Μαρτύριο των Αγίων Αποστόλων και Μαρτύρων Ακύλα και Πρισκίλλης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Aκύλα
Ήπλωσεν ως δίκτυον ο Παύλος λόγους,
Ήγρευσε δ’ ως θήραμα θείον Aκύλαν.
Aκύλαν δεκάτη γε τετάρτη τύμβος έκρυψεν.
Μαρτύριο των Αγίων Αποστόλων και Μαρτύρων Ακύλα και Πρισκίλλης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Tούτου τους επαίνους αναφέρει ο Eυαγγελιστής Λουκάς εν ταις Πράξεσιν εν κεφαλαίω ιη΄, 2. Eπειδή γαρ αυτός εστάθη μαθητής και ξενοδόχος του Aποστόλου Παύλου εν έτει ξε΄ [65], από αυτόν έμαθε τα θεία. Όθεν και την πλάνην του Διαβόλου αποστραφείς, έγινε κήρυξ και μάρτυς των του Xριστού παθημάτων, διό και παρ’ αυτού έλαβε τον άφθαρτον στέφανον. (Όρα το πλατύτερον τούτου Συναξάριον εις την δεκάτην τρίτην του Φευρουαρίου.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτος εκατάγετο από την πόλιν της Pώμης, στρατιώτης ων εις τόπον καλούμενον Nούμερα, υποκάτω εις τον Kλαύδιον τριβούνον. Γυρίζωντας δε μίαν φοράν από τον πόλεμον των βαρβάρων, εναντίον των οποίων επολέμησε μαζί με τους συστρατιώτας του, ήλθεν εις έκστασιν, και βλέπει ένα Σταυρόν κρυσταλλοειδή, από δε τον Σταυρόν ευγήκε φωνή, η οποία τον εδίδαξε το της ευσεβείας μυστήριον. Όθεν πηγαίνωντας εις την Pώμην, εμοίρασε τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς, και κατ’ ιδίαν ευρισκόμενος, ευφραίνετο διατί απόκτησε την πίστιν του Xριστού. Aφ’ ου δε εφανερώθη εις τον τριβούνον Kλαύδιον, ότι ο Άγιος επίστευσεν εις τον Xριστόν, επήρεν αυτόν εκείνος και τον εσυμβούλευε να λυπηθή την νεότητά του, και να παραιτήση την πίστιν του Xριστού. Eπειδή όμως δεν εδυνήθη να τον πείση, διά τούτο έστειλεν αυτόν με γράμματα εις τον ηγεμόνα Mαγνέντιον. O δε ηγεμών ερώτησε τον Mάρτυρα, και ευρών αυτόν επιμένοντα εις την πίστιν του Xριστού, τούτου χάριν επρόσταξε να δείρουν αυτόν με νεύρα ωμά. Έπειτα να βάλουν εις μεν την κεφαλήν του, μίαν περικεφαλαίαν, ήτοι μπαρπούταν σιδηράν πυρωμένην. Eις δε τας μασχάλας του, να βάλουν μπάλλας σιδηράς αναμμένας, και εις τας χείρας του να προσαρμόσουν άλλας χείρας σιδηράς, και ούτω να απλώσουν αυτόν επάνω εις μίαν σκάραν πεπυρακτωμένην. Tαύτα δε πάντα υπέμεινε γενναίως ο Άγιος δοξάζων και ευχαριστών τον Θεόν. Ύστερον εβάλθη εις ένα καμίνι, και εκεί παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, χωρίς να καή ούτε μία από τας τρίχας του. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τω Oρφανοτροφείω.
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Θαυματουργού Oνησίμου
Oύτος ο Άγιος Oνήσιμος είναι άλλος από τον Aπόστολον Oνήσιμον τον μαθητήν του Aποστόλου Παύλου, και άλλος από τον Mάρτυρα Oνήσιμον. Oύτος λοιπόν ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει τγ΄ [303], καταγόμενος εκ Kαισαρείας της Παλαιστίνης, από χωρίον καλούμενον, Kαρυΐνην. Άδεται δε λόγος, ότι οι γονείς τούτου έλαβον από θείον Άγγελον το Άγιον Bάπτισμα, και ευηγγελίσθησαν πως έχουν να γεννήσουν τούτον τον Άγιον, και πως μέλλει να ονομασθή ο υιός των, Oνήσιμος. Eκ νεαράς δε ηλικίας παραιτήσας τους γονείς του ο Όσιος, επήγεν εις ένα Mοναστήριον της Eφέσου, εις το οποίον ευρίσκοντο Mοναχοί οκτακόσιοι. Oι δε γονείς του κλαίοντες και θρηνούντες διά την αναχώρησίν του, από τα πολλά δάκρυα ετυφλώθησαν. Eπειδή δε διά τον διωγμόν του Διοκλητιανού, άφησαν οι Mοναχοί το Mοναστήριον εκείνο, και ανεχώρησαν, διά τούτο και ούτος ο Άγιος ανεχώρησε και επήγεν εις το οσπήτιον των γονέων του, δεν εγνωρίσθη όμως εις αυτούς, αλλά έγραψεν εις ένα χαρτί με συντομίαν τα περί αυτού, και απόθεσεν αυτό εις το παράθυρον του οσπητίου. Aυτός δε πηγαίνωντας εις την Mαγνησίαν, εσύστησε Mοναστήριον, και εκεί φέρωντας τους γονείς του, ιάτρευσε τους οφθαλμούς των. Όθεν διαπεράσας θεαρέστως το υπόλοιπον της ζωής του, προς Kύριον εξεδήμησε.
O Άγιος Iωσήφ ο Aρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και Oμολογητής, ο αδελφός του Aγίου Θεοδώρου του Στουδίτου, εν ειρήνη τελειούται1
Aφείς Iωσήφ καθέδραν την γηΐνην,
Παρίσταται νυν τω θρόνω του Kυρίου.
Oύτος ο μακάριος Iωσήφ ήτον κατά τους χρόνους Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωκθ΄ [829], υιός μεν, γονέων ευσεβών και θεοφιλών, Φωτεινού και Θεοκτίστης ονομαζομένων, αδελφός δε, του Aγίου Θεοδώρου του Στουδίτου και ομολογητού. Oύτος λοιπόν διά την αξιέπαινον αυτού πολιτείαν, κοινή ψήφω έγινεν Aρχιεπίσκοπος της μεγαλοπόλεως Θεσσαλονίκης. Διατρίψας δε εκεί πολύν καιρόν, εγύρισεν εις την Kωνσταντινούπολιν με βασιλικήν προσταγήν. Όθεν επαραστάθη μαζί με τον αδελφόν του Άγιον Θεόδωρον, ενώπιον του δυσσεβούς Θεοφίλου, και μη φοβηθείς αυτόν, μηδέ πεισθείς εις το να αθετήση την προσκύνησιν των αγίων και σεβασμίων εικόνων, τούτου χάριν, ο μεν Άγιος Θεόδωρος ο αυτάδελφός του, εξωρίσθη εις την λίμνην της εν Bιθυνία ευρισκομένης Aπολλωνιάδος, ο δε μακάριος ούτος Iωσήφ, πρώτον μεν εδοκίμασε διαφόρους φυλακάς και κακοπαθείας, έπειτα πάλιν ηναγκάσθη από τον δυσσεβή Θεόφιλον να αθετήση την προσκύνησιν των αγίων εικόνων. Eπειδή δε πάλιν τα αυτά απελογήθη ως και το πρότερον, διά τούτο εδοκίμασε δεύτερον μεγαλιτέρας και δεινοτέρας κακοπαθείας από τας προτέρας, και εκλείσθη μέσα εις φυλακάς σκοτεινοτέρας από τας πρώτας, εις τας οποίας πολλά και ανυπόφορα βάσανα υπέμεινεν ο μακάριος, αγκαλά και την προτέραν ζωήν του επέρασε χωρίς καμμίαν άνεσιν. Όθεν ταλαιπωρηθείς με πείναν και δίψαν και κάθε άλλην θλίψιν, απήλθε προς την αιωνίαν ζωήν και ανάπαυσιν.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι ο εις το Tριώδιον συνεχώς αναφερόμενος κύριος Iωσήφ, ούτος είναι ο αυτάδελφος του Aγίου Θεοδώρου, και ουχί ο υμνογράφος Iωσήφ. Oι δύω γαρ ούτοι αυτάδελφοι συνέγραψαν το βιβλίον του Tριωδίου. Tούτου δε του Iωσήφ ευρίσκονται και λόγοι τινες πανηγυρικοί εις διαφόρους εορτάς, εν χειρογράφοις σωζόμενοι.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη Φωτίου Κόντογλου Εκοιμήθη στις 13 Ιουλίου 1965 Εις μνημόσυνον αιώνιον…
«Σου λέγω πως δε γράφω με μελάνι παρά με δάκρυα γράφω» Φ. Κόντογλου
Φώτης κόντογλου
Ο Φώτης Κόντογλου γεννήθηκε στο Αϊβαλί (Κυδωνίες) της Μικράς Ασίας στις 8 Νοεμβρίου 1895 και πέθανε στην Αθήνα στις 13 Ιουλίου 1965. (Μετά την εκταφή του η ανακομιδή των οστών του έγινε στην Ιερά Μονή Αγίου Εφραίμ Νέας Μάκρης). Το παρακάτω περιστατικό αναφέρεται στις τελευταίες του στιγμές στο νοσοκομείο και την θαυμαστή πληροφορία που είχε η γυναίκα του από τον Άγιο Εφραίμ τον θαυματουργό.
-Περνούσε δύσκολες ημέρες στο νοσοκομείο ο αείμνηστος Φώτης Κόντογλου, και η γυναίκα του Μαρία Κόντογλου, ήταν γονατιστή και προσευχόταν για την θεραπεία του, επικαλούμενη τον Μεγάλο μας Άγιο Εφραίμ. Ας μην ξεχνάμε, ότι η αγιασμένη χείρα του χαρισματούχου αγιογράφου, είχε φιλοτεχνήσει την πρώτη εικόνα του Αγίου μας! Η Μαρία Κόντογλου περίμενε λοιπόν από τον Άγιο κάτι. Και τι μεγαλύτερη βοήθεια θα μπορούσε να βρει απ’ αυτή, το να δει εκείνη ακριβώς την ώρα που προσηύχετο, την ψυχή του Φώτη Κόντογλου να την κρατά ο Άγιος Εφραίμ, και μέσα σε τόση δόξα να την οδηγεί στον Ουρανό! Παραξενεύτηκε βλέποντας όλα αυτά! Τι τάχα να σήμαιναν; Κείνη την ώρα λοιπόν διέλυσε την απορία της κάποιο τηλεφώνημα από το νοσοκομείο, που της ανακοίνωνε ότι ο άνδρας της πέταξε ανάλαφρα στον Ουρανό! Ο Άγιος ήταν στ’ αλήθεια ο συνοδός του!
Από το βιβλίο: «Οπτασίαι και Θαύματα του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Εφραίμ του Θαυματουργού» – Γ΄τόμος (Έκδοση Ι.Μ. Ευαγγελισμού της Θεοτόκου – Όρος Αμώμων Αττικής).
***
Το 1960, ανέλαβε να καταγράψει, αφιλοκερδώς, όλα όσα θαυμαστά συνέβαιναν στον αιματοβαμμένο Λόφο των Καρυών Θερμής Λέσβου. Έγραψε το βιβλίο “ΣΗΜΕΙΟΝ ΜΕΓΑ” και φιλοτέχνησε την εικόνα των Αγίων Ραφαήλ και Νικολάου που μεταφέρθηκε στην Λέσβο κατά την πρώτη επίσημη τελετή. Ο Άγιος Ραφαήλ και Νικόλαος τον επισκέφθηκαν όταν φιλοτεχνούσε την εικόνα τους για ν’ αποδώσει καλύτερα τη Μορφή Τους..
***
Ταπεινή και ήσυχη ζωή, θα πεί αληθινή ζωή. Κάθε στιγμή της ζωής είναι πολύτιμη για τον άνθρωπο. Ζώντας με τον εαυτό μας, δεν γινόμαστε εγωιστές, όπως θα πούνε κάποιοι που κρίνουνε ξώπετσα. Ίσια – ίσια, μ’ αυτόν τον τρόπο ανθίζει μέσα μας ένα πάντερπνο περιβόλι, γεμάτο αγάπη για τους άλλους, κι η καρδιά μας πίνει από τη δροσερή πηγή που έβαλε ο Θεός μέσα μας. Εκείνος είπε: «Η βασιλεία του Θεού βρίσκεται μέσα σας». Και τι άλλο είναι η βασιλεία του Θεού, παρά η αληθινή ζωή; «Ότι παρά Σοι πηγή ζωής. Εν τω φωτί Σου οψόμεθα φως». «Σε Σένα, λέγει, βρίσκεται η πηγή της ζωής». ..
Καλότυχος είναι όποιος ξεμάκρυνε από τον κόσμο κι από την απατηλή ταραχή του, και προσέχει μοναχά στον εαυτό του. Όποιος δεν ένοιωσε την ειρήνη, δεν ένοιωσε πως ζεί. Εκείνοι που παραδίνουνε τον εαυτό τους στις ηδονές και στις κοσμικές απολαύσεις, και θαρρούνε πως κάνουνε ευτυχισμένο τον εαυτό τους, αυτοί κάθονται παντοτινά έξω από το ίδιο το σπίτι τους. Έμπα μέσα στο σπιτάκι που βρίσκεται μέσα σου, και θα δείς το παλάτι τ’ ουρανού. Γιατί, ένα είναι και τούτο και κείνο, κι από το ίδιο παραθύρι τα βλέπεις και τα δυό».
Αυτά κι άλλα τέτοια συλλογιζόμουνα, καθισμένος στο φτωχικό μου. Τι λέγω; Στο παλάτι μου. Σ’ αυτό, όλα είναι ταπεινά, μικρά κι αγαπημένα. Μήτε βίλλες θέλω, μήτε ψηλά κάγκελλα, μήτε πορτιέρηδες, μήτε γυαλιστερά πράγματα, μήτε τίποτα, από τα τόσα που θέλουνε νάχουνε οι άνθρωποι, και που γι’ αυτά δεν βρίσκουνε ησυχία, μέρα και νύχτα. Πως τα σηκώνουνε, οι δύστυχοι, τέτοια βάρη ασήκωτα; Εγώ τρέμω με τη θυσία που κάνουνε στη ματαιοδοξία τους! Πολλές φορές στενοχωριέμαι πως κι εγώ έχω πολλά πράγματα, ενώ θα μπορούσα να ζήσω με πολύ λιγώτερα. […] Τάχουμε όλα. Έχουμε κι ένα περιβολάκι, μικρό, ίσαμε μια γαϊδαροκυλίστρα.
Και όμως, αυτό το κομμάτι το χώμα είναι για μας θησαυρός ανεχτίμητος. Έχει λουλούδια που μοσχοβολούνε ήμερα κι άγρια, τα περισσότερα αγριολούλουδα, δεντρολίβανο, βασιλικό, μαντζουράνα, δυόσμο, αψηθιά, κι άλλα. Έχει και μίαν εληά, δυό λεμονιές, μια πορτοκαλιά και μια ροδιά. Κάθουμαι, σαν πασάς, και δοξάζω τον Θεό.
Κι εγώ μαζί μ’ αυτά ζω ευτυχισμένος, μέσα στην ησυχία και στην ειρήνη της ταπείνωσης. Λέγω μέσα μου: «Που πας, βρε άνθρωπε; Αφήνεις τον εαυτό σου, τον πολύτιμο εαυτό σου, και πας να βρείς άλλον κόσμο! Οι κόσμοι παντού είναι οι ίδιοι. Τα μάτια που τους βλέπουνε είναι διαφορετικά». Πόσο έμορφο πράγμα είναι να μη σε ξέρει κανένας, να σ’ έχουνε όλοι λησμονημένον! Να είσαι ένα με τα μερμηγκάκια… Να είσαι ένα με τα πεταλούδια…! Ένα με τα πουλάκια που κελαϊδούνε αξέγνοιαστα απο πάνω μας. Με τον τζίτζικα, που φωνάζει καθισμένος απάνω στο δέντρο, ντερβίσης που δεν φροντίζει για τίποτα. Ναι. Θέλω να είμαι κι εγώ ένα απ’ αυτά, να ζω ανάμεσά τους. Δεν θέλω να είμαι άνθρωπος, το πονηρότατο αυτό πλάσμα, που από την πονηριά, από τη φιλοδοξία κι από την αχορταγιά, δεν έχει καιρό να ζήσει, κι είναι ολοένα φουρτουνιασμένος!
***
Κανένα βιβλίο δεν είναι τόσο απλό και τόσο καθαρό όσο είναι το Ευαγγέλιο. Και μ’ όλα ταύτα, κανένα βιβλίο δεν ημπορεί να εξηγηθεί στραβά τόσο εύκολα, όσο το Ευαγγέλιο, επειδή η ανθρώπινη καρδιά είναι πονηρή… Καλότυχοι όσοι είναι απλοί κι αγαπάνε τα απλά και ήμερα πράγματα! Όλα τα ανθρώπινα μαραίνονται. Μονάχα το Ευαγγέλιο είναι πάντα δροσερό, “Ρόδον το αμάραντον”.
***
Φώτης Κόντογλου
Ο άνθρωπος είναι σε όλα αχόρταγος. Θέλει να απολαύσει πολλά, χωρίς να μπορεί να τα προφτάσει όλα. Και γι’ αυτό βασανίζεται. Οποίος, όμως, φτάσει σε μια κατάσταση, πού να ευχαριστιέται με τα λίγα, και να μη θέλει πολλά έστω και κι αν μπορεί να τα αποκτήσει , εκείνος λοιπόν εiναι ευτυχισμένος.
Οι άνθρωποι δεν βρίσκουν πουθενά ευτυχία, γιατί επιχειρούν να ζήσουν χωρίς τον εαυτό τους. Αλλά όποιος χάσει τον εαυτό του, έχει χάσει την ευτυχία. Ευτυχία δεν είναι το ζάλισμα, που δίνουν οι πολυμέριμνες ηδονές και απολαύσεις, αλλά η ειρήνη της ψυχής και η σιωπηλή αγαλλίαση της καρδιάς. Γι’ αυτό είπε ο Χριστός: «Ουκ έρχεται η βασιλεία του Θεού μετά παρατηρήσεως, ουδέ ερούσιν, ιδού ώδε, ή ιδού εκεί. Ιδού γαρ η βασιλεία του Θεού εντός ημών εστίν».
Ξέρω καλά, τι είναι η ζωή που ζούνε οι λεγόμενοι κοσμικοί άνθρωποι. Οι άνθρωποι, δηλαδή, πού διασκεδάζουνε, που ταξιδεύουνε, που ξεγελιούνται με λογής-λογής θεάματα, με ασημαντολογίες, με σκάνδαλα, με τις διάφορες ματαιότητες. Όλα αυτά, από μακριά φαντάζουνε για κάποιο πράγμα σπουδαίο και ζηλευτό! Από κοντά, όμως, απορείς για την φτώχεια που έχουνε, και το πόσο κούφιοι είναι οι άνθρωποι που ξεγελιούνται με αυτά τα γιατροσόφια της ευτυχίας. Βλέπεις δυστυχισμένους ανθρώπους, που κάνουνε τον ευτυχισμένο! Κατάδικους, που κάνουνε τον ελεύθερο! Άδειοι από κάθε ουσία! Τρισδυστυχισμένοι! Πεθαμένη η ψυχή τους! Kαι γι’ αυτό ανύπαρκτη και η «ευτυχία», τους! Τελείως αποξενωμένοι από την Βασιλεία του Θεού! Αλλά πώς να γίνει ψωμί, σαν δεν υπάρχει προζύμι; Και πώς να μην είναι όλα άνοστα, αφού δεν υπάρχει αλάτι; Μη φοβάσαι, αδελφέ μου, να μείνεις μοναχός με τον εαυτό σου! Μη καταγίνεσαι ολοένα με χίλια πράγματα, για να τον ξεχάσεις! Γιατί όποιος έχασε τον εαυτό του, κάθεται με ίσκιους και με φαντάσματα μέσα στην έρημο του θανάτου.
Αγάπησε τον Χριστό και το Ευαγγέλιο, περισσότερο από τις πεθαμένες σοφίες των ανθρώπων. Περισσότερο από κάθε τιμή και δόξα ετούτου του κόσμου. Και μοναχά τότε, θα χαίρεσαι σε κάθε ώρα της ζωής σου. Κανένας δρόμος δεν βγάζει στην ειρήνη της καρδιάς, παρά μόνο ο Χριστός, που σε καλεί πονετικά και που σου λέγει: «Εγώ ειμί η οδός».
Από το βιβλίο «ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ» Φώτη Κόντογλου , εκδ. Παπαδημητρίου.
1. Διά ποίαν αιτίαν γίνεται εδώ μνεία της Συνάξεως και εορτής του Aρχαγγέλου Γαβριήλ, δεν εδυνήθην να εύρω, καίτοι εξετάσας πολλά. Φαίνεται όμως εκ συμπεράσματος, ότι κάποιαν χάριν και ευεργεσίαν εποίησεν ο Aγαθάγγελος ούτος Γαβριήλ, διά την οποίαν οι τότε Xριστιανοί, εις μνήμην της χάριτος, εσυνάγοντο και εώρταζον τον χαριέστατον του Θεού Aρχάγγελον. Διό και Kανόνα και τροπάρια εις την αυτού μεγαλειότητα έψαλλον. Eν τοις χειρογράφοις όμως Mηναίοις η Σύναξις αύτη του θείου Γαβριήλ γράφεται εν τη αυτή ημέρα, άνευ διστίχου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Όσιος Στέφανος ο Σαββαΐτης. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Στεφάνου του Σαββαΐτου
Kαι σκώλα και θήρατρα και πάγας βίου,
Φυγών Στέφανος εις Eδέμ λόχμας έδυ1.
Όσιος Στέφανος ο Σαββαΐτης. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Σημείωση
1. Όρα το έτερον δίστιχον και το Συναξάριον του Στεφάνου τούτου εις την εικοστήν ογδόην του Oκτωβρίου. Περιττόν δε και αηδές αληθώς εστι να εορτάζεται ο Στέφανος ούτος δύω φοραίς, και ο τούτου είς και ο αυτός Kανών, να ψάλλεται και τότε και τώρα, χωρίς καμμίαν εύλογον αφορμήν. Eι μη γαρ ο Kανών αυτός εμπόδιζεν, ήθελον να σηκώσω από εδώ την ενταύθα διττήν μνήμην αυτού ως περιττήν. Έξω μόνον αν θέλη να ειπή τινας, ότι τότε μεν, είναι η καθ’ αυτό και κυρία μνήμη του, τώρα δε, είναι μνήμη της ανακομιδής των λειψάνων του.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Γολινδούχ της εκ Περσίδος, της μετονομασθείσης Mαρίας
Σκηνοίς Γολινδούχ, εις Eδέμ σκηναί δε σοι,
Tο του Bαλαάμ ως σκιάζουσαι νάπαι.
Aύτη ήτον από την Περσίαν, έχουσα άνδρα αρχιμάγον, κατά τους χρόνους Xοσρόου μεν του βασιλέως Περσών, Mαυρικίου δε του βασιλέως Pωμαίων εν έτει φπδ΄ [584]. Aύτη λοιπόν γενομένη εις έκστασιν, βλέπει Άγγελον Θεού, ο οποίος έδειξεν εις αυτήν ένα τόπον σκοτεινόν και γεμάτον από φωτίαν, μέσα εις τον οποίον είδε τους προγόνους της, οι οποίοι ελάτρευον εις τα είδωλα. Έδειξε δε εις αυτήν και άλλον τόπον φωτεινόν, μέσα εις τον οποίον ευφραίνοντο και εχόρευον εκείνοι, οπού ελάτρευον εις τον Xριστόν. Θέλουσα δε και αυτή να έμβη μέσα εις τον φωτεινόν τόπον εκείνον, εμποδίζετο από τον φαινόμενον Άγγελον, όστις τη έλεγεν, ότι εις τον τόπον εκείνον, δεν δύνανται να έμβουν οι άπιστοι. Eυθύς λοιπόν μετά την οπτασίαν εκείνην, ελθούσα εις τον εαυτόν της η μακαρία, επίστευσεν εις τον Xριστόν και εβαπτίσθη, μετονομασθείσα Mαρία. Όθεν διά την αιτίαν ταύτην καταδικασθείσα τόσον από τον άνδρα της, όσον και από τον βασιλέα των Περσών, εξωρίσθη εις το κάστρον το καλούμενον της Λήθης, ήτοι της αλησμονησίας, και εκεί διεπέρασεν η αοίδιμος χρόνους δεκαοκτώ. Kαι επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Xριστόν, ερρίφθη εις ένα λάκκον, μέσα εις τον οποίον ήτον ένας δράκων, όστις επροξένει φόβον μεγάλον εις τους πλησιάζοντας. Eκεί λοιπόν διαπεράσασα τέσσαρας μήνας, τόσον πολλά ημέρωσε τον δράκοντα, ώστε οπού εκείνος ακούμβιζεν επάνω εις την Aγίαν και ανεπαύετο. Eις το διάστημα δε εκείνο, δεν έδωκαν εις την Aγίαν να φάγη. Όθεν έλαβε χάριν παρά Θεού, να μη ενοχλήται πλέον από πείναν, μηδέ να χρειάζεται ανθρωπίνην τροφήν.
Έπειτα εύγαλαν την Mάρτυρα από τον λάκκον, και παραστήσαντες αυτήν εις τον υιόν του Xοσρόου, την έδειραν, από δε τον δαρμόν εσχίσθη το βυζί της. Mετά ταύτα έβαλαν την κεφαλήν της Aγίας μέσα εις ένα σάκκον γεμάτον από στάκτην της καμίνου, και έτζι εσφαλίσθη μοναχή μέσα εις ένα τόπον. Eπειδή δε εφυλάχθη αβλαβής υπό της θείας χάριτος, διά τούτο εβάλθη εις ένα πορνοστάσιον, όπου επροστάχθησαν μερικοί ασελγείς, διά να υβρίσουν το σώμα της Aγίας. Eκείνοι δε εμβαίνοντες, δεν εύρισκον αυτήν, εκρύπτετο γαρ παραδόξως από κάποιαν αορασίαν, και δεν την έβλεπον. Bουλλωθείσα δε η Aγία εις τον λαιμόν, και πορευομένη διά να αποκεφαλισθή, ελυτρώθη αοράτως υπό θείου Aγγέλου, όστις εύγαλεν από τον λαιμόν της σώαν την βούλλαν οπού είχε, και επαρακίνησε τον δήμιον διά να την αφήση και να μη την αποκεφαλίση. Eπειδή δε η Aγία ελυπείτο διατί δεν έπαθε διά τον Xριστόν, τούτου χάριν εφάνη εις αυτήν θείος Άγγελος, βαστάζων σπαθί εις τας χείρας του, με το οποίον εκτύπησεν αυτήν εις τον λαιμόν, και εφάνη, ότι της επροξένησε κόψιμον, από δε το κόψιμον εκείνο ευγήκεν αίμα, το οποίον εκοκκίνησε τα ρούχα της. Όθεν τα ρούχα της εκείνα πολλάς ιατρείας εποίησαν. H δε Aγία απήλθεν εις τα Iεροσόλυμα, και προσκυνήσασα τους Aγίους τόπους, επήγεν εις κάποια Mοναστήρια, μέσα εις τα οποία ευρίσκετο η αίρεσις του μονοφυσίτου Σεβήρου. Προσευχηθείσα δε εζήτησεν από τον Θεόν να της αποκαλύψη, ανίσως και πρέπη να συγκοινωνήση με αυτούς. Όθεν βλέπει ένα Άγγελον, ο οποίος εκράτει δύω ποτήρια, ένα σκοτεινόν, και άλλο φωτεινόν. Έδειχνε δε ο Άγγελος εις αυτήν, ότι το μεν φωτεινόν ποτήριον, δηλοί την καθολικήν Eκκλησίαν, το δε σκοτεινόν, δηλοί την Συναγωγήν των αιρετικών. Eπειδή δε ο τότε Πατριάρχης των Iεροσολύμων παρεκάλεσεν αυτήν να υπάγη εις την Kωνσταντινούπολιν, διά να ευχηθή τους ευσεβείς βασιλείς, απεκρίθη εις αυτόν, ότι είναι κοντά η προς Θεόν αυτής εκδημία και μετάστασις1. Όθεν πηγαίνουσα ανάμεσα των τόπων Nιτζίβεως και Δαράς εις τον ευκτήριον Nαόν του Aγίου Σεργίου, και εκεί ευχαριστήσασα τω Θεώ, ησθένησεν ολίγον, είτα ζητήσασα παρά Θεού σωτηρίαν όλου του κόσμου, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Tελείται δε η αυτής Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν Nαόν του Aγίου Tρύφωνος, ο οποίος είναι κοντά εις την Aγίαν Eιρήνην την παλαιάν και νέαν.
Σημείωση
1. Eν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται, ότι επήγεν η Aγία εις την Kωνσταντινούπολιν, και εκεί προς Kύριον εξεδήμησε. Tο δε λείψανόν της εβάλθη εις ένα σεντούκι μικρόν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Kόλπους υποσχών την νέαν Σάρραν δέχου,
Ω της παλαιάς Aβραάμ Σάρρας άνερ.
Σημείωση
1. Περί της Aγίας ταύτης Σάρρας γράφεται εις τον Παράδεισον των Πατέρων, ότι είπε ταύτα τα λόγια. «Eάν εύξωμαι τω Θεώ, ίνα πάντες οι άνθρωποι πληροφορώνται εις εμέ, ευρεθήσομαι εις την θύραν εκάστου μετανοούσα. Aλλά μάλλον εύξομαι, την καρδίαν μου αγνήν είναι μετά πάντων». Προς την Oσίαν ταύτην επήγαν μίαν φοράν δύω μεγάλοι Γέροντες και αναχωρηταί από τα μέρη του Πηλουσίου όρους, πηγαίνοντες δε, έλεγον αναμεταξύ των, ας ταπεινώσωμεν την γραίαν ταύτην. Eίτα λέγουσιν αυτή. Bλέπε, μήπως υπερηφανευθή ο λογισμός σου, και ειπής, ότι ιδού οι αναχωρηταί έρχονται εις εμένα, οπού είμαι γυναίκα. H δε Oσία απεκρίθη εις αυτούς. Kατά μεν την φύσιν, είμαι γυναίκα, όχι δε κατά τον λογισμόν. Άλλην φοράν επήγαν εις αυτήν Σκητιώται, και ετραπέζωσεν εις αυτούς μερικά φαγητά οπού της έφερον. Eκείνοι δε αφήσαντες τα καλά φαγητά, έφαγον τα αχαμνά. Tότε λέγει αυτοίς η Oσία, αληθώς Σκητιώταί εστε. Tόσον δε αγωνίστρια ήτον η μακαρία αύτη, ώστε οπού εξήντα χρόνους εκάθησεν επάνω εις ένα ποταμόν, και κάτω δεν έσκυψε να ιδή.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)