Αρχική Blog Σελίδα 20

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 18 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 3-15

Ἀδελφοί, ἡ ἐμὴ χαρὰ πάντων ὑμῶν ἐστι. Ἐκ γὰρ πολλῆς θλίψεως καὶ συνοχῆς καρδίας ἔγραψα ὑμῖν διὰ πολλῶν δακρύων, οὐχ ἵνα λυπηθῆτε, ἀλλὰ τὴν ἀγάπην ἵνα γνῶτε ἣν ἔχω περισσοτέρως εἰς ὑμᾶς. Εἰ δέ τις λελύπηκεν, οὐκ ἐμὲ λελύπηκεν, ἀλλά, ἀπὸ μέρους ἵνα μὴ ἐπιβαρῶ, πάντας ὑμᾶς. Ἱκανὸν τῷ τοιούτῳ ἡ ἐπιτιμία αὕτη ἡ ὑπὸ τῶν πλειόνων· ὥστε τοὐναντίον μᾶλλον ὑμᾶς χαρίσασθαι καὶ παρακαλέσαι, μήπως τῇ περισσοτέρᾳ λύπῃ καταποθῇ ὁ τοιοῦτος. Διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς κυρῶσαι εἰς αὐτὸν ἀγάπην. Εἰς τοῦτο γὰρ καὶ ἔγραψα, ἵνα γνῶ τὴν δοκιμὴν ὑμῶν, εἰ εἰς πάντα ὑπήκοοί ἐστε. ᾯ δέ τι χαρίζεσθε, καὶ ἐγώ· καὶ γὰρ ἐγὼ εἴ τι κεχάρισμαι ᾧ κεχάρισμαι, δι᾿ ὑμᾶς ἐν προσώπῳ Χριστοῦ, ἵνα μὴ πλεονεκτηθῶμεν ὑπὸ τοῦ Σατανᾶ· οὐ γὰρ αὐτοῦ τὰ νοήματα ἀγνοοῦμεν ᾿Ελθὼν δὲ εἰς τὴν Τρῳάδα εἰς τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ, καὶ θύρας μοι ἀνεῳγμένης ἐν Κυρίῳ, οὐκ ἔσχηκα ἄνεσιν τῷ πνεύματί μου τῷ μὴ εὑρεῖν με Τίτον τὸν ἀδελφόν μου· ἀλλὰ ἀποταξάμενος αὐτοῖς ἐξῆλθον εἰς Μακεδονίαν. Τῷ δὲ Θεῷ χάρις τῷ πάντοτε θριαμβεύοντι ἡμᾶς ἐν τῷ Χριστῷ καὶ τὴν ὀσμὴν τῆς γνώσεως αὐτοῦ φανεροῦντι δι᾿ ἡμῶν ἐν παντὶ τόπῳ· ὅτι Χριστοῦ εὐωδία ἐσμέν τῷ Θεῷ ἐν τοῖς σῳζομένοις καὶ ἐν τοῖς ἀπολλυμένοις.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΦΛΩΡΟΥ ΚΑΙ ΛΑΥΡΟΥ)
Πρὸς Κολασσαεῖς Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 24-29

Ἀδελφοί, νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου ὑπὲρ ὑμῶν, καὶ ἀνταναπληρῶ τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ ἐν τῇ σαρκί μου ὑπὲρ τοῦ σώματος αὐτοῦ, ὅ ἐστιν ἡ ἐκκλησία, ἧς ἐγενόμην ἐγὼ διάκονος κατὰ τὴν οἰκονομίαν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι εἰς ὑμᾶς πληρῶσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ, τὸ μυστήριον τὸ ἀποκεκρυμμένον ἀπὸ τῶν αἰώνων καὶ ἀπὸ τῶν γενεῶν, νυνὶ δὲ ἐφανερώθη τοῖς ἁγίοις αὐτοῦ, οἷς ἠθέλησεν ὁ Θεὸς γνωρίσαι τίς ὁ πλοῦτος τῆς δόξης τοῦ μυστηρίου τούτου ἐν τοῖς ἔθνεσιν, ὅς ἐστιν Χριστὸς ἐν ὑμῖν, ἡ ἐλπὶς τῆς δόξης· ὃν ἡμεῖς καταγγέλλομεν νουθετοῦντες πάντα ἄνθρωπον καὶ διδάσκοντες ἐν πάσῃ σοφίᾳ, ἵνα παραστήσωμεν πάντα ἄνθρωπον τέλειον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· εἰς ὃ καὶ κοπιῶ ἀγωνιζόμενος κατὰ τὴν ἐνέργειαν αὐτοῦ τὴν ἐνεργουμένην ἐν ἐμοὶ ἐν δυνάμει. Θέλω γὰρ ὑμᾶς εἰδέναι ἡλίκον ἀγῶνα ἔχω περὶ ἡμῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
23: 13-22

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν. Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοὶ, οἱ λέγοντες· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ ὀφείλει. μωροὶ καὶ τυφλοί! τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν; καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει. μωροὶ καὶ τυφλοί! τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον; ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι αὐτόν· καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Φλώρου και Λαύρου (18 Αυγούστου)

Άγιοι Μάρτυρες Φλώρος και Λαύρος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου, Στάρο Ναγκορίτσινο, Σκόπια

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Φλώρου και Λαύρου

Δίψει τελευτής της υπέρ Θεού Λόγου,
Xωρούσι Φλώρος και Λαύρος προς το φρέαρ.
Φλώρω άμ’ ογδοάτη δεκάτη φρέαρ εισέδυ Λαύρος.

Άγιοι Μάρτυρες Φλώρος και Λαύρος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου, Στάρο Ναγκορίτσινο, Σκόπια

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά σάρκα αδελφοί δίδυμοι, πετροπελεκηταί κατά την τέχνην, την οποίαν έμαθον από τον Άγιον Πάτροκλον, και Άγιον Mάξιμον, οίτινες εμαρτύρησαν διά τον Xριστόν. Aφ’ ου δε οι διδάσκαλοί των εμαρτύρησαν, αφήκαν τας εν Bυζαντίω διατριβάς, και επήγαν εις το Iλλυρικόν, ήτοι εις την Σλαβονίαν, εις την χώραν της Δαρδανίας, εις πόλιν Oυλπιανά καλουμένην. Eκεί δε ευρισκόμενοι, ερευνούσαν διά να εύρουν μεταλλικάς πέτρας, κοντά εις τον ηγεμόνα Λουκίωνα, όπου και εδούλευον την τέχνην τους. Έπειτα εστάλθησαν από αυτόν εις τον Λικίνιον, ο οποίος ήτον υιός της βασιλίσσης Eλπιδίας. O δε Λικίνιος έδωκεν εις τους Aγίους άσπρα, και τους επρόσταξε να κτίσουν ένα ναόν εις τα είδωλα, τον οποίον εσχημάτισεν επάνω εις διάγραμμα και χαρτίον, πώς πρέπει να γένη. Πέρνοντες δε τα άσπρα οι Άγιοι, τα εμοίρασαν εις τους πτωχούς, και την νύκτα μεν, εκαταγίνοντο εις την προς Θεόν προσευχήν, την ημέραν δε, δουλεύοντες την τέχνην τους, εκατασκεύαζαν ογλίγωρα τον ναόν. Aφ’ ου δε εις ολίγας ημέρας ετελείωσεν ο ναός, συμβοηθούντος τοις Aγίοις θείου Aγγέλου, και δυναμόνοντος αυτούς, τότε Mερέντιος ο ιερεύς των ειδώλων επίστευσεν εις τον Xριστόν, του οποίου ο υιός Aθανάσιος είχε πιστεύσει προτίτερα, επειδή και οι Άγιοι άνοιξαν τον τυφλόν οφθαλμόν του. Συνάξαντες δε οι Άγιοι τους πτωχούς, οπού επήραν τα άσπρα, διά της βοηθείας αυτών, έδεσαν με σχοινία τα είδωλα από τους τραχήλους και τα εκρήμνισαν εις την γην. Έπειτα ανάψαντες φώτα πολλά, εγκαινίασαν τον Nαόν, και αφιέρωσαν αυτόν εις τον Xριστόν, επιλέγοντες και το τροπάριον των εγκαινίων, ήτοι το «Δόξα σοι Xριστέ ο Θεός, Aποστόλων καύχημα, Mαρτύρων αγαλλίαμα». Έμπροσθεν δε επροπορεύετο ο τίμιος Σταυρός.

Μηνολόγιο 18ης Αυγούστου. Μαρτύριο Αγίων Φλώρου και Λαύρου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Tαύτα δε μαθών ο Λικίνιος, επρόσταξε να αναφθή καμίνι και να βαλθούν εις αυτό οι πτωχοί οπού επήραν τα άσπρα, και εσύντριψαν τα είδωλα. Όθεν ριφθέντες εις αυτό, παρέδωκαν τας ψυχάς των οι μακάριοι εις χείρας Θεού, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Oι δε Άγιοι Φλώρος και Λαύρος, εδέθησαν εις τροχόν μιάς αμάξης και εδάρθησαν. Έπειτα έστειλεν αυτούς ο Λικίνιος εις τον ηγεμόνα Λύκωνα, ο οποίος δεξάμενος τους Mάρτυρας, έκλεισεν αυτούς μέσα εις ένα ξηροπήγαδον βαθύ. Kλεισθέντες δε εις τούτο οι Άγιοι, παρεκάλεσαν πρώτον τον Θεόν διά εκείνους τους Xριστιανούς, οπού μέλλουν να τους ενθυμούνται και να τους εορτάζουν. Παρεκάλεσαν δεύτερον και διά την ευστάθειαν και ειρήνην του κόσμου. Παρεκάλεσαν και τρίτον, διά να παύση ο κατά των Xριστιανών διωγμός. Kαι έτζι μετά ταύτα παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και ανέβηκαν νικηφόροι εις τα Oυράνια. Aφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι πολλοί, ανεκομίσθησαν από το πηγάδι τα τίμια αυτών λείψανα, και εβάλθησαν εντίμως μέσα εις σεντούκια. Tα οποία αναβλύζουν μύρα, και διάφορα θαύματα ενεργούσιν εις τους μετά πίστεως τούτοις προστρέχοντας. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον Άγιον αυτών Nαόν, τον ευρισκόμενον κοντά εις τον Nαόν του Aγίου Aποστόλου Φιλίππου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Έρμου, Σεραπίωνος και Πολυαίνου (18 Αυγούστου)

Μηνολόγιο 18ης Αυγούστου. Μαρτύριο Αγίων Φλώρου και Λαύρου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Έρμου, Σεραπίωνος, και Πολυαίνου

Εις τον Έρμον
Έρμω βιαίως εν πέτραις σεσυρμένω,
Yπήρξε πέτρα προσφυγή λαγώ, πόλος.

Εις τον Σεραπίωνα
Tον εν πέτραις πάνδεινον ελκυσμόν φέρει,
Kαι Σεραπίων ο πλέον στερρός πέτρας.

Εις τον Πολύαινον
O Πολύαινος αίμα χει συρείς πέτραις,
Yπέρ Xριστού χέαντος εκ πέτρας ύδωρ
.

Μηνολόγιο 18ης Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Oύτοι οι Άγιοι ήτον από την Pώμην, διαβαλθέντες δε από τους απίστους, ότι σέβονται μεν τον Xριστόν, μισούσι δε και αποστρέφονται τα είδωλα, τούτου χάριν παρεστάθησαν εις τον έπαρχον της Pώμης, και ομολογήσαντες παρρησία την εις Xριστόν πίστιν, πρώτον μεν, εφυλακώθησαν μέσα εις μίαν σκοτεινήν και βρωμεράν φυλακήν, έπειτα δε ευγήκαν από εκεί. Kαι επειδή δεν ηθέλησαν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, εσύρθησαν εις τόπους πετρώδεις και δυσκολοπεριπατήτους, και ούτως εν τη βασάνω ταύτη παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, παρ’ ου και έλαβον της αθλήσεως τους αμαράντους στεφάνους.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Άγιος Νικόλαος της Όπτινα, “ο Τούρκος” ομολογητής (18 Αυγούστου)

Η σκήτη της Όπτινα
Η σκήτη της Όπτινα

Ένας κρυμμένος θησαυρός στο κοιμητήριο της σκήτης είναι και ο μοναχός Νικόλαος, πιο γνωστός στους πατέρες με την προσωνυμία “ο Τούρκος”, λόγω της προφοράς του και της μελαχρινής του όψης. Την πραγματική του καταγωγή γνώριζαν μόνο οι πατέρες Αμβρόσιος, Ανατόλιος και η ελαχιστότητά μου, που είχα το ευτύχημα να είμαι και ο πνευματικός του πατέρας. Ο Γιουσούφ Ογλού ήταν κάποτε πασάς, στρατηγός και διοικητής των τουρκικών δυνάμεων.

Ποιος θα το περίμενε ποτέ ότι ένας τέτοιος άνθρωπος θα τελείωνε τη ζωή του όχι απλά στη Ρωσία, αλλά σε μοναστήρι σαν μοναχός, και μάλιστα σαν νεομάρτυρας; Πιστεύω ούτε και ο ίδιος. Κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1853-1856) ήταν διοικητής του τουρκικού στρατού. Οι Τούρκοι υπέβαλαν τους αιχμαλώτους σε φρικτά βασανιστήρια. Ο πασάς, που, σαν θεατής, παρακολουθούσε από κοντά τα διαδραματιζόμενα, κυριολεκτικά θαύμαζε την αντοχή και τη σταθερότητα των νεαρών αυτών Ρώσων στρατιωτών. Ρώτησε να μάθει γιατί νέα παιδιά προτιμούσαν, όχι απλώς να πεθάνουν με έναν τόσο φρικτό θάνατο, αλλά τον δέχονταν με χαρά, παρά να αρνηθούν τη χριστιανική τους πίστη, για να χαρούν την ομορφιά της ζωής. Και επειδή φαίνεται πως ήταν άνθρωπος με καλή διάθεση, ζήτησε να γνωρίσει καλύτερα την χριστιανική πίστη.

Μια ημέρα φώναξε έναν ορθόδοξο ιερέα και τον εβάπτισε στα κρυφά. (Μπαίνοντας στο ναό του αγίου Νικολάου του Καραντίν για τη βάφτισή του, αναγνώρισε την εκκλησία που είχε δει σε όνειρο πριν από δεκαετίες και, στην εικόνα του αγίου Νικολάου, αναγνώρισε τον ιερέα που τον είχε κοινωνήσει στο όνειρό του.) Στη συνέχεια έφυγε για την Περσία. Οι Τούρκοι, μόλις έμαθαν ότι πρόδωσε το Ισλάμ, έψαχναν να τον σκοτώσουν. Τελικά τον συνέλαβαν ζωντανό και με αιχμηρά αντικείμενα -λεπίδες και ξυραφάκια- εχάραξαν σταυρούς σε όλο το μήκος της πλάτης και του στήθους του. Στο τέλος, για να τον αποτελειώσουν, του τσάκισαν ένα προς ένα όλα τα κόκαλα. Μέσα σε αυτούς τους φρικτούς πόνους ο Γιουσούφ σωριάστηκε λιπόθυμος. Νομίζοντάς τον για νεκρό, τον πέταξαν τροφή στα σκυλιά. Ο Κύριος όμως τον προστάτευε. Ανάκτησε τις αισθήσεις του.

Από το μέρος εκείνο έτυχε να διαβαίνουν Ρούσσοι έμποροι και τον περιμάζεψαν. Εκείνος τους είπε πως του επιτέθηκαν ληστές. Από συμπόνια τον έφεραν μαζί τους στον Καύκασο και τον παρέδωσαν σε μια ευσεβή γυναίκα, να τον φροντίσει. Έγινε καλά. Αλλά ήταν πλέον αγνώριστος. Σε όλη του τη ζωή παρέμεινε διπλωμένος στα δύο. Ντυμένος φτωχικά και με ένα μπαστούνι στο χέρι, κατάφερε και πέρασε στην Οδησσό. Από εκεί ταξίδεψε σε όλα τα προσκυνήματα της Ρωσίας, μέχρι που τα βήματά του τον οδήγησαν στην Όπτινα.

Κατά την παραμονή του εδώ αρρώστησε και οι πατέρες τον μετέφεραν στο νοσοκομείο της μονής. Επειδή ρωσικά λίγα ήξερε, ζήτησε να του φέρουν κάποιον που να μιλάει τα γαλλικά, γιατί ήθελε να εξομολογηθεί. Την εποχή αυτή, αν και ζούσα έγκλειστος, κάνοντας υπακοή, δέχθηκα να τον εξομολογήσω. Αφού μου εξιστόρησε όλη του τη ζωή, στο τέλος με ύφος αυστηρό ζήτησε, όσο ακόμη βρισκόταν στη ζωή, να μην εκμυστηρευτώ σε κανέναν το παραμικρό γεγονός που είχε σχέση με τη ζωή του. Μέσα σε λίγο χρόνο ανέκτησε την υγεία του και αμέσως μετά έγινε η κουρά του σε μοναχό με το όνομα Νικόλαος».

***

Ήταν ένας άνθρωπος ασυνήθιστος: πάντοτε σιωπηλός, ντροπαλός, φιλάσθενος, τους απόφευγε όλους. Σαν άλλος μαγνήτης, σε τραβούσε, χωρίς να το θέλεις, να τον αγαπήσεις. Ποτέ δεν επήγαινε στα κελιά των πατέρων ούτε την ημέρα, πολύ περισσότερο τη νύχτα. Αξιώθηκε από τον Θεό, όπως ο Όσιος Ανδρέας, να αρπαγεί στον Παράδεισο και να ιδεί τα σκηνώματα των δικαίων σαν αμοιβή για όλα όσα υπέφερε στη ζωή του για τον Χριστό.

Δεν θα το λησμονήσω ποτέ όταν κάποια ημέρα, ενώ περπατούσαμε μαζί, γύρισε και μου είπε: “Γέροντα, δεν ακούς κάτι;” “Όχι! Τίποτα. Τι είναι; Τι ακούς;” “Δεν ακούς τους αγγέλους να ψάλλουν; Ω, τι ωραία μελωδία! Τι ευτυχία! Τι χαρά!” Εγώ δεν άκουγα τίποτα. Και εκείνος, μέσα στην απλότητά του, έμεινε κατάπληκτος με την κουφαμάρα μου.

Έζησε στη Σκήτη μόνο δύο χρόνια. Στις 18 Αυγούστου 1893 αρρώστησε, χωρίς ελπίδα ανάρρωσης και εκοιμήθη σε ηλικία 65 χρονών. Όταν οι πατέρες ετοίμαζαν το σώμα του για την ταφή, βρέθηκαν μπροστά σε ένα θέαμα που έκαμε το αίμα στις φλέβες τους να παγώσει. Όλο του το σώμα ήταν μια πληγή, ακρωτηριασμένο, στιγματισμένο από μαχαιρώματα. Ήταν ένας αληθινός μάρτυρας του Χριστού. Και το πιο παράξενο: μέχρι σήμερα στο μονοπάτι που οδηγεί στον τάφο του δεν έχει φυτρώσει ούτε το ελάχιστο χορταράκι! Καθαρό, ελεύθερο στους διαβάτες! Για όσους επιθυμούν να προσκυνήσουν στον τάφο του».

Πηγή: iconandlight

***

Διήγηση του ιερομονάχου π. Βαρνάβα, της σκήτης της Όπτινας στην Ρωσία, για τον τούρκο αξιωματικό που έγινε χριστιανός και αργότερα μοναχός στη σκήτη με το όνομα π. Νικόλαος (1820-1983) στον συγγραφέα Σέργιο Νείλο .

Μία απ’ αυτές τις νύχτες ήλθε στο κελί μου ένας μοναχός μας, ο μακαρίτης Νικόλαος, που τον φωνάζαμε Τούρκο. Ήταν ασυνήθιστος άνθρωπος. Πάντα ντροπαλός, σιωπηλός, ασθενικός. Προσπαθούσε να είναι μακριά από τους ανθρώπους, παρόλο που εμείς τον αγαπούσαμε πολύ.

Δεν επισκεπτόταν κανενός το κελί ούτε την ημέρα, ούτε πολύ περισσότερο τη νύχτα. Γι’ αυτό, όταν ήλθε να με βρει μες στη νύχτα, παραξενεύτηκα. Με είχε προειδοποιήσει ο π. Ανατόλιος γι’ αυτόν και μου είχε πει ότι θα έλθει να με βρει. Μάλιστα, με κατατόπισε χαρακτηριστικά ως εξής:
– Ξέρεις, εδώ στη σκήτη ο Θεός μάς έδωσε μια μεγάλη ευλογία, να έχουμε ανάμεσά μας το δικό μας άγιο Ανδρέα, τον διά Χριστόν σαλό.
– Ποιον, άγιε πατέρα; ρώτησα:
– Ναι, έχουμε έναν τέτοιο άνθρωπο ο οποίος “είτε εν σώματι… είτε εκτός του σώματος… ο Θεός οίδεν», ταξίδεψε στις ουράνιες μονές, στον Παράδεισο. Είναι ο Τούρκος μας. Κι εγώ θα σου δώσω την ευλογία να έλθει στο κελί σου. Θα τον ρωτήσεις, θα τον ακούσεις με προσοχή και θα γράψεις ό,τι σου πει. Μόνο, ό,τι μάθεις απ’ αυτόν να μην το πεις σε κανέναν, πριν ο άνθρωπος αυτός αναχωρήσει για τον ουρανό. Αυτά μου είχε πει ο π. Ανατόλιος. Έτσι κι έγινε.

Μια νύχτα με φεγγάρι, ο δούλος του Θεού, υπακούοντας στην εντολή του πνευματικού του, ήλθε στο κελί μου και με σπαστά ρωσικά μου μίλησε για την εμπειρία του και μου περιέγραψε τις ουράνιες μονές, τις οποίες του έδειξε ο φύλακας άγγελος του. Τι όμορφη ήταν αυτή η περιγραφή του!
Η καρδιά μου σκιρτούσε πλημμυρισμένη από ανείπωτη χαρά κι ελπίδα. Τα λόγια του έβγαιναν σαν χείμαρρος από τα στόμα του. Το πρόσωπό του γινόταν όλο και πιο φωτεινό, μέχρι που έφτασε στο σημείο να λάμπει μ’ ένα ανεξήγητο εσωτερικό φως. Τότε φοβήθηκα, αλλά κι ένιωσα μια ουράνια χαρά. Το τι μου διηγήθηκε, θα τα βρείτε στο βίο του αγίου Ανδρέα του διά Χριστόν σαλού.
Για μένα το πιο σημαντικό τότε ήταν ότι έβλεπα την αιώνια δόξα που αποτυπώθηκε στο λαμπερό πρόσωπο του αγίου του Θεού. Έτσι μπορούσε να μιλάει μόνον ο αληθινός πιστός, που βλέπει τα αόρατα, αυτά που δεν μπορούμε να δούμε εμείς. Εγώ, το μόνο που έκανα ήταν να τον παρακαλώ, με μια φωνή που κοβόταν από συγκίνηση, να μη σταματάει αλλά να συνεχίζει να μιλάει.
Όταν πάντως τέλειωσε τη διήγησή του, μου είπε μ’ ένα τρυφερό και φωτεινό χαμόγελο:
– Λοιπόν, τι άλλο θέλεις να μάθεις; Τι άλλο θέλεις να σου πω; Θα ‘ρθει ν καιρός και όλ’ αυτά θα τα δεις και συ. Τι να σου πω και πώς να σου πω; Στην ανθρώπινη γλώσσα δεν υπάρχουν κατάλληλες λέξεις, για να σου περιγράψω τι γίνεται εκεί. Ούτε υπάρχουν στη γη τέτοια χρώματα σαν αυτά που είδα εκεί. Πώς να σου το περιγράψω;
Να, άκουσε τι θα σου πω. Ξέρεις τι σημαίνει καλή μουσική. Λοιπόν, εγώ άκουσα αυτή τη μουσική και την ακούω και τώρα· είναι στ’ αυτιά μου και την τραγουδάει η καρδιά μου. Τώρα που σου μιλάω συνεχίζω να την ακούω, ενώ εσύ δεν την ακούς. Πώς, με ποια λόγια θα μπορούσα να σου περιγράψω αυτή τη μουσική;

Να την καταλάβεις απ’ τα λόγια μου δεν μπορείς. Αφού δεν την ακούς μαζί μου, πώς μπορείς να χαίρεσαι μαζί μου αυτή τη μουσική; Κάτι τέτοιο είναι αδύνατο. Έτσι κι αυτά που είδα, είναι αδύνατο να τα περιγράψω σε άνθρωπο. Αρκούν για σένα αυτά που σου είπα. Έτσι είναι, όπως σου τα είπα.
Αυτά τα τελευταία λόγια τα τόνισε με τέτοια δύναμη, σαν να ήταν μια απειλή. Σε λίγες μέρες κοιμήθηκε ο Νικόλαός μας και μόνο μετά το θάνατό του ο π. Ανατόλιος μας είπε ότι ήταν άγιος άνθρωπος.
Μη νομίζετε ότι ήταν κοινός θνητός, γιατί σ’ έναν απλό, κοινό θνητό ο Θεός δεν δείχνει τέτοια χάρη και έλεος. Ο Νικόλαός μας ήταν μάρτυρας για τον Χριστό και για την ομολογία του αγίου ονόματος του Θεού. Όταν μετά την κοίμησή του τον πλύναμε, είδαμε ότι όλο το σώμα τον ήταν γεμάτο φoβερές πληγές. Εκεί στην πατρίδα του, όπως καταλάβαμε, οι συμπατριώτες του έκοβαν από το δέρμα του ολόκληρα λουριά. Κι όλ’ αυτά γιατί πίστεψε και ακολούθησε τον Χριστό.

Τον πίεζαν και τον βασάνιζαν ν’ αρνηθεί τον Σωτήρα μας, αλλά αυτός δεν Τον αρνήθηκε. Αργότερα, με τη βοήθεια τον Θεού απέφυγε πολλά άλλα μαρτύρια και σώθηκε από τους βασανιστές του καταφεύγοντας στη Ρωσία. Σε μας, στην Όπτινα, τον έστειλε ο π. Αμβρόσιος. Τον έφεραν άρρωστο κάποιοι καλοί άνθρωποι. Γνωρίζαμε γι’ αυτόν μόνον ο π. Αμβρόσιος κι εγώ, ο ανάξιος πνευματικός του…”.

Από το βιβλίο του στάρετς Βαρσανουφίου, “Μοναχός Νικόλαος της Όπτινα, κατά κόσμον Γουσούφ Αμπντούλ Ογκλί”

Μ. Ἀντωνίου – Γ. Δημητρίου: «Θεαρχίῳ νεύματι»». Δοξαστικὸν Ἑσπερινοῦ Κοιμήσεως Θεοτόκου (14/8/2025)

«Θεαρχίῳ νεύματι»». Ὀκτάηχον Δοξαστικὸν Ἑσπερινοῦ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου.

Ἠχητικὸ ντοκουμέντο ἀπὸ τὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Παναγίας Χρυσοκουρδαλιώτισσας στὸ χωριὸ Κούρδαλι τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (14.08.2025).

Ψάλλουν ὁ ἄρχων πρωτοψάλτης τῆς Ἱ. Μ. Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου καὶ ὁ μαθητὴς αὐτοῦ ἱεροψάλτης κ. Γεώργος Δημητρίου.


Δόξα… Καὶ νῦν…

Ἦχος α’
Θεαρχίῳ νεύματι, πάντοθεν οἱ θεοφόροι Ἀπόστολοι, ὑπὸ νεφῶν μεταρσίως αἰρόμενοι.

Ἦχος πλ. α’

Καταλαβόντες τὸ πανάχραντον, καὶ ζωαρχικόν σου σκῆνος, ἐξόχως ἠσπάζοντο.

Ἦχος β’

Αἱ δὲ ὑπέρτατοι τῶν οὐρανῶν Δυνάμεις, σὺν τῷ οἰκείῳ Δεσπότῃ παραγενόμεναι.

Ἦχος πλ. β’

Τὸ θεοδόχον καὶ ἀκραιφνέστατον σῶμα προπέμπουσι, τῷ δέει κρατούμεναι, ὑπερκοσμίως δὲ προῴχοντο, καὶ ἀοράτως ἐβόων, ταῖς ἀνωτέραις ταξιαρχίαις· ἰδοὺ ἡ παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν.

Ἦχος γ’

Ἄρατε πύλας, καὶ ταύτην ὑπερκοσμίως ὑποδέξασθε, τὴν τοῦ ἀενάου φωτὸς Μητέρα.

Ἦχος βαρὺς

Διὰ ταύτης γὰρ ἡ παγγενὴς τῶν βροτῶν σωτηρία γέγονεν, ᾗ ἀτενίζειν οὐκ ἰσχύομεν, καὶ ταύτῃ ἄξιον γέρας ἀπονέμειν ἀδύνατον.

Ἦχος δ’

Ταύτης γὰρ τὸ ὑπερβάλλον, ὑπερέχει πᾶσαν ἔννοιαν.

Ἦχος πλ. δ’

Διὸ ἄχραντε Θεοτόκε, ἀεὶ σὺν ζωηφόρῳ Βασιλεῖ, καὶ τόκῳ ζῶσα, πρέσβευε διηνεκῶς, περιφρουρῆσαι καὶ σῶσαι, ἀπὸ πάσης προσβολῆς ἐναντίας τὴν νεολαίαν σου· τὴν γὰρ σὴν προστασίαν κεκτήμεθα.

Ἦχος α’

Εἰς τοὺς αἰῶνας, ἀγλαοφανῶς μακαρίζοντες.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 17 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 9-16

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ἡμᾶς τοὺς Ἀποστόλους ἐσχάτους ἀπέδειξεν ὡς ἐπιθανατίους, ὅτι θέατρον ἐγενήθημεν τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις. Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ· ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί· ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι. Ἄχρι τῆς ἄρτι ὥρας καὶ πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνητεύομεν καὶ κολαφιζόμεθα καὶ ἀστατοῦμεν καὶ κοπιῶμεν ἐργαζόμενοι ταῖς ἰδίαις χερσίν· λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, δυσφημούμενοι παρακαλοῦμεν· ὡς περικαθάρματα τοῦ κόσμου ἐγενήθημεν, πάντων περίψημα, ἕως ἄρτι. Οὐκ ἐντρέπων ὑμᾶς γράφω ταῦτα, ἀλλ᾽ ὡς τέκνα μου ἀγαπητὰ νουθετῶ. ἐὰν γὰρ μυρίους παιδαγωγοὺς ἔχητε ἐν Χριστῷ, ἀλλ᾽ οὐ πολλοὺς πατέρας· ἐν γὰρ Χριστῷ ᾽Ιησοῦ διὰ τοῦ Εὐαγγελίου ἐγὼ ὑμᾶς ἐγέννησα. Παρακαλῶ οὖν ὑμᾶς, μιμηταί μου γίνεσθε.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
17: 14-23

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις προσῆλθεν τῷ Ἰησοῦ, γονυπετῶν αὐτὸν καὶ λέγων· Κύριε, ἐλέησόν μου τὸν υἱόν, ὅτι σεληνιάζεται καὶ κακῶς πάσχει· πολλάκις γὰρ πίπτει εἰς τὸ πῦρ καὶ πολλάκις εἰς τὸ ὕδωρ. καὶ προσήνεγκα αὐτὸν τοῖς μαθηταῖς σου, καὶ οὐκ ἠδυνήθησαν αὐτὸν θεραπεῦσαι. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ὦ γενεὰ ἄπιστος καὶ διεστραμμένη! ἕως πότε ἔσομαι μεθ’ ὑμῶν; ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν; φέρετέ μοι αὐτὸν ὧδε. καὶ ἐπετίμησεν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς, καὶ ἐξῆλθεν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ δαιμόνιον καὶ ἐθεραπεύθη ὁ παῖς ἀπὸ τῆς ὥρας ἐκείνης. Τότε προσελθόντες οἱ μαθηταὶ τῷ Ἰησοῦ κατ’ ἰδίαν εἶπον· Διατί ἡμεῖς οὐκ ἠδυνήθημεν ἐκβαλεῖν αὐτό; ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν. ἀμὴν γὰρ λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν ὡς κόκκον σινάπεως, ἐρεῖτε τῷ ὄρει τούτῳ, μετάβηθι ἐντεῦθεν ἐκεῖ, καὶ μεταβήσεται· καὶ οὐδὲν ἀδυνατήσει ὑμῖν. τοῦτο δὲ τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ. Ἀναστρεφομένων δὲ αὐτῶν εἰς τὴν Γαλιλαίαν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Μέλλει ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοσθαι εἰς χεῖρας ἀνθρώπων καὶ ἀποκτενοῦσιν αὐτόν, καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἐγερθήσεται.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Ι´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου (Ματθ. 17, 14-23)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«Τοῦτο τὸ γένος οὐκ ἐκπορεύεται,
εἰμὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ»

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, θέτει ἐνώπιόν μας σημαντικώτατα ζητήματα πίστεως, ἀλλὰ καὶ ἀρετῶν καὶ τρόπων πνευματικοῦ ἀγώνα, μέσῳ τῶν ὁποίων ὁ χριστιανὸς νικᾶ κατὰ κράτος τὰ ἐναντίον του πεμπόμενα φλογερὰ βέλη τοῦ ἐχθροῦ διαβόλου, ποὺ ζητεῖ διαπαντὸς τὴν αἰώνια ἀπώλειά του.

Ἕνα σπουδαῖο ζήτημα, ποὺ τονίζεται ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ περιτρέχει ὅλη τὴν Ἁγία Γραφή, ἰδιαίτερα τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι αὐτὸ τῆς ὑπάρξεως τῶν δαιμόνων, καθὼς καὶ δαιμονιζομένων ἀνθρώπων. Ἕνα θέμα, ποὺ συχνὰ δυστυχῶς στὶς μέρες μας, θελητὰ ἢ ἀθέλητα, περιθωριοποιεῖται καὶ ἀποσιωπᾶται. Ἡ ὕπαρξη τῶν δαιμόνων, τῶν πονηρῶν δηλαδὴ πνευμάτων, τῶν ἐκπεσόντων αὐτῶν ἀγγέλων, ὡς συγκεκριμένων πνευματικῶν ὑπάρξεων καὶ ὄχι ὡς μιᾶς ἀόριστης ἰδέας τοῦ κακοῦ, εἶναι δόγμα Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ πηγάζει σαφέστατα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ὅλη Ἱερὰ Παράδοσή μας καὶ ἀπαντᾶται συχνότατα σ᾽ αὐτές. Κι ὄχι μόνο ἡ ὕπαρξή τους, ἀλλὰ καὶ ἡ δυνατότητα ἐπήρειάς τους στοὺς ἀνθρώπους σὲ ποικίλο βαθμό, ἀπὸ ἁπλὴ πειρασμική τους ἐνέργεια, μέχρι, ἀλίμονο, καὶ τὴν πλήρη κατοχὴ κάποιων ἀνθρώπων ἀπ᾽ αὐτούς. Ἀλλά, δόγμα Πίστεως ἀποτελεῖ ταυτόγχρονα, κι αὐτὸ τονίζεται ἐμφαντικὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπάνω στοὺς δαίμονες («εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου»[Α´ Ἰω. 3, 8]· «ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα» [Λουκ. 10, 18]), καθὼς καὶ ἡ ἐξουσία ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριός μας στοὺς μαθητές Του, ὅπως καὶ στοὺς διαδόχους τους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε πραγματικὰ πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ τοὺς πολεμεῖ καὶ κατατροπώνει μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὸν ἐν Χριστῷ ἀγώνα του («ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ» [Λουκ. 10,19]).

Τὸ νεαρὸ παιδὶ τοῦ δύστυχου ἐκείνου πατέρα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου ἔπασχε ἀπὸ δαιμονισμό. Καὶ ὁ ἄσπλαχνος ἔνοικός του τὸ ἔριχνε ἄλλοτε σὲ φωτιὰ γιὰ νὰ καεῖ κι ἄλλοτε στὸ νερὸ γιὰ νὰ πνιγεῖ. Ἐδῶ νὰ κάνουμε μία ἀπαραίτητη διασαφήνιση. Ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει μέχρι τὶς μέρες μας ἀσθένεια νευρολογική, ὀφειλόμενη σὲ πάθηση τοῦ ἐγκεφάλου, ἡ ἐπιληψία, ποὺ ἀποκαλεῖται καὶ σεληνιασμός, λόγῳ τῆς ἐπικρατούσας παλαιότερα ἀντίληψης ὅτι ἡ ἐμφάνιση τῶν συμπτωμάτων τῆς ἀσθένειας ὀφειλόταν στὴ σελήνη (πανσέληνο). Ὁ ἐπιληπτικὸς παρουσιάζει πολὺ ὀδυνηρὰ καὶ ὀφθαλμοφανὴ συμπτώματα: Πέφτει κάτω, ἔχει σπασμούς, βγάζει ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα, γίνεται ἐκτὸς ἑαυτοῦ… Τώρα, ἀναφορικὰ μὲ τὸν σεληνιαζόμενο νέο, σύμφωνα μὲ τὶς σχετικὲς πατερικὲς ἑρμηνεῖες, τὸ δαιμόνιο ποὺ τὸν κατεῖχε ἀνέμενε τὶς φάσεις τῆς σελήνης, ποὺ θεωροῦνταν ὅτι ἐπηρέαζαν τοὺς σωματικὰ πάσχοντες, καὶ ἐπέφερε τότε παρόμοια συμπτώματα στὸν δαιμονιζόμενο. Στόχος τοῦ μισάνθρωπου καὶ μισόθεου δαίμονος ἦταν νὰ παραπλανᾶ τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι αἴτιο τῆς ἀσθένειας τοῦ πάσχοντος ἦταν, ὄχι ὁ ἴδιος ὁ δαίμονας, ἀλλὰ ἡ σελήνη, καὶ ἄρα ὁ Δημιουργός της Θεός, καὶ νὰ ὁδηγήσει ἔτσι τοὺς ἀνθρώπους στὸ νὰ θεωροῦν ὡς αἴτιο τῆς ἀσθένειας τὸν Θεό.

Ἀλλὰ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποκάλυψε τὸν αἴτιο τοῦ κακοῦ, τὸ πονηρὸ δηλαδὴ πνεῦμα καί, ἀφοῦ τὸ ἐπιτίμησε, τὸ ἐξέβαλε ἀπὸ τὸ ταλαίπωρο παιδί, ποὺ ἀμέσως θεραπεύθηκε ὁριστικά. Κι ὅταν ρώτησαν τὸν Κύριο κατ᾽ ἰδίαν -ἀσφαλῶς ἀπὸ ντροπή- οἱ ἀτελεῖς ἀκόμη τότε μαθητές, γιατί δὲν εἶχαν μπορέσει αὐτοὶ νὰ ἐκβάλουν τὸ δαιμόνιο, αὐτὸς ἀμέσως ἀπαντᾶ: «Διὰ τὴν ἀπιστίαν ὑμῶν». Αἰτία τῆς ἀδυναμίας τους αὐτῆς ἦταν ἡ ἀδύναμη, ἡ λίγη τους πίστη. Ὁ Κύριος γιὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ ὅποιου θεαρέστου αἰτήματός μας ζητεῖ, ὡς πρώτη καὶ ἀπαραίτητη προϋπόθεση γιὰ νὰ εἰσακουσθοῦμε, τὴν ἀκράδαντη πίστη, τὴν ἀπόλυτη δηλαδὴ ἐμπιστοσύνη καὶ βεβαιότητα, ὅτι ὡς Παντοδύναμος μπορεῖ καὶ σ᾽ ἐμᾶς νὰ ἐνεργήσει τὰ ὑπὲρ φύσιν, τὰ ἀνθρωπίνως ἀνέλπιστα, τὰ ἀποβλέποντα ἀσφαλῶς στὴ σωτηρία μας! Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἀμέσως στὴ συνέχεια ἀναδεικνύει τὴ δύναμη τῆς ἀκράδαντης πίστης, λέγοντας: «ἀληθινὰ σᾶς λέγω, ἂν ἔχετε πίστη δυνατή, ἔστω καὶ τόσο μικρὴ σὰν κόκκο σιναπιοῦ, θὰ λέτε στὸ βουνὸ τοῦτο, ‘‘μετακινήσου ἀπὸ ἐδῶ ἐκεῖ’’, καὶ τίποτα δὲν θὰ εἶναι ἀδύνατο γιὰ σᾶς». Καὶ σὲ ἄλλο σημεῖο ὁ Ἰησοῦς μᾶς διαβεβαιώνει: «πάντα ὅσα ἂν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε» (Ματθ. 21, 22).

Στὴ συνέχεια ὁ Χριστός μας προσθέτει καὶ δύο ἄλλες σημαντικὲς προϋποθέσεις-ἀρετές, γιὰ νὰ εἰσακούεται ἡ προσευχή μας: «Τοῦτο τὸ γένος (τῶν δαιμόνων) δὲν ἐκβάλλεται (ἀπὸ δαιμονιζόμενο ἄνθρωπο), παρὰ μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.» Καταρχὴν νὰ ποῦμε ὅτι, ὅπως ὑπάρχουν ἀνώτερα καὶ κατώτερα τάγματα ἀγγέλων, ἔτσι καὶ μὲ τοὺς δαίμονες. Τὸ δαιμόνιο, ποὺ ἐξέβαλε ὁ Κύριος, ἀνῆκε στὸ λεγόμενο ἀρχικὸ τάγμα τῶν δαιμόνων, ἦταν πιὸ σκληρὸ καὶ ἀτίθασσο. Καί, ὅπως ὁ διάβολος ἔχει δύο ἰσχυρὰ ὅπλα ἐναντίον μας, τὶς ἐπιθυμίες τῆς σαρκὸς καὶ τὴ ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου, ἔτσι καὶ ὁ Κύριος μᾶς παρέδωσε τοῦτα τὰ δύο ἰσχυρότατα ὅπλα στὸν ἀόρατο πόλεμο, ποὺ διαξάγουμε ἐναντίον «τῶν ἀρχῶν καὶ ἐξουσιῶν τοῦ σκότους»: Τὴν προσευχὴ καὶ τὴ νηστεία.

Ἡ προσευχὴ εἶναι μία μέγιστη εὐλογία, ποὺ μᾶς δώρησε ὁ Θεός, νὰ ἐπικοινωνοῦμε ἄμεσα μαζί Του, ὅπως τὰ παιδιὰ μὲ τὸν πατέρα τους, καὶ νὰ ἑνωνόμαστε μέσῳ της μαζί Του! Καὶ χρειάζεται νὰ καλλιεργοῦμε καὶ τὴν κοινὴ προσευχὴ στὸν ναό, στὶς καθιερωμένες ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας Ἀκολουθίες καὶ στὰ Μυστήρια, ἀλλὰ καὶ τὴν προσωπική, παντοῦ καὶ πάντοτε. «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον», μᾶς παροτρύνει θεονοσταλγικὰ ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. Ἀλλὰ καὶ ἡ καθαρὴ προσευχὴ προϋποθέτει πάλιν πίστη θερμή, συγκεντρωμένο νοῦ, καθαρότητα ζωῆς καὶ τήρηση τῶν θεϊκῶν ἐντολῶν.

Ἂς ἒλθουμε καὶ στὴ μεγάλη καὶ θεόσδοτη ἀρετὴ τῆς νηστείας. Ἡ νηστεία ἐντάσσεται στὸ πλαίσιο τῆς χριστιανικῆς ἄσκησης, τῆς προσπάθειας δηλαδὴ ἐκείνης, ποὺ ἀναλαμβάνουν οἱ πιστοί, πάντοτε στὰ ὅρια καὶ τὸ μέτρο ποὺ καθορίζει ἡ Ἁγία Γραφὴ καὶ ἡ ἱερὰ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, γιὰ νὰ ἀπαλλαγοῦν ἀπὸ τὸν ζυγὸ τῆς ἁμαρτίας καὶ τὴν κυριαρχία τῶν παθῶν. Ἡ ἄσκηση εἶναι ἀγώνας συννέκρωσης μὲ τὸν Χριστὸ καὶ συνανάστασης μαζί Του. Καὶ δὲν νοεῖται χριστιανικὴ ζωὴ χωρὶς ἄσκηση. Ἡ ἀποκοπὴ δυστυχῶς πολλῶν χριστιανῶν σήμερα ἀπὸ τὶς ἐκκλησιαστικές μας ρίζες, ἡ ἀλλοίωση τοῦ φρονήματος καὶ ἡ ἐκκοσμίκευση τοῦ τρόπου ζωῆς τοὺς κάνουν νὰ ὑποτιμοῦν, συχνὰ καὶ νὰ ἀρνοῦνται τὸν θεσμὸ τῆς νηστείας. Ἀλλὰ καὶ ὅσοι νηστεύουμε, συχνὰ τὸ κάνουμε τελείως συμβατικά, χωρὶς νὰ συναισθανόμαστε τὴν πνευματικὴ σημασία καὶ τὸν σκοπὸ τῆς νηστείας.

Ἡ νηστεία, ἀδελφοί, δὲν εἶναι ἐφεύρημα ἀνθρώπων, λόγου χάρη τῶν ἀσκητῶν, ἀλλὰ ἐντολὴ Θεοῦ, ἡ πρώτη καὶ ἀρχαιότερη ἐντολή, «συνομήλικη μὲ τὴν ἀνθρωπότητα, καθὼς νομοθετήθηκε στὸν Παράδεισο», ὅπως σοφὰ ἐπισημαίνει ὁ Μέγας Βασίλειος. Στὴ νηστεία ἀναφέρεται συχνὰ ἡ Ἁγία Γραφή, ἀλλὰ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἐπισφραγίζοντάς την μὲ τὸ ἅγιό Του παράδειγμα, «νηστεύσας ἡμέρας τεσσαράκοντα καὶ νύκτας τεσσαράκοντα», πρὶν ἀρχίσει τὴ δημόσια δράση Του, καθὼς καὶ ἄλλες φορές. Μὲ βάση λοιπὸν τὴ διδασκαλία καὶ τὸ πνεῦμα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ σύμφωνα μὲ τὸ ὑπόδειγμα τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ εἶπε, «καὶ ὅταν ἀπαρθῇ ἀπ᾽ αὐτῶν ὁ Νυμφίος, τότε νηστεύσουσιν» οἱ μαθητές Του, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καθόρισε ἡμέρες καὶ περιόδους νηστείας γιὰ τοὺς Χριστιανούς, καθορίζοντας τὸν σκοπό της καὶ τὸν τρόπο, μὲ τὸν ὁποῖο πρέπει νὰ ἀσκεῖται. Πρωταρχικὸς σκοπὸς τῆς νηστείας εἶναι ἡ κάθαρση καὶ ὁ ἐξαγιασμὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματός μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ οἱ Πατέρες τὴν ὀνομάζουν «παθοκτόνο» καὶ «φάρμακον παθῶν καθαρτήριον». Ἡ νηστεία, ἀκόμη, διακρίνεται σὲ σωματικὴ καὶ πνευματική. Ἡ μὲν σωματικὴ συνίσταται στὴν ἀποχὴ ὁρισμένων τροφῶν, τῶν ἀρτυσίμων, ὥστε νὰ περισταλοῦν οἱ ψυχοφθόρες ὁρμὲς καὶ νὰ ταπεινωθεῖ τὸ σῶμα μας. Καὶ πνευματικὴ νηστεία εἶναι ἡ νηστεία τῆς ψυχῆς, τοῦ ἔσω ἀνθρώπου, ποὺ συνίσταται στὴν καταπολέμηση τῶν ψυχικῶν παθῶν καὶ ἀποξένωσή τους. Σ᾽ αὐτὸ συνίσταται ἡ ἀληθινὴ νηστεία, ὅπως ὁρίζει ὁ Μ. Βασίλειος: «Νηστεία γὰρ ἀληθής, ἡ τῶν κακῶν ἀλλοτρίωσις». Καί, ἀποξένωση ἀπὸ τὰ πάθη, σημαίνει ἀγώνας συνειδητὸς γιὰ ἀποφυγὴ τῆς ἁμαρτίας σὲ ὅλες τὶς ἐκφράσεις καὶ ἐκφάνσεις της, μὲ λόγο, ἔργο καὶ κατὰ διάνοια.

Ἀδελφοί μου, πάντοτε ἔχουμε ἀνάγκη, ἰδιαίτερα στὶς δύσκολες μέρες ποὺ διερχόμαστε, ἀπὸ μιὰ ζωντανὴ καὶ ἀκράδαντη πίστη. Κι ὅταν μαζί της συνάψουμε τὴ θερμὴ καὶ καθαρὴ προσευχὴ καὶ τὸ ἄθλημα τῆς κατὰ δύναμιν νηστείας, τότε νὰ εἴμαστε βέβαιοι πὼς ὁ Ἐλεήμων Κύριος θὰ μᾶς εἰσακούει στὰ αἰτήματά μας, κατὰ τὴν ἀψευδή Του ὑπόσχεση, θὰ διώκει μακριὰ τοὺς διαβολικοὺς πειρασμοὺς καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς εὐλογίας Του καὶ στὸν παρόντα αἰώνα καὶ στὸν μέλλοντα. Ἀμήν!

Μόρφου, η όμορφή μας πόλη (Ντοκιμαντέρ). Μνήμη της τουρκικής εισβολής στην Μόρφου (16 Αυγούστου 1974)

Ταινία ντοκιμαντέρ για την κατεχόμενη Μόρφου. Πενήντα Μορφίτισσες και Μορφίτες θυμούνται…
 
Σκηνοθεσία Μιχάλη Γεωργιάδη.
 
Παραγωγή Δήμος Μόρφου 2021.

“Οι ένοχοι”. Μνήμη της 2ης τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (14 Αυγούστου 1974)

Πενηνταένα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την δεύτερη φάση της βάρβαρης τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, γνωστή ως Αττίλας ΙΙ, το καλοκαίρι του ’74.

Η δεύτερη φάση της εισβολής ακολούθησε την κατάρρευση των ειρηνευτικών συνομιλιών στη Γενεύη, τις οποίες η Τουρκία χρησιμοποίησε ως προκάλυμμα αφού είχε ήδη μεταφέρει ενισχύσεις στο νησί, προετοιμάζοντας το επόμενο χτύπημα.

Η δεύτερη φάση διήρκεσε μόλις τρεις μέρες και η Τουρκία κατάφερε να ολοκληρώσει το έγκλημα της καταλαμβάνοντας και την πόλη της Αμμοχώστου και τη Μόρφου με την επιχείρηση Αττίλας ΙΙ και παρά το γεγονός ότι το ψήφισμα 353 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ της 20ής Ιουλίου, απαιτούσε άμεση κατάπαυση του πυρός και τερματισμό της ξένης επέμβασης στην Κύπρο.

Στις 13 Αυγούστου οι φήμες οργιάζουν για επικείμενη νέα προέλαση των Τούρκων και στις 3 το πρωί της 14ης Αυγούστου ο Τούρκος ΥΠΕΞ Τουράν Γκιουνές τρέχει στο τηλέφωνο και ζητά να τον συνδέσουν με την Άγκυρα και τον Πρωθυπουργό Ετζεβίτ. Μιλά συνθηματικά:

«Η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές (Αϊσέ είναι το όνομα της κόρης του Γκιουνές).

Το μήνυμα σημαίνει ότι μπορεί να αρχίσει αμέσως η δεύτερη φάση της εισβολής.

Σε λίγο τα άρματα εξορμούν προς δυο κατευθύνσεις, προς Αμμόχωστο ανατολικά και προς Μόρφου δυτικά.

Μέσα σε τρεις σχεδόν μέρες, δηλαδή μέχρι τις 6 το απόγευμα της 16ης Αυγούστου, τα τουρκικά άρματα φτάνουν μέχρι την Αμμόχωστο και τη Μόρφου και ολοκληρώνουν έτσι την εφαρμογή του σχεδίου τους για τη δημιουργία της γραμμής Αττίλα. Τα τουρκικά στρατεύματα ήταν ενισχυμένα με άρματα μάχης και αεροπορική υποστήριξη και προέλασαν από το προγεφύρωμα της Κερύνειας, παρά την ηρωική αντίσταση, όπως η μάχη στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ, οι τουρκικές δυνάμεις κατάφεραν να επιτύχουν τους στόχους τους, λόγω της συντριπτικής υπεροχής σε στρατιωτικό εξοπλισμό και αριθμό στρατιωτών.

Με την ολοκλήρωση του «Αττίλα ΙΙ» στις 16 Αυγούστου, η Τουρκία είχε καταλάβει περίπου το 36% του κυπριακού εδάφους, δημιουργώντας τη διαχωριστική γραμμή που υπάρχει μέχρι σήμερα.

Περίπου 200.000 Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν από τις εστίες τους, ενώ σημειώθηκαν εκτεταμένες σφαγές και βιαιότητες.

Ο «Αττίλας ΙΙ» ολοκλήρωσε το σχέδιο για διχοτόμηση του νησιού, ένα σχέδιο που, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, είχε επεξεργαστεί η Τουρκία σε συνεννόηση με τον Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών, Χένρι Κίσινγκερ.

Ο «Αττίλας ΙΙ» σηματοδότησε την κορύφωση της κυπριακής τραγωδίας, με τις συνέπειες της τουρκικής εισβολής να παραμένουν ζωντανές μέχρι σήμερα.

Πηγή κειμένου: ΚΥΠΕ

Άγιος Αθανάσιος Χαμακιώτης (17 Αυγούστου)

Άγιος Γέροντας Αθανάσιος Χαμακιώτης

Άγιος Αθανάσιος Χαμακιώτης

Παιδί, (συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη «παιδί»), γαντζώσου από την Παναγία! και θα με θυμηθείς.

«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».

Ο Θεός έχει τα δικά Του μονοπάτια να οδηγεί τους ανθρώπους κοντά Του.

Μη μαλώνετε τα παιδιά. Πάντα με αγάπη και καλοσύνη να τα αντιμετωπίζετε.

Η μητέρα μου τον επισκέφθηκε γιατί είχε πρόβλημα με τον αδελφό μου που αντιδρούσε σφόδρα για την Εκκλησία. Πήγε απελπισμένη στον Πατέρα Αθανάσιο. Με απλές κουβέντες την καθησύχασε.
– Παιδί, με τη βία δεν κερδίζεις τίποτα. Να μην τον πιέζεις και να μην τον στέλνεις με το ζόρι. Άφησέ τον ο ίδιος να αποφασίσει.

Παιδί, η χριστιανική πίστη και ζωή είναι ευγένεια, ευγένεια, ευγένεια.

Παιδί, μη στενοχωριέσαι. Το νερό ο Θεός γάλα το κάνει.

Κατά την ώρα της μετάληψης, αν οι γονείς έλεγαν στο παιδάκι, «έλα, θα πάρεις γλυκό, ή χρυσό δοντάκι», ο Γέροντας τους διόρθωνε: «Όχι παιδί, ο Χριστός είναι, το Χριστό θα πάρεις».

Συνιστούσε το ψαλτήριο του Δαβίδ. Έλεγε σε νέα παιδιά: «Παιδιά, να διαβάζετε το ψαλτηράκι. Όχι να ζητάτε παραμυθάκια. Να διαβάζετε ψαλτηράκι. Έστω ένα ψαλμό την ημέρα».

Η εξομολόγηση αρχίζει από τον Γολγοθά, ο ένας ληστής βλαστημάει, ο άλλος μετανοεί και εξομολογείται πάνω στο σταυρό και μπαίνει στον Παράδεισο.

Μαζευτήκαμε όλοι μαζί στην Αθήνα για να μας εύρει όλους μαζί το κακό.

***

Αρχιμ. Γρηγόριος της Μονής Δοχειαρίου Αγίου Όρους

Κι ένας άλλος αββάς μαρτυρούσε εκείνες τις μέρες του Χριστού τα Πάθη και την Ανάσταση: ο πατήρ Αθανάσιος Χαμακιώτης στον ναό της Παναγίας Νεραντζιώτισσας στο Μαρούσι της Αττικής. Κράτησε την ευσέβεια των Αθηναίων, και μάλιστα των υψηλών τάξεων, μισό αιώνα. Ήταν γερή κουτσούρα ο παπα- Θανάσης, που την περιέλουζαν τα νάματα της Χάριτος και βλάσταινε συνεχώς αγιοπατερική θεολογία.
Αυτοί οι πατέρες δεν έκαναν ούτε τους προορατικούς ούτε τους θαυματουργούς. Είχαν κατέβη στον στίβο και πάλευαν μαζί με τον κόσμο και έστηναν τρόπαιο νίκης κατά της κακουργίας των δαιμόνων.

Έμειναν στην παράδοση των παλαιών παπάδων, ακούρευτοι, αναρωμάτιστοι, ταπεινοφορούντες, πενιχρά διαβιούντες. Στο έργο της Εκκλησίας δεν τους ξέφυγε κανένα «νομίζω, έχω την γνώμη, εγώ αυτό έτσι θα το ‘κανα». Έτσι , ήταν μια καλή συνέχεια του παπα- Πλανά. Ούτε έκοβαν ούτε έραβαν, συνέχισαν όπως παρέλαβαν.

Τον παπα – Θανάση τον γνώρισα στο μονύδριο Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Μπάλα Αττικής.

Από το βιβλίο: «Μορφές που γνώρισα να ασκούνται στο σκάμμα της Εκκλησίας» Ιερά Μονή Δοχειαρίου , Άγιον Όρος Γραφικές Τέχνες – Εκδόσεις: «Το Παλίμψηστον».

***

Όσο προχωρούσε η Θεία Λειτουργία τόσο και ο γέροντας ανέβαινε. Η όψη του αλλοιωνόταν. Δεν ήταν ο άνθρωπος που γνώριζαν όλοι από το εξομολογητήριο, ή άλλες ώρες. Το «εν τω ναώ εστώτες της δόξης σου εν ουρανώ εστάναι νομίζομεν…» γινόταν πραγματικότητα. Όπως λέει και ο Σ. Σ., «τα χέρια του έτρεμαν, τα μάτια του έρρεαν δάκρυα. Εντελώς απορροφημένος από τα τελούμενα. Η φωνή του έπαιρνε ένα δραματικό ύφος, κλαψιάρικο. Κυριολεκτικά σε περόνιαζε, σου δημιουργούσε ρίγος. Όχι θεατρινίστικο, στομφώδες, υποκριτικό. Οι λέξεις έβγαιναν από τα βάθη της ψυχής του».

Πολλοί έκλαιγαν μαζί του. Το εκκλησίασμα έκανε απόλυτη σιωπή για να τον ακούσει. Κάποιοι πήγαιναν μπροστά – μπροστά για να τον βλέπουν, να ακούνε καλύτερα και να ζουν τις συγκλονιστικές στιγμές…

Έλεγε ο μακαριστός Μητροπολίτης Άρτης Ιγνάτιος: «Τόση ήταν η ευλάβειά του και η αφοσίωσή του στη Θεία Λειτουργία, ώστε και φίδια να τον δάγκωναν δεν θα έπαιρνε είδηση».
Όταν έλεγε «Τα Σά εκ των Σών» ακουγόταν ένας γδούπος και όλοι έπεφταν γονατιστοί. Κανείς δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Ποιος μπορεί να περιγράψει τον τόνο και το χρώμα της φωνής του, όταν πρόφερε τα λόγια του καθαγιασμού.

Και ερχόταν η ώρα της θείας Μεταλήψεως. Η θεία Λειτουργία στο αποκορύφωμά της. Τα παιδιά του έφερναν στην κατάλληλη στιγμή το ζέον που έβραζε, έτσι το ήθελε.
– Να βράζει παιδί, το ζέον πρέπει να είναι καυτό.
Διηγείται ένα από τα «παπαδάκια»:
«Όταν του πηγαίναμε το ζέον, το σκεύος έκαιγε. Δεν πιανόταν. Αυτός δεν ενοχλείτο καθόλου. Το έπιανε με το χέρι του και το έριχνε σταυρωτά στο Άγιο Ποτήριο. Όλα τα παιδιά απορούσαμε πως δεν καιγόταν. Όσες φορές πήγαμε να το ακουμπήσουμε καιγόμασταν… Έπειτα μας έβγαζε από το ιερό. Ήθελε να μείνει μόνος του αυτή την ιερή στιγμή».

Διηγείται ο Μητροπολίτης Αργολίδος Ιάκωβος: «Κατά την ώρα του κοινωνικού απαγόρευε αυστηρά να υπάρχει άλλος άνθρωπος μέσα στο ιερό Βήμα. Τα παιδιά έβγαιναν έξω. Όταν κοινωνούσε αλλοιωνόταν η μορφή του. Ως διάκονος είχα αντικρύσει θέαμα εξαίσιο. Έκλαιγε σαν μικρό παιδάκι. Ή ένα μικρό παιδάκι έβλεπες ή τον π. Αθανάσιο ήταν το ίδιο. Και παράλληλα η μορφή του έλαμπε από ένα περίεργο φως όταν κοινωνούσε των Αχράντων Μυστηρίων. Τότε κατάλαβα γιατί δεν επέτρεπε στα παιδιά ή σε οποιονδήποτε άλλον να παραμείνει μέσα»…

Και τέλος ο π. Α.Λ.: «Ασταμάτητα ήταν τα δάκρυα που έχυνε την ώρα της λειτουργίας. Την ώρα δε της Θείας Κοινωνίας έλεγε κλαίγοντας:
– Μην με κατακαύσεις, Κύριε, κατάκαυσε τας αμαρτίας μου.
Και τα δάκρυα να τρέχουν κρουνηδόν. Δεν είχα ξαναδεί γέροντα να κλαίει έτσι. Και αυτό με εξέπληξε. Τόλμησα στο τέλος να τον ρωτήσω:
– Γιατί έκλαιγες, γέροντα;
– Για τις αμαρτίες μου έκλαιγα, απάντησε. Γιατί είναι τόσες που δεν έπρεπε να είμαι στο θυσιαστήριο. Κάπου αλλού έπρεπε να είμαι!»

Κάποια μέρα, διηγείται η κ. Ε. Μ., μεταξύ των εκκλησιαζομένων ήταν και μια μητέρα με το μικρό τετράχρονο παιδί της. Ο π. Αθανάσιος βγήκε στην ωραία Πύλη με το Άγιο Ποτήριο. Ο μικρός άρχισε να φωνάζει:
– Μαμά, κοίτα! Ένα φως στο ποτήρι που κρατά ο παπάς.
Όλοι θαύμασαν. Ο π. Αθανάσιος ατάραχος.
Στο τέλος διαβαζόταν η ευχαριστία και ο π. Αθανάσιος έκανε την κατάλυση. Εδώ ο γέροντας αργούσε πάρα πολύ. Σχεδόν μία ώρα.
Ο κ. Κ. Γ. λέει: «Κυριολεκτικά «έξυνε» το Άγιο Ποτήριο, ενώ τα δάκρυά του ήταν ασταμάτητα. Μαζί με το σώμα και το αίμα του Κυρίου έπινε και τα δάκρυά του!»
Η ώρα αυτή ήταν για τον π. Αθανάσιο ιερότατη. Όπως και στη θεία Λειτουργία έτσι και εδώ, ήταν εντελώς αφοσιωμένος. Μια φορά, την ώρα που κατέλυε, ήλθε στη Νερατζιώτισσα ο Πατριάρχης Αλεξανδρείας Νικόλαος. Ήταν χειμώνας και πολλοί πιστοί παρέμεναν στο ναό. Ο Πατριάρχης προσκύνησε τις εικόνες και μπήκε στο ιερό. Όλοι σηκώθηκαν. Ο π. Αθανάσιος αφοσιωμένος στην πρόθεση, δεν γύρισε να δει ποιος είναι. Κάποιος έτρεξε να τον ενημερώσει. Συνέχισε την κατάλυση σαν να μην άκουσε τίποτα. Ούτε διέκοψε, ούτε γύρισε να δει. Ο Πατριάρχης σεβάστηκε τη στάση του και δεν επέτρεψε να τον ξανα-ενοχλήσουν.
Το ίδιο επαναλήφθηκε και άλλη φορά με κάποιον Μητροπολίτη. Ο π. Αθανάσιος, εντελώς προσηλωμένος, δεν γύρισε να κοιτάξει. Ο Μητροπολίτης στενοχωρήθηκε και είπε πειραγμένος.
– Καλά, αόμματος είναι αυτός ο παπάς!

Ο γέροντας απτόητος. Στα τρεμάμενα χέρια του κρατούσε Αυτόν που κρατάει τα σύμπαντα. Πώς μπορούσε να διακόψει;…

***

Πόσο μας αγαπάει ο Θεός

Ήταν ο εφιαλτικός χειμώνας του 1942. Ο κόσμος, πέθαινε στους δρόμους από την πείνα και τις αρρώστιες. Μια πνευματική θυγατέρα, από τα πιο αγαπημένα παιδιά του Γέροντα Αθανασίου, άρρωστη και εξαντλημένη, έπνεε τα λοίσθια. Καταλάβαινε ότι πλησιάζει το τέλος της και έλεγε στους δικούς της να ετοιμάσουν το σάβανό της. Η μόνη παρηγοριά της, ήταν ένα μικρό ευαγγέλιο με χοντρό σκούρο εξώφυλλο. Διάβαζε λίγο, μετά ζαλιζόταν και το άφηνε δίπλα στο μαξιλάρι της. Πάνω στη ζαλάδα της, γύρισε και το είδε. Της φάνηκε σαν ψωμί. Και μονολόγησε:

– Αχ, Χριστέ μου! Να είχα λίγο ψωμάκι!
Όσοι ήταν μέσα στο δωμάτιο, χαμογέλασαν. Τότε, όχι ψωμί δεν υπήρχε, αλλά έδιναν με το δελτίο δώδεκα γραμμάρια λούπινα και, αυτήν ακόμη την ευτελή τροφή, είχαν πάνω από δέκα μέρες να την μοιράσουν.
Σκεφτόταν η άρρωστη:
– Πειρασμός, είναι!
«Οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος» (Ματθ. δ΄ 4).
Έξω, τα πάντα είχαν καλυφθεί από χιόνι. Οι Μαρουσιώτες δεν θυμούνται ποτέ άλλοτε τόσο χιόνι. Ξεπερνούσε το μισό μέτρο. Και το κρύο ήταν τσουχτερό. Όλα, είχαν νεκρώσει. Ο π. Αθανάσιος βρισκόταν στην άλλη άκρη της πόλης, κάπου στην Πεύκη, όπου έκαμνε έναν αγιασμό σ’ ένα σπίτι. Οι άνθρωποι του σπιτιού, αντί για χρήματα, του πρόσφεραν δύο κομμάτια άσπρο ψωμί. Ήταν ό,τι καλύτερο μπορούσαν να δώσουν. Όμως ο μακάριος Γέροντας Αθανάσιος, δεν το κράτησε ούτε έβαλε μπουκιά στο στόμα του. Αναλογίστηκε τα πνευματικά του παιδιά. Θυμήθηκε δύο από αυτά που είχαν την μεγαλύτερη ανάγκη. Το ένα, ήταν η άρρωστη που αναφέραμε. Ξεκίνησε για το σπίτι της. Ο δρόμος μακρύς και, με τόσο χιόνι, εξαιρετικά δύσκολος. Αλλά, «ἡ ἀγάπη, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς» (Α΄ Κορ. ιγ΄ 5). Δεν λογαριάζει τίποτα! Ποιός ξέρει πόση ώρα, ή, μάλλον, πόσες ώρες, περπατούσε ο αείμνηστος Γέροντας Αθανάσιος μέσα στα χιόνια! Έφτασε στο σπίτι της κατάκοιτης που λαχτάρησε λίγο άσπρο ψωμί και πήγε κατευθείαν στο δωμάτιό της.
– Τί κάνεις, παιδί;
– Δεν μπορώ, πάτερ μου, δεν είμαι καλά!
Ο άνθρωπος του Αγίου Θεού, ο Γέροντας π.Αθανάσιος Χαμακιώτης, έβγαλε από τον κόρφο του το ένα κομμάτι άσπρο ψωμί.
– Παιδί, πήγα κι έκανα αγιασμό σ’ ένα σπίτι, μου έδωσαν λίγο ψωμί και σου το έφερα!
Η άρρωστη, έμεινε άναυδη. Άρχισε να κλαίει και, μέσα στους λυγμούς της, του διηγήθηκε τον «πειρασμό» που βίωσε πριν από λίγο. Ο Γέροντας, χαμογέλασε ικανοποιημένος.
– Είδες, παιδί, πόσο μας αγαπάει ο Θεός;
Ο ευλογημένος Γέροντας, κάθισε, της είπε λόγους παρηγοριάς, στήριξε το καταρρακωμένο της ηθικό και την ευλόγησε. Η ετοιμοθάνατη σιγά–σιγά συνήλθε, επέζησε και διηγείται με δάκρυα μέχρι σήμερα το περιστατικό αυτό.

Ο π.Αθανάσιος, όμως, δεν τελείωσε την αποστολή του. Συνέχισε μέσα στα χιόνια την πορεία του. Βλέπετε, είχε ακόμη και ένα ακόμη κομμάτι ψωμιού στον κόρφο του. Μια ακόμη φτωχή νέα κοπέλα, άρρωστη από αδενοπάθεια, πεινούσε και υπέφερε. Ο Γέροντας έφτασε και σ’ αυτό το σπίτι.
Πρόσφερε το δεύτερο ψωμί, παρηγόρησε και την εκεί άρρωστη κι έφυγε. Κατάκοπος, βρεγμένος, παγωμένος, πεινασμένος, μόνος, έφτασε πίσω στο αγαπημένο του Ησυχαστήριο στην Παναγία την «Νερατζιώτισσα».

***

Άγιος Αθανάσιος Χαμακιώτης (αριστερά), Άγιος Ελπίδιος Χασάπης (δεξιά).

Ακόμα και μετά την κοίμησή του [του Ιερομονάχου π. Ελπιδίου Χασάπη (1913-1983), αδελφού του Ιερομάρτυρα, αγίου Φιλουμένου], όμως, είχε την έγνοια του ησυχαστηρίου [της Παναγίας Φανερωμένης Μπάλας, στην Ροδόπολη Αττικής] και το προστάτευε από τον ουρανό.
Όταν το 1990 το δάσος κοντά στο μοναστήρι είχε πάρει για δεύτερη φορά φωτιά, ο επικεφαλής των πυροσβεστών έβλεπε τους δύο κεκοιμένους Γέροντες της Μονής Αθανάσιο [τον Ιερομόναχο, π. Αθανάσιο Χαμακιώτη (1891-1967)] και Ελπίδιο, να προστατεύουν τον χώρο.
– Μη φοβάστε…
Είπε σ’ αυτούς που εργάζονταν μαζί του.
– Στην μάντρα της μονής, είναι δύο καλόγεροι και διώχνουν την φωτιά. Το μοναστήρι δεν θα πάθει τίποτα!
Έτσι, με την πρεσβεία των δύο οσίων πατέρων, ενώ η φωτιά έφθασε πολύ κοντά, το ησυχαστήριο διαφυλάχθηκε.

Από το Βιβλίο Ο “Γέροντας Ελπίδιος, (1913-1983)”, Έκδοση Ιεράς Μονής Αγίου Νικολάου Ορούντας.

***

«Τι φοβούνται οι άγιοι; Την επιτυχίαν εις το έργο των η οποία δύναται να προκαλέσει τους επαίνους. Εν συμπεράσματι: Εκείνη η ψυχή είναι περισσότερον αγία, η οποία προσπαθεί περισσότερον να κρύπτεται».

«Η ταπείνωση είναι το βάθρο πάνω στο οποίο πατάμε για να ανεβούμε στην κλίμακα των υπολοίπων αρετών και έτσι να οικοδομήσουμε τον οίκο της ψυχής μας. Την ταπείνωση τρέμει ο διάβολος. Όποιος την αποκτήσει θα βαδίζει με ασφάλεια, γιατί τον προφυλάσσει η χάρη του Θεού».

«Να λες τους χαιρετισμούς της Παναγίας στο δρόμο, και το “Θεοτόκε Παρθένε”, δεν θα το αφήνεις από το στόμα σου».

«Μόνο μια φροντίδα και έννοια χρειάζεται να έχουμε: Τη δόξα του Θεού. Και γι’ αυτό θα πρέπει να αγωνιζόμαστε συνεχώς. Τις δικές μας φιλοδοξίες πρέπει να τις καταπατούμε».

«Δια να εισακουώμεθα εις την προσευχή μας -έλεγε- πρέπει να έχουμε την μεγίστην των αρετών,-την ταπείνωση!… Όταν κανείς έχει ταπείνωση, κατορθώνει να είναι απαλλαγμένος της ισχυρογνωμοσύνης, θυμού, φθόνου, κατακρίσεως, φιλαρχίας. Ασκεί την υπακοή, την υπομονή, την ευσπλαχνία και επιείκεια»!

«Να προσεύχεσαι θερμά και να εμπιστευθής την υπόθεσίν σου εξολοκλήρου εις τον Κύριόν μας και να τον παρακαλέσης να σου χορηγήση τα καλά και τα συμφέροντα. Είναι αλήθεια ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να μένη μετέωρος… η ψυχή η παραδιδομένη εις τον Κύριον έχει να κερδίση τα μέγιστα, διότι ειρηνεύει, γαληνεύει, δύναται να προσεύχεται, έχει τον νουν διαυγή, την καρδίαν καθαράν και εαυτόν σχετικώς αμόλυντον… Η επιμονή και υπομονή διά την επιτυχίαν του θελήματος του Θεού, η εγκαρτέρησις εις την ιεράν προσευχήν θα φέρη τα καλύτερα αποτελέσματα απ’ ό,τι ημείς ζητούμεν προηγουμένως. Θα φέρη προπαντός την ειρήνην της ψυχής “ου χωρίς ουδείς όψεται τον Κύριον”. Έχετε ανάγκην μεγάλης προσοχής και εγκαρτερήσεως εν τη προσευχή. Αλλά διά να εισακουώμεθα, πρέπει να έχωμεν την μεγίστην των αρετών, την ταπείνωσιν, η οποία είναι η βάσις και το κορύφωμα πασών των αρετών. Επίσης εν τη προσευχή να λησμονονώμεν ει τι έχωμεν κατά τινος. Να ζητούμεν αγάπην , συγχώρησιν και μετάνοιαν διά τους διώκοντας ημάς, να αποφεύγωμεν την κατάκρισιν…».

Πηγή: iconandlight.wordpress.com


Ἁγιοκατάταξη Γέροντος Ἀθανασίου Χαμακιώτη  (1891-†1967)

Ὁ Ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ ἐν Ἀμαρουσίῳ καί Ροδοπόλει ἀσκήσας (1891-†1967) 

Σέ κάθε ἐποχή, ἐπειδή «ὁ Χριστός χθές καί σήμερον ὁ αὐτός καί εἰς τούς αἰῶνας» (Ἑβρ. 13, 8),  ὁ Κύριος ἀναδεικνύει Ἁγίους, οἱ ὁποῖοι ζοῦν καί κινοῦνται ἀνάμεσά μας, παρηγορώντας τόν λαό Του καί στηρίζοντας μέ τίς εὐχές τους τήν οἰκουμένη.

Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος, «πλήρης χάριτος καί ἀληθείας» (Ἰω. 1, 14-15) ἦταν καί ὁ Ἱερομόναχος Ἀθανάσιος Χαμακιώτης, ὁ Γέροντας τῆς Νερατζιωτίσσης (1891-1967). Ἄνθρωπος μέ σπάνια πνευματικά χαρίσματα. Πλημμυρισμένος ἀπό τήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο. Στολισμένος μέ ὅλες τίς ἅγιες ἀρετές. Πρᾶος, ταπεινός, σεμνός, εἰρηνικός, ὑπομονετικός. Γνήσιος ποιμένας καί Πνευματικός πατέρας. Ἀληθινός ἀγωνιστής μέ πανθομολογουμένη ἁγία βιωτή.

Γεννήθηκε τό 1891 σ’ ἕνα μικρό χωριό τῆς ἐπαρχίας Καλαβρύτων, τήν Τουρλάδα. Γόνος πτωχῆς ἀλλ’ εὐσεβοῦς πολυτέκνου οἰκογενείας, ἀπό μικρός ἀγάπησε τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία Του. Τοῦ ἄρεσε ἀπό τήν παιδική του ἡλικία νά ἐπισκέπτεται τά διάσπαρτα ἐξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ του, ν’ ἀνάβει τά καντήλια καί νά προσεύχεται. Οἱ συγχωριανοί του τοῦ ἔλεγαν πώς θά γίνει παπάς καί συνεβούλευαν τά παιδιά τους νά μοιάσουν στόν Γιῶργο, μετέπειτα Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο.

Στίς 20 Ἰουλίου τοῦ 1906 ἄφησε τό χωριό του καί μέ τήν συγκατάθεση τῶν γονιῶν του ἀφιερώθηκε στό φημισμένο Μοναστήρι τῆς Ἁγίας Λαύρας. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1913 ἐκάρη Μοναχός λαμβάνοντας τό ὄνομα Ἀθανάσιος. Οἱ μοναχικές ὑποσχέσεις, πού ἔδωσε κατά τήν κατανυκτική στιγμή τῆς κουρᾶς του, γιά ὑπακοή, παρθενία καί ἀκτημοσύνη συνοδεύονταν καί ἀπό τήν σταθερή ἀπόφασή του, νά σηκώσει μέ προθυμία τόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ γιά τήν ἀγάπη Του καί τήν διακονία τῶν ἀνθρώπων. Τό 1916 ὁ Μητροπολίτης Καλαβρύτων καί Αἰγιαλείας Τιμόθεος, τόν χειροτόνησε διάκονο καί τήν ἡμέρα τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό 1926, σέ ἡλικία 30 ἐτῶν, τόν χειροτόνησε πρεσβύτερο. Χωρίς νά μειώσει καθόλου τόν πνευματικό του ἀγῶνα, γιά δέκα ὁλόκληρα χρόνια ἐπιτελεῖ τά ἱερατικά του καθήκοντα, προσφέροντας παράλληλα καί τίς ὑπηρεσίες του ὡς ἡγουμενοσυμβούλου τῆς Μονῆς.

Στίς 18 Ἰανουαρίου τοῦ 1930 χειροθετεῖται Πνευματικός, λαμβάνοντας καί τό καθιερωμένο «Ἐνταλτήριον Γράμμα». Ὡς ἐξομολόγος ἦταν ταυτόχρονα καί παιδαγωγός, φωτισμένος ἀπό τήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Δεχόταν τούς πιστούς μέ καλοσύνη, ἀγάπη καί ἠρεμία. Τούς ἄκουγε μέ προσοχή καί τούς ἐνθάρρυνε νά ἀποκαλύψουν ὅλα ὅσα τούς βάρυναν. Τούς νουθετοῦσε μέ ὑπομονή καί τούς στήριζε στόν πνευματικό τους ἀγῶνα. Ποτέ δέν ἐπικαλέσθηκε τήν κούρασή του, τό προχωρημένο τῆς ὥρας ἤ τό πλῆθος ἐκείνων πού ἀνέμεναν τήν σειρά τους νά ἐξομολογηθοῦν. «Συνδύαζε ὁ Γέροντας τό γλυκύ μέ τό αὐστηρό, τό ταπεινό μέ τό ἡγεμονικό, τό μοναχικό μέ τό κοινωνικό, τήν ἁπλότητα μέ τήν σοφία. Κοντά του ἔνιωθες ἄνετα, ἀλλά συγχρόνως ἡ παρουσία του ἦταν μιά ζῶσα ἐπιταγή νά ἀνέβεις ψηλά, προκειμένου νά τόν συναντήσεις. Ὑπῆρξε ὁ αὐστηρός εἰς τόν ἑαυτό του ἱερομόναχος πού συνάμα λειτουργοῦσε ὡς στοργικός πατέρας». Ἀνάμεσα στούς ἐξομολογουμένους περιλαμβάνονταν σημαντικές προσωπικότητες τῶν γραμμάτων, τῆς πολιτικῆς, τοῦ Ἱεροῦ κλήρου, καθώς καί φημισμένοι Γέροντες, ὅπως οἱ Φιλόθεος Ζερβάκος, Ἀμφιλόχιος Μακρῆς κ.ἄ, ἀλλά καί κάποιοι Μητροπολίτες.

Ἔπειτα ἀπό εἴκοσι πέντε χρόνια διακονίας στή Μονή τῆς  μετανοίας του, στήν Ἁγία Λαύρα, ἀναγκάζεται γιά λόγους ὑγείας (προσεβλήθη ἀπό πλευρίτιδα) νά ἔλθει στήν Ἀθήνα, ἀναζητώντας καλύτερο κλίμα. Γιά μερικούς μῆνες προσφέρει τίς ὑπηρεσίες του στό Ναό  τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Σωτῆρος, μετόχι τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σίμωνος Πέτρας, στόν Βύρωνα. Ἐδῶ γνωρίζεται μέ τόν Γέροντα Ἱερώνυμο, μέ τόν ὁποῖο συνδέεται πνευματικά. Τό Φεβρουάριο τοῦ 1933, τοποθετεῖται στό Βιλλιαρί, κοντά στήν Μάνδρα Ἀττικῆς στόν Ἱερό Ναό Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, ὅπου ὑπηρετεῖ γιά τρία χρόνια.  Ἔχοντας πιά θεραπευθεῖ ἀπό τήν βρογχοπνευμονία, ἐπιδόθηκε μέ ἔνθεο ζῆλο στά λειτουργικά, κηρυκτικά καί ἐξομολογητικά του καθήκοντα. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1936, ὁ τότε Μητροπολίτης Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος Ἰάκωβος τόν τοποθετεῖ ὡς ἐφημέριο στό μικρό ἐκκλησάκι τῆς Παναγίας Νερατζιωτίσσης τοῦ Ἀμαρουσίου, χτισμένο στά τέλη τοῦ 16ου αἰῶνος, τό ὁποῖο ἀνήκει στό Ταμεῖο Ἀσφαλίσεως Κληρικῶν Ἑλλάδος. Ἐκεῖ ὑπηρετεῖ  ἐπί εἴκοσι ἑπτά συνεχῆ ἔτη.

Mέ τήν τοποθέτησή του στή Νερατζιώτισσα ἀρχίζει ἡ πιό δημιουργική περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Γέροντος Ἀθανασίου. Τελοῦσε μέ εὐλάβεια ὅλες τίς Ἀκολουθίες καί πολύ συχνά τήν Θεία Λειτουργία. Δέν παρέλειπε νά προσεύχεται ἐκτενῶς καί στό κελί του, ἕνα μικρό χῶρο δίπλα στό Παρεκκλήσιο. Νά μελετᾶ τήν Ἁγία Γραφή καί τούς Πατέρες. Νά νηστεύει καί νά ἀγρυπνεῖ. Νά φροντίζει μέ τήν βοήθεια τῶν πιστῶν γιά τήν εὐπρέπεια τοῦ Ναοῦ καί τοῦ περιβάλλοντος χώρου. Ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια ἔδειχνε γιά τή σωστή προετοιμασία τῆς πανηγύρεως, ἡ ὁποία ἐτελεῖτο κάθε χρόνο στίς 8 Σεπτεμβρίου, μνήμη τοῦ Γενεθλίου τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου, στό ὁποῖο εἶναι ἀφιερωμένη ἡ Νερατζιώτισσα.

Βίωνε «ψυχῇ τε καί καρδίᾳ» καί μετέδιδε στούς πιστούς τά βιώματά του, τόσο κατά τίς μυσταγωγικές Ἀκολουθίες τῆς Μεγάλης  Ἑβδομάδος, ὅσο καί κατά τήν νύκτα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως. Ἐπίκεντρο τῆς ζωῆς του εἶναι τώρα ἡ Θεία Λειτουργία. Αὐτή  «ὑπῆρξεν ἡ σκέψις του, ἡ ἐπιθυμία τῆς ψυχῆς του, τό εἶναι του, ὑπῆρξε τό πᾶν δι΄αὐτόν… Μεταρσιώνετο κυριολεκτικά ὅταν λειτουργοῦσε». Προηγουμένως ἔκανε τήν ἀπαιτούμενη προετοιμασία μέ μελέτη, νηστεία καί προσευχή. Στήν Προσκομιδή διάβαζε ἀμέτρητα ὀνόματα ζώντων καί τεθνεώτων. Τελοῦσε τήν Θεία Λειτουργία κατανυκτικά, σύντομα, χωρίς ὅμως νά παραλείπεται τίποτα. Ὁ ἵδιος γεμάτος ἱεροπρέπεια, εὐλάβεια καί φόβο Θεοῦ, μέ ταπεινό βλέμμα ἔδινε σέ ὅλα τόν τόνο, ἐνῶ ἡ φωνή του «φαινόταν ἡ πιό ὡραία τοῦ κόσμου…γιατί ἦταν ἡ φωνή πού ἔβγαινε ἀπό καρδιά πού ἀγαποῦσε πολύ  τόν  Χριστό».

Ἔχοντας ἐμπνεύσει στούς ἐκκλησιαζομένους τήν τάξη, τήν εὐπρέπεια καί τήν εὐλαβική συμμετοχή, τούς δίδασκε ὅτι δέν πρέπει ποτέ νά χάνει κανείς τή Θεία Λειτουργία «γιά ἐκδρομή, ταξίδι, ἐργασία, μαθήματα κ.λπ. Δέν τό δεχόταν μέ τίποτα καί ἦταν ἀπόλυτος». Ὡς ἔμπειρος πνευματικός, ἀληθινός ποιμένας λογικῶν προβάτων, τά ὁδηγοῦσε στή γνήσια θεογνωσία, τήν στενή καί τεθλιμμένη πύλη, τήν ὁδό πού ὁδηγεῖ στήν μετάνοια καί σωτηρία. Πρώτιστο μέλημα τῆς ποιμαντικῆς του ἀποστολῆς θεωροῦσε τό νά πλησιάζει, νά στηρίζει καί νά φέρνει στό δρόμο τοῦ Θεοῦ ὅσους εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπό τήν Ἐκκλησία ἤ τούς ταλαιπωροῦσε ἡ ἀμφιβολία τῆς πίστεως, ἡ ἄρνηση, ἡ αἵρεση, ἡ ἀδιαφορία, ἡ ἁμαρτία. Νοιάζονταν γιά ὅλους αὐτούς ἀλλά καί γιά ἐκείνους πού ἐκκλησιάζονταν τακτικά καί ἐξομολογοῦνταν στό πετραχήλι του. Ὁ λόγος του ἦταν ἀπαύγασμα τῆς ἀρετῆς του καί ἐπιδροῦσε ἄμεσα στούς ἀκροατές. Ἤξεραν ὅλοι ὅτι ἐφάρμοζε στήν ζωή του τό «ὁ ποιήσας καί διδάξας». Ἔτσι, ἄν τούς μιλοῦσε γιά ἐλεημοσύνη, γνώριζαν πόσο αὐτός πρῶτος ἐλεοῦσε. Ἄν τούς ἔλεγε γιά μετάνοια, κανείς δέν ἀμφέβαλε ὅτι ὁ ἴδιος ἀγωνιζόταν διά βίου νά ζεῖ ἐν μετανοίᾳ. Ἄν τούς παρότρυνε νά νηστεύουν, νά προσεύχονται, νά κοινωνοῦν, τόν ἔβλεπαν καί κατανοοῦσαν ὅτι ὁ ἴδιος πρῶτος μετέχει σ’αὐτά.

Πλήν τῶν ἄλλων ἀρετῶν του, ὑπῆρξε ἄνθρωπος προσευχῆς. Χωρίς αὐτή δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ὑπόδειγμα βίου καί ἱερουργός τῶν Μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Εἶχε διαρκῶς στά χείλη καί τήν καρδιά  του εἴτε τήν μονολόγιστη εὐχή τοῦ Ἰησοῦ εἴτε τό «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου δόξα σοι».  Αὐτό δίδασκε νά κάνουν καί τά πνευματικά του τέκνα λέγοντας ὅτι ἡ προσευχή εἶναι το καταφύγιο τοῦ χριστιανοῦ. Τόνιζε ὅτι προϋπόθεση γιά νά εἰσακούονται οἱ προσευχές μας εἶναι ἡ ταπείνωση, ἡ μεγίστη τῶν ἀρετῶν, ἡ βάση καί τό κορύφωμά τους. Ὑπῆρξε, ὅμως, καί ἄνθρωπος τῶν καλῶν ἔργων. Ἐνδιαφερόταν ζωηρά καί ἔμπρακτα γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν βιοτικῶν προβλημάτων κάθε προσώπου πού τόν πλησίαζε, σε ἐποχή πού ὑπῆρχαν πολλές δυσκολίες καί προβλήματα. Μεριμνοῦσε ἰδιαίτερα μέ διάκριση γιά τούς νέους καί τίς νέες, βοηθώντας τους νά βροῦν ἐργασία, νά μάθουν μιά τέχνη, νά σπουδάσουν. Δέν ὑπολόγιζε τόν ἑαυτό του, προκειμένου νά φανεῖ χρήσιμος στούς ἄλλους.  Τό κύριο γνώρισμα τῆς ἀσκητικῆς του ζωῆς ἦταν ἡ λιτότητα. Οὐδέποτε στή ζωή του ἐπεθύμησε ἤ ἐπεδίωξε νά ἀποκτήσει τίποτα, πέρα ἀπό τά ἀπολύτως στοιχειώδη. Συχνά προσευχόταν «Κύριε, ἀπάλλαξέ με ἀπό τήν ὄρεξιν τοῦ πλουτισμοῦ. Ἀποδίωξε ἀπ’ ἐμοῦ τήν φλογεράν δίψαν τῆς φιλαργυρίας». Ἔτσι, ἐνῶ κοιμᾶμαι φτωχός, ὅπως ἔλεγε, ξυπνῶ πλούσιος.

Ἡ ἁγάπη πρός τό ποίμνιό του δέν εἶχε ὅρια, ἀλλά πάντοτε μέ μεγάλη διακριτικότητα. Ἤθελε νά εἶναι βέβαιος ὅτι βοηθοῦσε τούς ἔχοντες πραγματική ἀνάγκη. Ὅμως, ὄχι σπάνια «ἡ καλοσύνη του ὑπερίσχυε τῆς λογικῆς» καί μερικοί ἐπιτήδειοι κατάφερναν νά ἐκμεταλλεύονται τήν ἄδολη ἀγάπη του. Ἐπεστράτευε ὅσους ἀπό τά πνευματικά του τέκνα μποροῦσαν νά βοηθήσουν μέ ποικίλους τρόπους. Νά προσφέρουν χρήματα ἤ τρόφιμα ἤ ὅ,τι ἄλλο μποροῦσαν, νά τά μεταφέρουν στούς ἐμπερίστατους, νά ἐπισκέπτονται ἀρρώστους ἤ φυλακισμένους, νά ἀνακαλύπτουν ἐγκαταλελειμμένους γέροντες φτωχούς. Τό καθῆκον τῆς φιλοξενίας δίδασκε ὄχι μόνο μέ τό παράδειγμα, ἀλλά  καί μέ τήν νουθεσία σέ ὅλα τά πνευματικά του παιδιά, ἐνῶ μία ἀπό τίς τελευταῖες ὑποθῆκες του πρός τίς μοναχές τοῦ Ἡσυχαστηρίου πού ἵδρυσε ἦταν ἡ ἄσκηση τῆς φιλοξενίας.

Σέ ἡλικία 65 ἐτῶν, τό 1956, θέλησε νά ἱκανοποιήσει μία παλαιά ἐπιθυμία του. Παρεκάλεσε τόν φίλο του Ἀρχιμανδρίτη π. Φιλόθεο Ζερβάκο, ἡγούμενο τῆς Μονῆς Λογγοβάρδας Πάρου, νά τελέσει τήν κουρά του σέ μεγαλόσχημο μοναχό. Ἡ Ἀκολουθία ἐτελέσθη στόν Ἱερό Ναό τῆς Παναγίας Νερατζιωτίσσης καί ὁ π. Ἀθανάσιος «χάρηκε ἀφάνταστα γιά τήν μοναχική αὐτή ἀναβάθμιση».

Ἡ μετά τό 1958 γρήγορη ἀνοικοδόμηση τῆς περιοχῆς ἀνάγκασε τόν Γέροντα νά ἀναζητήσει νέο τόπο ἡσυχίας. Ὕστερα ἀπό ἀναζήτηση ὀκτώ ἐτῶν καί ἐμφάνιση τοῦ Ἁγίου ἀρχιδιακόνου Λαυρεντίου, ἀγόρασαν ἀπό ὁμάδα παλαιοημερολογιτῶν μικρό Ναό μέ δύο κελιά στήν Ροδόπολη Σταμάτας καί τό 1961 νομότυπα συνέστησε Ἡσυχαστήριο, στό ὁποῖο ἐγκατέστησε στήν συνέχεια τήν πρώτη ἡγουμένη Μακρίνα μέ τήν συνοδεία της. Ἀμέσως ἄρχισε ἡ ἀνοικοδόμηση νέου Ναοῦ, τοῦ Καθολικοῦ, πρός τιμήν τῆς Παναγίας Φανερωμένης.

Τό Σεπτέμβριο τοῦ 1963, ὁ Γέροντας ἔχοντας βρεῖ κατάλληλο  ἀντικαταστάτη ἐφημέριο τελεῖ τήν τελευταία του Θεία Λειτουργία στή Νερατζιώτισσα καί ἀποχαιρετᾶ  μέ δάκρυα τό ἀγαπημένο του ποίμνιο.   Ἔτσι ξεκινᾶ τό τελευταῖο ἡσυχαστικό στάδιο τῆς ἐπιγείου  ζωῆς του, στό Ἡσυχαστήριο. Ἀπό τά τέλη τοῦ 1966 ὁ π. Ἀθανάσιος ἄρχισε νά ἔχει θεῖα μηνύματα ὅτι ἐγγίζει τό ἐπίγειο τέλος του. Ὄντας ἤδη 86 ἐτῶν, οἱ σωματικές του δυνάμεις ἄρχισαν νά τόν ἐγκαταλείπουν. Ὑπέφερε πολλά χρόνια ἀπό διάφορες ἀσθένειες, οὐδέποτε ὅμως παραπονιόταν.

Στίς ἀρχές Μαῒου 1967, ἔχοντας μέ τό προορατικό του χάρισμα τήν πληροφορία ὅτι τό τέλος ἐγγίζει, ζήτησε νά δεῖ «πρῶτα τόν Πνευματικό καί μετά τόν γιατρό». Στίς 22 Μαῒου 1967, ἔχοντας προσβληθεῖ ἀπό τήν νόσο τοῦ Πάρκινσον καί οὐρολοίμωξη, εἰσάγεται στόν «Εὐαγγελισμό». Τό νέο μαθαίνεται γρήγορα καί πολλοί τόν ἐπισκέπτονται ζητώντας τήν εὐλογία του. Τούς δέχεται ὅλους, τούς νουθετεῖ καί τούς εὐλογεῖ. Ὑπόσχεται στίς μοναχές του πώς, ἄν βρεῖ παρρησία στό Θεό, «θά πρεσβεύει πολύ γιά τό μοναστηράκι καί δέν θά τούς λείψει τίποτα».

Τά ξημερώματα τῆς 17ης Αὐγούστου 1967, παρέδωσε τήν Ἁγία ψυχή του ἀπό πνευμονικό οἴδημα. Τό σκήνωμά του ἐξετέθη σέ λαϊκό προσκύνημα στό Ἡσυχαστήριο τῆς Παναγίας Φανερωμένης στή Ροδόπολη. Τό βράδυ τῆς 18ης  Αὐγούστου, ἐτελέσθη Ἀγρυπνία καί ἐν συνεχείᾳ ἐψάλη ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία, στήν ὁποία προέστησαν οἱ Μητροπολίτες Ἀττικῆς Ἰάκωβος, Πειραιῶς Χρυσόστομος καί Ὕδρας Ἱερόθεος, μέ τήν συμμετοχή δεκάδων πρεσβυτέρων καί διακόνων καθώς  καί πλήθους πιστῶν. Τό σκήνωμά του «ζεστό καί εὔκαμπτο»  μετά ἀπό τόσες ὧρες, ἐναποτέθηκε στόν τάφο δίπλα στό Καθολικό τοῦ Ἡσυχαστηρίου.

Στίς 23 Ὀκτωβρίου 2014, 47 χρόνια μετά τήν ὁσιακή κοίμησή του, ὁ Σεβασμιώτατος Ποιμενάρχης μας κ. Κύριλλος τέλεσε τή Θεία Λειτουργία στό Καθολικό τοῦ Ἡσυχαστηρίου, συμπαραστατούμενος ἀπό τόν Σεβ. Μητροπολίτη Ἀργολίδος κ. Νεκτάριο καί τόν Θεοφιλέστατο Ἐπίσκοπο Ἐπιδαύρου κ. Καλλίνικο. Μετά τήν Θεία Λειτουργία ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου Γέροντος. Μέ πολύ συγκίνηση ὁ Σεβασμιώτατος κ. Κύριλλος πῆρε στά χέρια του τήν τιμία κάρα καί εὐλόγησε τούς παρισταμένους. Τά ἱερά λείψανα ἑτοιμάστηκαν ἀπό τούς Πατέρες καί μετεφέρθησαν στό Καθολικό καί ἐν συνεχείᾳ στό κελί τοῦ Γέροντα. Ὕστερα ἀπό λίγες ὧρες ἔγινε αἰσθητή ἡ παρουσία του. Μιά γλυκειά εὐωδία πλυμμύρισε τό κελί του καί ὅλο τό χῶρο τοῦ Ἡσυχαστηρίου. Αὐτή ἡ ἔντονη εὐωδία ἐξακολουθεῖ νά ἐμφανίζεται ἀπό καιροῦ εἰς καιρόν  μέχρι σήμερα, ὅπως πολλοί κληρικοί καί λαϊκοί βεβαιώνουν. Δέν ἀπομένει πλέον παρά ἡ ἐπίσημη ἁγιοκατάταξή του.

Ἡ Ἱερά Μητρόπολις Κηφισίας, Ἀμαρουσίου καί Ὠρωποῦ, μέ ἀφορμή τά πενήντα χρόνια ἀπό τήν ὁσιακή κοίμηση τοῡ Γέροντος τῆς Νερατζιωτίσσης, ἀφιέρωσε εὐλαβικά τό ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ τσέπης 2017,  στόν Ἱερομόναχο Ἀθανάσιο Χαμακιώτη, μέ τήν εὐχή ὁ ἅγιος Γέροντας νά πρεσβεύει καί νά μεσιτεύει στόν Κύριό μας καί στήν Παναγία Μητέρα Του γιά τό Ἡσυχαστήριο, τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Μητροπόλεώς μας.

Ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος τοῦ Σεπτοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ὑπό τήν προεδρία τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κυρίου Βαρθολομαίου, κατά τήν Συνεδρία τῆς 16ης Νοεμβρίου 2023, ἀποφάσισε τήν κατάταξη ἐν τῷ Ἁγιολογίῳ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τοῦ Ἱερομονάχου Ἀθανασίου (Χαμακιώτου), ἱδρυτοῦ τοῦ Ἱεροῦ Ἡσυχαστηρίου Παναγίας Φανερωμένης Ροδοπόλεως Ἀττικῆς καί ἐφημερίου ἐπί πολλά ἔτη τοῦ ἱστορικοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Παναγίας Νεραντζιωτίσσης Ἀμαρουσίου.

Ἡ Ἱερά Μητρόπολίς μας ἀγάλλεται καί χαίρει εἰς τήν ἀκοήν τῆς ἀνωτέρω Ἀποφάσεως τῆς Ἁγίας καί Ἱερᾶς Συνόδου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Ὁ ἑορτασμός τῆς μνήμης αὐτοῦ ὁρίστηκε τήν 17ην  Αὐγούστου ἑκάστου ἔτους, ἡμέρα τῆς ὁσιακῆς του κοιμήσεως, καί τήν 23ην Ὀκτωβρίου, ἡμέρα τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν αὐτοῦ λειψάνων.

Πηγή: Ἱερά Μητρόπολις Κηφισίας, Ἀμαρουσίου,  Ὠρωποῦ καὶ  Μαραθῶνος  https://www.imkifissias.gr/