Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ διάκονος Εὐμένιος Ἰνιάτης κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, ποὺ τελέσθηκε στὸ ἱερὸ παρεκκλήσιο Ἁγίου Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως τοῦ θαυματουργοῦ τοῦ Πολυδύναμου Κέντρου ἡ «Σολέα» στὴν κοινότητα Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (29.05.2024).
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 13 Μαΐου 2025

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Δ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
10: 21-33
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, καταβὰς ὁ Πέτρος πρὸς τοὺς ἄνδρας τοὺς ἀπεσταλμένους απὸ τοῦ Κορνηλίου πρὸς αὐτὸν εἶπεν· ἰδοὺ ἐγώ εἰμι ὃν ζητεῖτε· τίς ἡ αἰτία δι᾿ ἦν πάρεστε; Οἱ δὲ εἶπον· Κορνήλιος ἑκατοντάρχης, ἀνὴρ δίκαιος καὶ φοβούμενος τὸν Θεόν, μαρτυρούμενός τε ὑπὸ ὅλου τοῦ ἔθνους τῶν ᾿Ιουδαίων, ἐχρηματίσθη ὑπὸ Ἀγγέλου ἁγίου μεταπέμψασθαί σε εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ καὶ ἀκοῦσαι ῥήματα παρὰ σοῦ. Εἰσκαλεσάμενος οὖν αὐτοὺς ἐξένισε. Τῇ δὲ ἐπαύριον ἀναστὰς ἐξῆλθε σὺν αὐτοῖς, καί τινες τῶν ἀδελφῶν τῶν ἀπὸ τῆς ᾿Ιόππης συνῆλθον αὐτῷ, καὶ τῇ ἐπαύριον εἰσῆλθον εἰς τὴν Καισάρειαν. Ὁ δὲ Κορνήλιος ἦν προσδοκῶν αὐτοὺς συγκαλεσάμενος τοὺς συγγενεῖς αὐτοῦ καὶ τοὺς ἀναγκαίους φίλους. ῾Ως δὲ ἐγένετο τοῦ εἰσελθεῖν τὸν Πέτρον, συναντήσας αὐτῷ ὁ Κορνήλιος πεσὼν ἐπί τοὺς πόδας προσεκύνησεν, ὁ δὲ Πέτρος αὐτὸν ἤγειρε λέγων· ἀνάστηθι· κἀγὼ αὐτὸς ἄνθρωπός εἰμι. Καὶ συνομιλῶν αὐτῷ εἰσῆλθε, καὶ εὑρίσκει συνεληλυθότας πολλούς, ἔφη τε πρὸς αὐτούς· ὑμεῖς ἐπίστασθε ὡς ἀθέμιτόν ἐστιν ἀνδρὶ ᾿Ιουδαίῳ κολλᾶσθαι ἢ προσέρχεσθαι ἀλλοφύλῳ· καὶ ἐμοὶ ὁ Θεὸς ἔδειξε μηδένα κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον λέγειν ἄνθρωπον· διὸ καὶ ἀναντιρρήτως ἦλθον μεταπεμφθείς· πυνθάνομαι οὖν τίνι λόγῳ μετεπέμψασθέ με; καὶ ὁ Κορνήλιος ἔφη· ἀπὸ τετάρτης ἡμέρας μέχρι ταύτης τῆς ὥρας ἤμην νηστεύων, καὶ τὴν ἐνάτην ὥραν προσευχόμενος ἐν τῷ οἴκῳ μου· καὶ ἰδοὺ ἀνὴρ ἔστη ἐνώπιόν μου ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ, καί φησι· Κορνήλιε, εἰσηκούσθη σου ἡ προσευχὴ καὶ αἱ ἐλεημοσύναι σου ἐμνήσθησαν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Πέμψον οὖν εἰς ᾿Ιόππην καὶ μετακάλεσαι Σίμωνα ὃς ἐπικαλεῖται Πέτρος· οὗτος ξενίζεται ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος βυρσέως παρὰ θάλασσαν· ὃς παραγενόμενος λαλήσει σοι. Ἐξ αὐτῆς οὖν ἔπεμψα πρός σε, σύ τε καλῶς ἐποίησας παραγενόμενος. Νῦν οὖν πάντες ἡμεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πάρεσμεν ἀκοῦσαι πάντα τὰ προστεταγμένα σοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Δ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
7: 1-13
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ περιεπάτει ὁ Ἰησοῦς μετὰ ταῦτα ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ· οὐ γὰρ ἤθελεν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ περιπατεῖν, ὅτι ἐζήτουν αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι. ἦν δὲ ἐγγὺς ἡ ἑορτὴ τῶν Ἰουδαίων ἡ σκηνοπηγία. εἶπον οὖν πρὸς αὐτὸν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ· Μετάβηθι ἐντεῦθεν καὶ ὕπαγε εἰς τὴν Ἰουδαίαν, ἵνα καὶ οἱ μαθηταί σου θεωρήσωσι τὰ ἔργα σου ἃ ποιεῖς· οὐδεὶς γάρ ἐν κρυπτῷ τι ποιεῖ καὶ ζητεῖ αὐτὸς ἐν παρρησίᾳ εἶναι. εἰ ταῦτα ποιεῖς, φανέρωσον σεαυτὸν τῷ κόσμῳ. οὐδὲ γὰρ οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ ἐπίστευον εἰς αὐτόν. λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ὁ καιρὸς ὁ ἐμὸς οὔπω πάρεστιν, ὁ δὲ καιρὸς ὁ ὑμέτερος πάντοτέ ἐστιν ἕτοιμος. οὐ δύναται ὁ κόσμος μισεῖν ὑμᾶς· ἐμὲ δὲ μισεῖ, ὅτι ἐγὼ μαρτυρῶ περὶ αὐτοῦ ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρά ἐστιν. ὑμεῖς ἀνάβητε εἰς τὴν ἑορτήν ταύτην, ἐγὼ οὔπω ἀναβαίνω εἰς τὴν ἑορτὴν ταύτην, ὅτι ὁ ἐμὸς καιρὸς οὔπω πεπλήρωται. ταῦτα δὲ εἰπὼν αὐτοῖς ἔμεινεν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ. Ὡς δὲ ἀνέβησαν οἱ ἀδελφοὶ αὐτοῦ, τότε καὶ αὐτὸς ἀνέβη εἰς τὴν ἑορτήν, οὐ φανερῶς, ἀλλ’ ἐν κρυπτῷ. οἱ οὖν Ἰουδαῖοι ἐζήτουν αὐτὸν ἐν τῇ ἑορτῇ καὶ ἔλεγον· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; καὶ γογγυσμὸς πολὺς περὶ αὐτοῦ ἦν ἐν τοῖς ὄχλοις, οἱ μὲν ἔλεγον ὅτι ἀγαθός ἐστιν, ἄλλοι ἔλεγον, οὔ, ἀλλὰ πλανᾷ τὸν ὄχλον. οὐδεὶς μέντοι παρρησίᾳ ἐλάλει περὶ αὐτοῦ διὰ τὸν φόβον τῶν Ἰουδαίων.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Γλυκερίας (13 Μαΐου)
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Γλυκερίας
Θηρός το πικρόν δήγμα τη Γλυκερία,
Yπέρ γλυκάζον ως αληθώς ην μέλι.
Eν τριτάτη δεκάτη δάκε και κτάνε θηρ Γλυκερίαν.

Aύτη ήτον κατά τους χρόνους Aντωνίου του βασιλέως και Σαβίνου ηγεμόνος, εν έτει ρμα΄ [141] ευρισκομένη κατά την Tραϊανούπολιν, ήτις ευρίσκεται εις την παραθαλασσίαν του Aδριατικού κόλπου, Tράνι κοινώς λεγομένη. Όταν λοιπόν εθυσίαζεν ο ηγεμών εις τα είδωλα, τότε η Aγία αύτη έγραψεν επάνω εις το μέτωπόν της τον τίμιον Σταυρόν, και επήγεν εις τον ηγεμόνα, κηρύττουσα και ονομάζουσα τον εαυτόν της Xριστιανήν, και δούλην Xριστού. O δε ηγεμών επαρακάλεσεν αυτήν να θυσιάση εις τα είδωλα. Όθεν η Aγία εμβήκεν εις τον ναόν των ειδώλων, και προσευχηθείσα εις τον Xριστόν, εκρήμνισε το είδωλον του Διός, και κατεσύντριψεν αυτό. Oι δε Έλληνες οπού ευρέθησαν εκεί, έρριπτον μεν πέτρας κατεπάνω της Mάρτυρος, πλην δεν εκτυπούσαν αυτήν. Διά τούτο εκρέμασαν την Aγίαν από τας τρίχας, και εξέσχισαν αυτήν. Έπειτα έβαλον αυτήν εις την φυλακήν, και δεν της έδωκαν, ούτε φαγητόν, ούτε πιοτόν εις διάστημα πολλών ημερών. Άγγελος δε Kυρίου έφερνε τροφήν εις αυτήν, και διά τούτο δεν έπαθε κανένα κακόν, από εκείνο οπού ο ηγεμών εστοχάζετο, ότι έχει να πάθη διά την πείναν. Mάλιστα δε θαυμασμόν και έκπληξιν μεγάλην έλαβεν ο ηγεμών και οι σύντροφοί του, όταν ευρήκαν εις την φυλακήν σκουτέλι και ψωμία και γάλα και νερόν, εις καιρόν οπού η φυλακή ήτον κλεισμένη ασφαλώς, και τινάς δεν εμβήκεν εις αυτήν διά να τα φέρη.
Mετά ταύτα έβαλον την Aγίαν εις κάμινον πυρός, επειδή δε έπεσε δρόσος από τον ουρανόν, έσβυσε την φωτίαν, όθεν η Aγία ευγήκεν από αυτήν αβλαβής. Ύστερον εύγαλον το δέρμα της κεφαλής της έως εις το μέτωπον, είτα δέσαντες τας χείρας και πόδας της, έρριψαν αυτήν εις την φυλακήν, υποκάτω της δε έστρωσαν πέτρας. Άγγελος δε Kυρίου καταβάς, έλυσεν αυτήν από τα δεσμά, και ιάτρευσε την κεφαλήν της. Όθεν το θαυμάσιον τούτο βλέπων ο δεσμοφύλαξ Λαοδίκιος, εξεπλάγη, και ομολογήσας τον Xριστόν, απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. H δε Aγία πάλιν εφέρθη εις τον ηγεμόνα, και επαραδόθη διά να την φάγουν τα θηρία. Ένα δε από αυτά εδάγκασεν αυτήν ολίγον τι, όθεν εκ του τοιούτου ολίγου δαγκάματος, παρέδωκεν η μακαρία την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Tο δε άγιον αυτής λείψανον ενταφιάσθη εις την Hράκλειαν1.
Σημείωση
1. Περί του λειψάνου της Aγίας Γλυκερίας ταύτης γράφει ο Δοσίθεος, σελ. 519 της Δωδεκαβίβλου, ότι εις την Hράκλειαν ευρίσκετο μία χαλκίνη λεκάνη, η οποία εδέχετο τα θεόρρυτα μύρα, άπερ ανέβρυον από του τάφου της Aγίας ταύτης Γλυκερίας, διά μέσου των οποίων εγίνοντο πολλά θαύματα, ως ιστορεί ο Θεοφύλακτος. Eχρησίμευε δε, η χαλκίνη λεκάνη εκείνη διά να γίνεται εν αυτή ο αγιασμός επάνω εις τον τάφον της Mάρτυρος. O δε τότε Hρακλείας, ευρών εις Kωνσταντινούπολιν μίαν λεκάνην χρυσήν και θαυμαστήν, ηγόρασεν αυτήν, και εδιώρισε να γίνεται εν αυτή ο αγιασμός επάνω εις τον τάφον της Mάρτυρος αντί της χαλκίνης. Όθεν πλέον δεν εγίνοντο θαύματα. Διά δε τα δάκρυα και τας προσευχάς του Hρακλείας, απεκαλύφθη αυτώ, ότι η χρυσή εκείνη λεκάνη ήτον ακάθαρτος. Διά τούτο έφερεν αυτήν εις τον τότε Πατριάρχην Άγιον Iωάννην τον Nηστευτήν. Kαι εξετάσας εκείνος εύρεν, ότι ένας άρχων σοφός και μάγος Παυλίνος ονόματι, έχυσεν αίματα μέσα εις την λεκάνην εκείνην τρόπω θυσίας, και εγοήτευε με την επίκλησιν των δαιμόνων ως ειδωλολάτρης. Όθεν αναφέρεται τω βασιλεί Mαυρικίω το δράμα. Kαι ο μεν Nηστευτής, διϊσχυρίζετο από Γραφικά ρητά, ότι να δοθή αυτώ παιδεία νομική και κατά κανόνα. O δε Mαυρίκιος, επαλούκωσεν αυτόν. Tους δε υιούς του απεκεφάλισεν, ως συγκοινωνούς όντας της μαγείας του πατρός των. (Όρα ω αναγνώστα, πόσην πικράν τιμωρίαν λαμβάνουν οι μάγοι και γόητες.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Σεργίου του Ομολογητού και του Οσίου Πατρός ημών Παυσικάκου Επισκόπου Συννάδων (13 Μαΐου)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Σεργίου του Oμολογητού
O Σέργιός μοι πώς τελευτάς τον βίον;
Kοινώ τέλος τέθνηκα, και ζων ειμί σοι1.
Oύτος ο Άγιος, καθώς ήτον από γένος ένδοξον και μεγάλον κατά το σώμα, έτζι ήτον και μέγας κατά την ψυχήν, ζων εν τοις χρόνοις Θεοφίλου του εικονομάχου, ήτοι εν έτει ωλε΄ [835]. Παρασταθείς λοιπόν εις τον ρηθέντα διώκτην και εικονομάχον Θεόφιλον, επειδή επροσκύνει τας αγίας εικόνας, εδέθη από τον λαιμόν με ένα σχοινίον, και πομπευθείς εις το μέσον του παζαρίου, έλαβεν ύβρεις και καταφρονήσεις πολλάς. Aφ’ ου δε υστερήθη όλα του τα υπάρχοντα ο αοίδιμος, ερρίφθη εις την φυλακήν. Έπειτα εξωρίσθη ομού με την γυναίκα του Eιρήνην ονόματι, και ομού με τα τέκνα του, και υπέμεινεν ανδρείως τας διαφόρους θλίψεις της εξορίας. Kαλεσθείς δε από τον Θεόν, επήγεν εις αυτόν διά του θανάτου, ίνα λάβη της ομολογίας τον άφθαρτον στέφανον.
Σημείωση
1. Tούτο το δίστιχον είναι κατ’ ερωταπόκρισιν. Φαίνεται ουν πως ερωτά ο Xριστός, αποκρίνεται δε προς αυτόν ο Όσιος.
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Παυσικάκου Eπισκόπου Συννάδων
O Παυσικάκου προστρέχων τω λειψάνω,
Παθών κακούντων παύσιν ευρίσκει ξένην.
Oύτος ο μακάριος ήτον κατά τους χρόνους Mαυρικίου του βασιλέως, εν έτει φπε΄ [585]. Kαι πατρίδα μεν είχε την εν τη Mαύρη Θαλάσση ευρισκομένην Aπάμειαν. Oι δε γονείς του ήτον ευγενείς και ονομαστοί και τρόφιμοι της αληθούς πίστεως των Xριστιανών.Ώντας δε ακόμη νέος, κατεδάμαζε τον εαυτόν του με υπερβολικήν νηστείαν και προσευχήν, και με κάθε άλλην σκληραγωγίαν και άσκησιν, όθεν έγινεν ύστερον Mοναχός. Aπό τότε δε και εις το εξής ετρέφετο με ολίγον ψωμί και νερόν, εμεταχειρίζετο δε και την τέχνην της ιατρικής, και ιάτρευεν ομού τα σώματα και τας ψυχάς. Eδίωκε γαρ τα δαιμόνια από τους δαιμονιζομένους, εθεράπευε τα παιδία εκείνα, οπού εγεννώντο κολοβά και παράσημα, ανώρθονε τους έχοντας καμπούραν εις το σώμα, και άλλα τοιαύτα εποίει θαυμάσια.
Όθεν από την πολλήν του φήμην, εγνωρίσθη εις τον τότε Πατριάρχην Kωνσταντινουπόλεως, ούτος δε ήτον ο επί Mαυρικίου θαυμάσιος Kυριακός1, ο οποίος εχειροτόνησεν αυτόν Eπίσκοπον των Συννάδων. Aφ’ ου δε ο Άγιος επήγεν εις τα Σύνναδα την επαρχίαν του, εδίωξεν από εκεί τους νοητούς λύκους, ήτοι τους αιρετικούς, με την σφενδόνην των λόγων του, και με την κοπτεράν μάχαιραν της διδασκαλίας του, απέκοψεν αυτούς από το υγιές σώμα των Xριστιανών, ως σαπημένα μέλη, και έρριψεν αυτούς έξω της Eκκλησίας, διά να μη προξενήσουν βλάβην και εις τα λοιπά υγιαίνοντα μέλη. Mε τοιούτον τρόπον λοιπόν εχάρισεν εις το ποίμνιόν του την ασφάλειαν ομού και σωτηρίαν. Έπειτα επήγεν εις την Kωνσταντινούπολιν, και ιάτρευσε τον βασιλέα Mαυρίκιον από ένα πάθος οπού είχεν. Όθεν ο βασιλεύς με χρυσόβουλλον εδιώρισε να δίδη εις τα Σύνναδα κάθε χρόνον, μίαν λίτραν χρυσίου, ήτοι δώδεκα ουγγίας, από τας οποίας η κάθε μία περιέχει δράμια οκτώ. Γυρίζωντας δε εις τα Σύνναδα και πηγαίνωντας εις τόπον καλούμενον Σόλωνα, επειδή οι συνοδοιπόροι του εκινδύνευαν από την δίψαν, τούτου ένεκεν διά προσευχής του ανέβλυσεν εκεί νερόν και επαρηγόρησε την δίψαν τους. Mε τοιαύτα λοιπόν κατορθώματα διεπέρασε την ζωήν του ο Άγιος, και γενόμενος εις πολλούς αίτιος σωτηρίας, αναχωρεί από την παρούσαν ζωήν, και μεταβαίνει εις την μέλλουσαν.
Σημείωση
1. O Kυριακός ούτος έγινε Πατριάρχης μετά τον Nηστευτήν Iωάννην, πατριαρχεύσας έτη ένδεκα.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μόρφου Νεόφυτος: Νὰ κρίνω τὰ δικά μου καὶ ὄχι τοῦ ἀδελφοῦ μου… (04.04.2025)
Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴν Ἀκολουθία τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Χρυσελεούσης τῆς κοινότητος Ἀκακίου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (04.04.2025).
Ψάλλει ὁ ἄρχοντας πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.
Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ μετάνοια ὁδηγεῖ στὴ βίβλο τῆς αἰώνιας Ζωῆς… (28.3.2025)
Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴν Ἀκολουθία τῆς Δ΄ Στάσης τῶν Χαιρετισμῶν τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος στὸ χωριὸ Κακοπετριὰ τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (28/3/2025).
Ψάλλει ὁ ἄρχων πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου. Τὴ Δ΄ Στάση τῶν Χαιρετισμῶν ἀπαγγέλει ὁ Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος.
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 12 Μαΐου 2025
Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ)
Πρὸς Τιμόθεον Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 11 – 16
Τέκνον Τιμόθεε, δίωκε δικαιοσύνην, εὐσέβειαν, πίστιν, ἀγάπην, ὑπομονήν, πρᾳότητα. Ἀγωνίζου τὸν καλὸν ἀγῶνα τῆς πίστεως, ἐπιλαβοῦ τῆς αἰωνίου ζωῆς, εἰς ἣν καὶ ἐκλήθης καὶ ὡμολόγησας τὴν καλὴν ὁμολογίαν ἐνώπιον πολλῶν μαρτύρων. Παραγγέλλω σοι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ ζωοποιοῦντος τὰ πάντα καὶ Χριστοῦ ᾽Ιησοῦ τοῦ μαρτυρήσαντος ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου τὴν καλὴν ὁμολογίαν, τηρῆσαί σε τὴν ἐντολὴν ἄσπιλον, ἀνεπίληπτον μέχρι τῆς ἐπιφανείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ, ἣν καιροῖς ἰδίοις δείξει ὁ μακάριος καὶ μόνος δυνάστης, ὁ Βασιλεὺς τῶν βασιλευόντων καὶ Κύριος τῶν κυριευόντων, ὁ μόνος ἔχων ἀθανασίαν, φῶς οἰκῶν ἀπρόσιτον· ὃν εἶδεν οὐδεὶς ἀνθρώπων οὐδὲ ἰδεῖν δύναται· ᾧ τιμὴ καὶ κράτος αἰώνιον· ἀμήν.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΥΠΡΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
10: 9 – 16
Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει. Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων·ὁ μισθωτὸς καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ ἔστιν τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησιν τὰ πρόβατα καὶ φεύγει καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει ὅτι μισθωτός ἐστιν καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαιὑπὸ τῶν ἐμῶν,καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα· καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσιν, καὶ γενήσονται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου: Ο Άγιος Επιφάνιος και η διαμόρφωση του θεσμού της πενταρχίας των πατριαρχών
Πανιερώτατε άγιε Κωνσταντίας και αδελφοί αρχιερείς,
Αγαπητοί εκπρόσωποι των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών,
Εν Χριστώ αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
Χριστός Ανέστη!
Πολλές φορές, στην πορεία της Εκκλησίας, συμβαίνει τα ιστορικά τεκταινόμενα να συμπληρώνονται, να φωτίζονται, ή ενίοτε και να εκτρέπονται, από τα υπό του Αγίου Πνεύματος τικτόμενα.
Έτσι, όταν οι διοικητικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται για να βοηθήσουν την στρατευόμενη Εκκλησία στη διάβασή της μέσω της ιστορίας κινδυνεύουν να προσαρμοστούν στα μέτρα των ανθρωπίνων αδυναμιών, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος παρεμβαίνει δυναμικά για ν’ ανοίξει παράθυρα.Υπενθυμίζει κυρίως ότι οι όποιες ρυθμίσεις δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε και μπορούν να τίθενται υπεράνω του γεγονότος της Εκκλησίας, αλλά αποτελούν απλώς μέσα για να οδηγηθεί η στρατευόμενη Εκκλησία προς τον τελικό της προορισμό, αφού «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».
Φορείς αυτής της διορθωτικής παρεμβάσεως, είναι συνήθως οι πνευματοφόροι άνθρωποι. Εκείνοι δηλαδή που ενώ πορεύονται και πολιτεύονται εν τω κόσμω, έχουν ήδη πολιτογραφηθεί πολίτες της πολιτείας που δεν είναι εκ του κόσμου. Ο λόγος και η παρουσία τους, φωτίζει τα θέσμια υπό ένα φως άλλο, και κομίζει μια λογική που δια των θεσμών βλέπει την υπέρβαση των θεσμών.
Τέτοια είναι και η περίπτωση του εν αγίοις πατρός ημών Επιφανίου, Επισκόπου Κωνσταντίας και Αρχιεπισκόπου της Κύπρου. Του οποίου η ιστορική παρουσία σε μια εποχή κρίσιμη για την Εκκλησία της Κύπρου, κατά την οποία τεκταινόταν -όχι χωρίς οδύνες- ο θεσμός της Πενταρχίας, αποτέλεσε τον βασικό μοχλό για να μπορέσει η Εκκλησία της Κύπρου να διαφυλάξει το κεκτημένο της αυτονομίας της, χωρίς το οποίο θα ήταν αναγκασμένη να διαγράψει μια ιστορία τεσσάρων αιώνων και να ξεκινήσει από μια τελείως άλλη βάση, με ανυπολόγιστες ίσως συνέπειες για την ιστορική της πορεία. Δικαίως λοιπόν ο ιστορικός αποκαλεί τον Άγιο Επιφάνιο «πατέρα του κυπριακού αυτοκεφάλου».
Η διέλευση του Αγίου Επιφανίου από το κόσμο τούτο, λαμβάνει χώρα τον 4ο αιώνα. Έναν αιώνα κατά τον οποίο η χριστιανική θεολογία συνδιαλέγεται με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα -με ποικίλα αποτελέσματα που εκτείνονται από θεολογικές συνθέσεις άφθαστου ύψους έως αλλεπάλληλες αιρέσεις και προσπάθειες νόθευσης της χριστιανικής αλήθειας· αλλά κι έναν αιώνα ο οποίος φέρνει βαθιές αλλαγές στο διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας.
Στην τεσσαρακονταετία της αρχιερατείας του, ο Άγιος Επιφάνιος, θα είχε να αντιμετωπίσει βαθιές διεργασίες ως αποτέλεσμα των οποίων θα άλλαζε το οργανωτικό σχήμα που μέχρι τότε είχε ως επίκεντρό του τον τοπικό επίσκοπο. Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα, ο επίσκοπος ήταν η ορατή κεφαλή κάθε τοπικής εκκλησίας. Ως αυθεντικός συνεχιστής της αποστολικής διαδοχής, λειτουργούσε ως βάση ενότητας, τόσο στην τοπική, όσο και στην ανά την οικουμένη Εκκλησία, ενώ παράλληλα, η τέλεση της ευχαριστιακής λειτουργίας, ήταν ταυτισμένη με το πρόσωπό του.
Όμως ο 4ος αιώνας, κατά τον οποίο έζησε και αρχιεράτευσε ο Άγιος Επιφάνιος, αφού γεννήθηκε το 315, έμελλε να αλλάξει αυτό τον τύπο, φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα τάση: την προσαρμογή της εκκλησιαστικής διοικήσεως στις διοικητικές δομές της αυτοκρατορίας. Η προσαρμογή αυτή υπαγορεύτηκε από νέες ανάγκες και πραγματικότητες και έφτασε, κάποια στιγμή, να λάβει και κανονικό καθεστώς. Έτσι, με τη Σύνοδο της Αντιοχείας, το 341, θεσπίζεται η αρχή της ανύψωσης των επισκόπων των πρωτευουσών της κάθε πολιτικής επαρχίας σε μητροπολίτες. Στη συνέχεια, με τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο του 381 στην Κωνσταντινούπολη, εισάγεται το εξαρχικό σύστημα εκκλησιαστικής διοίκησης, και ταυτίζονται τα όρια των εκκλησιαστικών Διοικήσεων (εξαρχιών) με τα όρια των πολιτικών Διοικήσεων. Κατά τη σύνοδο αυτή, καθορίστηκαν υπερμητροπολιτικά «πρεσβεία τιμής» των θρόνων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Όμως, η πιο ξεκάθαρη κατοχύρωση, θα έφτανε λίγο αργότερα, το 451, με την Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Χαλκηδόνα. Με τις αποφάσεις της οποίας ουσιαστικά καθιερώθηκε ο θεσμός της Πενταρχίας.
Τέτοια είναι λοιπόν η κατάσταση κατά τον 4ο αιώνα κι αυτό είναι το κλίμα που έχει να αντιμετωπίσει ο Άγιος Επιφάνιος όταν ανεβαίνει στο θρόνο της Κύπρου το 366. Τη στιγμή που αρχίζει η αρχιερατεία του, οι διεργασίες αυτές βρίσκονται στον κολοφώνα τους. Στην Ανατολή, και λίγο πολύ σε όλη την ορθόδοξη οικουμένη, επικρατεί μια αναμπουμπούλα, μια αστάθεια. Αρειανοφρόνες προσπαθούν να επικρατήσουν των ορθοδόξων στις κατά τόπους μητροπόλεις, ενώ εμφανίζονται και φαινόμενα αυταρχισμού εκ μέρους ορισμένων μητροπολιτών αλλά και αδιαφορίας για την ορθή πίστη. Οι συγκρούσεις και οι έριδες είναι ατέλειωτες. Ως αντίδοτο, αναζητείται κάποια μορφή υπερμητροπολιτικής εξουσίας που να μπορεί να βάλει μια τάξη την ανεξέλεγκτη λειτουργία του μητροπολιτικού συστήματος στο θέμα των χειροτονιών, να φράξει το δρόμο στους αρειανόφρονες επισκόπους, αλλά και να ελέγξει τη συμπεριφορά ορισμένων μητροπολιτών.
Εν όψει αυτής της κατάστασης, οι μητροπολίτες που έχουν την έδρα τους στα διοικητικά κέντρα, αρχίζουν εν πολλοίς να επιβάλλουν τον κανόνα της προσαρμογής της εκκλησιαστικής προς την πολιτική διοίκηση. Αναπόφευκτα, και πολύ ανθρώπινα, σ’ αυτή την εποχή των ανακατατάξεων, παρατηρείται ένας ανταγωνισμός στην Ανατολή μεταξύ Αντιοχείας και Αλεξανδρείας. Μέσα σ’ όλη αυτή τη ρευστότητα και τους αγώνες για αύξηση των σφαιρών επιρροής, όπως θα λέγαμε σήμερα στη σύγχρονη γλώσσα, ο εξ Ανατολών κίνδυνος, που δημιουργήθηκε από τις αξιώσεις του Επισκόπου Αντιοχείας επί της Εκκλησίας Κύπρου, προβάλλει -καθ’ ον χρόνον αρχιερατεύει ο Επιφάνιος- απειλητικότερος παρά ποτέ.
Υπό κανονικές συνθήκες, βέβαια, οι πιο πάνω διεργασίες δεν θα έπρεπε να αφορούν το κανονικό καθεστώς της Εκκλησίας Κύπρου καθ’ εαυτό, αφού η αποστολική Εκκλησία της Κύπρου εκέκτητο ήδη αυτονομίας, του αυτοκεφάλου, όπως αυτό ονομάστηκε αργότερα, δηλαδή του δικαιώματος «των Κυπρίων δι’ εαυτών τας χειροτονίας ποιείσθαι». Ήδη στη σύνοδο της Σαρδικής (το 343), η Κύπρος προσυπογράφει τα πρακτικά ως μόνη σύνολος εν τη Ανατολή μητρόπολις. Και στη συνέχεια, η εν Εφέσω Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος του 431, έρχεται να διασφαλίσει συνοδικώς, να περιβάλει δια κανονικού κύρους το κεκτημένο, αυτό που προϋπήρχε. Εκκλησιαστικά λοιπόν, το ζήτημα αυτό ήταν λυμένο, χωρίς καμία ασάφεια, όχι μόνο κατά το αρχαίο έθος αλλά και κανονικώς. Η διοικητική αυτονομία της Εκκλησίας Κύπρου, ήταν καρπός της ελευθερίας και της συνοδικότητας της Ορθοδοξίας και συνέχεια της αποστολικής παραδόσεως.
Ωστόσο, η ανάδυση του θεσμού της Πενταρχίας, και η γενικότερη αστάθεια -στο πλαίσιο της οποίας ακόμα και αυτή η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ αγωνιζόταν για να κατοχυρώσει την αυτονομία της- δεν μπορούσαν παρά να επηρεάσουν και την Κύπρο. Τίποτα δεν φαινόταν δεδομένο και θεσμοί ή κεκτημένα αιώνων μπορούσαν να απολεσθούν εν μιά νυκτί.
Όπως μας πληροφορούν τα επίσημα έγγραφα της εποχής, η Κύπρος ήταν επαρχία της λεγόμενης Διοίκησης της Εώας, η οποία είχε πρωτεύουσα την Αντιόχεια. Εν όψει τούτου, και εν μέσω της χαώδους καταστάσεως στην οποία βρίσκονταν πολλές επαρχίες της Ανατολής, ο Επίσκοπος Αντιοχείας, θεώρησε φυσικό να προβάλει την αξίωση ότι η Κύπρος είναι μια από τις επισκοπές της περιφέρειάς του.
Όμως -και εδώ φαίνεται η πρόνοια του Αγίου Πνεύματος- η Κύπρος δεν ήταν ούτε αρειανοκρατούμενη, ούτε αναρχούμενη Εκκλησία. Είχε δε αρχιεπίσκοπο τον μέγα Επιφάνιο. Οι οποιεσδήποτε βλέψεις λοιπόν επί της κυπριακής εκκλησίας, συνεπάγονταν μια αναμέτρηση με τον Επιφάνιο. Πράγμα αδιανόητο για την εποχή, αφού το κύρος, η ακτινοβολία και η δύναμη του Επιφανίου υπερέβαιναν κατά πολύ τα όρια της μικρής νήσου και το πρόσωπό του ενέπνεε το δέος σε όλη την χριστιανική οικουμένη. Πολύ ορθά αναρωτιέται ο ιστορικός: «Ζώντος άλλωστε του Επιφανίου, τις επίσκοπος θα ετόλμα έστω και να ονειρευθεί την υπ’ αυτόν υπαγωγήν του ανδρός; Τοιούτον θα ήγγιζεν τα όρια της παραφροσύνης αν μη της ιεροσυλίας. Ο γέρων Κύπρου υπ’ ουδενός ποτε εκρίθη, αυτός δε έκρινε πάντας τους επισήμους θρόνους της Ανατολής.»
Η στάση του απέναντι στην Αντιόχεια ήταν κάθετη και αταλάντευτη: για τριάντα χρόνια τήρησε άτεγκτη στάση έναντι της Αντιοχείας και δεν επικοινώνησε με τον επίσκοπό της. Σκληρή στάση; Ίσως. Αλλά μ’ αυτό τον τρόπο, σε μια ρευστή εποχή και σ’ ένα μεταβατικό αιώνα, ο Επιφάνιος έδινε το στίγμα της προσήλωσης στην αλήθεια της παραδόσεως.
Αλλά, αν ο Κωνσταντίας Επιφάνιος κατάφερε να εξαγάγει την Εκκλησία της Κύπρου εις αναψυχήν δια μέσου συμπληγάδων, επιβουλών και ανταγωνισμών, δεν είναι μόνο γιατί πολιτεύτηκε διπλωματικά, αξιοποιώντας προς όφελος της Κύπρου τη αντιπαράθεση Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Ούτε μόνο γιατί η Εκκλησία της Κύπρου είχε ισχυρές κανονικές κατοχυρώσεις που την έθεταν στο απυρόβλητο. Όμως γράφει ο μεγάλος θεολόγος-ἱστορικός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: (Χριστιανισμός καί Πολιτισμός σελ. 115-116). Ο βασικός και κύριος λόγος για τον οποίο η Κύπρος κατάφερε να διατηρήσει την αυτονομία της, ήταν γιατί ο ίδιος ο προκαθήμενός της ήταν ένα μέτρο αγιότητας που έκρινε την εποχή του.
Η θωράκιση της Εκκλησίας της Κύπρου, η σκέπη της, ήταν πρωτίστως η αγιότητα του προκαθημένου της. Όντας πνευματοφόρος, είχε τη δυνατότητα, όπως είπαμε στην αρχή, να γίνεται αγωγός μέσα από τον οποίο διοχετεύονταν εντός της ιστορίας οι πνοές του Αγίου Πνεύματος. Έκανε την Κύπρο απόρθητο φρούριο, όχι μόνο με τα επιχειρήματα ή τους χειρισμούς του, αλλά με τη βιοτή και το μέγεθος της αγιότητάς του, το οποίο ήταν ήδη αναγνωρισμένο και σεβαστό από τους συγχρόνους του όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε όλη την ορθόδοξη οικουμένη.
Για ν’ αντιληφθούμε πόσο δύσκολο ήταν να ανοίξει κανείς μέτωπο με τον Επιφάνιο, αρκεί να δούμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό το οποίο αναφέρει ο Θεοφάνης, Ηγούμενος Αγρού και Ομολογητής, στη Χρονογραφία του: Όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Κύπρου Επιφάνιος έρχεται στην Κωνσταντινούπολη όπου «χειροτονίας και συνάξεις παρά την Ιωάννου γνώμην εποίησεν», δηλαδή έκανε χειροτονίες χωρίς την έγκριση του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Όποιες κι αν είναι η προεκτάσεις αυτής της ενέργειας, που δεν θα τις συζητήσουμε εδώ, δείχνει χαρακτηριστικά το πρόσωπο του ανδρός αλλά και την ακαταμάχητη δύναμη της οποίας ήταν φορέας.
Λέχθηκε για τον Άγιο Επιφάνιο ότι ήταν συντηρητικός-παραδοσιακός, ότι δεν συμβάδισε με το πνεύμα της εποχής του, το πνεύμα του 4ου αιώνος. Και πράγματι, μπορεί να πει κανείς πως έτσι ήταν. Αλλά δεν θα πρέπει να δούμε αυτή τη στάση υπό αρνητικό πρίσμα. Μάλλον αρετές πρέπει να θεωρούμε τα χαρακτηριστικά του αυτά, παρά οτιδήποτε άλλο. Ως άγιος, ο Επιφάνιος ήταν άνθρωπος του μέλλοντος και έβλεπε πολύ πολύ μακριά· εξ ου και παρέμενε με όλες του τις δυνάμεις αμετακίνητος εις «ό παρελάβαμεν», απαρασάλευτος μάρτυρας του ασκητικού ήθους της πρώτης Εκκλησίας και φύλακας της γνήσιας αποστολικής παραδόσεως. Υπερασπίστηκε την αυτονομία της Εκκλησίας Κύπρου, όχι διότι εμφορείτο από ένα είδος τοπικισμού, αλλά για να προασπίσει αυτό που η Εκκλησία της Κύπρου παρέλαβε από τους Αποστόλους και διαφύλαξε μέσω των αιώνων με ποταμούς αιμάτων. Η έγνοια του και η φροντίδα του ήταν απλά να παραδώσει στις επόμενες γενιές αυτό που δόθηκε στην Κύπρο από τους Αποστόλους Βαρνάβα, Παύλο, Μάρκο και φυλάχθηκε πριν απ’ αυτόν από τον Άγιο Σπυρίδωνα.
Από την άλλη, ο απαρέγκλιτος προσανατολισμός του προς την παράδοση, οφειλόταν και στο ότι μια από τις προκλήσεις της αρχιερατείας του ήταν να αντικρούσει τις αιρέσεις, πρώτ’ απ’ όλα στην ίδια την Κύπρο αλλά και στον περίγυρό της, καθώς και τη γενικότερη σύγχυση που επαπειλούσε τότε την πορεία της Εκκλησίας. Το ειδωλολατρικό πνεύμα συνέχιζε και κατά τον τέταρτο αιώνα να επιβιώνει, είτε ευθέως, είτε εμφιλοχωρώντας στο χώρο της πίστης και δημιουργώντας συνεχώς αιρέσεις επί αιρέσεων. Παρόλο που, όπως είπαμε, η θεολογία επιχειρούσε τη μεγάλη πρόσληψη του αρχαιοελληνικού λόγου, ο άγιος με τη διόρασή του έβλεπε πως μια τέτοια πρόσληψη δεν ήταν χωρίς κινδύνους. Αντιθέτως, έκρυβε μεγάλες παγίδες και εγκυμονούσε τεράστιες απειλές για νόθευση της αλήθειας. Η «παραδοσιακότητα» λοιπόν του Αγίου Επιφανίου, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ακατάπαυστη επαγρύπνηση για να διαφυλαχθεί αλώβητη η αλήθεια της πίστεως, ένας συνεχής συναγερμός και μια αμείλικτη μάχη εναντίον των αιρέσεων παντός είδους. Κι αν σήμερα μπορούμε να μιλούμε για μια σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού, αν τελικά η πρόσληψη της αρχαιότητας έγινε όσο το δυνατό πιο ανώδυνα με τα θετικά της να επικρατούν των αρνητικών, αυτό οφείλεται κυρίως στο αταλάντευτο φρόνημα μερικών αγίων και όλως ιδιαιτέρως του Κωνσταντίας Επιφανίου. Αν η Ανατολή ολάκερη δεν περιέπεσε στο χάος των αιρέσεων και των κακοδοξιών, αν ακόμα υπάρχει ορθοδοξία στο νησί μας αλλά και πέραν αυτού, είναι, μεταξύ άλλων, γιατί τον τέταρτο αιώνα υπήρχε στην Ανατολή ένας επίσκοπος που λεγόταν Επιφάνιος, ο οποίος δεν έκανε εκπτώσεις προκειμένου να προσαρμοστεί στον αιώνα του.
Η έντονη αντιαιρετική του δράση, εκτός από το ότι τον καθιστούσε σημείο αναφοράς σε όλο τον γνωστό κόσμο, μια αυθεντία παγκόσμιου βεληνεκούς, ύψωνε όσο ποτέ άλλοτε και το κύρος της Εκκλησίας της Κύπρου, μετατρέποντάς την σε κέντρο των εξελίξεων και επομένως δυσκολεύοντας τα σχέδια εκείνων που την επιβουλεύονταν. Ο Επιφάνιος έκανε την Κύπρο κέντρο του κόσμου. Κληρικοί απ’ όλη τη χριστιανοσύνη, ζητούν τη γνώμη του για θεολογικά ζητήματα και τον καλούν να ορθοτομήσει λόγον αληθείας. To 374, μετά από αίτημα ιερέων και λαϊκών της Παμφυλίας, εκδίδει το πρώτο από τα μεγάλα του έργα, το Αγκυρωτόν. Το 376 εκδίδει το Πανάριον, μετά από αίτημα δύο αρχιμανδριτών των μονών της Κοίλης Συρίας. Από όλο τον κόσμο, έρχονται στην Κύπρο μοναχοί, μόνο και μόνο για να δουν τον Επιφάνιο. Ευγενείς και άρχοντες από τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη έρχονται να λάβουν την ευχή του ή να βοηθήσουν οικονομικά το έργο του. Όποιος ήθελε να δει θαυματουργό επίσκοπο, «αρχαίας αγιότητος κατάλοιπον», έτσι τον ονόμαζαν, έπρεπε να δει τον ξυπόλυτο γέροντα της Κύπρου Επιφάνιο.
Αν σε αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι και ως αρχιεπίσκοπος ο Επιφάνιος -παρόλο που ήταν μορφωμένος, πολυγραφότατος και μιλούσε πέντε γλώσσες- παρέμενε πρώτα και κύρια ένας ασκητής μοναχός, κομίζοντας μια απλή, αγνή αγιότητα, κοσμημένη με θαυματουργικό χάρισμα, όπως βεβαιώνει σύγχρονη του μαρτυρία -και όπως γνωρίζει καλά η παράδοση της Εκκλησίας μας-, τότε καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο εγχείρημα ήταν για τον οποιονδήποτε να τολμήσει να συγκρουστεί μαζί του.
Θα είχε ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η πορεία της Εκκλησίας Κύπρου αν σ’ εκείνα τα κρίσιμα χρόνια στο θρόνο της ήταν άλλος από τον Επιφάνιο. Το πιο πιθανόν είναι πως όσα οικοδόμησε η Εκκλησία Κύπρου εν Πνεύματι και Αληθεία για τέσσερις αιώνες, θα σβήνονταν με μια κίνηση και η Κύπρος θα έπρεπε στο εξής να συνεχίσει την πορεία της υπό άλλα δεδομένα και άλλες προϋποθέσεις. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα βάρυνε οποιονδήποτε άλλον, αλλά τους ίδιους τους Κυπρίους, που θα αποδεικνύονταν έτσι ανάξιοι να κρατήσουν τη δωρεά που τους δόθηκε και να διαφυλάξουν την παράδοση και την των πραγμάτων αλήθειαν. Κι όταν χάνουμε το Έν, το κύριον, τότε είναι σαν ν’ ανοίγουμε την πόρτα για να μπούνε κάθε λογής κακά. Ενδεχομένως, σε τέτοια περίπτωση, και η ιστορική μας μοίρα να ήταν πολύ χειρότερη από αυτήν που είχαμε.
Κρατώντας εκείνο που της παρέδωσαν οι Απόστολοι, η Εκκλησία της Κύπρου μπόρεσε να γίνει ο διαχρονικός θεσμός ο οποίος στήριξε και κράτησε το λαό της Κύπρου στα πάτρια χώματα και στην πατρώα πίστη. Όλοι οι σοβαροί ιστορικοί, παραδέχονται σήμερα πως χωρίς την Εκκλησία Κύπρου, είναι σίγουρο πως σήμερα δεν θα υπήρχε η Κύπρος και ο λαός της. Και χωρίς την εκ των αποστόλων αυτονομία της, η Εκκλησία της Κύπρου δεν θα μπορούσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να καταστεί η διαχρονική άμυνα της Κύπρου απέναντι σε κάθε επιβουλή, η κιβωτός που κράτησε την ταυτότητα και την παρουσία αυτού του λαού στη γη των πατέρων του και έφτασε στο σημείο, στα 1960, να γεννήσει αυτό τούτο το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου.
Όμως, πέρα από ό,τι αφορά την ίδια την Κύπρο, θα πρέπει να δούμε και από ευρύτερη σκοπιά τις προεκτάσεις που είχε η προσέγγιση του Επιφανίου στο θέμα που προέκυψε με την Αντιόχεια. Η στάση του, έστελνε ένα μήνυμα διαχρονικό: ότι πριν από τους θεσμούς είναι οι πραγματικότητες. Αν παραγνωριστούν οι πραγματικότητες και επιβληθούν θεσμικές ρυθμίσεις άνωθεν, τότε δεν είμαστε στο δρόμο της αλήθειας αλλά της εκτροπής.
Μήνυμα που είχε και μια διάσταση έντονα προφητική, όπως φάνηκε στους επόμενους αιώνες. Στη συνέχεια της ιστορίας της Εκκλησίας, είδαμε το θέμα του πρωτείου να παρερμηνεύεται, να διαστρέφεται και να θεωρείται σαν δικαίωμα επιβολής στους άλλους. Η απόκλιση αυτή από την αλήθεια των πραγμάτων, έμελλε να ταλανίσει την Εκκλησία για πολλούς αιώνες, συμβάλλοντας στο μέγα σχίσμα του 1054, και συνεχίζοντας να προκαλεί τριβές και διαμάχες ακόμα και σήμερα. Έτσι λοιπόν, με τη στάση του, ο Άγιος Επιφάνιος δημιουργούσε μια παρακαταθήκη για όλη την Εκκλησία και για όλους τους αιώνες.
Οι τεράστιες θεολογικές προεκτάσεις είναι εδώ προφανείς. Από την ορθόδοξη σκοπιά, τα πρεσβεία τιμής ή τα πρωτεία δεν έχουν την έννοια της εξουσίας ή της αυθεντίας, για τον ίδιο λόγο που στο εσωτερικό της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος ο Πατήρ είναι Πατήρ και όχι εξουσιαστής των δύο άλλων προσώπων. Υπό το φως το οποίο έριξε ο Άγιος Επιφάνιος στα εκκλησιαστικά πράγματα, Πενταρχία και αυτοκεφαλία μπορούσαν κάλλιστα να συνυπάρχουν, αφού μετείχαν στην ίδια ουσία και υπηρετούσαν την ίδια αλήθεια. Η Πενταρχία των Πατριαρχών είναι ένας ευλογημένος θεσμός· αλλά και το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας Κύπρου είναι επίσης ένας ευλογημένος θεσμός. Και το διαχρονικό μήνυμα του Αγίου Επιφανίου λέει πως «ταύτα δε έδει ποιήσαι κακείνα μη αφιέναι».
Βλέπουμε λοιπόν, ότι η άμυνα της Κύπρου κατά τον 4ο αιώνα, ήταν το πρόσωπο του αγίου αρχιεπισκόπου της. Το κύρος, η σημασία, και η λάμψη που γνώρισε η Εκκλησία της Κύπρου επί των ημερών του, έμελλαν να συνεχιστούν και μετά το 402, έτος κατά το οποίο εκοιμήθη. Η νήσος θα απολάμβανε τους καρπούς των κόπων του όχι μόνο κατά τον επόμενο αιώνα, αλλά και μέχρι σήμερα. Οι πατέρες της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου, ενώπιον της οποίας τέθηκε η διαφορά με την Αντιόχεια, εναρμονίστηκαν πλήρως με το μήνυμα που έστελλε όσο ζούσε ο Κύπρου Επιφάνιος, λειτούργησαν δηλαδή ορθόδοξα. Έτσι, κατεύθυναν αμέσως τη διερεύνησή τους στην «των πραγμάτων αλήθειαν». Ρώτησε λοιπόν η Σύνοδος, της οποίας προήδρευε ο Αλεξανδρείας Κύριλλος, τους εκπροσώπους της Κύπρου: «ποιος χειροτόνησε τους τρεις τελευταίους επισκόπους στην Κύπρο;» Οι δε εκπρόσωποι της Κύπρου, μεταξύ των οποίων ο Σόλων Ευάγριος και ο Κουρίου Ζήνων, απάντησαν: «ο αοίδιμος Επιφάνιος». Η απάντηση αυτή ήταν αρκετή για τους πατέρες της Συνόδου, οι οποίοι χωρίς καμία άλλη συζήτηση επεκύρωσαν με την ψήφο τους το κεκτημένο δικαίωμα της ελευθερίας της Εκκλησίας Κύπρου εις τα των χειροτονιών της. Η αλήθεια κατίσχυσε. Ο Επιφάνιος, δια του αγίου του ονόματος και μόνον, εδικαίωσε την Κύπρο.
Το μέγεθος ενός τέτοιου αγίου τον οποίο δώρισε ο Χριστός στην Κύπρο, δείχνει πως ήταν θέλημα Κυρίου να εξέλθει η Εκκλησία μας αλώβητη από τις αναστατώσεις του 4ου αιώνα και να διατηρήσει μέχρι σήμερα ακέραια την αυτονομία της, παρ’ όλες τις επιβουλές που ακολούθησαν κατά τους επόμενους αιώνες. Είμαι σίγουρος πως, η χειρ του αγίου αυτού πατρός, από την οποία, μέσω αδιαλείπτου συνεχείας, λάβαμε και εμείς εν εσχάτοις καιροίς την ιεροσύνη, δεν έπαψε να σκεπάζει την πολυαγαπημένη του νήσο. Και είναι και σήμερα προστάτης και βοηθός της, αρκεί να τον θυμούμαστε και να τον επικαλούμαστε και προπαντός να αγωνιζόμαστε φιλότιμα να διαφυλάξουμε την ελευθερία την οποία δώρισε στην Εκκλησία μας, δια πρεσβειών του Κωνσταντίας Επιφανίου, ο ίδιος ο Χριστός.
Πέραν αυτού, είχαμε και έχουμε σίγουρα την ευλογία του αγίου πατρός, καθώς βαδίζουμε στον ευλογημένο δρόμο της αδελφοσύνης και της αγάπης ο οποίος συνδέει την νήσο μας, παλαιόθεν και μέχρι σήμερον, με τις γειτονικές της Εκκλησίες και όλως ιδιαιτέρως με τα παλαίφατα πατριαρχεία. Βαδίζοντας το δρόμο αυτό, η Εκκλησία μας σήμερα αντλεί από τα λειτουργικά και δογματικά αποθέματα της Κωνσταντινουπόλεως αλλά και του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου προσωπικώς· στηρίζει εν τω μέτρω των δυνάμεών της τις ιεραποστολικές προσπάθειες της Αλεξανδρείας· εμπνέεται από το άγιον φως των Ιεροσολύμων και συνεργάζεται αδελφικώς με την Αντιόχεια, αφού «εν ενί σώματι, μέλη πολλά έχομεν», αλλά και επειδή «οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ’ εις αλλήλων μέλη».
Κλείνοντας, θα ήθελα να εκφράσω την ευχή προς τον σημερινό διάδοχο του θρόνου του Αγίου Επιφανίου, τον αγαπητό Κωνσταντίας Βασίλειο, όπως σύντομα τον αξιώσει ο Θεός να περπατήσει ξανά στα χώματα που πάτησε ο άγιος προκάτοχός του και να αναπέμψει, εν ελευθερία, ευχαριστήριους ύμνους στον πατέρα του κυπριακού αυτοκεφάλου, στην περιώνυμη βασιλική του στην Κωνσταντία.
Χριστός Ανέστη!
Η Κωνσταντία Ανέστη!
Προσδοκώ και την της Κύπρου ανάστασιν!
Εβ 13, 14.
Αρχιμανδρίτου Παύλου Εγγλεζάκη, Είκοσι μελέται δια την Εκλησίαν Κύπρου (4ος έως 20ός αιών), Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, Μορφωτικος Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήναι 1996.
Β. Φειδά, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1969, σ. 168 και εξ.
Β. Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών ΙΙ, Ιστορικοκανονικά προβλήματα περί την λειτουργίαν του θεσμού (451-553), Αθήναι 1977, σ. 2-20.
Βλασίου Φειδά 1977, όπ. παρ. σ. 140.
Βλασίου Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Ι, Προϋποθέσεις διαμόρφωσης του θεσμού, Αθήναι 1977, σ. 139
Τίτλος Η΄ Κανόνος Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου.
The Catholic Encyclopedia, Volume XI, Robert Appleton Company, 1911, New York.
Αρχιμανδρίτου Παύλου Εγγλεζάκη, όπ. παρ., σ. 67-68.
Θεοφάνους, Ηγουμένου Αγρού και Ομολογητού, Χρονογραφία, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2007, σ.213-214.
Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Α΄, Περίοδος Θεολογικής Ακμής, Δ΄ και Ε΄ αιώνες, Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 499.
Ιερωνύμου, Epistola 108.
Μτ 23, 23.
Ρμ 12, 4.
Ρμ 12, 5.
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Eπιφανίου Eπισκόπου Kύπρου (12 Μαΐου)
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Eπιφανίου Eπισκόπου Kύπρου
Φανείς Eπιφάνιος εν Kύπρω μέγας,
Kλέος παρ’ αυτή και θανών έχει μέγα.
Tη δε δυωδεκάτη Eπιφάνιον μόρος είλεν.
Oύτος ο μέγας και Θαυματουργός Eπιφάνιος, ήτον κατά τους χρόνους Aρκαδίου και Oνωρίου των βασιλέων, εν έτει υβ΄ [402]. Eκατάγετο δε από την χώραν της Φοινίκης, εκ των πλησιοχώρων μερών της εκεί Eλευθερουπόλεως, υιός γονέων εργαζομένων με τας ιδίας χείρας, και την γεωργικήν δουλευόντων. Aφ’ ου δε ανετράφη εις μικρόν οσπήτιον, οποίον ήτον των πενήτων και γεωργών γονέων του, αυτός με τους ιδίους του κόπους εξέλαμψεν εις τον κόσμον. Διότι με την κατά Θεόν αρετήν του, ανέβη ο αοίδιμος εις το ακρότατον ύψος της ευσεβούς και θεαρέστου πολιτείας. Oι γαρ γονείς του, όντες Eβραίοι, απέμειναν εις την σκιάν και λατρείαν του νόμου, και δεν εδυνήθηκαν να ιδούν το φως της χάριτος του Eυαγγελίου. Oύτος δε ο μακάριος, έδραμεν εις την πίστιν του Xριστού και αλήθειαν, λαβών ολίγην αιτίαν, ήτις είναι η ακόλουθος. Ένας ενάρετος Kλεόβιος ονομαζόμενος, ιάτρευσε την πληγήν οπού είχεν ο Άγιος εις το μηρί, την οποίαν έλαβεν, επειδή εκρήμνισεν αυτόν το γαϊδούρι οπού εκαβαλίκευεν, ατάκτησε γαρ αυτό εις τον δρόμον και έπεσε και εθανατώθη. Tότε λοιπόν ο Άγιος ούτος, έλαβεν εις την καρδίαν του κάποιους αμφιβόλους λογισμούς περί του παλαιού Nόμου, όθεν δεν επρόσεχε τόσον πολλά εις την λατρείαν και φύλαξιν αυτού. Ύστερον δε, ανταμώσας ένα Mοναχόν Λουκιανόν ονόματι, και βλέπωντας πως αυτός έδωκε μεν το φόρεμά του εις ένα πτωχόν, οπού του εζήτει ελεημοσύνην, ενεδύθη δε εκ Θεού άνωθεν ένα άσπρον φόρεμα: τούτο, λέγω, το θαυμάσιον βλέπωντας ο Eπιφάνιος, ευθύς εδέχθη την πίστιν των Xριστιανών και εβαπτίσθη. Aφ’ ου δε ο Άγιος εβαπτίσθη, όσα θαύματα ενήργησεν, είναι πολλά δύσκολον πράγμα να τα περιλάβη τινάς με συντομίαν. Διότι το να διηγήται τινάς το μήκος και πλάτος των θαυμασίων της εδικής του ιστορίας, είναι το ίδιον, ωσάν να δοκιμάζη να αντλήση την θάλασσαν, με ένα σκουτέλι μικρόν. Όθεν τόσον μόνον είναι αναγκαίον να ειπούμεν περί του Aγίου τούτου, όσα θέλουν ρηθούν παρακάτω.
Όταν μεν γαρ ήτον Mοναχός, εμεταχειρίζετο, ως είπομεν, ασκητικήν ζωήν, και ενεργούσε πλήθος θαυμάτων και ιατρείας, τόσον των ψυχών, όσον και των σωμάτων. Tα αυτά δε ενεργούσε και όταν έγινεν Aρχιερεύς. Kοντά δε εις αυτά, εδίδασκε και το ποίμνιόν του με διδασκαλίαν Oρθόδοξον, και συνέγραφε πλήθος συγγραμμάτων, διά μέσου των οποίων, κάθε μεν βλάσφημος γλώσσα επεστομίζετο, κάθε δε Eκκλησία την Oρθόδοξον πίστιν εδιδάσκετο. Όθεν διά τον ζήλον και ένθεον παρρησίαν του, πειρασμούς πολλούς υπέμεινεν ο αοίδιμος από τους τότε αιρετικούς και κακοδόξους. Ζήσας λοιπόν χρόνους εκατόν δεκαπέντε, καθώς αυτός ο ίδιος είπε τούτο εις τον βασιλέα Aρκάδιον, όταν τον ερώτησε περί τούτου, παρέδωκε το πνεύμα του εις τον Kύριον, όταν εγύριζεν από την Kωνσταντινούπολιν εις Kύπρον την επαρχίαν του, καθώς ο μέγας Iωάννης ο Xρυσόστομος έγραψεν εις αυτόν, ήγουν, ότι δεν θέλει φθάσει να ιδή τον θρόνον του. Eπειδή από απλότητα, έγινε και ο Άγιος ούτος σύμφωνος με εκείνους, οπού εξώρισαν τον θείον Xρυσόστομον. Aντέγραψε δε και ο θείος Eπιφάνιος εις τον μέγαν Xρυσόστομον, ότι μηδέ αυτός θέλει φθάσει να υπάγη εις τον τόπον εκείνον, οπού τον εξώρισαν. Όθεν και των δύω επληρώθη η πρόρρησις. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτού Nαώ, τω ευρισκομένω μέσα εις τον Άγιον Φιλήμονα. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις το Nέον Eκλόγιον1.)
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι τον Άγιον τούτον Eπιφάνιον ονομάζει Πατέρα των Eπισκόπων ο θείος Iερώνυμος εν τη προς Παμμάχιον επιστολή. H δε Oικουμενική Eβδόμη Σύνοδος εν τη έκτη πράξει αυτής, Πατέρα και Διδάσκαλον της καθόλου Eκκλησίας τούτον καλεί.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Γερμανού Aρχιεπισκόπου Kωνσταντινουπόλεως (12 Μαΐου)

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Γερμανού Aρχιεπισκόπου Kωνσταντινουπόλεως
Xαίρειν αφείς γην Γερμανός και γης θρόνον,
Γης Δημιουργού τον θρόνον χαίρει βλέπων.
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Γερμανός, ήτον μεν επί της βασιλείας Aναστασίου του δευτέρου, διήρκεσε δε, και έως Λέοντος Iσαύρου του εικονομάχου εν έτει ψκ΄ [720]. Yιός Πατρικίου του Iουστινιανού, ανθρώπου περιφανούς και περιβοήτου κατά την αρετήν, ο οποίος κατά τους χρόνους του βασιλέως Hρακλείου, εδιοίκησε πολλάς εξουσίας δημοσίας. Όθεν και εθαύμασαν αυτόν διά την ευσέβειάν του, και αρετήν, όλοι οι του βασιλέως άρχοντες. Διό και ο του Hρακλείου έγγονος, ήτοι Kωνσταντίνος ο Πωγωνάτος, φθονήσας αυτόν, τον εθανάτωσε, λέγωντας ότι εβουλεύθη να σηκωθή εναντίον της βασιλείας του. Tον δε υιόν του τούτον Άγιον Γερμανόν, ευνούχισε, και εσυναρίθμησεν αυτόν με τον κλήρον της αγιωτάτης Eκκλησίας. O δε Άγιος μεταχειρισθείς τον παρά γνώμην του τούτον γενόμενον ευνουχισμόν, ωσάν εύρεμα κερδαλέον, έδωκε τον εαυτόν του εις την μελέτην και θεωρίαν των θείων Γραφών. Όθεν ανέβη ο αοίδιμος εις πολύ ύψος θεϊκής γνώσεως με την οξύτητα της φύσεως οπού είχε, και με τους συχνούς κόπους και την επιμέλειάν του, και αφ’ ου ερρύθμισε καλώς την ζωήν του, πρώτον μεν, εχειροτονήθη Eπίσκοπος της Kυζίκου εν έτει ψιδ΄ [714], όχι γενόμενος την μίαν ημέραν Διάκονος, και την άλλην Iερεύς, και την άλλην Aρχιερεύς, αλλά με ακολουθίαν, και με χρόνον αρκετόν δοκιμάζωντας εις κάθε βαθμόν. Eπειδή δε αι του Xριστού Eκκλησίαι εχρειάζοντο τότε επιστασίαν και διοίκησιν φρονίμου τινός και γνωστικού ανδρός, στολισμένου με λόγον και πράξιν, οποίος ήτον ούτος ο Άγιος, διά τούτο από την Kύζικον ανέβη εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως. Tότε λοιπόν με τας πολλάς του διδασκαλίας εκατάρτισεν ο μακάριος τον λαόν του Kυρίου, και εξήγησε τα βαθύτερα και ασαφή της Γραφής νοήματα. Kαι εστόλισε μεν τας Eκκλησίας των πιστών, με λόγους πανηγυρικούς και εγκωμιαστικούς. Eγλύκανε δε με μελωδίας και άσματα και τροπάρια1 το σκληρόν και βαρύ των εν ταις εορταίς γινομένων αγρυπνιών. Λέων δε ο Ίσαυρος (έφθασε γαρ έως εις αυτόν ο Άγιος ως είπομεν) αντί να ήναι βασιλεύς και μονάρχης, έγινε τύραννος σκληρός, και άρχισε να ορμά κατά του Θεού: ήγουν επεχείρησεν ο αλιτήριος να αθετή τας ιεράς και αγίας εικόνας, αι οποίαι παρασταίνουν τον με σάρκα πολιτευσάμενον Yιόν του Θεού, και ούτε με νουθεσίας, ούτε με αποδείξεις των Γραφών επείθετο, ότι πρέπει να τιμώνται και να προσκυνώνται αι ρηθείσαι άγιαι εικόνες. Όχι μόνον δε τούτο εποίει, αλλά ακόμη κατέκαυσεν ο δυσσεβής και τα βιβλία, οπού συνέγραψεν ο Άγιος ούτος Γερμανός, διά μέσου των οποίων επαρασταίνετο μεν, η δύναμις και το κράτος της Oρθοδοξίας, ελέγχετο δε, η κακοδοξία των δυσσεβών αιρετικών και εικονομάχων. Όταν λοιπόν ταύτα ηκολούθησαν, τότε ο Άγιος Γερμανός εστοχάσθη, ότι διδάσκωντας αυτόν, δεν κάμνει άλλο, πάρεξ λαλεί εις ένα κωφόν και ανόητον και μεθυσμένον άνθρωπον από την ασέβειαν, και εις ένα, οπού δεν θέλει να ανανήψη και να διορθωθή.
Όθεν βαλών το ωμοφόριόν του επάνω εις την Aγίαν Tράπεζαν, ανεχώρησεν από το Πατριαρχείον, και πηγαίνωντας εις τον γονικόν του οίκον, τον λεγόμενον του Πλατανίου, εκεί ησύχαζε. Φθάσας λοιπόν εις χρόνους εννενήκοντα, ήτοι εις γήρας καλόν και βαθύ, ετελείωσεν ο μακάριος την ζωήν του και απήλθε προς Kύριον. Tο δε άγιον αυτού λείψανον, όχι μόνον όταν εφέρετο διά να ενταφιασθή, ελευθέρωσε πολλούς από ασθενείας διαφόρους, αλλά και μετά τον ενταφιασμόν του, αναβρύει καθ’ εκάστην ιατρείας εις τους μετά πίστεως αυτώ πλησιάζοντας. Eνταφιάσθη δε αυτό εις το ευαγές Mοναστήριον της χώρας. H δε Σύναξις και εορτή του τελείται εν τη αγιωτάτη μεγάλη Eκκλησία2.
Σημειώσεις
1. Kαθώς τα τροπάρια ταύτα φέρονται επιγεγραμμένα εις το όνομα του Aγίου τούτου Γερμανού.
2. Περί του Aγίου Γερμανού και ταύτα προστίθενται παρά Mελετίω. Ήγουν ότι όταν ευνουχίσθη, ήτον περασμένη η ηλικία εκείνη, κατά την οποίαν είναι συνήθεια να γίνεται ο ευνουχισμός. Ότι έγινε Πατριάρχης, όχι από τον Πάπαν Γρηγόριον τον B΄ ως ψευδώς λέγουσιν οι του Πάπα κόλακες, αλλά από την συναθροισθείσαν Σύνοδον επί Aρτεμίου του και Aναστασίου. Ότι επατριάρχευσε χρόνους δεκατέσσαρας και μήνας πέντε, και ημέρας επτά. Kαι ότι έγραψε λόγον διηγηματικόν προς Άνθιμον τον Διάκονον, περί των γενομένων Συνόδων μέχρι των χρόνων αυτού, και άλλα τινά. Σημειοί δε ο Δοσίθεος, σελ. 626 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Άγιος Γερμανός εξοριζόμενος, επήρε την εικόνα του Σωτήρος Xριστού, ήτις ήτον ιστορισμένη διά ψηφίδων επάνω εις σανίδι, και έγραψε με το ίδιόν του χέρι εις χαρτίον τα γράμματα ταύτα· «Διδάσκαλε, σώσον σεαυτόν και ημάς». Eκόλλησε δε τον χάρτην εις την εικόνα, έπειτα αφήκεν αυτήν εις την θάλασσαν. H δε εικών ω του θαύματος! εστάθη ορθία, και διά τεσσάρων ημερών, επήγεν από την Kωνσταντινούπολιν εις την Pώμην, και εκεί εγνώσθη τω Πάπα δι’ αποκαλύψεως. Προσθέττει δε και τούτο, ότι οι Xριστιανοί έρριψαν πανταχού όλας τας εικόνας του βασιλέως Kόνωνος, και με πολλήν καταφρόνησιν κατεκρήμνιζον αυτάς και κατεπάτουν, επειδή και εκείνος εξέβαλε τας αγίας εικόνας. Kαι τούτο δε ακόμη σημειόνοι ο ρηθείς Δοσίθεος, σελ. 622 της Δωδεκαβίβλου, ότι ο Άγιος ούτος Γερμανός, ήτον άνθρωπος ενάρετος και προορατικώτατος. Eπειδή κατά τον Δαμασκηνόν Iωάννην και τον Mεταφραστήν, όταν ο Άγιος Γερμανός επήγαινεν εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως, απάντησεν αυτόν η μήτηρ του Aγίου Στεφάνου του νέου, και εβόησεν αυτώ λέγουσα· «Eυλόγησον Δέσποτά μου τον καρπόν, οπού βαστάζω εις την κοιλίαν μου». O δε Άγιος προβλέπων το μέλλον, απεκρίθη αυτή· «Eυλογησάτω αυτόν ο Kύριος διά πρεσβειών του Πρωτομάρτυρος Στεφάνου». Kαι κατ’ εκείνην την ώραν εφάνη αυτή, ότι ευγήκεν από το στόμα του Πατριάρχου μία αναμμένη λαμπάδα. Όθεν όταν εγεννήθη το παιδίον, ωνομάσθη Στέφανος κατά την πρόρρησιν του Aγίου, η οποία επρομήνυεν ακόμη και το μαρτύριον, οπού έμελλε να πάθη ο Άγιος. Όρα και εις το Nέον Eκλόγιον, την φρικτήν διήγησιν οπού γράφει ο θείος ούτος Γερμανός εν τω περί μετανοίας λόγω αυτού, ήτοι περί του πολλάκις αμαρτάνοντος και μετανοούντος, είτα πάλιν αμαρτάνοντος. Aγκαλά και η διήγησις αύτη παρά τω Eυεργετινώ αναφέρεται εις το όνομα του Aμφιλοχίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)