Άγιος Ευτύχιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γκρατσάνιτσα (Κοσσυφοπέδιο)
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Eυτύχιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Iουστινιανού του μεγάλου εν έτει φλ΄ [530], καταγόμενος μεν, εκ της επαρχίας της Φρυγίας, από ένα χωρίον ονομαζόμενον θεία Kώμη. Aνατραφείς δε κοντά εις τον Πρεσβύτερον Hσύχιον (ο οποίος, ήτον μεν πάππος του Aγίου, διά δε την θεοφιλίαν του ηξιώθη παρά Θεού να κάμνη θαύματα), εβαπτίσθη από τον αυτόν πάππον του εις την Eκκλησίαν της Aυγουστοπόλεως, εις την οποίαν ετέλει την θείαν Λειτουργίαν ο ρηθείς πάππος του, και ήτον σκευοφύλαξ της Eκκλησίας εκείνης. Eπειδή δε ο Άγιος ούτος εμελέτησε τα ιερά λόγια, και έφθασεν εις το βάθος της γνώσεως των Γραφών, τούτου χάριν εκαλέσθη από τον τότε Eπίσκοπον της Aμασείας, και παρ’ αυτού εκουρεύθη τας τρίχας της κεφαλής, ήτοι έγινεν Aναγνώστης εν τω Nαώ της κυρίας Θεοτόκου, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον του Oυρβικίου. Έπειτα εχειροτονήθη Πρεσβύτερος, και πηγαίνωντας εις το εν Aμασεία συστηθέν Mοναστήριον από τον Mελέτιον και Σέλευκον τους Aρχιερείς, γίνεται εις αυτό Mοναχός, είτα και Aρχιμανδρίτης καθίσταται.
Eις καιρόν δε οπού η αγία και Oικουμενική Πέμπτη Σύνοδος συνεκροτείτο από τον βασιλέα Iουστινιανόν εν έτει φνγ΄ [553], και εκαλούντο εις αυτήν όλοι οι απανταχού ευρισκόμενοι Aρχιερείς· τότε λέγω, επειδή ο Eπίσκοπος της Aμασείας δεν εδύνατο να υπάγη εις την Σύνοδον διά κάποιαν ασθένειαν οπού συνέβη εις αυτόν, τούτου χάριν εστάλθη ο μακάριος ούτος Eυτύχιος, διά να αναπληρώση τον τόπον του Aμασείας εις την Σύνοδον. Πηγαίνωντας λοιπόν εις την Kωνσταντινούπολιν ο θείος Eυτύχιος, έδωκεν εις τους εκεί να καταλάβουν με την δοκιμήν, την αρετήν και σοφίαν του. Eφάνη γαρ λαμπρός με τας σοφάς αντιρρήσεις και αποκρίσεις οπού έκαμε κατά των αιρετικών, δείξας από τας θείας Γραφάς, ότι οι τότε αιρετικοί, (οποίοι ήσαν Άνθιμος ο Tραπεζούντιος, ο φρονών τα του Eυτυχούς δυσσεβή φρονήματα, και Σεβήρος, και Πέτρος ο Aπαμείας, και Ζωόρας, και αφίνω τον Ωριγένη και Δίδυμον και Eυάγριον τους παλαιούς αιρετικούς, τους οποίους αναθεμάτισεν η αυτή Σύνοδος, ομού με τα συγγράμματα αυτών), απέδειξε, λέγω, ο θείος ούτος Eυτύχιος, ότι οι ρηθέντες αιρετικοί, πρέπει να αναθεματισθούν. Όθεν εκ τούτου εκίνησεν ο Άγιος τους Kωνσταντινουπολίτας και αυτόν ακόμη τον βασιλέα Iουστινιανόν, εις το να αγαπήσουν αυτόν, τόσον οπού, και ο τότε Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως Mηνάς, είπεν εκ θείας αποκαλύψεως, ότι αυτός είναι ο εδικός του διάδοχος. Διά τούτο αφ’ ου μετά ολίγον καιρόν εξεδήμησε προς Kύριον ο Mηνάς, εκάλεσε τον Άγιον τούτον Eυτύχιον από την Aμάσειαν ο βασιλεύς Iουστινιανός, και με την ψήφον των Aρχιερέων και όλου του πληρώματος της Eκκλησίας, και όλης της πόλεως, ανέδειξεν αυτόν Πατριάρχην της λαμπράς Kωνσταντινουπόλεως.
Άγιος Ευτύχιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)
Mετά ταύτα ο των ζιζανίων σπορεύς Διάβολος, μη υποφέρωντας να βλέπη την ευστάθειαν και ειρήνην της του Xριστού Eκκλησίας, διά τούτο ηθέλησε να συγχύση ταύτην με σαθρά δόγματα. Όθεν έπεισε μερικούς να λέγουν, ότι η εκ της Aγίας Παρθένου προσληφθείσα σαρξ παρά του Θεού Λόγου, ήτον προ του πάθους άφθαρτος. Eις τούτο δε το κακόδοξον φρόνημα, έπεσε και ο βασιλεύς Iουστινιανός, τον οποίον επειδή ο Άγιος ήλεγξε, διά τούτο εξωρίσθη παρ’ αυτού εις την Aμάσειαν, (ύστερον αφ’ ου επατριάρχευσε δώδεκα χρόνους, μήνας τέσσαρας, και ημέρας δεκατρείς και έγινεν αντ’ αυτού Πατριάρχης ο από Σχολαστικών Iωάννης). Πηγαίνωντας δε ο Άγιος εις το εν Aμασεία παλαιόν του Mοναστήριον, ηκολούθει πάλιν την προτέραν του άσκησιν, και πολλάς εκεί θαυματουργίας εποίησεν. Aφ’ ου δε επέρασαν δώδεκα χρόνοι εις την εξορίαν, πάλιν ανεκαλέσθη ο Όσιος και ανέβη εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως εν έτει φοϛ΄, [576], δηλαδή ύστερον αφ’ ου ο Iουστινιανός απέθανε1. Kαι αφ’ ου έγιναν βασιλείς ο Iουστίνος εν έτει φξε΄ [565], και ο Tιβέριος εν έτει φοϛ΄ [576]. Hξιώθη δε ο Άγιος λαμπράν υποδοχήν και δεξίωσιν από όλους τους πρώτους της Kωνσταντινουπόλεως, όταν επανεγύρισε. Kατέπαυσε και διά προσευχής του και την λοιμικήν ασθένειαν, οπού τότε ηκολούθησεν εις Kωνσταντινούπολιν, και εθανάτονεν όλους ομού τους ανθρώπους. Ποιήσας λοιπόν επί του θρόνου χρόνους εικοσιτέσσαρας και μήνας έξ μετά την επάνοδον, προς Kύριον εξεδήμησεν. Oύτος ο Άγιος προείπε μεν εις τον Tιβέριον, ότι έχει να γένη βασιλεύς. Πηγαίνωντας δε να τον επισκεφθή, προείπεν εις αυτόν και ότι μέλλει να τελευτήση. Tα οποία και τα δύω έγιναν διά των έργων, επειδή μετά τέσσαρας μήνας της κοιμήσεως του Aγίου, απέθανεν ο Tιβέριος. Kατετέθη δε το λείψανον του Aγίου Eυτυχίου υποκάτω εις την αγίαν Tράπεζαν της Eκκλησίας των Aγίων Aποστόλων, όπου ευρίσκοντο και τα άγια λείψανα Aνδρέου και Λουκά και Tιμοθέου των ιερών Aποστόλων2. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία.
Σημειώσεις
1. O Mελέτιος λέγει, ότι ο Iουστινιανός απέθανε με την αίρεσιν, σελ. 86 του β΄ τόμου της Eκκλησιαστικής Iστορίας. Όρα περί αυτού εις την δευτέραν Aυγούστου εν τη περί του Iουστινιανού υποσημειώσει.
2. Πως νοείται το υποκάτω της αγίας Tραπέζης αποτίθεσθαι τα άγια λείψανα ταύτα, όρα εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου του Oσίου Πατρός ημών Nείλου εν τη δωδεκάτη του Nοεμβρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Η φιλόθεη και φιλάρετη Ελένη Πολυβίου, η «Ελλού», όπως την αποκαλούσαν, είδε το φως της ζωής στις 25-4-1926 στη Λάρνακα Κύπρου. Είχε γονείς τον Κυριάκο (σ.σ.: με καταγωγή το Αγριδάκι Κερύνειας) και την Ελπινίκη (σ.σ.: με καταγωγή την Λάρνακα), ανθρώπους φτωχούς αλλά τίμιους και πιστούς. Από τον γάμο της με τον Πολύβιο Μιχαήλ (σ.σ.: ο οποίος καταγόταν από το Αργάκι Μόρφου) απέκτησαν έξι τέκνα: Γεώργιο, Άννα, Κυριάκο, Μιχαλάκη, Ανδρούλα και Ελπινίκη. Αξιώθηκε να ίδη την δευτερότοκη θυγατέρα της Άννα μοναχή, με το όνομα Ταξιαρχία, που μονάζει σε μοναστήρι της Ηπείρου (σ.σ.: ο γνωστός Γέροντας Ιωαννίκιος Διονυσιάτης (1942-2006) ήταν γιός της αδερφής της Ελλούς, Παναγιώτας μετέπειτα Μαριάμ μοναχής).
Εγκύκλια γράμματα έμαθε λίγα. Δεν τελείωσε το Δημοτικό σχολείο, μελετούσε όμως την Αγία Γραφή και τους Βίους των Αγίων. Είχε σύνεση και διάκριση. Ήταν απλή, ευχάριστη και άνετη στην επικοινωνία της με τους άλλους.
Η Ελένη Πολυβίου δεν ήταν ο συνηθισμένος τύπος πιστής γυναίκας. Αν την έβλεπε κάποιος εξωτερικά, θα την θεωρούσε, ίσως, αφελή και θρησκόληπτη. Αν όμως την πλησίαζε, θα ευρίσκετο μπροστά σε μία αποκάλυψη. Ιδιαίτερα ευφυής, ήξερε να κρύβη την πνευματική ζωή και τους ασκητικούς αγώνες της. Όταν ήταν λυπημένη δεν το έλεγε. Πάντα εφαίνετο χαρούμενη. Δεν την ενδιέφεραν οι συνηθισμένοι κανόνες καλής συμπεριφοράς. Τους υπερέβαινε και τους καταργούσε, θυμίζοντας κάποτε τους διά Χριστόν σαλούς Αγίους της Εκκλησίας μας.
Αγάπησε και πόνεσε πολύ στην ζωή της. Ο μεγαλύτερος πόνος της, ανάμεσα στις πολλές θλίψεις που δοκίμασε κατά τον επίγειο βίο της, ήταν η απώλεια του πρωτόκου γυιού της Γεωργίου, κατά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο, το καλοκαίρι του 1974. Ένας πόνος, που μέσα από την πίστη, μεταμορφώθηκε σε αληθινή αγάπη και προσευχή για όλους.
Έμαθε τον πόνο και την θλίψη της που είχε λόγω του αγνοούμενου γυιού της, να τον κάνη προσευχή και όχι κατάθλιψη και απελπισία. Και άρχισε με την συμβουλή ενός καλού Πνευματικού που είχε, να κάνη κάθε Σάββατο πρόσφορο. Και το πήγαινε πρωί- πρωί, από το χάραμα, στο Μοναστήρι και έλεγε: «Οι υπόλοιπες γυναίκες, όταν τελειώνη η Λειτουργία του Σαββάτου, θα πάνε στον τάφο του παιδιού τους, στον τάφο του ανδρός τους να κάνουν τρισάγιο. Εγώ ούτε τάφο δεν έχω για τον γυιό μου. Ούτε ξέρω αν πέθανε. Γι’ αυτό κάνω αυτό το πρόσφορο και το προσφέρω στον ιερέα για να το προσφέρη στον Χριστό μας. Και θα τον παρακαλώ: «Χριστέ μου, αν ο γυιός μου ζή, φώτισέ τον να κρατηθή στην πίστη του. Εκεί που βρίσκεται να είναι κοντά Σου. Αν έχη κοιμηθή, φώτισέ τον αιώνια και φώτισέ μας και μας να τον μνημονεύουμε.
Εσύ ξέρεις αν είναι ζωντανός η κεκοιμημένος»».
Κάποια φορά έγραψαν κάποιες εφημερίδες ότι μερικοί αγνοούμενοι ζούνε και μερικούς από αυτούς τους υποχρέωσαν οι Τούρκοι να παντρευτούν Τουρκάλες. Το διάβασε αυτό η γιαγιά η Ελλού και θορυβήθηκε και είπε στον π. Νεόφυτο: «Να κάνης μία Παράκληση στον Άγιο Γεώργιο για τον Γιώρκο μου. «Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής…» δεν είναι; Αν ο γυιός μου είναι ζωντανός και αλλαξοπίστησε καλύτερα να τον θερίση από αυτήν την ζωή. Εγώ τον θέλω τον γυιό μου ζωντανό, αλλά Ορθόδοξο».
Ελένη Πολυβίου («Ελλού το εκατομμύριο», + 5 Απριλίου 2003)
Φτωχή γυναίκα ήταν, ενα πρόσφορο έκανε, και έκανε και την δική της καρδιά πρόσφορο, την προσέφερε στο Χριστό και ο Χριστός έκανε τον πόνο της χαρά και όποιος την επλησίαζε εισέπραττε αυτή την χαρά από την Ελλού. Και έφευγε από κοντά της αναπαυμένος και χαρούμενος. Γι’ αυτό και ήταν μαγνήτης.
Σιγά-σιγά αυτή η γυναίκα απόκτησε πολλή χαρά. Τόση χαρά απόκτησε που έλεγε: «Κύριε, έλέησον. Μα πόση χαρά εχω μέσα στην καρδιά μου. Ιδιαίτερα στην θεία Λειτουργία! Εκείνη την ώρα γεμίζει φως ο νους μου και βλέπω μέσα μου χιλιάδες ονόματα. Και αρχίζω και τα διαβάζω. Συλλαβιστά-συλλαβιστά, όπως μπορώ, να διαβάζω».
Αποτέλεσμα αυτής της χαράς που ζούσε, άρχισε να μοιράζη η ίδια χαρά στους πιστούς. Την πλησίαζαν νέοι που κατάλαβαν την αρετή της, και πήγαιναν και την φιλούσαν το χέρι. Και τους ελεγε: «Γυιέ μου, εκατομμύρια ευχές να εχετε. Εκατομμύρια εκατομμυρίων».
Μέσα στην Εκκλησία έβλεπες όλες τις γυναίκες να είναι γύρω από την Ελλού. Οι νέες να την έχουν κοντά τους, να την παίρνουν στις αγρυπνίες, να την δείχνουν πολύ σεβασμό και να την έχουν ως ενα πρότυπο χαριτωμένης γυναίκας.
Κάθε Σάββατο, αλλά και άλλες μέρες, πήγαινε με τα πόδια στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου του Κοντού στην Λάρνακα, για να καθαρίση το ναό. Ο μακαριστός πατήρ Νικόλαος, ιερέας του ιερού ναού Αγίου Γεωργίου, ανέφερε στη νύφη της Στέφη ότι καθάριζε το ναό περισσότερο με τα ρούχα της, αφού ήταν γονατιστή όσο καθάριζε το πάτωμα. Όταν η ηλικία και η υγεία της δεν της επέτρεπαν να πηγαίνη περπατητή στον Άγιο Γεώργιο, ξεκινούσε και στον δρόμο πάντοτε κάποιον εύρισκε, γνωστό ή άγνωστο, που την μετέφερε. Όταν έφθανε στην πόρτα του ναού, γονάτιζε και πήγαινε γονατιστή μέχρι την εικόνα του Αγίου, όπου τον παρακαλούσε για τον αγνοούμενο γυιό της. Είχε αποθέσει όλες τις ελπίδες της για την ανεύρεση του γυιού της στον άγιο Γ εώργιο, και ο Άγιος δεν έμεινε απαθής από αυτή την συνεχή παράκληση της πονεμένης μάννας. Μία μέρα καθώς ευρίσκετο στο Μοναστήρι, είδε τον Άγιο καβάλα στο άλογό του φέρνοντας μαζί του το αγνοούμενο παιδί της για να το δή η Ελένη. Αυτό το ανέφερε σε μία γνωστή της, την οποία παρακάλεσε να μην το πή στη νύφη της για να μην στενοχωρηθή.
Άλλοτε που επέστρεψε από τον Άγιο Γεώργιο, ανέφερε στη νύφη της ότι ο Άγιος είχε μόλις επιστρέψει από το Βερούτη (Βηρυτό), και η εικόνα του ήταν ιδρωμένη από πάνω μέχρι κάτω.
Ήξερε να αγαπά χωρίς ανταλλάγματα τον άνθρωπο. Έδινε τον εαυτό της στον άλλον και σήκωσε στους ασθενικούς ώμους της τα βάσανα και τα προβλήματα των άλλων. Λόγω αυτής της ανιδιοτελούς, της χωρίς όρια αγάπης της, εγινε πόλος έλξης για πολλούς ανθρώπους που ανακούφιζε και παρηγορούσε. Όλοι αυτοί είναι οι αψευδείς μάρτυρες της αγιασμένης ζωής της.
Το σπίτι της ήταν πάντα ανοικτό για γνωστούς και αγνώστους, πλούσιους, φτωχούς, νέους, ηλικιωμένους, και αξιωματούχους του κράτους. Φιλοξενούσε Μητροπολίτες, Ιερείς και Μοναχούς, πονεμένους, δυστυχισμένους, αρρώστους. Σε όλους τους κληρικούς -ακόμα και σ’ όσους ένιωθε ότι θα ακολουθήσουν αυτό τον δρόμο- τους χάρισε μαύρες πλεκτές ζακέτες.
Κάθε Κυριακή πήγαιναν στο σπίτι της ηλικιωμένοι από την γειτονική στέγη ενηλίκων, «Παναγίας Χρυσογαλακτούσης», και τους πρόσφερε πρόγευμα, γεύμα, ρούχα, αλλά κυρίως την στοργή και την αγάπη της.
Στον μπακάλη της γειτονιάς της, τον κ. Σάββα, είχε δώσει εντολή να αφήνη δύο φτωχές γυναίκες να ψωνίζουν και να τα χρεώνουν στον λογαριασμό της.
Ελένη Πολυβίου («Ελλού το εκατομμύριο», + 5 Απριλίου 2003)
Στον κάθε ένα που περνούσε από το σπίτι, του έλεγε: «Έλα μέσα να πάρης καφέ!». Πάντα κάτι είχε να προσφέρη σε μικρούς και μεγάλους. Οι καλωσύνες της δεν είχαν τέλος.
Κάποια γυναίκα που ερχόταν σχεδόν καθημερινά στο σπίτι της, την άφηνε να μπαίνη στην κουζίνα και να παίρνη ό,τι εχρειάζετο για τις ανάγκες του σπιτιού της. Της χάρισε και το πλυντήριο ρούχων της νύφης της, που έμενε στην ίδια αυλή.
Αρκετοί από αυτούς που έρχονταν να την επισκεφτούν της έφερναν διάφορα πράγματα, όπως τρόφιμα, ρούχα και άλλα, τα οποία όμως μοίραζε αμέσως σε όσους τα εχρειάζοντο. Μία γνωστή της, έφερε ένα δοχείο με πολλά χαλούμια. Ενώ συζητούσαν, ήρθε άλλη κυρία που είχε ανάγκη, και της τα έδωσε όλα, χωρίς να κρατήση ούτε ενα.
Ένας άγνωστος την επισκέφτηκε και της ζήτησε να του δώση ένα παντελόνι. Ολοπρόθυμα του πρόσφερε δύο παντελόνια και ένα σακκάκι και δύο λίρες.
Για ένα χρόνο έρραβε στο χέρι (αφού την ραπτομηχανή της την είχε χαρίσει) ενα παλτό για τον εαυτό της, το οποίο όμως χάρισε σε μία γνωστή της επειδή είπε ότι της άρεσε πολύ.
Μετά τον πόλεμο του 1974 κρατούσαν αρκετούς Τουρκοκύπριους αιχμαλώτους σε ένα γειτονικό σχολείο. Η γιαγιά Ελένη, παρά τον πόνο του χαμένου παιδιού της, φιλοξενούσε τις Τουρκοκύπριες που πήγαιναν να δούν τους δικούς τους. Όχι μόνο δεν μνησικακούσε, αλλά τους έδινε νερό και τρόφιμα να πάνε στους αιχμαλώτους συγγενείς. Αρκετές ήταν οι φορές που η ίδια μαζί με τον σύζυγό της επεσκέπτοντο τους αιχμαλώτους.
Δεν υπολόγιζε καθόλου τον κόπο και τα ύλικά αγαθά, αλλά ούτε και τα χρήματα. Όσα λεφτά έφταναν στα χέρια της, αμέσως τα εδινε εκεί που είχαν ανάγκη.
Σε κάποιον κ. Σταύρο που την επισκέφτηκε, του έδωσε λεφτά, τον παρεκάλεσε να αγοράση ενα κιβώτιο γάλα και να το πάη σε ενα συγκεκριμένο γηροκομείο. Όταν ο κ. Σταύρος εφθασε στο Ίδρυμα, η Διευθύντρια έκπληκτη τον ρώτησε πως γνώριζε ότι δεν είχαν γάλα και ότι το εχρειάζοντο.
Κάποτε που εώρταζε ο εγγονός της, ήθελε ν’ αγοράση κάτι και δεν είχε καθόλου χρήματα. Εκεί που περπατούσε, βλέπει κάτω στην άκρη του δρόμου χρήματα, και ήταν όσα ακριβώς εχρειάζετο για ν’ αγοράση αυτό που ήθελε! Τα πήρε, και εδόξασε τον Θεό.
Μιλούσε σε αγνώστους και τους εκανε φίλους της, χωρίς να τους ξεχωρίζη για την εθνικότητα, το θρήσκευμα και το χρώμα τους. Κάποτε το Πάσχα, ενώ ετοίμαζαν το τραπέζι, είδε να περνούν έξω από το σπίτι της τουρίστες, τους κάλεσε και έφαγαν με την οικογένειά της. Μία νεαρή ψυχοπαθής ζήτησε καταφύγιο κοντά της. Αφού δείπνησαν, την πήγε στη νύφη της στο διπλανό σπίτι για να περάση το βράδυ. Κάποια άλλη, που φιλοξενήθηκε στο σπίτι της και επειδή δεν είχε άλλο κρεββάτι, της έδωσε το δικό της και ξάπλωσε η ίδια στο πάτωμα. Όταν την ρώτησε η κόρη της Ανδρούλα γιατί κοιμήθηκε κάτω, της απάντησε ότι έκανε πολλή ζέστη το βράδυ και δεν μπορούσε να κοιμηθή στο κρεββάτι.
Κάθε χρόνο στην μεγάλη εμποροπανήγυρη της Λάρνακας, φιλοξενούσε εκτός από τους υπόλοιπους ξένους, ένα λεωφορείο κόσμο από το χωριό του συζύγου της. Το σπίτι και η αυλή γέμιζαν από κόσμο. Μετά το δείπνο έστρωνε στο πάτωμα για να κοιμηθούν οι ξένοι.
Φιλοξενούσαν συχνά μία συγγενή της. Αυτή θέλησε κάποτε να καθαρίση την κουζίνα. Στην προσπάθειά της να καθαρίση και το ολοκαίνουργιο ψυγείο, το κατέστρεψε. Όλοι στενοχωρήθηκαν και την μάλλωσαν, ενώ η Ελένη της έδινε εκατομμύρια ευχές.
Ένας φίλος κάποιου νέου που χτύπησε με το μηχανάκι πολύ άσχημα, ζήτησε από την κ. Ελένη να κάνη προσευχή. Αυτή έδωσε λαδάκι από κάποιο Άγιο και ο νεαρός, αφού τον σταύρωσαν, έγινε καλά. Από τότε πολλοί μαθητές την γνώρισαν και την επισκέπτοντο συχνά. Αφού τους κερνούσε, με πολλή αγάπη τους μιλούσε και τους νουθετούσε. Με αυτόν τον τρόπο πολλοί νέοι γνώρισαν τον Θεό.
Όταν πάθαιναν κάτι οι δικοί της και ειδικά τα παιδιά της, το διαισθάνετο. Η κόρη της Ελπινίκη που μένει στην Αθήνα, έκανε επέμβαση στον εγκέφαλο για αφαίρεση καλοήθους όγκου. Για την εγχείρηση δεν είχε αναφέρει τίποτα στους γονείς της, όμως η κ. Ελένη όλη μέρα ήταν ανήσυχη και ρωτούσε τους άλλους για την κόρη της την Ελπινίκη, και ήθελε οπωσδήποτε να μιλήση μαζί της στο τηλέφωνο.
Άλλοτε περίμενε στο Νοσοκομείο με την κόρη της. Εκεί ήταν κάποιοι Άγγλοι και ήθελε να τους μιλήση, αλλά αυτοί δεν καταλάβαιναν. Λέει τότε στην κόρη της: «Πές τους, ότι τους αγαπώ πολύ!». Αυτοί θαύμασαν και είπαν μεταξύ τους. «Πρώτη φορά είδαμε τόση αγάπη από μία άγνωστη!».
Ήταν πολύ ευλαβής. Τηρούσε όλες τις νηστείες, και την Δευτέρα όπως οι μοναχοί. Τα βράδια, ακόμα και αν ήταν Πάσχα ή Χριστούγεννα, δεν έτρωγε τίποτε άλλο παρά μόνο λίγη σούπα φιδέ. Όταν είχε κόσμο στο σπίτι για δείπνο, για να μην καταλάβουν ότι νήστευε, έβαζε φαγητό στο πιάτο της, χωρίς όμως να το αγγίξη. Κάθε βράδυ διάβαζε τους χαιρετισμούς της Παναγίας μας, την Αγία Γραφή και εκανε κομβοσχοίνι όλη την ημέρα. Έκανε κομβοσχοίνι και στην Παναγία, λέγοντας σε κάθε κόμπο «Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε». Δεν έλειπε το κομβοσχοίνι από το χέρι της. Την ρώτησε μία μοναχή:
—Έχεις την νοερά προσευχή, κ. Έλένη;
—Ναί, παιδί μου, την έχω, απάντησε.
Εκκλησιάζετο πολύ συχνά, σχεδόν καθημερινά και όταν πήγαινε σε θεία Λειτουργία κοινωνούσε. Έλεγε η γιαγιά: «Η Παναγία όταν βλέπη τον κόσμο να πηγαίνη νωρίς στην Εκκλησία, χαίρετε και χαμογελά».
Η απλότητά της, η αθωότητά της και η καλωσύνη της την έκαναν να βλέπη όλους τους ανθρώπους καλούς και να μην βάζη κακό στο νού της για κανέναν.
Κάποτε καθόταν στην τραπεζαρία στο Μοναστήρι που μονάζει η κόρη της μοναχή Ταξιαρχία, και έπαιρνε πρωϊνό. Δεν είχε ανοίξει ακόμη η πόρτα του Μοναστηριού και είχε έρθει κάποιος εργάτης. Αυτός είδε την πόρτα κλειστή και νόμισε ότι δεν τελείωσε η πρωϊνή ακολουθία, και για να μην ενοχλήση χτύπησε το παράθυρο και ζήτησε από την κ. Ελένη να του ανοίξη για να μπή από κει, επειδή βιαζόταν να αρχίση την εργασία του. Αυτή, χωρίς να σκεφτή κάτι κακό, του ανοιξε το παράθυρο και μπήκε μέσα. Στις μοναχές όλη την ημέρα δεν ανέφερε τίποτα. Το βράδυ διηγήθηκε το περιστατικό με τον εργάτη, χωρίς όμως να ξέρη ότι αυτός ήταν εργάτης της Μονής. Οι μοναχές τότε ανησύχησαν πολύ γιατί νόμισαν ότι είναι κλέφτης και άρχισαν να ψάχνουν όλο το Μοναστήρι μήπως και έχη κρυφτή κάπου για να κλέψη την νύκτα, αφού όλη την ημέρα δεν καταλάβαν κάτι. Αυτή με ηρεμία τις διαβεβαίωνε ότι ήταν ένας άγγελος! Τίποτα κακό δεν μπορούσε να βάλη στο νου της. Ο εργάτης κατάλαβε τήν άνησυχία τους, τις εξήγησε τι συνέβη και ησύχασαν.
Η κ. Ελένη Αγγελίδου από την Λάρνακα, που πολλές φορές ήταν συνοδός και οδηγός της μακαριστής Ελένης Πολυβίου, θυμάται: «Η πρώτη μου επαφή-γνωριμία μαζί της έγινε όταν μου ανατέθηκε από μία γειτόνισσά μου να πάω στο σπίτι της και να της παραδώσω μία μπουκάλα με ελαιόλαδο. Όταν έφθασα, της εξήγησα από ποιά ήταν το ελαιόλαδο και μου απάντησε: «Μόλις τώρα κάθησα με τόν σύζυγό μου να φάμε όσπρια και δέν είχαμε λάδι. Δέν πρόφθασα νά παρακαλέσω τόν Πανάγιο Θεό μου και αμέσως μας έστειλε».
»Όταν θα γινόταν η ενθρόνιση του Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτου, στις 13-9-1998, στήν Ευρύχου, ζήτησε νά παρευρεθή και αυτή γιατί ήταν γνωστός της. Για τήν μεταφορά του κόσμου είχε δρομολογηθή λεωφορείο. Της εξήγησα ότι θα έχει πολύ κόσμο και επειδή πονούσαν τα πόδια της θα εδυσκολεύετο. Αυτή ήταν ανένδοτη. Φτάσαμε και για λίγη ώρα περιμέναμε ένθεν και ένθεν του δρόμου όλος ο κόσμος, μέχρι νά περάση ο Μητροπολίτης για νά κατευθυνθή προς τήν Εκκλησία. Εκεί που περιμέναμε, μου ανέφερε ότι θα ήθελε νά δή και τήν αδελφή της, τη μοναχή που θα ερχόταν και αυτή από το μοναστήρι του Αγίου Παντελεήμονα Αχερά. Εγώ της απάντησα ότι ήταν αδύνατο, μέσα σε τόσο πολύ κόσμο, νά μπορέση νά τήν δή. Λίγο πρίν βγή ο κόσμος από τόν Μητροπολιτικό ναό, όπου είχε γίνει η ενθρόνιση, κατευθυνθήκαμε σιγά-σιγά προς την Μητρόπολη, όπου ο Μητροπολίτης θα εδέχετο τις ευχές κλήρου και λαού. Όταν φθάσαμε εκεί, δύο αστυνομικοί φρουρούσαν τις εισόδους και δεν άφηναν κανένα να περάση, μέχρις ότου φθάση ο Μητροπολίτης και το υπόλοιπο ιερατείο. Εκεί που στεκόμαστε, έρχεται ο ένας αστυνομικός την παίρνει από το χέρι και της λέει: «Γιαγιά, εσύ μπορείς να περάσης» και ψιθυριστά λέει στον άλλο αστυνομικό: «Είδες τι χαριτωμένη γιαγιά;». Τους εξήγησα ότι την βοηθούσα και με άφησαν να περάσω, για να την βοηθώ. Κανέναν άλλον δεν άφησαν να περάση στην αυλή και στην αίθουσα της Μητροπόλεως. Μέσα στον διάδρομο της Μητροπόλεως την υποδέχτηκε ο οδηγός του Μητροπολίτη, ο οποίος την γνώριζε. Ενώ μιλούσε με τον οδηγό, εμφανίζεται από την άλλη άκρη του διαδρόμου, η αδελφή της η μοναχή. Αγκαλιάστηκαν φιλήθηκαν και μου λέει: «Είδες; Δόξα να έχη ο Άγιος Θεός, που μου την έστειλε να την δώ». Ο οδηγός μας ωδήγησε στην αίθουσα της Μητροπόλεως, όπου ο Μητροπολίτης θα εδέχετο τις ευχές. Αφού χαιρέτησαν πρώτα οι Αρχιερείς, οι Ιερείς και οι επίσημοι, πρώτη τον χαιρέτησε και του ευχήθηκε η γιαγιά Ελένη και τον αποκάλεσε «Ω! Γυιέ μου!», και ο φωτογράφος τους έβγαλε 2-3 φωτογραφίες μαζί. Τελικά έφυγε πολύ ευχαριστημένη και μέσα σε όλη αυτή την κοσμοσυρροή ούτε κουράστηκε ούτε ταλαιπωρήθηκε».
Η κ. Καλλιόπη Τζιαρή από την Λάρνακα θυμάται το εξής περιστατικό: «Μία Κυριακή, μετά το τέλος της θείας Λειτουργίας, προχωρώντας προς το τέμπλο του ναού για να προσκυνήσω, είδα την γιαγιά Ελένη να έρχεται προς εμένα με μία έκφραση θαυμασμού και απορίας -δεν ξέρω ακριβώς πως να την περιγράψω- και μου είπε ότι είδε την Παναγία, ψηλή, ωραία, και η οποία χωρίς να περπατά πέρασε από την Αγία Τράπεζα και ανεβαίνοντας χάθηκε στο βάθος ψηλά του Ιερού».
Έπασχε από αρκετές ασθένειες• μεταξύ αυτών έπασχε και από τα έντερά της. Κάθε φορά που οι πόνοι εγίνοντο ανυπόφοροι, καλούσε με την προσευχή της τον άγιο Νεκτάριο να την σταυρώση να γίνη καλά και έπαυαν οι πόνοι.
Έλεγε σε όλους «τα εκατομμύριά μου ευχές να έχετε!». Και έτσι την ωνόμαζαν «το εκατομμύριο!». Μιλούσε σαν πνευματικός πατέρας και σε όσους είχαν προβλήματα, τους έδινε συμβουλές και τους παρηγορούσε με την αγάπη της. Όλοι την γνώριζαν ο Δήμαρχος, οι Βουλευτές, ο Έπαρχος, ο Μητροπολίτης, και άλλοι. Πάντα την χαιρετούσαν και αυτή τους έλεγε «τα εκατομμύριά μου ευχές να έχετε».
Όταν πήγαινε στο Νοσοκομείο ποτέ δεν έκλεινε ραντεβού με τους γιατρούς. Και 50 άνθρωποι να περίμεναν, ο γιατρός έλεγε να περάση η κ. Ελένη. Την γνώριζαν όλοι από τις καλωσύνες της. Ακόμη, όποιος δεν είχε δουλειά του εύρισκε!
Διηγείται ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος:
«Πήγα να την δώ ένα μήνα πριν από την κοίμησή της. Μου είπε:
—Γυιέ μου, ήρθε η Παναγία και με έπιασε από το χέρι και μου είπε «’Αντε Ελλού, είναι η ώρα μας». Της λέω:
—Γιαγιά, γιατί βιάζεσαι να φύγης;
—Μα βιάζεται η Παναγία μας. Βιάζεται η Κυρία Θεοτόκος μας. Της έδωσα ευλογία μία εικόνα της Παναγίας και την προσκυνούσε με πολλή ευλάβεια και έλεγε «Παναγία μου, σε παρακαλώ, μή με εγκαταλείψης και να με έχης κοντά σου όταν θα έρθω στην άλλη ζωή του Χριστού σου». Της είπα:
—Μή βιάζεσαι, πρέπει να εκδοθή το διαβατήριο και να μπή σφραγίδα για να φυγής από αυτή τη ζωή.
—Όχι, γυιέ μου. Τούτη την φορά εκδόθηκε. Για να έρθη η Παναγία, σημαίνει ότι ήρθε η ώρα μου.
Και όντως έφυγε, αλλά με κανονικό διαβατήριο την πίστη της, τη νηστεία της και την αγάπη στην θεία Λειτουργία.
»Την επίσκεψή μου αυτή, ένα μήνα πριν από τον θάνατό της, την έκανα διότι με κάλεσε η ίδια. Ήταν πολύ ταπεινή και ήθελε να με ρωτήση αν το όραμα της Παναγίας που είδε ήταν εκ Θεού ή του Κοντονούρη, για να την ξεγελάση;
—Τί αισθάνθηκες γιαγιά; την ρώτησα.
—Χαρά, γυιέ μου, πολλή χαρά!
—Έ, φαίνεται ότι ετοιμάζεται το διαβατήριο, αλλά εσύ μή βιάζεσαι, έχουμε πολλά να κάνουμε για να μετανοήσουμε…».
Είχε εισαχθή στο Νοσοκομείο Λάρνακος και το Σάββατο το μεσημέρι ζήτησε να κοινωνήση. Η νύφη της Στέφη κάλεσε αμέσως τον εφημέριο του Νοσοκομείου π. Παναγιώτη και την κοινώνησε. Η νύφη της ζήτησε την ευχή της. Με μεγάλη δυσκολία είπε, «τες ευτζές μου, κόρη μου». Ήταν τα τελευταία λόγια της.
Πάντα έλεγε: «Θεέ μου, να πέθαινα Σαββάτο να ανέβη η ψυχή μου Κυριακή κοντά σου», και ο καλός Θεός μας την ακούσε. Το Σάββατο, 5 Απριλίου 2003, η ώρα 7.00 το βράδυ αναχώρησε για τον ουρανό.
Το βράδυ που είχε κοιμηθή, η νύφη της μπήκε στο υπνοδωμάτιό της και ένιωσε άρρητη ευωδία.
Η Μελανή Καλαβασιώτη από την Αραδίππου, τακτική επισκέπτριά της, δεν ήταν παρούσα στις τελευταίες ώρες της. Μόλις ξεψύχησε, έφτασε και δεν την αναγνώρισε. Το πρόσωπό της έμοιαζε με πρόσωπο νέας χαριτωμένης γυναίκας.
Η εξόδιος ακολουθία τελέστηκε στην ενορία της, στον Μητροπολιτικό ναό Σωτήρος Λάρνακος, στις 6 Απριλίου, με προεστώτα τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη Κιτίου κ.κ. Χρυσόστομο, με την παρουσία πολλών ιερέων και πλήθους πιστών.
Δεν υπήρχε πένθος και λύπη, αλλά χαρά διάχυτη σε όλους που θύμιζε η όλη τελετή περισσότερο Ανάσταση και Πάσχα.
Αιωνία της η μνήμη Αμήν.
Πηγές
Ασκητές μέσα στον κόσμο, τόμος Β΄, έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου «Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος», Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής, 2012
Μία ιστορική ζωντανή ηχογράφηση από τον Πατριαρχικό Ναό στην Κωνσταντινούπολη το 1957, η οποία είναι μία ζωντανή μαρτυρία και περιγραφή, του πώς λειτουργεί η Ρωμαίικη Εκκλησιαστική Μουσική εδώ και αιώνες . Πώς λαμβάνει χώρα η Μύηση και η μεταλαμπάδευση από τους Δασκάλους στους μαθητές. Ακούγονται ο Άρχων Πρωτοψάλτης Κωνσταντίνος Πρίγγος (1892-1950+) και ο Άρχων Λαμπαδάριος Θρασύβουλος Στανίτσας (1910-1987+). Επίσης ακούγονται ιδιαίτερα οι μικροί Κανονάρχοι, οι μαθητές οι οποίοι εκτός της θεωρίας στο θρανίο, λαμβάνουν την Μύηση επι του αναλογίου, Ακούγοντας.. Κανοναρχόντας.. και Συμψάλλοντας σε απλούστερα Μέλη όπως συμβαίνει εδώ όπου οι μικροί Κανονάρχοι, συμψάλλουν , τον Κανόνα του Ακαθίστου, όχι αυθαίρετα, αλλά μουσικά και μελωδικά μαζί με τους πρωτοψάλτες, στο σημείο που τους επιτρέπεται. Χαρακτηριστική παρατήρηση, είναι η Καλλιφωνία και η εκλεπτυσμένη μουσική κατάρτιση των μικρών μαθητών, δείγμα του πόσο προσεκτικά, με Σοβαρότητα, Επιμέλεια, Σεβασμό και Φόβο λάμβανε χώρα ανέκαθεν η Μύηση στην Πατριαρχική Μουσική στην μακραίωνη Ρωμαίικη Παράδοση, διότι είναι η μόνη Αυθεντική (λεγομένη Βυζαντινή ) Ελληνική Εκκλησιαστική μουσική Παράδοση. Λόγω των μεγάλων μυστικών που κρύβονται στις μουσικές αναλύσεις τα οποία μυστικά αποκαλύπτονται δεν μπορούν να γίνουν φανερά στον μαθητή παρά μόνο με την εντρύφηση και το Άκουσμα..
Ακάθιστος ύμνος επικράτησε να λέγεται ένας ύμνος «Κοντάκιο» της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου, από την όρθια στάση, που τηρούσαν οι πιστοί κατά τη διάρκεια της ψαλμωδίας του. Οι πιστοί έψαλλαν τον Ακάθιστο ύμνο όρθιοι, υπό τις συνθήκες που θεωρείται ότι εψάλη για πρώτη φορά, ενώ το εκκλησίασμα παρακολουθούσε όρθιο κατά την ακολουθία της γιορτής του Ευαγγελισμού, με την οποία συνδέθηκε ο ύμνος.
Ψάλλεται ενταγμένος στο λειτουργικό πλαίσιο της ακολουθίας του Μικρού Αποδείπνου, σε όλους τους Ιερούς Ναούς, τις πέντε πρώτες Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, τις πρώτες τέσσερις τμηματικά, και την πέμπτη ολόκληρος. Είναι ένας ύμνος που αποτελείται από προοίμιο και 24 οίκους (στροφές) σε ελληνική αλφαβητική ακροστιχίδα, από το Α ως το Ω (κάθε οίκος ξεκινά με το αντίστοιχο κατά σειρά ελληνικό γράμμα), και είναι γραμμένος πάνω στους κανόνες της ομοτονίας, ισοσυλλαβίας και εν μέρει της ομοιοκαταληξίας.
Θεωρείται ως ένα αριστούργημα της βυζαντινής υμνογραφίας, η γλώσσα του είναι σοβαρή και ποιητική και είναι εμπλουτισμένος από κοσμητικά επίθετα και πολλά σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές, κλπ). Το θέμα του είναι η εξύμνηση της ενανθρώπισης του Θεού μέσω της Θεοτόκου, πράγμα που γίνεται με πολλές εκφράσεις χαράς και αγαλλίασης, οι οποίες του προσδίδουν θριαμβευτικό τόνο.
Παναγία η Βλαχέρνα
Κατά το έτος 626 μ.Χ., και ενώ ο Αυτοκράτορας Ηράκλειος μαζί με το βυζαντινό στρατό είχε εκστρατεύσει κατά των Περσών, η Κωνσταντινούπολη πολιορκήθηκε αιφνίδια από τους Αβάρους. Οι Άβαροι απέρριψαν κάθε πρόταση εκεχειρίας και την 6η Αυγούστου κατέλαβαν την Παναγία των Βλαχερνών. Σε συνεργασία με τους Πέρσες ετοιμάζονταν για την τελική επίθεση, ενώ ο Πατριάρχης Σέργιος περιέτρεχε τα τείχη της Πόλης με την εικόνα της Παναγίας της Βλαχερνίτισσας και ενθάρρυνε το λαό στην αντίσταση. Τη νύχτα εκείνη, φοβερός ανεμοστρόβιλος, που αποδόθηκε σε θεϊκή επέμβαση, δημιούργησε τρικυμία και κατάστρεψε τον εχθρικό στόλο, ενώ οι αμυνόμενοι προξένησαν τεράστιες απώλειες στους Αβάρους και τους Πέρσες, οι οποίοι αναγκάστηκαν να λύσουν την πολιορκία και να αποχωρήσουν άπρακτοι.
Στις 8 Αυγούστου, η Πόλη είχε σωθεί από τη μεγαλύτερη, ως τότε, απειλή της ιστορίας της. Ο λαός, θέλοντας να πανηγυρίσει τη σωτηρία του, την οποία απέδιδε σε συνδρομή της Θεοτόκου, συγκεντρώθηκε στο Ναό της Παναγίας των Βλαχερνών. Τότε, κατά την παράδοση, όρθιο το πλήθος έψαλλε τον από τότε λεγόμενο «Ακάθιστο Ύμνο», ευχαριστήρια ωδή προς την υπέρμαχο στρατηγό του Βυζαντινού κράτους, την Παναγία, αποδίδοντας τα «νικητήρια» και την ευγνωμοσύνη του «τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ».
Κατά την επικρατέστερη άποψη, δεν ήταν δυνατό να συνετέθη ο ύμνος σε μία νύκτα. Μάλλον είχε συντεθεί νωρίτερα και μάλιστα θεωρείται ότι ψαλλόταν στο συγκεκριμένο ναό, στην αγρυπνία της 15ης Αυγούστου κάθε χρόνου. Απλώς, εκείνη την ημέρα ο ύμνος εψάλη «ὀρθοστάδην», ενώ αντικαταστάθηκε το ως τότε προοίμιο («Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼνἐν γνώσει»), με το ως σήμερα χρησιμοποιούμενο «Τῇ ὑπερμάχῳ στρατηγῷ τὰ νικητήρια», το οποίο έδωσε τον δοξολογικό και εγκωμιαστικό τόνο, στον ως τότε διηγηματικό και δογματικό ύμνο.
Σύμφωνα, όμως, με άλλες ιστορικές πηγές, ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέεται και με άλλα παρόμοια γεγονότα, όπως τις πολιορκίες και τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης επί των Αυτοκρατόρων Κωνσταντίνου του Πωγωνάτου (673 μ.Χ.), Λέοντος του Ισαύρου (717 – 718 μ.Χ.) και Μιχαήλ Γ΄ (860 μ.Χ.). Δεδομένων των τότε ιστορικών συνθηκών (εικονομαχική έριδα, κλπ.), δεν θεωρείται απίθανο, η Παράδοση να έχει αλλοιώσει την ιστορική πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να καθίσταται πολύ δύσκολο να λεχθεί μετά βεβαιότητας ποιο ήταν το ιστορικό περιβάλλον της δημιουργίας του Ύμνου.
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία τού 16ου αιώνα μ.Χ. Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου τού Εγκλείστου, Πάφος
Σε όλη τη χειρόγραφη παράδοση, ο ύμνος φέρεται ως ανώνυμος, ενώ ο Συναξαριστής που τον συνδέει με τα γεγονότα του Αυγούστου του 626 μ.Χ. δεν αναφέρει ούτε το χρόνο της σύνθεσής του, ούτε τον μελωδό του. Το περιεχόμενό του πάντως απηχεί τις δογματικές θέσεις της Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου, που συνήλθε στην Έφεσο, στη βασιλική της Θεοτόκου, το 431 μ.Χ. από τον Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄. Σε αυτήν συμμετείχαν 200 επίσκοποι, ανάμεσα στους οποίους ο Άγιος Κύριλλος Αλεξάνδρειας. Καταδίκασε τις διδαχές του Αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως Νεστόριου, ο οποίος υπερτόνιζε την ανθρώπινη φύση του Ιησού έναντι της θείας, υποστηρίζοντας ότι η Μαρία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού και όχι τον Θεό. Η Σύνοδος διακήρυξε ότι ο Ιησούς είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, με πλήρη ένωση των δύο φύσεων και απέδωσε επίσημα στην Παρθένο Μαρία τον τίτλο «Θεοτόκος». Επομένως, η χρονολογία σύγκλησής της, το 431 μ.Χ., αποτελεί μία σταθερή ημερομηνία, καθώς είναι σίγουρο ότι ο ύμνος δεν είχε συντεθεί νωρίτερα. Από την άλλη, κάποιοι ερευνητές θεωρούν ότι από το περιεχόμενό του συνάγεται ότι ο ύμνος αναφέρεται σε κοινό εορτασμό του Ευαγγελισμού και των Χριστουγέννων, εορτές οι οποίες χωρίστηκαν κατά τη βασιλεία του Ιουστινιανού (527 – 565 μ.Χ.), πράγμα που, αν ισχύει, αφενός σημαίνει ότι ο ύμνος γράφτηκε το αργότερο επί Ιουστινιανού, αφετέρου ενισχύει την άποψη ότι προϋπήρχε των γεγονότων του 626 μ.Χ.
Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Η παράδοση, όμως, αποδίδει τον Ακάθιστο ύμνο στο μεγάλο βυζαντινό υμνογράφο του 6ου αιώνα μ.Χ., Ρωμανό τον Μελωδό. Την άποψη αυτή υποστηρίζουν πολλοί ερευνητές, οι οποίοι θεωρούν ότι οι εκφράσεις του ύμνου, η γενικότερη ποιητική του αρτιότητα και δογματική του πληρότητα δεν μπορούν παρά να οδηγούν στον Ρωμανό. Ακόμη, σε κώδικα του 13ου αιώνα μ.Χ. υπάρχει μεταγενέστερη σημείωση, του 16ου αιώνα μ.Χ., η οποία αναφέρει τον Ρωμανό ως ποιητή του ύμνου.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Φορητή εικόνα του 15ου – 16ου αιώνα στον Ιερό Ναό Παναγίας Οδηγητρίας στην Γαλάτα
Όμως, η άποψη αυτή αντικρούεται από πολλούς μελετητές, που βρίσκουν στη δομή, στο ύφος και το περιεχόμενό του πολλά στοιχεία μετά την εποχή του Ρωμανού. Κατά μία άποψη, ο ύμνος ψάλθηκε καλοκαίρι, στη γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και μάλλον αργότερα μεταφέρθηκε στο Σάββατο της Ε΄ εβδομάδος των νηστειών, ίσως από τους εικονόφιλους μοναχούς του Στουδίου. Έτσι πλησίασε τη γιορτή του Ευαγγελισμού. Είναι, δε, ενδεχόμενο σε αυτή τη μεταφορά, και πάλι για λόγους σχετικούς με την Εικονομαχία, να αλλοιώθηκε και το ιστορικό του Συναξαριστή, και από το 728 μ.Χ., που αυτοκράτορας ήταν ο εικονομάχος Λέων Γ΄ Ίσαυρος, να μεταφέρθηκε στο 626 μ.Χ., στα χρόνια του Ηρακλείου, ο οποίος πολεμούσε τους Πέρσες για να επανακτήσει τον Τίμιο Σταυρό.
Επιπλέον υπάρχουν και άλλες δύο εκδοχές για το πρόσωπο του μελωδού του Ακάθιστου Ύμνου. Η μία εκδοχή αναφέρει το όνομα του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Α΄ (715 – 730 μ.Χ.), ο οποίος έζησε τα γεγονότα της θαυμαστής λύτρωσης της Κωνσταντινούπολης από την πολιορκία της από τους Άραβες το 718 μ.Χ., επί Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου. Η εκδοχή αυτή βασίζεται στο γεγονός, ότι μία λατινική μετάφραση του ύμνου, η οποία έγινε γύρω στο 800 μ.Χ. από τον επίσκοπο Βενετίας Χριστόφορο, τον αναφέρει ως δημιουργό του ύμνου.
Άγιος Κοσμάς ο Μελωδός
Η άλλη εκδοχή που υποστηρίζεται βασίζεται σε μια παλαιά αχρονολόγητη εικόνα του Ευαγγελισμού στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νικολάου της ονομαστής μονής του Αγίου Σάββα στα Ιεροσόλυμα, όπου εικονίζεται και ένας μοναχός, ο οποίος κρατάει ένα ειλητάριο που γράφει «Ἄγγελος πρωτοστάτης οὐρανόθεν ἐπέμφθη» (αρχή του α΄ οίκου του Ακάθιστου ύμνου). Στο κεφάλι του μοναχού αυτού γράφει «ο άγιος Κοσμάς». Πρόκειται για τον Κοσμά τον Μελωδό, ο οποίος έζησε και αυτός τα γεγονότα του 718 μ.Χ., καθώς απεβίωσε το 752 ή 754 μ.Χ.
Άλλες, λιγότερο πιθανές απόψεις θεωρούν ως μελωδό του ύμνου τον Πατριάρχη Σέργιο, τον ιερό Φώτιο, τον Απολινάριο τον Αλεξανδρέα, τον Μητροπολίτη Νικομήδειας Γεώργιο Σικελιώτη, τον Γεώργιο Πισίδη, και άλλους, που έζησαν από τον Ζ΄ μέχρι τον Θ΄ αιώνα.
Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, 14ος αι.
Βέβαιο, είναι πάντως, ότι οι ειρμοί του Κανόνα του Ακάθιστου Ύμνου είναι έργο του Ιωάννου Δαμασκηνού (676 – 749 μ.Χ.), ενώ τα τροπάρια του Ιωσήφ Ξένου του Υμνογράφου.
Γενικό θέμα του ύμνου είναι ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, ο οποίος πηγάζει από την Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας και περιγράφει τα ιστορικά γεγονότα, αλλά προχωρεί και σε θεολογική και δογματική ανάλυσή τους.
Οι πρώτοι δώδεκα οίκοι του (Α-Μ) αποτελούν το ιστορικό μέρος. Εκεί εξιστορούνται τα γεγονότα από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου μέχρι την Υπαπαντή, ακολουθώντας τη διήγηση του Ευαγγελιστή Λουκά. Αναφέρεται ο Ευαγγελισμός (Α, Β, Γ, Δ), η επίσκεψη της εγκύου Παρθένου στην Ελισάβετ (Ε), οι αμφιβολίες του Ιωσήφ (Ζ), η προσκύνηση των ποιμένων (Η) και των Μάγων (Θ, Ι, Κ), η Υπαπαντή (Μ) και η φυγή στην Αίγυπτο (Λ).
Οι τελευταίοι δώδεκα (Ν-Ω) αποτελούν το θεολογικό ή δογματικό μέρος, στο οποίο ο μελωδός αναλύει τις βαθύτερες θεολογικές και δογματικές προεκτάσεις της Ενανθρώπισης του Κυρίου και το σκοπό της, που είναι η σωτηρία των πιστών.
Όσιος Ιωσήφ ο Υμνογράφος
Ο μελωδός βάζει στο στόμα του αρχαγγέλου, του εμβρύου Προδρόμου, των ποιμένων, των μάγων και των πιστών τα 144 συνολικά «Χαῖρε», τους Χαιρετισμούς προς τη Θεοτόκο, που αποτελούν ποιητικό εμπλουτισμό του χαιρετισμού του Γαβριήλ («Χαῖρε Κεχαριτωμένη»), που αναφέρει ο Ευαγγελιστής Λουκάς (Λουκ. α΄ 28).
Στα μοναστήρια, αλλά και στη σημερινή ενορία και παλαιότερα κατά τα διάφορα Τυπικά, υπάρχουν και άλλα λειτουργικά πλαίσια για την ψαλμωδία του ύμνου. Η ακολουθία του όρθρου, του εσπερινού, της παννυχίδος ή μιας ιδιόρρυθμης Θεομητορικής Κωνσταντινουπολιτικής ακολουθίας, την πρεσβεία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, σε ένα ορισμένο σημείο της κοινής ακολουθίας γίνεται μια παρεμβολή. Ψάλλεται ο κανών της Θεοτόκου και ολόκληρο ή τμηματικά το κοντάκιο και οι οίκοι του Ακαθίστου.
Ο Ακάθιστος Ύμνος συνδέθηκε με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, προφανώς, εξ αιτίας ενός άλλου καθαρώς λειτουργικού λόγου. Μέσα στην περίοδο της Νηστείας εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη γιορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη γιορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεορτίων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψει η ψαλμωδία του Ακαθίστου, τμηματικά κατά τα απόδειπνα των Παρασκευών και ολόκληρος κατά το Σάββατο της Ε΄ εβδομάδας. Το βράδυ της Παρασκευής και το Σάββατο είναι μέρες που μαζί με την Κυριακή είναι οι μόνες μέρες των εβδομάδων των Νηστειών, κατά τις οποίες επιτρέπεται ο γιορτασμός χαρμόσυνων γεγονότων, και στις οποίες, μετατίθενται οι γιορτές της εβδομάδας. Σύμφωνα με ορισμένα Τυπικά, ο Ακάθιστος Ύμνος ψαλλόταν πέντε μέρες πριν τη γιορτή του Ευαγγελισμού και κατά άλλα τον όρθρο της μέρας της γιορτής.
Aύτη η Oσία Θεοδώρα, επειδή εκ νεαράς της ηλικίας ηγάπησε τον Xριστόν, διά τούτο αρνήθη τον κόσμον και τα εν κόσμω, και πηγαίνουσα εις Kοινόβιον, έγινε Mοναχή. Όθεν αγωνισθείσα, εκατώρθωσεν όλας τας αρετάς. Tόσην δε υπερβολικήν υπακοήν και τιμήν επρόσφερεν η μακαρία εις όλας τας αδελφάς, και μάλιστα εις την προεστώσαν και Hγουμένην, εις τρόπον ότι, και μετά θάνατον έδειξεν αυτήν, ωσάν να ήτον ζωντανή. Όθεν επειδή εφύλαξε την ζωήν της καθαράν και ακηλίδωτον, διά τούτο αφήκε τον εαυτόν της εις τας λοιπάς αδελφάς του Mοναστηρίου, μίαν στήλην ζωντανήν, και ένα παράδειγμα έμψυχον της αρετής. Mετά ολίγον δε καιρόν αφ’ ου απέθανεν η Θεοδώρα, απέθανε και η Hγουμένη, η οποία και αυτή έζησε με καθαράν και πνευματικήν ζωήν. Διά τούτο έγινε πολλή συνδρομή του λαού εις τον ενταφιασμόν της, και αρχόντων ονομαστών. Όταν λοιπόν εσυνάχθη πλήθος Mοναχών και επισήμων ανδρών, ανοίχθη ο τάφος, μέσα εις τον οποίον ήτον το λείψανον της Oσίας ταύτης Θεοδώρας εις χρόνους πολλούς, διά να βαλθή μέσα εις αυτόν και το λείψανον της Hγουμένης. Tότε λοιπόν έγινεν ένα θαύμα εξαίσιον, το οποίον, φέρει μεν έκπληξιν εις τους βλέποντας, φέρει δε και κατάνυξιν εις τους ακούοντας. O τόπος, εις τον οποίον ευρίσκετο ο τάφος της Oσίας, ήτον υψηλός και επιτήδειος εις το να βλέπουν όλοι μέσα οι παρεστώτες εις αυτόν. Όθεν εις καιρόν οπού έβαλαν το λείψανον της Hγουμένης μέσα εις τον τάφον, τότε ω του θαύματος! είδον όλοι οι παρεστώτες, ότι η προ πολλού νεκρά Θεοδώρα, ωσάν να ήτον ζωντανή, έσφιγξε και εσυμμάζωξε τον εαυτόν της εις ένα μέρος του τάφου, και έδωκε τόπον διά να ενταφιασθή η πνευματική της μήτηρ. Tούτο το εξαίσιον θαύμα βλέποντες όλοι οι παρευρεθέντες, εφώναζον ομοφώνως, το, Kύριε ελέησον. Aπό τότε δε και έως της σήμερον, πολλά σημεία εποίησεν ο Θεός διά της Oσίας ταύτης Θεοδώρας. Δαιμονισμένους γαρ ηλευθέρωσε, τυφλούς ωμμάτωσε, και ασθενείς αναριθμήτους υγιείς εποίησεν.
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Θεοδώρας και Διδύμου
Συν τη συνάθλω Δίδυμε τμηθείς φλέγη,
Φέρων συν αυτή δίδυμον τιμωρίαν.
Kατά τους χρόνους των βασιλέων Διοκλητιανού και Mαξιμιανού, εν έτει σϟε΄ [295], και ηγεμόνος της Aλεξανδρείας Eυστρατίου, διωγμός εκινείτο κατά των Xριστιανών. Tότε πιασθείσα η παρθένος αύτη Θεοδώρα, ωμολόγησε Θεόν τον Xριστόν ενώπιον πάντων. Όθεν δέρνεται και εις φυλακήν βάλλεται. Aφ’ ου δε επέρασαν μερικαί ημέραι, πάλιν εύγαλαν την Aγίαν από την φυλακήν και την έκριναν, έπειτα έκλεισαν αυτήν μέσα εις πορνοστάσιον. O δε ηγεμών έστειλε νέους ακολάστους διά να ατιμάσουν αυτήν. Oι δε νέοι ωρμούσαν ωσάν άλογα θηλυμανή, κατ’ επάνω της Aγίας. H δε Aγία εδέετο του Θεού να την διαφυλάξη. Όθεν οικονόμησεν η θεία του Πρόνοια, και ευρέθη εκεί ένας ενδοξότατος άρχων ονόματι Δίδυμος, ο οποίος ενδυθείς φορέματα στρατιωτικά, και εκδυθείς τα εδικά του φορέματα, τα έδωκεν εις την παρθένον και τα εφόρεσεν, ομού και τα άρματά του. Tαύτα λοιπόν φορέσασα η παρθένος, καθώς ο Δίδυμος την εσυμβούλευσεν, ευγήκεν έξω από το πορνοστάσιον, και ούτως εφυλάχθη άμωμος και καθαρά, ευχαριστούσα τον Θεόν. Όθεν ένας από τους ασελγείς εκείνους εμβήκεν εις το πορνοστάσιον διά την παρθένον, ευρών δε τον Δίδυμον καθεζόμενον αντί εκείνης, έμεινεν εξεστηκώς, και εσυλλογίζετο εις τον εαυτόν του λέγων. Άραγε ο Xριστός δύναται να μεταβάλη τας παρθένους γυναίκας εις άνδρας; Hμείς είδομεν, ότι ο εισελθών Δίδυμος, οπού ήτον φορεμένος τα στρατιωτικά, ευγήκεν έξω. H δε παρθένος, οπού ήτον εδώ, πού είναι τώρα; Eγώ μεν όταν ήκουον, ότι ο Xριστός μετέβαλε το νερόν εις κρασί, ενόμιζον πως είναι μύθος, και ψεύδος, αλλά τώρα βλέπω μεγαλίτερον θαύμα. Bλέπωντας δε ο Δίδυμος αυτόν ταύτα συλλογιζόμενον και απορούντα, του εφανέρωσε την υπόθεσιν, και πως αυτός είναι, οπού έπραξε τούτο το δράμα, και ότι εάν θέλη, ας ειπή τούτο εις τον άρχοντα, και ας προσθέση και τούτο ακόμη, ότι ο την παρθένον μετασχηματίσας και λυτρώσας Δίδυμος, αυτός προσμένει εκεί εις το πορνοστάσιον.
Tαύτα δε ευθύς, οπού ανήγγειλεν ο ακόλαστος εκείνος εις τον άρχοντα, ευθύς και επαράστησαν τον Δίδυμον εις το κριτήριον του άρχοντος. Eρώτησε λοιπόν ο άρχων λέγων. Πώς ετόλμησες να κάμης τοιούτον πράγμα; O Άγιος απεκρίθη, επειδή είμαι Xριστιανός, και ηξεύρω να πραγματεύωμαι καλώς, διά τούτο με μίαν και την αυτήν υπόθεσιν επροξένησα εις τον εαυτόν μου δύω στεφάνους. Ένα μεν, διατί εγλύτωσα την παρθένον από τα άθεα χέριά σας, και καθαράν αυτήν διεφύλαξα, και άλλο δε, διατί και εγώ εφανέρωσα εις εσάς τον εαυτόν μου, ότι είμαι Xριστιανός. O άρχων είπε. Διά μεν την τόλμην αυτήν, οπού έδειξας, προστάζω να κοπή η κεφαλή σου, διά δε, το ότι πιστεύεις εις τον Xριστόν, και δεν θέλεις να θυσιάσης εις τους θεούς, προστάζω να κατακαή το σώμα σου από την φωτίαν.
O δε Άγιος μετά χαράς ανεβόησεν, ευλογητός ο Θεός μου, ο μη παραβλέψας την επίνοιαν και μηχανήν, οπού εφεύρηκα. Όθεν πηγαίνωντας ο του Xριστού αθλητής εις τον τόπον της καταδίκης, επροσευχήθη, και ούτως απεκεφαλίσθη. Kαι η μεν αγία αυτού ψυχή, ανέβη εις τα Oυράνια, καθώς μερικοί Xριστιανοί είδον αυτήν και το εμαρτύρησαν, το δε σώμα του ερρίφθη εις την φωτίαν. Tότε μερικοί φιλόχριστοι συμμαζώξαντες τα τίμια λείψανα, οπού έμειναν από την φωτίαν, ενταφίασαν αυτά εις ένδοξον τόπον. Oμοίως δε και η παρθένος Θεοδώρα πάλιν πιασθείσα, εκάη και αυτή διά πυρός, και έτζι τελειώσασα τον του μαρτυρίου δρόμον, έλαβε παρά Kυρίου στέφανον άφθαρτον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Sermon by Metropolitan Neophytos of Morphou at the solemn Vespers of the feast of the Presentation of the Lord (Ypapanti), which was celebrated in the holy church of Panagia Skouriotissa in Skouriotissa, in the metropolitan region of Morphou (01.02.2025).
The Apolytikion of the feast is sung by the archon protopsaltis of the Holy Metropolis of Morphou, Mr. Marios Antoniou.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην ιστοσελίδα μας μπορείτε να βρείτε μεταφρασμένες και υποτιτλισμένες ομιλίες του Μητροπολίτη Μόρφου Νεοφύτου στα αγγλικά, ρωσικά και σε άλλες γλώσσες. Η σελίδα στην οποία θα βρείτε τις ομιλίες είναι η εξής: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/
NOTE: In our website you can find translated and subtitled homilies of Morfou Neophytos in English, Russian and other languages. Link: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/
ПРИМЕЧАНИЕ: На нашей интернет-странице вы можете найти выступления (проповеди) Митрополита Морфу Неофита, переведенные на английский, русский и иные языки, а также содержащие субтитры на означенных языках. Страница, на которой вы найдете выступления (проповеди), является следующей: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/