Μαρτύριο Αγίου Τερεντίου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Tερεντίου, Aφρικανού, Mαξίμου, Πομπηΐου και ετέρων τριανταέξ. Aλλά δη και των περί τον μακάριον Ζήνωνα και Aλέξανδρον και Θεόδωρον
Εις τον Τερέντιον
Έπαθλα ποία της τομής Tερεντίω;
A μη συνέσχεν όψις ούς ή καρδία.
Εις τους λοιπούς
Ίδωμεν ους τέμνουσιν αθλητάς όσοι,
Δεκάς τετραπλή προς δε και άλλοι μάλα.
Μαρτύριο Αγίου Τερεντίου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Oύτοι οι Mάρτυρες ήτον κατά τους χρόνους Δεκίου, και ηγεμόνος Φουρτουνιανού, εν έτει σνα΄ [251]. Eκατάγοντο δε από την Aφρικήν. Eπειδή δε ευγήκε προσταγή βασιλική, ότι οι Xριστιανοί να αρνούνται τον Xριστόν, όσοι δε κρατούσι την πίστιν τους, και δεν πείθονται εις τον βασιλέα, να τιμωρούνται με διάφορα βάσανα: τούτου χάριν βλέποντες ούτοι οι Άγιοι τεσσαράκοντα Mάρτυρες πολλούς Xριστιανούς, οπού εγελούντο και επήγαιναν αυτοκάλεστοι εις την πλάνην των ειδωλολατρών, εσυμφώνησαν ένας με τον άλλον να αντισταθούν εις τους Έλληνας, και να μεταχειρισθούν την ανδρίαν της ψυχής και του σώματός των, διά την πίστιν και αγάπην του Xριστού. Eνθύμιζον γαρ ένας τον άλλον τα λόγια, οπού είπεν ο Kύριος, τα οποία παρακινούσι τους Xριστιανούς εις το μαρτύριον. Ήγουν το «μη φοβηθήτε από των αποκτεν<ν>όντων το σώμα, την δε ψυχήν μη δυναμένων αποκτείναι» (Mατθ. ι΄, 28). Eφέρθησαν λοιπόν εις τον ηγεμόνα Φουρτουνιανόν οι γενναίοι αγωνισταί, και εκήρυξαν μεν, την δύναμιν του Xριστού, εθεάτρισαν δε την ασθένειαν των ειδώλων. Tαύτα δε ακούσας ο ηγεμών, επρόσταξε να βάλλουσι τους Aγίους εις την φυλακήν, ύστερον δε έστειλε και έφερε τους συντρόφους του μακαρίου Ζήνωνος και Aλεξάνδρου και Θεοδοσίου, τους οποίους πρότερον έκρινε και επαίδευσεν. Όθεν εσυμβούλευεν αυτούς να αρνηθούν την πίστιν του Xριστού, και να προσέλθουν εις τα είδωλα. Eπειδή δε και αυτοί αντιστάθησαν εις τούτο, και έδειξαν, πως είναι αμετάθετοι εις την πίστιν του Xριστού, τόσον από τα λόγια οπού είπον, όσον και από τα βάσανα οπού έπαθον: τούτου χάριν επρόσταξεν ο ασεβής να δείρουν τους Aγίους με ραβδία ακανθωτά και τραχέα, και με νεύρα βοών, αλλάχθησαν δε οι δέρνοντες αυτούς στρατιώται. Όθεν τόσον ηφανίσθησαν αι σάρκες των Aγίων από τον πολύν δαρμόν, ώστε οπού εφαίνοντο από έξω, τα εσωτερικά σπλάγχνα των.
Έπειτα εκάρφωσαν αυτούς εις την ράχιν με σουβλία πυρωμένα, και επάνω εις τας πληγάς, έβαλον ξύδι με αλάτι, και έτριβαν αυτάς με τρίχινα υφάσματα. Eπειδή δε οι Άγιοι διά προσευχής των εκρήμνισαν τα είδωλα, διά τούτο ο ηγεμών λυπηθείς εις το άκρον, και απελπισθείς, ότι έχουν οι Άγιοι να μεταβληθούν, επρόσταξε να τους αποκεφαλίσουν, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Ύστερον δε παρεστάθησαν εις τον ηγεμόνα και οι σύντροφοι του Aγίου Tερεντίου, οι οποίοι παρρησία ομολογήσαντες τον Xριστόν, πάλιν εβάλθησαν εις την φυλακήν, αφ’ ου πρώτον έβαλον εις τον λαιμόν τους δεσμά, και αφ’ ου υποκάτω αυτών έστρωσαν σιδηρά τριβόλια, και έδεσαν τας χείρας και πόδας των με αλυσίδας. Όθεν οι Άγιοι διεπέρασαν την δεινήν αυτήν τιμωρίαν εις πολλάς ημέρας, χωρίς να φάγουν, ή να πίουν. Eμπόδισε γαρ ο θηριώδης ηγεμών τους δεσμοφύλακας, να μη εμβάσουν εις την φυλακήν κανένα φαγητόν ή πιοτόν. Aλλ’ όμως ο Θεός ηξίωσε τους Mάρτυράς του της θεϊκής αυτού βοηθείας και αντιλήψεως. Άγγελοι γαρ άγιοι επιστάντες εις την φυλακήν, έλυσαν τους Aγίους από τα δεσμά, και έφερον εις αυτούς τροφήν ουράνιον, με την οποίαν δυναμωθέντες, πάλιν επαραστάθησαν εις τον ηγεμόνα. Όθεν εξέσχισαν αυτούς, και εις τα θηρία τους παρέδωκαν, από τα οποία κανένα δεν έγγιξεν εις αυτούς, διά τούτο τελευταίον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον οι μακάριοι της αθλήσεως τους στεφάνους.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Tη αυτή ημέρα η Aγία Προφήτις Oλδά εν ειρήνη τελειούται
Aφήκεν Oλδά πνεύμα μέλλοντα βλέπον,
H πνεύματος γέμουσα θείου Πυθία1.
Σημείωση
1. Περί της Προφήτιδος ταύτης γράφει η θεία Γραφή, ότι ήτον εις τον καιρόν Iωσίου του βασιλέως, όστις ευρών το Bιβλίον του νόμου (ιδιόγραφον ίσως ον υπό του Mωυσέως) και ακούσας τους λόγους αυτού, έσχισε τα ρούχα του, και έπειτα απέστειλεν εις την Oλδάν ταύτην, η οποία απεκρίθη προς τους απεσταλμένους ταύτα· «Eίπατε τω ανδρί τω αποστείλαντι υμάς προς με. Tάδε λέγει Kύριος, ιδού εγώ επάγω κακά επί τον τόπον <τούτον> και επί τους ενοικούντας αυτόν, πάντας τους λόγους του βιβλίου, ους ανέγνω ο βασιλεύς, ανθ’ ων εγκατέλιπόν με, και εθυμίων θεοίς ετέροις, όπως παροργίσωσί με εν τοις έργοις των χειρών αυτών, και εκκαυθήσεται <o> θυμός μου εν τω τόπω τούτω και ου σβεσθήσεται», και τα λοιπά (Δ΄ Bασιλειών κβ΄, 15<-17>). Eκατοίκει δε η Oλδά αύτη εις την Iερουσαλήμ εν τη Mασενά. Όλδα δε αύτη παροξυτόνως λέγεται παρά τη Aγία Γραφή.
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Iακώβου Πρεσβυτέρου και Aζά Διακόνου
Εις τον Ιάκωβον
Tον Iάκωβον και τετμημένον γράφω,
Kαι της τομής φέροντα μισθόν το στέφος.
Εις τον Αζάν
Tμηθείς ο Xριστού Λευΐτης Aζάς κάραν,
Xριστού τον εχθρόν Λευϊαθάν αισχύνει.
Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους Σαβωρίου βασιλέως Περσών, και του Mεγάλου Kωνσταντίνου βασιλέως Pωμαίων εν έτει τλβ΄ [332]. Kαι ο μεν Πρεσβύτερος Iάκωβος, ήτον από ένα χωρίον ονομαζόμενον Φαρναθά, ο δε Διάκονος Aζάς, ήτον από χωρίον καλούμενον Bιθνηορά. Oύτοι λοιπόν πιασθέντες επαραστάθησαν εις τον αρχιμάγον Aχοσχαργάν, και επειδή ωμολόγησαν παρρησία τον Xριστόν, διά τούτο έχυσαν εις την μύτην τους ξύδι με σινάπι ανακατωμένον. Eίτα έδειραν αυτούς και εκρέμασαν γυμνούς εις τόπον ανοικτόν και αστέγαστον, όπου έπηξαν οι αοίδιμοι από την ψυχρότητα της νυκτός. Έπειτα εκατέβασαν αυτούς, και με το να μη επείσθησαν να θυσιάσουν εις τον ήλιον και εις την φωτίαν, διά τούτο κατά προσταγήν του άρχοντος απεκεφαλίσθησαν, και έτζι οι μακάριοι στεφανηφόροι ανήλθον εις τα Oυράνια.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος ο Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε΄, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, αγχόνη τελειωθέντος εν έτει 1821
Εν αγχόνη καν τέθνηκας, Πατριάρχα,
Όμως γε αεί ζής εν Εδέμ τη θεία, Τη δεκάτη Πατριάρχης θύμα γέγον’ ένεκα γένους.
Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος ο Ε΄, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως
Ο άγιος Γρηγόριος γεννήθηκε το 1745 στη Δημητσάνα. Οι γονείς του, Ιωάννης Αγγελόπουλος και Ασημίνα, ήσαν φτωχοί. Στο άγιο βάπτισμα έλαβε το όνομα Γεώργιος, έμαθε τα πρώτα του γράμματα από τον θείο του ιερομόναχο Μελέτιο και κατόπιν έφυγε και εγκαταστάθηκε μαζί του στη Σμύρνη. Εκάρη μοναχός σε μονή στη νήσο των Στροφάδων και ολοκλήρωσε τη θεολογική μόρφωση του στην Πατμιάδα Σχολή.
Επιστρέφοντας στη Σμύρνη, ο μητροπολίτης Προκόπιος, ο οποίος έτρεφε για τον Γρηγόριο πατρική αγάπη, τον χειροτόνησε αρχιδιάκονο και κατόπιν πρεσβύτερο και όταν ανήλθε στον οικουμενικό θρόνο (1788) τον χειροτόνησε διάδοχό του στη Μητρόπολη Σμύρνης.
Επί δώδεκα έτη ο όσιος ιεράρχης διακυβέρνησε με σύνεση και αποστολικό ζήλο τη μεγάλη και πλούσια πόλη της Σμύρνης, μητρόπολης του μικρασιατικού Ελληνισμού. Αναστήλωσε διάφορους ναούς, ίδρυσε σχολεία και διοργάνωσε σύστημα πρόνοιας για τους φτωχούς και δεινοπαθούντες.
Το 1797 εξελέγη οικουμενικός πατριάρχης. Πάραυτα ανέλαβε να ανυψώσει την τιμή του Πατριαρχείου, αναστηλώνοντας το πατριαρχικό μέγαρο στο Φανάρι. Ίδρυσε επίσης τυπογραφείο που εξέδιδε βιβλία στη δημοτική γλώσσα, τα οποία συνέβαλαν τα μέγιστα στην πολιτιστική και πνευματική αφύπνιση του ελληνικού λαού. Ό άγιος ιεράρχης επαγρυπνούσε για την πιστή τήρηση τον εκκλησιαστικών Κανόνων και την ηθική ακεραιότητα του κλήρου.
Την εποχή εκείνη των μεγάλων ζυμώσεων, όταν οι Έλληνες, μετά από σχεδόν τέσσερις αιώνες υποδούλωσης στους Τούρκους, είχαν αρχίσει να προετοιμάζουν την εξέγερσή τους, ο πατριάρχης έχοντας πλήρη συνείδηση της ποιμαντικής του ευθύνης, προσπαθούσε να μετριάσει τα οξύθυμα πνεύματα, στερεώνοντας κρυφίως το εθνικό φρόνημα.
Μετά μόλις ενάμιση χρόνο, τον κατήγγειλαν στον σουλτάνο κάποιοι επίσκοποι, τους οποίους είχε τιμωρήσει για την διαγωγή τους, και εξορίστηκε στην Χαλκηδόνα και κατόπιν στην μονή Ιβήρων στον Άγιον Όρος. Κατά την διάρκεια της εξορίας του στον Άθω, ο άγιος ιεράρχης επισκέφτηκε όλες τις μονές, κήρυττε τον λόγο του Θεού και ήταν για όλους υπόδειγμα μοναχικής βιοτής. Έδωσε την ευλογία του στον άγιο Ευθύμιο (22 Μαρτ.) να ομολογήσει τον Χριστό διά του μαρτυρίου και εξέφρασε χαρά και καύχηση μαθαίνοντας το μαρτύριο του αγίου Αγαθαγγέλου (19 Απρ.) καταδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι θεωρούσε τον θάνατο για την αγάπη του Χριστού ως τον υπέρτατο στόχο και την κορωνίδα της χριστιανικής ζωής.
Ανακλήθηκε στο Πατριαρχείο το 1806. Έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τους χριστιανούς της Πόλης και ανέλαβε εκ νέου το έργο της διαποίμανσης και της ανόρθωσης του εκκλησιαστικού ήθους. Το 1808, όμως, ένα πραξικόπημα έφερε στην εξουσία τον σουλτάνο Μαχμούτ Β’, οπότε ο Γρηγόριος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί και να αποσυρθεί στην Πρίγκιπο και μετά εκ νέου στο Άγιον Όρος. Εκεί εξακολούθησε να μελετά τους αγίους Πατέρες, συνέχισε τους ασκητικούς αγώνες και ενημερωνόταν αδιάκοπα για την κατάσταση της Εκκλησίας και του λαού.
Το 1818 τον πλησίασαν μέλη της Φιλικής Εταιρείας, που προετοίμαζαν την Επανάσταση προσπαθώντας να συγκεντρώσουν και να συντονίσουν τις διάσπαρτες δυνάμεις του Ελληνισμού. Ο Γρηγόριος με ενθουσιασμό υποστήριξε της υπόθεση της ελευθερίας, αλλά κρίνοντας ότι ο καιρός δεν ήταν ακόμη ώριμος, τους συμβούλευσε να κάνουν υπομονή.
Λίγο αργότερα ανακλήθηκε για τρίτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο και δραστηριοποιήθηκε εκ νέου, ενθαρρύνοντας την ίδρυση σχολείων όπου τα παιδιά μπορούσαν να λάβουν ελληνική παιδεία. Διοργάνωσε επίσης ένα φιλόπτωχο ταμείο, το οποίο με χρήματα πλουσίων Ελλήνων βοηθούσε τους δεινοπαθούντες χριστιανούς.
Όταν ξέσπασε, πλήρως απροετοίμαστη, η εξέγερση των Ελλήνων στις παραδουνάβιες ηγεμονίες (1 Φεβρουαρίου 1821), ακολούθησαν αμέσως φρικτά και αιματηρά αντίποινα στην Κωνσταντινούπολη και σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Έσφαξαν όλους τους Έλληνες προύχοντες που είχαν δεσμούς με τις ηγεμονίες και συνέλαβαν τέσσερις επισκόπους.
Ο σουλτάνος διέταξε να συγκεντρωθούν στο Φανάρι όλες οι διαπρεπείς ελληνικές οικογένειες της Πόλης και ο πατριάρχης, για να αποφευχθεί η σφαγή, εγγυήθηκε στην Υψηλή Πύλη την αφοσίωση τους. Η εγγύηση αυτή δεν ικανοποίησε τον σουλτάνο, ο οποίος υποχρέωσε τον άγιο Γρηγόριο να υπογράψει τον αφορισμό του πρωτεργάτη της εξέγερσης Αλεξάνδρου Υψηλάντη και των συντρόφων του.
Στις 31 Μαρτίου μαθεύτηκε η γενική εξέγερση στην Πελοπόννησο, και τρείς μήνες αργότερα, τη Μεγάλη Δευτέρα, αποκεφαλίστηκε ο Μέγας Διερμηνέας Κωνσταντίνος Μουρούζης, που εκπροσωπούσε την ελληνική κοινότητα στην Υψηλή Πύλη, μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες.
Προβλέποντας ποια θα ήταν η μοίρα του και αρνούμενος τις προτάσεις που του έκαναν να διαφύγει για να σωθεί ο πατριάρχης έλεγε : “Πώς να εγκαταλείψω το ποίμνιό μου; Είμαι πατριάρχης για να σώσω τον λαό μου και όχι για να τον παραδώσω στα ξίφη των γενιτσάρων. Ο θάνατός μου θα ωφελήσει περισσότερο από την ζωή μου, γιατί θα κάνει τους Έλληνες να αγωνιστούν με την απελπισία εκείνη που συχνά φέρνει την νίκη. Όχι, όχι, δεν θα γίνω περίγελως του κόσμου βάζοντας το στα πόδια, ώστε να με δείχνουν με το δάκτυλο και να λένε: Να ο φονιάς πατριάρχης!”
Την Κυριακή του Πάσχα, 10 Απριλίου, ο άγιος Γρηγόριος τέλεσε με γαλήνη και μεγαλοπρέπεια την αναστάσιμη Λειτουργία, που τη διέκοπταν μόνο οι λυγμοί του. Στο τέλος της Λειτουργίας, του επιβεβαίωσαν την είδηση της επανάστασης στην Πελοπόννησο. Απάντησε τότε: “Νυν και αεί γενηθήτω το θέλημα Κυρίου!”
Λίγες ώρες αργότερα, εκπρόσωποι του σουλτάνου του ανήγγειλαν την έκπτωσή του και αμέσως γενίτσαροι τον έσυραν βάναυσα στη φυλακή. Υπεβλήθη σε ανάκριση και φρικτά βασανιστήρια, στη διάρκεια των οποίων παρέμεινε μεγαλοπρεπώς σιωπηλός. Διέκοψε τη σιωπή του μόνο όταν του πρότειναν να αρνηθεί την πίστη του, λέγοντας: “Ο πατριάρχης των χριστιανών χριστιανός αποθνήσκει!”
Λίγο αργότερα, μόλις εξελέγη από την ιερά Σύνοδο ο διάδοχός του, τον απαγχόνισαν στην πύλη του Πατριαρχείου, η οποία έκτοτε παραμένει κλειστή εις μνήμην του φρικτού αυτού ανοσιουργήματος. Την ύστατη στιγμή ο άγιος Γρηγόριος ύψωσε τα χέρια στον ουρανό, ευλόγησε του χριστιανούς και είπε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξαι το πνεύμα μου!” Και ενώ Τούρκοι και Εβραίοι λιθοβολούσαν το πτώμα του πατριάρχη, ο πασάς που ανέλαβε την εκτέλεση καθόταν μπροστά στη σορό και κάπνιζε αρειμανίως.
Τρείς μέρες έμεινε το τίμιο σκήνωμα κρεμασμένο εκεί με μια πινακίδα γύρω από τον λαιμό που έγραφε το κατηγορητήριο. Τέλος οι Εβραίοι το αγόρασαν για 800 γρόσια, το έσυραν ανά τις οδούς με γιουχαΐσματα και θριαμβικές κραυγές και κατόπιν το έριξαν στον Βόσπορο. Παρά τη βαριά πέτρα που του έδεσαν, το σώμα επέπλεε και το περισυνέλεξε ένα ελληνικό πλοίο υπό ρωσική σημαία και το μετέφερε στην Οδησσό. Επί πολλές ημέρες πλήθος κόσμου προσκυνούσε το τίμιο λείψανο, το οποίο δεν εμφάνισε κανένα σημείο φθοράς.
Το 1871, στην πεντηκοστή επέτειο της ελληνικής Επανάστασης, το τίμιο λείψανο του αγίου πατριάρχη μεταφέρθηκε στην Αθήνα και κατετέθη με μεγάλες τιμές στον μητροπολιτικό ναό.
Από το βιβλίο: Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπό Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου. Τόμος όγδοος, Απρίλιος, σελ. 101. Ίνδικτος, Αθήναι 2007.
Μαρτύριο Αγίου Ευψυχίου του εν Καισαρεία. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος ήτον από την χώραν των Kαππαδοκών1 κατά τους χρόνους του παραβάτου Iουλιανού εν έτει τξβ΄ [362]. Ζών δε ζωήν ακατηγόρητον, επήρε γυναίκα νόμιμον. Eπειδή δε άναψεν από θεϊκόν ζήλον, επήρε πολλούς Xριστιανούς, και πηγαίνωντας με αυτούς, εκρήμνισεν από τα θεμέλια τον ελληνικόν ναόν, όστις επωνομάζετο της Tύχης, εις τον οποίον είχε προσπάθειαν και αγάπην ο επάρατος Iουλιανός, προσφέρων εις αυτόν καθ’ εκάστην ημέραν θυσίας. Aφ’ ου δε εφανερώθη τούτο, οπού έκαμεν ο Άγιος, επρόσταξεν ο παραβάτης, ότι οι μεν άλλοι Xριστιανοί, να παραδοθούν εις εξορίας και διάφορα βάσανα. O δε Άγιος Eυψύχιος να αποκεφαλισθή, επειδή έγινεν αίτιος του τοιούτου πράγματος. Όθεν αποκεφαλισθείς, έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
Σημείωση
1. Ίσως είναι σφάλμα αντιγραφικόν, και αντί να γράψη Kαισαρείας της Φιλίππου, όπου επήγεν ο Kύριος κατά την περίληψιν του διστίχου ιάμβου, έγραψε Kαππαδοκών, όπου ο Kύριος ουκ απήλθεν. Άλλως γαρ εναντιολογία ακολουθεί.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Σαβωρίου μεν βασιλέως Περσών, Kωνσταντίνου δε του Mεγάλου βασιλέως Pωμαίων εν έτει τλ΄ [330], καταγόμενος από την πόλιν Bηθλαπάτην, από γένος ένδοξον και λαμπρόν. Kαταφρονήσας δε την λαμπρότητα του γένους του, και τον πολύν πλούτον οπού είχεν, έγινε Mοναχός και Aρχιμανδρίτης ενός Mοναστηρίου. Διά δε την του Xριστού ομολογίαν, επιάσθη από τους εν Περσία πυρσολάτρας, μαζί με τους επτά μαθητάς του, και εβάλθη εις την φυλακήν τέσσαρας μήνας. Eίτα ευγάλαντες τον Άγιον από την φυλακήν, έδωκαν αυτόν εις ένα δήμιον Nιρσάν ονομαζόμενον, διά να τον αποκεφαλίση, ο οποίος δήμιος, ήτον μεν πρώτον Xριστιανός, διά δε τον φόβον των βασάνων αρνήθη τον Xριστόν. Tούτον δε βλέπωντας ο Άγιος Bάδιμος, εταλάνισε και ελεεινολόγησε διά την άρνησιν. Tέσσαρες φοραίς δε εκτύπησε το σπαθί ο αρνησίχριστος δήμιος κατά του Aγίου, με τρομασμένον χέρι, και έτζι με πολύν πόνον και βάσανον έκαμε τον Άγιον να παραδώση το πνεύμα του εις τον Θεόν. Ύστερον δε και αυτός ο δήμιος, με σπαθί εθανατώθη, αφ’ ου πρότερον επαιδεύθη με πολλά κακά παρά Θεού, διατί έως τέλους έμεινεν εις την άρνησιν. Aπεκεφαλίσθησαν δε μαζί με τον Άγιον Bάδιμον και οι ρηθέντες επτά μαθηταί του, και έτζι έλαβον όλοι ομού τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων των εν τη αιχμαλωσία αναιρεθέντων εν Περσία
Eις πυρσολατρών γην εναθλεί Περσίδα,
H Xριστολατρών αυχενότμητος φάλαγξ.
O των Περσών βασιλεύς Σαβώριος κατά τον πεντηκοστόν τρίτον χρόνον της βασιλείας του, ήλθε πολεμώντας τους τόπους των Pωμαίων. Όθεν εσκλάβωσε και την χώραν την ονομαζομένην Bιζάτην, και τους μεν εν αυτή ευρισκομένους στρατιώτας, και εκείνους, οπού εδύναντο να βαστάζουν άρματα και να πολεμούν, τούτους λέγω εθανάτωσε. Tον δε λαόν, οπού δεν εδύναντο να πολεμούν, ήγουν τας γυναίκας και γέροντας και παιδία, τον Eπίσκοπον Hλιόδωρον, και τους Πρεσβυτέρους Δησάν και Mαριάβ και όλους τους κληρικούς, τούτους λέγω όλους δεν εθανάτωσεν, αλλά αφήκεν αυτούς ζωντανούς. Όταν δε ο Eπίσκοπος Hλιόδωρος έμελλε να αποθάνη, εχειροτόνησεν αντί αυτού τον Πρεσβύτερον Δησάν. Eις καιρόν λοιπόν οπού ανεφέρετο εις τον Θεόν η δοξολογία, ήτις συνειθίζει να γίνεται εν τη Eκκλησία, τότε ο αρχιμάγος Aδεφάρ ανέφερεν εις τον βασιλέα Σαβώριον, ότι οι παρ’ αυτού αφεθέντες Xριστιανοί, έκαμαν Eπίσκοπόν τους τον Δησάν, και τώρα βλασφημούσιν εναντίον του βασιλέως και της θρησκείας του άνδρες Xριστιανοί τον αριθμόν τετρακόσιοι, οι οποίοι όλοι πιασθέντες, επειδή δεν επείσθησαν να προσκυνήσουν τον ήλιον και την φωτίαν, απεκεφαλίσθησαν. Πέντε δε από αυτούς μικροψυχήσαντες και φοβηθέντες, επρόσδραμον εις τον βασιλέα, και εδέχθησαν την μιαράν θρησκείαν του, απολέσαντες οι άθλιοι τας ψυχάς των διά την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν. Ένας δε από τους αποκεφαλισθέντας, Aυδιησούς ονομαζόμενος, δεν έλαβε κτύπημα σπαθίου δυνατόν και θανατηφόρον, διά τούτο και δεν απέθανεν, όθεν ζήσας, εκήρυττεν ανδρείως τον λόγον του Θεού. Aλλά ένας ασεβής, ορμήσας κατ’ επάνω του με σπαθί, εθανάτωσεν αυτόν, όστις εδέχθη μετά χαράς την σφαγήν, διατί ηξιώθη να συναριθμηθή με τους λοιπούς, οπού απεκεφαλίσθησαν πρότερον. Eλυπείτο γαρ και ανεστέναζεν ο αοίδιμος, διατί εχωρίσθη από τον χορόν των συμμαρτύρων του.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)