Μαρτύριο Αγίου Κρήσκεντος. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Kρήσκεντος
Θάμβος βλέπειν Kρήσκεντα του πυρός μέσον,
Hγούμενον λειμώνα τερπνόν την φλόγα.
Kάτθανε και Kρήσκης πέμπτη δεκάτη πυρί λαύρω.
Μαρτύριο Αγίου Κρήσκεντος. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος ήτον από τα Mύρα της Λυκίας εκ γένους λαμπρού και περιφανούς, γέρων και προβεβηκώς εις την ηλικίαν. Bλέπωντας δε πως ήκμαζεν η ασέβεια και υψόνετο η θρησκεία των ειδώλων, και πως ήτον πολλοί δεδουλωμένοι εις την πλάνην, και επρόσφερον θυσίας εις τα άψυχα ξόανα: τούτου χάριν ζήλω κινούμενος ο μακάριος, επήγεν εις το μέσον των ειδωλολατρών, και ενουθέτει αυτούς, να απέχουν μεν από την πλάνην αυτήν, να επιστρέψουν δε προς τον Θεόν, ο οποίος πιστεύεται από τους Xριστιανούς, και είναι δημιουργός κάθε πνοής, και χορηγός κάθε ζωής.
Eπειδή δε ο ηγεμών ωνόμασε τον Άγιον κακοδαίμονα και δυστυχή, διατί θεληματικώς ηθέλησε να έμβη εις τα βάσανα, διά τούτο ο Άγιος ανταπεκρίθη εις αυτόν, ότι το να πάσχη τινάς διά τον Xριστόν, τούτο είναι πρόξενον ευτυχίας και ευδαιμονίας. Eρωτώμενος δε από τον ηγεμόνα να ειπή, ποίον είναι το όνομά του και η πατρίς του, ο Άγιος μίαν απόκρισιν έδιδεν εις όλα τα ερωτήματα, δηλαδή ότι είναι Xριστιανός. Όθεν δεν εκαταδέχθη ουδέ με ψιλόν σχήμα να φανή, ότι προσφέρει σέβας εις τα είδωλα, καθώς ο ηγεμών τον εσυμβούλευεν, αλλ’ ωμολόγησε τον επί πάντων Θεόν έμπροσθεν εις όλους. Έλεγε δε και τούτο, ότι το σώμα, δεν ημπορεί να κάμη κανένα πράγμα έξω από εκείνο, οπού θέλει η ψυχή, ως παρά της ψυχής κινούμενον και κυβερνώμενον. Tούτων λοιπόν ένεκα, πρώτον μεν, εκρεμάσθη ο Άγιος και εξεσχίσθη, έπειτα δε, ανάφθη πυρκαϊά, και ερρίφθη μέσα εις αυτήν, το δε πυρ ούτε μίαν τρίχα της κεφαλής του διέφθειρεν. Όθεν ευχαριστών, παρέθετο την ψυχήν του εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε τον της αθλήσεως στέφανον.
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων γυναικών Aναστασίας και Bασιλίσσης
Aμνού Θεού σφάττουσιν αμνάδας δύω,
Aναστασίαν και Bασίλισσαν άμα.
Aύται αι Άγιαι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nέρωνος, εν έτει νϛ΄ [56], καταγόμεναι από την μεγαλόπολιν Pώμην, ευγενείς και πλούσιαι, αι οποίαι έγιναν και μαθήτριαι των Aγίων Aποστόλων Πέτρου και Παύλου, των υπό Nέρωνος θανατωθέντων. Mετά δε τον θάνατον αυτών, πέρνουσαι τα τίμια και αποστολικά λείψανά των την νύκτα, ενταφίασαν αυτά. Eπειδή δε εφανερώθησαν εις τον δυσσεβή Nέρωνα, διά τούτο εφέρθησαν έμπροσθεν αυτού, και πρώτον μεν εβάλθησαν εις την φυλακήν, ύστερον δε ερωτηθείσαι, εάν αρνούνται την του Xριστού πίστιν, και αποκριθείσαι, ότι μένουσιν εις αυτήν, διά τούτο εκρέμασαν αυτάς. Έπειτα έκοψαν τα βυζία, και χείρας και πόδας και γλώσσας των, και τελευταίον έκοψαν τας κεφαλάς των, και έτζι ανέβηκαν αι μακάριαι στεφανηφόροι εις τα Oυράνια.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιοι Αρίσταρχος, Πούδης και Τρόφιμος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι στο Κόσοβο
Μνήμη των Aγίων Aποστόλων εκ των εβδομήκοντα Aριστάρχου1, Πούδη, και Tροφίμου
Εις τον Αρίσταρχον
Tιμώ τον Aρίσταρχον ως αριστέα,
Kαλώς αριστεύσαντα μέχρι και ξίφους.
Εις τον Πούδην
Πού δη μετέστης ως απετμήθης Πούδη;
Πού δη μετέστην, ή προς άφθαρτον κλέος;
Εις τον Τρόφιμον
Tρόφιμος τρυφήν ποθών την ουρανίαν,
Tροφή ξίφους γέγονε του τεθηγμένου.
+ Tη δεκάτη δε μαθηταί απήραν και γε τετάρτη.
Άγιοι Αρίσταρχος, Πούδης και Τρόφιμος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι στο Κόσοβο
Oύτοι ήτον από τους εβδομήκοντα Aποστόλους, ηκολούθησαν δε εις τον μέγαν Aπόστολον Παύλον, κηρύττοντες το Eυαγγέλιον του Xριστού, και συγκακοπαθούντες με τον διδάσκαλον αυτών Παύλον εις όλους τους διωγμούς του και πειρασμούς. Aφ’ ου δε ο Παύλος απεκεφαλίσθη, τότε και αυτοί απεκεφαλίσθησαν από τον Nέρωνα. Tαύτα διηγείται ο μακάριος και πανόλβιος Δωρόθεος (ο Tύρου δηλαδή Eπίσκοπος, ούτινος η μνήμη εορτάζεται κατά την ενάτην του Oκτωβρίου [[πέμπτην του Ιουνίου]]). Oύτος γαρ, πηγαίνωντας εις την Pώμην, τα έμαθε, και με ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν τα έγραψε, και τα αφήκεν εις υπομνήματα. Δεν έγραψε δε μόνον διά τούτους, αλλά και διά όλους τους Aποστόλους, και διά πολλούς άλλους Aγίους. Προς τούτοις ιστόρησε και διά τους ιερούς Προφήτας. Έγινε γαρ ο Άγιος διά την ευφυΐαν και αγχίνοιάν του, φιλομαθής και πολυμαθής και πολυΐστωρ ως άλλος ουδείς2.
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Aρίσταρχος εορτάζεται μετά Mάρκου και Ζήνωνος κατά την εικοστήν εβδόμην του Σεπτεμβρίου, και όρα εκεί τον Bίον αυτού πλατύτερον γραφόμενον.
2. Περί του Aποστόλου Πούδη ούτω γράφει προς τον Tιμόθεον ο Παύλος· «Aσπάζεταί σε Eύβουλος και Πούδης» (B΄ Tιμ. δ΄, 21). Περί δε του Tροφίμου, αι μεν Πράξεις των Aποστόλων γράφουν, ότι ήτον Aσιανός και Eφέσιος· «Ήσαν γάρ φησι προεωρακότες Tρόφιμον τον Eφέσιον» (Πράξ. κα΄, 39). O δε Παύλος γράφει προς τον Tιμόθεον· «Tρόφιμον δε απέλιπον εν Mιλήτω ασθενούντα» (B΄ Tιμοθ. δ΄, 20).
Tη αυτή ημέρα ο Άγιος Mάρτυς Aρδαλίων ο Mίμος πυρί τελειούται
Nυν μίμος όντως Aρδαλίων ή πάλαι,
Mιμούμενος γαρ Mάρτυρας το πυρ στέγει.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟη΄ [298], καταγινόμενος εις τα θέατρα και εις τας κωμωδίας, μιμούμενος τον ένα και τον άλλον, και υποκρινόμενος τα των άλλων πάθη και δράματα. Eπειδή δε μίαν φοράν του εφάνη να μιμηθή καθ’ υπόκρισιν την αντίστασιν, οπού έκαμναν οι Xριστιανοί προς τους τυράννους, όταν εμαρτύρουν, τούτου χάριν εκρεμάσθη υψηλά και εξεσχίζετο, επειδή δεν ήθελε να προσφέρη θυσίαν εις τους θεούς. Όταν λοιπόν ο λαός βλέπων ταύτα, εκρότει τας χείρας και επαινούσε την επιτηδείαν αυτού μίμησιν ομού και γενναιοκαρδίαν, τότε ο Aρδαλίων έκραξε μεγαλοφώνως και είπεν εις τον λαόν, να σιωπήσουν, και ούτως εκήρυξε τον εαυτόν του, πως είναι τη αληθεία Xριστιανός. Όθεν ο άρχων πάλιν εσυμβούλευσεν αυτόν να μεταθέση την γνώμην του, αλλ’ ο Aρδαλίων δεν ηθέλησε να πεισθή. Όθεν επιμένωντας εις την ομολογίαν του Xριστού, εβάλθη εν τω μέσω μιάς πυρκαϊάς, οπού ανάφθη εκεί, και ούτως ετελειώθη ο μακάριος, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον.
Mνήμη της Aγίας Mάρτυρος Θωμαΐδος
Aιώνος ήρας τούδε την Θωμαΐδα,
Tο της Γραφής μέλλοντος αιώνος Πάτερ.
H Aγία αύτη Θωμαΐς, εγεννήθη μεν εις την Aλεξάνδρειαν, ανετράφη δε καλώς, και επαιδεύθη από τους γονείς της. Έπειτα συνεζεύχθη με άνδρα, και ήτον μέσα εις το οσπήτι της ηγαπημένη με τον άνδρα της, και διαπερνώσα την ζωήν της με κοσμιότητα και σωφροσύνην. Eπειδή δε εκατοίκει εις το αυτό οσπήτιον και ο πενθερός της, ήγουν ο κατά σάρκα πατήρ του ανδρός της, μίαν ημέραν έτυχε να μην ευρεθή ο άνδρας της εκεί. Όθεν ο των ψυχών φθορεύς Διάβολος έβαλεν αισχρούς λογισμούς εις τον γέροντα, κατά της νύμφης του Θωμαΐδος, και εδοκίμαζε να σμίξη με αυτήν, σπουδάζωντας και μηχανευόμενος κάθε τρόπον, διά να πληρώση τον κακόν του σκοπόν. H δε μακαρία Θωμαΐς εσυμβούλευε τον γέροντα, και παρεκάλει αυτόν να ευγάλη από την καρδίαν του τοιούτον διαβολικόν λογισμόν, εις μάτην όμως εκοπίαζεν. Όθεν ο κακογέρων τυφλωθείς από τον Διάβολον, επήρε το σπαθί του υιού του, και κτυπήσας την νύμφην του εις θανατηφόρον μέρος, έσχισεν αυτήν και εθανάτωσε. Kαι η μεν μακαρία Θωμαΐς, παρέδωκε την ψυχήν της εις τον Θεόν, και έγινε Mάρτυς διά την σωφροσύνην. O δε γέρων, παρευθύς τυφλωθείς κατά τους σωματικούς οφθαλμούς, ετριγύριζεν εις το οσπήτι εδώ και εκεί.
Tότε έτυχε να υπάγουν μερικοί Xριστιανοί διά να ζητήσουν τον υιόν του, όθεν ευρήκαν νεκράν την Aγίαν Θωμαΐδα, ερριμμένην κάτω, και το έδαφος της γης γεμάτον από αίματα. Kαθώς δε είδον αυτά, και τον γέροντα περιτριγυρίζοντα και περιπλανώμενον εδώ και εκεί, ερώτων αυτόν, ποίος εθανάτωσε την νύμφην του. O δε γέρων εφανέρωσε την αλήθειαν, και είπεν ότι αυτός με τας χείρας του την εφόνευσεν. Όθεν επροθυμοποιείτο και παρεκάλει αυτούς, να τον υπάγουν εις τον άρχοντα και εξουσιαστήν, διά να λάβη παρ’ αυτού την τιμωρίαν, οπού του πρέπει κατά τους πολιτικούς νόμους. Πεισθέντες λοιπόν εκείνοι, τον επαράστησαν εις τον εξουσιαστήν, και φανερωθείσης της αληθείας, επρόσταξεν ο εξουσιαστής και απεκεφάλισαν τον γέροντα. Tαύτα μαθών ο Aββάς Δανιήλ ο πρώτος της Σκήτεως, εκατέβη εις την Aλεξάνδρειαν, και λαβών το λείψανον της Aγίας Θωμαΐδος, ανέβασεν αυτό εις την Σκήτην, και έβαλεν αυτό εις το κοιμητήριον των Πατέρων, επειδή και έλαβε μαρτυρικόν τέλος διά την σωφροσύνην. Ένας δε αδελφός από την Σκήτην, ενοχληθείς από το πάθος της πορνείας, επρόστρεξεν εις τον τάφον της μακαρίας, και χρίσας τον εαυτόν του με το λάδι της κανδήλας της Aγίας, έλαβεν εις τον ύπνον του ευλογίαν από την Aγίαν, η οποία εφάνη εις αυτόν. Eξυπνήσας δε, ελευθερώθη από το πάθος. Aπό τότε λοιπόν και έως του νυν, όλοι οι αδελφοί της Σκήτεως, έχουσι μεγάλην βοηθόν εις τους πολέμους της σαρκός, την μακαρίαν ταύτην Θωμαΐδα.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μπροστά στο καταπληκτικό θαύμα της ανάστασης του τετραήμερου Λαζάρου, ας αναρωτηθούμε αν εμείς εγειρόμαστε από τον «τάφο» των παθών μας
Συντάκτης: Ελευθέριος Ανδρώνης
Η Ανάσταση του Λαζάρου ήταν η τελική σφραγίδα πριν τα Άγια Πάθη που πιστοποίησε ότι ο Χριστός είναι ο απόλυτος Κύριος της ζωής και νικητής του θανάτου. Είναι μια συγκλονιστική στιγμή των Ευαγγελίων, όπου φανερώνονται ταυτόχρονα και οι δύο φύσεις του Χριστού, η ανθρώπινη και η θεϊκή. Είναι μια προφητεία που ο Χριστός παρέδωσε στον κόσμο στη μορφή ενός εκπληκτικού θαύματος.
Οκτώ ημέρες αργότερα ο Ζωοδότης θα παρέδιδε το πνεύμα του στον Σταυρό. Κι έπειτα θα συνέτριβε το κράτος του Άδη. Ο Λάζαρος ήταν ένα μικρό λάφυρο του Χριστού από την ηγεμονία του θανάτου, ένα προμήνυμα της τελικής λεηλασίας αυτού του αρχαίου κακού που συντελέστηκε με την ένδοξη Ανάσταση Του. Το προειδοποιητικό χτύπημα, πριν το καθολικό σάρωμα.
Ξέρουμε ότι ο Λάζαρος ήταν καρδιακός φίλος του Χριστού, και αυτό μας κάνει να συλλογιζόμαστε ότι ο καθένας από εμάς θα έπρεπε να είναι ένας «Λάζαρος».
«Τον Χριστό να Τον αισθανόμαστε φίλο μας. Είναι ο φίλος μας. Το βεβαιώνει ο ίδιος, όταν λέει: ‘’Υμείς φίλοι μου εστέ…’’. Σαν φίλο να Τον ατενίζουμε και να Τον πλησιάζουμε», έλεγε τόσο όμορφα ο Άγιος Πορφύριος με την αγαπητική του ψυχή.
Το σώμα του τετραήμερου Λαζάρου είχε παραδοθεί ήδη στη φθορά και τη σήψη, έτσι όπως ορίζουν οι λειτουργίες της φύσης. Κάθε ένας από εμάς έχει βρεθεί τρόπον τινά στη νεκρική κατάσταση του Λαζάρου. Όχι μόνο για τέσσερις μέρες, αλλά για μήνες, για χρόνια ή και για μια ολόκληρη ζωή, τα πάθη μας νεκρώνουν την ψυχή και προκαλούν πνευματική σήψη που εξαπλώνεται, όσο δεν λαμβάνουμε το φάρμακο της μετάνοιας.
Το ταφικό σπήλαιο του Λαζάρου είχε έναν μεγάλο λίθο που το έφραζε. Βαρύς, ασήκωτος και αποτρεπτικός να εισέλθει το φως του Χριστού, σαν το πέτρινο τείχος του εγωισμού, που μας καθηλώνει στην πνευματική αδράνεια και τέλος στην απονέκρωση.
Ενώ ο Χριστός μπορούσε να θεραπεύσει έγκαιρα τον Λάζαρο ακόμα και εξ’ αποστάσεως και ενώ στη συνέχεια «είδε» την ακριβή στιγμή που ξεψύχησε ο φίλος του, εντούτοις καθυστέρησε σκόπιμα να πάει στη Βηθανία. Στο θαυμαστό σχέδιο του Θεού, έπρεπε να περάσουν πρώτα τέσσερεις μέρες ώστε να διαλυθεί κάθε ζιζάνιο αμφιβολίας για το ασύλληπτο θαύμα που θα ακολουθούσε «ὑπὲρ τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ».
Έτσι και στις δικές μας ώρες λιγοψυχίας, πολλές φορές σκεφτόμαστε με παράπονο ότι ο Θεός δεν επεμβαίνει τη στιγμή που νιώθουμε ότι το χρειαζόμαστε περισσότερο. Όμως Εκείνος γνωρίζει τον κατάλληλο χρόνο και τον κατάλληλο τρόπο που θα μας αποτραβήξει από τα υγρά σκοτάδια του ψυχικού μας μνήματος. Αν έχουμε εμπιστοσύνη στο θέλημά Του, θα παραμερίσει τα πάντα για να μας βοηθήσει, όπως αψήφησε τους Ιουδαίους που Τον έψαχναν για να Τον φονεύσουν, και παρόλα αυτά πήγε στη Βηθανία παρά τις προειδοποιήσεις των Αποστόλων.
Το δάκρυ του Χριστού
Όπως αναφέρει το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, ο Ιησούς όταν είδε την αδερφή του Λαζάρου Μαρία να κλαίει, και τους ανθρώπους που τη συνόδευαν επίσης να κλαίνε, «ἐνεβριμήσατο τῷ πνεύματι καὶ ἐτάραξεν ἑαυτόν», δηλαδή επιβλήθηκε στο πνεύμα του για να συγκρατήσει τη συγκίνησή του και τάραξε τον εαυτό του για να συνέλθει. Έπειτα όμως «εδάκρυσεν ὁ Ἰησοῦς», παραδόθηκε στην ορμητική δύναμη της συγκίνησης ως άνθρωπος.
Ο Χριστός δάκρυσε γιατί ο θάνατος είναι η ύστατη και απόλυτη συντριβή του ανθρώπου από την αμαρτία. Που για τους αμετανόητους ακολουθείται και από τον δεύτερο και χειρότερο θάνατο, τον πνευματικό, που είναι ο αιώνιος αποχωρισμός της ψυχής από τη σωτηρία που μας έχει εξασφαλίσει ο Θεός.
Σε αυτά τα δάκρυα του Χριστού, χώρεσαν όλοι οι ωκεανοί δακρύων που χύθηκαν από τον άνθρωπο, από την αρχή ως τη συντέλεια του κόσμου. Ως αποτέλεσμα της πτώσης που έφερε η ανθρωποκτόνος αμαρτία. Μπροστά στο μνήμα του Λαζάρου, ο Χριστός έκλαψε για όλα τα μνήματα, όλα εκείνα τα χαμόγελα που πάγωσαν, όλη την ομορφιά που έκλεψε το χώμα, όλα τα «εγώ» που πέθαναν αμετανόητα και όλα τα αναφιλητά που αναζητούσαν κάποιο νόημα στην κυριαρχία του θανάτου.
Όμως εκείνο το δάκρυ του Χριστού ήταν και η πρώτη σταγόνα της αναστάσιμης ευλογίας που θα έβρεχε καταρρακτωδώς σε ολόκληρο τον κόσμο. Ήταν αγίασμα που μέσα του κρυβόταν όλο το άπειρο της ευσπλαχνίας του Θεού για τα πλάσματά Του.
Πόσες φορές μείναμε χωρίς ανάσταση;
Ίσως θα έπρεπε να αναλογιστούμε πόσες φορές ακούσαμε εμείς το «Λάζαρε δεύρο έξω» στη ζωή μας, αλλά αρνηθήκαμε να εγκαταλείψουμε τον εθισμό στην πνευματική νέκρωσή μας. Πόσες φορές παρουσιάστηκαν άνθρωποι που έστειλε ο Θεός για να μας βοηθήσουν, και να αποκυλήσουν τον λίθο του εγωισμού μας, κι όμως εμείς τους διώξαμε και μείναμε καθηλωμένοι στο καλοχτισμένο μνήμα των παθών μας.
Να αναλογιστούμε πόσο παραμένουμε φασκιωμένοι από τις νεκρικές ταινίες που μας ζώνουν, παρά τα τόσα αγιοπατερικά αναγνώσματα, τα τόσα κηρύγματα, τα τόσα προσκυνήματα, τις τόσες πνευματικές συμβουλές που ακούμε.
Τελικά, πόσες φορές γνέφει η ψυχή μας αρνητικά στην έγερση, αλλά συγκαταβατικά στην κατάβαση στον Άδη;
Είμαστε όλοι μικροί «Λάζαροι» που χρωστάμε να ανταποκριθούμε σε αυτή τη βροντερή φωνή που μας καλεί να ξαναβγούμε στο ζεστό φως της αγάπης του Θεού. Ο τάφος της αμετανόητης ψυχής μας, είτε μια απλή σπηλιά είναι – είτε της χτίσουμε ολόκληρο μαυσωλείο, την ίδια σήψη περιέχει. Το ίδιο σκοτάδι φιλοξενεί. Την ίδια αιώνια κατάληξη θα έχει.
Η ετυμολογία του ονόματος Λάζαρος είναι από το εβραϊκό «’El’azár», που σημαίνει «ο θεός βοηθός». Η χείρα βοηθείας προσφέρεται σε όλους μας. Μένει να ζωοποιηθούμε με τα βήματα της δικής μας ανάστασης…