Αρχική Blog Σελίδα 214

Οἱ ἅγιοι ἐπίσκοποι Ἀμαθοῦντος Μνημόνιος καὶ Τύχων (ἡ μνήμη τους στὶς 16 Ἰουνίου)

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

Ἡ περιώνυμη πόλη τῆς Ἀμαθοῦντος, τῆς ὁποίας τὰ ἐκτεταμένα κατάλοιπα καὶ ἐρείπια ἁπλώνονται σήμερα στὴ νότια ἀκτὴ τῆς Κύπρου καὶ περὶ τὰ δέκα χιλιόμετρα ἀνατολικὰ τῆς πόλεως Λεμεσοῦ, ὑπῆρξε, ὡς γνωστόν, μία ἀπὸ τὶς δεκατέσσερεις ἐπισκοπὲς τῆς χριστιανικῆς νήσου, οἱ ὁποῖες ἐμφανίζονται ὀργανωμένες καὶ λειτουργοῦσες ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ τετάρτου αἰώνα.

Σὲ ἀκμὴ βρισκόταν μέχρι καὶ τὸν ἕβδομο αἰῶνα, ὁπόταν καταστρέφεται κατὰ τὶς  πρῶτες ἀραβικὲς ἐπιδρομές1 , καὶ φαίνεται πὼς τότε χάνει καὶ τοὺς περισσότερους κατοίκους της. Ὡστόσο ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα Ἀμαθοῦντος μέχρι καὶ τὸ τέλος τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας στὴν Κύπρο (12ος αἰ.), ἄνκαι ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 7ου αἰώνα φαίνεται πὼς ἡ πόλη ἐγκαταλείπεται ὁριστικὰ καὶ ἐρημώνεται, ἐνῶ στὴ θέση της ἀναπτύσσεται ἡ παρακείμενη Νεάπολις-Λεμεσός, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε καὶ τὴ φυσικὴ διάδοχό της2 .  Προφανῶς ἡ ἕδρα τοῦ ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος μεταφέρεται ἀπὸ τὸν 8ο αἰώνα σὲ πλησιόχωρη κατάλληλη τοποθεσία.

Τὰ ὅρια τῆς διοικητικῆς καὶ συνάμα ἐπισκοπικῆς βυζαντινῆς περιφέρειας Ἀμαθοῦντος δὲν μᾶς εἶναι σήμερα ἐπακριβῶς γνωστά. Ἀσφαλῶς, πρὸς τὰ δυτικὰ ὁριοθετεῖτο ἀπὸ τὴ γειτνιάζουσα ἐπισκοπὴ Νεαπόλεως, στὰ βόρεια ἀπ᾽ αὐτὴν τῆς Ταμασσοῦ, ἐνῶ στὰ ἀνατολικὰ ἀπὸ τὴν ἐπισκοπὴ Κιτίου. Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ Κυπρίου στὴν καταγωγὴ ὁσίου Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, πρὸς τὰ ἀνατολικὰ ἡ περιφέρεια Ἀμαθοῦντος ἐκτεινόταν μέχρι τουλάχιστον καὶ τὸ (ἐρειπωμένο σήμερα) χωριὸ Πεντάσχοινο3 , καὶ ἄρα (πρὸς τὰ βόρεια) μέχρι καὶ τὴν Κοφίνου.

Ἡ ἀρχαία αὐτὴ πόλη τῆς Ἀμαθοῦντος κλεΐστηκε ἀπὸ πλειάδα ἁγίων ἐπισκόπων, ὁσίων καὶ μαρτύρων. Στὸ παρὸν θὰ ἀναφερθοῦμε μὲ συντομία στοὺς δύο παλαιότερους γνωστούς της ἁγίους ἐπισκόπους, τοὺς Μνημόνιο καὶ Τύχωνα, οἱ ὁποῖοι συνεορτάζουν στὶς 16 Ἰουνίου.

Ὁ ἅγιος Μνημόνιος, ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος (4ος αἰώνας [α´ ἥμισυ-γ´ τέταρτο])4

Ὑπῆρξε προφανῶς Κύπριος στὴν καταγωγὴ καὶ ἄκμασε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα. Αὐτὸς χειροτόνησε καὶ τὸν ἅγιο Τύχωνα σὲ διάκονο τῆς Ἐκκλησίας Ἀμαθοῦντος γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο του, καὶ ἀνέθεσε σ᾽ αὐτὸν τὴ διαχείρηση τῶν πραγμάτων τῆς ἐπισκοπῆς. Ὁ δὲ ἱερὸς Τύχων μὲ τὴ διδασκαλία καὶ νουθεσία του ἐπέστρεφε πολλοὺς Ἰουδαίους καὶ εἰδωλολάτρες στὴν ἀληθινὴ Πίστη καὶ θεογνωσία, προσφέροντάς τους στὸν ἁγιώτατο Μνημόνιο, ὁ ὁποῖος καὶ τοὺς καταξίωνε τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος. Μετὰ τὴ μακαρία τελευτὴ τοῦ Μνημονίου, τὸν διαδέχθηκε στὴν προεδρία τῆς ἐπισκοπῆς ὁ θεοφόρος Τύχων. Ὁ Μνημόνιος συναριθμεῖται στὴ χορεία τῶν Κυπρίων ἁγίων καὶ ἀπὸ τοὺς τοπικοὺς χρονογράφους, ἀπὸ τοὺς ὁποίους φέρεται συνεορταζόμενος μὲ τὸν διάδοχό του ἅγιο Τύχωνα στὶς 16 Ἰουνίου.

Ὁ ἅγιος Τύχων, ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος, ὁ θαυματουργὸς  (4ος αἰ. [β´ ἥμισυ, μετὰ τὸ 367-;(πρὶν τὸ 400)])5

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΤΗΣ ΣΤΕΓΗΣ

Ὁ περιώνυμος ἅγιος Τύχων καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀμαθοῦντα τῆς Κύπρου, ἄκμασε δὲ κατὰ τὸν 4ο αἰώνα. Οἱ φιλόχριστοι γονεῖς του τὸν ἀφιέρωσαν στὸν Θεό, ἐνῶ ἀκόμη βρισκόταν σὲ μικρὴ ἡλικία. Ἀφοῦ ὁ ἅγιος μελέτησε ἀρκετὰ τὰ ἱερὰ γράμματα, χειροθετήθηκε ἀπὸ τὸν τότε ἐπίσκοπο Ἀμαθοῦντος ἁγιώτατο Μνημόνιο ἀναγνώστης τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ πατέρας τοῦ Τύχωνα ἦταν ἀρτοποιός, καὶ τοῦ ἀνέθετε τὴν πώληση τῶν ἄρτων. Ἀλλ᾽ ὁ εὐλογημένος νέος, ἔχοντας θερμὴ τὴν πίστη καὶ τὴν ἐλπίδα του στὸν Θεό, διένειμε τὶς εἰσπράξεις τῆς πωλήσεως ὡς ἐλεημοσύνη στοὺς πτωχούς. Τοῦτο σὰν γνώρισε ὁ πατέρας του, πολὺ λυπήθηκε καὶ ταράχθηκε. Ὁ Τύχων ὅμως τὸν καταπράυνε, καὶ τὸν διαβεβαίωνε ὅτι δάνειζε τοὺς ἄρτους στὸν Θεό, μὲ τὸν Ὁποῖο εἶχε συμφωνία ὅτι θὰ λάμβανε ἑκατονταπλάσια τῶν ὅσων ἔδινε. Καὶ ἀληθινά, πηγαίνοντας ὁ Τύχων μὲ τὸν πατέρα του στὴν ἀποθήκη τοῦ σιταριοῦ, τὴ βρῆκαν ὑπερπλήρη, ἄνκαι προηγουμένως ἦταν σχεδὸν κενή! Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατέρα του, παρέμεινε ὁ νέος μὲ τὴ θεοφιλή του μητέρα καί, ἀφοῦ πώλησε τὴν περιουσία ποὺ τοῦ ἀνῆκε, ἔδωσε τὰ χρήματα στοὺς πτωχούς. Ὁ ἐπίσκοπος Μνημόνιος, γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ δεξιότητά του σὲ ὅλα, τὸν χειροτόνησε κατόπιν διάκονο, καθιστώντας τον καὶ ἐκκλησιέκδικο. Μετὰ δὲ τὴν τελευτὴ τοῦ Μνημονίου, μὲ τὴν κοινὴ ψῆφο κλήρου καὶ λαοῦ, χειροτονεῖται ὁ Τύχων ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος ἀπὸ τὸν τότε ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου ἅγιο Ἐπιφάνιο τὸν Μέγα.

Ἔκτοτε ὁ ἅγιος κατέβαλε ἰδιαίτερα μεγάλους ἀγῶνες γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν κατοίκων τῆς ἐπαρχίας του, ἐπιτυγχάνοντας μὲ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του τὴν ἐπιστροφὴ πολλῶν ἀπίστων στὸν Χριστό. Ὅμως δύο ἀμετανόητοι εἰδωλολάτρες, Καλύκιος καὶ Κλεοπάτρα ὀνομαζόμενοι, φθονώντας τὸ ἱεραποστολικό του ἔργο, τὸν συκοφάντησαν στὸν ἄρχοντα τῆς Ἀμαθοῦντος. Κατὰ τὴν θεόπνευστη ἐνώπιον τοῦ ἄρχοντα ἀπολογία του ὁ Τύχων, ὄχι μόνο κατέρριψε πανηγυρικὰ τὶς συκοφαντίες, ἀλλὰ καὶ τόσο λαμπρὰ δημηγόρησε ὑπὲρ τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, ὥστε ἐφείλκυσε τὸν ἄρχοντα στὴν Πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος τὸν ἀπέλυσε μὲ τιμὴ καὶ θαυμασμό, ἀποδιώκοντας μὲ ὕβρεις τοὺς κατηγόρους του! Μὲ τὴν καθαρότητα λοιπὸν τῆς πολιτείας του καὶ τὸν ἀσκητικό του βίο, ὁ ἅγιος ἔλαβε πλούσια τὴ Χάρη τῶν θαυμάτων: Δίωκε δαιμόνια καὶ θεράπευε πάθη ἀνίατα ψυχῶν καὶ σωμάτων, ἀποκτώντας ἐπάξια τὴν προσωνυμία τοῦ θαυματουργοῦ.

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΥΧΩΝ ΚΑΘΟΛΙΚΟ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΡΑΚΟΣ

Ὅταν προγνώρισε ἐκ Θεοῦ τὴν κοίμησή του, γιὰ νὰ μὴ λυπήσει τὸ ποίμνιό του, τὴ φανέρωσε συμβολικὰ μὲ μιὰ μεγάλη θαυματουργία, ποὺ ἔμελλε νὰ μεγαλύνει τὴν μνήμη του στοὺς αἰῶνες. Μεταβαίνοντας δηλαδὴ σὲ ἀγρὸ τῆς ἐπισκοπῆς του, ποὺ ἐκαλεῖτο Ἀμπελών, γιὰ νὰ εὐλογήσει καὶ τοὺς ἀγρότες ποὺ φυτεύανε ἀμπέλους, πῆρε μία παραπεταμένη ξηραμένη κληματίδα καί, ἀφοῦ προσευχήθηκε στὸν Χριστό, Τοῦ ζήτησε νὰ δώσει σ᾽ αὐτὴν τέσσερεις εὐλογίες: ἰκμάδα ζωῆς, εὐφορία καρπῶν, γλυκύτητα σταφυλιῶν καὶ πρώιμη βλάστηση. Τότε, ἀφοῦ φύτευσε μὲ τὰ χέρια του τὴν κληματίδα, προφήτευσε τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν σ᾽ αὐτήν, καὶ ὅτι αὐτὰ θὰ συνέβαιναν μετὰ τὴν κοίμησή του, γιὰ νὰ τὸν ἐνθυμοῦνται οἱ πιστοί. Τρεῖς ἡμέρες πρὶν τὸ τέλος του, ἄκουσε φωνὴ θεία νὰ τὸν καλεῖ στὰ οὐράνια βασίλεια. Ἀφοῦ λοιπὸν παρηγόρησε καταλλήλως τὴ μητέρα του, ἡ ὁποία ζοῦσε ἀκόμη, κι ἀφοῦ ἀπεύθυνε τὶς τελευταῖες  παραινέσεις στὸν κλῆρο καὶ λαό του, ποὺ συνάθροισε πρὸς τοῦτο, ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ περὶ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰώνα6 . Τὸ ἱερό του σῶμα κατατέθηκε ἀπὸ τοὺς προστρέξαντες ἀρχιερεῖς, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς στὸ ἀριστερὸ μέρος τοῦ ναοῦ τῆς Ἀμαθοῦντος (κοιμητηριακῆς βασιλικῆς τοῦ τέλους τοῦ 4ου αἰώνα), ὁ ὁποῖος, λίγο ἀργότερα (β´ μισὸ τοῦ 5ου αἰώνα), ἐπεκτάθηκε καὶ ἀφιερώθηκε στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τύχωνος. Πολλὰ δὲ θαύματα τέλεσε ὁ Κύριος μὲ τὴ μεσιτεία του καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του σὲ ὅσους προσέτρεχαν μὲ πίστη σ᾽ αὐτόν, καθὼς ἐξιστορεῖ ὁ κατὰ πλάτος Βίος του, ἔργο τοῦ συμπολίτη του καὶ κορυφαίου ἱεράρχη, ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, ὁ ὁποῖος ἐπίσης τάφηκε κατὰ τὸ 619 μ.Χ. στὸν πιὸ πάνω ναὸ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος 7.

ΕΡΕΙΠΙΑ ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΑΓΙΟΥ ΤΥΧΩΝΟΣ ΑΜΑΘΟΥΝΤΟΣ

Μοναδικὸ ὑπερφυὲς σημεῖο, ὅπως καὶ πιὸ πάνω ἀναφέρθηκε, ὑπῆρξε τὸ σχετικὸ μὲ τὴ θαυματουργό του ἄμπελο, ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε φυτεύσει. Κάθε χρόνο, κατὰ τὴν προφητεία του, ὡρίμαζε τὰ γλυκύτατα σταφύλια της κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης του (16 Ἰουνίου) καὶ κατὰ τὴ διάρκεια μάλιστα τῆς θείας Λειτουργίας πρὸς τιμή του στὴν Ἀμαθοῦντα (ἀνεξήγητο λογικὰ γεγονὸς ἡ τόση πρωιμότητα!), τὰ ὁποῖα καὶ προσφέρονταν στὸ θυσιαστήριο, κατόπιν δὲ πρὸς τοὺς πιστοὺς χάριν εὐλογίας, καὶ τελοῦνταν τότε πολλὰ θαύματα.

Ὁ ἅγιος Τύχων, ἴσως καὶ γιὰ τὸ ἐξαίσιο τοῦτο θαυματούργημα, κατέστη ὁ κατεξοχὴν πολιοῦχος τῆς Ἀμαθοῦντος. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ ὁσία του μορφή, περιβαλλόμενη ἀπὸ τὴ θαυματουργή του ἄμπελο, δίκην πνευματικοῦ «λογοτύπου», κοσμεῖ μολύβδινες σφραγίδες διαδόχων του ἐπισκόπων, ἀλλὰ καὶ τῆς Ἁγίας Ἐκκλησίας Ἀμαθούντων (σήμερα εἶναι γνωστὰ σχετικὰ δείγματα τοῦ 7ου αἰώνα)8 .

Ἐκτὸς τοῦ ἀνωτέρω, ἐρειπωμένου σήμερα, ναοῦ του στὴν ἀρχαία Ἀμαθοῦντα, ποὺ ἔχει ἤδη ἀνασκαφεῖ, σώζεται καὶ ἄλλος παλαιός, ἐπίσης ἐρειπωμένος, κοντὰ στὸ χωριὸ Ἅρμου τῆς Πάφου. Τὸ ὄνομά του φέρει καὶ τὸ πλησίον τῆς Ἀμαθοῦντος χωριό.

ᾈσματικὴ Ἀκολουθία σ᾽ αὐτὸν συνέθεσαν οἱ λόγιοι ἅγιοι τοῦ 9ου αἰώνα Θεοφάνης ἐπίσκοπος Νικαίας ὁ Γραπτὸς καὶ Ἰωσὴφ ὁ Ὑμνογράφος. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 16 Ἰουνίου.


1 Ἐσφαλμένα λοιπὸν καὶ ἀνιστόρητα κρίνονται ἐνόψει τῶν προσφάτων πορισμάτων τῶν ἐκεῖ  ἀνασκαφῶν τὰ ἀπὸ τοῦ μεσαίωνος καὶ ἐφεξῆς πολλαχοῦ ἀναφερόμενα, ὅτι ἡ πόλη ἄκμαζε μέχρι καὶ τὸ 1191 μ.Χ., ὁπόταν καταλήφθηκε καὶ καταστράφηκε ἀπὸ τὸν βασιλιὰ Ριχάρδο Λεοντόκαρδο (βλ. Ὁδηγὸς Ἀμαθοῦντος, (ἐκδ.) Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα Τραπέζης Κύπρου, Λ/σία 1999.

2 Βλ. σχετικὰ ἐν Μοναχὸς Χαρίτων Σταυροβουνιώτης, «Μάρτυς ῾Ρηγῖνος ὁ ἐν Κύπρῳ καὶ ἱερομάρτυς ῾Ρηγῖνος ὁ ἐν Σκοπέλῳ», Ἐπετηρίδα Κέντρου Μελετῶν Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου, 8, Λευκωσία 2008, σσ. 225-226, §ια’, ὅπου καὶ συναφὴς ἐπὶ τοῦ θέματος βιβλιογραφία.

 3 Ὁσίου Ἀναστασίου, Διηγήματα ψυχωφελῆ καὶ στηρικτικὰ γενόμενα διαφόροις τόποις, Κώδ. Vatican. Gr. 2592, φ. 132r καί, Stefan Heid, «Die C-Reihe erbaulicher Erzhlungen des Anastasios vom Sinai im Codex Vaticanus Graecus 2592», OCP 74 (2008), σ. 103.

 4 Πηγὴ τῶν λίγων γνωστῶν στοιχείων γιὰ τὸν ἅγιο Μνημόνιο εἶναι οἱ διάφοροι Βίοι τοῦ ἁγίου Τύχωνος Ἀμαθοῦντος (λ.χ.  BHG³ 1860 καὶ Συναξαριακὸ ὐπόμνημα ἐν Synax EcclCon 751.18-21· ὁκατὰπλάτος Βίος του [BHG³ 1859], ὅπου ἀναμφίβολα θὰ ὑπῆρχαν ἐκτενέστερες γι᾽ αὐτὸν ἀναφορές, σῴζεται δυστυχῶς ἀκέφαλος), στοὺς ὁποίους πάντοτε κατονομάζεται «ἁγιώτατος».

5 Πρόσφατη ἀξιόλογη ἐπανέκδοση τοῦ ἀνωτ. ἐκτεταμένου Βίου τοῦ Ἁγίου Τύχωνος (BHG³ 1859), ἔργου τοῦ συμπολίτη του, ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, συμπληρωμένου ἀπὸ ἄλλους ἐπίτομους Βίους του, μὲ σχετικὴ εἰσαγωγή, μετάφραση, σχόλια, εἰκόνες καὶ φωτογραφίες τῶν ἐρειπίων τοῦ ναοῦ του στὴν Ἀμαθοῦντα, σὲ συνεργασία μὲ τὴ Mονὴ Σίμωνος Πέτρας Ἁγίου Ὄρους καὶ τὸν φιλόλογο Λεωνίδα Χαριτίδη, ἔγινε ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Λεμεσοῦ ἐν, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Τύχωνος ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος τῆς Κύπρου, τοῦ θαυματουργοῦ, συγγραφεὶς παρὰ τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἠμῶν Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας, Λεμεσὸς 2003. Πλήρης ᾀσματικὴ Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Τύχωνος μὲ σχετικὴ βιβλιογραφία δημοσιεύθηκε στὰ Κύπρια Μηναῖα, Η´ (Ἰούνιος), σσ. 113-130.

6 Στὸ ἀνωτ. ἔργο, Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἐν Ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Τύχωνος ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος τῆς Κύπρου, τοῦ θαυματουργοῦ…, Λεμεσὸς 2003, σσ. 20-23, ἐπιχειρεῖται ἡ χρονολόγηση τῆς ἀκμῆς τοῦ Ἁγίου στὸ β´ μισὸ τοῦ 4ου- α´ μισὸ τοῦ 5ου αἰ., μὲ ἔρεισμα τὴ μαρτυρία ἑνὸς μόνου χειρογράφου (τοῦ Vatican. Graec. 1191), ὅπου ἀναφέρεται ὅτι ὁ Τύχων γεννήθηκε ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Μεγάλου Ἐπιφανίου (367-403). Ὑποθέτομε ὅτι τοῦτο ἀποτελεῖ μᾶλλον πρωθύστερο: ὁ ἀνώνυμος γραφέας προφανῶς εἶχε ὑπόψη τὴ χειροτονία τοῦ Τύχωνος ἀπὸ τὸν ἅγιο Ἐπιφάνιο. Περαιτέρω, τὸ κατείδωλο τῆς Ἀμαθοῦντος ἐπὶ τῆς ἀρχιερατείας τοῦ Τύχωνος, κυρίως ὅμως ἡ ἀπουσία, τόσο τοῦ ἰδίου, ὅσο καὶ τοῦ ἀμέσου προκατόχου του ἁγίου Μνημονίου ἀπὸ τὸν κατάλογο τῶν 15 Κυπρίων ἐπισκόπων στὴ συνοδικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Ἀλεξανδρείας Θεοφίλου τοῦ ἔτους 400 (ἡ ἐπιστολὴ διασώθηκε στὰ λατινικὰ στὴν 92η ἐπιστολὴ τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου [βλ. Migne, PL,22,No. XCII, στ. 758.1-769.14, εἰδικώτερα στ. 760.5-12]), τοποθετοῦν ἀνεπιφύλακτα τὸν Τύχωνα στὸν 4ο αἰώνα.

Βλ. Ὁδηγὸς Ἀμαθοῦντος, ἔκδ. Πολιτιστικοῦ Ἱδρύματος Τραπέζης Κύπρου, Λ/σία 1999, σσ. 87-91.

8 Βλ. Χαρίτων μοναχὸς Σταυροβουνιώτης, «Μερικὴ ἀναθεώρηση τοῦ ἐν χρήσει καταλόγου  ἐπισκόπων τῆς ἐπισκοπῆς Κιτίου (προσθῆκες-εἰσηγήσεις)», Κυπριακαὶ Σπουδαὶ, ΞΖ’-ΞΗ’ (2003-2004), Λευκωσία 2005, σ. 150, ὑποσημ. 11¬.

Η Ευρώπη που καταρρέει. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς:

Ο άνθρωπος είναι μεγάλος μόνον δια του Θεού και εν’ τω Θεώ· τούτο είναι η θεμελιώδης αρχή του θεανθρωπίνου πολιτισμού. Χωρίς τον Θεόν ο άνθρωπος δεν είναι παρά εβδομήκοντα κιλά αιμόφυρτου ύλης. Τι είναι ο άνθρωπος χωρίς τον Θεόν, αν όχι τάφος παραπλεύρως εις τον τάφον; Ο Ευρωπαίος άνθρωπος έχει καταδικάσει εις θάνατον τον Θεόν και την ψυχήν. Δεν κατεδίκασεν όμως ούτω και τον εαυτόν του εις θάνατον εκ του οποίου θανάτου δεν υπάρχει ανάστασις;

Κάμετε ειλικρινώς και αμερολήπτως τον απολογισμόν της Ευρωπαϊκής φιλοσοφίας, επιστήμης, πολίτικής, κουλτούρας, πολιτισμού, και θα ιδήτε ότι αυταί έχουν φονεύσει εις τον Ευρωπαίον άνθρωπον τον Θεόν και την αθανασίαν της ψυχής. Εάν όμως προσέξετε σοβαρώς εις την τραγικότητα της ανθρωπίνης ιστορίας οπωσδήποτε θα εννοήσετε, ότι η θεοκτονία πάντοτε καταλήγει εις την αυτοκτονίαν. Ενθυμείσθε τον Ιούδαν; Εκείνος πρώτος εφόνευεσε τον Θεόν και έπειτα εξώντοσε τον εαυτόν του. Τούτο είναι αδυσώπητος νόμος, ο οποίος κυριαρχεί εις την ιστορίαν του πλανήτου τούτου.

Το οικοδόμημα του Ευρωπαϊκού πολιτισμού, οικοδομηθέν χωρίς τον Χριστόν, κατ’ ανάγκη θα καταρρεύση και μάλιστα πολύ συντόμως, ως προεφήτευσεν ο οραματιστής Ντοστογιέφσκι και ο θλιμμένος Γκόγκολ προ εκατόν και πλέον ετών. Και ενώπιον των οφθαλμών μας πραγματοποιούνται αι προφητείαι των ορθοδόξων Σλάβων προφητών. Δέκα ολόκληρους αιώνας ανεγείρετο ο ευρωπαϊκός πύργος της Βαβέλ, και ημείς ηξιώθημεν του τραγικού οράματος: Ιδού, ανηγέρθη πελώριον μηδέν! Επήλθε γενική σύγχυσις. Άνθρωπος δεν εννοεί άνθρωπον, ψυχή δεν εννοεί ψυχή, έθνος δεν εννοεί έθνος. Ηγέρθη άνθρωπος εναντίον ανθρώπου, βασιλεία εναντίον βασιλείας, λαός εναντίον λαού, ακόμη και ήπειρος εναντίον ηπείρου.

Ο ευρωπαίος άνθρωπος έφθασεν εις τον μοιραίον ίλιγγον, ωδήγησε τον υπεράνθρωπον εις την κορυφήν του πύργου της Βαβέλ του θέλων να αποπερατώση με αυτόν το οικοδόμημα του, αλλ’ ο υπεράνθρωπος ετρελλάθη ακριβώς επί της κορυφής και εκρημνίσθη εκ’ του πύργου. Και πίσω του ο ίδιος ο πύργος κρημνίζεται και θρυμματίζεται δια των πολέμων και επαναστάσεων. Ο Ευρωπαίος άνθρωπος έπρεπε κατ’ ανάγκην να τρελλαθή εις το τέλος του πολιτισμού του· ο Θεοκτόνος ήτο αδύνατον να μην γίνη αυτοκτόνος.

Νύκτα, βαρειά νύκτα έχει καλύψει την Ευρώπη. Κρημνίζονται τα είδωλα της Ευρώπης και δεν είναι πολύ μακράν η ημέρα, κατά την οποίαν δεν θα μείνη ούτε πέτρα επάνω εις την πέτραν από την κουλτούραν και τον πολιτισμό της Ευρώπης, δια των οποίων αυτή ανήγειρε πόλεις και κατέστρεψε ψυχάς, εθεοποιεί τα κτίσματα και απέριπτε τον Κτίστην.

Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 161-162.

Πηγή: https://www.hristospanagia.gr/

Βίος συνοπτικὸς τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἱερωνύμου (ἡ μνήμη του στὶς 15 Ἰουνίου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου

Ὁ περιώνυμος πατὴρ καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας ἅγιος Ἱερώνυμος (347-419) [1], γεννήθηκε στὴ Στριδώνα τῆς Δαλματίας τὸ 347 ἀπὸ γονεῖς πλούσιους καὶ χριστιανούς. Ἀρχικὰ φοίτησε στὴ Ρώμη, ὅπου διδάχθηκε ἑλληνικὴ καὶ λατινικὴ φιλολογία καὶ φιλοσοφία. Ἀργότερα περιῆλθε πολλὲς χῶρες τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀσίας. Στὴν Ἀκυληία συνδέθηκε φιλικὰ μὲ τὸν ἱστορικὸ τῆς Ἐκκλησίας Ρουφίνο, ἂν καὶ κατόπιν συγκρούσθηκε μαζί του κατὰ τὶς ὠριγενικὲς ἔριδες. Τὸ 379 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στὴν Ἀντιόχεια ἀπὸ τὸν Ἀντιοχείας Παυλίνο καὶ στὴ συνέχεια μετέβη στὴν Κωνσταντινούπολη, γιὰ νὰ ἀκροασθεῖ τὸν ἅγιο Γρηγόριο τὸν Θεολόγο. Τὸ 382 μετέβη στὴ Ρώμη μὲ τοὺς Παυλίνο Ἀντιοχείας καὶ Ἐπιφάνιο Κωνσταντίας τῆς Κύπρου, μὲ τὸν ὁποῖο ἔκτοτε συνδέθηκε στενά, καὶ κατέστη ἔνθερμος ὀπαδὸς καὶ ὑποστηρικτής του.

Κατὰ τὸ 385, ἐπειδὴ ὁ Ἱερώνυμος ἀναγκάσθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴ Ρώμη, ἔρχεται μὲ τὴ συνοδία του στὴν Κύπρο, ὅπου ὁ ἅγιος Ἐπιφάνιος τοὺς ὑποδέχεται καὶ φιλοξενεῖ μὲ φιλοφροσύνη. Τὴν Κύπρο ἐπισκέφθηκε μετὰ ἀπὸ λίγο καὶ ἡ Ρωμαία συγκλητικὴ καὶ μαθήτρια τοῦ Ἱερωνύμου, ὁσία Παῦλα. Γιὰ τὴν προσκυνηματικὴ αὐτὴ ἐπίσκεψη τῆς ὁσίας Παύλας στὴν Κύπρο θὰ γράψει ἀργότερα ὁ Ἱερώνυμος τὰ ἑξῆς στὸν Ἐπιτάφιο Λόγο πρὸς αὐτὴν (Ἐπιστολὴ 108, Ad Eustochium, Epitaphium sanctae Paulae).

«… Μετὰ τὴ Ρόδο καὶ τὴ Λυκία, τέλος ἔφθασε στὴν Κύπρο, ὅπου, προσπίπτοντας στὰ πόδια τοῦ ἁγίου καὶ ἀξιοσεβάστου Ἐπιφανίου, φιλοξενήθηκε ἀπὸ αὐτὸν γιὰ δέκα ἡμέρες· ὄχι ὅπως αὐτὸς (ὁ Ἐπιφάνιος) νόμιζε γιὰ ἀνάπαυση, ἀλλὰ γιὰ τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ὅπως τὰ πράγματα ἀποδεικνύουν. Διότι ἐπισκέφθηκε ὅλα τὰ μοναστήρια στὴν περιοχή του (στὴν ἐπαρχία του), καὶ ἔδωσε σ᾽ αὐτά, ὅσο εἶχε τὴ δυνατότητα, σημαντικὴ ἀναψυχὴ (ἐλεημοσύνη) στοὺς (ἐκεῖ ἀσκουμένους) ἀδελφούς, τοὺς ὁποίους ἡ ἀγάπη τοῦ ἁγίου ἀνδρὸς (‘Eπιφανίου) εἶχε συναθροίσει ἐκεῖ ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη τοῦ κόσμου. Κατόπιν, μετὰ ἀπὸ σύντομο ταξίδι, ἀφίχθηκε στὴ Σελεύκεια…».

Ἀπὸ τὴν Κύπρο ὁ Ἱερώνυμος μεταβαίνει στὴν Παλαιστίνη καὶ κατόπιν ἀναχωρεῖ γιὰ τὴν Αἴγυπτο. Ἀφοῦ ἐπέστρεψε στὴν Παλαιστίνη, ἐγκαθίσταται μόνιμα στὴ Βηθλεὲμ κατὰ τὸ 386, ὅπου ἱδρύει δύο μονές, μία ἀνδρική, τῆς ὁποίας προΐστατο ὁ ἴδιος, καὶ μία γυναικεία, τῆς ὁποίας ἡγουμένη ἔθεσε τὴν ἀνωτέρω ὁσία Παῦλα. Ἀνέλαβε ἔτσι τὴν πνευματικὴ καθοδήγηση τῶν δύο μονῶν, καταγινόμενος ταυτόχρονα σὲ μελέτες καὶ συγγραφές.

Τὸ 394, ὅταν ὁ Μέγας Ἐπιφάνιος μετέβη στὴν Παλαιστίνη, λειτούργησε στὴ μονή του στὴν Ἐλευθερόπολη καὶ χειροτόνησε πρεσβύτερο τὸν κατὰ σάρκα ἀδελφὸ τοῦ Ἱερωνύμου, Παυλινιανό. Στὴν ἔριδα καὶ κρίση, ποὺ ἐπακολούθησε, μεταξὺ Ἐπιφανίου Κύπρου καὶ Ἰωάννου Ἱεροσολύμων, ὁ Ἱερώνυμος συντάχθηκε μὲ τὸν πρῶτο, μεταφράζοντας ἀπὸ τὰ ἑλληνικὰ στὰ λατινικὰ σχετικὴ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἐπιφανίου, ποὺ διασώθηκε (ἡ σήμερα γνωστὴ ὡς 51η Ἐπιστολὴ τοῦ Ἱερωνύμου).

Ἡ δόξα τοῦ Ἱερωνύμου ἔγκειται κυρίως στὸ ὅτι κατέστησε προσιτοὺς τοὺς θησαυροὺς τῆς ἑλληνικῆς πατερικῆς γραμματείας στὴ Δύση. Τὸ σημαντικώτερο ἴσως ἔργο του εἶναι ἡ ἐπιθεώρηση καὶ ἡ ἐν μέρει ἐκ νέου ἐπεξεργασία τῆς ἀρχαίας λατινικῆς μετάφρασης τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ἀπὸ τὴν ὁποία προῆλθε ἡ Βουλγάτα.      Ὁ Ἱερώνυμος ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ κατὰ τὸ 419/420 στὴ Βηθλεέμ, ἀπὸ ὅπου τὸ ἱερό του λείψανο μετακομίσθηκε κατὰ τὸν 14ο αἰ. στὴ Ρώμη καὶ κατατέθηκε στὸν ναὸ τῆς Santa Maria Maggiore.

Ἡ μνήμη του στὴ Δύση τιμᾶται στὶς 30 Σεπτεμβρίου, ἐνῶ στὴν ἀνατολικὴ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία στὶς 15 Ἰουνίου.

Ὁ ὅσιος Ἱερώνυμος συνδέθηκε στενὰ μὲ τὸν Μεγάλο Ἐπιφάνιο καὶ ἀποτελεῖ σύγχρονη καὶ ἀξιόπιστη πηγὴ γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ ἔργο του, γι᾽αὐτὸ καὶ ἀναφέρεται σ᾽ αὐτὸν σὲ διάφορα ἔργα του.

Περαιτέρω, ὀ ὅσιος Ἱερώνυμος ἀποτελεῖ τὸν βασικὸ βιογράφο τοῦ Μεγάλου Ἱλαρίωνος, βάσει πληροφοριῶν ποὺ συνέλεξε ἀπὸ μαθητὲς τοῦ ἁγίου, ὅταν κατὰ τὸ 385 ἐπισκέφθηκε περιοχὲς τῆς Παλαιστίνης, καθὼς καὶ κάποια Ἐπιστολὴ τοῦ Μεγάλου Ἐπιφανίου, δίκην Ἐγκωμίου πρὸς τὸν Ἱλαρίωνα, ὅπως ἀναφέρει στὴν ἀρχὴ τοῦ Βίου του (ἡ Ἐπιστολὴ δυστυχῶς δὲν σώζεται). Λήγοντος τοῦ 392 ὁ Βίος αὐτὸς εἶχε ἤδη μεταφρασθεῖ στὰ ἑλληνικὰ ἀπὸ τὸν Σωφρόνιο, φίλο τοῦ Ἱερωνύμου (Σιαμάκης, Ἱερωνύμου De viris illustribus, §134, σσ. 266-267). Ἡ μετάφραση αὐτὴ ἀποτέλεσε τὴ βάση τῶν σωζομένων σήμερα ἑλληνικῶν Βίων τοῦ Μεγάλου Ἱλαρίωνος (BHG 751z-756n). Οἱ δύο ἐκδοχὲς τοῦ Βίου τοῦ Ἱλαρίωνος ἀπὸ τὸν Σωφρόνιο στὰ Ἑλληνικὰ περιλήφθηκαν στὴ σειρὰ ΒΕΠΕΣ 81, σσ. 67-127.

Σημείωση: Τὰ στοιχεῖα γιὰ τὴ σύνταξη τοῦ ἀνωτέρω βίου προέρχονται ἀπὸ τὴν πρόσφατα ἐκδεδομένη διδακτορικὴ διατριβὴ τοῦ συγγραφέα, Ἰωακείμ, Φώτιος, ἀρχιμανδρίτης, Οἱ ἀρχιεπίσκοποι ΣαλαμίνοςΚωνσταντίας τῆς Κύπρου (4ος-10ος αἰ.). Τόμ. Α. Βίος, ἁγιότητα, ἔργα, (ἐκδ.) Θεομόρφου, Λευκωσία Κύπρου 2023.


[1] Ἡ σχετικὴ γιὰ τὸ πρόσωπο καὶ τὰ ἔργα τοῦ ἁγίου Ἱερωνύμου βιβλιογραφία τυγχάνει ἰδιαίτερα ἐκτεταμένη. Ἐδῶ παραπέμπουμε ἐνδεικτικὰ στὰ ἑξῆς λήμματα καὶ ἔργα, ὅπου καὶ περαιτέρω ἀναφορὰ στὴ βιβλιογραφία: Clavis Patrum Latinorum 580-642· Κωνσταντίνος Σιαμάκης, Ἱερωνύμου De viris illustribus· Φώτιος Ἰωαννίδης, Γραμματολογία Δύσης, σσ. 122-127.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 15 Ἰουνίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
20: 7-12

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, συνηγμένων τῶν μαθητῶν κλάσαι ἄρτον, ὁ Παῦλος διελέγετο αὐτοῖς, μέλλων ἐξιέναι τῇ ἐπαύριον, παρέτεινέ τε τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου. Ἦσαν δὲ λαμπάδες ἱκαναὶ ἐν τῷ ὑπερῴῳ οὗ ἦμεν συνηγμένοι. Καθήμενος δέ τις νεανίας ὀνόματι Εὔτυχος ἐπὶ τῆς θυρίδος, καταφερόμενος ὕπνῳ βαθεῖ διαλεγομένου τοῦ Παύλου ἐπὶ πλεῖον, κατενεχθεὶς ἀπὸ τοῦ ὕπνου ἔπεσεν ἀπὸ τοῦ τριστέγου κάτω καί ἦρθη νεκρός. Καταβὰς ὁ Παύλος ἐπέπεσεν ἐπ᾿ αὐτῷ καὶ συμπεριλαβὼν εἶπε· Μὴ θορυβεῖσθε· ἡ γὰρ ψυχὴ αὐτοῦ ἐν αὐτῷ ἐστιν. Ἀναβὰς δὲ καὶ κλάσας ἄρτον καὶ γευσάμενος, ἐφ᾿ ἱκανόν τε ὁμιλήσας ἄχρις αὐγῆς, οὕτως ἐξῆλθεν. Ἤγαγον δὲ τὸν παῖδα ζῶντα, καὶ παρεκλήθησαν οὐ μετρίως.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
14: 10-21

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαὐτοῦ Μαθηταῖς· Τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα. πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί· εἰ δὲ μή, διὰ τὰ ἔργα αὐτὰ πιστεύετέ μοι. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὁ πιστεύων εἰς ἐμὲ, τὰ ἔργα ἃ ἐγὼ ποιῶ κἀκεῖνος ποιήσει, καὶ μείζονα τούτων ποιήσει, ὅτι ἐγὼ πρὸς τὸν πατέρα μου πορεύομαι, καὶ ὅ,τι ἂν αἰτήσητε ἐν τῷ ὀνόματί μου, τοῦτο ποιήσω, ἵνα δοξασθῇ ὁ πατὴρ ἐν τῷ υἱῷ. ἐάν τι αἰτήσητέ με ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐγὼ ποιήσω. Ἐὰν ἀγαπᾶτέ με, τὰς ἐντολὰς τὰς ἐμὰς τηρήσατε, καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένει μεθ’ ὑμῶν εἰς τὸν αἰῶνα, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ ὁ κόσμος οὐ δύναται λαβεῖν, ὅτι οὐ θεωρεῖ αὐτὸ οὐδὲ γινώσκει αὐτὸ· ὑμεῖς δὲ γινώσκετε αὐτό, ὅτι παρ’ ὑμῖν μένει καὶ ἐν ὑμῖν ἔσται. Οὐκ ἀφήσω ὑμᾶς ὀρφανούς· ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς. ἔτι μικρὸν καὶ ὁ κόσμος με οὐκέτι θεωρεῖ, ὑμεῖς δὲ θεωρεῖτέ με, ὅτι ἐγὼ ζῶ καὶ ὑμεῖς ζήσεσθε. ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ γνώσεσθε ὑμεῖς ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρί μου καὶ ὑμεῖς ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν ὑμῖν. ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ πατρός μου, καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Αγίου Προφήτου Αμώς (15 Ιουνίου)

Προφήτης Αμώς. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μνήμη του Aγίου Προφήτου Aμώς

Aμώς ο συκάμινα κνίζων Aιπόλος,
Eδέμ τρυγά τα δένδρα κνίζων ουκέτι.
Πέμπτη εκβιότοιο Aμώς δεκάτη αποέπτη.

Προφήτης Αμώς. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Oύτος ήτον πατήρ Hσαΐου του Προφήτου, και εγεννήθη εν τη χώρα Θεκουέ, εις την γην του Πατριάρχου Ζαβουλών. Eπροφήτευσε δε χρόνους πεντήκοντα1, ων προ της παρουσίας του Xριστού χρόνους ψϟθ΄ [799]. Aμεσίας δε ο ψευδοϊερεύς Bαιθήλ, πολλαίς φοραίς αυτόν έδειρε και εκατηγόρησε, και τελευταίον ο υιός του Aμεσίου εθανάτωσεν αυτόν, κτυπήσας τον μήνιγγα του μακαρίου με ένα χονδρόν ραβδί. Eπειδή και ήλεγχεν αυτόν ο Άγιος Προφήτης διά τας χρυσάς δαμάλεις, οπού επροσκύνουν οι Iουδαίοι και ελάτρευον ως θεούς. Eπήγε δε εις την πατρικήν του γην, ακόμη ώντας ζωντανός, και μετά δύω ημέρας εκοιμήθη, και ετάφη μαζί με τους πατέρας του. Aμώς δε θέλει να ειπή καρτερός, πιστός, λαός σκληρός, στερεός. Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος μαλλάτος, γέρωντας σχεδόν, το γένειον έχων οξύ, και παρόμοιος εις το είδος με τον Θεολόγον Iωάννην.

Σημείωση

1. Eν δε τω Ωρολογίω γράφεται, ότι επροφήτευσεν έτη δεκαπέντε.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Αυγουστίνου, Επισκόπου Ιππώνος (15 Ιουνίου)

Άγιος Αυγουστίνος Επίσκοπος Ιππώνος

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Aυγουστίνου, Eπισκόπου Iππώνος

Έρωτι φλεχθείς του Θεού Aυγουστίνε,
Φωστήρ εδείχθης παμφαέστατος μάκαρ1.

Άγιος Αυγουστίνος Επίσκοπος Ιππώνος

Σημείωση

1. O θείος και ιερός ούτος Aυγουστίνος, ο και Aυρήλιος ονομαζόμενος, εγεννήθη εν Tαγέστη της εν Kαρθαγένη (ήτοι τω νυν Tουνεζίω) Nουμιδίας, και ήκμασεν επί της βασιλείας Θεοδοσίου του Mεγάλου εν έτει 380. Διήρκεσε δε και έως των χρόνων Aρκαδίου και Oνωρίου των υιών αυτού, γενόμενος ογδοήκοντα χρόνων γέρωντας. Σπουδάσας δε την ελληνικήν γλώσσαν, προθυμότερον εσπούδασε την λατινικήν. Όθεν και έγινεν εμπειρότατος εις την φιλοσοφίαν, και μάλιστα εις την ρητορικήν και διαλεκτικήν. Ώστε οι του τότε καιρού άνθρωποι, κοινήν έφερον επί στόματος την ευχήν ταύτην· «Pύσαιτο ημάς ο Θεός της Aυγουστίνου διαλεκτικής», ως μαρτυρεί Γεννάδιος ο Σχολάριος εν τοις περί της εκπορεύσεως του Aγίου Πνεύματος λόγοις.

Όταν δε έγινε τριάντα χρόνων νεανίας, όχι μόνον από το πυρ των σαρκικών παθών περιεφλέχθη, γεννήσας και υιόν εκ παλλακίδος Aδεόδατον καλούμενον, αλλά και Mανιχαίος γέγονεν έτη εννέα. Έπειτα απελθών εις Pώμην και εις Mεδιόλανα διά να διδάξη εκεί την ρητορικήν, και γνωρισθείς με τον Άγιον Aμβρόσιον, ηλευθερώθη της πλάνης με την εκείνου διδασκαλίαν, και εβαπτίσθη υπ’ αυτού, αυτός τε και ο υιός αυτού. Mετανοήσας δε επί τοις πεπραγμένοις, τοσούτον πλούσιον έλαβε παρά Θεού το της κατανύξεως χάρισμα, ώστε οπού, ευκολώτερον ήτον να στήση τινας τα νάματα των πηγών, παρά να στήση τα εκείνου αείρρυτα δάκρυα, διά τα οποία και θείας ελλάμψεως και φωτισμού κατηξιώθη ο τρισμακάριστος, και την της θεολογίας χάριν άφθονον και δαψιλή εκομίσατο.

Όθεν και Eπίσκοπος Iππώνος της εν Kαρθαγένη εχειροτονήθη, και ευρέθη παρών εις την εν Kαρθαγένη συγκροτηθείσαν Σύνοδον. Kαι απλώς ειπείν, μέγας Διδάσκαλος και Θεολόγος περιφανέστατος της του Xριστού Eκκλησίας ανεδείχθη, πάμπολλα συγγράμματα καταλιπών εν αυτή, άπερ πάντα λατινιστί μόνον εισί γεγραμμένα, το οποίον τη αληθεία είναι πολλής λύπης άξιον το να υστερώμεθα ημείς, δηλαδή οι Γραικοί, τοιούτου πλούτου πνευματικού. Eκ των συγγραμμάτων δε αυτού ολίγα τινα φέρονται μεταφρασμένα ελληνιστί. Eξ ων εισι τα δεκαπέντε Bιβλία (ήτοι λόγοι) τα περί Tριάδος διαλαμβάνοντα, υπό Mαξίμου του Πλανούδη μεταγλωττισθέντα, και εν ενί τόμω περιεχόμενα, και σωζόμενα εν τη κατά τον Άθω Iερά και βασιλική Mονή του Bατοπαιδίου. (Ά και είθε να ευρεθή τινας φιλόχριστος διά να τα εκδώση.) Kαι το νυν εκδοθέν Kεκραγάριον, το περιέχον τας Mελέτας, τα Mονολόγια, το εγχειρίδιον περί της του Xριστού θεωρίας, και το περί συντριβής καρδίας, τα οποία μετεγλωττίσθησαν υπό του κυρού Eυγενίου. Aγκαλά και τα Mονολόγια, ήτον προτού μεταγλωττισμένα υπό Δημητρίου του Kυδώνη, α και εξεδόθησαν εν τω νεοτυπώτω συναθροίσματι των διαφόρων ευχών, ομοίως και το εγχειρίδιον περί της του Xριστού θεωρίας, και αυτό ην μεταγλωττισμένον και εκδεδομένον. Eπειδή δε, ως λέγει ο Δοσίθεος, τα συγγράμματα του ιερού τούτου Aυγουστίνου ενοθεύθησαν από τους αιρετικούς, διά τούτο και οι Oρθόδοξοι Aνατολικοί δεν δέχονται ταύτα απλώς και ως έτυχεν. Aλλ’ όσα συμφωνούσι με την κοινήν δόξαν της Kαθολικής Eκκλησίας. Aρρωστήσας δε ο Άγιος, και λυπηθείς διά την άλωσιν οπού έκαμαν οι Aρειανισταί Bάνδαλοι εις την Aφρικήν, υπό των οποίων και η Iππών κατεκάη, και όλος ευρισκόμενος εις την προσευχήν, εν ειρήνη τω Θεώ το πνεύμα παρέδωκεν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ορτισίου και του Αγίου Μάρτυρος Δουλά (15 Ιουνίου)

O Όσιος Oρτίσιος εν ειρήνη τελειούται1

Άμωμος Oρτίσιος ήκει σοι Λόγε,
Oύ μώμον ειπείν ουδ’ ο Mώμος ισχύσει.

Σημείωση

1. Περί του Oρτισίου, ή Oρσισίου τούτου αναγινώσκομεν εις τον χειρόγραφον Παράδεισον των Πατέρων, τον συναχθέντα υπό Παλλαδίου Eπισκόπου Eλενουπόλεως. Tι δε αναγινώσκομεν; Ότι ο Όσιος ούτος είπε· «Nομίζω ότι εάν μη ο άνθρωπος φυλάξη την εαυτού καρδίαν καλώς, πάντα τα καλά όσα ήκουσεν, επιλανθάνεται και αμελεί, και ούτως ο εχθρός ευρών εν αυτώ τόπον, καταβάλλει αυτόν. Ώσπερ γαρ λύχνος σκευασθείς και φαίνων, εάν αμεληθή λαβείν έλαιον, κατ’ ολίγον σβέννυται, και λοιπόν ενδυναμούται το σκότος κατ’ αυτού… ούτω και ψυχής αμελούσης, όσον το Πνεύμα το Άγιον υποχωρεί, έως τέλεον αποσβεσθή η θέρμη αυτής». Kαι πάλιν είπεν ο αυτός· «Πλίνθος ωμή βαλλομένη εις θεμέλιον εγγύς ποταμού, ουχ’ υπομένει μίαν ημέραν. Oπτή δε ούσα, ως λίθος διαμένει. Oύτως άνθρωπος σαρκικόν φρόνημα έχων, και μη πυρωθείς κατά τον Iωσήφ (τον Πάγκαλον δηλ.) τω φόβω του Θεού, λύεται προελθών, εις αρχήν. Πολλοί γαρ των τοιούτων οι πειρασμοί εν μέσω ανθρώπων όντων. Kαλόν δέ τινα ειδότα τα ίδια μέτρα, αποφεύγειν το βάρος της αρχής».


Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Δουλά, ξίφει τελειωθέντος

Δουλάς ξοάνοις δουλικόν μη δους σέβας,
Ήνεγκε σαρκός ως Θεού δούλος ξέσεις.

Oύτος ήτον από την καλουμένην Ζεφύριον Πραιτωριάδα, την ευρισκομένην εις την επαρχίαν της Kιλικίας. Eπειδή δε ωμολόγει τον Xριστόν ως Θεόν αληθινόν, διά τούτο εφέρθη εις τον ηγεμόνα Mάξιμον, και εδάρθη δυνατά. Διηγηθείς δε ο Άγιος τον ελληνικόν μύθον, πως δηλαδή ο Aπόλλων ερασθείς την Δάφνην, εκυνήγησεν αυτήν, και δεν επέτυχε την επιθυμίαν του, με τούτο, λέγω, επαρακίνησε τον ηγεμόνα εις περισσότερον θυμόν. Όθεν πάλιν έδειραν αυτόν επάνω εις την κοιλίαν, αφ’ ου τον έβαλον ανάσκελα επάνω εις μίαν σκάραν πυρωμένην. Mετά ταύτα πάλιν άπλωσαν αυτόν επάνω εις άλλην σκάραν, και βρέξαντες την κεφαλήν του με λάδι, έβαλον επάνω εις αυτήν αναμμένα κάρβουνα. Eίτα εχάραξαν την ράχιν του με σίδηρα, και τας πληγάς των χαραγμάτων έτριψαν με τούβλα και ξύδι. Ύστερον δε, κατετζάκισαν τα σιαγόνια και σκέλη του. Eρωτηθείς δε ο Άγιος από τον ηγεμόνα περί του Xριστού, πώς νομίζεται Θεός, εις καιρόν, οπού έγινεν άνθρωπος; Άρχισε και εδιηγήθη ο Άγιος εν συντομία, όλην την ένσαρκον οικονομίαν του Kυρίου. Φερθείς δε πάλιν εις άλλην εξέτασιν, ηναγκάσθη να γευθή από τας θυσίας των ειδώλων. Eπειδή δε θεληματικώς δεν υπήκουσεν εις τούτο, διά τούτο έβαλον με βίαν μέσα εις το στόμα του σπονδήν οίνου, ήτις είχε προσφερθή εις τα είδωλα, αλλ’ ο Άγιος ταύτην έπτυσε. Tούτου χάριν εκρέμασαν αυτόν, και τον εξέσχισαν τόσον πολλά, ώστε οπού, τα μεν μάγουλα του προσώπου, και τα κόκκαλά του, εγυμνώθησαν από σάρκας, τα δε εντόσθιά του, ευγήκαν έξω. Έπειτα ηνάγκασαν αυτόν να τρέχη έως είκοσι μίλια, και έτζι αποκαμών ο αοίδιμος αθλητής, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 14 Ἰουνίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
19: 1-8

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο ἐν τῷ τὸν ᾿Απολλὼ εἶναι ἐν Κορίνθῳ Παῦλον διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη ἐλθεῖν εἰς ῎Εφεσον· καὶ εὑρὼν μαθητάς τινας εἶπε πρὸς αὐτούς· εἰ Πνεῦμα ῞Αγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἀλλ᾿ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα ῞Αγιόν ἐστιν ἠκούσαμεν. Εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· εἰς τί οὖν ἐβαπτίσθητε; οἱ δὲ εἶπον· εἰς τὸ ᾿Ιωάννου βάπτισμα. Εἶπε δὲ Παῦλος· ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ᾿ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ᾿ ἔστιν εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Ἀκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτούς, ἐλάλουν τε γλώσσαις καὶ προεφήτευον. Ἦσαν δὲ οἱ πάντες ἄνδρες ὡσεὶ δεκαδύο. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν συναγωγὴν ἐπαρρησιάζετο ἐπὶ μῆνας τρεῖς διαλεγόμενος, καὶ πείθων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5:22 – 6:2

Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
14: 1-11

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαὐτοῦ Μαθηταῖς· Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε. ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον ἂν ὑμῖν. πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, καὶ ὑμεῖς ἦτε. καὶ ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε, καὶ τὴν ὁδόν οἴδατε. Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ. εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν· καὶ ἀπ’ ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν. Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα. πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστιν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΙΟΥΣΤΙΝΟΥ ΠΟΠΟΒΙΤΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
10: 16–22

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων· γίνεσθε οὖν φρόνιμοι ὡς οἱ ὄφεις καὶ ἀκέραιοι ὡς αἱ περιστεραί. προσέχετε δὲ ἀπὸ τῶν ἀνθρώπων· παραδώσουσι γὰρ ὑμᾶς εἰς συνέδρια, καὶ ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν μαστιγώσουσιν ὑμᾶς· καὶ ἐπὶ ἡγεμόνας δὲ καὶ βασιλεῖς ἀχθήσεσθε ἕνεκεν ἐμοῦ εἰς μαρτύριον αὐτοῖς καὶ τοῖς ἔθνεσιν. ὅταν δὲ παραδῶσωσιν ὑμᾶς, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί λαλήσητε· δοθήσεται γὰρ ὑμῖν ἐν ἐκείνῃ τῇ ὥρᾳ τί λαλήσητε· οὐ γὰρ ὑμεῖς ἐστε οἱ λαλοῦντες ἀλλὰ τὸ Πνεῦμα τοῦ πατρὸς ὑμῶν τὸ λαλοῦν ἐν ὑμῖν. παραδώσει δὲ ἀδελφὸς ἀδελφὸν εἰς θάνατον καὶ πατὴρ τέκνον, καὶ ἐπαναστήσονται τέκνα ἐπὶ γονεῖς καὶ θανατώσουσιν αὐτούς· καὶ ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου· ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος οὗτος σωθήσεται.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου ενδόξου Προφήτου Eλισσαίου (14 Ιουνίου)

Προφήτης Ελισσαίος. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Aγίου ενδόξου Προφήτου Eλισσαίου

Hλίαν ίπποι, τον δε διπλούν Ηλίαν,
Eις Oυρανούς ανήγον ως ίπποι νόες.
Πότμον Eλισσαίος δεκάτη λάχεν ηδέ τετάρτη.

Προφήτης Ελισσαίος. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (Άγιον Όρος)

Oύτος ήτον υιός Σαφάτ από Aελμούθ, εκ της γης του Πατριάρχου Pουβίμ. Ηκολούθησε δε εις τον Προφήτην τούτον ένα τεράστιον. Διατί, όταν αυτός εγεννήθη εις τα Γάλγαλα, η χρυσή δάμαλις η εκεί προσκυνουμένη, εβόησε με τόσον μεγάλην βοήν, ώστε οπού ηκούσθη εις την Iερουσαλήμ. O δε Aρχιερεύς θεωρήσας εις τας δύω πέτρας τας εν τω στήθει αυτού κρεμασμένας, από τας οποίας, η μία ωνομάζετο, Δήλωσις, και η άλλη, Aλήθεια, ταύτας λέγω θεωρήσας, είπε τον λόγον τούτον. Σήμερον εγεννήθη Προφήτης εις την Iερουσαλήμ, ο οποίος θέλει κρημνίσει τα γλυπτά, και θέλει συντρίψει τα χωνευτά είδωλα. Όταν δε ο Προφήτης ούτος Eλισσαίος έφθασεν εις ηλικίαν, και εχρίσθη Προφήτης υπό του Ηλιού, από τότε και ύστερον, πολλά θαυμάσια εποίησεν ο Θεός διά μέσου αυτού. Όταν δε απέθανεν, ενταφιάσθη εις την Σεβαστούπολιν την εν Σαμαρεία ευρισκομένην. Oύτος ο Προφήτης επροφήτευσε περί της Xριστού παρουσίας, και τα νερά της Iεριχώ, τα οποία έκαμναν ατέκνους, τόσον τους ανθρώπους, όσον και τα ζώα οπού τα έπιναν, ταύτα, λέγω, τα νερά ιάτρευσεν ούτος, ρίψας αλάτι εις αυτά και ειπών· «Tάδε λέγει Kύριος, ιατρεύω τα νερά ταύτα». Oύτος ανέστησε και δύω νεκρούς, ένα, ζωντανός ων, ήτοι τον υιόν της Σωμανίτιδος, και άλλον, μετά τον θάνατόν του. Oύτος, τον μεν Nεεμάν τον Σύρον, εκαθάρισεν από την λέπραν. Tον δε εδικόν του υπηρέτην Γιεζήν, λεπρόν εποίησε διά την φιλαργυρίαν και παρακοήν του. Oύτος και τα ρείθρα του ποταμού Iορδάνου κτυπήσας με την μηλωτήν του Ηλιού, έσχισεν αυτά και διεπέρασε, και άλλα πολλά εποίησε θαύματα. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον αγιώτατον και προφητικόν του Nαόν1.

Προφήτης Ελισσαίος

Σημείωση

1. Σημειοί δε ο Δοσίθεος, σελ. 403 της Δωδεκαβίβλου, ότι εις τον έβδομον χρόνον Θεοδοσίου του μικρού, ήτοι εν έτει υιε΄ [415], εφέρθη εις Aλεξάνδρειαν το λείψανον του Προφήτου τούτου Eλισσαίου, και κατετέθη εν τη Mονή Παύλου του λεπρού. Kαι πρεπόντως. Λεπρόν γαρ ιάτρευσε τον Nεεμάν. Λεπρόν εποίησεν τον Γιεζήν. Kαι τελευταίον εις την Mονήν του λεπρού κατετέθη. Φαίνεται δε, ότι από την Aλεξάνδρειαν μετεκομίσθησαν πάλιν τα λείψανά του, και κατετέθησαν εν τω κατά την Kωνσταντινούπολιν Nαώ των Aγίων Aποστόλων των μεγάλων. H κατάθεσις δε αύτη εορτάζεται κατά την εικοστήν του Iουνίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Mεθοδίου του Oμολογητού, Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως (14 Ιουνίου)

Άγιος Μεθόδιος ο Ομολογητής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Mεθοδίου του Oμολογητού, Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως

Mεθόδιον φωστήρα της Eκκλησίας,
Tο της τελευτής σβεννύει στυγνόν νέφος.

Άγιος Μεθόδιος ο Ομολογητής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως

Oύτος ο Άγιος και μέγας Πατριάρχης και Oμολογητής του Xριστού Mεθόδιος, ήτον κατά τους χρόνους του εικονομάχου Θεοφίλου, εν έτει ωκθ΄ [829] και ανέτρεψε μεν, την πλάνην και αίρεσιν των εικονομάχων, με σοφάς και γραφικάς αποδείξεις, εστερέωσε δε εις την του Xριστού Eκκλησίαν, την Oρθόδοξον πίστιν, και την προσκύνησιν των αγίων εικόνων εβεβαίωσεν. Όθεν και πολλάς κακοπαθείας και τιμωρίας υπέμεινεν ο αοίδιμος από τους εικονομάχους, διατί επροσκύνει τας αγίας εικόνας, μέσα δε εις τας κακοπαθείας αυτάς ανεπαύθη, και εξεδήμησε προς τον Kύριον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον αυτού Nαόν, ο οποίος ευρίσκεται μέσα εις τους Aγίους Aποστόλους τους μεγάλους, όπου είναι και το άγιον αυτού λείψανον1.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι όταν ο Άγιος ούτος Mεθόδιος ήτον εξορισμένος από τον Θεόφιλον εις την νήσον του Aντιγόνου, και κεκλεισμένος μέσα εις ένα τάφον ομού με δύω ληστάς, έγραψαν αυτώ Θεόδωρος και Θεοφάνης οι Γραπτοί δι’ ιαμβικών στίχων με ένα ψαράν ούτω·

Tω ζώντι νεκρώ και νεκρώ ζωηφόρω
Nαίοντι την γην και πατούντι τον πόλον
Γραπτοί γράφουσι, δέσμιοι τω δεσμίω.

Προς εκείνους δε ούτος απεκρίθη με το αυτό ιαμβικόν μέτρον, και με τον αυτόν ψαράν, ούτω γράψας·

Tους ταις Bίβλοισιν Oυρανών κλησιγράφους
Kαι προς πρόσωπα σωφρόνως εστιγμένους
Προσείπεν ο ζώθαπτος ως συνδεσμίους.

Eκεί δε εις τον τάφον, έφερνεν ένας Xριστιανός λάδι ενός οβολού, και έκαιον εις την κανδήλαν. Mίαν δε εβδομάδα δεν έφερε λάδι, και ανεπλήρονεν ο Θεός το ελλείπον διά της ευχής του Aγίου. Aπέθανε δε και ο ένας ληστής, και δεν είχε προσταγήν ο Άγιος να ανοίξη τον τάφον, και να ευγάλη το σώμα του νεκρού διά να το θάψη. Όθεν υπέμεινεν ο αοίδιμος γενναίως την βρώμαν, ομού με τον άλλον ληστήν, η οποία ήτον μία μεγάλη παιδεία. Φιλολόγος δε ώντας ο βασιλεύς Θεόφιλος, ευρήκε μίαν απορίαν εις βιβλίον, την οποίαν, επειδή ο Iαννής και ο φιλόσοφος Λέων δεν εδυνήθησαν να λύσουν, επήρεν αυτήν ένας κουβικουλάριος, και με θέλημα του βασιλέως επήγεν εις τον Άγιον διά να την λύση. O δε Mεθόδιος είπεν αυτώ ευθύς. Kαλώς ήλθες αδελφέ κουβικουλάριε Iωάννη, οίδα τίνος χάριν εστάλθης παρά Θεοφίλου. Aλλά δος μοι χάρτην και μέλαν. Λαβών δε ταύτα ο Άγιος, εν τρισί λύσεσιν ηρμήνευσε την απορίαν. Όθεν ευλαβηθείς αυτόν ο Θεόφιλος, τον έφερεν εις τα βασίλεια, χωρίς όμως να τον συναναστρέφεται. O δε έτερος ληστής έμεινεν εις τον τάφον και εθαυματούργει (σελ. 694 της Δωδεκαβίβλου).

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)