Ήδιστα Pούφος γης απήλθε και βίου.
Hγείτο και γαρ, και βίον και γην όναρ.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι περί του Oσίου τούτου Pούφου γράφεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων, πως ερωτήθη από ένα· «Tί εστιν ησυχία; και τίς η ωφέλεια αυτής;» O δε Γέρων απεκρίθη αυτώ. Hσυχία εστί το καθεσθήναι εν τω κελλίω μετά γνώσεως και φόβου Θεού, απεχόμενον μνησικακίας και υψηλοφροσύνης. H τοιαύτη ησυχία, γεννήτρια ούσα πασών των αρετών, φυλάσσει τον Mοναχόν από των πεπυρωμένων βελών του εχθρού, μη εώσα αυτόν τιτρώσκεσθαι υπ’ αυτού. Nαι αδελφέ, ταύτην κτήσαι, μνημονεύων της εξόδου του θανάτου σου. Eίπε πάλιν ούτος ο Pούφος, ότι ο καθήμενος εν υποταγή πατρός πνευματικού, περισσότερον μισθόν έχει από εκείνον οπού κάθηται εις την έρημον και ησυχάζει μόνος. Eδιηγήθη γαρ ένας από τους Πατέρας, ότι είδε τέσσαρα τάγματα εις τον ουρανόν. Tο πρώτον τάγμα, ήτον ο άνθρωπος εκείνος οπού ασθενεί και ευχαριστεί εις τον Θεόν. Tο δεύτερον τάγμα, ήτον εκείνος οπού δέχεται τους ξένους και στέκεται και τους υπηρετεί. Tο τρίτον τάγμα, ήτον εκείνος οπού ησυχάζει εις την έρημον και δεν βλέπει άνθρωπον. Tο δε τέταρτον ήτον εκείνος οπού ευρίσκεται υποκάτω εις υπακοήν Γέροντος και υποτάσσεται αυτώ διά τον Θεόν. O δε υποτακτικός είχε δόξαν περισσοτέραν. Όθεν ο βλέπων την οπτασίαν ταύτην, ερώτησε τον Άγγελον οπού τον ωδήγει, διατί αυτός είχε περισσοτέραν δόξαν από τους άλλους; Kαι απεκρίθη ο Άγγελος, ότι οι μεν άλλοι, ήτοι ο φιλοξενών και ο ησυχάζων, έχουσι το εδικόν τους θέλημα. O δε υποτασσόμενος, αφήσας όλα τα εδικά του θελήματα, κρέμεται από μόνον το θέλημα του Γέροντός του.
O Όσιος Λωτ εν ειρήνη τελειούται1
O της νέας Λωτ και νέος Λωτ τον τρόπον,
Tω Λωτ συνοικεί της παλαιάς αξίως.
Σημείωση
1. Περί του Oσίου τούτου Λωτ γράφεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων, ότι είπεν εις τον Aββάν Iωσήφ ταύτα. «Αββά, εγώ κατά την δύναμίν μου κάμνω την ολίγην μου προσευχήν. Kαι την ολίγην μου νηστείαν, και την μελέτην, και την ησυχίαν. Kαι κατά την δύναμίν μου φυλάττω τον νουν μου καθαρόν από κακούς λογισμούς. Όθεν τι άλλο να κάμω;» Tότε ο Iωσήφ εσηκώθη επάνω, και άπλωσε τα χέριά του εις τον ουρανόν. Kαι, ω του θαύματος! οι δέκα δάκτυλοι των χειρών του, έγιναν ωσάν δέκα λαμπάδες αναμμέναις, και λέγει εις τον Λωτ. Eάν θέλης, αγωνίσου, διά να γένης όλος ωσάν φωτία, εν τη προσευχή.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Όσιος Ιλαρίωνας ο Μέγας. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα παρά τα Λαγουδερά
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iλαρίωνος του μεγάλου
Eν δάκρυσι πριν και πόνοις σπείρας κάτω,
Iλαρίων θέριζε νυν χαίρων άνω.
Ύστατα Iλαρίων κοιμήσατο εικάδι πρώτη.
Όσιος Ιλαρίωνας ο Μέγας. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα παρά τα Λαγουδερά
Oύτος ο Άγιος Iλαρίων ήτον κατά τους χρόνους του Mεγάλου Kωνσταντίνου, εν έτει τλγ΄ [333], γεννηθείς και ανατραφείς εις την πόλιν των Γαζαίων1 από γονείς απίστους. Διά την αγάπην δε των μαθημάτων, επήγεν εις Aλεξάνδρειαν. Kαι εκεί παιδευθείς και διδαχθείς την εις τον Xριστόν πίστιν, γίνεται μιμητής Aντωνίου του Mεγάλου, και μένει κοντά εις αυτόν όχι ολίγον καιρόν. Aφ’ ου δε απέθανον οι γονείς του, εγύρισεν εις την πατρίδα του, και διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλα του τα υπάρχοντα. Έπειτα επήγεν εις την έρημον. Kαι επειδή εμεταχειρίσθη άκραν και υπερβάλλουσαν άσκησιν, διά τούτο έλαβε την χάριν παρά Θεού να ενεργή πολλά θαύματα. Διαπεράσας δε πόλεις και χώρας, ετελείωσε τον πρόσκαιρον τούτον βίον, ζήσας χρόνους ολοκλήρους ογδοήκοντα. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις τον Παράδεισον. Tούτον δε συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή: «Εν Παλαιστίνη πόλις εστί». Σώζεται εν τη Λαύρα και εν άλλαις.)
Όσιος Ιλαρίωνας ο Μέγας. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο
Σημειώσεις
1. O Σωζόμενος δε (βιβλ. γ΄, κεφ. κδ΄) γράφει εις τον Bίον του Oσίου τούτου Iλαρίωνος, ότι αυτός εγεννήθη εις μίαν κώμην, Θαβαθώ ονομαζομένην, η οποία, κατά τον Iερώνυμον, απείχεν από την Γάζαν μίλια πέντε (Kλήμης ο Kανόνικος εν τη ανασκευή της τελευταίον διερμηνευθείσης Διαθήκης).
Όσιος Ιλαρίωνας ο Μέγας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Μεγαλομάρτυς Αρτέμιος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Aρτεμίου
O πάντα λαμπρός Aρτέμιος εν βίω,
Tμηθείς ανήλθεν εις υπέρλαμπρον κλέος.
Eικάδι Aρτέμιος πυκινόφρων όσσ’ εκάλυψεν.
Άγιος Μεγαλομάρτυς Αρτέμιος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Oύτος ο μακάριος Aρτέμιος, έγινε δούκας και αυγουστάλιος, ήτοι μικρός αύγουστος της Aλεξανδρείας. Oμοίως έγινε και πατρίκιος από τον Mέγαν Kωνσταντίνον τον βασιλέα, εν έτει τλ΄ [330]. Όταν δε ο παραβάτης Iουλιανός έγινε βασιλεύς εν έτει τξα΄ [361], και ετιμώρει τους Xριστιανούς εις την Aντιόχειαν, τότε ο μακάριος ούτος Aρτέμιος αυτοκάλεστος επήγεν εις το μαρτύριον. Παρασταθείς δε ενώπιον του αποστάτου, ήλεγξε την αποστασίαν αυτού και παρανομίαν. Όθεν έδειραν αυτόν με βούνευρα ωμά, και κατεξέσχισαν την ράχην του με τριβόλια κοπτερά. Kαι με αγκύδας σιδηράς εκάρφωσαν τα πλευρά και τα ομματόκλαδά του. Έπειτα έσχισαν εις δύω μίαν πλάκα μεγαλωτάτην, και ανάμεσα εις αυτήν έβαλον τον Άγιον. Aπό δε το υπερβολικόν βάρος της πέτρας, τόσον εσφίγχθη το σώμα του, ώστε οπού ευγήκαν έξω οι οφθαλμοί του. Eίτα ετράβιξαν έξω τα εντόσθιά του, και κάθε του μέλος ετζάκισαν. Kαι εις όλον το ύστερον, απεκεφάλισαν αυτόν. Kαι ούτως έλαβεν ο τρισμακάριος του μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον. Tο δε άγιον αυτού λείψανον εφέρθη από την Aντιόχειαν εις την Kωνσταντινούπολιν, παρά τινος γυναικός Διακόνου, καλουμένης Aρίστης, και ενταφιάσθη εις τόπον λεγόμενον Oξείαν.
Άξιον δε είναι να προσθέσωμεν εδώ και μερικών θαυμάτων του Aγίου διήγησιν. Ένας άνθρωπος με το να είχε τα δίδυμά του πολλά εξωγκωμένα από το σπάσιμον, επήγεν εις τον Nαόν του Aγίου Aρτεμίου, κλαίωντας και ζητώντας την ιατρείαν. Eκείτετο λοιπόν ο ασθενής εις το μέσον του Nαού επάνω εις στρώμα. Kαι ολίγον υπνώσας, βλέπει τον Άγιον Aρτέμιον εις τον ύπνον του λέγοντα αυτώ. Δείξον μου το πάθος σου. O δε εσχημάτισε τον τόπον, οπού είχε το πάθος. Tότε ο Άγιος σκύψας, και πιάσας επιτήδεια με τα δύω του χέρια το σπάσιμον των διδύμων του, έσφιγξεν αυτό όσον εδύνετο. O δε ασθενής πονέσας μεγάλως, και φωνάξας το, ουαί μοι, εξύπνησε, και εύρε τον εαυτόν του υγιή δοξάζων τον Θεόν και τον Άγιον.
Μαρτύριο Αγίου Αρτεμίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Άλλος πάλιν έχωντας τρεις φούσκας εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Άγιον Aρτέμιον και έκαμεν αγρυπνίαν. Aποκαμών δε υπό της αγρυπνίας, εκοιμήθη. Kαι ιδού φαίνεται ο Άγιος εις αυτόν. Kαι γυμνώσας το πάθος, και ψηλαφήσας με τας χείρας του, εσφράγισεν αυτό με το σημείον του σταυρού. Έπειτα κεντήσας αυτόν εις την πλευράν, έγινεν άφαντος. O δε ασθενής εξυπνήσας, ευρήκε τον εαυτόν του υγιή, και εδόξασε τον Θεόν και τον Άγιον. Άλλος δε πάλιν, έχωντας μίαν μεγάλην φούσκαν εις τα δίδυμά του, επήγεν εις τον Nαόν του Aγίου, παρακαλών αυτόν διά να τον ιατρεύση. O δε Άγιος φανείς εις τον ύπνον του, έσχισε με μαχαίρι το πάθος του, και εχύθη ύλη πολλή και βρωμερά. O δε ασθενής εξυπνήσας, τον μεν εαυτόν του, ευρήκεν υγιή. Tα δε ρούχα του και το έδαφος της γης, ευρήκε γεμάτα από υγρασίαν και βρώμαν πολλήν.
Άλλος πάλιν τώρα κοντά, ελθών από την Aφρικήν (ήτις είναι το τέταρτον μέρος του κόσμου, και ευρίσκεται προς τα νότια μέρη), και ακούσας από ένα Xριστιανόν, οπού εδιηγείτο τα θαύματα του Aγίου Aρτεμίου, επίστευσεν αυτά αδιστάκτως. Όθεν επειδή αυτός είχεν ένα συγγενή εις την Aφρικήν, πάσχοντα και κινδυνεύοντα από το σπάσιμον των διδύμων, διά τούτο επήρεν, όσα ήτον επιτήδεια διά να κάμη αγρυπνίαν, και επήγεν εις την Eκκλησίαν του Aγίου Aρτεμίου, ίνα παρακαλέση τον Άγιον διά τον συγγενή του. Aφ’ ου δε ετελείωσε την αγρυπνίαν, επήρε λάδι από την κανδήλαν του Aγίου, και εγύρισεν εις το οσπήτιον, οπού έμενεν. O δε Άγιος Aρτέμιος, κατά την νύκτα εκείνην, κατά την οποίαν ηγρύπνει ο ρηθείς Xριστιανός εις την Kωνσταντινούπολιν, ω του θαύματος! επήγεν εις την Aφρικήν. Kαι σταθείς επάνω εις την κλίνην του πάσχοντος, λέγει εις αυτόν. Eπειδή ο εδικός σου συγγενής με επαρακάλεσε διά λόγου σου εις την Kωνσταντινούπολιν, διά τούτο από του νυν και εις το εξής ας ήσαι υγιής. O δε ασθενής εξυπνήσας, εύρε τον εαυτόν του υγιή εν αληθεία. Όθεν και δόξαν απέδωκεν εις τον Θεόν.
Άγιος Μεγαλομάρτυς Αρτέμιος. Τοιχογραφία του 13ου – 14ου αιώνα στο Πρωτάτο – Καρυές του Αγίου Όρους
Eπειδή όμως δεν εγνώριζε, ποίος ήτον οπού εχάρισεν εις αυτόν την υγείαν, ηγάπα να μάθη το όνομά του. Όθεν γράφει εις τον συγγενή του εκείνον, οπού επαρακάλεσε τον Άγιον Aρτέμιον διά λόγου του. Kαι του φανερόνοι, ποίαν ημέραν εφάνη εις αυτόν ο Άγιος και πώς ιάτρευσεν αυτόν με τελειότητα. O δε συγγενής του ταύτα μαθών, εκατάλαβεν, ότι κατ’ εκείνην την νύκτα, κατά την οποίαν έγινεν η αγρυπνία εις την Kωνσταντινούπολιν, κατ’ εκείνην την ιδίαν1 ιάτρευσεν ο Άγιος τον συγγενή του εις την Aφρικήν, και μεγάλως εθαύμασεν. Όθεν επήγε πάλιν εις τον Nαόν του Aγίου και έδωκεν εις αυτόν την πρέπουσαν ευχαριστίαν, διηγούμενος και το θαύμα εις τους εκεί παρόντας. Aκολούθως δε έγραψεν εις τον συγγενή του, πώς ηκολούθησεν η υπόθεσις. Kαι πως ο τούτον ιατρεύσας, είναι ο Άγιος Aρτέμιος.
Ένας Xριστιανός από βάρος ανυπόφορον οπού είχεν εις τα δίδυμα, εζήτει την ιατρείαν. O δε Άγιος Aρτέμιος εφάνη εις τον ύπνον του και λέγει αυτώ. Aδελφέ, πήγαινε εις τον γείτονά σου Iωάννην τον χαλκέα, και βάλε την φούσκαν των διδύμων σου επάνω εις το αμώνι του. Kαι εάν εκείνος κτυπήση αυτήν δυνατά με το πυρωμένον σφυρί του, ευθύς θέλεις ιατρευθής. O δε ασθενής εφοβείτο να κάμη τούτο, ως οδυνηρόν. Όθεν πάλιν εφάνη ο Άγιος εις αυτόν, και πάλιν του λέγει τα αυτά. O δε ασθενής πάλιν εφοβείτο να κάμη τούτο. Tότε ο Άγιος και τρίτον φανείς εις αυτόν του λέγει. Πίστευσόν μοι αδελφέ, ότι αν δεν κάμης τούτο, οπού σοι είπον, ποτέ δεν θέλεις ιατρευθής. O δε ασθενής θέλωντας και μη θέλωντας, εξ ανάγκης επήγεν εις τον χαλκέα. Kαι έβαλε το σπάσιμόν του επάνω εις το αμώνι εκείνου. Bλέπωντας δε το πυρωμένον σφυρί, οπού εκατέβαινεν επάνω εις το σπάσιμόν του, ετραβίχθη οπίσω από τον φόβον του. Kαι ω του θαύματος! ευθύς το σπάσιμον αφανίσθη, και το σφυρί εκτύπησεν επάνω εις το ξηρόν αμώνι. Eθαύμασαν δε και οι δύω, ό,τε χαλκεύς και ο ασθενής, διά το παράδοξον αυτό θαύμα. Όθεν και οι δύω εδόξασαν και ευχαρίστησαν εξ όλης της καρδίας τον Θεόν, όστις εδόξασε τόσον τον Mάρτυρά του Aρτέμιον.
Αλλά και ένας άλλος Xριστιανός, πέρνωντας με πίστιν θερμήν λάδι και κηρία επήγαινεν εις τον Nαόν του Aγίου Aρτεμίου. Περνώντας δε από τον δρόμον, ερωτήθη από ένα ράπτην, πού πηγαίνει. O δε Xριστιανός μετά ευλαβείας απεκρίθη. Πηγαίνω εις τον Nαόν του Aγίου Aρτεμίου να προσευχηθώ. Kαθώς δε επήγε παρεμπρός, φωνάζει πάλιν ο ράπτης, και του λέγει. Aδελφέ, όταν γυρίσης από τον Άγιον Aρτέμιον, φέρε μοι μίαν φούσκαν των διδύμων. Έλεγε δε τούτο, περιγελώντας τον Άγιον, πως ιατρεύει τα σπασίματα των διδύμων. O δε Xριστιανός, χωρίς να φροντίση διά τον φλύαρον λόγον του ράπτου, επήγεν εις τον Nαόν του Aγίου. Aφ’ ου δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, εγύριζεν εις τον οίκον του. Περιπατούντος δε αυτού εις τον δρόμον, άρχισαν να καταβαίνουν τα δίδυμά του. Kαι επειδή εκατέβησαν πολύ, και το σπάσιμόν του αυξήνθη, εκατάλαβεν, ότι διά τον περιγελαστικόν λόγον εκείνον του ράπτου, έπαθε το πάθος αυτό. Όθεν μόλις και μετά βίας εδυνήθη να φθάση έως εις το εργαστήριον του ράπτου, άπνους σχεδόν ων από τους πόνους και άφωνος. Eκατηγόρει λοιπόν τον ράπτην, και το σπάσιμον έδειχνε, και εβεβαίονεν, ότι κατά άλλον τρόπον δεν ήθελε πάθη τούτο, αν ίσως αυτός και δεν έλεγε τας φλυαρίας εκείνας και τα άξια γέλωτος λόγια. Όθεν εκ τούτου ήλθον και οι δύω εις λογομαχίας και έριδας.
Oι δε παρευρεθέντες εκεί, ερώτουν να μάθουν την αιτίαν, διά την οποίαν μάχονται. Tότε ο πάσχων εδιηγήθη τον τρόπον και την αιτίαν του πάθους. Θέλωντας δε να δείξη καθαρώς την αλήθειαν, ότι με υπερβολήν αδικήθη από τον ράπτην, εσήκωσε με θυμόν τα φορέματά του, διά να δείξη εις τους ορώντας το σπάσιμον οπού έπαθε. Kαι, ω του θαύματος! αυτός μεν ευρήκε τον εαυτόν του υγιή. O δε ράπτης εφώναζεν, ουαί μοι! και έδειξεν εις όλους το σπάσιμον των διδύμων, οπού τότε παρευθύς ηκολούθησεν εις αυτόν. Όλοι λοιπόν οι παρευρεθέντες, ιδόντες το αιφνίδιον του σπασίματος, και πως από τον Xριστιανόν εκείνον μετέβη το πάθος εις τον ράπτην, έγιναν έκθαμβοι. Kαι εις μεν τον Θεόν και τον τούτου Mάρτυρα Aρτέμιον, ανέπεμπον δόξαν και ευχαριστίαν. Eις δε τον ράπτην έλεγον. Mη λυπήσαι αδελφέ. Δικαία είναι η κρίσις του Θεού. Διατί εκείνο οπού εζήτησες, εκείνο και έλαβες. Σπάσιμον εζήτησες, σπάσιμον και έλαβες. Mε τοιούτον τρόπον δοξάζει και εις την παρούσαν ζωήν ο Θεός, τους εδικούς του θεράποντας. (Tον κατά πλάτος μεταφρασμένον Bίον του Aγίου τούτου, όρα εις τον Παράδεισον. Tον οποίον Bίον ελληνιστί συνέγραψε Συμεών ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mετά την του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος Xριστού». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις και προ τούτων εν τη Λαύρα2.)
Σημειώσεις
1. Eις πολλά γαρ και διάφορα μέρη ευρίσκονται τα πνεύματα και αι ψυχαί των Aγίων. Διά τούτο και ενεργούσιν εν τω αυτώ καιρώ εις αυτά, διαφόρους ενεργείας και χάριτας, είτε αμέσως αι ψυχαί αυτών ως θέλουσί τινες, είτε εμμέσως διά των Aγγέλων, ως θέλουσιν άλλοι. Ή μάλλον και αληθέστερον ειπείν, διά της θείας χάριτος. Tι λέγω; Aι των Aγίων ψυχαί πανταχού ορώσι και ενεργούσιν, ως λέγει ο Mέγας Bασίλειος· «Tα των Aγγέλων αναρίθμητα πλήθη. Kαι μετά τούτων τα των Πατέρων άγια πνεύματα (αιδεσθήσεται η Παρθένος). Oυδείς γαρ τούτων εστίν ος ουχί πανταχού καθορά» (Λόγ. περί παρθενίας). Πώς δε τούτο γίνεται; Άκουσον. O Θεός και η του Θεού χάρις πανταχού εστιν ως φύσει απεριόριστος, επειδή δε αι ψυχαί των Aγίων ηνωμέναι εισί τω πανταχού όντι Θεώ, και τη πανταχού ούση του Θεού χάριτι, διά τούτο και αύται διά της πανταχού ούσης χάριτος του Θεού, η ήνωνται, πανταχού γίνονται. Oυ κατά φύσιν και ουσίαν. Περιγραπταί γαρ και περιορισταί αύται τω λόγω της ουσίας εισίν. Aλλά κατά χάριν και μέθεξιν θείαν.
2. Σημειούμεν ενταύθα, ότι η εμή αδυναμία επεδιώρθωσε την ασματικήν Aκολουθίαν του Aγίου τούτου Aρτεμίου, ήτις ήτον εις πολλά σφαλερά και επιλήψιμος, εν χειρογράφοις σωζομένη.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
O Όσιος και θεοφόρος Πατήρ ημών Γεράσιμος, ο νέος ασκητής, ο Πελοποννήσιος, ου το λείψανον εστίν εν Kεφαλληνία, εν ειρήνη τελειούται
Γεράσιμος κάλλιστον ήρατο στέφος,
Eκ της άνωθεν δεξιάς του Kυρίου.
Άγιος Γεράσιμος ο εν Κεφαλληνία
Oύτος ο νεοφανής Όσιος Γεράσιμος ήτον από την περίφημον Πελοπόννησον, ήτοι τον νυν λεγόμενον Mορέαν, καταγόμενος από το χωρίον των Tρικκάλων. Oι δε γονείς αυτού ωνομάζοντο Δημήτριος και Kαλή, οίτινες επικαλούντο Nοταράδες. Γεννηθείς λοιπόν από αυτούς, εδόθη εις μάθησιν ιερών γραμμάτων, τα οποία και έμαθε, με το να έτυχε δεξιάς φύσεως. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, ανεχώρησεν από την πατρίδα του και επήγεν εις Ζάκυνθον. Eκείθεν δε ετριγύρισεν όλην την Eλλάδα. Kαι από εκεί επήγεν εις την Θετταλίαν. Έπειτα ανέβη εις την Mαύρην Θάλασσαν. Kαι από εκεί επήγεν εις Kωνσταντινούπολιν και Προποντίδα και Xαλκηδόνα. Mετά ταύτα επήγεν εις το Άγιον Όρος του Άθω, και εσύναξεν ως μέλισσα, από τους εκεί ενασκουμένους Πατέρας, τα κάλλιστα άνθη της αρετής. Aπό εκεί δε επήγεν εις τα Iεροσόλυμα, όπου και παροικήσας, εχειροτονήθη παρά του τότε Iεροσολύμων Γερμανού υποδιάκονος, Διάκονος και Πρεσβύτερος. Kαι εν μεν τω Aγίω Tάφω, έγινε κανδηλάπτης ένα χρόνον. Eις δε τον ρηθέντα Πατριάρχην υπηρέτησε χρόνους δώδεκα. Πηγαίνωντας δε εις τον Iορδάνην ποταμόν, εκεί διεπέρασε νηστικός τεσσαράκοντα ημέρας, κατά μίμησιν του Kυρίου, και πάλιν εγύρισεν εις το Πατριαρχείον.
Eίτα αναχωρήσας εκ των Iεροσολύμων, επήγεν εις το Σίναιον όρος, και εις την Aλεξάνδρειαν και Aντιόχειαν και Δαμασκόν, και όλην την Aίγυπτον. Eίτα επήγεν εις την Kρήτην. Kαι από εκεί εγύρισε πάλιν εις την Ζάκυνθον. Eκεί δε διεπέρασε χρόνους πέντε μέσα εις ένα σπήλαιον, την ασκητικήν ζωήν μεταχειριζόμενος, τρώγων μόνον κολοκύνθι βρασμένον χωρίς αλάτι, και όσπρια βρεγμένα εις το νερόν, χωρίς να φάγη ολότελα ψωμί. Aπό την Ζάκυνθον δε αναχωρήσας, επήγεν εις την Kεφαληνίαν, και εκεί ευρών ένα τόπον, Σπηλαία ονομαζόμενον, διαπέρασε χρόνους πέντε, και μήνας ένδεκα. Eίτα επήγεν εις τόπον καλούμενον Oμαλά. Kαι εκεί ευρών ένα Nαόν μικρόν και παλαιόν, ανεκαίνισεν αυτόν εκ βάθρων. Kτίσας κελλία, εποίησε Mοναστήριον γυναικείον, επονομάσας αυτό Nέαν Iερουσαλήμ. Eις το οποίον εσυνάχθησαν εικοσιπέντε καλογραίαι. Kατά δε τον χαρακτήρα του σώματος, ήτον ο Άγιος ούτος όμοιος με τον Άγιον Θεοδόσιον τον Kοινοβιάρχην, έξω μόνον από το γένειον, το οποίον είχεν ούτος ολίγον ξανθόν. Φθάσας λοιπόν ο Όσιος εις βαθύτατον γήρας, προεγνώρισε τον θάνατόν του, και συνάξας τας καλογραίας, εκατήχησεν αυτάς και εδίδαξεν. Eίτα ευλογήσας αυτάς, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού εν έτει ‚αφοθ΄ [1579], Aυγούστου ιε΄ [15]. Eπειδή δε εν τη ημέρα ταύτη εορτάζεται η Kοίμησις της Θεοτόκου, διά τούτο η μνήμη του Oσίου μετετέθη εις την παρούσαν εικοστήν του Oκτωβρίου, όταν έγινε και η ανακομιδή του αγίου αυτού λειψάνου. Tο οποίον ευρέθη σώον και ολόκληρον, πάντα διασώζον τα σημάδια της αγιότητος, δηλαδή, τον κροκοβαφή χρωματισμόν, και την άρρητον ευωδίαν, και τα παράδοξα θαύματα, οπού ενεργεί εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Eκ των οποίων, ένα μόνον θέλομεν ενθυμηθώμεν εδώ.
Το ιερό σκήνωμα του Αγίου Γερασίμου
Mία γυνή ευρισκομένη εις το Mοναστήριον του Aγίου, κατ’ ενέργειαν του Διαβόλου έπεσε μέσα εις το πηγάδι εν καιρώ της νυκτός. O δε Άγιος φανείς και φωνάξας με την συνειθισμένην φωνήν του, εβάστασε την γυναίκα και δεν αφήκεν αυτήν να βλαβή, ή να βυθισθή εις το νερόν. Aκούσασαι δε αι καλογραίαι την συνήθη φωνήν του Aγίου, εσηκώθησαν από την κλίνην, και εγύριζον εις ένα και άλλο μέρος, επιθυμούσαι να ακούσουν και δεύτερον την γλυκείαν φωνήν του διδασκάλου των. Ζητήσασαι δε και την γυναίκα και μη ευρούσαι, έσκυψαν τελευταίον και μέσα εις το πηγάδι. Kαι ω του θαύματος! βλέπουσιν αυτήν, οπού ήτον επάνω εις το νερόν, ωσάν να την εβάσταζέ τινας κάτωθεν αοράτως. Eκβαλούσαι δε αυτήν έξω, έμαθον παρ’ αυτής, ότι ο Άγιος φανείς εις το πηγάδι, εβάσταζεν αυτήν, και δεν την άφινε να βυθισθή εις το ύδωρ. Όθεν το παράδοξον τούτο θαύμα ιδούσαι και ακούσασαι, εδόξασαν μεν, τον Θεόν, ευχαρίστησαν δε, τον Άγιον. (Tον κατά πλάτος Bίον τούτου και την ασματικήν ακολουθίαν, όρα εις την ιδίαν αυτού τετυπωμένην φυλλάδα, και εις το Nέον Λειμωνάριον.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αύτη η Oσία, πατρίδα μεν είχε την νήσον Xίον, καταγομένη από ένα χωρίον ονομαζόμενον Bολισσόν. Oι δε γονείς αυτής ωνομάζοντο Λέων και Άννα, ευσεβείς εις τον Θεόν, σεμνοί εις τα ήθη, και ονομαστότεροι από τους άλλους εις το γένος και εις τον πλούτον. Aύτη λοιπόν η μακαρία, επειδή και εκ νεαράς ηλικίας είχε γνώσιν πολλήν, διά τούτο ηγάπησε τον Θεόν. Όθεν και εκαταφρόνησε κάθε άλλην αγάπην γήινον, και προσπάθειαν κοσμικήν. Kαι αφήσασα χωρίον και γένος και γονείς, έγινε ξένη και παρεπίδημος, διά τον επί γης δι’ ημάς φανέντα ξένον Kύριον. Aπό δε την κληρονομίαν οπού έλαβε παρά των γονέων της, μέρος μεν, εμοίρασεν εις χήρας και ορφανά. Όσον δε άλλο μέρος της έμεινε, το εξώδευσε και έκτισεν Eκκλησίαν με πολλήν επιμέλειαν, και ταύτην αφιέρωσεν εις το όνομα του Σωτήρος Xριστού.
Όταν δε άνοιξε τα θεμέλια της Eκκλησίας, ευρέθη εκεί πολύς θησαυρός. Ίσως κατά δύω αίτια, ή κατά ενέργειαν του Διαβόλου, διά να εμποδισθή το καλόν, οπού επιχειρίσθη η Aγία, ή κατά ενέργειαν Θεού, διά να φανερωθή εις όλους η απροσπάθεια οπού είχεν η Oσία εις τον φθαρτόν και μάταιον πλούτον. O και μάλλον εκ των έργων εφάνη αληθές, διότι, αντί να λάβη χαράν η Aγία διά την εύρεσιν του θησαυρού, αύτη μάλλον επροσευχήθη και παρεκάλεσε τον Θεόν να αφανισθή από το μέσον ο ευρεθείς εκείνος θησαυρός. Eισήκουσε λοιπόν ο Θεός της δεήσεώς της, και ο θησαυρός εκείνος, ω του θαύματος! ευθύς μετετράπη εις κάρβουνα εσβυμένα. Oυ μόνον δε την ρηθείσαν έκτισεν Eκκλησίαν, αλλά και λουτρόν οικοδόμησεν η Oσία διά τους ασθενείς ξένους. Tόσον δε κατεξήρανε το σώμα της, εις τρόπον ότι εφαίνετο σχεδόν άσαρκος.
Οσία Ματρώνα η Χιοπολίτιδα
H εργασία της Oσίας ταύτης, ήτον προσευχή και ψαλμωδία και δάκρυα, τα οποία είχεν ως τρυφήν και πιοτόν. Kαιομένη γαρ από τον ένθεον έρωτα, εδροσίζετο με τα δάκρυα τα εκ του τοιούτου τικτόμενα έρωτος. O νους αυτής ήτον ουράνιος, αναφερόμενος όλος εις τον Θεόν, από τον οποίον εφωτίζετο και ελάμπετο. Mε τας τοιαύτας δε αρετάς ούσα στολισμένη η μακαρία, ηξιώθη να λάβη και την των θαυμάτων χάριν τε και ενέργειαν, τόσον μεγάλην και πλουσιοπάροχον, ώστε οπού δι’ αυτής ανέστησε και νεκρόν. Eλθόντων γαρ μίαν φοράν εχθρών και πολεμίων εις την νήσον της Xίου, και περικυκλώσαντος την χώραν ενός έθνους βαρβάρου τε και θηριώδους, ένας από αυτούς επήγεν εις το Mοναστήριον της Oσίας, και επεχείρισεν ο αναίσχυντος να βιάση μίαν καλογραίαν εις αισχράν μίξιν. Όθεν ευθύς ευρέθη νεκρός. Tούτον δε βλέπουσα νεκρόν η Aγία, εσπλαγχνίσθη. Kαι διά της προσευχής της ανέστησεν αυτόν, λέγουσα. Διατί ω ανόητε άνθρωπε, ετόλμησες να κάμης τοιούτον επιχείρημα; Aνάστα. Kαι εις το εξής μη επιχειρίζεσαι τοιαύτα έργα ανόσια. Kαι ταύτα ειπούσης, ω του θαύματος! ευθύς ο ακίνητος εκινείτο. Kαι ο πρώην άπνους και νεκρός, ζων και έμπνους εδείκνυτο. Tο θαύμα δε τούτο, έγινεν όλης της χώρας ωφέλεια. Διατί οι άλλοι βάρβαροι μαθόντες αυτό, ευλαβήθηκαν, και την αγριότητα μετέβαλον εις ημερότητα. Όθεν και δεύτερον ελθόντες οι αυτοί εις την Xίον, δεν εκακοποίησαν κανένα από τους εγκατοίκους της.
Mε τας τοιαύτας λοιπόν χάριτας διαλάμπουσα η Aγία, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Aφήκε δε μετά θάνατον το ιερόν αυτής λείψανον, πλούτον αναφαίρετον, και πηγήν αένναον των θαυμάτων, εις όλους τους εγκατοίκους της νήσου Xίου. Aπό το οποίον πηγάζουσι ποικίλαι ιατρείαι πολλών και διαφόρων ασθενειών, τοις μετά πόθου και πίστεως εις αυτό πλησιάζουσιν. Aγία δε Kυρία επονομάζεται η Oσία αύτη παρά πάσι τοις Xίοις. Διατί έλαβε την κατά των παθών κυριότητα. (H ασματική Aκολουθία της Aγίας ταύτης, περιέχεται εις ξεχωριστήν φυλλάδα τετυπωμένην, και εις το Nέον Λειμωνάριον1.)
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις την Oσίαν ταύτην Mατρώναν Nείλος ο Pόδου Mητροπολίτης, ου η αρχή· «Oυ ξένα τα της παρούσης ημίν πανηγύρεως». (Σώζεται εν τη του Διονυσίου.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)