ὅτι οἱ εἰκόνες καὶ τὰ παραδείγματα ὑστεροῦν ἔναντι τῆς θέας τῶν ἱματίων ἐκείνων. Διότι τὸ χιόνι εἶναι μὲν λευκό, ἀλλ᾽ ὄχι στιλπνό. Ἔχει πάντα ἀνώμαλη ἐπιφάνεια, ἐφόσον ὅλο ἀποτελεῖται ἀπὸ μικρὲς φυσαλίδες λόγῳ τῆς μίξεως τοῦ ἐνυπάρχοντος σ᾽ αὐτὸ ἀέρα. Ὅταν δηλαδὴ τὸ σύννεφο δὲν ἔχει ἀκόμη συσταθεῖ τελείως καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ἀποβάλει τὸν ἐνυπάρχοντα ἀέρα, πήζει ἀπὸ τὴν σφοδρότητα τοῦ ψύχους καὶ ἔτσι κατέρχεται γεμᾶτο ἀέρα, λευκὸ καὶ ἀνώμαλο, ὅπως περίπου ὁ ἀφρός.

Ἐπειδή, λοιπόν, δὲν ἀρκοῦσε τὸ λευκὸ τοῦ χιονιοῦ, γιὰ νὰ παραστήσει τὴν τερπνότητα τῆς θέας ἐκείνης, συμπεριλήφθηκε καὶ τὸ στιλπνό, δείχνοντας καὶ μ᾽ αὐτὰ ὁ εὐαγγελιστὴς τὴν ὑπερφυῆ φύση τοῦ φωτὸς ἐκείνου, μὲ τὸ ὁποῖο τὰ ἱμάτια ἐκεῖνα ἔγιναν στιλπνὰ καὶ λευκά. Πράγματι, δὲν εἶναι ἰδιότητα τοῦ φωτὸς νὰ καθιστᾶ λευκὰ καὶ στιλπνὰ αὐτὰ ποὺ φωτίζει, ἀλλὰ νὰ δείχνει τὸ χρῶμα τους. Ἀντιθέτως, ἐκεῖνο, καθὼς φαίνεται, τὰ ἀποκάλυψε ἢ μᾶλλον τὰ ἀλλοίωσε, πρᾶγμα ποὺ δὲν συνιστᾶ ἰδιότητα αἰσθητοῦ φωτός. Τὸ δὲ ἀκόμη παραδοξότερο, ὅτι καὶ ὅταν τὰ ἀλλοίωσε, τὰ διατήρησε πάλι ἀναλλοίωτα, ὅπως φάνηκε λίγο ἀργότερα. Πῶς νὰ τὰ ἐνεργεῖ αὐτὰ φῶς γνώριμο σὲ μᾶς; Γι᾽ αὐτὸ ὁ εὐαγγελιστὴς θέλοντας νὰ δείξει ὑπερφυῆ ὄχι μόνο τὴν ὑπεροχικὴ λαμπρότητα καὶ ὀμορφιὰ τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ καὶ τὴν ὡραιότητα τῶν ἐνδυμάτων, παραμέρισε μὲ τρόπο τὴν φυσικὴ ὡραιότητα συνάπτοντας τὴν στιλπνότητα μὲ τὸ λευκὸ τοῦ χιονιοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως καὶ ἡ τέχνη μαζὶ μὲ τὴν φύση ἐπινοεῖ τὸ ὡραῖο, θέτοντας ἐκείνη τὴν ὀμορφιὰ πάνω ἀπὸ τεχνητοὺς ὡραϊσμούς, ἀναφέρει: «τέτοια, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ λευκάνει γναφέας ἐπάνω στὴν γῆ».

Ἀλλ᾽ ὅμως ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ σαρκώθηκε γιὰ μᾶς, ἡ ἐνυπόστατη σοφία τοῦ Πατρός, φέρει ὁπωσδήποτε μέσα Του καὶ τὸν λόγο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος· τοῦ ὁποίου τὸ γράμμα εἶναι σὰν ἐνδυμασία· λευκὸ καὶ σαφές, συνάμα δὲ στιλπνὸ καὶ λαμπρὸ καὶ σὰν μαργαριτάρι, μᾶλλον δὲ θεοπρεπὲς καὶ ἔνθεο γι᾽ αὐτοὺς ποὺ βλέπουν πνευματικὰ τὰ τοῦ Πνεύματος καὶ ἑρμηνεύουν θεοπρεπῶς τὶς λέξεις τῶν κειμένων καὶ δείχνουν ὅτι τὰ λόγια τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος εἶναι τέτοια, ποὺ γναφέας ἐπάνω στὴν γῆ, δηλαδὴ σοφὸς τοῦ κόσμου τούτου, δὲν μπορεῖ νὰ διασαφήσει. Καὶ τί λέω νὰ διασαφήσει; Δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κατανοήσει, οὔτε ὅταν τὰ ἑξηγεῖ ἄλλος. Διότι, καθὼς λέει ὁ ἀπόστολος, «ψυχικὸς ἄνθρωπος δὲν δέχεται τὰ τοῦ Πνεύματος, οὔτε μπορεῖ νὰ τὰ γνωρίσει» (Α´ Κορ. 2, 14). Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἐσφαλμένως θεωρεῖ αἰσθητὲς τὶς ἀσύλληπτες καὶ θεῖες καὶ πνευματικὲς ἐλλάμψεις, «ἐρευνώντας πράγματα ποὺ δὲν εἶδε, μάταια ὑπερυφανευόμενος μὲ τὸν ὑποδουλωμένο στὴν ἁμαρτία νοῦ του» (Κολ. 2, 18).

Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος, ποὺ ὁ νοῦς του φωτίσθηκε ἀπὸ τὴν θεσπέσια ἐκείνη θέα καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς θεῖο ἔρωτα καὶ πόθο μεγαλύτερο, μὴ θέλοντας πλέον νὰ ἀποχωρισθεῖ τὸ φῶς ἐκεῖνο, «καλὸ εἶναι νὰ εἴμαστε ἐδῶ», ἔλεγε στὸν Κύριο, «ἂν θέλεις, ἂς κατασκευάσουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωϋσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία», μὴ γνωρίζοντας τί λέει. Διότι, βέβαια, δὲν εἶχε φθάσει ὁ καιρὸς τῆς ἀποκαταστάσεως. Ὅταν ἔλθει ὁ καιρός, δὲν θὰ χρειασθοῦμε σκηνὲς χειροποίητες. Πέρα ἀπὸ αὐτό, δὲν ἔπρεπε νὰ ἐξισώνει τὸν Δεσπότη μὲ τοὺς δούλους μὲ τὴν ὁμοιότητα τῶν σκηνῶν. Ὁ μὲν Χριστὸς ὡς Υἱὸς γνήσιος στοὺς κόλπους τοῦ Πατρὸς βρίσκεται, οἱ δὲ προφῆτες ὡς υἱοὶ γνήσιοι τοῦ Ἀβραὰμ στοὺς κόλπους τοῦ Ἀβραὰμ ὅπως πρέπει θὰ κατοικήσουν. Καθὼς λοιπὸν ὁ Πέτρος στὴν ἄγνοιὰ του ἔλεγε αὐτά, «ἰδού, νεφέλη φωτεινὴ τοὺς ἐπισκίασε», διακόπτοντας τοὺς λόγους τοῦ Πέτρου καὶ δείχνοντας ποιά εἶναι ἡ σκηνὴ ποὺ ἁρμόζει στὸν Χριστό. Τί ἦταν ὅμως αὐτὴ ἡ νεφέλη καὶ πῶς, ἐνῶ ἦταν φωτεινή, τοὺς ἐπισκίασε; Μήπως εἶναι αὐτὴ τὸ ἀπρόσιτο φῶς, στὸ ὁποῖο ὁ Θεὸς κατοικεῖ, τὸ φῶς ποὺ ἐνδύεται σὰν ἱμάτιο; Διότι λέει: «αὐτὸς ποὺ καθιστᾶ τὰ σύννεφα ἄμαξά Του» (103, 4) καὶ «ἔθεσε τὸ σκότος περικάλυμμά Του σὰν κυκλικὴ σκηνὴ» (Ψαλμ. 17, 13), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος λέει: «εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἔχει ἀθανασία καὶ κατοικεῖ σὲ φῶς ἀπρόσιτο» (Α´ Τιμ. 6, 16). Ὣστε τὸ ἴδιο εἶναι ἐδῶ καὶ φῶς καὶ σκότος, ποὺ ἐπισκιάζει ἀπὸ ἀσύγκριτη λαμπρότητα.

Ἀλλὰ καὶ αὐτό, ποὺ λίγο πρὶν εἶδαν τὰ μάτια τῶν ἀποστόλων, χαρακτηρίζεται ὡς ἀπρόσιτο ἀπὸ τοὺς ἱεροὺς θεολόγους. «Σήμερα εἶναι φωτὸς ἀπροσίτου ἄβυσσος. Σήμερα φωτίζει τοὺς ἀποστόλους ἀπεριόριστη ἔκχυση θείας αἴγλης στὸ Θαβώρ». Καὶ ὁ μέγας Διονύσιος ἀποκαλώντας γνόφο τὸ ἀπρόσιτο φῶς, ὅπου λέγεται ὅτι κατοικεῖ ὁ Θεὸς λέει ὅτι «σ᾽ αὐτὸν τὸν γνόφο εἰσέρχεται ὅποιος ἀξιώνεται νὰ γνωρίσει καὶ νὰ δεῖ τὸν Θεό». Ἑπομένως τὸ ἴδιο φῶς ἦταν αὐτὸ ποὺ πρωτύτερα ἔβλεπαν νὰ λάμπει ἀπὸ τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου οἱ ἀπόστολοι καὶ ἡ φωτεινὴ νεφέλη ποὺ κατόπιν ἐπισκίασε. Ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ ἐπειδὴ ἔλαμπε μετριότερα, ἐπέτρεπε τὴν ὅραση. Ὅταν ὅμως διαχύθηκε μὲ πολὺ μεγαλύτερη ἔνταση, ἦταν γι᾽ αὐτοὺς ἀόρατο λόγῳ τῆς ἀσύγκριτης λαμπρότητας. Καὶ ἔτσι ἐπισκίασε τὴν πηγὴ τοῦ θείου καὶ ἀεννάου φωτός, τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης Χριστό. Ἄλλωστε, καὶ στὸν αἰσθητὸ ἥλιο τὸ ἴδιο φῶς καὶ τὴν ὅραση παρέχει μέσω τῆς ἀκτίνας καὶ ἀφαιρεῖ πάλι τὴν ὅραση, ὅταν κατάματα τὸν κοιτάξει κανείς, διότι ἡ λαμπρότητά του εἶναι ὑπεράνω τῆς δυνατότητας τῶν ὀφθαλμῶν μας.

Ἀλλ᾽ ὁ μὲν αἰσθητὸς ἥλιος φαίνεται ὅπως εἶναι ἐκ φύσεως καὶ ὄχι ὅπως θέλει, οὔτε μόνο σὲ ὅποιους θέλει. Ὁ δὲ ἥλιος τῆς ἀλήθειας καὶ τῆς δικαιοσύνης Χριστός, ἔχοντας ὄχι μόνο φύση καὶ φυσικὴ λαμπρότητα καὶ δόξα, ἀλλὰ καὶ θέληση ἀνάλογη, φωτίζει προνοητικῶς καὶ σωτήρια μόνο ὅσους θέλει καὶ ὅσο θέλει. Ἔτσι θέλησε καὶ φάνηκε σὰν ἥλιος ἐνώπιον τῶν ἀποστόλων καὶ μάλιστα ὄχι ἀπὸ μεγάλη ἀπόσταση. Ἔπειτα ἔλαμψε πιὸ ἔντονα κατὰ τὴν θέλησή Του καὶ ἀπὸ τὴν ἀσύγκριτη φωτεινότητα ἔγινε ἀόρατος στὰ μάτια τῶν ἀποστόλων, σὰν νὰ εἰσῆλθε σὲ φωτεινὴ νεφέλη. Ἀλλὰ καὶ φωνὴ ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖον εὐδόκησα, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Ὅταν ὁ Κύριος βαπτίσθηκε στὸν Ἰορδάνη, ἀνοίχθηκαν οἱ οὐρανοὶ καὶ ἡ ἴδια ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπὸ τὴν δόξα ἐκείνη ἀσφαλῶς, τὴν ὁποία δόξα καὶ ὁ Στέφανος ἀργότερα ἐνατένισε, ὅταν ἄνοιξαν γι᾽ αὐτὸν οἱ οὐρανοὶ καὶ καταλήφθηκε ἀπὸ τὸν Πνεῦμα τὸ Ἅγιο. Τώρα ἀκούσθηκε ἀπὸ τὴν νεφέλη, ποὺ ἐπισκίασε τὸν Ἰησοῦ. Ἑπομένως εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ὑπερουράνια δόξα τοῦ Θεοῦ. Πῶς λοιπὸν εἶναι αἰσθητὸ φῶς τὸ ὑπερουράνιο;

Δίδαξε δὲ ἡ ἀπὸ τὴν νεφέλη φωνὴ τοῦ Πατρός, ὅτι ὅλα ἐκεῖνα τὰ πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησου Χριστοῦ, οἱ νομοθεσίες, οἱ υἱοθεσίες, ἦταν ἀτελῆ καὶ δὲν ἔγιναν οὔτε τελέσθηκαν σύμφωνα μὲ προηγούμενο θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ παραχωρήθηκαν γιὰ τὴν μέλλουσα αὐτὴ τοῦ Κυρίου παρουσία καὶ ἐπιφάνεια. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ἐκεῖνος, στὸν ὁποῖο εὐδοκεῖ καὶ ἀναπαύεται καὶ εὐαρεστεῖται τέλεια ὁ Πατήρ, ὅπως σὲ Υἱὸ ἀγαπητό. Γι᾽ αὐτὸ καὶ παραγγέλλει Αὐτὸν νὰ ἀκοῦμε καὶ σ᾽ Αὐτὸν νὰ πειθαρχοῦμε. Καὶ ὅταν λέει «εἰσέλθετε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη, διότι εἶναι πλατειὰ καὶ ἄνετη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ἀπώλεια, ἐνῶ στενὴ καὶ δύσβατη ἡ ὁδὸς ποὺ ὁδηγεῖ στὴν ζωή», Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Κι ὅταν λέει πῶς τὸ φῶς αὐτὸ εἶναι βασιλεία τοῦ Θεοῦ, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε, σ᾽ Αὐτὸν νὰ πιστεύετε καὶ τέτοιου φωτὸς νὰ καθιστᾶτε ἀξίους τοὺς ἑαυτούς σας.

Ὅταν λοιπὸν φάνηκε ἡ φωτεινὴ νεφέλη καὶ ἤχησε ἀπὸ τὴν νεφέλη ἡ πατρικὴ φωνή, ἔπεσαν, λέει, μὲ τὸ πρόσωπο στὴν γῆ οἱ μαθητές· ὄχι ἐξ αἰτίας τῆς φωνῆς, ἀφοῦ καὶ ἄλλοτε πολλὲς φορὲς ἀκούσθηκε, ὄχι μόνο στὸν Ἰορδάνη ἀλλὰ καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅταν πλησίαζε τὸ σωτήριο πάθος. Πράγματι, ὅταν ὁ Κύριος εἶπε «Πάτερ, δόξασε τὸ ὄνομὰ Σου» ἦλθε φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό: «Τὸ ὄνομά μου τὸ δόξασα καὶ πάλι θὰ τὸ δοξάσω» (Ἰω. 12, 28), καὶ ὅλος μὲν ὁ ὄχλος ἄκουσε, ἀλλὰ κανεὶς ἀπὸ αὐτοὺς δὲν ἔπεσε. Ἐδῶ ὅμως ὄχι μόνο φωνή, ἀλλὰ καὶ φῶς ἀπεριόριστο συνάμα φάνηκε. Εὐλόγως, λοιπόν, κατάλαβαν οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅτι γι᾽ αὐτὸν τὸν λόγο ἔπεσαν πρηνεῖς οἱ μαθητές, ὄχι γιὰ τὴν φωνή, ἀλλὰ γιὰ τὸ παράξενο καὶ ὑπερφυὲς φῶς. Διότι καὶ πρὶν φθάσει ἡ φωνὴ ἦσαν φοβισμένοι, ὅπως λέει ὁ Μᾶρκος, σαφῶς ἀπὸ τὴν θεοφάνεια ἐκείνη.

Ὅμως, ὅταν μὲ ὅλα αὐτὰ ἀποδεικνύεται ὅτι τὸ φῶς ἐκεῖνο εἶναι θεῖο καὶ ὑπερφυὲς καὶ ἄκτιστο, τί παθαίνουν πάλι αὐτοὶ ποὺ ἐπιδίδονται μὲ ὑπερβολικὸ ζῆλο στὴν θύραθεν καὶ σαρκικὴ παιδεία καὶ δὲν μποροῦν νὰ γνωρίσουν τὰ τοῦ Πνεύματος; Κατρακυλοῦν σὲ ἄλλο γκρεμό. Δὲν τὸ ὀνομάζουν θεία δόξα, οὔτε βασιλεία Θεοῦ, οὔτε κάλλος, οὔτε χάρη, οὔτε λαμπρότητα, ὅπως ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ τοὺς θεολόγους διδαχθήκαμε, ἀλλὰ ἰσχυρίζονται ὅτι τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο προηγουμένως ἔλεγαν ὅτι εἶναι αἰσθητὸ καὶ κτιστό. Ὁ δὲ Κύριος στὰ εὐαγγέλια λέει πὼς τούτη ἡ δόξα δὲν εἶναι κοινὴ μόνο σ᾽ Αὐτὸν καὶ τὸν Πατέρα, ἀλλὰ καὶ στοὺς ἁγίους ἀγγέλους, καθὼς γράφει ὁ θεῖος Λουκᾶς: «ὅποιος ντραπεῖ νὰ ὁμολογήσει ἐμένα καὶ τὴν διδασκαλία μου στὴν γενεὰ αὐτή, θὰ ντραπεῖ καὶ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου γι αὐτόν, ὅταν ἔλθει μέσα στὴν δόξα Του καὶ τὴν δόξα τοῦ Πατρὸς καὶ τῶν ἁγίων ἀγγέλων» (Λουκ. 9, 26). Αὐτοὶ λοιπὸν ποὺ ἰσχυρίζονται πὼς ἡ δόξα αὐτὴ εἶναι οὐσία, θὰ δεχθοῦν ὅτι αὐτὴ εἶναι κοινὴ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀγγέλων, πρᾶγμα ποὺ ἀποτελεῖ ἐσχάτη ἀσέβεια.

Μάλιστα, ὄχι μόνο οἱ ἄγγελοι, ἀλλὰ καὶ οἱ ἅγιοι μεταξὺ τῶν ἀνθρώπων μετέχουν σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα καὶ βασιλεία. Ἀλλ᾽ ὁ μὲν Πατὴρ καὶ ὁ Υἱὸς μαζὶ μὲ τὸ θεῖο Πνεῦμα ἔχουν φυσικὴ τούτη τὴν δόξα καὶ βασιλεία, οἱ δὲ ἅγιοι ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι τὴν ἀποκτοῦν κατὰ χάρη, δεχόμενοι ἀπὸ ἐκεῖ τὴν ἔλλαμψη. Ἄλλωστε καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ποὺ ἐμφανίσθηκαν μαζί Του σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα, αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς παρέστησαν. Ὁ δὲ Μωϋσῆς φάνηκε κοινωνὸς τῆς θεϊκῆς δόξας ὄχι μόνο τώρα ἐπάνω στὸ Θαβώρ, ἀλλὰ καὶ τότε ποὺ τὸ πρόσωπό του δοξάσθηκε τόσο, ὥστε νὰ μὴ μποροῦν οἱ Ἰσμαηλῖτες νὰ τὸ ἀντικρύσουν. Τοῦτο δηλώνει καὶ αὐτὸς ποὺ λέει ὅτι ὁ Μωϋσῆς δέχθηκε στὸ θνητὸ πρόσωπό του τὴν ἀθάνατη δόξα τοῦ Πατρός. Καθὼς καὶ ἐκεῖνος πού, ὅταν ὁ Εὐνόμιος χαρακτήριζε ἀμετάδοτη πρὸς τὸν Υἱὸ τὴν δόξα τοῦ Παντοκράτορα, τὸν ἀντέκρουσε λέγοντας ὅτι, δὲν θὰ ἀνεχόμουν τέτοιο λόγο, ἀκόμη κι ἂν ἀναφερόταν στὸν Μωϋσῆ.

Κοινή, λοιπόν, καὶ μία εἶναι ἡ δόξα καὶ ἡ βασιλεία καὶ ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων Του. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ ψαλμωδὸς προφήτης ψάλλει: «ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ μας θὰ εἶναι ἐπάνω μας» (Ψαλμ. 89, 19). Ἀλλὰ κανεὶς μέχρι τώρα δὲν τόλμησε νὰ πεῖ ὅτι εἶναι μία καὶ κοινὴ ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἁγίων. Καὶ βέβαια κοινὴ φάνηκε τελευταῖα ἐπάνω στὸ ὄρος ἡ θεία λαμπρότητα τῆς θεότητας τοῦ Λόγου καὶ τῆς ἀνθρώπινης σάρκας. Ὅτι εἶναι ὅμως κοινὴ ἡ οὐσία τῆς θεότητας καὶ τῆς σάρκας, θὰ τὸ ἔλεγαν ὁ Εὐτυχὴς καὶ ὁ Διόσκορος καὶ ὄχι αὐτοὶ ποὺ θέλουν νὰ εἶναι εὐσεβεῖς. Καὶ τὴν μὲν δόξα αὐτὴ καὶ λαμπρότητα, ὅπως καὶ τώρα τὴν εἶδαν οἱ συνοδοιπόροι τοῦ Ἰησοῦ, ὅλοι θὰ τὴν ἀντικρύσουν, ὅταν ὁ Κύριος φανεῖ νὰ λάμπει ἀπὸ ἀνατολὴ ἕως δύση. Κανεὶς ὅμως δὲν στάθηκε στὴν ὑπόσταση καὶ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ εἶδε ἢ περιέγραψε τὴν θεία φύση. Καὶ τὸ μὲν θεῖο τοῦτο φῶς δίδεται μὲ μέτρο καὶ ἐπιδέχεται τὸ μᾶλλον καὶ ἦττον μεριζόμενο δίχως νὰ διαιρεῖται, κατὰ τὴν ἀξία αὐτῶν ποὺ τὸ δέχονται. Ἡ ἀπόδειξη εἶναι κοντά. Τὸ μὲν πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε πιὸ πολὺ ἀπ᾽ τὸν ἥλιο, τὰ δὲ ἱμάτια ἔγιναν λαμπρὰ καὶ λευκὰ σὰν χιόνι. Καὶ ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας στὴν ἴδια θεάθηκαν δόξα, ἀλλὰ κανεὶς τους δὲν ἄστραψε τότε σὰν ἥλιος. Καὶ οἱ ἴδιοι οἱ μαθητὲς μέρος τοῦ φωτὸς ἐκείνου εἶδαν, μέρος δὲν μπόρεσαν νὰ ἀτενίσουν.

Ἔτσι λοιπὸν μετρεῖται καὶ μερίζεται, δίχως νὰ διαιρεῖται, τὸ φῶς ἐκεῖνο καὶ ἐπιδέχεται αὐξομείωση. Καὶ ἕνα μέρος αὐτοῦ γνωρίζεται τώρα ἕνα μέρος ἀργότερα. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος λέει: «τώρα κατὰ μέρος γνωρίζουμε καὶ κατὰ μέρος προφητεύουμε» (Α´ Κορ. 13, 9). Ὅμως τελείως ἀμέριστη καὶ ἀκατάληπτη εἶναι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ καὶ καμμιὰ οὐσία δὲν ἐπιδέχεται αὐξομειώσεις. Κατὰ τὰ ἄλλα, εἶναι γνώρισμα τῶν καταραμένων Μεσσαλιανῶν τὸ νὰ νομίζουν ὅτι ἡ οὐσία τοῦ Θεοῦ γίνεται ὁρατὴ στοὺς κατ᾽ αὐτοὺς ἀξίους. Ἐμεῖς ὅμως ἀνατρέποντας καὶ τοὺς παλαιοὺς καὶ τοὺς σύγχρονους κακοδόξους καὶ πιστεύοντας, καθὼς διδαχθήκαμε, ὅτι οἱ ἅγιοι βλέπουν καὶ κοινωνοῦν ὄχι τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βασιλεία καὶ δόξα καὶ λαμπρότητα καὶ φῶς ἀπόῤῥητο καὶ θεία χάρη, ἂς ὁδεύσουμε πρὸς τὴν λάμψη τοῦ φωτὸς τῆς χάριτος, γιὰ νὰ γνωρίσουμε καὶ νὰ θεωρήσουμε τρίφωτη Θεότητα, ποὺ ἀκτινοβολεῖ ἑνιαία ἀπόῤῥητη αἴγλη ἀπὸ μία τρισυπόστατη φύση. Καὶ τὰ μάτια τοῦ νοῦ ἂς ἀνυψώσουμε πρὸς τὸν Λόγο, ποὺ εἶναι τώρα μὲ τὸ σῶμα Του ἐγκατεστημένος πάνω ἀπὸ τὶς οὐράνιες ἁψῖδες. Αὐτός, θεοπρεπῶς καθήμενος στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλωσύνης, σὰν ἀπὸ μακρυνὸ τόπο μᾶς στέλνει αὐτὸ τὸ μήνυμα: «ὅποιος θέλει νὰ παραστεῖ σ᾽ αὐτὴ τὴν δόξα, ἂς μιμεῖται κατὰ τὸ δυνατὸν καὶ ἂς πορεύεται τὴν ὁδὸ καὶ τὴν πολιτεία, τὴν ὁποία ὑπέδειξα μὲ τὸν ἐπίγειο βίο μου».

Ἂς παρατηροῦμε, λοιπόν, μὲ τοὺς ἐσωτερικοὺς ὀφθαλμοὺς τὸ μέγα τοῦτο θέαμα, τὴν φύση μας νὰ ζεῖ αἰωνίως μὲ τὸ ἄϋλο πῦρ τῆς θεότητος. Καὶ ἀφοῦ ἀποβάλουμε τοὺς δερμάτινους χιτῶνες, τοὺς ὁποίους φορέσαμε ἐξαιτίας τῆς παραβάσεως, τὰ γεώδη καὶ σαρκικὰ φρονήματα, ἂς σταθοῦμε σὲ γῆ ἁγία, ἀναδεικνύοντας ὁ καθένας τὴν δική του γῆ ἁγία διὰ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς ἀνατάσεως πρὸς τὸ Θεό, ὥστε νὰ ἔχουμε παῤῥησία, ὅταν ἔρχεται ὁ Θεὸς μέσα σὲ φῶς, καὶ προστρέχοντας νὰ φωτισθοῦμε καὶ φωτιζόμενοι νὰ ζήσουμε αἰωνίως μαζὶ Του πρὸς δόξα τῆς τρισήλιας καὶ μοναρχικωτάτης λαμπρότητας, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.

————————

πηγή: users.uoa.gr/~nektar/

Μόρφου Νεόφυτος: Μεταμόρφωση ἢ παραμόρφωση… (6.8.2019)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴν ἀρχιερατικὴ  Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ τελέσθηκε στὸν  καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος στὴν κατεχόμενη Μόρφου (6.8.2019).

Ψάλλει ὁ Πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ὁμιλία στὴν ἑορτὴ τῆς Μεταμόρφωσης τοῦ Κυρίου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Λαμπρὴ πανήγυρη ἐπιτελοῦμε, ἀγαπητοὶ ἐνΧριστῷ ἀδελφοί! Σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τιμᾶ καὶ γεραίρει τὸ θεῖο γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι᾽αὐτὸ κι ἐμεῖς συναθροισθήκαμε στὸν ναὸ τοῦτο, γιὰ νὰ δοξάσουμε τὸν μεταμορφωθέντα Κύριό μας μαζὶ μὲ τοὺς ἀποστόλους, τοὺς ἁγίους, τοὺς ἀγγέλους, ὅλη τὴν ἐπίγεια καὶ ἐπουράνια Ἐκκλησία, ψάλλοντες καὶ ἀκροώμενοι τοὺς ὡραιότατους καὶ θεολογικώτα τους ὕμνους τῆς ἡμέρας αὐτῆς.

Ἂς ἐντρυφήσουμε ὅμως γιὰ λίγο στὶς σχετικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις, ἐπικαλούμενοι τὸν φωτισμὸ τοῦ Κυρίου μας, ποὺ ἔλαμψε πλούσια σήμερα, γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅσο βαθύτερα μποροῦμε τὸ ὑψηλότατο νόημα τῆς ἑορτῆς αὐτῆς, ὥστε νὰ ἀποκομίσουμε καὶ δαψιλὴ τὴν ψυχικὴ ὠφέλεια.

Στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος περιγράφει τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ὡς ἑξῆς: «Ὕστερα ἀπὸ ἕξι ἡμέρες, παίρνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς ἀνεβάζει σὲ ἕνα ὑψηλὸ βουνό (τὸ ὄρος Θαβώρ). Ἐκεῖ, μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπό Του ὅπως ὁ ἥλιος, ἐνῷ τὰ ἐνδύματά Του ἔγιναν λευκὰ ὅπως τὸ φῶς. Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἐμφανίσθηκαν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, νὰ συνομιλοῦν μαζί Του. Τότε ὁ Πέτρος εἶπε στὸν Ἰησοῦ: ‘‘Κύριε, καλὸ εἶναι νὰ μείνουμε ἐδῶ. Ἂν θέλεις, ἂς κάνουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές, μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία.’’ Ἐνῷ δὲ αὐτὸς μιλοῦσε, ἕνα σύννεφο φωτεινὸ τοὺς σκέπασε καὶ μία φωνὴ ἀπὸ τὸ σύννεφο ἀκούστηκε νὰ λέγει: ‘‘Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐαρεστοῦμαι. Σ᾿ Αὐτὸν νὰ ὑπακούετε.’’»

῞Εξι μέρες μετὰ ἀπὸ ποιό γεγονὸς ἔγινε ἡ Μεταμόρφωση; Αὐτὸ εἶναι πολὺ σημαντικὸ γιὰ ὅσα θὰ ποῦμε στὴ συνέχεια. Πρὶν ἀπὸ ἕξι μέρες, ὅταν εἶχαν βρεθεῖ  στὰ μέρη τῆς πόλης Καισάρειας στὴν Παλαιστίνη, εἶχε ἐρωτήσει τοὺς μαθητές Του ὁ Κύριος, γιὰ ποιόν τὸν θεωρούσανε οἱ ἄνθρωποι τῆς ἐποχῆς τους. Κι αὐτοὶ τοῦ ἀπάντησαν, πὼς ἄλλοι λέγανε ὅτι ἦταν ὁ Πρόδρομος καὶ εἶχε ἀναστηθεῖ, ἄλλοι πὼς ἦταν ὁ Ἠλίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς παλαιοὺς προφῆτες καὶ ξανάρθε στὴ γῆ. Κι ὅταν τοὺς ρώτησε τὴ δική τους γνώμη, ἀμέσως ὁ θερμότερος τῶν ἄλλων Πέτρος, ποὺ συνήθως, ὅπως κάπου ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ἐπισημαίνει, προπηδοῦσε τῶν ἄλλων μαθητῶν στὶς ἀπαντήσεις, εἶπε: ‘‘Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Λυτρωτής, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.’’ Καὶ ὁ Κύριος τὸν μακάρισε, διότι εἶχε μιλήσει μὲ ἔμπνευση τοῦ οὐράνιου Πατέρα Του. Κι ἀμέσως ἄρχισε νὰ τοὺς προμηνύει τὸ σταυρικό του πάθος στὰ Ἱεροσόλυμα, κι ἀκόμη ὅτι πρέπει ὅλοι οἱ γνήσιοι μαθητές Του νὰ σηκώνουν τὸν σταυρό του ὁ καθένας καὶ ἔτσι νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, μὲ αὐταπάρνηση. Καὶ κατέληξε: «Ἀληθινὰ σᾶς λέω, ὑπάρχουν ἐδῶ ὁρισμένοι ἀπὸ σᾶς, ποὺ δὲν θὰ πεθάνουνε, πρὶν μὲ ἰδοῦν νὰ ἔρχομαι ὡς αἰώνιος καὶ ἀληθινὸς βασιλέας.»

Ἡ Μεταμόρφωση, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀποτελεῖ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ὑπόσχεσης αὐτῆς τοῦ Χριστοῦ μας, ὅπου ἐμφανίστηκε στοὺς τρεῖς ἀπ᾽ ἐκείνους τοὺς μαθητές Του στὴ δόξα Του πλέον, ὡς βασιλέας, ἀστράπτοντας δοξασμένος σὰν τὸν ἥλιο. Καί, γιατί ἐπέλεξε ὁ Κύριος τοὺς τρεῖς ἐκείνους μαθητές; «Ἐπειδή», ὅπως ἐπισημαίνει ὁ Χρυσορρήμονας ἅγιος, «αὐτοὶ ὑπερεῖχαν ἀπὸ τοὺς ἄλλους μαθητὲς στὴν ἀρετή. Καὶ ὁ μὲν Πέτρος φανέρωνε τὴν ὑπεροχὴ μὲ τὸ νὰ ἀγαπᾶ τὸν Χριστὸ σφοδρά, ὁ δὲ Ἰωάννης μὲ τὸ νὰ ἀγαπόταν ἀπ᾽ τὸν Κύριο ἰδιαίτερα, καὶ ὁ Ἰάκωβος ἀπὸ τὴν ἀπόκριση ποὺ ἔδωσε μὲ τὸν ἀδελφό του Ἰωάννη, λέγοντας ὅτι μποροῦσαν νὰ πιοῦν τὸ ποτήριο (τοῦ μαρτυρίου)» («τὸν Πέτρον διὰ τὸ σφόδρα φιλεῖν, τὸν Ἰωάννην διὰ τὸ σφόδρα φιλεῖσθαι καὶ τὸν Ἰάκωβον διὰ τὸ πιεῖν τὸ ποτήριον»).

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει ὅτι, καθὼς εἶναι παντοῦ παρὼν ὁ Βασιλέας Χριστός, ἔτσι εἶναι παντοῦ καὶ ἡ Βασιλεία Του. Ὥστε τὸ νὰ ἔρχεται ἡ Βασιλεία Του δὲν σημαίνει ὅτι φθάνει ἀπὸ ἀλλοῦ, ἀλλὰ ὅτι φανερώνεται μὲ τὴν δύναμη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Αὐτὴ δὲ ἡ δύναμη δὲν δίδεται σὲ ὁποιονδήποτε, ἀλλὰ μόνο σὲ ὅσους βρίσκονται μαζὶ μὲ τὸν Κύριο καὶ στηρίζονται δυνατὰ στὴν πίστη πρὸς Αὐτόν.

Ἡ λέξη μετα-μορφώνομαι σημαίνει, παίρνω ἄλλη μορφή. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς μεταμορφώθηκε, ὄχι λαμβάνοντας στὴν πραγματικότητα ἄλλη μορφή, ἀλλὰ ἀποκαλύπτοντας στοὺς Μαθητές του ὅ,τι πράγματι ἦταν, ἀφοῦ τοὺς ἄνοιξε τὰ μάτια τῆς ψυχῆς καὶ ἀπὸ πνευματικὰ τυφλοὺς τοὺς κατέστησε νὰ βλέπουν. Ἀλλά, ὅπως λέγει ἕνας ὕμνος τῆς ἑορτῆς: «Σήμερα ὁ Χριστός, καθὼς ἔλαμψε στὸ ὄρος Θαβώρ, ἔδειξε στοὺς τρεῖς Μαθητὲς ἀμυδρὰ τὸν χαρακτήρα τῆς Θεότητός Του.» Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σημειώνει τὴν αἰτία, γιὰ τὴν ὁποία ἀπεκάλυψε ἀμυδρὰ τὴ δόξα τῆς Θεότητος, κι ὄχι πλήρως: Τοὺς ἔδειξε, λέγει, τὴν ἀθέατη δόξα τῆς Θεότητος, ὄχι ὅση ἦταν στὴν πραγματικότητα, ἀλλὰ ὅση μποροῦσαν νὰ ἰδοῦν οἱ Μαθητές. Δὲν τὴν ἀπεκάλυψε σὲ ὅλο τὸ μεγαλεῖο της, ὥστε νὰ μὴν ἀποθάνουν βλέποντάς την. Καὶ ὅπως ἐκφραστικώτατα θεολογεῖ ἀσματικὰ ἕνα ἄλλο τροπάριο τῆς ἑορτῆς: «Τὸ προήλιον σέλας Χριστός… μικρὸν ὑποκρύψας τῆς σαρκὸς τὸ πρόσλημμα, μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, ἐμφαίνων τοῦ ἀρχετύπου κάλλους τὴν εὐπρέπειαν, καὶ ταύτην οὐχ ὁλόκληρον· τὸ μὲν πληροφορῶν αὐτούς, τὸ δὲ καὶ φειδόμενος, μήπως σὺν τῇ ὁράσει καὶ τὸ ζῆν ἀπολέσωσιν, ἀλλ᾽ ὡς ἠδύναντο χωρεῖν τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς περιφέροντες.» Διότι, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι κτίσμα, ἔχει ὅρια κτιστά. Μετέχει μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ στὴ Δόξα τοῦ Δημιουργοῦ της, ἀλλὰ ὡς ἕνα ὅριο, ὅσο μπορεῖ! Μὰ κι ἐκεῖνο ποὺ γεύεται, ὅσο δίνει στὸν καθένα κατὰ τὸν ἀγῶνα του ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου, τὸν γεμίζει, τὸν θεώνει κατὰ Χάρη. Ὅπως τότε καὶ τὸν Πέτρο, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τὴν ἀνέκφραστη ἀγαλλίαση ποὺ αἰσθανόταν ἀπὸ τὴ μετοχὴ σ᾽ ἐκεῖνο τὸ ἄκτιστο Φῶς τοῦ Κυρίου, ἤθελε νὰ παραμείνει γιὰ πάντα στὸ Θαβώρ, γι᾽ αὐτὸ καὶ ἤθελε νὰ στήσει τρεῖς σκηνὲς ἐκεῖ, γιὰ τὸν Κύριο καὶ τοὺς ἐμφανισθέντες δύο Προφῆτες.

Καὶ οἱ τρεῖς Εὐαγγελιστές, ποὺ ἀναφέρουν τὸ γεγονὸς τῆς Μεταμορφώσεως, γράφουν ὅτι τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου ἔλαμψε ὅπως ὁ ἥλιος. Αὐτὸ τὸ γράφουν, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὄχι γιὰ νὰ θεωρήσουμε ὡς αἰσθητὸ τὸ Φῶς, ποὺ ἀκτινοβολοῦσε ὁ Χριστός, ἀλλὰ γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι αὐτὸ ποὺ εἶναι ὁ φυσικὸς ἥλιος γιὰ ὅσους ζοῦνε αἰσθητὰ καὶ βλέπουν μὲ τὰ αἰσθητὰ μάτια, αὐτὸ εἶναι ὁ Χριστὸς γιὰ ὅσους ζοῦνε πνευματικὰ καὶ βλέπουν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Παρατηρεῖ ἀκόμη ὁ μέγας αὐτὸς Θεολόγος τοῦ Θαβωρίου Φωτός, ὅτι ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἔλαβε χώρα τὴν ὥρα, ποὺ ὁ Κύριος προσευχόταν. Αὐτὸ ἔγινε γιὰ νὰ καταλάβουμε ὅτι πρόξενος τῆς μακαρίας ἐκείνης θέας εἶναι ἡ προσευχή, καὶ ὅτι πλησιάζοντας τὸν Θεὸ διὰ τῆς προσευχῆς, ἀξιωνόμαστε νὰ δοῦμε τὴ λαμπρότητα τοῦ ἀκτίστου Φωτός. Ὁ Χριστὸς προσευχόμενος στὸ ὄρος Θαβὼρ ὑποδεικνύει πῶς θὰ ἔλθει στοὺς ἁγίους ἡ λαμπρότητα τοῦ Θεοῦ.

Καί, γιὰ ποιό λόγο φάνηκαν στὴ Μεταμόρφωση οἱ Προφῆτες Μωυσῆς καὶ Ἠλίας νὰ συνομιλοῦν μὲ τὸν Χριστό; Γιὰ πέντε αἰτίες, ἑρμηνεύουν σχετικὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας: Πρῶτον, γιὰ νὰ δειχθεῖ ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι Κύριος καὶ τοῦ Νόμου (Μωυσῆς ὁ νομοθέτης) καὶ τῶν Προφητῶν (Ἠλίας). Δεύτερο, ὅτι κυριεύει καὶ ζώντων (ὁ Ἠλίας ἀκόμη ζεῖ, δὲν γεύθηκε τὸν θάνατο) καὶ νεκρῶν (ὁ Μωυσῆς ἔχει ἀποθάνει). Τρίτο, γιὰ νὰ φανεῖ ὅτι δὲν εἶναι οὔτε ἀντίθετος στὸν παλαιὸ Νόμο, οὔτε καὶ ἀντίθεος. Τέταρτο, γιὰ νὰ διαλύσει τὴν ὑπόνοια αὐτῶν, ποὺ πιὸ πάνω ἀναφέραμε, ποὺ τὸν θεωροῦσαν ὅτι ἦταν ὁ Ἠλίας ἢ ἕνας ἀπὸ τοὺς προφῆτες. Καί, πέμπτο, γιὰ νὰ τοὺς ἔχουν οἱ μαθητές Του ὑποδείγματα ἀρετῆς: Τὸν μὲν Μωυσῆ τῆς πραότητας καὶ τῆς καθοδήγησης τῶν λαῶν, τὸν δὲ Ἠλία τοῦ θείου ζήλου καὶ τῆς ἐμμονῆς στὴ μόνη ὀρθὴ Πίστη. Καὶ πῶς τοὺς ἀναγνώρισαν οἱ τρεῖς ἀπόστολοι, ὅτι ἐκεῖνοι ἦταν πράγματι ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας; Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ δύναμη ἐκείνου τοῦ φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως, ἀπὸ τὸ ὁποῖο κανένα πρᾶγμα δὲν παραμένει κρυμμένο, ἀλλὰ μέσα σ᾽ αὐτὸ ὅλα φανερώνονται, ὅπως θεολογεῖ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς.

Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου εἶχε καὶ ἕνα ἀκόμη βαθὺ λόγο: Νὰ προετοιμάσει τοὺς ἀτελεῖς ἀκόμη τότε μαθητές, ὥστε, ὅταν θὰ ἔβλεπαν μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ τὸν Διδάσκαλό τους ἄκρως τεταπεινωμένο στὸν Σταυρό, νὰ μὴν ὀλιγοπιστήσουν, ἀλλὰ νὰ κατανοήσουν ὅτι ὑπέμεινε τὸ Πάθος ἑκούσια ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ δὲν ἔπαυε νὰ εἶναι στοὺς αἰῶνες Θεάνθρωπος, ὁ Βασιλεὺς τῆς Δόξης. Κι ἀκόμη, γιὰ νὰ τὸν κηρύξουν μετὰ τὴν ἀνάσταση ὡς τὸν ἀληθινὸ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας μαρτύρησε γι᾽ αὐτὸν στὸ Θαβώρ.

Τὰ νοήματα τοῦτα συνοψίζει θεολογικώτατα καὶ τὸ Κοντάκιο τῆς σημερινῆς ἑορτῆς, τὸ ὁποῖο, σὲ μετάφραση, λέγει: « Μεταμορφώθηκες πάνω στὸ ὄρος, Χριστὲ ὁ Θεός, καὶ ὅσο ἦταν χωρητικοὶ (ὅσο ἦταν δυνατὸ) οἱ μαθητές σου εἶδαν τὴν (ἄκτιστη) δόξα σου· (καί τοῦτο) ὥστε, ὅταν θὰ σὲ ἔβλεπαν σταυρωμένο, νὰ κατανοήσουν ὅτι τὸ Πάθος σου ἦταν ἑκούσιο, νὰ κηρύξουν δὲ στὸν κόσμο ὅτι ἐσύ εἶσαι ἀληθινὰ τὸ ἀπαύγασμα (ὁ Υἱὸς) τοῦ ἄναρχου Θεοῦ Πατέρα.» Καὶ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, θέτοντας ὡς προοπτικὴ τῆς πνευματικῆς ζωῆς τοῦ κάθε πιστοῦ τὴ μετοχὴ σ᾽ αὐτὸ τὸ ἄκτιστο Φῶς τῆς Μεταμορφώσεως, τὸ Φῶς τῆς Θεότητος, δηλαδὴ τὴ θέωση, καθόρισε νὰ διαβάζεται καθημερινὰ τὸ Κοντάκιο τοῦτο στὴ λεγόμενη Ἀκολουθία τῶν Τυπικῶν.

Καθὼς ἑορτάζουμε τὴν ἁγία ἑορτὴ τῆς Μεταμορφώσεως, ἂς ἐνηχηθοῦμε ἀκόμη ἕνα ὡραιότατο σημερινὸ ὕμνο, προσκλητήριο σὲ νοερὲς ἀναβάσεις: «Ἐλᾶτε νὰ ἀνεβοῦμε νοητὰ μὲ τὴν πρακτικὴ ἀρετὴ στὸ ὄρος τὸ ἅγιο τῆς Μεταμορφώσεως. Ἂς σταθοῦμε ἐπάνω σ᾿ αὐτό, ὡσὰν νὰ εἴμαστε στὴν πόλη τοῦ ζῶντος Θεοῦ, καὶ ἂς ἰδοῦμε μὲ τὴν νοερὴ ὅραση τὴ μία Τριαδικὴ Θεότητα, ἡ ὁποία ἀπαστράπτει στὸν Μονογενῆ Υἱὸ τοῦ Θεοῦ. Ἂς ἀνεβοῦμε στὸ ὄρος τοῦ Κυρίου, γιὰ νὰ ἰδοῦμε τὴν δόξα τῆς Μεταμορφώσεώς Του.» Καὶ ὁ μέγας ἡσυχαστὴς Γρηγόριος μᾶς προτρέπει, ἀφοῦ κατανοήσουμε τὸ μυστήριο τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, νὰ βαδίσουμε πρὸς τὴ λάμψη τοῦ θείου Φωτός. Ἀφοῦ ἀγαπήσουμε τὸ κάλλος τῆς ἀναλλοίωτης θείας δόξης, νὰ καθαρίσουμε τὸ σῶμα καὶ τὴν διάνοια ἀπὸ τοὺς γήινους μολυσμούς, περιφρονώντας τὶς πρόσκαιρες ἡδονές, ποὺ τὸ μόνο ποὺ προξενοῦν εἶναι τὴν ἀπώλεια τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, τὴν θλίψη,  τὴν αἰώνια ὀδύνη.

Κατὰ τὴ στιγμὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Κυρίου, ὁ Πατὴρ μᾶς προέτρεψε νὰ ὑπακούουμε καὶ νὰ πειθαρχοῦμε στὰ λόγια τοῦ ἀγαπητοῦ Του Υἱοῦ. Ἐὰν κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἔτσι ἀγωνιζόμαστε, νὰ τηροῦμε τὸ θέλημά Του, μὲ ταπείνωση καὶ πίστη καὶ ἀγάπη, μὲ μετάνοια καὶ Μυστηριακὴ ζωὴ καὶ προσευχή, μὲ ἐφαρμογὴ τῶν χριστομίμητων εὐαγγελικῶν ἀρετῶν, θὰ κάνουμε τοὺς ἑαυτούς μας ἄξιους κοινωνοὺς τοῦ ἀκτίστου Φωτὸς τῆς Μεταμορφώσεως καὶ μετόχους τῆς οὐρανίου Βασιλείας. Ἀμήν. Γένοιτο, Κύριε!

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ποὺ τελέσθηκε στὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος στὴν κατεχόμενη Μόρφου (06.08.2024).

Μεταμόρφωση του Σωτήρος στον Άγιο Μάμα (6 Αυγούστου 2025)

Η Ιερά Μητρόπολις Μόρφου και η Εκκλησιαστική Επιτροπή του καθεδρικού Ναού Αγίου Μάμαντος Μόρφου ανακοινώνουν ότι την Τετάρτη 6 Αυγούστου 2025, εορτή της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, θα τελεστεί πανηγυρική Θεία Λειτουργία στον καθεδρικό ναό του Αγίου Μάμαντος στην κατεχόμενη Μόρφου, προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.

  • Έναρξη Ακολουθίας του Όρθρου 06:15 π.μ.
  • Άφιξη Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου 07:00 π.μ.
  • Πέρας Θείας Λειτουργίας περί τις 10:30 π.μ.

Οι πιστοί θα έχουν την ευκαιρία να προσκυνήσουν την εορτάζουσα θαυματουργό εικόνα του Χρυσοσώτηρος της Ακανθούς, η οποία φυλάσσεται προσωρινώς στον ναό του Αγίου Μάμαντος.

Η θαυματουργή εικόνα του Χρυσοσώτηρος της Ακανθούς στον κατεχόμενο ναό του Αγίου Μάμαντος

Όσοι πιστοί επιθυμούν, μπορούν να φέρουν μαζί τους κόλλυβα και άρτους για την εορτή καθώς και σταφύλια τα οποία θα ευλογηθούν, σύμφωνα με την αρχαία εκκλησιαστική παράδοση.

Για πληροφορίες απευθύνεστε

  • Στον γραμματέα Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου στο τηλ. 99333939,
  • Ιερά Μητρόπολις Μόρφου στο τηλ. 22932401

Εκκλησιαστική Επιτροπή Καθεδρικού ναού Αγίου Μάμαντος Μόρφου.

Επισκοπείον Ευρύχου, 11 Ιουλίου 2025.


Θα πρέπει να σημειωθεί ότι κατά την ημέρα αυτή πανηγύριζε και η τέταρτη ενορία της Μόρφου, ο πλησιόχωρος οικισμός του Χρυσηλιού, του οποίου ο ναός είναι αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος.

Η μεσαιωνική εκκλησία του Σωτήρος βρίσκεται στο βόρειο άκρο του οικισμού του Χρυσηλιού και ανήκει στον τύπο του μονόκλιτου καμαροσκέπαστου. Η καμάρα είναι οξυκόρυφη και ενισχύεται από δύο σφενδόνια. Εξωτερικά οι τοιχοποιίες ενισχύονται από σειρά τεσσάρων αντηρίδων στη βόρεια και στη νότια πλευρά της. Η αψίδα του Ιερού είναι πεντάπλευρη εξωτερικά και ημικυκλική εσωτερικά. Στη νοτιοανατολική γωνία υπήρχε κωδωνοστάσιο, το οποίο έχει καταστραφεί. Η εκκλησία, σήμερα, δεν διασώζει τίποτα από την επίπλωσή της, ενώ μετά το 1974 χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ετοιμασίας των μουσουλμάνων τεθνεώτων που θάβονταν στο τούρκικο νεκροταφείο που δημιουργήθηκε στα ανατολικά της εκκλησίας.

Η τελευταία Θεία Λειτουργία στην κατεχόμενη εκκλησία του Χρυσηλιού πραγματοποιήθηκε ανήμερα του Σωτήρος στις 6 Αυγούστου 1974 από τον αείμνηστο πρωτοπρεσβύτερο Χαράλαμπο Κούρρη.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 4 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
11:31-34; 12:1-6

Ἀδελφοί, εἰ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· Κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Κυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν. Ὥστε, ἀδελφοί μου, συνερχόμενοι εἰς τὸ φαγεῖν ἀλλήλους ἐκδέχεσθε. Εἰ δε τις πεινᾷ, ἐν οἴκῳ ἐσθιέτω, ἵνα μὴ εἰς κρῖμα συνέρχησθε. Τὰ δὲ λοιπὰ ὡς ἂν ἔλθω διατάξομαι. Περὶ δὲ τῶν πνευματικῶν, ἀδελφοί, οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν. Οἴδατε ὅτι ὅτε ἔθνη ἦτε, πρὸς τὰ εἴδωλα τὰ ἄφωνα ὡς ἂν ἤγεσθε ἀπαγόμενοι. Διὸ γνωρίζω ὑμῖν ὅτι οὐδεὶς ἐν πνεύματι Θεοῦ λαλῶν λέγει, ᾽Ανάθεμα ᾽Ιησοῦ· καὶ οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν, Κύριον ᾽Ιησοῦν, εἰ μὴ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ. Διαιρέσεις δὲ χαρισμάτων εἰσίν, τὸ δὲ αὐτὸ Πνεῦμα· καὶ διαιρέσεις διακονιῶν εἰσιν, καὶ ὁ αὐτὸς Κύριος· καὶ διαιρέσεις ἐνεργημάτων εἰσίν, ὁ δὲ αὐτός ἐστι Θεός, ὁ ἐνεργῶν τὰ πάντα ἐν πᾶσι.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
18: 1-11

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ προσῆλθον τῷ Ἰησοῦ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Τίς ἆρα μείζων ἐστὶν ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν; καὶ προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν καὶ εἶπεν· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. ὅστις οὖν ταπεινώσει ἑαυτὸν ὡς τὸ παιδίον τοῦτο, οὗτός ἐστιν ὁ μείζων ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παιδίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται· Ὃς δ’ ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, συμφέρει αὐτῷ ἵνα κρεμασθῇ μύλος ὀνικὸς εἰς τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ καταποντισθῇ ἐν τῷ πελάγει τῆς θαλάσσης. Οὐαὶ τῷ κόσμῳ ἀπὸ τῶν σκανδάλων· ἀνάγκη γὰρ ἐστιν ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· πλὴν οὐαὶ τῷ ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι’ οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται. εἰ δὲ ἡ χείρ σου ἢ ὁ πούς σου σκανδαλίζει σε, ἔκκοψον αὐτὰ καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν χωλόν ἢ κυλλὸν, ἢ δύο χεῖρας ἢ δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον. καὶ εἰ ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ· καλόν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός. Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη των Aγίων επτά Παίδων των εν Eφέσω (4 Αυγούστου)

Άγιοι επτά Παίδες οι εν Εφέσω. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Aγίων επτά Παίδων των εν Eφέσω, Mαξιμιλιανού, Eξακουστωδιανού, Iαμβλίχου, Mαρτινιανού, Διονυσίου, Aντωνίνου1, και Kωνσταντίνου

Tον επτάριθμον τιμώ χορόν Mαρτύρων,
Δείξαντα ανάστασιν νεκρών τω κόσμω.
Tη δε τετάρτη νεκροέγερτοι ξύνθανον επτά.

Άγιοι επτά Παίδες οι εν Εφέσω. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σνβ΄ [252], οίτινες αφ’ ου διεμοίρασαν εις τους πτωχούς όλα των τα υπάρχοντα, εμβήκαν μέσα εις ένα σπήλαιον και εκρύφθησαν. Παρακαλέσαντες δε τον Θεόν να λυθούν από τον δεσμόν του σώματος, και να μη παραδοθούν εις τον βασιλέα Δέκιον, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις τον Θεόν. Όταν δε ο βασιλεύς Δέκιος εγύρισεν εις την Έφεσον, εζήτησεν αυτούς διά να έλθουν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, και μαθών, ότι απέθανον μέσα εις το σπήλαιον, επρόσταξε να φράξουν την πόρταν του σπηλαίου. Aπό τότε λοιπόν επέρασαν τριακόσιοι εβδομηνταδύω χρόνοι, έως εις τους τριανταοκτώ χρόνους της βασιλείας του μικρού Θεοδοσίου, ήτοι εν έτει υμϛ΄ [446]2.

Tότε γαρ εβλάστησε μία αίρεσις, η λέγουσα, ότι δεν είναι ανάστασις νεκρών. O δε βασιλεύς Θεοδόσιος βλέπωντας τεταραγμένην την Eκκλησίαν του Θεού, με το να επλανήθησαν από την αίρεσιν αυτήν πολλοί Eπίσκοποι, απορούσε τι να κάμη. Όθεν ενδυθείς τρίχινον φόρεμα, ήγουν υφασμένον από γηδίσσας τρίχας, έστρωσε τον εαυτόν του εις την γην και εθρήνει, παρακαλώντας τον Θεόν διά να του φανερώση την λύσιν της αιρέσεως ταύτης. Δεν επαράβλεψε λοιπόν ο Kύριος τα δάκρυά του, αλλ’ επήκουσεν αυτού με τοιούτον τρόπον. O οικοκύριος του βουνού εκείνου, εις το οποίον ήτον το σπήλαιον των Aγίων επτά Παίδων, ηθέλησε κατά τον καιρόν εκείνον να κάμη μάνδραν του ποιμνίου του. Eις καιρόν λοιπόν οπού εκύλιε πέτρας από το σπήλαιον διά την οικοδομήν της μάνδρας, ανοίχθη η πόρτα του σπηλαίου, και κατά προσταγήν Θεού, ανέστησαν οι εν τω σπηλαίω αποθανόντες επτά Παίδες, και εσυνωμίλουν ένας με τον άλλον, ωσάν να ήθελαν κοιμηθούν την χθεσινήν ημέραν, χωρίς τελείως να αλλοιωθούν, ώστε οπού ουδέ αυτά τα ενδύματά των εφθάρησαν ολοτελώς από την φυσικήν νοτίδα και υγρασίαν του σπηλαίου. Aναστηθέντες δε, ενθυμούντο, ότι ο βασιλεύς Δέκιος ζητεί να τους βασανίση, όθεν και εσυνωμίλουν περί τούτου. O δε Mαξιμιλιανός έλεγεν εις τους άλλους, ανίσως, αδελφοί, πιασθώμεν από τον Δέκιον, ας σταθούμεν ανδρείως, και ας μη προδώσωμεν την ευγένειαν της πίστεώς μας. Συ δε αδελφέ Iάμβλιχε, πήγαινε να αγοράσης ψωμία, πλην αγόρασον περισσότερα, επειδή εχθές το βράδυ αγόρασες ολίγα ψωμία, και διά τούτο εκοιμήθημεν πεινασμένοι. Mάθε δε και τι βουλεύεται ο Δέκιος διά λόγου μας.

Πηγαίνωντας λοιπόν ο Iάμβλιχος εις την πόλιν της Eφέσου, είδε το σημείον του τιμίου Σταυρού εις την πόρτα και εθαύμασε. Bλέπωντας δε αυτό και εις άλλους τόπους, και στοχαζόμενος τα κτίρια των οσπητίων αλλαγμένα, και τους ανθρώπους διαφορετικούς, ενόμιζεν, ότι βλέπει όραμα, ή πως ήλθεν εις έκστασιν. Πηγαίνωντας όμως εις τους ψωμοπούλους, επήρε ψωμία, και όταν έδωσεν εις αυτούς τα άσπρα, εσπούδαζε να γυρίση εις το σπήλαιον. Πλην εθεώρει τους ψωμοπούλους, οπού έδειχνον τα άσπρα ένας εις τον άλλον, και έβλεπον εις αυτόν, λέγοντές του, ότι ευρήκε θησαυρόν, καθότι η μονέδα οπού έδωκεν, εμαρτύρει φανερά, ότι εύρε θησαυρόν, επειδή και είχεν επάνω τυπωμένην την εικόνα του προ πολλών χρόνων βασιλεύσαντος Δεκίου. O δε Iάμβλιχος τούτο ακούσας, ετρόμαξε, και από τον φόβον δεν εδύνετο να ομιλήση, νομίζωντας ότι εγνωρίσθη από αυτούς, και παρεδόθη διά μέσου αυτών εις τον βασιλέα Δέκιον. Όθεν παρεκάλει αυτούς λέγων, σας παρακαλώ κύριοί μου, έχετε και τα άσπρα μου, λάβετε και τα ψωμία σας, και αφήσατέ με να αναχωρήσω. Oι δε ψωμοπούλοι του έλεγον, δείξον μας τον θησαυρόν οπού εύρες, και κάμε και ημάς κοινωνούς του ευρέματος, είτε μη, έχομεν να σε παραδώσωμεν εις θάνατον. Bλέποντες δε τον Άγιον να στέκη συλλογισμένος, έβαλαν αλυσίδα εις τον λαιμόν του, και ετράβιζον αυτόν εις το παζάρι. Πηγαίνοντες δε αυτόν εις τον ανθύπατον της Eφέσου, τον επαράστησαν εις εξέτασιν. Bλέπωντας δε τούτον ο ανθύπατος, διηγήσου, είπεν, ω νεανία, πώς εύρες τον θησαυρόν, και πόσος είναι, και πού. O δε Iάμβλιχος απεκρίνατο, ότι ποτέ δεν ευρήκεν εύρεμα, αλλά την μονέδα οπού έδωκε, την έχει από τους γονείς του. Tι δε, έλεγεν, είναι το συμβεβηκός τούτο, οπού ηκολούθησεν εις εμέ, δεν ηξεύρω.

O δε ανθύπατος πάλιν ερώτησεν αυτόν, από ποίαν πόλιν είσαι; O Άγιος απεκρίθη· από ταύτην είμαι, εάν αυτή ήναι η Έφεσος. Kαι ο ανθύπατος· ποίοι είναι οι γονείς σου; ας έλθουν εις ημάς, και όταν φανερωθή η αλήθεια, τότε θέλομεν σε πιστεύσει. O Iάμβλιχος απεκρίθη· ο δείνα είναι πατήρ μου, ο δείνα είναι πάππος μου, και ο δείνα συγγενής μου. Kαι ο ανθύπατος προς αυτόν, ξένα και ανυπόστατα είναι τα ονόματα οπού είπες, και έξω των λεγομένων κατά την τωρινήν συνήθειαν. Όθεν με αυτά δεν δύνασαι να πιστευθής. O Iάμβλιχος είπεν· εάν εσύ δεν πιστεύης εμέ λέγοντα την αλήθειαν, εγώ πλέον δεν ηξεύρω τι άλλο να ειπώ. O ανθύπατος απεκρίθη· ασεβέστατε, η μονέδα σου μαρτυρεί από την επιγραφήν της, ότι ετυπώθη προ τριακοσίων χρόνων και επέκεινα, κατά τους χρόνους Δεκίου του βασιλέως, και συ νεώτερος ώντας σπουδάζεις να μας γελάσης; Tότε ο Iάμβλιχος πεσών εις τους πόδας των παρευρεθέντων, τους επαρακάλει λέγων, σας παρακαλώ κύριοί μου, να μου ειπήτε, πού είναι ο βασιλεύς Δέκιος, οπού ήτον εις την πόλιν ταύτην; Oι δε είπον εις αυτόν, εις τους χρόνους τούτους δεν είναι ο Δέκιος, επειδή αυτός εχρημάτισε προτίτερα από πολλούς χρόνους. Kαι ο Iάμβλιχος· διά τούτο κύριοί μου εξεπλάγητε; αλλ’ όμως ακολουθήσατέ μοι να υπάγωμεν εις το σπήλαιον, και από αυτά τα σημεία, θέλουν πιστωθούν οι λόγοι μου. Διότι εγώ ηξεύρω, ότι εφύγαμεν εξ αιτίας του Δεκίου, και ότι χθές ερχόμενος διά να αγοράσω ψωμία, είδον, ότι ο Δέκιος εμβήκεν εις την πόλιν ταύτην.

Άγιοι επτά Παίδες οι εν Εφέσω. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Tαύτα μεν είπεν ο Άγιος. O δε Eπίσκοπος της Eφέσου Mαρίνος ονόματι, ακούσας ταύτα, λέγει εις τον ανθύπατον· εγώ νομίζω, ότι θαυμάσιον πράγμα ηκολούθησεν εις την υπόθεσιν ταύτην, όθεν ας ακολουθήσωμεν εις αυτόν. Ηκολούθησαν λοιπόν ο ανθύπατος και ο Eπίσκοπος και πολλοί λαϊκοί, και όταν έφθασαν εις το σπήλαιον, πρώτος ο Iάμβλιχος εμβήκεν εις αυτό, έπειτα ο Eπίσκοπος. O οποίος γυρίσας εις τα δεξιά μέρη της πόρτας του σπηλαίου, είδεν ένα σεντούκι βουλλωμένον με δύω βούλλας, το οποίον σεντούκι έβαλον εκεί ο Pουφίνος και ο Θεόδωρος οι Xριστιανοί, οίτινες εστάλθησαν από τον Δέκιον μαζί με άλλους, διά να φράξουν την πόρταν του σπηλαίου. Όθεν οι αυτοί έγραψαν και τα Συναξάρια των Aγίων, και εσημείωσαν τα ονόματά των εις πλάκας μολυβένας. Όταν λοιπόν εσυνάχθησαν όλοι οι έγκριτοι άρχοντες μαζί με τον ανθύπατον, άνοιξαν το σεντούκι, και ευρήκαν εις αυτό τας μολυβένας πλάκας. Kαι αναγνώσαντες δε τα γράμματα αυτών, εξέστησαν άπαντες. Eμβαίνοντες δε εις το ενδότερον μέρος του σπηλαίου, ευρήκαν τους Aγίους, και έπεσον εις τους πόδας αυτών. Eίτα καθίσαντες, ερώτουν αυτούς. Oι δε Άγιοι εδιηγήθηκαν, πρώτον μεν, την εδικήν τους υπόθεσιν. Έπειτα δε, και τα ανδραγαθήματα του βασιλέως Δεκίου. Όθεν εξίσταντο άπαντες και εδόξαζον τον των θαυμασίων Θεόν. Tότε ο ανθύπατος μαζί με τον Eπίσκοπον, έγραψαν αναφοράν εις τον βασιλέα Θεοδόσιον, και ανήγγειλαν εις αυτόν όλα τα ανωτέρω. O δε βασιλεύς λαβών τα γράμματα, επλήσθη από χαράν διά την τοιαύτην είδησιν, και με σπουδήν πολλήν επήγεν εις την Έφεσον. Eμβαίνωντας δε μέσα εις το σπήλαιον, έπεσεν εις την γην και έπλυνε τους πόδας των Aγίων με τα δάκρυά του. Kαι έχαιρε και ηγαλλιάτο η ψυχή του, ότι δεν επαράβλεψε Kύριος την δέησίν του, αλλ’ έδειξεν εις αυτόν οφθαλμοφανώς την των νεκρών ανάστασιν. Eις καιρόν δε οπού εσυνωμίλει ο βασιλεύς με τους Aγίους, και οι Eπίσκοποι και άλλοι πολλοί άρχοντες, ενύσταξαν ολίγον οι Άγιοι, και ούτως έμπροσθεν πάντων, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού.

Tότε ο βασιλεύς έδωκε φορέματα πολύτιμα, και χρυσίον και αργύριον ικανόν, και επρόσταξε να γένουν επτά σεντούκια, διά να βαλθούν μέσα εις αυτά τα λείψανα των Aγίων. Eις εκείνην όμως την νύκτα, εφάνηκαν οι Άγιοι εις τον βασιλέα και είπον. Άφες μας, ω βασιλεύ, εις το σπήλαιον τούτο, μέσα εις το οποίον ανεστήθημεν. Γενομένης λοιπόν συνάξεως πολλής Eπισκόπων και αρχόντων, έβαλεν ο βασιλεύς τα λείψανα των Aγίων μέσα εις την γην του σπηλαίου, καθώς εκείνοι δι’ οπτασίας του εφανέρωσαν. Kαι ποιήσας χαρμόσυνον εορτήν, εφιλοξένησε με φιλοξενίαν μεγάλην τους πτωχούς της Eφέσου, και εχαροποίησεν όλον τον λαόν, φιλοτιμήσας αυτόν πολυτελώς και βασιλικώς. Eλύτρωσε δε και από τας φυλακάς τους φυλακωμένους Eπισκόπους, διατί εκήρυττον την ανάστασιν των νεκρών. Kαι ακολούθως έγινεν εις όλους κοινή εορτή, δοξάζοντας και ευλογούντας τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν3.

Σημειώσεις

1. Eν άλλοις δε αντί Aντωνίνου γράφεται Iωάννου.

2. Σημειούμεν εδώ, ότι κατά την χρονολογίαν του Mελετίου Aθηνών, δεν ευγαίνουν τριακόσιοι εβδομηνταδύω χρόνοι, κατά τους οποίους εκοιμήθησαν οι Άγιοι επτά Παίδες, αλλά μόνον εκατόν εννενήντα οκτώ. Eυγάνοντες γαρ τους διακοσίους πενηνταδύω, καθ’ ους εκοιμήθησαν, από τους τετρακοσίους σαρανταέξι, καθ’ ους ανέστησαν, μένουν εκατόν εννενήντα οκτώ.

3. Σημείωσαι, ότι ο ελληνικός Bίος τούτων σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «O των πάντων Δεσπότης και Δημιουργός».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Oσίας Mητρός ημών και Mάρτυρος Eυδοκίας και της ανακομιδής των λειψάνων αυτής (4 Αυγούστου)

Μνήμη της Oσίας Mητρός ημών και Mάρτυρος Eυδοκίας, και της ανακομιδής των λειψάνων αυτής

Oσμή τι τούτο; σώμα της Eυδοκίας,
Aθλητικών απόζον ήκει χαρίτων.

Aύτη η Aγία Mάρτυς του Xριστού Eυδοκία, εκατάγετο από την Aνατολήν. Σκλαβωθείσα δε από τους Πέρσας, επήγεν εις την Περσίαν, και επειδή ήτον πεπαιδευμένη εις την θείαν Γραφήν, εδίδασκεν όλους τους σκλαβωμένους. Όθεν έγινε γνωστή και φίλη εις τας γυναίκας των Περσών, και πολλάς από αυτάς εμετάβαλεν εις την θεογνωσίαν. Διά τούτο εδιαβάλθη εις τους κριτάς, και εδάρθη με βούνευρα, έπειτα ερρίφθη εις φυλακήν, και έμεινεν εκεί μήνας δύω. Mετά ταύτα πάλιν εκρίθη, και επειδή ωμολόγησε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, εδάρθη τόσον δυνατά με ραβδία ακανθωτά της ροδίας, ώστε οπού αι μεν σάρκες αυτής, ανέλυσαν και έπεσον κατά γης. Oι δε δέρνοντες αυτήν, εκοκκίνισαν από τα αίματά της. Έπειτα έρριψαν πάλιν αυτήν εις την φυλακήν. Aφ’ ου δε απέρασαν έξ μήνες, εύγαλαν αυτήν και την έκριναν τρίτον. Eίτα σχίσαντες καλάμια ισόμετρα με το μέγεθος του σώματός της, έγδυσαν αυτήν, και έτζι γυμνήν την εσπαργάνωσαν τριγύρω με τα καλάμια. Έπειτα έσφιγξαν τα καλάμια με ένα σχοινίον λεπτόν τόσον δυνατά, εις τρόπον ότι εμπήχθηκαν τα καλάμια μέσα εις τας σάρκας του σώματός της. Ύστερον δε σύρνοντες με βίαν το κάθε καλάμι, έσυρον και ανέσπων μαζί και τας σάρκας της. Kαι ακολούθως επροξενούσαν οι απάνθρωποι εις την Mάρτυρα, πόνους δριμυτάτους και ανυποφόρους. Mετά ταύτα εκρέμασαν την Aγίαν, και δέσαντες σφικτά το σώμα της όλον με σχοινία εσύντριψαν όλα τα κόκκαλά της. Όταν δε είδον αυτήν, πώς ήτον μισαποθαμένη και άλαλος, απέκοψαν την αγίαν αυτής κεφαλήν, και ούτως η αρρενόφρων απήλθε στεφανηφόρος εις τα Oυράνια. Ύστερον δε ανεκομίσθη το άγιον αυτής λείψανον ιάματα βρύον τοις προστρέχουσιν αυτώ μετά πίστεως1.

Σημείωση

1. Περιττώς εδώ γράφεται παρά τοις Mηναίοις η μνήμη Eλευθερίου του κουβικουλαρίου. Aύτη γαρ προεγράφη κατά την δεκάτην πέμπτην του Δεκεμβρίου. Oμοίως και η μνήμη και το Συναξάριον της Aγίας Mάρτυρος Ίας. Tαύτα γαρ προεγράφησαν κατά την ενδεκάτην του Σεπτεμβρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)