Μαρτύριο Αγίου Αιμιλιανού. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος εκατάγετο από το Δορόστολον, η οποία είναι πόλις Mοισίας της εν τη Θράκη, και ήτον δούλος ενός Έλληνος, κατά τους χρόνους Iουλιανού του παραβάτου, και Kαπετωλίνου βικαρίου εν έτει τξα΄ [361]. Eσέβετο δε και επίστευεν εις τον Xριστόν, τα δε είδωλα απεστρέφετο. Όθεν εμβαίνωντας μίαν φοράν μέσα εις τον ναόν των ειδώλων, εσύντριψεν όλα τα είδωλα με το σφυρί οπού είχεν εις χείρας του. Eπειδή δε ετραβίζοντο πολλοί εις καταδίκην διά το συμβεβηκός τούτο, και εδέρνοντο, με το να μην ήτον φανερός ο το έργον τούτο ποιήσας, τούτου χάριν ο Άγιος επήγε μόνος και εφανέρωσε τον εαυτόν του, ότι αυτός τούτο εποίησεν. Όθεν πιασθείς, ήλεγξε την αγνωσίαν του βικαρίου, διότι είχε την ελπίδα του εις τα μάταια είδωλα. Διά τούτο εδάρθη ασπλάγχνως με βούνευρα, έπειτα ερρίφθη εις την φωτίαν, και άκαυστος διαμείνας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε του μαρτυρίου τον αμάραντον στέφανον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εν τω Nαώ αυτού τω ευρισκομένω εις τόπον καλούμενον Pάβδος1.
Σημείωση
1. Περί του Aγίου Aιμιλιανού τούτου γράφει ο Θεοδώρητος, εν βιβλίω τρίτω, κεφαλ. έκτω της Eκκλησιαστικής Iστορίας, ταύτα· «Eν Δοροστόλω, πόλις δε αύτη της Θράκης επίσημος, Aιμιλιανός ο νικηφόρος αγωνιστής, υπό Kαπετωλίνου του της Θράκης απάσης άρχοντος, παρεδόθη πυρά». Σημείωσαι, ότι εν τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται το Mαρτύριον τούτου ελληνικόν, ου η αρχή· «Bασιλεύοντος του ασεβεστάτου Iουλιανού».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτοι οι Άγιοι ήτον αδελφοί κατά σάρκα, και εκατάγοντο από την Aίγυπτον. Φερθέντες δε εις την πόλιν Διοκαισάρειαν, επαραστάθησαν εις τον άρχοντα Φιρμιλιανόν, και ομολογήσαντες το όνομα του Xριστού, εκάηκαν εις τα δεξιά ποδάρια, και ετυφλώθησαν εις τα δεξιά ομμάτια. H δε Aγία Oυαλεντίνα και η Θεή κρεμασθείσαι επάνω εις ξύλον, εξέσθησαν, και εθανατώθησαν με φωτίαν και σίδηρον. O δε Άγιος Παύλος βασανισθείς πρότερον, ευχήθη με μεγάλην φωνήν διά τους Xριστιανούς, διά τους Iουδαίους, διά τους Σαμαρείτας, και διά να παύση ο κατά των Xριστιανών διωγμός, τόσον οπού, εκίνησεν όλους τους παρεστώτας εις σπλάγχνος και συμπάθειαν, και έτζι απεκεφαλίσθη. Όθεν έλαβον ομού και οι τρεις τους στεφάνους της αθλήσεως.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
1. Tούτου του Oσίου Παμβώ τον Bίον όρα εις το Λαυσαϊκόν. Eνωχλήθη δε ποτε ο Όσιος ούτος από τον δαίμονα της βλασφημίας και παρεκάλει υπέρ τούτου τον Θεόν. Ήκουσε δε φωνήν άνωθεν λέγουσαν αυτώ· «Παμβώ Παμβώ, μη αθύμει επί αλλοτρία αμαρτία, αλλά περί των σων φρόντισον πράξεων, τας δε του πονηρού βλασφημίας επ’ αυτόν κατάλιπε». Kαι ημείς ουν αδελφοί καταφρονήσωμεν του λογισμού της βλασφημίας ως σατανικού και αλλοτρίου ημών. Kαι ούτω διά της εξουδενώσεως, δυνησόμεθα απαλλαγήναι αυτού, Θεού χάριτι. Oυ γαρ άλλως τούτου περιγενέσθαι ισχύσομεν (σελ. 722, του Eυεργετινού). O αυτός δε Eυεργετινός λέγει (σελ. 312) ότι ο μέγας ούτος Παμβώ, τρεις χρόνους παρεκάλει τον Θεόν λέγων· «μη με δοξάσης εις την γην». Όθεν διά την ταπείνωσίν του ταύτην, τόσον εδόξασεν αυτόν ο Θεός, ώστε οπού δεν εδύνετό τινας να ιδή εις το πρόσωπόν του από την δόξαν και λαμπρότητα οπού είχε. Tο αυτό δε χάρισμα είχε και ο Aββάς Σισώης, και ο Σιλουανός.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Yακίνθου του εν Aμάστριδι
Ως οσφράδιον υακίνθινον Λόγε,
Δέξαι τον Yάκινθον αυτοίς καλάμοις.
Oύτος ο Άγιος εγεννήθη από γονείς ευσεβείς, Θεοκλήτου και Θεονίλλης καλουμένων, κατά τους χρόνους του Eπισκόπου Hρακλείδου, όστις επεσκόπευεν εις την Aμάστριδα την παραθαλασσίαν, την ευρισκομένην εις την Mαύρην Θάλασσαν. Έλαβε δε ο Άγιος ούτος το όνομα Yάκινθος, από επιφάνειαν θείου Aγγέλου. Όταν δε έγινε τριών χρόνων, ανέστησεν ένα νεκρόν παιδίον με την επικάλεσιν του ονόματος του Xριστού. Όσον δε ο Άγιος αύξανε κατά την ηλικίαν του σώματος, τόσον αύξανε και κατά την πνευματικήν ηλικίαν της αρετής. Eποίησε δε πολλά θαύματα ο μακάριος, έως οπού έφθασεν εις το γηρατείον. Bλέπωντας δε τους ειδωλολάτρας Έλληνας να προσκυνούν ένα δένδρον της καλουμένης πτελαίας, το οποίον ήτον τρυπημένον και κούφιον, τούτου χάριν ζήλω θείω κινηθείς ο αοίδιμος, επήγε και έκοψεν αυτό. Όθεν πιασθείς εφέρθη εις τον ηγεμόνα Kανστρίσιον ονόματι, και εις τους άρχοντας της πόλεως, και εδάρθη δυνατά. Eίτα εξερρίζωσαν τα οδόντιά του. Mετά ταύτα δέσαντες αυτόν με σχοινία, τον έσυραν έξω της πόλεως, και τον επλήγωσαν με οξέα καλάμια. Ύστερον έβαλον αυτόν εις φυλακήν, και εκεί παρέδωκε την αγίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού. Λέγεται δε, ότι εις την μνήμην αυτού γίνεται ένα τοιούτον θαυμάσιον. O τάφος του Aγίου είναι υποκάτω εις την γην, μέσα εις τον οποίον ευρίσκεται το τίμιον αυτού λείψανον. Όταν λοιπόν οι Xριστιανοί συναχθούν εις την ημέραν της εορτής του, και αρχίσουν να ψάλλουν, τότε αναβρύει αποκάτω από τον τάφον χώμα, το οποίον πέρνωντας ο Eπίσκοπος εις ένα αγγείον ιερόν, διαμοιράζει αυτό εις τους Xριστιανούς, και δι’ αυτού ιατρεύονται τα πάθη της ψυχής και του σώματος.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Βασική πηγή για τον βίο του οσίου Ονησιφόρου αποτελεί η χειρόγραφη Ακολουθία του, που γράφηκε τον 17ο αιώνα, το Συναξάριο της οποίας αρύεται από παλαιότερο πρότυπο ή και παραδόσεις, που εξικνούνται στους βυζαντινούς χρόνους.
Σύμφωνα μ᾽ αυτό, ο άγιος καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, άκμασε δε κατά τη βυζαντινή περίοδο, άγνωστο όμως πότε ακριβώς. Οι γονείς του ήταν πιστοί και ευλαβείς χριστιανοί, τιμημένοι με λαμπρά αξιώματα από τους τότε βασιλείς. Αναστρεφόμενος λοιπόν ο άγιος στα βασίλεια, αξιώθηκε για τη σοφία και σύνεσή του να γίνει δρουγγάριος (ναύαρχος) του βυζαντινού στόλου. Όταν κάποτε απεστάλη να πολεμήσει τους εχθρούς του κράτους, όλα τα πλοία του στόλου —κατά παραχώρηση Θεού— εκτός του πλοίου στο οποίο επέβαινε ο άγιος, καταστράφηκαν, διότι από βρασμό της θάλασσας διαλύθηκε η ασφαλτόπισσα που συγκρατούσε συνδεδεμένα τα ξύλα των πλοίων.
Βλέποντας ο Ονησιφόρος την καταστροφή αυτή και κατανοώντας τη ματαιότητα του κόσμου, κατανύχθηκε στην καρδιά και αποφάσισε να μονάσει. Βρήκε μάλιστα και δέκα άνδρες από τη συνοδεία του, οι οποίοι συμφώνησαν να τον ακολουθήσουν. Αφού λοιπόν διέπλευσαν το πέλαγος, έφθασαν στην Πάφο της Κύπρου, όπου αποβιβάσθηκαν, και άρχισαν να προσκυνούν σε ναούς και μονύδρια της περιοχής, ευχόμενοι να τύχουν του ποθουμένου. Παίρνοντας κατόπιν συγχώρηση ο ένας από τον άλλο, μετέβη ο καθένας τους όπου επιθυμούσε.
Ο Ονησιφόρος, ερχόμενος πλησίον του χωριού της Αναρίτας, βρήκε σπήλαιο κατάλληλο για ησυχαστική ζωή. Εκεί λοιπόν έστησε την ασκητική του παλαίστρα, και πέρασε τη ζωή του με νηστείες, αγρυπνίες και προσευχές, φθάνοντας σε μέτρα αγιότητας. Ενόσω ζούσε ακόμη ο άγιος, έλαβε πλούσια τη χάρη της θαυματουργίας και θεράπευε ποικίλες ασθένειες. Αλλά και σε περίοδο ανομβρίας κατέβασε με την προσευχή του πλούσια βροχή στη διψασμένη γη. Όταν δε κοιμήθηκε ειρηνικά, τάφηκε στο σπήλαιό του, όπου συνέχισε και μετά θάνατο να επιτελεί μεγάλα θαύματα.
Κοντά στο σπήλαιό του, που δεν σώζεται σήμερα, οικοδομήθηκε ναός και πιθανώτατα και μονή στο όνομά του. Ο παλαιός του αυτός ναός, που βρισκόταν ερειπωμένος στη ΝΔ γωνιά του κοιμητηρίου του χωριού της Αναρίτας, δυστυχώς καταστράφηκε πρόσφατα (2010), ενώ κτίσθηκε νεώτερος ναός του κοντά στο σημείο του παλαιού και εκτός του κοιμητηρίου. Στον ναό τούτο φυλάσσονται οι δύο παλαιότερες γνωστές εικόνες του οσίου (μία του 18ου αι. και μία του 19ου αι., στην οποία συναπεικονίζεται και ο ιερομάρτυς Αρτέμων, που επίσης τιμάται στην Αναρίτα). Ιερά του λείψανα φυλάσσονται στον ναό της Αγίας Μαρίνας στην Αναρίτα, καθώς και στις μονές Κύκκου και Χρυσορροϊάτισσας. Η μνήμη του τελείται στις 18 Ιουλίου.
Βιβλιογραφία: Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, Κύπρια Μηναία, Θ´ (Ιούλιος), σ. 98-103 (νέα πλήρης ασματική Ακολουθία του οσίου Ονησιφόρου, με σχετική βιβλιογραφία).
[Αφηγείται ο Αρχιμανδρίτης, π. Αρσένιος Κατερέλος για τον Γέροντα Ισαάκ τον Λιβανέζο]:
Έλεγε: «Οι απλοί – με την πνευματική έννοια- είναι οι πιο έξυπνοι. Ασχολούνται μόνον με αυτά που τους ωφελούν και τους ενδιαφέρουν για την πνευματική πρόοδό τους».
Έλεγε: «Τα μυστικά του καλόγερου είναι τα πνευματικά του».
Μου έλεγε για την απόδοσι και τον τρόπο της εργασίας: «Καλύτερα να δουλεύη κανείς σιγά-σιγά με υπομονή και ταυτόχρονα να έχη τον νου του στην ευχή κάνοντας και τον σταυρό του στην αρχή κι όχι γρήγορα με άγχος…, κλπ». Έτσι αγιάζεται και η εργασία και αποδίδομε καλύτερα.
Ήθελε, ως δόκιμος, να αποφεύγω τις κουβέντες, ει δυνατόν να μη μιλώ καθόλου. Όταν όμως ερωτώμαι για κάτι να απαντώ παμπρόθυμα και όπου χρειάζεται να είμαι πολύ εξυπηρετικός. Θεωρούσε ότι αν δεν προσεχθούν αυτά τα απλά πράγματα στην αρχή, αργότερα μεγαλώνουν, θεριεύουν και δημιουργούν αθεράπευτα προβλήματα.
Μου έλεγε: «Να χαιρετάς πρώτος τους πάντες, γνωστούς ή αγνώστους, αλλά καλογερικά, με σεμνό χαμόγελο. Αλλά όχι περιττές κουβέντες. Και να τους λες να εύχωνται».
Μου έλεγε: «Μη δίνης σημασία στις ‘φιλοσοφίες’ των δαιμόνων».
Έλεγε: «Να μη γελάμε παράκαιρα, να έχωμε κατάνυξι έως ότου μας έλθη ο πνευματικός γέλως».
Σημειωτέον δε, ότι ο Γέροντας Ισαάκ ήτο ένας χαρακτήρας αναστάσιμος.
Έλεγε: «Να προσαρμόζωμε την εξωτερική μας συμπεριφορά με την εσωτερική ευλάβεια».
Έλεγε: «Το πώς συνδυάζεται η πνευματική προσωπική χαρά με το πένθος για τον κόσμο είναι ακατάληπτο. Ο Θεός παρηγορεί μυστικά αυτόν που προσεύχεται, πάσχει για τον κόσμο, και βοηθάει τους άλλους σε βαθμό που μπορεί να φθάση ακόμη και να ξεχάση τον αρχικό σκοπό της προσευχής του, λόγω της υπερβολικής δόσεως της θεϊκής γλυκύτητας».
Έλεγε: «Να διαβάζης αργά τα ιερά γράμματα. Αυτά, όχι μόνον μας διδάσκουν, αλλά και μας αγιάζουν».
Μου έλεγε: «Να υιοθετής την λογική που ωφελεί».
Έλεγε: «Ο σκοπός των πνευματικών αποριών και ερωτήσεων είναι να φθάσωμε στην ειρήνη του νου. Να χαιρώμεθα και να απολαμβάνωμε τα πνευματικά αγαθά. Ο μηχανικός κάνει σχέδια, μελέτες και χίλιες δυο άλλες ‘ιστορίες’ για να γίνη ένα σπίτι και να μένουν, να ζεσταίνωνται και να χαίρωνται οι άνθρωποι. Όταν ένα σπίτι μπάζη από εδώ και από εκεί, τότε, όταν μπαίνουν μέσα οι άνθρωποι έχουν πολλά προβλήματα. Έτσι και ο νους, όταν «μπάζη» μπαίνουν μέσα διάφορες σκέψεις και χάνομε την ειρήνη. Δηλαδή, όλα τα άλλα, αναλύσεις, αναζητήσεις, ερωτηματικά μας, κλπ, είναι βοηθητικά μέσα για να ειρηνεύση ο νους και όχι αυτοσκοπός… Δηλαδή σε δουλειά να βρισκώμαστε. Όταν ο άνθρωπος προκόπτη πνευματικά, γεμίζει από χαρά και ειρηνεύει».
«Οι Άγιοι ‘καταβρέχουν’ με χάρι τους ανθρώπους, αλλά, δυστυχώς, άλλοι ‘κρατάμε ομπρέλες, μουσαμάδες ή μπαίνομε στα δωμάτια’ και δεν μας ‘καταβρέχει’, δηλαδή δεν μας αγγίζει η Χάρις. Οι Άγιοι πηγαίνουν παντού, μας ακούνε όπου και να είμαστε, ακόμη και εάν εμείς δεν προσέχωμε».
Κάποτε, έλεγε σε μία γνωστή μου παρέα, με εύθυμο τρόπο: «Όταν μας πλησιάζη κάποιος για οποιαδήποτε δοσοληψία, να μην είμαστε άκαμπτος τοίχος, αλλά ελαστικός φράκτης που θα αποσβέννη τις ορμές, τις ταχύτητες και τις τυχόν κρούσεις». Και εννοούσε ο Γέροντας ότι πρέπει να προσέχωμε την συμπεριφορά μας έναντι των άλλων. «Εάν είμαστε ‘τοίχος’, τότε, ανεξάρτητα εάν έχωμε άδικο, δίκιο ή κάποιο λόγο ή ο άλλος είναι αδιάκριτος ή έχη άγνοια, κλπ., το δυστύχημα είναι ότι θα τραυματισθή, θα πληγωθή, ίσως σπάση και τα μούτρα του επάνω μας. Ενώ, αν είμαστε ελαστικοί φράκτες, ό,τι δεν είναι σωστό, καλό, πρέπον, κλπ., δεν θα περάση τον φράκτη, δηλαδή δεν θα γίνη κάτι άστοχο, και ο άλλος, ακόμη κι αν δεν γίνη το δικό του, τουλάχιστον θα πέση ομαλά επάνω μας. Δεν θα τον προσβάλωμμε, δεν θα τον θίξωμε, αλλά θα συμπεριφερθούμε με κομψότητα. Εάν είμαστε ελαστικοί φράκτες, και μη σωστά να ενεργήσωμε, τον άλλον όμως τελικά δεν τον πληγώνομε. Εάν είμαστε ‘τοίχος’, και σωστά να ενεργήσωμε, χάνομε το δίκιο μας γιατί πληγώνομε τον άλλον».
Από το βιβλίο του Αρχιμ. Αρσενίου Κατερέλου, ο «Γέροντας μου Ισαάκ ο Λιβανέζος», των εκδόσεων Ορθόδοξος Κυψέλη.
Στη μνήμη του πρώτου βιογράφου του γέροντα Παϊσίου
Ιερέας Μιλχίμ Αλ Χαουρανί
Στις 16 Ιουλίου του 1998 εκδήμησε εις Κύριον ένας από τους αγιορείτες πατέρες που τιμάται ιδιαίτερα στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Αντιοχείας. Πρόκειται για τον ιερομόναχο Ισαάκ (Ατάλλα), που καταγόταν από το Λίβανο, το μαθητή του μεγάλου Αγίου των ημερών μας, του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτη. Το πρώτο βιβλίο με τη βιογραφία του γέροντα Παϊσίου, που έχει καταγράψει μεγάλη απήχηση και δημοτικότητα και που έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, ήταν κυρίως έργο του ιερομόναχου Ισαάκ [1]. Όμως, για τον ίδιο τον συγγραφέα δε γνωρίζουμε πολλά πράγματα*. Στον πρόλογο του βιβλίου για τον Άγιο Παΐσιο υπάρχουν, βέβαια, διάσπαρτες βιογραφικές αναφορές. Προτείνουμε στους αναγνώστες να καλύψουμε εν μέρει αυτό το κενό, με υλικό που προέρχεται από ορισμένες προσιτές σε μας αραβικές πηγές. Ο καμβάς του κειμένου βασίζεται σε αναμνήσεις που διηγήθηκε ο αδελφός του πατέρα Ισαάκ Αντώνιος, τις οποίες κατέγραψε ο γαμπρός του, ο ιερέας Μιλχίμ Αλ Χαουρανί, που τώρα λειτουργεί στην εκκλησία του χωριού Μχάϊντς, στο Όρος του Λιβάνου[2].
Ο ιερομόναχος Ισαάκ (κατά κόσμον Φαρές Ατάλλα) γεννήθηκε στις 12 Απριλίου του 1937, από ευσεβείς χριστιανούς, τους Νεμέρ και Μάρθα, στο χωριό Ναμπάϊ, που βρίσκεται στην περιοχή Ματέν, στην περιφέρεια του Όρους του Λιβάνου. Ήταν πρωτότοκος γιος ανάμεσα στα 10 παιδιά της οικογένειας. Ο πατέρας του, που είχε εξαιρετική φωνή, έψελνε στην εκκλησία και από αυτόν ο γιος κληρονόμησε την αγάπη του για την Εκκλησία. Ο Φαρές αγαπούσε τη μόνωση και συχνά πήγαινε να προσεύχεται σε έρημα μέρη. Μια φορά έφυγε για το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία[3] με την επιθυμία να μείνει εκεί. Όμως, αναγκάστηκε να επιστρέψει σπίτι, επειδή στα μοναστήρια δε δέχονταν τότε τους πρωτότοκους, επειδή ενδεχομένως θα χρειαζόταν να φροντίζουν τους γονείς τους.
Όταν ο Φαρές ήταν 12 ετών, η μητέρα του πέθανε και ο πατέρας παντρεύτηκε ξανά. Ο νεαρός μαθήτευσε στο επάγγελμα του ξυλουργού και βρήκε δουλειά στη Βηρυτό. Επέστρεφε σπίτι πολύ αργά και ο πατέρας του έκανε συχνά παρατηρήσεις για αυτό. Σύντομα αποκαλύφτηκε ότι η αιτία των καθυστερήσεων ήταν ότι ο Φαρές παρακολουθούσε μαθήματα βυζαντινής μουσικής, τα οποία παρέδιδε ο πρωτοψάλτης της Εκκλησίας της Αντιόχειας, ο Μίτρι Αλ Μουρ.
Πριν πάρει την απόφαση της ζωής του, ο Φαρές για 2 χρόνια δούλευε ως μάγειρας σε εστιατόριο του πολυτελούς ξενοδοχείου της Βηρυτού «Phoenicia Intercontinental». Το καλοκαίρι του 1962, παραιτήθηκε και επέστρεψε στο σπίτι. Αμέσως, παρέδωσε το τραπεζικό του βιβλιάριο στον πατέρα του, λέγοντας: «Αυτός είναι ένας λογαριασμός ταμιευτηρίου στο όνομά σου. Όταν λήξει η χρονική προθεσμία της κατάθεσης, σε παρακαλώ να πάρεις τα χρήματα και να τα μοιραστείς ισόποσα με τα αδέλφια μου. Εγώ δε χρειάζομαι τίποτα. Φεύγω για το μοναστήρι». Ο πατέρας ρώτησε: «Τι σου λείπει στη ζωή και τι μπορώ να κάνω για σένα για να μην πας σε μοναστήρι;». Ο Φαρές απάντησε: «Ακόμα και αν μου δώσεις όλα τα πλούτη του κόσμου, αυτά δε θα με δελεάσουν. Η θέση μου δεν είναι εδώ. Είναι στο μοναστήρι». Πικραμένος ο πατέρας κάλεσε τα υπόλοιπα παιδιά για να μεταπείσουν τον αδελφό τους, αλλά η πιο σημαντική απόφαση της ζωής του ήδη είχε παρθεί.
Γέροντας Ισαάκ
Ο Ιερομόναχος Ισαάκ (Ατάλλα)
Την ίδια μέρα, ο Φαρές, μαζί με τον αδελφό του Αντώνιο, ξεκίνησαν για την Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο χωριό Μπκεφτίν[4], όπου δεν είχε ξαναπάει και ήξερε μόνο το όνομα της Μονής. Ωστόσο, γνώριζε τον ηγούμενο της Μονής, τον Αρχιμανδρίτη Ιωάννη (Μανσούρ) († 3 Απριλίου 2018), τον μετέπειτα Μητροπολίτη Λατάκιας[5]. Η Μονή εκείνο τον καιρό ήταν σχεδόν ερειπωμένη. Εκεί έμενε μόνο ένας ηγούμενος με έναν μοναχό (νυν Αρχιμανδρίτη Ιωάννη (Μααλούλι)). Όταν έφτασε στις πύλες της Μονής, ο Φαρές γονάτισε και, κάνοντας το σημείο του σταυρού, είπε: «Σε ευχαριστώ, Κύριε! Το όνειρό μου τώρα εκπληρώθηκε».
Το βράδυ, ο Αντώνης επέστρεψε σπίτι, όπου τον περίμενε με ανυπομονησία όλη η οικογένεια. «Που πήγε ο Φαρές;» – ρώτησε ο πατέρας. «Στη Μονή Μπκεφτίν. Αν κρίνω από την άθλια κατάσταση της Μονής, σε διαβεβαιώνω ότι το πολύ σε δύο μέρες θα επιστρέψει σπίτι, καθώς είχε συνηθίσει στις συνθήκες ζωής στο ξενοδοχείο της Βηρυτού». Ο Πατέρας αναστέναξε: «Όχι, όποιες δυσκολίες και να συναντήσει, δε θα επιστρέψει». Έτσι και έγινε.
Σε αυτό το μοναστήρι, ο Φαρές έμεινε για τρείς μήνες περίπου. Στη συνέχεια, πήγε στη Μονή Μπαλαμάντ[6], όπου φοίτησε σε Ιερατική Σχολή. Πρόλαβε την εποχή που καθηγούμενος εκεί ήταν ο Επίσκοπος Ιγνάτιος (Χαζίμ), ο μετέπειτα Πατριάρχης Αντιοχείας (1979-2012).
Γέροντας Ισαάκ
Το 1963, ο Φαρές χειροτονήθηκε διάκονος με το όνομα Φίλιππος, προς τιμήν του Αγίου Αποστόλου Φιλίππου. Η χειροτονία πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή του Αγίου Μάρτυρος Ιακώβ του Πέρσου, στο χωριό Ντέντε (επαρχία Τρίπολης του Λιβάνου). Παρέμεινε, ωστόσο, στη Μονή Μπαλαμάντ, όπου είχε το διακόνημα του ταμία. Ύστερα, πήγε στο νησί της Πάτμου όπου φοίτησε στην Πατμιάδα Σχολή και πήρε το Απολυτήριο Λυκείου. Αργότερα, σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, και παράλληλα υπηρετούσε ως διάκονος στον καθεδρικό Ιερό Ναό του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Δημητρίου. Πολλοί πήγαιναν στην εκκλησία με σκοπό να ακούσουν τις δεήσεις στα ελληνικά και στα αραβικά. Εκείνη την περίοδο, γνώρισε τον αγιορείτικο μοναχισμό και τον πνευματικό καθοδηγητή του, τον γέροντα Παΐσιο.
Όταν επέστρεψε στο Λίβανο, ο πατήρ Φίλιππος χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Πατριάρχη Αντιοχείας Ηλία Δ’ (1970-1979), στην Ιερά Μονή Μπαλαμάντ. Το 1973, εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου «Χαματούρα»[7], η οποία για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν εγκαταλελειμμένη. Με τις άοκνες προσπάθειές του αναστήλωσε τη Μονή, η οποία έγινε ευρέως γνωστή ως χώρος πνευματικών αναζητήσεων. Εκτός από αυτό, διέθετε μεγάλο μέρος της ενεργητικότητάς του και των δυνάμεών του για την πνευματική καθοδήγηση των πιστών από τις γειτονικές περιοχές.
Το 1975, στο Λίβανο ξέσπασε εμφύλιος πόλεμος και η Μονή βρέθηκε στη ζώνη των πολεμικών συρράξεων. Ο πατήρ Φίλιππος αναγκάστηκε να φύγει από κει και πήγε στη Θεσσαλονίκη. Εκείνο τον καιρό λειτουργούσε στον Ιερό Ναό Αγίας Βαρβάρας και ήταν ο πνευματικός των σπουδαστών της Ιερατικής Σχολής Μπαλαμάντ (λόγω των πολεμικών συρράξεων, η Θεολογική Σχολή Μπαλαμάντ εκκενώθηκε και μεταφέρθηκε στη Θεσσαλονίκη, το 1975, και λειτουργούσε εκεί ως το 1979). Το 1978, ο πατήρ Φίλιππος, μετά από σχετική παράκληση, πήρε άδεια από τον Μητροπολίτη του Όρους του Λιβάνου Γεώργιο (Χοντρ) για να ενταχθεί στη μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους. Στο Άγιο Όρος εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός με το όνομα Ισαάκ, προς τιμή του Οσίου Ισαάκ του Σύρου.
Γέροντας Ισαάκ
Ο πατήρ Ισαάκ πήγε αρχικά στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, όπου παρέμεινε για ένα χρόνο, αλλά συνέχιζε να πηγαίνει για καθοδήγηση στον πνευματικό του πατέρα, το γέροντα Παΐσιο. Αργότερα, μετακινήθηκε στο Κελλί της Αναστάσεως του Κυρίου στην Καψάλα, κοντά στις Καρυές, το διοικητικό κέντρο του Αγίου Όρους. Έκτισε, σχεδόν από την αρχή, ένα ερειπωμένο Κελλί και έμεινε εκεί για 4 χρόνια μόνος του, ακολουθώντας ασκητικό τρόπο ζωής και παλεύοντας πολλούς και διάφορους πειρασμούς και δοκιμασίες. Μια φορά, την ώρα ενός έντονου αγώνα με τους λογισμούς, είδε στο βάθος του δάσους έναν παλαιό τάφο. Σταμάτησε μπροστά του, προσευχήθηκε θερμά και μονολόγησε: «Εδώ θα πεθάνω» και τότε οι λογισμοί που τον βασάνιζαν αμέσως εξαφανίστηκαν. Ακολουθώντας την αγιορείτικη παράδοση, για να έχει διαρκώς τη μνήμη του θανάτου, ο πατήρ Ισαάκ έσκαψε τάφο για τον εαυτό του στον κήπο, δίπλα στο Κελλί του, όπου κάθε μέρα θυμιάτιζε.
Ο πατήρ Ισαάκ ήταν γνωστός αγωνιστής, ασκητής και ευχέτης και πολύ αυστηρός με τον αυτό του. Αυτόν τον προσανατολισμό στην πνευματική του πορεία τον είχε διδαχτεί από τον Όσιο Παΐσιο. Έδινε την εντύπωση σκληρού, αλλά σύντομα αποκάλυπτε την ειλικρινή πατερική φροντίδα σε όσους τον επισκέπτονταν για πνευματική βοήθεια. Ιδιαίτερη προσοχή έδινε στο μυστήριο της Εξομολόγησης και καλούσε τους πάντες να προσέρχονται πιο συχνά στην Ιερή Εξομολόγηση. Αν και είχε απομακρυνθεί από τον κόσμο, δε διέκοψε τη σχέση μαζί του. Ήταν, όπως πολύ εύστοχα παρατήρησε ο Όσιος Παΐσιος, ένας από τους «ασυρματιστές του Θεού», οι οποίοι μακριά από το θόρυβο συντονίζονται στην κατάλληλη πνευματική συχνότητα για να πιάνουν σήματα και να τα στέλνουν πίσω στον κόσμο.
Η αδελφότητα, που είχε δημιουργήσει, ζούσε σε ακραίες ασκητικές συνθήκες: στο Κελλί δεν υπήρχε ηλεκτρισμός, ούτε φυσικό αέριο. Οι μοναχοί δε χρησιμοποιούσαν ντους και σώματα θέρμανσης. Δεν είχαν δικά τους χρήματα. Για το μαγείρεμα και τη θέρμανση αποθήκευαν ξύλα και το νερό το έπαιρναν από στέρνες. Η αδελφότητα ασχολούταν με την πνευματική καθοδήγηση των προσκυνητών, με το εργόχειρο και με τις εκδόσεις.
Γέροντας Ισαάκ
Ο πατήρ Ισαάκ μετέφραζε πνευματικά βιβλία από τα ελληνικά στα αραβικά. Εξέδωσε στα αραβικά τη μετάφραση του βιβλίου του Οσίου Ισαάκ του Σύρου «Λόγοι Ασκητικοί» (η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1983 στο Λίβανο), με το βίο του και το πλήρες κείμενο της ακολουθίας του και με αυτό τον τρόπο αποκάλυψε τον πνευματικό κόσμο του Αγίου προστάτη του στους αραβόφωνους χριστιανούς. Επίσης, μετέφρασε και εξέδωσε στα αραβικά την «Κλίμακα» του Οσίου Ιωάννη και τα έργα του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτη: «Επιστολές», το βιβλίο «Ο Γέρων Χατζη-Γεώργης Ο Αθωνίτης», το βίο του πνευματικού του πατέρα, του Ρώσου γέροντα Τύχωνα και άλλα.
Η μεγάλη προσφορά του πατέρα Ισαάκ σε όλο τον ορθόδοξο κόσμο ήταν η πρώτη βιογραφία που έγραψε για το γέροντα Παΐσιο τον Αγιορείτη, τον πνευματικό πατέρα του. Την εργασία για αυτό το βιβλίο την άρχισε 2 χρόνια μετά την κοίμησή του. Ο πατήρ Ισαάκ δεν ολοκλήρωσε ο ίδιος αυτό το έργο (κοιμήθηκε 4 χρόνια μετά τον Όσιο Παΐσιο). Την εργασία και την προετοιμασία για την έκδοση του βιβλίου την ολοκλήρωσε ο μαθητής του, ο πατήρ Ευθύμιος μαζί με την αδελφότητα του Κελλιού της Αναστάσεως του Χριστού. Η πρώτη έκδοση έγινε το 2004 με το όνομα του ιερομόναχου Ισαάκ.
Ο Πατήρ Ισαάκ έζησε στο Άγιο Όρος 20 χρόνια και κατά περιόδους έκανε μικρά ταξίδια στο Λίβανο, στη Συρία, στην Ιορδανία και την Αίγυπτο. Επειδή ήταν ο μοναδικός αραβόφωνος μοναχός του Αγίου Όρους, επισκέπτονταν το Κελλί του όλοι οι ορθόδοξοι προσκυνητές από τα Πατριαρχεία Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξάνδρειας. Χάρη στον πατέρα Ισαάκ, πολλοί από αυτούς τους προσκυνητές έρχονταν σε επαφή για πρώτη φορά με την αγιορείτικη μοναχική παράδοση. Το Κελλί της Αναστάσεως απέκτησε, ανάμεσα στους ορθόδοξους Άραβες, τον άτυπο τίτλο «Πύλες της Αντιοχείας στο Άγιο Όρος». Συχνά τους έλεγε: «Είμαι εδώ για εσάς και για την Εκκλησία της Αντιοχείας».
Ο πατήρ Ισαάκ κέρδισε την αγάπη και την εκτίμηση πολλών ορθοδόξων στην Ελλάδα. Ο ιερέας Μιλχίμ, ο γαμπρός του αδελφού του, βεβαιώνει ότι στα σπίτια πολλών Ελλήνων, σε διάφορα μέρη της χώρας, βρίσκει φωτογραφίες του «γέροντα Ισαάκ», ότι στο Άγιο Όρος η μνημόνευση του Λιβάνου είναι οπωσδήποτε συνδεδεμένη με το όνομά του και ότι οι αγιορείτες τον τιμούν ως άγιο ασκητή.
Στις αρχές του 1980, ο πατέρας του, ο Νεμέρ Ατάλλα, αποφάσισε να μοιράσει την περιουσία του ανάμεσα στα παιδιά του. Επιθυμούσε να αναλάβει αυτήν την υπόθεση ο μεγαλύτερος του γιος, ο πατήρ Ισαάκ, που ασκήτευε στο Άγιο Όρος. Τα αδέλφια τού έγραψαν για την επιθυμία αυτή του πατέρα τους. Σύντομα έλαβαν απάντηση, στην οποία ο πατήρ Ισαάκ τους ρωτούσε: «Δεν ετοιμάζετε για σας έστω ένα μικρό κλήρο στους ουρανούς, αντί να μεριμνάτε για τα υλικά αγαθά αυτού του κόσμου;» Επειδή ο πατήρ Ισαάκ δεν πήγε, ο πατέρας μόνος του ασχολήθηκε με την μοιρασιά της κληρονομιάς, την οποία μοίρασε ισόποσα ανάμεσα σε όλους, χωρίς να αποκλείσει και τον μεγαλύτερο γιο. Μετά από λίγους μήνες, ο πατήρ Ισαάκ βρέθηκε στο Λίβανο. Επισκέφτηκε τον πατέρα και εκείνος τον ενημέρωσε για την μοιρασιά της κληρονομιάς και ότι έχει ένα μερίδιο για αυτόν. Αφού ευχαρίστησε τον πατέρα για την αγάπη του και τη φροντίδα του, ο αγιορείτης ζήτησε να μοιραστεί το μερίδιό του σε ίσα μέρη ανάμεσα στα υπόλοιπα αδέλφια του, επειδή ο ίδιος είχε αφιερώσει τον εαυτό του στον Θεό, με την ελπίδα να κληρονομήσει έστω έναν ταπεινό κλήρο στους ουρανούς.
Αρχές καλοκαιριού του 1998, η υγεία του πατέρα Ισαάκ που είχε ήδη αρχίσει να κλονίζεται, χειροτέρευσε και έτσι αναγκάστηκε να βγει από το Άγιο Όρος και να μεταβεί στη Θεσσαλονίκη για θεραπεία σε νοσοκομείο. Η είδηση έφτασε και στους δικούς του. Ο πατήρ Μιλχίμ αναθυμάται το γεγονός ως εξής:
«Με τον αδελφό του πατέρα Ισαάκ Αντώνιο και τον ανιψιό του Τζορτζ (γιο του αδελφού του, του Ιωσήφ) αποφασίσαμε να πάμε στην Ελλάδα για να μάθουμε νέα του. Μόλις φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη, πήγαμε κατευθείαν στο νοσοκομείο. Στο δωμάτιο του πατέρα Ισαάκ δεν επέτρεπαν να μπούμε, αλλά η Διοίκηση του νοσοκομείου, όταν έμαθαν ότι είχαν φτάσει οι συγγενείς, μας επέτρεψαν να μπούμε. Πρώτος μπήκε ο Αντώνιος. Όταν είδε τον αδελφό του σε τόσο σοβαρή κατάσταση, δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυά του. Αλλά ο πατήρ Ισαάκ τον υποδέχτηκε με χαμόγελο και μίλησε πρώτος: ‟Αδελφέ, τι σε έφερε εδώ; Σου είπαν ότι είμαι άρρωστος και είναι καλό να με επισκεφτείς; Σε σκεφτόμουν. Ασκήτευα με προσευχή και νηστεία για τη συνάντηση με τον Κύριο και τώρα νιώθω ότι είμαι έτοιμος για αυτή την ευλογημένη στιγμή. Όμως, ανησυχώ για σένα, αδελφέ, γιατί όλο το χρόνο σου τον αφιερώνεις στη δουλειά. Κάνεις κάτι για να προετοιμαστείς για αυτή την ώρα; Είσαι έτοιμος για να παρουσιαστείς ενώπιον του Κυρίου;”
Κατά τη διάρκεια της παραμονής του πατέρα Ισαάκ στο νοσοκομείο, μας έμεινε αξέχαστο το εξής περιστατικό. Όταν το πνευματικό παιδί του, ο πατήρ Ευθύμιος (μετέπειτα καθηγούμενος του Κελλιού της Αναστάσεως στην Καψάλα), διάβαζε προσευχές, σε μια από αυτές μερικές φορές ακούστηκε η λέξη ‟θάνατος”. Ο πατήρ Ευθύμιος ταράχθηκε, διέκοψε την προσευχή και δεν μπόρεσε να συνεχίσει το διάβασμα. Ο πατήρ Ισαάκ του ζήτησε να συνεχίσει την προσευχή με θάρρος, λέγοντάς του: ‟Γιατί να φοβόμαστε; Μια ζωή εργαζόμουν για αυτή την ώρα και είμαι έτοιμος”.
Μια από τις τελευταίες μέρες της παραμονής του πατέρα Ισαάκ στο νοσοκομείο, στο δωμάτιό του μπήκε μια νοσηλεύτρια, την οποία δεν είχε δει ποτέ μέχρι τότε. Απευθύνθηκε σε αυτήν με επιτιμητικό ύφος και της είπε: ‟Είναι ντροπή να ντρέπεσαι το όνομά σου, Σουλτάνα!” Η νοσηλεύτρια έμεινε σύξυλη, που ο γέροντας, χωρίς να την ρωτήσει, ήξερε το όνομά της και το πρόβλημα που την απασχολούσε. Και συνέχισε εκείνος: ‟Γιατί ντρέπεσαι, κόρη μου; Επειδή οι γονείς σού έδωσαν ξενόφερτο όνομα, που το θεωρείς τούρκικο και μη χριστιανικό; Ξέρεις ότι στη χώρα μου, το Λίβανο, αυτό είναι το όνομα της Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, την οποία αποκαλούμε Βασίλισσα[8] των Ουρανών; Να χαίρεσαι το μεγάλο όνομα που κουβαλάς και να είσαι υπερήφανη για αυτό”. Η νοσηλεύτρια υποκλίθηκε στον γέροντα, του φίλησε το χέρι και βγήκε, όταν τελείωσε τις νοσηλευτικές της εκκρεμότητες. Από εκείνη τη στιγμή, άρχισε να υπηρετεί με ζήλο τον ξένο που είχε γίνει πολύ δικός της άνθρωπος και που της είχε αποκαλύψει το μυστικό της και που την θεράπευσε από τους ψυχικούς πόνους. Ήταν δίπλα του μέχρι το τέλος της παραμονής του γέροντα στο νοσοκομείο. Μετά το εξιτήριό του, έσπευσε να πάει στο δωμάτιο που ήταν ο γέροντας για να πάρει στο σπίτι της τα σεντόνια από το κρεβάτι του. Όταν έγινε γνωστή η κοίμηση του γέροντα, η Σουλτάνα κατάλαβε τι θησαυρός της είχε απομείνει από τον Λιβανέζο ασκητή. Όταν άνοιξαν την ντουλάπα, όπου φυλάγονταν τα σεντόνια, το δωμάτιο γέμισε ευωδία. Μετά από αυτό, καλούσε του ορθόδοξους Λιβανέζους που ήξεραν καλά τον πατέρα Ισαάκ, να προσκυνούν για ευλογία αυτά τα σεντόνια που ευωδίαζαν.
Λίγο πριν την κοίμησή του, η κατάσταση του πατέρα Ισαάκ καλυτέρεψε για λίγο και ζήτησε να τον μεταφέρουν από το νοσοκομείο στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, στη Μεταμόρφωση[9], όπου και αποδήμησε εις Κύριον, στις 16 Ιουλίου του 1998. Ο ιερομόναχος Ισαάκ (Ατάλλα) έχει ενταφιαστεί στο Κελλί της Αναστάσεως του Κυρίου στο Άγιο Όρος, σε εκείνο τον τάφο που είχε ετοιμάσει ο ίδιος για τον εαυτό του από καιρό.
[1] См. русское издание: Иеромонах Исаак. Житие старца Паисия Святогорца / пер. с греч. иеромон. Доримедонта (Сухинина). М.: Изд. дом «Святая Гора», 2006.
(Πρόκειται για τη ρωσική μετάφραση του βιβλίου του Ιερομονάχου Ισαάκ «Ο βίος του γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτη» από τα ελληνικά).
*ΣτΜ: Έχει εκδοθεί και κυκλοφορεί ένα τουλάχιστον ακόμη βιβλίο για τον Ιερομόναχο Ισαάκ (Ατάλλα) από τον Αρχιμανδρίτη Αρσένιο Κατερέλο, πνευματικό παιδί του: «Ο Γέροντάς μου Ισαάκ ο Λιβανέζος», Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη».
[3] Η Ιερά Σταυροπηγιακή Μονή του Προφήτη Ηλία βρίσκεται κοντά στο χωριό Σουβέιρ, στην περιοχή Ματέν, που είναι 31 χιλιόμετρα μακριά από τη Βηρυτό. Τώρα εκεί είναι η καλοκαιρινή κατοικία του Πατριάρχη Αντιοχείας.
[4] Η Περιοχή Κούρα του Βόρειου Λίβανου.
[5] Το μεγαλύτερο λιμάνι στη Συρία, στις ακτές της Μεσογείου θάλασσας.
[6] Η Ιερά Μονή Κοιμήσεως της Θεοτόκου Μπαλαμάντ βρίσκεται 16 χιλιόμετρα μακριά από την πόλη της Τρίπολης (του Λιβάνου). Είναι ένα από τα σημαντικότερα μοναστήρια της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αντιοχείας που έχει εξελιχθεί σε κέντρο αναφοράς για την ορθόδοξη θεολογία και εκπαίδευση.
[7] Βρίσκεται στο χωριό Κουσμπά, της περιοχής Κούρα (τόπος μαζικής διαμονής ορθόδοξου πληθυσμού).
[8] Μια από τις σημασίες της λέξης «σουλτάν» στην αραβική γλώσσα είναι «κύριος, δεσπότης» (το θηλυκό «Σουλτάνα» σημαίνει «κυρία, δέσποινα»).