Αρχική Blog Σελίδα 231

Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς: Ὁμιλία εἰς τήν E΄ Κυριακή τῶν Νηστειῶν

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, Οσία Μαρία η Αιγυπτία. Φορητή εικόνα του 19ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Ορούντης
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, Οσία Μαρία η Αιγυπτία. Φορητή εικόνα του 19ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Ορούντης

Εἰς τό Ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἰδού ἡ πέμπτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ Κυριακή [πού σφραγίζει τήν ἑβδομάδα] τῶν μεγάλων ἀγρυπνιῶν καί τῶν μεγάλων ἀσκήσεων, τήν ἑβδομάδα τῶν μεγάλων θρήνων καί ἀναστεναγμῶν, ἡ Κυριακή τῆς πιό μεγάλης μεταξύ τῶν ἁγίων γυναικῶν Ἁγίας, τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας…

Σαράντα ἑπτά χρόνια ἔκανε στήν ἔρημο, καί ὁ Κύριος τῆς ἔδωσε ἐκεῖνο πού σπάνια δίνει σέ κάποιον ἀπό τούς Ἁγίους. Χρόνια ὁλόκληρα δέν γεύθηκε ψωμί καί νερό. Στήν ἐρώτησι τοῦ ἀββᾶ Ζωσιμᾶ ἐκείνη ἀπάντησε: «Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4). Ὁ Κύριος τήν ἔτρεφε μέ ἕναν ἰδιαίτερο τρόπο καί τήν ὡδηγοῦσε στήν ἐρημητική ζωή, στούς ἐρημητικούς της ἀγῶνες.

Καί ποιό ἦταν τό ἀποτέλεσμα; Ἡ Ἁγία μετέτρεψε τήν κόλασί της σέ παράδεισο! Νίκησε τόν διάβολο καί ἀνέβηκε ψηλά στόν Θεό! Πῶς, μέ τί; Μέ τήν νηστεία καί τήν προσευχή, μέ νηστεία καί προσευχή! Διότι ἡ νηστεία, ἡ νηστεία μαζί μέ τήν προσευχή, εἶναι δύναμις πού νικᾶ τά πάντα. Ἕνας θαυμάσιος ὕμνος τῆς Μεγ. Τεσσαρακοστῆς λέγει: «ἀκολουθήσωμεν τῷ διά νηστείας ἡμῖν, τήν κατά τοῦ διαβόλου νίκην ὑποδείξαντι, Σωτῆρι τῶν ψυχῶν ἡμῶν». Μέ τήν νηστεία μᾶς ἔδειξε τήν νίκη κατά τοῦ διαβόλου… Δέν ὑπάρχει ἄλλο ὅπλο, δέν ὑπάρχει ἄλλο μέσον.

Νηστεία! Ἰδού τό μέσον γιά νά νικήσῃς τόν διάβολο, τόν κάθε διάβολο. Παράδειγμα νίκης, ἡ ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Τί θεία δύναμις ἡ νηστεία! Νηστεία δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά νά σταυρώνῃς τό σῶμα, νά σταυρώνῃς τό σῶμα, νά σταυρώνῃς ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό σου.

Ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει σταυρός, ἡ νίκη εἶναι σίγουρη. Τό σῶμα τῆς πρώην πόρνης τῆς Ἀλεξανδρείας, τῆς Μαρίας, μέ τήν ἁμαρτία παραδόθηκε στήν δουλεία τοῦ διαβόλου. Ἀλλά ὅταν ἀγκάλιασε τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ὅταν πῆρε αὐτό τό ὅπλο στά χέρια της, νίκησε τόν διάβολο. Νηστεία εἶναι ἡ ἀνάστασις τῆς ψυχῆς ἐκ νεκρῶν. Ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή ἀνοίγουν τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου, ὥστε νά ἀντικρύσῃ καί νά καταλάβῃ πραγματικά τόν ἑαυτό του, νά ἰδῇ τόν ἑαυτό του. Βλέπει τότε ὅτι κάθε ἁμαρτία στήν ψυχή του εἶναι ὁ τάφος του, ὁ τάφος, ὁ θάνατός του. Καταλαβαίνει ὅτι ἡ ἁμαρτία μέσα στήν ψυχή του δέν κάνει τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά μετατρέπῃ σέ πτώματα ὅλα ὅσα ἀνήκουν στήν ψυχή: τούς λογισμούς της, τά συναισθήματά της καί τίς διαθέσεις της· σειρά ἀπό τάφους. Καί τότε…, τότε ξεχύνεται θρηνητική κραυγή ἀπό τήν ψυχή: «Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσον με». Αὐτή εἶναι ἡ κραυγή μας κατά τήν ἁγία αὐτή ἑβδομάδα: Κύριε, προτοῦ χαθῶ τελείως, σῶσε με. Ἔτσι προσευχηθήκαμε αὐτή τήν ἑβδομάδα στόν Κύριο, τέτοιες προσευχητικές ἀναβοήσεις μᾶς παρέδωσε στόν Μεγάλο Κανόνα του ὁ μεγάλος ἅγιος πατήρ ἡμῶν Ἀνδρέας Κρήτης.

«Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Αὐτή ἡ κραυγή μᾶς ἀφορᾶ ὅλους, ὅλους ὅσους ἔχουμε ἁμαρτίες. Ποιός δέν ἔχει ἁμαρτίες; Εἶναι ἀδύνατον νά κυττάξῃς τόν ἑαυτό σου νά μή εὕρῃς κάπου, σέ κάποια γωνία τῆς ψυχῆς σου, νά μή ἐντοπίσῃς σέ κάποια ἄκρη της μία ξεχασμένη ἴσως ἁμαρτία. Καί… κάθε ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία δέν ἔχεις μετανοήσει, εἶναι ὁ τάφος σου, εἶναι ὁ θάνατός σου. Καί ἐσύ, γιά νά μπορέσῃς νά σωθῇς καί νά ἀναστήσῃς τόν ἑαυτό σου ἀπό τόν τάφο σου, κρᾶζε μέ τίς προσευχητικές θρηνητικές κραυγές τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με».

Ἄς μή ξεγελᾶμε τόν ἑαυτό μας, ἀδελφοί, ἄς μή ἀπατώμεθα. Καί μία μόνο ἁμαρτία ἄν ἔμεινε στήν ψυχή σου, καί σύ δέν μετανοεῖς καί δέν τήν ἐξομολογεῖσαι ἀλλά τήν ἀνέχεσαι μέσα σου, αὐτή ἡ ἁμαρτία θά σέ ὁδηγήσῃ στό βασίλειο τῆς κολάσεως. Γιά τήν ἁμαρτία δέν ὑπάρχει τόπος στόν παράδεισο τοῦ Θεοῦ. Γιά τήν ἁμαρτία δέν ὑπάρχει τόπος στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν. Γιά νά ἀξιωθῇς τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, φρόντισε νά ἀποδιώξῃς ἀπό μέσα σου κάθε ἁμαρτία, νά ξεριζώσῃς ἀπό μέσα σου διά τῆς μετανοίας κάθε ἁμαρτία. Διότι, τίποτε δέν γλυτώνει ἀπό τήν μετάνοια τοῦ ἀνθρώπου. Τέτοια δύναμι ἔδωσε ὁ Κύριος στήν Ἁγία Μετάνοια.

Κοίταξε! Ἀφοῦ ἡ μετάνοια μπόρεσε νά σώσῃ μία τόσο μεγάλη ἄσωτη γυναῖκα, ὅπως ἦταν κάποτε ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία, πῶς νά μή σώσῃ καί ἄλλους ἁμαρτωλούς, τόν κάθε ἁμαρτωλό, καί τόν πιό μεγάλο ἁμαρτωλό καί ἐγκληματία; Ναί, ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι τό πεδίο τῆς μάχης, ἐπί τοῦ ὁποίου ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί μέ τήν νηστεία καί τήν προσευχή νικᾶμε τόν διάβολο, νικᾶμε ὅλες τίς ἁμαρτίες, νικᾶμε ὅλα τά πάθη καί ἐξασφαλίζουμε στόν ἑαυτό μας τήν ἀθανασία καί τήν αἰώνιο ζωή. Στήν ζωή τῶν ἁγίων καί ἀληθινῶν Χριστιανῶν ὑπάρχουν ἀναρίθμητα παραδείγματα πού δείχνουν ὅτι ὄντως μόνο μέ τήν προσευχή καί τήν νηστεία ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί νικᾶμε τούς δαίμονες, ὅλους ἐκείνους πού μᾶς βασανίζουν καί θέλουν νά μᾶς παρασύρουν στό βασίλειο τοῦ κακοῦ, στήν κόλασι. Αὐτή ἡ Ἁγία Νηστεία…! εἶναι νηστεία τῶν ἁγίων ἀρετῶν μας. Κάθε ἁγία ἀρετή ἀνασταίνει τήν ψυχή μου καί τήν ψυχή σου ἐκ τῶν νεκρῶν.

Προσευχή! Τί εἶναι ἡ προσευχή; Εἶναι ἡ μεγάλη ἀρετή πού σέ ἀνασταίνει καί μέ ἀνασταίνει. Σηκώθηκες μήπως γιά προσευχή, ἔκραξες πρός τόν Κύριο νά καθαρίσῃ τήν ψυχή σου ἀπό τίς ἁμαρτίες, ἀπό τό κάθε κακό, ἀπό κάθε πάθος; Τότε οἱ τάφοι σου καί οἱ τάφοι μου ἀνοίγουν καί οἱ νεκροί ἀνασταίνονται. Ὅ,τι εἶναι ἁμαρτωλό φεύγει, ὅ,τι σύρει πρός τό κακό ἐξαφανίζεται. Ἡ ἁγία προσευχή ἀνασταίνει τόν καθένα ἀπό μᾶς, ὅταν εἶναι εἰλικρινής, ὅταν φέρνει ὅλη τήν ψυχή στόν οὐρανό, ὅταν ἐσύ μέ φόβο καί τρόμο λέγῃς στόν Κύριο: Δές, δές τούς τάφους μου, ἀναρίθμητοι εἶναι οἱ τάφοι μου, Κύριε! Μέσα σέ κάθε ἕναν ἀπό αὐτούς τούς τάφους, νά’την ἡ ψυχή μου, νά’την νεκρή, μακρυά ἀπό Σένα, Κύριε! Εἰπέ λόγον καί ἀνάστησον πάντας τούς νεκρούς μου! Διότι, Σύ, Σύ, Κύριε, μᾶς ἔδωσες πολλές θεῖες δυνάμεις νά μᾶς ἀνασταίνουν διά τῆς ἁγίας Ἀναστάσεως, νά μᾶς ἀνασταίνουν ἀπό τόν τάφο τῆς ραθυμίας.

Ναί, μέ τήν ἁμαρτία, μέ τά πάθη μας, πεθαίνουμε ψυχικά. Ἡ ψυχή ἀποθνήσκει, ὅταν χωρίζεται ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία εἶναι δύναμις πού χωρίζει τήν ψυχή ἀπό τόν Θεό. Καί ἐμεῖς, ὅταν ἀγαπᾶμε τήν ἁμαρτία, ὅταν ἀγαπᾶμε τίς ἁμαρτωλές ἡδονές, στήν πραγματικότητα ἀγαπᾶμε τόν θάνατό μας, ἀγαπᾶμε τούς τάφους, τούς δυσώδεις τάφους, μέσα στούς ὁποίους ἡ ψυχή μας ἀποσυντίθεται.

Ἀντίθετα, ὅταν ἀνανήψουμε, ὅταν μέ τόν κεραυνό τῆς μετανοίας χτυπήσουμε τήν καρδιά μας, τότε…, τότε οἱ νεκροί μας ἀνασταίνονται. Τότε ἡ ψυχή μας νικᾶ ὅλους τούς φονεῖς της, νικᾶ τόν κατεξοχήν δημιουργό ὅλων τῶν ἁμαρτιῶν, τόν διάβολο, νικᾶ μέ τήν δύναμι τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Γι’ αὐτό, γιά μᾶς τούς Χριστιανούς δέν ὑπάρχει ἁμαρτία πιό ἰσχυρή ἀπό μᾶς. Νά εἶσαι βέβαιος ὅτι πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε ἁμαρτία πού σέ βασανίζει, πάντοτε εἶσαι δυνατώτερος ἀπό κάθε πάθος πού σέ βασανίζει. Πῶς; –ἐρωτᾶς. Μέ τήν μετάνοια! Καί τί εἶναι εὐκολώτερο ἀπό αὐτήν; Πάντοτε μπορεῖς μέσα σου, μέσα στήν ψυχή σου, νά κραυγάζῃς: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με». Ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δέν θά σέ παραβλέψῃ. Θά ἀναστήσῃς τόν ἑαυτό σου ἀπό τούς νεκρούς καί θά ζῇς σ’ αὐτόν τόν κόσμο σάν κάποιος πού ἦρθε ἀπό ἐκεῖνον τόν κόσμο, πού ἀναστήθηκε καί ζῆ μία νέα ζωή, τήν ζωή τοῦ Ἀναστάντος Κυρίου, πού ὑπάρχουν μέσα του ὅλες οἱ θεῖες δυνάμεις, ἔτσι ὥστε καμμία ἁμαρτία πλέον δέν μπορεῖ νά σέ φονεύσῃ. Ἴσως νά ξαναπέφτῃς, ἀλλά πλέον γνωρίζεις, γνωρίζεις τό ὅπλο, γνωρίζεις τήν δύναμι μέ τήν ὁποία ἀνασταίνεσαι ἐκ τῶν νεκρῶν. Ἄν πενήντα φορές τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, ἄν πενήντα φορές ντροπιασθῇς, ἄν πενήντα τάφους σκάψῃς σήμερα, μόνο φώναξε: «Κύριε, δός μου μετάνοια. Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με».

Ὁ Ἀγαθός Κύριος, ὁ ὁποῖος γνωρίζει τήν ἀσθένεια καί ἀδυναμία τῆς ἀνθρωπίνης ψυχῆς καί τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως, εἶπε: Ἔλα, ἀδελφέ. Ἀκόμη κι ἄν ἑβδομηκοντάκις τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, πάλι ἔλα καί πές: ἥμαρτον (Ματθ. ιη΄, 21-22). Αὐτό ἐντέλλεται ὁ Κύριος σέ ἐμᾶς τούς ἀνθρώπους, τούς ἀσθενεῖς καί ἀδυνάτους. Συγχωρεῖ τούς ἁμαρτωλούς. Γι’ αὐτό καί δήλωσε ὅτι χαρά μεγάλη γίνεται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἐνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι ἐπί τῆς γῆς (πρβλ. Λουκ. ιε΄ 7). Ὅλος ὁ οὐράνιος κόσμος ἀτενίζει σέ σένα, ἀδελφέ καί ἀδελφή, πῶς ζῆς στήν γῆ. Πέφτεις στήν ἁμαρτία καί δέν μετανοεῖς; Νά, οἱ Ἄγγελοι κλαῖνε καί θλίβονται στόν Οὐρανό ἐξ αἰτίας σου. Μόλις ἀρχίσῃς νά μετανοῇς, νά, οἱ Ἄγγελοι στόν Οὐρανό χαίρονται, καί σάν οὐράνιοι ἀδελφοί σου χορεύουν…

Νά ἡ σημερινή μεγάλη ἁγία, ἡ Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Πόσο ἁμαρτωλή! Ἀπό αὐτήν ὁ Κύριος ἔκανε μία ἁγία ὕπαρξι σάν τά Χερουβίμ. Μέ τήν μετάνοια ἔγινε ἰσάγγελη, μέ τήν μετάνοια κατέστρεψε τήν κόλασι, στήν ὁποία βρισκόταν, καί ἀνέβηκε ὁλόκληρη στόν παράδεισο τοῦ Χριστοῦ. Δέν ὑπάρχει Χριστιανός ἀδύνατος σ’ αὐτόν τόν κόσμο, ἔστω κι ἄν τοῦ ἐπιτίθενται οἱ φρικωδέστερες ἁμαρτίες καί πειρασμοί αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Ἀρκεῖ μόνο ὁ Χριστιανός νά μή ξεχάσῃ τά μεγάλα του ὅπλα: τήν μετάνοια, τήν προσευχή, τήν νηστεία· νά ἐπιδοθῇ σέ κάποια εὐαγγελική ἄσκησι, σέ κάποια ἀρετή: εἴτε στήν προσευχή, εἴτε στήν νηστεία, εἴτε στήν εὐαγγελική ἀγάπη, εἴτε στήν εὐσπλαχνία. Ἄς θυμηθοῦμε τούς μεγάλους Ἁγίους τοῦ Θεοῦ, ἄς θυμηθοῦμε τήν ἑορταζομένη σήμερα μεγάλη Ἁγία, τήν ὁσία Μητέρα μας Μαρία τήν Αἰγυπτία, καί ἄς εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ὁ Κύριος θά εἶναι εὔκαιρος βοηθός μας. Ἡ ἁγία Μαρία ἐβίωσε τόσο θαυμαστή βοήθεια ἀπό τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί σώθηκε ἀπό τήν φοβερή της κόλασι, ἀπό τούς φοβερούς της δαίμονες. Ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καί σήμερα καί πάντοτε μᾶς βοηθεῖ σέ ὅλες τίς εὐαγγελικές μας ἀρετές: στήν προσευχή, καί στήν νηστεία, καί στήν ἀγρυπνία, καί στήν ἀγάπη, καί στούς οἰκτιρμούς, καί στήν ὑπομονή, καί σέ κάθε ἄλλη ἀρετή. Εὔχομαι νά μᾶς βοηθῇ πάντα καί νά μᾶς καθοδηγῇ…

Γι’ αὐτό, ποτέ νά μήν ἀποκάμῃς στόν ἀγῶνα καί στόν πόλεμο μέ τίς ἁμαρτίες σου… Σέ ὅλες τίς δυσκολίες σου καί στίς πιό μεγάλες πτώσεις σου νά θυμᾶσαι τήν κραυγή αὐτῆς τῆς ἁγίας ἑβδομάδος, πού ἔχει τήν δύναμι νά σέ ἀναστήσῃ: «Κύριε, πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσόν με».

Μετάφρασις ἀδελφῶν τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ὁσίου Γρηγορίου Ἁγίου Ὄρους, ἀπό τό βιβλίο Πασχαλινές Ὁμιλίες, Βελιγράδι 1998.
 
Πηγή: www.imaik.gr

Ἁγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς: Ὁμιλία στὴν Ε’ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

«Καὶ προσπορεύονται αὐτῷ ᾿Ιάκωβος καὶ ᾿Ιωάννης υἱοὶ Ζεβεδαίου λέγοντες· διδάσκαλε, θέλομεν ἵνα ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν ποιήσῃς ἡμῖν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· τί θέλετε ποιῆσαί με ὑμῖν; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δὸς ἡμῖν ἵνα εἷς ἐκ δεξιῶν σου καὶ εἷς ἐξ εὐωνύμων σου καθίσωμεν ἐν τῇ δόξῃ σου.» (Μάρκ. ι´ 35-37).

Θέλουµε, ὅταν δοξαστεῖς, νὰ µᾶς βάλεις καὶ τούς δύο, ἕνα στὰ δεξιὰ καὶ τὸν ἄλλον στ᾽ ἀριστερά του. Αὐτὲς οἱ σκέψεις κι αὐτὲς οἱ ἐπιθυµίες βασάνιζαν τοὺς δυὸ µαθητὲς τὴν παραµονὴ τῆς µέρας ποὺ ὁ Διδάσκαλός τους ἐπρόκειτο νὰ ὑποστεῖ τὸ µεγαλύτερο µαρτύριο! Αὐτὴ εἶναι ἡ σκληρυµένη καὶ τραχιὰ ἀνθρώπινη φύση. Αὐτὴν ἤθελε ὁ Κύριος καὶ Θεραπευτὴς νὰ µαλακώσει, νὰ θεοποιήσει. Μετὰ ἀπὸ τόση ἔµφαση ποὺ ὁ Ἴδιος ἔδινε στὸ «ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι», µετὰ ἀπὸ τόσες καὶ τόσες ἐπανειληµµένες διδαχὲς ὅτι πρέπει ν’ ἀποφεύγουν τὴν κοσµικὴ δόξα καὶ τὴν πρωτοκαθεδρία, µετὰ ἀπὸ τόσο µεγάλο παραδειγµα ὑποταγῆς στὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ καὶ µετὰ τὴν πρόσφατη τροµερὴ προφητεία Toυ γιὰ τὴν τελική Toυ ταπείνωση καὶ τὸ ἄδικο πάθος Toυ, οἱ δυὸ αὐτοὶ µαθητές Toυ, καὶ µάλιστα ἀπὸ τοὺς πρωτοκορυφαίους, ἐκτέθηκαν ζητώντας ἀπὸ τὸν Κύριο τὴν προσωπική τους ἀνταµοιβὴ καὶ δόξα.

Ἡ σκέψη τους δὲν ἦταν συγκεντρωµένη στὸ πάθος τοῦ Κυρίoυ ποὺ τοὺς εἶχε προφητέψει, ἀλλὰ στὴν προαναγγελµένη δόξα. Ἀπὸ τὴν δόξα αὐτὴ ζητοῦν γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὴν µερίδα τοῦ λέοντος: νὰ καθίσουν ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ κι ὁ ἄλλος στ᾽ ἀριστερὰ τοῦ Κυρίoυ, ὅταν θὰ ἔρθει στὴν βασιλεία Toυ! Τί σόι φίλοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν ὑποφέρουν στὴν σκέψη τοῦ ἐπικειµένου πάθους τοῦ φίλου τους; «Ὑµεῖς φίλοι µού ἐστε» (Ἰωάν. ιε´ 14), τοὺς εἶχε πεῖ ὁ Κύριος. Κι ἐκεῖνοι συµπεριφέρονταν ἐντελῶς ἀπερίσκεπτα µπροστὰ στὰ πάθη Toυ. Ζητοῦν τὸ µερίδιό τους -καὶ µάλιστα µεγάλο µερίδιο- στὴν δόξα ποὺ θὰ γίνει δική Toυ, ἀφοῦ πρῶτα θὰ ἔχει ὑποστεῖ ταπεινώσεις, θὰ ἔχει χύσει ἱδρώτα καὶ αἷµα καὶ θά ᾽χoυv τελειώσει τὰ πάθη Toυ. Δὲν ζητᾶνε νὰ συµµετάσχουν στὰ πάθη Toυ, ἀλλὰ µόνο στὴν δόξα Toυ.

Γιατί ὄµως, σὲ ποιά βάση κατηγοροῦµε τοὺς δυὸ αὐτοὺς ἀδελφούς; Ὅλ᾽ αὐτὰ ἔγιναν γιὰ ν᾽ ἀποκαλύψουν τὴν βαθιὰ φθορὰ τῆς ἀνθρώπινης φύσης. Αὐτὸ ποὺ ἔκαναν ὁ Ἰωάννης καὶ ὁ Ἰάκωβος, νὰ ζητήσουν νὰ συµµετάσχουν δηλαδὴ στὴν δόξα χωρὶς νὰ ὑποφέρουν, χωρὶς νὰ πάθoυν, τὸ κάνουν κι ὅλοι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδάµ. Πάντα ὅλοι ζητοῦν νὰ δοξαστοῦν χωρὶς νὰ ὑποφέρουν. Ὅσες φορὲς µίλησε ὁ Κύριος γιὰ τὴν µέλλουσα δόξα Toυ, µίλησε καὶ γιὰ τὰ πάθη ποὺ θὰ προηγηθοῦν. Οἱ ἀπόστολοι ὅµως, ὅπως κι ὅλοι οἱ ὑπόλοιποι ἄνθρωποι, ἤθελαν νὰ ὑπερπηδήσουν τὰ πάθη καὶ νὰ φτάσουν κατ᾽ εὐθείαν στὴν δόξα. Σ᾽ ἐκείνους τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δὲν ἔχoυν µυηθεῖ στὰ µυστήρια τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ, ἡ σύνδεση τοῦ πάθους µὲ τὴν ζωή, τοῦ πόνου µὲ τὴν δόξα, δὲν εἶναι ξεκάθαρη. Κι αὐτὸ κρατάει µέχρι σήµερα. Αὐτοὶ θὰ ἤθελαν κατὰ κάποιο τρόπο νὰ χωρίσουν τὴν ζωὴ καὶ τὴν δόξα ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τὸν πόνο, νὰ εὐλογήσουν τὰ πρῶτα καὶ νὰ τὰ κάνουν δικά τους, ἀλλὰ νὰ καταραστοῦν καὶ ν᾽ ἀπορρίψουν τὰ δεύτερα.

Αὐτὸ προσπάθησαν νὰ κάνουν σ᾽ αὐτὴν τὴν περίπτωση ὁ Ἰωάννης κι ὁ Ἰάκωβος. Κι ἔτσι, µὲ τὸν τρόπο τους, ἀποκάλυψαν πὼς ἡ ἀδυναµία αὐτὴ δὲν ἦταν µόνο δική τους, µὰ καὶ ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Κι ὁ Κύριος ἤθελε νὰ µὴ µείνει κρυφὴ καµιὰ ἀδυναµία τῶν µαθητῶν Toυ, γιὰ νὰ βοηθηθοῦν ἔτσι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι. Ἦρθε σὰν θεραπευτής, σὰν πηγὴ κάθε θεραπείας. Ἡ ἀδυναµία τοῦ ἀνθρώπου φανερώνεται µέσῳ τῶν ἀποστόλων, ὅπως ἀπ᾽ αὐτοὺς ἀποκαλύπτεται κι ἡ θεραπεία, καθὼς κι ἡ δύναµη τοῦ Χριστοῦ. Στὴν περίπτωση αὐτὴ ὁ Κύριος παρουσίασε γιὰ µιὰ ἀκόµα φορὰ στοὺς ἀποστόλους εἰκόνες τῶν παθῶν καὶ τῆς δόξας Toυ. Γιὰ τοὺς γιοὺς τοῦ Ζεβεδαίου αὐτὸς ἦταν ἕνας πειρασµός, στὸν ὁποῖο ὑπέκυψαν. Διάλεξαν τὴν δόξα κι ἀπέρριψαν τὰ πάθη. Ὁ Κύριος ἤθελε ν᾽ ἀπαλείψει κάθε κηλίδα ἀπὸ τὶς ψυχὲς τῶν µαθητῶν Toυ πρὶν ἀπὸ τὴν σταύρωση. Τὰ λόγια Toυ γιὰ τὰ πάθη καὶ τὴν δόξα Toυ ἄσκησαν µεγάλη πίεση στοὺς δυὸ αὐτοὺς µαθητές. Κι ἀπὸ τὴν πίεση αὐτὴ ἀναγκάστηκαν νὰ βγοῦν βίαια ἀπὸ τὴν ψυχή τους καὶ τὰ τελευταῖα ὑπολείµµατα ὑπερηφανείας. Ὁ Κύριος ἔκανε αὐτὴ τὴν πνευµατικὴ χειρουργικὴ ἐπεµβαση στὶς ψυχὲς τῶν ἀγαπηµένων Toυ µαθητῶν τόσο γιὰ τὴν δική τους θεραπεία ὅσο καὶ γιὰ τὴν δική µας.

Κανένας µας ἂς µὴ σκεφτεῖ πὼς ἔχει ἤδη θεραπευτεῖ ἀπὸ τὶς ἁµαρτωλές του τάσεις, ἀκόµα κι ἂν γι᾽ ἀρκετὸ διάστηµα κατόρθωσε νὰ ἀποφύγει τὸ κακό, νὰ νηστέψει, νὰ δώσει ἐλεηµοσύνες καὶ νὰ ἐπικαλεῖται τὸν Κύριο γιὰ βοήθεια. Οἱ δυὸ αὐτοὶ ἀπόστολοι εἶχαν περάσει τρία χρόνια συντροφιὰ µὲ τὸν σαρκωµένο Σωτήρα. Εἶδαν τὸ πρόσωπό Toυ, ἄκουσαν τὶς διδαχές Του ἀπὸ τὰ ἴδια Toυ τὰ χείλη, βρέθηκαν µάρτυρες στὰ θαύµατά Του, ἔφαγαν κι ἤπιαν µαζί Toυ. Κι ὕστερα ἀπ᾽ ὅλ᾽ αὐτὰ φανέρωσαν τὶς ἀγιάτρευτες ἀκόµα πληγὲς τῆς µαταιότητας, τῆς φιλαυτίας, τοῦ ἐγκοσµίου προσανατολισµοῦ καὶ τοῦ πνευµατικοῦ παραλογισµοῦ τους. Σκέφτονταν ἀκόµα σὰν Ἰουδαῖοι, ὄχι σὰν χριστιανοί. Πίστευαν ἀκόµα σὲ µιὰ ἐπίγεια βασιλεία τοῦ Μεσσία, ποὺ θὰ κυριαρχοῦσε πάνω στοὺς ἐπιγείους ἐχθροὺς Toυ µὲ τὴν κοσµικὴ δύναµη καὶ δόξα Toυ, µιὰ δύναµη καὶ δόξα σὰν κι αὐτὴν ποὺ εἶχαν περιβληθεῖ ὁ Δαβὶδ κι ὁ Σολοµών.

Χριστιανοί µου! Σκεφτεῖτε κι ἀποφασίστε. Πῶς θὰ γιατρέψετε τὶς πληγές σας, πῶς θ᾽ ἀποκτήσετε τὴν τελειότητα τῆς ταπεινοφροσύνης καὶ τῆς ὑποταγῆς στὸ θέληµα τοῦ Θεοῦ, ὅταν αὐτὰ τὰ δυὸ ὑπέροχα ἀδέρφια δὲν κατόρθωσαν νὰ τὸ ἐπιτύχουν µετὰ ἀπὸ τρία χρόνια ποὺ ἔζησαν κοντὰ στὸν Κύριο, σὲ ἀδιάσπαστη προσωπικὴ ἐπαφὴ µαζί Toυ; Αὐτὸ τὸ κατόρθωσαν ἀργότερα, τότε ποὺ τὸ Πνεῦµα τοῦ Θεοῦ κατέβηκε ἐν εἴδει πυρίνων γλωσσῶν στὶς καρδιές τους καὶ τοὺς «κατέκαυσε» µὲ τὸ πῦρ τῆς ἀγάπης γιὰ τὸν Χριστό. Τότε δὲν ἐκλιπάρησαν γιὰ δόξα χωρὶς πάθη, ἀλλὰ µὲ συστολὴ γιὰ τὴν προηγούµενη µαταιοδοξία τους συµµετεῖχαν θεληµατικὰ στὰ πάθη τοῦ Κυρίου τους καὶ σταύρωσαν τὶς καρδιές τους στὸν Σταυρὸ τοῦ Φίλου τους.

Ἂς ἀκούσουµε ὅµως τὴν ἀπάντηση ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριος στὸ αἴτηµα τῶν δύo µαθητῶν: «ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε. δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθῆναι; οἱ δὲ εἶπον αὐτῷ· δυνάμεθα. ὁ δὲ  Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· τὸ μὲν ποτήριον ὃ ἐγὼ πίνω πίεσθε, καὶ τὸ βάπτισμα ὃ ἐγὼ βαπτίζομαι βαπτισθήσεσθε·  τὸ δὲ καθίσαι ἐκ δεξιῶν μου καὶ ἐξ εὐωνύμων οὐκ ἔστιν ἐμὸν δοῦναι, ἀλλ᾽ οἷς ἡτοίμασται.» (Μάρκ. ι´ 38-40).

Πόσο εὐγενικὸς καὶ πόσο ταπεινὸς εἶναι ὁ Κύριος! Ὁποιοσδήποτε θνητὸς δάσκαλος θὰ εἶχε ἐξοργιστεῖ μὲ τέτοιους µαθητές, θὰ τοὺς διαπόµπευε: «Φύγετε µακριὰ ἀπὸ µένα. Δὲν εἶστε ἄξιοι νὰ διδάσκεστε πνευµατικὰ θέµατα! Σᾶς διδάσκω καὶ σᾶς ἐξηγῶ γιὰ τρία συνεχῆ χρόνια καὶ σεῖς µιλᾶτε ἀκόµα σὰν νὰ µὴ καταλάβατε τίποτα!» Ὁ Κύριος ὅµως τοὺς µίλησε καθαρά, µὰ εὐγενικὰ καὶ ταπεινά. «Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε», τοὺς εἶπε. Οἱ σκέψεις σας γιὰ Μένα εἶναι κοσµικές, ὄχι πνευµατικές. Δὲν ζητᾶτε τὴν δόξα τοῦ Θεοῦ, µὰ τὴν δική σας. Δὲν ἔχετε συνειδητοποιήσει ἀκόµα ποιὸς εἶµαι καὶ ποιὰ εἶναι ἡ βασιλεία Μου. Μὲ βλέπετε ἀκόµα σὰν Μεσσία τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ, τὴν βασιλεία Μου ὡς βασιλεία τοῦ Ἰσραήλ. Μὰ Ἐγὼ εἶµαι Μεσσίας ὅλων τῶν ἐθνῶν, Σωτήρας ζώντων καὶ νεκρῶν, βασιλιὰς τῆς ἀόρατης Βασιλείας, ὅπου ὅλα τὰ ἔθνη κι ὅλοι οἱ λαοὶ θὰ εἶναι σὰν ἕνας. Οἱ ἀναρίθµητοι ἄγγελοι χαίρονται κι ἀγάλλονται καὶ ὀνοµάζονται ὑπηρέτες τῆς βασιλείας αὐτῆς. Ὅποιος εἶναι ἔσχατος ἐδῶ, στὴν Βασιλεία Moυ θὰ εἶναι πρῶτος καὶ ἐνδοξότερος ἀπὸ τὸν πιὸ ἔνδοξο τῶν βασιλιάδων αὐτοῦ τοῦ κόσµου. Γι᾽ αὐτὸ δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Ἂν γνωρίζατε τὴν βασιλεία Moυ, δὲν θὰ σκεφτόσασταν καθόλου τί θέση θὰ παίρνατε σ᾽ αὐτήν. Τὸ µόνο ποὺ θ᾽ ἀναζητούσατε, θὰ ἦταν ὁ δρόµος ποὺ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτήν. Κι αὐτὸς εἶναι ὁ δρόµος τῶν παθῶν καὶ τοῦ πόνου, γιὰ τὰ ὁποῖα σᾶς µιλάω κάθε φορὰ ποὺ σᾶς κάνω λόγο γιὰ τὴν βασιλεία Moυ. Αὐτὸ ποὺ σᾶς ζητάω ἑποµένως εἶναι πιὸ σπουδαῖο καὶ πιὸ χρήσιµο ἀπὸ τὶς δικές σας µάταιες ἐπιδιώξεις κι ἐπιθυµίες: Δύνασθε πιεῖν τὸ ποτήριοvὃ ἐγὼ πίνω, καὶ τὸ βάπτισµα ὃ ἐγὼ βαπτίζοµαι βαπτισθῆναι;

Ὁ Κύριος ἐδῶ µιλάει γιὰ τὸ ποτήριο τοῦ θανάτου Του καὶ τὸ βάπτισµα τοῦ Αἵµατός Toυ, γιὰ τὸν µαρτυρικό Toυ θάνατο δηλαδή. Αὐτὸ εἶναι τὸ τρίτο βάπτισµα. Τὸ πρῶτο βάπτισµα ἦταν τοῦ Ἰωάννη, µὲ νερό· τὸ δεύτερο εἶναι τοῦ Χριστοῦ, ἐν ὕδατι καὶ Πνεύµατι· κι εἶναι μερικοὶ ποὺ δέχτηκαν καὶ τὸ τρίτο βάπτισμα, ποὺ εἶναι τοῦ αἵματος, τὸ μαρτυρικὸ στεφάνι.

Ἀναμφισβήτητα τὸ βάπτισμα τοῦ αἵματος συνδέεται µὲ τὴν µεγίστη θυσία, ἀλλὰ καὶ µὲ τὴν µεγίστη δόξα. Οἱ ἀπόστολοι τοῦ Χριστοῦ θὰ βαπτίζονταν µ᾽ αὐτὸ τὸ βάπτισµα. Γι᾽ αὐτὸ κι ὁ Κύριος ἀφιέρωσε τόσο χρόνο σ᾽ αὐτὸ τὸ στάδιο, ὥστε νὰ τοὺς προετοιµάσει γιὰ τὸ µελλοντικὸ µαρτύριό τους. Δὲν ὑπάρχει πιὸ ὀλέθριο καὶ ψυχοφθόρο πράγµα ἀπὸ τὸ νὰ ὑποχωρήσει κανεὶς στὰ βάσανα καὶ ν᾽ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό. Ὁ Ἰούδας, µὲ τὸ που εἶδε πὼς πλησίαζε ἡ ταπείνωση καὶ τὸ πάθος τοῦ Διδασκάλου Toυ, τὸν ἀρνήθηκε καὶ χάθηκε γιὰ πάντα. Ἦταν ἕνας απ᾽ αὐτοὺς ποὺ περίµεναν µάταια νὰ δοῦν τὸν Χριστὸ βασιλιὰ στὴν Ἱερουσαλήµ, νὰ συµµετάσχουν στὴν δόξα Toυ. Ὅταν ὅµως διαπίστωσε πὼς ἀντὶ γιὰ βασιλικὸ στέµµα ὁ Χριστὸς θὰ φοροῦσε ἀκάνθινο στεφάνι, ὑποχώρησε. Συµµάχησε µ᾽ ἐκείνους ποὺ ἐµφανίστηκαν πιὸ πλούσιοι καὶ πιὸ δοξασµένοι ἀπὸ τὸν Σωτήρα σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσµο.

Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης ἀπάντησαν στὴν ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ χωρὶς δισταγµό: «Δυνάµεθα». ἡ ἀπάντηση αὐτὴ δείχνει ὁπωσδήποτε τὴν µεγάλη τους ἀγάπη γιὰ τὸν Κύριο. Εἶναι ξεκάθαρο πὼς ἡ φοβερὴ ἐρώτηση τοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ ποτήριο καὶ τὸ βάπτισµα ἔκανε µεγάλη ἐντύπωση στὰ δυὸ ἀδέρφια. Ἦταν ὅπως τὸ πικρὸ φάρµακο σ᾽ ἕναν ἄρρωστο. Σύντοµα συνῆλθαν, κατάλαβαν τὸ σφάλµά τους, ντράπηκαν ποὺ σκέφτηκαν τὴν δόξα, τὴν στιγµὴ ποὺ ἔπρεπε νὰ τοὺς ἀπασχολεῖ τὸ πάθος. Ὁ Κύριος ὅιµως εἶναι ἀπαράµιλλος στὴν ἱκανότητα νὰ ὁδηγεῖ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Σὲ µιὰ στιγµὴ ἄλλαξε τὸν προσανατολισµό τους στὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ τὴν ἐπιθυµία τῆς δόξας, σὲ ἑτοιµότητα γιὰ τὸ µαρτύριο καὶ τὸν θάνατο.

Πόσο ὄµορφη, πόσο ὑπέροχη εἶναι ἡ διδαχὴ αὐτὴ γιὰ ὅλους ἐµᾶς τοὺς χριστιανούς! Ὅταν φανταζόµαστε τὸν ἑαυτό µας στὴν ἀθάνατη βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ περιπλανιόµαστε μέσα σ᾽ αὐτήν, ἀναζητώντας τὴν θέση μας, ὁ Κύριος μᾶς θέτει τὸ ἴδιο ἐρώτηµα ποὺ ἔθεσε στοὺς γιοὺς τοῦ Ζεβεδαίου: Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήριό Μου καὶ νὰ λάβετε τὸ δικό Moυ βάπτισµα; Μᾶς ὁδηγεῖ πάντα σὲ µιὰ σοβαρὴ θεώρηση καὶ σκέψη, ὄχι τῆς οὐράνιας πόλης, ὅπου δὲν φτάσαµε ἀκόµα, ἀλλὰ τοῦ δρόµου ποὺ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτὴν καὶ ποὺ δὲν κατορθώσαµε ἀκόµα νὰ βαδίσουµε. Πρῶτα πρέπει νὰ ὑποµείνουµε τὸ πάθος κι ἔπειτα θὰ φτάσουµε στὴν δόξα. Τὰ ὄνειρά μας γιὰ δόξα εἶναι μάταια, ἂν τὸ πάθος μᾶς βρεῖ ἀπροετοίµαστους κι ἀρνηθοῦµε τὸν Χριστό. Καὶ τότε ἀντὶ γιὰ δόξα θὰ μᾶς περιµένει ντροπή, ἀντὶ γιὰ ζωή, αἰώνιος ὄλεθρος. Εὐλογηµένοι εἶναι ἐκεῖνοι ἀναµεσά μας πού, στὴν ἐρώτηση τοῦ Κυρίου κατὰ πόσο µποροῦν νὰ πιοῦν τὸ ποτήριο τοῦ πάθους Toυ, εἶναι ἕτοιµοι ν᾽ ἀπαντήσουν κάθε στιγµή: «Δυνάµεθα». Ναί, Κύριε, µποροῦµε. Τὸ ποιὸς ὅµως θὰ καθίσει δεξιά Του καὶ ποιὸς ἀριστερὰ Toυ, δὲν ἔχει ἀξία νὰ τὸ γνωρίζουµε. Ὁ Κύριος ἀπάντησε ταπεινά: «Οὐκ ἔστιν ἐµὸν δoῦναι». Μόνο μετὰ τὴν Ἀνάσταση καὶ τὴν Ἀνάληψή Toυ θὰ γίνει, ὡς Θεός, Κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν. Τώρα φοράει ἀκόµα σάρκα, εἶναι θνητός, δὲν ἦρθε ἡ ὥρα Του νὰ δοξαστεῖ, κατέχει ἀκόµα τὴν ἐσχάτη θέση τοῦ δούλου ὁλοκλήρου τοῦ κόσµου. Καὶ τὴν στιγµὴ ποὺ φτάνει στὴν μεγαλύτερη δοκιµασία τῆς ταπεινώσεως καὶ τῆς τελειώσεως τῆς ὑποταγῆς Του στὸ θέληµα τοῦ Πατέρα Του, πρὶν ἀπὸ τὰ φρικτὰ πάθη καὶ τὶς ταπεινώσεις Του, δὲν θ᾽ ἀποφασίσει γιὰ τὶς θέσεις καὶ τὶς τιµὲς στὴν μέλλουσα βασιλεία Του. Σὰν ἄνθρωπος δὲν θὰ σφετεριστεῖ ἐκεῖνα ποὺ θὰ ἔχει ὡς Θεός. Μόνο ἀφοῦ πιεῖ τὸ πικρὸ ποτήριο καὶ βαπτιστεῖ µὲ τὸ αἶµά Του, κατὰ τὴν σταύρωση, θὰ τολµήσει νὰ ὑποσχεθεῖ παράδεισο στὸν μετανιωµένο ληστή. Ἤθελε µὲ τὴν συµπεριφορά Του αὐτὴ νὰ διδάξει στοὺς ἀνθρώπους τὴν ταπείνωση, µόνο τὴν ταπείνωση, χωρὶς τὴν ὁποία ὁλόκληρο τὸ οἰκοδόµηµα τῆς σωτηρίας θὰ χτιζόταν χωρὶς θεµέλιο. Τὸ σχόλιο τοῦ Χριστοῦ «οὐκ ἔστιν ἐµὸν δοῦναι» δὲν πρέπει σὲ καµιὰ περίπτωση νὰ ἑρµηνευθεῖ πὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ εἶναι λιγότερο Θεὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα στὴν οὐράνια βασιλεία, ὅπως τὸ ἑρµήνευσαν κάποιοι αἱρετικοί. Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε, «ἐγὼ καὶ ὁ πατὴρ ἓν ἐσµεν» (Ἰωάν. ι´ 30), δὲν θὰ µποροῦσε ν᾽ ἀρνηθεῖ τὸν Ἑαυτό Του. Τὰ λόγια «οὐκ ἔστιν ἐµὸν δoῦναι» µποροῦν νὰ κατανοηθοῦν σωστὰ µόνο ὅταν τὰ ἐρµηνεύσουµε µὲ πρόσκαιρους, ὄχι µὲ αἰώνιους ὅρους. Μὲ ὅρους ποὺ ἀφοροῦν στὴν ζωὴ τοῦ Χριστοῦ ἐν χρόνῳ, στὴν ταπεινὴ κατάσταση ποὺ ζοῦσε σωµατικὰ ὡς ἄνθρωπος.

Λίγο προτοῦ ὑποστεῖ τὶς μεγάλες Του ταπεινώσεις ὁ Κύριος Ἰησοῦς, µὲ τὴν ἐλεύθερη βούλησή Του καὶ γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ τὴν σωτηρία μας, δὲν θὰ διεκδικοῦσε ὅλα τὰ δικαιώµατα καὶ τὴν δύναµη ποὺ θά ᾽ταν δικά Του μετὰ τὴν ἔνδοξη Ἀνάστασή Του. Μόνο ἀφοῦ ἀναστήθηκε καὶ δοξάστηκε σωµατικά, ὅταν νίκησε τὸν σατανᾶ, τὸν κόσµο καὶ τὸν θάνατο, δήλωσε στοὺς μαθητές Του ὁ Κύριος: «Ἐδόθη µοι πᾶσα ἐξουσία ἐν oὐρανῷ καὶ ἐπὶ γῆς» (Ματθ. κη´ l8).

Γιὰ νά ᾽χουµε µιὰ ὁλοκληρωµένη ἑρµηνεία ὅµως πρέπει νὰ προσθέσουµε κάτι ἀκόµα, κάτι ποὺ δείχνει τὴν πανσοφία καὶ παντογνωσία Του στὴν διαχείριση τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Κύριος ἐπιθυµεῖ νὰ δείξει πὼς δὲν ὑπάρχει προκατάληψη ἐδῶ, δὲν ὑπάρχει μεροληψία. «Οὐ γάρ ἔστι προσωποληψία παρὰ τῷ Θεῷ» (Ρωµ. β´ 11). Ὁ Κύριος θέλει νὰ πεῖ πὼς οἱ ἀπόστολοι δὲν πρέπει νὰ ἐµπιστεύονται τὴν σωτηρία καὶ τὴν δόξα τους στὸν ἑαυτό τους, µόνο ἐπειδὴ εἶχαν ὀνοµαστεῖ ἀπόστολοί Του. Γιατί ἀκόµα κι ἀνάµεσα στοὺς ἀποστόλους Τοῦ ὑπῆρχε κάποιος ποὺ χάθηκε. Ἡ Βασιλεία Τοῦ προετοιµάστηκε γιὰ ὅλους ἐκείνους ποὺ δείχνουν σ᾽ αὐτὴν τὴν ζωὴ πὼς εἶναι ἄξιοι γι᾽ αὐτήν. Δὲν ὑπάρχει διάκριση στὴν κλήση, δὲν μετράει ἡ ἐξωτερικὴ προσέγγισή τους στὸν Χριστὸ ἡ ἢ τυχὸν συγγένεια αἵµατος μαζί Του, ὅπως γινόταν µὲ τὰ δυὸ ἀδέρφια, τὸν Ἰωάννη καὶ τὸν Ἰάκωβο. Τὰ δυὸ μαθήµατα ποὺ ἤθελε ὁ Κύριος νὰ ἐµφυτεύσει στὶς καρδιὲς τῶν μαθητῶν Του, ἦταν ἡ μέχρι αὐτοεξευτελισµοῦ ταπείνωση κι ἡ μέχρι θανάτου ἀγάπη Του. Νὰ ξεριζώσει ἀπ᾽ αὐτὲς τοὺς σπόρους τῆς ὑπερηφανείας, τῆς φιλαυτίας καὶ τῆς ἀλαζονικῆς ματαιοδοξίας.

«Καὶ ἀκούσαντες οἱ δέκα ἤρξαντο ἀγανακτεῖν περὶ Ἰακώβου καὶ Ἰωάννου» (Μάρκ. ι´ 41). Ἀγανάκτησαν οἱ δέκα µόλις ἄκουσαν τὴν ἀπαίτηση τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου. Ὁ θυµός τους δὲν προῆλθε ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτοὶ κατανόησαν καλύτερα καὶ πιὸ πνευµατικὰ τὴν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὰ δυὸ ἀδέρφια. Ἦταν ἁπλὰ ἡ ἀνθρώπινη ζήλειά τους. Μπορεῖ ἡ περικοπὴ αὐτὴ νὰ μᾶς ὁδηγήσει νὰ σκεφτοῦµε πὼς ἡ ἀντίληψη τοῦ Ἰούδα γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ τὴν Βασιλεία Του ἦταν πιὸ πνευµατικὴ ἀπὸ ἐκείνην τοῦ Ἰακώβου καὶ τοῦ Ἰωάννου; «Γιατί ἔπρεπε ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης νὰ τοποθετηθοῦν ψηλότερα ἀπὸ μᾶς τοὺς ἄλλους;» Αὐτὴ ἦταν ἡ κρυφὴ ἐρώτηση ποὺ ἤθελαν νὰ κάνουν, ἡ κύρια πηγὴ τῆς ἀγανακτήσεως καὶ τῆς διαµαρτυρίας τῶν δέκα ἐναντίον τῶν δύο.

Μὲ τὸν θυµὸ τῆς ζήλειας τους οἱ δέκα φανέρωσαν ἀθέλητα πὼς εἶχαν τὴν ἴδια ἀντίληψη µὲ τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη, ἢ μᾶλλον πὼς δὲν εἶχαν καταλάβει οὔτε αὐτοὶ τὴν πνευµατικὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν οὐράνια δόξα Του. Γνωρίζουµε ὄµως πὼς ὁ Κύριος Ἰησοῦς δὲν διάλεξε γιὰ μαθητές Του τοὺς σοφότερους ἀπὸ τοὺς σοφοὺς αὐτοῦ τοῦ κόσµου, ἀλλ᾽ ἀντίθετα τοὺς ἁπλοϊκότερους ἀπὸ τοὺς ἁπλούς. Διάλεξε τοὺς ἐσχάτους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει πρώτους. Διάλεξε τοὺς πιὸ ἁπλούς, γιὰ νὰ τοὺς μετατρέψει στοὺς πιὸ σοφούς. Διάλεξε τοὺς πιὸ ἀδυνάτους, γιὰ ν᾽ ἀναδείξει ἀπ᾽ αὐτοὺς τοὺς πιὸ ἰσχυρούς. Διάλεξε τοὺς περιφρονηµένους, γιὰ νὰ τοὺς κάνει τοὺς πιὸ ἐνδόξους. Κι ὁ Κύριος πέτυχε στὸ δύσκολο αὐτὸ ἔργο τόσο καλά, ὅπως καὶ σὲ κάθε ἄλλο ἔργο. Ἡ θαυµατουργικὴ δυναµή Του δὲν φάνηκε λιγότερο ἐδῶ ἀπ᾽ ὅ,τι ὅταν γαλήνευε τὴν θάλασσα ἢ ὅταν πολλαπλασίαζε τοὺς ἄρτους. Ὅταν οἱ θεόπνευστοι εὐαγγελιστὲς μᾶς ἀποκαλύπτουν τὶς ἀδυναµίες τῶν μαθητῶν, πετυχαίνουν δυὸ στόχους: πρῶτα μᾶς δείχνουν µ᾽ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ τὶς δικές μας ἀδυναµίες καὶ δεύτερον δείχνουν τὴν μεγαλωσύνη καὶ τὴν δύναµη τοῦ Θεοῦ, τὴν σοφία τῶν μεθόδων ποὺ χρησιµοποιεῖ γιὰ τὴν θεραπεία καὶ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.

Τώρα, ποὺ οἱ ἄλλοι δέκα μαθητὲς φανέρωσαν τὴν ἀγνωσία τους γιὰ τὴν δόξα τοῦ Χριστοῦ καὶ ταυτόχρονα ἔδειξαν πὼς ὑπέφεραν κι αὐτοὶ ἀπὸ τὴν συνηθισµένη ἀνθρώπινη ζήλεια, ὁ Κύριος ἄδραξε τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς δώσει ἕνα ἀκόµα μάθηµα γιὰ τὴν ταπείνωση.

«Ὁ δὲ  Ἰησοῦς προσκαλεσάμενος αὐτοὺς λέγει αὐτοῖς· οἴδατε ὅτι οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν·  οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑμῖν, ἀλλ᾽ ὃς ἐὰν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καὶ ὃς ἐὰν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος». (Μάρκ. ι´ 42-44).

Ἐδῶ ἔχουµε µιὰ καινούργια κατάσταση πραγµάτων. Ἐδῶ ἔχουµε µιὰ καινούργια κοινωνικὴ συνταγή, ἄγνωστη κι ἀνήκουστη στὸν πρὸ Χριστοῦ εἰδωλολατρικὸ κόσµο. Στοὺς εἰδωλολάτρες οἱ ἄρχοντες ἔδειχναν τὴν κυριαρχία τους µὲ τὴν δύναµη, µὲ τὴν βία. Οἱ κυβερνῶντες κυβερνοῦσαν µὲ τὴν αὐθεντία τῆς ἐξουσίας καὶ τῆς δύναµης, τῆς κληρονοµιᾶς ἢ τοῦ πλούτου. Κυβερνοῦσαν κι ἐξουσίαζαν. Οἱ ἄλλοι ὑποτάσσονταν ἀπὸ φόβο καὶ τοὺς ὑπηρετοῦσαν µὲ τρόµο. Αὐτοὶ τὸν ἑαυτό τους λογάριαζαν πρῶτο, ἀνώτερο καὶ καλλίτερο, μόνο καὶ μόνο ἐπειδὴ βρίσκονταν στὴν ἐξουσία λόγῳ κοινωνικῆς θέσεως, δυνάμεως καὶ τιμῆς. Ἡ κοινωνικὴ θέση, ἡ δύναμη κι ὁ πλοῦτος ἦταν ὁ τρόπος ποὺ μετροῦσαν τὴν ὑπεροχὴ τῶν ἀνθρώπων.

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἀπορρίπτει τὴν µέθοδο αὐτὴ καὶ θεσµοθετεῖ τὴν διακονία ὡς µέτρο ὑπεροχῆς σ᾽ ἐκείνους ποὺ τὸν πιστεύουν. Πρῶτος δὲν εἶναι ἐκεῖνος ποὺ τὰ µάτια τῶν ἀνθρώπων τὸν βλέπουν ἀνεβασµένο ψηλά, ἀλλ᾽ αὐτὸς ποὺ οἱ καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων νιώθουν ὅτι εἶναι καλός. Σὲ µιὰ χριστιανικὴ κοινωνία τὸ στέµµα δὲν προσφέρει τὴν πρώτη θέση αὐτοδίκαια, τὰ πλούτη κι ἡ δύναµη δὲν ἀπονέµουν ἀνωτερότητα. Ἡ κλήση κι ἡ κοινωνικὴ θέση εἶναι κενὰ σχήµατα, ἂν δὲν συµπληρώνονται µὲ τὴν ὑπηρεσία τῶν ἄλλων στὸ ὄνοµα τοῦ Χριστοῦ. Ὅλα τ᾽ ἄλλα ἐξωτερικὰ σηµάδια καὶ σύµβολα ὑπεροχῆς εἶναι ἕνα ἁπλὸ καλειδοσκόπιο, ἂν ἡ ὑπεροχὴ δὲν ἔχει ἀποκτηθεῖ καὶ δικαιωθεῖ µὲ τὴν ὑπηρεσία τῶν ἄλλων. Ἐκεῖνος ποῦ παραµένει στὴν κορυφὴ µἒ τὴ βία, βρίσκεται ἐκεῖ µὲ µεγάλη ἀνασφάλεια. Κι ὅταν πέσει, θὰ λάβει σίγουρα τὴν κατώτερη θέση. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγοράζει τὴν ἀνωτερότητά του, θὰ λάβει τὴν ἀνταπόδοσή του ἀπὸ τὰ χείλη καὶ τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ θὰ περιφρονηθεῖ ἀπὸ τὶς καρδιές τους. Ἐκεῖνος ποὺ στέκεται πάνω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους µὲ τὴν βία, εἶναι σὰν νὰ στέκεται πάνω σὲ ἡφαίστειο φθόνου καὶ µίσους, ὡσότου τὸ ἡφαίστειο ἐκραγεῖ καὶ χαθεῖ µὲς στὴν λάβα.

«Οὐχ οὕτω δὲ ἔσται ἐν ὑµῖν», εἶναι ἡ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου. Τέτοια κοινωνικὴ πρακτικὴ προέρχεται ἀπὸ τὸν πονηρό, ὄχι ἀπὸ τὸν ἀγαθό. Ἔτσι ζοῦν τὰ τέκνα τοῦ σκότους, ὄχι τὰ τέκνα τοῦ φωτός. Κι ἐσεῖς εἶστε τέκνα τοῦ φωτός.  Ἀναµεσά σας ἀφῆστε νὰ βασιλεύει ἡ ὑπεροχὴ τῆς ἀγάπης, ἡ ἀνωτερότητα τῆς ἀγάπης ἂς κυριαρχήσει τῆς ἐξουσίας. Ἐκεῖνος ἀπὸ σᾶς ποὺ προσφέρει τὴν µεγαλύτερη ὑπηρεσία στοὺς ἀδελφούς του ἀπὸ ἀγάπη, θὰ εἶναι πρῶτος στὰ µάτια τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὑπεροχή του θ᾽ ἀντέξει τόσο στὴν πρόσκαιρη ζωὴ ὅσο καὶ στὴν µέλλουσα. Ὁ θάνατος δὲν ἔχει ἐξουσία στὴν ἀγάπη, οὔτε σ᾽ ὅ,τι ἔχει δηµιουργήσει ἡ ἀγάπη. Ἐκεῖνος ποὺ ἀποκτᾶ ὑπεροχὴ σ᾽ αὐτὸν τὸν κόσµο λόγῳ τῆς ἀγάπης του, θὰ τὴν κρατήσει καὶ στὴν µέλλουσα ζωή. Δὲν θὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ, ἀλλὰ αὐξάνεται καὶ βεβαιώνεται αἰώνια.

Ὅποιος γνωρίζει πόσο κακὸ ἔχει συσσωρευτεῖ καὶ συσσωρεύεται στὸν κόσµο µἐ τὸν ἀγώνα γιὰ τὴν ἀπόκτηση ὑπεροχῆς, θὰ καταλάβει πὼς ἡ διδαχὴ αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ εἶναι πρόξενος εἰρήνης. Μ᾽ αὐτὴν ξεκίνησε ἡ µεγαλύτερη καὶ πιὸ εὐλογηµένη ἐπανάσταση στὴν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων – ἀπὸ τότε ποὺ ἐµφανίστηκε στὸν κόσµο ἡ κοινωνία αὐτή. Ἀναλογίσου τί θὰ σήµαινε γιὰ τὸν κόσµο ἂν ἡ ἰσότητα κι ἡ κοινωνικὴ θέση ἐξαρτιῶνταν ἀπὸ τὴν παροχὴ ὑπηρεσίας καὶ τὴν ἀγάπη, ἀντὶ τῆς βίας, τοῦ πλούτου, τῆς πολυτέλειας ἢ τῆς ὑποτιθέµενης γνώσης. Ἀλήθεια, πόσοι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ νοµίζουν ὅτι εἶναι πρῶτοι, θὰ βρίσκονταν στὴν τελευταία θέση! Πόσοι ἀπ᾽ αὐτοὺς ποὺ θὰ πίστευαν πὼς ἦταν τελευταῖοι, θὰ βρίσκονταν πρῶτοι! Ἀλήθεια, πόση χαρὰ θὰ γέµιζε τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, πόση εὐταξία, εἰρήνη κι ἁρµονία θὰ βασίλευε! Θὰ συναγωνίζονταν ὅλοι ποιὸς θὰ ὑπηρετήσει τὸν ἄλλον, ὄχι ποιὸς θὰ τὸν κυβερνήσει. Ὅλοι θὰ βιάζονταν νὰ δώσουν καὶ νὰ βοηθήσουν, παρὰ νὰ πάρουν καὶ νὰ ἐµποδίσουν. Κάθε καρδιὰ θὰ γέµιζε µὲ χαρὰ καὶ φῶς, ὄχι μὲ κακία καὶ σκότος. Τότε ὁ διάβολος θά ᾽παιρνε ἕνα φανάρι καὶ θά ᾽ψαχνε ὅλον τὸν κόσμο γιὰ νὰ βρεῖ ἕναν ἄπιστο, ἀλλὰ δὲν θά ᾽βρισκε κανέναν.

ἀπὸ τὸ βιβλίο «Καιρὸς μετανοίας»,β´ ἔκδ., Ἀθῆναι 2012, μετάφρ. Π. Μπότση, σελ. 199-202Ἠλ. στοιχειοθεσία «ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑΣ».

Πηγή: christianvivliografia.wordpress.com

Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου: Ὑπόμνημα εἰς τὸν Ἅγιον Εὐαγγελιστὴν Μάρκον

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Ὅταν ἦρθε ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, δὲν ἀνεβαίνει ἀμέσως στὰ Ἱεροσόλυμα. Ἐθαυματούργησε πρῶτα, ἔκλεισε τὰ στόματα τῶν Ἰουδαίων, συνομίλησε μὲ τοὺς μαθητάς του· ἐπάνω στὸ θέμα τῆς ἀκτημοσύνης. «Ἄν θέλης νὰ εἶσαι τέλειος, λέει, πούλησε τὰ ὑπάρχοντά σου»· καὶ τῆς παρθενίας.

«Ὅποιος μπορεῖ νὰ καταναοήση, ἄς κατανοήση»· καὶ τῆς ταπεινοφροσύνης· «Ἄν δὲν ἀναπλεύσετε τὴ ζωή σας καὶ δὲ γίνετε σὰν παιδιά, δὲ θὰ μπῆτε στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Συνωμίλησε ἀκόμα κι ἐπάνω στὸ θέμα τῆς ἐδῶ ἀνταμοιβῆς· «Ὅποιος ἄφησε σπίτια ἤ ἀδελφούς, ἤ ἀδελφές, θὰ λάβη τὰ ἑκατονταπλάσια στὴ ζωὴ αὐτή». Καὶ γιὰ τὶς ἀμοιβὲς ἐκεῖ, «Καὶ θὰ κληρονομήσετε ζωὴν αἰώνια».

Τότε φέρνει στὴ σκέψη του τέλος τὴν πόλη, καὶ σκοπεύοντας ν’ ἀνεβῆ, ἀναφέρεται πάλι στὸ πάθος του. Ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν νὰ γίνη αὐτό, ἦταν  φυσικὸ νὰ τὸ ξεχνοῦν καὶ γι’ αὐτὸ τοὺς τὸ θυμίζει ἀδιάκοπα, θέλοντας νὰ συνηθίση τὴν ψυχή τους μὲ τὶς συχνὲς ὑπομνήσεις καὶ νὰ μετριάση τὴ λύπη τους. Μιλεῖ μαζί τους ἰδιαίτερα κατ’ ἀνάγκη· δὲν  ἔπρεπε ὁ λόγος αὐτὸς ν’ ἀνακοινωθῆ μὲ σαφήνεια· κανένα κέρδος δὲν προέκυπτε ἀπ’ αὐτό.  Γιατὶ ἄν αὐτὰ προκαλοῦσαν ταραχὴ στοὺς μαθητὰς ποὺ ἄκουαν, πολὺ περισσότερον θὰ ἐτάραζαν τὸ λαό. Καλά, καὶ δὲν εἰπώθηκαν καὶ στοὺς πολλούς; θὰ ρωτοῦσε  κανείς. Εἰπώθηκαν ἀλλὰ ὄχι μὲ τὸση σαφήνεια. Κατεδαφίσετε, εἶπε, αὐτὸν τὸ ναὸ καὶ σὲ τρεῖς ἡμέρες θὰ τὸν ὑψώσω πάλι. Κι ἀλλοῦ· Σημάδι ζητεῖ αὐτὴ ἡ γενιὰ καὶ σημάδι δὲ θὰ τῆς δοθῆ, παρὰ τὸ σημάδι τοῦ Ἰωνᾶ. Καὶ ἄλλη φορά· λίγο ἀκόμα διάστημα θὰ εἶμαι μαζί σας· ἔπειτα θὰ μὲ ζητήσετε καὶ δὲ θὰ μὲ βρῆτε.

Στοὺς μαθητάς του ὅμως δὲ μίλησε ἔτσι. Ὅπως φανέρωσε τὰ ἄλλα πιὸ καθαρὰ, τὸ ἴδιο καὶ τοῦτο. Καὶ ἄν πολλοὶ δὲν κατανοοῦσαν τὸ νόημα τῶν λόγων του, τί χρειαζόταν καὶ νὰ τοὺς μιλᾶ; Γιὰ νὰ νιώσουν ἔπειτα, ὅτι μὲ προηγούμενη γνώση βάδιζε πρὸς τὸ πάθος καὶ μὲ τὴ θέλησή του· ὄχι ἀπὸ ἄγνοια, οὔτε ἀπὸ ἀνάγκη. Στοὺς μαθητάς του δὲν ἔκανε τὴν παραγγελία γι’ αὐτὸ μόνο. Ἀλλὰ γιὰ τὸ λόγο ποὺ εἶπα: Νὰ προετοιμαστοῦν μὲ τὴν προσμονὴ καὶ νὰ βαστήξουν εὐκολώτερα τὸ πάθος· μὴν ἔρθη ἀπροσδόκητο καὶ τοὺς ταράξη ὑπερβολικά. Καὶ γι’ αὐτὸ στὴν ἀρχὴ τοὺς μιλοῦσε γιὰ τὸ θάνατο μόνο. Κι ὅταν τὸ καλοστοχάστηκαν καὶ ἐξοικειώθησαν μὲ τὴν ἰδέα του, προσθέτει καὶ τὰ ἄλλα· ὅτι θὰ τὸν παραδώσουν στὰ ἔθνη, ὅτι θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν. Ἀλλὰ καὶ γιὰ τοῦτο ἀκόμα· ὅταν δοῦνε ὅτι πραγματοποιήθηκαν τὰ δυσάρεστα, νὰ ὁδηγηθοῦν ἀπ’ αὐτὰ καὶ στὴν προσδοκία τῆς ἀναστάσεως. Γιατὶ αὐτὸς ποὺ δὲν ἔκρυψε τὰ λυπηρά, κι ὅσα θεωροῦνται ντροπή, εὔλογα θὰ γινόταν πιστευτός καὶ στὰ εὐχάριστα. Πρόσεξε καὶ τὴ σοφὴ χρονικὴ οἰκονομία τοῦ πράγματος. Δὲν τοὺς ἐμίλησε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ, γιὰ νὰ μὴν τοὺς ταράξη. Οὕτε πάλι τὴν ὥρα τῆς ἐκτελέσεως, γιὰ νὰ μὴν τοὺς προκαλέση διπλῆ ἀναστάτωση. Τοὺς μίλησε, ὅταν τοὺς εἶχε δώσει ἀρκετὰ δείγματα τῆς δυνάμεώς του·  ὅταν τοὺς ἔδωσε μεγάλες ὑποσχέσεις γιὰ τὴν αἰώνια ζωή, τότε εἰσάγει καὶ τὸ λόγο γι’ αὐτὰ καὶ μία καὶ δύο καὶ πολλὲς φορὲς, συνδυάζοντάς τον μὲ τὰ θαύματα καὶ τὶς διδαχές του.

Ἄλλος εὐαγγελιστὴς λέγει ὅτι φέρνει μάρτυρες, καὶ τοὺς προφῆτες. Ἄλλος ὅτι κι αὐτοὶ ἀκόμα δὲν ἐνοοῦσαν τοὺς λόγους του ἀλλὰ ἔμεναν μυστικοὶ καὶ γι’ αὐτοὺς κι ὅτι θαμπωμένοι τὸν ἀκολουθοῦσαν. Χανόταν λοιπόν, συμπεραίνει, τὸ κέρδος τῆς παραγγελίας. Ἄν δὲν ἐγνώριζαν τὸ περιεχόμενο ὅσων εἶχαν ἀκούσει, δὲν μποροῦσαν καὶ νὰ περιμένουν· κι ἄν δὲν περίμεναν πῶς νὰ προετοιμασθοῦν μὲ τὶς ἐλπίδες; Ἄλλη μεγαλύτερη ἀπορία διατυπώνω ἐγώ·  ἄν δὲν ἐγνώριζαν πῶς ἐλυποῦνταν; Πῶς ἔλεγε ὁ Πέτρος· Σὲ καλό σου, μακριὰ αὐτὸ ἀπὸ σένα; Τί σημαίνει λοιπὸν αὐτὸ; Ἐγνώριζαν ὅτι θὰ πεθάνη κι ἄς μὴ ἤξεραν καθαρὰ τὸ μυστήριο τῆς οἰκονομίας. Οὔτε τὴν ἀνάσταση ἐγνώριζαν οὔτε ὅσα ἔμελλε νὰ κατορθώση. Καὶ τοῦτο ἦταν κρυμμένο ἀπ’ αὐτούς. Γι’ αὐτὸ καὶ λυποῦνταν. Εἶχαν δεῖ μερικοὺς, ποὺ εἶχαν ἀναστηθῆ ἀπὸ ἄλλους. Ποτὲ δὲν εἶδαν ὅμως κάποιον νὰ ἀναστήση τὸν ἑαυτὸ του καὶ μάλιστα μὲ τρόπο ποὺ νὰ μὴν ξαναπεθάνη πιά. Αὐτὸ δὲν ἦταν κατανοητὸ κι ἄς λεγόταν πολλὲς φορές. Ἀκόμα, δὲν ἐγνώριζαν καθαρὰ τὴν ἴδια τὴν ἔννοια τοῦ θανάτου καὶ τὸν τρόπο, τῆς πραγματοποιήσεώς του. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸν ἀκολουθοῦσαν θαμπωμένοι. Κι ὄχι μονάχα γι’ αὐτό· νομίζω ὅτι τοὺς ξάφνιαζε κι ὅλας, καθὼς μιλοῦσε γιὰ τὸ πάθος του.

Ὡστόσο κανένα ἀπ’ αὐτὰ δὲν τοὺς ἔδινε λίγο θάρρος, κι ἄς ἄκουγαν ἀδιάκοπα γιὰ τὴν ἀνάσταση. Γιατὶ ἐκτὸς ἀπὸ τὸ θάνατο, τοὺς ἀνησυχοῦσε ὑπεβολικὰ καὶ τοῦτο· ὅτι ἄκουγαν πὼς θὰ τὸν ἐμπαίξουν καὶ θὰ τὸν μαστιγώσουν καὶ ὅσα ἄλλα παρόμοια. Ὅταν ἔφεραν στὸ νοῦ τὰ θαύματα, τοὺς δαιμονισμένους ποὺ ἐλευθέρωσε, τοὺς νεκροὺς ποὺ σήκωσε, ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ θαυματουργοῦσε κι ἔπειτα ἄκουσαν κι αὐτά, ἔνιωθαν ἔκπληξη γιατὶ αὐτὸς ποὺ ἔπραττε αὐτὰ τὰ θαύματα θὰ πάθαινε αὐτὰ τὰ παθήματα.  Γι’ αὐτό κι ἔπεφταν σὲ ἀπότοματα. Τώρα ἐπίστευσαν κι ἔπειτα δὲν δυσπιστοῦσαν καὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν τοὺς λόγους. Γι’ αὐτὸ δὲν ἀντιλήφθηκαν καθαρὰ τὸ λόγο, ὥστε ἀμέσως τὸν ἐπλησίασαν οἱ γιοὶ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ τοῦ μίλησαν γιὰ τὴν πρωτοκαθεδρία· Θέλουμε, λέει, νὰ καθίσωμε ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ  κι ὁ ἄλλος ἀριστερά σου. Πῶς λοιπὸν αὐτὸς ὁ Εὐγγελιστὴς λέει ὅτι ἐπλησίασε ἡ μητέρα; Καὶ τὰ δύο εἶναι πιθανά. Πῆραν τὴ μητέρα τους, γιὰ νὰ κάμουν τὴν παράκλησή τους πιὸ ἀποτελεσματικὴ κι ἔτσι νὰ κάμψουν τὸ Χριστό. Ὅτι εἶναι ἀληθινὸ τοῦτο ποὺ εἶπα -ἦταν  δική τους ἡ αἴτηση κι ἀπὸ ντροπὴ προβάλουν τὴ μήτερα- προσέξετε πῶς ὁ Χριστὸς ἀπευθύνει σ’ αὐτοὺς τὸ λόγο.

Ἄς δοῦμε καλύτερα τί ζητοῦν πρῶτα, καὶ μὲ ποιό σκοπό, καὶ πῶς ἦρθαν στὴ σκέψη αὐτή. Πῶς ἦρθαν στὴ σκέψη αὐτή; Ἔβλεπαν νὰ δέχωνται τιμὴ μεγαλύτερη ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τοὺς γεννήθηκε ἡ ἐλπίδα ὅτι θὰ ἐπιτύχουν καὶ τὴν αἴτησή τους αὐτή. Ἀλλὰ τί εἶναι αὐτὸ ποὺ ζητοῦν; Ἄκουσε κάποιον ἅλλον εὐαγγελιστὴ ποὺ τὸ ἀποκαλύπτει φανερά. Βρίσκονταν κοντὰ στὴν Ἱερουσαλὴμ κι ἐνόμιζαν ὅτι ἀπὸ στιγμὴ σὲ στιγμὴ θὰ φανερωνόταν ἡ βασιλεία, γι’ αὐτὸ τὴ ζητοῦσαν. Νόμιζαν ὅτι αὐτὴ ἦταν πολὺ κοντὰ κι ὅτι ἀπὸ τὴ φύση της ὑλικὴ κι ὅταν ἀπολάμβαναν αὐτὰ ποὺ ζητοῦσαν, δὲ θὰ δοκίμαζαν κανένα λυπηρό. Γιατὶ δὲν τὴ ζητοῦσαν μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό της ἀλλὰ καὶ ν’ ἀποφύγουν δυσκολίες. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Χριστὸς τοὺς ἀπομακρύνει πρῶτα ἀπ’ αὐτὲς τὶς σκέψεις, συνιστώντας τους νὰ περιμένουν σφαγὲς καὶ κινδύνους καὶ τὰ ἔσχατα δεινά. Μπορεῖτε, τοὺς λέει, νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι πού πίνω; Κανένας ὡστόσο ἄς μὴ σκανδαλιστῆ γιὰ τὴν ἀτέλεια τῶν ἀποστόλων.

Δὲν εἶχε ἀκόμα συντελεσθῆ ἡ σταύρωση, οὔτε ἦταν δοσμένη ἡ χάρη. Κι ἄν θέλης νὰ μάθης τὴν ἀρετή τους, σπούδασέ τους ἔπειτ’ ἀπ’ αὐτὰ καὶ θὰ τοὺς εὔρης ἀνώτερους ἀπὸ κάθε πάθος. Γι’ αὐτὸ φανερώνει τὰ ἐλαττώματά τους γιὰ νὰ καταλάβης τὴν ἀλλαγὴ ποὺ δέχτηκαν ἀπὸ τὴ χάρη. Ὅτι δὲ ζητοῦσαν τίποτα πνευματικό, οὔτε κι εἶχαν κάποια ἰδέα γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν εἶναι φανερό τοῦτο. Ἄς δοῦμε ὅμως καὶ πῶς πλησιάζουν καὶ τί λένε. Θέλομε, λέει τὸ Εὐαγγέλιο, νὰ μᾶς παραχωρήσης ὅ,τι σοῦ ζητήσουμε. Κι ὁ Χριστὸς τούς ρωτάει, Τί θέλετε; Ὄχι ἐπειδὴ δὲν ἐγνώριζε ἀλλὰ γιὰ νὰ τοὺς ἀναγκάση ν’ ἀποκριθοῦν καὶ νὰ ἀποκαλύψη τὴν πληγὴ καὶ ἔτσι νὰ βάλη ἐπάνω τὸ  φάρμακο. Κι αὐτοὶ κατακόκκινοι ἀπὸ τὴν ντροπή, γιατὶ τοὺς ἐκινοῦσε ἀνθρώπινο πάθος, τὸν πῆραν ξεχωριστά, μακρυὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ τὸν παρακάλεσαν. Γιατὶ λέει ὅτι προχώρησαν, ὥστε νὰ μὴ γίνη τὸ πρᾶγμα ὁλοφάνερο στοὺς μαθητὰς κι ἔτσι εἶπαν ὅ,τι ἐπιθυμοῦσαν. Καὶ ἐπειδὴ ἄκουαν, Θὰ καθίσετε σὲ δώδεκα θρόνους, ἐπιθυμοῦσαν κατὰ τὴ γνώμη μου τὸ πρωτεῖο τῆς συμπαρακαθήσεως αὐτῆς. Ἤξεραν ὅτι εἶχαν τὴν προτίμηση ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Φοβοῦνται ὅμως τὸν Πέτρο καὶ λένε· Πὲς νὰ καθίση ὁ ἕνας στὰ δεξιὰ κι ὁ ἄλλος ἀριστερά σου. Τὸν βιάζουν λέγοντας, Πές. Κι ἐκεῖνος κάνοντας γνωστό, ὅτι δὲν ζητοῦσαν τίποτα πνευματικό, οὔτε θὰ τολμοῦσαν νὰ ζητήσουν τόσο μεγάλο πρᾶγμα, ἄν ἤξεραν τί ἦταν αὐτὸ ποὺ ζητοῦσαν, τοὺς λέει· Δὲν ξέρετε τί ζητᾶτε. Πόσο μεγάλο, πόσο ὑπέροχο, πόσο ἀνώτερο κι ἀπὸ τὶς ἀγγελικὲς δυνάμεις. Προσθέτει ἔπειτα·  Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι ποὺ εἶναι νὰ πιῶ καὶ νὰ δεχτῆτε τὸ βάπτισμα, ποὺ θὰ δεχτῶ;

Βλέπετε πῶς τοὺς ἀπομακρύνει ἀμέσως ἀπὸ τὴ σκέψη τους, μιλῶντας ἀπὸ τὰ ἀντίθετα; Μοῦ κάμετε λόγο γιὰ τιμὲς καὶ στεφάνωμα, τοὺς λέει. Σᾶς μιλῶ ἐγὼ γιὰ ἀγῶνες κι ἱδρῶτες. Αὐτὴ δὲν εἶναι ἡ ὥρα τῶν ἐπάθλων οὔτε θὰ φανερωθῆ τώρα ἐκείνη ἡ δόξα μου· τὸ παρὸν εἶναι σφαγὲς καὶ πόλεμοι καὶ κίνδυνοι. Προσέξετε ἀκόμα πῶς μὲ τὸν τρόπο τῆς ἐρωτήσεως καὶ τοὺς παρακινεῖ καὶ τοὺς ἐλκύει. Δὲν τοὺς εἶπε, μπορεῖτε νὰ ὑπομείνετε τὴ σφαγή; Μπορεῖτε νὰ χύσετε τὸ αἷμα σας; Τοὺς εἶπε· Μπορεῖτε νὰ πιῆτε τὸ ποτήρι; Κι ἔπειτα ἐλκύοντάς τους· ποὺ εἶναι νὰ πιῶ. Γιὰ νὰ γίνουν πιὸ πρόθυμοι μὲ τὸ συνδεσμό τους μ’ ἐκεῖνον. Κι ἀποκαλεῖ τὸ πάθος του βάπτισμα, δείχνοντας ὅτι θὰ προκύψη μεγάλος καθαρμὸς στὴν οἰκουμένη ἀπ’ αὐτό. Μποροῦμε, τοῦ ἀπάντησαν, περιμένοντας ν’ ἀκούσουν τὸ ναὶ στὴν αἴτησή τους. Κι ἐκεῖνος· Τὸ ποτήρι νὰ τὸ πιῆτε καὶ νὰ δεχτῆτε τὸ βάπτισμα ποὺ θὰ δεχτῶ. Τοὺς προφητεύει μεγάλα ἀγαθά, ὅτι θ’ ἀξιωθοῦν τὸ μαρτύριο καὶ θὰ πάθουν ὅ,τι κι αὐτός· θὰ τελειώσετε τὴ ζωή σας μὲ βίαιο θάνατο, θὰ εἶστε σ’ αὐτὰ συμμέτοχοί μου. Νὰ καθίσετε ὅμως δεξιὰ καὶ ἀριστερά μου, δὲν εἶναι δικαίωμά μου νὰ σᾶς τὸ παραχωρήσω. Τὸ δίνει ὁ Πατέρας σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅποιους τὸ ἑτοίμασε.

Ἀφοῦ ἐτόνωσε τὶς ψυχές τους καὶ τὶς ἀνέβασε ψηλότερα καὶ τὶς ἐξασφάλισε ἀπὸ τὴ λύπη, τότε διορθώνει τὴν αἴτησή τους. Ἀλλὰ τί σημαίνει ὁ τωρινός λόγος; Δύο πράγματα ζητοῦν οἱ πολλοί· ἄν ἔχη ἑτοιμαστῆ γιὰ μερικοὺς ἡ παρακάθιση στὰ δεξιὰ του καὶ δεύτερο ἄν ὁ Κύριος τῶν ὅλων δὲν εἶναι Κύριος νὰ κάμη παραχώρηση σέ ἐκείνους, γιὰ ὅσους ἔγινε ἡ προετοιμασία. Τί σημαίνει λοιπόν ὁ λόγος; Ἄν ἀπαντήσωμε στὸ πρῶτο, θ’ ἀποσαφηνισθῆ καὶ τὸ δεύτερο. Τὸ πρῶτο λοιπὸν σημαίνει ὅτι κανένας δὲ θὰ καθίση δεξιὰ κι ἀριστερά του. Εἶναι γιὰ ὅλους ἀπλησίαστος ὁ θρόνος αὐτός. Δὲ λέγω γιὰ τούς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἁγίους καὶ τοὺς ἀποστόλους μονάχα ἀλλἀ καὶ γιὰ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἀρχαγγέλους καὶ ὅλες τὶς δυνάμεις τοῦ οὐρανοῦ. Ὁ Παῦλος τὸ θεωρεῖ σὰν ἐξαιρετικὴ τιμὴ πρὸς τὸ Μονογενῆ ὅταν λέη·  Σὲ ποιόν ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους εἶπε ποτέ, κάθισε στὰ δεξιά μου; Ἀκόμα καὶ στοὺς ἀγγέλους λέει· Αὐτὸς ποὺ κάμει τοὺς ἀγγέλους του πνεύματα. Ἐνῶ στὸ γιό του, Θρόνος σου, ὁ Θεός. Πῶς λέει λοιπόν, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς δώσω τὴν παρακάθηση στὰ δεξιὰ καὶ στ’ ἀριστερά μου; Ἐπειδὴ ἦσαν μεγάλα πρόσωπα αὐτοὶ ποὺ θὰ κάθονταν; Ὄχι βέβαια. Ἀλλὰ ἀποκρίθηκε σύμφωνα μὲ τὴν ἀντίληψη αὐτῶν ποὺ ρωτοῦσαν, συγκατεβαίνοντας στὸ διανοητικό τους ἐπίπεδο. Γιατὶ δὲν εἶχαν ἰδέα ἀπὸ τὸν ὑψηλὸ ἐκεῖνο θρόνο καὶ τὸ κάθισμα στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, ἀφοῦ ἀγνοοῦσαν καὶ τὰ πολὺ χαμηλὰ ἀπ’ αὐτά, ποὺ τὰ εἶχαν καθημερινὰ στ’ αὐτιά τους. Ἕνα ζήτοῦσαν μόνο, ν’ ἀπολαύσουν τὰ πρωτεῖα καὶ νὰ σταθοῦν μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ μὴν ὑπάρχη κοντινώτερος σ’ ἐκεῖνον ἀπ’ αὐτούς.

Αὐτὸ εἶπα καὶ πρὶν ἀπὸ λίγο· ἄκουσαν δώδεκα θρόνους καὶ χωρὶς νὰ γνωρίζουν τὴ σημασία τοῦ λόγου, ἐπιδίωξαν τὸ προκάθισμα. Ἰδοὺ τὸ νόημα τῶν λόγων τοῦ Χριστοῦ. Θὰ βρῆτε θάνατο γιὰ μένα, καὶ θὰ θυσιαστῆτε γιὰ τὸ κήρυγμα καὶ θὰ γίνετε μέτοχοι στὸ πάθος μου. Δὲν φτάνει ὅμως αὐτὸ νὰ σᾶς δώση τὴν ἀπόλαυση τοῦ προκαθίσματος καὶ τὴν κατοχὴ τῆς πρώτης θέσης. Ἄν καποιος ἔρθη μὲ τὸ εὔσημο τοῦ μαρτυρίου κι ἔχοντας περισσότερες ἀρετὲς ἀπὸ σᾶς, μπορεῖ νὰ σᾶς ἀγαπῶ τώρα καὶ νὰ σᾶς προτιμῶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, δὲ θὰ παραμερίσω ὅμως ἐκεῖνον ποὺ τὸν διαλαλοῦν τὰ ἔργα του, γιὰ νὰ δώσω τὰ πρωτεῖα σὲ σᾶς.  Δὲν τοὺς μίλησε ἔτσι ὡστόσο, γιὰ νᾶ μῆν τοὺς λυπήση. Μ’ αἰνιγματικὴ ὅμως ἔκφραση ὑπονοεῖ λέγοντας τὸ ἴδιο. Θὰ πιῆτε τὸ δικὸ μου ποτήρι, καὶ θὰ δεχτῆτε τὸ βάπτισμα ποὺ δέχομαι. Νὰ καθίσετε ὅμως δεξιὰ καὶ ἀριστερά μου, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς τὸ δώσω, μὰ σ’ ὅποιους ἔχει ἑτομαστῆ. Καὶ γιὰ ποιούς ἑτοιμάστηκε; Γι’ αὐτοὺς ποὺ μποροῦν νὰ λάμψουν μὲ τὰ ἔργα τους. Γι’  αὐτὸ δὲν εἶπε, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ τὸ δώσω ἀλλὰ στὸν Πατέρα μου, γιὰ νὰ πῆ κανένας ὅτι δὲν ἔχει τὴν δύναμη μὴν πῆ τὴν ἱκανότητα τῆς ἀντίδοσης. Εἶπε μόνο, δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα ἀλλὰ σ’ ὅσους ἑτοιμάστηκε.

Γιὰ νὰ γίνη σαφέστερο ὅ,τι λέω, ἄς τὸ ἐφαρμόσωμε σ’ ἕνα παράδειγμα. Ἄς ὑποθέσωμε πὼς ὑπάρχει ἕνας ἀγωνοθέτης κι ἔπειτα ὅτι συμμετέχουν σ’ αὐτὸν τὸν ἀγῶνα πολλοὶ ἄριστοι ἀθληταί. Δύο ἀπ’ αὐτοὺς, πολὺ γνωστοὶ στὸν ἀγωνοθέτη, ἔρχονται καὶ τοῦ λένε μὲ τὸ θάρρος τῆς φιλίας τους. Κάμε νὰ στεφανωθοῦμε καὶ ν’ ἀνακηρυχθοῦμε ἐμεῖς νικηταί. Κι ἐκεῖνος τοὺς λέει· Δὲν ἀνήκει σ’ ἐμένα νὰ σᾶς δώσω αὐτὸ τὸ δῶρο, ἀλλὰ σ’ αὐτοὺς γιὰ ὅσους ἑτοιμάστηκε ἀπὸ τοὺς κόπους καὶ τὸν ἱδρῶτα.  Θὰ τοῦ καταλογίσουμε τάχα ἀδυναμία; Καθόλου βέβαια. Θὰ παραδεχτοῦμε τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀπροσωποληψία του.  Θὰ λέγαμε λοιπὸν πὼς ἐκεῖνος δὲ δίνει, ὄχι ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲ θέλει νὰ καταπατήση τοὺς κανόνες τῶν ἀγώνων οὔτε νὰ ταράξη τὴν τάξη τοῦ δικαίου.

Ἔτσι θὰ ἔλεγα ὅτι καὶ ὁ Χριστὸς ἔχει πεῖ, τὸ ἴδιο κατευθύνοντάς τους ἀπὸ παντοῦ νὰ ἔχουν, ἔπειτα ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας καὶ τῆς προκοπῆς τους στηριγμένη στὴν ἐπίδειξη τῶν δικῶν τους κατορθωμάτων. Γι’ αὐτὸ λέει· γιὰ ὅσους ἔχει ἑτοιμαστεῖ. Σὰ νὰ τοὺς λέει·  ἄν φανοῦν ἄλλοι καλύτεροί σας; Κι ἄν ἐπιτύχουν ἔργα ἀνώτερα; Μήπως ἐπειδὴ γίνατε μαθηταί μου, γι’ αὐτὸ καὶ θ’ ἀπολαύσετε τὰ πρωτεῖα, χωρὶς νὰ φανῆτε ἄξιοι τῆς ἐκλογῆς μου; Ὅτι αὐτὸς εἶναι ὁ Κύριος τῶν ὅλων, φαίνεται ἀπὸ τὸ ὅτι ὁλόκληρη ἡ κρίση εἶναι ἔργο του. Ἔτσι λέει στὸν Πέτρο. Ἐγὼ θὰ σοῦ δώσω τὰ κλειδιὰ τῶν οὐρανῶν. Κι ὁ Παῦλος τὸ ἴδιο λέει·  Μοῦ ἀπομένει ὁ στέφανος τῆς δικαιοσύνης, ποὺ θὰ μοῦ τὸν δώση ὁ Κύριος, ὁ δίκαιος κριτής, τὴν ἡμέρα ἐκείνη. Κι ὄχι σ’ ἐμένα μονάχα, ἀλλὰ σ’ ὅλους ποὺ ἐπιθύμησαν τὴν ἐπιφάνειά του. Κι ἔχει γίνει ἡ ἐπιφάνεια τοῦ Χριστοῦ.  Κι εἶναι σ’ ὅλους φανερὸ ὅτι κανένας δὲ θὰ σταθῆ πιὸ μπροστὰ ἀπὸ τὸν Παῦλο.

Μὴν ἀπορήσης ἄν ἐκφράστηκε γι’ αὐτὰ μὲ κάποια ἀσάφεια. Οἰκονομοῦσε τὴν ἀποτροπὴ τους ἀπὸ τὸ νὰ τὸν ἐνοχλοῦν ἀνώφελα γιὰ πρωτεῖα. Ἦταν ἀνθρώπινο τὸ πάθος τους καὶ δὲν ἤθελε συνάμα νὰ τοὺς λυπήση· τὰ πετυχαίνει μὲ τὴν ἀσάφεια καὶ τὰ δύο. Τότε ἀγανάκτησαν οἱ δέκα γιὰ τοὺς δύο. Πότε τότε; Ὅταν τοὺς ἔκαμε τὴν ἐπιτίμηση. Ὥσπου ὁ Χριστὸς δὲν εἶχε βγάλει ἀπόφαση, δὲν ἀγανακτοῦσαν. Ἔβλεπαν τὴ προτίμηση σ’ αὐτούς, τὴ δέχονταν ὅμως καὶ σιωποῦσαν, ἐπειδὴ ἐσέβονταν καὶ τιμοῦσαν τὸ Δάσκαλο. Κι ἄν ἐδοκίμαζαν μέσα τους κάποια λύπη, δὲν ἐτολμοῦσαν νὰ τὴ φανερώσουν. Κάτι ἀνθρώπινο εἶχαν πάθει καὶ μὲ τὸ Πέτρο, ὅταν ἔδωσε τὰ δίδραχμα, ἀλλὰ δὲ θύμωσαν· ρώτησαν μόνο. Ποιός εἶναι λοιπὸν μεγαλύτερος; Ἐδῶ ὅμως θύμωσαν, ἐπειδὴ ἡ αἴτησή  ἔγινε ἀπὸ τοὺς μαθητάς. Μὰ κι ἐδῶ πάλι δὲν ἀγανακτοῦν ἀμέσως, μόλις τὸ ἐζήτησαν, ἀλλὰ ὅταν ὁ Χριστὸς τοὺς ἐπιτίμησε καὶ τοὺς εἶπε ὅτι δὲ θἀ ἀπολαύσουν τὰ πρωτεῖα, ἄν δὲν κάμουν τὸν ἑαυτό τους ἄξιο γι’ αὐτό.

Εἶδες τὴν ἀτέλεια ὅλων; Κι αὐτῶν ποὺ ξεσηκώνονταν ἐναντίον τῶν δέκα κι ἐκείνων ποὺ φθονοῦσαν τοὺς δύο. Δεῖξε μού τους ὅμως ἔπειτα, ὅπως εἶπα καὶ θὰ τοὺς δῆς ἐλεύθερους ἀπὸ τὰ πάθη αὐτά. Ἄκουσε λοιπὸν πῶς ὁ ἴδιος ὁ Ἰωάννης, αὐτὸς ποὺ τώρα ἦρθε γιὰ τὰ πρωτεῖα, ὑποχωρεῖ παντοῦ μπροστὰ τὸν Πέτρο, ὅταν μιλᾶ καὶ θαυματουργεῖ μέσα στὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων. Δὲν κρύβει τὰ κατορθώματά του οὔτε ἀποσιωπᾶ τὴν ἀπολογία του, ποὺ ἔκαμε ἐνῶ ὅλοι σιωποῦσαν καὶ τὴν εἴσοδό του στὸν τάφο καὶ θέτει τὸν Πέτρο μπροστὰ ἀπὸ τὸν ἑαυτό του. Ἐπειδὴ ἔμειναν κι οἱ δύο κοντά του τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως μετριάζοντας τὸν αὐτοέπαινό του λέει, ὅτι Ἦταν γνώριμος στὸν ἱερέα ἐκεῖνος ὁ μαθητής. Ὁ Ἰάκωβος πάλι δὲν ἔζησε πολὺ ἔπειτα. Ἀπὸ τὴν ἄρχὴ ἔνιωσε τόση φλόγα μέσα του καὶ παραιτῶντας ὅλα τὰ ἀνθρώπινα ἀνέβηκε σὲ ὕψος ἀπερίγραπτο, ὥστε νὰ θυσιαστῆ ἀμέσως. Ἔτσι μὲ ὅλες τὶς πράξεις τους ἔφτασαν ἀργότερα στὸ ἄκρο τῆς τελειότητας. Τότε ὅμως εἶχαν ἀγανακτήσει.

Καὶ ὁ Χριστός; Ἀφοῦ τοὺς κάλεσε κοντά το τοὺς λέει·  θὰ τοὺς ἐξουσιάσουν οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν. Ἐπειδὴ ἐτρόμαξαν καὶ ταράχτηκαν, τοὺς καταπραΰνει πρὶν ἀπὸ τὸ λόγο μὲ τὴν πρόσκληση καὶ μὲ τὴν προσέλκυσή τους κοντά του. Γιατὶ οἱ δύο, ἀφοῦ ἀποσπάστηκαν ἀπὸ τὸν κύκλο τῶν δώδεκα, στέκονταν πιὸ κοντά του καὶ τοῦ μιλοῦσαν σὰν ἴσοι.  Γι’ αὐτὸ καὶ τοὺς φέρνει κοντά του μ’ αὐτὸ τὸ σκοπὸ καὶ γιὰ νὰ διακωμωδήση τὸ ζήτημά του καὶ νὰ τὸ ξεσκεπάση στοὺς ἄλλους, διασκεδάζοντας τὸ πάθος κι αὐτῶν κι ἐκείνων. Καὶ δὲν τὸ μετριάζει τώρα ὅπως πρῶτα. Πρῶτα παρουσιάζει μικρὰ παιδιὰ καὶ τοὺς προτρέπει νὰ μιμηθοῦν τὴν ἁπλότητα καὶ τὴν ταπεινωσύνη τους. Ἐδῶ τοὺς προτρέπει ἀπὸ τὸ ἀντίθετο ἐντονώτερα· οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν θὰ τοὺς ἐξουσιάσουν καὶ οἱ μεγάλοι θὰ τοὺς ὑποδουλώσουν. Δὲ θὰ γίνη ὅμως ἔτσι σ’ ἐμᾶς· ἀλλὰ ὅποιος θέλει νὰ γίνη μεγάλος ἀνάμεσά μας, αὐτὸς θὰ εἶναι ὑπηρέτης ὅλων. Κι ὅποιος θέλει νὰ εἶναι πρῶτος, ἄς εἶναι ὁ πιὸ τελευταῖος ἀπὸ ὅλους. Δείχνει πὼς ὁ ἔρωτας τῶν πρωτείων εἶναι γνώρισμα τῶν ἐθνικῶν.  Γιατὶ τὸ πάθος εἶναι τυραννικὸ καὶ συνεχῶς ἐνοχλεῖ ἀκόμα καὶ μεγάλους ἄνδρες. Γι’ αὐτὸ καὶ χρειάζεται ἐντονώτερη καταδίκη καὶ τοὺς ἀγγίζει κι ἐκείνους βαθύτερα παρουσιάζοντας ἄρρωστη τὴν ψυχή τους μὲ τὴν παράθεση τῶν ἐθνῶν.

Μετριάζει ἔτσι ἐκείνων τὸ φθόνο κι αὐτῶν τὴν παραφροσύνη, σχεδὸν λέγοντάς τους. Μὴν ἀγανακτῆτε, γιατὶ τάχα σᾶς ἔχουν προσβάλει. Τὸν ἑαυτὸ τους πιὸ πολύ βλάπτουν κι ἐξευτελίζουν ὅσοι ζητοῦν ἔτσι τὰ πρωτεῖα· βρίσκονται στὴν ἔσχατη θέση. Δὲ γίνεται σ’ ἐμᾶς ὅ,τι στοὺς ἔξω. Οἱ ἄρχοντες τῶν ἐθνῶν τοὺς ἐξουσιάζουν. Στὸ δικό μου βασίλειο, πρῶτος γίνεται ὁ τελευταῖος. Ὅτι αὐτὸ δὲν εἶναι λόγος ἁπλός, δέξου τὴν ἀπόδειξη ἀπὸ ὅσα πράττω κι ὅσα παθαίνω. Ἐγὼ ἔκαμα καὶ κάτι περισσότερο. Ἄν καὶ ἤμουν βασιλιὰς τῶν δυνάμεων τοῦ οὐρανοῦ, θέλησα νὰ γίνω ἄνθρωπος καὶ καταδέχτηκα νὰ περιφρονηθῶ καὶ νὰ ἐξευτελιστῶ. Μὰ δὲν περιωρίστηκα σ’ αὐτά· ἔφτασα ὡς τὸ θάνατο. Γι’ αὐτὸ λέει· Καθὼς ὁ Γιὸς τοῦ ἀνθρώπου δὲν ἦρθε νὰ ὑπηρετηθῆ ἀλλὰ νὰ ὑπηρετήση καὶ νὰ δώση τὴν ψυχή του ἐξαγορά πολλῶν. Καὶ δὲ σταμάτησα λέει ὡς ἐδῶ· ἀλλὰ ἔδωσα ἐξαγορὰ λυτρώσεως τὴν ψυχή μου. Καὶ λύτρωση ποιῶν; Τῶν ἐχθρῶν μου. Σὺ ἄν ταπεινωθῆς, τὸ κάμεις γιὰ τὸν ἑαυτό σου· ἐγὼ ὅμως γιὰ σένα.

Μὴ φοβηθῆς λοιπόν, γιατὶ τάχα μειώνεται ἡ ἀξία σου. Ὅσο κι ἄν ταπεινωθῆς, δὲν μπορεῖς νὰ κατεβῆς τόσο, ὅσο ὁ Κύριός σου. Ἡ κατάβαση ὅμως ἐγινε ἀνάβαση ὅλων κι ἔκαμε νὰ λάμψη ἡ δόξα του. Προτοῦ γίνη ἄνθρωπος, ἦταν γνωστὸς στοὺς ἀγγέλους μόνο. Ὅταν ὅμως ἔγινε ἀνθρωπος τὴ δόξα δὲν ἐλάττωσε ἀλλὰ πῆρε κι ἄλλη, τοῦ γνωρισμοῦ του μὲ τὴν οἰκουμένη. Μὴ φοβηθῆς λοιπὸν ὅτι  μειώνεται ἡ ἀξία σου, ἄν ταπεινωθῆς. Ἀντίθετα ἔτσι αὐξάνεται ἡ δόξα σου· ἔτσι γίνεται μεγαλύτερη. Αὐτὴ εἶναι ἡ πύλη τῆς Βασιλείας. Ἄς μὴν ἀκολουθήσωμε τὸν ἀντίθετο δρόμο κι ἄς μὴν πολεμοῦμε τὸν ἑαυτὸ μας.

Ἅν ἐπιθυμήσωμε νὰ φανοῦμε μεγάλοι, δὲ θὰ γίνουμε μεγάλοι ἀλλὰ πιὸ ἀνάξιοι ἀπ’ ὅλους. Εἶδες πῶς τοὺς παρακινεῖ μὲ τὰ ἀντίθετα παραδείγματα, δίδοντάς τους ὅ,τι ἐπιθυμοῦν; Στὰ προηγούμενα τὸ ἐδείξαμε ἀναλυτικά. Ἔτσι ἔκαμε καὶ στὴ περίπτωση τῶν φιλοχρήματων καὶ τῶν κενόδοξων. Γιὰ ποιὸ λόγο, ρωτάει ἐλεεῖς μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους; Γιὰ νὰ κερδίσης δόξα; Μὴν κάμης ἔτσι λοιπὸν καὶ θὰ κερδίσης δόξα ἐξάπαντος. Γιὰ ποιό λόγο μαζεύεις θησαυρούς; Γιὰ νὰ πλουτήσης. Μὴ μαζέψης θησαυροὺς καὶ θὰ πλουτήσης. Ἔτσι καὶ ἐδῶ. Γιὰ ποιὸ λόγο ἐπιθυμεῖς πρωτεῖα; Γιὰ νὰ πηγαίνης μπροστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους; Διάλεξε λοιπὸν τὴν τελευταία θέση καὶ τότε θ’ ἀπολαύσης τὰ πρωτεῖα. Ἄν θέλης λοιπὸν νὰ γίνης μεγάλος μὴν ἐπιδιώκης νὰ γίνης μεγάλος καὶ τότε θὰ γίνης μεγάλος. Ἐκεῖνο σὲ κάνει μικρό.

Βλέπεις πῶς τοὺς ἀπομακρύνει ἀπὸ τὸ νόσημά τους; Μὲ τὸ νὰ τοὺς δείξη ὅτι κι ἀπὸ κεῖνο ξεπέφτουν καὶ μὲ τοῦτο πετυχαίνουν. Γιὰ ν’ ἀποφύγουν τὸ ἕνα καὶ νὰ ἐπιδιώξουν τὸ ἄλλο. Γι’ αὐτὸ τοὺς ἐθύμισε καὶ τὰ ἔθνη· γιὰ νὰ παρουσιάση τὸ πρᾶγμα κι ἀπ’ αὐτὴν τὴν πλευρὰ αἰσχρὸ καὶ σιχαμερό. Γιατὶ ὁ ὑπερήφανος εἶναι ἀνάγκη νὰ ταπεινώνεται καὶ ἀντίθετα ὁ ταπεινὸς νὰ ὑψωθῆ. Αὐτὸ εἶναι τὸ ὕψος τὸ ἀληθινὸ καὶ γνήσιο, ποὺ δὲ βρίσκεται μόνο στὸ ὄνομα καὶ τὴν προσωνυμία. Καὶ τὸ ἐξωτερικὸ εἶναι ἀποτέλεσμα ἀνάγκης καὶ φόβου, τοῦτο ὅμως ἁρμόζει στὸ Θεό. Τοῦτος ὁ ἄνθρωπος μένει ἀνώτερος κι ἄς μὴν τὸν θαυμάζη κανένας, ὅπως κι ἐκεῖνος πάλι εἶναι ἀπ’ ὅλους πιὸ ἀνάξιος κι ἄς τὸν ὑπηρετοῦν ὅλοι. Αὐτὴ εἶναι μιὰ ἀναγκαστικὴ τιμὴ γι’ αὐτὸ κι εὔκολα διαρρέει· ἡ ἄλλη ὅμως ἐλεύθερη, γι’ αὐτὸ καὶ παραμένει σταθερή. Ἐξ ἄλλου καὶ τοὺς ἁγίους τοὺς θαυμάζομε γι’ αὐτό·  ἐπειδὴ ταπείνωναν τὸν ἑαυτό τους περισσότερο ἀπ’ τὸν καθένα, ἐνῶ ἦσαν ἀνώτεροι ἀπὸ ὅλους. Γι’ αὐτὸ κι ὡς σήμερα μένουν στὸ ψηλό τους βάθρο καὶ μήτε ὁ θάνατος δὲν τὸ χαμήλωσε.

Ἄν θέλης ἄς ἐξετάσωμε τὸ  ἴδιο πρᾶγμα καὶ μὲ συλλογισμούς. Λέμε κάποιον πὼς εἶναι ψηλὸς ἤ γιὰ τὸ ὕψος τοῦ σώματός του ἤ ὅταν τύχη νὰ στέκεται σὲ ψηλὸ τόπο. Ὅμοια καὶ ὁ ταπεινὸς ἀπὸ τὰ ἀντίθετα. Ἄς δοῦμε λοιπὸν ποιός ἔχει αὐτὴν τὴν ἰδιότητα· ὁ ἀλαζόνας ἤ ὁ μετριοπαθής. Γιὰ νὰ δῆς ὅτι τίποτα δὲν εἶναι πιὸ ὑψηλὸ ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ τίποτα πιὸ χαμηλὸ ἀπὸ τὴν ἀλαζονεία. Ὁ ἀλαζόνας θέλει νὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος ἀπὸ ὅλους καὶ τίποτα δὲ νομίζει πὼς τοῦ εἶναι ἄξιο· ὅση κι ἄν τοῦ προσφερθῆ τιμή, ἐπιθυμεῖ περισσότερη κι ἐπιδιώκει. Νομίζει πὼς τίποτα δὲν τοῦ προσφέρθηκε, περιφρονεῖ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τὴν τιμή τους ὡστόσο ἀποζητᾶ. Δὲν ὑπάρχει μεγαλύτερη ἀνοησία. Μοιάζει μὲ αἴνιγμα· αὐτοὺς ποὺ γιὰ μηδὲν τοὺς λογαριάζει, ἀπ’ αὐτοὺς θέλει νὰ δοξάζεται.

Εἶδες πῶς ὅποιος θέλει νὰ ἐπαρθῆ καὶ νὰ ψηλώση πέφτει καὶ μένει στὰ χαμηλά; Δογματίζει ὅτι θεωρεῖ μηδενικὰ τοὺς ἄλλους σὲ σχέση μὲ τὸν ἑαυτό του·  κι αὐτὸ εἶναι ἡ ἀλαζονεία. Γιατί λοιπὸν καταφεύγεις στὸ μηδενικό; Γιατὶ ζητᾶς ἀπὸ κεῖνον τιμή; Γιατὶ σέρνεις μαζί σου τόσο πλῆθος; Βλέπετε τὸν ταπεινὸ στὴν ταπεινὴ του θέση; Ἄς στρέψωμε σ’ αὐτὸν τὴν προσοχή μας. Γνωρίζει αὐτὸς τὴν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου, ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι μεγάλο πρᾶγμα, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι ὁ ἐλάχιστος ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ γι’ αὐτὸ ὅποια τιμὴ κι ἄν τοῦ κάνουν τὴ θεωρεῖ σημαντική. Ὥστε αὐτὸς ἀκολουθεῖ τὸν ἑαυτὸ του, μένει ὑψηλὸς καὶ δὲ μεταβάλλει τὴν ἀπόφασή του. Ὅποιος δηλαδὴ θεωρεῖ τοὺς ἄλλους μεγάλους, μεγάλες θεωρεῖ καὶ τὶς τιμὲς ἀπ’ αὐτοὺς, ἀκόμα κι ἄν εἶναι μικρές, ἐπειδὴ αὐτοὺς τοὺς θεωρεῖ μεγάλους. Ὁ ἀλαζόνας ὅμως θεωρεῖ μηδενικὰ ὅσους τὸν τιμοῦν, ἐνῶ τὶς τιμὲς ἀπ’ αὐτοὺς τὶς χαρακτηρίζει μεγάλες.

Ἀκόμα, ὁ ταπεινὸς  δὲν εἶναι αἰχμάλωτος κανενὸς πάθους· δὲν μπορεῖ νὰ τον πειράξη ἡ ὀργή, οὔτε ὁ ἔρωτας τῆς δόξας, οὔτε ὁ φθόνος, οὔτε ἡ ζήλεια. Ὑπάρχει ἀνώτερο ἀπὸ ψυχὴ ἀπαλλαγμένη ἀπ’ αὐτά; Ὁ ἀλαζόνας ὅμως ἐξουσιάζεται ἀπὸ ὅλα αὐτά, σὰν τὸ σκουλήκι ποὺ κυλιέται στὸ βόρβορο, γιατὶ κι ἡ ζήλεια κι ὁ φθόνος κι ὁ θυμὸς βασανίζουν ἀδιάκοπα τὴν ψυχή του. Ποιός εἶναι λοιπὸν ὑψηλός;  ὁ νικητὴς τῶν παθῶν ἤ ὁ δοῦλος τους; Αὐτὸς ποὺ τρέμει ἐξ αἰτίας τους καὶ φοβᾶται ἤ αὐτὸς ποὺ δὲν ὑποτάζεται οὔτε αἰχμαλωτίζεται ἀπ’ αὐτά; Ποιό πουλὶ θὰ ποῦμε ὅτι πετᾶ ψηλότερα; Αὐτὸ ποὺ εἶναι πιὸ πάνω ἀπὸ τὰ χέρια καὶ τὰ καλάμια τοῦ κυνηγοῦ ἤ ἐκεῖνο ποὺ μήτε καλάμι δὲν ἀφίνει τὸν κυνηγό του νὰ χρησιμοποιήση, ἐπειδὴ χαμοπετᾶ καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ψηλώση; Τέτοιος εἶναι ὁ ὑπερήφανος· ἕρπει στὸ χῶμα καὶ τὸν πιάνει εὔκολα κάθε παγίδα.

Ἄν θέλης κοίταξε τὸ πρᾶγμα κι ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ πονηροῦ ἐκείνου δαίμονα. Τὶ πιὸ ταπεινὸ ἀπὸ τὸ διάβολο, ἀπὸ τότε ποὺ ψήλωσε τὸν ἑαυτό του, καὶ πιὸ ψηλὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ποὺ θέλει νὰ ταπεινώση τὸν ἑαυτό του; Ἐκεῖνος σέρνεται χάμω κι εἶναι κάτω ἀπὸ τὴ φτέρνα μας –πατεῖτε, ὁρίζει, πάνω στὰ φίδια καὶ τοὺς σκορπιούς. Ὁ ἄνθρωπος ἔχει θέση ψηλὰ μὲ τοὺς  ἀγγέλους. Ἄν θέλης αὐτὸ νὰ τὸ διαπιστώσης κι ἀπὸ ὑπερήφανους ἀνθρώπους, σκέψου ἐκεῖνο τὸ βάρβαρο ποὺ ὁδηγεῖ τόσο στρατὸ καὶ δὲ γνωρίζει μήτε ὅσα εἶναι σ’ ὅλους γνωστά, ὅτι ἡ πέτρα εἶναι πέτρα καὶ τὰ εἴδωλα εἴδωλα. Γι’ αὐτὸ κι ἀπὸ τοῦτα ἦσαν κατώτερος. Οἱ εὐσεβεῖς ὅμως καὶ πιστοὶ ἀνεβαίνουν ψηλότερα ἀπ’ τὸν ἥλιο. Ἀπὸ τούτους δὲν ὑπάρχει ψηλότερο. Ἀφού ξεπερνοῦν τοὺς θόλους τοῦ οὐρανου καὶ προσπερνῶντας τοὺς ἀγγέλους στέκονται δίπλα στὸ βασιλικὸ θρόνο. Μπορεῖς νὰ συμπεράνης κι ἀπὸ ἄλλο σημεῖο τὴ μηδαμινότητά τους. Ποιός εἶναι πιθανὸ νὰ ταπεινωθῆ; Ὅποιος βοηθεῖται ἀπὸ τὸ Θεὸ ἤ ὅποιος πολεμεῖται ἀπ’ αὐτόν; Εἶναι φανερὸ ὅτι ὅποιος πολεμεῖται. Ἄκουσε λοιπὸν τί λέει γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς δύο ἡ Γραφή. Ὁ Θεὸς ἐναντιώνεται στοὺς ὑπερηφάνους, δίνει τὴ χάρη του στοὺς ταπεινούς.

Θὰ σὲ ρωτήσω καὶ κάτι ἄλλο. Ποιὸς εἶναι ὑψληλότερος; Ὅποιος ἔχει ἀφιερωθῆ στὸ Θεὸ καὶ προσφέρει τὴ θυσία ἤ ὄποιος δὲν ἔχει καθόλου παρρησία μπροστά του; Καὶ ποιὰ θυσία προσφέρει ὁ ταπεινός; ρωτᾶ. Ἄκουσε τὸ Δαυΐδ· θυσία στὸ Θεὸ εἶναι ἡ συντετριμμένη ψυχή. Μιὰ συντετριμμένη καὶ ταπεινωμένη καρδιά, ὁ Θεὸς δὲν τὴν ἐκμηδενίζει. Αὑτὴ εἶναι ἡ καθαρότητα τοῦτου. Κοίταξε ἐκείνου τὴν ἀκαθαρσία. Κάθε ὑπερήφανος εἶναι ἀκάθαρτος γιὰ τὸ Θεό. Στὸν ἕνα λοιπὸν βρίσκει ἀνάπαυση ὁ Θεός. Σὲ ποιὸν νὰ ρίξω τὰ βλέμματά μου, λέει ὁ Θεός, ἄν ὄχι στὸν πρᾶο καὶ στὸν ἥσυχο καὶ σ’ αὐτὸν ποὺ τρέμει τὰ λόγια του; Ὁ ἄλλος σέρνεται μαζί μὲ τὸ διάβολο. Γιατὶ ὁ φαντασμένος παθαίνει ὅ,τι κι ἐκεῖνος. Γι’ αὐτὸ κι ὁ Παῦλος ἔλεγε·  Μήπως πέση σὲ κρῖμα τυφλωμένος ἀπὸ ἕπαρση. Καὶ τοῦ τυχαίνει τὸ ἀντίθετο ἀπὸ ὅ,τι ἐπιθυμεῖ. Θέλει νὰ φαίνεται, γιὰ νὰ τὸν τιμοῦν. Κι εἶναι αὐτὸς ποὺ περιφρονεῖται περισσότερο ἀπ’ ὅλους. Αὐτοὶ εἶναι καταγέλαστοι, οἱ ἐχθροὶ κι οἱ ἀντίπαλοι ὅλων, τὰ εὔκολα θύματα, οἱ εὔκολοι στὸ θυμό, οἱ ἀκάθαρτοι γιὰ τὸ Θεό. Ὑπάρχει χειρότερο ἀπ’ αὐτό; Αὐτὸ εἶναι τὸ ἄκρον ἄωτο τῶν κακῶν.

Καὶ τί εἶναι πιὸ ὡραῖο ἀπὸ τοὺς ταπεινούς; Καὶ τί θὰ τοὺς δώση περισσότερη μακαριότητα, παρὰ ὅταν εἶναι ποθητοὶ κι ἀξιαγάπητοι ἀπὸ τὸ Θεό; Ἀλλὰ αὐτοὶ ἀπολαμβάνουν καὶ τὴ δόξα ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους κι ὅλοι τοὺς τιμοῦς σὰν πατέρες τους, τοὺς ἀσπάζονται σὰν ἀδελφούς, τοὺς δέχονται σὰν δικούς τους. Ἄς γίνωμε λοιπὸν ταπεινοί, γιὰ νὰ γίνωμε ὑψηλοί. Γιατὶ ἡ ὑπερηφάνεια ταπεινώνει ὑπερβολικά. Αὐτὴ ἐταπείνωσε τὸν Φαραώ. Δὲν γνωρίζω λέει τὸν Κύριο κι ἔγινε χειρότερος ἀπὸ τὶς μύγες, τὰ βατράχια καὶ τὶς κάμπιες καὶ μὲ τὰ ὅπλα μαζὶ καὶ τὰ ἄλογα καταποντίστηκε. Ἀντίθετα μ’ αὐτὸν ὁ Ἀβραὰμ λέει· Ἐγὼ εἶμαι γῆ καὶ τέφρα καὶ νίκησε ἀμέτρητους βαρβάρους. Ἔπεσε μέσα στοὺς Αἰγυπτίους καὶ γύρισε κερδίζοντας λαμπρότερο ἀπὸ τὸ προηγούμενο τρόπαιο. Κρατῶντας σταθερὰ αὐτὴν τὴν ἀρετὴ γινόταν ὅλο καὶ ψηλότερος. Γι’ αὐτὸ παντοῦ μιλᾶνε γι’ αὐτὸν, γι’ αὐτὸ τὸν δοξάζουν καὶ τὸν διαλαλοῦν. Ἐνῶ ὁ Φαραὼ ἔγινε χῶμα καὶ τέφρα καὶ ὅ,τι χειρότερο ἀπ’ αὐτά.

Τίποτα δὲ μισεῖ ὁ Θεὸς ὅσο τὴν ὑπερηφάνεια.  Γι’ αὐτὸ ἔκαμε ἀπ’ τὴν ἀρχὴ τὰ πάντα, γιὰ νὰ ἐξαλείψη τοῦτο τὸ πάθος. Γι’ αὐτὸ γίναμε θνητοὶ καὶ ταλαιπωρούμαστε μὲ λύπες καὶ θρήνους, μὲ ἀσταμάτητο πόνο, ἱδρῶτα καὶ ἐργασία. Ἀπὸ ἀλαζονεία ἀμάρτησε ὁ πρῶτος ἄνθρωπος, ὅταν ἤλπισε πὼς θὰ γινόταν ἴσος μὲ τὸ Θεό. Γι’ αὐτὸ δὲν ἔμεινε μὲ ὅσα εἶχε ἀλλὰ τὰ στερήθηκε κι αὐτά. Τέτοια ἡ ἀλαζονεία ὄχι μονάχα δὲ δίνει κανένα ὄφελος στὴ ζωὴ ἀλλὰ μᾶς περιορίζει κι ὅσα ἐπιτύχαμε. Ἐνῶ ἡ ταπεινοφροσύνη ὄχι μόνο δὲν περιορίζει ὅσα ἔχουμε ἀλλὰ μᾶς προσθέτει κι ὅ,τι δὲν ἔχουμε. Αὐτὴ λοιπὸν ἄς ζηλέψουμε, αὐτὴ ἄς ἐπιδιώξουμε γιὰ ν’ ἀπολαύσουμε καὶ τὴν τωρινὴ τιμή καὶ νὰ ἐπιτύχωμε καὶ τὴ μελλοντικὴ δόξα μὲ τὴ χάρη καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Σ’ Αὐτὸν καὶ τὸν Πατέρα καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν.

Πατερικὸν Κυριακοδρόμιον  τ.  Β΄, Μητροπολίτου Τρίκκης καὶ Σταγῶν Διονυσίου

Αγίου Γρηγορίου Παλαμά: Ομιλία στην Ε΄ Κυριακή των Νηστειών

Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Υπάρχουν μερικά θαλάσσια μέρη που τρέφουν μεγάλα κητώδη θηρία. Όσοι λοιπόν πλέουν σ’ αυτά τα μέρη κρεμούν κώδωνες στα πλευρά των πλοίων, ώστε τα θηρία τρομαγμένα από τον ήχο τους να φεύγουν. Και του δικού μας βίου η θάλασσα τρέφει πολλά και φοβερώτερα θηρία, τα πονηρά πάθη δηλαδή και τους εφόρους των παθών δαίμονες που είναι πονηρότεροι.

Επιπλέει σ’ αυτή τη θάλασσα σαν πλοίο η Εκκλησία του Θεού κι’ αντί για κώδωνες έχει τους πνευματικούς διδασκάλους, ώστε με τον ιερό ήχο της διδασκαλίας τούτων ν’ απομακρύνη τα νοητά θηρία. Αυτό προφανώς προτυπώνοντας η στολή του Ααρών, είχε ευήχους κώδωνες ραμμένους στα άκρα της και σύμφωνα με τα θέσμια έπρεπε ν’ ακούεται η φωνή τους, όταν ελειτουργούσε ο Ααρών.

Εμείς δε, μεταφέροντας καλώς το γράμμα στο πνεύμα, ας ηχήσωμε τώρα σε σας πνευματικώς, και μάλιστα κατά τον καιρό της νηστείας, οπότε επιτίθενται αγρίως φανερά και αφανή θηρία· φανερά μεν η γαστριμαργία, η μέθη και τα παρόμοια, άλλα δε αφανώς ενεδρεύοντα, η κενοδοξία και η υπερηφάνεια, η υπεροψία και η υπόκρισις. Ο ίδιος δε ήχος είναι και φυγαδευτήριο των τοιούτων θηρίων και φυλακτήριο των ασκούντων τη νηστεία.

Είναι λοιπόν η νηστεία και η ακρασία αντίθετα μεταξύ τους, όπως η ζωή και ο θάνατος. Η νηστεία είναι εντολή ζωής, που είναι συνομήλικη της ανθρωπίνης φύσεως, αφού εδόθηκε από τον Θεό στον Αδάμ κατά την αρχή στον παράδεισο, για διαφύλαξι της ζωής και της θείας χάριτος που είχε δοθή σ’ αυτόν από τον Θεό. Η δε ακρασία είναι συμβουλή για τον θάνατο σώματος και ψυχής, που εδόθηκε δολίως από τον Διάβολο στον Αδάμ δια της Εύας για έκπτωσι της ζωής και απαλλοτρίωσι της από τον Θεό θείας χάριτος· διότι ο Θεός θάνατο δεν εδημιούργησε ούτε ευχαριστείται με την απώλεια των ζώντων. Ποιός άνθρωπος λοιπόν θέλει να εύρη ζωή και χάρι στον Θεό από τον Θεό; Ας αποφύγη την θανατηφόρο ακρασία κι’ ας προστρέξη στη θεοποιό νηστεία και εγκράτεια, για να επανέλθη χαρούμενος στον παράδεισο.

Ο Μωυσής, νηστεύοντας επάνω στο όρος σαράντα ημέρες, επέταξε σε ύψος θεοπτίας κι’ εδέχθηκε πλάκες θεοσεβείας· ο δε λαός των Εβραίων κάτω μεθώντας, εξέπεσαν σε ασέβεια και εχώνευσαν είδωλο μόσχου σε ομοίωμα του αιγυπτίου θεού Απιδος, και αν δεν εστεκόταν μεσίτης προς τον Θεό, αφού με την ανηλεή εξόντωσι των ομογενών του που προηγήθηκε τον εξιλέωσε, δεν θα τους ελυπόταν καθόλου ο Θεός (Εξ. 32, 1 εε.). Αν λοιπόν χρειαζώμαστε κι’ εμείς το έλεος του Θεού, να μη μεθούμε με οίνο, ούτε να βαρυνώμαστε από υπερκορεσμό, πράγματα στα οποία υπάρχει η ασωτία και η ασέβεια (Εφ. 5, 18). Θεόπτης ήταν και ο Ηλίας, αλλά αφού και αυτός εκαθαρίσθηκε προηγουμένως με νηστεία (Γ’ Βας. 19, 8 εε.). Επέτυχε και ο Δανιήλ θεοπτία και οπτασία ενός από τους αρχαγγέλους, ο οποίος του παρείχε γνώσι των μελλόντων, αλλά αφού προηγουμένως έμεινε άσιτος επί είκοσι ολόκληρες ημέρες (Δαν. 10, 2 εε.). Αλλος προφήτης εφονεύθηκε από λεοντάρι, αλλ’ αφού έφαγε παρά την εντολή του Θεού. Γνωρίζετε όλοι τον Ησαΰ υιόν του Ισαάκ, ο οποίος λόγω γαστριμαργίας εξέπεσε και από τα άλλα πρωτοτόκια και από την πατρική ευλογία (Γεν. 27, 36). Ας φοβηθούμε μήπως κι’ εμείς, προσέχοντας σ’ αυτήν την γαστριμαργία, εκπέσωμε από την υπεσχημένη εκείνη ευλογία και κληροδοσία του ανωτάτου Πατρός. Δεν αγνοείτε επίσης τους τρεις παίδες, οι οποίοι, παραδεδομένοι στη νηστεία, κατεπάτησαν με άφλεκτα πόδια και σώματα την κάμινο στη Βαβυλώνα που είχε εκκαυθή εναντίον τους επταπλασίως.

Εάν επιδοθούμε κι’ εμείς σε αληθινή νηστεία, και την εδώ πύρωσι της σαρκός θα καταπατήσωμε και θα σβήσωμε, και την μελλοντική κάμινο θα περάσωμε άθικτοι, όταν του καθενός το έργο θα δοκιμάση το πυρ. Τί χρειάζεται να αναφέρωμε τον Κύριο των προφητών; Αυτός, αφού έλαβε σάρκα κι’ έγινε για μας άνθρωπος, που μας υποδεικνύει τον τρόπο της νίκης κατά του Διαβόλου, νηστεύοντας σε όλα, ενίκησε τον πειρασμό που εκίνησε τα πάντα εναντίον του, και προς τους μαθητάς του έλεγε περί του αλάλου και κωφού δαιμονίου, «τούτο το δαιμόνιο δεν εξέρχεται παρά μόνο με προσευχή και νηστεία» (Μάρκ.9, 21).

Αλλά εμπρός, αδελφοί, ας δείξωμε τι είναι η θεάρεστη κι’ αληθινή νηστεία. Να γνωρίζετε τούτο, ότι δεν επαινούμε αυτή καθ’ εαυτήν τη σωματική νηστεία, αλλά για την ενέργειά της προς άλλα ψυχωφελέστερα· διότι για τη σωματική άσκησι, λέγει και ο θείος Παύλος, ότι ολίγο ωφελεί (Α’ Τιμ. 4, 8). Γι’ αυτό και οι θεοφόροι πατέρες που ομιλούν από πείρα δεν δέχονται τις πολυήμερες νηστείες, αλλά κρίνουν δοκιμώτερο να τρώγωμε καθημερινώς μια φορά και να μη χορταίνωμε· και τούτο λέγουν σύμμετρη και συνετή νηστεία, πράγμα που λέγει και η Γραφή, το να μη παρασύρεται κανείς από την χορτασιά της κοιλίας και την ηδονή του λαιμού, αλλά να αφήνη το φαγητό ενώ έχει ακόμη όρεξι, η δε ποιότης και ποσότης της να είναι κατάλληλη προς τη δύναμι και διάθεσι του τρεφομένου σώματος, ώστε να συντηρήται κατά το δυνατό κι’ η υγεία του. Πραγματικά το να τρώγη ο ασθενής από τα υπάρχοντα τρόφιμα καταλλήλως προς την ασθένεια και συμμέτρως, χωρίς να προσθέτη στα αναγκαία τα πολύ περιττά και συμφέροντα, και το να ζητή κανείς την τροφή αλλ’ όχι την τρυφή, και την πόσι αλλ’ όχι τη μέθη, και την σύμμετρη χρήσι αλλ’ όχι την αμετρία και την ακρασία και την κατάχρησι, δεν αφαιρεί την αγιότητά του.

Τέτοια λοιπόν είναι η αρχή της αληθινής και θεάρεστης νηστείας, ο δε σκοπός για τον οποίο εθεσμοθετήθηκε κι’ ετιμήθηκε από τους Χριστιανούς είναι η κάθαρσις της ψυχής. Διότι ποιά είναι η ωφέλεια, αν απέχωμε της σωματικής τροφής, αλλά κυριαρχούμαστε από σαρκικά φρονήματα και πάθη; Ποιό είναι το όφελος αν απέχωμε οίνου και πιεζώμαστε από δίψα, να μεθούμε δε όχι από οίνο, σύμφωνα με τον λέγοντα, «αλλοίμονο στους μεθύοντας όχι από οίνο», και να ταρασσώμαστε ψυχικά από θυμό και βασκανία; Ποιό είναι το όφελος, αν απέχωμε από τρυφηλή τράπεζα, αλλά έχωμε αταπείνωτη την ψυχή, και αν έχωμε αλλοιωμένη την σάρκα για έλαιο, αλλά δεν έχωμε ταπεινωμένη την ψυχή κατά τη νηστεία; Ποιό είναι το όφελος, αν απαλλαγήκαμε μεν από την ομίχλη που αναθυμιάται από τα πολλά φαγητά, αλλά αχρειώνεται ο νους μας με φροντίδες και ματαίους λογισμούς και αχρειώνονται μαζί του οι προσευχές προς τον Θεό;

Γι’ αυτό καλή νηστεία είναι αυτή που τελείται για τον μαρασμό της επιθυμίας, για την ταπείνωσι της ψυχής, για την μεταποίησι του μίσους, για το σβήσιμο του θυμού, για την απάλειψι της μνησικακίας, για την καθαρότητα της διανοίας και την επιτέλεσι της προσευχής. Εάν δε είσαι εύπορος, το περίσσευμα της τροφής σου να προσφέρεται για την παρηγοριά των απόρων. Εάν νηστεύης έτσι, όχι μόνο θα συμπάσχης και θα συννεκρώνεσαι, αλλά και θα συνανίστασαι και θα συμβασιλεύης με τον Χριστό στους απέραντους αιώνες. Διότι, αφού γίνης δια της νηστείας αυτού του είδους σύμφυτος με το ομοίωμα του θανάτου του, θα γίνης και κοινωνός της αναστάσεως και κληρονόμος της ζωής σ’ αυτόν. Αυτός που νηστεύει, εάν μεν πειράζεται, νικά τον πειράζοντα· εάν δε δεν πειράζεται, συντηρεί την ειρή­νη της ψυχής και του σώματος, ταλαιπωρώντας και δουλαγωγώντας το σώμα κατά τον Παύλο (Α’ Κορ. 9, 27), που εδειλίαζε μήπως φανή αδόκιμος· εάν δε ο Παύλος δειλιάζη, πόσο μάλλον πρέπει να δειλιάζουμε εμείς; Αυτός που νηστεύει λοιπόν δουλαγωγεί το σώμα και καθιστά δόκιμη την ψυχή· ενώ αυτός που παχύνει την σάρκα που έπειτα από λίγο θα φθαρή, αυτός δηλαδή που δεν τρώγει για να ζήση αλλά μάλλον ζη για να τρώγη, όπως τα ζώα που προετοιμάζονται από μας για σφαγή, και στα αναγκαία προσθέτει τα περιττά για να λιπαίνη το σώμα ή να το διεγείρη σε κακές επιθυμίες ή απλώς έτσι για φιληδονία σωματική, πάντως δεν κάμει τίποτε άλλο παρά ετοιμάζει πλουσιωτέρα τροφή στους σκώληκες. Επομένως καλώς ψάλλει ο προφήτης Δαβίδ, «ποιά είναι η ωφέλεια από το αίμα μου, όταν θα κατεβαίνω στη φθορά;» (Ψαλμ. 29, 11).

Όταν λοιπόν νηστεύης και τρέφεσαι μ’ εγκράτεια, να μη αποθηκεύης γι’ αύριο τα περισσεύματα, αλλά όπως ο Κύριος πτωχεύοντας μας επλούτισε, έτσι και συ πεινώντας εκουσίως, χόρτασε τον ακουσίως πεινασμένο· τότε η νηστεία σου θα είναι σαν περιστερά που φέρει κάρφος ελαίας κι’ ευαγγελίζεται στην ψυχή σου την σωτηρία από τον κατακλυσμό. «Εάν αφαίρεσης από το μέσο σου τον ζυγό και τη χειροδικία και τον κακόβουλο λόγο», λέγει ο μέγας Ησαΐας, «και δώσης στον πεινασμένο άρτο με την ψυχή σου και χόρτασης πεινασμένη ψυχή, τότε το φως σου θα λάμψη στο σκότος και το σκότος σου θα είναι σαν μεσημβρία» (Ησ. 58, 9). Εάν δε δεν θέλης να δώσης τα δικά σου, τουλαχιστον ν’ απέχης από τα ξένα και να μη κάμης κατοχή στα πράγματα που δεν είναι δικά σου, αρπάζοντας και θησαυρίζοντας και από τους πτωχότερους μερικές φορές αδίκως, για να μη ακούσης από τον ίδιο τον προφήτη δικαίως τούτο· «δεν είναι αυτή η νηστεία που προτιμώ εγώ», λέγει ο Κύριος, «ούτε αν κάμψης τον λαιμό σου σαν κρίκο, θα γίνη δεκτή η νηστεία σου· αλλά ν’ απαλλαγής από κάθε δεσμό αδικίας, να διάλυσης τους δεσμούς των βιαίων συναλλαγών, να διάσπασης κάθε άδικη υποχρέωσι· τότε το φως σου θα εκχυθή σαν αυγή κι’ η θεραπεία σου θ’ αναφανή γρήγορα, η δικαιοσύνη σου θα είναι εμπροσθοφυλακή σου και η δόξα του Κυρίου θα είναι οπισθοφυ­λακή σου» (Ησ. 58, 5-8).

Εάν λοιπόν δεν δίδης στον πτωχό από τα δικά σου, και μάλιστα τα περισσεύματα, τουλάχιστον να μη τ’ αποκτάς σε βάρος του πτωχού· αν και ο δεσπότης των όλων Χριστός αποπέμποντάς τους της αριστεράς μερίδος στο πυρ και καταρώμενος αυτούς, δεν τους καταδικάζει σαν άρπαγες, αλλά ως μη μεταδίδοντας στους ενδεείς. Επομένως οι άρπαγες και οι άδικοι ούτε θ’ αναστούν για παρουσίασι και κρίσι, αλλά αμέσως για μεγαλύτερη καταδίκη και κατάκρισι, αφού κι’ εδώ, όπως φαίνεται, αυτοί ποτέ δεν παρουσιάσθηκαν στον Θεό εντελώς από ψυχή· «διότι», λέγει, «όσοι τρώγουν τον λαό μου σαν άρτο δεν επεκαλέσθηκαν τον Θεό» (Ψαλμ. 13, 5). Ο πλούσιος του οποίου οι αγροί εκαρποφόρησαν αφθόνως (Λουκά 12, 16) και ο ενδεδυμένος με πορφύρα και βύσσο (Λουκά 16, 19) δικαίως καταδικάζονται, όχι διότι αδίκησαν κάποιον, αλλά διό­τι δεν μετέδωσαν από όσα δικαίως απέκτησαν αυτοί· διότι τα θησαυρίσματα είναι κοινά από τα κοινά ταμεία των κτισμάτων του Θεού. Πώς λοιπόν δεν είναι πλεονέκτης αυτός που οικειο­ποιείται τα κοινά, έστω και αν δεν είναι σαν εκείνο που σφετε­ρίζεται φανερά τα ξένα; Επομένως ο μεν πρώτος θα υποστή, αλλοίμονο, την φρικτή διχοτόμησι ως κακός δούλος, ο δε άλλος θα υποστή τα δεινότερα και φρικωδέστερα, και κανένας από τους δύο δεν θα μπορέση να τα διαφύγη, αν δεν δεξιωθή τους πτωχούς, ώστε ο ένας να διαχειρισθή καλώς τα εμπιστευμένα σ’ αυτόν από τον Θεό, ο δε άλλος να σκορπίση καλώς τα κακώς συναχθέντα.

Ο μέγας Παύλος γράφοντας προς τους Θεσσαλονικείς, τους προγόνους σας βέβαια, περί φιλαδελφίας, λέγει, «δεν έχετε ανάγκη να σας γράφω, διότι είσθε θεοδίδακτοι στο ν’ αγαπάτε αλλήλους» (Α’ Θεσσ. 4, 9).

Αφού λοιπόν ο Κύριος είπε προς μερικούς, «αν ήσαστε τέκνα τού Αβραάμ, θα εκτελούσατε τα έργα του Αβραάμ» (Ιω. 8, 39), ας φοβηθούμε κι’ εμείς τον λόγο τούτον, που δεν λέγεται μεν προς εμάς εδώ, αλλά θα λεχθή, ο μη γένοιτο, κατά τη φρικτή ημέρα, όταν η συγγένεια κρίνεται μάλλον από την ομοιότητα των πεπραγμένων όταν όλοι όσοι έχουν αγαπήσει την εν Χριστώ πτωχεία ή, αν όχι, τουλάχιστον τους πτωχούς, οι καταφρονηταί της δόξας, οι ερασταί της εγκρατείας, οι όχι μόνο ακροαταί αλλά και ποιηταί των ευαγγελικών θεσπισμάτων, κατά την ευχή του κοινού κατά χάριν Πατρός, θα είναι υπερφυώς ένα· «δώσε», λέγει, «να είναι όλοι αυτοί ένα, όπως εμείς είμαστε ένα» (Ιω. 17, 22)· όταν φανερά η κριτικωτάτη μάχαιρα του Πνεύματος θα διχάση τον άνθρωπο κατά του πατρός και την θυγατέρα κατά της μητρός και θα καταστήση ξένους μεταξύ των τους ανομοίους στους τρόπους· διότι αν τους ξεχωρίζη εδώ, πόσο περισ­σότερο εκεί, οπού ο παντογνώστης αποφαίνεται προς τους μη ωμοιωμένους «δεν σας γνωρίζω»; Διότι δεν έχουν, όπως έπρεπε την εικόνα του επουρανίου, δεν έγιναν οικτίρμονες όπως ο κοινός Πατήρ, δεν έκαμαν τα υπάρχοντα κοινά με τους ενδεείς, όπως εκείνος μετέδωσε δωρεάν από τα αγαθά του σε όλους, δεν έγιναν ευμενείς προς τους πλησίον, δεν έκαμαν πλησίον τους μακρινούς με την ευεργεσία· εξ αιτίας άρα της ανομοιότητας αυτής ούτε γνωρίζει ούτε δέχεται στον οίκο του τοιούτους ο αγαθός. Εάν δε αυτός ειπή έτσι, τα ίδια περίπου θα ειπούν και όσοι έζησαν κατά το παράδειγμά του εδώ και θα συμβασιλεύσουν εκεί μαζί του προς τους εξ αίματος συγγενείς των που δεν είναι παραπλήσιοι στην αρετή με αυτούς.

Και αν ειπή κάποιος, εγώ είμαι παιδί σου, εγώ ήμουν πατέρας σου, εγώ αδελφός σου· τότε ο μεν τελευταίος θ’ ακούση ότι κανείς δεν είναι πατέρας πλην ενός, του Θεού, ο δε πρώτος θ’ ακούση, αν ήσουν δικό μου τέκνο, θα ήσουν μιμητής μου, τώρα δε είσαι εκείνου του πατρός τέκνο, του οποίου και των επιθυμιών ήσουν εργάτης· φύγε για να μείνης αιωνίως με αυτόν, διότι εγώ δεν σε γνωρίζω· διότι όλα όσα είναι του Θεού είναι δικά μου, εσύ δε δεν είσαι του Θεού. Το δικό μου και το δικό σου έχει εκδιωχθή τώρα πλέον, αφού εμείς το εμισήσαμε και στον εκλείψαντα εκείνον βίον· γι’ αυτό κι’ εγίναμε κληρονόμοι της βασιλείας αυτής. Όπου υπήρχε αυτός ο κατά τους θείους πατέρες ψυχρός λόγος, το δικό μου και το δικό σου, απουσίαζε ο δεσμός της αγάπης και ο Χριστός είχε εκδιωχθή· σ’ αυτούς που τους κυριαρχούσε τότε το πάθος τούτο, προξενούσε φιλαυτία, φιλαργυρία, μισαδελφία και κάθε είδος κακίας· το ίδιο πάθος τους καταισχύνει και τώρα.

Ας φοβηθούμε λοιπόν, αδελφοί, αυτά τα πράγματα, παρακαλώ· διότι πραγματικά είναι φρικτά. Ας ρυθμίσωμε τη διαγωγή μας, όπως αρέσει στο Θεό· ας αφήσωμε για να αφεθούμε, ας ελεήσωμε για να ελεηθούμε πολλαπλασίως· διότι αυτός για χάρι μας επτώχευσε τελευταία, αναδεχόμενος στον εαυτό του την ελεημοσύνη, από μεγαλοδωρία πολλαπλασιάζει την αμοιβή· πρέπει λοιπόν κανείς ή να είναι κατά το παράδειγμά του πτωχός, και θα ζήση μαζί μ’ εκείνον, ή να έχη τα αγαθά κοινά με τους για εκείνον πτωχούς, και δι’ αυτών θα σωθή. Ας αποκτήσωμε ευσπλαγχνία· ας δώσωμε αυτοβούλως δείγμα της προς τον αδελφό αγάπης και της προς τον κοινό Πατέρα και δε­σπότη αφοσιώσεως. Καταλληλότερο δε γι’ αυτά καιρό δεν θα εύρη κανείς από τις νηστήσιμες αυτές ημέρες· διότι, αν συνάψη με την νηστεία την συμπάθεια, θ’ απαλείψη κάθε αμάρτημα, θα προσκυνήση με παρρησία τα σωτήρια πάθη, θα συνευφρανθή με την ανάστασι του Χριστού και θα επιτύχη την αιώνια απολύτρωσι.

Αυτήν είθε όλοι εμείς να επιτύχωμε εν Χριστώ τω Θεώ ημών στον οποίο πρέπει κάθε δόξα, τιμή και προσκύνησις μαζί με τον άναρχο Πατέρα του και το πανάγιο και αγαθό και ζωο­ποιό Πνεύμα, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες των αιώνων. Γένοιτο.

Γρηγορίου Παλαμά Έργα, ΕΠΕ, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς»).

Πηγή: www.alopsis.gr

Μητροπολίτου Αnthony Βloom: Ἡ κλειστή πόρτα τῆς ψυχῆς μας

Μητροπολίτης Αnthony Βloom
Μητροπολίτης Αnthony Βloom

Τήν πέμπτη Κυριακή τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς θυμόμαστε τήν ῾Οσία Μαρία τήν Αἰγυπτία, καί εἶναι πολλά αὐτά πού μᾶς διδάσκει καί πού τά ἔχουμε ἀνάγκη. ῏Ηταν ἁμαρτωλή, δημόσια γνωστή, πειρασμός καί σκάνδαλο γιά τούς ἄνδρες.

Πῶς ἔφθασε σ’ αὐτό τό σημεῖο, δέν τό ξέρουμε. Ποτέ δέν θά μάθουμε πῶς ἔγινε πόρνη, ἄν τό κακό ἦταν μέσα της, ἄν τήν ἀποπλάνησαν ἤ τή βίασαν… Αὐτό πού σίγουρα γνωρίζουμε εἶναι ὅτι μία μέρα ἦρθε σ’ ἕνα ναό τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ -ἡ ὁποία ἀντιπροσωπεύει τήν ἀπόλυτη ἀκεραιότητα- καί ξαφνικά ἔνιωσε ὅτι δέν μποροῦσε νά προχωρήσει μέσα.

Ἄς μή φανταστοῦμε κάποια θαυμαστή ἐξωτερική δύναμη νά τήν ἐμποδίζει νά διαβεῖ τό κατώφλι· τό πιθανότερο -τό βέβαιο- εἶναι ὅτι ἡ δύναμη ἐρχόταν ἀπό μέσα της. ῎Ενιωθε τόν χῶρο τόσο ἱερό, καί τό πρόσωπο τῆς ῾Υπεραγίας Θεότοκου τόσο ἅγιο ὥστε, πῶς νά τολμήσει νά εἰσέλθει στόν τόπο τῆς παρουσίας Της καί νά σταθεῖ στά κράσπεδα τοῦ ναοῦ;

Αὐτό τῆς ἦταν ἀρκετό γιά νά συνειδητοποιήσει τό σκοτεινό της παρελθόν ἀλλά καί τό γεγονός ὅτι μόνος ἕνας τρόπος ὑπῆρχε γιά νά βγεῖ ἀπό αὐτό· νά ἀποτινάξει τό κακό καί νά ἀρχίσει μία νέα ζωή. Δέν πῆγε νά ζητήσει συμβουλές, δέν πῆγε νά ἐξομολογηθεῖ· ἀναχώρησε ἔξω ἀπό τήν πόλη, στήν ἐρημιά, στήν καψαλισμένη ἔρημο ὅπου δέν ὑπῆρχε τίποτε ἄλλο παρά ἄμμος καί καύσωνας καί πείνα καί ἀπελπιστική μοναξιά.

Αὐτό μᾶς διδάσκει κάτι πολύ μεγάλο. ῞Οπως πολύ συχνά ἔλεγε ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ στούς ἐπισκέπτες του, ἡ διαφορά ἀνάμεσα σ’ ἕναν ἁμαρτωλό πού εἶναι χαμένος καί σ’ ἕναν ἁμαρτωλό πού βρίσκει τόν δρόμο τῆς σωτηρίας ἔγκειται μόνο στήν ἀπόφαση. ῾Η χάρη τοῦ Θεοῦ εἶναι πάντα ἐκεῖ, λείπει ὅμως ἡ δική μας ἀνταπόκριση.

῾Η Μαρία ἀνταποκρίθηκε! Συνειδητοποίησε μέ φρίκη τήν κατάστασή της, εἶπε τό δικό της ναί στήν ἁγιότητα, στή χάρη, στήν πληρότητα τῆς Μητέρας τοῦ Θεοῦ, καί τίποτε, μά τίποτε, δέν ἦταν ἱκανό πιά νά ἀντισταθεῖ στήν ἀπόφασή της νά ἀλλάξει ζωή. Χρόνο μέ τόν χρόνο, μέ νηστεία καί προσευχή, μέσα στήν ἀνυπόφορη ζέστη, στήν καταθλιπτική μοναξιά τῆς ἐρήμου πολέμησε ὅλο τό κακό πού εἶχε σωρεύσει στήν ψυχή της· ἐπειδή δέν εἶναι ἀρκετό νά συνειδητοποιήσουμε τό κακό, δέν ἀρκεῖ οὔτε καί ἡ ἀπόρριψή του μέ μιά ἁπλή πράξη θέλησης.

Τό κακό εἶναι παρόν στίς ἀναμνήσεις μας, στίς ἐπιθυμίες μας, στήν ἀδυναμία μας, στή σήψη πού φέρνει μαζί του. ῎Επρεπε νά μάχεται μιά ὁλόκληρη ζωή, ἀλλά στό τέλος αὐτῆς τῆς ζωῆς εἶχε νικήσει. Εἶχε ὄντως ἀγωνιστεῖ τόν καλόν ἀγώνα, εἶχε ἐξαλείψει κάθε κηλίδα, μποροῦσε νά εἰσέλθει στόν χῶρο τοῦ Θεοῦ· ὄχι σέ μιά ἐκκλησία, ὄχι σ’ ἕνα τόπο, ἀλλά στήν αἰωνιότητα.

Πολλά μπορεῖ νά μᾶς διδάξει· Οἱ χῶροι στούς ὁποίους τόσο ἐλεύθερα κινούμαστε (ἡ ἐκκλησία, ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ, πού παρέμεινε καθαρή ἀπό τό κακό παρά τήν ἐξαιτίας μας ὑποδούλωση καί ὑποταγή της σ’ αὐτό) εἶναι τόσο ἅγιοι, πού ἐμεῖς δέν ἔχουμε θέση ἐκεῖ μέσα. Μόνο ἄν κάποια μέρα τό συνειδητοποιήσουμε αὐτό, τότε ἴσως νά θελήσουμε, ἀνταποκρινόμενοι μέ συναίσθηση, νά ἀποστραφοῦμε μέ φρίκη τόν ἑαυτό μας, καί μέ αὐστηρή ἀποφασιστικότητα νά στραφοῦμε ἐναντίον του. Τότε μόνο θά μπορέσουμε νά ποῦμε ὅτι ἀκολουθοῦμε τό παράδειγμά της.

Τό παράδειγμα τῆς ῾Οσίας μᾶς προσφέρεται ὡς ἐπιστέγασμα αὐτῆς τῆς ἄνοιξης τῆς ζωῆς πού εἶναι ἡ Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Πρίν ἀπό μιά ἑβδομάδα ἀκούσαμε τή διδασκαλία καί τήν πρόσκληση τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος ἔστησε γιά χατήρι μας μιά ὁλόκληρη σκάλα τελειότητας γιά νά ὑπερβοῦμε τό κακό καί νά πλησιάσουμε τό ἀγαθό.

Καί σήμερα βλέπουμε κάποιαν πού ἀπό τό ἔρεβος τοῦ κακοῦ ἀνέβηκε στά ὕψη τῆς ἁγιότητας, καί ὅπως ψάλλουμε καί στόν Κανόνα τοῦ ῾Αγίου ᾿Ανδρέου Κρήτης, «μάθε, ψυχή, πῶς δύναται Θεός, λεπρωθέντα βίον λευκᾶναι καί καθᾶραι· καί μή ἀπογνῷς σεαυτήν, κἄν ἐλεπρώθης». ῎Ας πάρουμε λοιπόν ἀπό τήν ῾Οσία καινούριο θάρρος, καινούρια ἐλπίδα, ὄντως καινούρια χαρά, ἀλλά καί ἄς δοῦμε τήν πρόκληση, τήν κλήση, διότι ματαίως ψάλλουμε τά ἐγκώμια τῶν ἁγίων ἄν δέν μαθαίνουμε ἀπό αὐτούς καί δέν ἁμιλλώμαστε μέ αὐτούς.

Μητροπολίτου  Αnthony Βloom, Στό  φῶς τῆς κρίσης τοῦ Θεοῦπορεία ἀπό τό τριώδιο στήν ἀνάσταση Ἐκδ. «Ἐν πλῷ»

Μάριος Ἀντωνίου: Δοξαστικὸ Αἴνων Ε΄ Κυριακῆς τῶν Νηστειῶν, ἦχος α’

Οὐκ ἔστιν ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ ἄσκησις, σὺν ἁγιασμῷ· ὅθεν οὐδὲ πλούσιοι εἰσελεύσονται ἐν αὐτῇ, ἀλλ᾽ ὅσοι τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν ἐν χερσὶ πενήτων ἀποτίθενται. Ταῦτα καὶ Δαυῒδ ὁ Προφήτης διδάσκει λέγων· Δίκαιος ἀνὴρ ὁ ἐλεῶν ὅλην τὴν ἡμέραν, ὁ κατατρυφῶν τοῦ Κυρίου καὶ τῷ φωτὶ περιπατῶν, ὃς οὐ μὴ προσκόψῃ· ταῦτα δὲ πάντα, πρὸς νουθεσίαν ἡμῶν γέγραπται, ὅπως νηστεύοντες, χρηστότητα ποιήσωμεν· καὶ δῴη ἡμῖν Κύριος, ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ ἐπουράνια.

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία εἰς τὴν Ε´ Κυριακὴν τῶν Νηστειῶν

Τοῦ ἀρχιμ. Φωτίου Ἰωακεὶμ

«Ὅς ἂν θέλῃ μέγας γενέσθαι ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος»
 
Σήμερα, χάριτι Θεοῦ, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, εὑρισκόμαστε ἤδη στὴν Ε´ Κυριακὴ τῶν Νηστειῶν. Καί, ὅπως καθ᾽ ὅλο τὸν λειτουργικὸ χρόνο, ἔτσι καὶ τώρα, ἰδιαίτερα τώρα, κατὰ τὴν εὐλογημένη τούτη περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, ὡς φιλόστοργη μητέρα, μὲ τοὺς ὡραίους ὕμνους καὶ τὰ ἐπιλεγμένα ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα, μᾶς καθοδηγεῖ στὴν ὁδὸ τοῦ πνευματικοῦ ἀγώνα τῶν Νηστειῶν, ποὺ καταλήγει στὰ ἄχραντα Πάθη τοῦ Κυρίου καὶ τὴν ζωηφόρο του Ἀνάσταση. Εἶναι γιὰ τοῦτο, ποὺ ὁρίστηκε νὰ διαβάζουμε σήμερα τὴν εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἐπειδὴ περιλαμβάνει, ἐνόψει τῆς Μεγάλης Ἑβδομάδας ποὺ πλησιάζει, τὴν πρόρρηση τοῦ Χριστοῦ μας γιὰ τὰ Πάθη καὶ τὴν τριήμερη Ἀνάστασή του, ἀλλὰ καὶ τὴν σωτήρια διδαχή του, γιὰ τὸν τρόπο ζωῆς, μὲ τὸν ὁποῖο ἀξιωνόμαστε νὰ γίνουμε μέτοχοι τῆς οὐράνιας βασιλείας του.
 
Τὸ σπουδαῖο σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα διαλαμβάνει γιὰ τὴν ἀκρίβεια τρεῖς ψυχοσωτήριες ὑποθέσεις: Πρώτη, τὴν προφητεία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ γιὰ τὸ ἐπεικείμενο τότε Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του• δεύτερη, τὴν αἴτηση τῶν υἱῶν τοῦ Ζεβεδαίου, δηλ. τῶν ἀποστόλων Ἰάκωβου καὶ Ἰωάννη, γιὰ πρωτοκαθεδρία στὴ βασιλεία τοῦ Κυρίου καί, τρίτη, τὴ νουθεσία τοῦ Θεανθρώπου γιὰ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ πιστὸς χριστιανὸς μπορεῖ νὰ ἀνέλθει στὴν ἀληθινὴ δόξα καὶ ἁγιότητα.Ὁ Ἰησοῦς ἀνεβαίνει γιὰ τελευταία φορὰ στὰ Ἱεροσόλυμα. Καὶ ἐπειδὴ πλησιάζει ὁ καιρὸς τῆς σταυρικῆς Του θυσίας, προετοιμάζει τοὺς ἀδύνατους ἀκόμη καὶ ἀτελεῖς μαθητές Του. Τοὺς προλέγει τὴν σκευωρία τῶν ἀρχιερέων καὶ Γραμματέων, τὴ σύλληψή του, τοὺς ἐμπαιγμούς, τὶς μαστιγώσεις, τοὺς ἐμπτυσμούς, τέλος τὴ θανάτωσή Του καὶ τὴν τριήμερη Ἀνάστασή Του. Καί, ὅπως λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ἐπειδὴ ἦταν φυσικό, ἂν καὶ τοὺς προανέφερε κι ἄλλες φορὲς γιὰ τὸ ἐπερχόμενο Πάθος Του, ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ δὲν ἤθελαν κἂν νὰ τὸ σκεφθοῦν, τὸ ξεχνοῦσαν, τοὺς τὸ ὑπενθυμίζει συχνά, ὥστε, ὅταν θὰ ἔβλεπαν τὸ πανώδυνο ἐκεῖνο τέλος Του, καὶ νὰ μειώσει τὴ λύπη τους, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀντιληφθοῦν ὅτι ἐν γνώσει Του καὶ μὲ τὴν θέλησή Του ὑπέμεινε τὴν Σταύρωση, γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου.

 

Ἀλλά, οἱ μαθητές Του, μὴ ἔχοντας ἀκόμη τὴν πληρότητα τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἀδυνατοῦν νὰ ἀντιληφθοῦν τοὺς λόγους Του. Νομίζουν, πὼς ἡ βασιλεία καὶ δόξα τοῦ διδασκάλου τους, γιὰ τὴν ὁποία συχνὰ τοὺς ὁμιλοῦσε, θὰ ἦταν ἐπίγεια, ἐγκόσμια! Μάλιστα, εἶχαν ἀκούσει νὰ τοὺς ὑπόσχεται, ὅτι θὰ καθίσουν σὲ δώδεκα θρόνους, γιὰ νὰ κρίνουν τὶς δώδεκα φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Εἶναι δὲ γνωστό, πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε ὡς ἐκλεκτότερους καὶ πλέον ἔμπιστους τρεῖς ἀπὸ τὴ χορεία τῶν μαθητῶν: Τὸν Πέτρο, τὸν Ἰάκωβο καὶ τὸν Ἰωάννη. Φοβούμενοι δὲ οἱ δύο τελευταῖοι, οἱ υἱοὶ τοῦ Ζεβεδαίου Ἰωάννης καὶ Ἰάκωβος τὸ πρωτεῖο, ποὺ ἔδειχνε νὰ παραχωρεῖ ὁ Κύριος στὸν Πέτρο, τολμοῦν νὰ τοῦ ζητήσουν μιὰ χάρη. Τοῦ ζητοῦν ἀπερίφραστα («θέλομεν ἵνα, ὃ ἐὰν αἰτήσωμεν, ποιήσῃς ὑμῖν»), νὰ τοὺς δώσει τὴν πρωτοκαθεδρία σ᾽αὐτὴ τήν, ὅπως νόμιζαν, ἐγκόσμια βασιλεία Του, καὶ νὰ τοὺς κάνει πρωτόθρονους: νὰ τοποθετήσει τὸν ἕνα στὰ δεξιὰ καὶ τὸν ἄλλο στὰ ἀριστερά Του! Καὶ τοῦ ζήτησαν τότε αὐτὴ τὴ χάρη, γιατί ὅπως ἀναφέρει ὁ Λουκᾶς στὴν ἴδια χρονικὴ συνάφεια, νόμιζαν πώς, ἐπειδὴ πλησίαζε ὁ Κύριος στὰ Ἱεροσόλυμα, θὰ φανερωνόταν τότε ἀμέσως ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Λουκ.19,11). Λυπημένος ὁ Κύριος γιὰ τὴν παχυλότητα τῆς ἀντίληψής τους, ἀλλὰ καὶ τὸ πάθος τῆς φιλοδοξίας, ποὺ τοὺς κατεῖχε, τοὺς ἀπαντάει: «Δὲν γνωρίζετε, παιδιά μου, τί ζητᾶτε. Δὲν ἀντιληφθήκατε τὸ ποιὰ καὶ ποῦ καὶ πότε θὰ εἶναι ἡ δόξα καὶ βασιλεία μου.» Καί, ξαναδοκιμάζοντας τὸ φιλότιμό τους καὶ προσπαθῶντας νὰ τοὺς φέρει σὲ συναίσθηση, τοὺς ἐρωτᾶ, θέτοντας τὶς προϋποθέσεις συμμετοχῆς καὶ δόξας στὴν οὐράνια βασιλεία Του: « Μπορεῖτε νὰ πιεῖτε τὸ ποτήριο, ποὺ ἐγὼ σύντομα πίνω καὶ νὰ βαπτισθεῖτε στὸ βάπτισμα, στὸ ὁποῖο ἐγὼ πρόκειται νὰ βαπτισθῶ;» Ἐδῶ ὁ Κύριός μας καὶ πάλιν μὲ τοὺς ὅρους ποτήριο καὶ βάπτισμα ὑπαινίσσεται παραβολικὰ πλὴν μὲ σαφήνεια τὸ ἐπικείμενο μαρτυρικό Του τέλος, στὸ ὁποῖο θὰ μετεῖχε μὲ ὁλόκληρη τὴν ψυχὴ (ποτήριο) καὶ ὅλο τὸ σῶμα Του (βάπτισμα). Καὶ εἶναι σὰν νὰ τοὺς ἔλεγε: Ἐσεῖς, ζητᾶτε δόξες καὶ τιμὲς καὶ πρωτοκαθεδρίες! Στὴ βασιλεία μου ὅμως μετέχουν καὶ δοξάζονται μόνοι αὐτοί, ποὺ μετέχουν στὰ Πάθη μου. Αὐτοί, ποὺ σηκώνουν τὸν σταυρὸ τῶν ἑκουσίων καὶ ἀκουσίων θλίψεων γιὰ τὴν ἀγάπη μου, ἐφαρμόζοντας μέχρι τέλους τὶς ἐντολές μου, τηρῶντας μέχρι θανάτου τὴν Πίστη τους. Αὐτοί, ποὺ ὑφίστανται τὸ μαρτύριο, εἴτε τὸ ἀναίμακτο τῆς συνειδήσεως, εἴτε τὸ αἱματηρὸ τῆς ὁμολογίας τῆς Πίστης! Μά, ὅταν ἀπερίσκεπτα τοῦ ἀπάντησαν, πὼς θὰ μποροῦσαν νὰ πιοῦν τὸ ποτήριο καὶ νὰ βαπτισθοῦν στὸ βάπτισμά Του, χωρὶς νὰ κατανοήσουν τί ὄντως τοῦτο σήμαινε, τοὺς προφήτευσε ὅτι, πράγματι θὰ μετεῖχαν τελικῶς στὰ Πάθη του (ἐννοῶντας τὶς ποικίλες θλίψεις καὶ διωγμούς τους στὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, ἀλλὰ καὶ τὸν διὰ μαχαίρας θάνατο τοῦ Ἰακώβου), γιὰ νὰ καταλήξει: «Τὸ νὰ μετάσχει κάποιος στὴ δόξα μου, δὲν ἀνήκει σὲ μένα, ἀλλὰ σὲ ὅσους ἔχει ἑτοιμασθεῖ.» Ἐδῶ ὁ Χριστός μας δείχνει ἄκρα ταπείνωση, ἐννοῶντας πὼς τὴν δόξα αὐτὴ δὲν τὴν παραχωρεῖ ὁ ἴδιος ὡς ἁπλὸς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ ἄναρχος Πατέρας Του καὶ ἀσφαλῶς ὁ ἴδιος, ὡς Θεάνθρωπος ὅμως• καὶ τὴν παραχωρεῖ «οἷς ἡτοίμασται», σ᾽ αὐτούς, ποὺ τοὺς ἔχει ἑτοιμασθεῖ, δηλαδὴ σ᾽ αὐτούς, ποὺ μὲ τὰ ἐνάρετα ἔργα τους καταστάθηκαν ἄξιοι αὐτῆς τῆς δόξας.

Ὁ Ἰάκωβος κι ὁ Ἰωάννης, ἐπισημαίνει καὶ πάλιν ὁ θεῖος Χρυσόστομος, εἶχαν ζητήσει τὴν πρωτοκαθεδρία ἀπὸ τὸν Κύριο, παίρνοντάς τον παράμερα, γιατὶ αἰσθάνονταν τὸ πάθος τους καὶ ντρέπονταν καὶ τοὺς ἄλλους μαθητές. Ἀλλά, ἐπειδὴ προφανῶς ὁ Χριστὸς μίλησε στοὺς δύο αὐτοὺς ἔντονα, ἄκουσαν καὶ οἱ ἄλλοι μαθητές, καὶ ἄρχισαν νὰ ἀγανακτοῦν γιὰ τὸ αἴτημα τῶν δύο, διότι, ἂν αὐτοὶ τιμῶνταν περισσότερο, αὐτοὶ ἀσφαλῶς θὰ παραγκωνίζονταν! Καὶ τοὺς συγκεντρώνει ὅλους μαζί, γιὰ νὰ τοὺς νουθετήσει κατάλληλα. Καὶ πρῶτα τοὺς ὑποδεικνύει, μὲ τὸ παράδειγμα τῶν ἀρχόντων τῶν ἐθνῶν, ὅτι τὸ πάθος τοῦτο τῆς φιλοπρωτείας εἶναι ἴδιον τῶν ἐθνικῶν, δηλ. τῶν εἰδωλολατρῶν, καὶ ὅτι εἶναι πάθος τυραννικό, ποὺ ἐνοχλεῖ καὶ αὐτούς, ποὺ κατέχουν μεγάλα ἀξιώματα. Εἶναι δηλ. πάθος, τελείως ἀνάρμοστο σὲ μαθητές Του! Μὲ τὸν τρόπο αὐτό, καὶ τοὺς δέκα ἔκανε νὰ ντραποῦν γιὰ τὸν φθόνο τους, καὶ τοὺς δύο ταπείνωσε γιὰ τὸ πάθος καὶ τὴν ἀπερισκεψία τους. Κι ἀφοῦ στιγμάτισε τὸ πάθος, παρουσίασε καὶ τὸ φάρμακο: « Ὅποιος θέλει νὰ καταστεῖ μεγάλος ἀνάμεσά σας, πρέπει νὰ γίνει ὑπηρέτης τῶν ἄλλων. Κι ὅποιος θέλει νὰ γίνει πρῶτος μεταξύ σας, πρέπει νὰ γίνει δοῦλος ὅλων.» Ὤ οὐράνιας διαδασκαλίας τοῦ Κυρίου, μὲ τὴν ὁποία ὁδηγεῖ τὶς ψυχές μας σὲ ταπείνωση! Καὶ συνεχίζει: «Κι ὅτι αὐτὰ δὲν τὰ λέγω ἔτσι ἁπλᾶ, σὰν κούφια λόγια καὶ θεωρίες, πάρτε τὴν ἀπόδειξη ἀπ᾽ ὅσα κάνω καὶ πάσχω γιὰ χάρη σας. Διότι ἐγὼ ἔπραξα καὶ περισσότερα: Διότι, ἐνῶ ἐγὼ εἶμαι βασιλιὰς τῶν ἄνω δυνάμεων, ἔγινα μὲ τὴ θέλησή μου ἄνθρωπος, καὶ καταδέχθηκα νὰ καταφρονηθῶ καὶ νὰ ὑβρισθῶ. Καὶ δὲν ἀρκέσθηκα μόνο σ᾽ αὐτά, ἀλλὰ καὶ ὑφίσταμαι πανώδυνο θάνατο. Γιατὶ ἐγώ, ὡς ἄνθρωπος, δὲν ἦλθα στὸν κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ ὑπηρετηθῶ, ἀλλὰ γιὰ νὰ ὑπηρετήσω τὸ μέγιστο ἔργο τῆς καταλλαγῆς τοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, δίνοντας τὴν ψυχή μου, δηλ. θυσιάζοντας τὴ ζωή μου ὡς ἀντίλυτρο, γιὰ τὴ σωτηρία ὅλων τῶν ἀνθρώπων.»

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ὁ Κύριός μας, ὅπως εἴδαμε, ἀπορρίπτει κάθετα τὴν ἐπιβολὴ καὶ τὴν καταπίεση, ὠς μέσα ἀνάδειξής μας. Οἱ ἄρχοντες τοῦ κόσμου τούτου καταλαμβάνουν συχνὰ ἀξιώματα ὄχι ἀξιοκρατικά, ἀλλὰ μὲ τὴ δύναμη, τὴν καταπίεση, τὴν τυραννία ἢ τὴ ραδιουργία, μὲ τὴ δημαγωγία καὶ τὴν κολακεία. Ἀνάλογες πρακτικὲς ἀκολουθοῦνται δυστυχῶς ἀνέκαθεν, ὄχι μόνο γιὰ τὴν κατάληψη μεγάλων ἀξιωμάτων, ἀλλὰ καὶ γιὰ μιὰ ἁπλῆ διάκριση ἢ μιὰ συνηθισμένη προαγωγή. Τὰ μέσα, ποὺ μετερχόμαστε πολλοί, εἶναι ἀλίμονο ἐγωιστικά, σκοτεινὰ καὶ ἀνέντιμα. Μπροστὰ στὴ δική μας ἐξέλιξη παραβλέπουμε κάθε κανόνα δικαίου. Ὑποσκάπτουμε τὴν καλὴ ὑπόληψη τῶν ἄλλων. Μὰ ὁ Κύριος καταδικάζει τοῦτο τὸν τρόπο ἀνάδειξης καὶ ἀπορρίπτει ἀξιώματα καὶ τιμές, ποὺ ἀποκτῶνται μὲ ἀνέντιμα μέσα. Ταυτόγχρονα, κατακρίνει καὶ τὴν ἐγωπαθὴ καὶ τυραννικὴ ἄσκηση ἀξιωμάτων, ποὺ τυχὸν ἀναλαμβάνουμε.

Καί, τί μᾶς ἀντιπροτείνει; Τὸν εὐαγγελικὸ δρόμο τῆς ταπείνωσης καὶ προσφορᾶς. Μᾶς ὑποδεικνύει τὴν ἐν ἀγάπῃ ὑπηρεσία τῶν ἄλλων. «Ὅς ἂν θέλῃ μέγας γενέσθαι ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος.» Στὰ ἀθάνατα τοῦτα λόγια τοῦ Χριστοῦ διαφαίνεται, ὅτι ἀληθινὰ μεγάλος δὲν εἶναι αὐτός, ποὺ καταδυναστεύει καὶ ἐξουσιάζει, ἀλλὰ αὐτός, ποὺ ἀγαπᾶ ἀληθινά, κι αὐτή του ἡ ἀγάπη τὸν κάνει νὰ ταπεινώνεται καὶ νὰ γίνεται ὑπηρέτης τῶν ἄλλων. Καί πρῶτος εἶναι αὐτός, ποὺ καταδέχεται ἐν ὀνόματι τῆς ἀγάπης νὰ γίνεται δοῦλος τῶν ἄλλων. Ἀσφαλῶς, γιὰ νὰ ἐπιτευχθοῦν τέτοια πνευματικὰ κατορθώματα, πρέπει νὰ ὑπάρχει στὴν καρδιά μας ἀγάπη καὶ ταπείνωση Χριστοῦ. Ὅποιος ἀγαπᾶ πραγματικά, θυσιάζεται γιὰ τοὺς ἄλλους. Κι ὅποιος ταπεινώνεται γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς θὰ ἐξυψωθεῖ: « Ὅτι πᾶς ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται».

Ἀδελφοί μου, στὶς μέρες μας, ποὺ συγκλονίζεται ὁ τόπος μας ἀπὸ τὶς ὀδυνηρώτατες συνέπειες τῆς οἰκονομικῆς κρίσης, καὶ καταρρέει τὸ κοσμοείδωλο, ποὺ φτιάξαμε, τοῦ νεοπλουτισμοῦ, καὶ παρέρχεται τὸ φάσμα τοῦ ὑλικοῦ εὐδαιμονισμοῦ, περισσότερο παρὰ ἄλλοτε πρέπει νὰ κρατηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀκράδαντη πέτρα τῆς Πίστης μας καὶ σ᾽ αὐτὴν νὰ στεριώσουμε, κι ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας, τὸ μέλλον τοῦ τόπου μας. Νὰ ἀντιληφθοῦμε, ὅτι ἡ σημερινὴ πολιτικοικονομικὴ καὶ ἐθνική μας κρίση εἶναι ἀποτέλεσμα μιᾶς μακρόχρονης πνευματικῆς μας κρίσης. Καλούμαστε, λοιπόν, νὰ προσπέσουμε στὸν ἐλεήμονα Θεό μας μὲ πίστη, ἐλπίδα ἀλλὰ καὶ γνήσια μετάνοια. Καί, παράλληλα, νὰ δείξουμε ἔμπρακτα τὴν ἀγάπη πρὸς τοὺς ἐμπερίστατους καὶ πάσχοντες ποικιλότροπα συνανθρώπους μας, ἐφαρμόζοντας μὲ ταπείνωση τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου τῆς σημερινῆς περικοπῆς, γιὰ διακονία τῶν ἀδελφῶν μας. Καί, κατὰ τὴν ἀψευδὴ τοῦ Κυρίου ἐπαγγελία, ποὺ εἶπε, «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα (τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπὶ γῆς εὐημερία μας) προστεθήσεται ὑμῖν», ἀφοῦ ταπεινωθοῦμε ὅλοι μας καὶ μετανοήσουμε εἰλικρινὰ γιὰ τὰ λάθη καὶ πάθη μας καὶ ἐκζητήσουμε ἀληθινὰ τὸν Θεό, νὰ εἴμαστε βέβαιοι, πὼς δὲν θὰ μᾶς παραβλέψει ἡ ἀγαθότητά Του. Ἀλλά, καὶ τὴν πρόσκαιρη ζωή μας θὰ εὐλογήσει, νὰ τὴ διέλθουμε εἰρηνικὰ καὶ μὲ αὐτάρκεια, καὶ ἐκείνης τῆς αἰώνιας καὶ μὴ παρερχόμενης θὰ μᾶς ἀξιώσει, διὰ πρεσβειῶν τῆς Ὑπερευλογημένης Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου Μαρίας καὶ πάντων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 20 Ἀπριλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΟΡΤΗΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ Ε’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα 
9: 1-7

Ἀδελφοί, εἶχεν ἡ πρώτη σκηνὴ δικαιώματα λατρείας τό τε ῞Αγιον κοσμικόν. Σκηνὴ γὰρ κατεσκευάσθη ἡ πρώτῃ ἐν ᾗ ἥ τε λυχνία καὶ ἡ τράπεζα καὶ ἡ πρόθεσις τῶν ἄρτων, ἥτις λέγεται ῞Αγια. Μετὰ δὲ τὸ δεύτερον καταπέτασμα σκηνὴ ἡ λεγομένη ῞Αγια ῾Αγίων, χρυσοῦν ἔχουσα θυμιατήριον καὶ τὴν κιβωτὸν τῆς διαθήκης περικεκαλυμμένην πάντοθεν χρυσίῳ, ἐν ᾗ στάμνος χρυσῆ ἔχουσα τὸ μάννα καὶ ἡ ῥάβδος ᾿Ααρὼν ἡ βλαστήσασα καὶ αἱ πλάκες τῆς διαθήκης, ὑπεράνω· δὲ αὐτῆς Χερουβὶμ δόξης κατασκιάζοντα τὸ ἱλαστήριον· περὶ ὧν οὐκ ἔστι νῦν λέγειν κατὰ μέρος. Τούτων δὲ οὕτω κατεσκευασμένων εἰς μὲν τὴν πρώτην σκηνὴν διὰ παντὸς εἰσίασιν οἱ ἱερεῖς τὰς λατρείας ἐπιτελοῦντες, εἰς δὲ τὴν δευτέραν ἅπαξ τοῦ ἐνιαυτοῦ μόνος ὁ ἀρχιερεύς, οὐ χωρὶς αἵματος, ὃ προσφέρει ὑπὲρ ἑαυτοῦ καὶ τῶν τοῦ λαοῦ ἀγνοημάτων.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ Ε’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
1: 39 – 49. 56

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ἀναστᾶσα Μαριὰμ ἐπορεύθη εἰς τὴν ὀρεινὴν μετὰ σπουδῆς εἰς πόλιν Ἰούδα, καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον Ζαχαρίου καὶ ἠσπάσατο τὴν Ἐλισάβετ. καὶ ἐγένετο ὡς ἤκουσεν ἡ Ἐλισάβετ τὸν ἀσπασμὸν τῆς Μαρίας, ἐσκίρτησεν τὸ βρέφος ἐν τῇ κοιλίᾳ αὐτῆς· καὶ ἐπλήσθη Πνεύματος ἁγίου ἡ Ἐλισάβετ καὶ ἀνεφώνησε φωνῇ μεγάλῃ καὶ εἶπεν· Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξί καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου. καὶ πόθεν μοι τοῦτο ἵνα ἔλθῃ ἡ μήτηρ τοῦ Κυρίου μου πρὸς μέ; ἰδοὺ γὰρ ὡς ἐγένετο ἡ φωνὴ τοῦ ἀσπασμοῦ σου εἰς τὰ ὦτά μου, ἐσκίρτησεν τὸ βρέφος ἐν ἀγαλλιάσει ἐν τῇ κοιλίᾳ μου. καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου. Καὶ εἶπε Μαριάμ· Μεγαλύνει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον καὶ ἠγαλλίασε τὸ πνεῦμά μου ἐπὶ τῷ Θεῷ τῷ σωτῆρί μου, ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῆς δούλης αὐτοῦ. ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί. ὅτι ἐποίησέ μοι μεγάλα ὁ δυνατός καὶ ἅγιον τὸ ὄνομα αὐτοῦ, Ἔμεινε δὲ Μαριὰμ σὺν αὐτῇ ὡσεὶ μῆνας τρεῖς καὶ ὑπέστρεψεν εἰς τὸν οἶκον αὐτῆς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Prophecy: When Israel Hits Iran’s Nuclear Facilities… (Προφητεία: Όταν το Ισραήλ χτυπήσει το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν…)

Fr. Peter Heers discusses the role of Israel, Iran, and Turkey in the context of prophecies from modern Orthodox saints. Watch the full interview at: https://www.orthodoxethos.com/interviews

Περιστερώνα (Μόρφου) – Ιερός Ναός Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος: Αγρυπνία Ακαθίστου Ύμνου και μνημόσυνο μακαριστού Γέροντος Κυρίλλου, ηγουμένου της ιεράς μονής Οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία (19 Απριλίου 2024)

Αντίγραφο της Παναγίας του Ακαθίστου που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους

Αντίγραφο της Παναγίας του Ακαθίστου που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους

Η Εκκλησία Περιστερώνας ανακοινώνει σε όλους τους πιστούς, ότι την Παρασκευή 19 Απριλίου 2024, ημέρα κατά την οποία ψέλνεται προς την Υπεραγία Θεοτόκο ο Ακάθιστος Ύμνος, θα τελεστεί στον Ναό των Οσίων Βρανάβα και Ιλαρίωνος στην Περιστερώνα, η καθιερωμένη Αγρυπνία της ενορίας στις 7:00 μ.μ., χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.

Κατά την διάρκεια της Αγρυπνίας θα τεθεί προς προσκύνηση πιστό αντίγραφο της Παναγίας του Ακαθίστου που βρίσκεται στην Ιερά Μονή Μονή Διονυσίου, Αγίου Όρους.

Στο τέλος της Αγρυπνίας θα τελεστεί το μνημόσυνο του μακαριστού Γέροντος Κυρίλλου Γεραντώνη (+ 30 Μαρτίου 2012), ηγουμένου της ιεράς μονής Οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία, υποτακτικού και διαδόχου του Αγίου Ιακώβου του «με συγχωρείτε» του θαυματουργού.

Μακαριστός Γέροντας Κύριλλος, ηγούμενος της ιεράς μονής οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία

Αφιέρωμα στον μακαριστό Γέροντα Κύριλλο από την ιερά μονή Οσίου Δαυίδ του εν Ευβοία:

Γέρων Κύριλλος – Μέρος 1

Γέρων Κύριλλος – Μέρος 2

Γέρων Κύριλλος – Μέρος 3

Γέρων Κύριλλος – Μέρος 4