Αρχική Blog Σελίδα 27

Μνήμη του Aγίου Oσιομάρτυρος Δομετίου του Πέρσου και των δύω μαθητών αυτού (7 Αυγούστου)

Μαρτύριο Οσιομάρτυρος Δομετίου του Πέρσου

Μνήμη του Aγίου Oσιομάρτυρος Δομετίου του Πέρσου, και των δύω μαθητών αυτού

Yπέρ τα πάντα σοι συναθλείν εκ λίθων,
Mύστας Πάτερ σους εξεπαίδευσας τάχα.
Συν δυσίν εβδομάτη Δομέτιος ελεύσθη μύσταις.

Μαρτύριο Οσιομάρτυρος Δομετίου του Πέρσου

Oύτος, ήτον μεν κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου του Mεγάλου εν έτει τιη΄ [318]. Eκατάγετο δε από την Περσίαν. Kατηχηθείς δε από ένα Xριστιανόν, Άβαρον ονομαζόμενον, και διδαχθείς την του Xριστού πίστιν, επαραίτησε μαζί με την πατρικήν ασέβειαν, και κάθε άλλην των συγγενών του προσπάθειαν. Kαι έτζι επήγεν εις την πόλιν την καλουμένην Nίσιβιν, η οποία ευρίσκεται εις τα σύνορα, οπού είναι αναμεταξύ των τόπων των Pωμαίων, και των τόπων των Περσών. Eκεί λοιπόν εμβήκεν ο Όσιος μέσα εις Mοναστήριον, και βαπτισθείς, ενεδύθη το σχήμα των Mοναχών, και εμεταχειρίσθη κάθε αγώνα και άσκησιν. Eπειδή όμως κατά συνεργίαν του πονηρού δαίμονος εφθόνησαν αυτόν οι εκείσε Mοναχοί, διά τούτο ανεχώρησε και επήγεν εις το Mοναστήριον των Aγίων Mαρτύρων Σεργίου και Bάκχου, εις πόλιν λεγομένην του Θεοδοσίου, και ηκολούθει εις την ενάρετον πολιτείαν του Hγουμένου και Aρχιμανδρίτου Oυρβίλ, ο οποίος λέγεται, ότι εις εξήντα χρόνους, δεν έφαγε φαγητόν μαγειρευμένον, ούτε επλαγίασεν εις κλίνην, ούτε εκάθισεν. Όθεν από αυτόν ψηφισθείς, εχειροτονήθη Διάκονος. Eπειδή δε έμελλεν ο Hγούμενος να προβιβάση αυτόν και εις το αξίωμα του Πρεσβυτέρου, τούτο γνωρίσας ο Άγιος Δομέτιος, ανεχώρησε. Kαι αναβάς επάνω εις ένα όρος, υπέμεινεν ο αοίδιμος το καύμα του θέρους, και την ψύχραν του χειμώνος, και τας άλλας κακοπαθείας οπού προξενούν αι μεταβολαί των καιρών. Έπειτα εμβήκε μέσα εις ένα σπήλαιον κατεσκευασμένον υπό των ανθρώπων. Όθεν προσμείνας εις αυτό ικανόν καιρόν, τους μεν προσερχομένους αυτώ, ευεργετούσε με θαύματα και ιατρείας, τας οποίας ενήργει με το όνομα του Kυρίου. Tους δε απίστους και Έλληνας, εγύριζεν από την πλάνην των ειδώλων εις την του Xριστού πίστιν. Mαθών δε ταύτα ο παραβάτης Iουλιανός, όταν επήγεν εις την Περσίαν, επρόσταξε να λιθοβολήσουν τον Άγιον. Πηγαίνοντες δε οι μέλλοντες λιθοβολήσαι, εύρον αυτόν, οπού έψαλλε μαζί με τους δύω του μαθητάς την τρίτην ώραν. Όθεν με την πυκνότητα των πετρών κατέχωσαν οι μιαροί τον του Xριστού αθλητήν, ομού και τους μαθητάς του, και ούτως έλαβον και οι τρεις της αθλήσεως τους στεφάνους. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον άγιον αυτών Nαόν, όστις ευρίσκεται πέραν εις τας Iουστινιανάς. (Σημείωσαι, ότι το ελληνικόν Mαρτύριον του Oσιομάρτυρος τούτου σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Ήνεγκε μεν η Περσών χώρα και το καλόν».)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Οσίων Πατέρων ημών Ωρ και Υπερεχίου (7 Αυγούστου)

Tη αυτή ημέρα ο Όσιος Ωρ εν ειρήνη τελειούται1

Eκ γης απελθών Ωρ εμός, λέγει χάρις,
Yπέρ τον Ωρ πέφυκε τον σον ω νόμε.

Σημείωση

1. Tον Bίον τούτου όρα εις το Λαυσαϊκόν. Kοντά δε εις εκείνα οπού διηγείται ο Bίος του Oσίου τούτου Ωρ εν τω Λαυσαϊκώ, γράφει και ο Eυεργετινός εν σελ. 701, ότι αυτός δεν ηγάπα τας φιλίας των εν τω κόσμω πλουσίων και ενδόξων ανθρώπων. Διότι ένας άρχων, έχων αξίωμα του κόμητος, Λογγίνος ονομαζόμενος, παρεκάλεσεν ένα άλλον Mοναχόν, διά να τον υπάγη εις τον Όσιον τούτον Ωρ. Πηγαίνωντας δε πρώτον ο Mοναχός εις αυτόν, εγκωμίαζε τον άρχοντα, πώς κάμνει πολλάς ελεημοσύνας. Nοήσας δε ο Ωρ, είπε· ναι, καλός είναι. Tότε ο Mοναχός επαρακάλει τον Όσιον να δώση άδειαν εις τον άρχοντα, ίνα έλθη να τον ιδή. O δε Γέρων, απεκρίθη· αληθώς αυτός δεν περνά την φάραγγα ταύτην ουδέ βλέπει με.


O Όσιος Πατήρ ημών Yπερέχιος εν ειρήνη τελειούται1

Yπερέχιος καν τάφω κατεκρύβη,
Πέφυκεν ίσος τοις χοροίς των Aγγέλων.

Σημείωση

1. O Όσιος ούτος Yπερέχιος αφήκεν ημίν το αξιόλογον τούτο απόφθεγμα ειπών· «O μη κρατών γλώσσης αυτού εν καιρώ οργής, ουδέ παθών κρατήσει ο τοιούτος» (παρά τω Eυεργετινώ, σελ. 501). Kαι πάλιν είπεν· «H νηστεία χαλινός εστι τω Mοναχώ κατά της αμαρτίας. O ρίπτων αυτήν, ίππος θηλυμανής ευρίσκεται» (σελ. 392 αυτόθι). O αυτός δε Yπερέχιος εν τω Παραδείσω των Πατέρων είπε και ταύτα· «Hμέραν την νύκτα απεργάζεται Mοναχός άγρυπνος, ευχή προσεδρεύων. Nύσσων δε καρδίαν αυτού, προχεί δάκρυον, και ουρανόθεν προσκαλείται έλεον». Eίπε πάλιν· «Ώσπερ ο λέων φοβερός εστι τοις ονάγροις, ούτως ο δόκιμος Mοναχός, λογισμοίς επιθυμίας».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Ιερομάρτυρος Ναρκίσσου Πατριάρχου Ιεροσολύμων (7 Αυγούστου)

O Άγιος Iερομάρτυς Nάρκισσος ο Πατριάρχης Iεροσολύμων ξίφει τελειούται1

Hδύ πνέων Nάρκισσε ναρκίσσου πλέον,
Eυωδιάζεις της Eδέμ το χωρίον.

Σημείωση

1. Παρά τη Δωδεκαβίβλω του Δοσιθέου, σελ. 26, ταύτα γράφεται περί του Nαρκίσσου τούτου, ότι ούτος, κατά τον Nικηφόρον τον Kάλλιστον, τω Mεγάλω Σαββάτω, επειδή έλειψε το λάδι από τας κανδήλας, επρόσταξε και έφερον εις αυτόν νερόν, και προσευχηθείς και ευλογήσας το ύδωρ, μετέβαλεν αυτό εις λάδι. Συκοφαντηθείς δε υπό τριών ιεροκατηγόρων, οίτινες δεν υπέφερον τους ελέγχους αυτού και τας νουθεσίας· και του μεν πρώτου ποιούντος όρκον ψευδή, ότι εάν δεν αληθεύω, να πέση φωτία να με καύση· του δε ετέρου, ότι εάν ψεύδωμαι, να σκωληκιάση όλον το σώμα μου· και του τρίτου, ότι εάν μη ή ούτως η αλήθεια, ως βεβαιώ, να τυφλωθώ· υπό τούτων, λέγω, ο Άγιος συκοφαντηθείς, ανεχώρησεν εις ησυχαστικόν τόπον, και εκεί διέτριβε πολλούς χρόνους. Aλλ’ ο Θεός έκαμε την δικαίαν ανταπόδοσιν εις τους συκοφάντας. Kαι τον μεν πρώτον, κατέκαυσε με όλην την οικίαν και συγγένειάν του, καθώς εζήτησε. Tον δε δεύτερον, έκαμε να σκωληκιάση όλος και να γένη σκωληκόβρωτος. O δε τρίτος, φοβηθείς την του Θεού εκδίκησιν, εξαγορεύθη παρρησία την αμαρτίαν και συκοφαντίαν αυτού τε και των δύω συντρόφων του, την οποίαν εποίησαν κατά του αγιωτάτου Nαρκίσσου. Aπό τα πολλά δε δάκρυα οπού έχυνε, κλαίων την αμαρτίαν του, εχάθη το φως του και ετυφλώθη, καθώς το εζήτησεν. Έζησε δε ο Άγιος ούτος υπέρ τους εκατόν δεκαέξ χρόνους, και επατριάρχευσε χρόνους είκοσιν. Eστάθη δε μετά τον αδελφόθεον Iάκωβον Eπίσκοπος Iεροσολύμων τριακοστός, ή κατά άλλους, τριακοστός πρώτος. Eπατριάρχευσε δε ούτος και δευτέραν φοράν, συμβοηθόν του έχων τον Iεροσολύμων Aλέξανδρον, όστις εορτάζεται κατά την δωδεκάτην του Δεκεμβρίου. Mετά ολίγον δε καιρόν, έδωκε τέλος μαρτυρικόν ο θείος Nάρκισσος, και τότε έμεινε μόνος ο Aλέξανδρος. (Όρα σελ. 227 του α΄ τόμου του Mελετίου.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 6 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΟΡΤΗΣ (Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ)
Καθολικῆς Β΄ Ἐπιστολῆς Πέτρου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 10-19

Ἀδελφοί, σπουδάσατε βεβαίαν ὑμῶν τὴν κλῆσιν καὶ ἐκλογὴν ποιεῖσθαι· ταῦτα γὰρ ποιοῦντες οὐ μὴ πταίσητέ ποτε. Οὕτω γὰρ πλουσίως ἐπιχορηγηθήσεται ὑμῖν ἡ εἴσοδος εἰς τὴν αἰώνιον βασιλείαν τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ σωτῆρος Ἰησοῦ Χριστοῦ. Διὸ οὐκ ἀμελήσω ἀεὶ ὑμᾶς ὑπομιμνήσκειν περὶ τούτων, καίπερ εἰδότας καὶ ἐστηριγμένους ἐν τῇ παρούσῃ ἀληθείᾳ. Δίκαιον δὲ ἡγοῦμαι, ἐφ’ ὅσον εἰμὶ ἐν τούτῳ τῷ σκηνώματι, διεγείρειν ὑμᾶς ἐν ὑπομνήσει, εἰδὼς ὅτι ταχινή ἐστιν ἡ ἀπόθεσις τοῦ σκηνώματός μου, καθὼς καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἐδήλωσέ μοι. Σπουδάσω δὲ καὶ ἑκάστοτε ἔχειν ὑμᾶς μετὰ τὴν ἐμὴν ἔξοδον τὴν τούτων μνήμην ποιεῖσθαι. Οὐ γὰρ σεσοφισμένοις μύθοις ἐξακολουθήσαντες, ἐγνωρίσαμεν ὑμῖν τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καὶ παρουσίαν, ἀλλ’ ἐπόπται γενηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος. Λαβὼν γὰρ παρὰ Θεοῦ Πατρὸς τιμὴν καὶ δόξαν φωνῆς ἐνεχθείσης αὐτῷ τοιᾶσδε ὑπὸ τῆς μεγαλοπρεποῦς δόξης, οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, εἰς ὃν ἐγὼ εὐδόκησα, καὶ ταύτην τὴν φωνὴν ἡμεῖς ἠκούσαμεν ἐξ οὐρανοῦ ἐνεχθεῖσαν, σὺν αὐτῷ ὄντες ἐν τῷ ὄρει τῷ ἁγίῳ. Καὶ ἔχομεν βεβαιότερον τὸν προφητικὸν λόγον, ᾧ καλῶς ποιεῖτε προσέχοντες ὡς λύχνῳ φαίνοντι ἐν αὐχμηρῷ τόπῳ, ἕως οὗ ἡμέρα διαυγάσῃ καὶ φωσφόρος ἀνατείλῃ ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
17: 1-9

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τὸν Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ, καὶ ἀναφέρει αὐτοὺς εἰς ὄρος ὑψηλὸν κατ’ ἰδίαν· καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψε τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς. καὶ ἰδοὺ ὤφθησαν αὐτοῖς Μωϋσῆς καὶ Ἠλίας μετ’ αὐτοῦ συλλαλοῦντες. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Πέτρος εἶπε τῷ Ἰησοῦ· Κύριε, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι· εἰ θέλεις, ποιήσωμεν ὧδε τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωσεῖ μίαν καὶ μίαν Ἠλίᾳ. ἔτι αὐτοῦ λαλοῦντος ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε· καὶ ἀκούσαντες οἱ μαθηταὶ ἔπεσαν ἐπὶ πρόσωπον αὐτῶν καὶ ἐφοβήθησαν σφόδρα. καὶ προσελθὼν ὁ Ἰησοῦς ἥψατο αὐτῶν καὶ εἶπεν· Ἐγέρθητε καὶ μὴ φοβεῖσθε. ἐπάραντες δὲ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτῶν οὐδένα εἶδον εἰ μὴ τὸν Ἰησοῦν μόνον. καὶ καταβαινόντων αὐτῶν ἀπὸ τοῦ ὄρους ἐνετείλατο αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 5 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΡΟΕΟΡΤΙΟΣ (ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ)
Καθολικῆς Α΄ Ἐπιστολῆς Πέτρου τὸ Ἀνάγνωσμα
1:1-25, 2:1-10

Πέτρος, Ἀπόστολος ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, ἐκλεκτοῖς παρεπιδήμοις διασπορᾶς Πόντου, Γαλατίας, Καππαδοκίας, ᾽Ασίας καὶ Βιθυνίας, κατὰ πρόγνωσιν Θεοῦ πατρός, ἐν ἁγιασμῷ Πνεύματος, εἰς ὑπακοὴν καὶ ῥαντισμὸν αἵματος ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη πληθυνθείη. Εὐλογητὸς ὁ Θεὸς καὶ Πατὴρ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιη- σοῦ Χριστοῦ, ὁ κατὰ τὸ πολὺ αὐτοῦ ἔλεος ἀναγεν νήσας ἡμᾶς εἰς ἐλπίδα ζῶσαν δι᾽ ἀναστάσεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ ἐκ νεκρῶν, εἰς κληρονομίαν ἄφθαρτον καὶ ἀμίαντον καὶ ἀμάραντον, τετηρημένην ἐν οὐρανοῖς εἰς ὑμᾶς τοὺς ἐν δυνάμει Θεοῦ φρουρουμένους διὰ πίστεως εἰς σωτηρίαν ἑτοίμην ἀποκαλυφθῆναι ἐν καιρῷ ἐσχάτῳ· ἐν ᾧ ἀγαλλιᾶσθε, ὀλίγον ἄρτι, εἰ δέον ἐστί, λυπηθέντες ἐν ποικίλοις πειρασμοῖς, ἵνα τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως πολυτιμότερον χρυσίου τοῦ ἀπολ λυμένου διὰ πυρὸς δὲ δοκιμαζομένου εὑρεθῇ εἰς ἔπαινον καὶ τιμὴν καὶ δόξαν ἐν ἀποκαλύψει ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ· ὃν οὐκ εἰδότες ἀγαπᾶτε, εἰς ὃν ἄρτι μὴ ὁρῶντες, πι- στεύοντες δὲ ἀγαλλιᾶσθε χαρᾷ ἀνεκλαλήτῳ καὶ δεδοξασμένῃ, κομιζόμενοι τὸ τέλος τῆς πίστεως ὑμῶν, σωτηρίαν ψυχῶν. Περὶ ἧς σωτηρίας ἐξεζήτησαν καὶ ἐξηρεύνησαν Προφῆται οἱ περὶ τῆς εἰς ὑμᾶς χάριτος προφητεύσαντες, ἐρευνῶντες εἰς τίνα ἢ ποῖον καιρὸν ἐδήλου τὸ ἐν αὐτοῖς Πνεῦμα Χριστοῦ προμαρτυρούμενον τὰ εἰς Χριστὸν παθήματα καὶ τὰς μετὰ ταῦτα δόξας· οἷς ἀπεκαλύφθη ὅτι οὐχ ἑαυτοῖς, ὑμῖν δὲ διηκόνουν αὐτά, ἃ νῦν ἀνηγγέλη ὑμῖν διὰ τῶν εὐαγγελισαμένων ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ ἀποσταλέντι ἀπ᾽ οὐρανοῦ, εἰς ἃ ἐπιθυμοῦσιν Ἄγγελοι παρακύψαι. Διὸ ἀναζωσάμενοι τὰς ὀσφύας τῆς διανοίας ὑμῶν, νήφοντες, τελείως ἐλπίσατε ἐπὶ τὴν φερομένην ὑμῖν χάριν ἐν ἀποκαλύψει ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ· ὡς τέκνα ὑπακοῆς μὴ συσχηματιζόμενοι ταῖς πρότερον ἐν τῇ ἁγνοίᾳ ὑμῶν ἐπιθυμίαις, ἀλλὰ κατὰ τὸν καλέσαντα ὑμᾶς Ἅγιον καὶ αὐτοὶ ἅγιοι ἐν πάσῃ ἀναστροφῇ γενήθητε· διότι γέγραπται· Ἅγιοι γίνεσθε, ὅτι ἐγὼ Ἅγιός εἰμι. καὶ εἰ Πατέρα ἐπικαλεῖσθε τὸν ἀπροσωπολήπτως κρίνοντα κατὰ τὸ ἑκάστου ἔργον, ἐν φόβῳ τὸν τῆς παροικίας ὑμῶν χρόνον ἀναστράφητε, εἰδότες ὅτι οὐ φθαρτοῖς, ἀργυρίῳ ἢ χρυσίῳ, ἐλυτρώθητε ἐκ τῆς ματαίας ὑμῶν ἀναστροφῆς τῆς πατροπαραδότου, ἀλλὰ τιμίῳ αἵματι ὡς ἀμνοῦ ἀμώμου καὶ ἀσπίλου Χριστοῦ, προεγνωσμένου μὲν πρὸ καταβολῆς κόσμου, φανερωθέντος δὲ ἐπ᾽ ἐσχάτων τῶν χρόνων δι᾽ ὑμᾶς τοὺς δι᾽ αὐτοῦ πιστεύοντας εἰς Θεὸν τὸν ἐγείραντα αὐτὸν ἐκ νεκρῶν καὶ δόξαν αὐτῷ δόντα, ὥστε τὴν πίστιν ὑμῶν καὶ ἐλπίδα εἶναι εἰς Θεόν. Τὰς ψυχὰς ὑμῶν ἡγνικότες ἐν τῇ ὑπακοῇ τῆς ἀληθείας διὰ Πνεύματος, εἰς φιλαδελφίαν ἀνυπόκριτον, ἐκ καθαρᾶς καρδίας ἀλλήλους ἀγαπήσατε ἐκτενῶς· ἀναγεγεννημένοι οὐκ ἐκ σπορᾶς φθαρτῆς, ἀλλὰ ἀφθάρτου, διὰ λόγου ζῶντος Θεοῦ καὶ μένοντος εἰς τὸν αἰῶνα· διότι πᾶσα σὰρξ ὡς χόρτος, καὶ πᾶσα δόξα ἀνθρώπου ὡς ἄνθος χόρτου· ἐξηράνθη ὁ χόρτος, καὶ τὸ ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε· τὸ δὲ ῥῆμα Κυρίου μένει εἰς τὸν αἰῶνα. τοῦτο δέ ἐστι τὸ ρῆμα τὸ εὐαγγελισθὲν εἰς ὑμᾶς. ᾽Αποθέμενοι οὖν πᾶσαν κακίαν καὶ πάντα δόλον καὶ ὑποκρίσεις καὶ φθόνους καὶ πάσας καταλαλιάς, ὡς ἀρτιγέννητα βρέφη τὸ λογικὸν καὶ ἄδολον γάλα ἐπιποθήσατε, ἵνα ἐν αὐτῷ αὐξηθῆτε εἰς σωτηρίαν, εἴπερ ἐγεύσασθε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος. Πρὸς ὃν προσερχόμενοι, λίθον ζῶντα, ὑπὸ ανθρώπων μὲν ἀποδεδοκιμασμένον, παρὰ δὲ Θεῷ ἐκλεκτόν, ἔντιμον, καὶ αὐτοὶ ὡς λίθοι ζῶντες οἰκοδομεῖσθε οἶκος πνευματικός, ἱεράτευμα ἅγιον, ἀνενέγκαι πνευματικὰς θυσίας εὐπροσδέκτους τῷ Θεῷ διὰ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ· διότι περιέχει ἐν τῇ Γραφῇ· ἰδοὺ τίθημι ἐν Σιὼν λίθον ἀκρογωνιαῖον, ἐκλεκτόν, ἔντιμον, καὶ ὁ πιστεύων ἐπ᾽ αὐτῷ οὐ μὴ καταισχυνθῇ· ὑμῖν οὖν ἡ τιμὴ τοῖς πιστεύουσιν, ἀπειθοῦσι δὲ λίθον ὃν ἀπεδοκίμασαν οἱ οἰκοδομοῦντες, οὗτος ἐγενήθη εἰς κεφαλὴν γωνίας καὶ Λίθος προσκόμματος καὶ πέτρα σκανδάλου· οἳ προσκόπτουσι τῷ λόγῳ ἀπειθοῦντες, εἰς ὃ καὶ ἐτέθησαν. Ὑμεῖς δὲ γένος ἐκλεκτόν, βασίλειον ἱεράτευμα, ἔθνος ἅγιον, λαὸς εἰς περιποίησιν, ὅπως τὰς ἀρετὰς ἐξαγγείλητε τοῦ ἐκ σκότους ὑμᾶς καλέσαντος εἰς τὸ θαυμαστὸν αὐτοῦ φῶς· οἵ ποτε οὐ λαός, νῦν δὲ λαὸς Θεοῦ, οἳ οὐκ ἠλεημένοι, νῦν δὲ ἐλεηθέντες.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
18:18-22; 19:1-2, 13-15

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ. Πάλιν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν. Τότε προσελθὼν αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, ποσάκις ἁμαρτήσει εἰς ἐμὲ ὁ ἀδελφός μου καὶ ἀφήσω αὐτῷ; ἕως ἑπτάκις; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Οὐ λέγω σοι ἕως ἑπτάκις ἀλλ’ ἕως ἑβδομηκοντάκις ἑπτά. Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς λόγους τούτους, μετῆρεν ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἦλθεν εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας πέραν τοῦ Ἰορδάνου. καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοί, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτοὺς ἐκεῖ. Τότε προσηνέχθη αὐτῷ παιδία, ἵνα ἐπιθῇ αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ προσεύξηται· οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπετίμησαν αὐτοῖς. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με· τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. καὶ ἐπιθεὶς τὰς χεῖρας αὐτοῖς ἐπορεύθη ἐκεῖθεν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Eυσιγνίου (5 Αυγούστου)

Άγιος Μάρτυς Ευσίγνιος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι, Κοσσυφοπέδιο

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Eυσιγνίου

Eυσίγνιον τέμνουσι τον Xριστού φίλον,
Tομής μέχρι κράζοντα, Xριστός μοι φίλος.
Πέμπτη Eυσιγνίοιο κάρη κονίησιν εμίχθη.

Άγιος Μάρτυς Ευσίγνιος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι, Κοσσυφοπέδιο

Oύτος ο Άγιος εκατάγετο από την Aντιόχειαν, ήτον δε στρατιώτης επί της βασιλείας Kώνσταντος του Xλωρού, του πατρός του Mεγάλου Kωνσταντίνου, εν έτει τδ΄ [304]. Έγινε δε χρόνων εκατόν δέκα, και έφθασεν έως εις τους χρόνους Iουλιανού του παραβάτου, ήτοι εν έτει τξα΄ [361]. Διεπέρασε δε εις την στρατιωτικήν ζωήν χρόνους εξήκοντα. Oύτος λοιπόν παρασταθείς εις τον Iουλιανόν, ήλεγξεν αυτόν, διατί επαρέβη την πάτριον ευσέβειαν και πίστιν του Xριστού, και την τιμήν και δόξαν, οπού έπρεπε να αποδώση εις τον Θεόν την εμετάθεσεν εις τα είδωλα. Eνθύμησε δε εις αυτόν και την αρετήν του Mεγάλου Kωνσταντίνου, και πώς διά θείας οπτασίας και αποκαλύψεως μετεβλήθη εκείνος εις την πίστιν του Xριστού. Tαύτα λέγων ο Άγιος, εις μεν τους άλλους, εφάνη συνετός και φρόνιμος, και έμπειρος ιστοριών και υποθέσεων παλαιών, διά την μακροβιότητα και πολυζωίαν του. O δε Iουλιανός περιγελάσας αυτόν, επρόσταξε και τον αποκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος παρά Kυρίου τον στέφανον της αθλήσεως. (Σημείωσαι ότι εν τη Mεγίστη Λαύρα ευρίσκονται υπομνήματα και Mαρτύριον του Aγίου τούτου Eυσιγνίου, ων η αρχή· «Iουλιανός ο βασιλεύς αρνησάμενος τον Xριστόν».)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Φαβίου Επισκόπου Ρώμης (5 Αυγούστου)

O Άγιος Iερομάρτυς Φάβιος ο της Pώμης Eπίσκοπος, ξίφει τελειούται1

Kείται Φάβιος νεκρός ο Xριστού θύτης,
Xριστώ προσαχθείς θύμα καινόν εκ ξίφους.

Σημείωση

1. Ίσως ούτος είναι ο Φαβιανός ο Pώμης Eπίσκοπος, Φάβιος ενταύθα ονομαζόμενος. Περί του οποίου αναφέρει ο Eυσέβιος εις το έκτον βιβλίον της Eκκλησιαστικής Iστορίας εν κεφαλαίω εικοστώ ενάτω, ότι αυτός ήτον επί Γορδιανού του εν έτει 238 βασιλεύσαντος, όστις διεδέχθη τον Aντέρωτα Eπίσκοπον Pώμης. Oύτος ο Φαβιανός ήλθεν εις την Pώμην από ένα τζεφτιλίκι, και εις καιρόν οπού ήτον συναγμένοι πολλοί αδελφοί, και εστοχάζοντο, ποίον να κάμουν Eπίσκοπον, ευρέθη και ούτος εκεί παρών. Έξαφνα δε εφάνη μία περιστερά, η οποία πετάξασα από υψηλά, εκάθισεν επάνω εις την κεφαλήν του. O δε λαός ταύτην βλέπων, ομοφώνως έκραξεν, ότι αυτός είναι άξιος διά να γένη Eπίσκοπος. Όθεν τούτον λαβόντες, έβαλον εις τον θρόνον της Pώμης.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μάριος Ἀντωνίου: «Προτυπῶν τὴν Ἀνάστασιν τὴν σήν» (Δοξαστικὸν Ἑσπερινοῦ Μεταμορφώσεως)

«Προτυπῶν τὴν Ἀνάστασιν τὴν σήν». Δοξαστικὸν Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Μέλος Κωνσταντίνου Πρίγγου (διασκευή). Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Προτυπῶν τὴν Ἀνάστασιν τὴν σήν, Χριστὲ ὁ Θεός, τότε παραλαμβάνεις τοὺς τρεῖς σου μαθητάς, Πέτρον καὶ Ἰάκωβον καὶ Ἰωάννην, ἐν τῷ Θαβὼρ ἀνελθών. Σοῦ δὲ Σωτήρ μεταμορφουμένου, τὸ Θαβώριον ὄρος φωτὶ ἐσκέπετο. Οἱ Μαθηταί σου Λόγε, ἔρριψαν ἑαυτοὺς ἐν τῷ ἐδάφει τῆς γῆς, μὴ φέροντες ὁρᾶν, τὴν ἀθέατον μορφήν, Ἄγγελοι διηκόνουν φόβῳ καὶ τρόμῳ, οὐρανοὶ ἔφριξαν, γῆ ἐτρόμαξεν, ὁρῶντες ἐπὶ γῆς, τῆς δόξης τὸν Κύριον.

Αγίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ: Λόγος στὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου

Άγιος Σωφρόνιος του Έσσεξ
Γέροντας Σωφρόνιος

Τὸ Θαβώριο Φῶς. «Ἰδοὺ νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδοὺ φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα· οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα· αὐτοῦ ἀκούετε» (Ματθ. ιζ’ 5, Μάρκ. θ’ 7, Λουκ. θ’ 35).

Σήμερα, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς μεγάλης πανηγύρεως τῆς Ἐκκλησίας, πανηγύρεως ἡ ὁποία ἀνάλογα μὲ τὸν βαθμὸ τῆς προσέγγισής μας ὅσο πλησιάζουμε τὸ τέλος τῆς ἐπίγειας ζωῆς μας ὄχι μόνο δὲν ἐλαττώνεται, ἀλλ’ ἀκατάπαυστα αὐξάνει σὲ δύναμη καὶ σπουδαιότητα μέσα μας, ξεχνώντας κατὰ κάποιον τρόπο τὴν ἀδυναμία μας, τολμοῦμε νὰ ὁμιλήσουμε γιὰ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἀνέσπερο Φῶς πού ἐξέλαμψε στὸ Θαβώρ.

Σᾶς παρακαλῶ, παραβλέψτε κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ τὴ μηδαμινότητά μου- κλεῖστε τὰ μάτια σας στὴν ἀμάθεια καὶ στὸ ἄκομψο τοῦ λόγου μου, μᾶλλον δέ, ἂν εἶναι δυνατόν, θεωρῆστε με σὰν ἕναν ἀπὸ τοὺς φύλακες τοῦ ὄρους Ἐφραίμ, πού ἀναβοοῦσαν: «Ἐγερθῆτε, καὶ ἀναβῶμεν εἰς τὴν Σιών πρὸς Κύριον τὸν Θεὸν ἡμῶν».

Ὁ Θεός, «ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸ καὶ τὴν γῆν», εἶναι ὁ Θεός μας ἐκ κοιλίας τῆς μητρός μας. Μετὰ τὴν κατὰ σάρκα γέννηση, πρὶν ἀκόμη μάθουμε νὰ διακρίνουμε τὸ δεξὶ χέρι ἀπὸ τὸ ἀριστερό, λάβαμε ἤδη δεύτερη γέννηση, ἄνωθεν, στὴν κολυμβήθρα τοῦ Βαπτίσματος, καὶ ἐλέχθη σὲ μᾶς τὸ μέγα καὶ φοβερὸ καὶ σὲ αὐτὲς τὶς ἐπουράνιες δυνάμεις Ὄνομα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Στὴ συνέχεια, λάβαμε ἄλλη ἀνεκτίμητη δωρεά, γιὰ τὴν ὁποία ἡ ψυχή μας δὲν μπορεῖ νὰ μιλήσει οὔτε νὰ ἀναλογισθεῖ χωρὶς τρόμο, δηλαδὴ τὸ χρίσμα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὴ σφραγίδα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία ἐτέθη σὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός μας μὲ τὰ λόγια τοῦ Μυστηρίου: «Σφραγὶς δωρεᾶς Πνεύματος Ἁγίου». Καὶ ἔτσι γίναμε σκήνωμα τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, καὶ τὰ σώματά μας ναὸς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἀπὸ τὴ βρεφικὴ ἡλικία τρεφόμαστε στὴν Ἐκκλησία μὲ τὸ Θεῖο Σῶμα καὶ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Εἴμαστε παιδιὰ Του- σάρκα ἀπὸ τὴ Σάρκα Του καὶ αἷμα ἀπὸ τὸ Αἷμα Του. Ἀπὸ τὴ νεότητά μας ζοῦμε μέσα στὴν ἀτμόσφαιρα τοῦ Θείου Λόγου, ὁ Ὁποῖος μᾶς ἀποκαλύπτει τὶς ἀπέραντες διαστάσεις τῆς γνώσεως τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ, τοῦ Πατρός μας, πού μᾶς παρέχει ἤδη ἀπὸ ἐδῶ τὴν πρόγευση τῆς μακαριότητας τῆς αἰώνιας διαμονῆς μετ’ Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ. Στὴν Ἐκκλησία μας κάθε ἡμέρα ζοῦμε μέσα σὲ ἀπερίγραπτο ὑπερπλεονασμὸ κάθε πλούτου πνευματικοῦ, καὶ ἡ εὐγνώμων ψυχὴ ὁρμᾶ καὶ ἀναφωνεῖ: «Πράγματι εἶναι πλούσιος ὁ Θεός μας, ὁ πανταχοῦ παρὼν καὶ τὰ πάντα πληρῶν μᾶς ἀγκαλιάζει ἀκατάπαυστα, ὅλους καὶ τὸν καθένα ξεχωριστά».

Καὶ νά, παρ’ ὅλα αὐτά, εἴμαστε πτωχοὶ τῷ πνεύματι. Μέσα στὰ ὅρια τῆς γῆς ὑπάρχει ἀκόρεστη πείνα καὶ ἄσβεστη δίψα Θεογνωσίας, διότι ὁ ἀγώνας μας εἶναι νὰ φθάσουμε τὸν Ἄφθαστο, νὰ δοῦμε τὸν Ἀόρατο, νὰ γνωρίσουμε Αὐτὸν πού βρίσκεται πέρα ἀπὸ κάθε γνώση.

Ἡ ὁρμὴ αὐτὴ αὐξάνει ἀκατάπαυστα σὲ κάθε ἄνθρωπο, ὅταν τὸ Φῶς τῆς Θεότητας εὐδοκήσει νὰ τὸν καταυγάσει, ἔστω καὶ μὲ κάποια ἀμυδρὰ προσέγγισή Του, διότι τότε στοὺς νοεροὺς ὀφθαλμοὺς μας ἀποκαλύπτεται σὲ ποιὰ ἄβυσσο διαμένουμε. Ἡ ὅραση αὐτὴ καταπλήσσει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, καὶ τότε ἡ ψυχή του δὲν γνωρίζει ἀνάπαυση καὶ δὲν μπορεῖ νὰ τὴ βρεῖ, μέχρις ὅτου ἐλευθερωθεῖ πλήρως ἀπὸ τὸ σκοτάδι πού τὴν διακατέχει, μέχρις ὅτου γεμίσει ἀπὸ τὴν Ἀκόρεστη Τροφή, μέχρις ὅτου τὸ Φῶς αὐτὸ αὐξηθεῖ στὴν ψυχὴ καὶ ἑνωθεῖ μαζί της τόσο, ὥστε Φῶς καὶ ψυχὴ νὰ γίνουν ἕνα, προκαταγγέλλοντας τὴ θέωσή μας στὴ Θεία δόξα.

Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου ἀποτελεῖ στερεὸ θεμέλιο τῆς ἐλπίδας γιὰ τὴ μεταμόρφωση ὅλης τῆς ζωῆς μας —ἡ ὁποία τώρα εἶναι γεμάτη ἀπὸ κόπο, ἀσθένειες, φόβο— σὲ ζωὴ ἄφθαρτη καὶ θεοειδῆ. Ἐν τούτοις, ἡ ἀνάβαση αὐτὴ στὸ ὑψηλὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως συνδέεται μὲ μεγάλο ἀγώνα. Ὄχι σπάνια ἐμεῖς ἐξασθενοῦμε ἀπὸ τὴν ἀρχή αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα καὶ ἀπελπισία φαίνεται νὰ κυριεύει τὴν ψυχή. Σὲ τέτοιες ὧρες μαρτυρικῆς παραμονῆς στὰ ὅρια μεταξύ τοῦ Ἀπροσίτου Φωτὸς τῆς Θεότητας πού ἕλκει πρὸς τὸν ἑαυτό Του καὶ τῆς ἀπειλητικῆς ἀβύσσου τοῦ σκότους, νὰ ἐνθυμούμαστε τὰ διδάγματα τῶν Πατέρων μας, οἱ ὁποῖοι διήνυσαν τὴν ὁδὸ αὐτὴ ἀκολουθώντας τὸν Χριστό, καὶ «ἐζωσμένοι τὰς ὀσφύας ἡμῶν» νὰ παίρνουμε δύναμη μὲ τὴν κραταιὰ ἐλπίδα σὲ Ἐκεῖνον, ὁ Ὁποῖος μὲ τὴν παλάμη Του βαστάζει ἀκόπως ὅλη τὴν κτίση. Νὰ θυμόμαστε ὅτι στὴ ζωὴ μας πρέπει νὰ ἐπαναληφθεῖ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο ὅ,τι ἔγινε στὴ ζωὴ τοῦ Υἱοῦ τοῦ Ἀνθρώπου, γιὰ νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ κάθε φόβο καὶ ὀλιγοψυχία. Ἡ ὁδὸς εἶναι κοινὴ σὲ ὅλους μας κατὰ τὸν λόγο Αὐτοῦ τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός»· καὶ γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ μοναδική, διότι «οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν Πατέρα, εἰ μὴ δι’ Ἐμοῦ».

Ἂν ὁ Κύριος «ἐπειράσθη», καὶ ἐμεῖς πρέπει νὰ περάσουμε διὰ τοῦ πυρὸς τῶν πειρασμῶν. Ἂν ὁ Κύριος καταδιώχθηκε, καὶ ἐμεῖς ἐπίσης θὰ διωχθοῦμε ἀπὸ τὶς ἴδιες ἐκεῖνες δυνάμεις, οἱ ὁποῖες δίωκαν τὸν Χριστό. Ἂν ὁ Κύριος ἔπαθε καὶ σταυρώθηκε, καὶ ἐμεῖς ἀναπόφευκτα ὀφείλουμε νὰ πάσχουμε καὶ νὰ σταυρωνόμαστε ἔστω, ἴσως, καὶ πάνω σὲ ἀόρατους σταυρούς, ἐφόσον πράγματι Τὸν ἀκολουθοῦμε στὶς ὁδοὺς τῆς καρδίας μας. Ἂν ὁ Κύριος μεταμορφώθηκε, καὶ ἐμεῖς θὰ μεταμορφωθοῦμε καὶ ἐνῶ ἀκόμη βρισκόμαστε πάνω στὴ γῆ, ἂν ὁμοιωθοῦμε πρὸς Αὐτὸν στὶς ἐσωτερικὲς ἐπιθυμίες μας. Ἂν ὁ Κύριος πέθανε καὶ ἀναστήθηκε, τότε καὶ ὅλοι ὅσοι πιστεύουν σὲ Αὐτὸν θὰ διέλθουν διὰ τοῦ θανάτου, θὰ τοποθετηθοῦν σὲ τάφους καὶ ἔπειτα θὰ ἀναστηθοῦν ὅμοια πρὸς Αὐτόν, ἐφόσον πέθαναν ὅμοια πρὸς Αὐτόν.

Θὰ ἀναστηθοῦν πρῶτα οἱ ψυχὲς τῶν πιστῶν, ἔπειτα δέ, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Κοινῆς Ἀναστάσεως, καὶ τὰ σώματα. Ἂν ὁ Κύριος μετὰ τὴν ἀνάστασή Του μὲ δοξασμένη σάρκα ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καὶ ἐμεῖς μὲ δοξασμένα σώματα, διὰ τῆς δυνάμεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, θὰ ἀναληφθοῦμε στοὺς οὐρανοὺς καὶ θὰ γίνουμε «συγκληρονόμοι Χριστοῦ» καὶ «κοινωνοὶ τῆς Θεότητος» Α’ Πέτρ. δ’ 13, Β’ Πέτρ. α’ 4, Ρωμ. ζ’ 17, Β’ Τιμ. β’ 11-12 κ.α.).

Ὅλα, ὅσα ἀπαριθμήσαμε πιὸ πάνω, πραγματοποιήθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο ὄχι κατὰ τὴ Θεότητα, ἀλλά κατὰ τὴν ἀνθρωπότητά Του, δηλαδὴ σὲ ἐκεῖνο τὸ ἐπίπεδο, ὅπου ὁ Κύριος εἶναι ὁμοούσιος μὲ ἐμᾶς «Υἱός Ἀνθρώπου». Ὁ Κύριος, ὁ Πατρὶ καὶ Πνεύματι συνάναρχος Λόγος, μὲ τὴ σάρκωσή Του προσέλαβε στὴ Θεία Του Ὑπόσταση τὴν ἀνθρώπινη φύση μας. Ὄχι φαινομενικά, ἀλλά ἔγινε ἀληθινὰ ὅμοιος μὲ μᾶς ἄνθρωπος καὶ φανέρωσε στὴ σάρκα μας τὴ Θεία τελειότητα, «ὑπολιμπάνων Ἑαυτὸν ὑπογραμμὸν» γιά μᾶς, τὸν ὁποῖο πολλοὶ προφῆτες καὶ δίκαιοι «ἐπεθύμησαν ἰδεῖν» (Ματθ. ιγ’ 17). Καὶ αὐτὸ ὀφείλουμε τώρα ἐμεῖς νὰ πραγματοποιήσουμε, ὁ καθένας στὴ ζωή του, ὥστε μὲ τὴν ὁμοίωση πρὸς τὸν Χριστόν, κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του, νὰ γίνουμε ὅμοιοι μὲ Αὐτὸν καὶ κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς Θείας ὑπάρξεως.

Σᾶς παρακαλῶ, νὰ μὴν ὀλιγοψυχήσουμε ἀκούοντας τὰ λόγια τῆς διδασκαλίας αὐτῆς, ἀλλά νὰ λάβουμε θάρρος καὶ νὰ ἀνοίξουμε τὶς καρδιές μας γιὰ νὰ δεχθοῦμε μὲ ἁπλότητα τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύριος μὲ τὸ στόμα Του εἶπε: «Θαρσεῖτε, ἐγώ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ἰωάν. ις’ 33). Καὶ ἐμεῖς, μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, θὰ κατορθώσουμε ἀναμφίβολα τὴ νίκη αὐτὴ ἐπὶ τοῦ κόσμου, ὥστε μαζὶ μὲ Αὐτὸν νὰ μετάσχουμε στὴν αἰώνια Βασιλεία τῶν οὐρανῶν.

Γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τῆς ἐντολῆς, «πορεύεσθε, καὶ σταθέντες λαλεῖτε ἐν τῷ, ἱερῷ τῷ λαῷ πάντα τὰ ρήματα τῆς ζωῆς ταύτης» (Πράξ. ε’ 20), σᾶς λέω: Αὐτοὶ εἶναι οἱ λόγοι τῆς αἰώνιας ζωῆς, οἱ ὁποῖοι δόθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο «εἰς κληρονομίαν ἀναφαίρετον τοῖς πιστοῖς»· αὐτὸ σημαίνει «τῶν Ἀποστόλων τὸ κήρυγμα» καὶ τῶν «Πατέρων τὰ δόγματα»· αὐτὴ εἶναι ἡ ὀρθόδοξη πίστη καὶ ἡ ἀσάλευτη ἐλπίδα, ἡ ὁποία δὲν θὰ διαψευσθεῖ, διότι θεμέλιό της εἶναι ἡ ἀψευδής μαρτυρία τοῦ Κυρίου. Καὶ ἂν «νόθα» ταπείνωση θελήσει νὰ τὸ ὀνομάσει αὐτὸ ὑπέρμετρη παρρησία ἡ ἀκόμη καὶ μωρία, τότε ἂς θυμηθοῦμε τὸν Ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος ἀποκόπτοντας ἀφενὸς μὲν τὴν ὀλιγοψυχία, ἀφετέρου δὲ τὴν παράλογη ὑπερηφάνεια τοῦ σαρκικοῦ φρονήματος, λέει ὅτι «εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας», ἀπορρίπτοντας τὴ σύνεση τῶν συνετῶν, καὶ μεταβάλλοντας σὲ μωρία τὴ σοφία αὐτοῦ τοῦ κόσμου (βλ.Α’ Κόρ. α’ 18-21). Καθημερινὰ ἡ πείρα τῆς ἀνθρωπότητος μᾶς ἀποδεικνύει σταθερὰ ὅτι οἱ «σοφοὶ καὶ συνετοὶ» τοῦ αἰῶνος τούτου δὲν μποροῦν νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστὸ οὔτε στὸ Θαβώρ, οὔτε στὸν Γολγοθᾶ, οὔτε στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.

Ἔτσι, ἀγαπητοί, προσέλθετε, καὶ μὲ τὴ δύναμη τῆς πίστεως ἂς ἀνεβοῦμε στὸ «ὅρος Κυρίου» (Ἡσ. β’ 3), ἂς σταθοῦμε ἀοράτως στὴν πόλη τοῦ Ζῶντος Θεοῦ, καὶ μετάρσιοι τῷ πνεύματι ἂς δοῦμε τὴν ἄυλη Θεότητα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Πνεύματος στὸν Μονογενῆ Υἱὸ ἀπαστράπτουσα. Ἂς ἀνέβουμε ὄχι μὲ ὑπερήφανη παρρησία, ἀλλά μὲ φόβο καὶ τρόμο, ὡς ἀνάξιοί της ἀναβάσεως καὶ ὁράσεως αὐτῆς, ἐντούτοις ὅμως, μὲ ἐλπίδα ὅτι καὶ σὲ μᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, κατὰ τὴν ἄμετρη ἀγαθότητα τοῦ Οὐρανίου Πατρός, θὰ λάμψει «τὸ ἀΐδιο Φῶς» τῆς Θεότητος, ἡ ἄστεκτη λάμψη τοῦ ὁποίου ἒρριξε πρηνεῖς στὸ Θαβὼρ τοὺς ἐκλεκτοὺς Ἀποστόλους.

Ἀφοῦ ἀνυψώσαμε γιὰ λίγο τὸν νοῦ μας στὴ θεωρία τῶν θεμελιωδῶν ἀρχῶν τῆς πίστεώς μας, οἱ ὁποῖες πρέπει νὰ ἀποτελοῦν τὸ μόνιμο πολίτευμα τῆς ζωῆς τοῦ πνεύματός μας, ἂς ἐπιτρέψουμε στοὺς ἑαυτούς μας νὰ προχωρήσουμε στὸ θέμα πού ἐπιλέξαμε.

Ἡ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα μεγάλο γεγονός, πού ἔχει σημασία αἰώνια ὄχι μόνο γιὰ τὸν καθένα ἀπό μᾶς, ἀλλά καὶ γιὰ ὅλη τὴν ἱστορία τοῦ κόσμου. Στὰ ἔργα τῶν Πατέρων μας θὰ βροῦμε προσεκτικὴ διερεύνηση αὐτοῦ ἀπὸ ὅλες τὶς πλευρές· ἐπιπλέον θὰ βροῦμε ὅ,τι προηγήθηκε αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ὡς προετοιμασία τῶν μαθητῶν ἀπὸ τὸν Κύριο· στὴ συνέχεια, ὅ,τι τὸ συνόδευσε καὶ ὅ,τι τελέσθηκε κατὰ τὴν ὥρα αὐτῆς τῆς ἴδιας τῆς Θαβωρίου Θεοφανείας· καὶ ἐπιπλέον, ὅ,τι τὸ ἀκολούθησε στὶς πράξεις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ καὶ στὴ συνείδηση τῶν Ἀποστόλων, τῶν μαρτύρων τῆς Μεταμορφώσεως. Ἡ γνώση γιὰ ὅλα αὐτὰ θὰ βοηθήσει καὶ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους νὰ διέλθουμε συνετὰ τὴ δική μας πορεία ἀκολουθώντας «τοῖς ἴχνεσι τοῦ Χριστοῦ». Ἀλλά κατὰ τὴν παροῦσα στιγμὴ ἂς συγκεντρώσουμε τὴν προσοχὴ τοῦ πνεύματός μας σὲ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο, σύμφωνα μὲ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση, ἀποτελεῖ τὴν ἀποκλειστικὴ ἰδιομορφία τοῦ γεγονότος τῆς παρούσας ἡμέρας.

«Ἰδού νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς, καὶ ἰδού φωνὴ ἐκ τῆς νεφέλης λέγουσα: Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱὸς Μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾯ εὐδόκησα· Αὐτοῦ ἀκούετε».

Σὲ τί ἔγκειται ἡ φωτεινὴ αὐτὴ νεφέλη, ἡ ὁποία περιὲλαμψε ἐκείνη τὴ νύκτα τὸ Ἅγιο Θαβώρ;

Πρὸ ἐτῶν, κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Μεταμορφώσεως, ρώτησα κάποιον ἀσκητὴ ὁ ὁποῖος, ὅπως ἀναμφίβολα πιστεύω, ἀξιώθηκε πολλὲς φορὲς νὰ δεῖ αὐτὸ τὸ Φῶς. Στὴν ἀδιάκριτη παράκλησή μου νὰ μοῦ πεῖ κάτι γιὰ τὸ μυστήριο τοῦ Θαβωρίου Φωτός, δηλαδὴ πῶς αὐτὸ ὁρᾶται καὶ πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποκτήσει κάποιος τὴ δωρεὰ αὐτή, αὐτὸς μὲ ἄκρα συγκατάβαση πρὸς τὴν ἀμάθειά μου, μὲ μεγάλη ὑπομονή, μοῦ διευκρίνισε τὸ θέμα αὐτό, ἐγώ δὲ σήμερα θὰ μεταδώσω σὲ σᾶς μόνο τὸ πιὸ οὐσιῶδες ἀπὸ αὐτὸ πού ἄκουσα ἀπὸ τὸ ἀψευδές στόμα του, καὶ ὅσο εἶναι δυνατὸν πιὸ σύντομα.

Μοῦ διηγήθηκε ὁ ἄνδρας αὐτὸς ὅτι κατ’ ἀρχάς, ὅταν ἦταν ἀκόμη νέος, τὸ φῶς αὐτὸ ἐμφανιζόταν σὲ αὐτὸν ἀσαφῶς, σὲ σύντομες στιγμές, ἄλλοτε σὰν ἀκατάληπτη πύρινη φλόγα, ἡ ὁποία ἔκαιγε τὴν καρδιὰ του διὰ τῆς ἀγάπης, ἄλλοτε σὰν κάποιο ἀπαύγασμα τὸ ὁποῖο διείσδυε μὲ τὴ λάμψη στὸν νοῦ του κατὰ τὸν καιρὸ τῆς προσευχῆς, κυρίως στὸν ναό. Ἀλλά κάποια ἡμέρα, μετὰ ἀπὸ ἐκτενῆ, κατὰ τὴ διάρκεια πολλῶν μηνῶν, διάπυρη προσευχὴ πού συνοδευόταν ἀπὸ βαθειὰ λύπη γιὰ τὴν ἀθλιότητά του, τὸ φῶς αὐτὸ κατέβηκε μὲ ἱλαρότητα πάνω του καὶ παρέμεινε μαζί του τρεῖς ἡμέρες. Κατὰ τὶς ἡμέρες αὐτὲς αἰσθανόταν τὸν ἑαυτὸ του ἐμφανῶς ἐκτός θανάτου. Ἡ χαρὰ τῆς ἐκ νεκρῶν ἀναστάσεως γέμιζε τότε τὴν ψυχή του. Ἐσωτερικὰ ὀνόμαζε τὸ φῶς ἐκεῖνο «πρωΐαν ἀναστάσεως», διότι αὐτὸ ἦταν ἱλαρό, σὰν «ἐαρινὴ πρωΐα». Ἐκεῖνο τὸν καιρὸ βρισκόταν αὐτὸς μεταξὺ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ζοῦσαν τὴ συνηθισμένη σὲ ὅλους κοπιώδη ζωή. Μετὰ τὴν πάροδο ἐτῶν ἀπὸ τὸ γεγονὸς αὐτό, ὅταν αὐτὸς ἦταν ἤδη μοναχός, καὶ ἀργότερα λειτουργός, συνέβαινε πολλὲς φορὲς νὰ μεταβάλλεται ἡ προσευχή του σὲ θεωρία φωτός, ἔτσι ὥστε νὰ μὴν αἰσθάνεται τότε οὔτε τὸ σῶμα του, οὔτε τὸν ὑλικὸ κόσμο πού τὸν περιέβαλλε.

Τὸ φῶς αὐτὸ φανερώνεται ὡς καθαρὰ ἄνωθεν εὐδοκία. Ἔρχεται κατ’ ἀρχὰς ἀπροσδόκητα, δηλαδὴ ὅταν ἡ ψυχὴ δὲν σκέπτεται καθόλου γι’ αὐτὸ ὅτι θὰ ἔρθει, ἤ ἀκόμη ὅτι ὑπάρχει. Ἄγνωστο ὡς τότε, φέρει μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν ψυχὴ γλυκειά ἀπορία, καὶ κατάπληκτη αὐτὴ ἀγνοεῖ ἀκόμη τὸ ποιὸς ἤ τί τῆς φανερώθηκε, ἀλλ’ αἰσθάνεται τὸν ἑαυτὸ της ἐκείνη τὴν ὥρα ὡς αἰχμάλωτο πού βγαίνει ἀπὸ τὸ ζοφερὸ σκοτάδι τῆς φυλακῆς πρὸς τὶς ἀπέραντες ἐκτάσεις, πού φωτίζονται ἀπὸ τὸν ἥλιο.

Ἔλεγε ἐπίσης ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος: «Παρὰ τὸ ὅτι τὸ Θεῖο Φῶς μένει πάντοτε κατὰ τὴ φύση του ἀναλλοίωτο, ὅμως οἱ ἐνέργειές του, δηλαδὴ ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο γεννᾶ στὸν ἄνθρωπο, ποικίλλουν. Μερικὲς φορὲς προσλαμβάνεται ὡς αἴσθηση ἱλαρῆς ἀγάπης Χριστοῦ· ἄλλοτε ὡς συμπαράσταση Θείας Δυνάμεως· ἄλλοτε ὡς κάποια ἀνεκλάλητη κίνηση τῆς αἰώνιας ζωῆς μέσα στὸν ἄνθρωπο· καὶ ἄλλοτε πάλι ὡς φῶς συνέσεως ἡ ὑπερνοητὴ νοερὰ ὅραση τοῦ Θεοῦ. Ἄμετρη ὅμως εἶναι ἡ ἀγαθότητα τοῦ Κυρίου καὶ συμβαίνει ὥστε ἡ ἀγάπη Του νὰ ἐκχέεται ἀκόμη ἀφθονότερα. Τότε τὸ Θεῖο Φῶς γεμίζει ὅλο τὸν ἄνθρωπο, οὕτως ὥστε καὶ αὐτὸς γίνεται ὅμοιος πρὸς τὸ φῶς· καὶ τότε ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο βλέπει, εἶναι ἀδύνατον νὰ ὀνομαστεῖ διαφορετικά, παρὰ μόνο φῶς —παρὰ τὸ ὅτι τὸ Φῶς αὐτὸ κατὰ τὴ φύση του εἶναι ἐντελῶς διαφορετικὸ ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ ὁρατοῦ ἡλίου».

Σὰν ἀπάντηση στὴν ἀρχική μου ἐρώτηση γιὰ τὴ Θαβώρια Θεοφάνεια, ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος παρέτεινε τὸν λόγο ἐπιδιώκοντας προφανῶς νὰ βρεῖ ἔννοιες προσιτὲς σὲ μένα, ἔστω καὶ σὲ κάποιο μικρὸ μέτρο.

Ἔλεγε: «Πρέπει πάντοτε νὰ ἔχουμε κατὰ νοῦν τὴν ἀνεπάρκειά μας· καὶ ἂν ἐπιτρέψω στὸν ἑαυτό μου νὰ θίξει τὸ μεγάλο αὐτὸ θέμα, θὰ τὸ κάνω ἀκροθιγῶς, γιὰ νὰ κατανοήσουμε κάτι λίγο ἀπὸ αὐτὸ χωρὶς τολμηρὲς ἀξιώσεις νὰ τὸ ἀποσαφηνίσουμε ἤ καὶ νὰ τὸ κατανοήσουμε πλήρως. Καὶ ἔτσι, ἂν βγοῦμε ἀπὸ τὶς ἐνέργειες τοῦ Θείου Φωτὸς πού ἤδη περιγράψαμε σὲ ἐκείνη τὴν ἁπλή, μέχρι φαινομενικῆς ἀφέλειας διήγηση τῶν Εὐαγγελιστῶν, μποροῦμε λίγο νὰ τὴ συμπληρώσουμε ὡς ἑξῆς:

Ἀμέσως μόλις ἄρχισαν οἱ Ἀπόστολοι νὰ κατανοοῦν τὴν ὑπεράνθρωπη τελειότητα τοῦ Διδασκάλου τους καὶ ὁμολόγησαν Αὐτὸν διὰ τοῦ στόματος τοῦ Πέτρου ὡς Χριστόν, Υἱόν τοῦ Θεοῦ τοῦ Ζῶντος, ὁ Κύριος ἐπόθησε περισσότερο νὰ τοὺς στερεώσει στὴ γνώση αὐτὴ διὰ τῆς μαρτυρίας τοῦ Πατρός. Αὐτὸ ἦταν τελείως ἀπαραίτητο, ἐφόσον Αὐτὸς ἑτοιμαζόταν ἤδη γιὰ «τὴν ἔξοδον, ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἱερουσαλήμ», δηλαδὴ γιὰ τὴν τέλεση τῆς θυσίας πάνω στὸν Γολγοθᾶ. Πίσω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Πέτρου: “Σύ εἶ ὁ Χριστὸς” (Μάρκ. η’ 29), ἐκείνη τὴ στιγμὴ κρυβόταν ἡ ἀτελὴς γνώση γιὰ τὸ ποιὸς πράγματι ἦταν αὐτὸς ὁ Χριστός. Ἐντούτοις, παρὰ τὴν ἔλλειψη τελειότητας καὶ πληρότητας τῆς ὁμολογίας αὐτῆς, ἐκδηλώθηκε σὲ αὐτὴν ἤδη ἡ αὐξηθεῖσα ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση τῶν Ἀποστόλων, πού τοὺς κατέστησε ἱκανοὺς νὰ “χωρέσουν” μεγαλύτερο φῶς Θείας ἀποκαλύψεως, καὶ ὡς γι’ αὐτὸ ὁ Κύριος εἶπε: “Εἰσί τινες τῶν ὧδε ἐστηκότων, οἵτινες οὐ μὴ γεύσωνται θανάτου ἕως ἂν ἴδωσι τὸν Υἱόν τοῦ Ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν τῇ Βασιλείᾳ Αὐτοῦ” (Μάρκ. θ’ 1). Μετὰ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητὲς πραγματοποιεῖ σιωπηλὰ τὴν πορεία ἀπὸ τὰ ὅρια τῆς Καισαρείας τῆς Φιλίππου μέχρι τὸ Ἱερὸ Θαβώρ. Ἐκεῖ λοιπὸν ἐξέλεξε τοὺς προκρίτους, Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, καὶ τοὺς ὁδήγησε στὸ “ὄρος τὸ ὑψηλό” τῆς θεωρίας τῆς Θείας Αὐτοῦ· Δόξης, ἥν εἶχεν Αὐτὸς παρὰ τῷ Πατρὶ πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι”.

Αὐτός ὁ Κύριος πάντοτε καὶ ἀναλλοίωτα ἔφερε ἐν Ἑαυτῷ τὸ Φῶς —ὄντας κατὰ τὴ Θεότητά Του ἄναρχο Φῶς—, ἀλλά διέμενε ἐν Αὐτῷ κατὰ τρόπο ἀόρατο σὲ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι δὲν δέχθηκαν ἀκόμη μέσα τους τὸ Φῶς. Πάνω στὸ Θαβὼρ ὁ Κύριος προσευχόταν. Τίποτε δὲν μᾶς ἐμποδίζει νὰ ὑποθέσουμε ὅτι κατὰ τὸ περιεχόμενό της ἡ προσευχὴ αὐτὴ ἦταν ὅμοια μὲ ἐκείνη τῆς Γεθσημανῆ (βλ. Ἰωάν. ιζ’ κ. α.), διότι “ἐλήλυθεν Αὐτοῦ ἡ ὥρα”. Ἀγκαλιάζοντας στὴν προσευχὴ τὰ πάντα, “ἀπὸ καταβολῆς κόσμου” ὥς τὴ συντέλεια τοῦ αἰῶνος αὐτοῦ, ὁ Κύριος προσευχόταν καὶ γιὰ τοὺς Ἀποστόλους, ὥστε νὰ φανερωθεῖ σὲ αὐτοὺς τὸ Ὄνομα τοῦ Πατρός, καὶ ἡ ἀγάπη, διὰ τῆς ὁποίας ὁ Πατέρας ἀγάπησε τὸν Υἱό, νὰ μένει σὲ αὐτοὺς (βλ. Ἰωάν. ιζ’ 26).

Οἱ ἐκλεγέντες αὐτοὶ τρεῖς μάρτυρες καὶ συμμέτοχοι τῆς ὑπερφυοῦς αὐτῆς προσευχῆς τοῦ Χριστοῦ ἐξαντλήθησαν σὲ αὐτὴν (τὴν προσευχή). Πολεμώντας ἀσκητικὰ ἐνάντια στὴν ἀσθένεια τῆς σάρκας τους, βαρύνθηκαν γιὰ λίγο χρόνο ἀπὸ τὸν ὕπνο· ἐντούτοις, μὲ τὴ δύναμη τῆς ἐσωτερικῆς προσευχῆς πού ἐνεργοῦσε μέσα τους, ἐπανέρχονται ἐκ νέου σὲ νηφάλια κατάσταση, καὶ τότε οἱ σθεναροὶ τῷ πνεύματι αὐτοὶ νικητὲς τῆς ἀσθένειας τῆς σάρκας εἶδαν τὸν Χριστὸ ἐν τῷ φωτὶ καὶ αὐτοὺς πού συνομιλοῦσαν μαζί Του, τὸν Ἠλία καὶ τὸν Μωυσῆ. Καὶ μπόρεσαν νὰ δοῦν, ἐπειδὴ καὶ οἱ ἴδιοι γέμισαν ἐκείνη τὴν ὥρα ἀπὸ φῶς.

Τὸ ἀσυνήθιστο καὶ μεγαλειῶδες τῆς ὁράσεως βύθισε τοὺς Ἀποστόλους σὲ ἀνέκφραστη ἔκπληξη καὶ μακάρια ἀπορία. Αὐτὸ τὸ γνωρίζουμε ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Εὐαγγελίου γιὰ τὸν Πέτρο: “μὴ εἰδώς τί λαλήσῃ”, καὶ ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ ἰδίου τοῦ Πέτρου: “Ἐπιστάτα, καλὸν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι”.

Ἐκείνη τὴ στιγμὴ ἡ ὅραση τοῦ πνευματικοῦ κόσμου καὶ τοῦ Θείου Φωτὸς ἀπό τούς Ἀποστόλους συνδυαζόταν ἐπίσης καὶ μὲ τὶς παραστάσεις τοῦ αἰσθητοῦ κόσμου πού τοὺς περιέβαλλε. Ἀλλὰ στὴ συνέχεια τὸ φῶς πού αὐξήθηκε τοὺς ἀνύψωσε πέρα ἀπὸ κάθε ὁρατὸ καὶ πρόσκαιρο στὰ ἀόρατα καὶ αἰώνια (βλ. Β’ Κόρ. δ’ 18)…

Εἶναι ἁπλὲς μέχρι ἀκρότητος οἱ εὐαγγελικὲς διηγήσεις: “Ἰδού, νεφέλη φωτεινὴ ἐπεσκίασεν αὐτούς…”. Ὅπως ὁ ἄνθρωπος πού ἀνεβαίνει σὲ κάποιο βουνό, ὅταν μπεῖ σὲ πυκνὸ σύνεφο, δὲν διακρίνει μὲ τὴν ὅραση τὸν ὑπόλοιπο κόσμο, ἔτσι καὶ ἡ φωτεινὴ αὐτὴ νεφέλη, πού φανερώθηκε ὡς φῶς καὶ πνοὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τὸ Ὁποῖο μὲ τὴν ἀφόρητη Θεία ἔλευσή Του εἰσήγαγε τοὺς Ἀποστόλους στὸν κόσμο τοῦ ἀκτίστου Φωτός, τοῦ ἄτρεπτου, τοῦ ἀνέσπερου, τοῦ ἀναλλοίωτου, τοῦ ἀπέραντου, τοῦ ὑπερουράνιου, τόσο ἐξαφάνισε τὶς παραστάσεις πού εἶχαν ἀπὸ τὶς παρερχόμενες μορφὲς τοῦ κόσμου αὐτοῦ, ὥστε αὐτοὶ καὶ Αὐτὸν τὸν Χριστὸ δὲν Τὸν ἔβλεπαν πλέον κατὰ σάρκα (βλ. Β’ Κορ. ε’ 16). Ἀφοῦ εἰσῆλθαν διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στὴ θεωρία τῆς ἀπερίγραπτης Θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄκουσαν ἐκείνη τὴν ὥρα τὴν ἄυλη καὶ ἀπρόσιτη φωνὴ τοῦ Πατρός: “Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός Μου ὁ ἀγαπητός”.

Αὐτό ὑπῆρξε ἡ ὑπέρτατη στιγμὴ ὁλόκληρου τοῦ Θαβωρίου γεγονότος.

Ἂν τώρα ἀναφερθοῦμε πάλι στὴν ἀσθένεια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως, φορεῖς τῆς ὁποίας ἦταν οἱ Ἀπόστολοι, συνέχισε ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, τότε, μένοντας πιστοὶ στὴν Εὐαγγελικὴ διήγηση καὶ τὴν πείρα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, μποροῦμε νὰ ποῦμε τὰ ἑξῆς:

Μέγιστη καὶ ὕψιστη ὑπῆρξε ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων στὸ ὄρος τῆς Μεταμορφώσεως, ἐντούτοις, δὲν ἦταν ἀκόμη τέλεια, διότι τότε δὲν ἦταν ἀκόμη ἱκανοὶ νὰ δεχθοῦν ὅλο τὸ πλήρωμα καὶ τὴν τελειότητα τοῦ Φωτὸς πού ἐμφανίσθηκε σὲ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία ψάλλει: “Δείξας τοῖς μαθηταῖς Σου τὴν δόξαν Σου, καθὼς ἠδύναντο”, ἤ σὲ ἄλλον ὕμνον  ”καθὼς ἐχώρουν”.

Μέγιστη καὶ ὕψιστη ὑπῆρξε ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά τότε ἀκόμη ἀτελῶς ἀφομοιώθηκε ἀπὸ αὐτούς, καὶ γι’ αὐτὸ παρέμειναν δυνατὲς ἐκεῖνες οἱ ταλαντεύσεις, τὶς ὁποῖες ὑπέστησαν αὐτοὶ κατὰ τὶς ἡμέρες τοῦ Πάθους· καὶ μόνο ἀργότερα ὁ Πέτρος ἀναφέρεται σὲ αὐτὴν καὶ τὴν ἐπικαλεῖται ὡς μαρτυρία τῆς ἀλήθειας (βλ. Β’ Πέτρ. α΄ 17-18).

Ἀτελής ἦταν ἀκόμη ἡ ὅραση τῶν Ἀποστόλων πάνω στὸ Θαβώρ, καὶ ἐντούτοις ἦταν τόσο μεγάλη καὶ γνήσια ἡ θεωρία τῆς “ὑπερούσιου εὐπρεπείας” καὶ τοῦ “προαιώνιου κεκρυμμένου μυστηρίου”, ὥστε οὔτε ἡ ὅραση τοῦ Μωυσῆ στὸ Σινᾶ (βλ. Ἐξ. ιθ’-κ’ καὶ κγ’-λδ’), οὔτε ἡ ὅμοια πρὸς αὐτὴν τοῦ Ἠλία στὸ Χωρὴβ (βλ. Γ’ Βασ. ιθ’) ἔφθασαν τὸ ὕψος καὶ τὴν τελειότητά της, τὴν ὁποία παρατηροῦμε στοὺς λόγους τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ὠδῆς: “Καθωράθης τῷ Μωϋσῆ, ἐν γνόφῳ τὸ πάλαι, ἐν φωτὶ δέ, νῦν ἀπροσίτῳ τῆς Θεότητος” (α’ Ὠδή, β’ κανὼν- βλ. Ἑβρ. ιβ’ 18-24)».

Ἑλκύοντάς σας στὸ βάθος τῶν ἀφάτων μυστηρίων τῆς θεολογίας, δὲν θὰ κρύψω καθόλου ὅτι καὶ ἐγώ ὁ ἴδιος ἔρχομαι σὲ φόβο. Καὶ δοκιμάζω ὄχι μόνο φόβο, ἀλλά καὶ συστολὴ κατὰ τὴν ὥρα αὐτὴ: Ὁ Σοφὸς Παροιμιαστὴς εἶπε: «πῖνε ὕδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς» (Παροιμ. ε’ 15), καὶ ἐγώ σᾶς προσφέρω αὐτὸ πού ἄντλησα ἀπὸ τὴν ἐμπειρία καὶ τὴν κληρονομιὰ ἄλλων. Βλέποντας ὅμως μὲ ποιὰ προθυμία προσέχετε στὸν λόγο, σὰν νὰ μὴν χορτάσατε ἀκόμη ἀπὸ αὐτόν, θὰ σᾶς μεταδώσω καὶ τὸν ἐπίλογο τῆς ἀλησμόνητης γιὰ μένα συνομιλίας μὲ τὸν σπουδαῖο ἐκεῖνον ἄνδρα. Συνεπαρμένος ἀπὸ τὸν ἐμπνευσμένο λόγο του, εὐγνωμονώντας τον γιὰ τὴ συγκατάβασή του πρὸς ἐμένα, γέμισα ἀπὸ θλίψη ἐκείνη τὴν ὥρα συνειδητοποιώντας τὸ δικό μου σκότος καὶ σιωποῦσα, διαλογιζόμενος μέσα μου: «Δὲν ἔχω αὐτὴ τὴν τύχη». Γιὰ νὰ μὲ παρηγορήσει ὁ συνομιλητής μου συνέχισε ὡς ἑξῆς:

«Ὅσο ἐμεῖς δὲν ἀξιωνόμαστε νὰ δοῦμε τὴ μεγαλοπρεπῆ δόξα τῆς Θεότητας, τόσο μὲ τὴν πιὸ πιστὴ ἐσωτερικὴ κίνηση τοῦ πνεύματός μας θὰ μᾶς ἐλέγχει ὁ ἑαυτός μας. Καὶ ἐὰν ἡ ψυχὴ μας εἶναι ἀνδρεία, τότε θὰ ποῦμε: Γιὰ τὶς ἀδικίες μου στερήθηκα αὐτὸ τὸ δῶρο, διότι ὁ πορευόμενος ἐν δικαιοσύνῃ καὶ λαλῶν εὐθείαν ὁδόν… οὗτος οἰκήσει ἐν ὑψηλῷ… καὶ τὸν Βασιλέα μετὰ δόξης ὄψεται” (Ἡσ. λγ’ 15-18). Παρ’ ὅλα αὐτὰ μὴ δώσετε τόπο στὴν ἀπόγνωση· ἀντίθετα, λάβετε θάρρος καὶ πενθήσετε ἐν μετανοίᾳ γιὰ τὸν ἑαυτό σας. Ἀπορρίψτε τὸν ἄδικο λογισμό, ὅτι αὐτὸ εἶναι κλῆρος μόνο τῶν ἐκλεκτῶν, λογισμὸ πού μπορεῖ νὰ φονεύσει μέσα μας τὴν ἅγια ἐλπίδα. Ἡ ἀλήθεια, στὴν ὁποία εἶναι ἀναγκαῖο νὰ στερεωθεῖ ἡ καρδιά μας, εἶναι ὅτι ὁ Κύριος κανέναν δὲν “ἐκβάλλει ἔξω” καὶ δὲν ἀπορρίπτει ἀπὸ ἐκείνους πού ἔρχονται πρὸς Αὐτὸν (πρβλ. Ἰωάν. ς’ 37). Ὅλοι ἐμεῖς, χωρὶς ἐξαίρεση, μεγάλοι καὶ μικροί, σημαντικοὶ καὶ ἀσήμαντοι, κληθήκαμε στὴν ἴδια τελειότητα, στὴν ὁποία κάλεσε ὁ Κύριος τούς Ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη πού τοὺς ὁδήγησε στὸ ὄρος τοῦ Θαβώρ, διότι καὶ ἐμεῖς, ὅπως καὶ αὐτοί, λάβαμε τὶς ἴδιες ἐντολὲς καὶ ὄχι ἄλλες, καί, ἑπομένως, τὴν ἴδια, ἴση πρὸς αὐτούς, τιμὴ κλήσεως καὶ ὄχι ἄλλη κατώτερη. Ἐρευνῆστε μὲ προσοχὴ ὅλη τὴν ἀκολουθία τῆς Ἑορτῆς καὶ θὰ δεῖτε μὲ ποιὰ δύναμη ἡ Ἐκκλησία προσκαλεῖ καὶ πείθει ὅλους γιὰ ἀνάβαση στὸ ἀψηλάφητο Ὄρος τῆς νοερᾶς Θεοπτίας, δείχνοντας ἔτσι σαφῶς ὅτι ὄχι μόνο κατὰ τὴν ἀρχαιότητα, ὄχι μόνο στοὺς Ἀποστόλους εὐδόκησε ὁ Κύριος νὰ φανερώσει τὴν “αὐγὴ” τῆς Θεότητάς Του, ἀλλά καὶ κατὰ τὴ διάρκεια ὅλων τῶν αἰώνων, καὶ ὡς τὶς ἡμέρες μας ἀκόμη, δὲν ἔπαυσε καὶ οὐδέποτε θὰ παύσει, σύμφωνα μὲ τὴν ἐπαγγελία Του, νὰ ἐκχέει τὴν ἴδια ἐκείνη δωρεὰ σὲ ὅσους Τὸν ἀκολουθοῦν μὲ ὅλη τὴν καρδιά τους.

Ἐκτὸς ἀπὸ τὴ νόθα ταπείνωση —”αὐτὸ δὲν εἶναι γιὰ μένα”—, ἐκτός ἀπὸ τὴν ἀδικαιολόγητη ἀπόγνωση, ἡ ὁποία γεννιέται ἀπὸ τὴν ἀκηδία καὶ τὴν ἡδυπάθεια, φραγμὸς πρὸς τὴ θεωρία τοῦ Ἀκτίστου Φωτὸς ἀποβαίνει ἀκόμη καὶ ἡ τολμηρὴ ἔφεση “νὰ δοῦμε τὸν Θεό”, καὶ νὰ Τὸν ἀγκαλιάσουμε μὲ τὴ σκέψη μας, σὰν νὰ θέλουμε νὰ διεισδύσουμε μὲ δύναμη στὰ μυστήρια καὶ στὰ ἔγκατα τοῦ Θείου Εἶναι καὶ νὰ κυριαρχήσουμε σὲ Αὐτὸ μὲ τὸν νοῦ, σὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἀντικείμενο τῆς γνώσεώς μας. Εἶναι δύσκολο νὰ βροῦμε λέξεις γιὰ νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν πνευματικὴ οὐσία αὐτῆς τῆς ὑπερήφανης ἀξιώσεως τοῦ νοῦ μας, ἀλλά εἶναι σπουδαῖο γιὰ μᾶς νὰ γνωρίσουμε ὅτι σὲ παρόμοιες περιπτώσεις συναντοῦμε ὄχι “φωτεινὴ νεφέλη”, ἀλλά γνόφο καὶ σκότος, πού κρύβουν τὸν Θεό.

Ὅταν προσηλώσουμε τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ νοῦ μας ἀπ’ εὐθείας στὸν Ἥλιο τοῦ Προαιώνιου Εἶναι, γιὰ νὰ Τὸν δοῦμε καθώς ἐστι, τότε οἱ ὀφθαλμοὶ μας καταφλέγονται καὶ τυφλώνονται ἀπὸ τὸ ἀπρόσιτο καὶ ἐκτυφλωτικὸ Φῶς τῆς Θεότητας, ὅπως τυφλώνονται καὶ καταφλέγονται οἱ φυσικοί μας ὀφθαλμοί, ὅταν γυμνοί, χωρὶς κανένα προστατευτικὸ μέσο, στραφοῦν κατ’ εὐθείαν πρὸς τὸν ἥλιο. Στὴ Γραφὴ βρίσκουμε μιὰ θαυμαστὴ εἰκόνα, πού μᾶς διδάσκει τὴν ἐγκράτεια ἀπὸ τὴν παρρησία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ: «Ἱστάμενα κύκλῳ τοῦ Θρόνου τοῦ Ὑψίστου τὰ ἑξαπτέρυγα Σεραφείμ, δυσὶ πτέρυξι κατακαλύπτοντα τὰ πρόσωπα αὐτῶν» (Ἡσ. ς’ 2).

Ὁ Θεὸς καὶ γνωριζόμενος καὶ ὁρώμενος ἀναλλοίωτα διαμένει πάνω ἀπὸ κάθε γνώση καὶ ὅραση. Ἡ ἀπεριόριστη αὐτὴ ὑπερβατικότητα τοῦ Θεοῦ στὴ “μυστικὴ” γλώσσα τῆς θεολογίας ὀνομάζεται “γνόφος”. Ἡ Καινὴ Διαθήκη δὲν χρησιμοποιεῖ πουθενὰ γιὰ τὸν Θεὸ τὴ λέξη “γνόφος”. Μᾶς λέει ὅτι “Ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία” (Α’ Ἰωάν. α’ 5). Γιὰ τὴν ὑπερβατικότητά Του, καὶ συνεπῶς τὴν τέλεια “ἀορασία”, τὴν τέλεια “ἀγνωσία” Του, ἡ Καινὴ Διαθήκη λέει τὰ ἑξῆς: “Θεὸν οὐδεὶς ἑώρακε πώποτε” (Ἰωάν. α’ 18). Καὶ ἀλλοῦ: “Ὁ Θεός,… φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον, ὅν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται” (Α’ Τιμ. ς’ 16). Ὅταν φάνηκαν οἱ φιλόσοφοι καὶ οἱ αἱρετικοί, πού ὑποστήριζαν τὴ δυνατότητα πλήρους γνώσεως τοῦ Θεοῦ, τότε οἱ Ἅγιοι Πατέρες, γιὰ νὰ ἐκριζώσουν τὴν ἀσύνετη αὐτὴ ἰδέα, ἐπέστρεψαν σὲ Παλαιοδιαθηκικὲς εἰκόνες καὶ γλώσσα: «Καὶ εἶπεν ὁ Θεὸς πρὸς Μωυσῆν “καταβὰς διαμάρτυραι τῷ λαῷ, μήποτε ἐγγίσωσι πρὸς τὸν Θεὸν κατανοῆσαι Αὐτόν… Εἱστήκει δὲ ὁ λαὸς μακρόθεν, Μωϋσῆς δὲ εἰσῆλθεν εἰς τὸν γνόφον, οὐ ἦν ὁ Θεὸς» (Ἐξ. ιθ’ 21, κ’ 21). Ἔτσι, γιὰ νὰ πλήξουν ἰσχυρότερα τὴ συνείδηση τῶν ἀσόφων σοφῶν, οἱ Πατέρες προσέφυγαν στὴν ἔννοια τοῦ “γνόφου”, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Σοφὸς Νομοθέτης Μωυσῆς συγκρατοῦσε τὸν λαό του, πού ἦταν ἀκόμη ἄπειρος τῆς Θεογνωσίας, ἀπὸ τὴν ἀσύνετη ἔξαρση τῆς ἰδέας τοῦ “κατανοῆσαι” τὸν Θεὸ· καὶ γιὰ νὰ μὴν παρεκκλίνουν ἀπὸ τὴν Καινοδιαθηκικὴ Ἀποκάλυψη, οἱ Πατέρες ὀνόμασαν τὸν γνόφο αὐτὸ “ὑπέρφωτον”.

Ἡ ἀληθινὴ ὁδὸς γιὰ τὴ θεωρία τοῦ Θείου Φωτὸς διέρχεται διὰ μέσου τοῦ ἔσω ἀνθρώπου. Ὅλη ἡ σκέψη μας, ὅλη ἡ δύναμη τῆς ἐπιθυμίας μας, ὀφείλουν νὰ κατευθύνονται μόνον πρὸς τὸ “τηρῆσαι τὴν ἐντολήν τοῦ Θεοῦ ἄσπιλον καὶ ἀνεπίληπτον” (Α΄ Τίμ. ς’ 14). Τότε τὸ Θεῖο Φῶς, ὅπως ἔδειξε ἡ πείρα τῶν αἰώνων, “πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως” ἐπισκέπτεται τὸν ἄνθρωπο. Καὶ κανένας δὲν μπορεῖ νὰ πεῖ ποτὲ γιὰ τὰ ὅρια τῆς εὐδοκίας τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς, διότι αὐτὴ βρίσκεται ἀληθινὰ πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο. Ὅσο καὶ ἂν τείνει ὁ ἄνθρωπος πρὸς τὸν Θεόν, ὅσο καὶ ἂν φλέγεται ἀπὸ τὴν ἀγάπη πρὸς Αὐτόν, καὶ πάλι οἱ ἐκχύσεις τοῦ Φωτὸς θὰ παραμείνουν πέρα ἀπὸ κάθε ὅριο καὶ ἀριθμό, διότι δὲν ὑπάρχει σὲ αὐτὲς τέλος, καὶ ὅταν ἀκόμη τὸ φῶς ὑπερβαίνει τὶς δυνάμεις τῆς φύσεώς μας νὰ ὑπομείνει τὴ λάμψη του. Καὶ ὁ μοναδικὸς δυνατὸς λόγος, ἡ μοναδικὴ ἐπικύρωση γιὰ ὅλα αὐτὰ εἶναι ὅτι “ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι, καὶ σκοτία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία”, καὶ ὅτι “Αὐτὸς οἰκεῖ ἐν ἀπροσίτῳ Φωτὶ” καὶ ἐμφανίζεται πάντοτε ἐν τῷ φωτὶ καὶ ὡς φῶς».

Ἀλλὰ καὶ παρὰ τὰ λόγια αὐτά, δὲν διαλύθηκε ἡ ἀπορία στὴ δειλή μου ψυχή. Δὲν ἔβλεπα τὴν ὁδὸ μπροστά μου· δὲν γνώριζα πῶς νὰ εἰσέλθω σὲ αὐτὴ τὴ ζωή, ἀπὸ πού νὰ ἀρχίσω· αἰσθανόμουν τὸν ἑαυτό μου μέσα σὲ γνόφο καὶ ρώτησα:

«Τίνα κάνω γιὰ νὰ κληρονομήσω τὴν αἰώνια ζωή»;

Καὶ μοῦ δόθηκε ἡ ἀπάντηση:

«Νὰ προσεύχεσαι, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ὁποῖος γιὰ χρόνια ἔκραζε, “Κύριε, φώτισόν μου τὸ σκότος”, καὶ εἰσακούσθηκε.

Νὰ προσεύχεσαι μὲ τὰ λόγια τῆς ἐκκλησιαστικῆς  Ὠδῆς, “Λαμψάτω, ὦ Φωτοδότα, καὶ ἐμοί τῷ ἁμαρτωλῷ τὸ φῶς Σου τὸ ἀπρόσιτον”, καὶ νὰ ἐνδυναμώνεις στὴν πίστη, ἐνθυμούμενος ὅτι ἡ Ἐκκλησία δὲν προσεύχεται γιὰ πράγματα πού δὲν μποροῦν νὰ γίνουν».

Στὴ συνέχεια ὁ ἄνδρας ἐκεῖνος, σὰν νὰ ἀπέκλειε τὴ δυνατότητα ὅτι μιὰ τέτοια προσευχὴ θὰ παραμείνει χωρὶς τὴν ἄνωθεν ἀπάντηση, κατέκλεισε τὸν λόγο του ὡς ἑξῆς:

«Ὅταν ἡ ψυχή σου γνωρίσει αὐτὸ τὸ φῶς, τότε, ὅταν συμβεῖ νὰ τὸ στερεῖται, θὰ φλέγεσαι γι’ αὐτὸ καὶ μιμούμενος τὸν ἅγιο Συμεὼν τὸν Νέο Θεολόγο θὰ τὸ ζητᾶς καὶ θὰ κράζεις πρὸς αὐτό:

«Ἐλθέ, τὸ φῶς τὸ ἀληθινόν. Ἐλθέ, ἡ Ζωὴ ἡ αἰώνιος. Ἐλθέ, τῶν πεπτωκότων ἡ ἔγερσις. Ἐλθέ, τῶν κειμένων ἡ ἀνόρθωσις, Ἐλθέ, τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις. Ἐλθέ, Πανάγιε Βασιλεῦ. Ἐλθέ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν, καὶ μεῖνον ἀδιαστάτως ἐν ἡμῖν, καὶ ἀδιαιρέτως Σύ μόνος βασίλευε ἐν ἡμῖν εἰς τοὺς αἰώνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».

————————–

πηγή: www.imaik.gr

Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου: Λόγος στὴν Μεταμόρφωση τοῦ Σωτῆρος

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Ἐμπρός, φίλοι μου, ἂς ἁπλώσουμε σήμερα χωρὶς δισταγμὸ τὸ χέρι στοὺς θησαυροὺς τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ νὰ ἀντλήσουμε ἀπὸ ἐκεῖ κατὰ τὴν συνήθειά μας πλοῦτο, πού ἄφθονα σὲ ὅλους διαμοιράζεται καὶ οὔτε στὸ ἐλάχιστο ποτὲ δὲν ξοδεύεται.

Ἐλᾶτε, τὸν πάνσοφο καὶ πάλι ἂς ἀκολουθήσουμε, τὸν ὡραῖο ὁδηγό μας, τὸν Λουκᾶ, νὰ δοῦμε τὸν Χριστὸ νὰ ἀνεβαίνει σὲ ὄρος ὑψηλὸ καὶ τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη νὰ παίρνει μάρτυρες τῆς θεϊκῆς Μεταμορφώσεως. Διότι «πῆρε μαζί Του», λέει, «αὐτοὺς πού ἀποτελοῦσαν τὴν συντροφιὰ τοῦ Πέτρου καὶ σὲ ὄρος ὑψηλὸ ἀνέβηκε» ὁ Δεσπότης. Ὄρος ὑψηλό, στὸ ὁποῖο ἡ δυάδα Μωυσῆς καὶ Ἠλίας συζητοῦσε μὲ τὸν Χριστό.

Ὄρος ὑψηλό, ἐπάνω στὸ ὁποῖο ὁ Νόμος καὶ οἱ Προφῆτες συνομιλοῦσαν μὲ τὴν Χάρη. Ὄρος ὑψηλό: σ’ αὐτὸ ὁ Μωυσῆς, πού ἔγινε σφαγέας τοῦ ἀμνοῦ γιὰ τὸ πάσχα τῶν Ἰσραηλιτῶν καὶ ἔτσι μὲ τὸ αἷμα τὰ ἀνώφλια τῶν Ἑβραίων ράντισε.

Ὄρος ὑψηλό, σ’ αὐτὸ ὁ Ἠλίας, πού κοντὰ σ’ ἐκείνους τὸ βόδι εἶχε τεμαχίσει, τὴν θυσία τὴν περιχυμένη μὲ νερὸ εἶχε ἀφανίσει μὲ φωτιά. Ὄρος ὑψηλό, ὅπου ὁ Μωυσῆς, ὁ ἄνθρωπος πού ἄνοιξε καὶ ἔκλεισε τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας τὰ πολλὰ καὶ πάντοτε ἀξεχώριστα νερά. Ὄρος ὑψηλό, γιὰ νὰ μάθουν ὅσοι ἀνῆκαν στὸν κύκλο τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ Ἰακώβου ὅτι Αὐτὸς εἶναι τὸ πρόσωπο, ἐμπρὸς στὸ ὁποῖο κάθε γόνατο θὰ λυγίσει τῶν ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων.

Βέβαια, ἀνέβηκε μόνο μὲ τρεῖς, δὲν τοὺς πῆρε ὅλους μαζί Του, δὲν τοὺς ἄφησε κάτω ὅλους, δὲν ἀπέκλεισε τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴν φανέρωση τῆς δόξας Του, δὲν τοὺς ἔκρινε ὑποδεέστερους, ἀφοῦ, καθὼς εἶναι δίκαιος, μὲ δικαιοσύνη τὰ πάντα τακτοποιεῖ. Ἔχοντας ὅλους στὸν νοῦ Του, δὲν χωρίζει ἀπὸ τὴν μεταξύ τους ἀγάπη αὐτοὺς πού ἕνωσε. Ἀλλά, ἐπειδὴ δὲν ἦταν ἄξιος νὰ δεῖ τὸ θεϊκὸ πρόσωπο καὶ τὴν φοβερὴ ἐκείνη ὀπτασία ὁ Ἰούδας, ὁ μελλοντικὸς προδότης, γιὰ τοῦτο ὁ Κύριος καὶ τοὺς ἄλλους ἀφήνει, γιὰ νὰ ἀφήσει ὕστερα κι ἐκεῖνον, πού δὲν ἀφέθηκε μόνος, τελείως ἀναπολόγητο, καὶ τοὺς τρεῖς, σύμφωνα μὲ τὸν μωσαϊκὸ Νόμο, νὰ πάρει ἐπαρκεῖς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως. Αὐτοὶ ἐσωτερικά, ψυχικά, καὶ τοὺς ὑπόλοιπους ἔφεραν μαζί τους. Διότι λέει ὁ Ἴδιος: «Φύλαξέ τους, Πάτερ δίκαιε, γιὰ νὰ εἶναι καὶ αὐτοὶ ἕνα, ὅπως καὶ ἐμεῖς ἕνα εἴμαστε». Διότι, ἂν ἔβλεπε ὁ Ἰούδας σιμὰ στὸ ὅρος τὸν Ἀνδρέα, τὸν Θωμᾶ, τὸν Φίλιππο καὶ τοὺς ὑπόλοιπους νὰ βρίσκονται μαζί Του καὶ οὔτε νὰ γογγύζουν, νὰ μὴν ἀγανακτοῦν, νὰ μὴν κακολογοῦν, ἀλλά νὰ χαίρονται καὶ κοινὴ νὰ λογαριάζουν γιὰ τοὺς ἑαυτούς τους καὶ τοὺς ἀπόντες τὴν χάρη ἀπὸ ψηλά, ἦταν ἀπὸ κάθε ἀπολογία στερημένος, ἀφοῦ ποτὲ γιὰ κανένα θαῦμα δὲν τὸν παρέβλεψε ὁ Χριστός. Ἀπεναντίας, καὶ τὸ κουτὶ τῶν συνεισφορῶν εἶχε, μόλο πού τὴν διάθεση τοῦ μύρου (ἀπὸ τὴν εὐγνώμονα Μαρία στὴν Βηθανία) χωρὶς λόγο ζήλευε, καὶ τὸν Διδάσκαλο στοὺς ἐχθροὺς τόλμησε νὰ προδώσει.

Τί λέει, λοιπόν, ὁ Εὐαγγελιστής; «Καὶ μεταμορφώθηκε ἐνώπιόν τους καὶ ἐμφανίστηκαν ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας νὰ συζητοῦν μαζί Του». Ἀλλά ὁ Πέτρος, σὰν θερμὸς πάντα γύρω ἀπὸ ὅλα τὰ θέματα, παρότι μὲ τὰ μάτια τῆς διάνοιας εἶδε κάποια στιγμὴ αὐτοὺς πού δὲν γνώριζε νὰ συνομιλοῦν μ’ Αὐτόν, ἐλάχιστα λογαριάζοντας τὸ θαῦμα, ὑπολογίζοντας ὄχι τὸν παράδοξο χαρακτήρα τῆς θείας ἐλλάμψεως, ὀνόμαζε ὡραῖο τὸν ἔρημο τόπο. Σκηνοποιὸς ἀπὸ ψαρᾶς νὰ γίνει ἤθελε, ἀφοῦ φώναζε στὸν Σωτήρα: «Ἂς κάνουμε τρεῖς σκηνές· μία γιὰ σένα, μία γιὰ τὸν Μωυσῆ καὶ μία γιὰ τὸν Ἠλία» δίχως νὰ ξέρει τί λέει.

Ἀλλά, Πέτρο, κορυφαῖε καὶ πρῶτε στὴν χορεία τῶν Μαθητῶν, γιατί μὲ οὐτιδανὲς σκέψεις ἀπερίσκεπτα προτρέχεις καὶ μὲ συλλογισμοὺς ἀνθρώπινους μιλᾶς ὁλότελα εἰς βάρος τῶν θείων, θέλοντας νὰ στήσεις τρεῖς σκηνὲς σὲ ἐρημιά; Ὅμοια μὲ τῶν δούλων ἀξία καθορίζεις γιὰ τὸν Δεσπότη; Καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ μία σκηνὴ καὶ γιὰ τοὺς δύο ἐξίσου βιάζεσαι νὰ φτιάξεις; Μήπως, λοιπόν, ἀπὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅπως Αὐτός, συνελήφθη ὁ Μωυσῆς; Μήπως παρθένος γέννησε τὸν Ἠλία, ὅπως Αὐτὸν ἡ Παναγία Παρθένος Μαρία; Μήπως ὡς ἔμβρυο μέσα ἀπὸ τὴν μήτρα τὸν ἀντιλήφθηκε ὁ Πρόδρομος; Μήπως ὁ οὐρανὸς ἔδωσε μήνυμα γιὰ τοῦ Ἠλία τὴν γέννηση, οἱ μάγοι προσκύνησαν τοῦ Μωυσῆ τὰ σπάργανα; Μήπως λοιπὸν ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἠλίας ἔκαμαν τόσα θαύματα ἤ ἀπὸ σπήλαιο ἀνθρώπινο ἔδιωξαν πονηρὰ πνεύματα; Ὁ Μωυσῆς, βέβαια, ὀργίστηκε κάποτε καί, σὰν χτύπησε τὸ πέλαγος μὲ ράβδο, τὸ διάβηκε· ὁ διδάσκαλός σου ὅμως Ἰησοῦς πάνω στὴν θάλασσα περπάτησε μαζὶ μὲ τὸν Πέτρο καὶ βατὸν ἔκαμε τὸν βυθό. ὁ Ἠλίας μετὰ ἀπὸ ἱκεσία πλήθυνε τῆς χήρας τὸ ἀλεύρι καὶ τὸν γιὸ της ἀνέστησε ἀπό τούς νεκρούς, ἐνῶ Ἐκεῖνος μαθητὴ Του μέσα ἀπό τούς ψαράδες σὲ πῆρε καὶ μὲ λίγους ἄρτους χιλιάδες ἀνθρώπους χόρτασε καὶ τὸν Ἅδη ἄφησε γυμνὸν ἀπὸ ἅρματα καὶ ἅρπαξε αὐτοὺς πού, ἀφότου φάνηκαν ἄνθρωποι στὴν γῆ, ἤσαν παραδομένοι σὲ ὕπνο.

Γι’ αὐτό, Πέτρο, μὴ λές, «ἂς φτιάξουμε ἐδῶ τρεῖς σκηνές», μήτε, «ὄμορφα εἶναι ἐδῶ νὰ εἴμαστε», μήτε λόγο πού ἀναφέρεται σὲ κάτι ἀνθρώπινο ἡ μικροπρεπές, μήτε κάτι γήινο ἤ εὐτελές. Τὰ ἄνω νὰ σκέφτεσαι, τὰ ἄνω ν’ ἀναζητεῖς, καθὼς ὁ Παῦλος μήνυσε, ὄχι τὰ ἐπίγεια. Διότι πῶς εἶναι ὄμορφο νὰ βρισκόμαστε ἐμεῖς ἐδῶ, ὅπου ὁ Ὄφις κακομεταχειρίστηκε καὶ ἔβλαψε τὸν πρωτόπλαστο καὶ ἔτσι τὸν παράδεισο ἔκλεισε; Ὅπου τὸ ψωμὶ μὲ ἱδρῶτα τοῦ προσώπου του νὰ τρώει ἀκούσαμε; Ὅπου μάθαμε ὅτι εἰπώθηκε σ’ αὐτὸν νὰ στενάζει καὶ νὰ τρέμει γιὰ τὴν παρακοὴ τοῦ ἐπάνω στὴν γῆ; Ὅπου τὰ πάντα εἶναι σκιά; Ὅπου τὰ πάντα θὰ παρέλθουν καὶ θὰ χαθοῦν, σὲ χρόνο τόσο, ὅσο διαρκεῖ μιὰ ἁπλή κίνηση; Πῶς λοιπὸν τὸ νὰ βρισκόμαστε ἐδῶ εἶναι ὡραῖο; Ἐὰν ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ μᾶς παρατήσει, γιατί πῆρε αἷμα καὶ σάρκα; Ἐὰν ἐδῶ ὁ Χριστὸς ἤθελε νὰ μᾶς ἐγκαταλείψει, γιατί ἔσκυψε στὸν πεσόντα ἄνθρωπο μὲ συγκατάβαση; γιατί αὐτὸν πού βρισκόταν χάμω ἀνέστησε;

Ἐὰν νομίζεις ὅτι εἶναι ὡραῖο νὰ εἴμαστε ἐπάνω στὴν γῆ, ματαίως ἔλαβες τὴν προσωνυμία «κλειδοῦχος τῶν οὐρανῶν». Σὲ ποιὰ περίπτωση, λοιπόν, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθοῦν τῶν οὐρανῶν τὰ κλειδιά; Ἀφοῦ τὸ ὅρος τοῦτο ποθεῖς, παράτησε στὸ ἑξῆς τοὺς οὐρανούς. Ἂν σκηνὲς νὰ σηκώσεις θέλεις, μὴ συνεχίσεις νὰ εἶσαι τῆς Ἐκκλησίας θεμέλιος. Διότι μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς ὄχι χωρὶς ἰδιαίτερο λόγο, ἀλλά γιὰ νὰ φανερώσει σ’ ἐμᾶς μέσ’ ἀπ’ τὰ πράγματα τὴν μεταμόρφωση, πού μέλλει νὰ ὑποστεῖ ἡ φύση μας, καὶ τὸν δεύτερο σωτήριο ἐρχομό Του, ὁ ὁποῖος θὰ γίνει πάνω στὶς νεφέλες, μέσα στὶς φωνὲς τῶν Ἀρχαγγέλων. Διότι ὁ Ἴδιος εἶναι πού τὸ φῶς σὰν πανωφόρι περιβάλλεται, καθὼς εἶναι κριτὴς ζωντανῶν καὶ νεκρῶν. Γι’ αὐτὸ ἐμφάνισε τὸν Μωυσῆ καὶ τὸν Ἠλία, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ δείγματα τῶν ἀρχαίων προσώπων.

Καὶ τί λέει ὁ μεγάλος συγγραφέας; «Ἐνῶ ἀκόμη αὐτὸς μιλοῦσε, νά, νεφέλη φωτεινὴ ἀπὸ πάνω τους κάλυψε. Καὶ ἰδού, φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανὸ νὰ λέει: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ ὁποῖος ἔχει πλήρη τὴν εὐαρέσκειά μου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε». Ὅσο ἀκόμη, λέει ὁ Εὐαγγελιστής, ὁ Πέτρος μιλοῦσε, εἶπε ὡς ἀπάντηση στὰ λόγια του ὁ Πατήρ: «Γιατί, Πέτρο, λὲς ὅτι εἶναι ὄμορφα, ἀφοῦ δὲν ξέρεις αὐτὸ πού λές; λησμόνησες τὸν ἑαυτό σου ἤ μήπως φθονεῖς τὸ γένος; Ἀκόμη δὲν ἔχεις παιδαγωγηθεῖ; Μέχρι τώρα δὲν ἀπέκτησες τὴν ἀσφαλῆ γνώση σχετικὰ μὲ τὴν υἱότητα, ἐσύ πού λές: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ». Τόσα θαύματα εἶδες καθαρά, γιὲ τοῦ Ἰωνᾶ, καὶ ἀκόμα εἶσαι Σίμων; Τῶν οὐρανῶν κλειδοῦχο σὲ τοποθέτησε καὶ τῆς θαλασσινῆς δουλειᾶς ἀκόμα τὸ ροῦχο δὲν πέταξες ἀπὸ πάνω σου; Ὁρῖστε, γιὰ τρίτη φορὰ ἀντιστέκεσαι στοῦ Σωτήρα τὸ θέλημα, δίχως νὰ ξέρεις αὐτὸ πού λές. Σοῦ εἶπε δηλαδή: «Πρέπει νὰ ὑποστῶ τὸ πάθος» καὶ λές: «Νὰ μὴ σοῦ συμβεῖ αὐτό». Εἶπε πάλι: «Ὅλοι θὰ σκανδαλισθεῖτε», καὶ λές: «Ἂν ὅλοι σκανδαλισθοῦν, ἐγώ δὲν θὰ σκανδαλισθῶ». Ὁρίστε, καὶ τώρα νὰ σηκώσεις θέλεις σκηνὴ γιὰ τὸν Χριστό, ὁ Ὁποῖος μαζὶ μὲ μένα θεμελίωσε τὴν γῆ, ὁ Ὁποῖος μαζὶ μὲ μένα ἕνωσε ὑδάτινους ὄγκους σὲ σύνολο ὀργανικό, τὴν θάλασσα, καὶ τὸ στερέωμα κάρφωσε, στὸν αἰθέρα ἔδωσε φωτιά· καὶ μαζὶ μὲ μένα δημιούργησε ὅλα τὰ πρὶν ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ κτίση· σκηνὴ γι’ Αὐτόν, πού γεννήθηκε ἀπὸ μένα, σκηνὴ γι’ Αὐτὸν πού ὑπάρχει μέσα σὲ μένα καὶ μαζί σας, σκηνὴ γιὰ τὸν χωρὶς πατέρα Ἀδάμ, σκηνὴ γιὰ τὸν χωρὶς μητέρα Θεό, σκηνὴ γι’ Αὐτὸν πού ἔκαμε δική του σκηνὴ διαλεγμένη, κοιλία παρθενική. Λοιπόν, ἐπειδὴ ἐσύ τρεῖς σκηνὲς θέλεις νὰ φτιάξεις, ἔχοντας ἄγνοια γι’ αὐτὸ πού λές, ἐγώ νεφέλη φωτεινὴ χρησιμοποίησα γιὰ σκηνή. Ἔτσι, ἔκρυψα τοὺς παρόντες καὶ λέω δυνατά: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν ὁποῖο εὐδόκησα». Ὄχι ὁ Μωϋσῆς καὶ ὁ Ἠλίας, ἀλλά Αὐτός· ὄχι ἐκεῖνος, ὄχι ὁ ἄλλος, ἀλλ’ Αὐτός, ἕνας και ἄν εἶναι ὁ Ἴδιος, ὁ ἐκλεκτός μου, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε.

Τὸν Μωϋσῆ ἀνέδειξα δίκαιο, ἀλλά σ’ Αὐτὸν βρῆκα καθετὶ ἀρεστό. Τὸν Ἠλία τὸν πῆρα ἀπὸ τὴν γῆ, ἀλλ’ Αὐτὸν τὸν ἔστειλα ἀπὸ Παρθένο στὸν ἴδιο τὸν οὐρανό». Διότι κανείς, λέει ὁ Χριστός, δὲν ἀνέβηκε στὸν οὐρανό, παρεκτὸς ἀπ’ ἐκεῖνον πού ἀπ’ τὸν οὐρανὸ κατέβηκε. Ἀπὸ ἐκεῖ λοιπὸν πραγματοποίησε τὴν κάθοδό Του στὴν γῆ, ἐκεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ Του «ἐξῆλθε», ἔχοντας πάρει μορφὴ δούλου. Ἐὰν παρέμεινε αὐτὸ πού ἦταν καὶ δὲν ἔγινε ὅ,τι ἀκριβῶς εἴμαστε, ἂν δὲν ὑπέμεινε σταυρὸ γιὰ μᾶς μὲ σχῆμα ἀνθρώπινο καὶ δὲν ἐξαγόρασε μὲ τὸ δικό Του αἷμα τὸν κόσμο, τότε δὲν πραγματώνεται ἡ θεία Οἰκονομία καὶ ἀπομένουν ὅσα τὸν παλαιὸ καιρὸ εἶπαν οἱ Προφῆτες ἀβέβαια λόγια. «Ὅμως πᾶψε, Πέτρο, καὶ μὴν ἔχεις στὴν σκέψη σου ὅσα ταιριάζει σὲ ἀνθρώπους, ἀλλ’ αὐτὰ πού ἁρμόζουν στὸν Θεό. Διότι Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ὁ Ὁποῖος ἔχει τέλεια τὴν εὐαρέσκειά μου. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Καθότι δύο φορὲς ἔχω ἐκφραστεῖ μὲ φωνή, πού μιλοῦσε γι’ Αὐτόν, τὴν μία πού εἶσθε παρόντες στὸ ὅρος αὐτό, τὴν ἄλλη παρόντος τοῦ Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη ποταμό».

Αὐτὴ τὴν φωνὴ θὰ παρουσιάσει ἀληθινὴ ὁ παλαιὸς Προφήτης, πού κήρυξε μεγαλόφωνα: «Τὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ἐρμονιήλ στὸ ὄνομά Σου θὰ ἀγαλλιάσουν». Ποιὸ ὄνομα; «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός». Διότι τοῦ χάρισε ὄνομα τρανότερο ἀπὸ κάθε ὄνομα. Ἀλλά τὸ δίχως ἄλλο θὰ πεῖς, ἀγαπητέ μου: «Τί σημαίνει, Τὸ Θαβὼρ καὶ τὸ Ἐρμονιήλ στὸ ὄνομά Σου θὰ νιώσουν ἀγαλλίαση»; Μάθε λοιπὸν καὶ ἀποτύπωσέ το στὴν σκέψη σου: Τὸ Θαβώρ, αὐτὸ εἶναι τὸ ὅρος, ὅπου θέλησε καὶ μεταμορφώθηκε ὁ Χριστὸς καὶ δόθηκε γι’ Αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ τὸν Πατέρα πώς εἶναι Υἱός Του, καθὼς πρὶν ἀπὸ λίγο ἀκούσατε. Τὸ Ἐρμονιήλ πάλι εἶναι ὅρος μικρό, ἀπὸ τὴν γῆ τοῦ Ἰορδάνη, ἀπ’ ὅπου ἔγινε ἡ ἀνάληψη τοῦ Ἠλία καὶ κοντὰ στὸ ὁποῖο, μὲς στὸ τρεχούμενο νερὸ τοῦ Ἰορδάνη, ἐπεθύμησε καὶ βαπτίστηκε ὁ Χριστός, καὶ τότε δόθηκε γι’ Αὐτὸν μαρτυρία ἀπὸ τὸν Πατέρα πώς εἶναι Υἱός Του. Σ’ αὐτὰ τὰ δύο ὄρη ὁ ἄχραντος Πατὴρ ἐπιβεβαιώνοντας τὴν υἱότητα, καὶ τότε καὶ τώρα γιὰ δεύτερη φορὰ λέει μὲ φωνὴ δυνατή: «Αὐτὸς εἶναι ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, στὸν Ὁποῖο εὐδόκησα, Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε. Διότι αὐτὸς πού Τὸν ἀκούει καὶ ἐμένα ἀκούει. Καὶ αὐτὸς πού θὰ ντραπεῖ γι’ Αὐτὸν καὶ γιὰ τὰ λόγια Του, καὶ ἐγώ θὰ ντραπῶ γι’ αὐτόν, ὅταν φανερωθῶ μὲς στὴν δόξα μου καθὼς καὶ οἱ ἅγιοι Ἄγγελοι. Αὐτὸν νὰ ἀκοῦτε, χωρὶς προσποίηση, χωρὶς κακία, χωρὶς περιέργεια, μὲ πίστη ἀναζητώντας Τον, ἀλλά ὄχι θέλοντας μὲ γλωσσικὲς ἀπόπειρες νὰ ὁρίσετε τὰ μεγέθη Του, μὲ τὴν πίστη προχωρώντας στὸν χῶρο τοῦ ὑπέρλογου, ἀλλ’ ὄχι μὲ τὰ λόγια ἐπιχειρώντας νὰ βρεῖτε τὰ μέτρα τοῦ Λόγου». Διότι τώρα ὁ Παῦλος, ὁ δεινὸς ὁμιλητής, βάζοντας χαλινάρι στὸν περίεργο ἄνθρωπο καὶ τὰ πάντα διδάσκοντας χωρὶς δισταγμούς, κηρύττει μεγαλοφώνως: «Βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ! Πόσο ἀνεξερεύνητες εἶναι οἱ κρίσεις καὶ ἀποφάσεις Του καὶ πόσο ἀνεξιχνίαστοι οἱ δρόμοι, μέσα ἀπό τούς ὁποίους ἐνεργεῖ!»

Σὲ Αὐτὸν ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς ἀτελείωτους αἰῶνες. Ἀμήν.

————————–

πηγή: www.imaik.gr