Μνήμη του μεγάλου σεισμού. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Kατά τον εικοστόν τέταρτον χρόνον της βασιλείας Λέοντος του Iσαύρου, ήτοι εν έτει ψμ΄ [740], ινδικτιώνος ενάτης, εν τη εικοστή έκτη ταύτη ημέρα του Oκτωβρίου, έγινε τόσον μέγας και φοβερός σεισμός εις την Kωνσταντινούπολιν, ώστε οπού, όλα τα ανώγεα και τα ωραιότατα από τα άλλα οσπήτια, κατεκρημνίσθησαν. Kαι πολλοί άνθρωποι καταπλακωθέντες, εθανατώθησαν. Διά τούτο και κατά την ημέραν ταύτην του Mεγαλομάρτυρος Δημητρίου, κάμνομεν την ενθύμησιν της φοβεράς εκείνης απειλής του σεισμού, πηγαίνοντες με λιτανείαν εις τον εν Bλαχέρναις Nαόν της Πανάγνου και Aγίας ενδόξου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και Αειπαρθένου Mαρίας. Kαι τελούμεν εκεί την θείαν και ιεράν Λειτουργίαν. Mε τας πρεσβείας της οποίας Θεοτόκου, άμποτε να λυτρωθώμεν από κάθε απειλήν και φοβερισμόν θεϊκόν, και να τύχωμεν της απολαύσεως των αιωνίων αγαθών, εν Xριστώ Iησού τω Kυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Aμήν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΑΡΤΥΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΕΝ ΟΡΟΥΝΤΗ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ) Πρὸς Τιμόθεον Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα 1: 8-18
Όλες οι μεγάλες στιγμές της 60χρονης καλλιτεχνικής διαδρομής του κορυφαίου Έλληνα τραγουδοποιού.
Γεννημένος στην Θεσσαλονίκη στις 2 Δεκεμβρίου 1944, ο Διονύσης Σαββόπουλος που πέθανε σήμερα (21 Οκτωβρίου 2025) σε ηλικία 81 ετών αρχίζει να γίνεται γνωστός, σ’ ένα μικρό κύκλωμα στην αρχή, όταν κατεβαίνει στην Αθήνα, την άνοιξη του 1963.
Όπως θα έγραφε και ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα στο «Φορτηγό» του: «Ξεκινάω μ’ ένα φορτηγό. Στην Εθνική οδό λίγο έξω απ’ τη Θεσσαλονίκη σε μαζεύει κι ύστερα από πολλά σ’ αφήνει στην Αθήνα πριν ξημερώσει…».
Φεύγει μόνος του, με ελάχιστα πρακτικά εφόδια, ερχόμενος σε μια μεγάλη πόλη, δίχως φίλους και γνωστούς.
Η δεκαετία του ’60
Μπορεί ο Διονύσης Σαββόπουλος να έχει παρατήσει τις σπουδές του στην Θεσσαλονίκη, ως φοιτητής της Νομικής, αλλά το φοιτητικό κίνημα της εποχής είναι εκείνο που τον ελκύει περισσότερο και μέσω αυτού θα κάνει τις πρώτες γνωριμίες του, στην πρωτεύουσα πια.
Παρακολουθεί το Τέταρτο Πανσπουδαστικό Συνέδριο, στο Θέατρο Χατζηχρήστου (22-28 Απριλίου 1963), ενώ συμμετέχει στην ίδρυση της ΕΦΕΕ και ακόμη στο Σύνδεσμο Νέων δια τον Πυρηνικόν Αφοπλισμόν “Bertrand Russell”. Μάλιστα στα γραφεία του Συνδέσμου θα στεγαστεί περιστασιακά, όπως και σε σπίτια φίλων και γνωστών.
Φυσικά, την ίδια εποχή δραστηριοποιείται στην ΕΔΑ, συλλαμβάνεται στην Α Μαραθώνια Πορεία, είναι κοντά με τους «Λαμπράκηδες», διαβάζει «Αυγή», «Πανσπουδαστική» και «Επιθεώρηση Τέχνης», συμμετέχει σε εκδηλώσεις για τον Μίκη Θεοδωράκη, γνωρίζεται με την Μαρία Φαραντούρη, τον Μάνο Λοΐζο κ.ά., επιχειρώντας παράλληλα τις πρώτες δειλές εμφανίσεις του (πρώτη φορά, σ’ ένα σινεμά στο Κερατσίνι), κάνοντας όμως παράλληλα κι άλλες δουλειές για να επιβιώσει (σερβιτόρος, μπογιατζής, αχθοφόρος, γυμνό μοντέλο στη σχολή Καλών Τεχνών, δημοσιογράφος).
«Σαν το παράπονο στη φράση “εδώ και τώρα” / σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα / σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου / μέσα απ’ της βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω την ψυχή σου…». Αυτός ο διάλογος, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εκείνον, δεν πρόκειται να στερέψει ποτέ.
Γρήγορα ο Δ. Σαββόπουλος αρχίζει να διαμορφώνει ένα ρεπερτόριο (με δικά του τραγούδια, των Θεοδωράκη-Χατζιδάκι κ.ά.), κι έτσι, από το 1964 έως και το 1966, θα εμφανιστεί σε διάφορες μπουάτ (στη μυκονιάτικη Εννέα Μούσες και ακόμη στη Στοά, στο Συμπόσιο, στο Καρνάγιο των Σπετσών, στη Ρουλότα, στην Παράγκα και αλλού), επιχειρώντας, στην αρχή, να βελτιώσει και την τεχνική του στην κιθάρα.
Το 1964 θα γνωρίσει τον συνθέτη Νίκο Μαμαγκάκη, έναν άνθρωπο ο οποίος τον πίστεψε και που θα τον πήγαινε στη Lyra, για να τον δει και να τον ακούσει ο Αλέξανδρος Πατσιφάς. Ο Μαμαγκάκης ήταν σοβαρά μορφωμένος μουσικά και η γνώμη του «μετρούσε». Κάτι «βλέπει» στον 20χρονο Σαββόπουλο και είναι αυτός, ουσιαστικά, που τον επιβάλλει στην εταιρεία. Είναι το ξεκίνημα της μεγάλης διαδρομής.
Ο πρώτος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου ήταν ένα 45άρι με τέσσερα τραγούδια, ένα EP δηλαδή, που κυκλοφόρησε από την Lyra, στις 15 Φεβρουαρίου 1965. Περιείχε τα κομμάτια «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ (Εγερτήριο)», «Μια θάλασσα μικρή», «Τα πουλιά της δυστυχίας» και «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη».
Τα τραγούδια ακούγονται μέσα στο Νέο Κύμα, που λανσάρει τότε η Lyra, αλλά είναι φανερό πως δεν έχουν ουδεμία σχέση με τα τραγούδια του Γιάννη Σπανού, που έλεγε τότε η Καίτη Χωματά, ή μ’ εκείνα του Γιώργου Ζωγράφου και του Γιάννη Πουλόπουλου. Ο ίδιος ο Διονύσης Σαββόπουλος έγραφε στο οπισθόφυλλο εκείνου του πρώτου EP του:
«Πάνε δύο χρόνια που τελειώνοντας το Γυμνάσιο στη Σαλονίκη, κατέβηκα στην Αθήνα να βρω δουλειά. Να τώρα σ’ αυτό το δίσκο τέσσερα από τα πρώτα τραγούδια μου. Δεν είναι παρά εικόνες και άνθρωποι από τη Σαλονίκη και την Αθήνα. Το Μπαχτσέ-Τσιφλίκι, η Καλαμαριά και φυσικά όλοι οι φίλοι. Σ’ αυτό το δίσκο πολλά πράγματα θυμίζουν Ζακ Πρεβέρ, Χριστιανόπουλο, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι, Μπρασσένς ή Ρωμανό Μελωδό. Σ’ όλα αυτά προστίθεται η προσωπική μου ομιλία, το μεράκι μου να πούμε. Έτσι κάπως, με χίλιους επηρεασμούς, φτιάχνεται το καινούργιο τραγούδι. Είναι ζεστό, οικείο, ολοζώντανο. Έχει ένα κόμπο χαρά κι ένα κόμπο θλίψη. Πολλή πίστη και πολλή ελπίδα. Είναι τόσο μικρό όσο να χωράει ένα φιλί, και τόσο μεγάλο όσο να χωράει μια επανάσταση. Σ’ αυτό το τραγούδι, κτήμα του λαού, πιστεύω κι εγώ».
Στις 2 Ιουνίου 1965 κυκλοφορεί ένα ακόμη EP, με τέσσερα νέα τραγούδια του Δ. Σαββόπουλου. Είναι τα «Τι να τα κάνω τα τραγούδια σας», «Οι δεκαπέντε» («Είμαστε οι πρώτοι κι ακολουθάνε αναστημένοι χίλιοι νεκροί»), «Το δέντρο (Ο οδηγητής)» και «Συννεφούλα».
Αυτά τα οκτώ τραγούδια, από τα δύο EP, δημιουργούν αμέσως μεγάλη εντύπωση – σε κάποιους τουλάχιστον κύκλους. Η «Επιθεώρηση Τέχνης» γράφει κάτι σαν ύμνο για τον Σαββόπουλο, ο οποίος παρά ταύτα δεν είναι πεπεισμένος, ακόμη, πως θα μπορούσε να σταθεί με αξιώσεις στο χώρο.
Έχει όμως έτοιμο αρκετό υλικό, ικανό να στηρίξει ένα μεγάλο δίσκο, ένα LP, που τότε άρχιζαν κι αυτά να τυπώνονται, σε κάπως μεγαλύτερες ποσότητες, αντιμετωπίζοντας τους καλλιτέχνες (συνθέτες, στιχουργούς, τραγουδιστές και τραγουδοποιούς) με έναν πιο «συνολικό» τρόπο.
Είναι η ώρα του «Φορτηγού» λοιπόν, που κυκλοφορεί στις 22 Νοεμβρίου 1966 και που σηματοδοτεί μια τομή για το ελληνικό τραγούδι. Εφάμιλλη μ’ εκείνη των δίσκων του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι και του Σταύρου Ξαρχάκου, από την ίδια εποχή, αλλά από άλλη σκοπιά.
Ο Σαββόπουλος έχει πλέον «γνωρίσει» τον Bob Dylan, έχει εντρυφήσει στο τραγούδι διαμαρτυρίας και γι’ αυτό προκύπτουν τα «Βιετνάμ γιε-γιε», «Ήλιε, ήλιε αρχηγέ», «Τα πουλιά της δυστυχίας» και οι «Παλιοί μας φίλοι», αλλά παράλληλα στο «Φορτηγό» καταγράφεται και η ερωτική διάθεση («Η συννεφούλα», «Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη»), όπως επίσης (καταγράφεται) και μια συγκλονιστική μαρτυρία, συμπληρωμένη με αλησμόνητες εικόνες, για την «άλλη» Ελλάδα – της επαρχίας, του περιθωρίου, των πλανόδιων θιάσων, των μπουλουκιών, των σαλτιμπάγκων και των αγοραίων σχέσεων («Οι μάγοι», «Η Ζωζώ», «Η μαϊμού», «Το μπουλούκι»).
Το «Φορτηγό» είναι ένα εκπληκτικό ντεμπούτο, που πουλάει λίγο και που κάνει τον Σαββόπουλο να αναρωτιέται για το πώς θα πορευτεί – σε Τέχνη και ζωή.
Εν τω μεταξύ γίνεται το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, και ο Σαββόπουλος, ως αριστερός, συλλαμβάνεται και βασανίζεται στην Μπουμπουλίνας (Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1967), εκεί όπου βρίσκει την δύναμη και τον τρόπο να γράψει τα τραγούδια «Η Δημοσθένους λέξις», «Η θεία Μάνου» και «Θαλασσογραφία».
Βγαίνει από την φυλακή, παντρεύεται την Άσπα (Ασπασία Αραπίδου) τον Οκτώβριο και φεύγουν μαζί για το Παρίσι. Αργότερα, το 1968 πια, θα μεταβούν στο Μιλάνο, για να επιστρέψουν στην Ελλάδα, μετά από ένα χρόνο, τον Οκτώβριο εκείνης της χρονιάς.
Τις περιπέτειες στο εξωτερικό, μαζί με τα τραγούδια που γράφτηκαν και συμπληρώθηκαν στο αμέσως επόμενο διάστημα, θα τα συναντήσουμε, όλα αυτά, στο δεύτερο LP του Διονύση Σαββόπουλου, που έχει τίτλο «Το Περιβόλι του Τρελλού». Κυκλοφορία ξανά από την Lyra προς το τέλος του Οκτωβρίου ή στις αρχές Νοεμβρίου του 1969 (υπάρχουν δύο διαφορετικές ημερομηνίες).
Το 1969 το ροκ αρχίζει να κάνει κάπως πιο αισθητή την παρουσία του στην Ελλάδα. Πληροφορίες έρχονται απ’ έξω και δίσκοι ξένων ροκ συγκροτημάτων, κυρίως 45άρια, αλλά και ορισμένα LP, αρχίζουν να τυπώνονται μ’ ένα κάποιο σύστημα και στην Ελλάδα.
Φωτογραφία του Διονύση Σαββόπουλου, στο Rodeo ενώ παρουσιάζει τον κύκλο τραγουδιών «Το Περιβόλι του Τρελλού» (Χειμώνας 1969-1970).
Μπουρμπούλια. (Από αριστερά): Βασίλης Ντάλλας, Johnny Lambizzi, Σπύρος Καζιάνης, Νίκος Τσιλογιάννης («Ο Σαββόπουλος στην Λύρα», 1997)
Ο Διονύσης Σαββόπουλος έχει αφουγκραστεί το ροκ, και τα μηνύματα που μπορεί εκείνο να μεταφέρει, ήδη από το εξωτερικό, κι έτσι όταν επιστρέφει στη χώρα, παράλληλα με την ολοκλήρωση των τραγουδιών για το «Περιβόλι», έχει κατά νου να σχηματίσει κι ένα γκρουπ, ώστε να μπορεί να υποστηρίξει τα τραγούδια του και στη σκηνή.
Το γκρουπ είναι τα Μπουρμπούλια, αλλά δυστυχώς στο «Περιβόλι» δεν έχουν τον πλήρη έλεγχο της μουσικής και της ενορχήστρωσης, αφού όλα αυτά τα κάνει ο έντεχνος συνθέτης Γιώργος Κοντογιώργος. Κι έτσι, ενώ το άλμπουμ διαθέτει κι ένα πολύ ωραίο hippy εξώφυλλο φιλοτεχνημένο από τον Στέργιο Δελιαλή, ο ήχος «μέσα» είναι πιο «διαλλακτικός». Στον δίσκο όμως, γιατί στο Rodeo το πράγμα αποκτά άλλες διαστάσεις – τις πρέπουσες ροκ δηλαδή.
Στην αρχή, στα Μπουρμπούλια, συμμετείχε και ο Γιώργος Ρωμανός, αλλά πολύ γρήγορα το γκρουπ θα καταλήξει στους Τάκη Ανδρούτσο, Άρη Τασούλη, Βασίλη Ντάλλα και Νίκο Τσιλογιάννη – παρότι η σύνθεσή του, λίγο αργότερα, θα άλλαζε και πάλι.
Τα πιο ροκ κομμάτια στο «Περιβόλι» ήταν τα «Η θεία Μάρω» και «Σαν ρεμπέτικο παλιό», αλλά κανείς δεν μπορεί να ξεχάσει και τα υπόλοιπα, κάποια εκ των οποίων (όπως η «Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη») θεωρούνται από τα κορυφαία του Σαββόπουλου.
Στην δεκαετία του ’70
Η τρίτη σεζόν στο Rodeo (1970-71) –από το οποίο Rodeo περνούν εν τω μεταξύ και οι Μαρίζα Κωχ, Διόσκουροι (Βασίλης Ζαρούλιας-Βαγγέλης Γερμανός), Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Λήδα, Περικλής Χαρβάς, Δόμνα Σαμίου κ.ά.– σημαίνει «Μπάλλος».
Είναι ο δίσκος, που ουσιαστικά ξεκινάει το ροκ στην Ελλάδα, το ελληνικό ροκ εννοούμε – παρότι το να μελετάει κανείς τον Σαββόπουλο, μέσα στο ελληνικό ροκ, τον περιορίζει ασφυκτικά.
Πάντως στον «Μπάλλο» ο Σαββόπουλος κάνει για πρώτη φορά ροκ στην δισκογραφία και μορφολογικά πλέον, έχοντας δίπλα του, εκτός από τους Ντάλλα-Τσιλογιάννη σε μπάσο-ντραμς και τους János Lambizi ηλεκτρική κιθάρα, Σπύρο Καζιάνη φαγκότο, τρομπόνι και Νίκο Μουρίκη κόρνο.
Η δισκογραφία του διεθνούς ροκ ανοίγεται. Ο Τάσος Φαληρέας, δουλεύει στη Lyra, η οποία εκτός από τις παραγωγές λειτουργεί και ως αντιπρόσωπος ξένων labels, με αποτέλεσμα οι έλληνες μουσικόφιλοι να μαθαίνουν τον Frank Zappa, τους Yes, τον James Taylor, τους Jethro Tull, τους Crosby, Stills Nash & Young, τους Doors κ.λπ. Ο Τάσος Φαληρέας, που είναι φίλος με τον Σαββόπουλο, έχει και το δισκάδικο Pop Eleven, μαζί με τον αδελφό του Γρηγόρη, οπότε ένα περαιτέρω άνοιγμα σε ακούσματα υπάρχει και από εκεί.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος γίνεται κοινωνός όλων αυτών και κάπως έτσι το Rodeo αναδεικνύεται, εκείνα τα χρόνια, σε ναό του ροκ στην Ελλάδα, ικανό να προσελκύει ακόμη και ξένους (τον σκηνοθέτη του “Woodstock” Michael Wadleigh για παράδειγμα).
Ο Σαββόπουλος δένει ροκ, με Βαλκάνια και ελληνική παράδοση, και με φοβερά λόγια, φτιάχνει ροκ αρχέτυπα – αναλλοίωτα εν πολλοίς μισόν αιώνα αργότερα. Ο «Μπάλλος», το «Κιλελέρ» και «Ο παλιάτσος κι ο ληστής» (Bob Dylan) είναι συγκλονιστικά κομμάτια, αξεπέραστα, που με την εξεγερσιακή θεματική τους, δημιουργούν στα ακροατήρια μια αντιχουντική διάθεση.
Ξανά στο Rodeo, περιστασιακά κυρίως, και μετά στο Κύτταρο (τέλη ’72 με αρχές ’73), όταν πλέον βρίσκεται μπροστά η επόμενη θρυλική δουλειά του Διονύση Σαββόπουλου, το «Βρώμικο Ψωμί».
Με το άλμπουμ αυτό ολοκληρώνεται βασικά το ροκ μανιφέστο του Σαββόπουλου, ο οποίος με νέο συγκρότημα, την Λαιστρυγόνα, και με παλιά και καινούρια τραγούδια («Η Δημοσθένους λέξις» ήταν τραγούδι του ’67, όπως προείπαμε) ενώνει ξανά ροκ με δημοτικό («Μαύρη Θάλασσα») και με ρεμπέτικο-λαϊκό τραγούδι («Ζεϊμπέκικο»), αφήνοντας μίλια πίσω ακόμη και τον ίδιο τον Dylan, με τον «Άγγελο εξάγγελο».
Παράλληλα, στο Κύτταρο, στις δύο σεζόν που ήταν εκεί (1972-73 και 1973-74), καλεί παλαιστές του κατς, δημοτικούς οργανοπαίκτες και καραγκιοζοπαίκτες, προβάλλοντας παράλληλα και μια ειδική ταινία (Λάκης Παπαστάθης) στην τελευταία σεζόν, δίνοντας χώρο και σε άλλα σχήματα, όπως ήταν οι Λήδα-Σπύρος π.χ., δημιουργώντας καινούρια και πρωτοφανέρωτα για την Ελλάδα πρότυπα. Εκείνα του πολυθεάματος.
Ο Καραγκιόζης είναι η λαϊκή μορφή που αναδεικνύεται από τα προγράμματα στο Κύτταρο και βασικά από το «Θίασος Σκιών», οδηγώντας τον Διονύση Σαββόπουλο να γράψει ένα από τα διαχρονικά ωραιότερα τραγούδια του, το «Σαν τον Καραγκιόζη» («Σαν σκιές γλιστρούν λόγια και εικόνες / κάρα σκουπιδιάρικα, φεύγουν οι χειμώνες»), που κυκλοφορεί αρχικά σαν 45άρι (Νοέμβριος 1974), έχοντας πίσω ένα άλλο τραγούδι, που καθρεφτίζει τα τραγικά γεγονότα της εποχής, το «Για την Κύπρο», που οι περισσότεροι θα το μάθαιναν από την «Ρεζέρβα».
Ο Σαββόπουλος με τον ερχομό της Μεταπολίτευσης αποκτά ακόμη μεγαλύτερο στάτους, δίνοντας συνεχώς συνεντεύξεις, παρεμβαίνοντας με δίσκους, δίνοντας συναυλίες, συμμετέχοντας σε άλμπουμ «τρίτων», γράφοντας μουσική για τον κινηματογράφο κ.λπ.
Το «10 Χρόνια Κομμάτια» (Φεβρουάριος 1975) είναι το πέμπτο άλμπουμ του, τυπωμένο και αυτό από την Lyra.
O Σαββόπουλος κάνει μια ιδιότυπη αναδρομή στην πορεία του μέχρι τότε, παρουσιάζοντας τραγούδια ηχογραφημένα ερασιτεχνικά από τον ίδιο, μα και κάποια από στούντιο, μαζί με αφηγηματικές γέφυρες.
Και το άλμπουμ αυτό διαθέτει εκπληκτικά κομμάτια, όπως την «Παράγκα», το «Στη συγκέντρωση (της Ε.Φ.Ε.Ε.)» και πάνω απ’ όλα την «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη» (τραγούδι από το 1967, που τώρα δισκογραφείται για πρώτη φορά).
Η αγάπη του Διονύση Σαββόπουλου για τους παλιούς ρεμπέτες, τους οποίους τίμησε και στο Κύτταρο, φαίνεται και από το επόμενο δισκάκι του, όταν τραγουδάει μαζί με τον Δημήτρη Γκόγκο ή Μπαγιαντέρα τον «Καθρέφτη» (Σεπτέμβριος 1975), βάζοντας στην δεύτερη πλευρά τον «Πολιτευτή».
Είναι μια πρώτη απόπειρα του Σαββόπουλου να απεξαρτηθεί από κάποια «δόγματα» της Αριστεράς ή μάλλον να διαχωρίσει τη θέση του από κάποιους τρόπους «αριστερής» συμπεριφοράς. Ένα σκληρό πολιτικό τραγούδι, για τους πολιτικάντηδες γενικώς και ειδικώς.
Παρά ταύτα με το επόμενο άλμπουμ του, που δεν ήταν άλλο από το σάουντρακ για την ταινία του Παντελή Βούλγαρη “Happy Day” (Σεπτέμβριος 1976), o Διονύσης Σαββόπουλος θα φυλάξει ένα προσκύνημα για τους αγωνιστές της Αριστεράς, για τους κομμουνιστές που βασανίστηκαν ή και εκτελέστηκαν στην Μακρόνησο.
Φυσικά ακόμη και η λέξη «Μακρόνησος» ήταν απαγορευμένη στο φιλμ, αλλά στο δίσκο υπάρχει το «Σχόλιο», με τους εκπληκτικούς στίχους και την ερμηνεία του Σαββόπουλου («Ξέρω ανθρώπους σαν κι εσάς / που μου λεν “μην τα ρωτάς / γύρω στο ’48 πέρασα από ’κει κι εγώ / ήταν μέρες φοβερές η Μακρόνησο που λες”», «Νιώθω άλλος, κι άλλη μια / χαιρετώ με τη γροθιά / δεν έχει τι, δεν έχει πού / στις οθόνες του λαού»).
Στο τέλος του 1976 ο Διονύσης Σαββόπουλος συμμετέχει στο άλμπουμ των Μάνου Χατζιδάκι / Νίκου Γκάτσου «Τα Παράλογα», τραγουδώντας μαζί με την Μελίνα Μερκούρη «Το άλογο του Ομέρ Βρυώνη».
Με τους αριστοφανικούς «Αχαρνής», όπως γράφει ο ίδιος ο Δ. Σαββόπουλος στο οπισθόφυλλο του άλμπουμ (Lyra, 1977), καταπιάστηκε μετά από παραγγελία του Θεάτρου Τέχνης, παρουσιάζοντας, τελικά, το έργο στην Πλάκα, στην μπουάτ Ρήγας, δίχως να ανεβεί αυτό στο θέατρο. Υπάρχει παρασκήνιο, αλλά δεν είναι της ώρας.
Σημασία έχει πως ο Σαββόπουλος έστησε εκ του μηδενός μία δική του παράσταση, με δικά του τραγούδια και δικές του μεταφράσεις, έχοντας δίπλα του νέους τραγουδιστές (στο άλμπουμ συμμετείχαν οι Σάκης Μπουλάς, Νίκος Παπάζογλου, Μελίνα Τανάγρη, Νίκος Ζιώγαλας, Ηλίας Λιούγκος, Βαγγέλης Ξύδης, Μανώλης Ρασούλης και Κώστας Γεωργίου).
Ήταν ένας δίσκος, οι «Αχαρνής», που απομάκρυναν ακόμη περισσότερο τον Σαββόπουλο από την λεγόμενη «παραδοσιακή αριστερά». Όμως το θέμα, ο Σαββόπουλος, το έβλεπε ευρύτερα. Όπως είχε πει σε μια συνέντευξή του, τότε, στο περιοδικό «Θεατρικά»:
«Μερικές φορές έκανα σατιρικούς στίχους εις βάρος του Χατζιδάκι, του Θεοδωράκη ή του Ρίτσου κι όχι ακριβώς γι’ αυτούς ή το έργο τους, μάλλον για μια ορισμένη μόδα που εκπορεύεται από κει. Δεν είναι βέβαια εντελώς υπεύθυνοι γι’ αυτήν, αλλά ούτε και εντελώς αμέτοχοι. Άλλωστε αυτή η μόδα ή η ιδεολογία, όπως προτιμάς, με επηρέασε φανερά κι εμένα, και άρα η σάτιρά μου στρέφεται και σ’ ένα μέρος του εαυτού μου, τότε, στο Κύτταρο, με τον “Θίασο Σκιών”, όσοι θυμούνται – μ’ έπαιρνε κι εμένα η μπάλα δηλαδή».
Ο Διονύσης Σαββόπουλος με την Άσπα (αριστ.) στη Θεσσαλονίκη. Φωτ.: Σπύρος Στάβερης/LiFO
Τον Μάρτη του ’78 κυκλοφορεί η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» [Lyra] των Νίκου Ξυδάκη-Μανώλη Ρασούλη, με τον Διονύση Σαββόπουλο στον ρόλο του παραγωγού (τραγουδούσε κιόλας). Λέμε για ένα δίσκο που καθόρισε στην πορεία το νέο λαϊκό και που σύστησε, πλατιά σε όλους, τον Νίκο Παπάζογλου.
Η «Ρεζέρβα» ο νέος διπλός αυτή τη φορά δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου κυκλοφορεί τον Οκτώβριο του 1979.
Υπάρχουν κάποιοι που θεωρούν την «Ρεζέρβα» ως τον κορυφαίο δίσκο του Σαββόπουλου, ενώ κάποιοι άλλοι θεωρούν πως είναι ο τελευταίος αληθινά μεγάλος δίσκος του.
Όπως κι αν έχει η «Ρεζέρβα» περιείχε πολλά καλά τραγούδια, παλιότερα και πιο καινούρια και δύο τουλάχιστον αριστουργήματα, το «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη» και το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο». Τραγούδια δηλαδή, που συντηρούν, στο έπακρο, το μύθο του Σαββόπουλου, που έρχεται από τα σίξτις και από το πρώτο μισό του ’70.
Το τέλος της χρονιάς βρίσκει τον Δ. Σαββόπουλο, στον Σκορπιό, στην Πλάκα, να παρουσιάζει το «Γιγανταιώρημα», με Δημήτρη Πουλικάκο, Οπισθοδρομική Κομπανία, Ευγένιο Σπαθάρη, τον ακροβάτη Βαγγέλη Μανιάτη κ.ά.
Στα χρόνια του ’80
Το 1981 ο Διονύσης Σαββόπουλος μας συστήνει τον Βαγγέλη Γερμανό στα «Μπαράκια» [Lyra], συνεργάτη του από την εποχή των Διόσκουρων και της Λαιστρυγόνας, ενώ το 1982 (ξανα)κάνει παραγωγή στο πρώτο άλμπουμ της Οπισθοδρομικής Κομπανίας (επίσης για την Lyra).
Την πρωταπριλιά του 1983 o Σαββόπουλος δίνει μια ιστορική συναυλία, στο Παλαί ντε Σπορ της Θεσσαλονίκης – συναυλία, που την είχε μεταδώσει η τηλεόραση της ΕΡΤ και που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση. (Αποσπάσματα θα ακούγαμε, λίγους μήνες αργότερα, στο άλμπουμ «20 Χρόνια Δρόμος»).
Το 1983 είναι επίσης η χρονιά ενός νέου δίσκου, μετά από τέσσερα, χρόνια, του πασίγνωστου «Τραπεζάκια Έξω» [Lyra]. Ο δίσκος καταγράφει μια νέα φάση του Σαββόπουλου, που τότε εντασσόταν, ιδεολογικά, στο νεο-ορθόδοξο ρεύμα, και η οποία είχε κριθεί (η φάση), γενικότερα, ως συντηρητική (τουλάχιστον από τους παλιούς φίλους των τραγουδιών του).
Τεράστια επιτυχία, καθώς ακουγόταν παντού, έκανε το τραγούδι «Ας κρατήσουν οι χοροί» (που είναι ένα από τα πιο αγαπητά του Σαββόπουλου σε όσους θα τον γνώριζαν τα επόμενα χρόνια και δεκαετίες), αλλά υπήρχαν και άλλα τραγούδια στον δίσκο που ξεχώριζαν περισσότερο, όπως το «Μυστικό τοπίο» ή το “Canto”.
Τον Ιούλιο του ’83, στις 25, ο Διονύσης Σαββόπουλος θα συμμετάσχει στο ιστορικό πάρτυ του Λουκιανού Κηλαηδόνη, στην Βουλιαγμένη, ενώ η χρονιά θα ολοκληρωνόταν βασικά με την άκρως επιτυχημένη μεγάλη συναυλία του στο νέο τότε Ολυμπιακό Στάδιο της Αθήνας, στην Καλογρέζα (19 Σεπτεμβρίου 1983), μια συναυλία που θα απασχολούσε την κοινή γνώμη, και τον Τύπο, για μέρες, εβδομάδες και μήνες, και που θα καθιστούσε τον Σαββόπουλο κάπως σαν «θέμα συζήτησης», σε τελείους ασύμβατους μεταξύ τους χώρους.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 1983 πεθαίνει εν τω μεταξύ ο Αλέξανδρος Πατσιφάς, με την Lyra να περνάει στα χέρια του Κυριάκου Μαραβέλια. Στην νέα Lyra ο Σαββόπουλος έχει ανεβασμένη θέση σαν παραγωγός και από την θέση αυτή υπογράφει νέα άλμπουμ για τους Μάκη Χριστοδουλόπουλο, Μαργαρίτα Ζορμπαλά, Δυνάμεις του Αιγαίου κ.ά.
Το 1986 ο Διονύσης Σαββόπουλος συνεργάζεται με την ΕΡΤ, για την παραγωγή της εκπομπής «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» (σκ. Γιώργος Πανουσόπουλος-Κώστας Μαζάνης), που είναι ίσως η ωραιότερη μουσική εκπομπή για το ελληνικό τραγούδι, που εμφανίστηκε ποτέ στην τηλεόραση (κρατική και ιδιωτική). Θα μεταδοθούν 30 επεισόδια και θα παρελάσουν από το στούντιο πάμπολλοι καλλιτέχνες και φυσικά τα περισσότερα είδη του ελληνικού τραγουδιού. Ένα χρόνο αργότερα (1987) θα τυπωνόταν και ο σχετικός δίσκος (2LP) στην MINOS.
Από 17 Ιανουαρίου έως 3 Φεβρουαρίου 1988 ο Διονύσης Σαββόπουλος θα εμφανιζόταν στον Σείριο του Μάνου Χατζιδάκι, αποδίδοντας παλιά και πιο καινούρια τραγούδια του, ενώ λίγο καιρό αργότερα θα κυκλοφορούσε και ο αναμνηστικός δίσκος «Ο Κύριος Σαββόπουλος Ευχαριστεί τον Κύριο Χατζιδάκι Και Θάρθη Οπωσδήποτε» [Sirius, 1988].
Το 1989 κυκλοφορεί «Το Κούρεμα» [Polydor]. Ο Σαββόπουλος «σχεδόν 55 ετών / με μπλοκ επιταγών», όπως τραγουδάει στο «Εμείς του ’60», φοράει γραβάτα και κουρεύεται, για να φωτογραφηθεί στο εξώφυλλο. Η νέα εμφάνιση σημαίνει… παράδοση οπλισμού. Για τον ίδιο, την γενιά του, την κοινωνία γενικότερα. «Πώς να μην κλέψει ο Κοσκωτάς, αφού ένα όραμα κονόμας / και ευζωίας και ανόδου ήταν το μέτρο ολονών μας», τραγουδά στο «Μην περιμένετε αστειάκια».
Η χώρα ταλανίζεται από το σκάνδαλο Κοσκωτά, το κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ σαπίζει εκ των έσω. Η κριτική ξεκινά από τον Ανδρέα Παπανδρέου, με χαρακτηρισμούς οξείς ή και απρεπείς («ένας μοιχός εβδομηντάρης»), αλλά ο θυμός και η οργή είναι εκείνα που διαπνέουν, γενικά, τα περισσότερα τραγούδια του δίσκου. Πρωτοφανές για τον Σαββόπουλο, που χρησιμοποιούσε πάντα τον υπαινικτικό λόγο και την ποιητικότητα, για να εκφραστεί.
Υπάρχουν δίκια στην κριτική, πρώτα-πρώτα γιατί ο Σαββόπουλος δεν αφήνει απ’ έξω τον εαυτό του (η φωτογραφία του εξωφύλλου συμβολίζει και τον δικό του συμβιβασμό), αλλά ο εναγκαλισμός με την ΝΔ του Κώστα Μητσοτάκη, τον «ικανό να βγάλει από τη μέση το κνώδαλο αυτό, τον παπατζή» («Το μητσοτάκ»), είναι κίνηση απελπισίας (το λιγότερο).
Ο Σαββόπουλος παίρνει πολλά ρίσκα με το «Κούρεμα», ξεκαθαρίζει δια παντός τη σχέση του με την Αριστερά, με τους συνοδοιπόρους του από το ’60 και το ’70 («Η αποτυχία της Αριστεράς»), περνώντας στην άλλη πλευρά, δίχως να προβάλλει κάποιο όραμα, ένα νέο πειστικό άλλοθι. Έτσι, η αποτυχία της κοινωνίας είναι συνολική, είναι οικτρή, καθώς παράγει μόνον μπάζα κι αποκαΐδια. «Mε ποιους να πάμε, μη ρωτάτε κι ούτε είναι το θέμα εκεί / χούντα περνάμε, πολεμάτε κι είναι πιο μαυριδερή»… τραγουδάει κάπου αλλού. Πλήρης καταστροφή.
Και όμως αυτός ο τραχύς, ο οργισμένος και μουσικά ελάχιστα εμπνευσμένος δίσκος, κλείνει με το «Καλοκαίρι», ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του Διονύση Σαββόπουλου, με τις ποιητικές εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη, αφήνοντας εκεί, στο τέλος, μια χαραμάδα αισιοδοξίας…
Αν κάθε δίσκος του Σαββόπουλου, έως τότε, προκαλούσε συζητήσεις, παρεμβαίνοντας στην κοινωνικοπολιτική καθημερινότητα, τότε «Το Κούρεμα» δεν μπορεί παρά να είναι, απ’ αυτή την άποψη, ο αληθινά τελευταίος σημαντικός δίσκος του.
Η δεκαετία του ’90
Το 1990 κυκλοφορούν σε διπλό δίσκο οι ηχογραφήσεις από τις παραστάσεις του στο ZOOM, τον χειμώνα του 1989-90 –λέμε για το 2LP «Αναδρομή ’63-’89» [Polydor]– αλλά αυτό το διάστημα, τα χρόνια που έρχονται και που συμπίπτουν, βασικά, με την περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ υπό τον Κ. Μητσοτάκη, είναι δύσκολα για τον Διονύση Σαββόπουλο. Δεν βρίσκει διεξόδους, ψάχνεται, θέλει να οικοδομήσει και πάλι σχέσεις με την Αριστερά μετά τον σεισμό, που προκάλεσε «Το Κούρεμα», επιχειρώντας να ξανα-ανακαλύψει τον εαυτό του.
Απ’ αυτή την κάπως χαοτική περίοδο θα βγει το 1994, με το επόμενο άλμπουμ του, το «Μη Πετάξεις Τίποτα» [Polydor]. Πρόκειται για έναν δίσκο που περιλαμβάνει και κάποια καλά ή και αισιόδοξα τραγούδια, όπως «Το ρεφραίν, σ’ αγαπώ», το «Μη πετάξεις τίποτα», το «Ταγκό βουβό» ή το «Είδα την Σούλα και τον Δεσποτίδη» (δύο πρόσωπα της «άλλης Αριστεράς», την Σούλα Αλεξανδροπούλου και τον Μίμη Δεσποτίδη) και που δημιουργεί μία καινούρια (νεότερη) γενιά ακροατών του. Το «Μέρες καλύτερες θα ’ρθουν» είναι το «Ας κρατήσουν οι χοροί» της δεκαετίας του ’90.
Στο άλμπουμ «Παράρτημα / Οδυσσεβάχ, Πλούτος, Σιγά η Πατρίδα Κοιμάται» [PolyGram, 1996] ο Διονύσης Σαββόπουλος συμπεριλαμβάνει μουσικές του από το θέατρο, παιδικό ή μη και την τηλεόραση. Έτσι εδώ ακούμε συνθέσεις του από τον «Οδυσσεβάχ» της Ξένιας Καλογεροπούλου, τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, όπως και από το σίριαλ του Γιάννη Σμαραγδή «Σιγά… η πατρίδα κοιμάται», που προβαλλόταν στην ΕΤ1, το 1989.
Με το «Ξενοδοχείο» [Mercury, 1997] ο Διονύσης Σαββόπουλος επιστρέφει στα χρόνια της νιότης του ή και της λιγότερο νιότης, διασκευάζοντας ξένα ροκ τραγούδια από τα σίξτις έως και τα έιτις, γράφοντας όμως γι’ αυτά ελληνικούς στίχους.
Spencer Davis Group, Van Morrison, Bob Dylan, Lou Reed, Quicksilver Messenger Service / Big Brother & The Holding Company, Talking Heads, Lucio Dalla, Jethro Tull κ.ά. Μαζί του στις ερμηνείες οι Αλκίνοος Ιωαννίδης, Αργύρης Μπαρκιτζής, Ορφέας Περίδης και Βασίλης Παπακωνσταντίνου. Ωραίο το «Του Ιωσήφ το πανωφόρι» των John Cipollina / Nick Gravenites.
Ο τελευταίος δίσκος του Διονύση Σαββόπουλου με καινούρια τραγούδια ήταν «Ο Χρονοποιός» [Mercury] από το 1999. Δεν είμαστε σίγουροι αν ακούστηκε όσο και όπως θα έπρεπε αυτό το άλμπουμ (πέρα από ένα-δυο τραγούδια), που είναι ίσως το καλύτερο από τα «Τραπεζάκια Έξω» και μετά, από πλευράς συνθέσεων, ενορχήστρωσης και ήχου-ατμόσφαιρας γενικότερα.
Κάπως χαμηλόφωνο, χωρίς ιδιαίτερα, εξωτερικά, εντυπωσιακά στοιχεία, στο CD αυτό ακούγονται «Το τσακάλι», «Η μοναξιά της Αμερικής» («Σαν αστυνόμος / που δρα εκνόμως / θρίλερ που διαρκεί / η Αμερική / σκούζοντας φεύγει ο χρόνος»), το «Σου μιλώ και κοκκινίζεις», το «Πρώτη του 2000» και το «Ποιος φτιάχνει τα ανέκδοτα» (αφιερωμένο στον Θάνο Μούρραη-Βελλούδιο).
Από την στροφή του αιώνα μέχρι σήμερα
Ο Διονύσης Σαββόπουλος συνεργαζόταν με άλλους τραγουδοποιούς, ερμηνευτές κ.λπ. από παλιά. Και στα προγράμματά του, μα και στην δισκογραφία. Αλλά από την δεκαετία του ’80 και μετά, και ιδίως στα πιο πρόσφατα χρόνια, οι συνεργασίες αυτές πολλαπλασιάστηκαν, καθώς ο Δ. Σαββόπουλος προσφέρθηκε να βρεθεί στο πάλκο ή και στο στούντιο με τους πάντες. Παλαιότερους και νεότερους. Τα ονόματα είναι άπειρα…
Ελευθερία Αρβανιτάκη, Νίκος Πορτοκάλογλου, Πόλυ Πάνου, Αλκίνοος Ιωαννίδης, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Λουδοβίκος των Ανωγείων, Λουκιανός Κηλαηδόνης, Ορφέας Περίδης, Θανάσης Παπακωνσταντίνου (με τον οποίον θα έκανε κι ένα ολόκληρο άλμπουμ, τον «Σαμάνο», το 2008), Κώστας Λειβαδάς, Λάκης Παπαδόπουλος, Πάνος Μουζουράκης, Στάθης Δρογώσης… Τα ονόματα είναι τελείως ενδεικτικά.
Φυσικά, την ίδια εποχή, από το 2000 και μετά, πολλαπλασιάστηκαν και οι ζωντανές εμφανίσεις του Διονύση Σαββόπουλου, σε πολλούς και ποικίλους χώρους. Και κάπως έτσι προέκυψαν και νέα άλμπουμ, όπως το «Σαββόραμα» [Mercury, 2001], ηχογραφημένο ζωντανά στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, «Ο Πυρήνας» [Lyra, 2007], ηχογραφημένος στο Gazarte, τον Νοέμβριο του 2006 ή το «Σήκω Ψυχή μου Δώσε Ρεύμα» [Feelgood, 2016], με την Ελένη Βιτάλη, από ζωντανή ηχογράφηση στο Κύτταρο.
Λίγα λόγια ακόμη…
Πάντα ο Διονύσης Σαββόπουλος παρενέβαινε, με δηλώσεις του, στην καθημερινότητα, καθώς είχε διαχρονικά καλή σχέση με τα μίντια, δίνοντας συνεχώς συνεντεύξεις στα έντυπα, στα σάιτ, στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο. Είναι αλήθεια, επίσης, πως όσα έλεγε δημιουργούσαν εντυπώσεις, προκαλούσαν αντιδράσεις – θετικές ή όχι.
Με κάθε δήλωσή του αναπτυσσόταν ένα είδος… διχασμού στο κόσμο. Δεν το ήθελε καθόλου αυτό ο Σαββόπουλος, καθώς πάντα τον ενδιέφερε να εμφανίζεται με λόγο ενωτικό, που να «πιάνει» την μεγάλη εικόνα. Όποια και να ήταν αυτή, κάθε φορά. Και κάπως έτσι στενοχωριόταν και ο ίδιος όταν τον αμφισβητούσαν, όταν δεν αντιλαμβάνονταν ή δεν αποδέχονταν τις προθέσεις του.
Λογικά, όμως, είναι όλα αυτά να συμβαίνουν σε μια κοινωνία, που… απ’ τα ψηλά πατώματα βρέθηκε μεσ’ τα χώματα, όπως τραγουδούσε ο αγαπημένος του Στέλιος Καζαντζίδης (και το συγκεκριμένο τραγούδι ήταν ένα από τα πιο αγαπημένα του Σαββόπουλου).
Ο Διονύσης Σαββόπουλος είχε πει εκπληκτικά πράγματα μέσα στα χρόνια, όπως είχε πει και άλλα, που μπορεί να έβγαζαν πολλούς από τα ρούχα τους. Ο διάλογός του με τον κόσμο βρισκόταν πάντα στις προτεραιότητές του, αφού ο κόσμος αποτελούσε μια διαρκή έμπνευση για ’κείνον είτε με τα κατορθώματά του είτε με τις αναποδιές του. Το είχε τραγουδήσει τόσες φορές εξάλλου:
«Σαν το παράπονο στη φράση “εδώ και τώρα” / σαν το σπασμένο φαρμακείο στις δύο η ώρα / σαν το καμένο το γήπεδο, σαν το αμόκ της μηχανής σου / μέσα απ’ της βιτρίνας τα θρύψαλα ακούω την ψυχή σου…».
Αυτός ο διάλογος, ανάμεσα σ’ εμάς και σ’ εκείνον, δεν πρόκειται να τελειώσει ποτέ.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος εμφανίστηκε στο ελληνικό μουσικό και πολιτισμικό προσκήνιο στην περίοδο του ’62-64. Όταν άρχιζε η γοργή μετεξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού όπως και η πολιτική κρίση πού τη συνόδεψε (πτώση της Δεξιάς, άνοδος του Κέντρου, παλατιανό πραξικόπημα, «αποστάτες», δικτατορία).
Τα πρώτα του τραγούδια ήταν ήδη μια τομή. Τόσο από την άποψη των στίχων, όσο και της μουσικής είναι κιόλας σύγχρονα. Η συγκέντρωση της ΕΦΕΕ, Το Βιετνάμ, Ο ήλιος, Η αμνηστία του ’64, η σωματική ανάγκη. Για την πορεία ειρήνης, αλλά και τα υπόλοιπα τραγούδια, Συννεφούλα, Μια θάλασσα μικρή, Η Ζωζώ κλπ. Όχι μόνο σαν θεματολογία, αλλά και για κάτι άλλο πιο ουσιαστικό. Κάτι πού σφραγίζει όλο το έργο του:
Τη σχέση υποκειμενικού και αντικειμενικού, την ανάδυση του υποκειμένου μέσα από το αντικειμενικό και την ταυτόχρονη αντανάκλαση του αντικειμενικού μέσα στο μυαλό και τη ζωή των ανθρώπων. Η παλιά φιλοσοφία, η παλιά Αριστερά είχαν μια μηχανιστική λογική, διαχωρίζοντας αντικειμενικό και υποκειμενικό μ’ ένα σινικό τείχος. Από τη μια το κίνημα, από την άλλη το άτομο, από τη μια η δημοσία ζωή από την άλλη η ιδιωτική. Από τη μια η πολιτική, από την άλλη η οικογένεια και το επάγγελμα. Το καινούργιο κίνημα θέλει να βάλει και την ατομική ζωή μέσα στην πολιτική, την πολιτική μέσα στην ατομική ζωή, απορρίπτοντας τον διαχωρισμό ανάμεσα σε Ιστορία (με μεγάλο Ι) και προσωπική ιστορία. Την ιστορία την κάνουν οι άνθρωποι, και η αντικειμενική πραγματικότητα αντανακλάται ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΑ στο μυαλό τους. Έτσι ο άνθρωπος ξαναγίνεται υποκείμενο της ιστορίας.
Έτσι, για την «Συγκέντρωση της ΕΦΕΕ», δεν υπάρχει ο τυπικός χωρισμός ανάμεσα στο άτομο, τη συγκέντρωση, και τα συναισθήματα πού γεννούνται.
«Η πλατεία ήταν γεμάτη
και συ έφεγγες στη μέση όλου του κόσμου
κι ήσουν φως μου κατακόκκινη νιφάδα σε γιορτή
Η πλατεία ήτανε άδεια
και τρελός απ’ τα σημάδια
σα σκυλί
με συνθήματα σχισμένα
σ ‘ έναν ερωτά για σένα
έχω χυθεί
στ’ αμφιθέατρο σε ψάχνω στους διαδρόμους
και τους δρόμους
και ζήτω πληροφορίες
και υλικό
να φωτίσω τις αίτιες
πού μ’ αφήνουνε μισό».
Το προσωπικό και το συλλογικό διαπλέκονται, ο αγώνας και η υπέρβαση του ακρωτηριασμού που προκαλεί ένας παγιωμένος εξωτερικός κόσμος γίνονται ένα, μια ενιαία διαδικασία.
Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων
«σ’ αυτό τον τόπο όσοι αγαπάνε τρώνε βρώμικο ψωμί»
Σε μια χώρα, «μαύρη θάλασσα, κλειστή πίσω από τις συμπληγάδες», σε μια εποχή που ακόμα κυριαρχείται από μια άθλια πραγματικότητα, «παράγκα» ή «δρόμοι, ανθρωπάκια και γραφεία/πολυκατοικίες και κουρσάκια ιδιωτικά», που κυριαρχείται από μια ιδεολογία – «πτώμα που μιλάει μέσα από το δικό σου στόμα», τα πράγματα δεν είναι εύκολα για κείνον που θέλει να σπάσει το περίβλημα, που θέλει να ξεφύγει από τους «βάλτους». Αυτουνού «οι πόθοι» ακολουθάνε «υπόγεια διαδρομή». Είναι μόνος σε μεγάλο βαθμό, είναι υποχρεωμένος να υπομένει τη «μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων», στην προσμονή και την προσπάθεια να σπάσουν τα «δεσμά», κάποτε. Ο Σαββόπουλος ξέρει πώς:
«Τα καλύτερα παιδιά
κουράστηκαν
και γύρισαν στο σπίτι
το ξημέρωμα αργεί
και δεν βρίσκεται
παρέα για ξενύχτι».
Και αυτή ή μοναξιά φτάνει στα όρια του τραγικού, και του κλασικού συνάμα, με την «Δημοσθένους Λέξη».
«όταν θα βγω απ’ τη φυλακή
κανείς δεν θα με περιμένει
οι δρόμοι θα ‘ναι αδειανοί
κι η πολιτεία μου πιο ξένη
τα καφενεία όλα κλειστά
κι οι φίλοι μου ξενιτεμένοι
Χωρίς βουλή χωρίς θεό».
Μέσα στο κλίμα της δικτατορίας, εκεί που αποκαλύφτηκε περισσότερο από ποτέ άλλοτε η ψευτιά και η κενότητα μιας κοινωνίας, σ’ όλες της τις πλευρές, που αυτοί που αντιστέκονταν ήταν λίγοι και μόνοι, ενάντια σ’ έναν κόσμο ολόκληρο, ο Σαββόπουλος, όπως και όλοι μας, στάθηκε «μπρος στα ερείπια της Ολύνθου». Είναι στιγμές που ο:
«δικός σου πόνος
στο κατώφλι μόνος
σα σκυλί».
«κανένα πλάσμα του θεού δε ζει σε τέτοιο βάθος
οπου σ’ αγάπησα πολύ κι απόμεινα μονάχος».
Και φτάνει κάποια στιγμή και στην υπέρτατη μόνωση του ποιητή.
«δεν έχω ήχο, δεν έχω υλικό».
Πέρασαν για πάντα
οι παλιές ιδέες, οι παλιές αγάπες
όμορφη στιγμή να το ξαναπώ
όμορφη να σας μιλήσω
βλέπω πυρκαγιές
πάνω από λιμάνια πάνω από σταθμούς».
Πρέπει ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας, ποιους θ’ αφήσεις. Γιατί βλέπεις μπροστά τις πυρκαγιές. Όμως κι εδώ γίνεται η τελευταία διαλεκτική αναστροφή. Ο Σαββόπουλος συνεχίζει
«κι είμαι μαζί σας
όταν ο κόσμος μας θα καίγεται
όταν τα γεφύρια πίσω μας θα κόβονται
εγώ θα είμαι ‘κει να σας θυμίσω
τις μέρες τις παλιές».
Ο Σαββόπουλος έχει συνείδηση ταυτόχρονα και του ρόλου του, του ρόλου του σαν πρωτοπόρου, που παρ’ όλο που οι «φίλοι» του τον καλούν:
«άσε τα θαύματα τη μάσκα πέταξε
εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε γέλασε»
«μοιράζω το ψωμί σας δίνω το παγούρι
στα μάτια σας κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι
και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη
πως είμαι αρχηγός σ’ αυτό το πανηγύρι».
Ο Σαββόπουλος «παίρνει» την ευθύνη. Αρνείται τα ναρκωτικά, είτε είναι το «κόμμα», είτε ο «έρωτας» και το ζευγάρι, είτε η μουμιοποιημένη παράδοση.
Το «κόμμα» και η τομή της μεταπολίτευσης
Η πορεία του Σαββόπουλου είναι δεμένη με την πορεία της Αριστεράς και θα φθάσει στην υπέρβασή της μόνο μετά τη δεκαετία του 1980.
Στον «Πολιτευτάκια», στον «Αριστοφάνη που γύρισε από τα θυμαράκια», στη «Ρεζέρβα», η αιχμή της κριτικής του στρέφεται στην ίδια την Αριστερά. Ο Σαββόπουλος γίνεται ανοιχτά «εξτρεμιστής».
«θυμάσαι πού βαλάντωνες εκεί στην εξορία
και διάβαζες και Ρίτσο και αρχαία τραγωδία
τώρα κοκορεύεσαι απάνω στον εξώστη
και μιλάς στο πόπολο σαν τον ναυαγοσώστη
στη φοιτητριούλα που σ’ έχει ερωτευτεί
θα σε καταγγείλω πονηρέ πολιτευτή
εκείνο που υψώνεται και σε εκμηδενίζει
είναι της καρδούλας μου το φως που ξεχειλίζει
κι ό,τι σε γλιτώνει και σου δίνει την αιτία
είναι που χρειάζεται κι η γραφειοκρατία
σ ‘ ό,τι τραγουδούσα έστηνες αυτί
τώρα προβοκάτορα με λες και εμπρηστή
ο πρώτος προβοκάτορας απ’ όλους στη ζωή μου
είναι η αφεντιά σου που αντιγράφει τη φωνή μου…
παίρνεις την αλήθεια μου και μου την κάνεις λιώμα
απ’ το πόδι με τραβάς βαθιά μέσα στο χώμα».
Ο Σαββόπουλος σπάει τους δεσμούς, όσους έχουν απομείνει, με την παλιά Αριστερά, διακρίνει την έκπτωση και όμως ταυτόχρονα καταλαβαίνει γιατί επιβιώνουν, «είναι που χρειάζεται κι η γραφειοκρατία», και παίρνει τη θέση του «προβοκάτορα και εμπρηστή». Ο Σαββόπουλος συλλαμβάνει τη διπλή φύση όχι μόνο του «πολιτευτάκια» αλλά της πολιτικής γενικότερα. Την υψώνει και την εκμηδενίζει ταυτόχρονα η ανάγκη της αλλαγής. Σε ένα τραγούδι της «ρεζέρβας» μιλάει πια για τις εκλογές του ’77, την μυσταγωγία του προοδευτικού»
«Το κουβούκλιο κάνει μπάμ και μέσα απ’ την αιθάλη
ανέβηκε ένας κουρνιαχτός που’ χε διπλό κεφάλι
το ένα ήταν Θεσσαλός, στο σχήμα του Φλωράκη
το παραδίπλα ανδρεϊκός, με γεια και το μπλουζάκι
Τον λόγο τους αντανακλά σαν κάτοπτρο το πλήθος
και όπως άλλαζα βρακίμου βγήκε αυτός ο στίχος
Μπορεί κανίβαλος ποτέ να εκπροσωπήσει τάχα
όλους τους φίλους τους παλιούς, που έχει στη στομάχα;»
Ο Σαββόπουλος δεν κρατάει πια καμιά γέφυρα. Είναι κι αυτός ένα από τα «παιδιά με τα μαλλιά και με τα μαύρα ρούχα». Στους «βάλτους των εκλογών» δεν έχει πια καμιά θέση και τα «όνειρα του» τα κρύβει «γιατί μπορεί και οι φροϋδιστές να ’ρθούν στην εξουσία»..
Η «παράδοση»
Ο Σαββόπουλος δεν αντιμετωπίζει την παράδοση σα ναρκωτικό, όπως θα κάνουν αρκετοί ομότεχνοί του – αντίθετα ακολουθεί μια γραμμή ρήξης και ταυτόχρονα διατήρησης, εκσυγχρονισμού της παράδοσης. Η θέση του είναι η ρήξη με την παράδοση, ως μούμια -αυτό «το πτώμα που μιλάει μέσα από το δικό μου στόμα»-, και ταυτόχρονα διήθηση του πραγματικού διαχρονικού πολιτισμού μας στο σήμερα. Αυτή η θέση του Σαββόπουλου, που εκφράζεται και μέσα από τη μουσική του, τον κάνει ταυτόχρονα ελληνικό και παγκόσμιο, δηλαδή παγκόσμιο γιατί είναι ελληνικός, όπως και το αντίστροφο.
Ο Σαββόπουλος δεν είναι κοσμοπολίτης, πάει να πει δεν κινείται στον αέρα. Κινείται στα Βαλκάνια, στην Ελλάδα. Όμως είναι παγκόσμιος γιατί μιλάει για τα προβλήματα της κοινωνίας του σήμερα. Έτσι, δεν είναι μίμηση του ξένου, ούτε ταυτόχρονα νεκροφιλία της παράδοσης. Δεν είναι σωβινιστής, και γι’ αυτό βαθιά εθνικός. Αρνείται τη σχέση του επαρχιώτη με το ξένο, το οθνείο, που από τη μια το έχει σα θεό του, αλλά ταυτόχρονα κρατάει και τη φουστανέλα του. Το τραγούδι του Σαββόπουλου ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις –ή όπως πιστεύω ξεπερνάει το ξένο–, αλλά ταυτόχρονα κατάγεται από εμάς, από αυτό τον τόπο:
«σήκω ψυχή μου δώσε ρεύμα
βάλε στα ρούχα σου φωτιά
βάλε στα όργανα φωτιά
να τιναχτεί σαν μαύρο πνεύμα
Η τρομερή μας ή λαλιά».
Ο Νιόνιος είναι ένας «προβοκάτορας», ένας «εμπρηστής». Μέσα στο γενικό κλίμα, της απάτης, των κανιβάλων, «υπνοβατώντας σ’ ένα κράτος πού θριαμβεύει με μιαν ατέλειωτη στριγκλιά, διαφυγή καμιά» (από την μπαλάντα για τον Κοεμτζή), διαισθάνεται, κατανοεί πως χωρίς τον ρόλο της φαντασίας, χωρίς εξέγερση, η πολιτική, που την θεωρεί αναγκαία, είναι «στείρα και βουβή».
Ο Σαββόπουλος είναι ο τραγουδιστής της εξέγερσης, και της φαντασίας; Σίγουρα.
«στό ‘ πα και το ’66 ένα βράδυ βροχερό
θα ‘μαι μακριά σου τότε πού θα ψάχνεις για γιατρό
για γιατρό και δικηγόρο να σου δώσουνε γραμμή
κάτι θα λαλεί στο χώρο τούτη φταίει για το παιδί
στο ‘πα και το ’66 με τραγούδια βραχνιασμένα
είσαι σχήμα του θανάτου δεν μπορείς χωρίς έμενα
δίχως το δικό μου φόρο είσαι στείρα και μουγκή».
Το κίνημα, η πολιτική είναι αδιανόητη, στείρα και βουβή χωρίς τον ρόλο της φαντασίας, της θέλησης για ολοκληρωτική αλλαγή, μια αλλαγή χωρίς κανένα ενδιάμεσο, χωρίς καμιά διαμεσολάβηση. Ο Σαββόπουλος απέναντι σ’ ένα κίνημα που κυριαρχείται από τον ψευτο-ρεαλισμό, φέρνει «εκείνο το άλλο», που χωρίς αυτό δεν υπάρχει κίνημα. «Γραμμή» δεν αρκεί να δώσουν γιατροί και δικηγόροι, χρειάζεται και ο δικός σου φόρος.
Όμως ο Σαββόπουλος δεν είναι μόνο η εξέγερση. Ξέρει πως «Χρειάζονται κι οι γραφειοκρατίες». Ξέρει όμως πως χωρίς την πρώτη δεν γίνεται τίποτε. Χαρακτηριστικός είναι «ο ποντικός» από τη Ρεζέρβα:
«Τώρα έβγαλες ουρά και προβοσκίδα
κρύφτηκες πίσω από την εφημερίδα
κάνεις πως διαβάζεις και δεν μας χαιρετάς.
Έβγαλες στο δέρμα σου ραβδώσεις
τρέχεις σε ομάδες κι οργανώσεις
κι όλο το ρολογάκι σου κοιτάς.
Κι όμως μέσα στης κόλασης τις λαύρες
μέσα σε δακρυγόνα και περίπολα και αύρες
λάμπεις σαν το πιο πολύτιμο Ορυκτό
τούτη τη στιγμή που σπάζεις τον κλοιό.
Άσπρε, γαλάζιε ποντικέ μου χρόνια τώρα σ’ αγαπώ
Εκείνη τη φτερούγα σου άνοιξέ’ μου και άσε με λίγο να τη δω.
Έλα χωρίς πολιτικούρες με το φτερό σου να πετάει
όχι στων μανιφέστων τίς κλεισούρες
αλλά σε κείνο κει το μπαρ που ξενυχτάει. …
Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη
τι θα πάει να πει στη δικαιοσύνη
μα το δικαστήριο υψώνεται από δω
όχι μονάχα για το στιλπνό σου το φτερό
αλλά και για την προβοσκίδα σου θαρρώ».
Σ’ αυτό του το τραγούδι, που πολλοί το θεώρησαν σφαλερά ως ύβρη κατά της πολιτικής πρακτικής, ο Σαββόπουλος ξεκαθαρίζει πως αγαπάει τον «ποντικό». Τον ποντικό που σκάβει. Όμως αυτός ο ποντικός έχει το φτερό του έχει και την προβοσκίδα. Κι ο Σαββόπουλος αγαπάει το φτερό του ποντικού. Ξέρει πως δεν γίνεται και χωρίς την προβοσκίδα αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ο Σαββόπουλος τον αγαπάει τη στιγμή που σπάζει τον κλοιό, και λάμπει σαν το πιο πολύτιμο Ορυκτό. Και τον καλεί να’ ρθει «έξω από των μανιφέστων τις κλεισούρες», να’ ρθει «σ’ εκείνο το μπαρ που ξενυχτάει». Ξέρει πως έχει αντιρρήσεις ο «ποντικός». Και ο Σαββόπουλος δεν του λέει να χωρίσει, αυτός τον αγαπάει τέτοιος που είναι, μ’ όλες τις αντιφάσεις του, και ας ξέρει ότι η δικαιοσύνη δεν θα τον κρίνει μόνο για το φτερό, αλλά και για την προβοσκίδα.
Η «γενιά του 60»
Ο Σαββόπουλος γεννήθηκε και αναπτύχθηκε καλλιτεχνικά μαζί με αυτή την περιβόητη «γενιά του 60», που έσπασε τον ομφάλιο λώρο με την μετεμφυλιακή δομή – τόσο με το καθεστώς του αντικομουνισμού και της αμερικανοκρατίας, όσο και με εκείνο της παλιάς σταλινικής Αριστεράς.
Και βέβαια, αυτή η εμφάνιση μιας τέτοιας γενιάς δεν ήταν αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Το ίδιο συνέβαινε σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη, και ιδιαίτερα στην Ευρώπη και την Αμερική. Μετά την τεράστια προσπάθεια της ανοικοδόμησης, τον ψυχρό πόλεμο, οι «πάγοι» αρχίζουν να λιώνουν και οι νέες γενιές διεκδικούν πια όχι απλά περισσότερη εργασία και αμοιβές, αλλά μια άλλη ποιότητα ζωής.
Το status quo του ιμπεριαλισμού αμφισβητούνταν από τον Τρίτο Κόσμο, Κούβα, Αλγερία, Βιετνάμ, Κίνα κλπ. Παλλόμενος και αντιφατικός, ο πραγματικός κόσμος εισέβαλε και πάλι στο παγωμένο, από τη Γιάλτα και τον ψυχρό πόλεμο, σκηνικό. Με τις ανάλογες Ιδεολογικές αναζητήσεις. Η δεκαετία του ’60 η δεκαετία της παγκόσμιας αναταραχής, της παγκόσμιας αφύπνισης ατόμων, τάξεων και εθνών.
Η αντίστοιχη ελληνική γενιά με το ένα πόδι πάταγε στην Ελλάδα της ψωροκώσταινας, της ανεργίας, της «ήττας», και από την άλλη ψαχούλευε, οσμίζονταν, έψαχνε έναν καινούργιο κόσμο, τον κόσμο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, της κοινωνίας της κατανάλωσης, που για την ώρα δεν ήταν παρά ένα όραμα. Μιας γενιάς που από τη μια αναφερόταν στο αίτημα της δημοκρατίας, του «εκδημοκρατισμού», της εθνικής ολοκλήρωσης με το Κυπριακό, του τέλους του μετεμφυλιακού κράτους εκτάκτου ανάγκης και οραματιζόταν την ανάπτυξη πέρα από την καθυστέρηση και την ανεργία. Από την άλλη όμως, μέσα από τους αγώνες των οικοδόμων για το 7ωρο, μέσα από τη φοιτητική «αμφισβήτηση», που πρωτοεμφανιζόταν σε σύνδεση με την Κίνα, το Βιετνάμ, το Μπέρκλεϋ, τις πρώτες θεωρίες του Καστοριάδη, μέσα από το «Σοσιαλισμός ή Βαρβαρότητα», την πρώτη αμφισβήτηση του εκπαιδευτικού περιεχομένου, άνοιγε ο δρόμος σε μια πορεία που αναφερόταν στο «σύγχρονο», το καινούργιο, που εμφανιζόταν στην ελληνική κοινωνία, στο αστραφτερό διυλιστήριο της Ελευσίνας που φάνταζε στα μάτια μας τότε σαν μια εικόνα από την «Κόκκινη έρημο» του Αντονιόνι.
Μέσα λοιπόν σ’ εκείνο το πολιτικοκοινωνικό καζάνι, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1960, του 114, του 15% για την παιδεία, όταν η Ελλάδα είναι πρώτη χώρα στον κόσμο, το 1964, σε μέρες απεργίας, και το ’65 αρχίζει ό αγώνας ενάντια στη βασιλεία, διαμορφώνεται μια ολόκληρη γενιά με έμβλημα τα Ιουλιανά, 70 μέρες διαδηλώσεων καθημερινά, αδιάκοπα. η διαδήλωση είχε γίνει ο κόσμος μας. Το απόγευμα διαδήλωση –κάποτε σύγκρουση– και το βράδυ καλοκαιρινό σινεμά, η «Κραυγή» του Άντονιόνι, οι «Στάχτες και διαμάντια» του Βάιντα, ο Γκοντάρ και τα έργα της ελληνικής «αμφισβήτησης», που πρωτοεμφανίζονται με τον Μανθούλη κ.λπ.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, εμφανίζεται ο Διονύσης Σαββόπουλος. Δίπλα στους «ογκολίθους», τον Χατζιδάκι και τον Θεοδωράκη, φαντάζει πολύ μικρός, πολύ νέος, πολύ περιθωριακός. Για την ώρα μπορεί μόλις να γεμίζει τα θέατρα στις πρώτες εμφανίσεις του στην Αθήνα με τη «Συννεφούλα», το «Βιετνάμ», τη «Διαδήλωση», την «Παράγκα». Όμως ήταν κιόλας μια καταπληκτικά νέα φωνή, που εκφράζει το τότε «περιθωριακό» στοιχείο της εποχής, που ήδη δονούσε το πιο προχωρημένο κομμάτι της νεολαίας των «Λαμπράκηδων», το φοιτητικό.
Η γενιά του «114» φαινόταν πως «φυσιολογικά», μέσα από την εξέλιξή της σε μια Ελλάδα που άλλαζε ραγδαία, θα μετεξελίσσονταν ομαλά στη γενιά του 1968, πράγμα που όμως δεν μπόρεσε να γίνει. Η ελληνική πραγματικότητα ήρθε να προβάλει ένα απαίσιο φάσμα θρεμμένο από το παρελθόν –με όλες τις επιβιώσεις του εμφυλίου πολέμου – τη στρατιωτική δικτατορία, που αποτέλεσε την ύστατη απόπειρα να σταματήσει ο «εκσυγχρονισμός». Η έλευση της δικτατορίας συνέτριψε στην ουσία τη γενιά του 114 ως φορέα μιας νέας πολιτικής. Παρ’ όλο που σήκωσε το μεγαλύτερο βάρος της αντίστασης στη χούντα μέχρι τα 1971-72, η μάχη της σε μια εποχή που η δικτατορία είχε όλα τα ατού μαζί της την εξάντλησε, πέρασε στο περιθώριο και την ιδιώτευση: «Σαν βγω απ’ αυτή τη φυλακή κανείς δεν θα με περιμένει, οι δρόμοι θα’ ναι αδειανοί και η πολιτεία μου πιο ξένη».
Και η μεταπολίτευση ήρθε να ολοκληρώσει τη διαδικασία. Το κραυγαλέο «αντιφασιστικό – αντιιμπεριαλιστικό» κλίμα επέτρεψε τη συνένωση ανάμεσα σε δυο γενιές που αποτέλεσαν τη βάση του νέου πολιτικού-πολιτιστικού κατεστημένου, τόσο της παλιάς γενιάς του εμφύλιου πολέμου όσο και της λεγομένης γενιάς του Πολυτεχνείου. Αν ψάξουμε όλα τα κόμματα, θα βρούμε ένα περίεργο κενό σε ορισμένες ηλικίες – που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε σαν γενιά του 114. Το πολιτικό προσωπικό της μεταπολίτευσης θα διαμορφωθεί από τις αμέσως μεγαλύτερες ή νεότερες ηλικίες.
«Όποιος αγαπάει τρώει βρώμικο ψωμί
και οι πόθοι του ακολουθούνε υπόγεια διαδρομή!»
Η γενιά του 114 ακολουθεί βασικά τον δρόμο της ιδιώτευσης και αποτελεί το μεγαλύτερο κομμάτι της ανένταχτης αριστεράς. Αυτή την άρνηση της ένταξης, την εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Σαββόπουλος, που στις εκλογές του ’77 περιγράφει την «έρημη χώρα» των εκλογών με αριστουργηματικό τρόπο.
Ας κρατήσουν οι χοροί
Και πολύ σύντομα, ήδη από το 1983, θα κάνει το επόμενο, το αποφασιστικό βήμα. Θα εγκαταλείψει τον αδιέξοδο μεσσιανισμό της Αριστεράς, που στην εξουσία μεταβάλλεται σε τέρας, για να βρει τον δρόμο που θα τον φέρει στον χώρο που πια δεν θα εγκαταλείψει ποτέ, εκείνον του λαϊκού σώματος. Ο Σαββόπουλος θα γίνει πλέον λαϊκός, πανεθνικός, κομμάτι και έκφραση ολόκληρου του έθνους. Οι χοροί θα συνεχίζονται
αλλά θα βρούμε αλλιώτικα
στέκια επαρχιώτικα βρε
ώσπου η σύναξις αυτή
σαν χωριό αυτόνομο να ξεδιπλωθεί
…..
Kι είτε με τις αρχαιότητες
είτε με ορθοδοξία
των Eλλήνων οι κοινότητες
φτιάχνουν άλλο γαλαξία
Τι να φταίει η Bουλή
τι να φταιν οι εκπρόσωποι
έρημοι και απρόσωποι βρε
αν πονάει η κεφαλή
φταίει η απρόσωπη αγάπη που `χε βρει
Mα η δικιά μας έχει όνομα
έχει σώμα και θρησκεία
και παππού σε μέρη αυτόνομα
μέσα στην τουρκοκρατία
Να μας έχει ο Θεός γερούς
πάντα ν’ ανταμώνουμε
και να ξεφαντώνουμε βρε
με χορούς κυκλωτικούς
κι άλλο τόσο ελεύθερους σαν ποταμούς
Και στης νύχτας το λαμπάδιασμα
να πυκνώνει ο δεσμός μας
και να σμίγει παλιές κι αναμμένες τροχιές
με το ροκ του μέλλοντός μας.
Πρόκειται για ένα ολόκληρο πρόγραμμα, της ελληνικής διαχρονίας (είτε με τις αρχαιότητες/είτε με ορθοδοξία) όπου οι παλιές κι αναμμένες τροχιές της παράδοσής μας θα σμίγουν με το ροκ του μέλλοντος μας. Και το 1989, μετά την ολοκλήρωση της ιστορικής αποτυχίας της Αριστεράς, μπροστά στην πρόκληση της εξουσίας, όταν θα καταρρέει ο υπαρκτός σοσιαλισμός και η ελληνική πασοκική εκδοχή του θα βυθίζεται στα σκάνδαλα, θα προσυπογράψει την ετυμηγορία που πλέον έχει εκδώσει η ιστορία:
«Έχει αποτύχει, ας το πάρει, σύμπασα η Αριστερά έξαλλα πλήθη, το ποτάμι το “εγώ” του Πασοκά. Ήθελε αλλαγή πάντων των άλλων, δίχως να αλλάξει αυτός κι ήρθε η πληρωμή, πέτρες σκανδάλων, σήψη πάντων προπαντός.»
Σαν επίλογος
Εμείς, του `60 οι εκδρομείς, απόμακροι εξ αρχής εκτός παραδομένου κόσμου εμείς, ανήλικοι διαρκώς, μα κι απ’ το καθεστώς αμόλυντοι ευτυχώς, εμείς.
Εμείς, μιας δίψυχης ωδής παράλογα ανοιχτής, με συμπεριφορές ανατροπής, και της βαθιάς μας ζωής της συντηρητικής, εμείς οι εκκρεμείς.
Χρονιές, με αίμα και φωτιές και Χούντας κι Ιουλιανές, και της μεταπολίτευσης φωνές, αυτού του συρφετού, του δημοκρατικού του νέου εγωισμού, εμείς.
Τι φταίνε τώρα οι μαύροι κυβερνώντες, τα “Κάππα”, τα “ΠΑΣΟΚ” και τα “Νου Δου;” Εμείς το εμφυσήσαμε το νέφος που εντός του επωάσθηκαν όλοι αυτοί, εμείς με τις αιώνιες τις δυσθυμίες μας με το κενό και με το αμφισβητώ σαν πετρωμένοι μέσα στο καθιστικό να ζεις τον θάνατό σου, για τους άλλους, δεν έχει τέτοιο επάγγελμα εδώ, δεν έχει πια τραγούδι θεϊκό.
Με τον Διονύση Σαββόπουλο είμαστε συνομήλικοι, μας χωρίζουν μόλις δύο χρόνια και διανύσαμε εκ παραλλήλου έναν μακρύ και μεγάλο δρόμο. Κάποιες στιγμές οι δρόμοι μας θα αποκλίνουν και εγώ με την ιερή μανία του (κοσμο)διορθωτή, τον υπέβαλα σε κριτική, κάποτε σκληρή, κάποτε βλακωδώς, για τις επιλογές του – μιας κάποιας «ενηλικίωσης», ενός κάποιου «καθιστικού». Ωστόσο, δεν έπαψα ποτέ να τον νιώθω ως ένα alter ego –δικό μου και των συντρόφων μου–, καθώς, μέσα από διαφορετικά μονοπάτια, ακολουθούσαμε την ίδια διαδρομή: Από τη μεγάλη ουτοπία της Επανάστασης, «μέσα σε δακρυγόνα και περίπολα και αύρες», σε μια νέα μεγάλη ή ίσως ακόμα μεγαλύτερη Ουτοπία, εκείνη της αναστημένης Ελλάδας, και προπαντός των ανθρώπων της με χορούς κυκλωτικούς.
Δεν έπαψα ποτέ να πιστεύω και να νιώθω βαθιά μέσα μου πως εξέφραζε με τη μεγαλοφυΐα του εντελέστερα όλα αυτά που πίστευα και για τα οποία μαχόμουν. Και το πιο σπουδαίο είναι πως έτσι νιώθουν και ένιωθαν όχι μόνο του «60 οι εκδρομείς», αλλά ίσως εκατομμύρια Έλληνες, ζωντανοί και κάποτε νεκροί, νέοι και γέροι, άνδρες και γυναίκες. Και αυτό μετριάζει, όσο αυτό είναι δυνατό, τη βαθιά μου θλίψη.
Καλό ταξίδι συνεκδρομέα.
ΥΓ. Γράφοντας δυο λόγια για τον μεγάλο ποιητή και μουσικό Διονύση Σαββόπουλο, επέλεξα το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου να περιλαμβάνει στίχους από τα έργα του. Ίσως μάλιστα θα έπρεπε να κάνω ένα κείμενο αποκλειστικά με δικά του λόγια. Πάντως επιφυλάσσομαι να επανέλθω με κάτι ίσως περισσότερο ολοκληρωμένο. Στο μεταξύ, η καλύτερη τιμή στη μνήμη του θα είναι να ξανακούσουμε τα τραγούδια του.
Ο Διονύσης Σαββόπουλος, μία από τις πιο εμβληματικές μορφές της ελληνικής μουσικής σκηνής, αφήνει πίσω του ένα πλούσιο έργο και λόγο που αντανακλά τη σκέψη, τις ανησυχίες και το πάθος του για την Ελλάδα και τον κόσμο. Aν και για κάποιους αιρετικός ή διχαστικός, ο δημιουργός Διονύσης Σαββόπουλος έδινε πάντα τροφή για σκέψη -είτε συμφωνούσε κανείς με τις θέσεις του, είτε όχι.
Βαθιά συνειδητοποίημένος των κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων της νεώτερης Ελλάδας, ο Διονύσης Σαββόπουλος μοιράστηκε μέσα από τους στίχους και τις συνεντεύξεις του μια μοναδική ματιά για τη ζωή και τον πολιτισμό.
Σε προσωπικές του εκμυστηρεύσεις, με λόγια δεικτικά και συχνά αυτοσαρκαστικά, είχε πει πως «το αυτί είναι το μοναδικό γυμνασμένο σημείο του σώματός μου», δείχνοντας τη σημασία που έδινε στην ακρόαση και τον ήχο ως μέσο έκφρασης ενώ συχνά, όταν αναφερόταν στην ιστορική συγκυρία της Μεταπολίτευσης, τόνιζε τη διττή φύση της ελληνικής κοινωνίας και τις αλλαγές που αυτή επέφερε, αλλά και τους περιορισμούς που παρέμειναν, συνδέοντας έτσι την τέχνη του με την πολιτική πραγματικότητα.
Τα λόγια του Σαββόπουλου στους στίχους του είναι συχνά φορτισμένα με μελαγχολία και ρεαλισμό. «Η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις» έλεγε ενώ σε πιο φιλοσοφικές αναζητήσεις που έγιναν σύνθημα σημείωνε:
«Κείνο που με τρώει, κείνο που με σώζει είναι που ονειρεύομαι σαν τον Καραγκιόζη».
Ο Σαββόπουλος ήταν οξυδερκής, τολμηρός, και ποτέ δεν δίστασε να εκφράσει την κριτική του για την κατάντια και τις αδικίες της εποχής -με όποιο κόστος.
Σε πρόσφατη συζήτησή του με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, στο πλαίσιο του συνεδρίου για την επέτειο των 50 χρόνων της Μεταπολίτευσης, προσέγγισε το θέμα με τη σοφία και τη γνώση ενός ανθρώπου που έχει ζήσει την ιστορία από μέσα, επισημαίνοντας τόσο τις προόδους όσο και τις οπισθοδρομήσεις της ελληνικής δημοκρατίας.
Ο λόγος του Διονύση Σαββόπουλου μοιάζει με μια μακρά συνομιλία με το κοινό του, έναν ειλικρινή διάλογο που αποτυπώνει με ακρίβεια το πνεύμα μιας ολόκληρης εποχής, αλλά και την ατομική και συλλογική πορεία προς την ελευθερία και τη δικαιοσύνη καθώς τα τραγούδια και οι δηλώσεις του παραμένουν ζωντανά στον χρόνο, αποτελώντας πηγή έμπνευσης για όσους αναζητούν το βάθος και την αλήθεια μέσα στην τέχνη και την κοινωνία.
Με δεινότητα να να συνδυάζει σαρκασμό, φιλοσοφική και κριτική σκέψη όσα έχει μοιραστεί με εμάς μέσα από το έργο αλλά και τις συνεντέυξεις του έχουν ολλαπλά αποτυπώματα. Παρακάτω ακολουθούν χαρακτηριστικά αποσπάσματα από κάποιες από αυτές που επιβεβαιώνουν το βάθος και την ευστοχία του λόγου του:
«Για μένα η Μεταπολίτευση τελείωσε πια όταν ολοκληρώθηκε η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί έπεσε η αυλαία. Τα είχαμε δει όλα, είχαμε λιγότερες ψευδαισθήσεις πια».
«Ο Κωλοέλληνας κατοικεί μέσα στον καθένα μας. Είναι κατάλοιπο βαριάς κληρονομιάς και τον έχουμε υπό σχετικό έλεγχο. Μερικές φορές όμως εμφανίζεται συλλογικά με άναρθρες κραυγές και ουρλιαχτά».
«Κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου και εκεί μέσα συναντάς όλους τους άλλους. Συχνά επικαλείσαι πρόσωπα φίλων ή δασκάλων για να σου πουν πώς το βλέπουν».
«Μια ωραία συναυλία είναι σαν ένα λουτρό μέσα μας. Φεύγουν οι κακίες, οι μικρότητες και βγαίνεις σαν καινούργιος. Μια μεθυστική στιγμή, αυτή είναι η χαρά μιας συναυλίας…»
«[Η πηγή της δημιουργίας] Είναι μόνον εσωτερική ανάγκη, αλλά είμαι ευγνώμων που ενδιαφέρεται ο κόσμος. Φανταστείτε να μην ενδιαφερόταν και να έμενα μόνο με την εσωτερική μου ανάγκη!»
«Ακούω συχνά το παιδί μέσα μου. Από αυτό ξεκινάει η λαχτάρα, αυτό πρώτο τη νιώθει. […] Κορόιδο είμαι να το αφήσω να μεγαλώσει; Αυτό με τρέφει.»
«Στην προφορική παράδοση ανήκω. Οι τραγουδοποιοί υπηρετούμε μια τέχνη που υπάρχει πριν από τη γραφή… Ξεκινάει από την πρώτη φορά που χάθηκα πολύ μικρό παιδάκι στον δρόμο. […] Καταλάβαινα αλλά δεν μπορούσα να απαντήσω. […] Ξεκινάω με αυτό γιατί θέλω να καταλήξω στο τι ευγνωμοσύνη νιώθω με τις λέξεις. Με το ότι μιλάμε οι άνθρωποι».
«Αν ο Καραγκιόζης κουραστεί να φορτώνεται την αθλιότητα στη καμπούρα του και παραιτηθεί, τότε ποιός θα την αναλάβει; Μ’ αυτό το ερώτημα αρχίζει κανείς να γίνεται τραγουδιστής»
«Η δημοκρατία πρέπει να βρει το σύγχρονο αφήγημά της. Να βρει τις λέξεις. Θα το κάνει η δημοκρατία. Κι όταν λέω η δημοκρατία, εννοώ όλοι εμείς. Εμείς θα το κάνουμε».
«Η γενιά μου χάρισε στην Αριστερά τα καλύτερά της χρόνια. […] Μετά τη δικτατορία αν δεν ήσουν αριστερός δεν έβγαζες ούτε γκόμενα. Ε, λάβουμε τις αποστάσεις μας, ειλικρινείς ήμασταν και στη συστράτευση μαζί της και στην αποστασιοποίησή μας».
«Η μήτρα του λαϊκισμού είναι η προσπάθεια να γίνεις συμπαθής. Απολύτως. Διότι προσπαθούν να δείξουν ότι είναι κάτι που οι ίδιοι δεν είναι. […] Και τι ψηφοδέλτια ήταν αυτά για το Ευρωκοινοβούλιο; Ολο σελέμπριτις, αθλητές, τραγουδιστές, παίκτες ριάλιτι, παρουσιαστές…»
«Μ’ άρεσαν πάρα πολύ ορισμένα κέντρα λαϊκής μουσικής που στις πίστες τους ένας νέος κόσμος χόρευε πατείς με πατώ σε, υπέροχα! Τι καλαματιανά ήταν εκείνα! Τι τσιφτετέλια! Τι ζεϊμπέκικο! Και παιδιά, 20-25 χρόνων! Πού τα μάθανε; Πρώτη μου φορά είδα αυτή τη νεολαία τόσο αστραφτερή! Αγόρια, κορίτσια, σαν τα κρύα τα νερά, σαν λουλούδια του μπαχτσέ, καμιά σχέση μ’ εκείνες τις προβληματισμένες με τα ταγάρια, ούτε και με τις άλλες τις τσαπερδόνες με τα μοντελάκια… Ξανασυναντούσα επιτέλους μια καινούργια αθωότητα. Δεν μπορώ πια να παρακολουθήσω αυτή τη μανία να γυρεύουμε την παρηγοριά και τη λύτρωσή μας όσο γίνεται πιο μακριά από το στενό μας περιβάλλον. Βλέπω νέους μουσικούς να τοποθετούν τη δικαίωσή τους όσο γίνεται πιο μακριά – στη Νέα Υόρκη, στο Λος Άντζελες, αν μπορούσαν θα την τοποθετούσαν και στον Άρη. Ή βλέπω άλλους, που νιώθουν αίφνης μεταφυσικές ανησυχίες αλλά επ’ ουδενί δέχονται ότι μπορεί να τους αφορά ο θεός των πατέρων τους. Και πού πάνε; Μήπως σε καμιά εκκλησία ή έστω στο Άγιον Όρος; Όχι. Θέλουν τον πιο μακρινό Θεό. Όσο πιο μακριά γίνεται. Στην Ινδία, στο Όρεγκον, δεν ξέρω πού. Υπάρχουν άνθρωποι δηλαδή, ευαίσθητοι, δε λέω, που τοποθετούν τη λύση όσο γίνεται πιο μακριά, επίτηδες λες για να μείνουν εσαεί αλύτρωτοι. Μα τι απιστία είναι αυτή! Τι εβραϊσμός! Τι καινούργιος δαιμονισμός!…».
«Είμαστε μια Ανατολή που θέλησε να γίνει Δύση. Τα παλιά χρόνια το διαχειριστήκαμε πολύ καλά αυτό. Υπάρχει πολλή Δύση στη Φιλοσοφία μας, στον Μεγαλέξανδρο, στους Σελευκίδες, στην Αλεξάνδρεια, στην Κλεοπάτρα, στον Αντώνιο ή στον Ιουστινιανό. Αλλά όλο αυτό ηττήθηκε το 1453 στα τείχη της Κωνσταντινούπολης. Μετά γίναμε κομμάτι της Ανατολής, αλλά στα νεότερα χρόνια μάς ξαναβρήκε αυτό που απωθήσαμε. Ας θυμηθούμε τον Ρήγα Φεραίο, τον κόμη Καποδίστρια, τον Τρικούπη, τον Βενιζέλο. Είμαστε σταυροδρόμι. Αυτό είμαστε κι αυτό ακριβώς είναι που πρέπει να διαχειριστούμε».
«Εγώ δεν θα εξαιρούσα από τους Κωλοέλληνες ούτε τον εαυτό μου. Καθένας μας, λιγότερο ή περισσότερο, έχει φερθεί κωλοπαιδίστικα κάποιες στιγμές, από το να πετάξεις ένα σκουπίδι μέχρι το να κλέψεις την εφορία ή να προσβάλεις τον άλλο. Το θέμα είναι να το ξέρουμε και να μην επιτρέπουμε να γίνεται καθεστώς. Γιατί αυτό είναι το πρόβλημα. Κάποια στιγμή οι κωλοέλληνες έγιναν καθεστώς»
«Μα ήταν μια λαμπρή εποχή. […] Αισθανόμασταν μια ασφάλεια, είχαμε αισιοδοξία, ήταν σαν να δόθηκε ένα σύνθημα να βγουν από τις υπόγειες στοές τους οι πολίτες β΄ κατηγορίας, έξω επιτέλους. Να μπουν κι αυτοί στο παιχνίδι» είχε πει για την ιστορική συναυλία του στο Ολυμπιακό Στάδιο με 80.000 θεατές το 1983.
«Είπα ότι το Φεστιβάλ είναι ένας πολυέλαιος που κρέμεται στον αέρα χωρίς τοίχους, χωρίς δάπεδο, κρέμεται στο πουθενά. […] Είχαμε για πρώτη φορά μια τέχνη κρατική και επιχορηγούμενη, όπως στις χώρες του ανατολικού μπλοκ» είπε για την άρνηση παραλαβής βραβείου το 1976.
«Οι νέοι τη δεκαετία του 60 υπήρξαμε τυχεροί. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου και της κλεισούρας, τα χειρότερα είχαν περάσει και ο δρόμος ήταν ανοιχτός μπροστά μας».
«Το φοιτητικό κίνημα [πριν το 1965] ήταν τελείως ανεξάρτητο. Δεν έπαιρνε γραμμή από τα κόμματα αλλά τα κόμματα παίρνανε γραμμή από το φοιτητικό κίνημα».
«Μια πολύ ευτυχισμένη στιγμή της ζωής μου είναι η πρώτη φορά που έκανα έρωτα. Ήμουν τόσο χαρούμενος και συγκινημένος που γελούσα ξάπλα δίπλα στο κορίτσι»
«Με ξεφώνισαν κατά καιρούς, και όχι μια και δυο φορές. Μόνο προδότη που δεν με είπανε, μολονότι έγιναν και τέτοιοι υπαινιγμοί. Εκλεκτοί συνάδελφοι, που τους συμπαθώ πάντα ‒δεν λέω το όνομά τους για να τους προστατεύσω, έχει περάσει καιρός, θα το έχουν μετανιώσει υποθέτω‒ λέγανε σε συνεντεύξεις τους ‘το έκανε για τα λεφτά’, ένας άλλος ‘πουλήθηκε’. Μια άλλη ‘θα του ανοίξω το κεφάλι’. Άγνωστοι με ξεφωνίζανε στον δρόμο, ήταν κανονική διαπόμπευση. Τα κατάπινα όλα αυτά, δέκα κιλά πήρα, διότι άνθρωπος είμαι, θέλω να με αγαπούν. Και εξάλλου, είναι στη φύση του καλλιτέχνη να θέλει να τα έχει καλά με όλους. Αλλά ακόμα πιο βαθιά στη φύση του είναι η ανάγκη να λέει αυτό που αισθάνεται, ξεχνώντας το κόστος. Όταν το θυμάται, είναι αργά, κι όταν πάει να ξαναγράψει, το ξεχνάει πάλι».
«Όλη η τέχνη είναι μια απάτη. Λέει ψέματα για να πει την αλήθεια».
«[Ο μεγαλύτερος δαίμονας της φυλής μας είναι] Ο διχασμός. Πολλά έθνη, βέβαια, έχουν διχαστεί άγρια μεταξύ τους. Και οι Αμερικανοί και οι Άγγλοι, όπως το περιγράφει απολαυστικά η Σώτη Τριανταφύλλου στο βιβλίο της Το τέλος του κόσμου σε αγγλικό κήπο, και οι Ισπανοί κ.λπ., αλλά κάποτε σταμάτησαν. Τα βρήκανε. Ενώ εμείς συνεχίζουμε με άλλον τρόπο κάθε φορά. Στην Ελλάδα ο εμφύλιος δεν σταματά ποτέ, απλώς αλλάζει μορφή».
«Η Θεσσαλονίκη για όλους τους Έλληνες παίζει το ρόλο της αγαπημένης θείας όταν χάσουμε τη μητέρα μας. Μητέρα μας ήταν η Κωνσταντινούπολη. Μας απομένει η αγαπημένη της αδερφή…»
«Σ΄εμένα η μνήμη δεν είναι νοσταλγία, είναι αυτογνωσία. Σου λέει κάθε φορά ποιος είσαι, από πού έρχεσαι, τι σημασία έχουν οι πράξεις σου, σε συναρμολογεί».
«Μερικές φορές η αόρατη παρουσία των πεθαμένων μου, είναι πιο έντονη στη ζωή μου απ’ ότι των ζωντανών».
«[Η Ελλάδα] Αντέχει, δεν είναι τυχαία χώρα. Μου φαίνεται αδιανόητο να χαθεί η Ελλάδα, μου φαίνεται αδιανόητο να χαθεί η ελληνοφωνία. Εξαρτάται βέβαια κι από μας, καλό είναι να’χουμε το νου μας».
«Προσπάθησα να δώσω νόημα στα χρόνια που μας χαρίστηκαν. Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα κι εμείς τους δίνουμε ένα σχήμα…» «Θα περάσουνε τα χρόνια, θα πεθάνουν και οι δυο, μα η Ελλάδα δεν πεθαίνει και ας έχει πυρετό».
«Η Μεταπολίτευση είναι σίγουρα μια στιγμή ιστορική, έρχεται ο Καραμανλής με το αεροπλάνο του Ζισκάρ Ντ’ Εσταίν, ο Ανδρέας, η Μελίνα, έρχονται εκτοπισμένοι από τα νησιά, από τις φυλακές. Επίσης επιστρέφουν χιλιάδες εμιγκρέδες που είχαν φύγει λόγω της χούντας. Χιλιάδες σπίτια γιορτάζανε, ο κόσμος έπαιρνε στους ώμους του τους πολιτικούς του ηγέτες. Ήταν ένα πανηγύρι αλλά και μια ιστορικά στιγμή».
«Πρέπει τα παιδιά να μάθουν ότι πρέπει να προστατεύουν και αν χρειαστεί να υπερασπιστούν τη δημοκρατία».
«Το 1974 που έπεσε η χούντα έγραψα ένα τραγούδι για την Κύπρο και το έδωσα να το τραγουδήσει η Μελίνα Μερκούρη σε γήπεδο κατάμεστο. Η Μεταπολίτευση ήθελε γήπεδα με επικά τραγούδια, εγώ είμαι άλλη πάστα, μου αρέσει η ειρωνεία και ο λυρισμός».
«Το έργο μου επηρεάζεται από την πραγματικότητα και μετά πλάθεται μέσα μου».
«Η καμπύλη της Μεταπολίτευσης είναι και η καμπύλη του έργου μου».
«Αν ο σημερινός αντιεξουσιαστής έφηβος κατεβαίνει στους δρόμους για να κάψει την Αθήνα, δεν τον καταλαβαίνω… Εμείς δεν κάναμε έτσι… Ο κόσμος σήμερα θέλει αλλαγή, όπως εκείνος του Woodstock, αλλά δεν θέλει μπάχαλο και διάλυση».
«Η γενιά μου ήταν αριστερής συμπεριφοράς και συντηρητικής ψυχοσύνθεσης. Πολιτικά απέτυχε».
«Η τεχνολογία έκανε άλματα, ο άνθρωπος πήγε στο φεγγάρι, βρήκε το χάπι και ο γυμνασιάρχης επέμενε να είμαστε κουρεμένοι γουλί. Μας υποχρέωνε να φοράμε εκείνο το πηλήκιο με τη κουκουβάγια. Ε, δεν πήγαινε έτσι… Εμείς καταρχήν ήμασταν θυμωμένοι με τους μπαμπάδες και τις μαμάδες και ότι τους έμοιαζε, με μια εκκλησία ηθικολόγα με ένα Θεό τιμωρό. Δηλαδή, το δραματάκι της μικρής μας εστίας, το προβάλαμε πάνω στη μεγάλη σκηνή της αμφισβήτησης. Αυτό έγινε».
«Όταν ήμουν πολύ νέος, αμφισβήτησα τους γονείς μου για να υπάρξω, και μαζί με αυτούς αμφισβήτησα και ότι τους ψυχαγωγούσε, τη Βέμπο, τον Χαιρόπουλο κτλ. Αλλά μεγαλώνοντας σου λείπουν οι γονείς σου, όπως τώρα τα Χριστούγεννα και σιγά-σιγά ένιωσα ότι μου λείπει και αυτό που τους ψυχαγωγούσε, εκείνα τα τραγούδια».
«Όταν ήμασταν έφηβοι πηγαίναμε στα πάρτι και ακούγαμε τους Platters, χορεύαμε slow με τα κορίτσια, τότε ήταν αρρένων και θηλέων, το πάρτι ήταν ο μόνος τρόπος να συνευρεθείς. Αλλά ταυτοχρόνως πηγαίναμε και στον αυλόγυρο της εκκλησίας και στις διαδηλώσεις. Το τραγούδι είναι μια σύνθεση που προσπαθεί να ενώσει το πάρτι, την ψαλτική υμνογραφία της εκκλησίας, τη διαδήλωση». Πρόσθεσε ότι η δική του γενιά ήταν «αριστερής συμπεριφοράς και συντηρητικής ψυχοσύνθεσης».
«Δεν μπορώ να κάνω τη δουλειά μου, αν δεν λέω αυτό που αισθάνομαι, ακόμα κι όταν αυτό δεν είναι δημοφιλές. Θα ‘θελα να μου το αναγνωρίσετε αυτό. Μου το ζήτησαν, αλλά δεν έγινα υπουργός, δεν έβγαλα λεφτά, δεν πήρα αξιώματα, ζω από τη δουλειά μου, δηλαδή ό,τι βγάζει το ταμείο»
«Όταν [ο Χατζιδάκις] έγραψε (τραγούδια) για τη Βουγιουκλάκη, δεν έγραφε ως μη σοβαρός. Έγραφε ως μη σοβαροφανής… Διαμόρφωσε το αυτί μας…. Ήταν ένας βασιλιάς, ο μόνος βασιλιάς που γνώρισα επί Γης. Θαυμάσιος άνθρωπος και υπέροχος συνθέτης».
«Η μουσική δημιουργεί φυλές. Πάντα υπήρχαν και υπάρχουν τραγούδια που γίνονται σημαίες ή εθνικοί ύμνοι πολλές φορές για έναν ολόκληρο λαό. Ας πούμε, η Συννεφιασμένη Κυριακή είναι σαν εθνικός ύμνος, όλοι ενωνόμαστε σε αυτό το τραγούδι. Πολλές φορές όμως αντιπαθούμε έναν κόσμο επειδή αντιπαθούμε τα τραγούδια που τα ακούει ή το ανάποδο».
«Χρειαζόμαστε νέους ανθρώπους που έχουν τη γενναιότητα να σκεφτούν περισσότερο, να τολμήσουν να προσπαθήσουν για ένα καινούργιο αφήγημα της χώρας μας».
«Ο κόσμος ακολούθησε τις κατευθύνσεις των πολιτικών που ήταν ευχάριστες γιαυτό τους ψηφίσαμε, δανειστήκαμε και στο τέλος χρεοκοπήσαμε. Η ειρωνεία με τον θυμό είναι ότι δεν θυμώσαμε επειδή αλόγιστα και αντιπαραγωγικά δανειζόμασταν και χρεοκοπήσαμε. Θυμώσαμε με τους πολιτικούς επειδή δεν είχαν την ικανότητα να συνεχίσουμε να δανειζόμαστε και να αναβάλλεται επ’ άπειρον η χρεοκοπία. Τώρα τα πράγματα φαίνονται πιο υγιή από ότι τα προηγούμενα χρόνια».
«Τί θα ήταν η Αθήνα χωρίς όλα αυτά τα παιδιά που εντελώς ξαφνικά και χωρίς συγκεκριμένο λόγο φεύγουν από τους μικρόκοσμους που ανήκουν και καταφτάνουν στην πρωτεύουσα και τα δίνουν όλα και το περίσσευμά τους επί πλέον;»
«Το φορτηγό είναι μαγικό πράγμα. Ξέρεις εθνική οδός, πικροδάφνες, πλαστικά μπουκάλια στην άκρη, σιδεράδικα και τζουκ-μποξ και εν τέλει η Ομόνοια, όπως ακριβώς την είχε αγαπήσει πριν 20 χρόνια ο Νίκος Κούνδουρος, σαν μια τεράστια τρύπα δηλαδή, που όμως δεν θέλει να είναι τρύπα και γι’ αυτό φέγγει…»
«Συχνά όμως ξέμενα και τότε με συμμάζευε πότε ο Λοΐζος, πότε ο Μαμαγκάκης, α ναι και ο Γιάννης Μαρκόπουλος. Συγκεκριμένα, το καλοκαίρι του ’64 γύρναγα άστεγος και νηστικός και κάθε βράδι διερρήγνυα τα γραφεία του Συλλόγου Μπέρτραντ Ράσσελ για την ειρήνη, έστρωνα κάτω αφίσες… και κοιμόμουν κι’ έφευγα σκαστός το πρωί.»
«Δεν ανήκω σε κανένα κόμμα ή παράταξη. Νομίζω ότι όποιος προσχωρεί σε κόμμα, διαιωνίζει το αδιέξοδο στο οποίο βρισκόμαστε και σαν άτομα και σαν λαός εδώ και δεκαετίες».
«Πράγματι είμαι ένα περίεργο είδος αριστερού που γεννήθηκε με τον εμφύλιο και που δεν δέχεται να εκλέξει με τους όρους που του θέτει αυτός ο εμφύλιος».
Mια συλλογή αποσπασμάτων από συνεντέυξεις του Διονύση Σαββόπουλου στον Ευάγγελο Βενιζέλο, την Καθημερινή, τον Τχυδρόμο, την Parallaxi, τον ΣΚΑΙ και τη LIFO.
Υπάρχει μια ενιαία Μεταπολίτευση ή επιμερίζεται σε τόσες όσοι και οι άνθρωποι που τη βίωσαν; Και πόσο εκτείνεται; Για την έναρξη δεν αμφιβάλλει κανείς, για τη λήξη της, όμως; Πότε τελειώνει; Το ερώτημα επιδέχεται πολλές απαντήσεις, αλλά φέτος η γιορτή είναι μία: 50 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Το Φεστιβάλ Αθηνών – Επιδαύρου ζήτησε από τον ιδανικό οικοδεσπότη να οργανώσει τη δική του – δική μας γιορτή στο Ηρώδειο, στις 8 και 9 Ιουλίου. Κι εκείνος επέλεξε τη σύνθεση, με δικές του αφηγήσεις και τραγούδια-σταθμούς, ένα πλέγμα ερμηνευτών και ρυθμών, που μπορεί να εστιάζει στη δεκαετία 1973-1983, αλλά επί της ουσίας ανοίγει πολλά κεφάλαια τέχνης και ζωής.
«Διαλέγω τραγούδια που αναφέρονται κάπως στο κοινωνικό και πολιτικό κλίμα της εποχής. Αλλά η εποχή δεν αποτυπώνεται μόνο σ’ αυτά. Μπορεί να τραγουδούσες με ενθουσιασμό Μίκη Θεοδωράκη και ύστερα από λίγο σου κόλλαγε το “Κυρά Γιώργαινα ο Γιώργος σου πού πάει!”. Διότι και η ελαφρότητα έχει δικαίωμα στην ψυχή. Θα έχουμε και τέτοια, να μην ξεχνιόμαστε».
Ο Διονύσης Σαββόπουλος κρατάει το τέμπο στο γραφείο του, ανεξάντλητος σε επινοητικότητα και ιστορίες.
«Θέλω να ταξιδέψει ο κόσμος», λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος στη Μαρία Κατσουνάκη για τις επερχόμενες συναυλίες του στο Ηρώδειο στις 8 και 9 Ιουλίου. «Μια ωραία συναυλία είναι σαν ένα λουτρό μέσα μας. Φεύγουν οι κακίες, οι μικρότητες και βγαίνεις σαν καινούργιος. Μια μεθυστική στιγμή, αυτή είναι η χαρά μιας συναυλίας, μετά ξαναγυρνάς στα συνήθη». [ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΩΡΑΚΗ]
Αναπαράγει σοβαρός και πολυμήχανος, με λάμψη στο βλέμμα, «το κλίμα ευφορίας» που υπήρχε, κυρίως από το 1980-1985. Και διατρέχοντας με άλματα τον χρόνο, σχολιάζει: «Για μένα η Μεταπολίτευση τελείωσε πια όταν ολοκληρώθηκε η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί έπεσε η αυλαία. Τα είχαμε δει όλα, είχαμε λιγότερες ψευδαισθήσεις πια. Η εντύπωσή μου είναι ότι δεν πρόκειται μεν να ξαναγυρίσουμε ούτε στην πόλωση ούτε στο πελατειακό κράτος, αλλά ας έχουμε και τον νου μας».
– Αυτή η εγρήγορση μήπως αφορά και την Ευρώπη; Στις πρόσφατες ευρωεκλογές τα ακροδεξιά κόμματα εμφανίζονται ενισχυμένα, η αποχή των ψηφοφόρων από τις κάλπες μεγάλη.
– Φυσικά και πρέπει να έχουμε τον νου μας, ιδίως με αυτά τα αποτελέσματα. Η δημοκρατία πρέπει να βρει το σύγχρονο αφήγημά της. Να βρει τις λέξεις. Θα το κάνει η δημοκρατία. Κι όταν λέω η δημοκρατία, εννοώ όλοι εμείς. Εμείς θα το κάνουμε.
Τον διακόπτω, για να μη διολισθήσουμε στην πολιτική.
– Οταν δημιουργείτε, όταν ενδίδετε στην πρόσκληση για μια συναυλία, είναι από εσωτερική ανάγκη ή ανταποκρίνεστε σε κάποιο κάλεσμα του κόσμου;
– Είναι μόνον εσωτερική ανάγκη, αλλά είμαι ευγνώμων που ενδιαφέρεται ο κόσμος. Φανταστείτε να μην ενδιαφερόταν και να έμενα μόνο με την εσωτερική μου ανάγκη!
– Από πού αντλείτε αντοχές; Φέτος συμπληρώνετε τα 80.
– Ακούω συχνά το παιδί μέσα μου. Από αυτό ξεκινάει η λαχτάρα, αυτό πρώτο τη νιώθει.
– Και πώς το διατηρείτε «παιδί» και δεν μεγαλώνει;
– Κορόιδο είμαι να το αφήσω να μεγαλώσει; Αυτό με τρέφει. Για πολλά χρόνια μάλιστα, όχι τώρα πια, όταν πήγαινα το πρωί να πλυθώ έβλεπα τον εαυτό μου στον καθρέφτη 7 χρονών. Ξαφνικά σταμάτησα να τον βλέπω και αναρωτήθηκα ποιος είναι αυτός στον καθρέφτη.
– «Είμαι πια ένας αστός,/ είμαι πια καθεστώς», τραγουδούσε ο Λουκιανός Κηλαηδόνης το 1973. Αισθανθήκατε έτσι ποτέ;
– Oχι, ποτέ. Ο Λουκιανός χρησιμοποιεί τη λέξη με την κλασική αριστερούλικη έννοια. Οτι αστός σημαίνει άνθρωπος που δεν δίνει τίποτα από το αίμα του και κοιτάει πώς θα σε εκμεταλλευτεί. Δεν νομίζω πως αυτό είναι η αστική τάξη. Εχει και κάποια ιστορία εξάλλου. Οι ευεργέτες, η Πηνελόπη Δέλτα, ο Παύλος Μελάς, οι Δραγούμηδες, ο Χρήστος Λαμπράκης, ο Νικόλας Λαιμός, η Ειρήνη Γερουλάνου, ο Αγγελος Δεληβορριάς, ο Καρέλιας, ο Φραγκίστας. Είναι ενδιαφέροντες άνθρωποι και οι αστοί. Εμείς μικροαστοί ήμασταν που τα καταφέραμε καλύτερα από τους γονείς μας. Για τα παιδιά όμως και τα εγγόνια μας τα πράγματα είναι πάλι πολύ δύσκολα, όπως στους γονείς μας, γιατί οι ορίζοντες είναι πιο στενοί πάλι. Εχει ανοίξει πολύ η ψαλίδα. Γεωπολιτική αστάθεια, κυνισμός, όνειρα γιοκ. Ολα αυτά τα παραλαμβάνει το Διαδίκτυο και τα κάνει κιμά, φτιάχνει ένα τέρας, μια κόλαση που προκαλεί στη νεολαία φόβο, φθόνο και μίσος και αλλοφροσύνη που γεννά τη βία.
– «Η μήτρα του λαϊκισμού είναι η προσπάθεια να γίνεις συμπαθής», είπε προ μηνός ο Βαγγέλης Βενιζέλος. Το συμμερίζεστε;
– Απολύτως. Διότι προσπαθούν να δείξουν ότι είναι κάτι που οι ίδιοι δεν είναι. Ο Λάκης Γαβαλάς είναι σοβαρός άνθρωπος επειδή είναι αυτός που είναι, δεν παριστάνει κάτι άλλο. Ενώ οι πολιτικοί που βγαίνουν στο TikTok μπορεί να γίνουν τραγικά αστείοι. Και τι ψηφοδέλτια ήταν αυτά για το Ευρωκοινοβούλιο; Ολο σελέμπριτις, αθλητές, τραγουδιστές, παίκτες ριάλιτι, παρουσιαστές…
– Το 1985 κυκλοφορεί του Πορτοκάλογλου το «Υπάρχει λόγος σοβαρός». Ενας στίχος λέει: «Της Μεταπολίτευσης καημένη γενιά/άχρωμα όλα και λειψά».
– Τη γενιά του Πολυτεχνείου τη χαρακτηρίζει η υπερβολική εξωστρέφεια. Η κριτική της εξουσίας, η πολιτική δράση. Δεν είναι κακό, αλλά αν το παρακάνουμε μπορεί να στεγνώσει ο εσωτερικός μας κόσμος. Η συγκομιδή της γενιάς του Πολυτεχνείου, στα γράμματα και τις τέχνες τουλάχιστον, υπήρξε μάλλον φτωχή. Αναδείχθηκαν βέβαια και ισχυρές φυσιογνωμίες, όπως η Ιωάννα Καρυστιάνη κ.ά. Αλλά τα θέματά τους δεν κάνουν σώμα γενιάς όπως έγινε στη δεκαετία του ’30 ή του ’60 και ούτε πήγαν στον πολύ κόσμο. Επόμενο είναι, ένας ευαίσθητος νεαρός εκείνα τα χρόνια, σαν τον Νίκο ας πούμε, να ένιωθε μόνος κι ανερμήνευτος και όλα να του φαίνονταν λειψά. Τα κατάφερε καλά όμως ο Νίκος εν τέλει. Αγνόησε τον περιβάλλοντα θόρυβο και ακολούθησε τον δρόμο της καρδιάς του.
– Εσείς, αν συρράπτατε στίχους τραγουδιών σας, θα συνθέτατε μια διαδρομή ζωής;
– Μπορεί. Η τέχνη είναι, πραγματικά, μια παράλληλη ζωή.
– Εάν γυρίζατε τη ζωή σας σε μια μικρού μήκους ταινία τι θα συμπεριλαμβάνατε και με ποιον τρόπο;
– Τον εαυτό μου να αφηγείται. Οι λέξεις έχουν τον ήχο τους. Τονισμούς, πιο σιγά, πιο χαμηλά. Οταν γράφω τραγούδια προπορεύεται λίγο η μουσική για να πάρω φόρα. Θέλω 15 μέρες, το έχω μετρήσει. Χωρίς ωράριο. Κάνεις μια βουτιά στον εαυτό σου και εκεί μέσα συναντάς όλους τους άλλους. Συχνά επικαλείσαι πρόσωπα φίλων ή δασκάλων για να σου πουν πώς το βλέπουν. Λέω, για παράδειγμα, «ο Μάρκος Βαμβακάρης τι θα έκανε εδώ τώρα;». Αυτή η σκέψη βοηθάει. Ο Χατζιδάκις τι θα έκανε εδώ τώρα;
– Ποια πρόσωπα «έρχονται» πιο συχνά;
– Τρία πρόσωπα: ο καθηγητής κύριος Δημήτριος Βαφειάδης από το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων, ο ποιητής της Θεσσαλονίκης Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου και ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις. Αυτούς συχνά καλώ. Από φίλους, τον Τάσο Φαληρέα. Αυτός άκουγε πρώτος ό,τι έγραφα.
– «Η δική μας Μεταπολίτευση», ο τίτλος της φεστιβαλικής γιορτής στο Ηρώδειο. Η δική σας, με μια λέξη;
– Δημοκρατία! Μία λέξη.
– Είναι τελικά η Μεταπολίτευση «μια υπόσχεση που δεν τηρήθηκε»;
– Τηρήθηκε. Είχαμε ομαλή διαδοχή κυβερνήσεων. Αυτό ήταν το αίτημα της Μεταπολίτευσης: δημοκρατία και ομαλός πολιτικός βίος. Πενήντα χρόνια το καταφέραμε αυτό για πρώτη φορά στην Ιστορία. Σ’ αυτό τουλάχιστον πρέπει να δώσουμε συγχαρητήρια στους εαυτούς μας.
Οι σταθμοί μιας διαδρομής 55 ετών
Από την ταράτσα της Μπουμπουλίνας στο σκάνδαλο του «Κουρέματος» και την προσπάθειά του να συντάξει «προφορικά» την αυτοβιογραφία του
Η συναυλία στο Ηρώδειο είναι και μια αφορμή να ορίσει σταθμούς. Μουσικούς και προσωπικούς. Για τους πρώτους έχει ήδη αποφασίσει. Και οι άλλοι; Οι πιο προσωπικοί; Θα μπορούσε να τους σχολιάσει; Επιλέγουμε εμείς, με βάση τις συζητήσεις μας με τον δημιουργό:
Ο Διονύσης Σαββόπουλος «σκαλίζει» τη γραφομηχανή του το 1975. Ενα χρόνο αργότερα, θα αρνηθεί να παραλάβει το βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για το «Happy day» του Βούλγαρη.
1967
Μπουμπουλίνας, φυλακή, δικτατορία
«Οταν φυσάει νοτιάς και έχει υγρασία πονάνε τα πέλματά μου. Αυτό μου έμεινε από την ταράτσα της Μπουμπουλίνας. Εγώ το πονάω εκείνο το παιδί στην Μπουμπουλίνας, αλλά μέσα σε εκείνο τον ζόφο μπορούσε και έγραφε τραγούδια στο μυαλό του. Τη Θεία Μάνου, τη Θαλασσογραφία, τη Δημοσθένους λέξη κ.ά. Βγήκαν όλα μετά, στο Περιβόλι του τρελού. Φίλος δημοσιογράφος μού λέει, ολόκληρο long play φτιάξατε η Ασφάλεια κι εσύ!».
Το πονάω εκείνο το παιδί στην Μπουμπουλίνας, αλλά μέσα σε εκείνο τον ζόφο μπορούσε και έγραφε τραγούδια στο μυαλό του. Φίλος δημοσιογράφος μού λέει, ολόκληρο long play φτιάξατε η Ασφάλεια κι εσύ!
1976
Βραβείο μουσικής στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης για το «Happy day» του Βούλγαρη. Αρνείται να το παραλάβει.
«Ημουν επάνω κατά σύμπτωση, γιατί παίζαμε με τη Μαρία Φαραντούρη στο Παλαί ντε Σπορ. Ερχεται στο διάλειμμα ένας από το Κρατικό Θέατρο και μου λέει να πάω μετά γιατί θα με βραβεύσουν για τη μουσική. Πήγα, τους ευχαρίστησα, αλλά δεν δέχθηκα ούτε το βραβείο ούτε τα λεφτά. Είπα ότι το Φεστιβάλ είναι ένας πολυέλαιος που κρέμεται στον αέρα χωρίς τοίχους, χωρίς δάπεδο, κρέμεται στο πουθενά. Δεν συμπαθούσα πολύ τις ταινίες του λεγόμενου Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου εκείνης της εποχής. Οι πιο πολλές ήταν νεφελώδεις, ερωτευμένες με τον εαυτό τους και μοναδικός τους παραγωγός ήταν το κράτος. Είχαμε για πρώτη φορά μια τέχνη κρατική και επιχορηγούμενη, όπως στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Ηταν αβάσταχτες ούτε βλέπονταν ούτε εισιτήρια κόβανε. Ξέσπασε θόρυβος με αυτά που είπα και φυσικά δεν άλλαξε τίποτε, μόνο εγώ έπρεπε κάθε τρεις και λίγο να δίνω εξηγήσεις για χρόνια, με ζαλίζανε. Εν τέλει σε αυτές τις περιπτώσεις καλύτερα να λες ένα ευχαριστώ, να μη λες τίποτα άλλο και να ξεμπερδεύεις».
1983
Σεπτέμβριος. Γιορτάζει την 20ή επέτειο της καριέρας του με συναυλία στο Ολυμπιακό Στάδιο που παρακολουθούν 80.000 θεατές.
«Μα ήταν μια λαμπρή εποχή. Πρόεδρος ήταν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και πρωθυπουργός ο Αντρέας. Αισθανόμασταν μια ασφάλεια, είχαμε αισιοδοξία, ήταν σαν να δόθηκε ένα σύνθημα να βγουν από τις υπόγειες στοές τους οι πολίτες β΄ κατηγορίας, έξω επιτέλους. Να μπουν κι αυτοί στο παιχνίδι. Ετσι έγραψα τα “Τραπεζάκια έξω”, είναι ο πιο χαρούμενος δίσκος μου. Ετσι κάναμε το Ολυμπιακό Στάδιο. Ηταν ολοκαίνουργιο, αλλά τεράστιο. Είπαμε ότι θα παίξουμε στο ένα πέταλο αλλά πολλές μέρες πριν δεν έβρισκες εισιτήριο. Μπήκαν 80.000 άνθρωποι στις κερκίδες και δεν ξέρω πόσοι μείναν απέξω και φωνάζανε, έγιναν συλλήψεις. Ηταν άγνωστοι, αλλά πήγα στη δίκη για να πω ότι ήταν καλά παιδιά».
1986
Παρουσιάζει στη δημόσια τηλεόραση την εκπομπή «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι».
«Ναι, δεκαεννιά επεισόδια. Σε αυτή την εκπομπή ανακάλυψα ότι έχω ταλέντο παρουσιαστή και από τότε στις συναυλίες μου καινούργιο κοσκινάκι μου και πού να σε κρεμάσω. Το “Ζήτω” το έστησε σκηνοθετικά ο Γιώργος Πανουσόπουλος και μετά συνέχισε ο Κώστας Μαζάνης. Είχα μεγάλη βοήθεια στα κείμενα και τις ιδέες από τον Σταμάτη Φασουλή. Ο Σταμάτης είναι σημαντικός άνθρωπος. Κρατάει το νήμα που μας συνδέει με κάποιους μεγάλους πρωταγωνιστές του θεάτρου, με το σινεμά του Σακελλάριου, του Τζαβέλα, του Κακογιάννη και με την αθηναϊκή επιθεώρηση. Εχει ποιητικό πυρήνα ο Σταμάτης. Στάθηκε φράγμα απέναντι στις δηθενιές και τις εξτραβακάντζες».
Είχα μεγάλη βοήθεια στα κείμενα και τις ιδέες (για το «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι») από τον Σταμάτη Φασουλή. Ο Σταμάτης είναι σημαντικός άνθρωπος. Κρατάει το νήμα που μας συνδέει με κάποιους μεγάλους πρωταγωνιστές του θεάτρου, με το σινεμά του Σακελλάριου, του Τζαβέλα, του Κακογιάννη και με την αθηναϊκή επιθεώρηση.
1989
Κυκλοφορεί «Το κούρεμα» με τους Κωλοέλληνες. Θύελλα αντιδράσεων: «Κράτος ασυστόλων/ και πεσμένων κώλων/ κωλοέλληνες. Η χάρτα αυτού του κράτους κρύβει απάτη/ που φτάνει στον γνωστό αγριορωμιό/ στο ντάτσουν μιας φυλής που ζει φευγάτη/ απ’ ό,τι ελληνικό στον κόσμο αυτό».
«Πιο συμμαζεμένοι είμαστε τώρα. Στα τέλη της δεκαετίας του ’80 σνομπάραμε την Ευρώπη και όσοι δεν συμφωνούσαν μαζί μας ήταν “ευρωλιγούρηδες”. Εν τω μεταξύ έρχονταν τα λεφτά από την Ευρώπη για να βοηθηθεί ο πρωτογενής τομέας. Αλλά τρέχανε και αγοράζανε ακίνητα στη Λάρισα και τα τρώγανε στα μπουζούκια με τις κοπέλες από την καταρρέουσα Σοβιετική Ενωση. Κι αυτά δεν συνέβαιναν μόνο στον πρωτογενή τομέα, αλλά και σε άλλους τομείς με πιο εκλεπτυσμένα γούστα. Πρωτοκλασάτοι υπουργοί λέγανε για την παράταξή τους ότι εκπροσωπεί το φως (!) και ότι η αντίπαλη παράταξη είναι το σκότος. Υπήρχε φανατισμός, μίσος, ξαναπέσαμε στην πόλωση. Εν τω μεταξύ ερχόμασταν διεθνώς πρώτοι στην κατανάλωση αγαθών πολυτελείας. Ο Κωλοέλληνας κατοικεί μέσα στον καθένα μας. Είναι κατάλοιπο βαριάς κληρονομιάς και τον έχουμε υπό σχετικό έλεγχο. Μερικές φορές όμως εμφανίζεται συλλογικά με άναρθρες κραυγές και ουρλιαχτά. Εχω γράψει τραγούδια όλο “ζήτω η Ελλάδα και ας κρατήσουν οι χοροί και εθνική Ελλάδος γεια σου”… έγραψα λοιπόν και ένα τραγούδι για την κωλοελληνική πλευρά μας».
Ο Κωλοέλληνας κατοικεί μέσα στον καθένα μας. Είναι κατάλοιπο βαριάς κληρονομιάς και τον έχουμε υπό σχετικό έλεγχο. Μερικές φορές όμως εμφανίζεται συλλογικά με άναρθρες κραυγές και ουρλιαχτά.
1994
Κυκλοφορεί το άλμπουμ «Μην πετάξεις τίποτα».
«Κι εμείς που αριστερίσαμε, ποιο τάχα ήταν το λάθος;/εφιάλτης ήταν το είδωλο, αλήθεια όμως το πάθος».
«Η γενιά μου χάρισε στην Αριστερά τα καλύτερά της χρόνια. Στη δεκαετία του ’60 οι μισοί Ελληνες ήταν πολίτες β΄ κατηγορίας. Συμπλεύσαμε με την Αριστερά για να επιταχύνουμε τον εκδημοκρατισμό της χώρας και σταθήκαμε πλάι της στη δικτατορία. Μετά ήρθαν τα πάνω κάτω, η Αριστερά ήταν παντού, στα πανεπιστήμια, στα διαφημιστικά γραφεία, στα ΜΜΕ, στις μπουάτ, στο θέατρο, στα πολιτιστικά εν γένει. Πριν από τη δικτατορία αν ήσουν αριστερός δεν έβγαζες ούτε δίπλωμα αυτοκινήτου. Μετά τη δικτατορία αν δεν ήσουν αριστερός δεν έβγαζες ούτε γκόμενα. Ε, λάβαμε τις αποστάσεις μας, ειλικρινείς ήμασταν και στη συστράτευση μαζί της και στην αποστασιοποίησή μας».
Πριν από τη δικτατορία αν ήσουν αριστερός δεν έβγαζες ούτε δίπλωμα αυτοκινήτου. Μετά τη δικτατορία αν δεν ήσουν αριστερός δεν έβγαζες ούτε γκόμενα. Ε, λάβαμε τις αποστάσεις μας, ειλικρινείς ήμασταν και στη συστράτευση μαζί της και στην αποστασιοποίησή μας.
2013
Ιούλιος. Εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Επίδαυρο με τον «Πλούτο» του Αριστοφάνη.
«Η μουσική μου για τον “Πλούτο” είναι γράφε σβήνε. Την πρωτόγραψα το ’85 για την παράσταση του Εθνικού με σκηνοθέτη τον Λούκα Ρονκόνι. Την έδωσα αναθεωρημένη όταν ανέβηκε για δεύτερη φορά πάλι από το Εθνικό. Στο τέλος άρχισα να μεταφράζω όλο το έργο. Ανέλαβα και να το σκηνοθετήσω με τη βοήθεια της Σύλβιας Λιούλιου. Το παρουσιάσαμε στην Επίδαυρο με την Αμαλία Μουτούση, τον Χρήστο Λούλη, τον Νίκο Κουρή και τον Μάκη Παπαδημητρίου. Υπέροχα κοστούμια και σκηνικό μάς έκανε ο Αγγελος Μέντης. Εβγαινα κι εγώ στην παράσταση και έκαμα την Παράβαση γερμένος πάνω σε ένα δεκανίκι, όπως ο άγγελος εξάγγελος που ξαφνικά αποφασίζει να πει την αλήθεια. Μετά την Επίδαυρο γυρίσαμε όλη την Ελλάδα με το πούλμαν. Θαύμασα από κοντά την Αμαλία, τη λάτρεψα, τον Χρήστο, τον Νίκο, τον Μάκη, τον Ευριπίδη, όλο τον χορό. Σαράντα παραστάσεις δώσαμε, πέρασα ένα υπέροχο καλοκαίρι μαζί τους και ανακάλυψα ότι έχω μια καλή και ενδιαφέρουσα συγγένεια με τους ηθοποιούς του θεάτρου».
2024
Ιούλιος, 8 και 9. Ηρώδειο. Το Φεστιβάλ Αθηνών του ζητάει να είναι ο οικοδεσπότης στη «∆ική μας Μεταπολίτευση».
Καλεί σημαντικούς καλλιτέχνες, τους: Ελευθερία Αρβανιτάκη, Δήμητρα Γαλάνη, Χρήστο Θηβαίο, Μανώλη Μητσιά, Πάνο Μουζουράκη, Γιώργο Νταλάρα, Μελίνα Τανάγρη και Μαρία Φαραντούρη να τραγουδήσουν μαζί δικές του επιτυχίες, της εποχής, αλλά και των Χατζιδάκι, Θεοδωράκη, Ξαρχάκου, Λοΐζου, Μαρκόπουλου, Κουγιουμτζή, Μικρούτσικου, Κηλαηδόνη, Λάγιου.
«Εχω μια καλή ορχήστρα που φροντίζει ο Γιώτης Κιουρτσόγλου, τη χορωδία της ΕΡΤ που είναι η καλύτερη της πόλης και τη φροντίζει ο Μιχάλης Παπαπέτρου. Θα καλέσουμε τη Φιλαρμονική του Πολεμικού Ναυτικού, πρόσκληση που είναι σαν μια αναφορά στο κίνημα του Πολεμικού Ναυτικού που μας έβγαλε ασπροπρόσωπους τότε, ο ναύαρχος ο Παπάς. Θέλω να ταξιδέψει ο κόσμος. Μια ωραία συναυλία, είναι σαν ένα λουτρό μέσα μας. Φεύγουν οι κακίες, οι μικρότητες και βγαίνεις σαν καινούργιος. Μια μεθυστική στιγμή, αυτή είναι η χαρά μιας συναυλίας, μετά ξαναγυρνάς στα συνήθη. Εχεις παρατηρήσει ότι ύστερα από μια ωραία ταινία ανάβουν τα φώτα και βγαίνουμε στο πεζοδρόμιο με πιο αργά βήματα; Θέλουμε λίγο χρόνο για να πετύχουμε τη μετάβαση στην καθημερινότητα. Η ταινία ήταν μια καλή ένεση, ένα δυνάμωμα της πίστης μας».
2024-2025
Ετοιμάζεται να εκδώσει την αυτοβιογραφία του.
«Είναι σχεδόν έτοιμη. Το κάνω προφορικά. Στην προφορική παράδοση ανήκω. Οι τραγουδοποιοί υπηρετούμε μια τέχνη που υπάρχει πριν από τη γραφή και παρ’ όλη την εξέλιξη της τεχνολογίας κύρια έκφρασή της παραμένει το λάιβ. Τη μεταγραφή σε γραπτό λόγο και τις διορθώσεις αυτής της προσωπικής αφήγησης έχει αναλάβει η στενή μου συνεργάτις, εδώ και 11 χρόνια, και παραγωγός, Ελένη Καλέση. “Είναι σαν τραγούδι”, μου λέει η ίδια».
«Και πώς ξεκινάει;», ρωτώ. Ισως με τον στίχο «Γεννήθηκα στη Σαλονίκη…»;
«Οχι», με διορθώνει ο Διονύσης Σαββόπουλος. «Ξεκινάει από την πρώτη φορά που χάθηκα πολύ μικρό παιδάκι στον δρόμο. Πρέπει να ήμουν κάτω από τριών χρόνων. Δεν μιλούσα καν. Κι όμως, είναι μια πολύ δυνατή φλασιά! Βγήκα με τους γονείς μου στη γειτονιά και κάπου τους ξέφυγα… Ο κόσμος με ρωτούσε “πώς σε λένε;”, “πού μένεις;”, “αγόρι είσαι ή κορίτσι;”. Καταλάβαινα αλλά δεν μπορούσα να απαντήσω. Φορούσα μια ποδίτσα, όπως μου είπε μετά η μητέρα μου. Ηταν σαν να είχα εγκλωβιστεί σε εφιάλτη. Ξεκινάω με αυτό γιατί θέλω να καταλήξω στο τι ευγνωμοσύνη νιώθω με τις λέξεις. Με το ότι μιλάμε οι άνθρωποι».