Άγιος Μαρουθάς. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων των εν Mαρτυρουπόλει1 μαρτυρησάντων και Μαρουθά Οσίου
Εις τους Μάρτυρας
H κλήσις έργον Mαρτυρωνύμω πόλει,
Πολλών εν αυτή μαρτυρησάντων ξίφει.
Εις τον Μαρουθάν Στέρξας Mαρουθάς τον Θεόν σφόδρα σφόδρα,
Θεώ παραστάς τέρπεται σφόδρα σφόδρα.
Άγιος Μαρουθάς. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
O Άγιος ούτος Mαρουθάς έγινεν Eπίσκοπος. Aπεστάλη δε από τον Mέγαν Θεοδόσιον τον βασιλέα Pωμαίων εν έτει τπ΄ [380], προς τον βασιλέα Περσών. Όθεν απελθών εις την Περσίαν έλαβε μεγάλην τιμήν από τους Πέρσας διά την αρετήν του και αγιότητα. Mάλιστα δε, διατί ηλευθέρωσεν από το δαιμόνιον την δαιμονιζομένην θυγατέρα του βασιλέως. Eπειδή δε εύρε παρρησίαν εις τον βασιλέα των Περσών, εζήτησε και έλαβε τα λείψανα των ανωτέρω Aγίων Mαρτύρων των εν Περσία μαρτυρησάντων, και κτίσας πόλιν εις το όνομα αυτών, απεθησαύρισε τα λείψανα μέσα εις αυτήν. Ύστερον δε από χρόνους, εκοιμήθη κατ’ εκείνην την ιδίαν ημέραν, κατά την οποίαν εγκαινίασε την παρ’ αυτού κτισθείσαν Mαρτυρούπολιν. Διά τούτο και η τούτου μνήμη, ομού με την μνήμην των Mαρτύρων συμπανηγυρίζεται.
Σημείωση
1. H Mαρτυρούπολις τώρα ονομάζεται Mιεφερκίν, ευρίσκεται δε εις την μεγάλην Aρμενίαν προς τον Nυμφαίον ποταμόν, τιμημένη με θρόνον Eπισκόπου, υποκείμενον εις τον Aμίδας Mητροπολίτην, κατά τον Mελέτιον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ας πούμε, λοιπόν, περί της μετανοίας, αυτά που είπεν ο Χριστός, ο Δεσπότης και φιλάνθρωπος Υιός του φιλανθρώπου Πατρός, ο μόνος γνήσιος εξηγητής της Πατρικής Ουσίας. Ας αναπτύξουμε όλην την Παραβολήν για τον Άσωτον, για να μάθουμε από αυτήν πώς πρέπει να προσευχώμεθα στον Απροσπέλαστον και πώς να ζητούμε συγχώρηση των αμαρτιών μας.
Ο Σωτήρ εδώ διαλέγεται όχι αντικειμενικώς, αλλά Παραβολικώς. Γι’ αυτό και για τον Πατέρα του ομιλεί σαν για κάποιον άνθρωπον, όπως και για τους δούλους, ομιλεί σαν να είναι τέκνο, για να δείξει την στοργήν του Θεού προς τους ανθρώπους. Κάποιος άνθρωπος, λέγει, είχε δύο υιούς. Ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος; Είναι ο Πατήρ των οικτιρμών και Θεός κάθε παρηγοριάς. Ποιοι ήταν αυτοί οι δύο υιοί; Ήσαν οι δίκαιοι και οι αμαρτωλοί. Ήσαν αυτοί που τηρούσαν τα θεία προστάγματα και οι παραβαίνοντες τις εντολές του Θεού. Και είπεν ο νεώτερος στον πατέρα του. Και ποιος είναι αυτός ο νεώτερος υιός; Αυτός που έχει άστατη γνώμη και μεταφερόμενος εδώ και εκεί από τους ανέμους της νεότητος. Και εκ φύσεως μεν ανεγνώρισε τον Πλάσαντα ως Πατέρα, αλλά εκ κακής προαιρέσεως δεν Τον ετίμησε. Και λέγει. Πατέρα, δος μου το ανάλογον της περιουσίας που μου ανήκει. Καλώς εζήτησεν από τον Θεόν τον θεϊκόν πλούτον, αλλά κακώς εδαπάνησε. Και ο πατέρας εχώρισεν στα παιδιά την περιουσίαν. Έδωσεν σ’ αυτούς, ως Κτίστης, όλην την κτίση. Παρέσχε σ’ αυτούς σώματα και λογικές ψυχές, που από τον ορθόν λόγον χειραγωγούμενοι να μη διαπράττουν τίποτε παράλογο. Έδωσεν σ’ αυτούς τον νόμον Του, τον φυσικόν και τον γραπτόν ωσάν θείον παιδαγωγόν. Και έτσι με τον νόμον παιδαγωγούμενοι εφαρμόσουν τις θελήσεις του Νομοθέτου.
Και ύστερα από λίγες ημέρες μάζεψε το μερίδιό του, ο νεώτερος υιός (ωσάν νεώτερος ενήργησε) “απεδήμησεν εις χώραν μακράν”. Έφυγεν από τον Θεόν και έφυγε και ο Θεός απ’ αυτόν. Ο Θεός δεν εκβιάζει εκείνον που δεν θέλει να υποταχθεί. Γιατί όλες οι αρετές είναι καρπός ελευθερίας και όχι εξαναγκασμού. Και εκεί διεσκόρπισεν την περιουσίαν του ζώντας ασώτως. Εκεί όλον τον πλούτο της ψυχής του τον έχασε. Εκεί εναυάγησε με σαρκικές τέρψεις. Εκεί παίζοντας και εμπαιζόμενος κατήντησε πένης. Εκεί αγοράζοντας ψυχοφθόρες ηδονές και γέλωτες, εκέρδησε αιτίες δακρύων.
Και τις μεν αρετές που είχε, τις έχασε. Τις δε κακίες, που δεν είχε απέκτησε. Αφού εδαπάνησε όλον τον πλούτον του (γιατί είναι αδύνατον να παραμείνει ο πλούτος της χάριτος σ’ αυτούς που ζουν αισχρώς), έγινεν στην χώρα αυτήν ισχυρός λιμός. Γιατί όπου δεν καλλιεργείται το σιτάρι της σωφροσύνης, εκεί λιμός ισχυρός.
Όπου δεν φυτεύεται η άμπελος της εγκρατείας, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το σταφύλι της αγνότητος δεν ληνοπατείται, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου το ουράνιον γλεύκος δεν τρέχει, εκεί λιμός ισχυρός. Όπου υπάρχει ευφορία κακών εκεί πάντως θα υπάρχει αφορία των αγαθών. Όπου αφθονία των πονηρών πράξεων, εκεί πάντως σπανίζουν οι αρετές. Όπου δεν πηγάζει το έλαιον της φιλανθρωπίας, εκεί λιμός ισχυρός. Τότε, λοιπόν, αυτός άρχισε να στερείται τροφής. Γιατί δεν έμειναν σ’ αυτόν, παρά μόνον τα κακά της ακράτειάς του επειδή έπραξε τα κακά της αμαρτίας. Και αμέσως υπετάγη σε έναν πολίτην εκείνης της χώρας. Πολίτες δε εκείνης της χώρας ήσαν οι δαίμονες, όπου είχε μεταναστεύσει. Και ο πολίτης εκείνος, τον έστειλε στον αγρόν του να βόσκει χοίρους. Γιατί έτσι τιμούν οι δαίμονες αυτούς που τους τιμούν. Έτσι αγαπούν αυτούς που τους αγαπούν και αυτές τις δωρεές χαρίζουν σ’ αυτούς που τους υπακούουν.
Και επιθυμούσε να γεμίσει την κοιλίαν του με τα ξυλοκέρατα, από τα οποία έτρωγαν οι χοίροι. Τί σημαίνουν τα ξυλοκέρατα; Η γεύση τους είναι γλυκειά, αλλά συγχρόνως και σκληρή και τραχειά. Γιατί τέτοια είναι και η γεύση της αμαρτίας. Ευφραίνει μεν ολίγον, αλλά κολάζει πολύ. Τέρπει πρόσκαιρα και μαστίζει αιώνια.
Λοιπόν, ήλθε στον εαυτόν του και ενθυμηθείς την μακαριότητα στο πατρικό σπίτι και την τωρινήν αθλιότητα και σκεφθείς ποιος μεν ήταν όταν ήταν υποτασσόμενος στον Πατέρα και Θεόν, τί δε έγινε όταν υποτάχθηκε στους δαίμονες. λοιπόν αφού θυμήθηκε ολ’ αυτά, είπε. πόσοι μισθωτοί στον πατέρα μου έχουν ψωμί περίσσιον και εγώ πεθαίνω από την πείνα; Πόσοι τώρα κατηχούμενοι ευφραίνονται από τις Άγιες Γραφές; ενώ δε εγώ πεινώ για τα θεία λόγια; Ω, με πόσα κακά έντυσα τον εαυτόν μου! Γιατί απομακρύνθηκα από την μακαρία εκείνη ζωή; Ω, πόσων αγαθών στερήθηκα! Γιατί να εισέλθω στον χώρον αυτής, της θανατηφόρου ζωής; Τώρα έμαθα από αυτά που έπαθα, να μη εγκαταλείπει κανείς τον Θεόν. Τώρα έμαθα να παραμένω κοντά στον πάντοτε προστατεύοντα αυτούς που είναι πλησίον Του. Τώρα έμαθα να μη εμπιστεύεται κανείς τους ακαθάρτους δαίμονας, που διδάσκουν κάθε φθοράν και ακαθαρσίαν.
Τί λοιπόν λέγει; Θα σηκωθώ και θα υπάγω στον Πατέρα μου. Θα επιστρέψω καλώς απ’ όπου κακώς έφυγα. Θα υπάγω προς τον Πατέρα μου και Ποιητήν και Δεσπότην και κηδεμόνα και προνοητήν. Θα φθάσω στον Πατέρα μου, που με περιμένει από χρόνια και υποδέχεται με αγάπην αυτούς που επιστρέφουν στον οίκον Του. Λοιπόν, θα σηκωθώ να υπάγω στον Πατέρα μου και θα του ειπώ: Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι πλέον άξιος να ονομάζομαι υιός Σου. κάνε με σαν ένα από τους μισθωτούς δούλους Σου. Είναι αρκετά τα λόγια αυτά, για να σωθώ. Είναι αρκετόν το όνομα του Πατρός μου, για να Τον συγκινήσει. Γιατί δεν μπορεί ο Πατέρας μου, ακούγοντας το όνομά Του από εμένα, να μη φανεί και στα έργα Πατέρας. Δεν μπορεί να μη σπλαχνιστεί αφού είναι εύσπλαγχνος. Δεν δύναται να μη μου δώσει άφεση για τα ολισθήματά μου, μόλις ακούσει το “αμάρτησα” και δεν μπορεί να μη λησμονήσει την δίκαιαν οργήν Του, μόλις ακούσει την φωνήν μου. Γνωρίζω πόση δύναμη έχει η μετάνοια στον Θεόν. Γνωρίζω πόσον ισχυρά είναι τα δάκρυα στον Θεόν. Γνωρίζω ότι κάθε αμαρτωλός, που προσφεύγει στον Θεόν με θερμά δάκρυα, ωσάν τον Πέτρον, λαμβάνει άφεση των αμαρτιών του. Γνωρίζω την αγαθότητα του Θεού μου, γνωρίζω την ημερότητα του Πατρός μου. Θα με ελεήσει μετανοούντα, αφού δεν με εκόλασε αμαρτήσαντα.
Και σηκώθηκε και πήγε στον Πατέρα του, προσθέσας έτσι στην καλήν βουλήν την αγαθή πράξη. Γιατί δεν πρέπει μονάχα να θέλουμε την ωφέλειαν, αλλά να δείχνουμε με τις πράξεις τις αγαθές ροπές. Ευρισκόμενος ακόμη σε απόσταση από τον τόπον, που ήταν ο Πατέρας του, αλλά πλησίον όμως στον πρέποντα τρόπον, και σηκώνοντας τα χέρια του και κτυπώντας το στήθος του, που υπήρξεν εργαστήριον πονηρών λογισμών, το δε πρόσωπόν του προσηλώνοντάς το στη γη, τα δε δάκρυα των οφθαλμών του προβάλλοντας ωσάν πρεσβευτές και προμελετώντας την απολογίαν του. Και μόλις έφθασεν, ανεβόησε με δυνατή φωνή και με κλαυθμόν λέγοντας. Πατέρα, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου. Αμάρτησα, το γνωρίζω Χριστέ Δέσποτα και Θεέ. Τις αμαρτίες μου Συ μόνον γνωρίζεις. Αμάρτησα, ελέησε ως Θεός και Δεσπότης. Δεν είμαι άξιος να βλέπω τον ουρανόν και να παρακαλώ Σε τον Αγαθόν μου Δεσπότην, όπως είμαι γεμάτος από μεγάλα και απαίσια εγκλήματα. Δεν υπάρχει αριθμός των αμαρτιών μου. Ελέησε ως Αγαθός Θεός, που είσαι πάντοτε, ότι δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Δέξαι με σαν ένα δούλον Σου.
Έτσι, ικετεύοντας από το βάθος της καρδιάς του, τον είδε Εκείνος, που βλέπει να πλημμελούν, αλλά να παραβλέπει εκείνους, που αμαρτάνουν, αναμένοντας την μετάνοιάν τους. Τον είδε ο Πατέρας του και τον ευσπλαγχνίσθη. Γιατί Πατέρας ήταν στην αγαθότητα αν και υπήρχε Θεός στην φύση. Έτρεξεν ο Πατέρας και έπεσεν επάνω στον τράχηλόν του και τον θερμοφίλησε. Δεν περίμενε τον αμαρτήσαντα να έλθει πλησίον Του, αλλά αυτός ο Πατέρας έσπευσε και προαπάντησε τον υιόν. Και δεν συχάθηκε τον τράχηλόν του, που ήταν γεμάτος από κηλίδες της ασωτείας και ακαθαρσίας. Αλλά αφού τον αγκάλιασε με τα άχραντα χέρια του, τον καταφιλούσε αχόρταγα, αυτόν που πάντοτε ποθούσε. Ω της αφάτου και φοβεράς ευσπλαγχνίας! Ω παραδόξου φιλανθρωπίας! Ω ξένων σπονδών! Ω ξένων καταλλαγών! Έπεισεν αμέσως τον Θεόν σε μια ροπήν, ώστε να συγκαταβεί στα δάκρυα και να παραβλέψει πλήθος αμέτρητον αμαρτημάτων.
Εθαύμασες, βλέποντας τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ω της στοργής των πατρικών σπλάγχνων! Ο αμαρτωλός επί της γης εδάκρυσε και ο μόνος αναμάρτητος από τον ουρανόν έστρεψε τον εαυτόν του από φιλανθρωπίαν προς την γην. Ποιος είδε ποτέ τον Θεόν να κολακεύει αμαρτωλόν; Ποιος είδε τον δικαστήν να περιποιείται τον κατάδικον; Ποιος είδε ποτέ τον κατάδικον να τον κολακεύουν; Αλλά ο Θεός, όμως, παρηγορεί, όπως κάποτε τον Ισραήλ “Λαός μου”, λέγει, “σε τί σε αδίκησα ή σε τί σε ενώχλησα;” Και τώρα τα ίδια γίνονται, επειδή έτσι θέλει ο ευκατάλλακτος Θεός, έτσι συνηθίζει να νικάται από τον εαυτόν του ο Πατέρας των οικτιρμών και πάσης παρακλήσεως.
Και δεν αρκέστηκε σ’ αυτά ο άσωτος αυτός υιός, αλλά και στα αγαθά της μετανοίας όντας άσωτος, δεν ενόμισεν ότι είναι επαρκής η τόση φιλανθρωπία για την τέλειαν σωτηρίαν συγκριτικώς προς τα πλήθη των αμαρτημάτων του. Αλλά εκείνα, που εμελέτησε να ειπεί στον Πατέρα, αυτά έλεγε ενώπιόν Του με σχήμα ταπεινόν. Πατέρα, αν μου πρέπει να Σε ονομάζω Πατέρα (γιατί, μήπως αμαρτάνω φοβάμαι, ονομάζοντάς Σε Πατέρα και δεν υβρίζω με την κλήση αυτή το ανύβριστον όνομα. Ακόμη, αν η συνείδησή μου δεν μου κλείνει τα χείλη μου, αν οι κακές μου πράξεις δεν μου δένουν την γλώσσα, αν η αμαρτωλή ζωή μου εμποδίζει τον λόγον).
Πατέρα Άγιε, δέξαι δέηση ρυπαρά από στόμα ρυπαρόν. Πατέρα κατά χάριν, και Δημιουργέ κατά φύσιν, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Αμάρτησα, ομολογώ τα παραπτώματά μου, δεν κρύβω αυτά που βλέπεις, δεν αρνούμαι αυτά που γνωρίζεις. Ως υπεύθυνος είμαι εδώ, ως παράνομος κατακρίνομαι, Συ ως κριτής ελέησόν με. Αμάρτησα στον ουρανόν (γιατί φοβούμαι ωσάν κατηγόρου φωνήν την μορφή του στερεώματος), ευλαβούμαι να ατενίσω στο φως της Θεότητος, έχοντας ρυπαρούς τους οφθαλμούς της διανοίας μου. Αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να ονομάζομαι υιός Σου.
Ιδού ανακηρύττω τον εαυτόν μου, κατακρίνω τον εαυτόν μου, κατά του εαυτού μου βγάζω απόφαση. Δεν χρειάζομαι δικαστήν να με καταδικάσει, δεν χρειάζονται κατήγοροι να με ελέγξουν, δεν έχω ανάγκην μαρτύρων για αποδείξεις. Μέσα μου έχω την συνείδηση, ωσάν δικαστήν αδέκαστον, στην ψυχήν μου υπάρχει το φοβερόν δικαστήριον, μέσα στην συνείδησή μου ευρίσκονται οι μάρτυρες, βλέπω με τα μάτια μου τους κατηγόρους μου. Τα θέατρα με κατηγορούν, οι ιπποδρομίες με κατακρίνουν, όσα έβλεπα στις θηριομαχίες με ελέγχουν. Η ασωτία μου με καταισχύνει, οι πράξεις μου με στηλιτεύουν, η τωρινή γυμνότης μου με φανερώνει, αυτά τα κουρέλια της ντροπής, που φορώ, με καταντροπιάζουν και δεν είμαι άξιος υιός Σου να λέγομαι. Ποίησόν με ως ένα των μισθίων Σου. Μήτε από την αυλήν Σου να με διώξεις, Δέσποτα, για να μη με εύρει πάλιν ο πολέμιος περιπλανώμενον και με συλλάβει σαν αιχμάλωτον. Αλλά ούτε πλησίον της φοβέρας Σου μυστικής Τραπέζης ελκύσεις με. Γιατί δεν τολμώ να βλέπω τα Άγια των Αγίων με μάτια ακάθαρτα. Άφησέ με να στέκωμαι μαζί με τους κατηχουμένους μέσα από τις θύρες της Εκκλησίας, ώστε, θεωρώντας τα τελούμενα μυστήρια, να ποθήσω, συν τω χρόνω, να μετάσχω πάλιν σ’ αυτά. Και λουόμενος με τα θεία νάματα, να καθαρίσω από την αισχύνη των αισχρών ασμάτων τον ρύπον, που παραμένει ακόμη στ’ αυτιά μου. Και βλέποντας τους μαργαρίτες (το Σώμα Σου) να τους παίρνουν ευσεβείς πιστοί, να επιθυμήσω και εγώ ν’ αποκτήσω χέρια άξια να τους υποδεχθούν.
Αυτά λέγοντας του Ασώτου, και κλαίοντας δυνατά, είπεν ο Πατέρας στους δούλους Του. Σε ποιους δούλους; Στους ιερείς και λειτουργούς των προσταγμάτων Του: Φέρετε γρήγορα την πρώτην στολήν και ενδύστε τον. Φέρετε την εξ ουρανών υφαντήν, αυτήν που κατεσκεύασεν το πνευματικόν πυρ. Φέρετε την στολήν, που υφαίνεται στα ύδατα της κολυμβήθρας. Φέρετε την στολήν, που κατασκευάζεται από την πνευματικήν φωτιά και ενδύστε τον. Ενδύσατε αυτόν, που απογυμνώθηκε, ενδύσατε τον νέον Αδάμ, που εγύμνωσεν ο διάβολος. Ενδύσατε τον βασιλέα της κτίσεως, κοσμήστε αυτόν, για τον οποίον εκόσμησα τον κόσμον, καλλωπίστε του υιού μου τα φίλτατα μέλη.
Δεν ανέχομαι να τον βλέπω ακαλλώπιστον. Δεν ανέχομαι να αφεθεί η εικόνα μου γυμνή. Θεωρώ εντροπήν δική μου την εντροπήν του δικού μου παιδιού. Θεωρώ δόξαν μου τον πλούτον του παιδιού μου. Δώστε και δακτυλίδι στο χέρι του, για να φορεί τον αρραβώνα του Αγίου Πνεύματος και φορώντας αυτό, να φρουρείται από αυτό το Άγιον Πνεύμα. Κι έτσι, περιφέροντας την σφραγίδα μου, θα είναι φοβερός σ’ όλους τους πολεμίους και εναντίους. Και φαινόμενος από μακρυά, να δείχνει ποιου Πατέρα είναι αυτός υιός. Δώστε του και υποδήματα στα πόδια του, για να μη εύρει πάλιν ο όφις γυμνήν την πτέρναν του και τον κτυπήσει με το κεντρί του, αλλά μάλλον αυτός να καταπατεί την κεφαλήν του δράκοντος και να συντρίψει του πολεμίου τα κέντρα, για να τρέχει στον δρόμον του Θεού.
Και στη συνέχεια, αφού φέρετε τον σιτευτόν μόσχον, θυσιάστε τον. Ποιον σιτευτόν μόσχον λέγει; Ποιον; Αυτόν που εγέννησε η δάμαλις Παρθένος Μαρία. Φέρετε τον μόσχον τον αδάμαστον, που δεν δέχθηκε ζυγόν αμαρτίας, τον Παρθένον και εκ Παρθένου, τον ακολουθούντα αυτούς, που Τον ακολουθούν όχι εξ ανάγκης, αλλ’ εκουσίως. Αυτόν, που δεν κάνει χρήση της δυνάμεώς Του ούτε των κεράτων Του, αλλά που πρόθυμα παραδιδόμενον να σφάζεται από τους ιερείς. Θυσιάστε, τον θεληματικώς θυσιαζόμενον, θυσιάστε αυτόν που ζωοποιεί τους θυσιάζοντες, θυσιάστε τον θυσιαζόμενον που όμως, δεν πεθαίνει. Θυσιάστε τον μελιζόμενον, που αγιάζει αυτούς, που τον μελίζουν. Θυσιάστε τον εσθιόμενον από τους πιστούς, που ποτέ δεν δαπανάται. Θυσιάστε τον αυτόν, που κάνει μακαρίους εκείνους που τον τρώγουν. Και αφού φάγομεν όλοι ας ευφρανθούμε. Γιατί ο υιός μου αυτός ήταν νεκρός και ξαναέζησε. ήταν απωλεσμένος και ευρέθηκε.
Και άρχισαν να ευφραίνωνται. Εσείς που γευτήκατε από αυτήν την θυσίαν, γνωρίζετε την πνευματικήν ευφροσύνην, και θυμάστε τα φρικτά μυστήρια, τους λειτουργούς της θείας ιερουργίας, που μιμούνται με τις λεπτές οθόνες, τα φτερά των Αγγέλων, όπως απλώνονται στους αριστερούς ώμους, και περιφερόμενοι στην εκκλησία, φωνάζουν: μη κανείς από τους κατηχουμένους, μη κανείς από τους μη εσθίοντας, μη κανείς κατάσκοπος, μη κανείς από εκείνους που δεν δύνανται να ιδούν το ουράνιον αίμα εκχυνόμενον “εις άφεσιν αμαρτιών”, μη κανείς ανάξιος της ζωντανής θυσίας, μη κανείς αμύητος, μη κανένας, που δεν δύναται, λόγω των ακαθάρτων χειλέων του, να ψαύσει τα φρικτά μυστήρια.
Ύστερα οι Άγγελοι από τον ουρανόν, δοξολογούντες και λέγοντες: Άγιος ο Πατέρας, που θέλησε να θυσιασθεί ο σιτευτός μόσχος, που δεν γνώρισεν αμαρτία, καθώς λέγει ο Προφήτης Ησαΐας: “Ος αμαρτίαν ουκ εποίησεν, ουδέ ευρέθη δόλος εν τω στόματι Αυτού”. Άγιος ο Υιός, μαζί και μόσχος, ο πάντοτε εκουσίως θυόμενος και πάντοτε ζωντανός. Άγιος ο Παράκλητος, το Πνεύμα το Άγιον, που τελεσιούργησε την θυσίαν.
Όταν, λοιπόν, εγένοντο αυτά στο εσωτερικόν, ο πρεσβύτερος υιός, που έφθασε από μακρυά, άκουσε τις συμφωνίες και τους χορούς. Και προσκαλώντας ένα δούλον, ερωτούσε να μάθει τί σημαίνουν αυτά, γιατί ακούω μουσικές: Ο δούλος του είπε. ο Δαβίδ ο Προφήτης ψάλλει τον στίχον “τότε ανοίσουσιν επί το θυσιαστήριόν Σου μόσχους”. Και προτρέπει τους παρόντες να φάγουν λέγοντας: “Γεύσασθε και ίδετε ότι χρηστός ο Κύριος”. Ο δε Παύλος, ο εξηγητής των θείων μυστηρίων, φωνάζει δυνατά. “Το Πάσχα ημών, υπέρ ημών ετύθη Χριστός”. Η Εκκλησία πανηγυρίζει, ευφραίνεται και χορεύει. Ο πρεσβύτερος υιός λέγει στον δούλον: καλά, χωρίς να είμαι εγώ, άλλοι τα δικά μου μυστήρια, παρά την απουσίαν μου, απολαμβάνουν στο σπίτι μου; Ναι, απαντά, γιατί ήλθεν ο αδελφός σου και ο Πατέρας σου εθυσίασε το σιτευτόν μόσχον, επειδή χάρηκε που τον δέχθηκε υγιαίνοντα.
Και ο δίκαιος αδελφός ωργίσθηκε και δεν θέλησε να εισέλθει στο σπίτι του. Ο δίκαιος, λοιπόν, ωργίσθηκε και υποδουλώθηκε στον φθόνον, αυτός που κατεπάτησε τα τερπνά της ζωής κυριεύτηκε από τον φθόνον; και πώς ο Παύλος λέγει. “εβουλόμην αυτός εγώ ανάθεμα είναι από Χριστού υπέρ των αδελφών μου, των συγγενών μου κατά σάρκα”; Ο Σωτήρας, όμως, δεν εσχημάτισε την Παραβολήν έτσι, ώστε να δείξει τον δίκαιον βάσκανον, αλλά για να διακηρύξει τον υπερβάλλοντα πλούτον της χρηστότητος του Πατρός Του. Και αυτό φανερώνεται από τα ακόλουθα. Η παραβολή λέγει ο Πατέρας του, εξήλθε από τον οίκον και παρηγορούσε τον υιόν του. Ω, ανεκφράστου σοφίας! Ω θεοφιλούς προνοίας! Και τον αμαρτωλόν ελέησε και τον δίκαιον εκολάκευσε. Και τον όρθιον δεν άφησε να πέσει και τον πεσόντα σήκωσε. Και τον πένητα επλούτισε και τον πλούσιον δεν άφησε να φτωχύνει με τον φθόνον.
Ο πρεσβύτερος είπε στον Πατέρα του: Τόσα χρόνια εγώ σου δουλεύω και ουδέποτε παρέβλεψα εντολήν Σου. Και σ’ εμένα ποτέ δεν έδωσες ένα ερίφιον, για να ευφρανθώ με τους φίλους μου. Αλλά “περιέρχομαι εν μηλωταίς, εν αιγείοις δέρμασιν, υστερούμενος, θλιβόμενος, κακουχούμενος”. Όταν δε ο υιός Σου αυτός ήλθεν, που σε κατεφρόνησε και σου κατέφαγε τον πλούτον με τις πόρνες, αμέσως θυσίασες για χάρι του τον μόσχον τον σιτευτόν. Και ούτε με λόγους τον κατηγόρησες, ούτε το Πρόσωπόν Σου απέστρεψας από την αθλιότητά του. Αλλά αμέσως τον εξενοδόχησες, και με λαμπρή στολή τον κατεκόσμησες, και το αστραφτερό χρυσό δακτυλίδι του εφόρεσες, και με υποδήματα τον ασφάλισες και την Εκκλησίαν άνοιξες και την τράπεζαν ευτρέπισες και τους κρατήρες εγέμισες. Αλλά και τον μόσχον τον σιτευτόν εθυσίασες και προσκάλεσες τους πιστούς στην ευωχίαν αυτήν και έκανες τους Αγγέλους να χορεύουν και παρεσκεύασες ένα παράξενον συμπόσιον με συμμετοχή της γης και του ουρανού. Και όλα αυτά και τις τόσες δωρεές προσέφερες σ’ αυτόν, που κατεφρόνησε την αγαθότητά Σου και ύβρισε την ευγένειά Σου. Τί να ειπώ για το βάθος και το πέλαγος των οικτιρμών Σου, πώς να θαυμάσω την θάλασσαν της ειρήνης και γαληνότητός Σου; Ελεείς, Κύριε, όλους γιατί τα πάντα ημπορείς και παραβλέπεις τα αμαρτήματα των ανθρώπων, που προσέρχονται μετανοούντες.
Ο δε Πατέρας του είπε: Τέκνον, συ είσαι πάντοτε μαζί μου. Εσύ δεν εχωρίσθης ποτέ από τους κόλπους μου. Εσύ από την Εκκλησίαν μου δεν απεμακρύνθης. Εσύ προσέχεις πάντοτε στους ψαλμούς και στους ύμνους. Εσύ συμπροσεύχεσαι πάντοτε μαζί με τους Αγγέλους. Εσύ στο Θυσιαστήριον παριστάμενος με παρρησία λέγεις, “Πάτερ ημών ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά Σου”. Αυτός δε προσήλθε σ’ εμένα κατάκριτος, κατησχυμένος, στρέφοντας το πρόσωπόν του στην γη και με συντετριμμένη και σκοτεινή φωνή, εφώναξε: “Πατέρα μου, αμάρτησα στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαι άξιος να λέγομαι υιός Σου. Πάρε με ως ένα μισθωτόν δούλον Σου”.
Εγώ, τέκνον, τί είχα να κάμω σ’ αυτά τα συγκλονιστικά λόγια; Ημπορούσα να μη ελεήσω τον δικόν μου υιόν, που επέστρεψε; Εσύ που θυμώνεις δίκασε. Ως φιλάνθρωπος που είμαι δεν μπορούσα να κάνω κάτι απάνθρωπον. Δεν ημπορώ να μη ελεήσω αυτόν, που εγώ εδημιούργησα. Δεν δύναμαι να μη λυπηθώ αυτόν που γέννησα από τα σπλάγχνα μου. Τέκνον, εσύ είσαι πάντοτε μαζί μου και όσα έχω, όλα δικά σου είναι. Ο ουρανός δικός σου, το στερέωμα δικό σου, ο ήλιος δικός σου φωστήρας, η σελήνη δική σου υπηρέτρια, τα αστέρια δικά σου πολύφωτα, ο αέρας δικός σου τροφέας και όλα τα εναέρια δικά σου. Η γη και όσα φύονται, δικά σου, η θάλασσα και όσα είναι σ’ αυτή δικά σου. Ο κόσμος όλος, δικός σου. Η Εκκλησία, δική σου. Το Θυσιαστήριον, δικό σου. Ο μόσχος ο σιτευτός, δικός σου. Η θυσία, δική σου. Οι Άγγελοι, δικοί σου. Οι Απόστολοι, δικοί σου. Οι Μάρτυρες, δικοί σου. Τα παρόντα, δικά σου. Τα μέλλοντα, δικά σου. Η Ανάσταση, δική σου. Η αθανασία, δική σου. Η αφθαρσία, δική σου. Η βασιλεία των ουρανών, δική σου. Όλα τα φαινόμενα και νοούμενα, δικά σου.
Μήπως επήρα όσα έχεις και τα έδωσα σ’ εκείνον; Μήπως σε εγύμνωσα και εκείνον έντυσα; Μήπως εκ των πραγμάτων μου δεν εχάρισα το έλεος; Μήπως εξ ίσου δεν είμαι Πατέρας σου και εκείνου; Και εσένα τιμώ για την αρετήν σου και εκείνον ελεώ για την πολύ καλήν επιστροφήν του. Και εσένα ποθώ για τον ενάρετον βίον σου, και εκείνον ποθώ για την μετάνοιάν του. Και εσένα αγαπώ για την μακροθυμίαν σου, και εκείνον αγαπώ, που επέστρεψε σ’ εμένα. Και εσένα αγαπώ για την αρετήν σου, και εκείνον αγαπώ για την μετάνοιάν του.
Έπρεπε να ευφρανθείς και να χαρείς, που ο αδελφός σου αυτός ήταν νεκρός και ζωντάνεψε, ήταν χαμένος και ευρέθη. Ποιος βλέποντας νεκρόν να ανασταίνεται, δεν ευφραίνεται; Και ποιος ευρίσκει εκείνο που έχασε και δεν αγάλλεται; Έλα και εσύ, υιέ μου, να συνευφρανθείς μαζί μας και σκίρτησε μαζί με τους Αγγέλους και αγκάλιασε τον αδελφόν σου με μας και ψάλλε με τον Δαυίδ εκείνο το πνευματικό μέλος, που ταιριάζει στο τωρινό πανηγύρι μας. “Μακάριοι ων αφέθησαν αι ανομίαι και ων επεκαλύφθησαν αι αμαρτίαι. μακάριος ανήρ, ω ου μη λογίσηται Κύριος αμαρτίαν”.
Ακούσατε την θείαν Παραβολήν και εμάθατε το περιεχόμενόν της και την σημασία της εννοήσατε. Εμάθατε ότι έχομεν Κύριον φιλάνθρωπον και ανεξίκακον. Προς Αυτόν λοιπόν να καταφύγωμεν με καθαρή καρδιά. Ελάτε να φωνάξωμεν όλοι προς Αυτόν. Δέσποτα, Κύριε, φιλάνθρωπε, μονογενή Υιέ του Θεού, αμαρτήσαμεν στον ουρανόν και ενώπιόν Σου και δεν είμαστε άξιοι να γενώμεθα υιοί Σου, αλλά έχομεν το θάρρος στους οικτιρμούς Σου. Έχομεν ενέχυρο της φιλανθρωπίας Σου τον Τίμιον Σταυρόν, που υπέμεινες για μας. Έχομεν εγγυητές της ευσπλαγχνίας Σου την άλλοτε πόρνην και τον άλλοτε ληστήν. Εξ αφορμής αυτών, όλοι εμείς οι αμαρτωλοί, καταφεύγομεν στην φιλανθρωπία Σου. Όπως εκείνους μετέβαλες σε σεβασμίους και μακαρίους, Κύριε, και εμάς, που Σου προσπίπτομεν, ελέησον. Και όπως ανέστησες νεκρούς με την Σταύρωσή σου και εμάς, που νεκρωθήκαμεν από αμαρτίες, από την πολλήν Σου φιλανθρωπίαν ανάστησε, για να απολαύσουμε την Ανάστασή Σου μαζί με τους λυτρωθέντες. Και να επιμείνωμεν στην δέηση αυτή, για να μας ειπεί ο Δεσπότης Χριστός. “Κατά την πίστιν υμών γενηθήτω υμίν”.
Και εσείς οι μέλλοντες να λάβετε την δωρεάν του Βαπτίσματος, να απορρίψετε κάθε αλλότριον λογισμόν και κατευθύνοντες τις ψυχές σας στον ουράνιον Νυμφίον, θα δεχθήτε την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. “Ο Κύριος εγγύς, μηδέν μεριμνάτε”. Ο λυτρωτής στέκεται στην θύραν, ο ιατρός είναι εδώ, το ιατρείον άνοιξε, τα φάρμακα υπάρχουν, η κολυμβήθρα όλους τους δέχεται, η Χάρις έχει απλωθεί, η στολή υφαίνεται από τον Πατέρα, τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα. Μακάριοι αυτοί που αξιώνονται να φορέσουν την στολήν. Μόνον σεις ανάψτε τις λαμπάδες της πίστεως, έχοντας και άφθονον λάδι, ώστε, όταν ακουσθεί η φωνή την νύκτα, ιδού ο νυμφίος έρχεται, να εξέλθετε σε απάντησή Του με φαιδρές τις λαμπάδες, χορεύοντας και σκιρτώντας να φωνάζετε, ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου. Σε Αυτόν να είναι η δόξα και η δύναμη, τώρα και πάντοτε και στους αιώνες. Αμήν».
“Λόγος στην Παραβολή του Ασώτου”, Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Ο γογγυσμός των Φαρισαίων και των Γραμματέων για την επιείκεια προς τους τελώνες, οι οποίοι πρώτοι άρχισαν να πλησιάζουν τον Κύριόν μας με ευλάβεια και να απολαμβάνουν την διδασκαλία του, τους ιδίους τους αμαρτωλούς και τους τελώνες δεν τους ημπόδισε να προχωρήσουν στο συμφέρον τους, ούτε τους απεμάκρυνε από την τόσο καλή και ευτυχή εκείνην προσέγγιση.
Τους ωφέλησε μάλιστα, δίδοντάς τους αρκετές εγγυήσεις για την φιλανθρωπία με την οποίαν αντιμετωπίζει ο Θεός αυτούς που μετανοούν και επιστρέφουν σ’ αυτόν από τις πονηρίες τους. Παρεκίνησε δε και τον Κύριόν μας να παρηγορήση με μεγαλύτερον και πιο έντονον ζήλον εμάς, χάριν των οποίων εδιηγήθη και αυτές τις παραβολές. Διότι όχι μόνον τους τότε παρόντες αμαρτωλούς και τελώνες, αλλά βεβαίως και εμάς και όλους αυτούς που από τότε μέχρι τώρα προσέχουν με πίστη στους θείους του λόγους και θα προσέχουν μέχρι την συντέλεια, μας ψυχαγωγεί θαυμάσια με τις ελπίδες της φιλανθρωπίας του, αρκεί να προτιμήσωμε την δια της μετανοίας επιστροφή με κάθε δυνατόν τρόπο.
Και οι μεν «άγγελοι χαίρουσι επί ενί αμαρτωλώ μετανοούντι», όπως μας λέγει ο Δεσπότης, ο ιδικός μας και των αγγέλων. Οι δε Φαρισαίοι περιγελούσαν τον θείον λόγον, είχαν υποδουλωθή στην οίηση και την φιλαργυρία, και ήσαν συνηθισμένοι να οδηγούν μαζί τους στην απώλεια και στην διαφθοράν όσους εξηπατούντο από αυτούς, και τους έδιδαν προσοχή νομίζοντας ότι έχουν την δυνατότητα να ωφελήσουν και να σώσουν. Και αφού ούτε επείθοντο στον Δεσπότη μας, αλλά με κάθε τρόπο τον επηρέαζαν φανερά και του έστηναν ενέδρες, ούτε ήθελαν να προσέξουν στα γεγονότα από τα οποία κάθε ημέρα κηρύττεται φανερά η φιλανθρωπία του Θεού, έπρεπε τουλάχιστον να πιστεύουν στα βιβλία των οποίων εθεωρούντο ερμηνευταί προς τους άλλους. Μέσα σε αυτά όλες σχεδόν οι υποθέσεις δεικνύουν την συμπάθεια και τον οίκτο του Θεού προς εκείνους που μετανοούν, και την σφοδροτάτην ποινήν εναντίον αυτών που αμαρτάνουν αμετανόητα. Και από μύρια παραδείγματα αυτής της ουρανίου φιλανθρωπίας ήταν γεμάτος ο πριν από την θείαν οικονομία χρόνος, σαν από προδρόμους και προοίμια της μετά ταύτα σαφεστέρας και μεγαλυτέρας συμπαθείας που έδειξε.
Αλλά τώρα εμείς αφήνοντας την άλλη διδασκαλία του Σωτήρος, θα μιλήσωμε μόνο για την παραβολήν των δύο υιών, την οποία θα ακούσωμε σήμερα να διαβάζεται. Ήδη ο παραβολικός λόγος που χρησιμοποιούσε η θεία εύνοια προς χάριν των αμαρτωλών, και αφορούσε τους Γραμματείς και τους Φαρισαίους, είχεν εξαπλωθεί αρκετά, ανεφέρετο δε στο ότι απιστούσαν ακόμη και στα αυτονόητα, κλείνοντας επιμόνως τους οφθαλμούς των, ή και βλέποντας προσποιούντο ότι δεν βλέπουν. Εδικαίωναν τους εαυτούς των ενώπιον των ανθρώπων χωρίς να εντρέπωνται Εκείνον που γνωρίζει τα πάντα, και εγίνοντο φορτικοί στα πταίσματα των ομοδούλων ή και των αδελφών τους. Επίσης, όσους μεταξύ των ανθρώπων ήσαν πατέρες και έδειχναν φιλανθρωπία για τα παιδιά τους, συγχωρώντας την προηγουμένην αναίδειάν τους, έστω και αν ήταν πολυχρόνιος, και αρκούμενοι στο ότι επέστρεφαν και ομολογούσαν την αφροσύνη τους, τους επαινούσαν, μερικές φορές μάλιστα εμεσίτευαν υπέρ αυτών. Την φιλανθρωπίαν όμως του κοινού Δημιουργού και Πατρός των όλων την ηρνούντο. Σ’ εκείνους λοιπόν εδίδοντο γι’ αυτούς τους λόγους οι παραβολές, οι οποίες έπαιρναν αφορμές από τα καθημερινά και ανθρώπινα γεγονότα, και ήλεγχαν την απανθρωπίαν. Εμείς όμως δεν χρειαζόμεθα πλέον τις παραβολές, αφού έχουμε πιστεύσει κατ’ εξοχήν στους λόγους και στα έργα του Κυρίου, και μόνον από αυτά αντλούμε την ελπίδα της σωτηρίας. Διότι αυτό το καλό δεν το αποκτήσαμε μόνον από τα μαθήματα των θείων μυστηρίων που αυτός μας έδωσε, αλλά τον παρακολουθήσαμε να μας βεβαιώνη και με πολύ φανερά παραδείγματα, ότι αφού πρώτα έδιδε την άφεση των αμαρτιών, αμέσως μετά την επεβεβαίωνε σ’ αυτούς που την εδέχθησαν, και την εφανέρωνε προσθέτοντας την απαλλαγήν από τα σωματικά κακά, όπως έγινε στον παραλυτικόν και σε πολλούς άλλους. Αυτά λοιπόν, τιμώντας τον Δεσπότη, τον Πατέρα και Κηδεμόνα μας, θα τα εκθέσωμε απλώς, όχι για να επιβεβαιώσωμε την προς εμάς φιλανθρωπία του με παραβολές ή διηγήσεις, αφού αυτή είναι ανεκδιήγητος και νικά κάθε όγον, αλλά μόνον για να τον ευχαριστήσωμε, επειδή όχι μόνο την πραγματοποιεί αλλά και την φανερώνει σιωπηρώς, αυτήν που φανερώνεται κάθε ώρα με έργα απερίγραπτα.
Πατέρας λοιπόν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού κατά φύσιν είναι ο Θεός που αιωνίως τον γεννά. Από αυτόν προήλθε κατά φύσιν και όχι απλώς με την βούλησιν όπως συνέβη με τα κτίσματα. Πατέρα δε εμείς οι άνθρωποι έχουμε έναν, δηλαδή μαζί και τον Θεόν Πατέρα και τον Θεάνθρωπον Υιόν. Επειδή είναι ένας Θεός και μία φύσις, είναι ένας και σχετικώς με εμάς, έστω και αν διακρίνωνται οι υποστάσεις τους. Επομένως ο καθένας τους είναι πατέρας μας, από την άποψη της διακρίσεως των προσώπων, και συγχρόνως ένας πατέρας μας είναι και οι τρείς, όπως είναι και ένας Θεός κατά την φύση. Ο δε Θεός είναι πατέρας μας κατά χάριν, όχι κατά φύσιν, επειδή είμεθα έργα της βουλήσεως, όχι της φύσεώς του. Και για όλα μεν τα έργα του είναι πατέρας ο Θεός, ιδιαιτέρως όμως για εμάς τους ανθρώπους, επειδή σ’ εμάς δίδει λογική, μας κάνει αυτεξουσίους, μας ορίζει άρχοντες όλης της κτίσεως. Μας συνδέει με το σώμα σαν με εργαλείο, μας δίδει δε την δυνατότητα να ανεβούμε με το πνεύμα μέχρι τον ουρανό. Προνοεί για μας χωρίς χρονικόν περιορισμόν, όχι μόνον για την πρόσκαιρον ύπαρξη και ζωή μας, αλλά και για να ζούμε αιωνίως, συναναστρεφόμενοι άμεσα μαζί του και απολαμβάνοντας τα εκεί αγαθά. Να είμεθα μακάριοι όπως αυτός, όχι με γηίνην ευτυχίαν αλλά με την μακαριότητα που δίδεται υπερφυώς. Ω, τι ανέκφραστος αγαθότης, που νικά κάθε νουν και κάθε λόγο! Ηνέχθη να είναι και πατέρας των έργων και των δούλων του, χρησιμοποιώντας για μας όλες τις πατρικές μεθόδους, χωρίς να παραλείπη τίποτε.
Η προαίρεσις των τοιούτων τέκνων από την αρχήν ακόμη έχει διαιρεθεί σε δύο, αν και η φύσις τους είναι μία. Ας εξαιρέσωμε όμως τώρα την πρώτην δυάδα των ανθρώπων, τότε που έγινε η σπορά της φύσεώς μας, επειδή εκείνοι δεν ήσαν αδελφοί, η δε δική τους υπόθεσις είναι διαφορετική, και αρμόζει σε άλλην ευκαιρία. Σ’ αυτόν τον λόγο θα ασχοληθούμε με εκείνους που εγεννήθησαν από αυτούς. Από τότε λοιπόν διηρέθη το ανθρώπινον γένος. Και ο Θεός προεγνώριζε μεν και προτιμούσε να μείνη αδιαίρετον, αλλά ήθελε να αφήση την χρήση των καλών που τους έδωσε περισσότερο στην προαίρεσή τους. Διότι δεν θα έπαιρνε πίσω την ελευθερία της γνώμης, το καλλίτερον από τα δώρα που τους είχε δώσει. Και εγνώριζε μεν ότι μία μερίδα των τέκνων του δεν θα χρησιμοποιήση καλώς αυτά που έλαβε” αλλά δεν ήθελε, επειδή είναι πανάγαθος, να δώση πρόφαση της φυγής από τον πατέρα, στερώντας τους από τα μέσα με τα οποία θα ημπορούσαν να ζήσουν καλά, όπως αρμόζει σε τέκνα. Γι’ αυτό εμοίρασε την περιουσία των αγαθών εξ ίσου στην καλλιτέρα και στην χειροτέρα μερίδα, πριν αποκαλυφθεί εμπράκτως η προαίρεσις του καθενός.
Η μία λοιπόν μερίδα των ανθρώπων δεν απεμακρύνετο από τον Θεόν και Πατέρα, συναναστρέφετο συνεχώς μαζί του, τον υπηρετούσε και υπετάσσετο στους πατρικούς νόμους, όπως είναι το φυσικόν, και αρκείτο για όλα στην κρίση του Πατρός, χωρίς να απαιτή τίποτε. Εγνώριζε ότι και χωρίς να του ζητήση, εκείνος θα δώση και θα προσθέση περισσότερες και μεγαλύτερες δωρεές. Όλο το υπόλοιπο μέρος των ανθρώπων επέλεξε την εντελώς αντίθετη τακτική. Γι’ αυτό, το μέρος της ανθρωπότητος που παρέμεινε με τον Πατέρα και υπήκουε σε όλα, εύλογα δεν ήταν μόνον στην τάξη προγενέστερο και δικαίως ονομάζεται πρεσβύτερον, αλλά προπορεύεται του άλλου και σύμφωνα με τον Πατρικόν και Θείον σκοπό. Ενώ εκείνο που προετίμησε να ζη με ιδικόν του ρυθμό, και έμελλε γι’ αυτό να εκτοπισθή στην εσχάτην αθλιότητα, είναι και ονομάζεται και από τις δύο απόψεις νεώτερον. Διότι καινοτομούσε, ακυρώνοντας τον σκοπό που είχε γι’ αυτό ο Πατέρας, και εκινείτο από παιδαριώδη θελήματα.
Έτσι λοιπόν είχαν χωρισθή, και ο Πατέρας τους εδημιούργησε ολους ομοίως για να μείνουν μαζί του, να υπακούσουν σε όλα και να μην απομακρυνθούν, να προξενήσουν δε πολλήν δόξαν από αυτήν την συνετήν διαγωγήν, όχι μόνον στον εαυτόν τους άλλα και στον ίδιο τον Πατέρα.
Δύο δηλαδή είναι οι δρόμοι που σύμφωνα με το θέλημα του Πατρός και τις μεγάλες ελπίδες που προέρχονται από αυτό, οδηγούν στον ένα σκοπόν, στην άκρα μακαριότητα, οι οποίοι κατευθύνονται από αληθινήν πίστη και ήθη σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής. Και αυτοί μεν που ηκολούθησαν τον δρόμο της πίστεως, οι οποίοι είναι και οι παλαιότεροι και ανήκουν στην μερίδα των πρεσβυτέρων, πρόσεχαν στον Θεόν και Πατέρα, και εδέχοντο την παιδαγωγία του, ενώ οι άλλοι που μετά τους παλαιούς εκείνους χρόνους επανεστάτησαν και απεστράφησαν τον Θεόν, ανήκαν στην μερίδα των νεωτέρων, και συνανεστρέφοντο με τους χοίρους. Διότι έχοντας εκπέσει εντελώς από τα θεία χαρίσματα με την καθημερινήν αύξηση αυτής της αποστροφής, και κατοικώντας τόπους εντελώς ερήμους από θείες επισκέψεις, αφού ζούσαν μακρυά από την Ιουδαία, η οποία διετρέφετο με την ποικίλη πρόνοιαν του Θεού, προσεκολλήθησαν πλέον στον πονηρόν, στον εχθρόν της ανθρωπίνης σωτηρίας, αυτόν που εξέβαλε πρώτον η πονηρία από την πατρικήν χώρα. Αυτός παρέδωσε το ευγενές εκείνο πλάσμα στην ζωήν και την τροφήν των χοίρων. Ή μάλλον αυτό λιμοκτονούσε περισσότερο και από τους χοίρους. Διότι οι μεν δαίμονες από τότε που απεστάτησαν, ετρέφοντο με την απώλεια του θείου πλάσματος. Το δε μέρος των ανθρώπων που συνανεστρέφετο μαζί τους είχε στερηθεί και από αυτήν την τροφή, και έτσι μάλλον έτρεφε τους δαίμονες παρά αυτό ετρέφετο από εκείνους. Και αυτοί μεν, υποκρινόμενοι ότι τρώγουν, ήσαν στην πραγματικότητα πεινασμένοι, ενώ ο άνθρωπος από κάθε άποψη λιμοκτονούσε.
Έτσι λοιπόν διπλή ήταν και η πίστις της δυάδος των τέκνων του Θεού. Ως προς δε τα ήθη, οι περισσότεροι ζούσαν πολύ άσχημα. Διότι και εκείνοι που επίστευαν σωστά, ήσαν με τα έργα απομακρυσμένοι από τον ουράνιον Πατέρα. Γι’ αυτό και εδέχοντο πολλές μαστιγώσεις, μάλλον δε μόνοι τους εταλαιπωρούντο με τις πληγές που τους έπρεπαν, αφού η πατρική κηδεμονία είχε αναχωρήσει πλέον από αυτούς. Εφ’ όσον με τα λόγια μεν επίστευαν σωστά, αλλά με τα έργα απιστούσαν παραβαίνοντας τους πατρικούς νόμους. Έτσι και οι υποτιθέμενοι ευσεβείς είχαν παραδοθεί σε διαφόρούς πειρασμούς, ενώ λίγοι ήσαν εκείνοι που μαζί με την πίστιν είχαν και την έμπρακτον ευλάβειαν. Ώστε τα τέκνα του Θεού είχαν χωρισθεί τότε σε δύο μέρη. Και εκείνοι μεν που ζούσαν με φρόνημα πρεσβυτέρου ήσαν ολίγοι, οι περισσότεροι δε ενεωτέριζαν.
Αυτά λοιπόν συνέβαιναν στους παλαιούς χρόνους. Ας ασχοληθούμε όμως τώρα για μεγαλυτέραν ωφέλεια, με τον μετά την Θείαν Οικονομίαν χρόνον, προς τον οποίον αρμόζει περισσότερο και η παραβολή. Διότι τα γεγονότα της Θείας Οικονομίας ήσαν ανάπλασις, μετά την πρώτην εκείνη πλάση, και αναγέννησις μετά την γέννηση, και αρχή δευτέρας και τελειοτέρας ζωής. Γι’ αυτό και το φάρμακο της μετανοίας προηγουμένως ήταν πολύ ασταθές και υπέσχετο την σωτηρία, χωρίς όμως να σώζη. Έσπερνε, χωρίς όμως να καρποφορή. Και πολύ ολίγοι από τους τότε ευσεβείς το είχαν δοκιμάσει, δεν ημπορούσε δε ακόμη να απαλλάξη από την φυσικήν φθοράν η οποία προεκλήθη από την φυγή, και την απόκρυψη των πρωτοπλάστων από τον Πατέρα. Και γιατί πρέπει να απορουμε για τους κατά τα άλλα πιστούς, οι οποίοι ημάρταναν και μετανοούσαν, αφού και για εκείνους που εκτός από την πίστιν είχαν κατορθώσει και όλη την αρετή, είχε κλεισθή μετά από αυτά ο πατρικός οίκος και τους περίμενε ο ίδιος Αδης, όπως και τους διεφθαρμένους στην πίστη και την ζωή; Διότι η στέρησις αυτή της δυνατότητας ήταν ισχυροτέρα, όχι μόνον από την μετάνοια που ακολουθούσε τα πταίσματα, αλλά και από κάθε προσωπικήν αρετή.
Άνοιξε λοιπόν στα τέκνα Του την Βασιλεία των Ουρανών, και με την Θείαν Οικονομίαν ετοίμασε την αιωνίαν κληρονομίαν, αφού γι’ αυτό ήλθε και εταπεινώθη με πολλούς τρόπους, ακόμη και με τον θάνατο. Έτσι τους έκαμε πλέον, αδελφούς και συμμόρφους, όχι μόνον τέκνα του όπως πριν. Από εδώ και πέρα δεν είναι ούτε λέγονται πλέον ολοι οι άνθρωποι τέκνα του Θεού, αλλά μόνον όσοι εσφραγίσθησαν με την πίστη και το βάπτισμά του, και έγιναν μέτοχοι των άλλων χαρισμάτων που προήλθαν από την Θείαν Οίκονομία, και αυτούς αφορά. η διαιρεσις και το νόημα της παραβολής.
Ας εξετάσωμε λοιπόν το δώρο της μετανοίας, έχοντας ενώπιόν μας τους δύο αυτούς υιούς του ωραίου και φιλανθρωποτάτου Πατρός, και χρησιμοποιώντας ως διδάσκαλον εκείνον που τους έδωσε. Από αυτούς λοιπόν τους δύο υιούς, εκείνος μεν που έχει πρεσβυτικόν φρόνημα, παραμένει μαζί με τον Πατέρα, οικονομεί καλώς τα αγαθά που έλαβε και προεκτείνει την επιθυμία και την προσπάθειά του προς τα μεγαλύτερα. Μοιράζει όλη την ζωήν του μεταξύ δύο καλών. Αφ’ ενός καρποφορεί για τον εαυτόν του και για τον Πατέρα με την επίπονον εξάσκηση των αγαθών έργων, αφ’ ετέρου στρέφεται προς το πρόσωπο του Πατρός με την θεωρία. Ο άλλος, υποδουλώνεται στη σάρκα και στις αισθήσεις, και με μίαν εντελώς παιδικήν ορμήν, απομακρύνεται από τον Πατέρα, διαβιώνει δε σε περιοχές τις οποίες ο Πατέρας δεν επιβλέπει, και οι οποίες χαρακτηρίζονται από τρόπον ζωής που δεν εναρμονίζεται με την θέλησή του. Εκεί σκορπίζει τον πλούτο των αγαθών που του εδόθη, σπαταλώντας τον για την εκπλήρωση των αλόγων του επιθυμιών. Ο Πατέρας του έδωσε τον ηγεμόνα νου, και αυτός τον υπεδούλωσε στα πάθη του. Του όρισε νόμο για να οικονομήση καλώς την ζωή του προς ευφροσύνην του ευεργέτου, και επίτευξη των μεγαλυτέρων αγαθών, αυτός όμως τον παρέβαινε και έτσι προκαλούσε συνεχώς τον Πατέρα. Του άνοιξε την ιδία την πύλη της αιωνίου ζωής με την πίστη και το βάπτισμα, και εκείνος με τις προσωπικές του αμαρτίες την έκλεισε πάλιν αθλίως. Σωρεία αμαρτιών εσύναξε στην ψυχή του, αντί του πλήθους των ασυγκρίτων εκείνων δωρεών. Αντί στον Πατέρα υποδουλώνεται στον εχθρό, και εκείνος τον κάνει χοιροβοσκό και ομοτράπεζο με τους χοίρους. Εζητούσε από την τροφή τους και δεν ημπορούσε ούτε αυτήν να έχη, ώστε και από τους ιδίους τους χοίρους έγινε χειρότερος και αθλιώτερος. Έτσι τιμούν οι δαίμονες εκείνους που υποδουλώνονται στα θελήματά τους. Αλλά όταν μετά πολύν χρόνον ήλθε στον εαυτόν του και συνησθάνθη την υπερβολήν των κακών, ομολόγησε μέσα στην ψυχή του αφ’ ενός την ευσπλαγχνία του Πατρός, και την μετάνοια την οποίαν η πατρική φιλανθρωπία αναγνωρίζει στα τέκνα ως πρώτον δικαίωμα, αφ’ ετέρου ότι το να απελπισθή για την συγχωρητικότητα του Πατρός, από απιστία στην αγαθότητά του και γι’ αυτό να απομακρυνθή οριστικώς από αυτόν, είναι αθεράπευτο κακό, και κορυφή των άλλων πταισμάτων. Επιστρέφει λοιπόν προς τον Πατέρα με μεγάλο θάρρος. Εξομολογείται την αμαρτία με πολλήν συντριβή, την οποία πρώτα ησθάνθη στην καρδία του, πριν προσέλθη στον Πατέρα, και έπειτα την εφανέρωσε με σχήμα και με γλώσσα. Δεν ζητεί πλέον την τάξη του υιού, αλλά θεωρεί μεγάλο δώρο να καταταγή με τους υπηρέτας, εάν βέβαια εκρίνετο άξιος και γι’ αυτό. Προτιμά με θέρμη, σε αντικατάσταση της ελευθερίας την οποίαν ανοήτως έχασε, να υπηρετή και να αντισταθμίζη την ασεβή εκείνην ραθυμία με τους κόπους της δουλείας. Εχρησιμοποίησε κακώς τα καλά που του εδόθησαν. Διότι τα κατηνάλωσε όταν δεν έπρεπε, και προς εκείνους τους οποίους δεν έπρεπε, και με τρόπο που δεν αρμόζει . Τώρα δε υποτάσσει πάλιν όλη την θέλησή του στις πατρικές εντολές, πράγμα το οποίον είναι έργον των μισθωτών.
Ο δε φιλανθρωπότατος Πατέρας, βλέποντάς τον από μακρυά να έρχεται, δεν αγανακτεί, δεν αποστρέφει το πρόσωπόν του, δεν στέλλει να τον διώξουν, δεν κλείνει τις πύλες, δεν τον αφήνει μεν να παρουσιασθή εμπρός του και μετά, πολύ δικαίως, να τον επιπλήξη, δεν τον επικρίνει για την αδοξία που φανερά προξένησε το παιδί του όχι μόνον στον εαυτόν του αλλά και στον Πατέρα, για τίποτε εντελώς δεν τον κατηγορεί, αλλά αμέσως επιβεβαιώνει και ενισχύει την ελπίδα που είχε εμφυτευθή στην ψυχή του παιδιού για την πατρικήν ευσπλαγχνία, και την επαληθεύει τρέχοντας να τον προϋπαντήση και να τον αγκαλιάση, και να ταπεινωθή κι αυτος μαζί με την ταπείνωση του παιδιού, και να δείξη με ασπασμό την πατρική του στοργή. Και ο μεν υιός, ενώ είδε τόσην επιείκεια, δεν αξιώνει ακόμη τον εαυτόν του να ονομασθή υιός του, ο δε Πατέρας του δίδει και τα γνωρίσματα της υιότητος. Του φορά δηλαδή πάλι την πρώτην στολή του βαπτίσματος, από την οποίαν απεγυμνώθη με τις προσωπικές αμαρτίες, επειδή η μετάνοια έγινε γι’ αυτήν δεύτερον βάπτισμα. Σφραγίζει το χέρι με το δακτυλίδι, για να είναι του λοιπού απρόσιτος στους δαίμονες, αναγνωριζόμενος από μακρυά. Του ετοιμάζει υποδήματα για τον δρόμο της υπακοής, κάνοντάς τον πάλιν οδοιπόρο προς την σωτηρία. Τον αξιώνει της μυστηριώδους και πνευματικής τροφής, και τον κάνει σ’ αυτό το γεύμα ομοτράπεζόν του. Ω, τι μεγίστη συμπάθεια! τι φιλανθρωπία ανέκφραστος που νικά κάθε νουν και λόγο! Χαίρεται μ’ αυτήν και ο ουρανός, και οι δούλοι που παραστέκουν στον Πατέρα. Επειδή δούλοι του Θεού είναι και των αγγέλων οι τάξεις, αφού υπηρετούν στην διοίκησιν αυτού του σύμπαντος, και ιδιαιτέρως στην σωτηρία των ανθρώπων, που πραγματοποιούνται και τα δύο με την πρόνοια του Θεού. Και από το ένα μέρος χαίρονται μαζί του για την μετάνοια του αμαρτωλού, από δε το άλλο εκθειάζουν την ευμένεια του Δεσπότου και Πατρός, φανερώνοντας αυτήν την ηδονή με ψαλμούς και χορούς νοερούς.
Ο δε πρεσβύτερος αδελφός, αν μεν παρευρίσκετο εκεί από την αρχή, θα έχαιρε μαζί τους, θα συνέτρωγε και δεν θα δυσανασχετούσε, βλέποντας τόσην πίστη σ’ αυτόν που μετενόησε, καθώς και την γεμάτην αγαθές ελπίδες επιστροφή του, και ακούοντας την ομολογίαν του, στα οποία ηκολούθησε η ευσπλαγχνία του Πατρός. Αλλά επειδή τότε ήταν απησχολημένος με τα ιδικά του, ή μάλλον με τις πατρικές εντολές, ήλθε έξαφνα και αντίκρυσε το παράδοξον αυτό θέαμα. Και ήταν συγκρατημένος, όχι από φθόνο και οργήν, αλλά από έκπληξη για την τόσο μεγάλην εύνοια προς τον φυγάδα και άσωτο, και περισσότερον από όλα για το ότι το θαύμα ήταν τώρα μαζί τους. Αυτό ήταν και το τελευταίο δώρο προς εκείνον που μετενόησε, και έτσι έπρεπε να είναι. Τοποθετώντας λοιπόν την δικαιοσύνην του Πατρός απέναντι στην υπερβολήν της επιεικείας του, εθαύμαζε πολύ βλέποντας την πρώτη να ηττάται παραδόξως από την δευτέρα. Διότι αυτός ποτέ δεν έφθασε να έχη εμπειρία τοιαύτης φιλανθρωπίας, αν και πρόσεχε πάντοτε στα πατρικά θελήματα, και δεν είχε παραβή καμμίαν εντολή του, γεγονός για το οποίο και πολύ τον αγαπούσε ο Πατέρας, και αποσκοπούσε μόνον στην δικαιοσύνη του με την οποίαν αντιμετωπίζει αυτούς που τον υπηρετούν.
Τον πλησιάζει δε και αυτόν ο Πατέρας και τον πείθει, και αποκαλύπτοντας την φιλανθρωπίαν του λέγει: Εάν, παιδί μου, αυτός που έχασε ένα από τα εκατό πρόβατα που είχε, αφού ασφαλίσει καλά τα άλλα, τρέχει με αγωνία σε αναζήτηση του ενός, και όταν το εύρη το επαναφέρει και το συναριθμεί με τα άλλα πλημμυρισμένος από χαρά. Και αν κάποια γυναίκα που έχασε μία από τις δέκα δραχμές την αναζητεί με κάθε τρόπο, και χαίρεται όταν την εύρη. Και μάλιστα δεν αρκούνται να χαίρωνται μόνοι τους, αλλά καλούν και φίλους και γείτονες για να ευχαριστηθούν κι αυτοί μαζί τους για την εύρεσιν αυτών που είχαν απωλεσθή. Πώς εγώ, που είμαι Πατέρας, δεν θα ευφρανθώ πολύ δεχόμενος τον αδελφό σου που ξαναέζησε από την φοβεράν εκείνη νέκρωση, και ευρέθη μετά από την πολυχρόνιον απώλειάν του; Πόσο καλλίτεροι είστε εσείς τα παιδιά μου από τις δραχμές και τα πρόβατα;
Τόσον μεγάλο θαυμασμόν προξενεί ακόμη και στους πλέον οικείους η υπερβολή της πατρικής επιεικείας. Και θαυμάζουν όχι επειδή φθονούν αυτόν που παραδόξως έτυχε τόσον καλής αντιμετωπίσεως, αλλά επειδή καίονται από ζήλον και πόθο για τον Πατέρα, τον οποίον θεωρούν ότι προσεβλήθη και είναι αδικημένος. Ίσως δε ούτε με σχήματα και λόγους έδειξε αυτήν την απορία του ο πρεσβύτερος υιός, αλλά απορούσε μόνον με τον λογισμό του, και ο Πατέρας τον εθεράπευσε εμπνέοντας το φάρμακο στον νου του παιδιού του, και εκείνα που θα του ελεγε ο Πατέρας είπε και ο ίδιος στον εαυτόν του, εμπνευσμένος από τον Πατέρα. Από την στιγμήν εκείνην έχαιρε και απελάμβανε το τραπέζι ανυμνώντας την πατρικήν φιλανθρωπία. Διότι αν δεν γινόταν έτσι, σημαίνει ότι δεν θα ήταν πρεσβύτερος ούτε τηρητής των πατρικών εντολών, αλλά θα ήταν υποδουλωμένος στην οίηση και τον φθόνο και θα ημάρτανε πολύ χειρότερα από τον νεώτερο.
Πράγματι, το να βρούμε κάτι από αυτά που είχαμε χάσει, προξενεί πολλήν ευφροσύνην, έστω και αν τα περισσότερα είχαν διαφυλαχθεί. Επειδή για τα καλά που υπάρχουν χαιρόμεθα με την παρουσία τους, για δε τα χαμένα, όπως είναι φυσικό, πονούμε, και όταν τελικά ευρεθούν χαιρόμεθα γι’ αυτά διπλά, προσθέτοντας για την εύρεση στην προηγουμένην χαρά και δευτέραν, αυτήν που αντικατέστησε την λύπη. Αυτό αποτελεί απαράβατον νόμο και σοφήν υποκίνηση του Θεού προς την φύση.
Γι’ αυτό ούτε θα ήταν ανάγκη να ειπή ο Κύριός μας παρομοία παραβολήν, αφού είναι πολύ φανερά η θεία προς τα τέκνα φιλανθρωπία του, την οποίαν εσυνήθιζε θεοπρεπώς να χαρίζη αφειδώς στους αμαρτωλούς και στους τελώνες που προσήρχοντο τότε. Αλλά ήταν η αναίδεια των Φαρισαίων και των Γραμματέων ασφαλώς που οδήγησε σ’ αυτό, οι οποίοι, όπως είπα και πριν, εβλασφημούσαν ωμότατα τον Θεόν περισσότερο και από ό,τι τους επιγείους πατέρες, και ενώ οι ίδιοι έδειχναν φιλανθρωπία για τα τέκνα τους, ήθελαν μόνον ο Θεός να μνησικακή για τα ιδικά του, η άβυσσος της φιλανθρωπίας, το πέλαγος της αγαθότητος. Και χρησιμοποιούσαν αυτό το ψεύδος ως πρόφασιν, όχι μόνο για την απιστία τους προς τον Κύριόν μας, αλλά και για να κατασπαράζουν τους αδελφούς των, περιεργαζόμενοι και κρίνοντας πολύ αυστηρά τα άχυρα που είχαν στους οφθαλμούς των, ενώ δεν ησθάνοντο τις δοκούς που είχαν στους ιδικούς των, ή και τις εκάλυπταν με τα χρώματα της υποκρισίας.
Γιά να συμπληρώσωμε λοιπόν εδώ κλείνοντας τον λόγο για το προκείμενο θέμα, τα τέκνα του Θεού διακρίνονται σε δύο μέρη, όπως είπαμε, από τα οποία οι μεν είναι και λέγονται μακάριοι, ο ίδιος τους έδωσε αυτό το όνομα, δηλαδή με πρεσβυτικόν φρόνημα χρησιμοποιούν καλώς τις πατρικές ευεργεσίες, και για την φιλοπονία τους προκόπτουν και εδώ, αλλά και εκεί κληρονομούν την αιώνιον ζωή, συναναστρεφόμενοι άμεσα με τον Πατέρα και απολαμβάνοντας μαζί του με τρόπον υπερφυσικό την ευδαιμονία. Οι άλλοι είναι εκείνοι που απομακρύνονται προσωρινώς νεωτερίζοντας, και πολύ κακώς σκεπτόμενοι, κάνουν κατάχρησιν των πατρικών εντολών και των δώρων του Δεσπότου, παρεκλίνοντας προς την ζωήν των χοίρων. Αφού δε μετανοήσουν, επειδή έχει παραμείνει μέσα τους η σπίθα της αγάπης προς τον Πατέρα και δεν έχει σβήσει εντελώς, απολαμβάνουν πάλι την τάξη των υιών, όχι σύμφωνα με κάποιαν δικαιοσύνην, αλλά από οίκτο και φιλανθρωπία. Διότι η θερμή μετάνοιά τους έχει ως παρακίνηση και αφορμήν την πολλήν αγαθότητα, την σφοδροτάτην αγάπη και συγχωρητικότητα του Πατρός, ώστε να αποτελή καρπόν όχι μόνον φόβου αλλά και αγάπης. Γι’ αυτό και ονομάζονται ηλεημένοι. Και έτσι σώζεται η δυάδα των αδελφών, έτσι συνενώνεται όλο το πλήθος των αληθινών τέκνων του Θεού, σε μίαν ευτυχή και λαμπράν δυάδα.
Διότι εκείνοι που απιστούν και αρνούνται την δευτέρα και υπέρμετρο χάριν του Πατρός, η οποία έγινε με πρωτοφανή οικονομίαν, αχρηστεύουν την πίστη με άλλες κακοδοξίες, ή πιστεύουν μεν ορθά, αλλά παραμένουν χωρισμένοι οριστικώς από τους πατρικούς νόμους, διακινδυνεύοντας ματαίως την σωτηρία τους με την νεκρά και χωρίς έργα πίστη. Όλοι αυτοί απεδοκιμάσθησαν από την περιοχή και την ονομασία των υιών, αφού με την θέλησή τους απεστράφησαν τον Θεό και την κατάταξη μαζί με τους αδελφούς των. Γι’ αυτό άθλιοι και γυμνοί από κάθε αγαθόν, πορεύονται στην παρούσα ζωή, και πολύ περισσότερο στην μέλλουσα και αιώνιο, κατοικούν στον Άδη και υποφέρουν εκεί πικρά κατά τα έργα τους.
Ας ευχαριστήσωμε λοιπόν τον Πατέρα και Κύριόν μας, ο οποίος, για να αφήσωμε τώρα τα άλλα που ακούμε καθημερινώς, και εδώ μετρίως αναπτύξαμε, «ουχ ήλθε καλέσαι δικαίους, αλλά αμαρτωλούς εις μετάνοιαν». Και πολύ καλά έδειξε την πρόθεσή του αυτήν με τα έργα, όχι μόνον συγχωρώντας πόρνες και ληστάς και τελώνες που μετενόησαν, αλλά συγκαταλέγοντάς τους μαζί με τους καθαρούς. Αλλά και τον τρόπο της γνησίας μετανοίας μας περιέγραψεν ο ίδιος. Βάλε στον νου σου, λέγει, ποίων αγαθών εστερήθης, και για ποία κακά έγινες ένοχος. Μίσησε την αποστασίαν, η οποία σε οδήγησε στον φοβερό λιμό των αγαθών και στην συναναστροφή με τους χοίρους. Και ενώ άλλοι που είναι προικισμένοι με ολιγώτερα χαρίσματα, απολαμβάνουνν αυτά τα αγαθά και χορταίνουν από θείον πόθο, συ λιμοκτονείς αθλίως. Επίστρεψε με όλη την διάθεση της ψυχής σου στον αρχικόν τρόπο ζωής σου, τότε που συμβίωνες με τα αληθινά τέκνα του Θεού, και πρόσεχες στους θείους νόμους. Μη φοβηθείς την υπερβολήν των πταισμάτων, αλλά να σε ενθαρρύνη το μέγεθος της θείας ευσπλαγχνίας. Επίστρεψε γρήγορα πονώντας για τα εκούσια κακά, αλλά και ψυχαγωγούμενος από τις καλές ελπίδες. Γονάτιζε συνεχώς ενώπιον του Θεού με την καρδία και το σώμα. Ανακάλεσε με δάκρυα τον θείον οίκτον. Να παρακαλής ακατάπαυστα, ώστε να μην επιτρέψη ο Θεός να ξαναπέσης πλέον. Να είσαι έτοιμος να υπομείνης κάθε πληγήν από τον Θεόν με την οποία θα θεραπευθούν τα πταίσματά σου, και θα φύγης καθαρός από αυτήν την ζωή. Πλήγωνε και συ τον εαυτόν σου με όσην δύναμιν έχεις. Πίεζε το σώμα σου με την εγκράτειαν, ώστε να πλουτισθή το πνεύμα σου.
Θέλεις να προσθέσω και τα μεγαλύτερα; Αν μετά την αλλαγή σου εκπληρώσεις όλον τον θείο νόμο, να ονομάζης και να θεωρής τον εαυτόν σου αχρείον δούλον. Διότι έτσι ταπεινώνονται όσοι σκέπτονται σωστά, έστω και αν ευρίσκωνται σε συνεχή κοινωνία με τον Θεόν, έστω και αν δεν τους ελέγχει η συνείδησις ότι με κάποια πράξη τους έφυγαν φανερά από τον ορθόν δρόμο. Συ δε πώς θα καυχηθής μετά από όλα αυτά για κάποιο καλόν; Πρέπει να αποκρούης αμέσως με την ανάμνηση των προηγουμένων παρεκτροπών τον λογισμό της οιήσεως, και να εντρέπεσαι μάλλον για τα προηγούμενα κακά, παρά να υψηλοφρονής για τα πρόσφατα καλά. Μη προσέχης δε στις αμαρτίες των αδελφών παρά τόσον όσο να μήν αμαρτάνης με την επικοινωνία μαζί τους. Μη κρίνεις μέσα σου. Μη κατηγορής τους άλλους, μάλλον δε να προσεύχεσαι να δώση ο Θεός και σ’ εκείνους μετάνοια, διότι και σε σένα από αυτόν ήλθε αφανώς το καλόν της μετανοίας. Μη σκανδαλίζης κανέναν, ούτε από τους μικρότερους, και να προσπαθής ούτε καν αφορμή σκανδάλων να μη δίδης, διότι θα αναγκάσης τον Θεόν να αποστρέψη το πρόσωπό Του από σε, και πάλι θα ευρεθής κενός από χάρι. Να είσαι έτοιμος να πληγωθής από τους ανθρώπους και να υπομένης, όταν με κάθε τρόπο σε πληγώνουν. Διότι εκείνος που δικαιώνει τον εαυτόν του και αντιδρά σ’ αυτούς που τον λυπούν και τον πληγώνουν, χάνει το κέρδος που είχε από την μετάνοια. Να ανταποδίδης στους αδελφούς αγαθόν αντί κακού, ενθυμούμενος τον Θεόν, ο οποίος αντί των κακών που έκαμες, άνοιξε για σε την πύλη της μετανοίας. Ο δημιουργός για το χτίσμα, ο Κύριος για τον δούλον.
Με αυτούς και παρομοίους λόγους και λογισμούς ασχολούμενος όλην την ώρα, και εκπληρώνοντας τους άλλους νόμους των Ευαγγελίων, θα ελκύσης με αυτόν τον αγαθόν τρόπο τον Θείον οίκτο, για την αληθινήν μετάνοιά σου. Διότι χωρίς τοιαύτην μετάνοιαν είναι αδύνατον να έλθουν στην Βασιλείαν των Ουρανών ακόμη και εκείνοι που ζούν πολύ προσεκτικά, όχι μόνον εκείνοι που επιστρέφουν από πολύ αμαρτωλήν ζωήν. Επειδή όλοι οι άνθρωποι οφείλουν να μετανοήσουν, αφού κανείς δεν ημπορεί να είναι εντελώς απηλλαγμένος από ακαθαρσίαν. Εκείνοι δε που με τις αρετές έχουν πλησιάσει περισσότερο τον Θεόν, αυτοί και τις μικρότερες παρεκτροπές τις θεωρούν πολύ μεγάλες, και καλά κάνουν. Έτσι αποκτούν μεγάλην ταπείνωση, προκόπτουν ασφαλώς και προσεγγίζουν περισσότερο τον Θεόν. Όπως εκείνοι που αμελούν για τις μικρότερες και ούτε πονούν γι’ αυτές ούτε διορθώνουν τον εαυτόν τους, παραχωρεί ο Θεός και πίπτουν σε μεγαλύτερες.
Εμφύτευσε και σε μας, Χριστέ Βασιλεύ, διάπυρον πόθον αληθινής μετανοίας, και χρησιμοποιώντας αυτήν ως αφορμήν, δείξε τον πατρικόν σου οίκτο για μας, και εκείνους που επιστρέφουν καλώς από πολλήν ασωτία, κατάταξέ τους μεταξύ των τέκνων σου, ότι σοί πρέπει δόξα και προσκύνησις εις τους αιώνας. Αμήν».
Από το βιβλίο Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, σελίς 459 και εξής.
Την τρίτη Κυριακή της προετοιμασίας μας για τη Μεγάλη Σαρακοστή διαβάζουμε την παραβολή του Ασώτου Υιού (Λουκ. 1 5, 11 ‐32). Η παραβολή τούτη μαζί με τους ύμνους της ημέρας αυτής μας παρουσιάζουν τη μετάνοια σαν επιστροφή του ανθρώπου από την εξορία. Ο άσωτος γιος, λέει το Ευαγγέλιο, πήγε σε μια μακρινή χώρα και κει σπατάλησε ότι είχε και δεν είχε.
Μια μακρινή χώρα! Είναι ο μοναδικός ορισμός της ανθρώπινης κατάστασης που θα πρέπει να αποδεχτούμε και να τον οικειοποιηθούμε καθώς αρχίζουμε την προσέγγιση μας στο Θεό. Ένας άνθρωπος που ποτέ δεν είχε αυτή την εμπειρία, έστω και για λίγο, που ποτέ δεν αισθάνθηκε ότι είναι εξόριστος από το Θεό και από την αληθινή ζωή, αυτός ποτέ δε θα καταλάβει τι ακριβώς είναι ο Χριστιανισμός. Και αυτός που νιώθει «σαν στο σπίτι του» σʹ αυτόν τον κόσμο και στη ζωή του κόσμου τούτου, που έμεινε άτρωτος από τη νοσταλγία για μια άλλη πραγματικότητα, αυτός δε θα καταλάβει τι είναι μετάνοια.
Η μετάνοια συχνά ταυτίζεται με μια «ψυχρή και αντικειμενική» απαρίθμηση αμαρτιών και παραβάσεων, όπως μια πράξη «ομολογίας ενοχής» ύστερα από μια νόμιμη μήνυση. Η εξομολόγηση και η άφεση αμαρτιών θεωρούνται σαν να ήταν δικαστικής φύσεως. Αλλά παραβλέπεται κάτι πολύ ουσιαστικό χωρίς το οποίο ούτε η εξομολόγηση ούτε η άφεση έχει κάποιο πραγματικό νόημα ή κάποια δύναμη. Αυτό το «κάτι» είναι ακριβώς το αίσθημα της αποξένωσης από το Θεό, από τη μακαριότητα της κοινωνίας μαζί Του, από την αληθινή ζωή όπως τη δημιούργησε και μας την έδωσε Εκείνος. Αλήθεια, είναι πολύ εύκολο να εξομολογηθώ ότι δεν νήστεψα τις καθορισμένες για νηστεία μέρες, ή ότι παράλειψα την προσευχή μου ή ότι θύμωσα. Αλλά είναι εντελώς διαφορετικό πράγμα να παραδεχτώ ξαφνικά ότι έχω αμαυρώσει και έχω χάσει την πνευματική μου ομορφιά, ότι είμαι πολύ μακριά από το πραγματικό μου σπίτι, την αληθινή ζωή και ότι κάτι πολύτιμο και αγνό και όμορφο έχει ανέλπιστα καταστραφεί στη δομή της ύπαρξής μου. Παρʹ όλα αυτά όμως, αυτό και μόνο αυτό, είναι μετάνοια και, επί πλέον, είναι μια βαθιά επιθυμία επιστροφής, επιθυμία να γυρίσω πίσω, να αποκτήσω ξανά τα χαμένο σπίτι.
Έλαβα από το Θεό θαυμαστά πλούτη: πρώτα απ’ όλα τη ζωή και τη δυνατότητα να τη χαίρομαι, να την ομορφαίνω με νόημα, αγάπη και γνώση: ύστερα — με το Βάπτισμα — έλαβα τη νέα ζωή από τον ίδιο το Χριστό, τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, την ειρήνη και τη χαρά της ουράνιας Βασιλείας. Έλαβα τη γνώση του Θεού και μέσα απ’ αυτή, τη δυνατότητα να γνωρίσω καθετί και τη δύναμη να είμαι «τέκνον Θεού». Και όλα αυτά τα έχασα, τα χάνω καθημερινά, όχι μόνο με τις «συγκεκριμένες αμαρτίες» και τις «παραβάσεις» αλλά με την αμαρτία όλων των αμαρτιών: την απομάκρυνση της αγάπης μου από το Θεό, προτιμώντας την «μακρινή χώρα» από το όμορφο σπίτι του Πατέρα.
Η Εκκλησία όμως είναι εδώ παρούσα για να μου θυμίζει τι έχω εγκαταλείψει, τι έχω χάσει. Και καθώς μου τα υπενθυμίζει με το Κοντάκιο της ημέρας αυτής, αναλογίζομαι ότι: «Της πατρώας δόξης σου, αποσκιρτήσας αφρόνως εν κακοίς εσκόρπισα, όν μοι παρέδωκας πλούτον όθεν σοι την του Ασώτου φωνήν κραυγάζω. Ήμαρτον ενώπιον σου Πάτερ οικτίρμον δέξαι με μετανοούντα και ποίησαν με, ως ένα των μισθίων σου».
Και, καθώς αναλογίζομαι, βρίσκω μέσα μου την επιθυμία της επιστροφής και τη δύναμη να την πραγματοποιήσω: «αναστάς πορεύσομαι προς τον πατέρα μου και ερώ αυτώ, πάτερ, ήμαρτον εις τον ουρανόν και ενώπιόν σου, ουκέτι ειμί άξιος κληθήναι υιός σου, ποίησαν με ως ένα των μισθίων σου».
Θα πρέπει εδώ να αναφέρουμε ειδικά μια λειτουργική λεπτομέρεια της Κυριακής του Ασώτου. Στον Όρθρο, μετά τον γιορταστικό και χαρούμενο ψαλμό του Πολυελαίου, ψέλνουμε τον λυπηρό και νοσταλγικό 136ο ψαλμό:
Επί των ποταμών Βαβυλώνας εκεί εκαθήσαμεν και εκλαύσαμεν εν τω μνησθήναι ημάς της Σιών… πώς ασομαι την ωδήν Κυρίου επί γης αλλότριας; εάν επιλάθωμαί σου Ιερουσαλήμ, επιλησθείη η δεξιά μου˙ κολληθείη η γλώσσα μου τω λαρύγγί μου, εάν μη σου μνησθώ, εάν μη προανατάξωμαι τήν Ιερουσαλήμ ως εν αρχή της ευφροσύνης μου.
Είναι ο ψαλμός της εξορίας. Τον έψαλλαν οι Εβραίοι κατά τη βαβυλώνια αιχμαλωσία τους καθώς σκέφτονταν την ιερή πόλη τους, την Ιερουσαλήμ. Από τότε ο ψαλμός αυτός έγινε ο ψαλμός του ανθρώπου που συνειδητοποιεί την αποξένωση του από το Θεό και συναισθανόμενος αυτή την εξορία γίνεται πάλι άνθρωπος. Γίνεται εκείνος που ποτέ πια δε θα νιώσει βαθιά ικανοποίηση με τίποτε στον «πεπτωκότα» αυτόν κόσμο, γιατί από τη φύση και από την κλήση του είναι ένας αναζητητής του Τέλειου. Ο ψαλμός αυτός θα ψαλεί δύο ακόμα φορές: τις δύο τελευταίες Κυριακές πριν από τη Μεγάλη Σαρακοστή∙ και την παρουσιάζει σαν ένα μακρινό ταξίδι, σαν μετάνοια, σαν επιστροφή.