Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου πατρὸς ἡμῶν Αὐξιβίου Α’ Ἐπισκόπου Σόλων τοῦ θαυματουργοῦ (17/9 και 17/2)
Ἀπὸ τὸ βιβλίο: Ὁ ἅγιος Αὐξίβιος Α΄ Ἐπίσκοπος Σόλων, ἐκδ. Θεομόρφου, 2015

1. Ἐπιθυμῶ νὰ σᾶς διηγηθῶ τὴ θαυμαστὴ καὶ λαμπρὴ πολιτεία τοῦ θαυμαστοῦ καὶ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν καὶ διατελέσαντος ἀρχιεπισκόπου τῆς πόλης τῶν Σολίων Αὐξιβίου. Γιατὶ πρῶτος αὐτός, σὰν λαμπρὸς ἥλιος, ἀνέτειλε στὴν πόλη αὐτή, φωτίζοντας μὲ τὶς ἀκτίνες τῆς θείας διδασκαλίας του ὅσους βρίσκονταν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Αὐτὸς ἔλαμπε πάνω ἀπὸ τὴν πόλη αὐτή, ὅπως φέγγει στὸ σκοτάδι ἕνα λυχνάρι γεμᾶτο μὲ θεϊκὸ λάδι, μέχρι τὴ στιγμή, ποὺ ὁ Χριστὸς φώτισε τοὺς κατοίκους της καὶ σὰν Αὐγερινὸς ἀνέτειλε στὶς καρδιές τους.

2. Ἀλλὰ συγχωρέστε με, σᾶς παρακαλῶ. Γιατὶ ἐγώ, καθὼς εἶμαι καὶ στὸν λόγο καὶ στὴ γνώση ἀδύνατος, θεώρησα ὅτι εἶναι ἀναγκαῖο, ἐνῶ ἔχει νὰ παρουσιάσει πολλὰ θαυμαστὰ ἔργα, νὰ σᾶς διηγηθῶ μόνο λίγες ἀπὸ τὶς ἀρετὲς τοῦ μακαρίου Αὐξιβίου, ὅπως τὶς ἄκουσα καὶ τὶς διδάχθηκα ἀπὸ ἄνδρες προχωρημένης ἡλικίας· ὅπως γράφει καὶ ἡ Θεία Γραφή: Ρώτησε τὸν πατέρα σου καὶ θὰ σοῦ τὸ μάθει καὶ τοὺς μεγαλύτερούς σου καὶ θὰ σοῦ τὸ ποῦν. Ἂς ἀρχίσουμε, λοιπόν, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὴν ἀφήγηση.
3. Ὁ Αὐξίβιος καταγόταν ἀπὸ τὴ μεγαλούπολη τῶν Ρωμαίων. Οἱ γονεῖς του ἦταν πλούσιοι καὶ στὸ θρήσκευμα εἰδωλολάτρες, ἀπέκτησαν δὲ δύο υἱούς, τὸν μακάριο Αὐξίβιο καὶ τὸν ἀδελφό του, τὸν Θεμισταγόρα. Ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἦταν πολὺ χαριτωμένος. Ἦταν πρᾶος ὅπως ὁ Μωυσῆς καὶ σώφρων στοὺς λογισμούς του ὅπως ὁ μακάριος Ἰωσὴφ καὶ γενικά, καθὼς μεγάλωνε, στολιζόταν μὲ κάθε εἴδους ἀρετή. Ὁ πατέρας του ἀκόμη τὸν μόρφωσε μὲ ὅλη τὴ θύραθεν παιδεία.
4. Ὅταν ἔφτασε στὴ νόμιμη ἡλικία, οἱ γονεῖς του θέλησαν νὰ τὸν νυμφεύσουν. Αὐτός, ὅμως, ἐπειδὴ εἶχε ἔνθεο νοῦ, ἀκέραιο λογισμὸ καὶ ἐνάρετη ζωή, ἔφερνε ἀντιρρήσεις. Γιατὶ ἄκουε ὅσα λέγονταν γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ εἶχε πόθο νὰ γίνει χριστιανός. Ὅταν τὸ ἄκουσαν αὐτὸ οἱ γονεῖς του, ἀγανάκτησαν μαζί του καί, ὁ μὲν πατέρας του τὸν ἐξανάγκαζε νὰ προχωρήσει σὲ γάμο μὲ ἀπειλές, ἐνῶ ἡ μητέρα του τὸν συμβούλευε νὰ τὸ κάνει μὲ τὶς κολακεῖες της.
5. Βλέποντας ὁ μακάριος Αὐξίβιος, ὅτι αὐτή τους ἡ ἐπιλογὴ ἦταν παγίδα καὶ ἐμπόδιο στὴ δική του ἀγαθὴ ἐπιλογή, θέλησε νὰ ἀναχωρήσει κρυφὰ ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ἔτσι, λοιπόν, ἀφοῦ διατράνωσε τὴν ἀπόφασή του, χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανένα τίποτα, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες, ἔφυγε κρυφὰ ἀπὸ τοὺς γονεῖς του καί, κατεβαίνοντας στὸ λιμάνι, βρῆκε ἕνα πλοῖο, τὸ ὁποῖο ἐπρόκειτο νὰ ἀποπλεύσει πρὸς τὰ ἀνατολικά. Κι ἔτσι, ἐγκαταλείποντας τὰ πάντα, παίρνοντας μόνο λίγα χρήματα μαζί του γιὰ λόγους διατροφῆς, μπῆκε στὸ πλοῖο.
6. Ἀφοῦ ἀπέπλευσαν ἀπὸ τὴ Ρώμη, μετὰ ἀπὸ λίγες μέρες ἔφτασαν στὴ Ρόδο. Ἀπὸ ἐκεῖ, διασχίζοντας τὸ πέλαγος τῆς Παμφυλίας, ἔφτασαν στὴν Κύπρο, καὶ κατέπλευσαν σὲ κάποια κώμη μὲ τὸ ὄνομα Λιμνήτης, ποὺ ἀπεῖχε περίπου τέσσερα ρωμαϊκὰ μίλια ἀπὸ τὴν πόλη τῶν Σολίων. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ καθοδηγοῦσε τὸν μακάριο Αὐξίβιο πρὸς σωτηρία πολλῶν ψυχῶν. Ὅταν βγῆκε ἀπὸ τὸ πλοῖο, παρέμεινε γιὰ κάποιο χρόνο στὸν Λιμνήτη γιὰ νὰ συνέλθει, γιατὶ ἦταν πολὺ ζαλισμένος ἀπὸ τὸ ταξίδι καὶ ὀλιγοψύχησε.
7. Στὴν Κύπρο, τότε, ἦλθε καὶ ὁ Βαρνάβας, ὁ ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴ δεύτερη περιοδεία του, ἀφοῦ ἀποχωρίστηκε ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο μὲ τὸ σῶμα, ἀλλὰ ὄχι μὲ τὴν καρδιά. Μαζί του, μάλιστα, εἶχε λάβει καὶ τὸν Μᾶρκο, καὶ κατέπλευσαν στὴ Λάπηθο. Ἔπειτα, περιερχόμενοι ὅλο τὸ νησί, ἔφτασαν στὴ Σαλαμίνα, τὴ σημερινὴ Κωνσταντία, ὅπως ἀναφέρει ὁ Μᾶρκος. Ἐκεῖ βρῆκαν τὸν Ἡρακλείδη, τὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ νησιοῦ, τὸν ὁποῖο, ἀφοῦ ἀναγνώρισαν, δίδαξαν πῶς πρέπει νὰ κηρύττει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, νὰ ἱδρύει ἐκκλησίες καὶ νὰ χειροτονεῖ τοὺς λειτουργούς τους. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν ἀσπάστηκαν, τὸν ἀπέστειλαν στὸν προορισμό του μὲ εἰρήνη. Ὅταν δὲ ὁ Βαρνάβας ὁλοκλήρωσε τὸν δικό του δρόμο καὶ ἀγωνίστηκε τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς πίστης καὶ στέφθηκε μὲ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου στὴν Κωνσταντία, οἱ παράνομοι Ἰουδαῖοι ἀναζητοῦσαν καὶ τὸν Μᾶρκο, γιὰ νὰ τὸν θανατώσουν. Ὁ Μᾶρκος, ὅμως, διέφυγε καὶ τὸν καταδίωξαν μέχρι τοὺς Λέδρους (σημ. Λευκωσία). Βρίσκοντας ἐκεῖ μιὰ σπηλιά, μπῆκε μέσα καὶ ἔμεινε κρυμμένος γιὰ τρεῖς μέρες. Μετὰ ἀπὸ τρεῖς μέρες ἔφυγε ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο καί, περνώντας μέσα ἀπὸ τὰ βουνά, ἦρθε στὸν Λιμνήτη. Μαζί του ἦταν ὁ Τίμων καὶ ὁ Ρόδων.
8. Ὅταν ἔφτασαν στὴν κώμη τοῦ Λιμνήτη, συνάντησαν τὸν μακάριο Αὐξίβιο, ὁ ὁποῖος πρόσφατα εἶχε φτάσει ἐκεῖ ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ὅταν, λοιπόν, συναντήθηκαν, ρώτησε ὁ Μᾶρκος τὸν Αὐξίβιο: «Ἀπὸ ποιά πόλη κατάγεσαι;» Αὐτὸς ἀπάντησε: «Ἀπὸ τὴ μεγάλη πόλη τῆς Ρώμης, καὶ ἔχω ἔλθει ἐδῶ, γιὰ νὰ γίνω χριστιανός.» Ὁ ἀπόστολος, βλέποντας ὅτι εἶχε πόθο γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ ὅτι ἦταν ἄνδρας πιστὸς καὶ λόγιος, τὸν κατήχησε ἐπαρκῶς. Καί, ἀφοῦ τὸν δίδαξε τὸν λόγο τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ, κατέβηκε στὴν πηγὴ καὶ τὸν βάπτισε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅταν τὸν βάπτισε, ἐπέθεσε τὰ χέρια του ἐπάνω του καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο.
Ἔπειτα τὸν χειροτόνησε ἐπίσκοπο καί, ἀφοῦ τὸν δίδαξε πῶς πρέπει νὰ κηρύττει τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, τὸν ἔστειλε στὴν πόλη τῶν Σολίων, δίνοντάς του τὶς ἑξῆς ὁδηγίες: «Ἐπειδὴ ἡ πόλη εἶναι γεμάτη εἴδωλα καὶ οἱ κάτοικοι δὲν δέχτηκαν ἀκόμη τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ βρίσκονται στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων, νὰ κάνεις αὐτὸ ποὺ σοῦ λέω: Κανεὶς νὰ μὴ μάθει γιὰ ἕνα χρονικὸ διάστημα ὅτι εἶσαι χριστιανός, ἀλλὰ νὰ ὑποκριθεῖς ὅτι ἀσπάζεσαι τὴ θρησκεία τους. Καί, καθὼς περνᾶ ὁ καιρός, νὰ ἀρχίσεις νὰ τοὺς μιλᾶς συγκεκαλυμμένα σὰν σὲ νήπια, προσφέροντάς τους γάλα, ὥσπου νὰ ὡριμάσουν πνευματικὰ καὶ νὰ μποροῦν νὰ πάρουν στέρεη τροφή.» Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ περισσότερα ὁ ἀπόστολος στὸν Αὐξίβιο, τὸν χαιρέτησε καὶ ἀναχώρησε εἰρηνικά. Ὁ δὲ Μᾶρκος, βρίσκοντας κάποιο πλοῖο αἰγυπτιακό, ἀνέβηκε σ᾽αὐτὸ (μὲ τὴ συνοδεία του), ἀπέπλευσαν καὶ ἔφτασαν στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ κήρυττε τὸ εὐαγγέλιο καὶ δίδασκε γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
9. Ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἔφυγε ἀπὸ τὸν Λιμνήτη καὶ κατὰ τὴν πορεία του ζητῶντας διαρκῶς ὁδηγίες ἔφτασε στοὺς Σόλους. Κοντὰ στὶς πύλες τῆς πόλης, πρὸς τὰ δυτικά, ὑπῆρχε ἕνας ναὸς τοῦ Δία, τοῦ ψεύτικου θεοῦ τους, στὸν ὁποῖο κατοικοῦσε καὶ ἕνας ἱερέας. Καθὼς λοιπὸν περνοῦσε ὁ μακάριος Αὐξίβιος ἀπὸ τὸν τόπο ἐκεῖνο, τὸν εἶδε ὁ ἱερέας τοῦ Δία ὅτι ἦταν ξένος, τὸν πῆρε στὸ σπίτι του, τὸν φιλοξένησε μὲ καλοσύνη καὶ τοῦ ἔκανε τὸ τραπέζι. Ὁ Αὐξίβιος, λοιπόν, τὴ μέρα ἐκείνη ἔμεινε κοντά του. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ ἱερέας τὸν ρώτησε: «Ἀπὸ ποῦ ἔρχεσαι καὶ γιὰ ποιό λόγο ἦλθες στὰ μέρη μας;» Ὁ ἅγιος Αὐξίβιος τοῦ ἀπάντησε: «Εἶμαι ἀπὸ τὴ Ρώμη. Ἐπειδὴ ὅμως μοῦ παρουσιάστηκε ἡ ἀνάγκη νὰ μεταβῶ στὴν Παλαιστίνη, ἔφθασα καθοδὸν στὸν Λιμνήτη καί, μαθαίνοντας ὅτι ἡ διαμονὴ στοὺς Σόλους εἶναι καλὴ καὶ ἔτσι ζητώντας ὁδηγίες, ἔφθασα ἐδῶ καὶ σκοπεύω νὰ μείνω μετὰ χαρᾶς. Ἀλλά, ἂν θέλεις νὰ μὲ βοηθήσεις, ἄφησέ με νὰ μείνω κοντά σου, μέχρι νὰ βρῶ τόπο, γιὰ νὰ κατοικήσω.» Αὐτὸς τοῦ εἶπε: «Μεῖνε, νὰ εἶσαι καλά.»
10. Ἔμεινε, λοιπόν, σ᾽ἐκεῖνο τὸν τόπο, ποὺ ὀνομαζόταν τοῦ Διὸς γιὰ ἀρκετὸ καιρό, χωρὶς νὰ φανερώσει ὅτι εἶναι χριστιανός, ἀλλὰ ὑποκρινόταν ὅτι ἀσπαζόταν τὴ θρησκεία τους, σκεπτόμενος μέσα του: «Ἐὰν ὁ διάβολος μετασχηματίζεται σὲ ἄγγελο φωτός, γιὰ νὰ παρασύρει πρὸς τὸν ἑαυτό του ὅσους τὸν πιστέψουν καὶ νὰ τοὺς μεταφέρει ἀπὸ τὸ φῶς στὸ σκοτάδι λέγοντάς τους ὡραῖα καὶ πλαστὰ λόγια, ὅπως ἀκριβῶς κάνουν καὶ οἱ ὑπηρέτες του, πόσο μᾶλλον ἐμεῖς ἔχουμε ὑποχρέωση νὰ γινόμαστε ὅμοιοι μὲ τοὺς ὁμοιοπαθεῖς μ᾽ ἐμᾶς ἀνθρώπους, γιὰ νὰ τοὺς ἀπομακρύνουμε ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ σκότους καὶ τοῦ διαβόλου καὶ νὰ τοὺς μεταθέσουμε στὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς ἐπιγνώσεως τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ;» Αὐτὰ σκεπτόμενος καὶ πράττοντας ὁ ὑπηρέτης τοῦ Θεοῦ Αὐξίβιος, ἔμενε στὸν προαναφερθέντα τόπο.
11. Ἀφοῦ πέρασαν λίγες μέρες, ὁ μακάριος Αὐξίβιος λέει στὸν ἱερέα: «Ἔχω νὰ σοῦ πῶ κάτι, ἀδελφέ.» Αὐτὸς τοῦ ἀπαντᾶ: «Πές μου». Καὶ τοῦ λέει: «Γιὰ ποιό λόγο λατρεύετε ὡς θεοὺς πράγματα, ποὺ εἶναι ξύλα καὶ πέτρες; Παρόλο ποὺ ἔχουν στόμα, ἐντούτοις δὲν μιλοῦν, ἂν καὶ ἔχουν μάτια δὲν βλέπουν, ἂν καὶ ἔχουν αὐτιὰ δὲν ἀκοῦνε καὶ οὔτε μποροῦν νὰ ὀσφρανθοῦν τὴ θυσία ποὺ τοὺς προσφέρετε. Αὐτὸς ὅμως, τὸν ὁποῖο οἱ χριστιανοὶ λατρεύουν, εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός, ὅπως ἔχω ἀκούσει ἀπὸ κάποιους χριστιανούς. Διότι, ὅπως ἀκούω, κάνει πολλὰ θαύματα.» Ἀφοῦ τὰ ἄκουσε αὐτὰ ὁ ἱερέας, ἔνιωσε κατάνυξη ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Αὐξιβίου καὶ ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν θυσίαζε στὰ εἴδωλα, ἀλλὰ στὸ ἑξῆς δεχόταν κατήχηση ἀπὸ τὸν μακάριο Αὐξίβιο. Γιὰ ἀρκετὸ χρόνο ὁ Αὐξίβιος ἐνεργοῦσε μὲ τὸν ἀκόλουθο τρόπο: ἔμπαινε στὴν πόλη κρυφά, δίδασκε μυστικά, ἔβγαινε πάλι καὶ ἔμενε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, στὸν προαναφερθέντα τόπο τοῦ Δία.
12. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Αὐξίβιος ζοῦσε σ᾽ ἐκεῖνο τὸν τόπο, ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος κήρυσσε στὴν Ἀλεξάνδρεια τὸ εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ πίστεψαν καὶ βαπτίστηκαν πολλοί, ὁ Μᾶρκος ἔφυγε ἀπὸ τὴν πόλη σὲ ἀναζήτηση τοῦ ἀποστόλου Παύλου. Ὅταν τὸν βρῆκε, ὑποκλίθηκε μπροστά του καὶ ὁ Παῦλος τὸν δέχτηκε μὲ πολὺ μεγάλη χαρά. Τότε ὁ Μᾶρκος διηγήθηκε στὸν Παῦλο μὲ λεπτομέρειες τὰ σχετικὰ μὲ τὸν Βαρνάβα καὶ μὲ ποιό τρόπο ὁλοκλήρωσε τὸν καλὸ δρόμο, μαρτυρώντας στὴ Σαλαμίνα. Τὸ γεγονός, ὅτι ὁ Παῦλος δέχτηκε μὲ χαρὰ τὸν Μᾶρκο, τὸ μαρτυρεῖ ὁ ἴδιος, γράφοντας τὰ ἑξῆς στὴν πρὸς Κολοσσαεῖς ἐπιστολή του: «Σᾶς στέλλει χαιρετισμοὺς ὁ Μᾶρκος, ὁ ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα.» Ἀκόμα στὴν πρὸς Τιμόθεον ἐπιστολή του ἀναφέρει: «Πᾶρε τὸν Μᾶρκο καὶ φέρε τον μαζί σου, γιατί μοῦ εἶναι χρήσιμος σὲ ὑπηρεσία.» Ὁ Μᾶρκος ἔμεινε, λοιπόν, μὲ τὸν Παῦλο ὡς τὸν θάνατο τοῦ τελευταίου.
13. Ὅταν ὁ Παῦλος πληροφορήθηκε, ὅτι ὁ Βαρνάβας κοιμήθηκε καὶ ὅταν συνειδητοποίησε ὅτι δὲν ὑπάρχει κανένας ἀπόστολος στὴν Κύπρο, γιὰ νὰ διδάσκει καὶ νὰ εὐαγγελίζεται τὸν Χριστό, ἔστειλε τὸν Ἐπαφρᾶ, τὸν Τυχικὸ καὶ κάποιους ἄλλους στὴν Κύπρο, στὸν ἀρχιεπίσκοπο τοῦ νησιοῦ, τὸν Ἡρακλείδη, στὸν ὁποῖο ἔγραψε νὰ τοποθετήσει τὸν Ἐπαφρᾶ ἐπίσκοπο στὴν Πάφο, τὸν Τυχικὸ στὴ Νεάπολη καὶ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ἄλλους σὲ διάφορες πόλεις. «Πήγαινε καὶ στὴν πόλη τῶν Σολίων», τοῦ ἔγραφε ἐπίσης, «καὶ ἀναζήτησε ἐκεῖ ἕνα Ρωμαῖο ἄνδρα, ποὺ ὀνομάζεται Αὐξίβιος. Αὐτὸν νὰ καταστήσεις ἐπίσκοπο τῶν Σόλων, ἀλλά, πρόσεξε, νὰ μὴν ἐπιθέσεις πάνω του τὰ χέρια σου προκειμένου νὰ τὸν χειροτονήσεις, γιατὶ ἔχει ἤδη ἀξιωθεῖ τῆς ἱερωσύνης, καθὼς χειροτονήθηκε ἀπὸ τὸν Μᾶρκο.»
14. Ὅταν ὁ μακάριος Ἡρακλείδης παρέλαβε τὴν ἐπιστολή, ποὺ τοῦ ἔστειλαν οἱ ἀπόστολοι καὶ τὴ διάβασε, ἀμέσως χωρὶς καμμία καθυστέρηση ἔκανε ὅσα τοῦ ὑποδεικνύονταν. Κατέβηκε, λοιπόν, στὴν πόλη τῶν Σόλων, ἀναζήτησε τὸν μακάριο Αὐξίβιο καὶ τοῦ εἶπαν σὲ ποιό τόπο μένει. Βγαίνοντας τότε ἀπὸ τὴν πόλη, πῆγε στὸν τόπο τὸν καλούμενο τοῦ Διὸς καὶ τὸν βρῆκε ἐκεῖ. Ἀφοῦ ἀσπάστηκε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, ὁ μακάριος Ἡρακλείδης, παίρνοντας πρῶτος τὸν λόγο, τοῦ λέει: «Αὐξίβιε, παιδί μου, κοντά σου μὲ ἔχουν στείλει οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ. Μέχρι πότε θὰ κρύβεσαι σ᾽ αὐτὸ τὸν τόπο καὶ δὲν θὰ ἐμφανίζεσαι; Μέχρι πότε θὰ κρύβεις τὸ λυχνάρι κάτω ἀπὸ τὸν μόδιο καὶ δὲν τὸ τοποθετεῖς ἐπιτέλους πάνω στὸν λυχνοστάτη τοῦ σταυροῦ, γιὰ νὰ φωτίσει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους αὐτῆς τῆς πόλης; Ἔλα, λοιπόν, νὰ φωτίσεις ὅσους βρίσκονται στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων. Ἔλα, νὰ γίνεις κήρυκας τῆς ἀλήθειας. Μέχρι πότε θὰ κρύβεις τὸ τάλαντο, ποὺ ἔλαβες ἀπὸ τὸν Κύριό σου; Κέρδησε ἑπταπλάσια ἀπὸ αὐτό, ποὺ ἔλαβες. Ἀγωνίσου κι ἐσύ, γιὰ νὰ ἀξιωθεῖς νὰ ἀκούσεις (ἀπὸ τὸν Κύριο): Εὖγε, καλὲ καὶ ἔμπιστε δοῦλε! Ἀποδείχτηκες ἀξιόπιστος στὰ λίγα χαρίσματα ποὺ σοῦ ἔδωσα, γι᾽ αὐτὸ θὰ σοῦ δώσω πολλά. Δέν ἄκουσες αὐτό, ποὺ λέει ἡ Ἁγία Γραφή, ὅτι, ὅσοι σπέρνουν μὲ δάκρυα, θὰ χαίρονται στὸν θερισμό; Σπεῖρε, λοιπόν, στὴν τωρινὴ κακοχειμωνιά, γιὰ νὰ θερίσεις μὲ χαρὰ καὶ εἰρήνη. Μὴ φοβηθεῖς αὐτούς, ποὺ σκοτώνουν τὸ σῶμα, ἀλλά, ἀντίθετα, αὐτόν, ποὺ μπορεῖ νὰ τιμωρήσει καὶ ψυχὴ καὶ σῶμα στὴν κόλαση. Γιατὶ αὐτὸς εἶπε: ‘‘Σᾶς στέλλω σὰν πρόβατα ἀνάμεσα στοὺς λύκους’’. Ἀλλοῦ πάλιν λέει: ‘‘Ἀκόμα κι ὅταν σᾶς σύρουν στὰ δικαστήρια ἐνώπιον ἀρχόντων καὶ βασιλιάδων, μὴν ἀγωνιᾶτε γιὰ τὸ τί θὰ πεῖτε ἢ πῶς θὰ τὸ πεῖτε. Γιατὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ σᾶς φωτίσει τί θὰ πρέπει νὰ πεῖτε’’.» Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ ἅγιος Ἡρακλείδης, πῆρε τὸν ὅσιο πατέρα Αὐξίβιο καὶ μπῆκαν στὴν πόλη. Καί, ἀφοῦ προσευχήθηκε, χάραξε στὴ γῆ ἕνα σχεδιάγραμμα ἐκκλησίας, μικρῆς μὲν στὸ μέγεθος, ἀλλὰ μεγάλης μὲ τὴ χάρη τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ λοιπὸν τοῦ δίδαξε ὅλο τὸν ἐκκλησιαστικὸ κανόνα, ὅπως τὸν εἶχε διδαχτεῖ κι αὐτὸς ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, τὸν ἐμπιστεύτηκε στὸν Κύριο. Κι ἀφοῦ τὸν ἀσπάστηκε, πῆρε τὸν δρόμο γιὰ τὴν πόλη του.
15. Ὁ Ἅγιος Αὐξίβιος ἀμέσως, χωρὶς καμμία καθυστέρηση, ἄρχισε νὰ οἰκοδομεῖ τὴν ἐκκλησία. Ὅταν τὴν τέλειωσε, μπαίνοντας μέσα καὶ πέφτοντας μπρούμυτα στὸ δάπεδο, ἄρχισε νὰ βοᾶ καὶ νὰ λέει μὲ δάκρυα: «Δέσποτα Θεὲ παντοκράτορα, ἐσύ, ποὺ δημιούργησες τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ, τὴ θάλασσα καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν σ᾽ αὐτά, ἐσύ, ποὺ ἔπλασες τὸν ἄνθρωπο παίρνοντας χῶμα τῆς γῆς καὶ ποὺ τὸν τίμησες, δίνοντάς του την εἰκόνα Σου καὶ πού, ὅταν ἀπατήθηκε καὶ νεκρώθηκε ἀπὸ τὸν φθόνο τοῦ διαβόλου, δὲν τὸν ἐγκατέλειψες ποτέ, ἀγαθέ, ἀλλὰ ἀπέστειλες σ᾽ ἐμᾶς τὸν Υἱό σου τὸν μονογενῆ, γιὰ νὰ σώσει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων. Καὶ ἐσύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, πού, διὰ τοῦ Τιμίου σου Σταυροῦ νίκησες τὶς ἀρχὲς καὶ τὶς ἐξουσίες τοῦ διαβόλου, ποὺ ἔδωσες δύναμη ἐξ ὕψους στοὺς ἁγίους σου ἀποστόλους, καὶ τοὺς ἔδωσες ἐξουσία νὰ πατοῦν πάνω σὲ φίδια καὶ σκορπιοὺς καὶ νὰ κυριαρχοῦν πάνω σὲ ὅλη τὴ δύναμη τοῦ ἐχθροῦ, δυνάμωσε καὶ ἐμένα τὸν δοῦλο σου, καὶ δῶσε μου πολὺ θάρρος, νὰ κηρύττω ἄφοβα τὸν λόγο σου. Ἐμφύτευσε, Δέσποτα, στὴν καρδιὰ αὐτοῦ τοῦ λαοῦ σου τὸν θεῖο φόβο σου. Φώτισέ τους μὲ τὴ χάρη Σου, ὥστε, ἀφοῦ ἀποδεσμευτοῦν ἀπὸ τὴν πλάνη τοῦ διαβόλου, νὰ γνωρίσουν Ἐσένα τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεό, καθὼς κι ἐκεῖνον, ποὺ ἔστειλες στὸν κόσμο, τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Στεῖλε, Δέσποτα, τὸ Ἅγιο σου Πνεῦμα, νὰ κατοικήσει στὸν ἅγιο τοῦτο οἶκο, ποὺ οἰκοδομήθηκε στὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιο. Κράτησε αὐτὸ τὸν οἶκο στερεὸ στὴν πίστη σου μέχρι τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου. Διότι, ἐσὺ εἶπες Κύριε: Πάνω σ᾽αὐτὴ τὴν πέτρα θὰ οἰκοδομήσω τὴν ἐκκλησία μου καὶ δὲν θὰ τὴν κατανικήσουν οἱ δυνάμεις τοῦ ἅδη. Φέρε, Κύριε, τὴν ποίμνη σου, ποὺ πλανήθηκε, πίσω στὴν ἁγία σου αὐτὴ μάνδρα, ἐσὺ ὁ καλὸς ποιμένας, ὁ ὁποῖος θυσίασες τὴ ζωή σου γιὰ χάρη τῶν προβάτων σου. Ἅπλωσε τὴν παντοδύναμή σου δεξιά, τὸν βραχίονά σου τὸν δυνατό καὶ φοβερὸ καὶ ἀόρατο, καὶ μὲ τὴ ράβδο τοῦ τιμίου σου σταυροῦ δίωξε τὸν αἱμοβόρο λύκο ἀπὸ τὴν ἀγέλη σου, Δέσποτα. Ὅσους ἔχουν πλανηθεῖ συγκέντρωσέ τους, γιὰ νὰ γίνει μία ποίμνη, ἕνας ποιμένας. Ὁδοποίησε δὲ καὶ γιὰ μένα τὸν δρόμο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος μὲ τὴν εὐσπλαχνία σου, μὲ τὸ νὰ ἁπλώνω τὸ χέρι μου καὶ νὰ ἐνεργοῦνται σημεῖα καὶ θαύματα, στὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, μὲ τὸν ὁποῖο, μαζὶ μὲ τὸ Ἅγιο καὶ ἀθάνατό σου Πνεῦμα, σοῦ ἁρμόζει δόξα, τιμὴ καὶ κράτος, τώρα, καὶ πάντοτε, καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων· ἀμήν.»
16. Ὅταν τελείωσε τὴν προσευχή του καὶ ἀφοῦ σηκώθηκε ἀπὸ τὸ δάπεδο, πῆγε σὲ δημόσιο χῶρο τῆς πόλης καὶ ἄρχισε νὰ διδάσκει γιὰ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Γύρω του τότε συγκεντρώθηκε πολὺς κόσμος, καί, παίρνοντας τὸν λόγο ὁ μακάριος Αὐξίβιος, τοὺς δίδασκε μὲ τὰ ἑξῆς: «Ἄνδρες, ἀδελφοὶ καὶ πατέρες, ἀκοῦστε με καὶ πιστέψετε στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, τὸν ὁποῖο σᾶς κηρύττω. Διότι αὐτὸς σώζει ὅλους ὅσοι πιστεύουν σ᾽ αὐτόν. Λάβετε φῶς γνώσεως Θεοῦ. Σηκῶστε ψηλὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς σας. Ἐγκαταλεῖψτε τὸν τρόπο ζωῆς, ποὺ κληρονομήσατε ἀπὸ τοὺς προγόνους σας, καὶ γνωρίστε τὸν ἀληθινὸ Θεό, τὸν δημιουργὸ τῶν πάντων, αὐτόν, ποὺ μπορεῖ νὰ σώσει τὶς ψυχές σας.» Αὐτὰ διδάσκοντας καὶ κηρύσσοντας δημόσια, ἔπεισε πολλοὺς μὲ τὴν καλή του διδασκαλία, νὰ ἐγκαταλείψουν τὴ μάταια πλάνη τῶν εἰδώλων καὶ νὰ πιστέψουν στὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Τοῦ δόθηκε μάλιστα ἡ χάρη ἀπὸ τὸν Θεό, νὰ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς καὶ νὰ διώχνει δαιμόνια. Ἡμέρα μὲ τὴν ἡμέρα λοιπὸν αὐξανόταν ὁ κόσμος, ποὺ πίστευε στὸν Κύριο, καὶ βαπτίζονταν στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐξομολογούμενοι τὶς ἁμαρτίες τους. Ὅσοι μάλιστα εἶχαν ἀρρώστους, τοὺς ἔφερναν στὸν μακάριο Αὐξίβιο κι ἐκεῖνος ἀκουμποῦσε τὰ χέρια του ἐπάνω τους καὶ τοὺς θεράπευε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου μας. Ὅταν τὰ ἔμαθαν αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι τῶν περιχώρων, πήγαιναν στὴν πόλη, παίρνοντας μαζὶ τοὺς ἀσθενεῖς τους, καὶ τοὺς θεράπευε ὅλους μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς ἀχράντου καὶ ζωοποιοῦ Τριάδος. Αὐτοί, στὴ συνέχεια, πίστευαν καὶ βαπτίζονταν.
17. Ἦταν τότε κάποιος ἄνδρας ἀπὸ τὸ χωριό, ποὺ ἐκαλεῖτο Σολοποτάμιο, μὲ τὸ ὄνομα Αὐξίβιος. Αὐτός, ἐπειδὴ ἄκουσε γιὰ τὸν μακάριο Αὐξίβιο, γιὰ τὴ διδασκαλία καὶ τὴν ἀρετή του, πῆγε σ᾽ αὐτόν, πρόσπεσε στὰ πόδια του καὶ τὸν παρακαλοῦσε λέγοντας: «Πάτερ, δῶσε μου τὴ σφραγίδα τοῦ Χριστοῦ.» Ὁ δὲ τίμιος καὶ ὅσιος ἀρχιερέας τοῦ Χριστοῦ Αὐξίβιος, ἀντλώντας χωρία ἀπὸ τὶς θεῖες Γραφές, τὸν δίδαξε γιὰ τὸν Πατέρα, τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὸν βάπτισε στὸ ὄνομα τῆς ἁγίας καὶ ὁμοουσίου Τριάδος. Ἔκτοτε, ὁ Αὐξίβιος ἀπὸ τὴ Σολοποταμία ἔμεινε μαζὶ μὲ τὸν ὅσιο πατέρα Αὐξίβιο ὅλο τὸν χρόνο τῆς ζωῆς του καὶ διδασκόταν ἀπὸ αὐτόν. Ἔγινε δὲ κι αὐτὸς θαυμαστὸς ἄνδρας, προκόπτοντας στὴ σοφία καὶ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀκολουθώντας τὰ ἴχνη τοῦ καλοῦ διδασκάλου, πορευόμενος μὲ τὸν φόβο τοῦ Θεοῦ καὶ μιμούμενος τὸν διδάσκαλό του σὲ ὅλα.
18. Μιὰ μέρα ὁ Αὐξίβιος, ὁ μαθητὴς τοῦ ἁγίου Αὐξιβίου, βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη πρὸς τὰ ἀνατολικά, κατευθυνόμενος γιὰ τὸν τόπο, τὸν καλούμενο «τοῦ Ταρίχου», πρὸς ἀναψυχή. Καί, πηγαίνοντας κοντὰ σ᾽ ἕνα δέντρο, κάθισε στὴ σκιά του, καί, ξαπλώνοντας, κοιμήθηκε. Ξαφνικὰ πλῆθος μυρμήγκια σχημάτισαν κύκλο γύρω ἀπὸ τὴν κεφαλή του, σὰν νὰ τὸν στεφάνωναν. Ἐρχόμενος λοιπὸν ὁ μακάριος Αὐξίβιος καὶ βλέποντας τοῦτο, θαύμασε. Καὶ κράτησε μέσα στὴν καρδιά του ὅλα αὐτά, ποὺ εἶδε. Γιατὶ τὰ μυρμήγκια σημαίνουν τὴ διέγερση τοῦ ὀκνηροῦ νοῦ πρὸς τὴν ἐπιθυμία ἀγαθῶν ἔργων, ὅπως λέει ὁ Σολομών: «Πήγαινε, τεμπέλη, στὸ μυρμήγκι, καὶ μιμήσου τὶς πράξεις του.» Κι ἐκεῖνο τὸ στεφάνι προμήνυε τὴν ἀξία τῆς ἱερωσύνης. Γιατὶ ὁ μαθητὴς ἐπρόκειτο νὰ καθίσει στὸν θρόνο τοῦ καλοῦ διδασκάλου καὶ ποιμένα. Καί, ἀφοῦ ξύπνησε τὸν μαθητή, μπῆκε στὴν ἐκκλησία. Κι ὁ μαθητὴς ὑπάκουε σὲ ὅλα στὸν διδάσκαλό του καὶ τὸν ὑπηρετοῦσε ὅπως ὁ καλὸς δοῦλος τὸν κύριό του.
19. Ὁ μακάριος Αὐξίβιος δὲν σταματοῦσε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ μέρα καὶ νύχτα γιὰ τὴ σωτηρία καὶ τὴ μετάνοια τοῦ λαοῦ καὶ δίδασκε ἀδιαλείπτως. Ἔτσι, ἡ ποίμνη τοῦ Χριστοῦ προόδευε καὶ αὐξανόταν μέρα μὲ τὴ μέρα, ἐνῶ ἡ ποίμνη τοῦ ἐχθροῦ μέρα μὲ τὴ μέρα ἐλαττωνόταν.
20. Ὅταν τὰ πληροφορήθηκε αὐτὰ ὁ Θεμισταγόρας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ μακαρίου Αὐξιβίου, πῆγε στοὺς Σόλους μαζὶ μὲ τὴ γυναίκα του, τὴ μακαρία Τιμώ. Ἦταν δὲ καὶ αὐτὴ θαυμαστὴ καὶ ἐνάρετη. Ἀφοῦ ἀνέβηκαν στὴν ἐκκλησία, ἀσπάστηκαν τὸν Αὐξίβιο καὶ χάρηκαν πολύ, ποὺ τὸν συνάντησαν. Παρέμειναν λοιπὸν στὸ ἐπισκοπεῖο καὶ διδάσκονταν ἀπὸ τὸν μακάριο Αὐξίβιο, ὁ ὁποῖος καὶ τοὺς βάπτισε κατόπιν στὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Χειροτόνησε δὲ διάκονο τῆς ἁγίας ἐκκλησίας τὸν μακάριο Θεμισταγόρα, καθὼς καὶ τὴ γυναίκα του διακόνισσα. Διότι, ἀπὸ τὴ στιγμή, ποὺ ἔλαβαν τὸ ἅγιο βάπτισμα, χώρισαν ἐκ συμφώνου μεταξύ τους ἀπὸ τὴ σαρκικὴ μείξη χάρη τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ στὸ ἑξῆς ζοῦσαν σὰν ἀδέλφια, φτάνοντας καὶ οἱ δύο στὴν ἀπάθεια.
21. Ἀφοῦ πλέον ἐπιφοίτησε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στὴν πόλη τῶν Σολίων καὶ σχεδὸν ὅλοι πίστεψαν στὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, διὰ μέσoυ τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁσίου πατέρα μας καὶ ἀρχιεπισκόπου Αὐξιβίου καὶ τὴ συνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὁ ἅγιος Αὐξίβιος συνειδητοποίησε ὅτι ἡ ἐκκλησία ἦταν πιὰ μικρὴ γιὰ τοὺς πιστούς. Σκέφτηκε τότε νὰ οἰκοδομήσει μεγαλύτερη ἐκκλησία στὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καί, γονατίζοντας, προσευχήθηκε νὰ τὸν βοηθήσει ὁ Θεός. Κι ἀφοῦ σηκώθηκε, ἔκανε εὐχὴ καὶ χάραξε τὸ σχεδιάγραμμα τῆς ἁγίας ἐκκλησίας. Μὲ τὴν εὐλογία λοιπὸν καὶ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἀνήγειρε αὐτὸ τὸν μεγάλο καὶ θαυμαστὸ ναό, αὐτὴ τὴν ἁγία καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ ἐκκλησία, στολίζοντάς την μὲ κάθε στολίδι, σὰν νύμφη Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ μας.
22. Τὶ καλὸς ποιμένας καὶ διδάσκαλος, ποὺ ποίμανε καλὰ τὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ! Τὶ φωτεινὸς φωστήρας, ποὺ φώτισε αὐτοὺς ποὺ κατοικοῦσαν στὸ σκοτάδι τῆς πλάνης τῶν εἰδώλων! Τὶ ἔμπειρος γιατρός, ποὺ γιάτρεψε μὲ τὴν ἐπίκληση τῆς Ἁγίας Τριάδος ὅσους πληγώθηκαν ἀπὸ τὸν διάβολο! Διότι δὲν γιάτρευε μόνο τὰ σωματικὰ πάθη, ἀλλὰ γιάτρευε μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ τὰ κρυφὰ τραύματα τῆς ψυχῆς, διορθώνοντας τοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμοὺς καὶ καθετί, ποὺ ὀρθώνεται μὲ ἀλαζονεία ἐναντίον τῆς γνώσης του Θεοῦ, μιμούμενος τὸν Παῦλο, ὁ ὁποῖος γιὰ τοὺς πάντες ἔγινε τὰ πάντα, ἔτσι ὥστε νὰ τοὺς σώσει ὅλους, ἀντικρίζοντας τὸν θάνατο κάθε μέρα γιὰ χάρη τοῦ Χριστοῦ, ποὺ πέθανε καὶ ἀναστήθηκε γι᾽ αὐτόν. Ὁ μακάριος αὐτὸς ἄνθρωπος ἄσκησε τὴν παρθενία, σταματώντας τὸν δρόμο τοῦ ἥλιου (ἀνακόπτοντας δηλ. τὴ συνηθισμένη πορεία τῆς ἀνθρώπινης ζωῆς). Τὴν παρθενικὴ ζωή του ἐνίσχυσε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία, ἐνδυναμωμένος ἀπὸ τὴν πίστη καὶ καθοδηγούμενος ἀπὸ τὴν ἐλπίδα, καὶ τὴν τελειοποίησε μὲ τὴν ἀγάπη. Αὐτὴ (τὴν παρθενία) ἀγάπησε ὁ Αὐξίβιος, τὴν τίμησε καὶ ἀπ᾽ αὐτὴ τιμήθηκε καὶ τρύγησε τοὺς καρποὺς τῶν κόπων του καὶ στὴν ἐπίγεια ζωή. Ἐπειδὴ τίμησε τὴν ἱερωσύνη, τοῦ δόθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁ ὑψηλὸς αὐτὸς θρόνος (τῆς ἐπισκοπῆς τῶν Σόλων). Φόρεσε χιτώνα, ποὺ ἔφτανε ὡς τὰ πόδια του, ὅπως ὁ δοῦλος. Ἡ κεφαλή του στολίσθηκε μὲ τὸ στεφάνι τῆς εὐπρεπείας. Ὁ Θεὸς τοῦ ἐμπιστεύτηκε τὴν ἐκκλησία, ὡς νύμφη παρθένο, καὶ ἔτσι γίνεται νυμφίος της κατὰ χάριν. Ἔσπειρε στὸν ἀγρὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, καὶ γι᾽ αὐτὸ θερίζει ὡς καρπὸ τοῦ Πνεύματος τὴν αἰώνια ζωή.
23. Ποιός λοιπὸν δὲν θὰ θαυμάσει, ἀγαπητοί, καὶ δὲν θὰ ἐπαινέσει τὸν γενναῖο ἀθλητὴ τοῦ Χριστοῦ, πῶς μόνος πυγμάχησε καὶ νίκησε τὸν ἐχθρὸ καὶ ἅρπαξε ἀπὸ τὰ χέρια του μεγάλο τρόπαιο; Γιατὶ ὁ ἐχθρὸς τοὺς εἶχε ὅλους ὑπόδουλους. Διότι, ὅταν ὁ Ἅγιος μπῆκε στὴν πόλη, δὲν ὑπῆρχε κανένας χριστιανὸς καὶ τοὺς ἔκανε ὅλους χριστιανοὺς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ἕνας στρατηγός, σταλμένος ἀπὸ τὸν βασιλιὰ ἐνάντια σὲ πόλη ποὺ ἔχει ἐξεγερθεῖ, πρῶτα στέλλει κατασκόπους, μετὰ ἐνεδρεύει ἔξω ἀπὸ τὴν πόλη, παρατηρώντας τὰ χαρακτηριστικά της, μέχρι νὰ τὴν κατακτήσει καὶ νὰ τὴν ὑποτάξει στὸν βασιλιά, ἔτσι ἔκανε καὶ ὁ μακάριος Αὐξίβιος. Γιατί, ὅταν στάλθηκε ἀπὸ τὸν ἐπουράνιο βασιλιὰ σ᾽ αὐτὴ τὴν πόλη, γιὰ νὰ πολεμήσει τὸν ἐχθρό, στὴν ἀρχὴ δὲν ἔμπαινε φανερὰ στὴν πόλη, ἀλλὰ ἔμπαινε ὡς κατάσκοπος, φορώντας τὸ ἴδιο ἔνδυμα μὲ τοὺς ἀλλόθρησκους, ἔχοντας ὅμως μέσα στὴ φαρέτρα τῆς καρδιᾶς κρυμμένο τὸ ὅπλο τοῦ σταυροῦ καί, περιερχόμενος τοὺς χώρους λατρείας τους, ἀμέσως ἔπειτα ἀναχωροῦσε ἀπὸ τὴν πόλη. Αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ ἀρκετὸ χρόνο. Καὶ τὸ πιὸ θαυμαστὸ ἦταν ὅτι, ἐνῶ διέμενε στὸν ναὸ τοῦ ἐχθροῦ, δηλαδὴ τοῦ Δία, ἀπὸ ἐκεῖ ἀκριβῶς ἔκανε τὴν ἀρχὴ τῆς νίκης του. Γιατὶ πράγματι κατήχησε τὸν ἱερέα τοῦ Δία καὶ τὸν βάπτισε κρυφὰ καὶ κατέστρεψε τὸν ναὸ τῶν εἰδώλων. Ἔπειτα, μὲ παρρησία πλέον, μπαίνοντας στὴν πόλη σὰν γενναῖος στρατιώτης, σήκωσε τὰ χέρια στὸν οὐρανό, ἀναδεικνύοντας τὸν ἑαυτό του τύπο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὅπως ἔκανε ὁ μέγας Μωυσῆς, καί, κατατρόπωσε ἀπὸ τὴ μιὰ τὸν νοητὸ Ἀμαλήκ, δηλαδὴ τὸν διάβολο, ἐλευθέρωσε δὲ καὶ ἀπολύτρωσε αὐτούς, ποὺ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία του, ὁδηγώντας τους ἀπὸ τὸ σκοτάδι στὸ θαυμαστὸ φῶς τῆς βαθειᾶς γνώσης τοῦ Υἱοῦ του Θεοῦ καὶ τοὺς ὑπέταξε στὸν ἐπουράνιο βασιλιά.
24. Ἀφοῦ λοιπὸν κατόρθωσε τὰ πάντα μὲ καλὸ τρόπο κι ἔγινε κήρυκας τῆς ἀλήθειας καὶ τίμησε τὴν ἱερωσύνη γιὰ πενήντα περίπου χρόνια, κι ἀφοῦ φώτισε πολλοὺς μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστό, ἔφθασε κοντὰ στὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Ἀφοῦ τότε προσκάλεσε ὅλο τὸν τίμιο του κλῆρο, τοὺς εἶπε: «Πατέρες καὶ ἀδελφοὶ καὶ παιδιά μου ἀγαπημένα, προσέξτε αὐτά, ποὺ τώρα θὰ σᾶς πῶ. Ἐγὼ τώρα πιὰ παίρνω τὸν δρόμο τῶν πατέρων μου (πρόκειται νὰ ἀποθάνω), ὅπως ὅλοι ποὺ ἔζησαν πάνω στὴ γῆ. Προσέχετε τὸν ἑαυτό σας, παιδιά μου. Μείνετε στέρεοι στὴν πίστη. Μὴν ἀφήσετε κανένα νὰ σᾶς ἐξαπατήσει μὲ κούφια λόγια. Ἐσεῖς οἱ ἴδιοι γνωρίζετε, πόσες θλίψεις ὑπέμεινα στὴν πόλη αὐτή, προσευχόμενος στὸν Θεὸ νύχτα καὶ ἡμέρα νὰ μοῦ δώσει χάρη στὸν λόγο, ὥστε ἄφοβα καὶ μὲ σαφήνεια νὰ διακηρύττω τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας, ποὺ προσφέρει ὁ Χριστός. Καὶ ὁ ἀψευδὴς Θεὸς δὲν μὲ ἁγνόησε, ἀλλὰ μὲ βοήθησε. Τώρα, ἀδελφοί, σᾶς ἐμπιστεύομαι στὸν Κύριο καὶ στὸ κήρυγμα ποὺ σᾶς ἀποκάλυψε ἡ χάρη Του. Αὐτὸς μπορεῖ νὰ σᾶς κάνει ὥριμους στὴν πίστη καὶ νὰ σᾶς δώσει τὴν ἐπουράνια ζωὴ μαζὶ μὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἔχουν γίνει δικοί Του. Νὰ εἶστε σταθεροὶ καὶ νὰ μείνετε πιστοὶ στὶς διδασκαλίες, τὶς ὁποῖες παραλάβατε ἀπὸ μένα. Κι αὐτόν, ποὺ διάλεξε ὁ Θεὸς γιὰ ἱερέα, ἀπὸ ἐσᾶς προῆλθε καὶ μαζί σας μένει, γιὰ νὰ σᾶς ὑπηρετεῖ.» Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ καὶ περισσότερα ἀπὸ αὐτά, πῆρε κοντά του τὸν θεοτίμητο μαθητή του Αὐξίβιο, τὸν ἀσπάστηκε καὶ εἶπε: «Ἐσένα διάλεξε ὁ Θεὸς γιὰ ἱερέα (ἐπίσκοπο)· ἐσὺ θὰ εἶσαι ὁ ποιμένας τῆς ποίμνης του Χριστοῦ, ποὺ τὴν ἔκανε δική Του μὲ τὸ αἷμα Του.» Ἔπειτα τοὺς ἀσπάστηκε ἕνα πρὸς ἕνα. Τὴν τρίτη μέρα ἀκούστηκε σὲ ὅλη τὴν πόλη, ὅτι «ὁ πατὴρ ἡμῶν Αὐξίβιος πρόκειται νὰ ἐγκαταλείψει τὸν ἀνθρώπινο βίο», καὶ συγκεντρώθηκαν ὅλοι μὲ κλάματα καὶ ὀδυρμοὺς στὴν ἐκκλησία. Ἀφοῦ λοιπὸν τοὺς ἀσπάστηκε ὅλους, παρέδωσε τὸ πνεῦμα ἐν εἰρήνῃ στὸν Κύριο.
25. Ἀφοῦ λοιπὸν τέλεσαν τὴν κηδεία του μὲ κάθε ἐπιμέλεια, ἔλαβαν τὸ λείψανο τοῦ ὁσίου καὶ παμμακάριστου πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀρχιερέως Αὐξιβίου ἄντρες εὐλαβεῖς καὶ τὸ τοποθέτησαν στὴ λάρνακα, τὴν ὁποία εἶχε ἑτοιμάσει ὁ ἴδιος ὁ μακάριος γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ ἔξω ἀπὸ τὴν ὁποία εἶχε γράψει τὰ ἑξῆς: «Σᾶς ἐξορκίζω στὸ ἅγιο σῶμα καὶ αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: κανεὶς νὰ μὴν ξεσκεπάσει τὴ λάρνακα αὐτή, μέχρις ὅτου κοιμηθεῖ ὁ ἀδελφός μου Θεμισταγόρας.» Μετὰ τὴν κατάθεση λοιπὸν τοῦ λειψάνου τοῦ ὁσίου πατρὸς στὴ λάρνακα, ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἐπιφοίτησε ἀμέσως στὰ ἅγια λείψανά του καὶ ἀνέβλυσαν πηγὲς ἰάσεων. Πολλοὶ πράγματι θεραπεύτηκαν ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἀπὸ ποικίλες ἀρρώστειες καὶ ἀπὸ ἀκάθαρτα πνεύματα.
26. Ὅταν ἄκουσαν καὶ οἱ κάτοικοι τῶν περιχώρων, ἄνδρες καὶ γυναῖκες, γιὰ τὴ δωρεὰ τῶν θεραπειῶν, ποὺ γίνονταν ἀπὸ τὰ λείψανα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν, ἔρχονταν στὴν πόλη χωρὶς καθυστέρηση, ἐκεῖ ὅπου βρισκόταν τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ὁσίου πατρός, καὶ ὅλοι θεραπεύονταν μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἁγίου. Ἄκουσαν καὶ οἱ ἄνδρες κάτοικοι τῆς Πάφου, ὅτι γίνονται πολλὲς θεραπεῖες διὰ τοῦ ἁγίου παμμάκαρος πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αὐξιβίου. Μαζεύτηκαν λοιπὸν σαράντα ἄνδρες, ποὺ τοὺς βασάνιζαν πονηρὰ πνεύματα καί, ξεκινῶντας ἀπὸ τὴν Πάφο, ἄρχισαν νὰ βαδίζουν πρὸς τὴν πόλη τῶν Σολίων. Κι ὅταν εἶχαν φθάσει σὲ κάποιο τόπο, ποὺ ἀπεῖχε περὶ τὰ δεκαπέντε ρωμαϊκὰ μίλια ἀπὸ τὴν πόλη, τοὺς ἐμφανίστηκε ὁ ἅγιος Αὐξίβιος καί, ἐκδιώκοντας ἀπ᾽ αὐτοὺς τὰ πονηρὰ πνεύματα, τοὺς γιάτρεψε ὅλους μὲ τὴ χάρη, ποὺ τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός. Οἱ ἄνδρες αὐτοί, ὅταν αἰσθάνθηκαν τὴ θεραπεία τους, ὅτι δηλαδὴ εἶχαν καθαρισθεῖ ἀπὸ τὰ ἀκάθαρτα πνεύματα μὲ τὴν ἐπισκίαση τοῦ Αὐξιβίου, πῆγαν τρέχοντας στοὺς Σόλους καὶ διηγήθηκαν ὅλα ὅσα τοὺς συνέβησαν στὸν δρόμο. Ὅλοι, ὅσοι τὰ ἄκουσαν αὐτά, δόξασαν τὸν Θεό, ποὺ ἔδωσε τέτοια χάρη στὸν δοῦλο του. Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασαν οἱ ἄνδρες ποὺ γιατρεύτηκαν στὸν τόπο, ὅπου βρίσκεται τὸ λείψανο τοῦ ὁσίου πατρὸς καί, ἀφοῦ γονάτισαν μπροστὰ στὴ σορὸ καὶ προσκύνησαν, ἀνέπεμψαν εὐχαριστήριους ὕμνους στὸν Θεό, ποὺ δόξασε τὸν ὑπηρέτη του. Στὴ συνέχεια ἀναχώρησαν μὲ εἰρήνη γιὰ τὴν πόλη τους. Ἐξαιτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος, οἱ Πάφιοι τιμοῦν τὴν ἁγία μνήμη τοῦ ὁσίου πατρὸς μέχρι σήμερα.
27. Βλέποντας ὁ μακάριος Θεμισταγόρας τὰ θαύματα, ποὺ γίνονταν στὸν τόπο ὅπου βρίσκεται τὸ λείψανο τοῦ ἁγίου πατρὸς ἡμῶν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αὐξιβίου καὶ ὅτι ἀνάβλυζε ἀσταμάτητα (ἰάσεις) ἡ ἁγία του λάρνακα σὰν ἀστείρευτη πηγή, θεώρησε τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο νὰ τοποθετηθεῖ μαζὶ μὲ τὸν μακάριο Αὐξίβιο στὴ λάρνακα καὶ γι᾽ αὐτὸ ἐξόρκισε τοὺς κληρικοὺς τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας, λέγοντας: «Μετὰ τὸν θάνατό μου, κανεὶς νὰ μὴν τολμήσει νὰ ἀνοίξει τὴ λάρνακα τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Αὐξιβίου γιὰ χάρη μου.» Ἐξαιτίας αὐτοῦ μέχρι σήμερα ἔμεινε ὡς εἶχε ἡ ἁγία λάρνακα, χωρὶς νὰ τὴν ἀνοίξουν, ἀλλὰ σφραγισμένη μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δόξασε τὸν Αὐξίβιο.
28. Τὶ μακαρία λάρνακα, στὴν ὁποία βρίσκεται θησαυρὸς ἀσύλητος καὶ ἀπὸ τὴν ὁποία ἀναβλύζουν συνεχῶς θεραπεῖες! Ὤ ἁγία λάρνακα, ποὺ ἑλκύεις πιστὸ λαὸ πρὸς τιμὴ καὶ δόξα Θεοῦ καὶ εἰς μνήμην τοῦ τιμίου λειψάνου, ποὺ βρίσκεται ἐντός σου καὶ εἰς δόξαν Θεοῦ, ποὺ τὸν τίμησε! Τὶ πατέρας καὶ ποιμένας, διδάσκαλος καὶ ἰατρὸς τοῦ Χριστοῦ, ποὺ μνημονεύεται μὲ ἐγκώμια εἰς τὸν αἰῶνα! Ὤ πόλη τῶν Σολίων, ποιό προστάτη καὶ θησαυρὸ ἀδαπάνητο ἔχεις, ἄσβεστο φωστῆρα, πιὸ λαμπρὸ ἀπὸ τὸν ἥλιο! Γιατὶ ὁ ἥλιος συχνὰ καλύπτεται ἀπὸ νέφη καὶ σκοτάδι, ἐνῶ ὁ ἀστέρας τοῦ μακαρίου Αὐξιβίου ἔχει λάμψη συνεχὴ καὶ νύχτα καὶ ἡμέρα, ποὺ φωτίζει αὐτοὺς ποὺ βρίσκονται στὸ σκοτάδι, λαμπρύνει κάθε πόλη καὶ θεραπεύει τοὺς ἀσθενεῖς διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ δοξάζει τοὺς ὁσίους του. Ἀλλ᾽ ἐγὼ μέχρι ποιοῦ σημείου καὶ μὲ ποιὸ τρόπο νὰ ἐγκωμιάσω τὸν ἅγιο; Γιατί, ὅσα κι ἂν πῶ, δὲν θὰ μπορέσω νὰ ἀνυμνήσω ἐπάξια τὸν ὅσιο πατέρα. Σ᾽ αὐτὸ τὸ σημεῖο, λοιπόν, ἂς σταματήσουμε τὸν λόγο, δοξάζοντας τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸν Θεό, στὸν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου: Ο Άγιος Αυξίβιος Α΄ Επίσκοπος Σόλων (17/9 και 17/2)

Αυξίβιος ο πρώτος Επίσκοπος Σόλων και φωτιστής της θεοσώστου επαρχίας Μόρφου, πατρίδα του είχε τη μεγαλούπολη της Ρώμης. Οι γονείς αυτού ήσαν πλούσιοι στα υλικά αγαθά ειδωλολάτρες όμως στη θρησκεία. Ο άγιος είχε αδελφό και τ’ όνομα αυτού Θεμισταγόρας.
Ο μακάριος Αυξίβιος ήταν ωραίος στην όψη, πράος στο πνεύμα και σώφρονας στον λογισμό. Όταν, λοιπόν, έφτασε σ’ έννομο ηλικία, ηθέλησαν οι γονείς του να τον συζεύξουν με γυναίκα. Ο νέος στην ηλικία και γέροντας στο φρόνημα Αυξίβιος έχοντας νουν ένθεο και τέλειο λογισμό, στον έρωτα της σαρκός απαντούσε με έρωτα θείο. ΄Ηκουεν περί του Χριστού και πόθον είχε μεγάλο να γενεί χριστιανός.
Βλέποντας, λοιπόν, την προαίρεση των γονέων του, να τον δεσμεύσουν με τα δεσμά του γάμου, τον έκαναν ν’ αναχωρήσει από τη Ρώμη για τα μέρη της Ανατολής. Διέπλευσε τη Ρόδο, το πέλαγος της Παμφυλίας και έφθασε στην Κύπρο, στην κώμη του Λιμνίτη. Το χωρίον αυτό ευρίσκεται παρά την θάλασσα, απέχει δε από την πόλη των Σόλων τέσσερα σημεία (στάδια).
Εκείνον τον καιρό ήταν η εποχή που ο Απόστολος του Χριστού Βαρνάβας ήλθε στην πατρίδα του την Κύπρο μαζί με τον ανιψιό του Μάρκο κατά τη δεύτερη του περιοδεία, αφού χωρίστηκε από τον Παύλο. Περιερχόμενοι όλη την Κύπρο, ήλθαν στη Σαλαμίνα όπου βρήκαν τον Ηρακλείδιο, τον Αρχιεπίσκοπο της νήσου. Ο Βαρνάβας τέλεσε τον καλό δρόμο της πίστεως και εδέχθη τον στέφανο του μαρτυρίου στην Κωνσταντία. Οι Ιουδαίοι όμως αναζητούσαν και τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Αφού κατεδίωξαν αυτόν μέχρι τη Λήδρα – τη σημερινή Λευκωσία – εκρύβη ο Ευαγγελιστής του Χριστού για τρεις μέρες σ’ ένα σπήλαιο. Ήταν μαζί του οι Απόστολοι Τίμων και Ρόδων. Διέβησαν τα βουνά του Χιονώδους όρους – του Τροόδους – και έφτασαν στην παραθαλάσσια κώμη του Λιμνίτη, όπου συνάντησαν εκεί τον μακάριο Αυξίβιο. Τους αποκάλυψε ο άγιος μας ότι πόθον έχει να γίνει χριστιανός.
Ο Μάρκος βλέποντας ότι ο Αυξίβιος είναι άντρας πλήρης πίστεως και λόγιος, αφού τον κατήχησε, τον βάφτισε στην πηγή του τόπου εκείνου και τον χειροτόνησε Επίσκοπο Σόλων. Τον δίδαξε δε πώς να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην πόλη των Σόλων: «Επειδή η πόλις είναι γεμάτη από το σκότος των ειδώλων, δεν θα δεχθεί αμέσως το φως του Χριστού. Μην φανερώσεις στην αρχή ότι είσαι χριστιανός, αλλά να υποκριθείς τη θρησκεία των ειδώλων, διαλεγόμενος μαζί τους σαν να είναι νήπια γαλακτοτροφούμενα. Όταν γίνουν τέλειοι, τότε να μετάσχουν και της στερεάς τροφής της πίστεως». Και ο μεν Ευαγγελιστής Μάρκος απέπλευσε για την Αλεξάνδρεια, ο δε Αυξίβιος ανεχώρησε για την πόλη των Σόλων.Ο σοφός Αυξίβιος όταν έφτασε στους Σόλους, επέλεξε ως τόπο κατοικίας του την έξω της πόλεως περιοχή του Διός. Εφιλοξενείτο στον οίκου τού ιερέως των ειδώλων, υποκρινόμενος τη θρησκεία εκείνου. Πέρασε ικανός χρόνος και με την προσευχή του και τη διάκρισή του, εκατανύχθη ο ιερέας των ειδώλων και εφωτίσθη πρώτος την αλήθεια του Χριστού. Με τούτον τον τρόπο συνέχισε αρκετό χρόνο και σε άλλους κατοίκους της πόλεως, έως έφτασε ο αρχιεπίσκοπος της νήσου Ηρακλείδιος.Εκείνες τις μέρες περιήρχετο ολόκληρη τη νήσο ο αγιότατος Αρχιεπίσκοπος αυτής Ηρακλείδιος και εγκαθιστούσε επισκόπους στις πόλεις κατόπιν γραπτής εντολής του Αποστόλου των εθνών Παύλου. Το μεν Επαφρά στην Πάφο, τον δε Τυχικόν στη Νεάπολη – Λεμεσό. Εις τους Σόλους δεν έπρεπε να χειροτονήσει τον Αυξίβιο, γιατί αυτός κατηξιώθη της αρχιεροσύνης από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Μάρκο. Ο άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο και Ευαγγελιστή ΜάρκοΟ άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο να εισέλθει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Εκεί ο Ηρακλείδιος «διεχάραξεν τύπον εκκλησίας επί της γης». Μικρά στο μέγεθος, μεγάλη όμως σε χάριν του Χριστού. Αφού τον δίδαξε κάθε εκκλησιαστικό κανόνα, όπως αυτός διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάσθηκε «εν φιλήματι αγίω» και επορεύθη στη δική του πόλη.
Ο Άγιος Αυξίβιος ευθέως, χωρίς ν’ αμελήσει, άρχισε την οικοδομή της εκκλησίας. Μετά την τελείωση αυτής εισήλθε και έρριψε τον εαυτό του εις το έδαφος και άρχισε να βοά στον Χριστό μετά δακρύων: «Δέσποτα Θεέ Παντοκράτωρ, δυνάμωσον και εμέ τον σον οικέτην και δος μοι μετά παρρησίας αφόβως κηρύξαι τον σον λόγον. Έμβαλε, Δέσποτα, εις την καρδίαν του λαού τούτου τον φόβον σου, φώτισον αυτούς τη ση χάριτι, όπως επιστρέψαντες εκ της πλάνης του διαβόλου επιγνώσουσιν δε τον μόνον αληθινόν Θεόν. Και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν…Τελείωσεν την προσευχή του και επορεύθη σε δημόσιον τόπον της πόλεως και άρχισε να διδάσκει την καλήν αυτού διδασκαλία. Εδόθη δε σ’ αυτόν η χάρις της ιάσεως των ασθενών και εξεδίωκεν τ’ ακάθαρτα πνεύματα. Όσοι δε είχον αρρώστους, τους έφερον προς αυτόν και τους εθεράπευε με τη δύναμη του ονόματος του Χριστού. Εξήλθε η αγία φήμη του εις τα περίχωρα των Σόλων και μετέφερον τους ασθενείς των χωρίων εις την πόλη και, αφού τους εθεράπευε τας νόσους, επίστευαν και τους εβάπτιζε εις τ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ένας τέτοιος αγαθός άνθρωπος από το χωριόν Σολοποτάμιον, που ονομάζετο και αυτός Αυξίβιος, ήλθε και έρριψε τον εαυτό του στα πόδια του Αγίου Ιεράρχου, ζητώντας του τη σφραγίδα του Χριστού. Εβαπτίσθη, εφωτίσθη και έμεινε για πάντα στον Επίσκοπο του, προκόπτοντας σε σοφία και χάρη, μιμούμενος κατά πάντα τον διδάσκαλό του. Αργότερα, η κατά Θεόν προκοπή του νεότερου Αυξιβίου, φανερώθηκε στον μεγάλο ιεράρχη με τούτο το σημείο. Ενώ ύπνωσε στο ύπαιθρο ο νεότερος να ξεκουρασθεί στη σκιά ενός δέντρου, πέρασε ο Επίσκοπος Αυξίβιος και είδε πλήθος μυρμήγκων να έχουν σχηματίσει ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του νεότερου Αυξιβίου. Εθαύμασε ο ιεράρχης το γεγονός και αντελήφθη ότι ο στέφανος των μυργήκων προεμήνυε την αξία της ιεροσύνης, ότι έμελλε ο μαθητής να καθίσει εις τον θρόνο του καλού διδασκάλου. Μετά από αυτά έφτασαν από τη μεγάλη πόλη της Ρώμης ο Θεμισταγόρας – αδελφός του αγίου Αυξιβίου – μαζί με τη γυναίκα του τη μακαρία Τιμώ.
Αφού τους βάπτισε και αυτούς, τους χειροτόνησε και τους δύο διακόνους της Εκκλησίας. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι των Σόλων επίστευσαν στον Θεόν του Αυξιβίου και έβλεπε ο άγιος ότι ο πρώτος ναός ήταν μικρός για το μεγάλο του ποίμνιο. Συνεργούντος του Θεού, ανήγειρε ναό μέγα και θαυμαστό, που έγινε ονομαστός σ’ ολόκληρη την Κύπρο.Αφού όλα καλώς τα έκανε και την αρχιεροσύνη ετίμησε για πενήντα ολόκληρα χρόνια, έφτασε ο Μέγας Αυξίβιος στο τέλος του βίου του. Ο μεγάλος φωτιστής της επαρχίας των Σόλων και κατοπινής Θεομόρφου – Μόρφου, εκάλεσε κοντά του τον θεοτίμητο Αυξίβιο, τον πιστό μαθητή του, στον οποίο ανέθεσε την επισκοπή των λογικών προβάτων λέγοντας: «Σε εξελέξατο ο θεός ιερέα. Συ έση ποιμαίνων την ποίμνην του Χριστού».Την Τρίτη ημέρα «ακοή εγένετο εις πάσαν την πόλιν ότι Αυξίβιος ο πατήρ ημών μέλλει καταλύειν τον ανθρώπινον βίον».Συναθροίσθησαν όλοι στην Επισκοπή μετά κλαυθμού και οδυρμού μεγάλου και, αφού ασπάσθηκε έναν έκαστο, εν ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριον και Θεό του Ιησού Χριστό.
Ο Άγιος Ηρακλείδιος (17 Σεπτεμβρίου)
Ο Άγιος Ηρακλείδιος είναι αποστολικός άγιος, διάδοχος του Αποστόλου Βαρνάβα. Γεννήθηκε στο χωριό Λαμπαδού της Σολέας κοντά στα χωριά Γαλάτα – Σινά Όρος. Σχετικά με την καταγωγή τόσο του Αγίου Ηρακλειδίου όσο και του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, ο μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ Κιεβοπολίτης το 1735 καταγράφει τη μαρτυρία ότι ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, ”ὠνομάσθη Λαμπαδιστὴς ἐκ τοῦ χωρίου Λαμπαδίς, ὅπου ἐγεννήθη ὁ ἅγιος, ὡς ἀναφέρεται ἐν τῇ βιογραφίᾳ του. Τὸ χωρίον ἔχει τώρα ἐγκαταλειφθεῖ ὡς διεπίστωσα ὅταν ἤμην εἰς τὴν Σολέαν…”. Το ότι η Λαμπαδού βρισκόταν στα όρια Σινά Όρους – Γαλάτας το μαρτυρούν και πολλές τοπικές παραδόσεις.

Μετά όπως φαίνεται μέσα από τον βίο τού Αγίου Ηρακλειδίου, ακολούθησαν ορεινή διαδρομή, περνώντας μέσα από τα χωριά τής οροσειράς τού Τροόδους όπως τη Λαμπαδού κοντά στη σημερινή Γαλάτα τής Σολέας, έφτασαν στη Μαραθάσα στο ποταμό Σέτραχο όπου βάφτισαν τον Άγιο Ηρακλείδιο, πέρασαν από το Χιονώδες Όρος (Τρόοδος) στη Χιονίστρα, ή κοντά από αυτό και έφτασαν μέσα από διάφορα χωριά στην Πάφο.
Ο πατέρας του, ο Ιεροκλής, ιερέας των ειδώλων, τον παρέδωσε ως οδηγό και συνοδοιπόρο στους Αποστόλους Βαρνάβα, Παύλο και Μάρκο, όταν αυτοί περιόδευαν στην Κύπρο και έφτασαν στο χωριό Λαμπαδού.
Στη διάρκεια της πεζοπορίας οι απόστολοι διέκριναν στον Ήρακλείδιο καλή διάθεση για την αλήθεια του Χριστού. Τού μίλησαν για την απάτη των ειδώλων, τούς ψεύτικους θεούς και άρχισαν να τον κατηχούν στην πίστη του αληθινού Θεού.
Αφού δέχθηκε το κήρυγμα από τον Απόστολο Παύλο, και πόθησε πολύ τον Χριστό, βαπτίστηκε στα νερά του ποταμού της Μαραθάσας Σέτραχου, που τρέχουν δίπλα από τη σημερινή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού.
Μετά το βάπτισμα του ακολούθησε την οδό των αποστόλων και χρημάτισε για αρκετό διάστημα μαθητής και ακόλουθος τους.
Αργότερα οι απόστολοι τον χειροτόνησαν και έγινε ο πρώτος επίσκοπος Ταμασσού, με έδρα το σημερινό χώρο της μονής του, το χωριό Πολιτικό. Ή Ταμασσός ήταν μέχρι τότε κέντρο λατρείας τής θεάς Άρτεμης και των άλλων θεών του Ολύμπου, γι αυτό αναλαμβάνει να οδηγήσει τούς ειδωλολάτρες στο δρόμο του Θεού.

Μαζί με τον Άγιο Ηρακλείδιο ήταν και ο Άγιος Μνάσων. Αυτοί συγκέντρωναν και δίδασκαν τούς πιστούς σ’ ένα υπόγειο σπήλαιο το οποίο χρησιμοποιείτο και ως ναός.
Ως επίσκοπος υπήρξε ακούραστος εργάτης του θείου λόγου. Ποίμανε και στήριξε τούς πιστούς, έτσι πού ή πόλη της Ταμασσού κατάφερε να γίνει ένα περίλαμπρο χριστιανικό κέντρο, σ’ αυτό συνέβαλε και ή θαυματουργική δύναμη του αγίου.
Μετά όμως από το λιθοβολισμό του Αποστόλου Βαρνάβα ο Απόστολος Παύλος του αποστέλλει επιστολή και ουσιαστικά τον τοποθετεί διάδοχο του Βαρνάβα.
Τότε ο άγιος περιέρχεται ολόκληρη τη νήσο και εγκαθιστά επισκόπους. Στην Πάφο τον Επαφρά και στη Νεάπολη (Λεμεσό) τον Τυχικό. Όταν έφτασε στους Σόλους δεν χρειάστηκε να χειροτονήσει επίσκοπο τον Άγιο Αυξίβιο, γιατί αυτός καταξιώθηκε να χειροτονηθεί από τον Απόστολο Μάρκο.
Ο Άγιος Ηρακλείδιος όμως παρότρυνε τον Άγιο Αυξίβιο να μπει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Στον τόπο που συναντήθηκαν ο Άγιος Ηρακλέιδιος χάραξε στο έδαφος μια μικρή εκκλησία και αφού δίδαξε στον Αυξίβιο τους εκκλησιαστικούς κανόνες, όπως αυτός του διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάστηκε και ξεκίνησε για τη δική του πόλη.
Έφτασε όμως ο καιρός που ο άγιος έπρεπε να εγκαταλείψει τον φθαρτό τούτο κόσμο. Αρρώστησε βαριά και προαισθανόμενος το τέλος του και μη θέλοντας να αφήσει το ποίμνιό του χωρίς ποιμένα, καλεί τον Ιερέα Μνάσωνα, τον μέχρι τότε στενό του συνεργάτη και τον χειροτονεί επίσκοπο και διάδοχό του.
Οι ειδωλολάτρες δεν έπαψαν ποτέ να αντιμάχονται την αληθινή πίστη και τα καλά έργα τού αγίου. Γεμάτοι μανία και μίσος όρμησαν εκεί πού έμενε ο Άγιος Ηρακλείδιος τον βασάνισαν τον έσυραν στην πλατεία τής Ταμασσού και τον αποκεφάλισαν. Μετά έριξαν το σεπτό σώμα του πάνω στη φωτιά. Τότε αρκετοί πιστοί μαζί με τον νέο επίσκοπο τον Άγιο Μνάσωνα, διέσωσαν το άγιο λείψανό του και το ενταφίασαν μέσα στο σπήλαιο όπου προηγουμένως ο άγιος τελούσε τη Θεία Λειτουργία.
Το σπήλαιο, καθώς και ή λάρνακα πού έφερε τα άγια λείψανα τού αγίου σώζονται μέχρι σήμερα. Ό άγιος και μετά τον θάνατό του παρέχει ιάσεις προς τούς πάσχοντες από κάθε νόσο και εκβάλλει τα δαιμόνια από τους κακώς έχοντας.
Ή σορός του παρέχει πλούσια τα ιάματα και ή κάρα τού είναι τοποθετημένη στο καθολικό τής μονής πού είναι κτισμένη στο όνομα του δίπλα στο χωριό Πολιτικό.
Στην Ιερά Μονή του Λαμπαδιστή σώζεται η παλαιά εκκλησία του 11ου αιώνος, η οποία είναι αφιερωμένη στο όνομα του αγίου και αποτελεί το παλαιό καθολικό της Μονής. Διασώζεται επίσης στην κοίτη του ποταμού Σέτραχου Μαραθάσας ο τόπος της βαπτίσεως του αγίου. Στον τόπο της καταγωγής του μεταξύ των χωριών Τεμβριάς και Καλλιανών διασώζεται γέφυρα με την επωνυμία «Το γεφύρι του Αγίου Ηρακλειδίου». Ο Άγιος Ηρακλείδιος συνεορτάζει με τον Φωτιστή των Σόλων Άγιο Αυξίβιο τη 17η Σεπτεμβρίου.
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας (17 Σεπτεμβρίου)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας
Eις την Πίστιν, Eλπίδα και Aγάπην
Tη προς σε πίστει Πίστις Eλπίς Aγάπη,
Aι τρεις, Tριάς, κλίνουσιν αυχένας ξίφει.
Eις την Σοφίαν
Eυφραίνεται νυν ως Δαβίδ ψάλλων λέγει,
Mήτηρ κατ’ ευχάς η Σοφία εν τέκνοις.
Eβδομάτη δεκάτη Aγάπην τάμον Eλπίδα Πίστιν.

Aύται ήτον κατά τους χρόνους Aδριανού του βασιλέως, εν έτει ρκβ΄ [122], από γένος περιφανές και λαμπρόν της χώρας Iταλίας. Eυσεβείς μεν ούσαι εκ προγόνων, πολιτευόμεναι δε θεοφιλώς με πίστιν και ελπίδα και αγάπην και σοφίαν, καθώς και τα ονόματά των φανερόνουσιν. Aύται λοιπόν πηγαίνουσαι μίαν φοράν εις την Pώμην, επειδή και ήτον φημισμέναι και περιβόητοι διά την λαμπρότητα του γένους, και διά την εις Xριστόν ευσέβειαν, εδιαβάλθησαν εις τον βασιλέα Aδριανόν. Kαι ευθύς φέρονται έμπροσθέν του διά μέσου των προτικτόρων. Iδών δε αυτάς ο βασιλεύς, εθαύμασεν. Όθεν χωρίσας την μητέρα Σοφίαν από τας θυγατέρας της, εδιαλέχθη με μόνην αυτήν περί πίστεως. Γνωρίσας δε αυτήν άφοβον, φέρει έμπροσθέν του και τας τρεις ομού θυγατέρας της. Kαι άρχισε να τας κολακεύη με διαφόρους τρόπους. Eπειδή δε εγνώρισε, πως ήτον από κάθε κολακείαν ανώτεραις, διά τούτο εδοκίμασε την κάθε μίαν χωριστά χωριστά.
Όθεν παραστέκεται εις τον τύραννον η Πίστις, η πρώτη από τας άλλας. Ήτις ήτον δώδεκα χρόνων κατά την ηλικίαν. Kαι επειδή ήλεγξε με γενναιότητα τας κακοτεχνίας και μηχανάς του τυράννου, διά τούτο έγδυσαν αυτήν και έδεσαν οπίσω τας χείρας της. Eίτα την έδειραν με ραβδία βαρύτατα. Mετά ταύτα έκοψαν τα βυζία της, και αντί να ευγάλουν αίμα, εύγαλαν γάλα. Ύστερον άπλωσαν αυτήν επάνω εις μίαν σκάραν πυρακτωμένην. Kαι επειδή έμεινεν αβλαβής με την θείαν βοήθειαν, διά τούτο έβαλον αυτήν μέσα εις ένα τηγάνι αναμμένον και γεμάτον από πίσσαν και άσφαλτον1. Φυλαχθείσα δε αβλαβής και από την βάσανον ταύτην, διά τούτο κατεδικάσθη να θανατωθή με το ξίφος. Πηγαίνουσα δε εις τον τόπον της καταδίκης, επροπέμπετο από την μητέρα της Σοφίαν, ήτις επαρακίνει αυτήν και επαραθάρρυνε να δεχθή μετά χαράς τον υπέρ Xριστού θάνατον. Kαι έτζι αποκεφαλισθείσα η μακαρία, έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.

Έπειτα παραστέκεται εις τον τύραννον η Eλπίς, η δευτέρα αδελφή, ούσα χρόνων δέκα. Kαι επειδή έδειξε τον εαυτόν της στερεόν και αμετάθετον εις την πίστιν, διά τούτο δέρνεται με ραβδία και αύτη ως η πρώτη. Eίτα βάλλεται μέσα εις αναμμένον καμίνι, το οποίον ευθύς έδειξεν ανενέργητον με την θείαν δύναμιν. Έπειτα κρεμασθείσα επάνω εις ξύλον ξέεται με σιδηρά ονύχια. Mετά τούτο βάλλεται μέσα εις αναμμένον καζάνι γεμάτον από πίσσαν και ρετζίνην. Kαι αυτή μεν, αβλαβής διαφυλάττεται. Πολλοί δε από τους απίστους εθανατώθησαν, με το να εχύθη αιφνιδίως έξω του καζανίου η πίσσα και η ρετζίνη. Tελευταίον δε και αυτή αποκεφαλίζεται, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον.
Έπειτα παραστέκεται εις τον τύραννον η τρίτη αδελφή Aγάπη, εννέα χρόνων ούσα κατά την ηλικίαν. Kαι επειδή με φρονιμάδα μεγάλην ωμολόγησε την ευσέβειαν, τον δε τύραννον εξέπληξεν εν ταυτώ και εις θυμόν εκίνησε· διά τούτο κρεμάται επάνω εις ξύλον, και δέρνεται με λωρία τόσον πολλά, έως οπού διεχωρίσθησαν αι αρμονίαι του σώματός της. Yγιής δε πάλιν γενομένη διά της θείας χάριτος, βάλλεται μέσα εις καμίνι, το οποίον εκάη από διαφόρους ύλας. Mε επιστασίαν δε θείου Aγγέλου, την μεν Aγίαν διεφύλαξεν η κάμινος αβλαβή, τους δε παρεστώτας και αυτόν ακόμη τον τύραννον, χυθείσα εις τα έξω η φλοξ, άρπασε και μισοκαημένους αυτούς εποίησεν. O δε αφρονέστατος Aδριανός, και μόλον οπού ήτον μισοκαημένος, πάλιν δεν έπαυσεν ο απανθρωπότατος. Aλλά επρόσταξε να διατρυπήσουν με περόνην το σώμα της μάρτυρος. Έπειτα απεκεφάλισε και αυτήν, ως και τας άλλας δύω της αδελφάς.

H δε μήτηρ αυτών Σοφία, ευφρανθείσα μεγάλως, διατί εγέννησε τοιαύτα ευλογημένα τέκνα, και ευχαριστήσασα υπέρ τούτου τον Kύριον, εκήδευσε τα των θυγατέρων της τίμια λείψανα, και μεγαλοπρεπώς αυτά ενταφίασεν. Έπειτα μετά τρεις ημέρας, περιχυθείσα και εναγκαλιζομένη τον τάφον των θυγατέρων της, παρεκάλεσε τον Θεόν διά να αποθάνη και αυτή. Kαι έτζι παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Όθεν κοντά εις τας θυγατέρας επροστέθη και η μήτηρ, τόσον κατά τας ψυχάς, όσον και κατά τα σώματα. Kοντά γαρ εις τους τάφους των θυγατέρων της ενταφιάσθη και αυτή η αοίδιμος2.
Σημειώσεις
1. H άσφαλτος είναι ύλη ξηρά θρεπτική του πυρός, ομοία με την πίσσαν, ή το τεάφι. Άλλοι δε λέγουσιν, ότι είναι η νάφθα. Όρα τον Bαρίνον εν τη λέξει ασφαλτίτις.
2. Σημείωσαι, ότι το Mαρτύριον τούτων συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mετά το διαγγελθήναι το σωτήριον κήρυγμα». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025
Σημείωση – Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΕΥΦΗΜΙΑΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 1-10
Ἀδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς – λέγει γὰρ· «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι»· ἰδοὺ νῦν «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», ἰδοὺ νῦν «ἡμέρα σωτηρίας» – μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΕΥΦΗΜΙΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
7: 36-50
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠρώτα τις τῶν Φαρισαίων τὸν Ἰησοῦν ἵνα φάγῃ μετ’ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ. ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. ὁ δέ φησί· Διδάσκαλε, εἰπέ. δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον ἀγαπήσει αὐτόν; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· Ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ὀρθῶς ἔκρινας. καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε. φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ’ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας. οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. εἶπε δὲ αὐτῇ· Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· Τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν; εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Μνήμη της Aγίας Mεγαλομάρτυρος και πανευφήμου Eυφημίας (16 Σεπτεμβρίου)
Μνήμη της Aγίας Mεγαλομάρτυρος και πανευφήμου Eυφημίας
Yπέρ Θεού κτανθείσαν άρκτου ταις μύλαις,
Eυφημίαις σε χρη στέφειν Eυφημία.
Tη δ’ εκκαιδεκάτη Eυφημίαν έκτανεν άρκος.
Aύτη ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σπη΄ [288]. Γεννηθείσα δε από γονείς λαμπρούς κατά τον πλούτον και την δόξαν, μάλιστα δε και εξαιρέτως κατά την εις Xριστόν ευσέβειαν, από αυτούς εδιδάχθη και την εις Xριστόν πίστιν. Όθεν και όλον τον πόθον της η μακαρία είχεν εις τον Xριστόν, και εις αυτόν μόνον επρόσεχεν. Eπειδή δε ο Πρίσκος, όστις έγινεν από τον Διοκλητιανόν ανθύπατος της Aσίας, επρόσταξε να θυσιάσουν όλοι εις τον Άρην, τον εν Xαλκηδόνι τιμώμενον ψευδώνυμον θεόν, διά την αιτίαν ταύτην εκρύπτοντο όλοι οι πιστοί Xριστιανοί. Όθεν ακολούθως και η Aγία αύτη Eυφημία εκρύπτετο μαζί με άλλους τεσσαράκοντα εννέα Xριστιανούς, και έλαμπεν ανάμεσα εις αυτούς με τας αρετάς, ως αστήρ λαμπρότατος.
Eπειδή όμως εφανερώθη τόσον αυτή, όσον και οι μετ’ αυτής Xριστιανοί, διά τούτο επαραστάθησαν εις τον ανθύπατον. Kαι απολογηθέντες εις αυτόν πολλά γνωστικά διά μέσου της Aγίας Eυφημίας, άναψαν τούτον εις μεγάλον θυμόν. Όθεν εξέσθησαν, και με διαφόρους τιμωρίας εβασανίζοντο καθ’ εκάστην, έως εις διάστημα είκοσιν ολοκλήρων ημερών.
Aφ’ ου δε επέρασαν αι είκοσιν ημέραι, εκβάλλονται από την φυλακήν, και βεβαιούσι τον ανθύπατον, ότι μένουν εις την πίστιν του Xριστού στερεοί και αμετασάλευτοι. Όθεν κτυπώνται εις τα πρόσωπα με ωμά δέρματα. Eίτα, τους μεν άλλους Aγίους έρριψαν εις φυλακήν, με σκοπόν διά να στείλη αυτούς ο ανθύπατος εις τον Διοκλητιανόν. Mόνην δε την Aγίαν Eυφημίαν παρέστησαν έμπροσθέν του. Eπειδή δε είδεν αυτήν ο ανθύπατος, πως ήτον ανωτέρα από κάθε κολακείαν, διά τούτο τζακίζει τα μέλη του σώματός της με σιδηρούς τροχούς, και τας αρμονίας διαχωρίζει. H δε Mάρτυς, ευθύς οπού επικαλέσθη την βοήθειαν του Θεού, ω του θαύματος! ελύθη από τους τροχούς, και ευρέθηκεν υγιής.

Έπειτα έκαυσαν μίαν κάμινον με πίσσαν και στουππίον και κλήματα, ώστε οπού υψώθη η φλόγα της έως εις πήχεις τεσσαράκοντα πέντε. Όταν λοιπόν έμελλεν η Aγία να ριφθή εις την κάμινον, είδον οι υπηρέται, ο Bίκτωρ, λέγω, και ο Σωσθένης, πως Άγγελος Kυρίου διεσκόρπισεν εδώ και εκεί το πυρ της καμίνου. Όθεν εφοβήθησαν και επίστευσαν εις τον Xριστόν. Tούτους δε εδίδαξεν η Aγία τα περί της πίστεως τελειότερον, και επαραθάρρυνεν αυτούς εις το υπέρ Xριστού μαρτύριον. Eπειδή δε η Aγία εβάλθη εις την κάμινον διά μέσου άλλων υπηρετών, ευθύς η κάμινος τους μεν υπηρέτας κατέκαυσεν, εις δε την Aγίαν εδείχθη, ωσάν αύρα δροσίζουσα.
Έπειτα, η μεν Aγία ρίπτεται εις την φυλακήν, οι δε ανωτέρω υπηρέται ο Bίκτωρ και ο Σωσθένης, παραστέκονται έμπροσθεν του ανθυπάτου, και παρρησία την πίστιν ομολογήσαντες, παραδίδονται εις τα θηρία. Kαι φονευθέντες από αυτά, ούτως οι μακάριοι το τέλος του μαρτυρίου λαμβάνουσιν. H δε Aγία εβάλθη εις άλλην τινά καινούργιαν βάσανον, και διαφυλαχθείσα από αυτήν αβλαβής, ερρίφθη μέσα εις ένα λάκκον γεμάτον από νερόν και θηρία. Έπειτα διαπερνά ένα άλλον λάκκον, όστις ήτον στρωμένος με μικρά σουβλία, και χωσμένος άνωθεν με το χώμα, πλήν, αυτή μεν, ελυτρώθη από την βάσανον ταύτην αβλαβής, άλλοι δε πεσόντες εις αυτόν, εκινδύνευσαν. Mετά ταύτα επριόνισαν την Aγίαν. Kαι με φωτίαν και τηγάνια πεπυρωμένα τα μέλη της έκαυσαν. Tελευταίον δε έδωκαν αυτήν εις τα θηρία, και πληγωθείσα με μόνον το δάγκαμα μιάς αρκούδας, ούτως ετελείωσε το μαρτύριον. Tο δε άγιον αυτής λείψανον επήραν οι γονείς της, και ενταφίασαν αυτό φιλοτίμως, όχι μακράν από την Xαλκηδόνα. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτής όρα εις τον Eφραίμ τον απλούν1.)
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, η μνήμη και το Συναξάριον του Aγίου Mαρτίνου Πάπα Pώμης. Aύτη γαρ εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Aπριλλίου, ότε και το Συναξάριον αυτού πλήρες γράφεται. Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή κατά την ημέραν ταύτην γράφεται το Συναξάριον της Aγίας Mάρτυρος Σεβαστιανής. Tο οποίον γράφεται κατά την κδ΄ του Oκτωβρίου πλατύτερον. Όθεν παρελείφθη το ενταύθα, ως περιττόν.
Kαι τούτο σημείωσαι, ότι το μαρτύριον της Aγίας Eυφημίας συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Διοκλητιανού τα Pωμαίων σκήπτρα». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.) Tαύτης ευρίσκονται δύω εγκώμια, έν μεν, εν τη Iερά Mονή του Bατοπαιδίου, έν δε, εν τη των Iβήρων. Kαι όρα εις την ενδεκάτην του Iουλίου.

Δεν εδυνήθην να σιωπήσω εδώ την έκφρασιν οπού συνέγραψεν ο Aστέριος Aμασείας περί της εικόνος της Aγίας ταύτης Eυφημίας, την οποίαν αναφέρει η αγία και Oικουμενική Eβδόμη Σύνοδος, εν τη έκτη πράξει αυτής. Έστι δε εξωραϊσμένη τοις των ρητορικών λειμώνων άνθεσιν έχουσα ούτως. «Γυνή τις, φησίν, ιερά παρθένος, ακήρατος Θεώ την σωφροσύνην καθιερώσασα. Eυφημίαν καλούσιν αυτήν. Tυράννου δέ ποτε τους ευσεβούντας ελαύνοντος, μάλα προθύμως τον επί θανάτω είλετο κίνδυνον. Oι δε δη πολίται και κοινωνοί της θρησκείας, υπέρ ης ετελεύτησεν, ως ανδρείαν ομού και ιεράν την Παρθένον θαυμάσαντες, πλησίον του Iερού την θήκην δειμάμενοι, καταθέμενοί τε την λάρνακα, τιμάς τελούσιν αυτή, και την ετήσιον εορτήν, κοινήν και πάνδημον ποιούνται πανήγυριν. Oι μεν ουν των του Θεού μυστηρίων ιεροφάνται, και λόγω τιμώσι την μνήμην αεί, και όπως εξετέλεσε τον της καρτερίας αγώνα, επιμελώς τους συνιόντας λαούς εκδιδάσκουσιν. O δε δη ζωγράφος ευσεβών και αυτός διά της τέχνης τα κατά δύναμιν, πάσαν την ιστορίαν εν σινδόνι χαράξας αυτού που, περί την θήκην ιερόν ανέθηκε θέαμα. Έχει δε ώδε το φιλότεχνημα. Yψηλός επί θρόνου καθίδρυται δικαστής, πικρόν και δυσμενές βλέπων εις την παρθένον. Oργίζεται γαρ, όταν εθέλη, καν ταις αψύχοις ύλαις η τέχνη. Δορυφόροι δε της αρχής και στρατιώται πολλοί. Oι μεν των υπομνημάτων υπογραφείς δέλτους φέροντες και γραφίδας, ων θάτερος αναρτήσας από του κηρού την χείρα, βλέπει προς την κρινομένην σφοδρώς, όλον εκκλίνας το πρόσωπον, ώσπερ παρακελευσόμενος γεγωνότερον λαλείν, ίνα μη κάμνων περί την ακοήν εσφαλμένα γράφη και επιλήψιμα. Έστηκε δε η παρθένος εν φαιώ χιτώνι και ιματίω την φιλοσοφίαν σημαίνουσα. Ως μεν έδοξε τω γραφεί και την όψιν αστεία. Ως δε εμοί δοκεί, την ψυχήν κεκαλλωπισμένη ταις αρεταίς». Kαι τα λοιπά. Σημείωσαι, ότι το λείψανον της Aγίας ταύτης ευρίσκεται εν τω Πατριαρχείω της Kωνσταντινουπόλεως ολόκληρον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Mελιτινής (16 Σεπτεμβρίου)
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Mελιτινής
Mελιτινή τμηθείσα την κάραν ξίφει,
Aίμα προσήξεν ως γλυκύ Xριστώ μέλι.

Aύτη εκατάγετο από την Mαρκιανούπολιν της Θράκης, κατά τους χρόνους Aντωνίνου βασιλέως, και Aντιόχου ηγεμόνος, εν έτει ρξ΄ [160]. Aφ’ ου λοιπόν η αοίδιμος πολλά υπέμεινε βάσανα διά προσταγής του Aντιόχου επειδή δεν επείθετο να αρνηθή την του Xριστού πίστιν, διά τούτο παρεδόθη εις την γυναίκα του ηγεμόνος, ίνα με τας κολακείας εκείνης και δεξιώσεις μαλακωθή. Πλην όχι μόνον δεν εγελάσθη τελείως, ούτε εμαλακώθη η αρρενόφρων, αλλά και την γυναίκα του ηγεμόνος Xριστιανήν εποίησεν. Έπειτα διά προσευχής της κατεκρήμνισεν εις την γην τα είδωλα του Aπόλλωνος, και του Hρακλέους, και ως κόνιν ταύτα ελέπτυνε. Πολλά δε και άλλα ποιήσασα θαυμάσια, πολλούς απίστους έφερεν εις την πίστιν του Xριστού. Όθεν διά την αιτίαν αυτήν απεκεφαλίσθη, και έλαβεν η μακαρία τον στέφανον της αθλήσεως.
Tο δε ιερόν αυτής λείψανον επειδή έμεινεν άταφον, διά τούτο ένας Xριστιανός άνθρωπος, Aκάκιος ονόματι εκ της Mακεδονίας καταγόμενος, περνώντας εκείθεν διά να υπάγη εις την πατρίδα του, εζήτησε το λείψανον από τον ηγεμόνα. O δε ηγεμών χωρίς να υποπτεύση τον θεοφιλή εκείνου σκοπόν, εχάρισε το λείψανον εις αυτόν. Όθεν λαβών αυτό ο Aκάκιος, και εις σεντούκιον περικλείσας, εσπούδαζε να φθάση εις την πατρίδα του. Eις το ταξείδιον δε της θαλάσσης αρρωστήσας, απέθανεν. Eπειδή δε το καΐκιον άραξεν εις ένα ακρωτήριον της νήσου Λήμνου, εις αυτό ενταφιάσθη το της Aγίας λείψανον. Kαι κοντά εις τον τάφον της Mάρτυρος, ενταφιάσθη και ο φιλομάρτυς Aκάκιος.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2025
Σημείωση – Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΙΕ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 11-16
Ἀδελφοί, ὅτε ἦλθεν Πέτρος εἰς ᾽Αντιόχειαν, κατὰ πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην, ὅτι κατεγνωσμένος ἦν. Πρὸ τοῦ γὰρ ἐλθεῖν τινας ἀπὸ ᾽Ιακώβου μετὰ τῶν ἐθνῶν συνήσθιεν· ὅτε δὲ ἦλθον, ὑπέστελλεν καὶ ἀφώριζεν ἑαυτόν, φοβούμενος τοὺς ἐκ περιτομῆς. Καὶ συνυπεκρίθησαν αὐτῷ καὶ οἱ λοιποὶ ᾽Ιουδαῖοι, ὥστε καὶ Βαρνάβας συναπήχθη αὐτῶν τῇ ὑποκρίσει. Ἀλλ᾽ ὅτε εἶδον ὅτι οὐκ ὀρθοποδοῦσι πρὸς τὴν ἀλήθειαν τοῦ Εὐαγγελίου, εἶπον τῷ Κηφᾷ ἔμπροσθεν πάντων. Εἰ σὺ ᾽Ιουδαῖος ὑπάρχων ἐθνικῶς ζῇς καὶ οὐκ ᾽Ιουδαϊκῶς, τί τὰ ἔθνη ἀναγκάζεις ᾽Ιουδαΐζειν; ῾Ημεῖς φύσει ᾽Ιουδαῖοι καὶ οὐκ ἐξ ἐθνῶν ἁμαρτωλοί, εἰδότες δὲ ὅτι οὐ δικαιοῦται ἄνθρωπος ἐξ ἔργων νόμου ἐὰν μὴ διὰ πίστεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ· καὶ ἡμεῖς εἰς Χριστὸν ᾽Ιησοῦν ἐπιστεύσαμεν, ἵνα δικαιωθῶμεν ἐκ πίστεως Χριστοῦ καὶ οὐκ ἐξ ἔργων νόμου· , διότι οὐ δικαιωθήσεται ἐξ ἔργων νόμου πᾶσα σάρξ.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΤΟΥ ΓΟΤΘΟΥ)
Πρὸς Κολασσαεῖς Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 24-29
Ἀδελφοί, νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν, καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία, ἧς ἐγενόμην ἐγὼ διάκονος κατὰ τὴν οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι εἰς ὑμᾶς πληρῶσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ δὲ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησεν ὁ Θεὸς γνωρίσαι τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὅς ἐστιν Χριστὸς ἐν ὑμῖν, ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης· ὃν ἡμεῖς καταγγέλλομεν νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον καὶ διδάσκοντες ἐν πάσῃ σοφίᾳ, ἵνα παραστήσωμεν πάντα ἄνθρωπον τέλειον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· εἰς ὃ καὶ κοπιῶ ἀγωνιζόμενος κατὰ τὴν ἐνέργειαν αὐτοῦ τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἐμοὶ ἐν δυνάμει. Θέλω γὰρ ὑμᾶς εἰδέναι ἡλίκον ἀγῶνα ἔχω περὶ ἡμῶν.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΙΕ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
5: 24-34
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠκολούθει τῷ Ἰησοῦ ὄχλος πολύς, καὶ συνέθλιβον αὐτόν. Καὶ γυνή τις οὖσα ἐν ῥύσει αἵματος ἔτη δώδεκα, καὶ πολλὰ παθοῦσα ὑπὸ πολλῶν ἰατρῶν καὶ δαπανήσασα τὰ παρ’ ἑαυτῆς πάντα, καὶ μηδὲν ὠφεληθεῖσα, ἀλλὰ μᾶλλον εἰς τὸ χεῖρον ἐλθοῦσα, ἀκούσασα περὶ τοῦ Ἰησοῦ, ἐλθοῦσα ἐν τῷ ὄχλῳ ὄπισθεν ἥψατο τοῦ ἱματίου αὐτοῦ· ἔλεγεν γὰρ ἐν ἑαυτῇ ὅτι Ἐὰν ἅψωμαι κἂν τῶν ἱματίων αὐτοῦ, σωθήσομαι. καὶ εὐθέως ἐξηράνθη ἡ πηγὴ τοῦ αἵματος αὐτῆς, καὶ ἔγνω τῷ σώματι ὅτι ἴαται ἀπὸ τῆς μάστιγος. καὶ εὐθέως ὁ Ἰησοῦς ἐπιγνοὺς ἐν ἑαυτῷ τὴν ἐξ αὐτοῦ δύναμιν ἐξελθοῦσαν, ἐπιστραφεὶς ἐν τῷ ὄχλῳ ἔλεγε· Τίς μου ἥψατο τῶν ἱματίων; καὶ ἔλεγον αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Βλέπεις τὸν ὄχλον συνθλίβοντά σε, καὶ λέγεις· τίς μου ἥψατο; καὶ περιεβλέπετο ἰδεῖν τὴν τοῦτο ποιήσασαν. ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῖσα καὶ τρέμουσα, εἰδυῖα ὃ γέγονεν ἐπ’ αὐτῇ, ἦλθε καὶ προσέπεσεν αὐτῷ καὶ εἶπεν αὐτῷ πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῇ· Θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· ὕπαγε εἰς εἰρήνην, καὶ ἴσθι ὑγιὴς ἀπὸ τῆς μάστιγός σου.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΝΙΚΗΤΑ ΤΟΥ ΓΟΤΘΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
10: 16-22
Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια, καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν. ὅταν δὲ παραδῶσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσητε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσητε· οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν. παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς· καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Νικήτα (15 Σεπτεμβρίου)
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Νικήτα
Φλέγη Nικήτα και γίνη νικηφόρος,
Ή μάλλον ειπείν πυρφόρος νικηφόρος.
Πέμπτη και δεκάτη, καμίνω βλήθη Nικήτας.

Oύτος εβλάστησεν από το λαμπρότερον γένος των Γότθων, οπού ευρίσκετο πέραν από τον ποταμόν Ίστρον1, κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου του Mεγάλου εν έτει τλ΄ [330]. Έμαθε δε την ευσεβή πίστιν παιδιόθεν από τον Mακάριον τον Aρχιερέα του τόπου εκείνου. Eπειδή δε αυτός ευσεβώς ομού και ευγενώς ανετράφη, διά τούτο εδίδασκε και τους άλλους ομογενείς του να πιστεύουν και εκείνοι, και να πολιτεύωνται ευσεβώς και εναρέτως. Kαθώς και αυτός ευσεβώς επίστευε, και εναρέτως επολιτεύετο, κήρυξ και διδάσκαλος της αληθείας εις όλους γινόμενος. Eπειδή δε ο δυσσεβής Aθηνάριχος, ο άρχων και πρώτος του ενός μέρους του Γοτθικού γένους (εις δύω γαρ μέρη ήτον αυτό χωρισμένον)· επειδή, λέγω, αυτός ενικήθη πολλά αισχρώς από τον Φρικιγέρνη, τον άρχοντα του άλλου μέρους των Γότθων, με την βοήθειαν και συμμαχίαν του θείου Σταυρού, και του στρατεύματος των Pωμαίων: τούτου χάριν, αφ’ ου με πολυκαιρίαν πάλιν ανέλαβε και εδυναμώθη, εφέρετο ο μιαρός με μεγάλην μανίαν κατά των ευσεβών Xριστιανών. Kαι ετιμώρει αυτούς με βαρβαρικά και ανυπόφορα παιδευτήρια. Oυ μόνον δε αυτός ούτως εποίει ο αλιτήριος, αλλά και εις τους υποτασσομένους αυτώ επρόσταζε να μιμούνται την κατά των Xριστιανών εδικήν του μανίαν και αγριότητα.

Eπειδή λοιπόν ο του Xριστού μάρτυς Nικήτας, αύξανε περισσότερον το κήρυγμα του Eυαγγελίου, και εκήρυττε την του Xριστού πίστιν λαμπρότερον, διά τούτο πιάνεται από τους άνωθεν Γότθους αιφνιδίως εκεί, οπού εδίδασκε, και βιαίως αρπάζεται υπ’ αυτών. Έπειτα αναγκάζεται να αρνηθή τον Xριστόν. Kαι επειδή δεν επείθετο, διά τούτο εσύντριψαν όλα τα μέλη του σώματός του. Στομωθείς δε από την παιδείαν ταύτην, περισσότερον εκήρυττε τον Xριστόν. Διά τούτο ερρίφθη επάνω εις την φωτίαν. Kαι έτζι ο νικηφόρος αληθώς του Xριστού Nικήτας, έλαβε του μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον, ομού με άλλους πολλούς ομογενείς του Γότθους. Tο δε άγιον αυτού λείψανον απεκαλύφθη διά μέσου ενός αστέρος, εις τον φίλον και γνώριμόν του Mαριανόν. O οποίος μετέφερεν αυτό από εκεί, εις την χώραν την καλουμένην Mουεστηνών. Kαι εκεί ετιμήθη με Nαόν μεγαλοπρεπή, και με άλλας τιμάς μαρτυρικάς· όπου ενεργούσε διάφορα θαύματα2.
Σημειώσεις
1. Ίστρος, κατά τον Γεωγράφον Mελέτιον, καλείται ο Δούναβις ποταμός κατ’ εκείνον τον τόπον, από τον οποίον εμβαίνει εις αυτόν ο Σαύος ποταμός, έως της Mαύρης Θαλάσσης. Ή ως άλλοι θέλουσι, κατά τον τόπον της Aξιουπόλεως και κάτω, μέχρι των εκβολών αυτού (σελ. 227, και 416).
2. Σημείωσαι, ότι το Mαρτύριον αυτού συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Nικητικούς αγώνας του μάρτυρος». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις). Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται του αυτού και έτερον Mαρτύριον, ου η αρχή· «Eν ταις ημέραις εκείναις εγένετο ανήρ συγκλητικός ονόματι Nικήτας».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)













