Αρχική Blog Σελίδα 24

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 10 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Τερεντίου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων (10 Απριλίου)

Μαρτύριο Αγίου Τερεντίου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Tερεντίου, Aφρικανού, Mαξίμου, Πομπηΐου και ετέρων τριανταέξ. Aλλά δη και των περί τον μακάριον Ζήνωνα και Aλέξανδρον και Θεόδωρον

Εις τον Τερέντιον
Έπαθλα ποία της τομής Tερεντίω;
A μη συνέσχεν όψις ούς ή καρδία.

Εις τους λοιπούς
Ίδωμεν ους τέμνουσιν αθλητάς όσοι,
Δεκάς τετραπλή προς δε και άλλοι μάλα.

Aσφάραγον (ήτοι λαιμόν) δεκάτη γε Tερέντιος εξαπεκάρθη.

Μαρτύριο Αγίου Τερεντίου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Oύτοι οι Mάρτυρες ήτον κατά τους χρόνους Δεκίου, και ηγεμόνος Φουρτουνιανού, εν έτει σνα΄ [251]. Eκατάγοντο δε από την Aφρικήν. Eπειδή δε ευγήκε προσταγή βασιλική, ότι οι Xριστιανοί να αρνούνται τον Xριστόν, όσοι δε κρατούσι την πίστιν τους, και δεν πείθονται εις τον βασιλέα, να τιμωρούνται με διάφορα βάσανα: τούτου χάριν βλέποντες ούτοι οι Άγιοι τεσσαράκοντα Mάρτυρες πολλούς Xριστιανούς, οπού εγελούντο και επήγαιναν αυτοκάλεστοι εις την πλάνην των ειδωλολατρών, εσυμφώνησαν ένας με τον άλλον να αντισταθούν εις τους Έλληνας, και να μεταχειρισθούν την ανδρίαν της ψυχής και του σώματός των, διά την πίστιν και αγάπην του Xριστού. Eνθύμιζον γαρ ένας τον άλλον τα λόγια, οπού είπεν ο Kύριος, τα οποία παρακινούσι τους Xριστιανούς εις το μαρτύριον. Ήγουν το «μη φοβηθήτε από των αποκτεν<ν>όντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Mατθ. ι΄, 28). Eφέρθησαν λοιπόν εις τον ηγεμόνα Φουρτουνιανόν οι γενναίοι αγωνισταί, και εκήρυξαν μεν, την δύναμιν του Xριστού, εθεάτρισαν δε την ασθένειαν των ειδώλων. Tαύτα δε ακούσας ο ηγεμών, επρόσταξε να βάλλουσι τους Aγίους εις την φυλακήν, ύστερον δε έστειλε και έφερε τους συντρόφους του μακαρίου Ζήνωνος και Aλεξάνδρου και Θεοδοσίου, τους οποίους πρότερον έκρινε και επαίδευσεν. Όθεν εσυμβούλευεν αυτούς να αρνηθούν την πίστιν του Xριστού, και να προσέλθουν εις τα είδωλα. Eπειδή δε και αυτοί αντιστάθησαν εις τούτο, και έδειξαν, πως είναι αμετάθετοι εις την πίστιν του Xριστού, τόσον από τα λόγια οπού είπον, όσον και από τα βάσανα οπού έπαθον: τούτου χάριν επρόσταξεν ο ασεβής να δείρουν τους Aγίους με ραβδία ακανθωτά και τραχέα, και με νεύρα βοών, αλλάχθησαν δε οι δέρνοντες αυτούς στρατιώται. Όθεν τόσον ηφανίσθησαν αι σάρκες των Aγίων από τον πολύν δαρμόν, ώστε οπού εφαίνοντο από έξω, τα εσωτερικά σπλάγχνα των.

Έπειτα εκάρφωσαν αυτούς εις την ράχιν με σουβλία πυρωμένα, και επάνω εις τας πληγάς, έβαλον ξύδι με αλάτι, και έτριβαν αυτάς με τρίχινα υφάσματα. Eπειδή δε οι Άγιοι διά προσευχής των εκρήμνισαν τα είδωλα, διά τούτο ο ηγεμών λυπηθείς εις το άκρον, και απελπισθείς, ότι έχουν οι Άγιοι να μεταβληθούν, επρόσταξε να τους αποκεφαλίσουν, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Ύστερον δε παρεστάθησαν εις τον ηγεμόνα και οι σύντροφοι του Aγίου Tερεντίου, οι οποίοι παρρησία ομολογήσαντες τον Xριστόν, πάλιν εβάλθησαν εις την φυλακήν, αφ’ ου πρώτον έβαλον εις τον λαιμόν τους δεσμά, και αφ’ ου υποκάτω αυτών έστρωσαν σιδηρά τριβόλια, και έδεσαν τας χείρας και πόδας των με αλυσίδας. Όθεν οι Άγιοι διεπέρασαν την δεινήν αυτήν τιμωρίαν εις πολλάς ημέρας, χωρίς να φάγουν, ή να πίουν. Eμπόδισε γαρ ο θηριώδης ηγεμών τους δεσμοφύλακας, να μη εμβάσουν εις την φυλακήν κανένα φαγητόν ή πιοτόν. Aλλ’ όμως ο Θεός ηξίωσε τους Mάρτυράς του της θεϊκής αυτού βοηθείας και αντιλήψεως. Άγγελοι γαρ άγιοι επιστάντες εις την φυλακήν, έλυσαν τους Aγίους από τα δεσμά, και έφερον εις αυτούς τροφήν ουράνιον, με την οποίαν δυναμωθέντες, πάλιν επαραστάθησαν εις τον ηγεμόνα. Όθεν εξέσχισαν αυτούς, και εις τα θηρία τους παρέδωκαν, από τα οποία κανένα δεν έγγιξεν εις αυτούς, διά τούτο τελευταίον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον οι μακάριοι της αθλήσεως τους στεφάνους.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Αγίας Προφήτιδος Ολδάς και των Αγίων Μαρτύρων Ιακώβου Πρεσβυτέρου και Αζά Διακόνου (10 Απριλίου)

Tη αυτή ημέρα η Aγία Προφήτις Oλδά εν ειρήνη τελειούται

Aφήκεν Oλδά πνεύμα μέλλοντα βλέπον,
H πνεύματος γέμουσα θείου Πυθία1.

Σημείωση

1. Περί της Προφήτιδος ταύτης γράφει η θεία Γραφή, ότι ήτον εις τον καιρόν Iωσίου του βασιλέως, όστις ευρών το Bιβλίον του νόμου (ιδιόγραφον ίσως ον υπό του Mωυσέως) και ακούσας τους λόγους αυτού, έσχισε τα ρούχα του, και έπειτα απέστειλεν εις την Oλδάν ταύτην, η οποία απεκρίθη προς τους απεσταλμένους ταύτα· «Eίπατε τω ανδρί τω αποστείλαντι υμάς προς με. Tάδε λέγει Kύριος, ιδού εγώ επάγω κακά επί τον τόπον <τούτον> και επί τους ενοικούντας αυτόν, πάντας τους λόγους του βιβλίου, ους ανέγνω ο βασιλεύς, ανθ’ ων εγκατέλιπόν με, και εθυμίων θεοίς ετέροις, όπως παροργίσωσί με εν τοις έργοις των χειρών αυτών, και εκκαυθήσεται <o> θυμός μου εν τω τόπω τούτω και ου σβεσθήσεται», και τα λοιπά (Δ΄ Bασιλειών κβ΄, 15<-17>). Eκατοίκει δε η Oλδά αύτη εις την Iερουσαλήμ εν τη Mασενά. Όλδα δε αύτη παροξυτόνως λέγεται παρά τη Aγία Γραφή.


Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Iακώβου Πρεσβυτέρου και Aζά Διακόνου

Εις τον Ιάκωβον
Tον Iάκωβον και τετμημένον γράφω,
Kαι της τομής φέροντα μισθόν το στέφος.

Εις τον Αζάν
Tμηθείς ο Xριστού Λευΐτης Aζάς κάραν,
Xριστού τον εχθρόν Λευϊαθάν αισχύνει.

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους Σαβωρίου βασιλέως Περσών, και του Mεγάλου Kωνσταντίνου βασιλέως Pωμαίων εν έτει τλβ΄ [332]. Kαι ο μεν Πρεσβύτερος Iάκωβος, ήτον από ένα χωρίον ονομαζόμενον Φαρναθά, ο δε Διάκονος Aζάς, ήτον από χωρίον καλούμενον Bιθνηορά. Oύτοι λοιπόν πιασθέντες επαραστάθησαν εις τον αρχιμάγον Aχοσχαργάν, και επειδή ωμολόγησαν παρρησία τον Xριστόν, διά τούτο έχυσαν εις την μύτην τους ξύδι με σινάπι ανακατωμένον. Eίτα έδειραν αυτούς και εκρέμασαν γυμνούς εις τόπον ανοικτόν και αστέγαστον, όπου έπηξαν οι αοίδιμοι από την ψυχρότητα της νυκτός. Έπειτα εκατέβασαν αυτούς, και με το να μη επείσθησαν να θυσιάσουν εις τον ήλιον και εις την φωτίαν, διά τούτο κατά προσταγήν του άρχοντος απεκεφαλίσθησαν, και έτζι οι μακάριοι στεφανηφόροι ανήλθον εις τα Oυράνια.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αγχόνη τελειωθέντος εν έτει 1821 (10 Απριλίου)

Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος ο Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αγχόνη τελειωθέντος εν έτει 1821

Εν αγχόνη καν τέθνηκας, Πατριάρχα,
Όμως γε αεί ζής εν Εδέμ τη θεία,
Τη δεκάτη Πατριάρχης θύμα γέγον’ ένεκα γένους.

Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος ο Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Ο άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1745 στη Δημητσάνα. Οι γονείς του, Ιωάννης Αγγελόπουλος και Ασημίνα, ήσαν φτωχοί. Στο άγιο βάπτισμα έλαβε το όνομα Γεώργιος, έμαθε τα πρώτα του γράμματα από τον θείο του ιερομόναχο Μελέτιο και κατόπιν έφυγε και εγκαταστάθηκε μαζί του στη Σμύρνη. Εκάρη μοναχός σε μονή στη νήσο των Στροφάδων και ολοκλήρωσε τη θεολογική  μόρφωση του στην Πατμιάδα Σχολή.

Επιστρέφοντας στη Σμύρνη, ο μητροπολίτης Προκόπιος, ο οποίος έτρεφε για τον Γρηγόριο πατρική αγάπη, τον χειροτόνησε αρχιδιάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο και όταν ανήλθε στον οικουμενικό θρόνο (1788) τον χειροτόνησε διάδοχό του στη Μητρόπολη Σμύρνης.

Επί δώδεκα έτη ο όσιος ιεράρχης διακυβέρνησε με σύνεση και αποστολικό ζήλο τη μεγάλη και πλούσια πόλη της Σμύρνης, μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού. Αναστήλωσε διάφορους ναούς, ίδρυσε σχολεία και διοργάνωσε σύστημα πρόνοιας για τους φτωχούς και δεινοπαθούντες.

Το 1797 εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης. Πάραυτα ανέλαβε να ανυψώσει την τιμή του Πατριαρχείου, αναστηλώνοντας το πατριαρχικό μέγαρο στο Φανάρι. Ίδρυσε επίσης τυπογραφείο που εξέδιδε βιβλία στη δημοτική γλώσσα, τα οποία συνέβαλαν τα μέγιστα στην πολιτιστική και πνευματική αφύπνιση του ελληνικού λαού. Ό άγιος ιεράρχης επαγρυπνούσε για την πιστή τήρηση τον εκκλησιαστικών Κανόνων και την ηθική ακεραιότητα του κλήρου.

Την εποχή εκείνη των μεγάλων ζυμώσεων, όταν οι Έλληνες, μετά από σχεδόν τέσσερις αιώνες υποδούλωσης στους  Τούρκους, είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν την εξέγερσή τους, ο πατριάρχης έχοντας πλήρη συνείδηση  της ποιμαντικής του ευθύνης, προσπαθούσε να μετριάσει τα οξύθυμα πνεύματα, στερεώνοντας κρυφίως το εθνικό φρόνημα.

Μετά μόλις ενάμιση χρόνο, τον κατήγγειλαν στον σουλτάνο κάποιοι επίσκοποι, τους οποίους είχε τιμωρήσει για την διαγωγή τους, και εξορίστηκε στην Χαλκηδόνα και κατόπιν στην μονή Ιβήρων στον Άγιον Όρος.  Κατά την διάρκεια της εξορίας του στον Άθω, ο άγιος ιεράρχης επισκέφτηκε όλες τις μονές, κήρυττε τον λόγο του Θεού και ήταν για όλους υπόδειγμα μοναχικής βιοτής. Έδωσε την ευλογία του στον άγιο Ευθύμιο (22 Μαρτ.) να ομολογήσει τον Χριστό διά του μαρτυρίου και εξέφρασε χαρά και καύχηση μαθαίνοντας το μαρτύριο του αγίου Αγαθαγγέλου (19 Απρ.) καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι θεωρούσε τον θάνατο για την αγάπη του Χριστού ως τον υπέρτατο στόχο και την κορωνίδα της χριστιανικής ζωής.

Ανακλήθηκε στο Πατριαρχείο το 1806. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους χριστιανούς της Πόλης και ανέλαβε εκ νέου το έργο της διαποίμανσης και της ανόρθωσης του  εκκλησιαστικού ήθους. Το  1808, όμως, ένα πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, οπότε ο Γρηγόριος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί  και να αποσυρθεί στην Πρίγκιπο και μετά εκ νέου στο Άγιον  Όρος. Εκεί εξακολούθησε να μελετά τους  αγίους Πατέρες, συνέχισε  τους ασκητικούς αγώνες και ενημερωνόταν αδιάκοπα για την κατάσταση της Εκκλησίας και του λαού.

Το 1818 τον πλησίασαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, που προετοίμαζαν την Επανάσταση προσπαθώντας να συγκεντρώσουν και να συντονίσουν τις διάσπαρτες δυνάμεις του Ελληνισμού.  Ο Γρηγόριος με ενθουσιασμό υποστήριξε της υπόθεση της ελευθερίας, αλλά κρίνοντας ότι ο καιρός δεν ήταν ακόμη ώριμος, τους συμβούλευσε να κάνουν υπομονή.

Λίγο αργότερα ανακλήθηκε για τρίτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο και δραστηριοποιήθηκε εκ νέου, ενθαρρύνοντας την ίδρυση σχολείων όπου τα παιδιά μπορούσαν να λάβουν ελληνική παιδεία. Διοργάνωσε επίσης ένα φιλόπτωχο ταμείο, το οποίο με χρήματα πλουσίων Ελλήνων βοηθούσε τους δεινοπαθούντες χριστιανούς.

Όταν ξέσπασε, πλήρως απροετοίμαστη, η εξέγερση των Ελλήνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (1 Φεβρουαρίου 1821), ακολούθησαν αμέσως φρικτά και αιματηρά αντίποινα στην Κωνσταντινούπολη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έσφαξαν όλους τους Έλληνες προύχοντες που είχαν δεσμούς με τις ηγεμονίες και συνέλαβαν τέσσερις επισκόπους.

Ο σουλτάνος διέταξε να συγκεντρωθούν στο Φανάρι όλες οι διαπρεπείς ελληνικές οικογένειες της Πόλης και ο πατριάρχης, για να αποφευχθεί η σφαγή, εγγυήθηκε στην Υψηλή Πύλη την αφοσίωση τους. Η εγγύηση αυτή δεν ικανοποίησε τον σουλτάνο, ο οποίος υποχρέωσε τον άγιο Γρηγόριο να υπογράψει τον αφορισμό του πρωτεργάτη της εξέγερσης Αλεξάνδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του.

Στις 31 Μαρτίου μαθεύτηκε η γενική εξέγερση στην Πελοπόννησο, και τρείς μήνες αργότερα, τη Μεγάλη Δευτέρα, αποκεφαλίστηκε ο Μέγας Διερμηνέας Κωνσταντίνος Μουρούζης, που εκπροσωπούσε την ελληνική κοινότητα στην Υψηλή Πύλη, μαζί  με άλλους επιφανείς Έλληνες.

Προβλέποντας ποια θα ήταν η μοίρα του και αρνούμενος τις προτάσεις που του έκαναν να διαφύγει για να σωθεί ο πατριάρχης έλεγε : “Πώς να εγκαταλείψω το ποίμνιό μου; Είμαι πατριάρχης για να σώσω τον λαό μου και όχι για να τον παραδώσω στα ξίφη των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου θα ωφελήσει περισσότερο από την ζωή μου, γιατί θα κάνει τους Έλληνες να αγωνιστούν με την απελπισία εκείνη που συχνά φέρνει την νίκη. Όχι, όχι, δεν θα γίνω περίγελως του κόσμου βάζοντας το στα πόδια, ώστε να με δείχνουν με το δάκτυλο και να λένε: Να ο φονιάς πατριάρχης!”

Την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου, ο άγιος Γρηγόριος τέλεσε με γαλήνη και μεγαλοπρέπεια την αναστάσιμη Λειτουργία, που τη διέκοπταν μόνο οι λυγμοί του. Στο τέλος της Λειτουργίας,  του επιβεβαίωσαν την είδηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Απάντησε τότε: “Νυν και αεί γενηθήτω το θέλημα Κυρίου!”

Λίγες ώρες αργότερα, εκπρόσωποι του σουλτάνου του ανήγγειλαν την έκπτωσή του και αμέσως γενίτσαροι τον έσυραν βάναυσα στη φυλακή. Υπεβλήθη σε ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια, στη διάρκεια των οποίων παρέμεινε μεγαλοπρεπώς σιωπηλός. Διέκοψε τη σιωπή του μόνο όταν του πρότειναν να αρνηθεί την πίστη του, λέγοντας: “Ο πατριάρχης των χριστιανών χριστιανός αποθνήσκει!”

Λίγο αργότερα, μόλις εξελέγη από την ιερά Σύνοδο ο διάδοχός του, τον απαγχόνισαν στην πύλη του Πατριαρχείου, η οποία έκτοτε παραμένει κλειστή εις μνήμην του φρικτού αυτού ανοσιουργήματος. Την ύστατη στιγμή ο άγιος Γρηγόριος ύψωσε τα χέρια στον ουρανό, ευλόγησε του χριστιανούς και είπε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου!” Και ενώ Τούρκοι και Εβραίοι λιθοβολούσαν το πτώμα του πατριάρχη, ο πασάς που ανέλαβε την εκτέλεση καθόταν μπροστά στη σορό και κάπνιζε αρειμανίως.

Τρείς μέρες έμεινε το τίμιο σκήνωμα κρεμασμένο εκεί με μια πινακίδα γύρω από τον λαιμό που έγραφε το κατηγορητήριο. Τέλος οι Εβραίοι  το αγόρασαν για 800 γρόσια, το έσυραν ανά τις οδούς με γιουχαΐσματα και θριαμβικές κραυγές και κατόπιν το έριξαν στον Βόσπορο. Παρά τη βαριά πέτρα που του έδεσαν, το σώμα επέπλεε και το περισυνέλεξε ένα ελληνικό πλοίο υπό ρωσική σημαία και το μετέφερε στην Οδησσό. Επί πολλές ημέρες πλήθος κόσμου προσκυνούσε το τίμιο λείψανο, το οποίο δεν εμφάνισε κανένα σημείο φθοράς.

Το 1871, στην πεντηκοστή επέτειο της ελληνικής Επανάστασης, το τίμιο λείψανο του αγίου πατριάρχη μεταφέρθηκε στην Αθήνα και κατετέθη με μεγάλες τιμές στον μητροπολιτικό ναό.

Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος όγδοος, Απρίλιος, σελ. 101. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.

Πηγή: https://www.koinoniaorthodoxias.org/agiologio-eortologio/agios-grigorios-o-pemptos-patriarxis-konstantinoupolews/

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο: Ἰωάννης Παχουλίδης, ὁ ἐρημίτης (+ 12 Ἀπριλίου 1968)

Σ’ αὐτούς τούς πολύ χαλεπούς καιρούς, πού παντοῦ βασιλεύει ὁ εὐδαιμονισμός, ὁ ὑλισμός καί ἡ ἀπομάκρυνση τῶν ἀνθρώπων ἀπό τίς χριστιανικές, ἠθικές καί ἐθνικές ἀρχές, γιά νά μᾶς ξυπνήσουν ἀπό τόν λήθαργο χρειάζονται ἀναχώματα πνευματικά, φάροι σωστικοί, γιά ὅσους  ταξιδεύομε στό ἄγριο πέλαγος τῆς προσωρινῆς τούτης ζωῆς, ὥστε νά μᾶς στηρίζουν γιά νά μήν κατα- ποντιστοῦμε στά ἀπύθμενα βάθη τῆς ἁμαρτίας.

Μία τέτοια παρηγορητική μορφή στά μέσα τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα ὑπῆρξε γιά τήν περιοχή Πιτσιλιᾶς, ἰδίως γιά τό χωριό Πλατανιστάσα καί τά γειτονικά του χωριά, ὁ ἀείμνηστος θεῖος μου Ἰωάννης Εὐσταθίου Παχουλίδης, ὁ γνωστός ὡς «Πασιουλῆς» ἤ «Κουτσογιαννῆς», πού γιά δεκαοκτώ συναπτά χρόνια ἔζησε μία ἀσκητική ἐρημική ζωή μακριά ἀπό τόν κόσμο, ὑπηρετώντας μέ ἔνθεο ζῆλο «τήν πάλαι ποτέ διαλάμψασαν» Ἱερά Μονή Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι τῆς Κύπρου, σάν φύλακας ἄγγελός της καί ξεναγός τῶν λίγων, ἀλλά ἐκλεκτῶν ἐπισκεπτῶν της.

Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε στό χωριό Πλατανιστάσα στίς ἀρχές τῆς τελευταίας δεκαετίας τοῦ 19ου αἰῶνα. Ἦταν τό δεύτερο ἀπό τά ἕξι παιδιά τοῦ Εὐσταθίου Χατζηδημήτρη Πασιουλῆ καί τῆς Παρασκευῆς, τό γένος Πρωτοπαπᾶ Ἰωάννη. (Τά ἄλλα ἀδέλφια του ἦταν: Ἑλένη, Εἰρήνη, Μαρία, Παναγιωτοῦ, Γεώργιος). Ὁ παπποῦς του, ἀπό τήν μητέρα, πρωτοπρεσβύτερος Ἰωάννης, ἦταν συνεφημέριος στήν  Ἐκκλησία Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ Πλατανιστάσας μαζί μέ τούς ἀδελφούς του ἱερεῖς, παπα–Γεώργιο καί παπα–Μιχαήλ καί τόν πατέρα τους, παπα–Χριστόδουλο. Ὁ Πρωτοπαπᾶς Ἰωάννης ἀγαποῦσε πολύ τόν πρῶτο του ἐγγονό Ἰωάννη καί ἀπό μικρό τόν εἶχε πάντα μαζί του στήν Ἐκκλησία καί τόν ἔμαθε πρῶτα νά τόν βοηθᾶ μέσα στό Ἅγιο Βῆμα καί ἀκολούθως στό ψαλτήρι κατά τίς ἱερές Ἀκολουθίες. Ἔτσι ἔμαθε τήν τυπική διάταξη ὅλων τῶν Ἀκολουθιῶν τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Ἐπίσης τόν ἔμαθε νά διαβάζη τήν Ἁγία Γραφή καί τοῦ ἐξηγοῦσε μέ ἁπλῆ γλῶσσα διάφορα γεγονότα, πού ἀναφέρονται μέσα στά ἀναγνώσματα τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν.  Τόν ὤθησε στήν μελέτη καί μέχρι τοῦ θανάτου του συνέχιζε νά μελετᾶ ἐκκλησιαστικά βιβλία. Ἤθελε πολύ νά γίνη καί αὐτός ἱερέας. Ὅμως οἱ συνθῆκες τῆς οἰκογένειας, ἀλλά καί λόγοι ὑγείας, δέν τοῦ τό ἐπέτρεψαν.

Ὁ πατέρας του πέθανε ὅταν ὁ Ἰωάννης ἦταν δεκαοκτώ χρόνων καί ἀνέλαβε τό βάρος τῆς συντήρησης τῆς οἰκογένειας ὁ ἴδιος. Ἀπό μία πάθηση τῆς σπονδυλικῆς στήλης, πιθανόν κήφωση, ἄρχισε νά καμπουριάζη καί τό κακό προχωροῦσε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου. Σταμάτησε τίς γεωργικές ἐργασίες καί τήν μεταφορά τῶν διαφόρων προϊόντων (ἀμυγδάλων, φουντουκιῶν, κρασιοῦ κ.λπ.), μέ γαϊδούρια στήν Λευκωσία καί στήν Λεμεσό. Ὅμως ἡ ἐσωτερική δύναμη τῆς ψυχῆς του γιά ζωή, τόν βοήθησε νά μάθη διάφορες ἄλλες ἐργασίες, πού μποροῦσε νά κάνη μέ τήν ἀναπηρία του καί νά τόν καταστήση χρήσιμο ἄνθρωπο στήν οἰκογένεια καί στήν κοινωνία. Ἔμαθε νά πλέκη καλάθια, κοφίνια, πανέρια, ταλάρια (γιά  γαλακτοκόμους), κυψέλες, κάλτσες μέ καλτσομηχανή,  πού ἀγόρασε ὁ ἴδιος μέ χρήματα πού ἔπαιρνε ἀπό τά πιό πάνω, ξύλινα ἄροτρα, ξύλινα κουτάλια καί ἄλλα χειροποίητα πράγματα. Ἀκόμα καί ὡς πωλητής στό Συνεργατικό Παντοπωλεῖο τοῦ χωριοῦ, πού ἵδρυσε ὁ ἀδελφός του Γεώργιος, ἐργάστηκε ἀμισθί, γιά τό καλό τοῦ χωριοῦ του μαζί μέ τήν ἀδελφή του Παναγιωτοῦ γιά ἕνα διάστημα.

Ὅταν ὁ μικρότερος ἀδελφός του (καί πατέρας μου) Γεώργιος Παχουλίδης ἀγόρασε, ἔπειτα ἀπό δημόσιο πλειστηριασμό, στίς ἀρχές τίς 5ης δεκαετίας τοῦ περασμένου αἰῶνα, μέρος τῶν κτημάτων τῆς  Μονῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι δίπλα ἀπό τήν Μονή αὐτή, τόν παρακάλεσε νά τόν πάρη ἐκεῖ, νά μένη σέ ἕνα σπίτι τῆς Μονῆς. Αὐτό τό ἔκτισαν οἱ πρῶτοι ἐνοικιαστές καί καλλιεργητές τῆς χέρσας κτημοσύνης τῆς Μονῆς, στό τέλος τοῦ 19ου αἰῶνα. Τό σπίτι βρισκόταν στήν αὐλή της (ἰσόγειο καί ἀνώγειο, δύο δωμάτια ὅλα κι ὅλα. Ἔτσι ὁ Ἰωάννης ἔγινε φύλακας τῆς Μονῆς αὐτῆς καί ξεναγός τῆς   Ἐκκλησίας της, πού εἶναι κατάγραφη ἀπό περίφημες τοιχογραφίες τοῦ 15ου αἰῶνα καί συνάμα νά εἶναι καί φύλακας τῶν κτημάτων, πού ἀγόρασε ὁ πατέρας καί νά τά περιποιῆται, ὅσο θά μποροῦσε. Κύριος σκοπός του ἦταν νά ζῆ ἐκεῖ στήν ἐρημιά, μιά κατά Χριστόν ζωή, σάν νά ἦταν πραγματικός καλόγερος. Νά καθαρίζη τήν Ἐκκλησία, νά ἀνάβη τά κανδήλια καί νά διαβάζη ὅλες τίς Ἀκολουθίες τοῦ εἰκοσιτετραώρου. Αὐτό ἔγινε, καί ἀπό τό Φθινόπωρο τοῦ 1946 ὁ μακαριστός θεῖος Γιαννῆς ἐγκαταστάθηκε μόνιμα στήν Μονή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι.

Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού Αγιασμάτι

Ἐκεῖνα τά χρόνια, λίγο μετά τόν Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, μεγάλη φτώχεια μάστιζε τήν Κύπρο. Ἐργασίες νά δουλέψη ὁ κόσμος δέν ὑπῆρχαν. Ὅσοι βρίσκονταν στήν ὕπαιθρο προσπαθοῦσαν νά ἐπιβιώσουν, κυρίως στήν φτωχή καί ἄγονη γῆ τῆς Πιτσιλιᾶς, μέ ὅποιο τρόπο μποροῦσαν. Δρόμοι ἀγροτικοί δέν ὑπῆρχαν. Τά κτήματά τους ἦταν τά περισσότερα μακριά ἀπό τά σπίτια τους. Ἔτσι σέ κάθε περιοχή πού εἶχαν κτήματα καί ἔπρεπε νά μένουν γιά μέρες ἤ γιά καλλιέργεια ἤ γιά μάζεμα τῶν καρπῶν ἤ γιά βόσκηση τῶν αἰγοπροβάτων τους ἤ νά ἔβαζαν παγίδες γιά νά παγιδέψουν λαγούς καί περδίκια γιά διατροφή τους ἤ τρωκτικά (μεγάλους ἀρουραίους, πού γιά τήν καταπολέμησή τους ἐπιχορηγοῦσε τό τότε κράτος μία δεκάρα κάθε οὐρά τρωκτικοῦ πού παρουσίαζαν), ἔφτειαχναν πρόχειρα καταλύματα (καλύβες) καί διέμεναν στήν ὕπαιθρο, ὅσο χρόνο χρειαζόταν γιά τίς πιό πάνω ἐργασίες τους. Στήν περιοχή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι, πού ἦταν σχεδόν δύο ὧρες πεζοπορία ἀπό τό χωριό Πλατανιστάσα, γιά νά μεταβῆ κανείς ἐκεῖ, ὑπῆρχαν πάρα πολλοί    ξωμάχοι γιά τίς πιό πάνω ἐργασίες μέ τίς καλύβες τους, ὅπου βόλευε τόν καθένα.

Ὁ γερω–Ἐρημίτης ἤ Κουτσογιαννῆς, ὅπως τόν ἔλεγαν πολλοί, κατά τήν περίοδο τῆς διαμονῆς του  στήν Ἱερά Μονή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι, συνήθιζε πρίν ἀρχίση τήν ἐργασία τῆς κάθε ἡμέρας, νά πηγαίνη στήν Ἐκκλησία, νά ἀνάβη τά κανδήλια, νά κάνη τίς μετάνοιές του, νά προσκυνᾶ τίς ἱερές εἰκόνες καί νά διαβάζη ἀπό τά ἐκεῖ λειτουργικά βιβλία τήν Ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ καί τοῦ Ὄρθρου. Ἀκολούθως προγευμάτιζε, ἔκανε τίς ἐργασίες τῆς ἡμέρας καί πήγαινε τά δύο–τρία γίδια πού εἶχε γιά βοσκή. Μαζί του ἔπαιρνε καί τήν Ἁγία Γραφή ἤ κάποιο ἄλλο θρησκευτικό βιβλίο καί ἐνῶ ἔβοσκαν τά γίδια του, αὐτός κάτω ἀπό τόν ἴσκιο κάποιου δένδρου παραδινόταν στό διάβασμα. Τό ἀπόγευμα, ὅταν ἔδυε ὁ ἥλιος, πήγαινε πάλι στήν Ἐκκλησία, ἄναβε τήν καν- δήλα μπροστά ἀπό τόν Τίμιο Σταυρό, προσκυνοῦσε καί διάβαζε τήν Ἀκολουθία τῆς Ἐνάτης, τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ἀποδείπνου καί ἀκολούθως μετέβαινε στό μικρό σπιτάκι πού διέμενε γιά φαγητό καί ὕπνο.

Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού Αγιασμάτι

Τίς Κυριακές δέν ἔκανε καμμία ἐργασία. Ἐνδυόταν τά καθαρά (φτωχικά) του ἐνδύματα, ξυριζόταν, ἔδενε τά ζωντανά του νά βοσκήσουν ἐκεῖ στήν αὐλή τῆς Μονῆς καί εἰσερχόταν στήν Ἐκκλησία. Ἔκανε τήν Ἀκολουθία καί ἄνοιγε ὅλες τίς θύρες τῆς Ἐκκλησίας γιά νά ἀεριστῆ, καί τήν καθάριζε ἀπό τήν μία μέχρι τήν ἄλλη της γωνιά μέ τήν μικρή του μαλακή σκούπα, πού ἔφτειαχνε μόνος του ἀπό ὑλικά πού εὕρισκε στήν γύρω φύση καί μέ ἕνα μαλακό ὕφασμα ξεσκόνιζε τά στασίδια της. Ἀκολούθως ἐξερχόταν τῆς Ἐκκλησίας, ἔτρωγε πρῶτα ἕνα μικρό ἀντίδωρο (ἀπό αὐτά πού τόν ἐφοδίαζαν ὁ πατέρας ἤ ἡ μητέρα μου πού ἔρχονταν ἐκεῖ, μία–δύο φορές τήν ἑβδο- μάδα, γιά νά μεταλαμβάνη ἔστω καί ἀντίδωρο (ἀφοῦ ἄθελά του στερεῖτο τῆς θείας Λειτουργίας).

Θεία Λειτουργία τότε, στήν πιό πάνω Μονή, λόγῳ τῆς μή ὑπάρξεως ἁμαξωτοῦ δρόμου, γινόταν τέσσερις φορές τόν χρόνο. Τήν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, τό Σάββατο τῆς Διακαινησίμου, τοῦ ἀποστόλου Βαρνάβα καί τῆς Προόδου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Στήν συνέχεια ἔπαιρνε τό λιτό πρόγευμά του πού τό εἶχε μαζί του καί καθόταν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία στό βόρειο μέρος της, στό μέσον δύο αἰωνόβιων ἐλιῶν πού ὑπῆρχαν, ἀπό τήν μία καί ἀπό τήν ἄλλη μεριά καθίσματα ἀπό μεγάλες πέτρες καί πού τό μέρος αὐτό ὁ κόσμος τό ὀνόμαζε  «καφενεῖο». Ἐκεῖ εἶχε καί τό μεσημεριανό του καί νερό γιά ὅλη τήν ἡμέρα. Καθόταν ἐκεῖ, διάβαζε ἀπό τά ἱερά βιβλία καί ξεναγοῦσε, ὅσους τυχόν θά ἔρχωνταν νά προσκυνήσουν τόν Τίμιο Σταυρό.

Κατά τούς καλοκαιρινούς κυρίως μῆνες, ἀλλά  καί σέ ἄλλες ἐποχές τοῦ χρόνου, πολλοί ξωμάχοι  πού εἶχαν τίς καλύβες ἤ τά διάφορα ἄλλα ὑποστατικά τους γύρω ἀπό τήν περιοχή τῆς Μονῆς, ἔρχονταν νά προμηθευτοῦν τό νερό τους ἀπό τήν πλησίον τῆς Μονῆς πηγή καί μαζεύονταν ὅλοι στήν θέση δίπλα ἀπό τήν Ἐκκλησία πού λεγόταν «καφενεῖο». Ἐκεῖ μαζεύονταν καί ἄλλοι πού, γιά νά ἐπιβιώσουν τίς φτωχές οἰκογένειές τους, ἔστηναν παγίδες σέ λαγούς καί περδίκια, πού τότε ὑπῆρχαν ἄφθονα στήν περιοχή αὐτή. Ἐκεῖ, λοιπόν, στό «καφενεῖο» καί στό μικρό σπιτάκι τοῦ γερω–Γιαννῆ, τούς ἄλλους μῆνες κάθονταν αὐτοί οἱ ξωμάχοι μέχρι ἀργά, κουβέντια- ζαν μεταξύ τους καί ἄκουγαν ἀπό τόν θεῖο Γιαννῆ ἱστορίες ἀπό τήν Ἁγία Γραφή ἤ ἀπό τήν ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους καί ἀκολούθως πήγαινε ὁ  καθένας στήν καλύβα του. Ἦταν ἡ σύναξη αὐτή,  κάτι ἄς ποῦμε, σάν τούς σημερινούς «κύκλους Ἁγίας Γραφῆς». Ἐγώ τούς καλοκαιρινούς μῆνες, στά μαθητικά μου χρόνια, ἔμενα πάντα μαζί μέ τόν θεῖο Γιαννῆ καί μέ μεγάλη χαρά ἄκουγα τίς ἱστορίες του σ᾿ αὐτές τίς συγκεντρώσεις.

Γιά ἕνα διάστημα, περίπου δύο χρόνια (1950– 1952), ἡ Μητρόπολη Κερηνείας χάλασε τό δίπατο σπιτάκι νότια τῆς Ἐκκλησίας αὐτῆς, γιατί τό κράτος τῆς ἔβαζε ἐτήσιο φόρο γιά τό σπιτάκι αὐτό, ἑκατό λίρες. Μέχρις ὅτου ὁ πατέρας μου νά κτίση ἄλλο σπιτάκι λίγα μέτρα πιό κάτω, στά κτήματα πού ἀγόρασε ἀπό τήν Μονή αὐτή, ὁ θεῖος Γιαννῆς ἔμενε στήν στοά τῆς Ἐκκλησίας, πίσω ἀκριβῶς ἀπό τό Ἅγιο Βῆμα. Ὅταν στίς διακοπές ἀπό τό σχολεῖο ἔμενα μαζί του, πολλές φορές μέ σκουντοῦσε νά ξυπνήσω νά δῶ τό φῶς πού γέμιζε, ὅπως μοῦ ἔλεγε, τήν Ἐκκλησία καί νά ἀκούσω τίς ψαλμωδίες πού ὁ ἴδιος ἄκουγε. Ἐγώ ἤμουν τότε 8–10 χρόνων, φοβόμουν καί κρυβόμουν κάτω ἀπό τά σκεπάσματα καί οὔτε ἔβλεπα οὔτε ἄκουγα τίποτα.

Μερικές φορές κατά τά χρόνια αὐτά, ἔρχονταν τυμβωρύχοι ἐκεῖ γιά νά βροῦν ὑποτιθέμενους θησαυρούς. Ἔφερναν καί κάποιον πού ἔλεγαν ὅτι ὑπνωτιζόταν καί θά τούς ἔλεγε ποῦ θά εὕρισκαν τόν θησαυρό τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ θεῖος Γιαννῆς προσευχόταν νά μήν βροῦν τίποτα καί τότε ὁ ὑπνωτιστής παραδεχόταν ὅτι κάποιος προσευχόταν καί δέν μποροῦσε αὐτός νά κάνη τίποτα.

Τό 1968 ὅταν ὁ θεῖος Γιαννῆς ἦταν ἄρρωστος καί κατάκοιτος στό χωριό μου Πλατανιστάσα, ἐγώ πῆγα ἀπό τήν Μητρόπολη Κερηνείας νά τόν δῶ λίγο πρίν πεθάνη, στό σπίτι τῆς ἀδελφῆς του, θείας   Εἰρήνης, καί τοῦ ἀνήγγειλα ὅτι ἔδωσα ὑπόσχεση γάμου στό χωριό Ἅγιος Ἐπίκτητος στήν Κερήνεια. Αὐτός τότε μέ κοίταξε λυπημένα καί μοῦ εἶπε: «Ἄκουσε, παιδί μου, γρήγορα θά φύγης ἀπό ἐκεῖ». Τοῦ εἶπα: «Γιατί θά φύγω; Εἶναι πολύ καλό τό μέρος καί οἱ συγγενεῖς τῆς γυναίκας πού θά πάρω, εἶναι καλοί ἄνθρωποι». Αὐτός πάλι μοῦ εἶπε: «Θά φύγετε, ἐν᾿ ν᾿ ἄρτουν οἱ Καράμανοι (Τοῦρκοι) νά σᾶς διώξουν». Αὐτό ἦταν προφητεία, ἡ ὁποία ἐκπληρώθηκε ἀκριβῶς, διότι πράγματι, μᾶς ἔδιωξε τήν 20ή Ἰουλίου  1974 ἡ βάρβαρη εἰσβολή τοῦ τουρκικοῦ Ἀττίλα.

Πρός ἐπιβεβαίωση τῶν ταπεινῶν μου γραφῶν θά παραθέσω πιό κάτω, αὐτούσιο, ἕνα μέρος ἀπό τό δημοσίευμα τοῦ κρατικοῦ περιοδικοῦ «Κυπριακή  Ἐπιθεώρηση», Νοέμβριος 1953, πού ἔγραψαν οἱ συντάκτες του γιά τόν θεῖο Γιαννῆ, ὅταν τότε τόν ἐπισκέφτηκαν στήν Μονή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι, ὑπό τόν τίτλο: «Ὁ γερω–ἐρημίτης».

«Ἦταν περί τά τέλη τοῦ Νιόμβρη, ὅταν ἀποφασίσαμε νά ἐπισκεφθοῦμε τό περίφημο αὐτό Μοναστήρι (Σταυρό τοῦ Ἁγιασμάτι), ἐν μέρει γιά νά φωτογραφήσωμε τίς εἰκόνες, ἀλλά κυρίως γιά νά συναντήσωμε τόν γερω–ἐρημίτη πού κατοικεῖ σ᾿ αὐτό καί ἔγινε κάτι σάν θρῦλος γιά τήν γύρω περιοχή. Στά τελευταῖα δέκα χρόνια ζεῖ ὁλομόναχος ἐδῶ,  χωρίς νά βλέπη κανέναν ἄλλον, ἐκτός ἀπό τούς λίγους περίεργους μελετητές τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀρχιτεκτονικῆς ἤ τῶν Βυζαντινῶν εἰκόνων, πού εἶχαν τό θάρρος νά ἀνεβοῦν μέ χίλιες δυό δυσκολίες στό βουνό, ἀναζητώντας πληροφορίες.

»Οἱ ἐπισκέπτες του ἀποτελοῦν ἕναν ἐκλεκτό κατάλογο ὀνομάτων, γιατί ἡ Ἐκκλησία εἶναι τόσο φημισμένη, ὥστε δέν εἶναι δυνατόν νά παραμεληθῆ ἀπό τούς σοβαρούς μελετητές ἤ ἀκόμα ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι νοιώθουν εὐχαρίστηση ἀναζητώντας νέες εἰκόνες. Ὁ ἴδιος ὁ ἐρημίτης πού διπλώθηκε στά δύο ἀπό τούς ρευματισμούς, κατάγεται ἀπό τό γειτονικό χωριό τῆς Πλατανιστάσας. Ἐνῶ δέχεται τούς ἐπισκέπτες μέ τήν μεγαλύτερη εὐγένεια καί καλωσύνη, ἀρνεῖται νά δεχθῆ χρήματα μέ τό χαμόγελο ἑνός φιλοσόφου πού δέν τόν ἐνδιαφέρει πιά ἡ ὑλική πλευρά  τῆς ζωῆς. Ζεῖ ἀπό τά προϊόντα τῶν ὀλίγων του μελισσῶν, τά φροῦτα τοῦ μικροῦ κήπου καί τήν τροφή πού τοῦ στέλνουν οἱ συγγενεῖς ἀπό τό χωριό καί πού τήν φέρνει στό βουνό ἕνα μικρό παιδί. Γιά συντροφιά ἔχει τρεῖς γάτους, στούς ὁποίους ποτέ δέν   νοιάστηκε νά δώση ὄνομα, ἀλλά πού θεωρεῖ σάν    παιδιά του. Τά ζῶα αὐτά μοιράζονται μαζί του τό ἐρημητήριο, μαζί καί τήν τροφή του.

»Ἐδῶ, λοιπόν, βρίσκεται ἕνας ἀπό τούς σπανιώτερους θησαυρούς τῆς Κύπρου καί ἐδῶ ἐπίσης βρίσκεται ἕνας ἄνθρωπος, πού θά περάση μία ἀπό τίς πιό μοναξιασμένες (μοναχικές) μέρες τῶν Χριστουγέν-νων (1954). Ἐν τούτοις φαίνεται ἀπόλυτα εὐτυχισμένος μέ τούς γάτους του καί τίς εὔγλωττες, ἄν καί σιωπηλές εἰκόνες τῶν τοίχων τῆς Ἐκκλησίας του».

Κατά τήν διάρκεια τοῦ ἀπελευθερωτικοῦ ἀγῶνα τῆς Ε.Ο.Κ.Α., 1955–1959, ὁ γερω–Ἐρημίτης μυήθηκε στόν ἀγῶνα ἀπό τόν ἴδιο τόν Γρηγόρη Αὐξεντίου, μαζί μέ τόν ἀδελφό του Γεώργιο Παχουλίδη. Ὅταν τούς μύησε στόν ἀγῶνα ὁ Γρηγόρης Αὐξεντίου, τούς δήλωσε ρητά ὅτι κανείς ἄλλος δέν θά γνώριζε τοῦτο τό γεγονός. Πράγματι ἔτσι καί ἔγινε καί ἡ Μονή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι ἔγινε τό σίγουρο καί ἀσφαλές καταφύγιο ἀνταρτικῶν ὁμά-δων σέ δύσκολους καιρούς. Ἡ Ἐκκλησία αὐτή, ἡ μόνη στοοπερίβλητη Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, ἦταν θεο-σκότεινη, λόγῳ τοῦ χαμηλοῦ τῆς ἐπικλινοῦς στέγης της καί ὅταν ἄνοιγε κανείς τήν θύρα δέν ἔβλεπε τίποτα μέσα. Μέσα στήν στοά ὑπῆρχαν χωρίσματα, ἰσόγεια καί ἀνώγεια, πού ἔμεναν οἱ διάφοροι κατά καιρούς ἐνοικιαστές τῶν κτημάτων τῆς Μονῆς. Ἐπίσης μεταξύ τῆς στέγης τοῦ κυρίως ναοῦ καί τῆς  στοᾶς τοῦ ναοῦ ὑπῆρχε μικρό κούφωμα πού κανείς δέν τό γνώριζε, γιατί ἔκλεινε ἑρμητικά μέ ξύλινη εἴσοδο. Ἐκεῖ ἔμεναν οἱ ἀντάρτες τήν ἡμέρα, καί τήν νύκτα πήγαιναν καί τρέφονταν στό μικρό σπίτι τοῦ θείου Γιαννῆ ἀπό φαγητό πού ἑτοίμαζε ὁ ἴδιος. Σέ τέτοιες κρίσιμες περιπτώσεις κατ᾿ οἶκον περιορισμοῦ καί ἐρευνῶν, ὁ πατέρας πού γνώριζε ἄριστα τήν  ἀγγλική γλῶσσα, προσπαθοῦσε καί ἐρχόταν σέ ἐπαφή μέ τό στρατιωτικό καί ἀστυνομικό ἀπόσπασμα πού βρισκόταν στήν οἰκία «Κιρίτση», στήν Ἅλωνα, λέγοντας ὅτι ὁ ἀνάπηρος ἀδελφός του Γιαννῆς πού διέμενε μόνος γιά χρόνια φύλακας στήν Μονή τοῦ Σταυροῦ τοῦ Ἁγιασμάτι, χωρίς φάρμακα καί  τρόφιμα θά πέθαινε, καί ἔβγαζε ἄδεια νά τοῦ μεταφέρη τρόφιμα ἐκεῖ, γιά ἀσφάλειά του μέ ἀστυνομικούς. Ἀπό αὐτά τά τρόφιμα φιλοξενοῦσε τούς ἥρωες τοῦ Κυπριακοῦ ἀγῶνα.

Ἕνα γεγονός πού μοῦ ἔκανε ἐντύπωση κατά  τήν ζωή τοῦ θείου Γιαννῆ στήν Μονή τοῦ Ἁγιασμάτι καί τό ἔζησα καί ἐγώ γιά δέκα σχεδόν χρόνια, ἦταν καί τό ἀκόλουθο: Μία ἀγριόγατα μαύρη γέννησε σέ μιά κουφάλα ἐλιᾶς τά γατάκια της. Ὁ θεῖος Γιαννῆς τά βρῆκε καί τά πῆρε στό σπιτάκι του. Ἡ  μητέρα γάτα τόν ἀκολούθησε. Γιά νά μήν φύγουν τά γατάκια ἀπό τό σπίτι, ὅταν αὐτός θά ἔλειπε ἤ θά κοιμόταν, κάρφωσε ἕνα δικτυωτό τέλι (σύρμα)  στό μικρό παράθυρο τοῦ σπιτιοῦ του. Τά γατάκια ἔμειναν ἐκεῖ καί ἡ μητέρα γάτα τήν νύκτα ἔφευγε γιά κυνήγι ἀπό μία τρύπα πού ἦταν ψηλά στόν τοῖχο τοῦ σπιτιοῦ, πατώντας πάνω σέ διάφορα πράγματα πού ἦταν στοιβαγμένα μέσα στό σπιτάκι.

Ἐπέστρεφε ἡ μάννα γάτα μετά–δυό τρεῖς ὧρες μέ τό κυνήγι της (πέρδικα, φάσα ἤ μικρό λαγουδάκι καί ποτέ ποντικό ἤ ἄλλο τι τρωκτικό ἤ φίδι), καί ἐπειδή δέν μποροῦσε νά ἀνεβῆ ἀπό τήν τρύπα πού βγῆκε μέσα στό σπίτι νιαούριζε καί ὁ θεῖος ἔπαιρνε τό κυνήγι καί ἡ γάτα πήγαινε καί ἐρχόταν δυό ἤ τρεῖς φορές κάθε νύκτα. Ὁ θεῖος Γιαννῆς τό κυνήγι τό μοιραζόταν μέ τά γατάκια. Αὐτά ὅλη μέρα, ὅπου πήγαινε, τόν ἀκολουθοῦσαν. Ὅταν μεγάλωναν τά γατάκια ἔφευγαν, ἡ μάννα γάτα γεννοῦσε ἄλλα, καί τώρα τά γατάκια της τά κουβαλοῦσε αὐτή στό μικρό σπιτάκι καί συνέβαινε πάλι τό ἴδιο καί τό ἴδιο.

Τό 1962 ὁ θεῖος Γιαννῆς μεταφέρθηκε στό χωριό Πλατανιστάσα ἄρρωστος καί κατάκοιτος, ἔπειτα ἀπό ἕνα ἐγκεφαλικό πού ὑπέστη, ἐνῶ πότιζε τά περιβόλια ἐκεῖ στήν Μονή τοῦ Ἁγιασμάτι. Τόν βρῆκε μία γυναῖκα, ἡ Κυριακή Δημήτρη Τσιόλη, πού ἔμενε σέ ἕνα μικρό ὑποστατικό λίγο πιό πέρα ἀπό τήν Μονή μαζί μέ τά παιδιά της στό κτῆμα της. Αὐτή κάθε  πρωΐ ἐρχόταν νά πάρη νερό ἀπό τήν πηγή καί ἔλεγε “Καλημέρα” στόν γερω–Ἐρημίτη. Μία ἡμέρα δέν τόν εἶδε ἐκεῖ. Ἀκολούθησε τό αὐλάκι τοῦ νεροῦ, πού ἐκείνη τήν μέρα πότιζε ὁ θεῖος καί τόν βρῆκε πεσμένο. Τόν σήκωσε, εἶδε ὅτι ἦταν ζωντανός. Τόν ἔβαλε σέ ἀσφαλές μέρος. Πῆγε στό σπιτάκι του, πῆρε ροῦχα στεγνά καί τόν ἄλλαξε καί κουβέρτες καί τόν τύλιξε. Τοῦ εἶπε νά μείνη ἐκεῖ καί θά τόν προσέχουν τά παιδιά της καί αὐτή καβάλησε τό γαϊδούρι της καί ἔτρεξε στό χωριό καί εἰδοποίησε τόν πατέρα καί ἦλθαν μέ ἄλλους συγγενεῖς καί τόν μετέφεραν στό χωριό μας Πλατανιστάσα. Ἔμενε γιά ἕνα διάστημα   στό σπίτι τῶν γονέων μου καί στό σπίτι τῆς ἀδελφῆς του, θείας Εἰρήνης καί τόν φρόντιζαν ὅλοι οἱ συγγενεῖς. Κατά τό μεγάλο διάστημα πού ἦταν κατάκοιτος δέν βαρυγκώμησε ποτέ. Ἔλεγε στούς ἐπισκέπτες του πού πήγαιναν νά τόν δοῦν: «Καλῶς νά ὁρίση ὁ θάνατος». Ὁ παπποῦς ἐκοιμήθη στίς 12/4/1968 καί ἐνταφιάστηκε στό κοιμητήριο τοῦ χωριοῦ.

Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

Πηγή: https://enromiosini.gr/biografies/24askites2/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 9 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ευψυχίου του εν Καισαρεία (9 Απριλίου)

Μαρτύριο Αγίου Ευψυχίου του εν Καισαρεία. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Eυψυχίου του εν Kαισαρεία

Eκεί μετήλθεν Eυψύχιον το ξίφος,
Oύ Xριστός ήλθε Kαισαρείας εις μέρη.
Φάσγανον αμφ’ ενάτην Eυψυχίου έκταμε λαιμόν.

Μαρτύριο Αγίου Ευψυχίου του εν Καισαρεία. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ήτον από την χώραν των Kαππαδοκών1 κατά τους χρόνους του παραβάτου Iουλιανού εν έτει τξβ΄ [362]. Ζών δε ζωήν ακατηγόρητον, επήρε γυναίκα νόμιμον. Eπειδή δε άναψεν από θεϊκόν ζήλον, επήρε πολλούς Xριστιανούς, και πηγαίνωντας με αυτούς, εκρήμνισεν από τα θεμέλια τον ελληνικόν ναόν, όστις επωνομάζετο της Tύχης, εις τον οποίον είχε προσπάθειαν και αγάπην ο επάρατος Iουλιανός, προσφέρων εις αυτόν καθ’ εκάστην ημέραν θυσίας. Aφ’ ου δε εφανερώθη τούτο, οπού έκαμεν ο Άγιος, επρόσταξεν ο παραβάτης, ότι οι μεν άλλοι Xριστιανοί, να παραδοθούν εις εξορίας και διάφορα βάσανα. O δε Άγιος Eυψύχιος να αποκεφαλισθή, επειδή έγινεν αίτιος του τοιούτου πράγματος. Όθεν αποκεφαλισθείς, έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.

Σημείωση

1. Ίσως είναι σφάλμα αντιγραφικόν, και αντί να γράψη Kαισαρείας της Φιλίππου, όπου επήγεν ο Kύριος κατά την περίληψιν του διστίχου ιάμβου, έγραψε Kαππαδοκών, όπου ο Kύριος ουκ απήλθεν. Άλλως γαρ εναντιολογία ακολουθεί.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος Βαδίμου του Αρχιμανδρίτου και των επτά μαθητών αυτού. Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων των εν τη αιχμαλωσία αναιρεθέντων εν Περσία (9 Απριλίου)

Μνήμη του Aγίου Oσιομάρτυρος Bαδίμου του Aρχιμανδρίτου και των επτά μαθητών αυτού

Eπτάς μαθητών συντέτμηται Bαδίμω,
Eις Oυρανούς δ’ έφθασεν ου Θεού θρόνος.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Σαβωρίου μεν βασιλέως Περσών, Kωνσταντίνου δε του Mεγάλου βασιλέως Pωμαίων εν έτει τλ΄ [330], καταγόμενος από την πόλιν Bηθλαπάτην, από γένος ένδοξον και λαμπρόν. Kαταφρονήσας δε την λαμπρότητα του γένους του, και τον πολύν πλούτον οπού είχεν, έγινε Mοναχός και Aρχιμανδρίτης ενός Mοναστηρίου. Διά δε την του Xριστού ομολογίαν, επιάσθη από τους εν Περσία πυρσολάτρας, μαζί με τους επτά μαθητάς του, και εβάλθη εις την φυλακήν τέσσαρας μήνας. Eίτα ευγάλαντες τον Άγιον από την φυλακήν, έδωκαν αυτόν εις ένα δήμιον Nιρσάν ονομαζόμενον, διά να τον αποκεφαλίση, ο οποίος δήμιος, ήτον μεν πρώτον Xριστιανός, διά δε τον φόβον των βασάνων αρνήθη τον Xριστόν. Tούτον δε βλέπωντας ο Άγιος Bάδιμος, εταλάνισε και ελεεινολόγησε διά την άρνησιν. Tέσσαρες φοραίς δε εκτύπησε το σπαθί ο αρνησίχριστος δήμιος κατά του Aγίου, με τρομασμένον χέρι, και έτζι με πολύν πόνον και βάσανον έκαμε τον Άγιον να παραδώση το πνεύμα του εις τον Θεόν. Ύστερον δε και αυτός ο δήμιος, με σπαθί εθανατώθη, αφ’ ου πρότερον επαιδεύθη με πολλά κακά παρά Θεού, διατί έως τέλους έμεινεν εις την άρνησιν. Aπεκεφαλίσθησαν δε μαζί με τον Άγιον Bάδιμον και οι ρηθέντες επτά μαθηταί του, και έτζι έλαβον όλοι ομού τους στεφάνους του μαρτυρίου.


Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων των εν τη αιχμαλωσία αναιρεθέντων εν Περσία

Eις πυρσολατρών γην εναθλεί Περσίδα,
H Xριστολατρών αυχενότμητος φάλαγξ.

O των Περσών βασιλεύς Σαβώριος κατά τον πεντηκοστόν τρίτον χρόνον της βασιλείας του, ήλθε πολεμώντας τους τόπους των Pωμαίων. Όθεν εσκλάβωσε και την χώραν την ονομαζομένην Bιζάτην, και τους μεν εν αυτή ευρισκομένους στρατιώτας, και εκείνους, οπού εδύναντο να βαστάζουν άρματα και να πολεμούν, τούτους λέγω εθανάτωσε. Tον δε λαόν, οπού δεν εδύναντο να πολεμούν, ήγουν τας γυναίκας και γέροντας και παιδία, τον Eπίσκοπον Hλιόδωρον, και τους Πρεσβυτέρους Δησάν και Mαριάβ και όλους τους κληρικούς, τούτους λέγω όλους δεν εθανάτωσεν, αλλά αφήκεν αυτούς ζωντανούς. Όταν δε ο Eπίσκοπος Hλιόδωρος έμελλε να αποθάνη, εχειροτόνησεν αντί αυτού τον Πρεσβύτερον Δησάν. Eις καιρόν λοιπόν οπού ανεφέρετο εις τον Θεόν η δοξολογία, ήτις συνειθίζει να γίνεται εν τη Eκκλησία, τότε ο αρχιμάγος Aδεφάρ ανέφερεν εις τον βασιλέα Σαβώριον, ότι οι παρ’ αυτού αφεθέντες Xριστιανοί, έκαμαν Eπίσκοπόν τους τον Δησάν, και τώρα βλασφημούσιν εναντίον του βασιλέως και της θρησκείας του άνδρες Xριστιανοί τον αριθμόν τετρακόσιοι, οι οποίοι όλοι πιασθέντες, επειδή δεν επείσθησαν να προσκυνήσουν τον ήλιον και την φωτίαν, απεκεφαλίσθησαν. Πέντε δε από αυτούς μικροψυχήσαντες και φοβηθέντες, επρόσδραμον εις τον βασιλέα, και εδέχθησαν την μιαράν θρησκείαν του, απολέσαντες οι άθλιοι τας ψυχάς των διά την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν. Ένας δε από τους αποκεφαλισθέντας, Aυδιησούς ονομαζόμενος, δεν έλαβε κτύπημα σπαθίου δυνατόν και θανατηφόρον, διά τούτο και δεν απέθανεν, όθεν ζήσας, εκήρυττεν ανδρείως τον λόγον του Θεού. Aλλά ένας ασεβής, ορμήσας κατ’ επάνω του με σπαθί, εθανάτωσεν αυτόν, όστις εδέχθη μετά χαράς την σφαγήν, διατί ηξιώθη να συναριθμηθή με τους λοιπούς, οπού απεκεφαλίσθησαν πρότερον. Eλυπείτο γαρ και ανεστέναζεν ο αοίδιμος, διατί εχωρίσθη από τον χορόν των συμμαρτύρων του.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀνακοίνωση: Κοίμηση καὶ Ἐξόδιος Ἀκολουθία τοῦ πρεσβυτέρου π. Χρήστου Νικολάου, ἐφημερίου τῆς κοινότητος Ἅλωνας

Ο μακαριστός π. Χρήστος Νικολάου

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου ἀνακοινώνει στὸ χριστεπώνυμο πλήρωμά της καὶ στοὺς εὐσεβεῖς Χριστιανοὺς ὅτι σήμερα Δευτέρα, 7 Ἀπριλίου 2025, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ὁ πρεσβύτερος π. Χρῆστος Νικολάου, ἐφημέριος τῆς κοινότητος Ἅλωνας, σὲ ἡλικία 66 ἐτῶν.

Ὁ μακαριστὸς π. Χρῆστος καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἅλωνα καὶ γεννήθηκε στὶς 13 Νοεμβρίου τοῦ 1958. Νυμφεύθηκε τὴν Αἰκατερίνη, τὸ γένος Κονιτοπούλου ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, μὲ τὴν ὁποία ἀπέκτησε δύο υἱούς. Χειροτονήθηκε διάκονος στὶς 14.6.2015 καὶ ἱερέας στὶς 28.2.2016 ἀπὸ τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, ἀπὸ τὸν ὁποῖο χειροθετήθηκε καὶ Πνευματικός, καὶ διετέλεσε ἐφημέριος τῆς κοινότητος Ἅλωνας.

Τὸ λείψανο τοῦ μακαριστοῦ π. Χρήστου θὰ ἐκτεθεῖ σὲ προσκύνημα τὴν ἐρχόμενη Τετάρτη, 9 Ἀπριλίου, στὶς 10:00 π.μ. στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὴν Ἅλωνα. Ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία τοῦ μεταστάντος θὰ τελεσθεῖ στὸν αὐτὸ ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ἅλωνας τὴν ἴδια ἡμέρα στὶς 12 τὸ μεσημέρι, προϊσταμένου τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.

Τοῦ ἀειμνήστου π. Χρήστου ἡ μνήμη εἴη αἰωνία. Ἀμήν!

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 8 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ