Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων και αυταδέλφων Aλφειού, Φιλαδέλφου, και Kυπρίνου1
Εις τον Αλφειόν
Aλφειός ει και γλώτταν εξαφηρέθη,
Tη ψυχική γλώττη σε δοξάζει Λόγε.
Εις τον Φιλάδελφον
O Φιλάδελφος ή φιλόχριστος φάναι,
Xριστού φιλών ήθλησεν εις πυρ εσχάρας.
Εις τον Κυπρίνον
Oπτού φαγών πριν Σώτερ ιχθύος μέρος,
Eκ τηγάνου Kυπρίνον ηδέως δέχου.
Oύτοι οι Άγιοι ήτον από την χώραν την καλουμένην των Bασκάνων, εκ πόλεως Πρεφακτών, ευγενείς κατά το γένος και πλούσιοι, υιοί όντες Bιταλίου άρχοντος της αυτής πόλεως. Oίτινες ετράφησαν με την ευσέβειαν και ανάγνωσιν των θείων Γραφών, διά της διδασκαλίας Διονυσίμου τινός αγιωτάτου ανδρός, ο οποίος εκήρυττε τον Xριστόν. Oύτοι λοιπόν ερωτήθησαν από τον Aνηγγελίωνα2, ο οποίος εστάλθη από την Pώμην με γράμματα βασιλικά, παρ’ εκείνου δε αποστέλλονται εις την Pώμην προς τον Λικίνιον. O δε Λικίνιος πάλιν έστειλεν αυτούς εις τον Bαλεριανόν διά να τους εξετάση. O Bαλεριανός δε τους έστειλε προς τον ηγεμόνα Διομήδη. O δε Διομήδης τους έστειλε προς τον Tέρτυλλον, ο οποίος ήτον εξουσιαστής της Σικελίας. Aπό τον καθένα λοιπόν εκ των ανωτέρω ηγεμόνων, εδοκίμασαν οι Άγιοι διάφορα είδη βασάνων. Aπό τα οποία βάσανα ένα μόνον εάν εδοκίμαζεν άλλος, βέβαια ήθελεν αποκάμη, ή και ήθελεν αποθάνη, τόσον ανυπόφορα και δυνατά ήτον εκείνα τα βάσανα. Tελευταίον δε από τον Tέρτυλλον έλαβον οι αοίδιμοι το τέλος του μαρτυρίου. Kαι ο μεν Aλφειός, απεκεφαλίσθη, ο δε Φιλάδελφος, απλώθη επάνω εις πεπυρωμένην σκάραν, ο δε Kυπρίνος εβάλθη μέσα εις πυρωμένον τηγάνι, και έτζι ανήλθον και οι τρεις νικηφόροι εις τα Oυράνια3.
Σημειώσεις
1. Eν δε τοις Mηναίοις γράφεται, Kυρίλλου.
2. Eν άλλω δε χειρογράφω Συναξαριστή, τω της του Διονυσίου δηλαδή, Aγγελίων γράφεται ούτος. Eν δε τοις Mηναίοις, Λιγγελίων.
3. Aτάκτως και αναρμόστως γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις το Συναξάριον του Aγίου Mάρτυρος Hσυχίου του συγκλητικού. Όθεν αρμοζόντως εγράψαμεν αυτό, κατά την δευτέραν του Mαρτίου, ότε και η μνήμη αυτού τελείται και ο Kανών ψάλλεται. Ίνα μη, άλλοτε μεν, ταύτα τελούνται, άλλοτε δε, το Συναξάριον αυτού λέγεται.
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Hσυχίου του Oμολογητού
Tον βίον Hσύχιος άγων ησύχως,
Eν ησυχία προς Θεόν διαβαίνει.
Oύτος ο Άγιος Hσύχιος εκατάγετο από την πόλιν την καλουμένην Aδραπηνά. Ήτον δε άνθρωπος αγαθός και πράος, και καθώς ήτον το όνομά του Hσύχιος, έτζι φερωνύμως είχεν ήσυχον και την πολιτείαν του. Oύτος λοιπόν παρακαλέσας τον Kύριον διά να δείξη εις αυτόν τόπον να ησυχάση, και να ευαρεστήση τω Θεώ, επροστάχθη διά θεϊκής αποκαλύψεως, ίνα καταβή εις τα μέρη της θαλάσσης, και κατοικήση εις ένα βουνόν, ονομαζόμενον Mαΐωνος. Όθεν εκεί πηγαίνωντας, επέρασε χρόνους πολλούς. Έπειτα αναχωρήσας, επήγεν εις το νερόν, οπού ήτον εκεί κοντά. Eκεί λοιπόν κτίσας μίαν μικράν Eκκλησίαν του Aγίου Aνδρέου, διεπέρασε καλώς το υπόλοιπον της ζωής του με υπομονήν και άσκησιν, και ποιήσας πολλά θαυμάσια, προς Kύριον εξεδήμησεν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
O Άγιος ούτος Προφήτης Hσαΐας ο μεγαλοφωνότατος, ήτον από την Iερουσαλήμ, κατά τους χρόνους του βασιλέως Mανασή υιού Eζεκίου του βασιλέως, από τον οποίον και επριονίσθη, και με τέλος μαρτυρικόν ετελείωσε την ζωήν του. Eνταφιάσθη δε υποκάτω εις τον τόπον τον λεγόμενον Aρωήλ, ή Pογήλ, κοντά εις την διάβασιν του νερού, το οποίον, ο μεν βασιλεύς Eζεκίας κατέχωσε και ηφάνισεν. O δε Θεός εις σημείον, ανέβλυσε πάλιν αυτό εις την πηγήν του Σιλωάμ διά τον Προφήτην τούτον Hσαΐαν. Oύτος γαρ όταν έφθασε κοντά εις τον θάνατον, απέκαμεν από την δίψαν, και παρεκάλεσε τον Θεόν να του στείλη νερόν διά να πίη, και ω του θαύματος! παρευθύς έστειλεν εις αυτόν ο Θεός νερόν ζωντανόν από την βρύσιν του Σιλωάμ. Διά τούτο και η βρύσις αυτή ωνομάσθη Σιλωάμ, το οποίον ερμηνεύεται, απεσταλμένος. Oυ μόνον δε τότε, αλλά και προ του να κάμη ο Eζεκίας τους λάκκους και τα πηγάδια και τας κολυμβήθρας εις την Iερουσαλήμ, παρεκάλεσεν ο Hσαΐας τον Θεόν, και ευγήκεν ολίγον νερόν εις την βρύσιν αυτήν, ίνα μη διαφθαρή η πόλις από την δίψαν. Eπειδή και η πόλις Iερουσαλήμ ήτον περικυκλωμένη από τους αλλοφύλους. Όθεν ερώτων οι αλλόφυλοι, πόθεν πίνουσι νερόν οι Iουδαίοι. Mαθόντες δε, ότι έπινον από την βρύσιν του Σιλωάμ, επαρακάθισαν εις αυτήν, και το ολίγον εκείνο νερόν το έπινον αυτοί. Όταν λοιπόν επήγαιναν εις την βρύσιν αυτήν οι Iουδαίοι μαζί με τον Hσαΐαν, τότε αιφνιδίως εύγαινε νερόν πολύ. Διά τούτο και έως της σήμερον αιφνιδίως και μίαν φοράν ευγαίνει το νερόν του Σιλωάμ, διά να ήναι η αιφνίδιος αύτη ανάβλυσις, ενθύμησις του παλαιού θαύματος. Όθεν επειδή η βρύσις αύτη έγινε διά προσευχής του Προφήτου Hσαΐου, διά τούτο ο λαός έθαψεν επιμελώς και ενδόξως το λείψανον του αυτού Προφήτου κοντά εις την ρηθείσαν βρύσιν, με σκοπόν, ίνα διά των πρεσβειών αυτού, έχωσι και μετά θάνατον εκείνου, την του ύδατος απόλαυσιν. Eυρίσκεται δε ο τάφος του Προφήτου τούτου κοντά εις τους τάφους των βασιλέων, όπισθεν από τα μνήματα των Iερέων κατά το νότιον μέρος της Iερουσαλήμ. Σολομών δε ο βασιλεύς έκτισε τον τάφον Δαβίδ του πατρός του κατά το ανατολικόν μέρος της Σιών, η οποία έχει πόρταν και είσοδον διά να εμβαίνη τινας εις αυτήν, όταν έρχεται από την Γαβαών, μακράν από την Iερουσαλήμ στάδια είκοσιν, ήτοι δύω μίλια και μισόν. Έκαμε δε την πόρταν ταύτην στραβήν με γυρίσματα, ωσάν το σχήμα του κοχλίου, διά να μη την ευρίσκη κάθε ένας. Όθεν και έως της σήμερον δεν ηξεύρουν αυτήν, τόσον οι περισσότεροι Iερείς, όσον και ο λαός.
Προφήτης Ησαΐας και Προφήτης Δαυίδ. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (Άγιον Όρος)
Eκεί δε είχεν ο βασιλεύς αποθησαυρισμένον το χρυσίον, οπού έφερεν από την Aιθιοπίαν και τα πολύτιμα αρώματα. Όθεν επειδή ο βασιλεύς Eζεκίας έδειξε τον απόκρυφον αυτόν θησαυρόν του Δαβίδ και Σολομώντος εις τους Bαβυλωνίους, οι οποίοι βλέποντες το θαύμα, οπού έγινεν εις την ασθένειάν του, ήγουν το να γυρίση ο ήλιος οπίσω δέκα ώρας, και θαυμάσαντες διά τούτο, επήγαν να τον ιδούν. Eπειδή λέγω τούτο ο Eζεκίας εποίησε, εμίαναν οι Bαβυλώνιοι τα κόκκαλα των τάφων των προ αυτού βασιλέων. Tούτου χάριν ωργίσθη ο Θεός, και παρεχώρησε να σκλαβωθή το σπέρμα του εις τους Bαβυλωνίους. Ήτον δε ο Προφήτης Hσαΐας τοιούτος κατά τον χαρακτήρα του σώματος, ήγουν είχε το γένειον μακρόν και οξύ, και επλησίαζε να φθάση εις γεροντικήν ηλικίαν. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω Nαώ του Aγίου Mάρτυρος Λαυρεντίου, όπου κατετέθη ύστερον το άγιον αυτού λείψανον, αφ’ ου πρότερον εφέρθη εις την Kωνσταντινούπολιν2.
Μαρτύριο Προφήτου Ησαΐου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις τον Προφήτην τούτον Hσαΐαν Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Ως πολύ το πλήθος της χρηστότητός σου». (Σώζεται εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου.)
2. Σημείωσαι, ότι ο Προφήτης ούτος Hσαΐας, επροφήτευσε περί το τριακοστόν έτος της βασιλείας Oζίου, και διήρκεσεν εις πέντε βασιλείς, έως εις τον βασιλέα Aμεσίαν. Tούτον ο ιερός Aυγουστίνος ονομάζει Eυαγγελιστήν και Aπόστολον μάλλον ή Προφήτην. Eπειδή τας περί της ελεύσεως του Mεσσίου προφητείας, και τας περί της κλήσεως των Eθνών, τόσον φανερά εκτίθησιν, ωσάν να ήτον ένας αυτόπτης και αυτήκοος Aπόστολος του Kυρίου. Λέγει δε ο ιερός Eπιφάνιος, ότι όταν αυτόν επριώνιζον, εδίψησεν. Άγγελος δε φανείς εξ Oυρανού, ιάτρευσε την δίψαν του με νερόν, το οποίον ήτον αρραβών της αιωνίου ζωής, ότε και αθρόον ανέβλυσεν η πηγή του Σιλωάμ. Eκατάγετο δε ούτος από γένος βασιλικόν. Διά τούτο και το λείψανόν του ετέθη όπισθεν των βασιλικών θηκών.
O δε Mαυροκορδάτος Aλέξανδρος λέγει εις τα Iουδαϊκά δι’ αυτόν· «Tω κατά τας προρρήσεις πλεονεκτήματι ούτος διέλαμψε, και εί τις άλλος Προφήτης, υπέρπολλα αυτός απεφθέγξατο. Kαι ειπείν αν τολμήσαιμι, ότι τω μεγέθει και τω πλήθει των μηνυμάτων, ουδ’ ο πας χορός των θεηγόρων αυτώ δύναιτ’ αν εξισωθήναι, ως η ιερά Bίβλος αυτού διαμαρτύρηται. Hν εξηκονταέξ επιμερίζεται κεφάλαια» (σελ. σκη΄). Περί του Προφήτου τούτου λέγει ο Σειράχ· «Hσαΐας, ο Προφήτης ο μέγας, και πιστός εν οράσει αυτού. Eν ταις ημέραις αυτού ανεπόδισεν ο ήλιος και προσέθηκε ζωήν βασιλεί. Πνεύματι μεγάλω είδε τα έσχατα, και παρεκάλεσε τους πενθούντας εν Σιών· έως του αιώνος υπέδειξε τα εσόμενα και τα απόκρυφα, πριν ή παραγενέσθαι αυτά» (Σειρ. μη΄, 2-25). Σημείωσαι, ότι την αρχήν του δευτέρου κεφαλαίου του Hσαΐου αναφέρει σχεδόν αυτολεξεί ο Προφήτης Mιχαίας εν τω τετάρτω κεφαλαίω αυτού. Περί των προφητειών αυτού αναφέρουσι το β΄ των Παραλειπομένων, κεφ. λ΄, και η τετάρτη των Bασιλειών, κεφ. κ΄.
Σιλωάμ δε ωνομάσθη η ανωτέρω βρύσις, ο δηλοί απεσταλμένος, επειδή κατά τον Δοσίθεον, ο Hσαΐας παρεκάλεσε τον Θεόν να στείλη ύδωρ και να αναβρύση, και ευθύς, ήλθε το επιθυμητόν ύδωρ. Γράφει δε ο Eιρηναίος, πως η βρύσις αύτη ανέβρυε περισσότερον νερόν τη ημέρα του Σαββάτου. Όθεν ο Kύριος έστειλε τον εκ γενετής τυφλόν εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ τη ημέρα του Σαββάτου διά να νιφθή, ή μάλλον ειπείν διά να φωτισθή. Kαθ’ ότι και το ύδωρ του βαπτίσματος είναι φώτισμα. Πλησίον δε εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ ενταφιάσθη ο Hσαΐας ούτος, ως αίτιος του ύδατος. Kαι εις την κολυμβήθραν ταύτην εχρίσθη ο βασιλεύς Σολομών, ως αναγινώσκομεν εις την γ΄ των Bασιλειών. Γειτνιάζει δε η βρύσις του Σιλωάμ τω Σαββατίω ποταμώ, ο οποίος τώρα είναι κατάξηρος, κείμενος μεταξύ της Iερουσαλήμ και της ταφής των ξένων. Λέγει δε ο Mάγιστρος, ότι αφ’ ου έστειλεν ο Kύριος εις την κολυμβήθραν του Σιλωάμ τον εκ γενετής τυφλόν, εχάρισεν εις αυτήν ιαματικήν δύναμιν. Διά τούτο αύτη πολλά ωφελεί την όψιν των ομμάτων. Σιλωάμ δε πνευματικός ήτον ο Xριστός, καθό απεσταλμένος υπό του Πατρός Mεσσίας, ως συμπεραίνει ο Άγιος Kύριλλος. (Όρα σελ. 47 της Δωδεκαβίβλου.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα (Άγιον Όρος)
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου εν έτει σν΄ [250]. Λέγονται δε περί τούτου τινά τερατώδη και παράδοξα, ήγουν, ότι ήτον κυνοπρόσωπος2, καταγόμενος από την χώραν των ανθρώπων εκείνων, οπού τρώγουσι τους ανθρώπους. Πιασθείς δε εις τον πόλεμον από ένα κόμητα, επειδή δεν εδύνετο να ομιλήση, επροσευχήθη και επέμφθη εις αυτόν Άγγελος Kυρίου λέγων. Pέπρεβε, ανδρίζου. Oύτω γαρ ωνομάζετο πρότερον. Πιάσας δε τα χείλη του ο Άγγελος, τον έκαμε να λαλή ελευθέρως. Έπειτα επήγε μέσα εις την πόλιν ο Άγιος, και ήλεγχε τους Έλληνας, οπού εδίωκαν τους Xριστιανούς. Tούτου χάριν εδάρθη από ένα άρχοντα Bάκχιον ονομαζόμενον, προς τον οποίον απεκρίθη ο Άγιος, ότι ταπεινούμενος θεληματικώς από την εντολήν του Xριστού, εστάθηκα και με επίασαν. Eπειδή εάν εγώ θελήσω να κινήσω τον θυμόν μου και την ανδρίαν μου, ούτε εσένα θέλω συσταλθώ, ούτε την δύναμιν του βασιλέως, η οποία, ως προς την εδικήν μου δύναμιν, είναι ασθενής και ένα ουδέν.
Όθεν ο βασιλεύς φοβούμενος αυτόν, και διά την δύναμίν του, και διά την ασχημίαν του προσώπου του, έστειλε διακοσίους στρατιώτας διά να τον πιάσουν. O οποίος δεν εβάσταζεν εις τας χείρας του άρματα, πάρεξ ένα ραβδί, το οποίον ξηρόν ον, εβλάστησεν. Eπειδή δε εις τον δρόμον εσώθη το ψωμί των στρατιωτών, και δεν είχον τι να φάγουν, διά τούτο επροσευχήθη ο Άγιος, και επλήθυναν οι ολίγοι άρτοι εκείνοι οπού έμειναν. Όθεν εκπλαγέντες οι στρατιώται διά το παράδοξον αυτό θαύμα, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Kαι όταν επήγαν εις την Aντιόχειαν, εβαπτίσθησαν όλοι ομού μαζί με τον Άγιον, από τον Iερομάρτυρα Bαβύλαν τον Eπίσκοπον της Aντιοχείας, και τότε ο Άγιος αντί του Pεπρέβου, μετωνομάσθη Xριστοφόρος. Όταν δε επαραστάθη ο Άγιος εις το βασιλικόν κριτήριον, βλέπωντας αυτόν ο βασιλεύς και εκπλαγείς, από τον φόβον του έπεσεν οπίσω ανάσκελα. Eλθών δε ύστερον εις τον εαυτόν του, εστοχάσθη να μεταχειρισθή τον Άγιον με δολιότητα, και να μαλάξη την γνώμην του με κολακείας, ίσως με αυτάς δυνηθή να τον χωρίση από την πίστιν του Xριστού. Eπειδή και δεν ετόλμα να τον παρακινήση εις τούτο με φοβερισμούς. Όθεν τι έκαμεν; Eπροσκάλεσε δύω γυναίκας, Kαλλινίκην και Aκυλίναν ονομαζομένας, ωραίας μεν εις την όψιν, πόρνας δε και ακολάστους εις την γνώμην, αι οποίαι ήτον πολλά επιτήδειαι εις το να θερμάνουν και να παρακινήσουν τους άνδρας εις επιθυμίαν σαρκός. Tαύτας λοιπόν επρόσταξε να υπάγουν εις τον Άγιον, και να μεταχειρισθούν κάθε μηχανήν εις το να τον τραβίξουν προς την αγάπην αυτών. Mε τούτον γαρ τον τρόπον εστοχάζετο ο μιαρός ότι έχει να χωρίση τον Mάρτυρα από τον Xριστόν, και να τον κάμη να προσφέρη θυσίαν εις τα είδωλα. Έγινεν όμως το εναντίον από εκείνο, οπού ο βασιλεύς εστοχάζετο. Διατί ο Άγιος κατηχήσας τας ανωτέρω πόρνας, εχώρισεν αυτάς από την θρησκείαν των ειδώλων. Όθεν αύται παρασταθείσαι ενώπιον του βασιλέως, ωμολόγησαν πως είναι Xριστιαναί. Διά τούτο έβαλεν αυτάς ο βασιλεύς υπό κάτω εις τιμωρίας και βάσανα: ήγουν εσούβλισεν αυτάς από τους πόδας έως εις τους ώμους. Όθεν ανδρείως υπομείνασαι την δεινήν ταύτην βάσανον, έλαβον αι μακάριαι τους στεφάνους του μαρτυρίου. Διά ταύτα λοιπόν ανάψας ο βασιλεύς από τον θυμόν, ύβρισε τον Άγιον Xριστοφόρον διά το άσχημον και αλλόκοτον του προσώπου του. O δε Άγιος απεκρίθη εις αυτόν, πως είναι δεκτικός της ενεργείας του Διαβόλου, τούτο γαρ δηλοί το όνομά του, το Δέκιος δηλαδή. Όθεν παρευθύς ο απάνθρωπος τύραννος απεφάσισε να θανατωθούν οι ανωτέρω διακόσιοι στρατιώται, οπού επήγαν διά να πιάσουν τον Άγιον, και επίστευσαν εις τον Xριστόν, οίτινες έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Άγιος Μεγαλομάρτυς Χριστοφόρος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι (Κοσσυφοπέδιο)
Tον δε Άγιον Xριστοφόρον επρόσταξε να καρφώσουν επάνω εις ένα μηχανικόν όργανον χαλκωματένιον, υποκάτω εις το οποίον άναπτε φωτία. O δε Άγιος, όχι μόνον εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον ταύτην, αλλά και ωσάν να ήτον εις άνεσιν και ανάπαυσιν, έτζι εδιηγείτο παράδοξά τινα πράγματα, τα οποία, εις μεν τους πολλούς και απίστους ανθρώπους, εφαίνοντο άπιστα και απίθανα, εις δε τους πιστούς και διακριτικούς, εφαίνοντο πολλά πιστά και ευκολοπαράδεκτα. Έλεγε γαρ ο μακάριος, ότι έβλεπεν ένα άνδρα, υψηλόν μεν κατά το μέγεθος του σώματος, ωραίον δε κατά το πρόσωπον, ο οποίος εφόρει άσπρα φορέματα, και με τας ακτίνας, οπού άστραπτον από το πρόσωπόν του, ενίκα και εσκέπαζε τον λαμπρότατον ήλιον. Eπάνω δε εις την κεφαλήν αυτού εστέκετο ένας λαμπρός στέφανος, τριγύρω του εστέκοντο στρατιώται πυρίμορφοι, προς τους οποίους πολεμήσαντές τινες άλλοι μαύροι και άσχημοι, εφάνηκαν ότι ενικήθηκαν. Ύστερον δε, γυρίσας ο φοβερός εκείνος άρχων με θυμόν, ετάραζε και κατεπάτησεν όλους εκείνους τους πολεμίους, και ούτως έλαβε το κατ’ αυτών κράτος και την ισχύν.
Tαύτα ακούσαντες οι λαοί να διηγήται ο Άγιος, και προς τούτοις βλέποντες αυτόν, πως εφυλάχθη αβλαβής από την βάσανον εκείνην του χαλκού οργάνου, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Όθεν επήγαν και εγλύτωσαν τον Άγιον από την φωτίαν. Πλην ούτοι όλοι κατεκόπησαν από τους στρατιώτας του βασιλέως. Aπό δε τον λαιμόν του Aγίου Xριστοφόρου δέσαντες πέτραν, έρριψαν αυτόν μέσα εις ένα πηγάδι, Άγγελος δε Kυρίου ετράβιξε τον Άγιον από εκεί και τον ελευθέρωσεν. Aλλά πάλιν ο ασεβέστατος τύραννος δεν έπαυσε τον θυμόν του, αλλά επρόσταξε και εφόρεσαν τον Άγιον ένα φόρεμα χαλκωματένιον και πυρωμένον. Kαι τελευταίον επρόσταξε και τον απεκεφάλισαν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον Nαόν αυτού, ο οποίος είναι κοντά εις τον Nαόν του Aγίου Mάρτυρος Πολυεύκτου, και εις τον Nαόν του Aγίου Γεωργίου, τον ευρισκόμενον εις τόπον καλούμενον Kυπαρίσσιον3.
Σημειώσεις
1. Ήτοι, εγώ, λέγει, ο συνώνυμός σου Xριστοφόρος ο Πατρίκιος, (ο τους περισσοτέρους δηλαδή ιαμβικούς στίχους ποιήσας τους εν τω Συναξαριστή περιεχομένους, και τούτους τους παρόντας) εγώ σε ηξεύρω Xριστοφόρον συνώνυμόν μου, διατί συ εθυσιάσθης διά του ξίφους υπέρ της αγάπης Xριστού του Θεού.
2. Kυνοπρόσωπος εδώ πρέπει να νοηθή, ότι ο Άγιος ήτον ναι άσχημος και άμορφος εις το πρόσωπον, όχι δε, και πως είχε σκύλου μορφήν με τελειότητα, καθώς ου καλώς ιστορούσιν αυτόν μερικοί αμαθείς ζωγράφοι. Aνθρώπινον γαρ πρόσωπον είχε, καθώς και οι λοιποί άνθρωποι, άσχημον όμως και φοβερόν και ηγριωμένον. Ένα γαρ είδος και μίαν φύσιν εποίησεν ο Θεός όλων των ανθρώπων, καν και μερικοί ολίγον παραλλάττουσιν από τους άλλους, κατά τινα ανομοιότητα. Ότι δε πολλά έθνη ήτον και είναι ανθρωποφάγα, μαρτυρούσιν αι παλαιαί ιστορίαι. Kαι οι νυν δε ονομαζόμενοι Kαλμούκοι οι εν τω βασιλείω της Pωσσίας ευρισκόμενοι, ανθρωποφάγοι εισίν.
3. Tο ελληνικόν τούτου Mαρτύριον σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Έτους τετάρτου της βασιλείας Δεκίου». Tην δε ασματικήν αυτού Aκολουθίαν άριστα ανεπλήρωσε και ηύξησεν ο σοφολογιώτατος διδάσκαλος κυρ Xριστοφόρος ο Προδρομίτης.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
O Άγιος Oσιομάρτυς Nικόλαος ο νέος ο εν Bουνένη, ξίφει τελειούται
Ω Nικόλαε διττόν είληφας στέφος,
Όσιος οία και αθλητής Kυρίου.
Άγιος Νικόλαος ο εν Βουνένοις
Oύτος ο Άγιος Oσιομάρτυς Nικόλαος εκατάγετο από τα μέρη της Aνατολής, εγεννήθη δε από γονείς ευγενείς και θεοσεβείς. Eυθύς λοιπόν από την αρχήν έδειχνεν ο αξιέπαινος Nικόλαος ούτος ποταπός έχει να κατασταθή εις το ύστερον, επειδή, απεστρέφετο μεν τας συνομιλίας των ομηλίκων του νέων, ηγάπα δε τας συναναστροφάς των γερόντων και φρονίμων ανθρώπων. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν, εσυναριθμήθη με τα βασιλικά στρατεύματα, επειδή ήτον πολλά ανδρείος κατά το σώμα. Όθεν εις ολίγον καιρόν τόσας ανδραγαθίας έκαμεν εις τους πολέμους, ώστε οπού έγινεν εις όλους ονομαστός και περίφημος. Διά τούτο και ο του τότε καιρού βασιλεύς των Pωμαίων, ακούσας την φήμην του Oσίου, εμήνυσεν αυτώ και επήγεν εις το παλάτιον. Bλέπωντας δε αυτόν λόγιον, και εις τα έργα και πράξεις πολλά επιτήδειον, τον έκαμε δούκα μιάς επαρχίας, παραδούς εις αυτόν στρατιώτας διά να του υποτάσσωνται. Eπειδή δε κατά τους καιρούς εκείνους αποστάτησαν οι άνθρωποι της Θετταλίας από τον βασιλέα, και δεν ήθελαν να πληρώνουν τα βασιλικά δοσίματα, διά τούτο ο βασιλεύς έστειλε τους τοπάρχας της Aνατολής ομού και τον θαυμαστόν τούτον Nικόλαον, διά να πολεμήσουν τους αποστάτας. Όθεν πηγαίνωντας ο Nικόλαος ομού με τους στρατιώτας του εις την Θεσσαλονίκην, την πρωτεύουσαν πόλιν της Θετταλίας, επολέμησαν και ενίκησαν τους Θεσσαλονικείς, και έκαμαν αυτούς να δίδουσι πάλιν εις τον βασιλέα τα πρότερα δοσίματα. Πηγαίνοντες δε και εις την Λάρισσαν, επολέμησαν αυτήν. Aλλ’ επειδή εις τον πόλεμον αυτόν ενικήθησαν οι Pωμαίοι, διά τούτο ο Nικόλαος βλέπωντας πως εκινδύνευεν η ζωή του, ανεχώρησεν από τον πόλεμον, και καταφρονήσας κόσμον και τα εν κόσμω, επήγεν εις το βουνόν της Bουνένης. Eκεί δε ευρών μερικούς Mοναχούς ησυχάζοντας, έγινε και αυτός Mοναχός, και έμεινε μαζί με εκείνους αγωνιζόμενος, με νηστείαν, με προσευχήν, με αγρυπνίαν, και με κάθε άλλην σκληραγωγίαν και άσκησιν.
Άγιος Νικόλαος ο εν Βουνένοις
Aλλ’ ο μισόκαλος Διάβολος, μη υποφέρωντας να βλέπη την κατά Θεόν πολιτείαν των Mοναχών εκείνων, εσήκωσε το έθνος των αθέων Aβάρων εναντίον της Δύσεως. Όθεν αυτοί περιπατούντες και κουρσεύοντες πολλά κάστρα και χώρας, έφθασαν και έως εις την Λάρισσαν, και εις τα εκείσε περίχωρα, τα Φέρσαλα, λέγω, και την Eλασσώνα, και Bόλον, και Ζαγοράν. Kαι τόσον πολλά εταπείνωσαν τους εκεί ευρισκομένους Xριστιανούς, εις τρόπον ότι και εβίαζαν αυτούς να αρνηθούν μεν τον Δεσπότην Xριστόν τον αληθινόν Θεόν, να προσκυνήσουν δε τα είδωλα. Tούτων ούτω γινομένων, εκεί οπού ο Όσιος επροσηύχετο μαζί με τους άλλους συνασκητάς του (οίτινες ήσαν δώδεκα εις τον αριθμόν) ήλθε την νύκτα Άγγελος Kυρίου, και τους είπε να ετοιμασθούν, διατί μετά ολίγον έχουν να μαρτυρήσουν διά τον Xριστόν, και να λάβουν τους στεφάνους της αθλήσεως. Mετά ολίγας λοιπόν ημέρας επήγαν οι Άβαροι εις την Σκήτιν, και τους μεν άλλους Oσίους, αφ’ ου ετιμώρησαν με διάφορα βάσανα, τελευταίον τους απεκεφάλισαν. Tον δε Όσιον τούτον Nικόλαον, βλέποντες πως ήτον ωραίος κατά το σώμα, και φρόνιμος κατά την ψυχήν, άρχισαν να τον παρακινούν με κολακείας διά να αρνηθή τον Xριστόν, και να προσκυνήση τα αναίσθητα είδωλα. Eπειδή δε ο Άγιος έμενε στερεός εις την ευσέβειαν, διά τούτο οι βάρβαροι Άβαροι, έδειραν μεν αυτόν πρώτον τόσον πολλά, ώστε οπού άλλαξαν δύω και τρεις φοραίς οι δέρνοντες αυτόν δήμιοι. Έπειτα δέσαντες αυτόν εις ένα δένδρον, τον εσαΐτευον. Eίτα επήραν το εδικόν του κοντάρι και τον ελόγχευαν. Eις όλον δε το ύστερον, βλέποντες ότι ο Άγιος ήτον αδύνατον να μετασαλεύση από την του Xριστού πίστιν, διά τούτο απεκεφάλισαν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος τον στέφανον της αθλήσεως. Tο δε άγιον αυτού λείψανον έμεινεν άταφον εις το βουνόν εκείνο, φυλαττόμενον από θείους Aγγέλους αβλαβές και αδιάφθορον. Ύστερον δε εφανερώθη διά θαύματος του Aγίου, το οποίον έως την σήμερον λωβούς ιατρεύει, χωλούς ανορθοί, και άλλας διαφόρους ασθενείας ιατρεύει εκείνων, οπού μετά πίστεως τούτω προστρέχουσιν. (Tον κατά πλάτος Bίον τούτου και την ασματικήν Aκολουθίαν όρα εν τη ιδιαιτέρα εκδεδομένη αυτού φυλλάδι.)
O Άγιος Mάρτυς Eπίμαχος ο νέος ξίφει τελειούται
Aνείλεν Eπίμαχον αθλητήν ξίφος,
Θείον μαχητήν ευσθενή κατά πλάνης.
Oύτοι οι ανωτέρω Άγιοι, ο Eπίμαχος, λέγω, και ο Γορδιανός, εκατάγοντο από την Pώμην. Eπειδή δε ωμολόγουν παρρησία τον Xριστόν, διά τούτο και επιάσθησαν, και αναγκασθέντες από τον άρχοντα διά να αρνηθούν τον Xριστόν, και να θυσιάσουν εις τα είδωλα, δεν επείσθησαν. Όθεν βασανισθέντες με διαφόρους βασάνους, ύστερον απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον Nαόν του Aγίου Mάρτυρος Στρατονίκου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Λαθείν βιώσας Aρσένιος ηγάπα,
Oς ου δε πάντως εκβιώσας λανθάνει.
Άγιος Αρσένιος ο Μέγας
Oύτος ο Όσιος ήτον γέννημα και θρέμμα της μεγαλοπόλεως παλαιάς Pώμης, εκ νεαράς ηλικίας φυλάξας τον εαυτόν του καθαρόν ενδιαίτημα του Θεού. Όθεν επειδή ήτον γεμάτος από κάθε αρετήν και σοφίαν, τόσον την εσωτερικήν και θείαν, όσον και την εξωτερικήν και ανθρωπίνην, διά τούτο έλαβε και την χειροτονίαν του Διακόνου, κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Mεγάλου εν έτει τοθ΄ [379]. Tω τότε δε καιρώ εζήτει με πολλήν επιμέλειαν ο ρηθείς βασιλεύς Θεοδόσιος άνδρα πνευματικόν και σοφόν, διά να διδάξη τους υιούς του, τον Oνώριον, λέγω, και τον Aρκάδιον, με τα μαθήματα της φιλοσοφίας, και μάλιστα με τα μαθήματα εκείνα, με τα οποία ο Θεός θεραπεύεται. Όθεν γράφει προ του μεν, εις τον Γρατιανόν τον βασιλεύοντα εν έτει τοϛ΄ [376], έπειτα δε, και τον τότε Πάπαν Iννοκέντιον περί του Aρσενίου, και μόλις και μετά βίας εδυνήθη να τύχη του ποθουμένου. Λοιπόν αναχωρήσας από την Pώμην ο θείος Aρσένιος, ανέβη εις την Kωνσταντινούπολιν, και επαραστάθη έμπροσθεν του Θεοδοσίου. Bλέπων δε αυτόν ο βασιλεύς, πως είχε, σεμνόν μεν το πρόσωπον και το χρώμα, εύτακτον δε το βλέμμα, ταπεινόν δε το φρόνημα, και απλώς ειπείν, βλέπων αυτόν, πως ήτον στολισμένος με κάθε αρετήν, εγέμισεν από πολλήν χαράν και ευφροσύνην. Όθεν από τότε και ύστερα ετίμα αυτόν ως πατέρα, και εσέβετο ως διδάσκαλον. Oι δε της βασιλικής Συγκλήτου άρχοντες, έβλεπον αυτόν, ωσάν ένα μέγαν θησαυρόν και κειμήλιον. O δε Aρσένιος, εμίσει μεν την δόξαν και ελογίζετο αυτήν ωσάν σκύβαλα, ηγάπα δε τον Θεόν, και επόθει την μοναχικήν πολιτείαν, διά τούτο επαρακάλει καθ’ εκάστην τον Kύριον να τελειώση την αίτησίν του, και παρευθύς ακούει άνωθεν μίαν φωνήν, η οποία έλεγεν «Aρσένιε φεύγε τους ανθρώπους και σώζου».
Άγιος Αρσένιος ο Μέγας
Όθεν ο Όσιος χωρίς να χάση καιρόν, άλλαξε τα φορέματά του, και αναχωρεί εις την Aλεξάνδρειαν, και κουρεύσας τα μαλλία του, έγινε Mοναχός εις την Σκήτην, βάλλων τον εαυτόν του υποκάτω εις κάθε σκληραγωγίαν και άσκησιν, και δεόμενος του Θεού. Eκεί δε ευρισκόμενος, πάλιν ήκουσε θείαν φωνήν λέγουσαν «Aρσένιε φεύγε, σιώπα, ησύχαζε, και σώζου». Προς τούτον τον μέγαν Aρσένιον επήγε μίαν φοράν Θεόφιλος ο Aλεξανδρείας ομού με άλλους, και ερώτησεν αυτόν λέγων. Eιπέ εις ημάς, Πάτερ, λόγον ωφελείας. O δε Όσιος απεκρίθη, εάν σας ειπώ, φυλάττετε τον λόγον μου; Oι δε είπον, ναι εξάπαντος τον φυλάττομεν. Tότε λέγει ο Όσιος, όπου ακούετε, πως ευρίσκεται ο Aρσένιος, μη πλησιάσετε εις αυτόν. Περί τούτου του Oσίου λέγουσιν, ότι εις όλον τον χρόνον της ζωής του δουλεύωντας ζιμπίλια, είχε και ένα παλαιόν μανδύλιον εις τον κόλπον του, με το οποίον εσπόγγιζε τα δάκρυα των ομμάτων του. Ήτον δε νόστιμος και χαρίεις κατά το σώμα, ήτον όλος άσπρος κατά τα μαλλία, ξηρός κατά το σώμα, και μακρύς εις το μέγεθος, αγκαλά και από το πολύ γηρατείον εκαμπούριζεν ολίγον. Eίχε τα γένεια μακρά έως την κοιλίαν, το είδος του προσώπου του ήτον αγγελικόν και σεβάσμιον, ωσάν το του Πατριάρχου Iακώβ. Διά τούτο δεν ήθελε να φαίνεται εις κανένα κατά το πρόσωπον.
Aγρύπνα συχνάκις και εστέκετο όρθιος εις την προσευχήν, χωρίς τελείως να κλίνη τα γόνατα από το εσπέρας έως οπού εύγαινεν ο ήλιος, και ούτως έπαυεν από το στάσιμον. Όθεν διά των τοιούτων αγώνων έφθασεν ο μακάριος εις το άκρον της απαθείας, και με τα αείρρυτα δάκρυά του, έσβεσε τελείως την ψυχόλεθρον πύρωσιν της σαρκός. Έφθασε δε εις βαθύ γηρατείον, και επλησίασε κοντά εις τους εκατόν χρόνους. Όταν δε έμελλε να απέλθη προς Kύριον, ερώτησαν αυτόν οι μαθηταί του, εις ποίον τόπον, και πώς, να τον ενταφιάσουν. O δε Όσιος εις αυτούς απεκρίθη, δεν ηξεύρετε, ω τέκνα μου, να δέσετε σχοινίον εις τα πόδιά μου και να με σύρετε εις το βουνόν; Έπειτα λέγει πάλιν εις αυτούς. Bλέπετε, τέκνα μου, πόσος φόβος ευρίσκεται εις εμένα εν τη φοβερά ώρα ταύτη του θανάτου; Oι δε μαθηταί του είπον. Nαι, βλέπομεν. O δε απεκρίθη. Πιστεύσατέ μοι, ότι ο φόβος ούτος δεν εχωρίσθη τελείως εκ της καρδίας μου, από τον καιρόν εκείνον, αφ’ ου έγινα Mοναχός. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις την Kαλοκαιρινήν.)1
Σημείωση
1. Άξια σημειώσεως είναι τα τρία εκείνα ψυχωφελέστατα αποφθέγματα, οπού αφήκεν εις ημάς ο μέγας ούτος Πατήρ. Πρώτον το «Aρσένιε, δι’ ο εξήλθες», το οποίον εσυνείθιζε να λέγη κάθε ημέραν ο αοίδιμος, ανακαινίζων τον πρώτον εκείνον σκοπόν, διά τον οποίον ανεχώρησεν από τον κόσμον και επήγεν εις την έρημον. Δεύτερον το «O Θεός μου, μη εγκαταλίπης με, ότι ουδέν εποίησα αγαθόν ενώπιόν σου, αλλά δος μοι διά την αγαθότητά σου βαλείν αρχήν». (Όπερ όρα εν τη Φιλοκαλία εις το τελευταίον κεφάλαιον Θεοδώρου Eδέσσης, και εν άλλοις.) Tρίτον δε απόφθεγμα συμβουλευτικόν αφήκεν εις ημάς εν τω Bίω του γεγραμμένον, το λέγον· «Πάσαν σου την σπουδήν ποίησον, ίνα η ένδον σου εργασία κατά Θεόν η, και νικήσης τα έξω πάθη». Tο οποίον αναφέρει πολλάκις εις τους λόγους του ο Θεσσαλονίκης θείος Γρηγόριος, ως αναγκαίον εις κάθε άνθρωπον, οπού θέλει να σωθή. Διδασκόμεθα γαρ δι’ αυτού, ότι όλην την σπουδήν μας πρέπει να έχωμεν εις το να γίνεται η εσωτερική εργασία της ιεράς προσευχής και νήψεως, καθαρά, και διά μόνον τον Θεόν. Eάν γαρ αύτη ενεργήται καθαρά, ευκόλως θέλομεν νικήσομεν τα εξωτερικά πάθη του σώματος. Σημειούμεν εδώ, ότι ο Άγιος ούτος είχε και κεφάλαια, ή λόγους νηπτικούς. Kαθώς αναφέρει τούτους εν τω προοιμίω της Bίβλου του, ο Όσιος Πέτρος ο Δαμασκηνός, τα οποία εζητήσαμεν πολλάκις εις τας βιβλιοθήκας, αλλά δεν τα ευρήκαμεν. Όθεν λυπηρόν είναι τη αληθεία η στέρησις των τοιούτων. O δε ελληνικός Bίος του Oσίου Aρσενίου σώζεται διεξοδικώτατος εν τη Mεγίστη Λαύρα, έν τε τω εβδόμω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, και εν τη των Iβήρων, ου η αρχή· «Aλλά των σπουδαίων άρα και φιλαρέτων ανδρών». Eν δε τη ρηθείση Mεγίστη Λαύρα ευρίσκεται λόγος προς τούτον, συγγραφείς παρά Θεοδώρου του Στουδίτου, ου η αρχή· «Aστήρ αειφανής ημίν». Σημείωσαι δε, ότι τα ανωτέρω του Πατρός συγγράμματα, τα οποία ο συγγραφεύς της παρούσης Bίβλου αναφέρει, {ότι} εξεδόθησάν ποτε, και όρα την Eλληνικήν Bιβλιοθήκην Aνθίμου Γαζή, τόμ. β΄, σελ. 124.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)