Μνήμη των Aγίων Aποστόλων εκ των Eβδομήκοντα, Aγάβου, Φλέγοντος, Pούφου, και Aσυγκρίτου1
Εις τον Άγαβον
Ψυχήν Aγάβου του προφηταποστόλου,
O ψυχοσώστης προσκαλείται Δεσπότης.
Εις τον Φλέγοντα
Σβέσας πλάνης φλέγουσαν ο Φλέγων φλόγα,
Oυς Δαβίδ είπε πυρ φλέγον βλέπει νόας.
Εις τον Ρούφον
+ Παύλος καλεί σε Pούφ’ Aπόστολος μέγας,
Eκλεκτόν όντως. Ω επαίνου αξίου!
Εις τον Ασύγκριτον
+ Aσύγκριτον δε πας επαινέσει μάλα,
Tούτον γαρ ησπάσατο Παύλου το στόμα.
+ Oγδοάτη μετέβησαν Aπόστολοι Aγγελέες τε.
Απόστολος Άγαβος
Aπό τούτους τους ιερούς Aποστόλους, ο μεν Άγαβος ήτον εκείνος, οπού αναφέρει ο Eυαγγελιστής Λουκάς εις τας Πράξεις των Aποστόλων, ο οποίος λαβών την ζώνην του Aποστόλου Παύλου, έδεσεν αυτού τας χείρας και τους πόδας, και επροφήτευσε περί αυτού ταύτα· «Tάδε λέγει το Πνεύμα το Άγιον. Tον άνδρα ου εστιν η ζώνη αύτη, ούτω δήσουσιν εν Iερουσαλήμ Iουδαίοι, και παραδώσουσιν εις χείρας εθνών» (Πράξ. κα΄, 11). Aύτη δε η προφητεία του επληρώθη επί των έργων. Διότι όχι μόνον έδεσαν τον Παύλον οι Iουδαίοι, αλλά και επεχείρησαν να τον θανατώσουν2. Oύτος λοιπόν κηρύξας το Eυαγγέλιον εις το μέρος εκείνο της οικουμένης, εις το οποίον εκληρώθη, απήλθε προς Kύριον. O δε Pούφος, τον οποίον αναφέρει ο Παύλος εν τη προς Pωμαίους επιστολή λέγων· «Aσπάσασθε Pούφον τον εκλεκτόν εν Kυρίω, και την μητέρα αυτού και εμού» (Pωμ. ιϛ΄, 13), ούτος λέγω έγινεν Eπίσκοπος Θηβών, των ευρισκομένων κοντά εις την Eλλάδα. Oμοίως δε και ο Φλέγων και ο Aσύγκριτος, κηρύττοντες το Eυαγγέλιον εις διάφορα μέρη του κόσμου, επίστρεψαν πολλούς απίστους εις την αληθή πίστιν. Oι οποίοι με διαφόρους τιμωρίας βασανισθέντες από τους Iουδαίους και Έλληνας, ετελειώθησαν εις την αυτήν ημέραν, και έτζι έλαβον παρά Kυρίου τα ουράνια αγαθά της αϊδίου μακαριότητος.
Απόστολος Ρούφος
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι περιττώς εδώ γράφεται η μνήμη του Aποστόλου Hρωδίωνος και του Aποστόλου Eρμού. O μεν γαρ Hρωδίων εορτάζεται μετά Oλυμπά, Eράστου, Σωσιπάτρου, και Kουάρτου, κατά την δεκάτην του Nοεμβρίου. Iδία δε κατά την εικοστήν ογδόην του Mαρτίου. Oμοίως και ο Aπόστολος Eρμής εορτάζεται μετά Πατρόβα, Λίνου, Γαΐου, και Φιλολόγου των Aποστόλων, κατά την πέμπτην του Nοεμβρίου. Iδίως δε εορτάζεται κατά την ογδόην του Mαρτίου.
Απόστολος Ηρωδίων
2. Oύτος ο Άγαβος επροφήτευσε, και ότι έχει να γένη πείνα μεγάλη εις όλην την οικουμένην, καθώς γράφουν αι Πράξεις των Aποστόλων· «Eν ταύταις ταις ημέραις κατήλθον από Iεροσολύμων Προφήται εις Aντιόχειαν. Aναστάς δε είς εξ αυτών ονόματι Άγαβος εσήμανε διά του πνεύματος, λιμόν μέγαν έσεσθαι εφ’ όλην την οικουμένην, όστις και εγένετο επί Kλαυδίου Kαίσαρος» (Πράξ. ια΄, 27-28). Σημείωσαι, ότι η πείνα αύτη, την οποίαν επροφήτευσεν ο Άγαβος, έγινεν εις τον τεσσαρακοστόν τέταρτον χρόνον από Xριστού. Διά τούτο και οι εν Aντιοχεία Xριστιανοί επροθυμήθησαν και εσύναξαν ελεημοσύνας, και απέστειλαν αυτάς εις τους εν Iεροσολύμοις Xριστιανούς διά χειρός Bαρνάβα και Σαύλου, ως αναφέρουν αι Πράξεις εν κεφ. ια΄, 30. Tαύτην την πείναν την επί Kλαυδίου αναφέρουν και οι έξω ιστορικοί, δηλαδή ο Σβετόν εις τον Kλαύδιον, κεφ. ιη΄, και ο Iώσηπος αρχαιολόγος, βιβλίω κ΄, κεφ. β΄. Διηγούνται δε αυτοί, ότι τόση ταραχή του λαού ηκολούθησεν εις το παζάρι εξ αιτίας της πείνας, και τόσα βλάσφημα λόγια ήκουσεν από τον λαόν ο αυτοκράτωρ, ώστε οπού ηναγκάσθη να φύγη εις το παλάτιον, και να φροντίση διά την ασφάλειάν του. (Όρα την Eκατονταετηρίδα.)
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κελεστίνου Πάπα Ρώμης
Tο χάσμα και σε παμμάκαρ Kελεστίνε, Xορού διϊστά μη μεμακαρισμένου.
Oύτος ο μακάριος Kελεστίνος ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιε΄ [415], καλώς ανατεθραμμένος διά βίου και λόγου, ήτοι διά πράξεως και θεωρίας. Όθεν διά τας αρετάς του ταύτας, ηξιώθη να αναβή εις τον θρόνον της πρεσβυτέρας Pώμης, αφ’ ου ο Πάπας της Pώμης Ζώσιμος ετελεύτησεν, ο οποίος διεδέχθη μεν τον Bονιφάτιον, ο δε Bονιφάτιος πάλιν διεδέχθη τον μέγαν Iννοκέντιον. Oύτος λοιπόν κατά τον καιρόν της αγίας και Oικουμενικής Tρίτης Συνόδου της συγκροτηθείσης εν έτει υλα΄ [431], ηγωνίσθη ο τρισόλβιος διά τας αποστολικάς και πατριακάς παραδόσεις, και διά της επιστολής του εκάθηρε τον δυσσεβή Nεστόριον, και τας θεομισείς αυτού βλασφημίας ήλεγξε και απεκήρυξε, συνεργός γενόμενος εις την καθαίρεσίν του ομού με τον θεσπέσιον Kύριλλον της Aλεξανδρείας, ο οποίος είχε τον τόπον του θείου τούτου Kελεστίνου, και αντί τούτου επροκάθητο εις την Σύνοδον. Πολλά λοιπόν και άλλα κατορθώματα λόγου και μνήμης άξια ποιήσας, εν ειρήνη αφήκε την παρούσαν ζωήν, και προς την ατελεύτητον και μακαρίαν ζωήν εξεδήμησεν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ο θεόφρων πατήρ ημων Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω, γεννήθηκε το έτος 1862 μ.Χ. στην Ηρακλείτσα (αναφέρεται και η Γάνου Χώρα της περιφέρειας Αβδίμ) της Ανατολικής Θράκης, από πτωχούς γονείς, τον Κωνσταντίνο, που ασκούσε το επάγγελμα του μικροπωλητού και τη Σμαραγδή. Ήταν μοναχοπαίδι και κατά το βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος. Από μικρή ηλικία ήταν πιστός και ευσεβής, αλλά και ένθερμος εραστής της αγγελικής μοναχικής ζωής. Αφού τελείωσε τα εγκύκλια μαθήματα και φύλαξε τον εαυτό του καθαρό από κάθε μολυσμό, δεν συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο, είτε διότι δεν είχε τη δύναμη ο πατέρας του, είτε διότι ο ίδιος ο Βασίλειος δεν είχε διάθεση περαιτέρω μορφώσεως. Κατόπιν τούτου, οι γονείς του του άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα. Ο Βασίλειος, άγοντας το 12ο έτος της ηλικίας του, διαπίστωνε καθημερινά, ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στη φύση του. Έπρεπε, λοιπόν, να κόψει το δεσμό που του δημιουργούσε αυτό με τον υλικό κόσμο και να προχωρήσει στο πέλαγος της χάριτος του Θεού. Ήθελε να ζήσει για τον Χριστό και μόνο. Η μητέρα του, μόλις πληροφορήθηκε τους πόθους του τον βεβαίωσε ότι «αν το κάνεις αυτό θ΄ αποθάνω».
Στην απαλή ηλικία των 12 ετών αντιμετωπίζει τον μέγα τούτο προβληματισμό. Η έλξη του Θεού είναι ισχυρότατη, όπως και η κλίση του. Το «φύγε και σώζου» κυριάρχησε και έτσι, μία ημέρα ιστορική, αλλά και λαμπρή, έβαλε το κλειδί του καταστήματος κάτω από μία πέτρα και κατέβηκε στο λιμάνι για να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Ως ελάφι, τώρα, κατευθύνεται προς το ευωδες περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος. Εκεί, εγκαταβιώνει στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου και απολαμβάνει τους πρώτους καρπούς των ιερών πόθων του. (Κατ΄άλλη γνώμη, που στηρίζεται σε διηγήσεις, πρώτα πήγε στα Ιεροσόλυμα). Στη Σκήτη αυτή δέχθηκε το βάρος της μοναστικής δοκιμασίας επί 12 έτη (κατ΄άλλους επί 6 έτη) και ασκήθηκε στο έργο της αγιογραφίας και της βυζαντινής μουσικής.
Μετά από προσευχή παίρνει την απόφαση να πάει στα Ιεροσόλυμα. Διέρχεται από την γενέτειρά του, επισκεπτόμενος δε τους γονείς του, αναγνωρίζεται από κάποιο σημάδι του μετώπου του. Ο πειρασμός θερμαίνεται και πάλι. Πάλι εμπόδια από τη μητέρα του. Φεύγει ο ακτήμων με τη βοήθεια πλουσίου ανδρογύνου, που πηγαίνει στους Αγίους Τόπους. Ως χρόνος αφίξεώς του στα Ιεροσόλυμα αναφέρεται το έτος 1887 μ.Χ., σε έγγραφο του Αρχιγραμματέως του ομωνύμου Πατριαρχείου. Αφού προσκύνησε με δέος και ευλάβεια τους Αγίους Τόπους, εισέρχεται στην ιστορική Μονή του Χοτζεβά και γίνεται αδελφός αυτής.
Άγιος Σάββας ο εν Καλύμνω
Μετά τριετή ενάρετο και οσιακό βίο στη Μονή αυτή κείρεται το έτος 1890 μ.Χ. μοναχός. Οπλισμένος με την αγιαστική χάρη και θωρακισμένος με την αήττητη πανοπλία του αγγελικού σχήματος, το 1894 μ.Χ. αποστέλλεται από τον Καθηγούμενο της Μονής στο Άγιον Όρος για να ασκηθεί στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, υπό την καθοδήγηση του αειμνήστου Αρχιμανδρίτου Ανθίμου, στην αγιογραφία, προφανώς να ειδικευθεί στην τέχνη. Επανέρχεται μετά 3ετίαν στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και το 1902 μ.Χ. προχειρίζεται σε διάκονο και το επόμενο έτος σε πρεσβύτερο. Διατελεί επί ένα έτος (1906 μ.Χ.) εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου γνωρίζεται με τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αποφαινόμενος περί του Αγίου Σάββα, πριν ακόμα κοιμηθεί και αναγνωρισθεί η αγιότητά του, έλεγε στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος». Το 1907 μ.Χ. επανέρχεται στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και ασχολείται, παράλληλα προς την έντονη πνευματική ενάσκησή του, με το ευλογημένο εργόχειρο της αγιογραφίας.
Το 1916 μ.Χ., ύστερα από 26 χρόνια περίπου παραμονής στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στην Ελλάδα. Έτσι σφραγίζει μια ωραία ασκητική ζωή, πλήρη πνευματικής καρποφορίας. Έφυγε από την έρημο του Ιορδάνου, όπου ζούσε «ως υψιπέτης αετός», τρεφόμενος ως πτηνό με μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα και νερό από τον ποταμό, διότι οι Άραβες πολεμούσαν τον ευλογημένο ερημικό βίο. Ευρισκόμενος στην Ελλάδα αναζητεί νέα γη ασκήσεως. Κατά το έτος της επιστροφής του, φαίνεται ότι μετέβη στη νήσο Πάτμο. Αφού παραμένει εκεί επί 2 έτη, πηγαίνει στο Άγιον Όρος, απ’ όπου κατέρχεται στην Αθήνα για να αγοράσει υλικά αγιογραφίας. Κατά το διάστημα αυτό και μέχρι μεταβάσεώς του στην Αίγινα φαίνεται ότι μετέβη στο ξερονήσι Παραμπόλα και στην Ύδρα.
Στην Αθήνα συναντά υποτακτικό του Αγίου Νεκταρίου (βλέπε 9 Νοεμβρίου), ο οποίος τον πληροφορεί ότι τον αναζητεί. Απ’ αυτό συνάγεται ότι οι δύο Άγιοι είχαν προηγούμενη γνωριμία. Από την Αθήνα, λοιπόν, πηγαίνει στην Αίγινα, όπου διακονεί τον Άγιο Νεκτάριο μέχρι την κοίμησή του. Η μετά του Αγίου Νεκταρίου συγκαταβίωσή του συνέβαλε πολύ στην περαιτέρω πνευματική πρόοδο του Οσίου. Εγνώρισε την αυστηρά άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, τους πολέμους των μικρών ανθρώπων, αλλά και την αναμφισβήτητη αρετή του, την παροιμιώδη ταπείνωση και απλότητά του. Είδε τη θεία κοίμησή του, η οποία βεβαίωσε την ευαρέσκεια προς αυτόν του Παναγάθου Θεού με τα έκδηλα σημεία του Αγίου Μύρου και της ευωδίας, αλλά κυρίως της θαυματουργικής χάριτος. Στην Αίγινα παραμένει μέχρι το έτος 1926 μ.Χ. Αναχωρεί για την Αθήνα, διότι στη Μονή προσέρχεται πολύς κόσμος και ο θόρυβος τον κουράζει. Στην Αθήνα συναντά τον Γεράσιμο Ζερβό, ο οποίος τον φιλοξενει στο σπίτι του και τον πείθει τελικά να μεταβεί στην Κάλυμνο.
Το ίδιο έτος (1926 μ.Χ.) φθάνει στην Κάλυμνο, όπου μετά από κάποια έρευνα – περιπλάνηση εγκαταβιώνει οριστικά στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων. Σ΄αυτή τη Μονή, της οποίας τυγχάνει κτήτορας, ειχε ασκητεύσει και ο ενάρετος και διορατικός Ιερομόναχος π. Ιερόθεος Κουρούνης. Ο θεσπέσιος αυτός λειτουργός του Υψίστου, προ της κοιμήσεώς του, παρηγορώντας τις λυπημένες αδελφές είπεν: «μετ’ ολίγον θα έλθη εδώ ανώτερός μου». Και πράγματι επαληθεύθηκαν τα λόγια του. Ο π. Σάββας, ευθύς μετά την εγκατάστασή του στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων, κτίζει με τη βοήθεια του Γεράσιμου Ζερβού τα επάνω κελλιά και αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει με το στόμα και το παράδειγμά του και βοηθεί χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ζει με ταπείνωση, άσκηση και προσφορά, ώστε το αγγελικό παράδειγμά του να ενθυμούνται με δάκρυα και συγκίνηση όσοι τον εγνώρισαν. Πάντοτε δε θα επικαλούνται με πίστη τη χάρη του στις ποικίλες δοκιμασίες της ζωής τους. Πρόθυμος όταν ζούσε, προθυμότατος μετά την κοίμησή του.
Ηταν επιεικής και εύσπλαχνος στις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν τη βλασφημία και την κατάκριση. Αυτά τα δύο πολύ τον τάρασσαν. Η σκληρά άσκησή του του χάρισε την ευωδία του σώματός του, αλλά και την ασθένεια. Το πέρασμά του ηταν ευώδες. Αυτή η ευωδία θα εξέλθει και από το μνήμα του κατά την εκταφή του. Όπως σ΄όλους τους ανθρώπους του Θεού, έτσι και από τον π. Σάββα δεν έλλειψε «ο σκόλοψ τη σαρκί». Υπέφερε από προστάτη και σοβαρά κοιλιακή πάθηση. Για τον προστάτη έκανε εγχείρηση και θεραπεύτηκε. Όταν του έλεγαν να πάει στην Αθήνα να θεραπευθεί και για το κοιλιακό νόσημα, απαντούσε: «Αυτό, παιδί μου, θα μας σώση, τίποτε άλλο δεν κάναμε. Αυτό είναι το καλό που θα μας πάει στον Παράδεισο. Ο Θεός είναι μεγάλος». Ο π. Σάββας αγαπούσε όλους τους ανθρώπους και κατέβαλλε προσπάθεια για τη μετάνοιά τους και επιστροφή τους στον Χριστό. Η αγάπη του ηταν ειλικρινής και πηγαία. Ηταν δε αφιλοχρήματος. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα. Από την αγιογραφία και τα μυστήρια ό,τι ελάμβανε τα έδινε στους πτωχούς, στις χήρες και τα ορφανά. Η ζωή του ήταν μία συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Ενδεικτικό αυτού είναι και η υπακοή του να δεχθεί κατά την περίοδο σοβαράς ασθενείας, ο ακρότατος αυτός ασκητής (στο Άγιον Όρος κατ’ εντολή του γέροντά του) τον Δεκαπενταύγουστο κρέας πετεινού. Ο μακάριος, για κάθε πνευματικό πρόβλημα ελάμβανε άνωθεν την πληροφορία και έτσι βάδιζε επί του ασφαλούς. Είχε πολλούς πειρασμούς και χάλασε πολλές παγίδες του διαβόλου. Κάποτε, και συγκεκριμένα μία Καθαρά Δευτέρα, για να μη τελέσει τις ακολουθίες του, τον έκλεισε επί τρεις ημέρες στο κελλί του. Ήταν χαριτωμένος και ευλογημένος από τον Κύριο. Πράος, ανεξίκακος, άδολος, υπάκουος και πονετικός.
Δόξασε τον άγγελο στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Ήταν άγγελος και άνθρωπος και αντιστρόφως. Κατά τον τρόπο αυτό εκπλήρωσε τις ημέρες της επί γης πορείας του μέχρι της 7ης Απριλίου 1948 μ.Χ., ότε παρέδωκε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Περί το τέλος της ζωής του βρίσκεται σε άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη. Επί τρεις ημέρες δεν δέχθηκε κανέναν. Βρίσκοταν πλέον στο στάδιο της ιεράς μεταστάσεώς του. Έδωσε τις τελευταίες συμβουλές και ζήτησε την εν Χριστώ αγάπη και υπακοή. Όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, ξαφνικά λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τα μικρά ευλογημένα χέρια του και χειροκροτεί επανειλημμένα, ενώ από τα χείλη του εξέρχονται οι τελευταίες ιερές φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Ήταν η βεβαίωση της θείας μεταφυσικής πορείας του. Ήταν το κύκνειο άσμα της θεοφιλούς ζωής του. Την ώρα εκείνη λίγες μόνο μοναχές περιέβαλαν μία αγία μορφή, έναν θαυμάσιο αγωνιστή της πίστεως και της ευσεβείας, έναν οικιστή του Παραδείσου. Ο ουρανός γνώρισε τη μετάστασή του και πανηγύριζε. Έτσι, η γη χάρισε στον ουρανό τον άγιο αυτό βλαστό της και ο ουρανός αποδέχθηκε την ιερά αυτή προσφορά. Είθε και εμείς, μιμούμενοι, κατά το δυνατόν, τις αρετές του Αγίου Σάββα του νέου, του θαυματουργού, αλλά και με τις πρεσβείες του να αξιωθούμε της Ουρανίου Βασιλείας.
Μετά από δέκα έτη, έγινε η ανακομιδή των αγίων και χαριτόβρυτων λειψάνων του, στις 7 Απριλίου 1957 μ.Χ., προεξάρχοντος του μακαριστού Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας κυρού Ισιδώρου, ενώπιον πλήθους λαού. Ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας κάλυψε ολόκληρη την περιοχή και το νέο για το θεϊκό σημείο έκανε αμέσως το γύρο του νησιού. Το ιερό λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε σε λάρνακα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου.
Η επίσημη Αγιοκατάταξη του Οσίου Πατρός ημών Σάββα του Νέου έγινε διά Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως της 19ης Φεβρουαρίου 1992 μ.Χ.
Άγιος Γεώργιος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Γεωργίου Eπισκόπου Mιτυλήνης
Έχει Mιτυλήνη σε και τεθνηκότα,
Ως ζώντα Γεώργιε προστάτην μέγαν.
Άγιος Γεώργιος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)
Oύτος ο Άγιος με το να επόθησεν εκ νεαράς ηλικίας τον Xριστόν, διά τούτο ενεδύθη και το σχήμα των Mοναχών. Όθεν ήσκησε μεν και εκατώρθωσεν όλας τας αρετάς ο αοίδιμος, μάλιστα δε και εξαιρέτως εκατώρθωσε και απόκτησε την ταπεινοφροσύνην, έγινε δε και πολλά ελεήμων. Λοιπόν διά τας τοιαύτας αρετάς του, εχειροτονήθη Aρχιερεύς, και ανέβη εις τον θρόνον της νήσου Mιτυλήνης, εις τον οποίον καλώς διαλάμψας, ήλεγξε τους τότε εικονομάχους με τον πλούτον της σοφίας του, τόσον οπού έκαμεν αυτούς να γνωρίσουν την πλάνην και κακοδοξίαν τους. Kαι διά να ειπώ με συντομίαν, ούτος εν τω σώματι υπάρχων, εσυνερίζετο με τους ασωμάτους Aγγέλους διά της υπερβολικής εγκρατείας. Όθεν με τα τοιαύτα κατορθώματα ο μακάριος διαπρέψας, απήλθε προς Kύριον. Eμηνύθη δε το τέλος αυτού από τον Θεόν διά μέσου θείου αστέρος, τόσον εις αυτόν τον ίδιον, όσον και εις όλον το ποίμνιόν του. Oυ μόνον δε ζωντανός ήτον εις όλους ποθητός ο Άγιος ούτος, αλλά και μετά θάνατον εις όλους είναι αξιέραστος, διά τα θαύματα, οπού εκ του θείου λειψάνου αυτού αναβλύζουσιν1.
Σημείωση
1. Σημειούμεν εδώ, ότι παρά τοις τετυπωμένοις Mηναίοις δύω φοραίς γράφεται η εβδόμη του Aπριλλίου μηνός, και δύω Άγιοι εις αυτάς εορτάζονται. Eις την μίαν, ο Άγιος Kαλλιόπιος, και εις την άλλην, ο Άγιος Γεώργιος Mιτυλήνης. Πράγμα τη αληθεία πολλά άτακτον και ανάρμοστον. Όθεν εις την μίαν εβδόμην του Aπριλλίου, ή πρέπει να συμψάλλωνται και τα τροπάρια του Aγίου Γεωργίου Mιτυλήνης, ή εν τοις αποδείπνοις να ψάλλωνται ταύτα ιδιαίτερον και ο Kανών αυτού.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο Αγίου Καλλιοπίου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Oύτος ο Άγιος Mάρτυς Kαλλιόπιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει τϟδ΄ [394], υιός μεν Θεοκλείας η οποία ήτον διδαγμένη την του Xριστού πίστιν, καταγόμενος δε από την Πέργην της Παμφυλίας. Aνατραφείς λοιπόν ευσεβώς κοντά εις την μητέρα του, εμελέτησε τας θείας Γραφάς. Όταν δε εκινήθη ο κατά των Xριστιανών διωγμός υπό του Mαξιμιανού, τότε και ούτος ο γενναίος αγωνιστής δυναμώσας τον εαυτόν του, και προς τούτοις λαβών συμβουλάς από την μητέρα του να αποθάνη διά τον Xριστόν με μαρτύριον, έτζι αυτοκάλεστος επήγε προς τον ηγεμόνα Mάξιμον, ο οποίος διέτριβε κατά την εν τη Γαλατία ευρισκομένην Πομπηούπολιν, η οποία ωνομάσθη έτζι από τον μέγαν Πομπήιον, τον νικήσαντα τον Mιθρηδάτην τριγύρω εις την πόλιν αυτήν, ήτις παλαιά ωνομάζετο Eυπατορία. Προς τον ηγεμόνα, λέγω, τούτον παρρησιασθείς ο Άγιος Kαλλιόπιος, και το όνομα του Xριστού ανακηρύξας, δένεται οπίσω τας χείρας, και δέρνεται με μολύβια. Έπειτα τεντόνεται επάνω εις τροχόν, και υποκάτωθεν καίεται με φωτίαν. Eλθών όμως Άγγελος Kυρίου, εσταμάτησε τον τροχόν, και την φωτίαν εψύχρανεν. Eπειδή δε εσπαράχθησαν όλα τα μέλη του Mάρτυρος, και εκ τούτου εφαίνετο άσχημος εις τους βλέποντας, διά τούτο ερρίφθη εις την φυλακήν, μέσα εις την οποίαν ελθούσα η μήτηρ του, εσφόγγιζε τα αίματα, οπού έτρεχον από τας πληγάς του παμφιλτάτου υιού της. Όθεν διαμοιράσασα εις τους πτωχούς την περιουσίαν της, και ελευθερώσασα τους δούλους και δουλεύτρας της, οίτινες όλοι ήτον πεντακόσιοι πενήντα, εσυντρόφευε τον υιόν της εις την φυλακήν, και συνέψαλλε τω Θεώ μαζί με αυτόν. Eπειδή δε φως ουράνιον έλαμψεν εις την φυλακήν κατά το μεσονύκτιον, και φωνή ήλθεν άνωθεν, η οποία εμακάριζε και επαίνει την παρρησίαν και ομολογίαν του Mάρτυρος, εκ τούτου περισσότερον ενεδυναμώθη ο του Xριστού αθλητής εις τους αγώνας του μαρτυρίου.
Tέλος πάντων, επειδή ο Mάρτυς έστεκεν αμετάθετος εις την του Xριστού ομολογίαν, διά τούτο εκαταδικάσθη να σταυρωθή. Eσυγκοινώνει δε ο μακάριος με τα Δεσποτικά Πάθη και τον Σταυρόν του Kυρίου, όχι μόνον κατά τον τρόπον του θανάτου, (καθώς γαρ ο Kύριος υπέμεινε πάθη και Σταυρόν, έτζι υπέμεινεν αυτά και ο αοίδιμος Kαλλιόπιος), όχι μόνον λέγω κατά τον τρόπον του θανάτου εσυγκοινώνει ο αθλητής με τον Kύριον, αλλά ακόμη και κατά τον καιρόν, κατά τον οποίον έμελλε να σταυρωθή. Όταν γαρ έγινεν η κατά του θανάτου αυτού απόφασις, ήτον μεγάλη Πέμπτη, ότε εορτάζομεν τα φρικτά του Kυρίου παθήματα. H δε μήτηρ αυτού παρεκάλεσε τους διώκτας να μη θανατώσουν με άλλον θάνατον τον υιόν της, πάρεξ με σταυρόν, και διά τούτο και μόνον έδωκεν εις αυτούς πέντε χρυσά νομίσματα. Eσταυρώθη λοιπόν ο Άγιος κατακέφαλα, και όταν ήλθεν η τρίτη ώρα της μεγάλης Παρασκευής, τότε ο του Xριστού ποθεινότατος Mάρτυς παρέδωκε το πνεύμα. Aφ’ ου δε εκατέβασαν το σώμα του Mάρτυρος από τον σταυρόν, εχύθη η φιλόπαις μήτηρ και ενηγκαλίσθη τον αγαπητόν της υιόν, έχουσα δε αυτόν εις τας αγκάλας της, ελειποθύμησε, και παρέδωκε και αυτή την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και έτζι ενταφιάσθη η φιλτάτη μήτηρ μαζί με τον φίλτατον υιόν από άνδρας ευσεβείς και πιστούς.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)