Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής του Προφήτη Ηλία, στο πανηγυρίζον παρεκκλήσιο του Προφήτη Ηλία στην Ευρύχου, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:
Σάββατο, 19 Ιουλίου
7:00 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της εορτής προϊσταμένου του Πανοσιολογιωτάτου Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Καλογήρου.
Κυριακή, 20 Ιουλίου
7:00 π.μ.: Πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
«Να προσεύχεσαι, όπως ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος για χρόνια έκραζε, “Κύριε, φώτισόν μου το σκότος”, και εισακούσθηκε.
»Να προσεύχεσαι με τα λόγια της εκκλησιαστικής Ωδής, “Λαμψάτω, ω Φωτοδότα, και εμοί τω αμαρτωλώ το φως Σου το απρόσιτον”, και να ενδυναμώνεις στην πίστη, ενθυμούμενος ότι η Εκκλησία δεν προσεύχεται για πράγματα που δεν μπορούν να γίνουν».
Στη συνέχεια ο άνδρας εκείνος, σαν να απέκλειε τη δυνατότητα ότι μια τέτοια προσευχή θα παραμείνει χωρίς την άνωθεν απάντηση, κατέκλεισε τον λόγο του ως εξής:
«Όταν η ψυχή σου γνωρίσει αυτό το φως, τότε, όταν συμβεί να το στερείται, θα φλέγεσαι γι’ αυτό και μιμούμενος τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο θα το ζητάς και θα κράζεις προς αυτό:
Ελθέ, το φως το αληθινόν. Ελθέ, η Ζωή η αιώνιος. Ελθέ, των πεπτωκότων η έγερσις. Ελθέ, των κειμένων η ανόρθωσις, Ελθέ, των νεκρών η ανάστασις. Ελθέ, Πανάγιε Βασιλεύ. Ελθέ και σκήνωσον εν ημίν, και μείνον αδιαστάτως εν ημίν, και αδιαιρέτως Συ μόνος βασίλευε εν ημίν εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
Γέροντος Σωφρονίου του Essex, «Λόγος εις την Μεταμόρφωσιν του Κυρίου», Περί του Θαβωρίου Φωτός. (Αρχιμ. Σωφρονίου, Άσκησις και θεωρία, Έσσεξ Αγγλίας )
Αγίου Σωφρονίου Σαχάρωφ: “Περί Πνεύματος και ζωής πνευματικά κεφάλαια”
11. Το σπέρμα που έρριξε ο Σατανάς στην καρδιά και το νου του Αδάμ – το λογισμό να γίνει θεός χωρίς τον Θεό – σφηνώθηκε τόσο βαθιά στο είναι μας, ώστε να βρισκόμαστε αδιάκοπα υπό το κράτος της αμαρτίας.
12. Ήδη από τη γέννησή μας γινόμαστε κληρονόμοι του Αδάμ. Μπορούμε να ζήσουμε την κατάσταση της πτώσεως, που είναι μια φοβερή απόκλιση από την αγάπη του Πατρός, ως την μόνη πραγματικότητα του ανθρωπίνου είναι. Στον κόσμο ζούμε στην ατμόσφαιρα και τη λατρεία της πτώσεως. Ζούμε στην άνεση και συχνά ντρεπόμαστε να ομολογήσουμε την πίστη μας, να πούμε ότι είμαστε χριστιανοί.
14. Μετά από δύο παγκόσμιους πολέμους –οι πόλεμοι είναι η κατεξοχήν αμαρτία–, ο σύγχρονος κόσμος έχασε τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Δεν μπορεί όμως να εννοήσει τη θεότητα του Χριστού χωρίς το Άγιο Πνεύμα. Να πιστέψουμε ότι αυτός ο άνθρωπος, που είναι αληθινός άνθρωπος, είναι ο Δημιουργός του κόσμου, αυτό μας ξεπερνά. Να πιστέψουμε ότι ο Ίδιος ο Θεός σαρκώθηκε, ότι μας κάλεσε να είμαστε αιώνια μαζί Του, να, αυτό είναι που λείπει από πολλούς ανθρώπους του καιρού μας, κυρίως από επιστήμονες.
15. Τί σημαίνει σωτηρία; Ο θάνατος του σώματος είναι άραγε η προϋπόθεση για την είσοδο στη Βασιλεία του Χριστού; Πώς μπορούμε να αναπτύξουμε την ικανότητα μας να ζούμε σύμφωνα με τις εντολές του Χριστού, σύμφωνα με το Άγιο Πνεύμα; Ένα μόνο έχει σημασία: να φυλάξουμε την ένταση της προσευχής και της μετανοίας. Τότε ο θάνατος δε θα είναι ρήξη, αλλά μετάβαση στη Βασιλεία, για την οποία θα έχουμε ετοιμασθεί με την κοινωνία του Σώματος και του Αίματος του Χριστού, με την προσευχή και την επίκληση του Ονόματός Του: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ελέησον ημάς και τον κόσμον Σου».
16. «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Τί σημαίνει η τελευταία φράση του Συμβόλου της πίστεως; Δεν μπορούμε να αντέξουμε την ιδέα της αιώνιας ζωής, εκτός αν αυτή η αιωνιότητα εισέλθει στη ζωή μας.
17. Ο Θεός δεν δημιούργησε το θάνατο. Αν ο Θεός, όπως το λέει ο Χριστός, είναι πράγματι ο Θεός του Αβραάμ και του Ισαάκ και του Ιακώβ, αυτοί δεν είναι νεκροί. Για τον Θεό όλοι είναι ζωντανοί.
18. «Ακηδία», ετυμολογικά σημαίνει απουσία φροντίδας για τη σωτηρία. Εκτός από σπάνιες σχεδόν περιπτώσεις, όλη η ανθρωπότητα ζει σε κατάσταση ακηδίας. Οι άνθρωποι έγιναν αδιάφοροι για τη σωτηρία τους. Δεν αναζητούν τη θεία ζωή. Περιορίζονται στα σχήματα της σαρκικής ζωής στις καθημερινές ανάγκες, στα πάθη του κόσμου και τις συμβατικές πράξεις. Ωστόσο ο Θεός μας έπλασε από το μηδέν «κατ’ εικόνα» του Απολύτου και «καθ’ ομοίωσίν» Του. Αν η αποκάλυψη αυτή αληθεύει, η απουσία της μέριμνας για τη σωτηρία δεν είναι άλλο παρά ο θάνατος του προσώπου.
20. Η ζωή του κόσμου οργανώνεται γύρω από μερικά ανθρώπινα πάθη και η πνευματική ζωή βρίσκεται στο περιθώριο. Οφείλουμε να αντιστρέψουμε την κατάσταση αυτή των πραγμάτων, να τοποθετήσουμε την πνευματική ζωή στην καρδιά της ζωής μας.
21. Η σοφία του κόσμου αυτού δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο. Τα κοινοβούλια, οι κυβερνήσεις, οι πολυσύνθετοι οργανισμοί των πιο αναπτυγμένων συγχρόνων κρατών της γης είναι ανίσχυροι. Η ανθρωπότητα πάσχει χωρίς τέλος. Η μόνη διέξοδος είναι να βρούμε μέσα μας τη σοφία, την λύση να μη ζούμε σύμφωνα με τις ιδέες αυτού του κόσμου, αλλά να ακολουθήσουμε τον Χριστό.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, έκανε την Τετάρτη 9 Ιουλίου 2025 αποδεκτό τον σχετικό φάκελο και ανέγραψε στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας τον Πρωτοπρ. Δημήτριο Γκαγκαστάθη.
Ποιός ήταν ο π. Δημήτριος Γκαγκαστάθης
Στυλιανού Κεμεντζετζίδη, Θεολόγου-Συγγραφέα
Γεννήθηκε στις αρχές του αιώνος μας, και συγκεκριμένα γεννήθηκε το 1902 στο χωριό Πλάτανος, όπου αργότερα, επί 42 συναπτά έτη, εχρημάτισε ο καλός ποιμήν των λογικών προβάτων.
Εκοιμήθη το 1975, στις 29 Ιανουαρίου εν ειρήνη.
Πρόκειται για μια οσιακή μορφή, καίτοι έζησε ως έγγαμος στον κόσμο.
Υπήρξε προικισμένος με πολλά χαρίσματα, με πολλή επιμέλεια, καθαρότητα συνειδήσεως, άλαλο πίστη, βαθειά ταπείνωση και με πληρότητα αγάπης στο Θεό και τον πλησίον.
O Πλάτανος είναι μια μικρή κωμόπολη, ένα μεγάλο χωριό, 15 χιλιόμετρα δεξιά από την πόλη των Τρικάλων, στη Θεσσαλία.
Ο πατήρ Δημήτριος είχε σημεία θαυμαστά από τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Κι αυτά που παρέλαβε από το Θεό τα καλλιέργησε με φιλότιμο, τα αύξησε και πάντοτε ταπεινά και για τη δόξα του Θεού και μόνον.
Όταν ο Θεός βρει τέτοια σκεύη τα αξιοποιεί, τα πλουτίζει και χαριτώνεται η ζωή τους και κοντά σ’ αυτούς και όσοι πλησιάζουν σ’ αυτές τις πνευματικές θερμάστρες, σ’ αυτά τα λιμάνια.
Ο παπα-Δημήτρης δεν έτυχε σπουδών. Με δυσκολίες τελείωσε το δημοτικό στο χωριό του. Ήταν βοσκός προβάτων. Όπου κι αν βρισκόταν είχε μνήμη Θεού, μνήμη θανάτου και έκλεινε τα πρόβατα στη στάνη και πήγαινε με δάκρυα και εκκλησιαζόταν.
Όταν αυτό δεν μπορούσε να το κάνει, γονάτιζε εκεί που ήταν στα βουνά και έκλαιγε, ζητώντας το έλεος του Θεού, διότι βρισκόταν μακράν του οίκου του Θεού.
Διάβαζε με πολλή κατάνυξη βίους αγίων και τους αισθανόταν φύλακες, ευεργέτες και προστάτες.
Είχε αίσθηση ζώσα της παρουσίας των. Τους κρατούσε κοντά του η καθαρότης του βίου του. Και όπως ετόνιζε η εργασία φέρνει την αξία.
Αισθανόταν πώς θα πρέπει να τον προστατεύουν οι άγιοι και δεν έκανε τίποτε εάν δεν ξεκινούσε από το Θεό κι εάν δεν κατέληγε στο Θεό.
Δηλαδή, αν έφευγε το πρωί για να φυλάξει τα πρόβατα, θα περνούσε πρώτα από τους Ταξιάρχες, ένα ναό του 1600, κατανυκτικό, με τοιχογραφίες, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του.
Εκεί, έμαθε για το Θεό και από την ευλαβέστατη γιαγιά του και τους ευσεβείς γονείς του τα ιερά γράμματα και του Θεού τα πράγματα. Έλεγε: «να με προστατεύετε, να με φυλάξετε, να γυρίσω και πάλιν στον οίκο σας, να σας πω το ευχαριστώ». Πρώτα στον οίκο του Θεού και μετά στις δουλειές και πάλιν στον οίκο του Θεού και μετά στο σπίτι. Αυτό ήταν το πρόγραμμα της ζωής του.
Η ζωή του ήταν Ευχαριστιακή. Όπου κι αν ήταν είχε αναφορά στο Θεό. Στο χωράφι και παντού, στο βουνό, έψαλλε και ευχαριστούσε αδιαλείπτως.
Εύρισκε το απερίγραπτο, τη χαρά του Θεού, την ευλογία Κυρίου. Ερχόταν, δηλαδή, στην μακαριά κατάνυξη, στο χαροποιό πένθος, για το οποίο ομιλούν οι Πατέρες.
Φυσικά, ο Γέροντας είχε δικό του τρόπο με τον οποίο βίωνε τα του Θεού. Εμείς είμαστε αμέτοχοι αυτών των καταστάσεων και πολλές φορές ούτε καν τα πιάνουμε, σαν να ’ναι μια ξένη γλώσσα. Θ’ αναφέρω ένα περιστατικό που δείχνει ότι τον είχε κατά κάποιο τρόπο εκλέξει ο Θεός για την ιερή του πορεία και την ευλογημένη αποστολή του.
Με συνέπεια ευαρέστησε το Θεό. Και τούτο με την άμεμπτο και καθαρή κατά Χριστό πολιτεία του.
Ένα βράδυ ενώ αναπαυόταν στο φτωχό σπίτι του ήρθε ένας γέροντας και τον ξύπνησε, λέγοντας του: «σήκω παιδί μου γρήγορα, το σπίτι θα πέσει».
Ξανά, δεύτερη φορά, τον ξύπνησε. Και στο τέλος, τον ξύπνησε κανονικά. Βγαίνουν από το σπίτι και αμέσως το σπίτι έπεσε!
Ο γέροντας ήταν ο άγιος Νικόλαος. Είχαν στο χωριό ναό αφιερωμένο στον άγιο Νικόλαο. Αυτός ήρθε και τον προστάτευσε. Μόλις βγήκε ο παπα-Δημήτρης, αμέσως το σπίτι κατέρρευσε.
Ούτε τρίχα δεν πέφτει από τον άνθρωπο που τον προστατεύει ο Θεός. Κι’ όταν επιτρέψει κάτι για να φανεί η πίστη του, η υπομονή του, το μεγαλείο της αρετής του, θα του δώσει και τα μέσα να το ξεπεράσει: την υπομονή, την μακροθυμία, την αγάπη, τα πνευματικά όπλα, που οι Γέροντες έχουν σε πλεονασμό και έτσι ξεπερνούν και την μεγαλύτερα δοκιμασία και θλίψη. Παρέλειψα να πω ότι ο παπα-Δημήτρης νυμφεύθηκε την Ελισάβετ και απέκτησε εννέα θυγατέρες.
Κι όταν ήρθε η ώρα να πάει στο στρατό επήγε στους Ταξιάρχες, προσκύνησε και έκανε συμφωνητικό λέγοντας: «σας ζητώ μια χάρη. Εγώ σας υπηρετώ από μικρό παιδί. Καθαρίζω καντήλια, κάνω ό,τι μπορώ. Θέλω να με φέρετε πίσω χωρίς να με αγγίξει κανένα κακό. Είστε υποχρεωμένοι. Ζητώ κι’ εγώ ένα ρουσφέτι».
Επήγε στη Μικρά Ασία. Σε όλους τους κινδύνους που αντιμετώπιζε, τον έσωζαν. Έλεγε: «στη Σμύρνη σφάζουν, κάνουν, εμένα έρχονται, μου δίνουν ένα άλογο και μου λένε: φύγε στον Τζεσμέ. Βρίσκομαι στο τάδε μέρος με τρεις άλλους” σκοτώνονται δύο από 150 ιππείς. Εμένα μου λένε, μη φοβάσαι, εμείς είμαστε μαζί σου. Θα πας εννιά παρά τέταρτο στο τάδε μέρος να προλάβεις το τελευταίο πλοίο για να πας για τη Χίο. Κι όπως είπαν, ούτε ένα μπάτσο από πουθενά».
Αργότερα πέρασε ισχυρές δοκιμασίες, στην εποχή του εμφυλίου πολέμου, επειδή αυτός μιλούσε για Χριστό, πατρίδα, οικογένεια, τον έβαλαν στο στόχαστρο, τον απείλησαν, τον αποκήρυξαν και πολλές φορές αποπειράθηκαν να τον σκοτώσουν και όλο σωζόταν.
Αναφέρω, μια από τις πολλές θαυμαστές περιπτώσεις. Είναι όλα καταγραμμένα στο ημερολόγιο που κρατούσε από μικρό παιδί, το οποίο μας έδωσε σε χειρόγραφα χαριτωμένα, απέριττα, αλλά με μεγαλείο ψυχής και ηρωικό φρόνημα: «Ήρθα, λέει, Κυριακή πρωί. Μόλις πρόλαβα και βγήκα από την εκκλησία. Ήταν 10 ιππείς και μαζί με τον αρχηγό τους 11 και με κυνηγούσαν στον κάμπο. Οι χωρικοί από την μια πλευρά έβλεπαν το θέαμα και οι απέναντι, από το άλλο χωριό, βγήκαν από την εκκλησία, κι’ έβλεπαν επίσης το θέαμα.
Με έβριζαν ελεεινά και τρισάθλια. Δεν μπορώ να πω. Τραγόπαπα και άλλα ελεεινά κλπ., και πυροβολούσαν με τα στην συνέχεια. Οι σφαίρες με τρυπάνε τα ράσα, δεν με τσίμπαγε καμιά. Σαν με φτάσαν στα 50 μέτρα και με περικύκλωσαν, τότε γονάτισα. Σήκωσα τα χέρια στον ουρανό και φώναξα από το βάθος της ψυχής μου. Μιχαήλ αρχιστράτηγε, κινδυνεύω, βοηθήσατε με. Αυτοστιγμεί και οι 11 έγιναν κόκκαλο και άγαλμα.
Ο αρχηγός πέφτει από το ζώο κάτω, σπάζει η σπονδυλική του στήλη και αφού είδα εγώ ότι είναι ακίνητοι, ευχαρίστησα το Θεό, τους Ταξιάρχας και τους είπα: να μετανοήσετε, να γίνετε καλοί άνθρωποι, να λέγετε την αλήθεια, να ’χετε το Θεό βοήθεια και αφού τους ευλόγησα -χωρίς να με πειράξουν- πήγα απέναντι, όπου περίμενε το χωριό και μπήκα με όλο το λαό μέσα στην εκκλησία και δώσαμε δόξα στο Θεό που έκανε σήμερα θαύμα».
Όλη η ζωή του ήταν μέσα σε τέτοια γεγονότα χωρίς να έχει καθόλου ιδέα για τον εαυτό του. Υπέγραφε ο τελευταίος, ο μικρός παπαδάκος, το σκύβαλο της γης. Το πίστευε, το αισθανόταν. Σε κάθε δυσκολία δεν τάχανε. Όταν του έλεγε η πρεσβυτέρα: «Δεν νοιάζεσαι; τι θα γίνουν αυτά τα κορίτσια; οι άλλοι κάνουν αυτό».
«Θα πεθάνω παπάς, όχι μασκαράς. Για το Χριστό θυσιάζομαι, υπέρ των προβάτων. Τί σήμερα, τί αύριο. Μια ψυχή έχουμε. Θα την παραδώσω στα χέρια του Δημιουργού μου».
Είχε συνέπεια. Τον καλούσαν να τον πάνε στη Μέση Ανατολή. «Εσείς δεν με σώσατε. Οι Ταξιάρχες με σώσαν και θα αφήσω τους προστάτες μου και το λαό μου για να πάω στη Μέση Ανατολή και στην Αθήνα; Όχι εκεί».
Και πράγματι τον σκέπαζε ο Θεός και τον φύλαγε: «Εγώ έχω τον Χριστό κυβερνήτη στη ζωή μου. Δεν τον βαλαν οι άνθρωποι καλά στην καρδιά τους για να νιώσουν το μεγαλείο του. Είναι γλυκύς. Δεν τον αλλάζω με τίποτα. Μια ζωή τον παρακαλώ να με αξιώσει κι’ εγώ να χύσω το αίμα μου γι’ Αυτόν. Κοιμάμαι τόσο αμέριμνα, όπως το πουλί στο αγκάθι και τα ρυθμίζει όλα Αυτός’ καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο».
Είχε εξ’ ολοκλήρου εμπιστοσύνη στο Θεό, όπως ένα μικρό παιδί. Εξομολογείτο δε με τέτοια καθαρότητα και ειλικρίνεια, που δεν την συναντάμε ούτε και στα μικρά παιδάκια. Όταν επήγαμε μια φορά να συναντήσουμε τον πατέρα Φιλόθεο Ζερβάκο (με τον πατέρα Δημήτριο) (πήγαμε 2 φορές και ήρθε ο πατήρ Φιλόθεος 2 φορές στο χωριό και συλλειτούργησαν), του λέει ο πατήρ Φιλόθεος.
«Είσαι ασθενής. Γιατί έκανες τόσο κόπο και ήρθες μέχρις εδώ; (στην Πάρο)»
«Εγώ είμαι ο τελευταίος και ο αμαρτωλός» είπε ο πατήρ Φιλόθεος.
«Τα Τρίκαλα έχουν καλούς πατέρες και άξιους».
«Ήρθα όχι μόνος μου. Με έφερε ο Θεός. Ήρθα να ξεπλύνω και να ξεκαθαρίσω την ψυχή μου».
Όταν δε εξομολογείτο ήταν σαν άγγελος. Η χαρά ήταν ζωγραφισμένη και έκδηλος στο πρόσωπο του.
«Τέτοια καθαρή και τελεία εξομολόγηση δεν συνήντησα στα 70 χρόνια που εξομολογώ», είπε ο π. Ζερβάκος. Υπήρξε ένας ζων άγιος.
Εις δε το βιβλίο του πατρός Δημητρίου Γκαγκαστάθη, το οποίον προλογίζει ο πατήρ Φιλόθεος (στο τέλος γράφει και ο καθηγούμενος της Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας, πατήρ Αιμιλιανός), ο οποίος τον έζησε από κοντά και ξέρει πολλές εμπειρίες θαυμαστές τον αποκαλεί «ο άγιος παπα-Δημήτρης Γκαγκαστάθης».
Όταν τον ρωτήσαμε, «γιατί Γέροντα αρχίζετε έτσι τον πρόλογο;» απάντησε.
«Διότι, παιδί μου, είναι άγιος. Όταν μου είπαν για την κοίμηση του, άρχισα να προσεύχομαι και να νηστεύω και να ζητώ απ’ τον Θεό να με πληροφορήσει εις ποίαν κατάσταση βρίσκεται. Και κατόπιν από ημέρες μου έδειξε τη δόξα στην οποία ευρίσκεται. Πρόκειται περί αγίου».
Και κάτι για τον π. Φιλόθεο, μια και μιλάμε γι’ αυτόν. Στην κοίμηση του πατρός Φιλόθεου μια οικογένεια δικαστικών, είπε στον πατέρα Πορφύριο: «εκοιμήθη ο πατήρ Φιλόθεος». Εκείνος τους είπε: «να πάτε, κι’ εγώ απ’ εδώ θα παρακολουθήσω τη νεκρώσιμο ακολουθία. Η Εκκλησία μας απέκτησε ακόμα ένα άγιο λείψανο».
Γυρίζοντας εμείς από την κηδεία, μεσάνυκτα, πήγαμε στον πατέρα Πορφύριο. Ήταν η ώρα 2 μετά τα μεσάνυκτα. Μόλις πήγαμε είπε: «ο παπα-Δημήτρης είναι άγιος άνθρωπος κι’ ας μην πέρασαν πολλά χρόνια. Δεν έχει σχέση. Η αγιότης δεν γίνεται από τα πολλά χρόνια. Για μας τους αδυνάτους αργεί η Εκκλησία. Να φροντίσετε να γίνει επίσημα πλέον, για όλη την Ορθοδοξία η ανακομιδή των λειψάνων του».
Οι άνθρωποι του Θεού που γνώρισαν τον π. Δημήτριο τον θεωρούσαν ως σύγχρονο ζώντα άγιο. Μεταξύ αυτών των προσωπικοτήτων που σήμερα λάμπουν στο χώρο της Ορθοδοξίας με την ακτινοβόλο κατά Θεόν πολιτεία τους υπήρξε και ο π. Αμφιλόχιος της Πάτμου, που είχε και αλληλογραφία με τον παπα-Δημήτρη.
Θεωρούσαν άγιο τον π. Γκαγκαστάθη οι: πατήρ Εφραίμ ο Κατουνακιώτης, ο πατήρ Γεώργιος Καψάνης της Ι. Μ. Οσίου Γρηγορίου ο ηγούμενος, ο ηγούμενος επίσης Αιμιλιανός και άλλοι σεβαστοί της Ορθοδοξίας σύγχρονοι πατέρες.
…Ο παπα-Δημήτρης είχε το χάρισμα της ζώσης πίστεως, το χάρισμα της υπομονής, της ταπεινώσεως, της αγάπης και έφερνε αποτελέσματα. Όταν πάρεις την αγάπη του Χριστού μέσα σου είναι σαν να παίρνεις την μητέρα όλων των αρετών, γεγονός που δεν το είχαν οι μεγαλύτεροι όλου του κόσμου σοφοί.
Να σας πω ένα περιστατικό, απ’ τα πολλά. Δεν θα αναφέρω δικά μου περιστατικά, γιατί θα πρέπει να αναφέρω κάποιων άλλων προσώπων, σεβαστών και γνωστών, που έχω σύνδεσμο μαζί τους. Ο ένας εκοιμήθη, ήτο διευθυντής τελωνείου, ευλαβέστατος, σοφότατος, πνευματικοπαίδι του παπα-Δημήτρη και του πατρός Φιλόθεου, ονόματι Αθανάσιος Μουρμούρης. Περνούσε μια σκληρή δοκιμασία, δηλαδή μια συκοφαντία, που αν μπορούσε να βγει θα βρισκόταν στις φυλακές. Έπεσε στο Θεό και τους δύο αυτούς ανθρώπους.
«Μη στενοχωριέσαι, του είπε ο π. Δημήτριος. Ησύχασε, έχει ο Θεός τρόπους. Εμείς το καθήκον μας. Διά της προσευχής, θα δοθεί απάντηση». Η απάντηση θα διδόταν μετά από ένα μήνα στο δικαστήριο. Ο παπα-Δημήτρης έπεσε σε προσευχή. Ήξερε το αποτέλεσμα εκ των προτέρων. Κι’ έγινε, όπως το είπε ο παπα-Δημήτρης.
Ένα άλλο πρόσωπο που ζει ακόμη, ήταν έπαρχος στο Σιδηρόκαστρο, ονόματι Γεώργιος Σαϊδίνης. Εχρημάτισε διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών. Επέρασε μια μεγάλη δοκιμασία επί στρατιωτικής κυβερνήσεως. Πήρε δυσμενή μετάθεση στα Χανιά και στη Σπάρτη. Πήγε δεξιά-αριστερά και δεν πήρε τις προαγωγές του. Έκανε προσφυγή στο Συμβούλιο Επικρατείας.
Ο παπα-Δημήτρης βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της ζωής του. Δοκιμάσθηκε με τον καρκίνο. Στέλνει γράμμα στο Γέροντα και του λέει: «αυτό το πρόβλημα έχω, τί να κάνω». Πέφτει στην προσευχή ο Γέροντας. Είχε δικό του τρόπο.
Μόλις είχε κατάνυξη, έπαιρνε την απάντηση. Ήταν αυτό σίγουρο. Δεν άλλαζε με τίποτα. Ήταν σαν να το προϋπέγραφε ο Θεός και του το φανέρωνε. Του λέει: «θα τα πάρεις όλα μαζεμένα. Θα πέσουν στο κενό οι μέχρι τώρα διαβολές και θα σου πει ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου αυτά και αυτά τα πράγματα».
Ο παπα-Δημήτρης ήταν με πυρετό και βαριά άρρωστος. Έγινε η προσφυγή και είδε ο κύριος Σαϊδίνης τον π. Δημήτριο πίσω από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου να του λέει τα λόγια αυτά που είχε γράψει στο γράμμα. Και κατόπιν τον προήγαγαν και τον έκαναν Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών.
…Η γνωριμία μας υπήρξε όντως δάκτυλος Θεού. Βγάζαμε ένα περιοδικό τότε, τον Άγιο Νεκτάριο, και ο παπα-Δημήτρης είχε πάει στη Μητρόπολη. Εκεί στη Μητρόπολη του λέει ένας κληρικός: «Εσύ αγαπάς τον άγιο Νεκτάριο, δεν το παίρνεις; Έχει καλά πράγματα».
«Μόλις το πήρα», λέει, «κατάλαβα ότι έχετε αγώνα και έχετε δυσκολίες και είπα: παπα-Δημήτρη, να κηρύξεις δεν ξέρεις, να γράψεις δεν ξέρεις, γιατί είσαι αγράμματος και πέφτεις όξω. Να προσευχηθείς δεν ξέρεις». Και μας γράφει ένα γράμμα και μας λέει: «παιδιά μου να με συγχωράτε. Θέλω κι’ εγώ μια χάρη. Να μου δώκετε τα ονόματα σας, γιατί εγώ θα τα μνημονεύω, και αισθάνομαι χαρά Θεού, ευλογία Κυρίου, κάτι που δεν περιγράφεται. Μεγάλη υπόθεση».
…Κάποτε πήγαμε με ένα πούλμαν από τη Θεσσαλονίκη σε διάφορα προσκυνήματα αλλά και στον Άγιο Νεκτάριο. Έκανε την ακολουθία του με πολλή κατάνυξη. Τότε του είπαμε: δεν φεύγουμε εάν δεν μας πεις λόγο Θεού. Αντέδρασε ως εξής: «Είμαι αγράμματος, δυσκολεύομαι, δεν ξέρω».
Εκοκκίνησε. «Άμα θέλεις διώξε μας». Ανοιξε το στόμα του και πέρασαν ώρες και μιλούσε. Κανείς δεν είπε, φτάνει. Μία ώρα; δύο ώρες; τρεις ώρες; κουραστήκαμε; Όλοι ήμασταν αποσβολωμένοι. Κι’ αυτός μέσα στην κατάνυξη, μέσα στο δάκρυ. «Ζωντανή η θρησκεία μας παιδιά μου. Την βλέπετε αυτή την άγια Τράπεζα; Όταν λειτουργώ γεμίζει άρωμα. Ούτε το εκκλησίασμα το αισθάνεται.
Έφερα εδώ τον πατέρα Φιλόθεο, έφερα τον τάδε και μου είπαν: «τούτο είναι ειδικό χάρισμα για τους διωγμούς που πέρασες για το όνομα του Χριστού, για να σε παρηγορεί. Και όντας έρχομαι εδώ, μεθάω παιδιά μου. Δεν ξέρω τί γίνεται. Ούτε ξέρω εάν έκανα τη λειτουργία. Γι’ αυτό με συγχωρνάτε. Δεν περιγράφεται. Ό,τι αντικείμενο βάζω στην Αγία Τράπεζα, όχι αλλού, γεμίζει άρωμα. Ξέρετε, παιδιά μου, το αισθάνομαι στο «τά Σά εκ των Σών» ή «στό “Αξιον εστί». Τότε κατέρχεται η χάρις. Ούλλο τον κόσμο να σου δώσουν δεν τον θεωρείς τίποτας».
«Μια άλλη φορά ήμουν μέσα στα βουνά διωγμένος; ταλαιπωρημένος. Με κυνηγούσανε για να με σκοτώσουν. Με πήρε ο Ζέρβας. Με εγκατέλειψαν. Παπά άνθρωπο, δεν τον θέλανε. Αλλά ο Θεός δεν με εγκατέλειψε και βρέθηκα σε ένα μέρος, γεμάτο ομίχλη, κι’ ο ποταμός πλημμυρισμένος. Δεν μπορούσα να περάσω απέναντι, έκλαιγα σαν μικρό παιδί και έλεγα: «Θεέ μου ή βγάλε με ή πάρε με. Κινδυνεύω, πείνα, ψείρα…»
«Εκεί που προσευχόμουν έρχεται ένας νεαρός μ’ ένα άλογο και σαν συνήλθα είδα ότι ήμουν στην απέναντι πλευρά του ποταμού. Λέω, τί συνέβηκε σε μένα τον αμαρτωλό; Δοξολόγησα τον Κύριο, κι’ έψαχνα τον ευεργέτη. Ένα βράδυ παρουσιάζεται ένας νέος και μου λέει: «παπα-Δημήτρη, με ξέχασες». «Όχι παιδί μου, εγώ ψάχνω τον ευεργέτη μου». «Είμαι ο Γεώργιος. Θυμάσαι το 19… τάδε, στο τάδε μέρος που έκλαιγες κλπ. Ποιος σε έσωσε; Δεν ξέρω. Ψάχνω.
Εγώ σε έσωσα και δεν ήρθες ούτε μια φορά να λειτουργήσεις το εξωκκλήσι. Ξυπνάω, κτυπώ την καμπάνα του χωριού, μαζεύω το χωριό, νηστεύουμε και πάμε στο μέρος αυτό. Αυτό το μέρος είχε θαύμα. Ένα δέντρο είχε, ένα κλωνάρι ξερό και στη γιορτή του έτρεχε νερό. Μόνο στη γιορτή του. Και το παίρναμε για αγιασμό. Μετά, επειδή ο κόσμος ήταν αμαρτωλός σταμάτησε το θαύμα. Διότι το θαύμα θέλει πίστη.
Όντας επήγα εγώ κι’ έκαμα την Ακολουθία, δηλαδή, το πρωί στη Λειτουργία, είπα στους χωρικούς: «τί λέτε, είναι ο άγιος Γεώργιος εδώ ή δεν είναι; Ζει ο Θεός και βασιλεύει και τον κόσμο προστατεύει; Ελάτε όλοι εδώ. Μαζεύτηκαν. Άη Γιώργη, δεν το κάνω από απιστία, ούτε από περιέργεια, το κάνω για να δυναμώσω την πίστη. Θέλω να ’ρθείς να παρουσιαστείς, δηλαδή, να κινήσεις το ξερό ξύλο για να ρίξεις τον αγιασμό όπως παλιά.
Εκεί, λοιπόν, που προσευχόμουν, άρχισε να τρέχει λίγο λίγο το νερό. Δεν ευχαριστιόμουν, ήθελα περισσότερο, κι’ έγινα ενοχλητικός. Θέλω πιο πολύ’ και έπεσε, όπως γέμιζαν τα μπουκάλια, βραχήκαν. Αυτή είναι η πίστη μας. Ζωντανή».
Η λησμοσύνη του επίγειου χρόνου πασκίζει συνέχεια να βαθύνει το χάσμα που χωρίζει το χτες από το σήμερα, σκεπάζοντας συνήθως τα ίχνη των προαπελθόντων κάτω από χοντρές επιστρώσεις αιώνων. Η μνήμη, αντίθετα, αγωνίζεται να γεφυρώσει το χάσμα, να φέρει καταλλαγή ανάμεσα στο παρελθόν και το τώρα, επιδιώκοντας την ενότητα που θα οδηγήσει την ιστορία στην του Χριστού δευτέραν και ένδοξον Παρουσίαν.
Λήθη και μνήμη ερίζουν, όπως συμβαίνει και για αμέτρητα πλήθη προγόνων μας, και γύρω από το πρόσωπο του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Κυρηνείας Λαυρεντίου, τέκνου του Καλοπαναγιώτη ο οποίος συγκαταριθμείται στους εθνομάρτυρες της 9ης Ιουλίου του 1821. Από τη μια, η ιστορία βάλθηκε να ροκανίσει σχεδόν όλα τα τεκμήρια με τα οποία ο μελετητής θα μπορούσε να ανασυστήσει τη ζωή του Λαυρεντίου. Τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, κατά τα οποία έζησε, ήσαν καιροί χαλεποί, εσωστρεφείς, καιροί χαμηλόφωνης προφορικότητας και ως επί το πλείστον σιωπής, που δεν μας κληροδότησαν παρά ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες και καταγραφές. Επιπλέον, τα όσα γραπτά στοιχεία κατάφεραν να φτάσουν μέχρι τις μέρες μας, από τους κώδικες της Μητροπόλεώς του και εν γένει τις γραπτές πηγές που φυλάσσονταν σε μονές και ναούς της πόλεως και επαρχίας της Κηρυνείας, απωλέστηκαν κι εξανεμίστηκαν με την τουρκική εισβολή του 1974, σε μια καινούργια επέλαση των δυνάμεων της λήθης. Αδρομερώς λοιπόν και άνευ λεπτομερειών συνάγει ο ιστορικός τους βασικούς σταθμούς του βίου του Λαυρεντίου.
Από την άλλη όμως, η πενία των ιστορικών πληροφοριών αντισταθμίζεται από το ύστατο γεγονός της επιγείου ζωής του Λαυρεντίου, τον μαρτυρικό του θάνατο, που φωτίζει με νόημα τη ζωή του και υπερσκελίζει τα κενά της ιστορικής τεκμηριώσεως. Και τίποτ’ άλλο να μην γνωρίζαμε για τον συντοπίτη μας Αρχιερέα, ο θάνατός του και μόνο θα ήταν αρκετός για να τον καταστήσει παρόντα στη ζωή και τη μνήμη μας. Όταν λοιπόν αναλογιζόμαστε το πρόσωπο του Κυρηνείας Λαυρεντίου, εκείνο που μένει είναι ότι τη στιγμή που ξέσπασε η μπόρα, στάθηκε Επίσκοπος και κεφαλή του ποιμνίου του καθώς είχε ταχθεί. Κι αυτό, δεν μπορεί να το σβήσει η λήθη των αιώνων.
Ο Λαυρέντιος ανέλαβε την αρχιερατεία του στις αρχές ενός δύσκολου αιώνα ο οποίος έμελλε να φέρει πολλές αλλαγές στην ιστορική μοίρα του τόπου του. Ήταν καιρός ζυμώσεων και ανακατατάξεων, εποχή στην οποία «αρκέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζιαι εφυσούσαν», όπως πολύ εύστοχα γράφει ο ποιητής Βασίλης Μιχαηλίδης. Πράγμα που δεν μπορούσε ν’ αφήσει ανεπηρέαστη και την Κύπρο, αφού «είσιεν σγιον είχαν ούλλοι τους τζι’ η Κύπρου τον κρυφόν της,μεσ’ τους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της», κατά τον ίδιο ποιητή. Στον κόσμο της Κύπρου λοιπόν, καθώς και στον ευρύτερο περίγυρο, είχε αρχίσει «να κρυφοσυννεφκιάζει». Ο παλιός κόσμος, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έφτανε στο τέλος του κι ένας νέος κόσμος φαινόταν ν’ ανατέλλει, από τα δυτικά αυτή τη φορά, γεμάτος ζωτικότητα και δυναμισμό, γεμάτος καινούργιες ιδέες, κι απαιτήσεις -ιδέες του Διαφωτισμού της Δύσης (ενός διαφωτισμού χωρίς φωτισμό του Αγίου Πνεύματος).
Ο Λαυρέντιος έζησε και έδρασε σ’ αυτό το μεταίχμιο, σ’ αυτή τη δίνη της μετάβασης. Tέτοιες μεταβάσεις όμως -κι ιστορία το έδειξε πάρα πολλές φορές- στεριώνονται συνήθως με αίμα. Και το αίμα αυτό, που σάμπως να χρειαζόταν για ν’ αρχίσει η κραταιά οθωμανική αυτοκρατορία να παραχωρεί τη θέση της στις νέες δυνάμεις που έφερνε στο προσκήνιο ο δέκατος έννατος αιώνας, στην περίπτωση της Κύπρου έμελλε να είναι το αίμα των κεφαλών της Εκκλησίας και της κοινωνίας της: του Αρχιεπισκόπου, των Μητροπολιτών, μεταξύ αυτών και του Κυρηνείας Λαυρεντίου, και άλλων ανωτέρων κληρικών αλλά και των λαϊκών τοπικών αρχόντων.
Από τα διαθέσιμα σπαράγματα πληροφοριών που διαθέτουμε για τον Λαυρέντιο, μπορούμε να παρακολουθήσουμε την πορεία που τον οδήγησε από το ορεινό χωριό του στη μαρτυρική τελευτή του στην πλατεία του σαραγιού στη Χώρα. Ο Λαυρέντιος καταγόταν από το χωριό της Μαραθάσας Καλοπαναγιώτης. Ήταν γιος ιερέα, του παπά Γιάννη, ο οποίος είχε το διακόνημα του Σακελλαρίου στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή που βρίσκεται στη γενέτειρα του. Στο φερμάνι του σουλτάνου Μαχμουτ Β΄, με το οποίο εγκρίθηκε το αίτημα του κυβερνήτη της Κύπρου Κουτσούκ Μεχμέτ να προβεί στις εκτελέσεις της 9ης Ιουλίου, μεταξύ των προγραφέντων αναφέρετια και ο Λαυρέντιος «ογιος του παπά Γιαννή, Επίσκοπος Μόρφου, Πεντάγειας, Λεύκας και Κυρηνείας…» Η τοπική παράδοση του Καλοπαναγιώτη πάντως, κράτησε στη μνήμη την οικία όπου γεννήθηκε ο ενθνομάρτυς Λαυρέντιος. Βρίσκεται κοντά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, στη δυτική όχθη του ποταμού Σέτραχου της Μαραθάσας, ακριβώς απέναντι από τη Μονή του Λαμπαδιστή, και είναι γνωστή με το όνομα «τα σπίθκια της Χατζηφανούς.»
Παρόλο που δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για την παιδική και νεανική του ηλικία, μπορούμε ωστόσο να δούμε τον Λαυρέντιο να προγεύεται ορθόδοξους καρπούς στη Μονή του Λαμπαδιστή όπου υπηρετούσε ο πατέρας του, να εισάγεται στο ασκητικό και λειτουργικό ήθος, αλλά, κατά το έθος της εποχής, και στα γράμματα. Η Μονή του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή ήταν το πνευματικό και μορφωτικό διδασκαλείο των κατοίκων της Μαραθάσας, όπου, ελλείψει σχολείων και οποιασδήποτε εκπαιδευτικής μέριμνας, η Εκκλησία επιτελούσε και ρόλο εκπαιδευτικό εισάγοντας τους νέους στα γράμματα. Φαίνεται ότι κατά την προπαίδεια του στη μονή, ο Λαυρέντιος απέκτησε και διαχειριστικά προσόντα, τα οποία έμελλαν να του χρησιμεύσουν όταν έγινε Μητροπολίτης Κυρηνείας.
Από τις σωζόμενες γραπτές μαρτυρίες για διάφορα γεγονότα της ζωής του Λαυρεντίου, μπορούμε να συνάγουμε ότι γεννήθηκε στα 1750, χρονιά σημαδιακή κατά την οποία μαρτύρησε στη Μόρφου ο διάκονος του πολιούχου της Αγίου Μάμαντος, γιός του μορφίτη Νικολάου Διάκου, ο επιλεγόμενος Μακρύδιακος. Φθονώντας την καλλιφωνία και τη σωματική ρώμη του Μακρύδιακου, οι Τούρκοι τον συνέλαβαν με εντολή του Σαλίχ Πασά, διοικητή της περιοχής, με σκοπό να τον κάνουν να αλλαξοπιστήσει και να γίνει χότζας. Τον έριξαν στη φυλακή και με φριχτά βασανιστήρια προσπαθούσαν να τον κάνουν να εξωμόσει. Όταν, την τρίτη μέρα, αναγκάστηκαν να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο με την αδάμαστη του ψυχή, τον οδήγησαν στην πλατεία των αλωνιών, πίσω απ’ τη Μητρόπολη, όπου και την κεφαλήν απετμήθη, στα 1750. Ο Λαυρέντιος λοιπόν, έρχεται στον κόσμο μέσα σε μια ατμόσφαιρα μαρτυρίου. Την ίδια χρονιά που ο Μακρύδιακος καρατομείται στ’ αλώνια τ’ Άη Μάμα, γεννιέται ο Λαυρέντιος που έμελλε να καρατομηθεί στην πλατεία του Σαραγιού. Έτσι, την ώρα που στη Μόρφου θεριζόταν το καρπερό στάχυ, ο Μακρύδιακος, στη γη του Καλοπαναγιώτη φυτεύτηκε ο σπόρος της καινούργιας σοδειάς, ο Λαυρέντιος. Η σκυτάλη του μαρτυρίου παραδόθηκε από τον εικοσάχρονο Μακρύδιακο στον νεογέννητο Λαυρέντιο για να συνεχίσει το αίμα των μαρτύρων της πίστεως και της πατρίδος να φωτίζει τον κόσμο και να κοσμεί την Εκκλησία.
Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Λαυρέντιος είχε την τύχη να διδαχτεί την τέχνη της ψαλτικής από έναν από τους διαπρεπέστερους θεράποντες της τέχνης αυτής, τον Χρύσανθο Μητροπολίτη Κυρηνείας μεταξύ 1763 και 1773. Επί Χρυσάνθου και πιο πριν, ο εκάστοτε Μητροπολίτης Κυρηνείας ήταν κατά κάποιο τρόπο μετακινούμενος από τόπου εις τόπον, εδρεύοντας σε παλαίφατες μονές όπως της Σκουριώτισσας, της Ασίνου και του Άη Μάμα της Μόρφου, πριν η έδρα της Μητρόπολης μεταφερθεί, το 1800, στη Μονή Αγίου Παντελεήμονος στη Μύρτου. Ο Χρύσανθος προσλαμβάνει τον Λαυρέντιο ως δόκιμο στην Σκουριώτισσα όπου τον μυεί στη μυστική αρμονία της βυζαντινής μουσικής. Ο διάδοχος του Χρυσάνθου, Σωφρόνιος, χειροτονεί τον νεαρό δόκιμο σε διάκονο, σε ηλικία 25 χρονών, και το 1785, σε ηλικία 35 χρονών, ιερομόναχο.
Η πρώτη γραπτή μαρτυρία που έχουμε για τον Λαυρέντιο είναι το υπόμνημα εκλογής του σε Χωρεπίσκοπο Λαμπούσης, τον Μάιο του 1811, σύμφωνα με το οποίο ανήλθε στον επισκοπικό θρόνο «διότι ο Κυρήνειας Ευγένιος», διάδοχος του Σωφρονίου, «εις γήρας ελήλυθε» και είχε ανάγκη βοηθού. Κατά τα άλλα στη γενέτειρα του, τον Καλοπαναγιώτη, διατηρήθηκε έντονη η ανάμνηση της περιόδου κατά την οποία υπηρέτησε ως Χωρεπίσκοπος Λαμπούσης. Οι μητέρες συνήθιζαν όταν κολάκευαν ή κανάκευαν τα παιδιά τους να αποκαλούν τα όμορφα παιδιά με το όνομα «τον Λαμπούση μου, τον Λαμπούση μου», γιατί τα ήθελαν να μοιάσουν με τον Λαυρέντιο, κληρικό με ωραίο παρουσιαστικό, ο οποίος είχε αξιωθεί να ανέλθει στην εκκλησιαστική ιεραρχία και να εκλεγεί σε επισκοπικό θρόνο τιμώντας τον γενέθλιο τόπο του. Η προσωνυμία δε αυτή εξέφραζε και τους μύχιους πόθους των τότε μητέρων για το μέλλον των παιδιών τους, πόθους που αποκρυσταλλώθηκαν στην κάθε τόσο επαναλαμβανόμενη μητρική ευχή που διατηρείται ακόμα και σήμερα στον τόπο μας «έχε την ευχή μου και να σε δω δεσπότη…»
Μερικές σκόρπιες επιγραφές από εικόνες ή ναούς της μητροπολιτικής περιφέρειας Κυρήνειας, προσθέτουν αδρές πινελιές στο πρόσωπο του Λαυρεντίου, πληροφορώντας μας για το μουσικό του τάλαντο και τη μόρφωση του. Σε εικόνα της Θεοτόκου από τη Μονή της Αχειροποιήτου, η οποία επιχρυσώθηκε το 1811, αναφέρεται ως «μουσικώτατος», γεγονός που μας επιτρέπει να υποθέσουμε ότι ήταν πολύ καλός γνώστης της βυζαντινής μουσικής: «Εχρυσοκοσμήθη η παρούσα εικόνα επί των ημερών του Πανιερωτάτου αγίου Κυρήνειας Ευγενίου και Λαυρεντίου Μουσικατάτου επισκόπου Λαμπούσης, 1811. Και επιστατούντος της Μονής ταύτης καθηγουμένου Μελετίου και μνήσθητι Δέσποινα και πάντων των ευσεβών Χριστιανών των κατοικούντων εν τη νήσω ταύτη». Σε άλλη επιγραφή, που βρίσκεται στον άμβωνα της ίδιας Μονής, ο οποίος κατασκευάστηκε το 1819, ο Λαυρέντιος, ο οποίος υπηρετούσε τότε ως Μητροπολίτης Κυρηνείας, αποκαλείται «λογιώτατος», ενδεικτικό της μόρφωσης του: «Επί αρχιθύτου κυρίου Λαυρεντίου Λογιωτάτου Αγίου Κυρήνειας και επιστατούντος της Μονής ενθάδε καθηγουμένου κυρίου Μελετίου, διεξόδων γέγονε ο παρών άμβων γλυπτουργηθείς τε συν τη χρυσογραφία. 1819». Μέσα από τις λίγες αυτές πινελιές, διαφαίνεται λοιπόν ένας επίσκοπος μορφωμένος και μουσικός.
Άλλες ακόμα επιγραφές, αναφέρουν απλώς το όνομα του Λαυρεντίου, υπενθυμίζοντας, χωρίς άλλες πληροφορίες, το πέρασμά του από την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο. Μια τέτοια επιγραφή βρίσκεται στην τοιχογραφία του Ακάθιστου Ύμνου στον ναό της Παναγίας της Θεοσκέπαστης στον Καλοπαναγιώτη, που αγιογραφήθηκε το 1816: «Γέγονε η παρούσα επί τω καιρώ του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Κυρηνείας Λαυρεντίου, 1816». Παρόμοια αναφορά στον Λαυρέντιο γίνεται και στην εικόνα του Σωτήρας, του έτους 1818, η οποία φυλασσόταν στην εκκλησία του Αγίου Αμβροσίου στο ομώνυμο χωριό της επαρχίας Κερύνειας: «Ο Σωτήρ του κόσμου επί Αρχιερέως κυρίου Λαυρεντίου, αωιη’».
Από το υπόμνημα της εκλογής του στο θρόνο της Κερύνειας, που υπογράφηκε από τους Μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθο και Κιτίου Μελέτιο, καθώς και από τον Χωρεπίσκοπο Τριμυθούντος Σπυρίδωνα, γνωρίζουμε ότι έγινε Μητροπολίτης πέντε χρόνια μετά την εκλογή του σε Λαμπούσης, δηλαδή τον Αύγουστο του 1816, σε διαδοχή του αποβιώσαντος Μητροπολίτη Ευγενίου. Η έδρα της Μητροπόλεως Κυρηνείας είχε ήδη μεταφερθεί από τη Σκουριώτισσα στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, το 1800, κοντά στο χωριό Μύρτου, και είχε ανακαινιστεί από τον Μητροπολίτη Ευγένιο, ο οποίος δαπάνησε για τον σκοπό αυτό μεγάλο μέρος από την προσωπική του περιουσία.
Από την αρχή της αρχιερατείας του, ο Λαυρέντιος, δείχνει και πάλι τον χαρακτήρα και την προσωπικότητά του. Η θητεία του στο θρόνο της Κυρήνειας αρχίζει δυναμικά, με ζήλο και σθένος. Ρίχνεται αμέσως σε διάφορα έργα, προσδοκώντας σε μια μακρόχρονη προσφορά. Είναι χαρακτηριστικό το ότι όχι απλώς συνεχίζει αλλά και επεκτείνει τα έργα του προκατόχου του Ευγενίου στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Μεριμνά για τη μεταφορά νερού και τη διοχέτευση του σε εξάγωνη θολωτή κρήνη, την οποία έχτισε στο μέσο της αυλής της Μονής, το 1818.
Χαρακτηριστικό είναι και το ότι στολίζει την κρήνη με εκλεπτυσμένο λόγο, συνδυάζοντας έτσι το πρακτικό πνεύμα με την υψηλή καλλιέπεια. Στις τρεις πλευρές της εντοιχίζει έμμετρες επιγραφές, η πρώτη από τις οποίες ιστορεί τα σχετικά με τη μεταφορά του νερού: «Εν χιλιοστώ έτει και οκτακοσιοστώ δεκάτω ογδόω, εν μηνί Ιουνίω, ήχθη ενθάδε το γλυκύρροον ύδωρ δαπάνη μόχθω πλείστη επιμέλεια του θρόνον διέποντος Άγιος ΑυξίβιοςΜητροπολίτου Κυρηνείας κυρίου Λαυρεντίου, εις χρείαν πολλών και χάριν του Αγίου». Η δεύτερη, η οποία βρίσκεται στο μέσο των άλλων δύο, παρουσιάζει το νερό να ομιλεί ποιητικότατα: «Ήμην εν μύχοις γης πρώην κεκρυμμένον, νυν δ’ ήχθης εις φως δαπάναισι πλουσίαις παρ’ Αρχιθύτου κυρίου Λαυρεντίου, δροσίζον πάντας τους κεκμηκότας δίψει. Όθεν οι μετέχοντες της πηγής ταύτης εύχεσθε τω ρηθέντι μακροζωίαν θεόθεν λαβείν και άνω βασιλείαν». Η τελευταία, από τα αριστερά προς τα δεξιά επιγραφή, αναφέρεται στον Λαυρέντιο, ο οποίος κοπίασε για την υλοποίηση του έργου: «Λαυρέντιος, Αρχιθύτης Κυρηνείας, εις δόξαν θεού και χάριν των διψώντων, εκ πλέθρων γης πολλών είσηξεν ενταύθα, αφείδεσι δαπάναις, δροσερόν ύδωρ, δροσίζον κεκμηκότα και διψαλέους, εξού πίνοντες μνείαν έχετε τούδε, και εύχεσθε αυτώ γήρας βαθύ, πάντας λαχείν δ’ έπειτα χώρων ουρανιώνων».
Εκτός από τις πληροφορίες που μας δίνουν, οι επιγραφές αυτές μεταφέρουν μέχρι σ’ εμάς και τον ποιητή που έκρυβε μέσα του ο Λαυρέντιος. Το γλυκύρροον ύδωρ, που ήταν εν μύχοις γης πρώην κεκρυμμένον, το οποίο ο μερακλής δεσπότης εκ πλέθρων γης πολλών είσηξεν ενταύθα, για να δροσίζει τους κεκμηκότας δίψει, συμβολίζει ταυτόχρονα και τον καλλιεπή του λόγο, μέσα στον οποίο ενέκλεισε τους πόθους και τις επιθυμίες του για μια μακρόχρονη προσφορά στη μητρόπολη και το ποίμνιό του. Μας μιλούν ακόμα για τη δίψα του για το ύδωρ το ζων, την ουράνια βασιλεία, αφού ζητά τις ευχές όσων ξεδιψούν στην κρήνη του Αγίου Παντελεήμονα ν’ αξιωθεί όχι μόνο τη μακροζωία, αλλά και την άνω Βασιλεία. Εύχεται σ’ όλους τους πίνοντες να φτάσουν σε γήρας βαθύ και ν’ αξιωθούν χώρων ουρανιώνων.
Ως αρχιερέας, ο Λαυρέντιος επωμίστηκε απολύτως συνειδητά το ρόλο που οι καιροί και το ποίμνιό του ανέμεναν να διαδραματίσει ένας επίσκοπος. Έζησε σε μια εποχή κατά την οποία ο ορθόδοξος λαός της Κύπρου δοκιμαζόταν σκληρά και, μη έχοντας άλλη καταφυγή, εναπόθετε όλες τις προσδοκίες του στην Εκκλησία του. Ανέμενε από αυτήν να συμπληρώσει τα κάθε είδους κενά που επεσώρευε η μακραίωνη σκλαβιά και να θεραπεύσει παντός είδους ανάγκες. Εκ των πραγμάτων, λοιπόν, η Εκκλησία της Κύπρου, δεν μπορούσε παρά να είναι εθναρχούσα. Έπρεπε να φροντίσει όχι μόνο για τη σωτηρία των ψυχών, αλλά και για τα οικονομικά προβλήματα του ποιμνίου της, την πολιτική του εκπροσώπηση, την εκπαίδευση του, την ύδρευση ψυχών και σωμάτων και γενικά κάθε είδους πρακτικό πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο λαός σε σχέση με την εγκόσμια επιβίωσή του.
Βλέπουμε λοιπόν τον Λαυρέντιο, τον μουσικότατο και καλλιεργημένο επίσκοπο, να ανταποκρίνεται πρόθυμα και χωρίς ενδοιασμούς στις ανάγκες των καιρών. Από την αρχή της αρχιερατείας του μεριμνά για έργα κοινής ωφελείας, όπως η ύδρευση της κοινότητας Μύρτου, όπου ήταν και η έδρα της Μητρόπολής του. Δαπανώντας μεγάλα ποσά, φροντίζει να γίνουν διατρήσεις καθώς κι ένα δίκτυο υπογείων φρεάτων, λαγουμιών, που φέρνουν το νερό στην επιφάνεια της γης. Με το νερό αυτό υδρευόταν η κώμη της Μύρτου, η έδρα της Μητρόπολης και η Μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Η παράδοση της Εκκλησίας τον θυμάται ως ένα επίσκοπο που εργάστηκε άοκνα για την υλική ευημερία, την πνευματική και εθνική μόρφωση του ποιμνίου του.
Όταν λοιπόν οι ζυμώσεις που γίνονταν στον ευρύτερο χώρο της οθωμανικής αυτοκρατορίας αγγίζουν και την Κύπρο και οι «κρυφοί ανέμοι» φέρνουν στο νησί, στα 1818, τους πρώτους Φιλικούς ο Λαυρέντιος δεν διστάζει. Επωμιζόμενος πλήρως τον εθναρχικό ρόλο που οι σκλαβωμένοι Κύπριοι ανέμεναν να διαδραματίσει η Εκκλησία τους, μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό, τον Πάφου Χρύσανθο και τον Κιτίου Μελέτιο, μυείται, στη Φιλική Εταιρεία από τους Δημήτριο Ύπατο και Αντώνιο Πελοπίδα. Έτσι, τα πρώτα μέλη της Φιλικής Εταιρείας στην Κύπρο είναι οι ίδιες οι κεφαλές της Εκκλησίας της. Στη συνέχεια, ο Λαυρέντιος μυεί σταδιακά στη Φιλική όλους του ανώτερους κληρικούς της περιφέρειάς του καθώς και τους προκρίτους της Σολιάς, της Ορεινής, Λεύκας, Μαραθάσας, Μόρφου, Καραβά και Λαπήθου.
Πρωτοστατεί στη συγκέντρωση χρημάτων και προμηθειών για τον αγώνα που είχε ήδη αρχίσει στην Ελλάδα. Μάλιστα στις 18 Ιουνίου 1821, λιγότερο από ένα μήνα πριν το μαρτύριο των αρχιερέων, η βοήθεια αυτή παραδίδεται στον πυρπολητή Κωνσταντίνο Κανάρη, ο οποίος προσάραξε γι’ αυτό τον σκοπό στον ορμίσκο της Ασπρόβρυσης μεταξύ Αχειροποιήτου και Λάμπουσας.
Η πολύπλευρη δράση του Λαυρέντιου, έμελλε όμως να κορυφωθεί με την ύψιστη προσφορά στο ποίμνιό του, την προσφορά της ίδιας της ζωής του. Τον Ιούλιο του 1821, όταν ο Κουτσούκ Μεχμέτ καλεί στη Χώρα τους επισκόπους και τους προύχοντες του νησιού, ο Λαυρέντιος διαισθάνθηκε ότι έφτανε η ώρα ν’ αναμετρηθεί με την ύψιστη πράξη της διακονίας του. Γι’ αυτό, πριν μεταβεί για τελευταία φορά στη Λευκωσία, επισκέφτηκε το χωριό του κι αποχαιρέτησε τους συγγενείς του. Εκεί, ψυχανεμιζόμενος το επικείμενο τέλος του, έκρυψε σε συγγενικό του σπίτι ένα σακούλι με τις οικονομίες του, το οποίο, όπως αναφέρει η παράδοση, βρέθηκε αργότερα. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Λαυρέντιος συνελήφθη από τους Τούρκους στο ναό της Παναγίας της Χρυσοπολίτισσας στην Κερύνεια. Η βόρεια θύρα του ναού, από την οποία εξήλθε ο Λαυρέντιος, κτίστηκε για να θυμίζει το μαρτύριο του.
Στις 9 Ιουλίου του 1821, ημέρα Σάββατο, ο Λαυρέντιος, μαζί με τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό και άλλους αρχιερείς και μεγάλο αριθμό προκρίτων του νησιού, θυσιάζεται στο βωμό της μετάβασης από τον μεσαίωνα προς τους νέους χρόνους. Ήταν ημέρα Σάββατο κι ο Κουτσούκ διάταξε να κλείσουν όλες τις πύλες των τειχών της Λευκωσίας. Στην πλατεία του πάλαι ποτέ ανακτόρου των Λουζινιανών βασιλέων, έλαβε χώραν η ανόσια πράξη. Πρώτος ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός, τον οποίο προηγουμένως ο Κουτσούκ είχε διαβεβαιώσει με όρκο ότι δεν θα τον αποκεφαλίσει, και τον οποίο μερικοί παρακίνησαν, μάταια, να δραπετεύσει για να σωθεί, απάγεται και απαγχονίζεται. Τον κρεμάζουν στους κλώνους της συκαμινιάς που βρισκόταν απέναντι από την πύλη του Σεραγίου, ενώ ταυτόχρονα, στην ίδια περίπου θέση, αρχίζουν τους αποκεφαλισμούς, πρώτα ενός Λεμεσιανού ονόματι Γεωργίου Μασούρα και έπειτα των Μητροπολιτών, μεταξύ των οποίων και Κυρηνείας Λυρέντιος, και των υπολοίπων μαρτύρων.
Ύστερα αγγάρεψαν κάποιους χριστιανούς και πέταξαν τα μαρτυρικά λείψανα των θυσιασθέντων ιερωμένων και λαϊκών έξω από τα τείχη. Από κει τα παρέλαβαν άλλοι χριστιανοί και τα έθαψαν, άλλα στο κοιμητήριο της Παλλουριώτισσας, άλλα στο κοιμητήριο των Αγίων Ομολογητών κι άλλα στον περίβολο του ναού της Παναγίας Φανερωμένης στη Λευκωσία.
Τον Μητροπολίτη Λαυρέντιο διαδέχθηκε ο Έξαρχος Κυρήνειας Δαμασκηνός, ο οποίος υπηρέτησε στη συνέχεια ως Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1824-1827) και ακολούθως ως Πρόεδρος Κιτίου (1837-1846). Στο ενθρονιστήριο έγγραφο, που εξεδόθη από την Πύλη και το οποίο επεκύρωνε την εκλογή του Δαμασκηνού, αναφέρεται ότι ο Λαυρέντιος καρατομήθηκε «λόγω των καταχθόνιων πράξεων του εις βάρος του οθωμανικού κράτους». Η σορός του, μαζί με αυτές ορισμένων άλλων εθνομαρτύρων, ετάφη στον περίβολο του ναού της Φανερωμένης, ενώ οι σοροί των υπολοίπων εθνομαρτύρων ετάφησαν στους αυλόγυρους των ναών της Παλουριώτισσας και των Αγίων Ομολογητών.
Από τους 486 προγραφέντες που κλήθηκαν τον Ιούλιο του 1821 στο Σεράγι από τον Κουτσούκ Μεχμέτ, ελάχιστοι ήσαν εκείνοι που υποπτεύθηκαν την παγίδα και ζήτησαν τη βοήθεια των ξένων προξένων της Λάρνακας που τους φυγάδευσαν στο εξωτερικό. Άλλοι πάλι, λίγοι ευτυχώς, δείλιασαν όταν βρέθηκαν μπροστά στην προοπτική του θανάτου και προτίμησαν να εφαρμόσουν το «φάγωμεν και πίωμεν, αύριον γαρ αποθνήσκομεν»,αλλάζοντας την πίστη τους και ασπαζόμενοι το ισλάμ. Όλοι οι υπόλοιποι που σφαγιάστηκαν από τις 9 ώς τις 14 Ιουλίου, επέλεξαν, όπως όλα δείχνουν, συνειδητά να τραβήξουν το δρόμο της θυσίας. Από αυτούς, η ιστορία διέσωσε μόνο ογδόντα ονόματα. Επίσης άγνωστα είναι και τα ονόματα χιλιάδων Κυπρίων που σφαγιάστηκαν κατά τους μήνες που ακολούθησαν την 9η Ιουλίου σ’ όλα τα μέρη του νησιού. Όλων αυτών τα ονόματα, κατέγραψε η αιωνία μνήμη του Τρισαγίου Θεού, ο οποίος θα τους ανακαλέσει ενώπιόν Του εν τη δευτέρα και ενδόξω Αυτού Παρουσία, ως μάρτυρες της πίστεως και της Πατρίδος.
Οι σφαγές που άρχισαν την 9η Ιουλίου συνεχίστηκαν μέχρι το τέλος του 1821 και επεκτάθηκαν σε όλες τις περιοχές της νήσου. Σ’ αυτό το διάστημα οι σφαγιασθέντες υπολογίζονται σε 2 χιλιάδες και οι εκπατρισθέντες σε 30 χιλιάδες. Στη συνέχεια, δε, η θέση των Ελλήνων της Κύπρου επιδεινώθηκε αποφασιστικά μέσα στα επόμενα χρόνια. Είναι χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρουν οι ιστορικές πηγές για τα παρεπόμενα της θυσίας των μαρτύρων της 9ης Ιουλίου. Γράφει η ιταλική εφημερίδα Notizie del Giorno για τα γεγονότα του 1821: «Ποίον δεν κινεί εις οίκτον η νήσος εκείνη βλέποντα αυτήν ερημωθείσαν των Ελλήνων κατοίκων της, εξ ών άλλοι εσφάγησαν, άλλοι έφυγον, άλλοι ηναγκάσθησαν να ασπασθώσι τον Μωαμεθανισμόν και άλλοι τέλος εκ του φόβου και των βασάνων και των φόρων βρίσκονται ημιθανείς;»
Ο Σουηδός περιηγητής Γιάκοπ Μπέρκγρεν γράφει: «Όταν το 1822 πέρασα για τελευταία φορά από τη Λάρνακα ο ελληνικός πληθυσμός του νησιού είχε περιοριστεί σε τέτοιο βαθμό, που πολλά μεγαλοχώρια ήταν εντελώς ακατοίκητα. Τα στρατεύματα του Μουχασίλη δεν άφησαν ψυχή ζωντανή, παντού απ’ όπου πέρασαν… Η Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, πολλά σπίτια ήταν έρημα και πιτσιλισμένα με αίμα.»
Κι αφού η Παναγία ντύθηκε παντού στα μαύρα, όπως γράφει ο Σουηδός Μπέρκγρεν, οι κάτοικοι του Καλοπαναγιώτη, συγχωριανοί του μάρτυρα Λαυρεντίου, έχτισαν το ναό της Παναγίας της Μαυροφόρας, που στέκει μέχρι σήμερα ως εικόνα του πένθους και μνημόσυνο του μαρτυρικού τέκνου της κοινότητος Επισκόπου Λαυρεντίου και της ατίμητης προσφοράς του.
Όσο για τον Λαυρέντιο, μερικά προσωπικά του είδη βρέθηκαν πολύ αργότερα για να ξαναφέρουν το πρόσωπό του στη μνήμη των συγχρόνων. Διασώθηκαν ένα χειρόγραφο Θεοτοκάριο του 18ου αιώνα και ένας δίσκος, στον οποίο τοποθετούσε την αρχιερατική του μίτρα και τα ιερά εγκόλπια του. Το πρώτο εντοπίστηκε στον ναό της Ζωοδόχου Πηγής στο χωριό Αμαργέτη της Πάφου και φέρει το ακόλουθο σημείωμα: «Το παρόν Θεοτοκάριον είναι του Πανιερολογιωτάτου Αγίου Κυρήνειας κυρίου κυρίου Λαυρεντίου, 1820». Είναι άγνωστο, όμως, πως βρέθηκε στην Αμαργέτη και ποια είναι η σχέση του Λαυρεντίου με το χωριό αυτό. Ο δίσκος, γνωστός ως «ο δίσκος της κορώνας», αφού σε αυτόν ετοποθετείτο η αρχιερατική μίτρα του Λαυρεντίου, φυλασσόταν στη μονή του Αγίου Παντελεήμονα. Έφερε την επιγραφή «Λαυρεντίου Αρχιερέως αωιη’» και εχρησιμοποιείτο, στα μεταγενέστερα χρόνια, για να τοποθετείται η αρχιερατική μίτρα κάθε φορά που κάποιος Αρχιερέας λειτουργούσε στη Μονή.
Μισόν αιώνα αργότερα, στα 1872-1873, κατά την ανακαίνιση του ναού της Φανερωμένης, τα οστά των εκτελεσθέντων του 1821, που ήσαν θαμμένα εκεί, τοποθετήθηκαν σε κοινό τάφο κάτω από την Αγία Τράπεζα. Εντέλει, το 1930, μεταφέρθηκαν και τοποθετήθηκαν στο Μαυσωλείο, που ανηγέρθη στον περίβολο του ναού, όπου βρίσκονται μέχρι σήμερα.
Το πρόσωπό τους όμως μένει πάντα παρόν, και η θυσία τους φωτίζει διαχρονικά τη ζωή της Εκκλησίας της Κύπρου. Κι αν σήμερα ανακαλούμε τον Επίσκοπο Λαυρέντιο και τους άλλους μάρτυρες, δεν είναι μόνο γιατί τους οφείλουμε φόρο τιμής ή γιατί η θυσία τους είναι παιδευτική και πλήρης μηνυμάτων. Αλλά κι επειδή σήμερα ειδικά, στις μέρες που μας έδωσε ο Θεός να ζήσουμε, οι δυνάμεις της λήθης επιχειρούν μια καινούργια επέλαση ενάντια στη νήσο μας, επιδιώκοντας να σβήσουν κάθε σημάδι ορθοδόξου παρουσίας σ’ αυτή. Ενάντια σ’ αυτήν την επέλαση μνημονεύουμε τον συντοπίτη μας Επίσκοπο Λαυρέντιο και όλους τους μάρτυρες.
Σ’ αυτό τον αγώνα της επίμονης μνήμης, καταθέτουμε και το κείμενο αυτό. Έως ότου λάμψει θριαμβικά το πρόσωπο του Λαυρεντίου και όλων των μαρτύρων της πίστεως και της πατρίδος πέριξ του θρόνου του Τρισαγίου Θεού, εν τη Δευτέρα και ενδόξω Αυτού Παρουσία.
Οι Όσιοι Παρθένιος και Ευμένιος κατάγονταν από τα Πιτσίδια Πυργιωτίσσης και ήταν τέκνα της ευλογημένης συζυγίας του Χαρίτωνος και της Μαρίας Χαριτάκη. Από τη μικρή τους ηλικία αποκαλύφθηκε η μοναχική τους κλίση με διάφορα θαυμαστά γεγονότα που βίωσαν.
Ο Παρθένιος γεννήθηκε το 1829 μ.Χ. και έλαβε το κοσμικό όνομα Νικόλαος, ενώ μερικά χρόνια αργότερα, το 1846 μ.Χ. γεννήθηκε και ο Ευμένιος, κατά κόσμον Εμμανουήλ. Ο Νικόλαος αγαπούσε την ησυχία από μικρός και αποστρεφόταν τα παιχνίδια, ενώ τηρούσε όλες τις καθορισμένες από την Εκκλησία, ημέρες νηστείας. Δεν εντρύφησε στα γράμματα σε αντίθεση με τον μικρό αδελφό του, ο οποίος διδάχθηκε από κάποιον δάσκαλο του χωριού του.
Το 1856 μ.Χ. έφυγε από τη ζωή ο πατέρας τους και τότε άρχιζαν να ετοιμάζονται για να αναχωρήσουν και εκείνοι να ακολουθήσουν το μοναχικό βίο. Μέχρι την αναχώρησή τους μεσολάβησαν αρκετά θαύματα• άλλωστε από τη μικρή του ηλικία ο μικρός Νικόλαος, είχε γευθεί την παρουσία και τη χάρη του Κυρίου πολύ έντονα στη ζωή του. Το πρώτο θαύμα συνέβη όταν μικρό παιδί, έπεσε σε ένα βαθύ πηγάδι. Έτρεξαν τότε οι κάτοικοι να τον βγάλουν από εκεί πιστεύοντας ότι θα βγάλουν το παιδί νεκρό. Ο Νικόλας όμως δεν είχε πάθει απολύτως τίποτα και όλοι θαύμασαν το γεγονός.
Το δεύτερο θαύμα ήταν η πληροφορία που έλαβε από το Θεό ότι το καράβι που επρόκειτο να ταξιδέψει θα βυθιζόταν. Ο ανάδοχός του ήθελε να πάρει μαζί τον Νικόλαο για να τον κάνει ναυτικό. Ο Νικόλας όμως επιθυμούσε τον μονήρη βίο και γι’ αυτό βρήκε μία δικαιολογία για να μην ταξιδέψει και εξαφανίστηκε. Το τρίτο και καθοριστικό θαύμα που ώθησε την μητέρα τους να δώσει την ευχή της για να ακολουθήσουν το μοναχικό βίο ήταν το εξής: Η μητέρα έδωσε εντολή να ανάψουν το φούρνο για να ψήσει τα ψωμιά. Ο Νικόλαος δεν τον άναψε και στο παράπονο της μητέρας του απάντησε: « Για να δεις μάνα πως εμάς τα δυό παιδιά σου ο Θεός θέλει να γίνουμε μοναχοί, να βάλεις τα ψωμιά στο φούρνο χωρίς να τον ανάψουμε, χωρίς φωτιά». Πραγματικά έτσι έγινε και Ώ! του θαύματος τα ψωμιά ψήθηκαν, η μητέρα θαύμασε Δόξασε το Θεό που κατέστησε τα δυό τέκνα της σκεύος εκλογής της χάριτος του Αγίου Πνεύματος.
Ξεκινούν λοιπόν το 1858 μ.Χ. για την Οδηγήτρια, όπου μετά από τέσσερα χρόνια δοκιμασίας ο Νικόλαος κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Νέστωρ, στις 27 Αυγούστου 1862 μ.Χ. Έπειτα από 7 χρόνια δοκιμασίας, το 1865 μ.Χ. γίνεται μοναχός και ο Εμμανουήλ, λαμβάνοντας το όνομα Μεθόδιος.
Ο Νέστωρ ασκούσε τελεία υπακοή μέσα στο μοναστήρι, λειτουργώντας ως παράδειγμα για τον μικρό αδελφό του Μεθόδιο. Εστάλη αργότερα από τον ηγούμενο της μονής, στον σπηλαιώδη Ναό του Μαρτσάλου. Εκεί ασχολήθηκε με τον Ναό και έχτισε κελιά αλλά και μία δεξαμενή για τη συλλογή νερού. Ο Νέστωρ χρειαζόταν βοήθεια, γι’ αυτό ζήτησε από τον ηγούμενο να δώσει ευλογία να μεταβεί και ο αδελφός του κοντά του.
Τα δυό αδέλφια στο Μάρτσαλο εφάρμοζαν αυστηρό πρόγραμμα ασκήσεως αλλά για λίγο καιρό έζησαν μέσα στην ησυχία, διότι σύντομα μαθεύτηκε η αρετή τους και τα πλήθη συνέρρεαν για να πάρουν την ευχή τους. Λίγο αργότερα κηρύχθηκε η επανάσταση του 1866 μ.Χ. και οι Τούρκοι προέβησαν σε λεηλασίες, φτάνοντας μέχρι και το Μάρτσαλο, όπου κατέστρεψαν ακόμη και τις εικόνες της εκκλησίας. Μετά την καταστροφή, τα δυό αδέλφια αποκατέστησαν τις ζημιές και ζήτησαν από τον ηγούμενο Γεράσιμο να τους κείρει Μεγαλόσχημους μοναχούς. Ο ηγούμενος πήγε στο Μάρτσαλο και τους έκειρε Μεγαλόσχημους. Τότε ο Νέστωρ ονομάστηκε Παρθένιος και ο Μεθόδιος Ευμένιος. Οι δυό αδελφοί αύξησαν τους ασκητικούς αγώνες τους, ευαρεστώντας τον Κύριο. Ο Όσιος Παρθένιος φορούσε αλυσίδες κατάσαρκα και τρίχινο ράσο ακόμη και τους θερινούς μήνες. Το 1868 μ.Χ. ο Επίσκοπος Πέτρας Μελέτιος χειροτονεί σε Διάκονο τον Ευμένιο στην Ιερά Μονή Οδηγήτριας και το 1870 μ.Χ. ο Επίσκοπος Αρκαδίας τον χειροτονεί Πρεσβύτερο. Δίπλα του πάντα ο μοναχός Παρθένιος ο Αββάς του, το στήριγμα της ζωής του.
Ύστερα από λίγο διάστημα, ανέλαβε ηγούμενος της μονής ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος, ο οποίος όμως δεν έβλεπε θετικά την προσέλευση του κόσμου στο Μάρτσαλο και άρχισε να δημιουργεί προβλήματα στα δυό αδέλφια τα οποία έπειτα από πλείστους ονειδισμούς αποχώρησαν από το μοναστήρι το 1874 μ.Χ. και βρέθηκαν έπειτα από τετραετή περιπλάνηση στα σπήλαια των Αστερουσιών στον Κουδουμά.
Στις σπηλιές των Αστερουσίων ορέων στις οποίες περιπλανήθηκαν, δέχονταν ελεημοσύνη από βοσκούς της περιοχής αλλά και από τους ψαράδες. Στην περιοχή μάλιστα του αγίου Ιωάννου βρήκαν τον γέροντα Γεράσιμο, ο οποίος ασκήτευε εκεί. Επειδή όμως από την προσέλευση των μαθητών του Γερασίμου, δεν υπήρχε ησυχία, γι’ αυτό το λόγο αποχώρησαν και από εκεί. Βρέθηκαν στο μεγάλο σπήλαιο του Αγίου Αντωνίου, όπου υπήρχε πόσιμο νερό σε στέρνες φτιαγμένες από παλαιότερους αναχωρητές. Η παραμονή τους ήταν μικρή εκεί λόγω της μεγάλης υγρασίας του σπηλαίου. Κατόπιν προχώρησαν ανατολικά στην περιοχή του Κουδουμά Εκεί σε απόκρημνο σπήλαιο μακριά από τα βλέμματα των ανθρώπων με μεγαλύτερο ζήλο ζητούσαν το έλεος του Θεού. Σε μικρή απόσταση από εκεί η Παναγία μας τους επιφύλασσε μία μεγάλη ευλογία.
Στον τόπο του Κουδουμά υπήρχε από αιώνες το εγκαταλειμμένο Μοναστήρι της. Ασκητές και ερημίτες των πρώτων χριστιανικών χρόνων όπως ο Άγιος Κοσμάς ο Ερημίτης είχαν εκεί προσφέρει τη ζωή τους ως θυμίαμα ευπρόσδεκτον στην αγάπη του Θεού.
Η επιθυμία των δυό αδελφών ήταν μεγάλη, να γίνει το παλιό ερημικό μοναστήρι, μία νέα παλαίστρα πνευματικών αγώνων.
Ο τόπος ήταν άγριος, ακατοίκητος και το κτίσιμο ενός μοναστηριού φάνταζε αδύνατο, μέσα όμως στα χαλάσματα του ερημωμένου Ναού ο Όσιος Παρθένιος ως άλλος Μωυσής είδε και συνομίλησε με την Υπεραγία Θεοτόκο η οποία τον πρόσταξε λέγοντας: «..μεῖνε ἐδῶ νὰ ἱδρύσεις Μονύδριον νὰ ἐκτελεῖτε τὰ τῆς μοναδικῆς πολιτείας καθήκοντα καὶ τὴν τάξιν τῆς ἀκολουθίας σώαν καὶ μὴ φοβοῦ διότι Ἐγὼ θὰ εἶμαι οἰκονόμος». Έτσι με την προτροπή της Παναγίας εισέρχονται εις ένα μεγάλο αγώνα για την ίδρυση της Μονής Κουδουμά.
Άρχισαν να κτίζουν το Μοναστήρι στο οποίο δεν υπήρχε παρά λίγο παλαιό τείχος στην Εκκλησία όπως ο Όσιος Ευμένιος αναφέρει στον Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειο στις 08/10/1915 μ.Χ. λέγοντας «…ἱδρύσαμε ἐκ βάθρων τὴν Μονὴν, μὴ ἔχων τότε εἰμὴ ὀλίγον τεῖχος παλαιὸν ἐν τὴ ἐκκλησία…». Έτσι έφτιαξαν ένα μικρό τμήμα του σημερινού Ναού της Παναγίας εξυπηρετούμενοι σ’ αυτόν στις Ακολουθίες και στις καθημερινές θείες Λειτουργίες τους και διαμένοντες οι ίδιοι εις ένα σπήλαιο παραπλεύρως του Ναού. Τα δυό αδέρφια δεν είχαν καθόλου χρήματα, αλλά τελικά ο κόσμος στην περιοχή υποστήριξε με κάθε τρόπο τους μοναχούς, που είχαν γίνει γνωστοί για την αγιότητά τους και τα θαύματα που πραγματοποιούσαν. Κατά θαυμαστό τρόπο βρήκαν νερό και άνοιξαν πηγάδι για να εξυπηρετούνται οι Πατέρες και οι εργάτες της Μονής.
Όσιοι Ευμένιος (αριστερά) και Παρθένιος (δεξιά)
Αργότερα με την προσέλευση μοναχών μεγάλωσαν το Ναό της Παναγίας ο οποίος χτίστηκε με θαυμαστό τρόπο. Το κτίσιμο Ναού στον έρημο τόπο του Κουδουμά ήταν πολύ δύσκολο εγχείρημα, γιατί τα πετρώματα ήταν ακατάλληλα αλλά και η επεξεργασία τους, το πελέκημά τους από τους μάστορες, με τα εργαλεία της εποχής, καταστούσαν ακόμη πιο αδύνατη την υλοποίηση του ευλογημένου έργου τους. Για το λόγο αυτό οι κτίστες αποφάσισαν να αποχωρήσουν από τη μονή χωρίς να τελειώσουν το έργο. Οι Όσιοι Πατέρες όμως τους παρακάλεσαν να μείνουν για μία νύχτα ακόμη. Εκείνη τη νύχτα οι Πατέρες αφιερώθηκαν με θερμή προσευχή στην Παναγία και Εκείνη με τις Πρεσβείες της στον Κύριο έκανε το θαύμα! Το πρωί είχαν βγει από τη θάλασσα λαξευμένες πέτρες, έτοιμες για το κτίσιμο του ναού, ο οποίος ολοκληρώθηκε το 1895 μ.Χ. Ο Ναός λέγεται και Θεόκτιστος εξ αιτίας αυτού του θαύματος. Οι Όσιοι Πατέρες επιδοθήκαν σε μεγάλα ασκητικά παλαίσματα• δυό μόνο ώρες κοιμόντουσαν και αυτές πάνω σε ένα χορταρένιο ψαθί και σε ένα πέτρινο προσκέφαλο, τα σώματά τους ήταν σκελετωμένα από την νηστεία, την αγρυπνία την άσκηση και την πολύμοχθη εργασία για την κατασκευή της Μονής. Δεν έτρωγαν ποτέ κρέας και είχαν μόνο ένα τρίχινο ράσο, το οποίο έπλεναν μια φορά το χρόνο στην θάλασσα και μόνο οι ίδιοι.
Ο Όσιος Παρθένιος ήταν πολύ αυστηρός με τον κανονισμό της μοναχικής ζωής και γι’ αυτό έκανε άβατο το μοναστήρι του. Ακόμη και οι δόκιμοι έμεναν εκτός μονής και μάλιστα στα γύρω σπήλαια. Ο όσιος παιδαγωγούσε πολύ αυστηρά αλλά πάντα με γνώμονα την αγάπη και την πνευματική τελείωση των ανθρώπων που του εμπιστεύτηκε ο Θεός. Το χάρισμα και οι διδαχές του οσίου Παρθενίου ασκούσαν μεγάλη πνευματική επιρροή και σύντομα ο Κουδουμάς ανεδείχθη σε μεγάλο πνευματικό κέντρο.
Ιερά Μονή Κουδουμά
Ο Πνευματικός της Μονής ήταν ο Ευμένιος που χειροθετήθηκε από τον Μητροπολίτη Κρήτης Μελέτιο. Ο Όσιος έχοντας πλήρη συναίσθηση της πνευματικής πατρότητας και τηρώντας τους ιερούς κανόνες ανέπαυσε χιλιάδες ψυχές με τις σοφές και πλήρεις Αγίου Πνεύματος συμβουλές του, οδηγώντας ταις στη σωτηρία και την λύτρωση που μας χάρισε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Ο όσιος Ευμένιος, ως καλός παιδαγωγός των ψυχών, προετοίμαζε και πολλούς νέους που κατέφευγαν κάτω από τις πνευματικές του συμβουλές για το μέγα Λειτούργημα της Ιερωσύνης γι’ αυτό και απαιτούσε από τους κληρικούς του δυο προϋποθέσεις: να έχουν φόβο Θεού και καθαρότητα. Όταν επρόκειτο μάλιστα να δώσει συμμαρτυρία για κάποιον, πρώτα νήστευε, αγρυπνούσε και προσευχόταν για τρία μερόνυχτα. Έπειτα έβαζε τον μέλλοντα κληρικό μπροστά από την εικόνα του Χριστού και τον καλούσε να εξομολογηθεί τα αμαρτήματά του για να εισέλθει καθαρός στην Ιερωσύνη.
Οι Όσιοι τόσο χαριτώθηκαν από το Θεό που τα πάντα γύρω τους διαλαλούσαν την αγιότητά τους, άλλωστε δεν ήταν λίγες οι φορές που οι μοναχοί και οι δόκιμοί τους είχαν δει να λάμπουν από φως, να μην περπατούν στη γη, να περιβάλλονται από ένα φωτοστέφανο που φώτιζε όλη την πλαγιά των γύρω σπηλαίων της Μονής. Ήταν πράγματι εκείνοι οι πνευματέμορφοι άνθρωποι που και μόνο η θέα τους, αρκούσε για να μιλήσει και να πλημυρίσει χαρά και αγαλλίαση την καρδία κάθε προσκυνητή. Όταν όμως μία ζωή είναι δοσμένη στο Θεό απόλυτα τότε και το τέλος της είναι θαυμαστό και οσιακό. Το έτος 1905 μ.Χ. ο μοναχός Παρθένιος ασθένησε βαριά• ο οργανισμός του ήταν ήδη βεβαρυμμένος από την αυστηρή άσκηση. Αρκετά χρόνια είχε ήδη ταλαιπωρηθεί από προβλήματα του στομάχου. Οι Πατέρες της Μονής ειδοποίησαν τον ιατρό Αλέξανδρο Παπαχατζάκη, ο οποίος του έδωσε φαρμακευτική αγωγή αλλά του συνέστησε να λάβει δυναμωτικές τροφές και κυρίως κρέας. Εκείνος αρνήθηκε και δεν δέχθηκε ούτε να μεταφερθεί σε κανονικό κρεβάτι αλλά προτίμησε να κοιμάται σε ψάθα, όπως όλα τα χρόνια.
Φωτογραφία από τα σπήλαια της ιεράς μονής Κουδουμά
Κάλεσε όλους τους μοναχούς και ασκητές καθώς και τους δόκιμους και τους νουθέτησε μετά δακρύων. Τους είπε να μείνουν πιστοί στην Παράδοση, στο παράδειγμα που τους έδωσε και όρισε ως διάδοχό του τον αδελφό του Ευμένιο. Σε εκείνον έδωσε μάλιστα και το σακουλάκι με το φυλαχτό του. Έλαβε τη Θεία Κοινωνία, ως εφόδιο ζωής αιωνίου και τότε το πρόσωπό του έλαμψε, ακούστηκαν ουράνιες μελωδίες και μία ευωδία απλώθηκε σε όλη την πλαγιά και του ενεμφανίσθη η ίδια η Υπεραγία Θεοτόκος η οποία ήρθε να παραλάβει την αγιασμένη ψυχή του πιστού και αφοσιωμένο τέκνου της. Ο Όσιος της παρέδωσε την μακαρία του ψυχή ψελλίζοντας τα χείλι του τα τελευταία λόγια: «Καλῶς ὅρισες, Παναγία μου». Ο Όσιος αναχώρησε για την αιώνιο ζωή, προς αιώνια συνάντηση του Κυρίου μας και της Υπεραγίας Θεοτόκου, τους οποίους υπηρέτησε πίστα σε όλη την πορεία της ζωής του. Μετά από δυο χρόνια η Εκκλησία έλαβε πληροφορία για την αγιότητά του και το έτος 1907 μ.Χ., μετά από αγρυπνία και παρουσίᾳ του Επισκόπου Αρκαδίας Βασιλείου έγινε η ανακομιδή των λειψάνων του τα οποία τοποθετήθηκαν στον Ναό της Παναγίας.
Φωτογραφία από τα σπήλαια της ιεράς μονής Κουδουμά
Ο όσιος Ευμένιος όλα τα χρόνια της ζωής του ήταν ο απόλυτα υπάκουος, ο υποτακτικός εκείνος που παραμέρισε ακόμα και το γεγονός της συγγενείας με τον αδελφό του όσιο Παρθένιο, ήταν ο άνθρωπος της νοεράς προσευχής, αυτός που με την ευπρέπεια της Ιερωσύνης του ιερούργησε την ακοίμητη Ευχαριστία της Εκκλησίας εν πομπή, μετ’ αγγέλων και αρχαγγέλων που τον συνόδευαν στο υπερουράνιο Θυσιαστήριο.
Φωτογραφία από τα σπήλαια της ιεράς μονής Κουδουμά
Πολεμήθηκε και ταλαιπωρήθηκε πολύ, μετά την οσιακή κοίμηση του γέροντος Παρθενίου, από αδελφούς της μονής και όχι μόνο. Είναι πολύ σπουδαία η προσφορά του, όχι μόνο με τη στάση του μέσα στο μοναστήρι αλλά και με τον κανονισμό που θέλησε να θεσπίσει. Μέχρι τότε η μονή δεν είχε κανονισμό• πορευόταν με όσα είχε θεσπίσει ο όσιος Παρθένιος. Ο κανονισμός αφορούσε την διοίκηση της Μονής, τη σχέση των αδελφών μεταξύ τους αλλά και θέματα της καθημερινής διαβίωσης στη Μονή. Ο Όσιος Ευμένιος είναι εκείνος που με την συχνή επικοινωνία μέσω αλληλογραφίας με το πνευματικό τεκνό του Επίσκοπο Αρκαδίας Βασίλειό μας διασώζει όλη την πορεία της ιδρύσεως και λειτουργιάς της Ι. Μονής Κουδουμά και την έντονη και θαυμαστή παρουσία του Θεού και της Παναγίας στην πορεία τους αυτή. Κουρασμένος από την πολύ άσκηση, την εξομολόγηση και την διοίκηση της Μονής και μέσα στην αγαπημένη του υπακοή και ταπείνωση εκοιμήθη στις 12 Σεπτεμβρίου του 1920 μ.Χ.. Πήγε προς συνάντηση του αδελφού και γέροντά του, Όσιο Παρθένιο, στον ουρανό και εκεί «εὗρε μισθὸ τῶν καμάτων του» από το Χριστό αλλά και την Παναγία την οποία πιστά την υπηρέτησε και δόξασε. Οι δύο γέροντες επεβλήθησαν στη συνείδηση των πιστών ως άγιοι της Εκκλησίας μας. Τα εγκαίνια του πρώτου Ναού προς τιμήν των αγίων έγιναν στην Ιερά Μονή Κουδουμά από τον Μητροπολίτη Γορτύνης και Αρκαδίας κυρό Κύριλλο στις 10 Ιουλίου 1983 μ.Χ., οπότε και καθιερώθηκε ως ημέρα της μνήμης τους.