Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, εἰς τὴν Ὑπαπαντὴν τοῦ Κυρίου

«Σήμερον ἡ ἱερὰ Μήτηρ καὶ τοῦ ἱεροῦ
ὑψηλοτέρα, ἐπὶ τὸ ἱερὸν παραγέγονεν,
ἐμφανίζουσα τῷ κόσμῳ τὸν τοῦ κόσμου Ποιητὴν
καὶ τοῦ Νόμου πάροχον∙ ὃν ἐν ἀγκάλαις
δεξάμενος ὁ πρεσβύτης Συμεών, ἐκραύγαζεν∙
Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν Σου, ὅτι εἶδόν Σε,
τὸν Σωτῆρα τῶν ψυχῶν ἡμῶν.»
 
(Ἰδιόμελον Λιτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς)
 
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
 
Η Υπαπαντή του Κυρίου. Από επιστήλιο του 13ου αιώνα, Εικονοφυλάκιο Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, Καλοπαναγιώτης

Μὲ τέτοιους ὡραίους ὕμνους καὶ ἄσματα πνευματικά, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, δοξολογεῖ σήμερα ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας τὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ τὴν ἄχραντη Μητέρα Του Παναγία, ἑορτάζοντας καὶ πανηγυρίζοντας τὴ λαμπρὴ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς. Μίας ἑορτῆς μὲ διπλὸ χαρακτήρα, ποὺ θεωρεῖται δηλαδὴ καὶ Δεσποτικὴ καὶ ταυτόχρονα Θεομητορικὴ ἑορτή, καθόσον στὸ ἑορταζόμενο γεγονὸς τοῦτο κυριαρχοῦν καὶ τιμοῦνται ἰδιαίτερα, τόσο ὁ ἐνανθρωπήσας καὶ νηπιάσας Δεσπότης Χριστός, ὅσο καὶ ἡ Θεοτόκος Μαρία, ἡ ἀνύμφευτος Μητέρα Του καὶ Παρθένος.

Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ εἶναι ἀπὸ τὶς ἀρχαιότερες ποὺ θέσπισε ἡ Ἐκκλησία μας, γνωστὴ ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο αἰώνα, καὶ τοῦτο, γιατὶ ἔχουμε σαφὴ ἀναφορά της, ἀκριβὴ ἐξιστόρηση τοῦ γεγονότος αὐτοῦ στὴν Καινὴ Διαθήκη, καὶ συγκεκριμένα στὸ Κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, στὴν ὡραιότατη περικοπή, ποὺ μόλις διαβάσαμε.

Ἀφοῦ συμπληρώθηκαν οἱ 40 ἡμέρες, ποὺ ὁ Μωσαϊκὸς Νόμος καθορίζει γιὰ τὸν καθαρισμὸ τῆς μητέρας νεογέννητου παιδιοῦ, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος καὶ ὁ Ἰωσὴφ ὁδήγησαν τὸ θεῖο Βρέφος στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ τὸ παρουσιάσουν, νὰ τὸ προσφέρουν στὸν Κύριο. Διότι ἦταν ἐπίσης ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ, κάθε πρωτότοκο ἀρσενικὸ παιδὶ νὰ ἀφιερώνεται στὸν Κύριο: «Πᾶν ἄρσεν διανοῖγον μήτραν ἅγιον τῷ Κυρίῳ κληθήσεται». Ἡ ἀφιέρωση δὲ αὐτὴ τοῦ πρωτότοκου ἀγοριοῦ ἔπρεπε νὰ συνοδεύεται ἀπὸ μία προσφορά, μία θυσία ἀπὸ τοὺς γονεῖς του: Εἴτε ἑνὸς προβάτου χρονιάρικου, εἴτε, ἂν ἦταν φτωχὴ ἡ οἰκογένεια, δύο τρυγονιῶν ἢ δύο περιστεριῶν. Καὶ ὁ Δεσπότης τῶν ἁπάντων καὶ Νομοθέτης τοῦ λαοῦ Του Ἰσραήλ, ποὺ ἐνανθρώπησε, ὄχι γιὰ νὰ καταργήσει τὸν Νόμο, ἀλλὰ νὰ τὸν συμπληρώσει καὶ ἀναγάγει σὲ ὕψιστη τελειότητα, τηρώντας ἀπὸ ἄκρα συγκατάβαση καὶ ταπείνωση τὸν Νόμο, γίνεται ὑπήκοος στὰ νομικὰ αὐτὰ διατάγματα καὶ προσάγεται στὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος ἀπὸ τοὺς ἁγίους Του γονεῖς, πού, ὡς πτωχοί, προσέφεραν τρυγόνια καὶ περιστέρια στὸν ναό. Παρόμοια καὶ ἡ ἄμωμη Μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ δὲν εἶχε ἀνάγκη καθαρισμοῦ, ἀφοῦ εἶχε κυοφορήσει «ἐκ Πνεύματος ἁγίου», ὑπὲρ τὴ φύση, τήρησε ὅμως καὶ αὐτὴ τὴ σχετικὴ διάταξη τοῦ Νόμου.

Ἀκολουθώντας ἀπὸ ἀρχαιότατους χρόνους μέχρι σήμερα ἡ Ἐκκλησία μας τὸ ἅγιο τοῦτο ὑπόδειγμα τοῦ Κυρίου καὶ τῆς Μητέρας Του, ἔχει θεσπίσει, ὡς γνωστόν, εἰδικὴ Ἀκολουθία στὰ Εὐχολόγια, ὅταν σαραντίσει ἡ μητέρα καὶ τὸ παιδί, ὁπότε προσάγεται τὸ νεογέννητο ἀπὸ τὴ μητέρα του στὸν ναὸ καὶ τὸ ἐκκλησιάζει ὁ ἱερέας, διαβάζοντας ὡραιότατες σχετικὲς εὐχές.

Ο Θεοδόχος Συμεών και ο Κύριος (1192 μ.Χ.). Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα, Λαγουδερά

Τότε στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ ἐπανέλθουμε στὸ εὐαγγελικό μας ἀνάγνωσμα, ζοῦσε ἕνας δίκαιος καὶ εὐλαβὴς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ὁ Συμεών, ὑπέργηρος στὴν ἡλικία. Αὐτός, γιὰ τὴν ἁγιότητα τοῦ βίου του, εἶχε λάβει ἀποκάλυψη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι δὲν θὰ πέθαινε πρὶν νὰ ἰδεῖ μὲ τοὺς σωματικοὺς ὀφθαλμοὺς τὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, τὸν σαρκωθέντα Χριστόν. Παρόλο δέ, ποὺ δὲν ἀναφέρεται μὲ σαφήνεια στὸ Εὐαγγέλιο, οἱ ἑρμηνευτές, οἱ ἅγιοι Πατέρες καὶ ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ ἀποδίδουν τὸ ἱερατικὸ ἀξίωμα, ὅτι δηλαδὴ ὑπηρέτησε ὡς ἱερέας στὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος. Ἐκείνη λοιπὸν τὴ στιγμή, ποὺ ἡ ἁγία οἰκογένεια εἰσερχόταν στὸν ναό, ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὁδήγησε τὸν γέροντα Συμεὼν στὸ ἱερὸ τοῦ ναοῦ. Μάλιστα, κάποιοι Πατέρες, ἑρμηνεύοντας τοῦτο τὸ χωρίο, λέγουν ὅτι δὲν μετέβη μὲ τὰ πόδια στὸν ναὸ ὁ Συμεών, ἀλλὰ τὸν μετέφερε ἐκεῖ ὑπερφυσικὰ ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Ἔλαβε λοιπὸν τότε ὁ Συμεὼν στὶς ἀγκάλες του τὸ θεῖο Βρέφος καὶ δοξολόγησε τὸν Θεό, ποὺ τὸν ἀξίωσε νὰ ζήσει τὴν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας ποὺ εἶχε λάβει, καὶ ἀναφώνησε μὲ κατάνυξη: «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν Σου, Δέσποτα…Τώρα, Κύριε, λάβε τὴν ψυχή μου εἰρηνικά, γιατὶ τὰ μάτια μου ἀντίκρυσαν τὸν Υἱό Σου, ποὺ ἀπέστειλες Σωτήρα ὅλου τοῦ κόσμου, ποὺ εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ποὺ θὰ φωτίσει τοὺς ἐθνικοὺς εἰδωλολάτρες νὰ σὲ γνωρίσουν καὶ ἡ δόξα τοῦ ἐκλεκτοῦ Σου λαοῦ Ἰσραήλ.» Καὶ στὴν ἀπορία τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τῆς Θεοτόκου, γιὰ ὅσα ἄκουσαν, εὐλογώντας τους ὁ Συμεών, ἀπευθύνθηκε προφητικὰ στὴν Παναγία μας, λέγοντας πὼς ὁ υἱός της, ὁ Ἰησοῦς μας, θὰ εἶναι ἡ σωτηρία ὅσων Ἰσραηλιτῶν θὰ πιστεύσουν σ᾽ Αὐτὸν, ὡς τὸν ἐνανθρωπήσαντα Μεσσίαν, καὶ ἀπώλεια ὅσων θὰ Τὸν ἀπορρίψουν καὶ ἀπιστήσουν σ᾽ Αὐτόν. Καὶ θὰ εἶναι, στοὺς αἰῶνες, σημεῖον ἀντιλεγόμενον. Πράγματι, τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου μας εἶναι μέχρι σήμερα δυστυχῶς ἀντιλεγόμενον, γιὰ ὅσους ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς ἁγίας διδασκαλίας Του. Κι ἀκόμη τῆς προεῖπε γιὰ τὸ δίκοπο μαχαίρι τοῦ πόνου καὶ τῆς θλίψης, ποὺ θὰ διαπερνοῦσε τὴν ἁγία της ψυχή, ὅταν θὰ ἔβλεπε τὸν γλυκύτατο Υἱό της καρφωμένο στὸν Σταυρὸ ἀπὸ τὸ ἀχάριστο γένος τῶν Ἑβραίων. Μὰ καὶ τοῦτο ἦταν στὸ σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας, γιὰ νὰ ξεκαθαρίσουν οἱ ἀληθινὰ πιστοὶ ἀπὸ τοὺς ἀπίστους. Γιατί, δὲν νοεῖται πίστη, δὲν νοεῖται πιστός, χωρὶς ἀποδοχὴ τοῦ Ἐσταυρωμένου Ἰησοῦ, χωρὶς ἀποδοχὴ τοῦ Σταυροῦ στὴ ζωή μας, ὡς ὀργάνου καὶ τρόπου σωτηρίας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ κάποιοι ἑρμηνευτὲς τοῦ βιβλίου τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, τὸ συμβολικὸ ὄνομα ἢ τὸν ἀριθμὸ τοῦ ὀνόματος τοῦ θηρίου, δηλαδὴ τοῦ ἀντιχρίστου, τὸ γνωστὸ ΧΞϚ´, τὸν ἑρμηνεύουν ἀναγωγικὰ ὡς τὰ ἀρκτικὰ τῶν λέξεων Χριστιανισμὸς Ξένος Σταυροῦ.

Η Υπαπαντή του Κυρίου. 16ος αιώνας, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Δὲν εἶχε προλάβει νὰ τελειώσει τὶς προφητικές του ρήσεις ὁ Συμεών, καὶ ἐκείνη τὴ στιγμὴ ὁδηγήθηκε στὸν ναό, πάλιν ἀπὸ τὸν Θεό, ἕνας ἄλλος ἐκλεκτὸς ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, ἡ Ἄννα ἡ προφήτιδα, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ τοῦ Ἀσήρ, χήρα ἐτῶν 84, ποὺ διερχόταν τὴ ζωή της μὲ νηστεῖες καὶ προσευχές. Ἐμπνεόμενη λοιπὸν ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κι αὐτή, ἄρχισε νὰ δοξολογεῖ τὸν Κύριο, ποὺ ἐνανθρώπησε γιὰ τὴ σωτηρία μας, καὶ νὰ ἀποκαλύπτει πὼς ἐκεῖνο τὸ ταπεινὸ καὶ πτωχὸ βρέφος ἦταν ὁ Μεσσίας Χριστός, ποὺ αἰῶνες ἀνέμενε ὁ κόσμος γιὰ νὰ τὸν λυτρώσει ἀπὸ τὴν καταδυναστεία τοῦ διαβόλου, τῆς ἁμαρτίας, τοῦ θανάτου.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἡ μεγάλη σημερινὴ ἑορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς, δηλαδὴ τῆς ὑποδοχῆς τοῦ Χριστοῦ στὸν ναὸ ἀπὸ τὸν δίκαιο Συμεών, ποὺ κατέστη ἔτσι καὶ τιμᾶται ὡς Θεοδόχος, ἔχει πολλὰ νὰ διδάξει ἐμᾶς, ποὺ συναθροιστήκαμε σήμερα ἐδῶ νὰ δοξολογήσουμε τὸν Θεὸ καὶ τὴν Παναγία Του Μητέρα. Γιατὶ ἐμεῖς οἱ Χριστιανοὶ ἔχουμε χρέος νὰ ἀγωνισθοῦμε πνευματικά, νὰ καθαρίσουμε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ τὴν ψυχή μας, τὸν ναὸ τῆς καρδιᾶς μας ἀπὸ τὰ ἁμαρτωλὰ πάθη, καθὼς ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς μᾶς τὸ ζητεῖ: «Υἱέ μου, δός μου σὴν καρδίαν». Κι ἅμα καθαρίσει ἡ ψυχή μας μὲ τὴ μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴ νηστεία, τὴν Ἐξομολόγηση, τὰ ἔργα τῆς πίστης, τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλεημοσύνης, ἰδιαίτερα δὲ μὲ τὴ Θεία Μετάληψη τῶν ἁγίων Μυστηρίων, τότε θὰ ἀξιωθοῦμε νὰ γίνουμε κι ἐμεῖς θεοδόχοι, νὰ λάβουμε τὸν Χριστό, ὄχι γιὰ λίγο στὰ χέρια μας τὰ σωματικά, μὰ στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μας γιὰ πάντα, κι ἔτσι θὰ μποροῦμε ἐπάξια νὰ τὸν δοξάζουμε, σὰν τὴν προφήτιδα Ἄννα, καὶ σὲ τούτη τὴ ζωή, καὶ στὴν ἄλλη, τὴν ἐρχόμενη, τὴν αἰώνια, μὲ τὶς εὐχὲς καὶ ἱκεσίες τῆς Παναγίας μας Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!