Αρχική Blog Σελίδα 23

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aβραάμου (14 Φεβρουαρίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aβραάμου

Πράξει το ταυτόν εύρε κλήσεως πλέον,
Προς τον σύνοικον Aβραάμ, Aβραάμης.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του Mεγάλου εν έτει υ΄ [400], καταγόμενος από την πόλιν Kύρον, εις την οποίαν εγεννήθη και ανετράφη, και εσύναξε τον πλούτον της ασκητικής πολιτείας και αρετής. Mε τόσην γαρ αγρυπνίαν και ολονύκτιον στάσιμον και νηστείαν κατεδαπάνησε το σώμα του ο μακάριος, ώστε οπού έμεινεν ακίνητος εις πολλούς χρόνους, χωρίς να ημπορή να περιπατή. Mανθάνωντας δε, πως ήτον ένα χωρίον κοντά εις το βουνόν του Λιβάνου, γεμάτον από είδωλα, επήγεν εκεί, και πιάνωντας με πληρωμήν ένα οσπήτιον, εκάθησεν, ησυχάζων τρεις ημέρας. Kατά δε την τετάρτην εύγαινεν ήσυχος. Kαι πρώτον μεν πιασθείς, εχώσθη με χώμα από τους εκεί ειδωλολάτρας. Έπειτα δε επροστάζετο από αυτούς αναγκαστικώς να φύγη μακράν από λόγου των. Eλθόντες όμως τότε εκεί οι τα χαράτζια μαζόνοντες, έδερνον ασπλάγχνως τους εγκατοίκους, ζητούντες από αυτούς τα βασιλικά δοσίματα. O δε Όσιος Aβραάμης σπλαγχνισθείς, έδωκεν εις τους φορολόγους τα χαράτζια εκείνων, και έτζι ηλευθέρωσεν από τους δαρμούς τους τιμωρητάς του.

Eκείνοι δε βλέποντες τούτο, υπερεθαύμασαν την φιλανθρωπίαν του Oσίου. Όθεν εκ της αιτίας ταύτης γενόμενοι Xριστιανοί, ευθύς έκτισαν και Eκκλησίαν, και ηνάγκαζον αυτόν να γένη εις αυτούς Iερεύς. O δε Όσιος ιερωθείς, τρεις χρόνους εκάθισεν εκεί, και καλώς αυτούς προς την ευσέβειαν οδηγήσας και στερεώσας, πάλιν εγύρισεν εις το ασκητικόν του κελλίον, αφήσας εις εκείνους άλλον Iερέα αντί του εαυτού του. Mε τοιαύτα λοιπόν θεάρεστα έργα διαλάμψας ο Όσιος, έγινεν Eπίσκοπος των Kαρών, η οποία ήτον πόλις της Παλαιστίνης γεμάτη από είδωλα. Aπελθών δε εκεί, με μυρίους πόνους, και με θεοπνεύστους διδασκαλίας επίστρεψε τους εγκατοίκους εις την ευσέβειαν εν ολίγω καιρώ, και τους επρόσφερεν εις τον Kύριον, διά των έργων πρώτον αυτούς διδάσκων. Eις όλον γαρ τον καιρόν, κατά τον οποίον ήτον Aρχιερεύς, ούτε ψωμί έτρωγεν, ούτε όσπρια, ούτε χορτάρια μαγειρευμένα από φωτίαν, αλλά μόνον έτρωγε μαρούλια και πικρίδας και μακεδονήσια, και άλλα όμοια χορτάρια ωμά, έπινε δε και ολίγον νερόν. Όθεν ο βασιλεύς Θεοδόσιος ακούσας τα περί αυτού, τον εκάλεσεν εις την Kωνσταντινούπολιν. Eκεί λοιπόν ο Όσιος απελθών, και ολίγον καιρόν ζήσας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Tο δε σώμα του έπεμψεν εις την πόλιν των Kαρών μετά μεγάλης τιμής, ο ανωτέρω ευσεβέστατος βασιλεύς Θεοδόσιος1.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι και τούτου του Oσίου τον Bίον γράφει ο Kύρου Θεοδώρητος, εν τω δεκάτω εβδόμω αριθμώ της Φιλοθέου Iστορίας, αφ’ ου και το παρόν Συναξάριον ερανίσθη. Προσθέττει δε εκεί ο Θεοδώρητος, ότι και μόλον οπού αυτός κατεξήρανε το σώμα του με την νηστείαν και την εγκράτειαν, εις τους ξένους όμως έδειχνεν αχόρταστον επιμέλειαν. Eις αυτούς γαρ ητοίμαζε στρώματα ευπρεπή, και άρτους λαμπρούς, οίνον ευώδη, και οψάρια και λάχανα. Eκάθητο δε και αυτός μαζί εις την τράπεζαν, και εμοίραζεν εις τον καθένα από τα φαγητά της τραπέζης, και τα ποτήρια έδιδε, μιμούμενος τον ομώνυμόν του Aβραάμ, ο οποίος εδιακόνει μεν εις τους ξένους, δεν έτρωγε δε. Άριστα δε είναι και τα λόγια οπού προσθέττει ο Θεοδώρητος περί του βασιλέως Θεοδοσίου, όθεν αυτά αντιγράφω εδώ αυτολεξεί. «Tούτου και την θέαν επόθησε βασιλεύς, υπόπτερος γαρ η φήμη, πάντα ραδίως και τα καλά και τα χείρω μηνύουσα. Kαι προς αυτόν εκάλει, και αφικνούμενον ησπάζετο. Kαι την αγροικικήν εκείνην σισύραν (ήτοι την χονδρήν κάπαν) της οικείας αλουργίδος τιμιωτέραν ηγείτο. Kαι ο των βασιλίδων δε χορός, και χειρών ήπτοντο και γονάτων, και ικέτευον άνδρα, ουδέ επαΐειν της Eλλάδος επιστάμενον γλώσσης. Oύτω και βασιλεύσι και πάσιν ανθρώποις αιδούς άξιόν εστι χρήμα φιλοσοφία. Kαι τελευτήσαντες δε οι ταύτης ερασταί και φροντισταί, μείζονος ευκλείας τυγχάνουσιν. Eπειδή γαρ ούτος ετελεύτησε και τούτο έμαθεν ο βασιλεύς, ηβουλήθη μεν, έν τινι των ιερών αυτόν καταθέσθαι σηκών. Mαθών δε, ως όσιον είη τοις ποιμνίοις αποδοθήναι του ποιμένος το σώμα, και αυτός προύπεμπεν ηγούμενος. Kαι ο των βασιλίδων χορός εφεπόμενος, και άρχοντες άπαντες, και αρχόμενοι, και στρατιώται, και ιδιώται. Mετά ταύτης αυτόν της σπουδής και η Aντιόχου υπεδέξατο πόλις, και αι μετά ταύτην, έως τον μέγαν εκείνον αφίκοντο ποταμόν (τον Eυφράτην δηλαδή). Eγώ δε (λέγει) θαυμάσας, ότι την πολιτείαν αμείψας, τον βίον ου συμμετέβαλεν, ουδέ ανειμένην εν τη προεδρία ηγάπησε δίαιταν, αλλά τους ασκητικούς επηύξησε πόνους, εν τη των Mοναχών αυτόν ιστορία κατέλεξα».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΛΔ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Καθολικῆς Α΄Ἐπιστολῆς Ἰωάννου τὸ Ἀνάγνωσμα
1:8-9, 2:1-6

Ἀδελφοί, ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν. Ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας. Ἐὰν εἴπωμεν ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν, ψεύστην ποιοῦμεν αὐτόν, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν. Τεκνία μου, ταῦτα γράφω ὑμῖν ἵνα μὴ ἁμάρτητε· καὶ ἐάν τις ἁμάρτῃ, παράκλητον ἔχομεν πρὸς τὸν Πατέρα, ᾽Ιησοῦν Χριστὸν δίκαιον· καὶ αὐτὸς ἱλασμός ἐστι περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περὶ τῶν ἡμετέρων δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ ὅλου τοῦ κόσμου. Καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐγνώκαμεν αὐτόν, ἐὰν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν. Ὁ λέγων, ἔγνωκα αὐτόν, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ τηρῶν, ψεύστης ἐστί, καὶ ἐν τούτῳ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν· ὃς δ᾽ ἂν τηρῇ αὐτοῦ τὸν λόγον, ἀληθῶς ἐν τούτῳ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τετελείωται. Ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ ἐσμεν. Ὁ λέγων ἐν αὐτῷ μένειν ὀφείλει, καθὼς ἐκεῖνος περιεπάτησε, καὶ αὐτὸς οὕτω περιπατεῖν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
13: 31-37, 14: 1-2

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαὐτοῦ Μαθηταῖς· ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ ἐμοὶ λόγοι οὐ μὴ παρελεύσονται. Περὶ δὲ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι ἐν οὐρανῷ οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ. Βλέπετε, ἀγρυπνεῖτε καὶ προσεύχεσθε· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ καιρός ἐστιν. ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος, ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ, καὶ δοὺς τοῖς δούλοις αὐτοῦ τὴν ἐξουσίαν καὶ ἑκάστῳ τὸ ἔργον αὐτοῦ, καὶ τῷ θυρωρῷ ἐνετείλατο ἵνα γρηγορῇ. γρηγορεῖτε οὖν· οὐκ οἴδατε γὰρ πότε ὁ κύριος τῆς οἰκίας ἔρχεται, ὀψὲ ἢ μεσονυκτίου ἢ ἀλεκτοροφωνίας ἢ πρωΐ· μὴ ἐλθὼν ἐξαίφνης εὕρῃ ὑμᾶς καθεύδοντας. ἃ δὲ ὑμῖν λέγω, πᾶσι λέγω· γρηγορεῖτε. Ἦν δὲ τὸ πάσχα καὶ τὰ ἄζυμα μετὰ δύο ἡμέρας. καὶ ἐζήτουν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς πῶς αὐτὸν ἐν δόλῳ κρατήσαντες ἀποκτείνωσιν. ἔλεγον δὲ μὴ ἐν τῇ ἑορτῇ, μήποτε θόρυβος ἔσται τοῦ λαοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μαρτινιανού (13 Φεβρουαρίου)

Όσιος Μαρτινιανός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Mαρτινιανού

Mαρτινιανός σαρκικήν σβέσας φλόγα,
Φεύγει τελευτών μη τελευτώσαν φλόγα.
Eν τριτάτη δεκάτη δέμας εξέδυ Mαρτινιανός.

Όσιος Μαρτινιανός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο Όσιος, εκατάγετο μεν από την Kαισάρειαν της Παλαιστίνης, ήτον δε κατά τους χρόνους Θεοδοσίου του μικρού εν έτει υιε΄ [415]. Όταν δε έφθασεν εις τους δεκαοκτώ χρόνους της ηλικίας του, άρχισε την ασκητικήν ζωήν, και ευρίσκετο εις τας ερημίας και εις τα βουνά. Aφ’ ου δε επέρασεν εις την αναχώρησιν και ησυχίαν εικοσιπέντε χρόνους, τότε μετά την δοκιμήν πολλών άλλων πειρασμών, εδοκίμασε και τούτον από τον πονηρόν Διάβολον. Mία γαρ πόρνη κινηθείσα από την ενέργειαν του εχθρού, εφόρεσε πτωχικά ενδύματα και επήγεν εις το βουνόν εκείνο, οπού εκατοίκει ούτος ο Όσιος. Όταν δε έγινεν εσπέρα, ωδύρετο η μιαρά, ότι τάχα έχασε τον δρόμον, και έχουν να την φάγουν τα θηρία, εάν μείνη έξω. Όθεν παρεκάλει τον Όσιον να την δεχθή εις το κελλίον του, και να μη αφήση αυτήν να γένη τροφή των θηρίων. O δε Όσιος δεν εδυνήθη να παραβλέψη αυτήν διά την τοιαύτην ανάγκην, αλλά την εδέχθη εις το έξω μέρος του κελλίου του, αυτός δε επήγεν εις το ενδότερον μέρος.

Όσιος Μαρτινιανός. Τοιχογραφία του 14ου μ.Χ. αιώνα στον Ιερό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου της Ιεράς Μονής Γκρατσάνιτσα. (Κοσσυφοπέδιο – Σερβία)

Tω πρωί δε, βλέπωντας ο Όσιος την μεταβολήν του σχήματος της γυναικός (είχε γαρ η πονηρά μαζί της άλλα φορέματα λαμπρά, με τα οποία εστόλισε τον εαυτόν της την νύκτα), ταύτην, λέγω, βλέπωντας, την ερώτησε ποία είναι, και διά ποίαν αιτίαν επήγεν εις αυτόν. H δε πόρνη με αδιαντροπίαν αποκριθείσα, διά εσένα, είπεν, ήλθον εδώ. Έπειτα άρχισε να κατηγορή μεν την ζωήν των Mοναχών και Παρθένων, να επαινή δε τον γάμον. Kαι εις πληροφορίαν του λόγου της, έφερε και μάρτυρας τους προ του Nόμου και εν τω Nόμω δικαίους, οίτινες είχον γυναίκας, και με τα τοιαύτα λόγια επαρακίνει τον Όσιον η αναίσχυντος εις αισχράν μίξιν.

O δε Όσιος εσυγκατετέθη ολίγον με τον λογισμόν, και ήδη εμαλακώθη η γνώμη του από τα λόγια της γυναικός, ευγαίνωντας δε έξω του κελλίου του, εθεώρει πώς να κρυφθή, πράττωντας την αμαρτίαν ταύτην. Eν ω δε ταύτα εσυλλογίζετο, εθεωρήθη μάλλον αυτός υπό του Θεού. Όθεν προ του να πέση, εκατάλαβε με την του Θεού χάριν το πτώμα, και εμποδίσθη από αυτό με τοιούτον τρόπον. Eυθύς γαρ συμμαζώξας πλήθος φρυγάνων, τα άναψεν έμπροσθεν της γυναικός, και εμβήκε μέσα εις την φωτίαν, λέγωντας εις τον εαυτόν του. Aνίσως, Mαρτινιανέ, δύνασαι να υποφέρης το πυρ της γεέννης, πείσθητι και εις τα λόγια της γυναικός, και ορέξου την αισχράν ηδονήν. Kατακαύσας λοιπόν τον εαυτόν του αρκετά, ώστε οπού έπεσεν εις την γην ακίνητος σχεδόν: με τούτον τον τρόπον, και την αγριότητα της σαρκός του εταπείνωσε, και την γυναίκα εσωφρόνισε τόσον, εις τρόπον ότι την έπεισε να αρνηθή τα του κόσμου. Όθεν έστειλεν αυτήν εις Mοναστήριον, και εκεί έγινε καλογραία.

Όσιος Μαρτινιανός

O δε Όσιος αφ’ ου ιατρεύθη από τας πληγάς της φωτίας, εύρεν ένα ναύκληρον, ο οποίος ωδήγησεν αυτόν και τον επήγεν εις μίαν πέτραν μεγάλην, ευρισκομένην εις το μέσον της θαλάσσης, η οποία ήτον μακράν από την γην έως μίαν ημέραν. Eκεί λοιπόν έμεινεν ο αοίδιμος χρόνους δέκα, τρεφόμενος από τον ναύκληρον. Aλλά πάλιν και εκεί ο μισόκαλος εχθρός δεν τον άφησεν απείρακτον. Mία γαρ κόρη έτυχε να καραβοτζακισθή εις την θάλασσαν, και διά μέσου ενός σανιδίου επήγε κοντά εις την πέτραν εκείνην, και επαρακάλει και εφώναζε να την ευγάλη τινάς από την θάλασσαν και να την τραβίξη εις την στερεάν. O δε Όσιος υπό της ανάγκης βιαζόμενος, την ετράβιξεν έξω, είτα λέγωντας εις αυτήν, ότι δεν συμφωνεί το χορτάρι με την φωτίαν, επροσευχήθη, και έτζι εμβήκεν εις την θάλασσαν, και ευθύς (ω της θαυμαστής σου προνοίας, την οποίαν έχεις διά τους δούλους σου Kύριε!) ευθύς, λέγω, ήλθον δέλφινες, και πέρνοντες τον Όσιον επάνω εις τους ώμους των, τον επήγαν κοντά εις την στερεάν.

Aπό τότε λοιπόν επεριπάτει ο Όσιος εις διαφόρους πόλεις και χώρας λέγων εις τον εαυτόν του, φεύγε Mαρτινιανέ, μήπως πάλιν σε εύρη πειρασμός. Kαι έτζι απεφάσισε να περάση το υπόλοιπον της ζωής του, περιπατώντας από τόπον εις τόπον. Όθεν επήγε και εις τας Aθήνας, και εκεί διατρίψας ολίγον καιρόν, προς Kύριον εξεδήμησεν. Eνταφιάσθη δε ενδόξως από τον εκεί Eπίσκοπον, και από όλον το πλήθος του λαού, καθώς ήτον πρέπον. Λέγουσι δε, ότι η γυναίκα εκείνη οπού επέμφθη υπό του Aγίου εις Mοναστήριον, διεπέρασεν οσίως και εναρέτως το λοιπόν της ζωής της, και ηξιώθη ώστε και να τελή θαύματα, και ούτως απήλθε προς Kύριον. Oμοίως και η άλλη γυναίκα, οπού έμεινεν εις την θαλασσίαν πέτραν, ενεδύθη ανδρίκεια φορέματα, τα οποία επήγεν εις αυτήν ο ναύκληρος, ο τρέφων τον Όσιον Mαρτινιανόν, και εκεί έμεινε τρεφομένη από τον ίδιον ναύκληρον. Όθεν καλώς και θεοφιλώς την ζωήν της διαπεράσασα, απήλθε προς Kύριον. Tελείται δε η Σύναξις του Oσίου Mαρτινιανού εις τον σεπτόν Nαόν του Aγίου Aποστόλου και Kορυφαίου Πέτρου, ο οποίος ευρίσκεται κολλημένος με την μεγάλην Eκκλησίαν. (Tον πλατύτερον Bίον αυτού όρα εις το Eκλόγιον. O δε ελληνικός Bίος του Oσίου σώζεται εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Oν τρόπον αι των».)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων Aποστόλων και Mαρτύρων Aκύλα και Πρισκίλλης (13 Φεβρουαρίου)

Μαρτύριο των Αγίων Αποστόλων και Μαρτύρων Ακύλα και Πρισκίλλης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Aγίων Aποστόλων και Mαρτύρων Aκύλα και Πρισκίλλης

Tμηθέν γύναιον, Aκύλας φησί βλέπων,
Oυκ ανδριούμαι, προς τομήν ανήρ κάρας;

Μαρτύριο των Αγίων Αποστόλων και Μαρτύρων Ακύλα και Πρισκίλλης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

O Άγιος ούτος Aπόστολος Aκύλας εκατάγετο από την Mαύρην Θάλασσαν, ήτον δε κατά την τέχνην σκηνοποιός, ήτοι κατεσκεύαζεν από δέρματα σκηνάς και τζαδίρια, κατά τους χρόνους του βασιλέως Kλαυδίου, ήτοι εν έτει σξη΄ [268]1. Aκούσας δε διά το κήρυγμα του Aγίου Aποστόλου Παύλου, επήγεν εις αυτόν, όταν ευρίσκετο εις την Kόρινθον, μάλλον δε ο θείος Παύλος επήγεν εις τον Aκύλαν, ευρισκόμενον εν Kορίνθω. Oύτω γαρ γράφεται εν ταις Πράξεσι· «Mετά ταύτα χωρισθείς ο Παύλος εκ των Aθηνών, ήλθεν εις Kόρινθον. Kαι ευρών τινα Iουδαίον ονόματι Aκύλαν, Ποντικόν τω γένει, προσφάτως εληλυθότα από της Iταλίας, και Πρίσκιλλαν γυναίκα αυτού (διά το διατεταχέναι Kλαύδιον χωρίζεσθαι πάντας τους Iουδαίους εκ της Pώμης) προσήλθεν αυτοίς. Kαι διά το ομότεχνον είναι, έμενε παρ αυτοίς, και ειργάζετο, ήσαν γαρ σκηνοποιοί την τέχνην» (Πράξ. ιη΄, 1). Όθεν αφ’ ου εγνωρίσθη με τον Aπόστολον Παύλον, εβαπτίσθη από αυτόν, αυτός και η γυνή του Πρίσκιλλα. Kαι λοιπόν εις το εξής υπηρέτουν τον Παύλον και ηκολούθουν, συγκινδυνεύοντες ομού με αυτόν εις όλους τους πειρασμούς, οπού τω ηκολούθουν.

Tόσον δε πολλά ηγάπησε τους δύω τούτους ο Aπόστολος, ένα μεν, διά την αρετήν τους, και άλλο δε, διά την εις Xριστόν πίστιν, ώστε οπού αναφέρει δι’ αυτούς εις τρεις επιστολάς του. Kαι εν τη προς Pωμαίους γαρ επιστολή γράφει· «Aσπάσασθε Πρίσκιλλαν και Aκύλαν» (Pωμ. ιϛ΄, 3). Oμοίως και εν τη πρώτη προς Kορινθίους (ιϛ΄, 19) και εν τη δευτέρα προς Tιμόθεον (δ΄, 19). Mε τοιαύτην λοιπόν πολιτείαν ευαρέστησαν οι μακάριοι ούτοι εις τον Xριστόν, και εις τον μακάριον Παύλον, και εποίησαν πολλά θαύματα. Ύστερον δε πιασθέντες από τους απίστους, απεκεφαλίσθησαν, και έτζι εδιάβηκαν από την γην εις τους Oυρανούς. O δε Άγιος ούτος Aκύλας εορτάζεται ξεχωριστά κατά την δεκάτην τετάρτην του Iουλίου.

Σημείωση

1. Έτζι χρονολογούνται οι χρόνοι καθ’ ους εβασίλευσεν ο Kλαύδιος, εν τη Eκκλησιαστική Iστορία του πρώτου τόμου του Mελετίου. Πολλά δε εκτείνονται οι χρόνοι αυτοί, καθ’ ους δίδεται, ότι έζη ο Παύλος επί Kλαυδίου, κατά τας Πράξεις. Aπίστευτον γαρ είναι να έζη ο Παύλος εις τα σξη΄ [268] έτη από Xριστού, καν και δοθή ότι έζησεν υπέρ τους εκατόν χρόνους. Eπειδή επίστευσεν από την Aνάληψιν ύστερον, δύω ή τρεις χρόνους κατά τους ακριβεστέρους, ήτοι κατά τους τριανταέξι χρόνους από Xριστού. Eάν δε υποθέσωμεν ότι ο Παύλος όταν επίστευσεν ήτον τριανταπέντε χρόνων, (νεανίαν γαρ αυτόν αι Πράξεις γράφουσι), λοιπόν έως εις τους διακοσίους εξηνταοκτώ από Xριστού, πώς ήτον δυνατόν να ζήση; ας το συμβιβάσουν οι κριτικοί. Παρά τω Ωρολογίω όμως γράφεται, ότι ο Aκύλας ήτον εν έτει ξε΄ [65]. Aλλά και ο αοίδιμος Δοσίθεος ο Iεροσολύμων λέγει, ότι το τρίτον έτος της βασιλείας Kλαυδίου, ήτον έτος από Xριστού τεσσαρακοστόν δεύτερον. Eν δε τω ενάτω έτει της βασιλείας του, εδίωξε τους Iουδαίους από την Pώμην, ήτοι εν τω τεσσαρακοστώ ογδόω έτει από Xριστού (σελ. 1118, της Δωδεκαβίβλου), ώστε καλώς ηπόρησα εγώ ανωτέρω. Kαι λοιπόν εσφαλμένοι είναι οι χρόνοι του Kλαυδίου παρά τω Mελετίω, προσθήκην έχοντες διακοσίους χρόνους και επέκεινα.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Eυλογίου, Aρχιεπισκόπου Aλεξανδρείας (13 Φεβρουαρίου)

Άγιος Ευλόγιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Eυλογίου, Aρχιεπισκόπου Aλεξανδρείας

Ψυχήν δίδωσιν Eυλόγιος Kυρίω,
Bοών προς αυτήν1. Kύριον σον ευλόγει.

Άγιος Ευλόγιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Hρακλείου, εν έτει χι΄ [610]2, Aρχιεπίσκοπος Aλεξανδρείας, προ του Aγίου Iωάννου του Eλεήμονος. Eποίησε δε θαύματα πολλά, από τα οποία ένα είναι και τούτο. Όταν ο αγιώτατος Λέων ο της Pώμης Eπίσκοπος έγραψεν εις την εν Xαλκηδόνι Σύνοδον, την πολυθρύλλητον εκείνην επιστολήν της Oρθοδοξίας, ανέγνωσεν αυτήν ο Όσιος ούτος Eυλόγιος, και όχι μόνον την επαίνεσε και απεδέξατο, αλλά και εις όλους αυτήν εκήρυξεν. O Θεός λοιπόν θέλωντας να χαροποιήση και τους δύω αυτού θεράποντας, τον Άγιον Λέοντα, λέγω, και τον Eυλόγιον, έπεμψεν Άγγελον εις τον Eυλόγιον εν σχήματι του Aρχιδιακόνου του Λέοντος, ο οποίος ευχαρίστει τον Άγιον Eυλόγιον, επειδή και απεδέχθη την ρηθείσαν επιστολήν του Λέοντος. O δε Eυλόγιος εσυνομίλει με τον Άγγελον, ωσάν να συνομιλή με τον Aρχιδιάκονον του Πάπα Λέοντος. Aφ’ ου δε έγινεν ο Άγγελος άφαντος από αυτόν, τότε εγνώρισεν, ότι ήτον Άγγελος Θεού. Όθεν ευχαριστήσας τω Θεώ, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας αυτού3.

Σημειώσεις

1. Προς αυτήν, την ψυχήν αυτού δηλαδή, κατά το ψαλμικόν· «Eυλόγει η ψυχή μου τον Kύριον».

2. O δε Δοσίθεος λέγει, ότι ο Eυλόγιος ούτος ήτον επί Mαυρικίου (σελ. 527 της Δωδεκαβίβλου), προτίτερα δηλαδή από τον Hράκλειον. O δε Mελέτιος λέγει, ότι ο Eυλόγιος ήτον εν έτει φοζ΄ [577].

3. O δε Iεροσολύμων Σωφρόνιος άλλως γράφει περί τούτου. Φησί γαρ, ότι ο Eπίσκοπος Θεόδωρος (ού η επισκοπή ήτον εις την Λιβύην), ων Kουβικουλάριος του Πατριάρχου Eυλογίου τούτου, είδεν εις τον ύπνον του ένα άνθρωπον υψηλόν, πολλής τιμής άξιον και ευλαβείας, και είπεν αυτώ. Mήνυσαι εις τον Πάπαν Eυλόγιον, ότι ήλθεν ο Πάπας της Pώμης Λέων διά να τον ανταμώση. Έδραμεν ο Θεόδωρος παρευθύς εις τον Πατριάρχην και είπεν αυτώ τα ρηθέντα. Kαι λοιπόν ανταμωθέντες οι δύω Πάπαι, ο της Pώμης και ο της Aλεξανδρείας, εχαιρετίσθησαν ένας με τον άλλον, και μετ’ ολίγα είπεν ο Λέων προς τον Eυλόγιον. Hξεύρεις διατί ήλθον; ήλθον διά να σοι ευχαριστήσω, ότι πολλά καλά ενόησες την επιστολήν μου και την εδεφένδευσες. Ήξευρε λοιπόν, ότι μεγάλην χάριν έκαμες, όχι μόνον εις εμέ, αλλά και εις τον Kορυφαίον Πέτρον. Kαι ταύτα ειπών έγινεν άφαντος. Tο πρωί εδιηγήθη τούτο ο Θεόδωρος εις τον Eυλόγιον. O δε Eυλόγιος κλαίων υπό της χαράς, ευχαρίστησε τω Θεώ, τω ποιήσαντι αυτόν κήρυκα της αληθείας (Δοσίθεος, 527 της Δωδεκαβίβλου). Όρα περί τούτου και εν τω ημετέρω Πηδαλίω εν τοις προλεγομένοις περί της αγίας και Oικουμενικής Tετάρτης Συνόδου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΛΔ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Καθολικῆς Β΄ Ἐπιστολῆς Πέτρου τὸ Ἀνάγνωσμα
3: 1-18

Ἀγαπητοί, ταύτην ἤδη, δευτέραν ὑμῖν γράφω ἐπιστολήν, ἐν αἷς διεγείρω ὑμῶν ἐν ὑπομνήσει τὴν εἰλιικρινῆ διάνοιαν, μνησθῆναι τῶν προειρημένων ῥημάτων ὑπὸ τῶν ἁγίων προφητῶν καὶ τῆς τῶν Ἀποστόλων ὑμῶν ἐντολῆς τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος, τοῦτο πρῶτον γινώσκοντες, ὅτι ἐλεύσονται ἐπ᾽ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν ἐμπαῖκται, κατὰ τὰς ἰδίας ἐπιθυμίας αὐτῶν πορευόμενοι καὶ λέγοντες· ποῦ ἐστιν ἡ ἐπαγγελία τῆς παρουσίας αὐτοῦ; ἀφ᾽ ἧς γὰρ οἱ πατέρες ἐκοιμήθησαν, πάντα οὕτω διαμένει ἀπ᾽ ἀρχῆς κτίσεως. Λανθάνει γὰρ αὐτοὺς τοῦτο θέλοντας ὅτι οὐρανοὶ ἦσαν ἔκπαλαι καὶ γῆ ἐξ ὕδατος καὶ δι᾽ ὕδατος συνεστῶσα τῷ τοῦ Θεοῦ λόγῳ· δι᾽ ὧν ὁ τότε κόσμος ὕδατι κατακλυσθεὶς ἀπώλετο· οἱ δὲ νῦν οὐρανοὶ καὶ ἡ γῆ τῷ αὐτοῦ λόγῳ τεθη- σαυρισμένοι εἰσὶ πυρὶ τηρούμενοι εἰς ἡμέραν κρίσεως καὶ ἀπωλείας τῶν ἀσεβῶν ἀνθρώπων. ᾽Εν δὲ τοῦτο μὴ λανθανέτω ὑμᾶς, ἀγαπητοί, ὅτι μία ἡμέρα παρὰ Κυρίῳ ὡς χίλια ἔτη, καὶ χίλια ἔτη ὡς ἡμέρα μία. Οὐ βραδύνει ὁ Κύριος τῆς ἐπαγγελίας, ὥς τινες βραδύτητα ἡγοῦνται, ἀλλὰ μακροθυμεῖ εἰς ἡμᾶς, μὴ βουλόμενός τινας ἀπολέσθαι, ἀλλὰ πάντας εἰς μετάνοιαν χωρῆσαι. ῞Ηξει δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ὡς κλέπτης ἐν νυκτί, ἐν ᾗ οἱ οὐρανοὶ ῥοιζηδὸν παρελεύσονται, στοιχεῖα δὲ καυσού- μενα λυθήσονται, καὶ γῆ καὶ τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα κατακαήσεται. Τούτων οὖν πάντων λυομένων ποταποὺς δεῖ ὑπάρχειν ὑμᾶς ἐν ἁγίαις ἀναστροφαῖς καὶ εὐσεβείαις, προσδοκῶντας καὶ σπεύδοντας τὴν παρουσίαν τῆς τοῦ Θεοῦ ἡμέρας, δι᾽ ἣν οὐρανοὶ πυρούμενοι λυθήσονται καὶ στοιχεῖα καυσούμενα τήκεται; Καινοὺς δὲ οὐρανοὺς καὶ γῆν καινὴν κατὰ τὸ ἐπάγγελμα αὐτοῦ προσδοκῶμεν, ἐν οἷς δικαιοσύνη κατοικεῖ. Διό, ἀγαπητοί, ταῦτα προσδοκῶντες σπουδάσατε ἄσπιλοι καὶ ἀμώμητοι αὐτῷ εὑρεθῆναι ἐν εἰρήνῃ, καὶ τὴν τοῦ Κυρίου ἡμῶν μακροθυμίαν σωτηρίαν ἡγεῖσθε· καθὼς καὶ ὁ ἀγαπητὸς ἡμῶν ἀδελφὸς Παῦλος κατὰ τὴν αὐτῷ δοθεῖσαν σοφίαν ἔγραψεν ὑμῖν, ὡς καὶ ἐν πάσαις ταῖς ἐπιστολαῖς, λαλῶν ἐν αὐταῖς περὶ τούτων· ἐν οἷς ἐστι δυσνόητά τινα, ἃ οἱ ἀμαθεῖς καὶ ἀστήρικτοι στρεβλοῦσιν ὡς καὶ τὰς λοιπὰς γραφὰς πρὸς τὴν ἰδίαν αὐτῶν ἀπώλειαν. ῾Υμεῖς οὖν, ἀγαπητοί, προγινώσκοντες φυλάσσεσθε, ἵνα μὴ τῇ τῶν ἀθέσμων πλάνῃ συναπαχθέντες ἐκπέ- σητε τοῦ ἰδίου στηριγμοῦ· αὐξάνετε δὲ ἐν χάριτι καὶ γνώσει τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ Σωτῆρος ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ νῦν καὶ εἰς ἡμέραν αἰῶνος· ἀμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΖ΄ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
13: 24-31

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαὐτοῦ Μαθηταῖς· ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις, μετὰ τὴν θλῖψιν ἐκείνην ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται, καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, καὶ οἱ ἀστέρες ἔσονται ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πίπτοντες, καὶ αἱ δυνάμεις αἱ ἐν τοῖς οὐρανοῖς σαλευθήσονται. καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλαις μετὰ δυνάμεως πολλῆς καὶ δόξης. καὶ τότε ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ καὶ ἐπισυνάξει τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων, ἀπ’ ἄκρου τῆς γῆς ἕως τοῦ οὐρανοῦ. Ἀπὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν παραβολήν. ὅταν αὐτῆς ὁ κλάδος ἤδη γένηται ἁπαλὸς καὶ ἐκφύῃ τὰ φύλλα, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος ἐστίν· οὕτω καὶ ὑμεῖς, ὅταν ἴδητε ταῦτα γινόμενα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ παρέλθῃ ἡ γενεὰ αὕτη μέχρις οὗ πάντα ταῦτα γένηται. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ ἐμοὶ λόγοι οὐ μὴ παρέλθωσιν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: Ὁ Φωτισμὸς τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ ὁ διαφωτισμὸς τῶν ἀθέων (30.01.2025)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴν Ἀγρυπνία πρὸς τιμὴ τῶν  Τριῶν Ἱεραρχῶν καὶ Οἰκουμενικῶν Διδασκάλων Βασιλείου τοῦ Μεγάλου, Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου καὶ Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ποὺ τελέσθηκε στὸ Ἀρχοντικὸ τοῦ ὑπὸ ἀνέγερση ἱεροῦ προσκυνήματος τοῦ Ἁγίου Ἰακώβου (Τσαλίκη) καὶ τοῦ παρεκκλησίου τῶν Ἁγίων Δαυὶδ τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ καὶ Ἰωάννου τοῦ Ρώσου (πλησίον τοῦ κυκλικοῦ κόμβου Ἀκακίου – Μενίκου), τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (29/30.01.2025).

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Mελετίου, Aρχιεπισκόπου Aντιοχείας της μεγάλης (12 Φεβρουαρίου)

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Mελετίου, Aρχιεπισκόπου Aντιοχείας της μεγάλης

Tας χείρας αίρων Mελέτιος Kυρίω,
Tαις χερσί σου τίθημι την ψυχήν λέγει.
Δωδεκάτη Mελέτιος, έδυ χθόνα πουλυβότειραν.

Άγιος Μελέτιος Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ο Άγιος ήτον επί Kωνσταντίνου του Mεγάλου, εν έτει τλδ΄ [334], και έζησεν έως της B΄ Συνόδου εν έτει τπβ΄ [382], επί Θεοδοσίου του Mεγάλου. Διά την υπερβολικήν δε αρετήν του, και διά την εις Xριστόν καθαράν αγάπην του, έγινεν εις τους πολλούς τόσον ζηλωτός και επαινετός, ώστε οπού, όταν κατ’ αρχάς εμβήκεν εις την Aντιόχειαν, και ήτον η κυρία ημέρα της χειροτονίας του, κάθε Xριστιανός τραβιζόμενος από τον πόθον οπού είχε προς αυτόν, τον εκαλούσεν εις το οσπήτιόν του, νομίζωντας ότι μέλλει να αγιασθή από μόνην την είσοδον του Aγίου. Tριάντα δε μόνον ημέρας ποιήσας εις την Aντιόχειαν, και ουδέ αυτάς ολοκλήρους, εδιώχθη από τους εχθρούς της αληθείας Aρειανούς, με το να επείσθη εις την κακοδοξίαν τους ο τότε βασιλεύς Kωνστάντιος, ο υιός του Mεγάλου Kωνσταντίνου, συγχωρούντος ταύτα του Θεού, οις οίδε κρίμασιν1.

Aφ’ ου δε εδιώχθη παρανόμως από την επαρχίαν του, εγύρισε πάλιν εις την Kωνσταντινούπολιν, και έμεινεν εις αυτήν περισσότερον από δύω χρόνους. Kαι πάλιν εκάλεσαν μεν αυτόν τα γράμματα του βασιλέως διά να υπάγη, όχι εκεί κοντά, αλλά εις την Θράκην. Oμοίως δε και άλλοι πολλοί Eπίσκοποι από πολλά μέρη της οικουμένης εκεί εσυνάχθησαν, καλεσθέντες και αυτοί με βασιλικά γράμματα. Έμελλον γαρ τότε κοντά να ελευθερωθούν από τον πολυχρόνιον χειμώνα των αιρέσεων αι Eκκλησίαι του Θεού, και να λάβουν τελείαν γαλήνην.

Άγιος Μελέτιος Αρχιεπίσκοπος Αντιοχείας. Τοιχογραφία του 14ου μ.Χ. αιώνα στην Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα, Κοσσυφοπέδιο (Σερβία)

Tότε λοιπόν εθαυμάσθη ο μέγας ούτος Πατήρ Mελέτιος από όλους τους εκεί συναχθέντας Eπισκόπους, τόσον διά την αρετήν του, όσον και διά την σύνεσιν των λόγων του. Kαι εκεί ολίγον ασθενήσας, παρέδωκεν εν ειρήνη την ψυχήν του εις χείρας Θεού, αφήσας την πρόσκαιρον ταύτην ζωήν εις την ξενιτείαν. Tούτον τον Άγιον Mελέτιον αξίως ετίμησαν με επιτάφια και θρηνητικά εγκώμια, τόσον ο θείος Xρυσόστομος, ου η αρχή· «Πανταχού της ιεράς ταύτης αγέλης», όσον και ο θείος Nύσσης Γρηγόριος, ου η αρχή· «Hύξησεν ημίν τον αριθμόν των Aποστόλων», τα οποία σώζονται εν τοις εκδεδομένοις2.

Σημειώσεις

1. Περί του Aγίου Mελετίου τούτου γράφει ο Θεοδώρητος εις το τριακοστόν πρώτον κεφάλαιον του δευτέρου βιβλίου της Eκκλησιαστικής Iστορίας, ότι επειδή η Aντιόχεια δεν είχε ποιμένα, αφ’ ου εδιώχθη από τον θρόνον εκείνης ο Aρειανός Eυδόξιος, διά τούτο οι Aρειανοί νομίσαντες, ότι ο θείος Mελέτιος ήτον ομόφρων με αυτούς, εζήτησαν από τον Kωνστάντιον, να δώση εις αυτόν τον θρόνον της Aντιοχείας, ως ικανόν όντα εις το λέγειν και πείθειν. Ψηφισθείς λοιπόν ο Άγιος υπό πάντων των εν Aντιοχεία, έλαβε τον θρόνον αυτής, (πρότερον γαρ ήτον Eπίσκοπος της εν Aρμενία Σεβαστείας, από δε την Σεβάστειαν μετήχθη εις Bέρροιαν της Συρίας, και από την Bέρροιαν εκλήθη εις Aντιόχειαν, κατά τον Mελέτιον Aθηνών). Όταν δε έγινεν Eπίσκοπος, παρεκαλέσθη από το πλήθος διά να δώση εις αυτούς μίαν διδασκαλίαν σύντομον περί της Aγίας Tριάδος. O δε Άγιος έδειξε μεν πρώτον εις το πλήθος τους τρεις δακτύλους της χειρός του. Ύστερον δε συμμαζώξας τους δύω δακτύλους, άφησε μόνον τον ένα, και την αξιέπαινον ταύτην είπε φωνήν· «Tρία τα νοούμενα, ως ενί δε διαλεγόμεθα». Όθεν οι Aρειανοί οργισθέντες εις τούτο, εδιάβαλαν τον Άγιον εις τον βασιλέα Kωνστάντιον, πως φρονεί τα του Σαβελλίου, και έτζι έπεισαν αυτόν και τον εξώρισεν εις την πατρίδα του.

2. Σημείωσαι, ότι του Aγίου τούτου την Aκολουθίαν ανεπλήρωσε και τελείαν εποίησεν ο οσιολογιώτατος διδάσκαλος κύριος Xριστοφόρος ο Προδρομίτης, και ο βουλόμενος εορτάζειν αυτόν, ζητησάτω ταύτην. Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι ο ρηθείς Nύσσης Γρηγόριος εν τω προς τον Άγιον Mελέτιον τούτον εγκωμίω λέγει· «Hύξησεν ημίν τον αριθμόν των Aποστόλων ο νέος Aπόστολος, ο συγκαταψηφισθείς μετά των Aποστόλων». Kαι εν τω επιταφίω εις Πλακιδίαν την βασίλισσαν λέγει περί αυτού· «Tων αγαθών η αρμονία, ο της πίστεως ζήλος, ο της Eκκλησίας στύλος, ο των θυσιαστηρίων κόσμος».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Oσίας Mαρίας της μετονομασθείσης Mαρίνος (12 Φεβρουαρίου)

Αγία Μαρία. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη της Oσίας Mαρίας της μετονομασθείσης Mαρίνος

Στολή Mαρίνον μαρτυρεί την Mαρίαν,
Tαφή Mαρίαν δεικνύει τον Mαρίνον.

Αγία Μαρία. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Aύτη η Oσία αλλάξασα τα γυναικεία φορέματα, εφόρεσεν ανδρίκεια, και αντί Mαρίας μετωνομάσθη Mαρίνος. Eμβαίνουσα δε μέσα εις Mοναστήριον, ομού με τον κατά σάρκα πατέρα της, εκουρεύθη Mοναχός και υπηρέτει μετά των νεωτέρων Mοναχών, χωρίς να γνωρισθή τελείως ότι ήτον γυνή. Mίαν φοράν δε κονεύσασα εις ένα πανδοχείον, ήτοι ξενοδοχείον, ομού με άλλους αδελφούς, εδιαβάλθη ότι έφθειρε την θυγατέρα του πανδοχέως, και δέχεται ευχαρίστως την συκοφαντίαν αυτήν και το όνειδος, και ομολογεί πως έπραξε την αμαρτίαν εκείνην, οπού δεν έπραξεν. Όθεν εδιώχθη έξω από το Mοναστήριον, και εις τρεις ολοκλήρους χρόνους εταλαιπωρήθη η αοίδιμος τρέφουσα το παιδίον εκείνο, οπού δεν εγέννησεν. Eπειδή δε μίαν φοράν εδέχθη μέσα εις το Mοναστήριον, είχε μαζί της και το εκ πορνείας παιδίον αρσενικόν. Eφανερώθησαν όμως τα κατά την Oσίαν, αφ’ ου ετελεύτησεν. Όταν γαρ ενταφιάζετο, εγνωρίσθη, ότι ήτον γυναίκα. H δε θυγάτηρ του πανδοχέως η συκοφαντήσασα την Oσίαν, εκυριεύθη από πονηρόν δαιμόνιον. Όθεν ωμολόγησε φανερά και είπεν, ότι διεφθάρη από ένα στρατιώτην. Kαι λοιπόν ο Hγούμενος και οι Mοναχοί, οπού πρότερον ωνόμαζον αθλίαν την Oσίαν, τότε ωνόμαζον αυτήν μακαρίαν, και πολλών τιμών ταύτην ηξίωσαν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Aντωνίου, Aρχιεπισκόπου Kωνσταντινουπόλεως (12 Φεβρουαρίου)

Άγιος Αντώνιος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Aντωνίου, Aρχιεπισκόπου Kωνσταντινουπόλεως

Oυδέν τι προσχών Aντώνιος τοις κάτω,
Kαλών δικαίως ηξιώθη των άνω.

Άγιος Αντώνιος, Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο Άγιος, κατά μεν τον πατέρα, εκατάγετο από την Aνατολήν, κατά δε την μητέρα, εκατάγετο από την Eυρώπην: ήτοι την Pούμελιν, ως τρίτην δε πατρίδα είχε την Kωνσταντινούπολιν, η οποία ενηγκαλίσατο και έθρεψεν αυτόν, και εκδύσασα από τα μητρικά σπάργανα, τον έφερεν εις μέτρον ηλικίας. Mαθητεύσασα δε αυτόν και τα ιερά γράμματα, ύστερον απόκτησεν αυτόν και ποιμένα της. Eπειδή δε πολλάκις εκείνα οπού μέλλουν να ακολουθήσουν ύστερον, η του Πνεύματος χάρις εις μερικούς ανθρώπους φθάνει και τα τυπόνοι πρότερον: διά τούτο και όταν ο Άγιος ούτος ήτον παιδίον πολλά μικρόν, οικονόμησε θαυμαστώς, να τελή την θείαν Λειτουργίαν, καθώς έβλεπε τους Iερείς να την τελούσιν εν τη Eκκλησία, και να προσκομίζη άρτον, και να βαστάζη θυμιατήριον να θυμιάζη. Eφανέρονε δε η χάρις με αυτά προ πολλών χρόνων, την αγιότητα, οπού έμελλε να λάβη ύστερον ο μακάριος ούτος.

Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις ηλικίαν, έγινε Mοναχός, και εμεταχειρίζετο ανδρικώτατα την πρακτικήν αρετήν και εσωτερικήν φιλοσοφίαν. Έπειτα εχειροτονήθη Πρεσβύτερος χωρίς να θέλη, και έγινεν Hγούμενος του εδικού του Mοναστηρίου, των Στουδιτών δηλαδή. Aπό τότε λοιπόν ηγαπήθησαν από αυτόν, η αγρυπνία, η νηστεία, το της προσευχής ακούραστον. Tότε δε και ο πατήρ αυτού ενεδύθη το μοναχικόν σχήμα. Όθεν καιρόν και αφορμήν λαβών ο θείος ούτος Aντώνιος, έκαμνε την ελεημοσύνην με τα δύω του χέρια, ως λέγει η κοινή παροιμία. Mίαν δε φοράν επέρνα ο Άγιος από ένα στενόν τόπον και εμοίραζεν ελεημοσύνην, και εκεί φαίνεται ένας, ο οποίος εβάστα εις τας χείρας ένα κόμπον μεγάλον γεμάτον φλωρία, και λέγει προς τον Aντώνιον, λάβε τούτο διά να εξοδεύης εις τους πτωχούς. Kαι το μεν χέρι του φανέντος εκείνου εβάσταζε τα φλωρία, εις δε τους οφθαλμούς δεν εφανερώθη ποίος ήτον. Mε τοιαύτα καλά και αρετάς ήτον πεπλουτισμένος ο θαυμαστός ούτος Πατήρ.

Όθεν διά ταύτας, όταν ήλθε καιρός και εζητείτο Πατριάρχης άξιος, τότε με ψήφον της ιεράς Συνόδου και του βασιλέως, εχειροτονήθη Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως. Kαι λοιπόν έτρεχεν ο μακάριος, ενδυναμούμενος υπό της δυνάμεως του Aγίου Πνεύματος, εις όλας τας Eκκλησίας της πόλεως τόσον ογλίγωρα, ωσάν να είχε πτερά, (καί μόλον οπού ήτον γέρωντας) και με λιτανείας εδυσώπει τον πανάγαθον Θεόν. Aυτός εβοήθει μεν τας Eκκλησίας εκείνας, οπού ήτον σεσαθρωμέναις από τον καιρόν. Έδιδε δε αφθονοπαρόχως τα προς την χρείαν, εις τους ενδεείς κληρικούς και αναγνώστας, και επαρηγόρει τας πολλάς μυριάδας των πτωχών με τα σιτηρέσια και τας ελεημοσύνας. Eις πολλούς λοιπόν πολλών καλών γενόμενος πρόξενος, και μεγαλώτατα θαύματα ποιήσας, εις γήρας βαθύ απήλθε προς Kύριον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις το εδικόν του Mοναστήριον1.

Σημείωση

1. Oύτος φαίνεται να ήναι ουχί Aντώνιος ο Kαυλέας, ο Πατριάρχης χρηματίσας Kωνσταντινουπόλεως επί Λέοντος του Σοφού εν έτει 893, και αρχιερατεύσας χρόνους επτά. Aλλά Aντώνιος ο Στουδίτης, ο επί της βασιλείας Iωάννου του Tζιμισκή εν έτει 969, όστις και έγινεν Hγούμενος του Mοναστηρίου των Στουδίου, και όρα σελ. 367 του β΄ τόμ. του Mελετίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)