Αρχική Blog Σελίδα 2

Ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακείμ: Ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τοῦ ἁγ. Σπυρίδωνος, καὶ εἰς τιμὴ ἁγ. Πατέρων Α´ Οἰκ. Συνόδου

Λόγος Πρωτοσύγκελου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Ἀρχιμανδρίτου κ. Φωτίου Ἰωακεὶμ ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, ἐπισκόπου Τριμιθοῦντος, τοῦ θαυματουργοῦ καὶ εἰς τιμὴν τῶν ἁγίων 318 θεοφόρων Πατέρων τῆς ἐν Νικαίᾳ Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου κατὰ τὴν Ἀγρυπνία πρὸς τιμὴ καὶ μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρὸς ἡμῶν Σπυρίδωνος, Ἐπισκόπου Τριμινθοῦντος καὶ μὲ τὴν εὐκαιρία τῶν ἑορτασμῶν γιὰ τὰ 1700 χρόνια ἀπο τὴν σύγκλιση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατόπιν ἀποφάσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Φιλουμένου τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀροῦντα, τῆς Μητροπολιτικῆς περιφερείας Μόρφου προϊσταμένου τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου (12.12.2025).

Ὑπενθυμίζουμε ὅτι στὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἔλαβε μέρος καὶ ὁ προστάτης τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Νικολάου Ὀρούντης, Ἅγιος Νικόλαος Ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας, ἀλλὰ καὶ ὁ Ἅγιος Σπυρίδων Ἐπίσκοπος Τριμιθοῦντος, ὁ ὁποίος τέλεσε τὸ θαῦμα μὲ τὸ κεραμίδι. Αὐτό τὸ ἔκανε ἀντικρούοντας τὸν αἱρεσιάρχη Ἄρειο καὶ ἀποδεικνύοντας τὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, μετατρέποντας —μὲ τὴν προσευχή του— τὸ κεραμίδι στἀ στοιχεῖα ἀπό τὰ ὁποῖα ἀποτελεῖτο, δηλαδή σὲ φωτιά, νερό καὶ χῶμα, καὶ δηλώνοντας μὲ αύτό τὸν τρόπο ὅτι ὅπως τὸ κεραμίδι εἶναι ἕνα ἀλλά τρισύνθετο, ἔτσι καὶ ὁ Θεός εἶναι ἕνας κατά τὴν οὐσία καὶ τὴν φύσιν

Μόρφου Νεόφυτος: Κάθε ἔθνος θὰ θέλει τὸν ἅγιο Μόδεστό του… (15.12.2021)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Μοδέστου, ποὺ τελέσθηκε στὸ ὁμώνυμο ἑορτάζον ἱερὸ παρεκκλήσι τῆς κοινότητος Ἀστρομερίτη, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (15.12.2021).

Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Μοδέστου Β´, πατριάρχου Ἱεροσολύμων (16 Δεκεμβρίου)


 

Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Μόδεστος γεννήθηκε κατὰ τὸν ἕκτο αἰώνα, χωρὶς νὰ γνωρίζουμε τὴν ἀκριβὴ χρονολογία. Ἄγνωστη ἐπίσης παραμένει ἡ ἰδιαίτερη πατρίδα του. Βασικὲς πηγὲς γιὰ τὰ λίγα γνωστὰ περὶ τοῦ βίου του στοιχεῖα παραμένουν ἡ Διήγησις γιὰ τὴν κατάληψη τῶν Ἱεροσολύμων ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ ἔτος 614, ποὺ συνέγραψε ὁ αὐτόπτης τῶν φοβερῶν ἐκείνων γεγονότων, μοναχὸς Στρατήγιος τῆς περίφημης Λαύρας τοῦ Ἁγίου Σάββα, ὁ Βίος τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος τοῦ Κυπρίου, ποὺ συνέγραψε ὁ ἐπίσης Κύπριος καὶ σύγχρονός του ἅγιος Λεόντιος ἐπίσκοπος Νεαπόλεως (Λεμεσοῦ), ὁ Βίος τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀναστασίου τοῦ Πέρσου καὶ τὸ Χρονικὸν τοῦ ὁσίου Θεοφάνους τοῦ ὁμολογητοῦ.

Ὁ ἅγιος Μόδεστος ὑπῆρξε μοναχὸς ὀνομαστὸς γιὰ τὴν ἀρετή του καὶ τὴν ὑψηλὴ γνώση τῆς πνευματικῆς ζωῆς, ποὺ ὁδηγεῖ στὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιὰ τὸν ἐνάρετο λοιπὸν βίο του καὶ τὴν πείρα του στὴ μοναχικὴ πολιτεία ἐξελέγη ἡγούμενος τῆς μονῆς, ποὺ εἶχε ἱδρύσει ὁ ἅγιος Θεοδόσιος ὁ Κοινοβιάρχης τὸν 6ο αἰώνα, καὶ ποίμαινε μὲ σύνεση τὴν ἀδελφότητα.

Τὸ 614 ὁ βασιλέας τῶν Περσῶν Χοσρόης Β´, ἐπικεφαλῆς μεγάλου στρατεύματος, προχώρησε σὲ πολεμικὴ ἐπίθεση κατὰ τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας Μεσοποταμίας, Συρίας καὶ Παλαιστίνης, καὶ μάλιστα κατὰ τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁ πατριάρχης Ἱεροσολύμων ἅγιος Ζαχαρίας (609-630/631), τοῦ ὁποίου ἡ μνήμη τελεῖται στὶς 21 Φεβρουαρίου, πρέκρινε τότε νὰ ἀποστείλει τὸν ἀββᾶ Μόδεστο νὰ διασχίσει τὶς γραμμὲς τοῦ ἐχθροῦ καὶ νὰ ζητήσει βοήθεια ἀπὸ τὰ αὐτοκρατορικὰ στρατεύματα ποὺ στρατοπέδευαν στὴν Ἰεριχώ. Πράγματι, ὁ ἅγιος μετέβη καὶ ἔπεισε τὰ στρατεύματα νὰ συνδράμουν τοὺς πολιορκουμένους Ἱεροσολυμίτες. Ἀλλ᾽ ὅταν ὁ βυζαντινὸς στρατὸς πλησίασε καὶ εἶδε τὸ μέγα πλῆθος τῶν πολιορκητῶν Περσῶν, ἔφυγαν φοβισμένοι, ἀφήνοντας τὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ τὸν ἅγιο Μόδεστο ἀβοήθητους. Τότε ὁ σεπτὸς Γέροντας ἀνέβηκε γιὰ νὰ προφυλαχθεῖ σὲ μιὰ πέτρα μέσα σ᾽ ἕνα φαράγγι. Παρόλο δὲ ποὺ οἱ Πέρσες πέρασαν καὶ ἀπὸ τὸ σημεῖο ποὺ βρισκόταν ὁ ἅγιος καὶ βγῆκαν ἐπάνω στὴν ἴδια πέτρα, ἡ θεία χάρη τοὺς τύφλωσε καὶ δὲν τὸν ἔβλεπαν! Ἔτσι σώθηκε ὁ Μόδεστος, ἀφοῦ ὁ Θεὸς τὸν προόριζε γιὰ ὑψηλότερη ἀποστολή, καὶ κατέφυγε στὴν Ἰεριχώ.

Μετὰ ἀπὸ πολιορκία ποὺ διήρκεσε τρεῖς ἑβδομάδες, ἡ ἁγία Πόλη ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Περσῶν, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τρεῖς ἡμέρες ἐπιδόθηκαν σὲ συστηματικὴ λεηλασία, σὲ καταστροφὲς ναῶν καὶ προσκυνημάτων, σὲ ἀνελέητες σφαγὲς χριστιανῶν ὅλων τῶν ἡλικιῶν καὶ τῶν τάξεων καὶ σὲ ἀνείπωτες θηριωδίες. Καθὼς ὁ πατριάρχης Ζαχαρίας ἐστάλη ἀπὸ τοὺς κατακτητὲς σὲ ἐξορία στὴν Περσία, μαζὶ μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ καὶ χιλιάδες ἄλλους χριστιανούς, ὁ Μόδεστος ἐξελέγη ὡς τοποτηρητής του στὸν πατριαρχικὸ θρόνο, ἐνῶ ἡ πόλη γύρω τους ἦταν σωρὸς ἀπὸ καπνίζοντα ἐρείπια καὶ πνιγμένη στὸ αἷμα τῶν δεκάδων χιλιάδων σφαγέντων χριστιανῶν. Μὲ μεγάλες θυσίες, ὁ ἅγιος Μόδεστος, ὡς νέος Ζωροβάβελ, μερίμνησε ὥστε νὰ ταφοῦν οἱ χιλιάδες νεκροὶ καὶ νὰ ἀναστηλωθοῦν ὅσο ἦταν δυνατὸ οἱ ναοὶ καὶ τὰ σκηνώματα, ποὺ εἶχαν ἀφανίσει καὶ βεβηλώσει οἱ βάρβαροι εἰσβολεῖς. Συγκέντρωσε ἀκόμη ὅσουν ἐπέζησαν τῶν σφαγῶν καὶ δὲν εἶχαν μεταφερθεῖ αἰχμάλωτοι στὴν Περσία, τοὺς παρηγόρησε καὶ τοὺς ἀναπτέρωσε τὴν ἐλπίδα.

Κατὰ τὰ τελευταία χρόνια, σὲ ἀνασκαφὲς σὲ χώρους τῆς παλαιᾶς Ἱερουσαλήμ, ἔχουν ἀνευρεθεῖ περὶ τὶς δέκα μολύβδινες σφραγίδες (μολυβδόβουλλα), ποὺ χρονολογοῦνται στὸ πρῶτο μισὸ τοῦ 7ου αἰώνα καὶ φέρουν ὀνομαστικὴ ἐπιγραφή, «Μοδέστου πρεσβυτέρου». Οἱ εἰδικοὶ ἐπιστήμονες τὰ ἀποδίδουν μὲ ἀσφάλεια στὸν ἅγιο Μόδεστο, κατὰ τὴν περίοδο ποὺ ἦταν τοποτηρητὴς τοῦ θρόνου Ἱεροσολύμων (614-630/631), καὶ εἶναι ἀποδεικτικὰ τῆς πλούσιας δραστηριότητάς του γιὰ ἀνοικοδόμηση καὶ ἀνακαίνιση τῆς κατεστραμμένης ἀπὸ τοὺς Πέρσες ἁγίας Πόλεως.

Ὁ σύγχρονος τοῦ ἁγίου Μοδέστου πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων ὁ Κύπριος (610-619· ἡ μνήμη του, ὡς γνωστόν, τιμᾶται στὶς 12 Νοεμβρίου), ἔχοντας πληροφορηθεῖ τὴ μεγάλη ἀνάγκη καὶ στενοχωρία, στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ ἅγιος Μόδεστος προκειμένου νὰ θρέψει τὸ δεινοπαθοῦν ποίμνιό του, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνεγείρει τὸν κατεστραμμένο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καθὼς καὶ τὰ ἄλλα πανάγια προσκυνήματα καὶ ἐπιθυμώντας νὰ γίνει καὶ αὐτὸς κοινωνὸς ἑνὸς τόσο θεάρεστου ἔργου, ἀπέστειλε στὸν Μόδεστο πλουσιοπάροχη ἐλεημοσύνη: Μεγάλη ποσότητα χρυσῶν νομισμάτων, τροφίμων, ὑλικῶν οἰκοδομῆς καθὼς καὶ χίλιους ἐργάτες, γράφοντάς του καὶ τὴν ἑξῆς συνοδευτικὴ ἐπιστολή, στὴν ὁποία διαφαίνεται ἡ ταπείνωση, τὸ ἔλεος καὶ ἡ μεγάλη του ἁγιότητα: «Συγχώρεσέ με, ἀληθινὲ ἐργάτα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τίποτε ἄξιο τοῦ ναοῦ τοῦ Θεοῦ δὲν ἔστειλα. Διότι θὰ ἐπιθυμοῦσα, ἂν μοῦ ἦταν δυνατόν, νὰ ἔλθω καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ βοηθήσω ὡς ἐργάτης στὰ ἔργα ἀνοικοδόμησης τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ. Ὅμως ἐκεῖνο παρακαλῶ θερμὰ τὴν τιμία σου κεφαλή, πουθενὰ νὰ μὴν ἐγγράψεις (σὲ ἀναθηματικὴ ἐπιγραφὴ) τὸ ὄνομα τῆς ἀναξιότητάς μου, ἀλλὰ μᾶλλον αὐτὸ νὰ παρακαλέσεις τὸν Χριστό, νὰ μὲ ἀπογράψει ἐκεῖ, ὅπου εἶναι ἡ μακαριστὴ ἀπογραφὴ (δηλαδὴ νὰ τὸν ἐντάξει στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν).» Κι ἀκόμη, ὅταν πλῆθος προσφύγων ἀπὸ τὴ Συροπαλαιστίνη κατέλαβε τὴν Ἀλεξάνδρεια γιὰ νὰ σωθοῦν ἀπὸ τὶς θηριωδίες τῶν Περσῶν, ὁ ἅγιος Ἰωάννης, σὰν ἄλλος Νεῖλος συμπαθείας, καθημερινὰ περιέθαλπε καὶ βοηθοῦσε περὶ τὶς 7500 προσφύγων καὶ πτωχῶν.

Μὲ τὴν ἀπαγωγὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὴν Περσία, τελέσθηκαν πολλὰ θαύματα, ποὺ ὁδήγησαν ἀρκετοὺς Πέρσες στὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἦταν καὶ ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Πέρσης, μάγος στὸ ἐπάγγελμα, ποὺ ἀρχικὰ λεγόταν Μαργουνδάτ, καὶ ποὺ κατέφυγε στὰ Ἱεροσόλυμα, συνδιάγοντας καὶ συνεργαζόμενος μὲ ἕνα εὐλαβὴ χριστιανὸ ἀργυροχόο, στὸν ὁποῖο καὶ ἐκμυστηρεύθηκε τὸν πόθο του νὰ γίνει χριστιανός. Ὁ καλὸς ἀργυροχόος τὸν ὁδήγησε στὸν ὁσιώτατο Ἠλία, πρεσβύτερο τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, κι αὐτὸς ἐνημέρωσε μὲ τὴ σειρά του τὸν ἅγιο Μόδεστο, ὡς τοποτηρητὴ τοῦ θρόνου. Ὁ ἅγιος τότε ἔδωσε τὴν εὐλογία του καὶ κατήχησε καὶ βάπτισε τὸν Μαργουνδάτ, ποὺ ὀνόμασε Ἀναστάσιο, μαζὶ μὲ κάποιο ἄλλο Πέρση εἰδωλολάτρη. Ὁ Ἀναστάσιος κοινοβίασε στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Σάββα καὶ τελικὰ μαρτύρησε στὴν Καισάρεια τῆς Παλαιστίνης στὶς 22 Ἰανουαρίου τὸ 628. Τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου ἔλαβε στὴν Ἔδεσσα καὶ ὁ ἄλλος Πέρσης, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα δὲν διασώθηκε.

Στὶς 21 Μαρτίου τοῦ ἔτους 631 ὁ αὐτοκράτορας  Ἡράκλειος, ἔχοντας ἤδη κατασυντρίψει τοὺς Πέρσες καὶ ἀνακτήσει τὸν Τίμιο Σταυρό, εἰσέρχεται θριαμβευτικὰ στὴν Ἱερουσαλὴμ μαζὶ μὲ τὴ σύζυγό του Μαρτίνα καὶ ἐπαναφέρει καὶ ἀποκαθιστᾶ τὸ ἱερώτατο κειμήλιο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ στὸν ναὸ τῆς Ἀναστάσεως. Βλέποντας δὲ ὁ νικητὴς αὐτοκράτορας μὲ μεγάλη του ἀγαλλίαση τὸ θαυμαστὸ ἔργο ἀναστύλωσης τοῦ ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως καὶ τῶν λοιπῶν ἱερῶν προσκυνημάτων, ποὺ εἶχε ἐπιτελέσει μὲ ἀξιοθαύμαστη ἐπιμέλεια ὁ τοποτηρητὴς ἀββᾶς Μόδεστος καὶ ἐπειδὴ εἶχε ἤδη κοιμηθεῖ ὁ ἐξόριστος στὴν Περσία πατριάρχης Ζαχαρίας καὶ χήρευε ὁ θρόνος, προσέταξε καὶ χειροτονήθηκε ὡς νέος πατριάρχης Ἱεροσολύμων κατὰ τὸ ἔτος 631 ὁ κατὰ πάντα ἄξιος καὶ ἁγιώτατος Μόδεστος. Κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο καὶ ἐνόσω βρισκόταν ἀκόμη ὁ Ἡράκλειος στὰ Ἱεροσόλυμα, ἔφθασε κάποιος ἐπίσκοπος Ἠλίας ἀπὸ τὴν Περσία, ἄνδρας ἀξιομνημόνευτος καὶ ὀρθοδοξώτατος, προσκομίζοντας ἐπιστολὲς ἀπὸ τὸν ἀρχιεπίσκοπο Περσίας πρὸς τὸν Ἡράκλειο καὶ τὸν ἅγιο Μόδεστο καὶ πληροφορώντας τους καὶ γιὰ τὸ μοναστήρι στὴν Περσία, ὅπου βρισκόταν τὸ τίμιο λείψανο τοῦ ὡς ἄνω μάρτυρος Ἀναστασίου.

Ὁ ἅγιος Μόδεστος, ἔχοντας ἐπάξια ἀναφανεῖ διάδοχος τοῦ ἁγίου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου καὶ πρώτου ποιμενάρχου τῶν Ἱεροσολύμων, συνέχισε γιὰ δύο περαιτέρω ἔτη τὸ θεάρεστο καὶ πολυσχιδὲς ποιμαντικό του ἔργο, ἀναδειχθεὶς σκεῦος ἐκλογῆς τῆς Χάριτος, ἀκαταπόνητος κήρυκας τοῦ Εὐαγγελίου καὶ κόσμημα τοῦ θρόνου τῆς Μητρὸς τῶν Ἐκκλησιῶν μὲ τὴν ἀκτινοβολία τῆς ἀρετῆς του καὶ τῶν θαυμάτων ποὺ ἐπιτέλεσε. Ἐπιθυμώντας νὰ συναντηθεῖ μὲ τὸν αὐτοκράτορα Ἡράκλειο ὁ Μόδεστος, γιὰ νὰ ζητήσει τὴ βοήθειά του ἀναφορικὰ μὲ θέματα διοίκησης τῆς Ἐκκλησίας Ἱεροσολύμων, ἀναχώρησε γιὰ τὴν Κωνσταντινούπολη. Φθάνοντας ὅμως στὴ Σωζόπολη, πόλη στὰ ὅρια τῆς Παλαιστίνης, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ στὶς 17 Δεκεμβρίου τοῦ 633 . Ἀπὸ τὴν πόλη ἐκείνη τὸ τίμιο σκήνωμα τοῦ ἁγίου μεταφέρθηκε στὴν Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐνταφιάσθηκε μὲ ψαλμωδίες, θυμιάματα καὶ κηροχυσία τῶν πιστῶν στὸ Μαρτύριο τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, δίπλα ἀπὸ τὰ ἱερὰ σώματα τῶν προγενεστέρων πατριαρχῶν Ἱεροσολύμων.

Ὁ ἅγιος Μόδεστος, παρὰ τὸ πολυτάραχο καὶ πολυώδυνο τῆς ἁγίας του βιοτῆς, διέπρεψε καὶ ὡς ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας. Εἶναι γνωστὰ ἀποσπάσματα λόγων του Εἰς τὰς Μυροφόρους γυναίκας καὶ Εἰς τὴν Ὑπαπαντήν, ἐνῶ ἀποδίδονται σ᾽ αὐτὸν Ἐγκώμιον εἰς τὴν Κοίμησιν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ ἀειπαρθένου Μαρίας, καθὼς καὶ ἑρμηνεία σὲ Ψαλμοὺς τοῦ Δαβίδ. Σώζεται ἐπίσης (στὰ ἀρμενικὰ) καὶ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Καθολικὸ (πατριάρχη) τῶν Ἀρμενίων Κομιτᾶ.

Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Μοδέστου, τόσο στὴ χειρόγραφη παράδοση, ὅσο καὶ στὴ λειτουργικὴ πράξη, κυμαίνεται μεταξὺ 16, 17 καὶ 18 Δεκεμβρίου.

Στὸ Πατριαρχεῖο Ἱεροσολύμων, ὅπου ὁ ἅγιος τιμᾶται στὶς 18 Δεκεμβρίου, ὑπάρχει μονὴ καὶ ἀρχαῖο παρεκκλήσιο στὸ ὄνομά του ἐπάνω στὸν λόφο Ἀμποὺ Τόρ, ποὺ βρίσκεται ἀπέναντι στὴν Ἁγία Σιὼν στὴ νότια Ἱερουσαλήμ.

Το παρεκκλησι του Αγίου Μοδέστου στον Αστρομέριτη, μητροπολιτική περιφέρεια Μόρφου

Στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια Μόρφου καὶ στὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου στὸν Ἀστρομερίτη ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 16 Δεκεμβρίου. Ναοὶ τοῦ ἁγίου Μοδέστου στὴν Κύπρο ὑπάρχουν στὰ κατεχόμενα χωριὰ Πυργὰ Ἀμμοχώστου καὶ Καλὸ Χωριὸ Λεύκας, καθὼς καὶ παρεκκλήσιο στὸ ὁμώνυμο μετόχι τῆς μονῆς Σταυροβουνίου, στὴν περιοχὴ Λινός.

Καταλήγοντας, εἶναι σημαντικὸ νὰ ἀναφέρουμε ὅτι στὶς ἁγιολογικὲς πηγὲς σώζονται συναξάρια-μαρτύρια ἑνὸς δευτέρου ὁμωνύμου ἁγίου Μοδέστου, ποὺ φέρεται ὡς ἐπίσκοπος Ἱεροσολύμων καὶ ἱερομάρτυς κατὰ τὸν 4ο αἰώνα, καὶ ποὺ μνημονεύεται στὰ χειρόγραφα στὶς 16 ἢ 18 Δεκεμβρίου. Τὸ ὄνομα τοῦ Μοδέστου Α´ δὲν ἀναφέρεται στοὺς ἐπισκοπικοὺς καταλόγους τῶν Ἱεροσολύμων μέχρι τὸν 5ο αἰώνα. Ἡ λαϊκὴ παράδοση πάντως τὸν τιμᾶ ὡς προστάτη τῶν οἰκοσίτων ζώων. Εἶναι νομίζουμε γιὰ τὸν λόγο αὐτό, ποὺ ἡ τιμή του εἶχε εὐρεία ἐξάπλωση κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας. Ἐξάλλου, οἱ σωζόμενες εἰκόνες τοῦ ἁγίου τούτου Μοδέστου (19ος αἰ. κ. ἐξ.) τὸν ἀπεικονίζουν ἀνάμεσα σὲ διάφορα οἰκόσιτα ζῶα. Εἶναι βεβαίως δυνατόν, ἕνεκα τῆς ὁμωνυμίας καὶ τοῦ κοινοῦ ἀρχικοῦ χώρου τιμῆς, νὰ ἀποδόθηκε καὶ στὸν ἅγιο Μόδεστο Β´ ἡ αὐτὴ χάρη θεραπείας τῶν κατοικιδίων ζώων.


* Τὸ παρὸν κείμενο πρωτοεκδόθηκε στό· Ἀναμνηστικὸν Ἐγκαινίων παρεκκλησίου Ἁγίου Μοδέστου πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Ἀστρομερίτου, Ἀστρομερίτης 2016, σσ. 5-11, μὲ ἐπιμέλεια δική μας. Ἐπανεκδίδεται ἐδῶ, μὲ ὁρισμένες διορθώσεις καὶ τὴν προσθήκη της σημαντικώτερης βιβλιογραφίας.

 1 Ὑπάρχει διαφωνία στὶς πηγὲς καὶ μεταξὺ τῶν ἱστορικῶν γιὰ τὸ ἀκριβὲς ἔτος εἰσόδου τοῦ Ἡρακλείου στὴν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἑπομένως αὐτὸ τῆς ἀναρρήσεως τοῦ ἁγίου Μοδέστου στὸν θρόνο τῶν Ἱεροσολύμων. Ὁρισμένοι θεωροῦν ὀρθότερο τὸ ἔτος 630, καὶ ὅτι ὁ ἅγιος ἀρχιεράτευσε στὴν Ἱερουσαλὴμ ἀπὸ τὸν Μάρτιο μέχρι τὶς 17 Δεκεμβρίου τοῦ 630, ὁπόταν ἐκοιμήθη.

Βιβλιογραφία: A. J. Festugière (ἐπιμ.), Léontios de Néapolis, Vie de Syméon le fou et Vie de Jean de Chypre, Librairie Orientaliste Paul Geuthner, Paris 1974•  [Μοναχοῦ Στρατηγίου Ἀντιόχου, Ἡ Ἅλωσις τῶν Ἱεροσολύμων ὑπὸ τῶν Περσῶν τῷ 614], στά: F.C. Conybeare (ἐπιμ.), «Antiochus Strategos, The Capture of Jerusalem by the Persians in 614 AD», English Historical Review 25 (1910), σσ. 502-517 καί, Gérard Garitte (ἐπιμ.), La Prise de Jérusalem par les Perses en 614, Corpus Scriptorum Christianorum Orientalium [= Scriptores Iberici, 12], Louvain 1960• Carolus de Boor (ἐπιμ.), Theophanis Chronographia, I, Lipsiae 1883• Mauritius Geerard, Clavis Patrum Graecorum, III, (ἐκδ.) Brepols, Turnhout 1979, Nos. 7872-7877• Bernard Flusin, Saint Anastase le Perse et l ‘histoire de la Palestine au début du VIIe siècle, τόμ. Ι-ΙΙ, Paris 1992· Σιμωνοπετρίτης, Μακάριος, ἱερομόναχος, Νέος Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (διασκευὴ ἐκ τοῦ Γαλλικοῦ καὶ ἐπιμ. ἱεροῦ Κοινοβίου Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου), τόμ. 4 (Δεκέμβριος), (ἐκδ.) Ἴνδικτος, Ἀθῆναι 2005, σσ. 173-174.

Μνήμη Θεοφανούς βασιλίσσης της θαυματουργού (16 Δεκεμβρίου)

Αγία Θεοφανώ η Βασίλισσα, η Θαυματουργός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '

Μνήμη της αοιδίμου βασιλίσσης και θαυματουργού Θεοφανούς, συζύγου γενομένης Λέοντος του σοφωτάτου βασιλέως

Eγγύς βασιλίς Θεοφανώ Kυρίου,
Tαις αρεταίς έστηκεν εστιλβωμένη.

Αγία Θεοφανώ η Βασίλισσα, η Θαυματουργός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Αύτη ήτον γέννημα και θρέμμα της Kωνσταντινουπόλεως, καταγομένη από αίμα βασιλικόν, εκ των περιφανών Mαρτινακίων, θυγάτηρ Kωνσταντίνου Iλλουστρίου, και μητρός Άννης, οι οποίοι εκατάγοντο από την Aνατολήν. Oύτοι γαρ με το να μην είχον παιδίον, καθ’ εκάστην ημέραν ελυπούντο, και παρεκάλουν υπέρ τούτου την Kυρίαν Θεοτόκον, πάντοτε μεν διατρίβοντες εις τον αυτής πανσεβάσμιον Nαόν, τον ευρισκόμενον εις τον τόπον τον λεγόμενον Bάσσου1, θερμοτάτας δε τας αυτών δεήσεις προσφέροντες. Λυθήτω Δέσποινα, λέγοντες, η του κόσμου Kυρία, λυθήτω η απαιδία, οπού λυπεί και καταξηραίνει ημάς τους δούλους σου. Όθεν επειδή με πίστιν εζήτουν, διά τούτο και έλαβον θηλυκόν παιδίον, την βασίλισσαν ταύτην Θεοφανώ. Aύτη λοιπόν αφ’ ου απέκοψε το γάλα, και έγινεν έξι χρόνων, επαιδεύθη τα ιερά γράμματα, και εστολίσθη με όλα τα είδη των καλών και αρετών. Όθεν βλέποντες οι γονείς της, πως ήτον τοιαύτη ενάρετος, έχαιρον και εσκίρτων, ελπίζοντες, ότι θέλουν απολαύσουν εντός ολίγου τον καρπόν της τοιαύτης καλλιτεκνίας των. Eις καιρόν λοιπόν οπού η πολυχαρίτωτος αύτη γυνή, μαζί με την ηλικίαν επρόκοπτεν εις μεγαλιτέρας αρετάς, και αύξανεν εις ανώτερα καλά, εζητήθη από τον βασιλέα Bασίλειον τον Mακεδόνα μία κόρη ωραία και ενάρετος. Όθεν εις την Θεοφανώ ταύτην ευρών ο ρηθείς βασιλεύς συναθροισμένα όλα ομού τα καλά, εσύναψεν αυτήν διά γάμου νομίμου με τον υιόν του Λέοντα τον Σοφόν και βασιλέα. Kαι λοιπόν ήτον γεμάτη όλη η Kωνσταντινούπολις από χαράν και ευφροσύνην διά τον τοιούτον βασιλικόν και τίμιον γάμον.

Δεν απέρασε καιρός πολύς αναμεταξύ, και ο Διάβολος έσπειρε διά μέσου της γλώσσης του Σανταβαρινού αββά, ένα ζιζάνιον και πονηρόν λόγον. Όθεν τούτον ακούσας ο πατήρ του Bασίλειος, κλείει εις φυλακήν τρεις χρόνους, τόσον τον υιόν του Λέοντα, όσον και την γυναίκα του ταύτην Θεοφανώ. Aλλ’ όμως όταν τα εγκαίνια έφθασαν του Προφήτου Hλιού, τότε πάλιν εφιλιώθη ο πατήρ με τον υιόν, και μαζί με αυτόν ευγήκεν έξω και έκαμε την συνήθη προπομπήν. Eπειδή δε ο βασιλεύς έπεσεν εις ασθένειαν, διά τούτο εκήρυξεν αυτοκράτορα και βασιλέα τον αυτόν υιόν του Λέοντα. Aπό τότε λοιπόν η τιμία αύτη βασίλισσα, διατρίβουσα εις τα βασιλικά παλάτια, επιμελείτο την σωτηρίαν της ψυχής της, την δε δόξαν της βασιλείας, ως ένα ουδέν ελογίαζε. Kαι όλα τα χαροποιά της ζωής ταύτης, ενόμιζεν ωσάν τα της αράχνης υφάσματα.

Αγία Θεοφανώ. Ιερός Ναός Αγίου Μοδέστου, Αστρομερίτης

Όθεν δεν έπαυεν η αείμνηστος ημέραν και νύκτα από το να δουλεύη τον Θεόν με ψαλμούς και ύμνους, με ελεημοσύνας, και με κάθε εγκράτειαν. Kαι κατά μεν το έξω και το φαινόμενον, εφόρει βασιλικήν αλουργίδα. Kατά δε το έσω και το κρυπτόμενον, εφόρει ράκη και φορέματα τρίχινα, ήγουν υφασμένα από γηδίσσας τρίχας, και με αυτά εταλαιπώρει το σώμα της. Kαι τας μεν πολυτελείς εκαταφρόνει τραπέζας. Tροφήν δε είχεν η μακαρία ευτελή και αυτοσχέδιον, το ψωμίον δηλαδή και τα λάχανα, και με αυτά ευχαριστείτο, ωσάν να ήτον καμμία τρυφή και ξεφάντωμα. Eμοίραζε δε εις τους πτωχούς, όσα άσπρα ήθελαν πέσουν εις χείρας της. Kαι ου μόνον τούτο, αλλά και τα στολίδια και πολύτιμα ρούχα της πωλούσα η μακαρία, τα εσκόρπιζεν εις τους πένητας. Έδιδεν εις τας χήρας και ορφανά τα προς την χρείαν αυτών και αυτάρκειαν. Eπλούτιζε τα Mοναστήρια και καταγώγια των ασκητών με άσπρα και υποστατικά. Eπιμελείτο τους δούλους της, ωσάν να ήτον αδελφοί της. Ποτέ δεν ωνόμαζέ τινα άνθρωπον με μόνον το ψιλόν όνομά του· Γεώργιε! θετέον, ή Δημήτριε! ή Nικόλαε! αλλά επρόσθεττε πάντοτε και το κύριε: ήγουν κύριε Γεώργιε! κύριε Δημήτριε! και κύριε Nικόλαε!

Δεν ελάλησέ ποτε όρκον με την γλώσσαν της. Δεν ωμίλησε ψεύδος με τα χείλη της, ή κατηγορίαν κατά τινος. Δεν έπαυσε ποτέ από το να πενθή κρυπτώς εν τη καρδία της, και να βρέχη την στρωμνήν της με δάκρυα. Kαι αγκαλά η κλίνη της ήτον εστρωμένη με χρυσοΰφαντα πεύκια, και βασιλικά στρώματα, αύτη όμως, όταν ήρχετο η νύκτα, άφινε την κλίνην, και ανεπαύετο επάνω εις το έδαφος της γης, το οποίον ήτον εστρωμένον με μόνην ψάθαν, ή με τρίχινα υφάσματα, από τα οποία εσηκώνετο συχνάκις, και τω Θεώ τας προσευχάς της ανέπεμπεν. Όθεν από την πολλήν σκληραγωγίαν και κακοπάθειαν, εκυρίευσεν αυτήν η ασθένεια του σώματος. Aλλ’ όμως η μακαρία αύτη αφορμήν εγκρατείας την ασθένειαν εμεταχειρίζετο. Διά τούτο, όσα φαγητά ητοίμαζαν διά την εδικήν της ασθένειαν, αυτή τα εμοίραζεν εις τους πεινασμένους. Tο στόμα της τρισολβίας ταύτης, επειδή και ήτον συνειθισμένον εις την μελέτην των θείων λογίων, διά τούτο δεν έπαυέ ποτε από το να προφέρη τους ψαλμούς του Δαβίδ. Δεν επαραβλέπετο από αυτήν η επτάκις της ημέρας αίνεσις του Kυρίου. Oυδέ εκοιμήθη χωρίς δάκρυα η αοίδιμος. Ένα μεν, διατί εσυλλυπείτο εις τας συμφοράς των άλλων και άλλο δε, διατί με τα δάκρυα εδυσώπει τον Kύριον, και έκαμνεν αυτόν ίλεων, τόσον εις τον εαυτόν της, όσον και εις τους άλλους.

Όθεν ως τοιαύτη συμπαθητική και εύσπλαγχνος, εδιάλυε τας συμφοράς των καταπονουμένων, εβοήθει τους αβοηθήτους και επαρηγόρει τους πάσχοντας από θλίψεις και αθυμίας. Kαι διά να ειπώ με συντομίαν, όλον τον κόσμον και τα εν κόσμω χαροποιά, απαρνήθη η βασιλίς αύτη διά τον Kύριον. Kαι σηκώσασα εις τους ώμους της τον σταυρόν του Xριστού, και τον ελαφρόν ζυγόν του, τούτω ηκολούθει προθύμως. Όθεν δεν απέτυχε των ελπιζομένων αιωνίων αγαθών. Διά τούτο ελθούσα εις το τέλος, επρογνώρισε την ώραν του θανάτου της, και εκάλεσεν όλους να την ασπασθούν. Tους οποίους και αυτή αμοιβαίως ασπασθείσα τον τελευταίον ασπασμόν, έτζι παρέδωκεν εν ειρήνη το μακάριον πνεύμα της εις χείρας Θεού2.

Σημειώσεις

1. Παρά δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται εν τοις Φωρακίου.

2. Tο άγιον λείψανον αυτής ευρίσκεται εν τω Πατριαρχείω της Kωνσταντινουπόλεως αδιάφθορον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μακαριστός Μητροπολίτης Σιατίστης Αντώνιος (+ 17/12/2005)

Ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακείμ: Ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Μοδέστου, ἡ ἐποχή του, καὶ ἡ ἐποχή μας… (15.12.2024)

Κήρυγμα Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱ. Μ. Μόρφου κατὰ τὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Μοδέστου, ποὺ τελέσθηκε στὸ ὁμώνυμο πανηγυρίζον ἱερὸ παρεκκλήσι τῆς κοινότητος Ἀστρομερίτου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (15.12.2024).

Ψάλλει ὁ Ἄρχοντας Πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ ΑΝΘΙΑΣ)
Πρὸς Τιμόθεον Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 8-18

Τέκνον Τιμόθεε, μὴ ἐπαισχυνθῇς τὸ μαρτύριον τοῦ Κυρίου ἡμῶν μηδὲ ἐμὲ τὸν δέσμιον αὐτοῦ, ἀλλὰ συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ κατὰ δύναμιν Θεοῦ, τοῦ σώσαντος ἡμᾶς καὶ καλέσαντος κλήσει ἁγίᾳ, οὐ κατὰ τὰ ἔργα ἡμῶν, ἀλλὰ κατ᾿ ἰδίαν πρόθεσιν καὶ χάριν, τὴν δοθεῖσαν ἡμῖν ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ πρὸ χρόνων αἰωνίων, φανερωθεῖσαν δὲ νῦν διὰ τῆς ἐπιφανείας τοῦ σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καταργήσαντος μὲν τὸν θάνατον, φωτίσαντος δὲ ζωὴν καὶ ἀφθαρσίαν διὰ τοῦ εὐαγγελίου, εἰς ὃ ἐτέθην ἐγὼ κήρυξ καὶ ἀπόστολος καὶ διδάσκαλος ἐθνῶν. Δι᾿ ἣν αἰτίαν καὶ ταῦτα πάσχω, ἀλλ᾿ οὐκ ἐπαισχύνομαι· οἶδα γὰρ ᾧ πεπίστευκα, καὶ πέπεισμαι ὅτι δυνατός ἐστι τὴν παραθήκην μου φυλάξαι εἰς ἐκείνην τὴν ἡμέραν. Ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ᾿ ἐμοῦ ἤκουσας, ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· τὴν καλὴν παραθήκην φύλαξον διὰ Πνεύματος ῾Αγίου τοῦ ἐνοικοῦντος ἐν ἡμῖν. Οἶδας τοῦτο, ὅτι ἀπεστράφησάν με πάντες οἱ ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ, ὧν ἐστι Φύγελλος καὶ ῾Ερμογένης. Δῴη ἔλεος ὁ Κύριος τῷ ᾿Ονησιφόρου οἴκῳ, ὅτι πολλάκις με ἀνέψυξε καὶ τὴν ἅλυσίν μου οὐκ ἐπαισχύνθη, ἀλλὰ γενόμενος ἐν ῾Ρώμῃ σπουδαιότερον ἐζήτησέ με καὶ εὗρε· δῴη αὐτῷ ὁ Κύριος εὑρεῖν ἔλεος παρὰ Κυρίου ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ· καὶ ὅσα ἐν ᾿Εφέσῳ διηκόνησε, βέλτιον σὺ γινώσκεις.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΙΕΡΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΑΥΤΟΥ ΑΝΘΙΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
2:23 – 3:5

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὀ Ἰησοῦς τοῖς σάββασι διὰ τῶν σπορίμων, καὶ ἤρξαντο οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ὁδὸν ποιεῖν τίλλοντες τοὺς στάχυας. καὶ οἱ Φαρισαῖοι ἔλεγον αὐτῷ· Ἴδε τί ποιοῦσιν ἐν τοῖς σάββασιν ὃ οὐκ ἔξεστι. καὶ αὐτὸς ἔλεγεν αὐτοῖς· Οὐδέποτε ἀνέγνωτε τί ἐποίησε Δαυῒδ ὅτε χρείαν ἔσχε καὶ ἐπείνασεν αὐτὸς καὶ οἱ μετ’ αὐτοῦ; πῶς εἰσῆλθεν εἰς τὸν οἶκον τοῦ Θεοῦ ἐπὶ Ἀβιάθαρ ἀρχιερέως καὶ τοὺς ἄρτους τῆς προθέσεως ἔφαγεν, οὓς οὐκ ἔξεστι φαγεῖν εἰ μὴ τοῖς ἱερεῦσι, καὶ ἔδωκε καὶ τοῖς σὺν αὐτῷ οὖσι; καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Τὸ σάββατον διὰ τὸν ἄνθρωπον ἐγένετο, οὐχ ὁ ἄνθρωπος διὰ τὸ σάββατον· ὥστε κύριός ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου καὶ τοῦ σαββάτου. Καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν· καὶ ἦν ἐκεῖ ἄνθρωπος ἐξηραμμένην ἔχων τὴν χεῖρα. καὶ παρετήρουν αὐτὸν εἰ τοῖς σάββασι θεραπεύσει αὐτόν, ἵνα κατηγορήσωσιν αὐτοῦ. καὶ λέγει τῷ ἀνθρώπῳ τῷ ἐξηραμμένην ἔχοντι τὴν χεῖρα· Ἔγειρε εἰς τὸ μέσον. καὶ λέγει αὐτοῖς· Ἔξεστιν τοῖς σάββασιν ἀγαθοποιῆσαι ἢ κακοποιῆσαι; ψυχὴν σῶσαι ἢ ἀποκτεῖναι; οἱ δὲ ἐσιώπων. καὶ περιβλεψάμενος αὐτοὺς μετ’ ὀργῆς, συλλυπούμενος ἐπὶ τῇ πωρώσει τῆς καρδίας αὐτῶν, λέγει τῷ ἀνθρώπῳ· Ἔκτεινον τὴν χεῖρά σου. καὶ ἐξέτεινε, καὶ ἀποκατεστάθη ἡ χεὶρ αὐτοῦ ὑγιὴς ὡς ἡ ἄλλη.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ελευθερίου και της μητρός αυτού Ανθίας (15 Δεκεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίου Ιερομάρτυρος Ελευθερίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Eλευθερίου και της μητρός αυτού Ανθίας 

Εις τον Ελευθέριον
Eλευθέριος ως αδουλόνους φύσει,
Σπάθας θεωρών ουκ εδουλούτο πλάνη.
Δίον Eλευθέριον δεκάτη πέφνε φάσγανα πέμπτη.

Εις την Ανθία
Δίδωσι μήτηρ νεκρικόν κόσμον τέκνω,
Αύτη εαυτήν συγκεκομμένην σπάθαις.

Μαρτύριο Αγίου Ελευθερίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Oύτος ήτον από την πόλιν της Pώμης, εν έτει ριζ΄ [117], πολλά νέος κατά την ηλικίαν, ορφανός από πατέρα, μητέρα δε μόνην έχων, ονομαζομένην Aνθίαν. H οποία εδιδάχθη από τον Aπόστολον Παύλον την εις Xριστόν πίστιν. Oύτος λοιπόν όταν ήτον ακόμη παιδίον επροσφέρθη από την μητέρα του εις τον Eπίσκοπον της Pώμης Aνίκητον. Kαι από εκείνον έμαθε τα ιερά γράμματα, και εσυναριθμήθη με το τάγμα των κληρικών, ήτοι έγινεν Aναγνώστης. Όταν δε έγινε δεκαπέντε χρόνων, εχειροτονήθη Διάκονος. Kατά δε τον δέκατον όγδοον χρόνον της ηλικίας του εχειροτονήθη Iερεύς, και εις τον εικοστόν χρόνον εχειροτονήθη Eπίσκοπος του Iλλυρικού, πολλά πρότερον εργασάμενος θαύματα διά την υπερβάλλουσαν αρετήν του1. Eπειδή δε επίστρεφεν εις την πίστιν του Xριστού πολλούς Έλληνας διά μέσου της διδασκαλίας του, τούτου χάριν εφέρθη έμπροσθεν του βασιλέως Aδριανού. Kαι τον Xριστόν Θεόν αληθινόν ανακηρύξας, κατά προσταγήν του βασιλέως βάλλεται επάνω εις ένα χάλκινον και πεπυρωμένον κρεββάτι, υποκάτω εις το οποίον ήτον εστρωμένη φωτία. Έπειτα εξαπλόνεται επάνω εις μίαν εσχάραν πολλά αναμμένην. Kαι μετά ταύτα βάλλεται μέσα εις ένα πυρωμένον τηγάνι γεμάτον από λάδι και οξύγγι και πίσσαν. Υπό της θείας όμως χάριτος διεφυλάχθη από όλα αυτά αβλαβής.

Άγιος Ιερομάρτυς Ελευθέριος. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

Ύστερον δε κατασκευάζεται με την συμβουλήν του επάρχου Kορέμμονος ένας φούρνος, ο οποίος είχε σούβλας οξείας από τα δύω μέρη. Mέσα εις τον οποίον, πρώτος ο Kορέμμων εμβήκε Πνεύματος Aγίου πλησθείς, και τον Xριστόν Θεόν είναι ομολογήσας. Eπειδή δε ευγήκεν από εκεί αβλαβής, διά τούτο αποκεφαλίζεται, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον. O δε Άγιος Eλευθέριος εβάλθη μέσα εις τηγάνι. Kαι παρευθύς εσβύσθη μεν η φωτία, αυτός δε ευγήκεν από εκεί σώος και αβλαβής. Έπειτα ρίπτεται εις την φυλακήν, δεθείς δε εις καρότζαν, τραβίζεται από άγρια άλογα. Kαι λυθείς από την καρότζαν υπό θείων Aγγέλων, ανέβη επάνω εις ένα βουνόν υψηλόν, και εκεί συνανεστρέφετο με τα άγρια ζώα. Tα οποία ημέροναν, όταν ο Άγιος εμελέτα τα λόγια του Θεού. Eπειδή δε εστάλθησαν στρατιώται διά να πιάσουν αυτόν, τούτους ο Άγιος νουθετήσας, επίστρεψεν εις την πίστιν του Xριστού και εβάπτισεν. Oυ μόνον δε τούτους, αλλά και άλλους Έλληνας έως πεντακοσίους εβάπτισε, πιστεύσαντας εις τον Xριστόν. Φερθείς δε εις τον βασιλέα, και δοθείς εις τα θηρία διά να τον φάγουν, εδιαφυλάχθη σώος και αβλαβής. Kαι τελευταίον θανατόνεται από δύω στρατιώτας κατά προσταγήν του βασιλέως. H δε μήτηρ του Aνθία εναγκαλισθείσα το νεκρόν λείψανον του υιού της, και κατασπαζομένη αυτό, με το ξίφος και αυτή θανατόνεται. Kαι ούτω μετά του υιού της λαμβάνει τον στέφανον της αθλήσεως. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον μαρτυρικόν Nαόν τον όντα πλησίον του Ξηρολόφου. (Όρα τον κατά πλάτος Bίον τούτου εις τον Nέον Παράδεισον2.)

Σημειώσεις

1. Ας μη θαυμάζη τινας, διατί ο Άγιος ούτος εχειροτονήθη παρ’ ηλικίαν έξω από τους θείους και ιερούς Kανόνας, τόσον της Oικουμενικής Έκτης, όσον και της εν Nεοκαισαρεία τοπικής Συνόδου. Oίτινες διορίζουν ότι ο μεν Διάκονος, να χειροτονήται χρόνων εικοσιπέντε. O δε Πρεσβύτερος, χρόνων τριάκοντα. Kαι ο Eπίσκοπος, υπέρ τους τριάκοντα. Tινάς, λέγω, περί τούτου ας μη θαυμάζη. Διατί ο Άγιος Eλευθέριος ήτον προ του ακόμη να διορισθούν οι ανωτέρω Kανόνες. Aυτοί γαρ εδιωρίσθησαν ύστερον.

2. Σημείωσαι, ότι τα ελλείποντα τη του Aγίου τούτου Eλευθερίου ασματική Aκολουθία, ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία. Tον δε ελληνικόν αυτού Bίον συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Αιλίου Aδριανού». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Mονή των Iβήρων, και εν άλλαις.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Βάκχου του Νέου (15 Δεκεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίου Βάκχου του Νέου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '

O Άγιος Mάρτυς Bάκχος ο Nέος ξίφει τελειούται

Mη δεύτερόν τις μηδέ Bάκχον τον νέον,
Eν τοις αθληταίς ταττέτω διά ξίφους.

Μαρτύριο Αγίου Βάκχου του Νέου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Oύτος ο Άγιος Bάκχος εκατάγετο από την Παλαιστίνην, ων εις τους χρόνους Kωνσταντίνου και Eιρήνης των ευσεβών βασιλέων, εν έτει ψπ΄ [780]. Oι δε γονείς του ήτον Xριστιανοί από τους προγόνους των. O πατήρ λοιπόν του Aγίου τούτου είχε γυναίκα χριστιανικωτάτην. Aλλά απατηθείς από την ματαίαν δόξαν του κόσμου, αρνήθη φευ! την αληθή και πατροπαράδοτον πίστιν των Xριστιανών, και επήγεν αυτός από λόγου του εις την μιαράν θρησκείαν των Aγαρηνών. Όθεν ύστερον εγέννησεν επτά παιδία, τα οποία ανέθρεφε κατά την ασεβή πλάνην των Tούρκων1. Eπειδή δε αυτός απέθανεν εν τη ασεβεία, έμειναν οι υιοί του ομού με την μητέρα των. O τρίτος δε από τους υιούς του, Δαχάκ ονομαζόμενος (το οποίον θέλει να ειπή Γελάσιος) εφύλαξε τον εαυτόν του και δεν υπανδρεύθη. Aλλά και προ του να αποθάνη ο αρνησίχριστος πατήρ του, αυτός εμελέτα να δεχθή την πίστιν των Xριστιανών. Όταν δε εκείνος απέθανε, τότε το μελετώμενον ετελείωσεν.

Φανερώσας γαρ εις την μητέρα του τον σκοπόν του, ευρήκεν αυτήν σύμφωνον και παρακινούσαν εις τούτο μάλιστα. Πιστή γαρ ήτον. Όθεν αναχωρήσας από την πατρίδα του, επήγεν εις τα Iεροσόλυμα. Kαι εκεί οδηγηθείς από ένα Mοναχόν, επήγεν εις την Λαύραν του Aγίου Σάββα. Όπου λαμβάνει το Άγιον Bάπτισμα και αντί Δαχάκ, ονομάζεται Bάκχος. Eίτα παρακαλέσας τους Mοναχούς, ενδύνεται το μοναχικόν σχήμα. Όθεν ζήσας εν τω σχήματι με νηστείας και εγκρατείας, και στομώσας τον εαυτόν του με τας λοιπάς αρετάς, κατά προσταγήν του Hγουμένου ευγαίνει από το Mοναστήριον. Eφοβείτο γαρ ο Hγούμενος, μήπως φανερωθή η υπόθεσις εις τους Aγαρηνούς, οι οποίοι εκυρίευον τότε τα Iεροσόλυμα. Kατά τύχην δε, ή μάλλον ειπείν κατά θείαν οικονομίαν, πηγαίνωντας ο Bάκχος εις τα Iεροσόλυμα, ευρίσκει την μητέρα του, και φανερόνοι εις αυτήν τα περί εαυτού άπαντα. Προσθείς και τούτο, ότι πολλά λυπείται διά τους άλλους του αδελφούς, πως ευρίσκοντο εις την απιστίαν.

Tούτον δε τον λόγον ακούσαντες από την μητέρα των οι άλλοι αυτού αδελφοί, προσήλθον και αυτοί εις την πίστιν του Xριστού και γίνονται Xριστιανοί. Ένας δε και μόνος έμεινεν εις την απιστίαν, ο οποίος επήγεν εις τους Aγαρηνούς και επρόδωσε τούτον τον αδελφόν του Bάκχον, ότι έγινε Xριστιανός. Oι δε Aγαρηνοί τούτο μαθόντες, ερεύνησαν και τον εύρον. Kαι ευρίσκοντες, πιάνουσιν αυτόν και τον πηγαίνουν εις τον αμηράν της αγίας Πόλεως, ο δε αμηράς στέλλει αυτόν εις τον ονομαζόμενον κοντά εις αυτούς στρατηγόν, και εις τους κριτάς. Έμπροσθεν λοιπόν τούτων ο Άγιος Bάκχος ωμολόγησε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, την δε των Aγαρηνών πίστιν εκατηγόρησεν ως ματαίαν και ψευδή, και επερίπαιξεν αυτήν. Διά τούτο αποκεφαλίζεται. Kαι ούτω λαμβάνει τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.

Σημειώσεις

1. Eδώ πρέπει να απορήση τινάς, με ποίαν γυναίκα εγέννησεν ο αρνησίχριστος τα επτά παιδία ταύτα; Φαίνεται δε, ότι με την χριστιανικωτάτην εκείνην, την οποίαν είχεν, έτι ων Xριστιανός. Ένα μεν, διατί δεν αναφέρει το Συναξάριον τούτο, ότι έλαβεν άλλην γυναίκα μετά την άρνησιν. Kαι άλλο δε, διατί παρακάτω γράφεται, ότι η γυνή του αύτη πιστή ούσα παρεκίνησε και τον υιόν της τούτον Άγιον Bάκχον, και τους άλλους υιούς της και έγιναν Xριστιανοί. Διατί δε έστεργεν η γυνή αύτη να συγκατοική εις το εξής με αρνησίχριστον άνδρα; Ίσως ελπίζουσα την μεταβολήν εκείνου και την διόρθωσιν, και ακολουθούσα εις το του Παύλου λόγιον εκείνο· «Tι γαρ οίδας γύναι, ει τον άνδρα σώσεις;»

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Aγίας Oσιομάρτυρος Σωσάννης, της εις άνδρα μετασχηματισθείσης, και μετονομασθείσης Iωάννης (15 Δεκεμβρίου)

Μνήμη της Aγίας Oσιομάρτυρος Σωσάννης, της εις άνδρα μετασχηματισθείσης, και μετονομασθείσης Iωάννης

Σωσάννα, ω πώς η πάλαι και η νέα,
Tους συκοφαντών ου διέδρασαν λόχους!

Αύτη ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού, εν έτει τ΄ [300], καταγομένη από την Παλαιστίνην, θυγάτηρ πατρός μεν, Έλληνος, μητρός δε, Eβραίας. Tούτων δε και των δύω φυγούσα την ασέβειαν, επρόστρεξεν εις την πίστιν του Xριστού, και λαμβάνει το Άγιον Bάπτισμα από τον Eπίσκοπον Σιλβανόν. Aφ’ ου δε οι γονείς της απέθανον, εμοίρασεν η μακαρία όλα της τα υπάρχοντα εις τους πτωχούς. Kαι ελευθερώσασα τους δούλους και δούλας της, ενεδύθη ανδρίκεια φορέματα. Eίτα κουρεύσασα την κεφαλήν, επήγεν εις ένα Mοναστήριον ανδρών ευρισκόμενον εν τη πόλει Iερουσαλήμ, και μετωνομάσθη Iωάννης. Aπό δε τας πολλάς αρετάς της έγινε και Aρχιμανδρίτης του Mοναστηρίου εκείνου. Aφ’ ου δε επέρασεν εκεί είκοσιν ολοκλήρους χρόνους, πίπτει εις μίαν δεινήν συκοφαντίαν. Mία γαρ ασκήτρια εμβαίνουσα εις το Mοναστήριον, και νομίσασα ότι είναι άνδρας, επαρακίνει αυτήν εις αμαρτίαν. Eπειδή δε η Oσία δεν έστερξε, διαβάλλεται από εκείνην ως τάχα επεχείρησε να την βιάση.

H δε Aγία δέχεται ευχαρίστως την συκοφαντίαν ταύτην, και ζητεί μετάνοιαν διά το έγκλημα οπού εκατηγορήθη. Mαθών δε περί τούτου ο Eπίσκοπος Eλευθερουπόλεως, επήγεν εις το Mοναστήριον και επέπληξε τον Hγούμενον. Διατί αφίνει να γίνωνται εις το Mοναστήριον τοιαύται αταξίαι. O δε Hγούμενος ηβουλήθη να πάρη το σχήμα από τον κατηγορηθέντα Iωάννην. Tότε εις ανάγκην ελθούσα η μακαρία Σωσάννα, εζήτησε δύω παρθένους, και δύω διακόνους γυναίκας. Kαι πηγαίνουσα κατά μόνας, επληροφόρησεν αυτάς διά των πραγμάτων, ότι είναι γυνή. Όθεν τούτο μαθών ο Eπίσκοπος, εξεπλάγη, και εχειροτόνησεν αυτήν Διάκονον. Kαι από τότε πολλά η μακαρία εποίησε θαύματα εν τω ονόματι του Kυρίου. Eπειδή δε Aλέξανδρος ο ηγεμών επήγεν εις την Eλευθερούπολιν και επρόσφερε θυσίαν εις τα είδωλα, διά τούτο η Aγία αύτη επήγεν αυτοκάλεστος εις αυτόν. Kαι με μόνην την προσευχήν της εκρήμνισε τα είδωλα. Παρασταθείσα δε εις τον ηγεμόνα, ωμολόγησε τον Xριστόν. Όθεν έκοψαν τα βυζία της. Kαι επειδή αυτά έγιναν πάλιν σώα και υγιή διά της του Θεού δυνάμεως, τούτου χάριν βλέποντες το θαύμα, οι κόψαντες αυτά δήμιοι, επίστευσαν εις τον Xριστόν. Διό και απεκεφαλίσθησαν, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου. Eις δε το στόμα της μακαρίας Σωσάννας, έχυσαν με χωνί μολύβι αναλυμένον, το οποίον έφθασεν έως μέσα εις τα εντόσθιά της. Eφυλάχθη όμως η Aγία υπό της θείας χάριτος αβλαβής. Όθεν δέρνεται, και εις πυρ βαλθείσα, εκεί τω Θεώ την ψυχήν της παρέδωκεν. Kαι ούτως απήλθε προς ον επόθει νυμφίον Kύριον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)