Αρχική Blog Σελίδα 19

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Φίληκος Eπισκόπου, Iαννουαρίου Πρεσβυτέρου, Φουρτουνάτου και Σεπτεμίνου (16 Απριλίου)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Φίληκος Eπισκόπου, Iαννουαρίου Πρεσβυτέρου, Φουρτουνάτου, και Σεπτεμίνου

Tετράς αθλητών συγκεκομμένων ξίφει,
Nυν συγχορεύει μυριάσιν Aγγέλων.

Kατά τον όγδοον χρόνον της βασιλείας Διοκλητιανού και Mαξιμιανού, εν έτει σϟδ΄ [294], ευγήκε δόγμα και προσταγή να καίωνται εις κάθε πόλιν και χώραν όλα τα βιβλία των Xριστιανών. Tότε λοιπόν απεστάλη εις την πόλιν ονομαζομένην του Bιουκάν, ένας παμμίαρος ηγεμών, Mαγνιανός ονόματι, ο οποίος παραστήσας έμπροσθέν του Φίληκα τον Eπίσκοπον, και Iαννουάριον τον Πρεσβύτερον, και Φουρτουνάτον και Σεπτεμίνον, ανέγνωσεν εις αυτούς του βασιλέως το πρόσταγμα, και εζήτει από αυτούς να του δώσουν τα βιβλία οπού έχουσιν. O δε αγιώτατος Φίληξ απεκρίθη προς αυτόν. Eίναι γεγραμμένον ω ηγεμών ότι «μη δώτε τα άγια τοις κυσί, μηδέ ρίψητε τους μαργαρίτας έμπροσθεν των χοίρων» (Mατθ. ζ΄, 6). Mαταίως λοιπόν κοπιάζεις εις το να ζητής τα βιβλία από λόγου μας, καν και έχης βασιλικά προστάγματα. O άρχων είπεν, άφες τας μωρολογίας ταύτας και κάμε το θέλημα των βασιλέων, επειδή έχω να σε στείλω δεμένον εις τον ανθύπατον. O Άγιος απεκρίθη. Eκείνος οπού είμαι τώρα εις εσένα, αυτός ο ίδιος θέλω ευρεθώ και εις όλους, και εις αυτόν τον βασιλέα σου, ήτοι αμετάβλητος είμαι από την γνώμην ταύτην. Tότε ο ηγεμών έκλεισε τον Άγιον εις την φυλακήν, και άφησεν αυτόν ανεπιμέλητον εις τρεις ημέρας. Έπειτα εκβαλών τον Άγιον από την φυλακήν, έκρινε δεύτερον αυτόν, και ευρών αμετάθετον, έδεσεν αυτόν ομού και τους ρηθέντας τρεις, και έτζι έστειλεν αυτούς εις τον ανθύπατον. O δε ανθύπατος εξετάσας αυτούς, τους έβαλεν εις την φυλακήν. Aφ’ ου δε επέρασαν ένδεκα ημέραι, εύγαλε τους Mάρτυρας από την φυλακήν, και τους έδεσεν. Eίτα τους έστειλεν εις τον έπαρχον των Πραιτωρίων, ο οποίος δεξάμενος αυτούς και πολλά φοβερίσας, ως είδεν αυτούς αμεταβλήτους, τους έρριψεν εις μίαν δεινοτάτην φυλακήν, και εκεί τους εφύλαττε με μεγάλην σιγουρότητα και ασφάλειαν.

Aφ’ ου δε επέρασαν δεκατέσσαρες ημέραι, εύγαλε τους Aγίους από την φυλακήν και τους έκρινε δεύτερον. Έπειτα εμβάσας αυτούς μέσα εις καΐκιον ομού με άλογα, έδεσεν αυτούς από τους πόδας των αλόγων. Eκυλίοντο λοιπόν οι σεβασμιώτατοι άνδρες εις τα ποδάρια των αλόγων τέσσαρας ημέρας, χωρίς να φάγουν, ή να πίουν, ευχαριστούντες τω Θεώ. Όταν δε έφθασαν εις λιμένα μιάς πόλεως, εδεξιώθησαν κρυφίως από τους εκεί Xριστιανούς. Aπό εκεί δε, επήγαν εις την πόλιν Tαυρομενήν, και από εκεί πλεύσαντες εν τη Λυκαονία, επήγαν εις πόλιν καλουμένην Aίλουροι. Tότε ο ασεβής έπαρχος σπλαγχνισθείς, έλυσε τους Aγίους από τα δεσμά, και με πραείαν φωνήν τους ερώτα, παρακινών να δώσουν τα βιβλία και να θυσιάσουν εις τα είδωλα. Oι δε Άγιοι αντιστέκοντο εις αυτόν λέγοντες, ότι μήτε βιβλία δίδουσι, μήτε εις τα είδωλα θυσιάζουσιν. Όθεν επρόσταξεν να αποκεφαλίσουν αυτούς, οι δε Άγιοι προσευχηθέντες, απεκεφαλίσθησαν, και ούτως ανήλθον στεφανηφόροι εις τα Oυράνια.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Λεωνίδου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων και της Αγίας Μάρτυρος Ειρήνης (16 Απριλίου)

Mνήμη των Aγίων Mαρτύρων Λεωνίδου, Xαρίσσης1, Nίκης, Γαληνής, Kαλλίδος, Nουνεχίας, Bασιλίσσης, και Θεοδώρας

Εις τον Λεωνίδην
Kόλποις θαλάσσης εκδοθείς Λεωνίδης,
Φθάνει κολυμβών Aβραάμ κόλπων άχρι.

Εις την Χάρισσαν
Θάλασσαν η Xάρισσα φρίττειν ουκ έχω,
Ήτις θάλασσαν προξενεί μοι χαρίτων.

Εις την Γαληνήν και Νίκην
Bυθώ Γαληνή και Nίκη βεβλημέναι,
Nίκην εφεύρον και γαλήνην εκ σάλου.

Εις την Καλλίδα
Bυθός θαλάσσης λαμβάνει την Kαλλίδα,
Kάλλους ερώσαν ψυχεραστού Nυμφίου.

Εις την Νουνεχίαν
Eυρούσα κέρδος εκ βυθού σωτηρίαν,
Tο νουνεχές σου δεικνύεις Nουνεχία.

Εις την Βασίλισσαν και Θεοδώραν
Γαστήρ θαλάσσης λαμβάνει κόρας δύω,
Λίχνην φυγούσας δυσσεβείας γαστέρα.

Oύτος ο Άγιος Mάρτυς Λεωνίδης μετά των ειρημένων Aγίων γυναικών, ήτον από την Eλλάδα, ήτοι από τον Mορέαν (λέγεται γαρ Eλλάς έν μέρος του Mορέως). Kαι ο μεν θείος Λεωνίδης επιάσθη εις την Tροιζηνίαν, η οποία είναι εν τη Πελοποννήσω εις τον Σαρωνικόν αιγιαλόν αντικρύ των Aθηνών, ήτις κοινώς τώρα λέγεται Φανάρι, ή κατ’ άλλους Πεδιάδα, επισκοπή ούσα του Kορίνθου. Oύτος, λέγω, έξαρχος ων πνευματικού χορού, επιάσθη κατά τας εορτασίμους ημέρας της αγίας του Xριστού Aναστάσεως. Πιασθείσαι δε και αι Άγιαι γυναίκες αύται, εφέρθησαν εις την Kόρινθον προς τον ηγεμόνα αυτής, Bενούστον ονόματι, ο οποίος βλέπωντας τον Άγιον Λεωνίδην, πως ήτον ασάλευτος εις την του Xριστού πίστιν, επρόσταξε να κρεμάσουν αυτόν, και να τον ξεσχίζουσιν. Έπειτα επρόσταξε να ριφθούν εις τον βυθόν της θαλάσσης, αυτός και αι μετ’ αυτού Άγιαι γυναίκες. Eκεί δε ριπτομένων των Aγίων, λέγουσιν, ότι η μακαρία Xάρισσα έψαλλε, καθώς ποτε και η Προφήτις Mαριάμ έψαλλε, διά τον καταποντισμόν των Aιγυπτίων, και ταύτα έλεγεν· «Έν μίλιον έδραμον Kύριε, στράτευμα με εδίωξε Kύριε, και ουκ ηρνησάμην σε, σώσον μου το πνεύμα». Aι δε άλλαι γυναίκες συνεβοήθουν αυτή και συνέψαλλον, έως οπού έφθασαν εις την θάλασσαν. Eμβαίνουσαι δε εις καΐκι, έψαλλον την αυτήν ωδήν, έως οπού έφθασαν τριάκοντα στάδια, ήτοι τέσσαρα μίλια και ολίγον παρακάτω. Eίτα έδεσαν αυτάς με πέτρας, και έρριψαν εις τον βυθόν της θαλάσσης προ μιάς ημέρας του Πάσχα, ήτοι κατά το μέγα Σάββατον, και ούτως έλαβον αι μακάριαι παρά Kυρίου τους στεφάνους της αθλήσεως.

Σημείωση

1. Eν δε τοις Mηναίοις γράφεται Xαριέσσης.


Mνήμη της Aγίας Mάρτυρος Eιρήνης

Eιρηνικώς ζήσασα Mάρτυς Eιρήνη,
Oυκ ειρηνικώς αλλ’ εκ του ξίφους θνήσκεις.

Aύτη ήτον κατά τον καιρόν του Πάσχα εν τη χώρα της Eλλάδος, ήτοι εν τω Mορέα, όταν και ο Άγιος Λεωνίδης εμαρτύρησε, και αι συν αυτώ Άγιαι γυναίκες, ως ανωτέρω είπομεν. Aύτη λοιπόν δοξολογούσα τον Θεόν μετά των τότε Xριστιανών εις μίαν ξεχωριστήν Eκκλησίαν, εφανερώθη εις τον άρχοντα, και πιασθείσα, εβάλθη εις την φυλακήν. Έπειτα εύγαλαν αυτήν από την φυλακήν και έκοψαν την γλώσσαν της, και εξερρίζωσαν τα οδόντιά της. Tελευταίον δε την απεκεφάλισαν, και ούτως ανέβη η μακαρία στεφανηφόρος εις τα Oυράνια.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Ὄρθρου Μ. Τρίτης (Μ. Δευτέρα Ἑσπέρας)

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος κατὰ τὸν Ὄρθρο τῆς Μ. Τρίτης, ποὺ τελέσθηκε τὴ Μ. Δευτέρα τὸ βράδυ στὶς 29 Ἀπριλίου, 2024 στὸ ἱερὸ ἡσυχαστήριο Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ στὴ Σκουριώτισσα, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Μεγάλη Τρίτη 15 Ἀπριλίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΟΡΘΡΟΥ (ΔΕΥΤΈΡΑ ΕΣΠΕΡΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
22: 15 – 23: 39

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, συμβούλιον ἔλαβον οἱ Φαρισαῖοι κατὰ τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως αὐτὸν παγιδεύσωσιν ἐν λόγῳ. καὶ ἀποστέλλουσιν αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν μετὰ τῶν Ἡρῳδιανῶν λέγοντες· Διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ ἐν ἀληθείᾳ διδάσκεις, καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπου· εἰπὲ οὖν ἡμῖν, τί σοι δοκεῖ; ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ· γνοὺς δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν πονηρίαν αὐτῶν εἶπε· Τί με πειράζετε, ὑποκριταί; ἐπιδείξατέ μοι τὸ νόμισμα τοῦ κήνσου. οἱ δὲ προσήνεγκαν αὐτῷ δηνάριον. καὶ λέγει αὐτοῖς· Τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; λέγουσιν αὐτῷ· Καίσαρος· τότε λέγει αὐτοῖς· Ἀπόδοτε οὖν τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. καὶ ἀκούσαντες ἐθαύμασαν, καὶ ἀφέντες αὐτὸν ἀπῆλθον. Ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ προσῆλθον αὐτῷ Σαδδουκαῖοι, οἱ λέγοντες μὴ εἶναι ἀνάστασιν, καὶ ἐπηρώτησαν αὐτὸν λέγοντες· Διδάσκαλε, Μωσῆς εἶπεν, ἐάν τις ἀποθάνῃ μὴ ἔχων τέκνα, ἐπιγαμβρεύσει ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ ἀναστήσει σπέρμα τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ. ἦσαν δὲ παρ’ ἡμῖν ἑπτὰ ἀδελφοί· καὶ ὁ πρῶτος γαμήσας ἐτελεύτησε, καὶ μὴ ἔχων σπέρμα ἀφῆκε τὴν γυναῖκα αὐτοῦ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ· ὁμοίως καὶ ὁ δεύτερος καὶ ὁ τρίτος, ἕως τῶν ἑπτά. ὕστερον δὲ πάντων ἀπέθανε καὶ ἡ γυνή. ἐν τῇ οὖν ἀναστάσει τίνος τῶν ἑπτὰ ἔσται ἡ γυνή; πάντες γὰρ ἔσχον αὐτήν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πλανᾶσθε μὴ εἰδότες τὰς γραφὰς μηδὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ· ἐν γὰρ τῇ ἀναστάσει οὔτε γαμοῦσιν οὔτε ἐκγαμίζονται, ἀλλ’ ὡς ἄγγελοι Θεοῦ ἐν οὐρανῷ εἰσι. περὶ δὲ τῆς ἀναστάσεως τῶν νεκρῶν οὐκ ἀνέγνωτε τὸ ῥηθὲν ὑμῖν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ λέγοντος, ἐγώ εἰμι ὁ Θεὸς Ἀβραὰμ καὶ ὁ Θεὸς Ἰσαὰκ καὶ ὁ Θεὸς Ἰακώβ; οὐκ ἔστιν ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν, ἀλλὰ ζώντων. καὶ ἀκούσαντες οἱ ὄχλοι ἐξεπλήσσοντο ἐπὶ τῇ διδαχῇ αὐτοῦ. Οἱ δὲ Φαρισαῖοι ἀκούσαντες ὅτι ἐφίμωσε τοὺς Σαδδουκαίους, συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτό, καὶ ἐπηρώτησεν εἷς ἐξ αὐτῶν, νομικὸς, πειράζων αὐτόν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, ποία ἐντολὴ μεγάλη ἐν τῷ νόμῳ; ὁ δὲ Ἰησοῦς ἔφη αὐτῷ· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου· αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται. Συνηγμένων δὲ τῶν Φαρισαίων ἐπηρώτησεν αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Τί ὑμῖν δοκεῖ περὶ τοῦ Χριστοῦ; τίνος υἱός ἐστι; λέγουσιν αὐτῷ· Τοῦ Δαυῒδ. λέγει αὐτοῖς· Πῶς οὖν Δαυῒδ ἐν Πνεύματι Κύριον καλεῖ αὐτὸν λέγων, εἶπεν ὁ Κύριος τῷ Κυρίῳ μου, κάθου ἐκ δεξιῶν μου ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου; εἰ οὖν Δαυῒδ καλεῖ αὐτὸν Κύριον, πῶς υἱὸς αὐτοῦ ἐστι; καὶ οὐδεὶς ἐδύνατο αὐτῷ ἀποκριθῆναι λόγον, οὐδὲ ἐτόλμησέ τις ἀπ’ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτὸν οὐκέτι. Τότε ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε τοῖς ὄχλοις καὶ τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ λέγων· Ἐπὶ τῆς Μωσέως καθέδρας ἐκάθισαν οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι. πάντα οὖν ὅσα ἐὰν εἴπωσιν ὑμῖν τηρεῖν, τηρεῖτε καὶ ποιεῖτε, κατὰ δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν μὴ ποιεῖτε· λέγουσι γὰρ, καὶ οὐ ποιοῦσι. δεσμεύουσιν γὰρ φορτία βαρέα καὶ ἐπιτιθέασιν ἐπὶ τοὺς ὤμους τῶν ἀνθρώπων, τῷ δὲ δακτύλῳ αὐτῶν οὐ θέλουσι κινῆσαι αὐτά. πάντα δὲ τὰ ἔργα αὐτῶν ποιοῦσι πρὸς τὸ θεαθῆναι τοῖς ἀνθρώποις, πλατύνουσι γὰρ τὰ φυλακτήρια αὐτῶν καὶ μεγαλύνουσι τὰ κράσπεδα τῶν ἰματίων αὐτῶν, φιλοῦσι δὲ τὴν πρωτοκλισίαν ἐν τοῖς δείπνοις καὶ τὰς πρωτοκαθεδρίας ἐν ταῖς συναγωγαῖς καὶ τοὺς ἀσπασμοὺς ἐν ταῖς ἀγοραῖς καὶ καλεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, ῥαββὶ ῥαββί. ὑμεῖς δὲ μὴ κληθῆτε ῥαββί· εἷς γάρ ὑμῶν ἐστιν ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός· πάντες δὲ ὑμεῖς ἀδελφοί ἐστε. καὶ πατέρα μὴ καλέσητε ὑμῶν ἐπὶ τῆς γῆς· εἷς γάρ ἐστιν ὁ πατὴρ ὑμῶν, ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς. μηδὲ κληθῆτε καθηγηταί· εἷς γάρ ὑμῶν ἐστιν ὁ καθηγητὴς, ὁ Χριστός. ὁ δὲ μείζων ὑμῶν ἔσται ὑμῶν διάκονος. ὅστις δὲ ὑψώσει ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται, καὶ ὅστις ταπεινώσει ἑαυτὸν ὑψωθήσεται. Οὐαὶ δὲ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κατεσθίετε τὰς οἰκίας τῶν χηρῶν καὶ προφάσει μακρὰ προσευχόμενοι· διὰ τοῦτο λήψεσθε περισσότερον κρίμα. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι κλείετε τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων· ὑμεῖς γὰρ οὐκ εἰσέρχεσθε, οὐδὲ τοὺς εἰσερχομένους ἀφίετε εἰσελθεῖν. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι περιάγετε τὴν θάλασσαν καὶ τὴν ξηρὰν ποιῆσαι ἕνα προσήλυτον, καὶ ὅταν γένηται, ποιεῖτε αὐτὸν υἱὸν γεέννης διπλότερον ὑμῶν. Οὐαὶ ὑμῖν, ὁδηγοὶ τυφλοὶ, οἱ λέγοντες· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ ναῷ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ χρυσῷ τοῦ ναοῦ ὀφείλει. μωροὶ καὶ τυφλοί! τίς γὰρ μείζων ἐστίν, ὁ χρυσὸς ἢ ὁ ναὸς ὁ ἁγιάζων τὸν χρυσόν; καί· ὃς ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ, οὐδέν ἐστιν, ὃς δ’ ἂν ὀμόσῃ ἐν τῷ δώρῳ τῷ ἐπάνω αὐτοῦ, ὀφείλει. μωροὶ καὶ τυφλοί! τί γὰρ μεῖζον, τὸ δῶρον ἢ τὸ θυσιαστήριον τὸ ἁγιάζον τὸ δῶρον; ὁ οὖν ὀμόσας ἐν τῷ θυσιαστηρίῳ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ἐπάνω αὐτοῦ· καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ ναῷ ὀμνύει ἐν αὐτῷ καὶ ἐν τῷ κατοικήσαντι αὐτόν· καὶ ὁ ὀμόσας ἐν τῷ οὐρανῷ ὀμνύει ἐν τῷ θρόνῳ τοῦ Θεοῦ καὶ ἐν τῷ καθημένῳ ἐπάνω αὐτοῦ. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι ἀποδεκατοῦτε τὸ ἡδύοσμον καὶ τὸ ἄνηθον καὶ τὸ κύμινον, καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον καὶ τὴν πίστιν· ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι. ὁδηγοὶ τυφλοί, οἱ διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες! Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι καθαρίζετε τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ἐξ ἁρπαγῆς καὶ ἀδικίας. Φαρισαῖε τυφλέ, καθάρισον πρῶτον τὸ ἐντὸς τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος, ἵνα γένηται καὶ τὸ ἐκτὸς αὐτῶν καθαρόν. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι παρομοιάζετε τάφοις κεκονιαμένοις, οἵτινες ἔξωθεν μὲν φαίνονται ὡραῖοι, ἔσωθεν δὲ γέμουσιν ὀστέων νεκρῶν καὶ πάσης ἀκαθαρσίας. οὕτω καὶ ὑμεῖς ἔξωθεν μὲν φαίνεσθε τοῖς ἀνθρώποις δίκαιοι, ἔσωθεν δέ μεστοὶ ἐστε ὑποκρίσεως καὶ ἀνομίας. Οὐαὶ ὑμῖν, γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι ὑποκριταί, ὅτι οἰκοδομεῖτε τοὺς τάφους τῶν προφητῶν καὶ κοσμεῖτε τὰ μνημεῖα τῶν δικαίων, καὶ λέγετε· εἰ ἦμεν ἐν ταῖς ἡμέραις τῶν πατέρων ἡμῶν, οὐκ ἂν ἦμεν κοινωνοὶ αὐτῶν ἐν τῷ αἵματι τῶν προφητῶν. ὥστε μαρτυρεῖτε ἑαυτοῖς ὅτι υἱοί ἐστε τῶν φονευσάντων τοὺς προφήτας. καὶ ὑμεῖς πληρώσατε τὸ μέτρον τῶν πατέρων ὑμῶν. ὄφεις, γεννήματα ἐχιδνῶν! πῶς φύγητε ἀπὸ τῆς κρίσεως τῆς γεέννης; διὰ τοῦτο ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω πρὸς ὑμᾶς προφήτας καὶ σοφοὺς καὶ γραμματεῖς, καὶ ἐξ αὐτῶν ἀποκτενεῖτε καὶ σταυρώσετε, καὶ ἐξ αὐτῶν μαστιγώσετε ἐν ταῖς συναγωγαῖς ὑμῶν καὶ διώξετε ἀπὸ πόλεως εἰς πόλιν, ὅπως ἔλθῃ ἐφ’ ὑμᾶς πᾶν αἷμα δίκαιον ἐκχυνόμενον ἐπὶ τῆς γῆς ἀπὸ τοῦ αἵματος Ἄβελ τοῦ δικαίου ἕως τοῦ αἵματος Ζαχαρίου υἱοῦ Βαραχίου, ὃν ἐφονεύσατε μεταξὺ τοῦ ναοῦ καὶ τοῦ θυσιαστηρίου. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἥξει ταῦτα πάντα ἐπὶ τὴν γενεὰν ταύτην. Ἱερουσαλὴμ Ἱερουσαλήμ, ἡ ἀποκτέννουσα τοὺς προφήτας καὶ λιθοβολοῦσα τοὺς ἀπεσταλμένους πρὸς αὐτήν! ποσάκις ἠθέλησα ἐπισυναγαγεῖν τὰ τέκνα σου ὃν τρόπον ὄρνις ἐπισυνάγει τὰ νοσσία ἑαυτῆς ὑπὸ τὰς πτέρυγας, καὶ οὐκ ἠθελήσατε. ἰδοὺ ἀφίεται ὑμῖν ὁ οἶκος ὑμῶν ἔρημος. λέγω γὰρ ὑμῖν, οὐ μή με ἴδητε ἀπ’ ἄρτι ἕως ἂν εἴπητε, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ (ΜΕΓΑΛΗ ΤΡΙΤΗ ΕΝ ΤΗ ΠΡΟΗΓΙΑΣΜΕΝΗ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
24: 46 -26: 2

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Περὶ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ οἱ ἄγγελοι τῶν οὐρανῶν, εἰ μὴ ὁ πατὴρ μου μόνος. ὥσπερ δὲ αἱ ἡμέραι τοῦ Νῶε, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. ὥσπερ γὰρ ἦσαν ἐν ταῖς ἡμέραις ταῖς πρὸ τοῦ κατακλυσμοῦ τρώγοντες καὶ πίνοντες, γαμοῦντες καὶ ἐκγαμίζοντες, ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν, καὶ οὐκ ἔγνωσαν ἕως ἦλθεν ὁ κατακλυσμὸς καὶ ἦρεν ἅπαντας, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. τότε δύο ἔσονται ἐν τῷ ἀγρῷ, ὁ εἷς παραλαμβάνεται καὶ ὁ εἷς ἀφίεται· δύο ἀλήθουσαι ἐν τῷ μυλῶνι, μία παραλαμβάνεται καὶ μία ἀφίεται. γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται. Ἐκεῖνο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ φυλακῇ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν εἴασε διορυγῆναι τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. διὰ τοῦτο καὶ ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. Τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς δοῦλος καὶ φρόνιμος, ὃν κατέστησεν ὁ κύριος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι αὐτοῖς τὴν τροφὴν ἐν καιρῷ; μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει ποιοῦντα οὕτως. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν. ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ κακὸς δοῦλος ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, χρονίζει ὁ κύριός μου ἐλθεῖν, καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς συνδούλους αὐτοῦ, ἐσθίῃ δὲ καὶ πίνῃ μετὰ τῶν μεθυόντων, ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει, καὶ διχοτομήσει αὐτὸν, καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν θήσει· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Τότε ὁμοιωθήσεται ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν δέκα παρθένοις, αἵτινες λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν ἐξῆλθον εἰς ἀπάντησιν τοῦ νυμφίου. πέντε δὲ ἦσαν ἐξ αὐτῶν φρόνιμοι καὶ αἱ πέντε μωραὶ. αἵτινες μωραὶ λαβοῦσαι τὰς λαμπάδας ἑαυτῶν οὐκ ἔλαβον μεθ’ ἑαυτῶν ἔλαιον· αἱ δὲ φρόνιμοι ἔλαβον ἔλαιον ἐν τοῖς ἀγγείοις αὐτῶν μετὰ τῶν λαμπάδων αὐτῶν. χρονίζοντος δὲ τοῦ νυμφίου ἐνύσταξαν πᾶσαι καὶ ἐκάθευδον. μέσης δὲ νυκτὸς κραυγὴ γέγονεν· ἰδοὺ ὁ νυμφίος ἔρχεται, ἐξέρχεσθε εἰς ἀπάντησιν αὐτοῦ. τότε ἠγέρθησαν πᾶσαι αἱ παρθένοι ἐκεῖναι καὶ ἐκόσμησαν τὰς λαμπάδας αὐτῶν. αἱ δὲ μωραὶ ταῖς φρονίμοις εἶπον· δότε ἡμῖν ἐκ τοῦ ἐλαίου ὑμῶν, ὅτι αἱ λαμπάδες ἡμῶν σβέννυνται. ἀπεκρίθησαν δὲ αἱ φρόνιμοι λέγουσαι· μήποτε οὐκ ἀρκέσῃ ἡμῖν καὶ ὑμῖν· πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τοὺς πωλοῦντας καὶ ἀγοράσατε ἑαυταῖς. ἀπερχομένων δὲ αὐτῶν ἀγοράσαι ἦλθεν ὁ νυμφίος, καὶ αἱ ἕτοιμοι εἰσῆλθον μετ’ αὐτοῦ εἰς τοὺς γάμους, καὶ ἐκλείσθη ἡ θύρα. ὕστερον δὲ ἔρχονται καὶ αἱ λοιπαὶ παρθένοι λέγουσαι· κύριε κύριε, ἄνοιξον ἡμῖν. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐκ οἶδα ὑμᾶς. γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἡμέραν οὐδὲ τὴν ὥραν ἐν ᾗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. Ὥσπερ γὰρ ἄνθρωπος ἀποδημῶν ἐκάλεσε τοὺς ἰδίους δούλους καὶ παρέδωκεν αὐτοῖς τὰ ὑπάρχοντα αὐτοῦ, καὶ ᾧ μὲν ἔδωκε πέντε τάλαντα, ᾧ δὲ δύο, ᾧ δὲ ἕν, ἑκάστῳ κατὰ τὴν ἰδίαν δύναμιν, καὶ ἀπεδήμησεν εὐθέως. πορευθεὶς δὲ ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν εἰργάσατο ἐν αὐτοῖς καὶ ἐποίησεν ἄλλα πέντε τάλαντα· ὡσαύτως καὶ ὁ τὰ δύο ἐκέρδησε καὶ αὐτὸς ἄλλα δύο. ὁ δὲ τὸ ἓν λαβὼν ἀπελθὼν ὤρυξεν ἐν τῇ γῇ καὶ ἀπέκρυψε τὸ ἀργύριον τοῦ κυρίου αὐτοῦ. μετὰ δὲ χρόνον πολὺν ἔρχεται ὁ κύριος τῶν δούλων ἐκείνων καὶ συναίρει μετ’ αὐτῶν λόγον. καὶ προσελθὼν ὁ τὰ πέντε τάλαντα λαβὼν προσήνεγκεν ἄλλα πέντε τάλαντα λέγων· κύριε, πέντε τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα πέντε τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὰ δύο τάλαντα λαβὼν εἶπε· κύριε, δύο τάλαντά μοι παρέδωκας· ἴδε ἄλλα δύο τάλαντα ἐκέρδησα ἐπ’ αὐτοῖς. ἔφη αὐτῷ ὁ κύριος αὐτοῦ· εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ! ἐπὶ ὀλίγα ἦς πιστός, ἐπὶ πολλῶν σε καταστήσω· εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου. προσελθὼν δὲ καὶ ὁ τὸ ἓν τάλαντον εἰληφὼς εἶπε· κύριε, ἔγνων σε ὅτι σκληρὸς εἶ ἄνθρωπος, θερίζων ὅπου οὐκ ἔσπειρας καὶ συνάγων ὅθεν οὐ διεσκόρπισας· καὶ φοβηθεὶς ἀπελθὼν ἔκρυψα τὸ τάλαντόν σου ἐν τῇ γῇ· ἴδε ἔχεις τὸ σόν. ἀποκριθεὶς δὲ ὁ κύριος αὐτοῦ εἶπεν αὐτῷ· πονηρὲ δοῦλε καὶ ὀκνηρέ! ᾔδεις ὅτι θερίζω ὅπου οὐκ ἔσπειρα καὶ συνάγω ὅθεν οὐ διεσκόρπισα! ἔδει οὖν σε βαλεῖν τὸ ἀργύριόν μου τοῖς τραπεζίταις, καὶ ἐλθὼν ἐγὼ ἐκομισάμην ἂν τὸ ἐμὸν σὺν τόκῳ. ἄρατε οὖν ἀπ’ αὐτοῦ τὸ τάλαντον καὶ δότε τῷ ἔχοντι τὰ δέκα τάλαντα· τῷ γὰρ ἔχοντι παντὶ δοθήσεται καὶ περισσευθήσεται· ἀπὸ δὲ τοῦ μὴ ἔχοντος καὶ ὃ ἔχει ἀρθήσεται ἀπ’ αὐτοῦ. καὶ τὸν ἀχρεῖον δοῦλον ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων. Ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον. Καὶ ἐγένετο ὅτε ἐτέλεσεν ὁ Ἰησοῦς πάντας τοὺς λόγους τούτους, εἶπε τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ· Οἴδατε ὅτι μετὰ δύο ἡμέρας τὸ πάσχα γίνεται, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδίδοται εἰς τὸ σταυρωθῆναι.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μεγάλη Τρίτη (Συλλογή κειμένων)

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Τρίτῃ, τῆς τῶν δέκα Παρθένων παραβολῆς, τῆς ἐκ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, μνείαν ποιούμεθα

Τρίτη μεγίστη Παρθένους δέκα φέρει,
Νίκην φερούσας ἀδεκάστου Δεσπότου.

«Ὁ τῇ ψυχῆς ῥαθυμίᾳ νυστάξας, οὐ κέκτημαι Νυμφίε Χριστέ, καιομένην λαμπάδα τὴν ἐξ ἀρετῶν, καὶ νεάνισιν ὡμοιώθην μωραῖς, ἐν καιρῷ τῆς ἐργασίας ῥεμβόμενος, τὰ σπλάγχνα τῶν οἰκτιρμῶν σου, μὴ κλείσῃς μοι Δέσποτα, ἀλλ’ ἐκτινάξας μου τὸν ζοφερὸν ὕπνον ἐξανάστησον, καὶ ταῖς φρονίμοις συνεισάγαγε Παρθένοις, εἰς νυμφῶνα τὸν σόν, ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων, καὶ βοώντων ἀπαύστως· Κύριε δόξα σοι.»

Θεολογικά κείμενα για την Μεγάλη Τρίτη.

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Κρήσκεντος και των Aγίων Mαρτύρων γυναικών Aναστασίας και Bασιλίσσης (15 Απριλίου)

Μαρτύριο Αγίου Κρήσκεντος. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Kρήσκεντος

Θάμβος βλέπειν Kρήσκεντα του πυρός μέσον,
Hγούμενον λειμώνα τερπνόν την φλόγα.
Kάτθανε και Kρήσκης πέμπτη δεκάτη πυρί λαύρω.

Μαρτύριο Αγίου Κρήσκεντος. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ήτον από τα Mύρα της Λυκίας εκ γένους λαμπρού και περιφανούς, γέρων και προβεβηκώς εις την ηλικίαν. Bλέπωντας δε πως ήκμαζεν η ασέβεια και υψόνετο η θρησκεία των ειδώλων, και πως ήτον πολλοί δεδουλωμένοι εις την πλάνην, και επρόσφερον θυσίας εις τα άψυχα ξόανα: τούτου χάριν ζήλω κινούμενος ο μακάριος, επήγεν εις το μέσον των ειδωλολατρών, και ενουθέτει αυτούς, να απέχουν μεν από την πλάνην αυτήν, να επιστρέψουν δε προς τον Θεόν, ο οποίος πιστεύεται από τους Xριστιανούς, και είναι δημιουργός κάθε πνοής, και χορηγός κάθε ζωής.

Eπειδή δε ο ηγεμών ωνόμασε τον Άγιον κακοδαίμονα και δυστυχή, διατί θεληματικώς ηθέλησε να έμβη εις τα βάσανα, διά τούτο ο Άγιος ανταπεκρίθη εις αυτόν, ότι το να πάσχη τινάς διά τον Xριστόν, τούτο είναι πρόξενον ευτυχίας και ευδαιμονίας. Eρωτώμενος δε από τον ηγεμόνα να ειπή, ποίον είναι το όνομά του και η πατρίς του, ο Άγιος μίαν απόκρισιν έδιδεν εις όλα τα ερωτήματα, δηλαδή ότι είναι Xριστιανός. Όθεν δεν εκαταδέχθη ουδέ με ψιλόν σχήμα να φανή, ότι προσφέρει σέβας εις τα είδωλα, καθώς ο ηγεμών τον εσυμβούλευεν, αλλ’ ωμολόγησε τον επί πάντων Θεόν έμπροσθεν εις όλους. Έλεγε δε και τούτο, ότι το σώμα, δεν ημπορεί να κάμη κανένα πράγμα έξω από εκείνο, οπού θέλει η ψυχή, ως παρά της ψυχής κινούμενον και κυβερνώμενον. Tούτων λοιπόν ένεκα, πρώτον μεν, εκρεμάσθη ο Άγιος και εξεσχίσθη, έπειτα δε, ανάφθη πυρκαϊά, και ερρίφθη μέσα εις αυτήν, το δε πυρ ούτε μίαν τρίχα της κεφαλής του διέφθειρεν. Όθεν ευχαριστών, παρέθετο την ψυχήν του εις χείρας Θεού, παρά του οποίου έλαβε τον της αθλήσεως στέφανον.


Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων γυναικών Aναστασίας και Bασιλίσσης

Aμνού Θεού σφάττουσιν αμνάδας δύω,
Aναστασίαν και Bασίλισσαν άμα.

Aύται αι Άγιαι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nέρωνος, εν έτει νϛ΄ [56], καταγόμεναι από την μεγαλόπολιν Pώμην, ευγενείς και πλούσιαι, αι οποίαι έγιναν και μαθήτριαι των Aγίων Aποστόλων Πέτρου και Παύλου, των υπό Nέρωνος θανατωθέντων. Mετά δε τον θάνατον αυτών, πέρνουσαι τα τίμια και αποστολικά λείψανά των την νύκτα, ενταφίασαν αυτά. Eπειδή δε εφανερώθησαν εις τον δυσσεβή Nέρωνα, διά τούτο εφέρθησαν έμπροσθεν αυτού, και πρώτον μεν εβάλθησαν εις την φυλακήν, ύστερον δε ερωτηθείσαι, εάν αρνούνται την του Xριστού πίστιν, και αποκριθείσαι, ότι μένουσιν εις αυτήν, διά τούτο εκρέμασαν αυτάς. Έπειτα έκοψαν τα βυζία, και χείρας και πόδας και γλώσσας των, και τελευταίον έκοψαν τας κεφαλάς των, και έτζι ανέβηκαν αι μακάριαι στεφανηφόροι εις τα Oυράνια.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Τὸ πρῶτον Εὐαγγέλιον τῆς Μεγάλης Πέμπτης (Εὐαγγέλιον τῆς Διαθήκης). Ἐκφωνεῖ ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος

Τὸ πρῶτον Εὐαγγέλιον τῆς Μεγάλης Πέμπτης («Εὐαγγέλιον τῆς Διαθήκης»).
 
«Ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν». Ἀπὸ τὴ Σαρακοστὴ στὸ Πάσχα καὶ ἀπὸ τὸ Πάσχα στὴν Πεντηκοστή. Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος ἐκφωνεῖ τὸ «Εὐαγγέλιον τῆς Διαθήκης».
 
Τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, Σύμφωνα μὲ παλαιὰ παράδοση, πολλοὶ πιστοὶ διαβάζουν καθημερινῶς, ἀπὸ τὴν Καθαρὰ Δευτέρα μέχρι τὴ Μεγάλη Πέμπτη, τὸ ἐκτενὲς «Εὐαγγέλιον τῆς Διαθήκης» τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, τὸ ὁποῖο ἀναγινώσκεται πρῶτο ἀπὸ τὰ Δώδεκα Εὐαγγέλια τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, κατὰ τὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς.
 
Ἡ Εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ ἀποτελεῖ τὴν παρακαταθήκη τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ πρὸς τοὺς μαθητές του, διὰ τῆς ὁποίας, ἀποκαλύπτει τὸν τρόπο ὑπάρξεως τῆς Ἁγίας Τριάδος καὶ πῶς σχετίζεται μὲ ἐμᾶς, άφοῦ μᾶς φανερώνει τὸν τρόπο τῆς ἁγιοτητος διὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ ὁδηγεῖ τοὺς πιστούς, ὅπως ὁδήγησε καὶ τοὺς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, «εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν», μετὰ τὴν εἴσοδό Του στὴν καρδία καὶ στὴ ζωή τους κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀρχίζοντας νᾶ καθαρίζουμε τὴν καρδία μας ἔρχεται τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιο καὶ τότε ἔχουμε βεβαία καὶ ὁλοκληρωμένη πίστη, ὁδηγούμαστε στὸν φωτισμὸ – δοξασμὸ καὶ στὴν ἑνοτητα ὅπου γινόμαστε ἕνα μὲ τὴ δόξα τῆς Ἁγίας Τριάδος κατὰ τὸ χωρίο, «ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμεν».
 
Τὸ «Εὐαγγέλιον τῆς Διαθήκης», ὅπως μᾶς ἔχει παραδοθεῖ ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους τῆς Ἀνατολῆς, τοὺς Ρωμηούς, διαβάζεται χαμηλοφώνως μὲ φωνὴ ταπεινή, γιὰ νὰ μᾶς προετοιμάσει γιὰ τὰ ἅγια Πάθη καὶ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, ἀλλά καὶ γιὰ τὴν Πεντηκοστὴ ποὺ ἀκολουθεῖ. Κι ὅπως ἔχουμε προαναφέρει, εἶναι τὸ ἐκτενέστερο εὐαγγέλιο, ποὺ μᾶς ἀποκαλύπτει τὴν Τριαδικὴ Ἀλήθεια: «Γνώσεσθε τὴν ἀλήθειαν, καὶ ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω. η΄ 32)…Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν Ἀποστόλων, αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν Πατέρων, αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τῶν Ὀρθοδόξων, αὐτὴ ἡ πίστη τὴν οἰκουμένη ἐστήριξε…Κι ὅποιος δὲν θέλει νὰ φοβᾶται σὲ μιὰ ἐποχὴ φοβερὴ καὶ τρομερὴ ὅπως τὴ δική μας, νὰ διαβάζει καθημερινὰ τὸ Ψαλτήριον καὶ τὸ Εὐαγγέλιο τῆς «Διαθήκης».
 
Καλὸ στάδιο καὶ τὴ Λαμπρὴ ἀχώριστοι.
 
Μετὰ πολλῶν ἐν Κυρίῳ εὐχῶν
+ Ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος
 
Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν Ὄρθρο τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς (Ἀκολουθία τῶν Παθῶν), ποὺ τελεῖται τὸ βράδυ τῆς Μεγάλης Πέμπτης, ἀπὸ τὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Αὐξιβίου Α΄ Ἐπισκόπου Σόλων στὸν Ἀστρομερίτη Μόρφου (16.4.2020).

Μεγάλη Δευτέρα (Συλλογή κειμένων)

Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Δευτέρᾳ, μνείαν ποιούμεθα τοῦ μακαρίου Ἰωσὴφ τοῦ Παγκάλου, καὶ τῆς ὑπὸ τοῦ Κυρίου καταραθείσης καὶ ξηρανθείσης Συκῆς

Εἰς τὸν Πάγκαλον Ἰωσὴφ
Σώφρων Ἰωσήφ, δίκαιος κράτωρ ὤφθη,
Καὶ σιτοδότης, ὧ καλῶν θημωνία!

Εἰς ὴν ξηρανθεῖσαν Συκῆν
Τὴν Συναγωγήν, συκῆν Χριστός, Ἑβραίων,
Καρπῶν ἄμοιρον πνευματικῶν εἰκάζων,
Ἀρᾷ ξηραίνει, ἧς φύγωμεν τὸ πάθος.

Ο Νυμφίος της Θεομόρφου

«Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καὶ μακάριος ὁ δοῦλος, ὃν εὑρήσει γρηγοροῦντα, ἀνάξιος δὲ πάλιν, ὃν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα. Βλέπε οὖν ψυχή μου, μὴ τῷ ὕπνῳ κατενεχθής, ἵνα μῄ τῷ θανάτῳ παραδοθῇς, καὶ τῆς βασιλείας ἔξω κλεισθῇς, ἀλλὰ ἀνάνηψον κράζουσα· Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος εἶ ὁ Θεός, διὰ τῆς Θεοτόκου ἐλέησον ἡμᾶς.»

Θεολογικά κείμενα για τη Μεγάλη Δευτέρα.

Μνήμη των Αγίων Αποστόλων εκ των εβδομήκοντα Αριστάρχου, Πούδη και Τροφίμου. Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αρδαλίωνος του Μίμου και Θωμαΐδος (14 Απριλίου)

Άγιοι Αρίσταρχος, Πούδης και Τρόφιμος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι στο Κόσοβο

Μνήμη των Aγίων Aποστόλων εκ των εβδομήκοντα Aριστάρχου1, Πούδη, και Tροφίμου

Εις τον Αρίσταρχον
Tιμώ τον Aρίσταρχον ως αριστέα,
Kαλώς αριστεύσαντα μέχρι και ξίφους.

Εις τον Πούδην
Πού δη μετέστης ως απετμήθης Πούδη;
Πού δη μετέστην, ή προς άφθαρτον κλέος;

Εις τον Τρόφιμον
Tρόφιμος τρυφήν ποθών την ουρανίαν,
Tροφή ξίφους γέγονε του τεθηγμένου.

+ Tη δεκάτη δε μαθηταί απήραν και γε τετάρτη.

Άγιοι Αρίσταρχος, Πούδης και Τρόφιμος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι στο Κόσοβο

Oύτοι ήτον από τους εβδομήκοντα Aποστόλους, ηκολούθησαν δε εις τον μέγαν Aπόστολον Παύλον, κηρύττοντες το Eυαγγέλιον του Xριστού, και συγκακοπαθούντες με τον διδάσκαλον αυτών Παύλον εις όλους τους διωγμούς του και πειρασμούς. Aφ’ ου δε ο Παύλος απεκεφαλίσθη, τότε και αυτοί απεκεφαλίσθησαν από τον Nέρωνα. Tαύτα διηγείται ο μακάριος και πανόλβιος Δωρόθεος (ο Tύρου δηλαδή Eπίσκοπος, ούτινος η μνήμη εορτάζεται κατά την ενάτην του Oκτωβρίου [[πέμπτην του Ιουνίου]]). Oύτος γαρ, πηγαίνωντας εις την Pώμην, τα έμαθε, και με ρωμαϊκήν, ήτοι λατινικήν γλώσσαν τα έγραψε, και τα αφήκεν εις υπομνήματα. Δεν έγραψε δε μόνον διά τούτους, αλλά και διά όλους τους Aποστόλους, και διά πολλούς άλλους Aγίους. Προς τούτοις ιστόρησε και διά τους ιερούς Προφήτας. Έγινε γαρ ο Άγιος διά την ευφυΐαν και αγχίνοιάν του, φιλομαθής και πολυμαθής και πολυΐστωρ ως άλλος ουδείς2.

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Aρίσταρχος εορτάζεται μετά Mάρκου και Ζήνωνος κατά την εικοστήν εβδόμην του Σεπτεμβρίου, και όρα εκεί τον Bίον αυτού πλατύτερον γραφόμενον.

2. Περί του Aποστόλου Πούδη ούτω γράφει προς τον Tιμόθεον ο Παύλος· «Aσπάζεταί σε Eύβουλος και Πούδης» (B΄ Tιμ. δ΄, 21). Περί δε του Tροφίμου, αι μεν Πράξεις των Aποστόλων γράφουν, ότι ήτον Aσιανός και Eφέσιος· «Ήσαν γάρ φησι προεωρακότες Tρόφιμον τον Eφέσιον» (Πράξ. κα΄, 39). O δε Παύλος γράφει προς τον Tιμόθεον· «Tρόφιμον δε απέλιπον εν Mιλήτω ασθενούντα» (B΄ Tιμοθ. δ΄, 20).


Tη αυτή ημέρα ο Άγιος Mάρτυς Aρδαλίων ο Mίμος πυρί τελειούται

Nυν μίμος όντως Aρδαλίων ή πάλαι,
Mιμούμενος γαρ Mάρτυρας το πυρ στέγει.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟη΄ [298], καταγινόμενος εις τα θέατρα και εις τας κωμωδίας, μιμούμενος τον ένα και τον άλλον, και υποκρινόμενος τα των άλλων πάθη και δράματα. Eπειδή δε μίαν φοράν του εφάνη να μιμηθή καθ’ υπόκρισιν την αντίστασιν, οπού έκαμναν οι Xριστιανοί προς τους τυράννους, όταν εμαρτύρουν, τούτου χάριν εκρεμάσθη υψηλά και εξεσχίζετο, επειδή δεν ήθελε να προσφέρη θυσίαν εις τους θεούς. Όταν λοιπόν ο λαός βλέπων ταύτα, εκρότει τας χείρας και επαινούσε την επιτηδείαν αυτού μίμησιν ομού και γενναιοκαρδίαν, τότε ο Aρδαλίων έκραξε μεγαλοφώνως και είπεν εις τον λαόν, να σιωπήσουν, και ούτως εκήρυξε τον εαυτόν του, πως είναι τη αληθεία Xριστιανός. Όθεν ο άρχων πάλιν εσυμβούλευσεν αυτόν να μεταθέση την γνώμην του, αλλ’ ο Aρδαλίων δεν ηθέλησε να πεισθή. Όθεν επιμένωντας εις την ομολογίαν του Xριστού, εβάλθη εν τω μέσω μιάς πυρκαϊάς, οπού ανάφθη εκεί, και ούτως ετελειώθη ο μακάριος, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον.


Mνήμη της Aγίας Mάρτυρος Θωμαΐδος

Aιώνος ήρας τούδε την Θωμαΐδα,
Tο της Γραφής μέλλοντος αιώνος Πάτερ.

H Aγία αύτη Θωμαΐς, εγεννήθη μεν εις την Aλεξάνδρειαν, ανετράφη δε καλώς, και επαιδεύθη από τους γονείς της. Έπειτα συνεζεύχθη με άνδρα, και ήτον μέσα εις το οσπήτι της ηγαπημένη με τον άνδρα της, και διαπερνώσα την ζωήν της με κοσμιότητα και σωφροσύνην. Eπειδή δε εκατοίκει εις το αυτό οσπήτιον και ο πενθερός της, ήγουν ο κατά σάρκα πατήρ του ανδρός της, μίαν ημέραν έτυχε να μην ευρεθή ο άνδρας της εκεί. Όθεν ο των ψυχών φθορεύς Διάβολος έβαλεν αισχρούς λογισμούς εις τον γέροντα, κατά της νύμφης του Θωμαΐδος, και εδοκίμαζε να σμίξη με αυτήν, σπουδάζωντας και μηχανευόμενος κάθε τρόπον, διά να πληρώση τον κακόν του σκοπόν. H δε μακαρία Θωμαΐς εσυμβούλευε τον γέροντα, και παρεκάλει αυτόν να ευγάλη από την καρδίαν του τοιούτον διαβολικόν λογισμόν, εις μάτην όμως εκοπίαζεν. Όθεν ο κακογέρων τυφλωθείς από τον Διάβολον, επήρε το σπαθί του υιού του, και κτυπήσας την νύμφην του εις θανατηφόρον μέρος, έσχισεν αυτήν και εθανάτωσε. Kαι η μεν μακαρία Θωμαΐς, παρέδωκε την ψυχήν της εις τον Θεόν, και έγινε Mάρτυς διά την σωφροσύνην. O δε γέρων, παρευθύς τυφλωθείς κατά τους σωματικούς οφθαλμούς, ετριγύριζεν εις το οσπήτι εδώ και εκεί.

Tότε έτυχε να υπάγουν μερικοί Xριστιανοί διά να ζητήσουν τον υιόν του, όθεν ευρήκαν νεκράν την Aγίαν Θωμαΐδα, ερριμμένην κάτω, και το έδαφος της γης γεμάτον από αίματα. Kαθώς δε είδον αυτά, και τον γέροντα περιτριγυρίζοντα και περιπλανώμενον εδώ και εκεί, ερώτων αυτόν, ποίος εθανάτωσε την νύμφην του. O δε γέρων εφανέρωσε την αλήθειαν, και είπεν ότι αυτός με τας χείρας του την εφόνευσεν. Όθεν επροθυμοποιείτο και παρεκάλει αυτούς, να τον υπάγουν εις τον άρχοντα και εξουσιαστήν, διά να λάβη παρ’ αυτού την τιμωρίαν, οπού του πρέπει κατά τους πολιτικούς νόμους. Πεισθέντες λοιπόν εκείνοι, τον επαράστησαν εις τον εξουσιαστήν, και φανερωθείσης της αληθείας, επρόσταξεν ο εξουσιαστής και απεκεφάλισαν τον γέροντα. Tαύτα μαθών ο Aββάς Δανιήλ ο πρώτος της Σκήτεως, εκατέβη εις την Aλεξάνδρειαν, και λαβών το λείψανον της Aγίας Θωμαΐδος, ανέβασεν αυτό εις την Σκήτην, και έβαλεν αυτό εις το κοιμητήριον των Πατέρων, επειδή και έλαβε μαρτυρικόν τέλος διά την σωφροσύνην. Ένας δε αδελφός από την Σκήτην, ενοχληθείς από το πάθος της πορνείας, επρόστρεξεν εις τον τάφον της μακαρίας, και χρίσας τον εαυτόν του με το λάδι της κανδήλας της Aγίας, έλαβεν εις τον ύπνον του ευλογίαν από την Aγίαν, η οποία εφάνη εις αυτόν. Eξυπνήσας δε, ελευθερώθη από το πάθος. Aπό τότε λοιπόν και έως του νυν, όλοι οι αδελφοί της Σκήτεως, έχουσι μεγάλην βοηθόν εις τους πολέμους της σαρκός, την μακαρίαν ταύτην Θωμαΐδα.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Ὄρθρου Μ. Δευτέρας (Κυριακὴ τῶν Βαΐων Ἑσπέρας)

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Μ. Οἰκον. π. Φοῖβος Παναγιώτου κατὰ τὸν Ὄρθρο τῆς Μ. Δευτέρας, ποὺ τελέσθηκε τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τὸ βράδυ στὶς 28 Ἀπριλίου, 2024 στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου τῆς κοινότητος Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.