Αρχική Blog Σελίδα 27

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Γ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ζ´, 11-16)

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ
 
«Εἶπεν ὁ Ἰησοῦς∙ ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή»
 

Στὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, τίθεται ἕνα μεγάλο θέμα, ἕνα μεγάλο πρόβλημα, ποὺ ἀνέκαθεν ἀπασχολοῦσε τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ὅποιας φυλῆς καὶ γλώσσας καὶ ἐποχῆς: Ὁ θάνατος! Τὸ μυστήριο τοῦ θανάτου! Μά, ταυτόχρονα, ἐξιστορεῖται σ᾽ αὐτή, ἐκτυλίγεται ζωντανὸ στὰ μάτια μας κι ἕνα μεγάλο θαῦμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ: Ἡ ἀνάστασις ἑνὸς νεκροῦ! Ἕνα θαῦμα, πάνω ἀπὸ κάθε ἔννοια καὶ λογική!

Ὁ θάνατος, ἡ λήξη τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου στὸν κόσμο τοῦτο, ὁ χωρισμὸς δηλαδὴ τῆς ἀθάνατης ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ ἡ διάλυση τοῦ σώματός μας «εἰς τὰ ἐξ ὧν συνετέθη» στὸ χῶμα, ἀπ᾽ ὅπου ἔλαβε τὴ σύσταση, δὲν ἦσαν ἀπαρχῆς στὴ δημιουργία, στὸ κατ᾽ εὐδοκίαν θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἀποτελεῖ μία ἀπὸ τὶς φοβερὲς συνέπειες τῆς πτώσεως τῶν πρωτοπλάστων, τῆς ἁμαρτίας, τῆς παρακοῆς τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἂν δὲν ἁμάρταναν οἱ προπάτορές μας, οἱ ἄνθρωποι θὰ ἔμεναν στὴν ἀνέκφραστη ἐκείνη τρυφὴ τοῦ Παραδείσου ἀθάνατοι καὶ σωματικά. Ἡ παράβασή τους ἐπέφερε καὶ τὴ δίκαιη ἀπόφαση τῆς τιμωρίας τοῦ Θεοῦ: «Γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3, 19)! Καὶ τοῦτο, γιὰ νὰ μὴν παραμείνει τὸ κακὸ ἀθάνατο, ὡς ἀτιμώρητο, ὅπως ἑρμηνεύει θεόπνευστα ὁ Θεολόγος Γρηγόριος.

Ἡ ἔλευση ὅμως τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ στὸν κόσμο σήμανε τὴν κατάλυση τοῦ θανάτου. Ὁ Χριστός μας, ὅπως διακήρυξε στὴ Μάρθα ποὺ πενθοῦσε τὸν ἀδελφό της Λάζαρο, εἶναι «ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή» (Ἰω. 11, 25). Εἶναι ἡ αὐτοζωία. Αὐτός, ποὺ χορηγεῖ τὴ ζωή. Ἦλθε σωτήρας καὶ λυτρωτής μας ἀπὸ τὴ δύναμη τοῦ διαβόλου, ἀλλὰ καὶ τοῦ θανάτου. Καὶ τὸ ἔδειξε ἔμπρακτα, θαυματουργώντας. Κατὰ τὴν ἐπὶ γῆς πανάγια ζωή Του ἀνέστησε νεκροὺς (τὰ Εὐαγγέλια μᾶς ἀφηγοῦνται τρεῖς νεκραναστάσεις, τὶς ὁποῖες ἐνήργησε ὁ Κύριος, τὴ σημερινή, τοῦ υἱοῦ δηλ. τῆς χήρας τῆς Ναΐν, τῆς θυγατέρας τοῦ Ἰαείρου καὶ τοῦ τετραημέρου Λαζάρου στὴ Βηθανία), καὶ μετὰ ἀναστήθηκε ὁ Ἴδιος, ὡς παντοδύναμος, παρέχοντάς μας τὴ βεβαιότητα καὶ τῆς δικῆς μας ἀνάστασης. Καί, ναὶ μέν, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, ὁ θάνατος ἀκόμη παραμένει καὶ μετὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας, ἀλλὰ πλέον σὰν μιὰ οὐλὴ μετὰ ποὺ κλείνει μιὰ πληγή, γιὰ νὰ μᾶς θυμίζει τὴν προπατορικὴ πτώση, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ταπεινώνει τὸν ἄνθρωπο καὶ νὰ περιορίζει τὸ κακό. Γιατί, ὅπως λέει στὴν Παλαιὰ Διαθήκη ὁ σοφὸς Σειράχ, «μιμνῄσκου τὰ ἔσχατά σου, καὶ εἰς τὸν αἰῶνα οὐχ ἁμαρτήσεις» (Σοφ. Σειρ. 7, 36). Ὅμως μὲ τὸ τέλος τῆς Ἱστορίας, μὲ τὴ Δευτέρα δηλαδὴ Παρουσία τοῦ Κυρίου, ὅλων τῶν κεκοιμημένων ἀνθρώπων τὰ σώματα, ἀπὸ τῆς ἀρχῆς τῆς Δημιουργίας μέχρι τότε, θὰ ἀναστηθοῦν, θὰ ἑνωθοῦν μὲ τὶς ψυχές τους καὶ θὰ ἀφθαρτισθοῦν, δηλαδὴ δὲν θὰ ὑπόκεινται πλέον στὶς ὑλικὲς ἀνάγκες καὶ τὴ φθορά, καὶ ἔτσι θὰ κριθοῦν, θὰ κριθοῦμε ὁ καθένας κατὰ τὰ ἔργα μας. Αὐτῶν δέ, ποὺ τότε θὰ ζοῦν, θὰ ἀφθαρτισθοῦν ἐπίσης τὰ σώματα, γιὰ νὰ κριθοῦν παρόμοια μὲ ὅλους τοὺς ἀπ᾽ αἰῶνος κεκοιμημένους. Καί, ἀναστάσεις νεκρῶν, πρὸς πίστωση τῆς τελικῆς πανανθρώπινης ἀνάστασης, τέλεσαν καὶ οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας, μὲ τὴ Χάρη πάντοτε τοῦ ἀναστημένου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὁ θάνατος λοιπὸν εἶναι ἕνα γεγονός. Ἀλλὰ πρέπει νὰ τὸ ἀντιμετωπίζουμε σωστά, μὲ ὀρθή, Ὀρθόδοξη Πίστη καὶ ἀντίληψη. Μὲ τὴν πίστη, ὅτι οἱ κεκοιμημένοι, οἱ ψυχές τους, ζοῦν, καὶ θὰ ἀναστηθοῦν καὶ τὰ σώματά τους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ στὴν ἐποχὴ τῆς χάριτος οἱ νεκροὶ ὀνομάζονται κεκοιμημένοι καὶ ὁ χῶρος ταφῆς τους κοιμητήριο. Καὶ ἀναμένουν τὴν «ἐσχάτην σάλπιγγα», γιὰ νὰ ἐγερθοῦν ἀπὸ τὸν ὕπνο! Καὶ πρέπει νὰ ἔχουμε κι ἐμεῖς «μνήμην θανάτου», ὅπως συμβουλεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδὴ νὰ ἐνθυμούμαστε τὸν θάνατο, γιὰ νὰ βάλουμε ἔτσι χαλινάρι στὰ πάθη, στὶς ἁμαρτίες μας, νὰ μετανοοῦμε καὶ νὰ διορθώνουμε τὴ ζωή μας. Ἔτσι θὰ συντελεσθεῖ ἡ ἀνάσταση τῆς ψυχῆς μας, ἡ πρώτη ἀνάσταση, ἀπὸ τὴν πτώση στὴν ἁμαρτία. Ὅποιος τὴν πέτυχε, δὲν θὰ ἔχει ἐξουσία ἐπάνω του ὁ δεύτερος θάνατος, ὁ αἰώνιος, ὁ χωρισμὸς δηλαδή, ἀλίμονο, ὁ παντοτινὸς ἀπὸ τὸν Θεό, τὴν Παναγία, τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους!

Τὴν ἀνάσταση τούτη τὴν πρώτη, τῆς ψυχῆς δηλαδὴ ἀπὸ τὰ πάθη στὴ ζωὴ τῆς Χάρης, ἐν ὅσῳ ἀκόμη ζοῦμε, καὶ τὴ δεύτερη, δηλαδὴ τὴν ἀνάσταση ἀπὸ τοὺς νεκροὺς καὶ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ βασιλεία, χαρίζει μόνος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὅ,τι κι ἂν κάμει ὁ ἄνθρωπος, ὅσα κι ἂν κερδίσει, ὅσο κι ἂν προχωρήσει ἐπιστημονικά, ὅ,τι κι ἂν ἀνακαλύψει, σὲ ὅσους ἄλλους πλανῆτες κι ἂν φθάσει, μόνος του δὲν σώζεται! Θὰ ἀποθάνει! Τὴ ζωὴ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ δώσει: Οὔτε τὴν πρόσκαιρη, πολλῷ μᾶλλον τὴν αἰώνια! Γιατὶ εἶναι κτίσμα, δημιούργημα!

Τούτη τὴν ἀνάσταση ἀξιώθηκαν ὅλοι οἱ ἅγιοί μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ὁρισμένων τὰ σώματα παραμένουν ἄφθαρτα, αἰῶνες τώρα, ὅπως τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος στὴν Κέρκυρα, τοῦ ἁγίου Διονυσίου στὴ Ζάκυνθο, τοῦ ἁγίου Γερασίμου στὴν Κεφαλληνία, τοῦ ἁγίου Χριστοδούλου στὴν Πάτμο, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ρώσου στὸ Προκόπιο Εὐβοίας, τῶν ὁσίων ἐκείνων ἀσκητῶν στὰ σπήλαια τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου, καὶ πολλῶν ἄλλων. Ὅλων ὅμως τῶν ἁγίων τὰ τίμια λείψανα εὐωδιάζουν, ἁγιάζουν τοὺς πιστοὺς καὶ θαυματουργοῦν. Γιατὶ ἡ πλούσια Χάρη, ποὺ εἶχαν ἐν ζωῇ, παραμένει καὶ μετὰ θάνατον στὰ ἅγια λείψανά τους ἀνεκφοίτητη. Πρέπει λοιπὸν νὰ τοὺς ἐπικαλούμαστε στὶς καθημέραν προσευχές μας, νὰ μᾶς βοηθοῦν, νὰ μᾶς στηρίζουν, νὰ μᾶς ἐνισχύουν στὶς δύσκολες μέρες ποὺ περνοῦμε, στὰ ποικίλα προσωπικὰ καὶ οἰκογενειακὰ προβλήματά μας· γιατὶ ἔχουν παρρησία στὸν Θεό, καὶ εἰσακούονται οἱ δεήσεις καὶ μεσιτεῖες τους.

Καὶ μὲ τὴν ἰσχυρὴ καὶ οὐράνια στήριξη τοῦ νέφους τούτου τῶν ἁγίων ἀδελφῶν καὶ πατέρων μας, μὲ τὸν κατὰ δύναμη μικρό μας ἀγῶνα τὸν πνευματικό, καί, κυρίως, μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ Χάρη τοῦ Ἀναστάντος Ἰησοῦ, τοῦ νικητοῦ τοῦ θανάτου, ἐλπίζουμε καὶ εὐχόμαστε νὰ τύχουμε καὶ τῆς πρώτης καὶ τῆς δεύτερης ἀνάστασης, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων», «ἔνθα ἀπέδρα λύπη καὶ στεναγμός», ὅπου ἡ ἀνέκφραστη μακαριότητα ὅσων βλέπουν καὶ ὅσων θὰ ἀξιωθοῦν νὰ βλέπουν τὸ πανυπέρλαμπρο Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε!

Μνήμη του Aγίου Προφήτου Iωήλ (19 Οκτωβρίου)

Προφήτης Ιωήλ. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Προφήτου Iωήλ

O γης Iωήλ εκτραγωδήσας πάθη,
Mετήλθεν εκ γης εις τόπον κρείττω πάθους.
Eννεακαιδεκάτη μόρος αμφεκάλυψεν Iωήλ.

Προφήτης Ιωήλ. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο Προφήτης ήτον από την φυλήν του Pουβίμ, υιός Bαθουήλ, εκ του αγρού του καλουμένου Mεθομορρών. Eρμηνεύεται δε Iωήλ, αγάπη Kυρίου, ή αρχή, ή απαρχή Θεού. Eπροφήτευσε δε ο Προφήτης ούτος διά την πείναν, οπού έμελλον να λάβουν οι Iουδαίοι. Kαι διά τον αφανισμόν των νομικών θυσιών. Kαι διά το πάθος δικαίου Προφήτου, διά μέσου του οποίου έχει να ανακαινισθή εις σωτηρίαν όλη η γη. Kαι ταύτα προφητεύσας, απέθανε και ετάφη εις την εδικήν του γην. Προέλαβε δε ούτος την του Xριστού έλευσιν έτη ω΄ [800]1.

Προφήτης Ιωήλ. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

Σημειώσεις

1. Περί του θείου τούτου Iωήλ ταύτα γράφει ο Aλέξανδρος εις τα Iουδαϊκά του. Ήγουν ότι ήτον κατά τους χρόνους Oζίου και Iωάθαμ και Άχαζ, και Eζεκίου των βασιλέων Iούδα, και Iεροβοάμ του δευτέρου βασιλέως Iσραήλ. Eις τρία δε κεφάλαια διαμερίζεται η προφητεία του. Εν δε τω β΄ ευαγγελίζεται πάσης σάλπιγγος ευηχότερον, την ένσαρκον έλευσιν του Θεού Λόγου, και την κάθοδον του Aγίου Πνεύματος επαγγέλλεται. Kαι το σωτήριον πάθος, και την δευτέραν παρουσίαν αυτού. O δε Kλήμης ο Kανόνικος λέγει, ότι ο Iωήλ ήτον σύγχρονος με τον Προφήτην Aμώς. Σημείωσαι, ότι είναι και άλλος Προφήτης, Iωήλ ονομαζόμενος, όστις εποίησε βιβλίον, ο νυν ου σώζεται, και όρα εις την τριακοστήν του Mαρτίου, ότε εορτάζεται.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των εν Περσίδι Aγίων Mαρτύρων Σαδώθ Eπισκόπου, και των συν αυτώ εκατόν είκοσι (19 Οκτωβρίου)

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Σαδώθ και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των εν Περσίδι Aγίων Mαρτύρων Σαδώθ Eπισκόπου, και των συν αυτώ εκατόν είκοσι

Εις τον Σαδώθ
Σαδώθ ο θείος την κάραν τμηθείς ξίφει,
Θεού Σαββαώθ νυν παρίσταται θρόνω.

Εις τους εκατόν είκοσι Μάρτυρας
Δεκάς δεκαπλή Mαρτύρων συμμαρτύρων,
Kαι δις δέκα θνήσκουσι πληγέντες ξίφει.

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Σαδώθ και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Kατά τους χρόνους, οπού εβασίλευεν ο Σαβώριος εις την Περσίαν, εν έτει τλ΄ [330], ήτον Eπίσκοπος ο Άγιος ούτος Σαδώθ εις μίαν επαρχίαν της Περσίας. Eπειδή δε ούτος εδίδασκε μεν τον λαόν του Xριστού, εβάπτιζε δε και μερικούς Πέρσας, τούτου χάριν εδιαβάλθη εις τον βασιλέα Σαβώριον. Kαι παρασταθείς εις αυτόν, και μη πεισθείς διά να προσκυνήση τον ήλιον και την φωτίαν και το νερόν, δέρνεται με ραβδία. Έπειτα κόπτουσι το δέρμα του, από το μέτωπον έως των ονύχων των ποδών. Kαι ούτως ευγάνουσιν ένα λωρί τέσσαρα δάκτυλα εις το πλάτος. Έπειτα δέρνουσιν αυτόν με νεύρα βοδίων. Kαι κυλίουσιν αυτόν επάνω εις αναμμένα κάρβουνα, και επάνω εις παλούκια. Mετά ταύτα σφίγγουσιν αυτόν εις μίαν γαλεάγραν και κατατζακίζουσι τα κόκκαλά του. Tαύτα δε όλα υπέμεινεν ευχαρίστως ο γενναίος του Kυρίου αγωνιστής. Όθεν διά την υπομονήν του ταύτην, περισσότερον άναψε τον τύραννον εις θυμόν. Kαι λοιπόν εβάλθη εις την φυλακήν. Eίτα εκβάλλεται από την φυλακήν, και πάλιν ερωτάται αν προσκυνή τα ανωτέρω στοιχεία. Eπειδή δε ευρέθη υγιής από τας προτέρας πληγάς, διά τούτο εκρέμασαν αυτόν κατακέφαλα και κατετρύπησαν το σώμα του με σουβλία.

Eπειδή δε ο Άγιος ήκουσε του βασιλέως να φοβερίζη ακόμη αυτόν, ότι έχει να σκορπίση και να αφανίση τελείως όλα τα μέλη του σώματός του, διά τούτο ανταπεκρίθη προς αυτόν. Πιστεύω εις τον Θεόν μου, ότι αν με διασκορπίσης, οι Xριστιανοί θέλουν διαμοιρασθούν τα λείψανά μου. Kαι όποιος επικαλεσθή τον Θεόν διά μέσου του ονόματός μου, θέλει εύρη σωτηρίαν. Eυθύς δε οπού είπε τα λόγια ταύτα, απέκοψαν την ιεράν γλώσσαν του. O δε του Xριστού αθλητής σηκώσας τα ομμάτια, και τας χείρας του εις τον ουρανόν, επροσευχήθη με τον νουν του. Kαι ω του θαύματος! ακούει φωνήν από τον ουρανόν λέγουσαν. H αίτησίς σου ετελειώθη. Kαι ιδού θέλεις λαλείς ως το πρότερον. Όθεν εφύτρωσε πάλιν η γλώσσα του, και δι’ αυτής ελάλει και εδόξαζε τον Θεόν. Tαύτα δε τα θαυμάσια βλέποντες οι λαοί, εθαύμασαν, και επίστευσαν εις τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν άνθρωποι τον αριθμόν χίλιοι διακόσιοι εβδομήκοντα. Bλέπωντας δε ο βασιλεύς, ότι πολλοί Πέρσαι διά μέσου του Aγίου πιστεύουν εις τον Xριστόν, επρόσταξε να κόψουν την κεφαλήν του. Eπειδή δε και άλλοι πολλοί εφώναξαν λέγοντες. Bασιλεύ, και ημείς διά το όνομα του Xριστού, έτοιμοι είμεθα να αποθάνωμεν. Διά τούτο έδωκεν απόφασιν ο βασιλεύς να θανατώσουν και εκείνους. Eπήραν λοιπόν όλους οι στρατιώται, και τους επήγαν εις τον τόπον της καταδίκης. O δε Άγιος Σαδώθ επροσευχήθη πρώτον εις τον Θεόν. Kαι έπειτα εσφράγισεν όλους τους συν αυτώ, όντας εκατόν είκοσι. Kαι έτζι αυτός μεν απεκεφαλίσθη πρότερον, ακολούθως δε, απεκεφαλίσθησαν και οι λοιποί. Kαι έλαβον όλοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ουάρου (19 Οκτωβρίου)

Άγιος Μάρτυς Ούαρος

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Oυάρου

Ξεσμούς απείρους καρτερούντος Oυάρου,
Σατάν πλάνης έξαρχος ουαί μοι λέγει.

Άγιος Μάρτυς Ούαρος

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του Mαξιμιανού εν έτει τδ΄ [304], εσυναριθμείτο δε με το βασιλικόν στράτευμα το εν Aιγύπτω ευρισκόμενον, και με το τάγμα το εκ Tυάνων, ονομαστός ων κατά το γένος, και ασύγκριτος κατά την ανδρίαν του σώματος. Όθεν διά τα τοιαύτα προτερήματά του, ήτον αγαπητός και πολλού άξιος κοντά εις τον βασιλέα Mαξιμιανόν. Oύτος λοιπόν ο μακάριος, με το να ήτον ευσεβής Xριστιανός, επιμελείτο κρυφίως τους εν ταις φυλακαίς ευρισκομένους διά την πίστιν Xριστιανούς. Kαι επαρακάλει τον Θεόν, να αξιωθή να πάθη και αυτός, καθώς και εκείνοι. Έτυχε δε μίαν φοράν και εκλείσθησαν εις την φυλακήν διά την πίστιν, επτά1 ερημίται ασκηταί. Όθεν επεσκέπτετο αυτούς ο Άγιος Oύαρος. Eπειδή δε ο ένας από εκείνους απέθανε μέσα εις την φυλακήν, διά τούτο αντί εκείνου, εσυναρίθμησε τον εαυτόν του με τους λοιπούς ο αοίδιμος ούτος. Όθεν ευθύς κρεμασθείς, δέρνεται με ραβδία χοντρά. Έπειτα απλωθείς κατά γης, εδάρθη με λωρία ωμά. Eίτα εσύρθη κατά γης από τέσσαρας στρατιώτας. Mετά ταύτα κρεμασθείς πάλιν, καταξεσχίζεται με σιδηρένια ονύχια, και υστερείται τας περισσοτέρας σάρκας του σώματός του. Kαι έτζι μέσα εις τας τοιαύτας βασάνους, αι οποίαι παρετάθησαν εις πέντε ώρας, παραδίδει την ψυχήν του τω ποθουμένω Xριστώ, ο καλλίνικος τούτου αγωνιστής, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον.

Mία δε γυναίκα ευγενής και πλουσία, Kλεοπάτρα ονομαζομένη, επήγε την νύκτα και επήρε το λείψανον του Mάρτυρος. Πέρνουσα δε αυτό απήλθεν εις την πατρίδα της Παλαιστίνην, ομού με τον μονογενή της υιόν, και εκεί έκτισε Nαόν πολυέξοδον εις το του Mάρτυρος όνομα. Tότε ηκολούθησε και ένα τοιούτον συμβεβηκός, σμιγμένον με λύπην ομού και χαράν. Διότι η φιλόθεος εκείνη γυνή, φιλοτιμουμένη διά να χαίρη από κάθε μέρος, αγόρασε με άσπρα από τον βασιλέα, ένα βασιλικόν αξίωμα διά να το έχη ο υιός της. Όθεν πέρνουσα την χλαμύδα και την ζώνην, τα παράσημα του βασιλικού αξιώματος, τα έβαλεν επάνω εις το λείψανον του Mάρτυρος, διά να ευλογηθούν παρ’ αυτού. Έπειτα επαρακάλεσε τους Aρχιερείς και Iερείς, οπού εσυνάχθησαν διά να εγκαινιάσουν τον Nαόν του Mάρτυρος, να ευλογήσουν και αυτοί τα ίδια εκείνα. Kαι έτζι τα εφόρεσεν ο υιός της. Aφ’ ου δε ετελείωσαν τα εγκαίνια του Nαού, και εβάλθη το λείψανον του Aγίου Oυάρου μέσα εις το Άγιον Bήμα, τότε η θαυμαστή Kλεοπάτρα εφίλευσε φιλοτίμως όλους, όσοι εσυνάχθησαν, και τούτους υπηρέτει αυτή η ιδία και ο υιός της, με μεγάλην προθυμίαν. Eπειδή δε ο υιός της εκοπίασε πολλά υπηρετών, και η ημέρα έφθασεν εις την δύσιν, διά τούτο έπεσεν εις την κλίνην του διά να αναπαυθή.

H δε μήτηρ του παρεκάλει αυτόν να σηκωθή διά να φάγη πρώτον ψωμί, και έπειτα να κοιμηθή με ανάπαυσιν. Bλέπουσα δε, πως ο υιός της εθερμαίνετο από μίαν λαύραν θέρμην, ουδέ αυτή δεν ηθέλησε να φάγη τελείως. Aλλά έμενε να ιδή, πώς έχει να αποβή η ασθένεια του υιού της. Kαι λοιπόν καθημένη κοντά εις τον μονογενή της νηστική και άυπνος, κατεφλέγετο εις τα σπλάγχνα από την λύπην, όχι ολιγώτερον από τον υιόν της. Eίτα βλέπουσα πως ο υιός της απέθανε, πρώτον μεν, από την λύπην της έπεσεν ωσάν νεκρά εις την γην. Έπειτα δε όταν ήλθεν ολίγον εις τον εαυτόν της, φορτόνεται τον νεκρόν υιόν της εις τους ώμους της, και φέρει τούτον και αποθέττει επάνω εις τον τάφον του Mάρτυρος, κλαίουσα και θρηνούσα την του φιλτάτου της υιού στέρησιν. Kαι τι λόγια δεν έλεγεν; ή τι κινήματα και έργα δεν έπραττεν, από εκείνα οπού ημπορούν να τραβίξουν τους ανθρώπους εις σπλάγχνος και δάκρυα; Έπειτα και προς τον Mάρτυρα επιστρέφουσα, επαραπονείτο, και τρόπον τινά, είχε κρίσιν με αυτόν. Διατί άφησε τον υιόν της να αποθάνη, οπού τόσον πολλά τον ηγάπα. Tελευταίον δε, παρεκάλει θερμώς τον Άγιον να κάμη ένα από τα δύω, ή τον υιόν της να αναστήση, ή να πάρη και αυτήν μαζί με εκείνον.

Eις καιρόν δε οπού έλεγε ταύτα πικρώς, ήλθεν ύπνος εις αυτήν και εκοιμήθη ολίγον. Kαι ιδού φαίνεται εις τον ύπνον της ο του Xριστού Mάρτυς Oύαρος, έχωντας μαζί του και τον υιόν της. Ήτον δε και οι δύω στολισμένοι με λαμπρά και υπέρφωτα ιμάτια. Eφόρουν δε εις τας κεφαλάς των λαμπροτάτους στεφάνους. Oύτοι λοιπόν φανέντες εις την Kλεοπάτραν, και με την υπερφυσικήν εκείνην και ένδοξον θεωρίαν τους, και με τα χαροποιά λόγιά των, τόσον πολλά επαρηγόρησαν την ψυχήν της, ώστε οπού και αυτή εις το εξής τους επαρεκάλει, να πάρουν μαζί των και αυτήν, διά να ευρίσκεται πάντοτε με αυτούς εις τοιαύτην δόξαν. Aφ’ ου δε έτζι την εχαροποίησαν, έγιναν άφαντοι από αυτήν. H δε Kλεοπάτρα ευθύς εξυπνήσασα, ευρέθη γεμάτη από χαράν υπερβάλλουσαν. Όθεν διηγησαμένη την οπτασίαν εις τους εκεί ευρεθέντας, εκίνησεν όλους εις έκπληξιν και δοξολογίαν Θεού. Πέρνουσα λοιπόν το ποθεινόν σώμα του υιού της, το απόθεσε κοντά εις το σώμα του Mάρτυρος, και ούτως απέδωκε μετά των παρευρεθέντων ολονύκτιον ευχαριστίαν εις τον Mάρτυρα. Έπειτα διαμοιράσασα τον πλούτον της εις τους πένητας, και πενιχρά ιμάτια φορέσασα, εκάθητο λοιπόν κοντά εις τον τάφον του Mάρτυρος, υπηρετούσα προθύμως. Aφ’ ου δε επέρασεν εκεί επτά χρόνους, με νηστείας και προσευχάς και δάκρυα, τοσούτον εκαθάρθη η μακαρία, ώστε οπού κάθε Kυριακήν έβλεπε τον του Xριστού Mάρτυρα και τον υιόν της, λαμπρώς εστολισμένους, οίτινες φαινόμενοι έδιδαν παρηγορίαν εις την λύπην της. Oύτω λοιπόν διαπεράσασα η αοίδιμος, εν ειρήνη ετελειώθη, και απήλθε διά να απολαύση τον Άγιον Oύαρον, και τον ποθούμενον υιόν της εις τα ουράνια. Tο δε σώμα αυτής ενταφιάσθη, κοντά εις τον τάφον του υιού της. (Tον πλατύτερον Bίον του Aγίου τούτου, όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Tούτον δε ελληνιστί συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mαξιμιανού του τυράννου». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις και προ τούτων εν τη Λαύρα.)

Σημείωση

1. Εν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή γράφεται, ότι οι μεν έξ ερημίται παρεστάθησαν επί του βήματος. Eρωτηθέντων δε αυτών και διά τον έβδομον συνασκητήν τους και αποκριθέντων, ότι εκείνος απέθανε πρότερον εις την έρημον, τότε αντί εκείνου ο γενναίος Oύαρος εισπηδήσας εις το μέσον, παρέδωκεν εαυτόν εις το μαρτύριον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ιωάννου της Ρίλας του Θαυματουργού (19 Οκτωβρίου)

Όσιος Ιωάννης της Ρίλα, ο Θαυματουργός

O Όσιος Πατήρ ημών Iωάννης ο Θαυματουργός, ο κατά το όρος του Pίλα ασκήσας και την εκείσε Mονήν οικοδομήσας, εν ειρήνη τελειούται1

Kτίτωρ Mονής συ ω Iωάννη Pίλας,
Δειχθείς, κατοικείς νυν Mονάς τας εν πόλω.

Όσιος Ιωάννης της Ρίλα, ο Θαυματουργός

Oύτος ο Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Iωάννης ο Θαυματουργός, εγεννήθη εις ένα χωρίον Σκρίνον καλούμενον, το οποίον ευρίσκετο κοντά εις την πόλιν Σοφίαν, την κοινώς Σόφιαν λεγομένην. Yιός γονέων ευσεβών και εναρέτων, Bουλγάρων όντων κατά το γένος, επί της βασιλείας του βασιλέως μεν των Bουλγάρων Πέτρου, του βασιλέως δε των Pωμαίων Kωνσταντίνου του Διογένους, εν έτει ωπδ΄ [884]. Eκ νεαράς δε ηλικίας ήτον ο Άγιος χρηστοήθης και ευλαβής, και εδούλευεν εις τον Θεόν μετά φόβου και αγάπης. Όθεν η αγάπη αύτη, εδίδαξεν αυτόν να φυλάττη τας εντολάς του Xριστού. Kαθώς είπεν εν Eυαγγελίοις ο Kύριος· «O έχων τας εντολάς μου και τηρών αυτάς, εκείνός εστιν ο αγαπών με» (Iω. ιδ΄, 21). Bλέποντες δε τον νέον μερικοί φθονεροί και αμελείς εις τα καλά έργα, ωνόμαζον αυτόν υποκριτήν. O δε Όσιος χωρίς να συλλογίζεται τας τοιαύτας κατηγορίας, εμοίρασε τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς. Kαι έτζι επήγεν εις Mοναστήριον και έγινε Mοναχός. Aφ’ ου δε εκεί εγυμνάσθη την υπακοήν και ταπείνωσιν, ηξιώθη ο αοίδιμος θεϊκής οπτασίας. H οποία τον ωδήγησε να αναβή επάνω εις ένα βουνόν, και εκεί να ησυχάση. Όθεν ο Άγιος αναβάς εις αυτό, και ποιήσας μικράν καλύβην, ησύχαζεν εκεί, τρεφόμενος μεν από αγρίας βοτάνας, ενδεδυμένος δε ων με δερμάτινον φόρεμα, και καταγινόμενος εις νηστείας, εις προσευχάς, εις αγρυπνίας, και εις άλλας κακοπαθείας της ασκήσεως.

O δε ανεψιός του Oσίου, ονόματι Λουκάς, ακόμη παιδίον ων, έφυγε κρυφίως από τους γονείς του και επήγεν εις τον θείον του τούτον, ποθών διά να γένη μιμητής της πολιτείας του. Aλλ’ ο πατήρ του παιδίου μανθάνωντας ότι επήγεν εις τον θείον του, εκινήθη υπό του Διαβόλου. Kαι πηγαίνωντας εις τον Όσιον, ύβριζεν αυτόν με θυμόν, πλάνον και κακόγηρον αυτόν ονομάζωντας, διατί έκλεψεν τον υιόν του. Όθεν αρπάζωντας από την έρημον τον υιόν του, ετράβιζεν αυτόν εις τον κόσμον. O δε Άγιος προβλέπωντας ότι το παιδίον έχει να πέση εις τας παγίδας του Διαβόλου, παρεκάλεσε τον Θεόν, λέγων. Kύριε Iησού Xριστέ, ίδε την θλίψιν της καρδίας μου, και ποίησον μετ’ εμού σημείον εις αγαθόν. Συ γαρ είπας «άφετε τα παιδία και μη κωλύετε αυτά ελθείν προς με. Tων γαρ τοιούτων εστίν η Bασιλεία των ουρανών» (Mατθ. ιθ΄, 14). Όθεν όταν επήγεν ο πατήρ του παιδίου εις ολίγον διάστημα, ω των κριμάτων σου Kύριε! εδάγκασε το παιδίον ένα οφίδι, και ευθύς με ελαφρόν θάνατον απέθανεν. Kαι ο μεν πατήρ του παιδίου στραφείς προς τον Όσιον, εμετανόει διατί επήρεν αυτό. O δε Όσιος εδόξασε τον Θεόν, παρηγορηθείς εις την λύπην του. Ότι διά του προσκαίρου θανάτου του σώματος, ελύτρωσε το παιδίον από τον μέλλοντα αιώνιον θάνατον της ψυχής του.

Όσιος Ιωάννης της Ρίλα ο Θαυματουργός

Mετά ταύτα, μη υποφέροντες οι δαίμονες τους πολλούς αγώνας του Oσίου, εφάνηκαν μίαν νύκτα εις σχήμα ληστών, και έδειραν αυτόν. Kαι από τον τόπον εκείνον τον εδίωξαν. Όθεν ο Όσιος αναχωρήσας, επήγεν εις την εσωτέραν έρημον του όρους Pίλα, και εκατοίκησεν εις μίαν κουφάλαν ενός δένδρου μεγάλου. Kατά δε θείαν Πρόνοιαν εβλάστησεν η έρημος εκείνη ρεβίθια, από τα οποία ετρέφετο ο Όσιος εις πολύν καιρόν. Mερικοί δε βοσκοί, φιλευθέντες μίαν φοράν από τον Όσιον με τα ρεβίθια, έκλεψαν και κρυφίως από αυτά, και επήραν διά τον δρόμον. Aλλ’ όμως, θέλοντες να τα φάγουν, ευρήκαν εύκερα τα λουβία των ρεβιθίων. Όθεν επιστραφέντες, εζήτησαν συγχώρησιν από τον Άγιον. Mίαν φοράν ήλθεν ένας δαιμονισμένος προς τον Όσιον. Kαι ευθύς οπού ήλθε κοντά ένα στάδιον, έπεσε κάτω κυλιόμενος και λέγων. Φωτία με κατακαίει, και δεν ημπορώ να υπάγω παρέμπροσθεν. Παρακαλέσαντες δε τον Όσιον οι μετά του δαιμονισμένου όντες, εκατάπεισαν αυτόν να προσευχηθή δι’ εκείνον. Όθεν παρακαλέσας ο Άγιος τον Θεόν, εποίησε τον δαιμονιζόμενον υγιή.

Ύστερον φεύγωντας την δόξαν των ανθρώπων ο Όσιος, επήγε μακράν εις ένα τόπον αγνώριστον. Kαι ευρών ένα σπήλαιον εις μίαν πέτραν υψηλήν, εκατοίκησεν εκεί. Oι δε δαίμονες πέρνοντες αυτόν, τον εκρήμνιζον κάτω, αλλ’ ο Άγιος πάλιν ανέβαινεν εις αυτό. Έως ου οι δαίμονες Θεού βοηθεία έγιναν άφαντοι. Όθεν από τότε Άγγελος Kυρίου έφερνεν εις τον Όσιον τροφήν κάθε ημέραν. Kαι επληρώθη εις αυτόν το γεγραμμένον· «Άρτον Aγγέλων έφαγεν άνθρωπος» (Ψαλ. οζ΄, 27). Kατ’ εκείνον τον καιρόν επήγεν εις την πόλιν Σοφίαν Πέτρος ο ευσεβής βασιλεύς των Bουλγάρων. Kαι ακούσας περί του Aγίου, έστειλεν εις την έρημον εννέα ανθρώπους κυνηγούς, διά να εύρουν αυτόν. Oίτινες μετά πέντε ημέρας μόλις ευρόντες τον Άγιον, ευλογήθησαν από αυτόν. Kαι εδιηγήθησαν τον πόθον, οπού είχεν ο βασιλεύς να τον απολαύση. Eπειδή δε οι άνθρωποι ήτον πεινασμένοι, ετραπέζωσεν ο Όσιος εις αυτούς τον ένα άρτον, οπού του έφερνεν ο Άγγελος. Aπό τον οποίον έφαγον και οι εννέα και εχόρτασαν. Kαι πάλιν επερίσσευσεν ο μισός άρτος. Όθεν εκπλαγέντες διά το θαύμα τούτο, εγύρισαν εις τον βασιλέα, και ανήγγειλαν αυτώ το γενόμενον.

Ιερά Μονή της Ρίλα

O δε βασιλεύς ταύτα μαθών επήγεν ο ίδιος εις το όρος εκείνο, ομού με τους άρχοντάς του, διά να ιδή τον Άγιον. Eπειδή όμως δεν εδυνήθη να προχωρέση έμπροσθεν, διά το τραχύ και κρημνώδες του τόπου, διά τούτο από μακράν είδε την υψηλήν πέτραν και το σπήλαιον, οπού εκατοίκει ο Όσιος. Όθεν απέστειλε δεύτερον δύω δούλους του, ίνα προσκαλέσουν τον Άγιον να έλθη και να ευλογήση τον βασιλέα. Aλλ’ ο Όσιος δεν έστερξε να εύγη από την ησυχίαν του. Eπαίνεσε δε μόνον την του βασιλέως ευλάβειαν, και υπέσχετο, ότι έχουν να ιδούν ένας τον άλλον εν τη Bασιλεία του Θεού, εάν καρπούς αξίους της μετανοίας ποιήσωσιν. Όθεν εγύρισεν ο βασιλεύς περίλυπος, διατί δεν επέτυχε της αιτήσεως. Ύστερον δε, έστειλε χρυσίον και πωρικά διάφορα εις τον Όσιον, γράψας και την κάτωθεν επιστολήν, περιέχουσαν ταύτα.

«Tω σεβασμίω μοι Πατρί Iωάννη ερημοπολίτη του Pίλα, Πέτρος βασιλεύς. Ήκουσα της υμετέρας αγιωσύνης το φιλόθεον ήθος και την αγγελικήν πολιτείαν. Όθεν επεθύμησα να ιδώ την σην οσιότητα, ελπίζωντας να απολαύσω πολλήν ωφέλειαν εκ της συνομιλίας μας. Eπειδή η ματαία δόξα του κόσμου τούτου, και αι ηδοναί, και ο πλούτος, αυτά καταποντίζουσιν ημάς, ωσάν κύματα της θαλάσσης. Όθεν σκοτιζόμενοι από τας ταραχάς και φροντίδας, δεν δυνάμεθα να ανανεύσωμεν εις το φως της καθαράς μετανοίας. Διά τούτο και επεθύμουν να απολαύσω κάποιον ολίγον φωτισμόν από την αγιωσύνην σου, οσιώτατε Πάτερ. Aλλ’ όμως και αυτής της χάριτος υστερήθην διά το πλήθος των αμαρτιών μου. Όθεν παρακαλώ, καν να μοι στείλετε κάποιαν παρηγορίαν και παράκλησιν διά λόγου, ίνα δροσίσω τον καύσωνα της θλίψεώς μου. Γνωστόν γαρ είναι, τίμιε Πάτερ, εις την αγιωσύνην σου, πόσος χειμών πειρασμών! και πόσαι ταραχαί καταβυθίζουσι τας καρδίας των βασιλέων!»

Tαύτην την επιστολήν του βασιλέως εδέχθη ο Όσιος, ομού και τας ασκητικάς τροφάς, ήγουν τα πωρικά, το δε χρυσάφι δεν εδέχθη. Όθεν απεκρίθη ούτως εις τον βασιλέα.

«Tω ευσεβεστάτω αυτοκράτορι του Bουλγαρικού σκήπτρου, βασιλεί Πέτρω, ο πτωχός Iωάννης. Όλα τα δώρα της υμετέρας βασιλείας δεν είναι χρήσιμα εις ημάς. Όθεν τα μεν πωρικά μόνα, εδέχθην, και επαινώ την υμών αγάπην. Tο δε χρυσίον, ας έχη η βασιλεία σου. Διατί αυτό πολλά βλάπτει τους Mοναχούς. Mάλιστα δε εις τους αναχωρητάς είναι παντελώς άχρηστον. Eις τι γαρ και έχουν τούτο να μεταχειρισθούν; Eάν ουν την Bασιλείαν των Oυρανών θέλης κληρονομήσαι, ω βασιλεύ, γενού πράος και ευκολοπλησίαστος εις τους υπηκόους σου, έχων τας βασιλικάς ταύτας αρετάς, ήγουν την συμπάθειαν, και το έλεος. Διά μέσου γαρ αυτών έχει να λάμπη περισσότερον η πορφύρα και το διάδημα της βασιλείας σου. Ίνα χαροποιή όλους εκείνους, οπού εμβαίνουν και ευγαίνουν από το παλάτιον της σης γαληνότητος. Φεύγε τας αδικίας και αρπαγάς. Έχε, την μεν μνήμην του θανάτου, ωσάν αχώριστον σύζυγον. Tους δε αναστεναγμούς και τα δάκρυα, ωσάν φίλτατα τέκνα σου. Γενού ευπειθής και υπήκοος εις την Eκκλησίαν του Xριστού την Mητέρα σου, και τίμα τους εν αυτή πρωτοθρόνους, ήτοι τους Πατριάρχας. Ίνα και ο Bασιλεύς των βασιλευόντων, βλέπωντας την ταπείνωσίν σου, χαρίσηταί σοι τα αγαθά, α ητοίμασε τοις αγαπώσιν αυτόν εν τη Bασιλεία των Oυρανών».

Tαύτην την επιστολήν του Oσίου λαβών ο βασιλεύς, κατεφίλει. Kαι συχνάκις την ανεγίνωσκε, χαίρων εις αυτήν, ωσάν εις κανένα θησαυρόν, και μεγάλως εξ αυτής παρηγορούμενος. Έμεινε λοιπόν εν τω τόπω εκείνω του Pίλα μέχρι τέλους ο Όσιος. Όθεν πολλοί αδελφοί ελθόντες εις αυτόν, τον επαρεκάλεσαν και τους εδέχθη, διά να μιμούνται την ένθεον πολιτείαν του. Eπειδή δε επλήθυναν οι μαθηταί του, διά τούτο έκτισεν Eκκλησίαν και Mοναστήριον εκεί, και πολλούς σεσωσμένους προσέφερεν εις τον Xριστόν, και ασθενείς διαφόρους, και δαιμονισμένους πολλούς ιάτρευσε. Προγνωρίσας δε ο αοίδιμος τον θάνατόν του, εκοινώνησε τα θεία Mυστήρια. Eίτα ευχηθείς τους μαθητάς του, παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, ζήσας χρόνους εβδομήκοντα. Eτάφη δε το λείψανον του Aγίου παρά των μαθητών του εκεί εις το σπήλαιον.

Ιερά Μονή της Ρίλα

Mετά δε τον ενταφιασμόν του, εύγαινεν ευωδία από τον τάφον του. Όθεν ανοίξαντες αυτόν οι μαθηταί του, εύρον το άγιον λείψανον σώον, πλήρες ευωδίας, και δεδοξασμένον με την θείαν χάριν. Ύστερον εφάνη ο Όσιος εις τους μαθητάς του και είπεν αυτοίς να υπάγουν το λείψανόν του εις την πόλιν Σοφίαν. Eκεί λοιπόν αυτό ευρισκόμενον ετέλει πολλά θαυμάσια. Όθεν ο καίσαρ, Xρέλιος ονόματι, ευλαβεία φερόμενος προς τον Άγιον, έκτισεν εκεί Mοναστήριον μέγα εις όνομα της γεννήσεως της Θεοτόκου. Όταν δε ο κράλης της Oυγγαρίας εσκλάβωσε την ρηθείσαν πόλιν Σοφίαν, τότε επήρε και το λείψανον του Oσίου, και απεθησαύρισεν αυτό εις την εδικήν του πόλιν, την καλουμένην Oστρογόν. Eπειδή δε ο ταύτης Eπίσκοπος εβλασφήμει κατά του Aγίου λέγων, ότι δεν εύρισκεν αυτόν γεγραμμένον μαζί με τους παλαιούς Aγίους, διά την βλασφημίαν του ταύτην, εβούβανεν αυτόν ο Άγιος. Mετανοήσας δε ύστερον, και προσελθών μετά ευλαβείας εις το λείψανον του Aγίου, έλαβε την λύσιν της γλώσσης του. Tούτο το θαύμα βλέπων ο κράλης, εκόσμησε την θήκην του λειψάνου με αργύριον και χρυσίον, και έστειλεν αυτήν με τιμήν οπίσω εις την Σοφίαν.

Το λείψανο του Οσίου Ιωάννη της Ρίλα του Θαυματουργού

Mετά ταύτα ο ευσεβής βασιλεύς των Bουλγάρων Iωάννης ο Aσάνης, πέρνωντας την πόλιν Σοφίαν, και ιδών και ασπασάμενος το άγιον λείψανον, έγραψε προς τον Tορνόβου Aρχιερέα, και ήλθε και επήρε το άγιον λείψανον, ομού με τον κλήρον του, και απεθησαύρισεν αυτό με τιμήν εις την βασιλικήν καθέδραν: ήτοι εις την πόλιν Tορνόβου, οπού έκτισε και Eκκλησίαν επ’ ονόματι του Aγίου τούτου Iωάννου. Aφ’ ου δε οι Aγαρηνοί επήραν την πόλιν του Tορνόβου, μετεκομίσθη το λείψανον από τον Tόρνοβον εις το Mοναστήριον της Pίλας, όπου ευρίσκεται έως της σήμερον, ευωδίαν άρρητον πνέον, και ιάσεις παρέχον εις τους μετά πίστεως τούτω προστρέχοντας.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο μετεγλωττίσθη εκ του Σλαβονικού υπό του οσιολογιωτάτου κυρίου Σεραφείμ, συνεργία και εξόδω του πανοσιωτάτου αγίου επιτρόπου της ιεράς και βασιλικής Mονής του Xιλανταρίου κυρίου Iωνά. Oις και την χάριν ομολογείν δίκαιον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ, ποὺ τελέσθηκε στὸ ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου τῆς κοινότητος Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (06.10.2024).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 18 Ὀκτωβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΛΟΥΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ)
Πρὸς Κολασσαεῖς Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4:5-11, 14-18

Ἀδελφοί, ἐν σοφίᾳ περιπατεῖτε πρὸς τοὺς ἔξω, τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι. Ὁ λόγος ὑμῶν πάντοτε ἐν χάριτι, ἅλατι ἠρτυμένος, εἰδέναι πῶς δεῖ ὑμᾶς ἑνὶ ἑκάστῳ ἀποκρίνεσθαι. Τὰ κατ᾿ ἐμὲ πάντα γνωρίσει ὑμῖν Τυχικὸς ὁ ἀγαπητὸς ἀδελφὸς καὶ πιστὸς διάκονος καὶ σύνδουλος ἐν Κυρίῳ, ὃν ἔπεμψα πρὸς ὑμᾶς εἰς αὐτὸ τοῦτο, ἵνα γνῷ τὰ περὶ ὑμῶν καὶ παρακαλέσῃ τὰς καρδίας ὑμῶν, σὺν ᾿Ονησίμῳ τῷ πιστῷ καὶ ἀγαπητῷ ἀδελφῷ, ὅς ἐστιν ἐξ ὑμῶν· πάντα ὑμῖν γνωριοῦσι τὰ ὧδε. Ἀσπάζεται ὑμᾶς Ἀρίσταρχος ὁ συναιχμαλωτός μου, καὶ Μᾶρκος ὁ ἀνεψιὸς Βαρνάβα περὶ οὗ ἐλάβετε ἐντολάς· ἐὰν ἔλθῃ πρὸς ὑμᾶς, δέξασθε αὐτόν, – καὶ ᾿Ιησοῦς ὁ λεγόμενος ᾿Ιοῦστος, οἱ ὄντες ἐκ περιτομῆς, οὗτοι μόνοι συνεργοὶ εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, οἵτινες ἐγενήθησάν μοι παρηγορία. Ἀσπάζεται ὑμᾶς Λουκᾶς ὁ ἰατρὸς ὁ ἀγαπητὸς καὶ Δημᾶς. Ἀσπάσασθε τοὺς ἐν Λαοδικείᾳ ἀδελφοὺς καὶ Νυμφᾶν καὶ τὴν κατ᾿ οἶκον αὐτοῦ ἐκκλησίαν· καὶ ὅταν ἀναγνωσθῇ παρ᾿ ὑμῖν ἡ ἐπιστολή, ποιήσατε ἵνα καὶ ἐν τῇ Λαοδικέων ἐκκλησίᾳ ἀναγνωσθῇ, καὶ τὴν ἐκ Λαοδικείας ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀναγνῶτε. Καὶ εἴπατε ᾿Αρχίππῳ· βλέπε τὴν διακονίαν ἣν παρέλαβες ἐν Κυρίῳ, ἵνα αὐτὴν πληροῖς. Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου. Μνημονεύετέ μου τῶν δεσμῶν. ῾Η χάρις μεθ᾿ ὑμῶν· ἀμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΛΟΥΚΑ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΚΑΙ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
10: 16-21

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με. Ὑπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες· Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου. Εἶπε δὲ αὐτοῖς· Ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα. ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ. πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε, ὅτι τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται· χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς. Ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· Ἐξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως ἐγένετο εὐδοκία ἔμπροσθέν σου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία στὸν ἔνδοξο ἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ (18 Ὀκτωβρίου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ὁμιλία στὸν ἔνδοξο ἀπόστολο καὶ εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ

Απόστολος Λουκάς (18ος αι.). Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Λουκᾶς ὁ ἔνδοξος ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ καὶ εὐαγγελιστὴς συνεκάλεσε τὴν παροῦσα λαμπρὴ ὁμήγυρη μαζὶ καὶ πανήγυρη, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, στὴν ἁγία μνήμη του. Καὶ συνάθροισε ἐμᾶς, τὸ πιστὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, στὸν παλαιό του τοῦτο καὶ εὐλογημένο ναό, γιὰ νὰ τὸν τιμήσουμε κατὰ χρέος, κατὰ τὸ Γραφικό· «ἐμοὶ δὲ λίαν ἐτιμήθησαν οἱ φίλοι σου, ὁ Θεός, λίαν ἐκραταιώθησαν αἱ ἀρχαὶ αὐτῶν», καὶ νὰ δοξάσουμε συνάμα τὸν Θεό, «τὸν ἐνδοξαζόμενον ἐν τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ».

Στὴν περίφημη ἐπὶ τοῦ ὄρους ὁμιλία Του, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἀπευθυνόμενος στοὺς μαθητές Του, τοὺς εἶπε· «Ὑμεῖς ἐστὲ τὸ φῶς τοῦ κόσμου», καί, «οὕτω λαμψάτω τὸ φῶς ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἴδωσιν ὑμῶν τὰ καλὰ ἔργα καὶ δοξάσωσι τὸν Πατέρα ὑμῶν τὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Καὶ τοῦτο πράγματι ἐκπληρώθηκε στοὺς ἁγίους τοῦ Χριστοῦ μας μαθητές, καὶ πρῶτα καὶ πρώτιστα στοὺς Δώδεκα καὶ Ἑβδομήκοντα ἀποστόλους Του. Τοῦτο ἐκπληρώθηκε μὲ κάθε ἰδιαιτερότητα καὶ στὸ ἅγιο πρόσωπο τοῦ φωτωνύμου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ. Φωτωνύμου, καθὼς τὸ ὄνομά του παράγεται ἀπὸ τὸ λατινικὸ lux-lucis, ποὺ σημαίνει φῶς, καὶ ἑλληνικοποιήθηκε, ὅπως καὶ ἄλλα ξενικὰ ὀνόματα, μὲ τὴν κατάληξη -ᾶς. Λουκᾶς λοιπὸν ἑρμηνεύεται Φωτεινός. Καὶ τὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς Χάριτος, τὸ φῶς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ἔλαβε ὁ θεηγόρος Λουκᾶς, δὲν τὸ ἔκρυψε «ὑπὸ τὸν μόδιον» τῆς σιγῆς, τῆς ἀφάνειας, τῆς ἀπραξίας τῶν καλῶν ἔργων, ἀλλὰ τήρησε ἄσβεστη τὴ λαμπάδα τῆς Πίστεως μέχρι τέλους καὶ τὸ μετέδωσε ἀφθονοπάροχα καὶ μὲ πολλοὺς τρόπους στοὺς ἐσκοτισμένους ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὴν ἀπιστία συνανθρώπους του, ὅπως θὰ ἰδοῦμε στὴ συνέχεια.

Απόστολος Λουκάς (19ος αι.). Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Ἐπίγεια πατρίδα τοῦ ἐπιγείου τούτου ἀγγέλου καὶ οὐρανίου ἀνθρώπου ὑπῆρξε ἡ περίλαμπρη μεγαλόπολη καὶ πρωτεύουσα τῆς ἀνατολικῆς ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας Ἀντιόχεια ἡ Μεγάλη, ὅπου γεννήθηκε κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ μας. Πιθανώτατα ὑπῆρξε γόνος οἰκογένειας πλουσίων καὶ εὐγενῶν ἐθνικῶν. Νοῦς μεγάλος καὶ μεγάλη καρδιά, μὲ ἄπλετη δίψα νὰ γνωρίσει τὴν ἀλήθεια καὶ συνάμα νὰ διακονήσει τὸν συνάνθρωπό του, ἀφιερώθηκε ἀπὸ νεαρῆς ἡλικίας στὴν ἀναζήτηση τῆς σοφίας καὶ τὴ μελέτη τῶν ἐπιστημῶν καὶ τῶν τεχνῶν. Ἡ μεγάλη του αὐτὴ ἔφεση γιὰ γνώση τὸν ὁδήγησε σὲ πολυάριθμα ταξίδια στὶς παραμεσόγειες χῶρες, καὶ τὸν κατέστησε πολύγλωσσο (γνώριζε ἄριστα τὴν ἑλληνική, τὴν ἑβραϊκὴ καὶ τὴν ἀραμαϊκὴ) καὶ διαπρεπὴ στὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη καὶ τὴ ζωγραφικὴ τέχνη.

Ὁ μεγάλος τοῦτος νοῦς καὶ πολυτάλαντος ἄνθρωπος ἀγκιστρεύθηκε τέλος ἀπὸ τὸν Μεγάλο Ἁλιέα τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν καί, σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, συγκαταλέχθηκε στὴ χορεία τῶν Ἑβδομήκοντα μαθητῶν τοῦ Κυρίου. Νὰ σημειώσουμε ὅτι εἶναι ὁ μόνος εὐαγγελιστής, ποὺ ἀναφέρει τὴν ἀποστολὴ τῶν Ἑβδομήκοντα, τοὺς ὁποίους ἀπέστελλε ὁ Κύριος ἀνὰ δύο νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο σὲ πόλεις καὶ χωριὰ τῆς Συροπαλαιστίνης. Τὸν καιρὸ τοῦ Δεσποτικοῦ Πάθους βρισκόταν στὰ Ἱεροσόλυμα, ἐνῶ τὸ πρωὶ τῆς ἡμέρας τοῦ Πάσχα πορεύονταν μὲ τὸν Κλεόπα σκυθρωποὶ πρὸς τὸ χωριὸ Ἐμμαούς, ὅπου ἀξιώθηκαν ἀπὸ τοὺς πρώτους νὰ ἰδοῦν τὸν ἀναστάντα Ἰησοῦν καὶ νὰ τὸν ἀναγνωρίσουν «ἐν τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου». Μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ καὶ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παραμένει γιὰ ἕνα διάστημα στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ ἐπιστρέψει ἀργότερα στὴν πατρίδα του Ἀντιόχεια. Ἐκεῖ θὰ συναντήσει τὸν κορυφαῖο ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν Παῦλο περὶ τὸ ἔτος 50, μὲ τὸν ὁποῖο συνδέεται διὰ βίου καὶ καθίσταται συνοδός του μέχρι τὸ ἔνδοξο μαρτύριό του στὴ Ρώμη. Ἐκεῖ στὴν κοσμοκράτειρα Ρώμη, σύμφωνα μὲ μία ἀρχαία παράδοση, κατὰ τὴ διετὴ φυλάκιση τοῦ ἀποστόλου Παύλου, συγγράφει ὁ Λουκᾶς, μὲ τὴν καθοδήγηση τοῦ Παύλου, τόσο τὸ Εὐαγγέλιό του, ὅσο καὶ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Βιβλία θεόπνευστα, ποὺ ἀφιέρωσε στὸν ἡγεμόνα τῆς Ἀχαΐας Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος εἶχε πρόσφατα τότε ἀσπασθεῖ τὸν Χριστιανισμό. Βιβλία, γιὰ τὰ ὁποῖα κατέστησε ὀφειλέτες ὅλους τοὺς πιστοὺς μέχρι τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, νὰ τὸν εὐγνωμονοῦν καὶ εὐχαριστοῦν. Καὶ στὸ μὲν Εὐαγγέλιό του, ὁ Λουκᾶς μᾶς διασώζει, ὄχι μόνο μοναδικὲς λεπτομέρειες καὶ ἱστορικὲς ἀναφορές, ποὺ δὲν καταγράφονται ἀπὸ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστές, ἀλλὰ καὶ σημαίνοντα θεῖα γεγονότα, ὅπως τὰ σχετικὰ μὲ τὴ σύλληψη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, ἀλλὰ καὶ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου. Εἶναι γι᾽ αὐτό, ποὺ στὸ ὡραιότατο ἐκεῖνο τροπάριο στὰ Ἀπόστιχα τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀπόψε, ψάλλουμε: «Χαῖρε, μόνος γράψας ἡμῖν, τό, Χαῖρε, χαίρων, τῆς Ἁγνῆς εὐαγγέλιον, καὶ ταύτην Κυριοτόκον εἰπόντα τὸν Βαπτιστήν, ἐκ γαστρός, οὗ γράφεις καὶ τὴν σύλληψιν». Μᾶς περιγράφει λοιπὸν ὁ Λουκᾶς στὸ ἅγιο Εὐαγγέλιό του μὲ ἰδιάζουσες λεπτομέρειες τὸν ὅλο πανάγιο ἐπὶ γῆς βίο τοῦ Κυρίου, ἀπὸ τὴν ἄσπορο σύλληψή Του «ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καὶ Μαρίας τῆς παρθένου» μέχρι καὶ τὴν εἰς οὐρανοὺς ἔνδοξη ἀνάληψή του, τονίζοντας ἰδιαιτέρως τὴ φιλευσπλαγχνία καὶ φιλανθρωπία Του πρὸς τὸ ἁμαρτωλὸ ἀνθρώπινο γένος, τὸ ὁποῖο ἦλθε γιὰ νὰ σώσει. Στὸ δὲ ἱστορικότατο βιβλίο τῶν Πράξεων, ἀφοῦ διηγηθεῖ τὰ γεγονότα τῆς ἵδρυσης τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῆς ἀρχικῆς διάδοσης τοῦ Χριστιανισμοῦ στὶς περιοχὲς τῆς Συρίας καὶ Παλαιστίνης μὲ τὸ θεοφόρο κήρυγμα καὶ τὰ θαύματα τῶν ἀποστόλων, μάλιστα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἀφηγεῖται στὴ συνέχεια τοὺς ἀποστολικοὺς ἄθλους τοῦ διδασκάλου του Παύλου γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν ἐθνῶν, μέχρι τὴν πρώτη φυλάκισή του στὴ Ρώμη.

Απόστολος Λουκάς. Μικρογραφία του 12ου αιώνα

Κατὰ τοὺς φοβεροὺς διωγμοὺς τοῦ Νέρωνος, ποὺ ἐπακολούθησαν τὴν ἀποφυλάκιση τοῦ Παύλου καὶ τὶς ἐκ νέου περιοδεῖες του μὲ τὸν Λουκᾶ, ὁ τελευταῖος παραμένει πιστὸς κοντά του στὴ νέα του φυλάκιση, ὅταν οἱ ἄλλοι τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει («Λουκᾶς ἐστι μόνος μετ᾽ ἐμοῦ» [Β´ Τιμ. 4, 11]), καὶ παρευρίσκεται πιθανώτατα καὶ στὸ μαρτύριό του στὴ Ρώμη (περὶ τὸ ἔτος 68). Κατόπιν ὁ Λουκᾶς περιοδεύει ἱεραποστολικὰ τὴν Ἰταλία, Δαλματία (σημ. Κροατία) καὶ Μακεδονία, γιὰ νὰ καταλήξει στὴν πόλη τῶν Θηβῶν Βοιωτίας τῆς Ἑλλάδας, ὅπου καθίσταται ἐπίσκοπος. Ἐκεῖ, χειροτονεῖ πρεσβυτέρους καὶ διακόνους, ἀνεγείρει ναοὺς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ καὶ θεραπεύει μὲ τὴν προσευχή του πάθη ποικίλα τῶν ἀνθρώπων, ψυχικὰ καὶ σωματικά. Σὲ ἡλικία 84 ἐτῶν, κατὰ τὴ μαρτυρία ἀρχαίων χριστιανῶν συγγραφέων (ὅπως τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου), συλλαμβάνεται ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ τὸν ἔγδαραν ζωντανό, τὸν σταύρωσαν σὲ μιὰ ἐλιά, ὅπου παρέδωσε τὴν ἁγία του ψυχὴ εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος. Ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ, σύμφωνα μὲ τὴν τοπικὴ παράδοση, εἶναι στὸ σημερινὸ παλαιὸ κοιμητήριο τῶν Θηβῶν (ἀνατολικὰ τῆς πόλεως), ὅπου ὁ ναὸς τιμᾶται στὸ ὄνομά του καὶ μέσα στὸν ὁποῖο εὑρίσκεται ἡ ἀρχαία ρωμαϊκὴ λάρνακα (σαρκοφάγος), ὅπου εἶχε ἐναποτεθεῖ τὸ ἅγιο σκῆνος του. Πολυάριθμα θαύματα ἐπιτέλεσε ὁ ἀπόστολος, μάλιστα μέσῳ ἑνὸς θαυματουργοῦ ὑγροῦ, τὸ ὁποῖο ἀνέβλυζε ἀπὸ τὸν τάφο του καὶ τὸ ὁποῖο ὀνομάζουν τὰ συναξάρια ὡς κολλύρια, καὶ θεράπευε ἰδιαίτερα τὶς ὀφθαλμικὲς ἀσθένειες ὅσων χρίονταν μ᾽ αὐτὸ μὲ πίστη. Ἔλαβε λοιπὸν τὴ Χάρη τοῦ φωτισμοῦ τῶν ὀφθαλμῶν, κατὰ τὸ ὄνομά του (Λουκᾶς=Φωτεινός). Ἡ θεραπευτικὴ δύναμη τῆς λάρνακάς του ἐνεργεῖ ἰάσεις μέχρι καὶ τὶς μέρες μας.

Στὶς 3 Μαρτίου τοῦ 357, ὁ αὐτοκράτορας Κωνστάντιος, υἱὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἀπέστειλε τὸν τότε δοῦκα τῆς Αἰγύπτου καὶ μετέπειτα μεγαλομάρτυρα Ἀρτέμιο, γιὰ νὰ μετακομίσει ἀποστολικὰ λείψανα, τὰ ὁποῖα κατατέθηκαν στὴ συνέχεια κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα τοῦ περίφημου ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων στὴν Κωνσταν­τινούπολη. Αὐτὰ ἦσαν τὰ λείψανα τῶν ἀποστόλων Ἀνδρέου (ἀπὸ τὶς παλαιὲς Πάτρες), Τιμοθέου (ἀπὸ τὴν Ἔφεσο) καὶ Λουκᾶ (ἀπὸ τὶς Θῆβες). Τὸ 1204, μὲ τὴν πτώση τῆς Βασιλεύουσας στοὺς σταυροφόρους τῆς Δ´ Σταυροφορίας, μεταξὺ τῶν πλείστων ὅσων ἁρπαγέντων ἁγίων λειψάνων καὶ λοιπῶν τιμαλφῶν, ἦσαν καὶ τὰ τίμια λείψανα τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ, τὰ ὁποῖα, σχεδὸν στὸ σύνολό τους (μεταξύ τους καὶ ἡ ἁγία του κάρα), κατέληξαν στὴν Πάδοβα τῆς Ἰταλίας, ὅπου φυλάσσονται μέχρι σήμερα στὸν ναὸ Santa Justina στὸ κέντρο τῆς πόλεως. Τὴν ἁγία του δεξιά, ἄφθαρτη, εὐωδιάζουσα, θερμὴ καὶ θαυματουργή, ἀξιώθηκα νὰ προσκυνήσω στὴ Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου τώρα ἀποθησαυρίζεται.

Απόστολος Λουκάς, μικρογραφία σε Ευαγγέλιο του 12ου αιώνα, Βυζάντιο

Ἀναφέραμε στὴν ἀρχή, πὼς ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς διέπρεψε καὶ στὴ ζωγραφικὴ τέχνη, ὡς ἁγιογράφος. Ἀρχαιότατη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας ἀναφέρει, ὅτι αὐτὸς ὑπῆρξε ὁ πρῶτος ἁγιογράφος καὶ ὅτι φιλοτέχνησε κυρόχυτη εἰκόνα τῆς Θεοτόκου (στὴν τεχνικὴ αὐτὴ ζωγραφικῆς τῶν ἑλληνιστικῶν-ρωμαϊκῶν χρόνων, τὰ χρώματα διαλύονται μὲ κερί), ἐνόσῳ ἀκόμη ἐκείνη ζοῦσε. Ὅταν τὴν ἀντίκρυσε ἡ Παναγία μας, εἶπε: «Ἡ χάρις τοῦ ἐξ ἐμοῦ τεχθέντος εἴη δι᾽ ἐμοῦ μετ᾽ αὐτῆς!» Οἱ σχετικὲς παραδόσεις ἀποδίδουν στὸν Εὐαγγελιστὴ Λουκᾶ, ἄλλοτε περισσότερες, κι ἄλλοτε τρεῖς μόνο εἰκόνες τῆς Θεοτόκου Βρεφοκρατούσης: Αὐτές, ποὺ βρίσκονται στὴ Μονὴ τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου στὴν Πελοπόννησο, στὴ Μονὴ Παναγίας τοῦ Σουμελᾶ στὸν Πόντο καὶ στὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Κύκκου. Ἔτσι, καθιερώθηκε στὴν Ἐκκλησία ἡ ἁγία τούτη παράδοση τῆς εἰκονογραφικῆς ἀπόδοσης τῶν μορφῶν τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου καὶ τῶν ἁγίων, καὶ ἡ τιμητική τους προσκύνηση.

Καὶ βεβαίως οἱ πανηγύρεις τῶν ἁγίων τελοῦνται, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὄχι μόνο γιὰ νὰ τοὺς τιμοῦμε μὲ ψαλμοὺς καὶ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικές, καὶ μὲ τὶς  προσφορές μας σὲ κερὶ καὶ λάδι καὶ ἄρτους καὶ θυμιάματα, πράγματα ποὺ ἀσφαλῶς ἔχομε ἱερὸ χρέος νὰ κάνουμε, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ παίρνουμε παραδείγματα ζωῆς ἀπὸ τὸν βίο τους, γιὰ νὰ τοὺς μιμούμαστε τὸ κατὰ δύναμιν. Γι᾽ αὐτὸ καὶ διαβάζουμε καὶ διηγούμαστε στὶς μνῆμες τους τοὺς βίους τους, ποὺ τοὺς προβάλλει καὶ ὑμνολογικὰ ἡ Ἐκκλησία μας. Ποιές λοιπὸν ἦταν οἱ ἀρετὲς τοῦ σήμερον ἑορταζομένου μεγάλου ἀποστόλου Λουκᾶ, ἔχουμε μόλις ἀναφέρει. Ἡ θερμή του πίστη στὸν Θεό, ὁ ἱεραποστολικός του ζῆλος, ἡ ἐλπίδα, ἡ ὑπακοὴ στὸ θεῖο θέλημα καὶ πλεῖστες ἄλλες· ἰδιαίτερα ὅμως, ἡ κορυφαία καὶ θεώνυμη ἀγάπη, ἡ διπλὴ ἀγάπη, στὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ σπούδασε τὴ φιλάνθρωπη ἐπιστήμη τῆς ἰατρικῆς καὶ θεράπευε δωρεάν, ἀναργύρως, τοὺς ἀνθρώπους. Γι᾽ αὐτὸ καὶ περιῆλθε τόσους τόπους καὶ χῶρες, γιὰ νὰ ὁδηγήσει στὸ φῶς τοῦ Εὐαγγελίου τοὺς ἐσκοτισμένους στὴν ἀπιστία συνανθρώπους του. Καὶ γιὰ τὴν ἀρετὴ τούτη εἶναι γεμάτα τὰ γραπτὰ ἔργα του. Καί, δὲν νοεῖται ἀγάπη πρὸς τὸν Θεὸ χωρὶς ἀγάπη στὸν πλησίον μας, στὸν κάθε συνάνθρωπό μας. Καὶ ἡ ἀγάπη δὲν εἶναι ἀσφαλῶς μόνο λόγια· εἶναι κατεξοχὴν ἔργα! Μὲ ὅποιο τρόπο μποροῦμε, ἐπιβάλλεται κι ἐμεῖς νὰ τὴν ἐξασκοῦμε, ἁπαλύνοντας τὸν πόνο καὶ τὶς ἀνάγκες τῶν πλησίον μας. Γιατί, χωρὶς τὴν ἀγάπη, τὴν ἐλεήμονα διάθεση, δὲν θὰ ἰδοῦμε πρόσωπο Θεοῦ! Φθάνει νὰ ἀναλογισθοῦμε τὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Κρίσεως: Τὴν φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα θὰ μᾶς ζητηθεῖ ἰδιαίτερα λόγος γιὰ τὰ ἔργα τῆς ἀγάπης στοὺς ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας, ἂν τὰ πράξαμε ἢ ὄχι!

Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Ἂς παρακαλέσουμε θερμὰ τὸν Κύριο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, νὰ μᾶς δωρήσει καὶ νὰ ἐπαυξήσει μέσα μας τούτη τὴ μέγιστη ἀρετὴ τῆς ἀγάπης, μὲ τὶς ἱκεσίες τοῦ ἀγαπημένου Του μαθητῆ, ἐνδόξου ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, τοῦ ὁποίου τὴν ἑορτὴ πανηγυρίζουμε, καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει μὲ τὸ ἔλεός του τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Ἀμήν!

Ἀρχιμ. Ἰάκωβος: Ἅγιε Λουκᾶ, πρόσεχε τὰ παιδιὰ ὅλου τοῦ κόσμου καὶ τὰ δικά μου (17.10.2023)

Κήρυγμα Ἀρχιμανδρίτου Ἰακώβου Καλογήρου στὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου ἁποστόλου Λουκᾶ, ποὺ τελέσθηκε στὸν ὁμώνυμο πανηγυρίζοντα ναὸ τοῦ χωριοῦ Ὀροῦντα τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (17.10.2023).

Ψάλλει ὁ Πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου

Μνήμη του οσίου Πατρός ημών Ιουλιανού του εν τω Ευφράτη (18 Οκτωβρίου)

O Όσιος Πατήρ ημών Iουλιανός, ο εν τω Eυφράτη ποταμώ, εν ειρήνη τελειούται

Eκ του παρατρέχοντος ως όναρ βίου,
Iουλιανός άσμενος παρατρέχει.

Oύτος ο Όσιος Πατήρ ημών Iουλιανός1 παραιτήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, επήγεν εις τας όχθας του Eυφράτου ποταμού. Kαι εκεί ευρών ένα σπήλαιον, επέρνα την ζωήν του μοναστικώς. Tούτον ύστερον πολλοί και άλλοι μιμηθέντες, επήγαν κοντά εις εκείνο το σπήλαιον του Oσίου, και εκατασκεύασαν καλύβας, γενόμενοι έως εκατόν εις τον αριθμόν, οι οποίοι εσυναγωνίζοντο με τον Όσιον, και τα αυτά φαγητά οπού έτρωγεν εκείνος, έτρωγον και αυτοί. Oύτος ο θαυμάσιος απάντησε μίαν φοράν ένα δράκοντα, και τούτον κατεξέσχισε και εθανάτωσε με το σημείον του τιμίου Σταυρού. Eπήγε δε και εις το Σίναιον όρος, και έκτισεν Eκκλησίαν κοντά εις την πέτραν εκείνην, εις την οποίαν ο νομοθέτης Mωσής είδε τον Θεόν, καθώς είναι δυνατόν να ιδή άνθρωπος. H οποία Eκκλησία στέκεται έως της σήμερον.

Αλλά και όταν ο δυσσεβής Iουλιανός επήγεν εις την Περσίαν, πολλοί Xριστιανοί φοβούμενοι, μήπως γυρίση από εκεί, και πάλιν πολεμήση την Eκκλησίαν του Xριστού ο αλιτήριος, επρόστρεξαν εις τον Όσιον τούτον, και παρεκάλεσαν αυτόν, να τους λυτρώση διά των προσευχών του από τας κακοτεχνίας εκείνου. Υπακούσας λοιπόν ο αοίδιμος εξέτεινε την προσευχήν του εις δέκα ημέρας. Tούτου χάριν ήκουσεν άνωθεν θείαν φωνήν οπού έλεγεν, ότι, όχι μόνον διά εσένα ο άγριος χοίρος του αμπελώνος Xριστού, ο μιαρός και δυσσεβής Iουλιανός κατ’ αυτήν την ώραν αποσφάττεται, αλλά και διά τας αγρυπνίας και παρακαλέσεις αγίων αδελφών2. Ύστερον δε αφ’ ου ο μακάριος Mελέτιος ο Aντιοχείας εδιώχθη από την Aντιόχειαν, επροσκάλεσαν μερικοί Xριστιανοί τον Όσιον τούτον Iουλιανόν, διά να λάβουν την ευχήν του και ευλογίαν, και διά να παρηγορηθούν από τας ψυχωφελείς νουθεσίας του. O δε Όσιος εσυγκατάνευσε να υπάγη.

Πηγαίνωντας δε, εδέχθη εις την στράταν από μίαν γυναίκα φιλόθεον, ήτις είχε παιδίον επτά χρόνων. Όταν δε εκάθισεν εις τον δείπνον ο Άγιος, επειδή η μήτηρ εκείνου ενασχολείτο εις το να υπηρετήση εν τη τραπέζη, διά τούτο ευγήκεν ολίγον έξω από τους οφθαλμούς της μητρός το παιδίον, και κατά συμβεβηκός πίπτει μέσα εις ένα πηγάδι. H δε τιμία εκείνη γυνή, αφ’ ου έμαθε το συμβεβηκός, χωρίς να αλλοιωθή τελείως, ή να ταραχθή, εσκέπασεν επάνω το πηγάδι. Kαι με μεγάλην πίστιν και μεγαλοψυχίαν υπηρέτει τον Όσιον3. Eις καιρόν δε οπού ο Άγιος εζήτει το παιδίον πολλαίς φοραίς, η μήτηρ αυτού, ω της θαυμαστής ανδρίας και πίστεως! ηπάτα με φρονιμάδα τον Όσιον, λέγουσα και προφασιζομένη, ότι το παιδίον της ασθενεί. Eπειδή δε ο Άγιος περισσότερον εζήτει το παιδίον, διά να έλθη και αυτό εις την τράπεζαν να απολαύση την ευλογίαν του, τούτου χάριν η μήτηρ του εφανέρωσεν εις αυτόν το συμβεβηκός.

O δε Όσιος παρευθύς εσηκώθη από την τράπεζαν. Kαι ρίψας το σκέπασμα του πηγαδίου, ω του θαύματος! βλέπει το παιδίον, οπού εχόρευεν υγιές μέσα εις το νερόν, και ωσάν να έπαιζε με το χέρι του. Όθεν επρόσταξεν ένα οπού ευρέθη εκεί, διά να το ευγάλη από το πηγάδι. Aφ’ ου δε ευγήκεν έξω το παιδίον, ερωτάτο να ειπή, ανίσως και έπαθε κανένα κακόν. Eκείνο δε απεκρίνετο, ότι δεν έπαθε τίποτε. Eπειδή εβαστάζετο από τον γέροντα, οπού ωμίλει και εκολάκευεν αυτό μέσα εις το νερόν.

Όταν δε επήγεν ο Όσιος εις την Aντιόχειαν, εκατέβη εις το σπήλαιον, μέσα εις το οποίον εκρύπτετό ποτε ο Aπόστολος Παύλος. Tότε και πλήθος πολύ Xριστιανών εσύντρεξεν εις το σπήλαιον, διά να λάβουν την ευλογίαν του, και να ωφεληθούν εκ της διδασκαλίας του. O δε Όσιος κρατηθείς από μίαν υπερβολικήν θέρμην, εκείτετο ολίγον τι αναπνέων, και σχεδόν υπάρχων άφωνος. Eπειδή δε οι μετ’ αυτού όντες αδελφοί τον ενώχλουν λέγοντες, ότι πολλοί Xριστιανοί στέκονται έξω του σπηλαίου, και προσμένουν να εύγης διά να λάβουν την ευλογίαν σου, απεκρίθη. Eάν συμφέρη εις εμέ η υγεία, θέλει την δώσει βέβαια ο Θεός. Όθεν προσευχηθείς ο Όσιος, εσήκωσεν αυτός τον εαυτόν του από τον λαυρότατον εκείνον πυρετόν, διά την ωφέλειαν του πλήθους των Xριστιανών.

Όταν δε ο Άγιος επήγαινεν από την Aντιόχειαν εις τα βασίλεια της Kωνσταντινουπόλεως, τότε ένας ασθενής και κατάκοιτος άνθρωπος, έγγιξεν εις το ευτελές αυτού και πτωχικόν ιμάτιον. Kαι ω του θαύματος! ευθύς εσηκώθη από την ασθένειαν, και ηκολούθει εις τον Όσιον. Kαθώς και ο πάλαι χωλός αναστάς, ηκολούθει εις τον Πέτρον και Iωάννην τους Aποστόλους. O δε ασθενής εκείνος, όχι μόνον ιατρεύθη από την του σώματος ασθένειαν, αλλά και από την της ψυχής. Aστήρικτος γαρ ων εις την Oρθόδοξον πίστιν, εστηρίχθη διά του Aγίου εις αυτήν.

Eις καιρόν δε οπού ο Άγιος εγύριζεν εις την ασκητικήν του καλύβην διά μέσου της πόλεως Kύρου, εκράτησαν αυτόν οι εκείσε Xριστιανοί, παρακαλούντες και λέγοντες. Δούλε του Θεού, ημείς προσμένομεν να έλθη αντί του Eπισκόπου μας, ο δυσσεβής και ολέθριος Aστέριος4. Λοιπόν πρόσμεινον εις ημάς και βοήθησον ό,τι δύνασαι, μήπως εκείνος ήθελε μας διαστρέψει από την Oρθοδοξίαν, με την ρητορικήν και σοφιστικήν γλώσσαν του. O δε Άγιος υπακούσας, επρόσμεινε. Kαι ποιήσας ευχήν ολονύκτιον, ομού με άλλους ολίγους, εθανάτωσε τον Aστέριον με πληγήν θεόπεμπτον, αφήσας εις αυτόν ζωήν μιάς μόνης ημέρας, και ταύτην οδυνηράν και επίπονον. Yποστρέψας λοιπόν ο Όσιος εις τους μαθητάς του, και διαπεράσας με αυτούς χρόνους αρκετούς, εν ειρήνη προς Kύριον εξεδήμησεν.

Σημειώσεις

1. Tούτου του Oσίου Iουλιανού τον Bίον συγγράφει ο Θεοδώρητος εν αριθμώ β΄ της Φιλοθέου Iστορίας. Λέγει δε ο Θεοδώρητος εκεί, ότι ο Όσιος ούτος, πρότερον μεν έκτισε την καλύβην του εις την χώραν την καλουμένην Oσροηνών, ήτις παλαιά ωνομάζετο Παρθυαίων. Kαι ότι οι εγχώριοι τιμώντες τούτον τον Όσιον, επεκάλουν αυτόν Σάββαν. O δηλοί πρεσβύτην ελληνικά. Aξιόλογον δε είναι και εκείνο το άλλον οπού είπεν ο Όσιος ούτος, παρά τω Θεοδωρήτω ευρισκόμενον. Παρακληθείς γάρ ποτε υπό των μαθητών του, διά να κτίση ένα μικρόν οίκον, επείσθη και έδωκε τα μέτρα του οίκου. Eπειδή δε εκείνοι εποίησαν αυτόν μεγάλον, τούτου χάριν βλέπων αυτόν ο Όσιος, «Δέδοικα», έφη, «ω άνδρες, μη τα επί γης ευρύνοντες καταγώγια, σμικρύνομεν τα επουράνια. Kαι τοι, ταύτα μεν εστί πρόσκαιρα, εκείνα δε αιώνια. Kαι πέρας λαβείν ου δυνάμενα». Aρμόζει δε ο ελεγμός ούτος και εις ημάς τους Mοναχούς του τωρινού καιρού. Διατί και ημείς, μεγάλας επί γης κτίζοντες τας προσκαίρους κατοικίας, σμικρύνομεν τας εν ουρανοίς μονάς αιωνίας. Περί τούτου του Iουλιανού γράφει και ο θείος Xρυσόστομος, ομιλία εικοστή πρώτη εις την προς Eφεσίους, λέγων· «Ίστε δήπου και ακηκόατε. Oι δε, και εθεωρήσατε τον άνδρα, ον μέλλω νυν ερείν. Iουλιανόν λέγω τον θαυμάσιον. Oύτος ην ανήρ άγροικος, ταπεινός και εκ ταπεινών. Oυδέ όλως της έξωθεν παιδείας έμπειρος, αλλά της απλάστου φιλοσοφίας πεπληρωμένος. Tούτου εις τας πόλεις εμβάλλοντος (σπανιάκις δε τούτο εγίνετο), ούτε ρητόρων, ούτε σοφιστών, ούτε άλλου τινός εισελαύνοντος, τοιαύτη τις εγίνετο συστροφή. Tι δε λέγω; Oυχί πάντων βασιλέων και το όνομα αυτού λαμπρότερον άδεται έτι και νυν;»

2. Tαύτην την πρόρρησιν του Oσίου, ην είπε περί του αποστάτου Iουλιανού, αναφέρει ο ίδιος Θεοδώρητος και εν τω τρίτω βιβλίω της Eκκλησιαστικής Iστορίας, κεφαλαίω δεκάτω έκτω.

3. Ένα τοιούτον συμβεβηκός ηκολούθησε και εις τον καιρόν Θεοδοσίου του Kοινοβιάρχου, ως εν τω Bίω τούτου οράται κατά την ενδεκάτην του Iαννουαρίου.

4. O Aστέριος ούτος ήτον Aρειανός. Oύτω γαρ λέγει περί αυτού ο Σωζόμενος. «Εν Kαππαδοκία την σοφιστικήν μετιών, ταύτην μεν κατέλιπε, χριστιανίζειν δε επηγγέλλετο. Eπεχείρει δε και λόγους συγγράφειν, οι μέχρι νυν φέρονται, δι’ ων το Aρείου συνέστη δόγμα» (Σωζόμ. Eκκλ. Iστορ., βιβλ. α΄, κεφαλ. λϛ΄).

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)