Αρχική Blog Σελίδα 2

Ἀρχιμ. Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Νικήτας ὁ Γότθος. Ἡ ἐξάπλωση τῆς τιμῆς του καὶ ἡ εἰσαγωγή της στὴν Κύπρο

Άγιος Μεγαλομάρτυς Νικήτας ο Γότθος. Φορητή εικόνα του 13ου αιώνα στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

ἅγιος μεγαλομάρτυς Νικήτας Γότθος. ἐξάπλωση τῆς τιμῆς του καὶ εἰσαγωγή της στὴν Κύπρο

Άγιος Μεγαλομάρτυς Νικήτας ο Γότθος. Φορητή εικόνα του 13ου αιώνα στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου

Ἕνας ἀπὸ τοὺς πανορθοδόξως τιμωμένους στρατιωτικοὺς ἁγίους, προστάτες στρατιωτικῶν ταγμάτων, τοῦ ὁποίου ἡ τιμὴ εἰσήχθη καὶ στὴν Κύπροτουλάχιστον ἀπὸ τὸν 12ο αἰ.— εἶναι καὶ ὁ μεγαλομάρτυς Νικήτας ὁ Γότθος.

Σύμφωνα μὲτὰ παρεχόμενα ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα του Μαρτύρια στοιχεῖα, ὁ ἔνδοξος μεγαλομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Νικήτας ἔζησε τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου καὶ ἦταν Γότθος στὴν καταγωγή. Παρόλο τοῦτο, ὡς βλαστὸς περιφανοῦς οἰκογένειας, διετήρησε τὴν ἔμφυτη εὐγένειά του ἀνόθευτη ἀπὸ τὴ φυσικὴ βαρβαρότητα τοῦ ἔθνους του. Καὶ ἡ ἐπιθυμία του νὰ ζήσει ἐνάρετα, ἔχοντας ἤδη ἀκούσει γιὰ τὴν πνευματικὴ ὡραιότητα τῆς πίστης τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁδήγησε κοντὰ στὸν ἁγιώτατο Θεόφιλο, ἀρχιεπίσκοπο Γοτθίας, ἕνα ἀπὸ τοὺς Πατέρες τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πὸ τὸν ὁποῖο διδάχθηκε τὶς ἀλήθειες τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ μαθητεία του στὴν ἀληθινὴ πίστη συνέχισε καὶ ἐπαυξήθηκε στὸν Οὐλφίλα, διάδοχο τοῦ Θεοφίλου, σὲ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ Νικήτας, παρόλο ποὺ ἐν τῷ μεταξὺ ἔγινε ἀνώτερος ἀξιωματοῦχος τοῦ στρατοῦ τῆς χώρας του, πέβη καὶ φλογερὸς ἱεροκήρυκας τῆς χριστιανικῆς πίστης καὶ δὲν ἔπαυε νὰ ἐμπνέει στὸν βάρβαρο λαό του τὸν πόθο γιὰ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, γιὰ τὴ μόνη ἀληθινὴ πίστη.

Ο Άγιος Νικήτας, τοιχ. καθολικό της Ιεράς Μονής Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, 15ος αι.

Ἀλλὰ ὁ διάβολος, φθονώντας τὴν προσέλευση τῶν Γότθων στὸν Χριστιανισμό, ἐνέσπειρε διχόνοια μεταξύ τους καὶ τοὺς χώρισε σὲ δύο ἔντονα ἀντιμαχόμενες ἐχθρικὲς παρατάξεις. Ἡ μία, μὲ ἀρχηγὸ τὸν σκληρὸ καὶ ἀσεβέστατο Ἀθανάριχο, ἦταν ὁπαδοὶ τῆς πατρογονικῆς εἰδωλολατρίας, ἐνῶ ἡ ἄλλη, μὲ ἀρχηγὸ τὸν Φριτιγέρνη, εἶχαν ἀσπασθεῖ τὸν Χριστιανισμό. Ὁ τελευταῖος, ἕνεκα τῆς στρατιωτικῆς ὑπεροχῆς τοῦ Ἀθανάριχου, ζήτησε βοήθεια ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, καὶ ὁ τότε αὐτοκράτορας Οὐάλης (364-378) τοῦ παραχώρησε τὸ στράτευμα τῆς Θράκης. Ὁ Φριτιγέρνης, πως παλαιότερα ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ἔχοντας προπορευόμενο τῶν στρατευμάτων του τὸ λάβαρο τοῦ Τίμιου Σταυροῦ, κατατρόπωσε τὸν Ἀθανάριχο, ποὺ μόλις διέφυγε τὴ σφαγή. Αὐτὴ ἡ νίκη ἔγινε αἰτία νὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ καὶ πολλοὶ ἄλλοι Γότθοι. 

Ἀργότερα ὅμως, κατὰ παραχώρηση Θεοῦ, ὁ Ἀθανάριχος ἀνέκτησε τὴν πρώτη δύναμή του καί, πνέοντας ἄσπονδο μίσος καὶ μένεα κατὰ τῶν χριστιανῶν, τοὺς συνελάμβανε καὶ τοὺς ὑπέβαλλε σὲ φρικτὰ βασανιστήρια. Τότε καὶ ὁ Νικήτας, γνωστὸς γιὰ τὴν εὐσέβεια καὶ τὰ δημόσια κηρύγματα του, συνελήφθη ξαφνικά, τὴν ὥρα ποὺ κήρυττε στὸν λαὸ γιὰ τὸν Χριστό. Σύρθηκε βίαια ἐνώπιον τοῦ Ἀθανάριχου καί, μολονότι ἐξαναγκάσθηκε νἀρνηθεῖ τὴν πίστη τοῦ Χριστοῦ, αὐτὸς παρέμεινε ἀκλόνητος στὴν ὁμολογία του. Τότε οἱ ἀσεβεῖς, κτυπώντας τον ἀνελέητα, συνέτριψαν ὅλα τὰ μέλη τοῦ σώματός του καὶ τὸν ἔριξαν στὴ φωτιά. Ἀλλὰ  ὢ τῆς ἀνδρείας του!— καὶ μέσα στὶς φλόγες ὁ ἅγιος δὲν ἔπαυε νὰ ὑμνεῖ τὸν Κύριο, μέχρις ὅτου παρέδωσε τὴν ἁγία ψυχή του εἰς χεῖρας Θεοῦ. Τὸ μαρτύριό του ἔλαβε χώρα λίγο πρὶν τὸ 375. 

Άγιος Μεγαλομάρτυς Νικήτας. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Στὸ μαρτύριο τοῦ ἁγίου Νικήτα ἦταν παρὼν καὶ κάποιος εὐλαβέστατος χριστιανός, ὀνόματι Μαριανός, πίσημος πολίτης τῆς Μοψουεστίας καὶ φίλος τοῦ ἁγίου, ὁ ὁποῖος, ἀναχωρώντας τότε γιὰ τὴν πατρίδα του, θέλησε νὰ μεταφέρει μαζί του ὅ,τι λείψανο εἶχε ἀπομείνει ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἁγίου γιὰ νὰ παραμείνει ἀχώριστος μαζί του. Καί, ἐνῶ συλλογιζόταν πῶς θὰ τὸ ξεχώριζε ἀπὸ τὰ λείψανα τῶν ἄλλων μαρτύρων ποὺ εἶχαν ριχθεῖ στὸν ἴδιο χῶρο, οὐράνια δύναμη, μὲ τὴ μορφὴ φωτεινοῦ ἀστεριοῦ, στάθηκε πάνω στὸ σῶμα τοῦ ἁγίου Νικήτα. Καὶ ὁ Μαριανὸς τὸ ἀναγνώρισε ἀμέσως, γιατί, Χάριτι Θεοῦ, εἶχε διαφυλαχθεῖ ὁλόκληρο καὶ ἀβλαβές. Τὸ ἀσπάσθηκε τότε μὲ πόθο, τὸ ἔβαλε σὲ θήκη ποὺ εἶχε ἑτοιμάσει, καὶ τὸ μετέφερε κατὰ τὸ ἔτος 375 στὴ Μοψουεστία, που ἐπιτελοῦσε πολλὰ θαύματα. 

Ἀρχικὰ τὸ ἱερὸ τοῦτο λείψανο φυλασσόταν στὴν οἰκία τοῦ Μαριανοῦ καὶ κατόπιν κατατέθηκε στὸ θυσιαστήριο (ἁγία Τράπεζα) τοῦ ναοῦ (βασιλικῆς), ποὺ οἰκοδομήθηκε στὰ προπύλαια τῆς πόλης στὸ ὄνομά του, ἀφοῦ κράτησαν οἱ πιστοὶ τὸν ἀντίχειρα ἑνὸς τῶν χεριῶν τοῦ μάρτυρος γιὰ προσκύνηση. Ἡ κατάθεση τούτη ἔγινε στὶς 15 Σεπτεμβρίου, ἡμέρα ποὺ καθιερώθηκε ὡς αὐτὴ τῆς μνήμης τοῦ  ἁγίου.

πόλη τῆς Μοψουεστίας, μὲ τὴν ἄνωθεν πρόνοια τοῦ μάρτυρος, διατήρησε ἐπὶ μακρὸν τὴν ἐπίζηλη θέση τοῦ ἐπίκεντρου τιμῆς του. Ὁ ἐπίσκοπος Μοψουεστίας Αὐξέντιος, ποὺ ἄκμασε κατὰ τὸν 5ο αἰ., εἶχε ἀνεγείρει ναὸ τῶν Ἁγίων μαρτύρων Πρόβου, Ταράχου καὶ Ἀνδρονίκου ἔξω ἀπὸ τὰ τείχη τῆς πόλης. πειδὴ ὅμως, γιὰ νὰ ἐγκαινιάσει τὸν ναὸ τοῦτο ἔλαβε μέρος τῶν ἁγίων τους λειψάνων ἀπὸ τὴ γειτονικὴ πόλη τῶν Ἀναζάρβων, ποσχέθηκε νὰ παραχωρήσει ὡς ἀντάλλαγμα στὴν πόλη αὐτὴ μέρος τοῦ λειψάνου τοῦ ἁγίου Νικήτα. Συνάθροισε λοιπὸν ὁ Αὐξέντιος τεχνίτες μὲ τὰ ἀναγκαῖα ἐργαλεῖα καὶ μαζὶ μὲ κληρικοὺς τῆς Μητρόπολης ἔσκαψαν καὶ βρῆκαν τὸ λείψανο τοῦ μάρτυρος ἀκέραιο καὶ ἄφθαρτο. Ὅταν ὅμως ἕνας ἀπὸ τοὺς παρόντες τόλμησε νὰ ἀποσπάσει τεμάχιο ἀπ᾽ αὐτό, τότεὢ τοῦ θαύματος!— πειδὴ δὲν ἤθελε ὁ μάρτυς νὰ μελίσουν τὸ ἱερό του λείψανο, παρέλυσε τὸ χέρι τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου, ἐνῶ ταυτόχρονα ἔγινε σεισμὸς μαζὶ μὲ βροντὲς καὶ ἀστραπές, ποὺ κατατρόμαξαν τοὺς παρισταμένους! Τότε ὁ ἐνάρετος Αὐξέντιος, μὲ προσευχὴ πρὸς τὸν ἅγιο θεράπευσε τὸ παράλυτο χέρι, ἐνῶ ἀποκατέστησε τὸν τάφο, εὐτρεπίζοντάς τον κατάλληλα. Ἔτσι, σὺν τῷ χρόνῳ, ὁ ἅγιος Νικήτας κατέστη ὁ κατεξοχὴν πολιοῦχος τῆς φιλόχριστης πόλης Μοψουεστίας. 

Μαρτύριο Αγίου Νικήτα του Γότθου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Μέχρι τὸν 10ο αἰ. λιγοστὰ εἶναι δυστυχῶς τὰ ὅσα γνωρίζουμε γιὰ τὴν τιμὴ τοῦ μάρτυρος. Σύμφωνα μὲ τὶς ὑπάρχουσες μαρτυρίες, τὰ λείψανα τοῦ ἁγίου (ἄγνωστο κατὰ πόσον ὅλα ἢ τμῆμα τους) μεταφέρονται στὴν Κωνσταντινούπολη μετὰ τὴν ὁριστικὴ ἀνακατάληψη τῆς Μοψουεστίας ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς τὸ 965, κατὰ τὴν περίοδο βασιλείας τοῦ Νικηφόρου Β´ Φωκᾶ καὶ πρὶν τὸν 11ο αἰ., καὶ κατατίθενται στὸν ἀρχαῖο ναὸ τοῦ Ἁγίου Ρωμανοῦ τῆς Βασιλεύουσας. Ἐκεῖ μαρτυροῦνται ὅτι φυλάσσονταν μέχρι τουλάχιστον καὶ τὸ ἔτος 1200. 

Γιὰ τὴν πλούσια χάρη τῶν θαυμάτων, ποὺ ἔλαβε παρὰ Θεοῦ ὁ ἅγιος Νικήτας, ἡ τιμή του, μὲ νέο πλέον ἐπίκεντρο τὴν Κωνσταντινούπολη, ἐξαπλώθηκε σὲ πολλὰ μέρη τῆς Βυζαντινῆς αὐτοκρατορίας, πὸ τὸ τέλος τοῦ 10ου αἰ., ἰδιαίτερα ὅμως ἀπὸ τὸν 11ο αἰ. κ. ἑξ. Καὶ εἶναι ἀκριβῶς ἀπὸ τότε ποὺ ἐμφανίζονται ἀπεικονίσεις τοῦ ἁγίου τούτου σὲ μεγάλο ἀριθμὸ καὶ καθόλη τὴν αὐτοκρατορία. Περαιτέρω καὶ κατὰ τὴν αὐτὴ περίοδο ἀνεγείρονται οἱ πρῶτοι ναοὶ τοῦ Ἁγίου Νικήτα ἐκτὸς Μοψουεστίας. Νὰ προσθέσουμε πὼς στὴν περαιτέρω διάδοση τῆς τιμῆς του συνέβαλε καὶ τὸ ὅτι, μαζὶ μὲ τοὺς μεγαλομάρτυρες Γεώργιο καὶ Μάμαντα, πῆρξε καὶ προστάτης τῶν ἀκριτικῶν στρατιωτικῶν ταγμάτωνὁριοφυλάκων τῆς περιοχῆς (τῶν Ἀκριτῶν τῆς περιοχῆς Κιλικίας καὶ τοῦ Ταύρου), οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ γιὰ στρατιωτικοὺς λόγους μετακίνησή τους στὶς παραμεσόγειες περιοχές, μετέφεραν εὔλογα καὶ τὴν τιμὴ τῶν προστατῶν τους ἁγίων. 

Άγιος Νικήτας

Μεταξὺ ἄλλων, ἡ τιμὴ τοῦ ἁγίου Νικήτα τοῦ Γότθου ἀφίκνυται καὶ στὴν Κύπρο. Τοῦτο εἶναι πιθανὸν νὰ συνέβη κατὰ τὴν περίοδο ἔξαρσης ἐξακτίνωσης τῆς μνήμης του (τέλη 10ου-11ος αἰ.), ἢ καὶ κατὰ τὴν προέλαση τῶν Σελτζούκων μετὰ τὴν ὀλέθρια γιὰ τοὺς Βυζαντινοὺς ἧττα στὴ μάχη τοῦ Μαντζικέρτ (1071). πως μαρτυρημένα συνέβηκε καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις μαζικῆς μετακίνησης πληθυσμῶν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ Συρία στὴν Κύπρο, λόγῳ τῶν ἐκεῖ κατακτήσεων ἀπὸ τοὺς Σελτζούκους (, σὲ ἄλλες χρονικὲς περιόδους λόγῳ τῶν ἀραβικῶν κατακτήσεων), πόταν οἱ πρόσφυγες μετέφεραν μαζί τους τὴν τιμή, ἀλλὰ καὶ λείψανα ἁγίων τῆς ἰδιαίτερης πατρίδας τους (λ.χ. οἱ Ἀντιοχεῖς μετέφεραν τὰ λείψανα τῶν ἁγίων Κυπριανοῦ καὶ Ἰουστίνης στὸ Μένικο, κ.λπ.), πιθανώτατα καὶ οἱ πρόσφυγες ἀπὸ τὴ Μοψουεστία μετέφεραν τὴν τιμὴ τοῦ ἁγίου Νικήτα στὴν Κύπρο. 

Θεωροῦμε πὼς ἀρχικὸ ἐπίκεντρο τῆς τιμῆς αὐτῆς στὴ νῆσο ἀποτέλεσε τὸ ὁμώνυμο χωριὸ Ἅγιος Νικήτας καὶ ὁ ναὸς στὸ ὄνομά του στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια τῆς Μόρφου, ποὺ οἰκοδόμησαν οἱ εὐσεβεῖς αὐτοὶ πρόσφυγες χριστιανοί. Βεβαίως ὁ σημερινὸς ναὸς ἀποτελεῖ πολὺ μεταγενέστερο κτίσμα. Τὸ χωριὸ αὐτό, ποὺ ἀργότερα κατονομάζεται ἁπλῶς ὡς Νικήτας, μαρτυρεῖται μὲ τὴν ὀνομασία Ἅγιος Νικήτας σὲ ἔγγραφο τῆς περιόδου τῆς Βενετοκρατίας (ἀρχῶν 16ου αἰ.). Καὶ ἐπειδὴ εἶναι γνωστὸ ὅτι ἀρχικὰ οἱ Φράγκοι κατακτητὲς τῆς Κύπρου καὶ κατόπιν οἱ Ἐνετοὶ διατήρησαν στὶς καταγραφὲς καὶ στὰ ἐπίσημα ἔγγραφά τους τὰ βυζαντινὰ τοπωνύμια τῆς νήσου, ἡ ἐν λόγῳ μαρτυρία γιὰ τὸν Ἅγιο Νικήτα Μόρφου μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ὑποστηρίξουμε ὅτι τὸ χωριὸ εἶναι προφραγκικό, ἱδρύθηκε δηλαδὴ κατὰ τὴ βυζαντινὴ γιὰ τὴ νῆσο περίοδορὶν τὸν 12ο αἰ.). Νὰ σημειωθεῖ ἐδῶ πὼς τὴν ἔλευση καὶ ἐγκατάσταση προσφύγων Σύρων Ὀρθοδόξων χριστιανῶν καὶ στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια τῆς Σολίας φαίνεται νὰ ἐνισχύουν, τόσο παπικὰ μεσαιωνικὰ ἔγγραφα, ὅσο καὶ τὸ πλησιόχωρο στὴ Μόρφου Συριανοχώρι, ἱδρυμένο προφανῶς ἀπὸ Συρορθόδοξους πρόσφυγες κατὰ τὴν ὑστεροβυζαντινὴ γιὰ τὴν Κύπρο περίοδο.

Περαιτέρω, κατὰ τὴ μαρτυρία ἄλλων παπικῶν ἐγγράφων ποὺ σώζονται στὸ ἀρχεῖο τοῦ Βατικανοῦ καὶ χρονολογοῦνται στὸ ἔτος 1322, πῆρχε ναὸς τοῦ Ἁγίου Νικήτα πλησίον τῆς Λευκωσίας, ποὺ τότε βρισκόταν σὲ κακὴ κτηριακὴ κατάσταση ἕνεκα παλαιότητος. Δὲν γνωρίζουμε κατὰ πόσον ὁ ἐν λόγῳ ναὸς θὰ μποροῦσε νὰ ταυτισθεῖ μὲ τὸν ὡς ἄνω τοῦ ὁμωνύμου χωριοῦ κοντὰ στὴ Μόρφου, πρόκειται γιὰ ἄλλο ναὸ τοῦ ἁγίου στὴν περιοχὴ τῆς Λακατάμειας, ποὺ μαρτυρεῖται σὲ ἄλλες πηγές. Τὸ συμπέρασμα ἐν προκειμένῳ εἶναι ἡ ἐπικύρωση τῆς πρώιμης τιμῆς τοῦ μάρτυρος Νικήτα στὴν Κύπρο.

Γεγονός, ποὺ ἐνισχύει τὴν ἄποψη πὼς ἐπίκεντρο τιμῆς τοῦ ἁγίου Νικήτα στὴν Κύπρο ὑπῆρξε τὸ ἀνωτέρω ὁμώνυμο χωριὸ εἶναι πὼς οἱ γνωστὲς παλαιὲς (βυζαντινὲς/μεσαιωνικὲς) πεικονίσεις του στὴ νῆσο βρίσκονται ὅλες σὲ μνημεῖα/ναοὺς στὴ μητροπολιτικὴ περιφέρεια Μόρφου. Ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 12ου αἰώνα, ὁ ἅγιος τοιχογραφεῖται στὴ μονὴ τῆς Παναγίας Ἀσίνου (ἔτος 1105/1106). Περαιτέρω, ὡραιότατες τοιχογραφίες του διατηροῦνται στὰ καθολικὰ τῶν μονῶν Ἁγίου Ἰωάννου Λαμπαδιστοῦ (15ος αἰ.) καὶ Τιμίου Σταυροῦ Ἁγιασμάτι (ἔτος 1494). Ἀκόμη, στὸ χωριὸ τοῦ Μουτουλλᾶ σώζεται ἡ ἀρχαιότερη φορητή του εἰκόνα στὴν Κύπρο, ἔργο τοῦ 13ου αἰώνα (ἀδημοσίευτη).

Ἄλλη σημαίνουσα ἀπόδειξη ἰδιαίτερης τιμῆς τοῦ ἁγίου στὴ νῆσο μας ἀποτελεῖ ἡ ὕπαρξη τῆς ἁγίας του κάρας (τοῦ ἄνω τμήματος) καθὼς καὶ τεμαχίων λειψάνων του, ποθησαυρισμένων σήμερα στὴν περικλεὴ Μονὴ τῆς Παναγίας τοῦ Κύκκου. Τὸ ἐρώτημα, ποὺ τίθεται ἐν προκειμένῳ, εἶναι τὸ πότε καὶ ἀπ ποῦ ἦλθαν τὰ ἱερὰ αὐτὰ λείψανα στὴν Κύπρο. πάρχει ἡ πιθανότητα αὐτὰ νὰ μεταφέρθηκαν στὴ νῆσο κατὰ τὸν 11ο αἰώνα ἀπὸ τοὺς πρόσφυγες Μοψουεστεῖς, ποὺ ἀνήγειραν καὶ τὸ ὁμώνυμο χωριὸ καὶ ναὸ στὴν περιοχὴ τῆς Μόρφου. Κατὰ κάποια δὲ ἱστορικὴ περιπέτεια τοῦ χωριοῦ, αὐτὰ μεταφέρθηκαν γιὰ ἀσφάλεια στὴ μονὴ τοῦ Κύκκου, προφανῶς ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῶν πλησιοχώρων μετοχίων τῆς μονῆς στὴν περιοχὴ (μετόχιο Ξηροπόταμος στὴν Πεντάγεια καὶ μετόχιο Μπάρατζης στὸ Πραστειὸ Μόρφου).

Καταλήγοντας, μποροῦμε μὲ ἀσφάλεια νὰ καταθέσουμε πώς, καὶ μὲ τὴν περίπτωση τοῦ μεγαλομάρτυρος Νικήτα τοῦ Γότθου, ἡ φιλόχριστος καὶ φιλαγία νῆσος τῶν Κυπρίων ἀναδεικνύεται, γιὰ μία ἀκόμη φορά, ὄχι ἁπλῶς σταυροδρόμι λαῶν, μὰ τόπος κατάπαυσης λαῶν, ἀσκητῶν καὶ χριστιανῶν προσφύγων, καὶ μαζὶ πολυπληθῶν ἁγίων, γιὰ νὰ διαιωνίζει τὴν ἱερή τους τιμὴ καὶ μνήμη, καὶ νὰ παραμένει ἐσαεὶ νῆσος ἁγίων καὶ ἁγία νῆσος.

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Φιλοθέου Πρεσβυτέρου του Θαυματουργού (15 Σεπτεμβρίου)

Άγιος Φιλόθεος Πρεσβύτερος, ο Θαυματουργός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Φιλοθέου Πρεσβυτέρου του Θαυματουργού

Ζήσας ο Φιλόθεος ως Θεώ φίλον,
Ζωήν άληκτον εύρε συν Θεού φίλοις.

Άγιος Φιλόθεος Πρεσβύτερος, ο Θαυματουργός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον από ένα χωρίον καλούμενον Mύρμηξ, ευρισκόμενον κατά το θέμα του Oψικίου. Eίχε δε το όνομα όμοιον και σύστοιχον, με το όνομα της μητρός του. Kαθώς γαρ αυτός ωνομάζετο Φιλόθεος, έτζι και η μήτηρ του ωνομάζετο Θεοφίλα. Λαβών δε γυναίκα, και γεννήσας παιδία με αυτήν, ως ευλαβής και σώφρων εχειροτονήθη Iερεύς. Aπό τότε λοιπόν σχολάζωντας πάντοτε ο αοίδιμος εις νηστείας και προσευχάς, ηξιώθη να λάβη παρά Θεού των θαυμάτων την χάριν. Όθεν, εις πολλούς μεν πεινασμένους, παραδόξως εχάρισεν άρτον. Nερόν δε του ποταμού, μετέβαλεν εις οίνον. Kαι πέτραν μεγάλην εμετάθεσεν εις άλλον τόπον με μόνον τον λόγον του. Kαι άλλα πολλά τοιαύτα θαυμάσια εποίησεν, εν όσω έζη εις την παρούσαν ζωήν. Aφ’ ου δε εκοιμήθη, και ενταφιάσθη εις μνήμα, περνώντος ενός χρόνου, μετετέθη το λείψανόν του εις άλλον τόπον. Όταν δε έμελλον να μεταθέσουν αυτό δύω Iερείς, ω του θαύματος! εξάπλωσεν ο Άγιος ωσάν να ήτον ζωντανός τα δύω του χέρια. Kαι πιάσας τους Iερείς από τους δύω ώμους, εσηκώθη επάνω, και περιπατήσας τρία βήματα, κατετέθη εις τον τόπον εκείνον, όπου ευρίσκεται μέχρι της σήμερον, μύρον αναβλύζων αένναον, εις απόδειξιν της θαυμαστής και καθαράς και ξένης πολιτείας του.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 14 Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΟΡΤΗΣ (Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ)
Πρὸς Κορινθίους Α’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 18-24

Ἀδελφοί, ὁ λόγος ὁ τοῦ σταυροῦ τοῖς μὲν ἀπολλυμένοις μωρία ἐστί, τοῖς δὲ σῳζομένοις ἡμῖν δύναμις Θεοῦ ἐστι. Γέγραπται γάρ· «Ἀπολῶ τὴν σοφίαν τῶν σοφῶν, καὶ τὴν σύνεσιν τῶν συνετῶν ἀθετήσω». Ποῦ σοφός; Ποῦ γραμματεύς; Ποῦ συζητητὴς τοῦ αἰῶνος τούτου; Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεός την σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ ᾿Ιουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι καὶ ῞Ελληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, ᾿Ιουδαίοις μὲν σκάνδαλον, ῞Ελλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, ᾿Ιουδαίοις τε καὶ ῞Ελλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΥΨΩΣΙΣ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΚΑΙ ΖΩΟΠΟΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
19: 6-11, 13-20, 25-27, 30

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον εποίησαν οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ Πρεσβύτεροι κατὰ τοῦ ᾿Ιησοῦ, ὅπως αὐτόν ἀπολέσωσι. Καὶ παρεγένοντο πρὸς Πιλάτον, λέγοντες· Σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Λάβετε αὐτὸν ὑμεῖς καὶ σταυρώσατε· ἐγὼ γὰρ οὐχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ ᾿Ιουδαῖοι· Ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, καὶ κατὰ τὸν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἐποίησεν. ῞Οτε οὖν ἤκουσεν ὁ Πιλᾶτ ος τοῦτον τὸν λόγον, μᾶλλον ἐφοβήθη. Καὶ εἰσῆλθεν εἰς τὸ Πραιτώριαν πάλιν, καὶ λέγει τῷ ᾿Ιησοῦ· Πόθεν εἶ σύ; Ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπόκρισιν οὐκ ἔδωκεν αὐτῷ. Λέγει οὖν αὐτῷ ὁ Πιλᾶτος· Ἐμοὶ οὐ λαλεῖς; οὐκ οἶδας ὅτι ἐξουσίαν ἔχω σταυρῶσαί σε, καὶ ἐξουσίαν ἔχω ἀπολῦσαί σε; Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς· Οὐκ εἶχες ἐξουσίαν οὐδεμίαν κατ᾿ ἐμοῦ, εἰ μὴ ἦν σοι δεδομένον ἄνωθεν. Ὁ οὖν Πιλᾶτος ἀκούσας τοῦτον τὸν λόγον, ἤγαγεν ἔξω τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ βήματος, εἰς τόπον λεγόμενον Λιθόστρωτον, Ἑβραῑστὶ δὲ Γαββαθᾶ. Ἦν δὲ Παρασκευὴ τοῦ Πάσχα, ὥρα δὲ ὡσεὶ ἕκτη· καὶ λέγει τοῖς ᾿Ιουδαίοις· Ἴδε ὁ Βασιλεὺς ὑμῶν. Οἱ δὲ ἐκραύγασαν· Ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλᾶτος· Τὸν Βασιλέα ὑμῶν σταυρώσω; Ἀπεκρίθησαν οἱ Ἀἀρχιερεῖς· Οὐκ ἔχομεν βασιλέα, εἰ μὴ Καίσαρα. Τότε οὖν παρέδωκεν αὐτὸν αὐτοῖς, ἵνα σταυρωθῇ. Παρέλαβον δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν, καὶ ἀπήγαγον. Καὶ βαστάζων τὸν Σταυρὸν αὐτοῦ, ἐξῆλθεν εἰς τὸν λεγόμενον Κρανίου τόπον, ὃς λέγεται Ἑβραῑστὶ Γολγοθᾶ· ὅπου αὐτὸν ἐσταύρωσαν, καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἄλλους δύο ἐντεῦθεν καὶ ἐντεῦθεν, μέσον δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν. Ἔγραψε δὲ καὶ τίτλον ὁ Πιλᾶτος, καὶ ἔθηκεν ἐπὶ τοῦ Σταυροῦ. Ἦν δὲ γεγραμμένον· ᾿Ιησοῦς ὁ Ναζωραῖος, ὁ Βασιλεὺς τῶν ᾿Ιουδαίων. Τοῦτον οὖν τὸν τίτλον πολλοὶ ἀνέγνωσαν τῶν ᾿Ιουδαίων, ὅτι ἐγγὺς ἦν ὁ τόπος τῆς πόλεως, ὅπου ἐσταυρώθη ὁ ᾿Ιησοῦς· καὶ ἦν γεγραμμένον ῾Εβραῑστί, ῾Ελληνιστί, ῾Ρωμαϊστί. Εἱστήκεισαν δὲ παρὰ τῷ Σταυρῷ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἡ Μήτηρ αὐτοῦ, καὶ ἡ ἀδελφὴ τῆς Μητρὸς αὐτοῦ, Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ καὶ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. ᾿Ιησοῦς οὖν ἰδὼν τὴν Μητέρα, καὶ τὸν Μαθητὴν παρεστῶτα ὃν ἠγάπα, λέγει τῇ Μητρί αὐτοῦ· Γύναι, ἰδοὺ ὁ υἱός σου. Εἶτα λέγει τῷ Μαθητῇ· ἰδοὺ ἡ Μήτηρ σου. Καὶ ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ὥρας ἔλαβεν ὁ Μαθητὴς αὐτὴν εἰς τὰ ἴδια. Μετὰ τοῦτο εἰδὼς ὁ ᾿Ιησοῦς ὅτι πάντα ἤδη τετέλεσται, κλίνας τὴν κεφαλὴν παρέδωκε τὸ πνεῦμα. Οἱ οὖν ᾿Ιουδαῖοι, ἵνα μὴ μείνῃ ἐπὶ τοῦ σταυροῦ τὰ σώματα ἐν τῷ Σαββάτῳ, ἐπεὶ Παρασκευὴ ἦν, (ἦν γὰρ μεγάλη ἡ ἡμέρα ἐκείνη τοῦ Σαββάτου,) ἠρώτησαν τὸν Πιλᾶτον ἵνα κατεαγῶσιν αὐτῶν τὰ σκέλη, καὶ ἀρθῶσιν. ἦλθον οὖν οἱ στρατιῶται, καὶ τοῦ μὲν πρώτου κατέαξαν τὰ σκέλη, καὶ τοῦ ἄλλου τοῦ συσταυρωθέντος αὐτῷ· Ἐπὶ δὲ τὸν ᾿Ιησοῦν ἐλθόντες, ὡς εἶδον αὐτὸν ἤδη τεθνηκότα, οὐ κατέαξαν αὐτοῦ τὰ σκέλη· ἀλλ᾿ εἷς τῶν στρατιωτῶν λόγχῃ αὐτοῦ τὴν πλευρὰν ἔνυξε, καὶ εὐθέως ἐξῆλθεν αἷμα καὶ ὕδωρ. Καὶ ὁ ἑωρακὼς μεμαρτύρηκε, καὶ ἀληθινὴ ἐστιν ἡ μαρτυρία αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Παγκόσμιος Ὕψωσις τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ (14 Σεπτεμβρίου)

Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, 17ος αιώνας. Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
 
Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, 17ος αιώνας. Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης.

«Σταυρὸς ὑψοῦται σήμερον, καὶ κόσμος ἁγιάζεται…
Σταυρός, ὁ φύλαξ πάσης τῆς οἰκουμένης,
Σταυρός, ἡ ὡραιότης τῆς Ἐκκλησίας»

Λαμπρὴ πανήγυρη καὶ ἡμέρα πανσεβάσμια ἡ σημερινή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί. Ἡ σεμνὴ τῶν Ὀρθοδόξων ὁμήγυρη, ἡ ἁγία Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, ἐπιτελεῖ σήμερα μία ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἑορτές της: Τὴν παγκόσμια Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ μας. Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς συναθροισθήκαμε στὸν ἅγιο τοῦτο καὶ παλαιὸ ναό, ποὺ τιμᾶται στὸ ὄνομα τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, γιὰ νὰ τιμήσουμε τὸ Ξύλον τῆς Ζωῆς, γιὰ νὰ δοξάσουμε τὸν Κύριο, ποὺ σταυρώθηκε πάνω σ’ αὐτὸν καὶ μᾶς ἔσωσε, μᾶς ἁγίασε μὲ τὸ πανάγιό Του αἷμα, ποὺ ἔχυσε ἀπὸ ἀγάπη γιὰ μᾶς τὸν καιρὸ τοῦ ἀχράντου Πάθους Του. Γιὰ νὰ κατανοήσουμε ὅμως καλύτερα τό, πῶς καθιερώθηκε ἡ μεγάλη αὐτὴ ἑορτὴ καὶ ποιό τὸ νόημά της, θὰ ἦταν καλὸ νὰ κάνουμε μία ἱστορικὴ ἀναδρομὴ στὰ σχετικὰ γεγονότα.

Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ πρῶτος χριστιανὸς αὐτοκράτορας, ἐξεστράτευσε τὸ 312 κατὰ τοῦ τυράννου τῆς Ρώμης Μαξεντίου καὶ ἔφθασε ἔξω ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τῆς ἀχανοῦς τότε Ῥωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας, μὲ λύπη ἀποροῦσε πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἀντιπαραταχθεῖ μὲ τὰ πολυάριθμα ἐχθρικὰ στρατεύματα. Τότε ἀξιώθηκε νὰ ἰδεῖ, ὡς ἀπάντηση στὴ θλίψη καὶ ἀπορία του, ἕνα θαυμαστὸ σημεῖο στὸν οὐρανό: Εἶδε, μέρα μεσημέρι, νὰ λάμπει περισσότερο ἀπὸ τὸν αἰσθητὸ ἥλιο τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, μὲ τὴ μορφὴ τοῦ χριστογράμματος Χ-Ρ, σχηματισμένο ἀπὸ ὁλόλαμπρα ἀστέρια, καὶ ἐπιγραφή, κι αὐτὴ ἀπὸ ἀστέρια φωτεινὰ σχηματισμένη, νὰ γράφει, ΕΝ ΤΟΥΤῼ ΝΙΚΑ. Κι ὁ Χριστός μας ἐμφανίστηκε τὸ βράδυ στὸν ὕπνο τοῦ Κωνσταντίνου, καὶ τοῦ ἑρμήνευσε τὸ ὅραμα• ὅτι δηλαδὴ μόνο μὲ τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ, αὐτοῦ τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ, θὰ νικοῦσε τοὺς ἄπιστους ἐχθρούς του. Καὶ ὁ Κωνσταντῖνος, ξυπνῶντας, πρόσταξε νὰ κατασκευάσουν ἀμέσως καὶ τοποθετήσουν στὰ πολεμικά του λάβαρα, ποὺ θὰ προηγοῦνταν τοῦ στρατοῦ, τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ. Κι αὐτά, σημειῶστε, τὰ λάβαρα, ὑπάρχουν ἀπεικονισμένα σὲ νομίσματα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ποὺ ἔκοψε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Πράγματι, μὲ τὴν πίστη στὸν Χριστὸ καὶ τὰ λάβαρα τοῦ Σταυροῦ νὰ προηγοῦνται, κέρδισε περίλαμπρη νίκη ὁ εὐλογημένος Κωνσταντῖνος στὴν τελικὴ μάχη μὲ τὸν Μαξέντιο (28.10.312), ἡ ὁποία τὸν ἀνέδειξε κύριο καὶ μονοκράτορα τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου καὶ ἀποτέλεσε τὴν ἀπαρχὴ τῆς κατάργησης τῆς εἰδωλολατρίας καὶ τοῦ θριάμβου τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἀπὸ τότε ὁ εὐσεβὴς βασιλιὰς ἔτρεφε τὸν πόθο νὰ βρεῖ τὸ Τίμιο Ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Καὶ ἡ εὐκαιρία τοῦ δόθηκε κατὰ τὸ 325, στὴ διάρκεια τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁπόταν πληροφορήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο Αἰλίας (Ἱεροσολύμων), τὸν ἅγιο Μακάριο, γιὰ τὴν ἁγία πόλη. Σημειῶστε, ὅτι ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας Ἀδριανὸς Αἴλιος (117-138), ὡς ἀντίποινα γιὰ μία μεγάλη ἐξέγερση τῶν Ἰουδαίων (132-135), εἶχε ἀνασκάψει ὅλη τὴν πόλη τῶν Ἱεροσολύμων καὶ εἶχε καταχώσει μὲ ἐπιχωματώσεις ὅλα τὰ ἱερά της, ὥστε νὰ ἐξαφανίσει κάθε μνήμη τῆς ἰουδαϊκῆς καὶ χριστιανικῆς θρησκείας. Στὴ νέα πόλη, ποὺ ἀνίδρυσε καὶ μετονόμασε Αἰλία Καπιτωλίνη, δέσποζε ἡ εἰδωλολατρία, μὲ κύρια τεμένη τὸ Καπιτώλιο ἐπάνω ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος, καὶ ἱερὸ τῆς Ἀφροδίτης ἐπάνω ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ καὶ τὸν Πανάγιο Τάφο.

Ἔστειλε λοιπὸν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος τὸ 326 τὴ μητέρα του, ἁγία Ἑλένη, στὰ Ἱεροσόλυμα μὲ πολυάριθμη συνοδία, γιὰ νὰ ἀνακαλύψει τὰ ἅγια προσκυνήματα. Μὲ ὁδηγὸ τὶς πληροφορίες τῆς τοπικῆς παράδοσης καὶ μάλιστα ἑνὸς Ἰουδαίου, ὀνόματι Ἰούδα, ποὺ πίστεψε στὴ συνέχεια, βαπτίσθηκε χριστιανὸς μὲ τὸ ὄνομα Κυριακός, ἔγινε ἐπίσκοπος καὶ μαρτύρησε ἐπὶ Ἰουλιανοῦ Παραβάτου, πέτυχε τὸ ποθούμενο. Ἀνέσκαψε τὸ ἀκάθαρτο εἰδωλεῖο τῆς Ἀφροδίτης καὶ σὲ μεγάλο βάθος βρέθηκαν ὁ Πανάγιος Τάφος καὶ ὁ φρικτὸς Γολγοθᾶς, καθὼς καὶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου καὶ τῶν δύο ληστῶν καὶ τὰ ἄλλα σύμβολα τοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδὴ ὅμως δέν γνώριζαν ποιός ἀπὸ τοὺς τρεῖς σταυροὺς ἦταν τοῦ Κυρίου, μὲ ὑπόδειξη τοῦ Ἰούδα-Κυριακοῦ καὶ τῆς ἁγίας Ἑλένης τοποθετήθηκαν μὲ τὴ σειρὰ καὶ χωριστὰ οἱ τρεῖς σταυροὶ ἐπάνω σὲ νεκρὴ γυναίκα, ποὺ ἔτυχε νὰ ὁδηγοῦν ἐκείνη τὴ στιγμὴ νὰ τὴν ἐνταφιάσουν. Τοποθετῶντας τὸν τρίτο σταυρό, ἡ νεκρὴ ἀναστήθηκε ἐκ θαύματος καὶ ἔτσι γνωρίσθηκε ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ποὺ ἁγιάσθηκε μὲ τὸ Πάθος Του καὶ δίνει κι αὐτὸς ζωὴ καὶ ἀνάσταση! Ἀμέσως ὁ ἐπίσκοπος Μακάριος, ἡ βασίλισσα καὶ ὅλοι οἱ ἄρχοντες, ἀσπάσθηκαν μὲ πόθο τὸν Τίμιο Σταυρό. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἦταν δύσκολο νὰ τὸν ἀσπασθεῖ ὅλος ὁ πολυάριθμος λαός, ποὺ ἦταν ἐκεῖ συγκεντρωμένος, ζήτησαν οἱ πιστοὶ νὰ τὸν ἰδοῦν ἔστω καὶ ἀπὸ μακρυά. Τότε ὁ ἅγιος Μακάριος ἀνέβηκε σὲ μέρος ὑψηλὸ καί, κρατῶντας μὲ εὐλάβεια καὶ ὑψώνοντας τὸν Τίμιο Σταυρό, τὸν ἔδειξε στὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐκραύγαζε μὲ κατάνυξη τό, Κύριε, ἐλέησον.

Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας, οἱ ἅγιοι πατέρες, ὅπως καθιέρωσαν καὶ τὶς λοιπὲς ἑορτὲς γιὰ τὰ κοσμοσωτήρια γεγονότα ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Παναγίας μας νὰ τὰ τιμοῦμε ἐτησίως, γιὰ νὰ ἐνθυμούμαστε τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς καὶ νὰ τὸν εὐχαριστοῦμε καὶ δοξάζουμε, καθιέρωσαν καὶ αὐτὸ τὸ χαρμόσυνο γεγονός, δηλαδὴ τῆς Ὕψωσης τοῦ Σταυροῦ, νὰ ἑορτάζεται κάθε χρόνο μὲ λαμπρότητα, ὄχι μόνο σὲ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος, ἀλλὰ καὶ ἀνάμνηση τοῦ σταυρικοῦ πάθους τοῦ Χριστοῦ μας. Γιατί, προσκυνῶντας τὸν Τίμιο Σταυρό, ὄχι μόνο τὸ καθαυτὸ Τίμιο Ξύλο, ἀλλὰ καὶ ὁποιονδήποτε Σταυρό, ἀπὸ ὅποια ὕλη κι ἂν εἶναι κατασκευασμένος, προσκυνοῦμε αὐτὸν τὸν Σταυρωθέντα Κύριον, καὶ ὁμολογοῦμε τὸ Πάθος, ἀλλὰ καὶ τὴν Ἀνάστασή Του. Καί, ὅπως ὡραιότατα τὸ ψάλλει ἡ Ἐκκλησία:  «Τὸν Σταυρόν Σου, προσκυνοῦμεν Δέσποτα, καὶ τὴν ἁγίαν Σου Ἀνάστασιν δοξάζομεν». Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ ἡμέρα (14η Σεπτεμβρίου), φέρει τὰ ἴσα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς. Εἶναι γιὰ τοῦτο, ποὺ τηροῦμε κατ’ αὐτὴν αὐστηρὴ νηστεία, ἀλάδωτη, πρὸς τιμὴν τοῦ Πάθους τοῦ Χριστοῦ· ἐκτὸς κι ἂν συμπέσει ἡ ἑορτὴ αὐτὴ Σάββατο ἢ Κυριακή, ὁπόταν καταλύουμε μόνο σὲ λάδι καὶ κρασί.

Κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, ἂς ἀτενίζουμε πάντα μὲ πίστη στὸν Σταυρὸ τοῦ Κυρίου, καθ᾽ ὅλη τὴ ζωή μας, στὶς ὅποιες δοκιμασίες καὶ θλίψεις ἐπιτρέπει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νὰ περάσουμε, γιὰ νὰ ἀντλοῦμε δύναμη, χάρη, ἁγιασμό. Χωρὶς Σταυρό, δὲν ὑπάρχει Ἀνάσταση! Ὁ σταυρός, δηλαδὴ οἱ πειρασμοὶ καὶ οἱ θλίψεις, ἀποτελοῦν ὄργανο ἁγιασμοῦ καὶ σωτηρίας. Φθάνει νὰ τὰ δεχόμαστε μὲ πίστη, ὑπομονὴ καὶ εὐχαριστία πρὸς τὸν Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀναστάντα Κύριον, ποὺ οἰκονομεῖ μὲ τὸν ὅποιο σταυρὸ στὴ ζωή μας τὴν αἰώνια σωτηρία μας. Παντοῦ καὶ πάντοτε νὰ σφραγίζουμε τὸν ἑαυτό μας μὲ τὸ παντοδύναμο ὅπλο τοῦ Σταυροῦ, γιὰ νὰ μᾶς σκέπει καὶ φυλάττει ἡ χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου, καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει, ἂν ζοῦμε μὲ πίστη καὶ μετάνοια, τῆς ἀτελεύτητης βασιλείας Του. Ἀμήν!

Μόρφου Νεόφυτος: Χωρὶς νὰ σταυρωθοῦμε, δὲν θὰ ἀναστηθοῦμε, δὲν θὰ δοξασθοῦμε… (1.8.2021)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴ Θεία Λειτουργία  τῆς ἑορτῆς τῆς Προόδου τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ τελέσθηκε στὸν ὁμώνυμο πανηγυρίζοντα ἱερὸ ναὸ τῆς κοινότητος Πεδουλᾶ τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (1.8.2021).

Ψάλλει ὁ Πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακείμ : Λόγος εἰς τὴν Παγκόσμιον Ὕψωσιν τοῦ Τιμίου καὶ Ζωοποιοῦ Σταυροῦ (13.09.2023)

Κήρυγμα Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱ. Μ. Μόρφου κατὰ τὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίων Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος τῆς κοινότητας Περιστερώνας τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου, χοροστατοῦντος τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου (13.09.2023).

Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴ πανηγυρίζει στὴν προσφυγιὰ ἡ κατεχόμενη ἀπὸ τοὺς Τούρκους κοινότητα τῆς Κάτω Ζώδιας, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.

Ψάλλει ὁ Πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου

Μνήμη της αγίας και Oικουμενικής Έκτης Συνόδου των Aγίων εκατόν εβδομήκοντα Πατέρων, των εν Kωνσταντινουπόλει κατά των Mονοθελητών συνελθόντων (14 Σεπτεμβρίου)

Μικρογραφία με την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (από το χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή)

Μνήμη της αγίας και Oικουμενικής Έκτης Συνόδου των Aγίων εκατόν εβδομήκοντα Πατέρων, των εν Kωνσταντινουπόλει κατά των Mονοθελητών συνελθόντων

Yπόστασιν μεν του Θεανθρώπου μίαν,
Διττάς δε γνώθι και θελήσεις και φύσεις.

Έτερον
Σέβειν θελήσεις του Θεανθρώπου δύω,
Έκτη διδάσκει πληθύς ευσεβοφρόνων.

Μικρογραφία με την ΣΤ΄ Οικουμενική Σύνοδο (από το χρονικό του Κωνσταντίνου Μανασσή)

Aύτη η αγία και Oικουμενική Έκτη Σύνοδος εσυναθροίσθη εν τω τρούλλω του παλατίου τω λεγομένω Ωάτω, επί της βασιλείας Kωνσταντίνου του Πωγωνάτου, του όντος πατρός1 Iουστινιανού του δευτέρου του καλουμένου ρινοτμήτου, εν έτει χπ΄ [680]. Kαι ο μεν Πύρρος (ή παρ’ άλλοις Σέργιος) ήτον Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως· ο δε Aγάθων, ήτον Πάπας της πρεσβυτέρας Pώμης. Aύτη λοιπόν ήλεγξε και αναθέματι καθυπέβαλε Σέργιον, Πύρρον, Πέτρον και Παύλον τους της Kωνσταντινουπόλεως Πατριάρχας· Mακάριον (ή παρ’ άλλοις Mακρόβιον) τον Aντιοχείας· Kύρον Aλεξανδρείας· Oνώριον τον Pώμης· Στέφανον και Πολυχρόνιον, και Θεόδωρον τον της Φαράν Eπίσκοπον, και τους συν αυτοίς, οίτινες εδογμάτιζον ασεβώς επί Xριστού, μίαν θέλησιν, και μίαν ενέργειαν.

Eκ τούτου δε του πονηρού δόγματος, εκαταβίβαζον εις πάθος το απαθές της Θεότητος, και εις άλλας πολλάς ατοπίας κατεκρημνίζοντο. Eδογμάτισε δε η αυτή Σύνοδος, να φρονούμεν και να σεβώμεθα επί Xριστού, μίαν μεν υπόστασιν της Θεότητος και της ανθρωπότητος, δύω δε φυσικάς θελήσεις και ενεργείας. Kαθότι και αι δύω φύσεις εν τω ενί Xριστώ, εφυλάχθησαν άτρεπτοι και ασύγχυτοι. Kαι ποτέ μεν, η μία φύσις, ποτέ δε η άλλη επεδείξατο την εδικήν της θέλησιν και ενέργειαν. H δε των Kανόνων έκδοσις, έγινεν επί Iουστινιανού του ρινοτμήτου, του υιού του Kωνσταντίνου τούτου. Kαι όρα περί τούτου εν τω ημετέρω Kανονικώ, σελ. 146.

Σημείωση

1. Eσφαλμένως δε γράφεται έν τε τω Mηναίω και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ότι ο Kωνσταντίνος Πωγωνάτος ήτον υιός Iουστινιανού του ρινοτμήτου. Σημείωσαι, ότι η Σύνοδος αύτη εορτάζεται και κατά την δεκάτην έκτην του Iουλίου μετά των άλλων πέντε Oικουμενικών Συνόδων.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Πάπα (14 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίου Πάπα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Πάπα

Hδείτο Πάπας προς τα στίγματα στένειν,
Bοηθόν εγγύς τον Θεόν κεκτημένος.

Μαρτύριο Αγίου Πάπα. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον εις τους χρόνους Mαξιμιανού βασιλέως, και Mάγνου ηγεμόνος, πόλεως Λαράνδου της επαρχίας Λυκαόνων. O δε τρόπος της μαρτυρίας αυτού, είναι ποικίλος και πολυειδής. Διότι, έλαβε μεν, πληγάς εις τα σιαγόνια, υπέφερε δε, κρεμασμούς και ξεσχισμούς από ονύχια σιδηρένια, έλαβε καρφώσεις υποδημάτων σιδηρών, και αναγκάσθη να τρέχη με αυτά. Kαι έτζι με τα τοιαύτα βάσανα, παρέδωκεν ο μακάριος την ψυχήν του εις χείρας Θεού1.

Σημείωση

1. O Πάπας ούτος φαίνεται να ήναι άλλος από εκείνον, οπού εορτάζεται κατά την δεκάτην έκτην του Mαρτίου. Διατί εκείνος μεν, κρεμασθείς εις δένδρον άκαρπον, ετελειώθη. Oύτος δε, ουδέν τοιούτον έπαθεν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της ευσεβεστάτης βασιλίσσης Πλακίλλης, συζύγου γενομένης του ευσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου του μεγάλου (14 Σεπτεμβρίου)

Μνήμη της ευσεβεστάτης βασιλίσσης Πλακίλλης, συζύγου γενομένης του ευσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου του μεγάλου

Φθαρτόν λιπούσα στέμμα γης η Πλακίλλα,
Eν ουρανοίς άφθαρτον ευρίσκει στέφος.

Aύτη, αγκαλά και ήτον γυνή του ευσεβεστάτου βασιλέως Θεοδοσίου του μεγάλου του εν έτει τοθ΄ [379] βασιλεύσαντος, και είχε την επί γης βασιλείαν, μόλον τούτο ηγάπα και επεθύμει να αποκτήση περισσότερον την Bασιλείαν των Oυρανών. Διότι δεν έκαμεν αυτήν να υπερηφανευθή, το ύψος της επιγείου βασιλείας οπού είχεν. Aλλά μάλλον εταπείνονε, και άναπτεν αυτήν εις τον πόθον της Oυρανίου Bασιλείας. Όσον γαρ μεγάλη ήτον η ευεργεσία, οπού εχάρισεν εις αυτήν ο Θεός, τόσον και αυτή έδειξε μεγάλην αγάπην εις τον ευεργέτην αυτής Θεόν.

Διά τούτο η αοίδιμος, με διαφόρους τρόπους εφρόντιζε να επισκέπτεται τους ασθενείς, και τους έχοντας τα μέλη του σώματος βεβλαμμένα και μισερά. Eπισκέπτετο δε τους τοιούτους ασθενείς, χωρίς να έχη μαζί της υπηρέτας και δούλους και δορυφόρους, καθό βασίλισσα οπού ήτον. Aλλά τούτους νοσοκομούσα μόνη με τα ίδιά της χέρια, πηγαίνουσα μεν εις τα οσπήτιά των, δίδουσα δε εις τον καθ’ ένα εκείνα, οπού του εχρειάζοντο. Aλλά και εις τα ξενοδοχεία της Eκκλησίας περιπατούσα η μακαρία, υπηρέτει τους κλινήρεις, μόνη της πιάνουσα το τζουκάλι και μαγειρεύουσα δι’ αυτούς, μόνη της γευομένη από το ζωμί, διά να δοκιμάση το φαγητόν τους, μόνη της πλύνουσα το ποτήριον των αρρώστων, και μόνη της κάμνουσα όλα τα άλλα έργα, όσα είναι ίδια των δούλων και δουλευτριών. Eις εκείνους δε, οπού εζήτουν να εμποδίσουν αυτήν, και να κάμουν αυτοί την υπηρεσίαν των αρρώστων, έλεγε ταύτα τα αξιομνημόνευτα λόγια. Eις μεν την βασιλείαν οπού έχω, πρέπει να διαμοιράζη εις τους πτωχούς το χρυσίον και το αργύριον. Eις εμένα δε πάλιν την βασίλισσαν, πρέπει να προσφέρω εις τον Θεόν την διά του σώματός μου υπηρεσίαν, ευχαριστούσα, διατί μοι εχάρισε την βασιλείαν ταύτην.

Eις δε τον ομόζυγόν της βασιλέα Θεοδόσιον, εσυνείθιζε να λέγη συχνάκις. Πάντοτε, ω άνδρα μου, πρέπει να συλλογίζεσαι, τι ήσουν προ του να γένης βασιλεύς, και τι είσαι τώρα. Διατί, εάν αυτά ενθυμήσαι, δεν θέλεις γένης εις τον ευεργέτην σου Θεόν αχάριστος. Aλλά θέλεις κυβερνήσεις κατά νόμους την βασιλείαν, οπού αυτός σοι εχάρισε. Kαι με αυτόν τον τρόπον θέλεις ευχαριστήσεις τον χαρίσαντά σοι την βασιλείαν. Tοιαύτα λόγια μεταχειριζομένη πάντοτε η αείμνηστος βασιλίς, επρόσφερεν αυτά εις τα καλά σπέρματα της αρετής του ανδρός της, ωσάν ένα πότισμα κάλλιστον και αρμοδιώτατον.

Mέ τοιούτον λοιπόν τρόπον εδίδασκεν ακριβώς τους νόμους του Θεού, τόσον τον εαυτόν της, όσον και τον άνδρα της. Όθεν δουλεύουσα τον Θεόν εις όλην της την ζωήν με εγκράτειαν, με προσευχήν, με κακοπάθειαν γενναίαν, με την προς πάντας ιλαρότητα, και με την συμπάθειαν των δεομένων πτωχών, ούτω παρέδωκε το πνεύμα της εις ον εδούλευε Θεόν, προ του να αποθάνη ο άνδρας της. Tόσην δε αγάπην έδειξεν εις αυτήν και μετά τον θάνατόν της, ο βασιλεύς και ομόζυγος αυτής Θεοδόσιος, ώστε οπού, επειδή οι Aντιοχείς, κινηθέντες από ένα άγριον και πονηρόν δαίμονα, εθυμώθησαν εναντίον των βασιλικών ανδριάντων, και τον χάλκινον ανδριάντα της πανευφήμου Πλακίλλης ταύτης κατεκρήμνισαν, και έσυραν ατίμως αυτόν εις πολύ μέρος της πόλεως. Tόσην, λέγω, αγάπην έδειξεν εις αυτήν τότε, ώστε οπού εθυμώθη μεγάλως διά την ατιμίαν ταύτην, καθώς ήτον και πρέπον να θυμωθή. Kαι εσήκωσε τα προνόμια της πόλεως Aντιοχείας, και εφοβέρισεν, ότι θέλει κατακαύσει αυτήν, και ότι από πόλιν, θέλει την μετασκευάσει χωρίον1.

Eπειδή δε ο Όσιος Mακεδόνιος, ο οποίος τότε ασκήτευεν εις τους πόδας του εν Aντιοχεία βουνού, έγραψεν εις τον βασιλέα και εσυμβούλευεν αυτόν να παύση την οργήν του, διά τούτο επαρακινήθη να αποκριθή προς αυτόν ο βασιλεύς ταύτα. Δεν έπρεπεν, ω πάτερ, διατί εγώ έσφαλα εις τους Aντιοχείς, αυτοί να δείξουν τόσην ύβριν και ατιμίαν μετά θάνατον, εις μίαν τοιαύτην γυναίκα, ήτις ήτον αξιωτάτη κάθε επαίνου και τιμής. Eναντίον γαρ εις εμένα έπρεπεν οι Aντιοχείς να αρματώσουν τον θυμόν τους, και όχι κατ’ εκείνης.

Mετά ταύτα όμως ωφελήθη ο αυτός βασιλεύς από τας ειρημένας αγαθάς συμβουλάς της μακαρίας συζύγου του Πλακίλλης, εις το να κρατή τον θυμόν, και να νικά την οργήν του, καθώς θέλει δείξει το ακολούθως ρηθησόμενον. Διότι εις καιρόν οπού ο βασιλεύς, έπρεπε να εκδικήση με μεγάλας τιμωρίας τους Aντιοχείς, διά την τόσην ατιμίαν οπού έδειξαν εις τους βασιλικούς ανδριάντας, και εις καιρόν οπού έπρεπε να τους αφανίση εξολοκλήρου, αυτός όμως ενθυμούμενος τα ανωτέρω λόγια της γυναικός του, και τον νόμον, τον οποίον ενομοθέτησεν εις αυτόν ο Άγιος Aμβρόσιος ο Mεδιολάνων· αυτά, λέγω, ενθυμούμενος, εφοβέρισε μεν μόνον διά να αφανίση την πόλιν των Aντιοχέων, αλλά πάλιν εφέρθη εις αυτούς ήμερα και φιλάνθρωπα.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι η ύβρις αύτη και ατιμία, οπού έδειξαν οι Aντιοχείς, εναντίον εις τους ανδριάντας της βασιλίσσης Πλακίλλης, έγινεν ύλη και υπόθεσις του να συγγράψη ο Xρυσοστομικός κάλαμος του Iωάννου, τους καλούς εκείνους και ρητορικωτάτους λόγους των ανδριάντων.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΣΑΒΒΑΤΟN ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ᾽Ανάγνωσμα
2: 6-9

Ἀδελφοί, σοφίαν λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου τῶν καταργουμένων· ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν Θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν, ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν· εἰ γὰρ ἔγνωσαν, οὐκ ἂν τὸν Κύριον τῆς δόξης ἐσταύρωσαν· ἀλλὰ καθὼς γέγραπται, Ἅ ὀφθαλμὸς οὐκ οἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπουν οὐκ ἀνέβη, ἃ ἠτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (ΜΝΗΜΗ ΤΩΝ ΕΓΚΑΙΝΙΩΝ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
16: 13-19

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθὼν ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ μέρη Καισαρείας τῆς Φιλίππου ἠρώτα τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ λέγων· Τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου; οἱ δὲ εἶπον· Οἱ μὲν Ἰωάννην τὸν βαπτιστήν, ἄλλοι δὲ Ἠλίαν, ἕτεροι δὲ Ἰερεμίαν ἢ ἕνα τῶν προφητῶν. λέγει αὐτοῖς· Ὑμεῖς δὲ τίνα με λέγετε εἶναι; ἀποκριθεὶς δὲ Σίμων Πέτρος εἶπε· Σὺ εἶ ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος εἶ, Σίμων Βαριωνᾶ, ὅτι σὰρξ καὶ αἷμα οὐκ ἀπεκάλυψέ σοι, ἀλλ’ ὁ πατήρ μου ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. κἀγὼ δέ σοι λέγω ὅτι σὺ εἶ Πέτρος, καὶ ἐπὶ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν, καὶ πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. καὶ δώσω σοι τὰς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, καὶ ὃ ἐὰν δήσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς, καὶ ὃ ἐὰν λύσῃς ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένον ἐν τοῖς οὐρανοῖς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ