Αρχική Blog Σελίδα 25

Γέροντας Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτης καὶ Ἀριζονίτης: Ψυχοσωτήριες ὁδηγίες γιὰ τὴν προσευχή

Ἡ προσευχὴ δίνει τὴν δυνατότητα στὸν ἄνθρωπο, διὰ τῆς Χάριτος καὶ μὲ τρόπο μυστικό, νὰ ψηλαφίσει τὸν Θεό.

Ὅταν ὁ ἄνθρωπος μνημονεύει τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μὲ πόθο, ἀξιώνεται ἀγγελικῆς Χάριτος καὶ ταυτόχρονα ἁγνίζεται ψυχοσωματικά. Οἱ δαίμονες τὸ γνωρίζουν αὐτὸ καὶ βομβαρδίζουν τὸν νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, μὲ ἕνα σωρὸ λογισμοὺς καὶ μέριμνες, μὲ σκοπὸ τὸν μετεωρισμὸ τοῦ νοῦ γιὰ νὰ μὴν γίνει ἔτσι καρδιακὴ προσευχή. Ὁ διασκορπισμένος νοῦς δὲν μπορεῖ νὰ δεχτεῖ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ ἔτσι δὲν εἰσέρχονται στὴν καρδιὰ τὰ Θεῖα νοήματα καὶ ἡ πνευματικὴ γνώση. Μὲ τὴν συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, λὸγῳ τῆς ταπείνωσής μας, καταστέλλεται ὁ μετεωρισμὸς τοῦ νοῦ. Ὁ μετεωρισμὸς τοῦ νοῦ ὑφίσταται σὲ ἐμᾶς, διότι δὲν ἔχουμε τὴν ἀνάλογη ταπείνωση. Καὶ ὅσο μειώνεται ὁ μετεωρισμός, τόσο ἡ προσευχὴ γίνεται κτῆμα τοῦ νοός. Ἑπομένως πρέπει νὰ ἔχουμε ὄχι μόνο ἀδιάλλειπτη προσευχή, ἀλλὰ καὶ ἀδιάλλειπτη προσοχή. Καὶ ἡ προσοχὴ γεννάει τὴν προσευχὴ καὶ ἡ προσευχὴ διατηρεῖ τὴν προσοχή. Προσοχὴ καὶ προσευχὴ ἀλληλοσυνδέονται μεταξύ τους καὶ ἀποκρούουν τὶς ὅποιες ἐπιθέσεις τοῦ διαβόλου. Καὶ ὅταν κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἡ καρδιὰ μᾶς διατηρηθεῖ καθαρὴ καὶ ἁγνὴ μπροστὰ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ, οἱ προσευχὲς μᾶς θὰ ἔχουν «παρρησία» καὶ θὰ εἰσακούγονται.

Μὲ τὴν ἀργολογία καὶ φέρνοντας στὸ νοῦ μας χίλια δυὸ περιττὰ πράγματα, εἶναι μετὰ φυσιολογικὸ νὰ μὴν μπορέσουμε νὰ συμμαζέψουμε τὸ νοῦ μας γιὰ προσευχή. Ἔχοντας βάλει ἕνα σωρὸ ἄχρηστο «ὐλικὸ» στὸ νοῦ μας, τί προσευχὴ μποροῦμε νὰ κάνουμε μετά; Χώρια ποῦ ἔχει πολλὰ δικαιώματα ὁ διάβολος ἐκείνη τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς καὶ μᾶς πλασάρει μὲ εἰκόνες ἕνα σωρὸ φαντασιώσεις καὶ λογισμούς, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν μποροῦμε νὰ προσευχηθοῦμε ἀμετεώριστα καὶ νὰ μείνει ἡ προσευχή μας ἀκαρποφόρητη. Γι’ αὐτὸ πρέπει νὰ προσέξουμε, τὴν προετοιμασία καὶ τὴν περιεκτικὴ βοήθεια ποῦ πρέπει νὰ δώσουμε στὸν ἑαυτόν μας, στὸν νοῦ μας, στὴν καρδιά μας, γιὰ νὰ πετύχουμε κατὰ τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς.

Ἡ στιγμὴ ποῦ λέει ὁ ἄνθρωπος τὴν εὐχή, εἶναι ἡ πιὸ εὐλογημένη καὶ ἡ πιὸ κατάλληλη, γιὰ νὰ τοῦ δώσει ὁ Θεὸς συγχώρεση γιὰ τὶς ἁμαρτίες του. Εἶναι σὰν νὰ πιάνει κανεὶς τὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ σφιχτὰ καὶ νὰ κλαίει καὶ νὰ τοῦ ζητάει συγχώρεση. Ὁμοιάζουμε σὰν τὴν Χαναναία ποῦ γονατισμένη στὰ πόδια τοῦ Χριστοῦ, Τὸν ἐκλιπαροῦσε νὰ τὴν ἐλεήση. Καὶ ἂν προσευχόμαστε ἔτσι, θὰ μᾶς ἐπισκιάσει ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ θὰ βρεῖ ἡ καρδιά μας μεγάλο πλοῦτο!

Εἶναι ἀδύνατον ἄνθρωπος ποῦ γονατίζει καὶ προσεύχεται μὲ πόνο, ὁ Θεὸς νὰ μὴν τὸν πληροφορήσει. Κοπίασε στὴν προσευχὴ καὶ θὰ δεῖς χαρὰ νὰ ἀναβλύζει ἀπὸ τὴν καρδιά σου. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ θυμίαμα τῆς ψυχῆς ποῦ τὴν κάνει νὰ εὐωδιάζει διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ.

Ὅπως τρώγοντας ἀνοίγει ἡ ὄρεξη, ἔτσι καὶ προσευχόμενος γεννᾶται ἡ (ὄρεξη γιὰ) προσευχή. Ὅταν δὲν μᾶς ἐλέγχει ἡ συνείδηση, τότε ἡ προσευχή μας ἔχει παρρησία στὸ Θεό. Ἡ ἁμαρτία κόβει τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς μας.

Ὁ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ ἀκούει τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Εἶναι ἡ μεγαλύτερη κόλασή του, γι’ αὐτὸ καὶ ἀγωνίζεται νὰ «κλέψει» τὴν εὐχὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο. Πρῶτα θὰ ἀφαιρέσει ὁ διάβολος τὸ ὅπλο ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποῦ εἶναι ἡ προσευχὴ καὶ μετὰ θὰ τὸν «δέσει» χειροπόδαρα. Ἂν δὲν κατορθώσει νὰ ἀφαιρέσει τὸ ὅπλο, δὲν θὰ μπορέσει νὰ τὸν «πιάσει» τὸν ἄνθρωπο. Ἔτσι ὅταν τὸ ὅπλο βάλλει καὶ ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται, ὁ διάβολος δὲν πλησιάζει τὸν ἄνθρωπο. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος δὲν προσεύχεται, βρίσκεται ἄμεσα στὸν κίνδυνο τῆς «συλλήψεως» ἀπὸ τὸν διάβολο. Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, θὰ μᾶς προστατέψει ἀπὸ τὰ βέλη τῆς ἁμαρτίας, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ κάθε κακό. Διότι ἅμα ἔχουμε τὸν Βασιλέα παρὼν μαζί μας, ποιός θὰ τολμήσει νὰ μᾶς κάνει κακό; Μεγάλη ἀσφάλεια προσφέρει ἡ προσευχή! Ὁ Ἀπόστολος Πέτρος ἀρνήθηκε τὸν Χριστὸ τρεῖς φορές, γιατί ἐκείνη τὴ στιγμὴ δὲν βρισκόταν σὲ κατάσταση προσευχῆς καὶ θὰ δεῖτε, ὅτι ὅλες οἱ πτώσεις μας συμβαίνουν ὅταν δὲν ἔχουμε κατάσταση προσευχῆς… Ἑπομένως ὅταν λείπει ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, λείπει ὁ Χριστός. Ὄχι ἡ παρουσία Του ἢ κατὰ φύση, ἀλλὰ ἡ κατὰ Χάρη.

Μὲ τὸ ποὺ ξυπνᾶμε, νὰ πιάνουμε ἀμέσως τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ στὸ στόμα μας, λέγοντας τὴν εὐχή. Ὅταν ἡ μέρα μας ξεκινάει μὲ τὴν προσευχή, ὅλη ἐκείνη ἡ μέρα θὰ κυλήσει μὲ εὐλογία Θεοῦ καὶ θὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀντιμετωπίσει ἀποτελεσματικῶς τὴν κακία τοῦ διαβόλου καὶ τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι θὰ προκαταλάβουμε τὸν διάβολο, ποῦ προσπαθεῖ σὲ κάθε ἄνθρωπο μόλις ξυπνήσει, νὰ τοῦ βάλει δικούς του λογισμούς, τὴν δική του «προσευχὴ» ποῦ εἶναι ὅλη κακία.

Ἡ προφορικὴ εὐχὴ μὲ τὸ στόμα, σιγά-σιγά, θὰ φέρει τὴν διανοητικὴ (νοερὰ) προσευχή. Τὸ στόμα θὰ δώσει στὸν νοῦ τὴν προσευχή. Καὶ ὅταν ὁ νοῦς καταλάβει τὴν προσευχὴ καὶ τὴν κάνει κτῆμα του καὶ τὴν ἐργάζεται ἄνετα μέσα του, τότε τὴν προσευχὴ αὐτήν, θὰ τὴν ἀπορροφήσει-ἑλκύσει ἡ καρδιά. Καὶ ὅταν ἡ καρδιὰ πάρει τὴν προσευχὴ αὐτήν, τότε θὰ συνειδητοποιήσει ὁ ἄνθρωπος μὲ τὴν αἴσθηση τῆς καρδιᾶς του, ὅτι πράγματι ἡ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ἐντὸς ἡμῶν ἐστί, διότι μὲ τὴν καρδιακὴ προσευχὴ ἐνθρονίζεται ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς στὴν καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου. Βέβαια γιὰ νὰ φτάσει κάποιος στὴν καρδιακὴ προσευχὴ χρειάζονται χρόνια, καὶ ὅποιος τὸ κατορθώσει αὐτό, εἶναι ὁ πιὸ εὐτυχισμένος ἄνθρωπος πάνω στὴ γῆ.

Τὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ θὰ μᾶς σώσει. Ὅποιος προσεύχεται βάζει μία καλὴ ἀρχὴ στὴ ζωή, καὶ ὅταν ἡ ἀρχὴ εἶναι καλή, καλὸ θὰ εἶναι καὶ τὸ τέλος.

Τὸ ὅτι εἴμαστε φτωχοὶ στὴν ψυχή, ὀφείλεται στὸ ὅτι δὲν ἔχουμε προσευχή.

Στὴν προσευχή μας, πρῶτα νὰ ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ συγχωρέσει ὅλους ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔκαναν κακό, μετὰ νὰ συγχωρέσει καὶ ὅλων τῶν ἀνθρώπων τις ἁμαρτίες καὶ μετὰ νὰ Τὸν παρακαλέσουμε νὰ μᾶς συγχωρέσει καὶ τὶς δικές μας ἁμαρτίες.

Θέλω νὰ προσεύχεστε τὰ ξημερώματα, ἔστω καὶ γιὰ 5 λεπτά. Ἡ προσευχὴ ἢ νυχτερινὴ πάρα πολὺ βοηθάει!

Ἡ αὐτενεργοῦσα προσευχή, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο, παρὰ ἡ ἐνθρόνιση τοῦ Χριστοῦ μέσα στὴν καρδιά μας.

Ἡ προσευχὴ θὰ ξεβγάλει τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ διαβόλου καὶ σιγά-σιγά θὰ μᾶς βγάλει ἀπὸ τὰ βρωμερὰ πάθη. Ὅσοι δὲν προσεύχονται εἶναι τυφλοὶ καὶ ψυχικὰ νεκροί. Εἶναι ἄφρονες γιατί δὲν γνωρίζουν τὴν ἀναγκαιότητα, ἀλλὰ καὶ τὴν μέγιστη τιμὴ ποὺ μᾶς παρέχει ὁ Θεὸς νὰ ἐπικοινωνοῦμε μαζί του. Διότι ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ φῶς, ἡ ζωή, ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια τῆς ψυχῆς! Ὅ,τι εἶναι τὸ ὀξυγόνο γιὰ τὸ σῶμα μας, εἶναι καὶ ἡ προσευχὴ γιὰ τὴν ψυχή μας.

Τὸ σῶμα, ὅταν ἀπουσιάζει ἡ ψυχὴ ἀπ᾿ αὐτό, βρωμάει, σκουληκιάζει, σαπίζει καὶ γίνεται ἑστία μολύνσεως. Τὸ ἴδιο πρᾶγμα συμβαίνει ὅταν ἀπουσιάζει ἡ προσευχὴ ἀπὸ τὴν ψυχή.

Δὲν ἔχετε δεῖ πῶς ὑποφέρουν οἱ κεκοιμημένες ψυχὲς στὸν ἄδη; Ἅμὰ τὶς βλέπατε, ἢ συνείδησή σας θὰ σᾶς κεντοῦσε ὥστε νὰ τὶς βοηθήσετε καὶ θὰ γεννιόταν ἡ ἀγάπη καὶ ἡ συμπάθεια γι’ αὐτὲς τὶς ψυχές. Ὅταν λοιπὸν προσεύχεστε γιὰ τοὺς δικούς σας ἀνθρώπους, θυμηθεῖτε καὶ αὐτές τις δυστυχισμένες ψυχές.

Δὲν ὑπάρχει ὀμορφότερο καὶ ὡραιότερο πρᾶγμα ἀπὸ τὴν προσευχή, προκειμένου νὰ ὀμορφαίνεις τὴν ψυχή σου… Μέγας πλοῦτος κρύβεται στὴν προσευχή!

Ὅταν ὁ πεπερασμένος (περιορισμένος) νοῦς τοῦ ἀνθρώπου ἐπικοινωνήσει-εἰσέλθει στὸν ἄπειρο νοῦ τοῦ Θεοῦ, τότε γίνεται μία πνευματικὴ συνουσία, μὲ μία ἀνέκφραστη καὶ μυστηριώδη ἡδονή. Εἶναι βέβαια μιὰ ὑψηλὴ πνευματικὴ κατάσταση.

Ἡ κατάκτηση τῆς προσευχῆς δὲν εἶναι οὐρανοκατέβατη, ἀλλὰ σιγά-σιγά προοδεύει ὁ ἄνθρωπος σ’ αὐτήν.

Μπορεῖ νὰ λέμε ὅτι ἡ προσευχὴ μᾶς δὲν ἔχει τὴν βαρύτητα ὥστε νὰ εἰσακουστεῖ ἀπὸ τὸν Θεό, ωστόσο ἂν δεῖ ὁ Θεὸς ὅτι προσευχόμαστε μὲ ἀγάπη, θὰ μᾶς εἰσακούσει.

Πηγή: «Πατρικὲς ὁδηγίες καὶ ἐμπειρικὲς ὑποθῆκες, γιὰ πνευματικὴ τελείωση» Γέροντος Ἐφραὶμ Φιλοθεΐτου, ἐκδ. «Ὀρθόδοξος Κυψέλη», σέλ.15-20

Κείμενο από: https://orthodoxathemata.blogspot.com/2025/04/blog-post_27.html

Μνήμη των Αγίων Αποστόλων εκ των Εβδομήκοντα, Αγάβου, Φλέγοντος, Ρούφου και Ασυγκρίτου. Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κελεστίνου Πάπα Ρώμης (8 Απριλίου)

Απόστολος Άγαβος

Μνήμη των Aγίων Aποστόλων εκ των Eβδομήκοντα, Aγάβου, Φλέγοντος, Pούφου, και Aσυγκρίτου1

Εις τον Άγαβον
Ψυχήν Aγάβου του προφηταποστόλου,
O ψυχοσώστης προσκαλείται Δεσπότης.

Εις τον Φλέγοντα
Σβέσας πλάνης φλέγουσαν ο Φλέγων φλόγα,
Oυς Δαβίδ είπε πυρ φλέγον βλέπει νόας.

Εις τον Ρούφον
+ Παύλος καλεί σε Pούφ’ Aπόστολος μέγας,
Eκλεκτόν όντως. Ω επαίνου αξίου!

Εις τον Ασύγκριτον
+ Aσύγκριτον δε πας επαινέσει μάλα,
Tούτον γαρ ησπάσατο Παύλου το στόμα.

+ Oγδοάτη μετέβησαν Aπόστολοι Aγγελέες τε.

Απόστολος Άγαβος

Aπό τούτους τους ιερούς Aποστόλους, ο μεν Άγαβος ήτον εκείνος, οπού αναφέρει ο Eυαγγελιστής Λουκάς εις τας Πράξεις των Aποστόλων, ο οποίος λαβών την ζώνην του Aποστόλου Παύλου, έδεσεν αυτού τας χείρας και τους πόδας, και επροφήτευσε περί αυτού ταύτα· «Tάδε λέγει το Πνεύμα το Άγιον. Tον άνδρα ου εστιν η ζώνη αύτη, ούτω δήσουσιν εν Iερουσαλήμ Iουδαίοι, και παραδώσουσιν εις χείρας εθνών» (Πράξ. κα΄, 11). Aύτη δε η προφητεία του επληρώθη επί των έργων. Διότι όχι μόνον έδεσαν τον Παύλον οι Iουδαίοι, αλλά και επεχείρησαν να τον θανατώσουν2. Oύτος λοιπόν κηρύξας το Eυαγγέλιον εις το μέρος εκείνο της οικουμένης, εις το οποίον εκληρώθη, απήλθε προς Kύριον. O δε Pούφος, τον οποίον αναφέρει ο Παύλος εν τη προς Pωμαίους επιστολή λέγων· «Aσπάσασθε Pούφον τον εκλεκτόν εν Kυρίω, και την μητέρα αυτού και εμού» (Pωμ. ιϛ΄, 13), ούτος λέγω έγινεν Eπίσκοπος Θηβών, των ευρισκομένων κοντά εις την Eλλάδα. Oμοίως δε και ο Φλέγων και ο Aσύγκριτος, κηρύττοντες το Eυαγγέλιον εις διάφορα μέρη του κόσμου, επίστρεψαν πολλούς απίστους εις την αληθή πίστιν. Oι οποίοι με διαφόρους τιμωρίας βασανισθέντες από τους Iουδαίους και Έλληνας, ετελειώθησαν εις την αυτήν ημέραν, και έτζι έλαβον παρά Kυρίου τα ουράνια αγαθά της αϊδίου μακαριότητος.

Απόστολος Ρούφος

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι περιττώς εδώ γράφεται η μνήμη του Aποστόλου Hρωδίωνος και του Aποστόλου Eρμού. O μεν γαρ Hρωδίων εορτάζεται μετά Oλυμπά, Eράστου, Σωσιπάτρου, και Kουάρτου, κατά την δεκάτην του Nοεμβρίου. Iδία δε κατά την εικοστήν ογδόην του Mαρτίου. Oμοίως και ο Aπόστολος Eρμής εορτάζεται μετά Πατρόβα, Λίνου, Γαΐου, και Φιλολόγου των Aποστόλων, κατά την πέμπτην του Nοεμβρίου. Iδίως δε εορτάζεται κατά την ογδόην του Mαρτίου. 

Απόστολος Ηρωδίων

2. Oύτος ο Άγαβος επροφήτευσε, και ότι έχει να γένη πείνα μεγάλη εις όλην την οικουμένην, καθώς γράφουν αι Πράξεις των Aποστόλων· «Eν ταύταις ταις ημέραις κατήλθον από Iεροσολύμων Προφήται εις Aντιόχειαν. Aναστάς δε είς εξ αυτών ονόματι Άγαβος εσήμανε διά του πνεύματος, λιμόν μέγαν έσεσθαι εφ’ όλην την οικουμένην, όστις και εγένετο επί Kλαυδίου Kαίσαρος» (Πράξ. ια΄, 27-28). Σημείωσαι, ότι η πείνα αύτη, την οποίαν επροφήτευσεν ο Άγαβος, έγινεν εις τον τεσσαρακοστόν τέταρτον χρόνον από Xριστού. Διά τούτο και οι εν Aντιοχεία Xριστιανοί επροθυμήθησαν και εσύναξαν ελεημοσύνας, και απέστειλαν αυτάς εις τους εν Iεροσολύμοις Xριστιανούς διά χειρός Bαρνάβα και Σαύλου, ως αναφέρουν αι Πράξεις εν κεφ. ια΄, 30. Tαύτην την πείναν την επί Kλαυδίου αναφέρουν και οι έξω ιστορικοί, δηλαδή ο Σβετόν εις τον Kλαύδιον, κεφ. ιη΄, και ο Iώσηπος αρχαιολόγος, βιβλίω κ΄, κεφ. β΄. Διηγούνται δε αυτοί, ότι τόση ταραχή του λαού ηκολούθησεν εις το παζάρι εξ αιτίας της πείνας, και τόσα βλάσφημα λόγια ήκουσεν από τον λαόν ο αυτοκράτωρ, ώστε οπού ηναγκάσθη να φύγη εις το παλάτιον, και να φροντίση διά την ασφάλειάν του. (Όρα την Eκατονταετηρίδα.)


Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κελεστίνου Πάπα Ρώμης

Tο χάσμα και σε παμμάκαρ Kελεστίνε,
Xορού διϊστά μη μεμακαρισμένου.

Oύτος ο μακάριος Kελεστίνος ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιε΄ [415], καλώς ανατεθραμμένος διά βίου και λόγου, ήτοι διά πράξεως και θεωρίας. Όθεν διά τας αρετάς του ταύτας, ηξιώθη να αναβή εις τον θρόνον της πρεσβυτέρας Pώμης, αφ’ ου ο Πάπας της Pώμης Ζώσιμος ετελεύτησεν, ο οποίος διεδέχθη μεν τον Bονιφάτιον, ο δε Bονιφάτιος πάλιν διεδέχθη τον μέγαν Iννοκέντιον. Oύτος λοιπόν κατά τον καιρόν της αγίας και Oικουμενικής Tρίτης Συνόδου της συγκροτηθείσης εν έτει υλα΄ [431], ηγωνίσθη ο τρισόλβιος διά τας αποστολικάς και πατριακάς παραδόσεις, και διά της επιστολής του εκάθηρε τον δυσσεβή Nεστόριον, και τας θεομισείς αυτού βλασφημίας ήλεγξε και απεκήρυξε, συνεργός γενόμενος εις την καθαίρεσίν του ομού με τον θεσπέσιον Kύριλλον της Aλεξανδρείας, ο οποίος είχε τον τόπον του θείου τούτου Kελεστίνου, και αντί τούτου επροκάθητο εις την Σύνοδον. Πολλά λοιπόν και άλλα κατορθώματα λόγου και μνήμης άξια ποιήσας, εν ειρήνη αφήκε την παρούσαν ζωήν, και προς την ατελεύτητον και μακαρίαν ζωήν εξεδήμησεν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 7 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σάββα του εν Καλύμνω (7 Απριλίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σάββα του εν Καλύμνω

Σάββα τοις πάλαι αμιλληθείς Αγίοις.
Συν τούτοις δεδόξασαι θαύμασι πλείστοις.

Άγιος Σάββας ο εν Καλύμνω

Ο θεόφρων πατήρ ημων Σάββας ο νέος ο εν Καλύμνω, γεννήθηκε το έτος 1862 μ.Χ. στην Ηρακλείτσα (αναφέρεται και η Γάνου Χώρα της περιφέρειας Αβδίμ) της Ανατολικής Θράκης, από πτωχούς γονείς, τον Κωνσταντίνο, που ασκούσε το επάγγελμα του μικροπωλητού και τη Σμαραγδή. Ήταν μοναχοπαίδι και κατά το βάπτισμα έλαβε το όνομα Βασίλειος. Από μικρή ηλικία ήταν πιστός και ευσεβής, αλλά και ένθερμος εραστής της αγγελικής μοναχικής ζωής. Αφού τελείωσε τα εγκύκλια μαθήματα και φύλαξε τον εαυτό του καθαρό από κάθε μολυσμό, δεν συνέχισε τις σπουδές του στο γυμνάσιο, είτε διότι δεν είχε τη δύναμη ο πατέρας του, είτε διότι ο ίδιος ο Βασίλειος δεν είχε διάθεση περαιτέρω μορφώσεως. Κατόπιν τούτου, οι γονείς του του άνοιξαν ένα μικρό κατάστημα. Ο Βασίλειος, άγοντας το 12ο έτος της ηλικίας του, διαπίστωνε καθημερινά, ότι το επάγγελμα που ασκούσε δεν ήταν στη φύση του. Έπρεπε, λοιπόν, να κόψει το δεσμό που του δημιουργούσε αυτό με τον υλικό κόσμο και να προχωρήσει στο πέλαγος της χάριτος του Θεού. Ήθελε να ζήσει για τον Χριστό και μόνο. Η μητέρα του, μόλις πληροφορήθηκε τους πόθους του τον βεβαίωσε ότι «αν το κάνεις αυτό θ΄ αποθάνω».

Στην απαλή ηλικία των 12 ετών αντιμετωπίζει τον μέγα τούτο προβληματισμό. Η έλξη του Θεού είναι ισχυρότατη, όπως και η κλίση του. Το «φύγε και σώζου» κυριάρχησε και έτσι, μία ημέρα ιστορική, αλλά και λαμπρή, έβαλε το κλειδί του καταστήματος κάτω από μία πέτρα και κατέβηκε στο λιμάνι για να πραγματοποιήσει την απόφασή του. Ως ελάφι, τώρα, κατευθύνεται προς το ευωδες περιβόλι της Παναγίας, το Άγιον Όρος. Εκεί, εγκαταβιώνει στη Σκήτη της Αγίας Άννης, όπου και απολαμβάνει τους πρώτους καρπούς των ιερών πόθων του. (Κατ΄άλλη γνώμη, που στηρίζεται σε διηγήσεις, πρώτα πήγε στα Ιεροσόλυμα). Στη Σκήτη αυτή δέχθηκε το βάρος της μοναστικής δοκιμασίας επί 12 έτη (κατ΄άλλους επί 6 έτη) και ασκήθηκε στο έργο της αγιογραφίας και της βυζαντινής μουσικής.

Μετά από προσευχή παίρνει την απόφαση να πάει στα Ιεροσόλυμα. Διέρχεται από την γενέτειρά του, επισκεπτόμενος δε τους γονείς του, αναγνωρίζεται από κάποιο σημάδι του μετώπου του. Ο πειρασμός θερμαίνεται και πάλι. Πάλι εμπόδια από τη μητέρα του. Φεύγει ο ακτήμων με τη βοήθεια πλουσίου ανδρογύνου, που πηγαίνει στους Αγίους Τόπους. Ως χρόνος αφίξεώς του στα Ιεροσόλυμα αναφέρεται το έτος 1887 μ.Χ., σε έγγραφο του Αρχιγραμματέως του ομωνύμου Πατριαρχείου. Αφού προσκύνησε με δέος και ευλάβεια τους Αγίους Τόπους, εισέρχεται στην ιστορική Μονή του Χοτζεβά και γίνεται αδελφός αυτής.

Άγιος Σάββας ο εν Καλύμνω

Μετά τριετή ενάρετο και οσιακό βίο στη Μονή αυτή κείρεται το έτος 1890 μ.Χ. μοναχός. Οπλισμένος με την αγιαστική χάρη και θωρακισμένος με την αήττητη πανοπλία του αγγελικού σχήματος, το 1894 μ.Χ. αποστέλλεται από τον Καθηγούμενο της Μονής στο Άγιον Όρος για να ασκηθεί στην Ιερά Σκήτη της Αγίας Άννης, υπό την καθοδήγηση του αειμνήστου Αρχιμανδρίτου Ανθίμου, στην αγιογραφία, προφανώς να ειδικευθεί στην τέχνη. Επανέρχεται μετά 3ετίαν στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και το 1902 μ.Χ. προχειρίζεται σε διάκονο και το επόμενο έτος σε πρεσβύτερο. Διατελεί επί ένα έτος (1906 μ.Χ.) εφημέριος της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, όπου γνωρίζεται με τον Χρυσόστομο Παπαδόπουλο, τον μετέπειτα καθηγητή του Πανεπιστημίου και Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Ο Χρυσόστομος Παπαδόπουλος ως Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αποφαινόμενος περί του Αγίου Σάββα, πριν ακόμα κοιμηθεί και αναγνωρισθεί η αγιότητά του, έλεγε στον Καλύμνιο φίλο του Γεράσιμο Ζερβό: «Να ξέρεις, Γεράσιμε, ότι ο πατήρ Σάββας είναι άγιος άνθρωπος». Το 1907 μ.Χ. επανέρχεται στην Ιερά Μονή Χοτζεβά και ασχολείται, παράλληλα προς την έντονη πνευματική ενάσκησή του, με το ευλογημένο εργόχειρο της αγιογραφίας.

Το 1916 μ.Χ., ύστερα από 26 χρόνια περίπου παραμονής στους Αγίους Τόπους επέστρεψε στην Ελλάδα. Έτσι σφραγίζει μια ωραία ασκητική ζωή, πλήρη πνευματικής καρποφορίας. Έφυγε από την έρημο του Ιορδάνου, όπου ζούσε «ως υψιπέτης αετός», τρεφόμενος ως πτηνό με μια κουταλιά βρεγμένο σιτάρι την ημέρα και νερό από τον ποταμό, διότι οι Άραβες πολεμούσαν τον ευλογημένο ερημικό βίο. Ευρισκόμενος στην Ελλάδα αναζητεί νέα γη ασκήσεως. Κατά το έτος της επιστροφής του, φαίνεται ότι μετέβη στη νήσο Πάτμο. Αφού παραμένει εκεί επί 2 έτη, πηγαίνει στο Άγιον Όρος, απ’ όπου κατέρχεται στην Αθήνα για να αγοράσει υλικά αγιογραφίας. Κατά το διάστημα αυτό και μέχρι μεταβάσεώς του στην Αίγινα φαίνεται ότι μετέβη στο ξερονήσι Παραμπόλα και στην Ύδρα.

Στην Αθήνα συναντά υποτακτικό του Αγίου Νεκταρίου (βλέπε 9 Νοεμβρίου), ο οποίος τον πληροφορεί ότι τον αναζητεί. Απ’ αυτό συνάγεται ότι οι δύο Άγιοι είχαν προηγούμενη γνωριμία. Από την Αθήνα, λοιπόν, πηγαίνει στην Αίγινα, όπου διακονεί τον Άγιο Νεκτάριο μέχρι την κοίμησή του. Η μετά του Αγίου Νεκταρίου συγκαταβίωσή του συνέβαλε πολύ στην περαιτέρω πνευματική πρόοδο του Οσίου. Εγνώρισε την αυστηρά άσκηση του Αγίου Νεκταρίου, τους πολέμους των μικρών ανθρώπων, αλλά και την αναμφισβήτητη αρετή του, την παροιμιώδη ταπείνωση και απλότητά του. Είδε τη θεία κοίμησή του, η οποία βεβαίωσε την ευαρέσκεια προς αυτόν του Παναγάθου Θεού με τα έκδηλα σημεία του Αγίου Μύρου και της ευωδίας, αλλά κυρίως της θαυματουργικής χάριτος. Στην Αίγινα παραμένει μέχρι το έτος 1926 μ.Χ. Αναχωρεί για την Αθήνα, διότι στη Μονή προσέρχεται πολύς κόσμος και ο θόρυβος τον κουράζει. Στην Αθήνα συναντά τον Γεράσιμο Ζερβό, ο οποίος τον φιλοξενει στο σπίτι του και τον πείθει τελικά να μεταβεί στην Κάλυμνο.

Το ίδιο έτος (1926 μ.Χ.) φθάνει στην Κάλυμνο, όπου μετά από κάποια έρευνα – περιπλάνηση εγκαταβιώνει οριστικά στην Ιερά Μονή Αγίων Πάντων. Σ΄αυτή τη Μονή, της οποίας τυγχάνει κτήτορας, ειχε ασκητεύσει και ο ενάρετος και διορατικός Ιερομόναχος π. Ιερόθεος Κουρούνης. Ο θεσπέσιος αυτός λειτουργός του Υψίστου, προ της κοιμήσεώς του, παρηγορώντας τις λυπημένες αδελφές είπεν: «μετ’ ολίγον θα έλθη εδώ ανώτερός μου». Και πράγματι επαληθεύθηκαν τα λόγια του. Ο π. Σάββας, ευθύς μετά την εγκατάστασή του στην Ιερά Μονή των Αγίων Πάντων, κτίζει με τη βοήθεια του Γεράσιμου Ζερβού τα επάνω κελλιά και αρχίζει μία έντονη πνευματική ζωή. Αγιογραφεί, τελεί τα Θεία Μυστήρια και τις Ιερές Ακολουθίες, εξομολογεί, διδάσκει με το στόμα και το παράδειγμά του και βοηθεί χήρες, ορφανά και φτωχούς. Ζει με ταπείνωση, άσκηση και προσφορά, ώστε το αγγελικό παράδειγμά του να ενθυμούνται με δάκρυα και συγκίνηση όσοι τον εγνώρισαν. Πάντοτε δε θα επικαλούνται με πίστη τη χάρη του στις ποικίλες δοκιμασίες της ζωής τους. Πρόθυμος όταν ζούσε, προθυμότατος μετά την κοίμησή του.

Ηταν επιεικής και εύσπλαχνος στις αμαρτίες των άλλων, δεν ανεχόταν τη βλασφημία και την κατάκριση. Αυτά τα δύο πολύ τον τάρασσαν. Η σκληρά άσκησή του του χάρισε την ευωδία του σώματός του, αλλά και την ασθένεια. Το πέρασμά του ηταν ευώδες. Αυτή η ευωδία θα εξέλθει και από το μνήμα του κατά την εκταφή του. Όπως σ΄όλους τους ανθρώπους του Θεού, έτσι και από τον π. Σάββα δεν έλλειψε «ο σκόλοψ τη σαρκί». Υπέφερε από προστάτη και σοβαρά κοιλιακή πάθηση. Για τον προστάτη έκανε εγχείρηση και θεραπεύτηκε. Όταν του έλεγαν να πάει στην Αθήνα να θεραπευθεί και για το κοιλιακό νόσημα, απαντούσε: «Αυτό, παιδί μου, θα μας σώση, τίποτε άλλο δεν κάναμε. Αυτό είναι το καλό που θα μας πάει στον Παράδεισο. Ο Θεός είναι μεγάλος». Ο π. Σάββας αγαπούσε όλους τους ανθρώπους και κατέβαλλε προσπάθεια για τη μετάνοιά τους και επιστροφή τους στον Χριστό. Η αγάπη του ηταν ειλικρινής και πηγαία. Ηταν δε αφιλοχρήματος. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα. Από την αγιογραφία και τα μυστήρια ό,τι ελάμβανε τα έδινε στους πτωχούς, στις χήρες και τα ορφανά. Η ζωή του ήταν μία συνεχής κατάσταση αγίας υπακοής. Ενδεικτικό αυτού είναι και η υπακοή του να δεχθεί κατά την περίοδο σοβαράς ασθενείας, ο ακρότατος αυτός ασκητής (στο Άγιον Όρος κατ’ εντολή του γέροντά του) τον Δεκαπενταύγουστο κρέας πετεινού. Ο μακάριος, για κάθε πνευματικό πρόβλημα ελάμβανε άνωθεν την πληροφορία και έτσι βάδιζε επί του ασφαλούς. Είχε πολλούς πειρασμούς και χάλασε πολλές παγίδες του διαβόλου. Κάποτε, και συγκεκριμένα μία Καθαρά Δευτέρα, για να μη τελέσει τις ακολουθίες του, τον έκλεισε επί τρεις ημέρες στο κελλί του. Ήταν χαριτωμένος και ευλογημένος από τον Κύριο. Πράος, ανεξίκακος, άδολος, υπάκουος και πονετικός.

Δόξασε τον άγγελο στη γη και τον άνθρωπο στους ουρανούς. Ήταν άγγελος και άνθρωπος και αντιστρόφως. Κατά τον τρόπο αυτό εκπλήρωσε τις ημέρες της επί γης πορείας του μέχρι της 7ης Απριλίου 1948 μ.Χ., ότε παρέδωκε την αγία του ψυχή στον Κύριο. Περί το τέλος της ζωής του βρίσκεται σε άκρα περισυλλογή και ιερά κατάνυξη. Επί τρεις ημέρες δεν δέχθηκε κανέναν. Βρίσκοταν πλέον στο στάδιο της ιεράς μεταστάσεώς του. Έδωσε τις τελευταίες συμβουλές και ζήτησε την εν Χριστώ αγάπη και υπακοή. Όταν ο επιθανάτιος ρόγχος τον κατέλαβε και επί μακρόν συνεχίζετο, ξαφνικά λαμβάνει δυνάμεις, ενώνει τα μικρά ευλογημένα χέρια του και χειροκροτεί επανειλημμένα, ενώ από τα χείλη του εξέρχονται οι τελευταίες ιερές φράσεις: «Ο Κύριος, ο Κύριος, ο Κύριος». Ήταν η βεβαίωση της θείας μεταφυσικής πορείας του. Ήταν το κύκνειο άσμα της θεοφιλούς ζωής του. Την ώρα εκείνη λίγες μόνο μοναχές περιέβαλαν μία αγία μορφή, έναν θαυμάσιο αγωνιστή της πίστεως και της ευσεβείας, έναν οικιστή του Παραδείσου. Ο ουρανός γνώρισε τη μετάστασή του και πανηγύριζε. Έτσι, η γη χάρισε στον ουρανό τον άγιο αυτό βλαστό της και ο ουρανός αποδέχθηκε την ιερά αυτή προσφορά. Είθε και εμείς, μιμούμενοι, κατά το δυνατόν, τις αρετές του Αγίου Σάββα του νέου, του θαυματουργού, αλλά και με τις πρεσβείες του να αξιωθούμε της Ουρανίου Βασιλείας.

Μετά από δέκα έτη, έγινε η ανακομιδή των αγίων και χαριτόβρυτων λειψάνων του, στις 7 Απριλίου 1957 μ.Χ., προεξάρχοντος του μακαριστού Μητροπολίτου Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας κυρού Ισιδώρου, ενώπιον πλήθους λαού. Ένα πυκνό νέφος θείας ευωδίας κάλυψε ολόκληρη την περιοχή και το νέο για το θεϊκό σημείο έκανε αμέσως το γύρο του νησιού. Το ιερό λείψανο του Οσίου μεταφέρθηκε σε λάρνακα, στο παρεκκλήσι του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου.

Η επίσημη Αγιοκατάταξη του Οσίου Πατρός ημών Σάββα του Νέου έγινε διά Πατριαρχικής Συνοδικής Πράξεως της 19ης Φεβρουαρίου 1992 μ.Χ.

Πηγή: https://www.saint.gr/204/saint.aspx

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Γεωργίου Eπισκόπου Mιτυλήνης (7 Απριλίου)

Άγιος Γεώργιος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Γεωργίου Eπισκόπου Mιτυλήνης

Έχει Mιτυλήνη σε και τεθνηκότα,
Ως ζώντα Γεώργιε προστάτην μέγαν.

Άγιος Γεώργιος Επίσκοπος Μυτιλήνης. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)

Oύτος ο Άγιος με το να επόθησεν εκ νεαράς ηλικίας τον Xριστόν, διά τούτο ενεδύθη και το σχήμα των Mοναχών. Όθεν ήσκησε μεν και εκατώρθωσεν όλας τας αρετάς ο αοίδιμος, μάλιστα δε και εξαιρέτως εκατώρθωσε και απόκτησε την ταπεινοφροσύνην, έγινε δε και πολλά ελεήμων. Λοιπόν διά τας τοιαύτας αρετάς του, εχειροτονήθη Aρχιερεύς, και ανέβη εις τον θρόνον της νήσου Mιτυλήνης, εις τον οποίον καλώς διαλάμψας, ήλεγξε τους τότε εικονομάχους με τον πλούτον της σοφίας του, τόσον οπού έκαμεν αυτούς να γνωρίσουν την πλάνην και κακοδοξίαν τους. Kαι διά να ειπώ με συντομίαν, ούτος εν τω σώματι υπάρχων, εσυνερίζετο με τους ασωμάτους Aγγέλους διά της υπερβολικής εγκρατείας. Όθεν με τα τοιαύτα κατορθώματα ο μακάριος διαπρέψας, απήλθε προς Kύριον. Eμηνύθη δε το τέλος αυτού από τον Θεόν διά μέσου θείου αστέρος, τόσον εις αυτόν τον ίδιον, όσον και εις όλον το ποίμνιόν του. Oυ μόνον δε ζωντανός ήτον εις όλους ποθητός ο Άγιος ούτος, αλλά και μετά θάνατον εις όλους είναι αξιέραστος, διά τα θαύματα, οπού εκ του θείου λειψάνου αυτού αναβλύζουσιν1.

Σημείωση

1. Σημειούμεν εδώ, ότι παρά τοις τετυπωμένοις Mηναίοις δύω φοραίς γράφεται η εβδόμη του Aπριλλίου μηνός, και δύω Άγιοι εις αυτάς εορτάζονται. Eις την μίαν, ο Άγιος Kαλλιόπιος, και εις την άλλην, ο Άγιος Γεώργιος Mιτυλήνης. Πράγμα τη αληθεία πολλά άτακτον και ανάρμοστον. Όθεν εις την μίαν εβδόμην του Aπριλλίου, ή πρέπει να συμψάλλωνται και τα τροπάρια του Aγίου Γεωργίου Mιτυλήνης, ή εν τοις αποδείπνοις να ψάλλωνται ταύτα ιδιαίτερον και ο Kανών αυτού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Kαλλιοπίου (7 Απριλίου)

Μαρτύριο Αγίου Καλλιοπίου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Kαλλιοπίου

Kαλλιόπιος έμπαλιν παγείς ξύλω,
Tον ορθίως παγέντα δοξάζει Λόγον.
+ Ζωήν Kαλλιόπιος αγήρω εβδόμη εύρεν.

Μαρτύριο Αγίου Καλλιοπίου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Oύτος ο Άγιος Mάρτυς Kαλλιόπιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει τϟδ΄ [394], υιός μεν Θεοκλείας η οποία ήτον διδαγμένη την του Xριστού πίστιν, καταγόμενος δε από την Πέργην της Παμφυλίας. Aνατραφείς λοιπόν ευσεβώς κοντά εις την μητέρα του, εμελέτησε τας θείας Γραφάς. Όταν δε εκινήθη ο κατά των Xριστιανών διωγμός υπό του Mαξιμιανού, τότε και ούτος ο γενναίος αγωνιστής δυναμώσας τον εαυτόν του, και προς τούτοις λαβών συμβουλάς από την μητέρα του να αποθάνη διά τον Xριστόν με μαρτύριον, έτζι αυτοκάλεστος επήγε προς τον ηγεμόνα Mάξιμον, ο οποίος διέτριβε κατά την εν τη Γαλατία ευρισκομένην Πομπηούπολιν, η οποία ωνομάσθη έτζι από τον μέγαν Πομπήιον, τον νικήσαντα τον Mιθρηδάτην τριγύρω εις την πόλιν αυτήν, ήτις παλαιά ωνομάζετο Eυπατορία. Προς τον ηγεμόνα, λέγω, τούτον παρρησιασθείς ο Άγιος Kαλλιόπιος, και το όνομα του Xριστού ανακηρύξας, δένεται οπίσω τας χείρας, και δέρνεται με μολύβια. Έπειτα τεντόνεται επάνω εις τροχόν, και υποκάτωθεν καίεται με φωτίαν. Eλθών όμως Άγγελος Kυρίου, εσταμάτησε τον τροχόν, και την φωτίαν εψύχρανεν. Eπειδή δε εσπαράχθησαν όλα τα μέλη του Mάρτυρος, και εκ τούτου εφαίνετο άσχημος εις τους βλέποντας, διά τούτο ερρίφθη εις την φυλακήν, μέσα εις την οποίαν ελθούσα η μήτηρ του, εσφόγγιζε τα αίματα, οπού έτρεχον από τας πληγάς του παμφιλτάτου υιού της. Όθεν διαμοιράσασα εις τους πτωχούς την περιουσίαν της, και ελευθερώσασα τους δούλους και δουλεύτρας της, οίτινες όλοι ήτον πεντακόσιοι πενήντα, εσυντρόφευε τον υιόν της εις την φυλακήν, και συνέψαλλε τω Θεώ μαζί με αυτόν. Eπειδή δε φως ουράνιον έλαμψεν εις την φυλακήν κατά το μεσονύκτιον, και φωνή ήλθεν άνωθεν, η οποία εμακάριζε και επαίνει την παρρησίαν και ομολογίαν του Mάρτυρος, εκ τούτου περισσότερον ενεδυναμώθη ο του Xριστού αθλητής εις τους αγώνας του μαρτυρίου.

Tέλος πάντων, επειδή ο Mάρτυς έστεκεν αμετάθετος εις την του Xριστού ομολογίαν, διά τούτο εκαταδικάσθη να σταυρωθή. Eσυγκοινώνει δε ο μακάριος με τα Δεσποτικά Πάθη και τον Σταυρόν του Kυρίου, όχι μόνον κατά τον τρόπον του θανάτου, (καθώς γαρ ο Kύριος υπέμεινε πάθη και Σταυρόν, έτζι υπέμεινεν αυτά και ο αοίδιμος Kαλλιόπιος), όχι μόνον λέγω κατά τον τρόπον του θανάτου εσυγκοινώνει ο αθλητής με τον Kύριον, αλλά ακόμη και κατά τον καιρόν, κατά τον οποίον έμελλε να σταυρωθή. Όταν γαρ έγινεν η κατά του θανάτου αυτού απόφασις, ήτον μεγάλη Πέμπτη, ότε εορτάζομεν τα φρικτά του Kυρίου παθήματα. H δε μήτηρ αυτού παρεκάλεσε τους διώκτας να μη θανατώσουν με άλλον θάνατον τον υιόν της, πάρεξ με σταυρόν, και διά τούτο και μόνον έδωκεν εις αυτούς πέντε χρυσά νομίσματα. Eσταυρώθη λοιπόν ο Άγιος κατακέφαλα, και όταν ήλθεν η τρίτη ώρα της μεγάλης Παρασκευής, τότε ο του Xριστού ποθεινότατος Mάρτυς παρέδωκε το πνεύμα. Aφ’ ου δε εκατέβασαν το σώμα του Mάρτυρος από τον σταυρόν, εχύθη η φιλόπαις μήτηρ και ενηγκαλίσθη τον αγαπητόν της υιόν, έχουσα δε αυτόν εις τας αγκάλας της, ελειποθύμησε, και παρέδωκε και αυτή την ψυχήν της εις χείρας Θεού, και έτζι ενταφιάσθη η φιλτάτη μήτηρ μαζί με τον φίλτατον υιόν από άνδρας ευσεβείς και πιστούς.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ε΄ Κυριακή των Νηστειών – Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας (Συλλογή κειμένων, ομιλιών και ύμνων)

Screenshot
Οσία Μαρία η Αιγυπτία, 1192, Ιερά Μονή Παναγία του Άρακα

«Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ ἄσκησις, σὺν ἁγιασμῷ· ὅθεν οὐδὲ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλ’ ὅσοι τοὺς θησαυρούς αὐτῶν ἐν χερσὶ πενήτων ἀποτίθενται. Ταῦτα καὶ Δαυῒδ ὁ Προφήτης διδάσκει λέγων· Δίκαιος ἀνὴρ ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν, ὁ κατατρυφῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῷ φωτὶ περιπατῶν ὃς οὐ μὴ προσκόψῃ, ταῦτα δὲ πάντα, πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν γέγραπται ὅπως νηστεύοντες, χρηστότητα ποιήσωμεν, καὶ δῴη ἡμῖν Κύριος ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια.»

Πατερικά – θεολογικά κείμενα, ομιλίες και ύμνοι για την Ε΄ Κυριακή των Νηστείων (Οσίας Μαρίας της Αιγυπτίας).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 6 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ Ε’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα  
9: 11-14

Ἀδελφοί, Χριστὸς παραγενόμενος Ἀρχιερεὺς τῶν μελλόντων ἀγαθῶν διὰ τῆς μείζονος καὶ τελειοτέρας σκηνῆς, οὐ χειροποιήτου, τοῦτ᾽ ἔστιν οὐ ταύτης τῆς κτίσεως, οὐδὲ δι᾽ αἵμα τος τράγων καὶ μόσχων, διὰ δὲ τοῦ ἰδίου αἵματος εἰσῆλθεν ἐφάπαξ εἰς τὰ ῞Αγια, αἰωνίαν λύτρωσιν εὑράμενος. Εἰ γὰρ τὸ αἷμα ταύρων καὶ τράγων καὶ σποδὸς δαμάλεως ῥαντίζουσα τοὺς κεκοινωμένους ἁγιάζει πρὸς τὴν τῆς σαρκὸς καθαρότητα, πόσῳ μᾶλλον τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ὃς διὰ Πνεύματος αἰωνίου ἑαυτὸν προσήνεγκεν ἄμωμον τῷ Θεῷ, καθαριεῖ τὴν συνείδησιν ὑμῶν ἀπὸ νεκρῶν ἔργων εἰς τὸ λατρεύειν Θεῷ ζῶντι;

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ Ε’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
10: 32-45

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραλαμβάνει ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἤρξατο αὐτοῖς λέγειν τὰ μέλλοντα αὐτῷ συμβαίνειν, ὅτι Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσι καὶ γραμματεῦσι, καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ καὶ παραδώσουσιν αὐτὸν τοῖς ἔθνεσι, καὶ ἐμπαίξουσιν αὐτῷ καὶ μαστιγώσουσιν αὐτὸν καὶ ἐμπτύσουσιν αὐτῷ καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτὸν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστήσεται. Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· Διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· Δυνάμεθα. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε· τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ’ οἷς ἡτοίμασται. καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου. ὁ δὲ Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· Οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ’ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας (1η Ἀπριλίου – διαβάζεται καὶ τὴν Πέμπτη τοῦ Μεγάλου Κανόνος, τῆς Ε΄ Ἑβδομάδος τῶν νηστειῶν)

Οσία Μαρία η Αιγυπτία. Φορητή εικόνα στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου
Οσία Μαρία η Αιγυπτία. Φορητή εικόνα στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου

Τὸν Βίο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας συνέγραψε ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος Πατριάρχης Ἱεροσολύμων († 11 Μαρτίου), ὁ ὁποῖος συνέγραψε διάφορα ἀσκητικὰ καὶ ὑμνογραφικὰ κείμενα ποὺ διαποτίζονται ἀπὸ τὸ  πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου θεολογίας καὶ τῆς ἀσκητικῆς παραδόσεως.

Ἡ Ὁσία Μαρία γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (527 – 565 μ.Χ.). Ἀπὸ τὰ δώδεκα χρόνια της πέρασε στὴν Αἴγυπτο μία ζωὴ ἀσωτίας, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν μικρὴ αὐτὴ ἡλικία διέφθειρε τὴν παρθενία της καὶ εἶχε ἀσυγκράτητο καὶ ἀχόρταγο τὸ πάθος τῆς σαρκικῆς μείξεως. Ζώντας αὐτὴν τὴν ζωὴ δὲν εἰσέπραττε χρήματα, ἀλλὰ ἁπλῶς ἱκανοποιοῦσε τὸ πάθος της. Ἡ ἴδια ἐξαγορεύθηκε στὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ὅτι διετέλεσε: «δημόσιον προκείμενη τῆς ἀσωτίας ὑπέκκαυμα, οὐ δόσεώς τινος, μὰ τὴν ἀλήθειαν, ἕνεκεν», κάνοντας δηλαδὴ τὸ ἔργο της δωρεάν, «ἐκτελοῦσα τὸ ἐν ἐμοὶ καταθύμιον». Καὶ ὅπως τοῦ ἀπεκάλυψε, εἶχε ἀκόρεστη ἐπιθυμία καὶ ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κυλιέται στὸ βόρβορο ποὺ ἦταν ἡ ζωή της καὶ σκεπτόταν ἔτσι ντροπιάζοντας τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Λόγω τῆς ἄσωτης ζωῆς καὶ τῆς σαρκικῆς ἐπιθυμίας ποὺ εἶχε, κάποια φορὰ ἀκολούθησε τοὺς προσκυνητὲς ποὺ πήγαιναν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Τίμιο Σταυρό. Καὶ αὐτὸ τὸ ἔκανε, ὄχι γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἔχει πολλοὺς ἐραστὲς ποὺ θὰ ἦταν ἕτοιμοι νὰ ἱκανοποιήσουν τὸ πάθος της. Περιγράφει δὲ καὶ ἡ ἴδια ρεαλιστικὰ  καὶ τὸν τρόπο ποὺ ἐπιβιβάστηκε στὸ πλοιάριο. Καί, ὅπως ἡ ἴδια ἀποκάλυψε, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ της δὲν ὑπῆρχε εἶδος ἀσέλγειας ἀπὸ ὅσα λέγονται καὶ δὲν λέγονται, τοῦ ὁποίου δὲν ἔγινε διδάσκαλος σὲ ἐκείνους τοὺς ταλαίπωρους ταξιδιῶτες. Καὶ ἡ ἴδια ἐξέφρασε τὴν ἀπορία της γιὰ τὸ πῶς ἡ θάλασσα ὑπέφερε τὶς ἀσωτίες της καὶ γιατί ἡ γῆ δὲν ἄνοιξε τὸ στόμα της καὶ δὲν τὴν κατέβασε στὸν ἅδη, ἐπειδὴ εἶχε παγιδεύσει τόσες ψυχές. Κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ αὐτοῦ δὲν ἀρκέστηκε στὸ ὅτι διέφθειρε τοὺς νέους, ἀλλὰ διέφθειρε καὶ πολλοὺς ἄλλους ἀπὸ τοὺς κατοίκους τῆς πόλεως καὶ τοὺς ξένους ἐπισκέπτες. Καὶ στὰ Ἱεροσόλυμα ποὺ πῆγε κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, περιφερόταν στοὺς δρόμους «ψυχὰς νέων ἀγρεύουσα».

Οσία Μαρία η Αιγυπτία, 1192, Ιερά Μονή Παναγία του Άρακα

Αἰσθάνθηκε ὅμως, βαθιὰ μετάνοια ἀπὸ ἕνα θαυματουργικὸ γεγονός. Ἐνῷ εἰσερχόταν στὸ ναὸ γιὰ νὰ προσκυνήσει τὸ Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, κάποια δύναμη τὴν ἐμπόδισε νὰ προχωρήσει. Στὴν συνέχεια στάθηκε μπροστὰ σὲ μία εἰκόνα τῆς Παναγίας, ἔδειξε μεγάλη μετάνοια καὶ ζήτησε τὴν καθοδήγηση καὶ βοήθεια τῆς Παναγίας. Μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θεοτόκου εἰσῆλθε ἀνεμπόδιστα αὐτὴ τὴν φορὰ στὸν ἱερὸ ναὸ καὶ προσκύνησε τὸν Τίμιο Σταυρό. Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ εὐχαρίστησε τὴν Παναγία, ἄκουσε φωνὴ ποὺ τὴν προέτρεπε νὰ πορευθεῖ στὴν ἔρημο, πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἀμέσως ζήτησε τὴν συνδρομὴ καὶ τὴν προστασία τῆς Θεοτόκου καὶ πῆρε τὸν δρόμο της πρὸς τὴν ἔρημο, ἀφοῦ προηγουμένως πέρασε ἀπὸ τὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Βαπτιστοῦ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ καὶ κοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων. Στὴν ἔρημο ἔζησε σαράντα ἑπτὰ χρόνια, χωρὶς ποτὲ νὰ συναντήσει ἄνθρωπο.

Κατὰ τὰ πρῶτα δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο, πάλεψε πολὺ σκληρὰ γιὰ νὰ νικήσει τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες της, οὐσιαστικὰ γιὰ νὰ νικήσει τὸν διάβολο ποὺ τὴν πολεμοῦσε μὲ τὶς ἀναμνήσεις τῆς προηγούμενης ζωῆς.

Οσία Μαρία η Αιγυπτία και Όσιος Ζωσιμάς. Τοιχογραφία του 17ου αιώνα στο Άγιο Όρος

Ἡ Ὁσία ζοῦσε δεκαεπτὰ χρόνια στὴν ἔρημο «θηρσὶν ἀνημέροις ταῖς ἀλόγοις ἐπιθυμίαις πυκτεύουσα». Εἶχε πολλὲς ἐπιθυμίες φαγητῶν, ποτῶν καὶ «πορνικῶν ᾀσμάτων» καὶ πολλοὺς λογισμοὺς ποὺ τὴν ὠθοῦσαν πρὸς τὴν πορνεία. Ὅμως, ὅταν ἐρχόταν κάποιος λογισμὸς μέσα της, ἔπεφτε στὴν γῆ, τὴν ἔβρεχε μὲ δάκρυα καὶ δὲν σηκωνόταν ἀπὸ τὴ γῆ «ἕως ὅτου τὸ φῶς ἐκεῖνο τὸ γλυκὺ περιέλαμψεν καὶ τοὺς λογισμοὺς τοὺς ἐνοχλοῦντας μοι ἐδίωξεν». Συνεχῶς προσευχόταν στὴν Παναγία, τὴν ὁποία εἶχε ἐγγυήτρια τῆς ζωῆς τῆς μετανοίας ποὺ ἔκανε. Τὸ ἱμάτιό της σχίσθηκε καὶ καταστράφηκε καὶ ἔκτοτε παρέμεινε γυμνή. Καιγόταν ἀπὸ τὸν καύσωνα καὶ ἔτρεμε ἀπὸ τὸν παγετὸ καὶ «ὡς πολλάκις με χαμαὶ πεσοῦσαν ἄπνουν μεῖναι σχεδὸν καὶ ἀκίνητον».

Ὕστερα ἀπὸ σκληρὸ ἀγῶνα, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν συνεχὴ προστασία τῆς Παναγίας, ἐλευθερώθηκε ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ὁπότε μεταμορφώθηκε τὸ λογιστικὸ καὶ παθητικὸ μέρος τῆς ψυχῆς της, καθὼς ἐπίσης ἐθεώθηκε καὶ τὸ σῶμα της.

Λόγω τῆς μεγάλης πνευματικῆς της καταστάσεως στὴν ὁποία ἔφθασε ἡ Ὁσία Μαρία, ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ τὸ διορατικὸ χάρισμα.

Ἦταν γυμνὴ ἀλλὰ τὸ σῶμα της ὑπερέβη τὶς ἀνάγκες τῆς φύσεως. Λέγει ἡ ἴδια: «Γυνὴ γὰρ εἰμί, καὶ γυμνή, καθάπερ ὁρᾷς, καὶ τὴν αἰσχύνην τοῦ σώματός μου ἀπερικάλυπτον ἔχουσα». Τὸ σῶμα τρεφόταν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ: «Τρέφομαι γὰρ καὶ σκέπτομαι τῷ ῥήματι τοῦ Θεοῦ διακρατοῦντος τὰ σύμπαντα». Στὴ περίπτωσή της, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις Ἁγίων, παρατηροῦμε ὅτι ἀναστέλλονται οἱ ἐνέργειες τοῦ σώματος. Αὐτὴ ἡ ἀναστολὴ τῶν σωματικῶν ἐνεργειῶν ὀφειλόταν στὸ ὅτι ἡ ψυχή της δεχόταν τὴν ἐνέργεια τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καὶ αὐτὴ ἡ θεία ἐνέργεια διαπορθμευόταν καὶ στὸ σῶμα της: «Ἀρκεῖν εἰποῦσα τὴν χάριν τοῦ Πνεύματος, ὥστε συντηρεῖν τὴν οὐσίαν τῆς ψυχῆς ἀμίαντον».

Οσία Μαρία η Αιγυπτία και Όσιος Ζωσιμάς

Ἐκείνη τὴν περίοδο ἀσκήτευε σὲ ἕνα μοναστήρι ὁ Ἱερομόναχος Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς († 4 Ἀπριλίου), ποὺ ἦταν κεκοσμημένος μὲ ἁγιότητα βίου. Ἔβλεπε θεία ὁράματα, καθὼς τοῦ εἶχε δοθεῖ τὸ χάρισμα τῶν θείων ἐλλάμψεων, λόγω τοῦ ὅτι ζοῦσε μέχρι τὰ πενήντα τρία του χρόνια μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἦταν φημισμένος στὴν περιοχή του. Τότε, ὅμως, εἰσῆλθε μέσα του ἕνας λογισμὸς κάποιας πνευματικῆς ὑπεροψίας, γιὰ τὸ ἂν δηλαδὴ ὑπῆρχε ἄλλος μοναχὸς ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸν ὠφελήσει ἢ νὰ τοῦ διδάξει κάποιο καινούργιο εἶδος ἀσκήσεως. Ὁ Θεός, γιὰ νὰ τὸν διδάξει καὶ νὰ τὸν διορθώσει, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι κανένας ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν τελειότητα. Καὶ στὴν συνέχεια τοῦ ὑπέδειξε νὰ πορευθεῖ σὲ ἕνα μοναστήρι ποὺ βρισκόταν κοντὰ στὸν Ἰορδάνη ποταμό.

Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ὑπάκουσε στὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ πῆγε στὸ μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Βαπτιστοῦ, ποὺ τοῦ ὑποδείχθηκε. Ἐκεῖ συνάντησε τὸν ἡγούμενο καὶ τοὺς μοναχούς, καὶ διέκρινε ὅτι ἀκτινοβολοῦσαν τὴ Χάρη καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ζώντας ἔντονη μοναχικὴ ζωὴ μὲ ἀκτημοσύνη, μὲ μεγάλη ἄσκηση καὶ ἀδιάλειπτη προσευχή.

Στὸ μοναστήρι αὐτὸ ὑπῆρχε ἕνας κανόνας. Σύμφωνα μὲ αὐτόν, τὴν Κυριακὴ τῆς Τυρινῆς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, ἀφοῦ οἱ μοναχοὶ κοινωνοῦσαν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, προσεύχονταν καὶ ἀσπάζονταν μεταξύ τους, καὶ ἔπειτα ἐλάμβαναν ὁ καθένας  τους μερικὲς τροφὲς καὶ ἔφευγαν στὴν ἔρημο πέραν τοῦ Ἰορδάνου, γιὰ νὰ ἀγωνισθοῦν κατὰ τὴν περίοδο τῆς Τεσσαρακοστῆς τὸν ἀγῶνα τῆς ἀσκήσεως. Ἐπέστρεφαν δὲ στὸ μοναστήρι τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ ἑορτάσουν τὰ Πάθη, τὸν Σταυρὸ καὶ τὴν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Εἶχαν ὡς κανόνα νὰ μὴν συναντᾶ κανεὶς τὸν ἄλλο ἀδελφὸ στὴν ἔρημο καὶ νὰ μὴν τὸν ἐρωτᾶ, ὅταν ἐπέστρεφαν, γιὰ τὸ εἶδος τῆς ἀσκήσεως ποὺ ἔκανε τὴν περίοδο αὐτή.

Αὐτὸν τὸν κανόνα ἐφάρμοσε καὶ ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς. Ἀφοῦ ἔλαβε ἐλάχιστες τροφές, βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι καὶ πορεύθηκε στὴν ἔρημο, ἔχοντας τὴν ἐπιθυμία νὰ εἰσέλθει ὅσο μποροῦσε πιὸ βαθειὰ σὲ αὐτή, μὲ τὴν ἐλπίδα μήπως συναντήσει κάποιον ἀσκητὴ ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσε νὰ φθάσει σὲ αὐτὸ ποὺ ποθοῦσε. Πορευόταν προσευχόμενος καὶ τρώγοντας ἐλάχιστα. Κοιμόταν δὲ ὅπου εὑρισκόταν.

Εἶχε περπατήσει μία πορεία εἴκοσι ἡμερῶν ὅταν, κάποια στιγμὴ ποὺ κάθισε νὰ ξεκουραστεῖ καὶ ἔψελνε, εἶδε στὸ βάθος μία σκιὰ ποὺ ἔμοιαζε μὲ ἀνθρώπινο σῶμα. Στὴν ἀρχὴ θεώρησε ὅτι ἦταν δαιμονικὸ φάντασμα, ἀλλὰ ἔπειτα διαπίστωσε ὅτι ἦταν ἄνθρωπος. Αὐτὸ τὸ ὂν ποὺ ἔβλεπε ἦταν γυμνό, εἶχε μαῦρο σῶμα –τὸ σῶμα αὐτὸ προερχόταν ἀπὸ τὶς ἡλιακὲς ἀκτῖνες– καὶ εἶχε στὸ κεφάλι του λίγες ἄσπρες τρίχες, ποὺ δὲν ἔφθαναν πιὸ κάτω ἀπὸ τὸν λαιμό. Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἔβλεπε τὴν Ὁσία Μαρία, τὴν ὥρα ποὺ προσευχόταν. Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία ἀσκοῦσε τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ καὶ μάλιστα ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς τὴν εἶδε ὅταν ἐκείνη ὕψωσε τὰ μάτια της στὸν οὐρανὸ καὶ ἅπλωσε τὰ χέρια της καὶ «ἤρξατο εὔχεσθαι ὑποψιθυρίζουσα· φωνὴ δὲ αὐτῆς οὐκ ἠκούετο ἔναρθρος». Καὶ σὲ κάποια στιγμή, ἐνῷ ἐκεῖνος καθόταν σύντρομος, «ὁρᾷ αὐτὴν ὑψωθεῖσαν ὡς ἕνα πῆχυν ἀπὸ τῆς γῆς καὶ τῷ ἀέρι κρεμαμένην καὶ οὕτω προσεύχεσθαι».

Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς προσπάθησε νὰ πλησιάσει, γιὰ νὰ διαπιστώσει τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔβλεπε, ἀλλὰ τὸ ἀνθρώπινο ἐκεῖνο ὂν ἀπομακρυνόταν. Ἔτρεχε ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἔτρεχε καὶ ἐκεῖνο. Καὶ ὁ Ἀββᾶς κραύγαζε μὲ δάκρυα πρὸς αὐτὸ ὥστε νὰ σταματήσει, γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐλογία του. Ἐκεῖνο ὅμως δὲν ἀνταποκρινόταν. Μόλις ἔφθασε ὁ Ἀββᾶς σὲ κάποιο χείμαρρο καὶ ἀπόκαμε, ἐκεῖνο τὸ ἀνθρώπινο ὂν ἀφοῦ τὸν ἀποκάλεσε μὲ τὸ μικρό του ὄνομα, πρᾶγμα ποὺ προκάλεσε μεγάλη ἐντύπωση στὸν Ἀββᾶ, τοῦ εἴπε ὅτι δὲν μπορεῖ νὰ γυρίσει καὶ νὰ τὸν δεῖ κατὰ πρόσωπο, γιατί εἶναι γυναῖκα γυμνὴ καὶ ἔχει ἀκάλυπτα τὰ μέλη τοῦ σώματός της. Τὸν παρακάλεσε, ἂν θέλει, νὰ τῆς δώσει τὴν εὐχή του καὶ νὰ τῆς ρίξει ἕνα κουρέλι ἀπὸ τὰ ροῦχα του, γιὰ νὰ καλύψει τὸ γυμνὸ σῶμα της. Ὁ Ἀββᾶς ἔκανε ὅτι τοῦ εἶπε καὶ τότε ἐκείνη στράφηκε πρὸς αὐτόν. Ὁ Ἀββᾶς ἀμέσως γονάτισε γιὰ νὰ λάβει τὴν εὐχή της, ἐνῷ τὸ ἴδιο ἔκανε καὶ ἐκείνη. Καὶ παρέμειναν καὶ οἱ δυὸ γονατιστοὶ «ἕκαστος ἐξαιτῶν εὐλογῆσαι τὸν ἕτερον».

Ἐπειδὴ ὁ Ἀββᾶς ἀναρωτιόταν μήπως ἔβλεπε μπροστά του κάποιο ἄυλο πνεῦμα, ἐκείνη διακρίνοντας τοὺς λογισμούς του, τοῦ εἶπε ὅτι εἶναι ἁμαρτωλή, ποὺ ἔχει περιτειχισθεῖ ἀπὸ τὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ εἶναι χῶμα καὶ στάχτη καὶ ὄχι ἄυλο πνεῦμα.

Ἡ Ὁσία Μαρία κατὰ τὴν συνάντηση αὐτή, ἀφοῦ ἀποκάλυψε ὅλη τὴν ζωή της, ζήτησε ἀπὸ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ νὰ ἔλθει κατὰ τὴν Μεγάλη Πέμπτη τῆς ἑπόμενης χρονιᾶς, σὲ ἕναν ὁρισμένο τόπο στὴν ὄχθη τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ, κοντὰ σὲ μία κατοικημένη περιοχή, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ χρόνια μεγάλης μετάνοιας ποὺ μεταμόρφωσε τὴν ὕπαρξή της. «Καὶ νῦν ἐκείνου ἐφίεμαι ἀκατασχέτῳ τῷ ἔρωτι», τοῦ εἶπε, δηλαδὴ εἶχε ἀκατάσχετο ἔρωτα νὰ κοινωνήσει τοῦ Σώματος καὶ τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἐπέστρεψε στὸ μοναστήρι χωρὶς νὰ πεῖ σὲ κανένα τί ἀκριβῶς συνάντησε, σύμφωνα ἄλλωστε καὶ μὲ τὸν κανόνα ποὺ ὑπῆρχε σὲ ἐκείνη τὴν ἱερὰ μονή. Ὅμως, συνεχῶς παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ νὰ τὸν ἀξιώσει νὰ δεῖ καὶ πάλι «τὸ ποθούμενον πρόσωπον» τὴν ἑπόμενη χρονιὰ καὶ μάλιστα ἦταν στεναχωρημένος γιατί δὲν περνοῦσε ὁ χρόνος, καθὼς ἤθελε ὅλος αὐτὸς ὁ χρόνος νὰ ἦταν μία ἡμέρα.

Τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς ἀπὸ κάποια ἀρρώστια δὲν μπόρεσε νὰ βγεῖ ἀπὸ τὸ μοναστήρι στὴν ἔρημο, ὅπως ἔκαναν οἱ ἄλλοι πατέρες στὴν ἀρχὴ τῆς Σαρακοστῆς καὶ ἔτσι παρέμεινε στὸ μοναστήρι. Καὶ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων, ὅταν εἶχαν ἐπιστρέψει οἱ ἄλλοι πατέρες τῆς Μονῆς, ἐκεῖνος ἑτοιμάσθηκε νὰ πορευθεῖ στὸν τόπο ποὺ τοῦ εἶχε ὑποδείξει ἡ Ὁσία, γιὰ νὰ τὴν κοινωνήσει.

Τὴν Μεγάλη Πέμπτη πῆρε μαζί του σὲ ἕνα μικρὸ ποτήρι τὸ Σῶμα καὶ τὸ Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, πῆρε μερικὰ σύκα καὶ χουρμάδες καὶ λίγη βρεγμένη φακὴ καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ μοναστήρι γιὰ νὰ συναντήσει τὴν Ὁσία Μαρία. Ἐπειδὴ ὅμως ἐκείνη ἀργοποροῦσε νὰ ἔλθει στὸν καθορισμένο τόπο, ὁ Ἀββᾶς προσευχόταν στὸν Θεὸ μὲ δάκρυα νὰ μὴν τοῦ στερήσει λόγω τῶν ἁμαρτιῶν του τὴν εὐκαιρία νὰ τὴ δεῖ ἐκ νέου.

Μετὰ τὴν θερμὴ προσευχὴ τὴν εἶδε ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ, νὰ κάνει τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, νὰ πατᾶ πάνω στὸ νερὸ τοῦ ποταμοῦ «περιπατοῦσαν ἐπὶ τῶν ὑδάτων ἐπάνω καὶ πρὸς ἐκεῖνον βαδίζουσαν». Στὴν συνέχεια ἡ Ὁσία τὸν παρακάλεσε νὰ πεῖ τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως καὶ τὸ «Πάτερ ἡμῶν». Ἀκολούθως ἀσπάσθηκε τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ κοινώνησε τῶν ζωοποιῶν Μυστηρίων. Ἔπειτα ὕψωσε τὰ χέρια της στὸν οὐρανό, ἀναστέναξε μὲ δάκρυα καὶ εἶπε: «Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην σου, ὦ Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμά σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου».

Στὴν συνέχεια, ἀφοῦ τὸν παρακάλεσε νὰ ἔλθει καὶ τὸ ἑπόμενο ἔτος στὸ χείμαρρο ποὺ τὴν εἶχε συναντήσει τὴν πρώτη φορά, ζήτησε τὴν προσευχή του. Ὁ Ἀββᾶς ἄγγιξε τὰ πόδια τῆς Ὁσίας, ζήτησε καὶ αὐτὸς τὴν προσευχή της καὶ τὴν ἄφησε νὰ φύγει «στένων καὶ ὀδυρόμενος», διότι τολμοῦσε «κρατῆσαι τὴν ἀκράτητον». Ἐκείνη ἔφυγε κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἦλθε, πατώντας δηλαδὴ πάνω στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνου ποταμοῦ.

Τὸ ἑπόμενο ἔτος, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν παράκληση τῆς Ὁσίας, ὁ Ἀββᾶς βιαζόταν νὰ φθάσει «πρὸς ἐκεῖνο τὸ παράδοξο θέαμα». Ἀφοῦ βάδισε πολλὲς ἡμέρες καὶ ἔφθασε στὸν τόπο ἐκεῖνο, ἔψαχνε «ὡς θηρευτὴς ἐμπειρότατος» νὰ δεῖ «τὸ γλυκύτατο θήραμα», τὴν Ὁσία τοῦ Θεοῦ. Ὅμως δὲν τὴν ἔβλεπε πουθενά. Τότε ἄρχισε νὰ προσεύχεται στὸν Θεὸ κατανυκτικά: «Δεῖξόν μοι, Δέσποτα, τὸν θησαυρόν σου τὸν ἄσυλον, ὃν ἐν τῇδε τῇ ἐρήμῳ κατέκρυψας· δεῖξόν μοι, δέομαι, τὸν ἐν σώματι ἄγγελον, οὗ οὐκ ἔστιν ὁ κόσμος ἀπάξιος». Γιὰ τὸν Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἡ Ὁσία Μαρία ἦταν ἄθικτος θησαυρός, ἄγγελος μέσα σὲ σῶμα, ποὺ ὁ κόσμος δὲν ἦταν ἄξιος νὰ τὸν ἔχει. Καὶ προσευχόμενος μὲ τὰ λόγια αὐτὰ εἶδε «κεκειμένην τὴν Ὁσίαν νεκράν, καὶ τὰς χεῖρας οὕτως ὥσπερ ἔδει τυπώσασαν καὶ πρὸς ἀνατολὰς ὁρῶσαν κειμένην τῷ σχήματι». Βρῆκε δὲ καὶ δική της γραφὴ ποὺ ἔλεγε: «Θάψον, ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, ἐν τούτῳ τῷ τόπῳ τῆς ταπεινῆς Μαρίας τὸ λείψανον, ἀποδὸς τὸν χοῦν  τῷ χοΐ, ὑπὲρ ἐμοῦ διὰ παντὸς πρὸς τὸν Κύριον προσευχόμενος, τελειωθείσης, μηνὶ Φαρμουθὶ (κατ’ Αἰγυπτίους, ὅπως ἐστὶ κατὰ Ρωμαίους Ἀπρίλιος), ἐν αὐτῇ δὲ τῇ νυκτὶ τοῦ πάθους τοῦ σωτηρίου, μετὰ τὴν τοῦ θείου καὶ μυστικοῦ δείπνου μετάληψιν». Τὴν βρῆκε δηλαδὴ νεκρή, κείμενη στὴν γῆ, μὲ τὰ χέρια σταυρωμένα καὶ βλέποντας πρὸς τὴν ἀνατολή. Συγχρόνως βρῆκε καὶ γραφὴ ποὺ τὸν παρακαλοῦσε νὰ τὴν ἐνταφιάσει.

Ἡ Ὁσία κοιμήθηκε τὴν ἴδια ἡμέρα ποὺ κοινώνησε, ἀφοῦ εἶχε διασχίσει σὲ μία ὥρα ἀπόσταση τὴν ὁποία διήνυσε τὸ ἑπόμενο ἔτος ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς σὲ εἴκοσι ἡμέρες. Γράφει ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος: «καὶ ἥνπερ ὤδευσεν ὁδὸν Ζωσιμᾶς διὰ εἴκοσι ἡμερῶν κοπιῶν, εἰς μίαν ὥραν Μαρίαν διέδραμεν, καὶ εὐθὺς πρὸς τὸν Θεὸν ἐξεδήμησεν». Τὸ σῶμα της εἶχε ἀποκτήσει ἄλλες ἰδιότητες, εἶχε μεταμορφωθεῖ.

Οσία Μαρία η Αιγυπτία και Όσιος Ζωσιμάς. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Στὴν συνέχεια ὁ Ἀββᾶς Ζωσιμᾶς, ἀφοῦ ἔκλαψε πολὺ καὶ εἶπε ψαλμοὺς κατάλληλους γιὰ τὴν περίσταση, «ἐποίησεν εὐχὴν ἐπιτάφιον». Καὶ μετὰ μὲ μεγάλη κατάνυξη, «βρέχων τὸ σῶμα τοῖς δάκρυσι» ἐπιμελήθηκε τὰ τῆς ταφῆς. Ἐπειδή, ὅμως, ἡ γῆ ἦταν σκληρὴ καὶ ὁ ἴδιος ἦταν προχωρημένης ἡλικίας, γι’ αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὴν σκάψει καὶ βρισκόταν σὲ ἀπορία. Τότε «ὁρᾷ λέοντα μέγαν τῷ λειψάνῳ τῆς Ὁσίας παρεστῶτα καὶ τὰ ἴχνη αὐτῆς ἀναλείχοντα», δηλαδὴ εἶδε ἕνα λιοντάρι νὰ στέκεται δίπλα στὸ λείψανο τῆς Ὁσίας καὶ νὰ γλείφει τὰ ἴχνη της. Ὁ Ἀββᾶς τρόμαξε, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι «οὐχὶ τοῦτον τοῖς κινήμασι μόνον ἀσπαζόμενον, ἀλλὰ καὶ προθέσει», δηλαδὴ τὸ ἴδιο τὸ λιοντάρι καλόπιανε τὸν Ἀββᾶ καὶ τὸν παρακινοῦσε καὶ μὲ τὶς κινήσεις του καὶ μὲ τὶς προθέσεις του, νὰ προχωρήσει στὸν ἐνταφιασμό της. Λαμβάνοντας ὁ Ἀββᾶς θάρρος ἀπὸ τὸ ἥμερο τοῦ λιονταριοῦ, τὸ παρακάλεσε νὰ σκάψει αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸν λάκκο, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ ἱερὸ λείψανο τῆς Ὁσίας Μαρίας, ἐπειδὴ ἐκεῖνος ἀδυνατοῦσε. Τὸ λιοντάρι ὑπάκουσε. «Εὐθὺς δὲ ἅμα τῷ σώματι θαπτόμενο», δηλαδὴ μὲ τὰ μπροστινά του πόδια ἔσκαψε τὸ λάκκο, ὅσο ἔπρεπε, γιὰ νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ σκήνωμα τῆς Ὁσίας Μαρίας.

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, Οσία Μαρία η Αιγυπτία. Φορητή εικόνα του 19ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Ορούντης

Ὁ ἐνταφιασμὸς τῆς Ὁσίας ἔγινε προσευχομένου τοῦ Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ καὶ τοῦ λιονταριοῦ «παρεστῶτος». Μετὰ τὸν ἐνταφιασμὸ ἔφυγαν καὶ οἱ δύο, «ὁ μὲν λέων ἐπὶ τὰ ἔνδον τῆς ἐρήμου ὡς πρόβατον ὑπεχώρησε. Ζωσιμᾶς δὲ ὑπέστρεψεν, εὐλογῶν καὶ αἰνῶν τὸν Θεὸν ἡμῶν».

Καὶ ὁ Ἅγιος Σωφρόνιος, Πατριάρχης Ἱεροσολύμων, καταλήγει ὅτι ἔγραψε αὐτὸ τὸ βίο «κατὰ δύναμιν» καὶ «τῆς ἀληθείας μηδὲν προτιμῆσαι θέλων».

Ὁ βίος τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, δείχνει πῶς μία πόρνη μπορεῖ νὰ γίνει κατὰ Χάριν θεός, πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ γίνει ἄγγελος ἐν σώματι καὶ πῶς ἡ κατὰ Χριστὸν ἐλπίδα μπορεῖ νὰ ἀντικαταστήσει τὴν ὑπὸ τοῦ διαβόλου προερχόμενη ἀπόγνωση. Στὸ πρόσωπο τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας βλέπουμε τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀναζητᾶ τὴν ἡδονὴ καὶ κυνηγᾶ τοὺς ἀνθρώπους γιὰ τὴν ἱκανοποίησή τους, ἀλλὰ ὅμως μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νὰ ἐξαγιασθεῖ τόσο πολύ, ὥστε νὰ φθάσει στὸ σημεῖο νὰ τὴν κυνηγοῦν οἱ Ἅγιοι γιὰ νὰ λάβουν τὴν εὐλογία της καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὸ τετιμημένο της σῶμα, καθὼς ἐπίσης νὰ τὴ σέβονται καὶ τὰ ἄγρια ζῶα.

Ἡ Ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία μὲ τὴν μετάνοιά της, τὴν βαθιά της ταπείνωση, τὴν ὑπέρβαση ἐν Χάριτι τοῦ θνητοῦ καὶ παθητοῦ σώματός της, ἀφ’ ἐνὸς μὲν προσφέρει μία παρηγοριὰ σὲ ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ταπεινώνει ἐκείνους ποὺ ὑπερηφανεύονται γιὰ τὰ ἀσκητικά τους κατορθώματα. Δὲν ἡμέρωσε μόνο τὰ ἄγρια θηρία ποὺ ὑπῆρχαν μέσα της, δηλαδὴ τὰ ἄλογα πάθη, ἀλλὰ ὑπερέβη ὅλα τὰ ὅρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως καὶ ἡμέρωσε ἀκόμη καὶ τὰ ἄγρια θηρία τῆς κτίσεως.

Αὐτὸς εἶναι ὁ σκοπὸς καὶ ὁ πλοῦτος τῆς ἐνανθρωπίσεως τοῦ Χριστοῦ, ποὺ φυλάσσεται μέσα στὴν Ἐκκλησία. Μὲ τὴν ἀποκαλυπτικὴ θεολογία καὶ τὴν ἐν Χριστῷ ζωῇ ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νὰ μεταμορφωθεῖ ὁλοκληρωτικά. Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τὴν μνήμη τῆς Ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας καὶ τὴν Ε’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν.

Πηγή: www.imaik.gr

Μόρφου Νεόφυτος: «Οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι» (26.03.2025, 43η Σύναξη Διαλόγου)

Ἡ ΜΓ΄(43η) πνευματικὴ σύναξη διαλόγου «Ἀνάβοντας τὸν ἀναπτήρα τῶν ἁγίων» μὲ τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, μὲ θέμα «Οἱ Ἅγιοι Ἄγγελοι» πραγματοποιήθηκε στὶς 26 Μαρτίου 2025, στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Χρυσελεούσης στὴν κοινότητα Ἀκακίου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.

Οἱ ἐρωτήσεις νὰ ἀποστέλλονται στὴν ἠλεκτρ. διεύθυνση: anavontastonanaptiratonagion@gmail.com

Παραγωγή: RumOrthodox