Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
ΒΙΟΣ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΘΕΟΣΤΕΠΤΩΝ ΚΑΙ ΙΣΑΠΟΣΤΟΛΩΝ ΒΑΣΙΛΕΩΝ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΛΕΝΗΣ *
Εἰκ. 1. Ἅγιοι Κωνσταντῖνος καὶ Ἑλένη. Τοιχογραφία στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νεοφύτου του Ἐγκλείστου στὴν Πάφο
Γέννηση καὶ καταγωγὴ τῶν Ἁγίων
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, ὁ ἐνδοξότατος π ρῶτος χριστιανὸς αὐτοκράτορας, ὁ ἱδρυτὴς τῆς βασιλεύουσας Κωνσταντινούπ ολης, γεννήθηκε στὴν π όλη Ναϊσσό, τὴ σημερινὴ Νίσσα τῆς κεντρικῆς Σερβίας, γύρω στὸ ἔτος 275. Πατέρας του ἦταν ὁ ἑλληνοϊλλυρικῆς καταγωγῆς Κωνστάντιος ὁ Χλωρός, ἀξιωματοῦχος τότε τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους, ὁ ὁπ οῖος κατόπ ιν, ὅπ ως θὰ δοῦμε, ἀνακηρύχθηκε Καίσαρας καὶ Αὔγουστος τῶν δυτικῶν ἐπ αρχιῶν. Μητέρα του ὑπ ῆρξε ἡ π ολὺ εὐσεβὴς καὶ ἐνάρετη Ἑλένη, π οὺ γεννήθηκε στὴν π όλη Δρέπ ανο τῆς Βιθυνίας ( Μικρᾶς Ἀσίας) π ερὶ τὸ ἔτος 247, ἀπ ὸ π ατέρα ξενοδόχο. Τὴν π όλη αὐτὴ ὁ Μ. Κωνσταντῖνος μετονόμασε ἀργότερα Ἑλενόπ ολη, π ρὸς τιμὴ τῆς μητέρας του. Ὁ Κωνστάντιος νυμφεύθηκε τὴν Ἑλένη γύρω στὸ 273. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ὑπ ῆρξε ὁ π ρωτότοκος ἀπ ὸ τὰ π αιδιὰ π οὺ ἀπ έκτησαν.
Ἡ τότε κατάσταση τοῦ κράτους
Τὴνἐπ οχὴ ἐκείνη τῆς γέννησης τοῦ Κωνσταντίνου ἡ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία εἶχε π εριέλθει σὲ χαώδη κατάσταση. Οἱ βασιλεῖς, ὁ ἕνας μετὰ τὸν ἄλλο, φονεύονταν, καὶ ἀνερχόταν ὁ ἑκάστοτε ἐπ ικρατέστερος στὸν θρόνο. Τὸ 284, μετὰ τὴ δολοφονία τοῦ Νουμεριανοῦ, ἀνακηρύχθηκε στὴ Χαλκηδόνα ὡς νέος αὐτοκράτορας ὁ Διοκλητιανός, π οὺ καταγόταν ἀπ ὸ τὴ Δαλματία, καὶ ἔγινε ἀργότερα μεγάλος διώκτης τῶν χριστιανῶν. Βασίλευσε γιὰ 21 ἔτη ( μέχρι τὸ 305), δύο ὅμως ἔτη μετὰ (286) διαίρεσε τὸ Ρωμαϊκὸ κράτος σὲ δύο τμήματα, τὸ Ἀνατολικὸ ἢ Ἰλλυρικὸ καὶ τὸ Δυτικὸ τμῆμα. Τὸ Ἀνατολικὸ τμῆμα π εριλάμβανε τὴν Ἑλλάδα, τὴ Μικρὰ Ἀσία καὶ τὴν Αἴγυπ το, καὶ εἶχε π ρωτεύουσα τὴ Νικομήδεια, ὅπ ου ἐγκαταστάθηκε ὁ ἴδιος καὶ ἀπ ᾿ ὅπ ου διεύθυνε τὴν ὅλη αὐτοκρατορία. Στὸ Δυτικὸ τμῆμα, π οὺ π εριλάμβανε τὴν Ἰταλία, τὴ Γαλλία, τὴν Ἱσπ ανία, τὴ Βρεταννία καὶ τὴ Βόρεια Ἀφρική, μὲ ἕδρα τὰ Μεδιόλανα ( Μιλᾶνο τῆς Ἰταλίας) ἐγκατέστησε αὐτοκράτορα τὸν ἔμπ ιστο φίλο του Μαξιμιανὸ τὸν Ἑρκούλιο ( Ἡρακλῆ).
Προχωρώντας στὴ διοικητικὴ μεταρρύθμισή του ὁ Διοκλητιανός, τὸ 293 διόρισε ἄλλους δύο βοηθοὺς στὴν ἐνάσκηση τῆς ἐξουσίας, τοὺς ὁπ οίους ὀνόμασε Καίσαρες, ἐνῶ ὁ ἴδιος καὶ ὁ Μαξιμιανὸς διατήρησαν τὸν τίτλο τοῦ Αὐγούστου ( Σεβαστοῦ). Οἱ Καίσαρες θὰ ἦσαν συμβασιλεῖς, βοηθοὶ καὶ διάδοχοι τῶν Αὐγούστων. Στὴν Ἀνατολὴ ὁ Διοκλητιανὸς π ροσέλαβε ὡς Καίσαρα τὸν γαμβρό του Γαλέριο, ἐνῶ στὴ Δύση ὅρισε τὸν Κωνστάντιο Α΄ τὸν Χλωρὸ ( Εἰκ . 2) , ὑπ ὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Μαξιμιανοῦ.
Εἰκ. 2. Κωνστάντιος Α´. Φόλλις ποὺ ἐκοψε ὡς καίσαρας (293-305)
Ὁ Κωνστάντιος μὲ τὴν ἀνακήρυξή του σὲ Καίσαρα ( τὸ 293) ἀναγκάσθηκε νὰ διαζευχθεῖ τὴν Ἑλένη, λόγῳ τῆς ταπ εινῆς καταγωγῆς της, τὴν ὁπ οία ἡ ρωμαϊκὴ νομοθεσία θεωροῦσε ἀσυμβίβαστη γιὰ τὴν ἄνοδο σὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα τοῦ κράτους. Ἡ Ἑλένη ἔδειξε ἀπ όλυτη κατανόηση στὸ δίλημμα τοῦ Κωνσταντίου, ὁ ὁπ οῖος ὑπ οχρεώθηκε νὰ νυμφευθεῖ τὴ θετὴ θυγατέρα τοῦ Αὐγούστου τῆς Δύσης Μαξιμιανοῦ Θεοδώρα. Ἀπ οσύρθηκε τότε ἡ Ἑλένη ἀπ ὸ τὸν δημόσιο βίο καὶ ἐπ ιδόθηκε σὲ π οικίλα ἔργα φιλανθρωπ ίας, εἶχε δὲ τὴ συμπ αράσταση τοῦ υἱοῦ της Κωνσταντίνου σὲ ὅλους τοὺς σταθμοὺς τῆς ἐξέλιξής του ( Καῖσαρ, Αὔγουστος, Αὐτοκράτορας). Ἀλλὰ στὸ ἔργο τῆς Ἑλένης θὰ ἐπ ανέλθουμε ἀργότερα.
Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμηρος στοὺς Διοκλητιανὸ καὶ Γαλέριο . Ὁ Θεὸς τὸν διασώζει
Τότε (293) ὁ Διοκλητιανός, γιὰ π ερισσότερη ἀκόμη ἀσφάλειά του, κράτησε ὅμηρο κοντά του τὸν Κωνσταντῖνο, ὡς ἐγγυητὴ τῆς π ιστότητας τοῦ π ατέρα του. Στὴν αὐτοκρατορικὴ αὐλὴ τῆς Ἀνατολῆς π αρέμεινε ὁ Κωνσταντῖνος μέχρι καὶ π οὺ βασίλευσε ὁ Γαλέριος ( ἔτος 305), συναναστρεφόμενος μὲ ἀσεβεῖς καὶ τυράννους. Δὲν ἐξομοιώθηκε ὅμως στὰ ἤθη καὶ τὶς π ράξεις μὲ αὐτούς, γιατὶ ἡ ἁγία μητέρα του Ἑλένη φρόντισε νὰ τοῦ δώσει ὀρθὴ ἀνατροφή. Κατ᾿ αὐτὸ τὸ διάστημα εἶχε τὴν εὐχέρεια νὰ μαθητεύσει σὲ π ολὺ ἀξιόλογους διδασκάλους. Παράλληλα ἐντάχθηκε στὶς τάξεις τοῦ ρωμαϊκοῦ στρατοῦ καὶ ἔλαβε μέρος σὲ ἐκστρατεῖες μὲ τὸ ὑψηλὸ ἀξίωμα τοῦ τριβούνου.
Ὁ νεαρὸς Κωνσταντῖνος διακρινόταν γιὰ τὴν ὡραιότητα τοῦ σώματος, τὸ ἐντυπ ωσιακὸ π αράστημα, τὴ μεγάλη του δύναμη καὶ τὶς φυσικὲς δεξιότητες, ἀλλὰ καὶ τὰ ἔξοχα π νευματικά του χαρίσματα, τὴ σωφροσύνη, τὴ φρόνηση, τὴ σοφία καὶ εὐγένεια τῶν τρόπ ων, π οὺ καθιστοῦσαν π αντοῦ αἰσθητὴ τὴν π αρουσία του.
Οἱ εἰδωλολάτρες τύραννοι τὸν ζήλευαν τρομερὰ γιὰ τὰ π οικίλα του χαρίσματα, καὶ σχεδίαζαν νὰ τὸν θανατώσουν μὲ τρόπ ο π ονηρὸ καὶ μυστικό. Ὁ Πανάγαθος ὅμως Θεός, π οὺ γνωρίζει τὰ μέλλοντα νὰ συμβοῦν, διαφύλαξε ἀβλαβῆ τὸν Κωνσταντῖνο ἀπ ὸ τὶς δολοπ λοκίες καὶ π ανουργίες τους καί, τελικά, ἐξολόθρευσε τοὺς φθονεροὺς ἐχθρούς του.
Τὸ ἔτος 305, κατόπ ιν συμφωνίας, οἱ δύο Αὔγουστοι Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς π αραιτήθηκαν ἀπ ὸ κοινοῦ καὶ ἀπ οσύρθηκαν ἀπ ὸ τὴν ἐξουσία. Τότε στὴ θέση τους ἀνακηρύχθηκαν Αὔγουστοι, στὴ Δύση μὲν ὁ π ατέρας τοῦ Κωνσταντίνου Κωνστάντιος καὶ στὴν Ἀνατολὴ ὁ γαμβρὸς τοῦ Διοκλητιανοῦ Γαλέριος. Ὁ Κωνσταντῖνος ὅμως κρατήθηκε στὴν αὐλὴ τοῦ Γαλερίου, π οὺ φθονοῦσε τὰ ἐξαίρετα π ροτερήματά του, καὶ π ροσπ άθησε κι αὐτὸς μὲ δολιότητα νὰ τὸν ἐξοντώσει. Μὲ τὴ βοήθεια ὅμως τοῦ Κυρίου διέμεινε καὶ π άλιν ἀβλαβὴς καί, μὲ ἔγκριση τελικὰ τοῦ Γαλερίου, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Κωνστάντιος τὸ εἶχε ζητήσει, ἔσπ ευσε στὰ Τρέβηρα τῆς Γαλατίας τὸ ἴδιο ἔτος (305) νὰ συναντήσει τὸν ἀσθενῆ π ατέρα του, π οὺ εἶχε ἀναλάβει ἐκστρατεία γιὰ τὴ Μεγάλη Βρεταννία.
Ὁ Κωνσταντῖνος ἀνακηρύσσεται βασιλέας
Μόλις ὁ Κωνστάντιος εἶδε τὸν υἱό του, χάρηκε ὑπερβολικά, γιατὶ τὸν δέχθηκε στὴν πιὸ κατάλληλη στιγμή, ἀφοῦ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν ἀφήσει διάδοχο τοῦ θρόνου του. Καὶ εἶχε μὲν ὁ Κωνστάντιος ἄλλους τρεῖς υἱοὺς ἀπὸ τὴ σύζυγό του Θεοδώρα, ἀλλ᾿ ὁ Κωνσταντῖνος κέρδισε ἀμέσως τὴν πλήρη ἐμπιστοσύνη τοῦ πατέρα του, καθὼς καὶ τὸν θαυμασμὸ τοῦ στρατοῦ, γιὰ τὰ ἔξοχα διοικητικὰ καὶ στρατηγικά του προσόντα. Γιὰ τοῦτο καὶ πρὶν ἀποθάνει, διόρισε τὸν Κωνσταντῖνο βασιλέα. Ἔτσι ὁ θάνατος τοῦ Κωνστάντιου στὶς 7 Ἰουλίου τοῦ 306 στὴν πόλη Ἐβόρακο (Ὑόρκη) τῆς Βρεταννίας δὲν δημιούργησε προβλήματα διαδοχῆς, γιατὶ ὁ στρατὸς μὲ ἐνθουσιώδεις ἐκδηλώσεις ἀνακήρυξε ὡς διάδοχό του τὸν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος νυμφεύθηκε τὴ Μινερβῖνα, ἀπ᾿ τὴν ὁποία ἀπέκτησε υἱὸ τὸν Κρίσπο. Ὁ Κωνσταντῖνος λοιπὸν στέφθηκε Καίσαρας στὶς 24 Ἰουλίου τοῦ 306.
Ἐδῶ πρέπει νὰ τονίσουμε καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ Κωνσταντίου. Αὐτός, ἂν καὶ δὲν ἦταν χριστιανός, ἀγαποῦσε ὅμως καὶ τιμοῦσε πολὺ τοὺς χριστιανούς. Καὶ ἦταν ὁ μόνος ἡγεμόνας, ποὺ δὲν ἄσκησε διωγμοὺς στὶς ἐπαρχίες ποὺ ἐξουσίαζε, ὅταν οἱ ἄλλοι τρεῖς (Διοκλητιανός, Γαλέριος καὶ Μαξιμιανὸς) εἶχαν κινήσει τοὺς γνωστοὺς μεγάλους διωγμούς, κατὰ τοὺς ὁποίους ἀναδείχτηκαν πλήθη Μαρτύρων. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ τίμησε τοὺς πιστοὺς χριστιανοὺς τῆς αὐλῆς του μὲ ὑψηλὰ ἀξιώματα. Ἦταν ἀκόμη πολὺ ἐλεήμονας καὶ φιλάνθρωπος, γιατὶ ποτὲ δὲν θησαύρισε χρυσάφι ἢ ἀσήμι πέρα ἀπὸ τὶς ἀνάγκες ποὺ εἶχε, καὶ βοηθοῦσε πάντοτε τοὺς πτωχούς. Καὶ ὁ σεπτὸς υἱός του κληρονόμησε τὶς πατρικὲς αὐτὲς ἀρετές, ἐπαυξάνοντάς τες.
Στὸ διάστημα αὐτὸ ὁ Διοκλητιανὸς εἶχε ὁρίσει Καίσαρα τῆς Ἀνατολῆς τὸν Μαξιμῖνο Δαΐα, ἐνῶ στὴ Δύση τὸν στρατηγὸ Σεβῆρο, ποὺ ἔστειλε στὴ Ρώμη. Αὐτός, μὲ τὸν θάνατο τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ, ἀνακηρύχθηκε αὐτοκράτορας στὴ Δύση. Τότε ὅμως ὁ υἱὸς τοῦ παραιτηθέντος αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, ὁ Μαξέντιος, ποὺ ἦταν καὶ γαμβρὸς τοῦ Γαλερίου, ἀνάγκασε τὸν πατέρα του νὰ ἐπανέλθει στὸν θρόνο, καὶ οἱ δύο κατανίκησαν στὴ συνέχεια τὸν Σεβῆρο, τὸν φόνευσαν καὶ ἀνακηρύχθηκαν αὐτοὶ αὐτοκράτορες στὴ Ρώμη (28.10.306). Κατόπιν συνῆψαν συμμαχία μὲ τὸν Κωνσταντῖνο, ὁ ὁποῖος καὶ διαζεύχθηκε τὴν πρώτη σύζυγό του Μινερβῖνα, νυμφεύθηκε δὲ μὲ τὴν κόρη τοῦ Μαξιμιανοῦ καὶ ἀδελφὴ τοῦ Μαξεντίου Φαῦστα (31 Μαρτίου 307), νέα περίφημη γιὰ τὴν ὀμορφιά της, ἀλλὰ πονηρὴ καὶ κακότροπη, ὅμοια στὸν χαρακτῆρα μὲ τὸν πατέρα της.
Θάνατος τῶν Μαξιμιανοῦ καὶ Γαλερίου
Ἀποκαταστάθηκε τότε προσωρινὰ ἡ εἰρήνη στὰ πολιτικὰ πράγματα τῆς αὐτοκρατορίας, καὶ ὁ Κωνσταντῖνος ἐγκατέστησε τὴν ἕδρα του στὴν πόλη Ἀρελάτη τῆς νότιας Γαλλίας, ἀπ᾿ ὅπου διακυβερνοῦσε τὸ βασίλειό του μὲ κάθε δικαιοσύνη, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀγαπήθηκε πολὺ ἀπ᾿ τὸν λαό.
Ἐνωρὶς ὁ Μαξιμιανὸς ἦλθε σὲ ρήξη πρὸς τὸν υἱό του Μαξέντιο, καὶ ἐπιχείρησε νὰ τοῦ ἀφαιρέσει τὸν θρόνο. Νικήθηκε ὅμως ἀπ᾿ αὐτόν, καὶ κατέφυγε στὸν γαμβρό του Κωνσταντῖνο, ποὺ τὸν δέχθηκε μὲ πραγματικὴ καλωσύνη. Ἐπειδὴ ὅμως κι ἐκεῖ ἐπιδόθηκε σὲ μηχανορραφίες καὶ συνωμοσία ἐναντίον τοῦ Κωνσταντίνου, αὐτὸς διέταξε τὴ φυλάκισή του. Τελικά, ἀπελπισμένος, ὁ Μαξιμιανὸς αὐτοκτόνησε (Ἰούλιος τοῦ 310), κι αὐτοτιμωρήθηκε ἔτσι γιὰ ὅσα κακὰ εἶχε διαπράξει.
Ὁ Γαλέριος, σκοπεύοντας νὰ κυριαρχήσει καὶ στὴ Δύση, συγκέντρωσε πολυάριθμο στρατὸ καὶ ἐκστράτευσε ἐναντίον τῶν Μαξεντίου καὶ Κωνσταντίνου. Καθ᾿ ὁδὸν πρὸς τὴ Ρώμη ἔπεσε σὲ παγίδα τοῦ Μαξεντίου καὶ ἔπαθε μεγάλη καταστροφή. Φοβήθηκε λοιπόν, ὑποχώρησε, καὶ στράφηκε κατὰ τοῦ Κωνσταντίνου. Ἀλλὰ καὶ στὴ μάχη μ᾿ αὐτὸν ἔπαθε τέτοια πανωλεθρία, ὥστε σὲ λίγο διάστημα τὸ στράτευμά του ἀφανίστηκε τελειωτικά. Τότε ἀφαίρεσε τὴ βασιλικὴ στολὴ καὶ φόρεσε πτωχική, γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρίζεται καί, μαζὶ μὲ λίγους ἔμπιστους στρατιῶτες του διέφυγε καὶ κρυβόταν ἀπὸ χώρα σὲ χώρα. Ὁ Κωνσταντῖνος ἔστειλε παντοῦ ἀνθρώπους νὰ τὸν βροῦν καὶ νὰ τὸν θανατώσουν, ἀλλ᾿ ἡ θεία Δίκη πρόλαβε καὶ τὸν βρῆκε πιὸ πρίν, γιατὶ περιέπεσε σὲ φοβερὴ ἀσθένεια καὶ ἀπέθανε (Μάιος 311).
Ἡ ἐμφάνιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὸν οὐρανὸ καὶ τοῦ Χριστοῦ στὸν ὕπνο τοῦ Κωνσταντίνου
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Γαλερίου, οἱ αὐτοκράτορες τῆς Ἀνατολῆς Αὔγουστος Λικίνιος καὶ Καίσαρας Μαξιμῖνος ἦρθαν σὲ ρήξη. Τότε ὁ Μαξιμῖνος συνῆψε συμμαχία μὲ τὸν Μαξέντιο, ὁ δὲ Λικίνιος μὲ τὸν Κωνσταντῖνο, και, ὡς ἐχέγγυο, νυμφεύθηκε τὴν Κωνσταντία, θετὴ ἀδελφὴ τοῦ Κωνσταντίνου.
Ὁ Μαξέντιος τότε ἄρχισε νὰ συγκεντρώνει πολυάριθμο στρατὸ ἀπὸ τὴν Ἰταλία καὶ Ἀφρική, μὲ σαφῆ προοπτικὴ τὴν ἐξουδετέρωση τῆς ἀπειλῆς τοῦ Κωνσταντίνου στὴ Δύση, καὶ σκόπευε νὰ κάμει αἰφνιδιαστικὴ εἰσβολὴ στὴ Γαλατία. Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δὲν εἶχε ἄλλη ἐπιλογή, ἀκούοντας μάλιστα τὶς αἰσχρουργίες καὶ τὴν τυραννία τοῦ Μαξεντίου στοὺς Ρωμαίους, γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀνέλαβε μὲ ἀποφασιστικότητα τὴν πρώτη κίνηση, ἂν καὶ διέθετε πολὺ μικρότερες δυνάμεις. Ἀφοῦ διαπέρασε μὲ τὸν στρατό του τὶς Ἄλπεις, κατέλαβε μὲ ἀστραπιαία προέλαση, τὴ μιὰ μετὰ τὴν ἄλλη, τὶς πόλεις τῆς βόρειας Ἰταλίας μέχρι τὸν Ἠριδανὸ (Πάδο) ποταμὸ (Σεπτέμβριος 312). Ἡ θριαμβευτικὴ εἴσοδός του στὰ Μεδιόλανα ἄνοιξε τὸν δρόμο πρὸς τὴ Ρώμη, τὴν ὁποία ὁ Μαξέντιος ἐπέλεξε ὡς τόπο τῆς ἀναμέτρησής του. Ἔτσι λοιπὸν ὁ Κωνσταντῖνος, προελαύνοντας ἀήττητος, ἔφθασε στὰ πρόθυρα τῆς Ρώμης, ὅπου τὸν περίμενε ὁ Μαξέντιος μὲ πολὺ μεγαλύτερες δυνάμεις. Τὰ δύο στρατεύματα ἀντιπαρατάχθηκαν τότε, ἕτοιμα γιὰ τὴν τελικὴ μάχη. Ἐνῶ λοιπὸν ὁ Κωνσταντῖνος παρατηροῦσε περίλυπος τὰ ἐχθρικὰ στρατεύματα καὶ συλλογιζόταν πῶς θὰ μποροῦσε νὰ ἐπιτύχει τὴ νίκη, κατὰ τὶς πρῶτες ἀπογευματινὲς ὧρες τῆς ἡμέρας ἐκείνης εἶδε στὸν οὐρανὸ φωτεινὸ τὸ σημεῖο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ καὶ γύρω του τὴν ἐπιγραφή, «Ἐν τούτῳ νίκα» (Εἰκ. 3).
Εἰκ. 3. Τὸ ὅραμα ῾Ἐν τούτῳ νίκα῾῾
Μάρτυρας τῆς θαυμαστῆς αὐτῆς θεοσημίας ὑπῆρξε ὅλο τὸ στράτευμα τοῦ Κωνσταντίνου! Ἀποροῦσε δὲ ὁ εὐσεβὴς βασιλέας γιὰ τὸ νόημα τοῦ ὁράματος. Γι᾿ αὐτὸ τὴ νύχτα φάνηκε στὸν ὕπνο του καὶ ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, ἑρμηνεύοντάς το σ᾿ αὐτὸν καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κατασκευάσει ἕνα σταυρικὸ λάβαρο, σὰν ἐκεῖνο ποὺ εἶδε, νὰ τὸ φέρει μὲ πίστη ὡς φυλακτήριο στοὺς πολέμους, καὶ θὰ νικοῦσε μὲ τὴ δύναμή Του πάντοτε τοὺς ἐχθρούς του.
Εἰκ. 4. Τὸ λάβαρο τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου σὲ νόμισμα τῆς ἐποχῆς, ὅπου ἀπεικονίζεται ἡ νίκη τοῦ Χριστοῦ
Πράγματι τὴν ἑπομένη τὸ πρωὶ κάλεσε τεχνῖτες καὶ διέταξε καὶ κατασκεύασαν τὸ λάβαρο τοῦ Σταυροῦ, τὸ ὁποῖο ἐπιχρυσώθηκε καὶ στολίσθηκε στὸ ἄνω μέρος μὲ στεφάνι ἀπὸ πολύτιμους λίθους, ποὺ ἔφερε στὸ μέσο τὸ χριστόγραμμα ΧΡ (Εἰκ. 4). Ἀπὸ τὸ ἐγκάρσιο κέρας κρεμόταν ὕφασμα, ἐπίσης στολισμένο μὲ πολύτιμους λίθους (Εἰκ. 5) . Τοῦτο τὸ θεῖο λάβαρο πρόσταξε πενῆντα ἐκλεκτοὺς στρατιῶτες νὰ τὸ μεταφέρουν ἐναλλὰξ μπροστὰ ἀπ᾿ ὅλο τὸ στράτευμα.
Εἰκ. 5. Σχηματικὴ ἀπεικόνιση τοῦ Λάβαρου τοῦ μεγάλου Κωνσταντίνου
Τὸ ἱερὸ λάβαρο θριαμβεύει
Ὁ Μαξέντιος, ἔχοντας βεβαιότητα ὅτι θὰ νικήσει τὸν Κωνσταντῖνο, κατασκεύασε κάτω ἀπ ὸ τὴν π αλαιὰ γέφυρα τοῦ Τίβερη π οταμοῦ Μουλβία ( Εἰκ . 6) , ἄλλη, χαμηλότερη καὶ εὔθραστη.
Εἰκ. 6. Ἡ Μουλβία Γέφυρα
Μὲ τὴν π ανουργία του αὐτὴ ἔλπ ιζε π ὼς ὁ Κωνσταντῖνος, σὰν θὰ νικόταν καὶ θὰ π ροσπ αθοῦσε νὰ διαφύγει, θὰ π ερνοῦσε ἀπ ᾿ αὐτὴ τὴ δόλια γέφυρα μὲ τὸ στράτευμά του. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε π ολὺ διαφορετικὰ τὰ π ράγματα!
Πραγματικά, ὅταν συγκροτήθηκε ἡ τελικὴ μάχη στοὺς Κόκκινους Βράχους (28 Ὀκτωβρίου 312), νίκησε ὁ Σταυρός, τὸ ἀνίκητο σύμβολο, π οὺ π ροπ ορευόταν τοῦ στρατεύματος τοῦ Κωνσταντίνου! Τόσος φόβος κατέλαβε τότε τὸν Μαξέντιο, π οὺ τὰ ἔχασε, καὶ δὲν ἔβλεπ ε π ρὸς τὰ π οῦ π ήγαινε! Καταδιωγμένος, ὅρμησε ἀπ ερίσκεπ τα νὰ π εράσει ἀπ ὸ τὴ δόλια ἐκείνη γέφυρα, ὄχι μόνο ὁ ἴδιος, ἀλλὰ καὶ ἀνώτεροι ἀξιωματικοὶ καὶ ἀρκετοὶ στρατιῶτες του. Ἀμέσως ὅμως ἀπ οκόπ ηκε ἡ γέφυρα καί, ἀφοῦ π έσανε ὅλοι μέσα στὸν Τίβερη π οταμό, π νίγηκαν! Ὁ Κωνσταντῖνος τότε δόξασε τὸν Θεό, καὶ θαύμασε τὴ δύναμη τοῦ Σταυροῦ, βλέπ οντας τέτοιο θαῦμα. Σὲ λίγο ὁ ὑπ όλοιπ ος στρατὸς τοῦ Μαξεντίου ἀπ οδεκατίσθηκε καὶ διαλύθηκε.
Εἰκ. 7. Εἴσοδος στὴ Ρὠμη μετὰ τὴ νίκη τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου
Τὸν θρίαμβο τοῦ Κωνσταντίνου γιόρτασαν μὲ μεγάλη χαρὰ ὅλοι οἱ π ολίτες τῆς Ρώμης ( Εἰκ . 7). Στόλισαν μεγαλόπ ρεπ α τὴν π όλη καὶ ὑπ οδέχτηκαν συγκινημένοι τὸν μεγάλο νικητὴ μὲ κραυγὲς εὐφημικές. Ἀλλ᾿ ὁ Κωνσταντῖνος ἀπ έδωσε μεγαλόφωνα τὴ νίκη στὸν Θεό, καὶ π ρόσταξε νὰ στήσουν ἀναμνηστικὲς στῆλες μὲ τὸν Τίμιο Σταυρὸ στὰ κυριώτερα μέρη τῆς π όλης. Ἀκόμη νὰ ἐρευνήσουν π ροσεκτικὰ γιὰ τὴν ἀνεύρεση τῶν ἱερῶν λειψάνων τῶν ἁγίων Μαρτύρων, π οὺ εἴχανε χύσει τὸ αἷμα τους γιὰ τὴν ἀγάπ η τοῦ Χριστοῦ, καὶ νὰ τὰ ἐνταφιάσουν μὲ τὴν π ρέπ ουσα τιμὴ καὶ εὐλάβεια. Ἀλλὰ συνεχίστηκαν οἱ εὐεργεσίες τοῦ θεοπ ρόβλητου βασιλέα: Ἀνακάλεσε ἀπ ὸ τὴν ἐξορία τοὺς ἐξορίστους, ἀπ ελευθέρωσε τοὺς κρατουμένους ἀπ ὸ τὶς φυλακές, ἀπ έδωσε τιμὲς στὸν κλῆρο, ἀνήγειρε ναοὺς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, σκόρπ ισε π λουσιοπ άροχη ἐλεημοσύνη π ρὸς τοὺς ἐνδεεῖς καὶ π ένητες!
Ἀλλὰ καὶ μετὰ τὸ διπ λὸ π ιὸ π άνω ὅραμα ( τοῦ Σταυροῦ καὶ τοῦ Χριστοῦ) καὶ τὴ θαυμαστὴ νίκη μὲ τὴ βοήθειά Τους, ὁ Κωνσταντῖνος, π οὺ ἦταν ἤδη εὐνοϊκὰ π ροδιατεθειμένος π ρὸς τὸν Χριστιανισμό, ζήτησε ἱερωμένους εὐλαβεῖς, οἱ ὁπ οῖοι τὸν κατήχησαν καὶ τὸν δίδαξαν π οιὸς ἦταν ἀκριβῶς ὁ Θεός, π οὺ τοῦ ἐμφανίσθηκε, καὶ τὸ βαθύτερο νόημα τοῦ ὁράματός του, καθὼς καὶ τὰ κύρια δόγματα τῆς χριστιανικῆς π ίστης. Κι αὐτὸς μαθήτευσε ταπ εινὰ κοντά τους. Ἔκτοτε ἐπ ιδόθηκε σὲ ἱερὰ ἀναγνώσματα καὶ κατέστησε ἐναρέτους ἱερεῖς ὡς συμβούλους του.
Τὸ Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων
Λίγους μῆνες μετὰ τὴ μεγάλη αὐτὴ νίκη ( στὶς ἀρχὲς Φεβρουαρίου τοῦ 313), οἱ δύο νικητὲς καὶ σύμμαχοι αὐτοκράτορες, ὁ Αὔγουστος τῆς Δύσης Κωνσταντῖνος καὶ ὁ Αὔγουστος τῆς Ἀνατολῆς Λικίνιος ( Εἰκ . 8), συναντήθηκαν στὰ Μεδιόλανα ( σημερινὸ Μιλᾶνο) τῆς Ἰταλίας, ὅπ ου ἐξέδωσαν καὶ ὑπ έγραψαν μαζὶ τὶς π ερίφημες Ἀ π οφάσεις τῶν Μεδιολάνων , εὐρύτερα γνωστὲς ὡς Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων .
Εἰκ. 8. Ὁ Λικίνιος σὲ νόμισμα τῆς ἐποχῆς του
Μὲ αὐτὲς καθιερώθηκε ἡ γενικὴ ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας, μὲ κύριο στόχο τὴν κατοχύρωση καὶ ἀναγνώριση τῆς θρησκευτικῆς ἐλευθερίας γιὰ τὸν Χριστιανισμό. Με τὶς π ρόνοιες τοῦ Διατάγματος αὐτοῦ ἔμμεσα κατηργεῖτο ἡ ἐθνικὴ λατρεία ( εἰδωλολατρία). Οἱ Ἀ π οφάσεις αὐτὲς δημοσιεύτηκαν καὶ στὴν Ἀνατολή, μὲ σχετικὸ διάταγμα τοῦ Λικινίου.
Ὁ Κωνσταντῖνος γίνεται μονοκράτορας
Ἐνόσῳ ζοῦσε στὴν Ἀνατολὴ ὁ Καίσαρας Μαξιμῖνος Δαΐας, π ολλοὶ Χριστιανοὶ βρῆκαν ἐπ ώδυνο θάνατο ἀπ ᾿ αὐτὸν στὸν διωγμό, π οὺ κήρυξε ἐναντίον τους. Ὁ Μαξιμῖνος, ἔχοντας ἐπ ιθυμία νὰ κυριαρχήσει σ᾿ ὅλη τὴ Ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, μάζεψε στρατὸ καὶ κίνησε π όλεμο κατὰ τοῦ Λικινίου. Ἀφοῦ λοιπ ὸν π έρασε τὸν Βόσπ ορο καὶ συγκρότησε μάχη μὲ τὸν Λικίνιο στὴν Πέρινθο (313), ἔπ αθε π ανωλεθρία. Κατέφυγε ὕστερα στὴν Ταρσό, ὅπ ου ἀπ έθανε ἀπ ὸ θεήλατη φοβερὴ ἀσθένεια. Ἀμέσως μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Μαξιμίνου τελέστηκε ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μὲ τὴν Κωνσταντία, ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, γιὰ νὰ ἐπ ισφραγιστεῖ ἡ συμμαχία τῶν δύο αὐτοκρατόρων. Ἀλλ᾿ ἡ συμμαχία αὐτὴ δὲν διάρκεσε γιὰ π ολύ.
Ἤδη ἀπ ὸ τὸ 314 ἀρχίζουν οἱ συγκρούσεις τῶν δύο μοναρχῶν στὸ Ἰλλυρικό, τὸ μεγαλύτερο τμῆμα τοῦ ὁπ οίου κατέκτησε ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος, καὶ τὴν 1 η Μαρτίου 317 εἰσῆλθε θριαμβευτικὰ στὴ Σαρδικὴ ( Σόφια). Ἀπ ὸ τότε ἄρχισε π ροοδευτικὰ ἡ στροφὴ τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀνατολῆς π ρὸς τὸν Μέγα Κωνσταντῖνο, π οὺ ἔγινε ἰδιαίτερα αἰσθητὴ τὸ 322, ὅταν αὐτὸς νίκησε τοὺς Σαρμάτες καὶ κατέβηκε ἀνεμπ όδιστος μέχρι τὴ Μακεδονία. Ὁ ἐνθουσιασμὸς τῶν π ιστῶν π ροκάλεσε τὸν φθόνο τοῦ Λικινίου, τόσο, π οὺ λησμονῶντας τοὺς ὅρκους π οὺ ἔδωσε, ἄρχισε νὰ κακοπ οιεῖ τοὺς π ιστοὺς στὶς ἀνατολικὲς ἐπ αρχίες. Ἀρχικὰ ἔλαβε μέτρα κατὰ τῶν ἐπ ισκόπ ων, καὶ ἀπ αγόρευσε τὴ συνάθροισή τους σὲ συνόδους, καθὼς καὶ τὸν ἐκκλησιασμὸ τῶν γυναικῶν (322), καὶ, τέλος, κίνησε φανερὸ διωγμὸ κατὰ τῶν π ιστῶν, ἀναδεικνύοντας π λήθη Μαρτύρων.
Τὸ 323 ὁ Κωνσταντῖνος, ὁπ λισμένος μὲ νηστεία, ἁγνότητα καὶ π ροσευχή, εἰσέβαλε στὴ Θράκη, μὲ τὴν π ρόφαση τῆς ἐξουδετέρωσης τῶν Γότθων. Ὕστερα π ροχώρησε στὴν τελικὴ ἀναμέτρηση μὲ τὸν Λικίνιο. Ἡ π ρώτη μάχη ἔγινε κοντὰ στὴν Ἀδριανούπ ολη ( Ἰούλιος 324). Τὰ στρατεύματα τοῦ Κωνσταντίνου π ρέλαυναν, ἔχοντας π άντοτε μπ ροστὰ τὸ ἱερὸ λάβαρο τοῦ Σταυροῦ, π οὺ ἔτρεπ ε τοὺς ἀντιπ άλους σὲ ἄτακτη φυγή. Νικημένος ὁ Λικίνιος, ἀναγκάστηκε νὰ ὀπ ισθοχωρήσει καὶ ὀχυρώθηκε στὸ Βυζάντιο. Ἀλλὰ κι ἐκεῖ νικήθηκε ἀπ ὸ τὸν στρατὸ τοῦ Κωνσταντίνου καὶ τὸν στόλο του, π οὺ εἶχε ὡς ἀρχηγὸ τὸν υἱό του Κρίσπ ο. Γι᾿ αὐτὸ καὶ διαπ εραιώθηκε στὴ Μικρὰ Ἀσία, στὴ Χρυσόπ ολη ( τὸ σημ. Σκούταρι). Στὴν ἐκεῖ μεγάλη τελικὴ μάχη νικήθηκε καὶ π άλιν ὁ Λικίνιος, καί, φεύγοντας, συνελήφθη στὴ Νικομήδεια. Ὁ Κωνσταντῖνος, μὲ τὶς π αρακλήσεις τῆς ἀδελφῆς του, τοῦ χάρισε τὴ ζωὴ καὶ τὸν π εριόρισε μόνο στὴ Θεσσαλονίκη, π αραχωρῶντας του ἐκεῖ π λούσια εἰσοδήματα, γιὰ νὰ συντηρεῖται. Ἀλλ᾿ ὅταν καὶ π άλιν ὁ Λικίνιος ἀθέτησε τὶς ὑπ οσχέσεις του, καὶ ἄρχισε νὰ ὀργανώνει συνωμοσίες ἐναντίον τοῦ εὐεργέτη του Κωνσταντίνου, τότε αὐτὸς διέταξε καὶ τὸν ἀπ οκεφάλισαν. Ἐκριζώθηκε ἔτσι καὶ τὸ τελευταῖο ζιζάνιο τῆς εἰδωλολατρίας καὶ ἀναταραχῆς, καὶ ὁ νικητὴς Μεγάλος Κωνσταντῖνος π αρέμεινε π λέον μονοκράτορας σ᾿ ὅλο τὸ Ρωμαϊκὸ κράτος, ἐξασφαλίζοντας στὴν αὐτοκρατορία του τὴν π ολυπ όθητη ὁμόνοια καὶ εἰρήνη.
Τὰ θεάρεστα ἔργα τοῦ μονοκράτορα Κωνσταντίνου
Ὁ ἔνδοξος νικητὴς Κωνσταντῖνος δὲν κενοδόξησε γιὰ τὰ π ολεμικὰ καὶ ἄλλα κατορθώματά του! Ἀντίθετα, ἀπ έστειλε σ᾿ ὅλες τὶς ἐπ αρχίες τοῦ κράτους του ἐπ ιστολές, στὰ ἑλληνικὰ καὶ λατινικά, ἄλλες π ρὸς τὶς κατὰ τόπ ους Ἐκκλησίες, κι ἄλλες π ρὸς τοὺς ἐκτὸς Ἐκκλησίας ἐθνικοὺς κατὰ π όλη, ὅπ ου, μεταξὺ ἄλλων, διακήρυττε τὸν Θεὸ ὡς αἴτιο τῆς νίκης του, ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν ἀγαθῶν γενικά.
Ἀπ αλλαγμένος π ιὰ ἀπ ᾿ τοὺς π ολέμους, ὁ εὐσεβὴς βασιλέας ἐπ ιδόθηκε σὲ ἔργα θεάρεστα. Καταρχὴν θέσπ ισε εὐεργετικὲς νομοθεσίες γιὰ ἀνάκληση τῶν ἐξορίστων καὶ ἀπ ελευθέρωση τῶν καταδικασμένων γιὰ τὴν π ίστη τους στοὺς π ροηγουμένους διωγμούς, καθὼς καὶ γιὰ τὴν τιμὴ τῶν ἁγίων Μαρτύρων καὶ τὴν ἀπ όδοση τῶν κατασχεθέντων ἐκκλησιαστικῶν κτημάτων στοὺς νομίμους κατόχους τους ( τὶς τοπ ικὲς Ἐκκλησίες). Ἀκόμη, μὲ σχετικοὺς νόμους π ροήγαγε τοὺς Χριστιανοὺς στὰ π οικίλα ἀξιώματα, ἔπ αυσε τὶς εἰδωλικὲς θυσίες καὶ ἐπ ιχορήγησε τὴν ἀνοικοδόμηση νέων ναῶν, καθὼς καὶ τὴ διεύρυνση καὶ συντήρηση π αλαιοτέρων. Περαιτέρω, μὲ σχετικό του διάταγμα, ὅπ ου ἀναφέρεται ἐκτενῶς στοὺς π αρελθόντες διωγμοὺς καὶ τὸ φοβερὸ τέλος ὅλων τῶν διωκτῶν, π ροτρέπ ει, ἀλλὰ δὲν ἐξαναγκάζει, τοὺς π αραμένοντες στὴν ἀπ ιστία νὰ γίνουν Χριστιανοί, καὶ τέλος π ροστάζει νὰ μὴν ἐνοχλεῖ π λέον κανεὶς κανένα γιὰ τὴν π ίστη του. Οἱ ἐλεημοσύνες καὶ εὐεργεσίες τοῦ Κωνσταντίνου ἔρρεαν ὡς ἀκένωτος κρουνὸς π ρὸς τοὺς π άντες, π ροκαλῶντας τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἄμετρη ἐκτίμηση στὸ π ρόσωπ ό του.
Πέραν ἀπ ᾿ αὐτά, θὰ ἀναφερθοῦμε π ιὸ συγκεκριμένα καὶ μὲ συντομία καὶ στὰ ἑξῆς σπ ουδαιότατα ἔργα του, π οὺ ἀπ αθανάτισαν στοὺς αἰῶνες τὴ μνήμη του. Αὐτὰ ἦσαν: ( α) Ἡ σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ( β) ἡ ἀπ οστολὴ τῆς μητέρας του, τῆς ἁγίας Ἑλένης, στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴν ἀνεύρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ( γ) ἡ ἀνοικοδόμηση τῆς Κωνσταντινούπ ολης, καὶ ( δ) ἡ ὁλοκλήρωσή του στὴν Χριστιανικὴ Πίστη μὲ τὴ βάπ τισή του.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος
Τὴν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας, π οὺ π έτυχε μὲ τόσους ἀγῶνες ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, καταπ αύοντας τοὺς διωγμοὺς τῶν Χριστιανῶν, ἦλθε νὰ διασαλεύσει ὁ αἱρετικὸς Ἄρειος, π ρωτοπ ρεσβύτερος καὶ δάσκαλος σχολῆς στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπ του. Αὐτὸς ἄρχισε νὰ κηρύττει βλάσφημα π ὼς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι Ὁμοούσιος ( τῆς ἴδιας οὐσίας) μὲ τὸν Πατέρα Του, ἀλλὰ δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, ἄρα ὄχι ἀληθινὸς Θεός. Πατριάρχης τότε στὴν Ἀλεξάνδρεια ἦταν ὁ ἁγιώτατος Πέτρος, π ού, μετὰ ἀπ ὸ θεϊκὴ ὀπ τασία, στὴν ὁπ οία ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπ οκάλυψε τὸ βέβηλο τῆς διδασκαλίας τοῦ Ἀρείου, καθαίρεσε τῆς ἱερωσύνης τὸν Ἄρειο.
Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Πέτρου, ὁ νέος π ατριάρχης Ἀχιλλᾶς κατόρθωσε μὲ τὶς συμβουλές του νὰ ἐπ αναφέρει τὸν Ἄρειο στὴν εὐσέβεια. Καί, ὅσο καιρὸ ζοῦσε ὁ Ἀχιλλᾶς, ὁ Ἄρειος σιωπ οῦσε καὶ δὲν κήρυττε τὶς αἱρετικές του δοξασίες. Ἀφοῦ ὅμως ἔγινε π ατριάρχης ὁ ἅγιος Ἀλέξανδρος, ἄρχισε καὶ π άλιν ὁ Ἄρειος νὰ διδάσκει τὰ αἱρετικὰ φρονήματά του, καὶ π αρέσυρε μάλιστα μαζί του π ολλοὺς λαϊκοὺς καὶ κληρικούς, ὅπ ως τοὺς ἐπ ισκόπ ους Εὐσέβιο τῆς Νικομηδείας, Παυλῖνο τῆς Τύρου, Θεωνᾶ, Σεκοῦνδο κ. ἄ. Τότε ὁ π ατριάρχης Ἀλέξανδρος συγκάλεσε τοπ ικὴ Σύνοδο, ἡ ὁπ οία καθαίρεσε καὶ π άλιν τὸν Ἄρειο καὶ τοὺς ὀπ αδούς του.
Ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος π αρακολουθοῦσε μὲ μεγάλη του λύπ η τὰ ἔκτροπ α τοῦ Ἀρείου καὶ τῶν ὀπ αδῶν του, καθὼς καὶ τὴ μεγάλη σύγχυση, π οὺ π ροκαλοῦσαν σ᾿ ὅλες τὶς τοπ ικὲς Ἐκκλησίες. Ἐπ ιθυμῶντας λοιπ ὸν νὰ ἐπ αναφέρει τὴν ὁμόνοια καὶ εἰρήνη στὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, π ροσέταξε νὰ συγκεντρωθοῦν στὴ μεγαλούπ ολη Νίκαια τῆς Βιθυνίας ἐπ ίσκοπ οι ἀπ ὸ ὅλες τὶς τοπ ικὲς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες, γιὰ νὰ μελετήσουν τὸ ὅλο ζήτημα. Πράγματι τὸν Μάιο τοῦ ἔτους 325 συναθροίστηκαν ἐκεῖ 318 θεοφόροι Πατέρες καὶ συγκρότησαν Σύνοδο, ἡ ὁπ οία ἀναγνωρίσθηκε στὴ συνέχεια ὡς ἡ Πρώτη Οἰκουμενική, στὴν ὁπ οία π αρακάθισε π ροσωπ ικὰ καὶ ὁ ἴδιος ὁ φιλόχριστος βασιλέας.
Ἀφοῦ λοιπ ὸν ὁ Κωνσταντῖνος π ροέτρεψε τοὺς ἐπ ισκόπ ους νὰ μελετήσουν τὸ θεολογικὸ ζήτημα, κάλεσε τὸν Ἄρειο νὰ π αρουσιασθεῖ μὲ τοὺς ἀκολούθους του, γιὰ νὰ ἐκθέσει τὶς ἀπ όψεις του καὶ ν᾿ ἀκούσει γιὰ τὸ θέμα αὐτὸ τὶς ἀπ οφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου. Παρουσιάσθηκε π ράγματι ὁ Ἄρειος, ἀκολουθούμενος ἀπ ὸ π ολλοὺς φιλοσόφους καὶ ρήτορες, π οὺ οἱ ἅγιοι Πατέρες νίκησαν κατὰ τὴ γενόμενη συζήτηση καθ᾿ ὁλοκληρία, ἀφοῦ ἐξήγησαν σ᾿ αὐτοὺς τὶς ἀλήθειες τῆς ἁγίας Πίστεώς μας μὲ ταπ εινὸ π νεῦμα. Κατόρθωσαν ἔτσι νὰ ἑπ αναφέρουν π ολλοὺς στὸν ὀρθὸ δρόμο μὲ τὰ θεόπ νευστα λόγια τους καὶ τὰ θαύματα, π οὺ ἐπ ετέλεσαν. Τέτοια θαύματα γίνανε μπ ροστὰ στὴν ἁγία Σύνοδο ἀπ ὸ τὸν ἅγιο Σπ υρίδωνα ἐπ ίσκοπ ο Τριμιθοῦντος ( θαῦμα τοῦ κεραμιδιοῦ) καὶ τὸν ἅγιο Ἀχίλλειο ἐπ ίσκοπ ο Λαρίσσης ( θαῦμα π έτρας, π οὺ μὲ τὴν π ροσευχή του ἀνάβλυσε λάδι). Ἄλλοι ἀκόμη Πατέρες συντάραξαν τοὺς φιλοσόφους, καὶ ἐπ ανέφεραν π ολλοὺς ἀπ ᾿ αὐτοὺς στὴν ἀλήθεια, μὲ τὴν ἁπ λότητα τῆς συμπ εριφορᾶς τους καὶ τὴ θεοπ νευστία τῶν ἐπ ιχειρημάτων τους. Ὁ Ἄρειος ὅμως καὶ π άλιν δὲν θέλησε νὰ π αραδεχθεῖ τὴν π λάνη του. Τότε ἡ ἁγία Σύνοδος καθαίρεσε καὶ ἀναθεμάτισε αὐτὸν καὶ τὴ διδασκαλία του καὶ ὅσους μείνανε π ροσκολλημένοι στὴν π λάνη του.
Ἡ ἁγία αὐτὴ Σύνοδος συνέταξε καὶ τὰ π ρῶτα ἑπ τὰ ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας ( δηλαδὴ τοῦ « Πιστεύω » ), καὶ ἐξέδωσε ἐπ ιπ λέον ὁρισμένους Κανόνες γιὰ τὴν καλύτερη λειτουργία καὶ διακυβέρνηση τῶν Ἐκκλησιῶν. Μεταξὺ ἄλλων ρύθμισε καὶ τὸ π ότε π ρέπ ει νὰ ἑορτάζεται τὸ ἅγιο Πάσχα σ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Ὅρισε δηλαδὴ νὰ τελεῖται τὸ Πάσχα τὴν π ρώτη Κυριακή, ὕστερα ἀπ ὸ τὴν π ρώτη π ανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ( ἀνοιξιάτικης) ἰσημερίας, καὶ ὁπ ωσδήπ οτε μετὰ ἀπ ὸ τὸ Πάσχα τῶν Ἑβραίων. Τὸν Τόμο τῶν Πρακτικῶν τῆς Συνόδου μὲ τὶς σχετικὲς ἀπ οφάσεις ὑπ έγραψαν ὅλοι οἱ Ἀρχιερεῖς καὶ τελευταῖος ἀπ ᾿ ὅλους ὑπ έγραψε ὁ φιλόχριστος βασιλέας μὲ ἐρυθρὰ γράμματα ( κιννάβαρη), ἐπ ισημοπ οιῶντας ἔτσι τὶς ἀπ οφάσεις τῆς Συνόδου.
Ὕστερα ἀπ ᾿ ὅλα αὐτὰ ὁ Μ. Κωνσταντῖνος εὐχαρίστησε π άλιν τὸν Θεό, διότι τὸν καταξίωσε νὰ καταπ ολεμήσει καὶ νὰ ἐξαλείψει, π αλαιότερα μὲν τὴν εἰδωλολατρία, τώρα δὲ καὶ τὶς αἱρέσεις.
Μετὰ τὸ π έρας τῆς Συνόδου, ἄρχισαν στὶς 25 Ἰουλίου τοῦ 325 οἱ ἑορτασμοὶ γιὰ τὰ εἰκοσάχρονα τῆς βασιλείας τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, στοὺς ὁπ οίους, μεταξὺ ἄλλων, ὁ αὐτοκράτορας κάλεσε καὶ ὅλους τοὺς Πατέρες τῆς Συνόδου, καὶ ἀπ ένειμε σ᾿ αὐτοὺς π λούσια δῶρα. Καταφιλοῦσε τότε τὰ βγαλμένα μάτια τοῦ ἁγίου Παφνουτίου καὶ τῶν λοιπ ῶν ἁγίων Ὁμολογητῶν, καθὼς καὶ τὰ π αραμορφωμένα καὶ π ληγωμένα μέλη τους, στὰ ὁπ οῖα τὰ σημάδια τῶν π ληγῶν π αρέμειναν ἀνεξίτηλα ἀπ ὸ τὴν ἐπ οχὴ τῶν διωγμῶν. Αὐτὰ ὅλα τὰ ἔκανε μὲ μεγάλη ταπ είνωση, ζητῶντας ἀπ ᾿ αὐτοὺς συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν του!
Συμβούλευσε τέλος ὅλους τοὺς ἐπ ισκόπ ους νὰ ἔχουν μεταξύ τους εἰρήνη καὶ ὁμόνοια στὴν Πίστη, νὰ δείχνουν ἀγάπ η στοὺς π άσχοντες καὶ νὰ μὴν ὑβρίζουν ἢ νὰ π ροσβάλλουν τὴν ἀξιοπ ρέπ εια τῶν ἀδελφῶν τους. Ὅταν μερικοὶ τοῦ ἀνέφεραν κατηγορίες γιὰ κάπ οιους ἐπ ισκόπ ους, αὐτὲς τὶς ἀναφορὲς δὲν δέχτηκε νὰ τὶς ἐξετάσει, οὔτε τὶς ὑπ οθέσεις τῶν κατηγορουμένων ἐπ ισκόπ ων διερεύνησε, ἀλλὰ μπ ροστὰ σὲ ὅλους ἔσχισε ὅλες τὶς κατηγορίες, λέγοντας τὰ ἀκόλουθα βαρυσήμαντα λόγια: « Ἄν ἐγὼ ὁ ἴδιος π ροσω π ικὰ τύγχαινε νὰ ἔβλε π α ἀρχιερέα νὰ π αρανομεῖ , ἐξά π αντος θὰ τὸν σκέ π αζα μὲ τὴν βασιλικὴ π ορφύρα μου »!
Ἀφοῦ λοιπ ὸν οἱ ἅγιοι Πατέρες ἀπ οχαιρέτισαν τὸν βασιλέα καὶ τὸν π ατριάρχη Ἀλέξανδρο, τὸν ὁπ οῖο αὐτοὶ εἶχαν χειροτονήσει ὡς διάδοχο τοῦ ἁγίου Μητροφάνη π οὺ εἶχε κοιμηθεῖ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς Συνόδου (4.6.325), ἐπ έστρεψαν στὶς ἐπ αρχίες τους, ὅπ ου κήρυτταν τὰ δόγματα τῆς ἁγίας Συνόδου.
Ἡ ἵδρυση τῆς Κωνσταντινού π ολης
Τὸ ἄλλο π ρωταρχικῆς σημασίας ἔργο τοῦ Κωνσταντίνου ὑπ ῆρξε ἡ ἵδρυση μιᾶς νέας π ρωτεύουσας τοῦ κράτους στὶς εὐρωπ αϊκὲς ἀκτὲς τοῦ Βοσπ όρου καὶ στὴ θέση τοῦ ἀρχαίου Βυζαντίου, ἀπ οικίας τῶν Μεγαρέων τοῦ 7 ου αἰ. π. Χ.
Ὅταν ὁ Κωνσταντῖνος π ῆρε τὴ σχετικὴ ἀπ όφαση, δὲν ἐπ έλεξε ἀμέσως τὸ Βυζάντιο, ἀλλὰ σκέφθηκε ἀρχικὰ τὴ γενέτειρά του Ναϊσσό, τὴ Σαρδικὴ ( Σόφια) καὶ τὴ Θεσσαλονίκη στὴ συνέχεια. Ἀπ ὸ τὰ ἐμπ όδια ὅμως π οὺ π ροέκυψαν, ἐννόησε ὅτι δὲν ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ π ροχωρήσει ἐκεῖ καὶ μετέβη στὸ ἀρχαῖο Ἴλιο, ὅπ ου λέγεται π ὼς εἶχαν στρατοπ εδεύσει οἱ Ἀχαιοὶ στὸν π όλεμο κατὰ τῆς Τροίας. Ἐκεῖ σχεδίασε τὴν π όλη ὅσο μεγάλη ἔπ ρεπ ε νὰ γίνει καὶ κατασκεύασε ἀκόμη καὶ τὶς π ύλες της. Ἀλλὰ κάπ οιο βράδυ π αρουσιάσθηκε ὁ Κύριος στὸν εὐσεβῆ βασιλέα, π ροτρέπ οντάς τον νὰ ἐπ ιλέξει ἄλλη τοπ οθεσία γιὰ π ρωτεύουσά του. Ὑπ ακούοντας στὸ θεῖο κέλευσμα, ὁ Κωνσταντῖνος κατέληξε τελικὰ στὸ Βυζάντιο, τοῦ ὁπ οίου τὴ θέση θεώρησε ὡς τὴν π λέον κατάλληλη γιὰ τὸν σκοπ ό του καὶ ἀρεστὴ στὸν Θεό.
Κατὰ τὴ χάραξη τῶν ὁρίων τῆς νέας π όλης ἀπ ὸ τὸν Κωνσταντῖνο, Ἄγγελος Κυρίου ἐμφανίστηκε σ᾿ αὐτὸν μόνο καὶ τὸν καθοδηγοῦσε, π ροπ ορευόμενός του, μέχρι π οὺ σημείωσαν ὅλο τὸν χῶρο, μέσα στὸν ὁπ οῖο ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ κτισθεῖ ἡ π ρωτεύουσα.
Ἡ τελετὴ γιὰ τὴ θεμελίωση τῆς π όλης ἔγινε στὶς 8 Νοεμβρίου τοῦ 324, καὶ γιὰ τὰ ἔργα ἀνοικοδόμησης, π οὺ ἄρχισαν στὴ συνέχεια, μαζεύτηκαν ἐργάτες καὶ ὑλικὰ ἀπ ὸ π αντοῦ, ἐνῶ π ολλὰ ἀρχαῖα π ροχριστιανικὰ μνημεῖα τῆς Ρώμης, τῆς Ἀθήνας, τῆς Ἀντιόχειας, τῆς Ἀλεξάνδρειας, τῆς Ἐφέσου κ. ἄ. π όλεων χρησιμοπ οιήθηκαν κατάλληλα γιὰ τὴ διακόσμηση τῆς βασιλεύουσας. Ἀλλὰ καὶ λείψανα Ἁγίων καὶ Μαρτύρων μετέφερε ὁ Κωνσταντῖνος, γιὰ τὸν ἐξαγιασμό της. Καὶ δὲν κόσμησε τὴν π όλη ὁ εὐσεβὴς βασιλέας μόνο μὲ ἱππ όδρομο, κρῆνες, στοὲς καὶ ἄλλα λαμπ ρὰ οἰκοδομήματα, ἀλλὰ καὶ μὲ π ερικαλλεῖς ναούς, ὅπ ως αὐτοὺς τῶν Ἁγίων Ἀπ οστόλων, τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, τοῦ Ἁγίου Μωκίου καὶ τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Τίμησε ἀκόμη τὴν π όλη μὲ Σύγκλητο, ἀφοῦ κάλεσε ἀπ ὸ τὴ Ρώμη καὶ ἀλλοῦ εὐγενεῖς καὶ λογίους ἄρχοντες, γιὰ τὴ διαμονὴ τῶν ὁπ οίων ἔκτισε κατάλληλες οἰκοδομές, καὶ συνέστησε ἱεραρχία βασιλικῶν ἀξιωματούχων, κατὰ τὴν τάξη, π οὺ ἐπ ικρατοῦσε καὶ στὴ Ρώμη.
Μετονόμασε λοιπ ὸν τὴ νέα π ρωτεύουσα Κωνσταντινούπ ολη, τὴν ὁπ οία ἀφιέρωσε στὴν Ὑπ εραγία Θεοτόκο (26 Νοεμβρίου τοῦ 328) καὶ τῆς ὁπ οίας τὰ ἐγκαίνια τελέστηκαν π ανηγυρικὰ στὶς 11 Μαΐου τοῦ 330 ( Εἰκ . 9).
Εἰκ. 9. Προσωποποίηση τῆς Κωνσταντινούπολης σὲ ἀναμνηστικὴ κοπὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου
Βεβαίως τὰ οἰκοδομικὰ ἔργα συνεχίστηκαν καὶ ἀργότερα. Ἡ Κωνσταντινούπ ολη κατέστη σύντομα τὸ π ολιτικό, ἐκκλησιαστικό, οἰκονομικὸ καὶ π νευματικὸ κέντρο τῆς μεγάλης Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας.
Ἡ εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ
Μέσα στὰ μεγαλόπ νοα σχέδια τοῦ Μ. Κωνσταντίνου γιὰ τὴν ἑδραίωση τοῦ Χριστιανισμοῦ ἐντάσσεται καὶ ἡ ἀπ όφασή του νὰ ἀπ οστείλει τὴ μητέρα του Ἑλένη ( Εἰκ . 10) στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ τὴν ἀναζήτηση καὶ εὕρεση τοῦ Τιμίου Ξύλου τοῦ Σταυροῦ, καί, εὐρύτερα, γιὰ τὴν ἀνάδειξη τῶν Ἁγίων Τόπ ων, ὅπ ου ἔζησε, μαρτύρησε, σταυρώθηκε, τάφηκε καὶ ἀναστήθηκε ὁ Χριστός, καὶ τοὺς ὁπ οίους οἱ καταστροφὲς ἀπ ὸ τὸν χρόνο, τοὺς π ολέμους, ἀλλὰ καὶ ἡ ζηλοφθονία τῶν Ἑβραίων, εἶχαν σκεπ άσει καὶ ἀπ οκρύψει ὁλότελα.
Εἰκ. 10. Ἡ μορφὴ τῆς ἁγίας Ἑλένης σὲ νόμισμα τῆς ἐποχῆς της
Ἡ ἱεραπ οδημία αὐτὴ τῆς Ἁγίας Ἑλένης ἔλαβε χώρα μετὰ τὴν ἀνάδειξή της ἀπ ὸ τὸν υἱό της σὲ Αὐγούστα (π ερὶ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 324), γύρω στὰ ἔτη 325/326. Παράλληλα π ρὸς τὴ σχετικὴ ἐπ ιθυμία τοῦ Κωσταντίνου, καὶ ἡ ἴδια ἡ ἁγία Ἑλένη εἶχε δεῖ ὀπ τασία, π οὺ τὴν π αρακινοῦσε π ρὸς τὴν ἱερή της αὐτὴ ἀπ οστολή. Ἐφοδιασμένη λοιπ ὸν μὲ βασιλικὰ γράμματα π ρὸς τὸν τότε ἀρχιεπ ίσκοπ ο Ἱεροσολύμων ἅγιο Μακάριο, μὲ ἀφθονία χρημάτων, καθὼς καὶ μὲ τὴν ἁρμόζουσα συνοδία στρατοῦ καὶ ἐπ ισήμων ἀρχόντων, φθάνει « μὲ σ π ουδὴ καὶ νεανικὴ δύναμη ἡ ἡλικιωμένη ( ἦταν τότε π ερίπ ου 78 ἐτῶν) καὶ γεμάτη φρόνηση ( Ἑλένη), νὰ ἐ π ισκεφθεῖ τὴν ἀξιοσέβαστη γῆ καὶ συγχρόνως νὰ δεῖ τὶς ἐ π αρχίες , τοὺς δήμους , καὶ τοὺς λαοὺς τῆς Ἀνατολῆς μὲ βασιλικὴ ἀξιο π ρέ π εια ». Ὁ π ατέρας τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας Εὐσέβιος μᾶς φανερώνει στὸ χωρίο του αὐτὸ καὶ τὸν εὐρύτερο ἱεραπ οστολικὸ καὶ φιλανθρωπ ικὸ χαρακτῆρα τῆς ἱεραπ οδημίας τῆς Ἁγίας.
Στὴν ἀναζήτηση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἡ τιμία βασίλισσα συναντᾶ ἀρκετὲς δυσχέρειες. Σύμφωνα μὲ ἀρχαιότερη π αράδοση, ἡ εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἀπ ὸ τὴν Ἁγία εἶναι συνυφασμένη μὲ τὸ π ρόσωπ ο τοῦ ἁγίου Ἱερομάρτυρος Κυριακοῦ, ἐπ ισκόπ ου στὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ ἅγιος Κυριακός, Ἑβραῖος στὴν καταγωγή, μὲ τὸ ἀρχικὸ ὄνομα Ἰούδας, ἦταν ὁ ἄνθρωπ ος π οὺ γνώριζε ἀπ ὸ τοὺς π ρογόνους του τὸ μέρος, ὅπ ου ἦταν κρυμμένος ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου, ἀλλὰ δὲν ἤθελε νὰ τὸ ἀπ οκαλύψει στὴν ἁγία Ἑλένη. Αὐτὴ τότε π ρόσταξε νὰ τὸν βάλουν σὲ ξεροπ ήγαδο γιὰ μιὰ ἑβδομάδα, ὁπ ότε ἀναγκάστηκε ἀπ ὸ τὴν π εῖνα καὶ δίψα νὰ ὑπ οδείξει τὸν χῶρο τοῦ Γολγοθᾶ καὶ τοῦ Μνήματος τοῦ Χριστοῦ. Ὁ τόπ ος εἶχε καταχωσθεῖ ἀπ ὸ τοὺς Ἑβραίους, ἕνεκα φθόνου, οἱ δὲ εἰδωλολάτρες, βλέπ οντας νὰ π ροσκυνεῖται ἀπ ὸ τοὺς Χριστιανοὺς μὲ εὐλάβεια γιὰ τὰ ἐκεῖ τελούμενα θαύματα, εἶχαν ἀνεγείρει στὸν χῶρο αὐτὸ τέμενος τῆς θεᾶς Ἀφροδίτης. Μὲ π ροσταγὴ τῆς Ἁγίας τὸ τέμενος κρημνίζεται καὶ ἀνασκάπ τεται ὁ χῶρος, ὁπ ότε ἀνευρέθηκαν ὁ Γολγοθᾶς, τὸ Πανάγιο Μνῆμα, οἱ τρεῖς Σταυροί, τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν δύο ληστῶν, καὶ οἱ ἅγιοι Ἧλοι ( καρφιὰ) τῆς Σταύρωσης.
Ἡ ἀναγνώριση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἔγινε μὲ τὸ ἑξῆς θαῦμα: Μία νεκρὴ γυναῖκα ὁδηγεῖτο π ρὸς ἐνταφιασμό. Ὁ ἀρχιεπ ίσκοπ ος Μακάριος εἶπ ε νὰ σταματήσει ἡ νεκρικὴ π ομπ ή. Μετὰ ἀπ ὸ θερμὴ π ροσευχὴ καὶ τοπ οθετῶντας διαδοχικὰ καὶ χωριστὰ τοὺς τρεῖς Σταυροὺς π άνω στὴ νεκρή, αὐτή, ὢ τοῦ θαύματος!, ἀναστήθηκε ὅταν τὴν ἄγγιξε ὁ τρίτος Σταυρός, ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου! Τότε ἡ Ἁγία διέταξε καὶ διαιρέθηκε ὁ Τίμιος Σταυρός. Καὶ τὸ μὲν ἕνα τμῆμα τοπ οθέτησε σὲ ἀργυρῆ π ολύτιμη θήκη καὶ τὸ ἄφησε στὰ Ἱεροσόλυμα, τὸ δὲ ἄλλο μετέφερε σὲ ταξίδι της ἀπ ὸ τὰ Ἱεροσόλυμα στὴν Κωνσταντινούπ ολη. Εἶναι ἀπ ᾿ αὐτὸ τὸ δεύτερο τμῆμα, π οὺ ἄφησε κατὰ τόπ ους τεμάχια, σύμφωνα μὲ τὴν τοπ ικὴ π αράδοση, γιὰ τὴν ὁπ οία θὰ μιλήσουμε στὸ ἑπ όμενο κεφάλαιο. Τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Ξύλου καὶ τῶν ἁγίων Ἥλων τιμᾶ ἡ Ἐκκλησία μας στὶς 6 Μαρτίου.
Μὲ τὸ θαῦμα τῆς ἀναστάσεως τῆς νεκρῆς γυναίκας ἀπ ὸ τὸν Σταυρὸ π ιστεύει ὁ π ιὸ π άνω Ἑβραῖος Ἰούδας, βαπ τίζεται καὶ μετονομάζεται Κυριακός, χειροτονεῖται ἀργότερα ἐπ ίσκοπ ος ( μᾶλλον χωρεπ ίσκοπ ος) στὰ Ἱεροσόλυμα, καὶ μαρτυρεῖ ἐπ ὶ Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (361-363). Ἡ Ἐκκλησία μας τελεῖ τὴ μνήμη του στὶς 28 Ὀκτωβρίου.
Ἀναφορικὰ μὲ τοὺς δύο ἄλλους Σταυροὺς τῶν ληστῶν, ἐπ ειδὴ ἡ Ἁγία ἀδυνατοῦσε νὰ διακρίνει π οιὸς ἀνῆκε στὸν « ἐκ δεξιῶν » Καλὸ Ληστὴ καὶ π οιὸς στὸν « ἐξ ἀριστερῶν » καὶ ἐπ ειδὴ ἀπ ὸ τὴν ἄλλη σκέφθηκε π ὼς τόσα χρόνια θαμμένοι μὲ τὸν Σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ εἶχαν π άρει κι αὐτοὶ εὐλογία καὶ δὲν ἔπ ρεπ ε νὰ π αραμεληθοῦν, π ρόσταξε νὰ ἀπ οσυναρμολογηθοῦν, καὶ μὲ τὴν ἐναλλαγὴ τῶν ὁριζοντίων ξύλων τους νὰ σχηματισθοῦν δύο νέοι Σταυροί. Ἔτσι ὁ καθένας τους π εριεῖχε τεμάχιο τοῦ Σταυροῦ τοῦ Καλοῦ Ληστῆ.
Μόλις π ληροφορήθηκε τὸ γεγονὸς ὁ Μ. Κωνσταντῖνος, χάρηκε ἰδιαίτερα καὶ μὲ ἐπ ιστολή του π ρὸς τὸν ἅγιο Μακάριο ὅρισε νὰ ἀνεγερθεῖ στὸν χῶρο τοῦ Παναγίου Τάφου ναὸς λαμπ ρὸς καὶ π ερικαλλής, π αρέχοντας ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας τὰ μέσα π ρὸς τοῦτο. Ἡ ἁγία Ἑλένη, ἐκτὸς ἀπ ὸ τὴν ἐπ ίβλεψη στὴν ἀνέγερση τοῦ ναοῦ τούτου, ἀνήγειρε θαυμάσιο ναὸ στὴ Βηθλεὲμ ( στὸ ἅγιο Σπ ήλαιο τῆς Γεννήσεως τοῦ Κυρίου) καὶ ἄλλον ἐφάμιλλο τῆς Ἀναλήψεως στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.
Στὴ συνέχεια, ἡ εὐσεβὴς βασίλισσα π εριῆλθε ὅλες τὶς χῶρες τῆς Ἀνατολικῆς αὐτοκρατορίας, στολίζοντας τοὺς ναοὺς τοῦ Θεοῦ μὲ λαμπ ρὰ κειμήλια καὶ κάνοντας π οικίλα ἔργα φιλανθρωπ ίας: Ἐλεοῦσε ἀφθονοπ άροχα κατοίκους π όλεων συλλογικά, ἀλλὰ κι ὅσους τὴν π λησίαζαν ἀτομικά, στρατιῶτες, π ένητες, γυμνοὺς καὶ ἀπ ροστάτευτους, π αρέχοντας ὅλα τὰ ἀναγκαῖα τοῦ σώματος. Ἀλλὰ καὶ ἀπ ὸ τὰ δεσμά, τὴν καταπ ίεση καὶ τὴν ἐξορία ἀπ άλλαξε π ολλοὺς καταδίκους, ἀπ ὸ μεγάλη φιλανθρωπ ία κινουμένη.
Τὸ θαυμαστὸ ἔργο τῆς Ἁγίας Ἑλένης στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν Παλαιστίνη καὶ ἡ ἱεραπ οστολικὴ καὶ π λούσια φιλανθρωπ ική της π εριοδεία στὶς π έριξ ἐπ αρχίες τῆς Ἀνατολῆς διήρκεσε γύρω στὰ δύο μὲ τρία χρόνια (325/326-328/329).
Ἡ ἔλευση τῆς Ἁγίας Ἑλένης στὴν Κύ π ρο
Στὰ π λαίσια τῆς ὡς ἄνω μακρόχρονης ἀγαθοεργοῦς δράσης τῆς Ἁγίας βασίλισσας ἐντάσσεται βεβαίως καὶ ἡ διέλευσή της ἀπ ὸ τὴν Κύπ ρο. Συγκεκριμένες ἀναφορὲς τῶν π αλαιῶν ἱστορικῶν γιὰ τὸ γεγονὸς τοῦτο δὲν ὑπ άρχουν, ὅπ ως ἀσφαλῶς δὲν ὑπ άρχουν καὶ γιὰ ἄλλα π ολλὰ σημαντικὰ ἔργα τῆς Ἁγίας. Οἱ σωζόμενες σήμερα γραπ τὲς π ηγές, ἀπ ὸ τὸν 12 ο αἰῶνα κ. ἑ. (π ρώτη γνωστὴ ἀναφορὰ αὐτὴ τοῦ Ρώσου Ἡγουμένου Δανιὴλ τὸ 1106) καταγράφουν τὴν π αράδοση, π οὺ ἀπ ὸ στόμα σὲ στόμα καὶ ἀπ ὸ γενεὰ σὲ γενεὰ διασώθηκε μέχρι τότε. Ἀκριβῶς καὶ σ᾿ αὐτὴ τὴν π ερίπ τωση λειτούργησε ὁ π αράγοντας τῆς π αράδοσης, γιὰ νὰ διασώσει ὅ, τι δὲν ἦταν δυνατὸ νὰ π ερισωθεῖ μὲ ἄλλο τρόπ ο, καὶ μάλιστα ἐξαιτίας τῶν π ολλῶν π εριπ ετειῶν καὶ συμφορῶν τῆς Κύπ ρου, π οὺ τὴ στέρησαν ἀπ ὸ σπ ουδαίους θησαυρούς, μνημεῖα τῶν π αλαιῶν ἐκείνων γεγονότων.
Εἰκ. 11
Σύμφωνα λοιπ ὸν μὲ τὴν π αράδοση αὐτὴ ( Εἰκ . 11), π ολὺ ἰσχυρὴ μέχρι καὶ σήμερα, ἡ εὐλογημένη βασίλισσα σὲ ταξίδι μὲ π λοῖα ἀπ ὸ τὴν Παλαιστίνη π ρὸς τὴν Κωνσταντινούπ ολη, ὅπ ου μετέφερε τὰ ἅγια Σύμβολα τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου καὶ τοὺς Σταυροὺς τῶν ληστῶν, ἀναγκάστηκε ἀπ ὸ θαλασσοταραχὴ νὰ π ροσορμισθεῖ στὰ νότια π αράλια τῆς Κύπ ρου, στὶς ἐκβολὲς τοῦ ἀρχαίου χειμάρρου Τετίου , π οὺ ἀπ ὸ τότε μετονομάστηκε π ρὸς τιμήν της Βασιλο π όταμος . Σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια π αράδοση ἡ Κύπ ρος μαστιζόταν τότε ἀπ ὸ φοβερὴ ἀνομβρία — δὲν εἶχε βρέξει γιὰ π ολλὰ συνεχῆ ἔτη—, γεγονὸς π οὺ π ροκάλεσε λοιμικὲς ἀσθένειες, τὸ δὲ νησὶ εἶχε γεμίσει ἀπ ὸ θανατηφόρα φίδια. Ἡ θεομηνία αὐτὴ ὁδήγησε π ολλοὺς κατοίκους νὰ μεταναστεύσουν σὲ ἄλλα μέρη, γιὰ νὰ μπ ορέσουν νὰ ἐπ ιβιώσουν.
Ἡ ἵδρυση τῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ (Σταυροβουνίου) στὴν Κύπρο
Ἐκεῖ λοιπὸν στὴν περιοχὴ τοῦ Βασιλικοῦ, ὅπου προσάραξε ἡ βασίλισσα Ἑλένη, ἄγγελος Κυρίου φάνηκε στὸν ὕπνο της καὶ τῆς εἶπε ὅτι ἦταν θέλημα Θεοῦ νὰ ἀνεγείρει ναοὺς καὶ στὴν Κύπρο, ὅπως καὶ στὴν Ἁγία Γῆ, στοὺς ὁποίους νὰ ἀφιερώσει τεμάχια τοῦ Τιμίου Ξύλου, γιὰ νὰ τιμᾶται καὶ ἐδῶ ὁ Σταυρὸς τοῦ Κυρίου. Ἄλλο θαῦμα τότε ἀκολούθησε, γιατὶ ὁ Τίμιος Σταυρὸς ποὺ εἶχε μαζί της μεταφέρθηκε ἀπὸ θεία δύναμη στὴν κορυφὴ τοῦ ὄρους Ὀλύμπου, τοῦ σημερινοῦ Σταυροβουνίου, ὑποδεικνύοντας στὴν Ἁγία τὴ θέση, ὅπου ἔπρεπε νὰ ἀνεγείρει ναὸ πρὸς τιμή Του.
Ἡ ταπεινὴ αὐτοκράτειρα ἦλθε πράγματι προσωπικὰ στὴ βουνοκορφὴ τοῦ Ὀλύμπου καὶ μὲ τὴ βοήθεια κάποιων κατοίκων τῶν γύρω περιοχῶν, καθὼς καὶ τῶν ἀνθρώπων της, καταργεῖ προϋπάρχοντα ἐδῶ εἰδωλολατρικὸ ναὸ (ποὺ ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ὀλύμπιο Δία) καὶ ἀνεγείρει ναὸ πρὸς δόξαν τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Στὸν ἀρχικὸ τοῦτο ναὸ ἀφιέρωσε τὸν ἕνα ἀπὸ τοὺς δύο Σταυροὺς τῶν ληστῶν, ὅπως καὶ πιὸ πάνω ἀναφέραμε, τοποθετῶντας στὸ κέντρο του τεμάχιο ἀπὸ τὸ Τίμιο Ξύλο, καθὼς ἐπίσης καὶ ἕνα ἁγιασμένο Ἧλο (καρφί). Μὲ τὸ τέλος τοῦ ἔργου της ἀνέπεμψε δοξολογία καὶ εὐχαριστία στὸν Κύριο.
Κατὰ τὴν ἴδια παράδοση, ἡ ἁγία Ἑλένη ἀνεγείρει καὶ στὴν Τόχνη ναό, προικίζοντάς τον κι ἐκεῖνο μὲ τεμάχια τῶν ἁγιασμένων Συμβόλων τοῦ Πάθους τοῦ Κυρίου. Μεταφέρει ἐπίσης μὲ ἐνέργειές της ἕνα πλοῖο γεμᾶτο γάτες ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία (ὁ ὅρμος, ποὺ προσορμίστηκε τὸ πλοῖο ὀνομάστηκε ἔκτοτε Ἀκρωτήριο τῶν Γάτων ἢ Κάβο Γάτα), ποὺ ἀφέθηκαν στὴν ξηραμένη γῆ, γιὰ νὰ ἐξαλείψουν τὰ πολλὰ φίδια. Καὶ ἀργότερα, ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη, μερίμνησε καὶ πέτυχε τὴν ἐπιστροφὴ τῶν Κυπρίων στὸ νησί τους, ποὺ εἶχαν ξενιτευθεῖ ἕνεκα τῆς ἀνομβρίας.
Ἡ παλαιὰ αὐτὴ παράδοση εἶχε ἤδη κωδικοποιηθεῖ στὴν Κύπρο κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους (12ο-13ο αἰ.) καὶ διασώθηκε ἀπὸ τοὺς μεσαιωνικοὺς τοπικοὺς χρονογράφους (μὲ ἀρχαιότερο τὸν Λεόντιο Μαχαιρᾶ [15ος αἰ.]), οἱ ὁποῖοι καὶ τὴν περιέλαβαν στὰ σχετικὰ ἱστορικά τους ἔργα.
Ἡ Κύπρος ἔτσι ἀναγεννᾶται αἰσθητὰ καὶ πνευματικά. Αἰσθητά, γιατὶ μὲ τὴ Χάρη τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ξανάρχισαν οἱ βροχές, καὶ ἦλθε πάλιν ἡ εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν τόπο. Καὶ πνευματικά, γιατὶ ὁ ταλαιπωρημένος Κυπριακὸς λαὸς στερεώθηκε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου στὸν δρόμο τῆς πίστης Του.
Ἔτσι λοιπὸν διαθρυλοῦνται τὰ γεγονότα σχετικὰ μὲ τὴ διέλευση τῆς Ἁγίας Ἑλένης στὴ συνείδηση τοῦ λαοῦ τῆς Κύπρου, στὴ ζωντανή του παράδοση! Καὶ ἡ μνήμη τῶν ἁγίων Ἰσαποστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, κτητόρων τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Σταυροβουνίου, τιμᾶται μὲ ἰδιαίτερη λαμπρότητα σ᾿ ὅλο τὸ νησί. Τὰ δὲ ὀνόματά τους κοσμοῦν πλῆθος τῶν κατοίκων του. Εἴκοσι τουλάχιστο ναοί, παλαιοὶ καὶ νεώτεροι, εἶναι ἀφιερωμένοι στὴν Κύπρο στοὺς Ἁγίους αὐτούς, καθὼς καὶ πολλὰ τοπωνύμια, ὅπου προφανῶς βρίσκονταν παλαιότερα ναοί τους.
Ἡ ἀνάμνηση τῆς διέλευσης τῆς Βασιλομήτορος Ἁγίας Ἑλένης ἀπὸ τὴν Κύπρο καὶ τῆς ἵδρυσης ἀπ᾿ αὐτὴν τῆς Μονῆς τοῦ Τιμίου Σταυροῦ στὸ Σταυροβούνι διαιωνίζεται καὶ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ πάνω σὲ πέτρινη πλάκα, ποὺ σήμερα βρίσκεται ἐντοιχισμένη στὸν διάδρομο στὰ βόρεια τοῦ Καθολικοῦ (κεντρικοῦ ναοῦ) τῆς Μονῆς. Ἡ πλάκα αὐτὴ ἀνακαλύφθηκε κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ἐργασιῶν γιὰ ἐπισκευὴ τοῦ Καθολικοῦ, μετὰ τὴν πυρκαγιὰ κατὰ τὸν Ἰούλιο τοῦ 1888, καὶ χρονολογεῖται ἀπὸ εἰδικοὺς στοὺς μεσαιωνικοὺς χρόνους, εἶναι δὲ πιθανὸ νὰ ἀποτελεῖ ἀντίγραφο πρωτοτύπου τῆς βυζαντινῆς ἐποχῆς.
Ἡ κοίμηση τῆς Ἁγίας Ἑλένης
Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ὑπ οδέχθηκε μὲ μεγάλη χαρὰ τὸ Ξύλο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, π οὺ μετέφερε μὲ μεγάλη εὐλάβεια ἡ μητέρα του στὴν Κωνσταντινούπ ολη. Ἀλλὰ καὶ τοὺς ἁγίους Ἥλους ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας ἀναφέρεται π ὼς τοπ οθέτησε στὴν π ερικεφαλαία καὶ τὰ χαλινάρια τοῦ ἀλόγου του, γιὰ π ροστασία καὶ εὐλογία στοὺς π ολέμους.
Ἀφοῦ λοιπ ὸν διῆλθε ἡ μακαρία Ἑλένη τὴ ζωή της μὲ π ροσευχή, ταπ είνωση καὶ τόσα θαυμαστὰ ἔργα καὶ ἀγαθοεργίες, ἀνεπ αύθη ἐν Κυρίῳ π ιθανώτατα στὴν Κωνσταντινούπ ολη π ερὶ τὰ ἔτη 328/329, σὲ ἡλικία ὀγδόντα π ερίπ ου ἐτῶν. Τὸ ἅγιο σκῆνος της μεταφέρθηκε στὴ Ρώμη ἀπ ὸ τὸν υἱό της καὶ κατατέθηκε στὸ μαυσωλεῖο ( ροτόντα) γνωστὸ μὲ τὸ ὄνομα Tor Pignattara ( Εἰκ . 12) , μέσα σὲ μεγαλοπ ρεπ ῆ σαρκοφάγο ἀπ ὸ π ορφυρίτη λίθο.
Εἰκ. 12. Μαυσωλεῖο Ἁγίας Ἑλένης στὴ Ρώμη
Ἡ σαρκοφάγος αὐτὴ φυλάσσεται σήμερα στὸ Βατικανὸ Μουσεῖο ( Εἰκ . 13-14).
Εἰκ. 13. Σαρκοφάγος Ἁγίας Ἑλένης
Εἰκ. 14. Σαρκοφάγος Ἁγίας Ἑλένης
Θανάτωση τοῦ Κρίσ π ου καὶ τῆς Φαύστας
Ὁ Κρίσπ ος ἦταν υἱὸς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ἀπ ὸ τὴν π ρώτη του γυναῖκα, τὴ Μινερβῖνα. Μὲ τὴ δεύτερή του γυναῖκα, τὴ Φαῦστα, ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἀπ όκτησε ἄλλους τρεῖς υἱούς, τὸν Κωνσταντῖνο, τὸν Κωνστάντιο καὶ τὸν Κώνσταντα.
Ἡ ἐκτίμηση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου π ρὸς τὸν υἱό του Κρίσπ ο ἦταν π ολὺ μεγάλη, ἰδίως μετὰ τὴ συμβολὴ τοῦ Κρίσπ ου στὸ νὰ κατατροπ ωθεῖ ὁ Λικίνιος, ὅπ ως π ιὸ π άνω ἤδη ἀναφέραμε. Τοῦτο ὅμως στάθηκε αἰτία νὰ φθονήσει θανάσιμα τὸν Κρίσπ ο ἡ Φαῦστα, γιατὶ φοβόταν π ὼς ἡ δόξα τοῦ Κρίσπ ου θὰ ἐπ εσκίαζε τὰ δικά της π αιδιά. Συνέλαβε λοιπ ὸν ἡ π ανοῦργα τὸ ἑξῆς δαιμονικὸ σχέδιο: Κατηγόρησε ἔντεχνα τὸν Κρίσπ ο στὸν π ατέρα του μὲ ψεύτικες καὶ ἀσύστολες κατηγορίες. Ὅτι δηλαδὴ ἐπ εχείρησε δῆθεν ὁ Κρίσπ ος νὰ τὴν ἀτιμάσει, καὶ στὴ συνέχεια νὰ φονεύσει τὸν π ατέρα του, γιὰ ν᾿ ἁρπ άξει, καὶ τὸν θρόνο, καὶ τὴ γυναίκα του! Δυστυχῶς ὁ Κωνσταντῖνος ἔπ εσε στὴν π αγίδα. Παρασύρθηκε καὶ π ίστεψε τὴ συκοφαντία, ὥστε διάταξε τὴ θανάτωση τοῦ Κρίσπ ου (326).
Ἡ ἁγία Ἑλένη λυπ ήθηκε βαθύτατα γιὰ τὸ θλιβερὸ αὐτὸ γεγονός. Ἔλεγξε δριμύτατα τὸν αὐτοκράτορα υἱό της γιὰ τὸ θανάσιμο σφάλμα του. Ἐκεῖνος, μετανοιωμένος καὶ συντετριμμένος, διέταξε ξανὰ νέες ἀνακρίσεις. Ἀπ οδείχτηκε ἡ φοβερὴ π λεκτάνη καὶ ἡ Φαῦστα τιμωρήθηκε μὲ θάνατο (326).
Τὰ συγκλονιστικὰ αὐτὰ γεγονότα τῆς π ροσωπ ικῆς ζωῆς τοῦ Μ. Κωνσταντίνου τὸν λυπ οῦν βαθύτατα. Τὸν κάνουν νὰ θρηνεῖ σ᾿ ὅλη τὴν ὑπ όλοιπ η ζωή του καὶ νὰ ζητεῖ συγχώρηση ἀπ ὸ τὸν Θεό. Πρὸς τιμὴ τοῦ ἀδικοσκοτωμένου υἱοῦ του Κρίσπ ου ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἔστησε ἀργυρὸ ἀνδριάντα, μὲ τὴν ἐπ ιγραφή· « Τῷ ἠδικημένῳ υἱῷ μου ».
Πολλοὶ εἶναι οἱ ἐπ ικριτὲς τοῦ Ἁγίου γιὰ τὰ δυσάρεστα αὐτὰ γεγονότα. Πρέπ ει ὅμως νὰ γνωρίζουν ὅτι:
(1) Ὅταν συνέβησαν τὰ θλιβερὰ αὐτὰ γεγονότα, ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος δὲν ἦταν ἀκόμη Χριστιανός. Πῶς μπ οροῦμε νὰ ἀπ αιτοῦμε χριστιανικὴ συνέπ εια ἀπ ὸ κάπ οιον, π οὺ δὲν ἦταν βαπ τισμένος Χριστιανός;
(2) Ὁ αὐτοκράτορας Κωνσταντῖνος δὲν ἐνέργησε μὲ κακία καὶ μὲ ἐμπ άθεια, ἀλλὰ ἔπ εσε θῦμα καλὰ στημένης ραδιουργίας καὶ συκοφαντίας.
(3) Τὴν ἐπ οχὴ ἐκείνη δὲν ὑπ ῆρχαν ἀκόμη δικαστήρια γιὰ τὴν ἀπ ονομὴ δικαιοσύνης. Ἡ δικαστικὴ ἐξουσία ἦταν στὰ χέρια τῶν αὐτοκρατόρων, π οὺ δίκαζαν σύμφωνα μὲ τὶς καταθέσεις τῶν μαρτύρων. Αὐτὴ τὴ διαδικασία π ρόβλεπ ε ὁ νόμος τῆς ἐπ οχῆς ἐκείνης, καὶ ἔτσι γίνονταν καὶ λάθη.
(4) Ἅγιος δὲν εἶναι μόνον ὁ ἀναμάρτητος. Ἀλλὰ Ἅγιος εἶναι ἐκεῖνος π οὺ ἐπ ιδεικνύει π ραγματικὴ μετάνοια γιὰ τὶς ἁμαρτίες π οὺ ἔπ ραξε, ἀλλάζει ζωή, καὶ ἀγωνίζεται ἔπ ειτα νὰ συμμορφώνεται π ρὸς τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἂς μὴ μᾶς διαφεύγει π ὼς π ολλοὶ Ἅγιοι ἦσαν π ροηγουμένως μεγάλοι ἁμαρτωλοί, οἱ ὁπ οῖοι ὅμως ἀργότερα μετανόησαν, ἄλλαξαν ζωή, εὐαρέστησαν τὸν Θεό, καὶ ὁ Θεὸς ὄχι μόνο τοὺς συγχώρησε, ἀλλὰ καὶ τοὺς δόξασε, ἀναδεικνύοντάς τους Ἁγίους θαυματουργούς. Γιὰ π αράδειγμα, ὁ π ροφήτης καὶ βασιλέας Δαβὶδ ἔπ εσε στὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου καὶ τῆς μοιχείας. Ὁ βασιλέας καὶ ἰσαπ όστολος Κωνσταντῖνος ἔπ εσε καὶ αὐτὸς στὸ ἁμάρτημα τοῦ φόνου. Ἀλλὰ καὶ οἱ δύο μετανόησαν π ικρά. Ἔπ ραξαν ἔργα γνήσιας μετάνοιας, συγχωρέθηκαν, εὐαρέστησαν τὸν Θεό, καὶ τελικὰ ἀναδείχθηκαν καὶ οἱ δύο μεγάλοι Ἅγιοι!
Τὰ τελευταῖα ἔργα τοῦ Μ . Κωνσταντίνου
Σύμφωνα μὲ τὶς ὑπ άρχουσες ἱστορικὲς μαρτυρίες, καὶ μάλιστα τοῦ συγχρόνου τοῦ Μ. Κωνσταντίνου ἱστορικοῦ Εὐσεβίου, ἐπ ισκόπ ου Καισαρείας, ἐκτὸς τῶν καλῶν ἔργων, π οὺ ἀναφέραμε ἤδη π ιὸ π άνω, ὁ εὐσεβὴς αὐτοκράτορας ἐπ ιδόθηκε σὲ π λεῖστα ἄλλα ἀξιομνημόνευτα θεάρεστα ἔργα κατὰ τὸ ὑπ όλοιπ ο τῆς ζωῆς του.
Μεταξὺ ἄλλων, π ρονοῶντας γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς στὴν Περσία, ἔγραψε ἐπ ιστολὴ π ρὸς τὸν βασιλέα τῶν Περσῶν Σαβὼρ Β΄ (310-381), ὅπ ου μὲ λόγους κατάλληλους τὸν π αρακινεῖ νὰ φροντίζει, ὥστε οἱ ἐκεῖ π ιστοὶ νὰ διάγουν εἰρηνικά, καὶ ὅπ ου ὁμολογεῖ ξεκάθαρα τὴν π ίστη του στὸν Χριστό. Δυστυχῶς ὁ Σαβὼρ δὲν τήρησε τὶς ὑπ οσχέσεις του, καὶ γι᾿ αὐτὸ ὁ Κωνσταντῖνος, ὅπ ως θὰ δοῦμε, ἀνέλαβε ἐκστρατεία ἐναντίον του.
Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος ἀγαπ οῦσε ἰδιαίτερα τὴ μελέτη τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἀλλὰ καὶ τὴν π ροσευχή, π ροσευχόμενος στὸν ἀληθινὸ Θεὸ κατὰ μόνας, καθὼς καὶ μὲ ὅλα τὰ μέλη τοῦ βασιλικοῦ οἴκου στὰ ἀνάκτορα. Γι᾿ αὐτὸ καὶ σὲ ὁρισμένα ἀπ ὸ τὰ χρυσᾶ νομίσματα π οὺ ἔκοψε ἀπ οτυπ ώνεται, ἔχοντας τὸ βλέμμα στραμμένο π ρὸς τὰ ἄνω, σὲ σχῆμα π ροσευχομένου ( Εἰκ . 15).
Εἰκ. 15. Χρυσὸς σόλιδος τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου ὅπου εἰκονίζεται μὲ τὸ βλέμμα στραμμένο στὸν οὐρανὸ σὲ προσευχή
Θεσμοθέτησε μάλιστα π ρῶτος αὐτὸς τὴν Κυριακή, ὡς τὴν κατεξοχὴν ἡμέρα π ροσευχῆς, καὶ τὴν καθιέρωσε μὲ νόμο ὡς ἡμέρα ἀργίας. Ἐπ ιπ ρόσθετα δίδασκε τοὺς στρατιῶτες του νὰ τιμοῦν τὴν Κυριακὴ καὶ νὰ π ροσεύχονται κατ᾿ αὐτήν, ὄχι μόνο οἱ π ιστοὶ Χριστιανοί, ἀλλὰ καὶ οἱ ἐθνικοί, καὶ ἔγραψε γιὰ ὅλους τοὺς στρατιωτικοὺς ( στὰ λατινικὰ) τὴν ἑξῆς π ροσευχή:
« Σὲ μόνον γνωρίζουμε Θεόν , ἐσὲ ἀναγνωρίζουμε βασιλέα , σὲ ἐ π ικαλούμαστε βοηθό , ἀ π ὸ ᾿σένα τὶς νῖκες κατορθώσαμε , μὲ τὴ βοήθειά σου γίναμε ἀνώτεροι τῶν ἐχθρῶν , σὲ εὐχαριστοῦμε γιὰ τὰ ἀγαθά , τὰ ὁ π οῖα ἤδη μᾶς χορήγησες , ἀ π ὸ σένα ἐλ π ίζουμε ( νὰ λάβουμε) τὰ μέλλοντα ( ἀγαθά), σοῦ γινόμαστε ὅλοι ἱκέτες , π αρακαλῶντας νὰ διαφυλάσσεται γιὰ χάρη μας σῶος καὶ νικητὴς ὁ βασιλέας μας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ θεοφιλεῖς υἱοί του ».
Περαιτέρω π ρόσταξε καὶ χαράχτηκε ὁ Σταυρὸς στὰ ὅπ λα τῶν στρατιωτῶν του.
Πόσο λοιπ ὸν τιμοῦσε τὴν π ροσευχὴ ὁ Ἅγιος! Ἰδιαίτερα, μετεῖχε μὲ λαμπ ρότητα στὴν ἑορτὴ καὶ ἀγρυπ νία τοῦ Πάσχα, π αρέχοντας τότε καὶ π λούσια ἐλεημοσύνη. Μὲ ἐντολή του ἀκόμη τιμῶνταν χαρμόσυνα οἱ ἡμέρες τοῦ μαρτυρίου τῶν ἁγίων Μαρτύρων, καθὼς καὶ οἱ λοιπ ὲς ἑορτὲς τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀντίθετα, θέσπ ισε νόμους ἐναντίον τῶν θυσιῶν καὶ τῶν εἰδωλικῶν τελετῶν.
Καθὼς ἦταν καὶ καλὰ καταρτισμένος ὁ Ἅγιος, ἔγινε ἄριστος λογογράφος γιὰ τὰ θεῖα σὲ ὁμιλίες, π οὺ ἔγραφε ὁ ἴδιος καὶ ἀπ εύθυνε π ρὸς τὰ π λήθη, μιλῶντας ἐναντίον τῶν π αθῶν καὶ τῆς ἀπ ληστίας καὶ ἐλέγχοντας τοὺς ἀνόμους! Ὁ ἴδιος δέ, τιμῶντας τὸν Θεό, ἀκροαζόταν π άντοτε ὄρθιος τὰ θεῖα λόγια. Μάλιστα π ρόσταξε τὸν π ιὸ π άνω ἐπ ίσκοπ ο Εὐσέβιο νὰ φροντίσει γιὰ τὴν καλλιγράφηση 50 τόμων τῆς Ἁγίας Γραφῆς γιὰ τὶς ἀνάγκες τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τῆς Ἐκκλησίας, π αρέχοντας ὅλα τὰ ἀναγκαῖα σχετικὰ ἔξοδα, τοὺς ὁπ οίους τόμους π ράγματι ἀπ έστειλε ὁ Εὐσέβιος στὴν Κωνσταντινούπ ολη. Θεωρεῖται π ὼς ὁ π ερόφημος Σιναϊτικὸς κώδικας μὲ τὴν Ἁγία Γραφὴ (4 ου αἰώνα), μπ ορεῖ νὰ ἦταν ἕνα ἀπ ὸ τὰ 50 ἐκεῖνα χειρόγραφα.
Μέχρι τέλους φιλοσοφοῦσε ἄριστα ὁ καλὸς Κωνσταντῖνος, καὶ μάλιστα π ερὶ θανάτου, ὅπ ως ἀπ οδεικνύει ἐπ ικήδειος λόγος, π οὺ ἐκφώνησε ὁ ἴδιος. Εἴδαμε δὲ ὅτι στὴν Κωνσταντινούπ ολη ἀνήγειρε μεταξὺ ἄλλων καὶ τὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀπ οστόλων, ὅπ ου διέταξε καὶ κατασκευάστηκαν δώδεκα λάρνακες ( θῆκες) π ρὸς τιμὴ τῶν Ἀπ οστόλων, σκοπ εύοντας νὰ μεταφέρει ἐκεῖ τὰ τίμια λείψανά τους. Στὸ μέσο τους λοιπ ὸν κατασκεύασε καὶ τὴ δική του λάρνακα, τόσο γιὰ μνήμη θανάτου, ὅσο καὶ ὠφέλεια τῆς ψυχῆς του, ἀφοῦ ἡ ἐπ ιθυμία του ἦταν νὰ ταφεῖ ἐκεῖ.
Ἀκόμη, στὶς 13 Σεπ τεμβρίου τοῦ 335, σύμφωνα μὲ ἐντολή του, τελέστηκαν μὲ λαμπ ρότητα τὰ ἐγκαίνια τοῦ π ανιέρου ναοῦ τῆς Ἀναστάσεως, π οὺ εἶχε ἀνεγερθεῖ, ὅπ ως εἴπ αμε, μὲ δική του ἐπ ιχορήγηση καὶ τὶς ὁδηγίες του στὸν χῶρο τοῦ τάφου τοῦ Κυρίου στὰ Ἱεροσόλυμα.
Πρέπ ει ἐπ ίσης νὰ μνημονεύσουμε ἐδῶ καὶ τὸν ἐκχριστιανισμὸ διαφόρων ἐθνῶν κατὰ τὴν ἐπ οχὴ ἐκείνη, ὅπ ως τῶν Ἰνδῶν, ὅταν τοὺς κήρυξαν τὸ Εὐαγγέλιο ὁ φιλόσοφος Μερόπ ιος ἀπ ὸ τὴν Τύρο μὲ τοὺς μαθητές του Αἰδέσιο καὶ Φρουμέντιο. Ὁ τελευταῖος μάλιστα χειροτονήθηκε ἐπ ίσκοπ ος Ἰνδίας ἀπ ὸ τὸν ἅγιο Ἀθανάσιο τὸν Μεγάλο, ἀρχιεπ ίσκοπ ο Ἀλεξανδρείας. Πίστευσαν ἀκόμη στὸν Χριστὸ καὶ οἱ Ἴβηρες ( Γεωργιανοί), π οὺ διδάχθηκαν τὴν Πίστη ἀπ ὸ μία αἰχμάλωτη χριστιανή, τὴν ἁγία Νῖνα, π οὺ τέλεσε μεγάλα θαύματα μὲ τὴ δύναμη τοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἁγία Νῖνα θεράπ ευσε μάλιστα, τόσο τὴν βασίλισσα Νάνα ἀπ ὸ ἀνίατη ἀσθένεια, ὅσο καὶ τὸν βασιλέα Μιριὰν (265-342), ὅταν αὐτὸς ἐπ έστρεψε τυφλὸς ἀπ ὸ τὸ κυνήγι. Τότε ὁ Μιριὰν ἔστειλε π ρεσβεία στὴν Κωνσταντινούπ ολη π ρὸς τὸν Μ. Κωνσταντῖνο, ζητῶντας τὴ βοήθειά του γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῆς Γεωργίας. Ἀνταπ οκρινόμενος ὁ φιλόθεος Κωνσταντῖνος, τοῦ ἔστειλε ἱερεῖς μαζὶ μὲ εἰκόνες, ἅγια λείψανα καὶ τεμάχιο τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Σὲ λίγο διάστημα, ὄχι μόνο οἱ βασιλεῖς, ἀλλὰ καὶ π λήθη λαοῦ βαπ τίστηκαν Χριστιανοί.
Τὴν ἴδια ἐπ οχὴ π ίστεψαν στὸν Χριστὸ καὶ οἱ Ἀρμένιοι, καὶ π άλιν μὲ τὶς ἐνέργειες τοῦ Μ. Κωνσταντίνου καὶ τὴν ἀπ οστολικὴ δράση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου, ἐπ ισκόπ ου καὶ φωτιστοῦ τῆς Μεγάλης Ἀρμενίας.
Ἐκστρατεία κατὰ τῶν Περσῶν καὶ ἀσθένεια τοῦ Μ . Κωνσταντίνου
Στὰ τέλη τῆς βασιλείας τοῦ Μ. Κωνσταντίνου π αρατηρήθηκαν ἐχθρικὲς π ροετοιμασίες τῶν Περσῶν κατὰ τῶν Ρωμαίων. Ὁ Κωνσταντῖνος ἀνησύχησε, ὄχι μόνο γιὰ τὸν π όλεμο, ἀλλὰ καὶ τὴν τύχη τῶν Χριστιανῶν στὴν Περσία, γιὰ τοὺς ὁπ οίους, ὅπ ως εἴδαμε, ἐπ έδειξε ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον. Οἱ ἀνησυχίες του δικαιώθηκαν, καθὼς ἀπ ὸ τὸ 343 π ερίπ ου ὁ Σαβὼρ ἐξαπ έλυσε ἐκτεταμένους διωγμοὺς σ᾿ ὅλη τὴν Περσία, ἀναδεικνύοντας π λήθη Μαρτύρων. Ἑτοιμάστηκε λοιπ ὸν γιὰ ἐκστρατεία ἐναντίον τῶν Περσῶν, ἐπ ικαλούμενος τὸν Θεὸ καὶ π αραλαμβάνοντας ὡς συνοδοὺς καὶ μερικοὺς ἐπ ισκόπ ους, γιὰ νὰ τὸν ἐνισχύουν μὲ τὶς εὐχές τους. Ἀκόμη καὶ ἡ σκηνή του σ᾿ αὐτὴ τὴν ἐκστρατεία εἶχε σχῆμα σταυροειδές! Περνῶντας ὅμως ἀπ ὸ τὴ Νίκαια ἀσθένησε καὶ κατέφυγε στὴν Ἑλενόπ ολη γιὰ θεραπ εία, καθὼς ἐκεῖ ὑπ ῆρχαν θερμὰ ἰαματικὰ λουτρά. Ἐπ ειδὴ ὅμως ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἐπ ιδεινώθηκε, μεταφέρθηκε στὴ Νικομήδεια κι ἀπ ᾿ ἐκεῖ σὲ π ροάστιό της, καλούμενο « Ἀχυρών», π οὺ ἦταν τόπ ος κατάλληλος γιὰ ἀνάπ αυση καὶ ἀνακούφιση.
Ἡ βά π τιση καὶ ἡ κοίμηση τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου
Ὁ μέχρι τότε κατηχούμενος στὴ Χριστιανικὴ Πίστη βασιλέας, ἀφοῦ διέμεινε ἐκεῖ γιὰ λίγο διάστημα καὶ εἶδε π ὼς ἡ κατάστασή του δὲν βελτιωνόταν, κάλεσε κοντά του τοὺς Ὀρθοδόξους ἐπ ισκόπ ους, π οὺ τὸν συνόδευαν, καὶ ἐξέφρασε σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἐπ ιθυμία του νὰ λάβει ἐπ ιτέλους τὸ ἅγιο Βάπ τισμα, λέγοντας τὰ ἀκόλουθα ἀξιομνημόνευτα λόγια: « Αὐτὸς εἶναι ὁ καιρός , π οὺ π ερίμενα ἀ π ὸ χρόνια μὲ π όθο καὶ π ροσευχή , ἐλ π ίζοντας νὰ ἀξιωθῶ τῆς σωτηρίας ἀ π ὸ τὸν Θεό . Εἶναι π ιὰ καιρὸς νὰ ἀ π ολαύσω κι ἐγὼ τὴν ἀθανατο π οιὸ σφραγῖδα ( ἔτσι ὀνόμασε τὸ Βάπ τισμα καὶ τὸ Χρῖσμα)… κάτι τὸ ὁ π οῖο σκε π τόμουν νὰ λάβω στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνη π οταμοῦ , στὸν ὁ π οῖο , ὅ π ως ἀναφέρεται ( στὴν Ἁγία Γραφή), μετέσχε τοῦ λουτροῦ τοῦ Βα π τίσματος καὶ ὁ Χριστός , ὡς π ρότυ π ο (π αράδειγμα) γιὰ μᾶς . Ἀλλ᾿ ὁ Θεός , π οὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον μας , μὲ ἀξιώνει νὰ τὸ λάβω ἐδῶ . Ἂς τελεσθεῖ λοι π ὸν τοῦτο χωρὶς ἀναβολή …».
Τότε οἱ ἀρχιερεῖς βάπ τισαν τὸν μακάριο Κωνσταντῖνο καὶ τὸν μετέλαβαν τὰ ἄχραντα Μυστήρια. Κι αὐτός, σὰν βγῆκε ἀπ ὸ τὴν ἁγία κολυμβήθρα, φόρεσε τὰ λευκὰ ἐνδύματα τοῦ Βαπ τίσματος, τὰ ὁπ οῖα καὶ δὲν ἀπ έβαλε μέχρι τὴν κοίμησή του! Δὲν θέλησε π ιὰ νὰ π εριβληθεῖ τὴ βασιλικὴ π ορφύρα! Ἀνέπ εμψε δὲ ἀμέσως μετὰ τὴ βάπ τισή του εὐχαριστήρια π ροσευχὴ π ρὸς τὸν Θεό, ἐπ ιλέγοντας τὰ ἑξῆς: « Τώρα γνωρίζω ὅτι εἶμαι π ράγματι μακάριος . Τώρα γνωρίζω ὅτι δείχθηκα ἄξιος τῆς ἀθάνατης ζωῆς . Τώρα γνωρίζω ὅτι ἔγινα μέτοχος τοῦ θείου φωτός »!
Ἔτσι λοιπ όν, εὐτυχὴς καὶ εὐχόμενος, ἀφοῦ τακτοπ οίησε τὰ τῆς διαδοχῆς καὶ διαθήκης του, κοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ στὶς 22 Μαΐου τοῦ 337, ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, κατὰ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες, ἀφοῦ διετέλεσε τεσσαρακοστὸς τέταρτος αὐτοκράτορας μετὰ τὸν Καίσαρα Ὀκταβιανὸ Αὔγουστο (27 π. Χ.-14 μ. Χ.). Ἔζησε δὲ γύρω στὰ ἑξῆντα τρία χρόνια, ἀφοῦ βασίλευσε γιὰ π ερίπ ου τριάντα ἕνα χρόνια.
Στὴ διαθήκη του ὁ Κωνσταντῖνος ἄφησε ὡς διαδόχους του τοὺς τρεῖς υἱούς του, π αραχωρῶντας στὸν Κωνστάντιο ὅλη τὴν Ἀνατολὴ καὶ τὴν Κωνσταντινούπ ολη, στὸν Κώνσταντα τὴ Ρώμη καὶ ὅλη τὴν Ἰταλία καὶ στὸν Κωνσταντῖνο τὴ Γαλλία καὶ τὶς Βρεταννικὲς νήσους.
Τὸ λείψανο τοῦ Κωνσταντίνου τοπ οθετήθηκε σὲ χρυσῆ λάρνακα καὶ μεταφέρθηκε στὰ ἀνάκτορα στὴν Κωνσταντινούπ ολη, μέχρις ὅτου ἀφίχθηκε ὁ υἱός του Κωνστάντιος, ὁπ ότε τελέστηκε μεγαλοπ ρεπ ὴς ἡ κηδεία του καὶ κατετέθη ἡ σορός του στὴ λάρνακα, π οὺ εἶχε π ροετοιμάσει, ὅπ ως εἴδαμε, στὸν ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀπ οστόλων. Καὶ ἐκεῖ εὑρισκόμενο τὸ τίμιο λείψανό του, ἐπ ετέλεσε π ολλὰ θαύματα!
Ἀντὶ Ἐ π ιλόγου
Αὐτὰ ἦταν, ἀγαπ ητὲ ἀναγνώστη, σὲ γενικὲς γραμμὲς τὰ σπ ουδαιότερα γεγονότα καὶ θαυμαστὰ ἔργα τῶν ἀοιδίμων Μεγάλων Βασιλέων καὶ Ἰσαπ οστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, ὅπ ως τὰ π αρουσιάσαμε στὸ συνοπ τικὸ αὐτὸ καὶ λιτὸ Συναξάριο.
Εἰδικώτερα γιὰ τὸ π ρόσωπ ο τοῦ Μ. Κωνσταντίνου, π οὺ γιὰ ὁρισμένους εἶναι δυστυχῶς « σημεῖον ἀντιλεγόμεννο » , π ρέπ ει νὰ π οῦμε π ὼς ὁ κάθε καλοπ ροαίρετος ἀναγνώστης καὶ μελετητὴς τοῦ βίου του δὲν μπ ορεῖ, π αρὰ νὰ δοξάσει τὸν Θεό, π οὺ τὸν ἀνέδειξε αὐτοκράτορα σὲ μιὰ ἐπ οχὴ κρίσεως θεσμῶν καὶ ἀξιῶν, καὶ μάλιστα μετὰ ἀπ ὸ τρεῖς αἰῶνες σκληρῶν διωγμῶν καὶ φρικτῶν θανατώσεων ἑκατομμυρίων ἀθώων ἀνθρώπ ων, μόνο καὶ μόνο γιὰ τὴν π ίστη καὶ ἀγάπ η τους στὸν Χριστό! Μπ οροῦμε νὰ συνειδητοπ οιήσουμε σήμερα αὐτὴ τὴ μεγίστη του π ροσφορὰ στὴ Χριστιανικὴ οἰκουμένη; Καὶ νὰ ἦταν μόνη αὐτή; Ἀναφέρθηκαν ἤδη π ιὸ π άνω οἱ π ολυάριθμες θεάρεστες νομοθεσίες καὶ ἐνέργειες τοῦ φιλοθέου αὐτοκράτορα, μὲ τὶς ὁπ οῖες, ὁδηγούμενος ἀπ ὸ τὸν Θεό, ἐξάπ λωσε καὶ στερέωσε τὴ μέχρι τότε διωκόμενη χριστιανικὴ π ίστη σὲ π λεῖστα μέρη τῆς οἰκουμένης.
Ἀντίθετα, οἱ γνωστὲς π ράξεις βίας ἀπ έρρεαν ἀπ ὸ τὴν εὐθύνη τῆς ἐξουσίας τοῦ αὐτοκράτορα, καὶ ὄχι ἀπ ὸ π ροσωπ ικὴ του εὐθύνη. Ἂς μὴ ξεχνοῦμε ἀκόμη ὅτι ὁ Κωνσταντῖνος ἦταν τότε καὶ ἀβάπ τιστος! Καὶ ἡ θεμελιώδης διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα μὲ τὴν ὁπ οία ὁ βαπ τιζόμενος καθαρίζεται, τόσο ἀπ ὸ τὸ π ροπ ατορικὸ ἁμάρτημα, ὅσο καὶ ἀπ ὸ κάθε ἄλλο π ροσωπ ικὸ ἁμάρτημα ( σὲ π ερίπ τωση π οὺ εἶναι μεγάλης ἡλικίας), ἴσχυσε ἀναμφίβολα καὶ στὴν π ερίπ τωση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου.
Ὁ Μ. Κωνσταντῖνος βρέθηκε λοιπ ὸν μὲ τὴν Πρόνοια τοῦ Θεοῦ π νευματικὰ ἕτοιμος καὶ π ολιτικὰ ὥριμος στὴ συγκεκριμένη ἱστορικὴ στιγμή, γιὰ νὰ π ραγματοπ οιήσει τὸ μεγάλο ὅραμα ἑνὸς βαθύτερου μετασχηματισμοῦ τῶν δομῶν τῆς καταρρέουσας ρωμαϊκῆς αὐτοκρατορίας. Καὶ ἀσπ άσθηκε τὸν Χριστιανισμό, ὄχι μόνο ὡς ἕνας ἁπ λὸς π ολίτης της, ἀλλ᾿ ὡς ὁ αὐτοκράτορας καὶ μονοκράτοράς της! Αὐτὸ μάλιστα, τὸ ὅτι βαπ τίσθηκε στὸ τέλος τῆς ζωῆς του γιὰ τοὺς λόγους, π οὺ π ροεκθέσαμε, ἀπ οδεικνύει π ερίτρανα π ὼς δὲν ὑπ ῆρχε ὁπ οιαδήπ οτε σκοπ ιμότητα στὴν ἐπ ιλογή του αὐτή, ἀλλὰ π ροερχόταν ξεκάθαρα ἀπ ὸ τὴ γνήσια ἐσωτερικὴ π αρόρμησή του. Μπ οροῦμε ἆραγε νὰ ἀντιληφθοῦμε ἀληθινὰ τί σήμαινε ἕνας Ρωμαῖος μονοκράτορας, μετὰ ἀπ ὸ τόσες νῖκες καὶ δόξα, καὶ ὁ ὁπ οῖος δὲν ἦταν μόνο ὁ ὕψιστος π ολιτικὸς καὶ στρατιωτικὸς ἡγέτης τῆς ἐπ οχῆς, ἀλλὰ καὶ ὁ pontifex maximus ( ὁ μέγιστος δηλαδὴ ἀρχιερέας τῆς εἰδωλολατρικῆς θρησκείας, π οὺ στὴ Ρώμη τοῦ ἀπ οδίδονταν τιμὲς λατρείας, ἂν καὶ ὁ ἴδιος κατήργησε μὲ νόμους τὴ λατρεία αὐτὴ στὸ π ρόσωπ ό του), νὰ βαπ τισθεῖ Χριστιανός; Πράγματι, ἡ ἐξέχουσα θέση τοῦ Μ. Κωνσταντίνου στὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας δὲν εἶναι ἄσχετη π ρὸς τὸ βάπ τισμά του κατὰ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του.
Καί, τέλος, π ρέπ ει νὰ διευκρινιστεῖ π ὼς ἡ ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητας ἑνὸς κεκοιμημένου ὀρθοδόξου χριστιανοῦ δὲν εἶναι π ροϊὸν ἀνθρώπ ινης αὐθαιρεσίας ἢ καρπ ὸς ὁπ οιασδήπ οτε ἀνθρωπ αρέσκειας! « Τοὺς δοξάζοντάς με , δοξάσω », λέγει ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Μόνο ὁ Θεὸς στὴν π ραγματικότητα ἀνακηρύσσει καὶ δοξάζει τοὺς Ἁγίους Του! Καὶ π ράγματι! Δὲν εἴδαμε π όσης Θείας Χάρης ἀξιώθηκε ὁ Κωνσταντῖνος, ἐνόσῳ ἀκόμη ζοῦσε; Τὴν ἄμεση μὲ ὁράματα θεϊκὴ καθοδήγηση, π οὺ εἶχε καθόλες τὶς μεγάλες στιγμὲς τῆς ζωῆς του; Πὼς στάθηκε μοναδικὸ ὄργανο στὰ χέρια τῆς θείας Προνοίας γιὰ τὴ στερέωση καὶ ἐπ ικράτηση τῆς λατρείας τοῦ μόνου Ἀληθινοῦ Θεοῦ στὸν κόσμο; Ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατο τὸν δόξασε ὁ Κύριος! Καθότι δὲν π ρέπ ει νὰ π αραβλέπ εται τὸ ὅτι καὶ μετὰ τὴν κοίμησή του οἱ π ροσευχὲς καὶ μεσιτεῖες του π ρὸς τὸν Θεὸ θαυματουργοῦν, ὅπ ως ἐξάλλου ἀναφέρουν καὶ ἀρχαῖα τροπ άρια π ρὸς τιμή του: « Ὀρθοδόξων βασιλέων π ατήρ , οὗ καὶ ἡ λάρναξ ἰάσεις βρύει … » (= ἐσὺ π οὺ εἶσαι π ατέρας, ἀπ αρχὴ τῶν ὀρθοδόξων βασιλέων, τοῦ ὁπ οίου καὶ ἡ λάρνακα [ ὁ τάφος] π ηγάζει θεραπ εῖες) ( Δοξαστικὸ ἀπ οστίχων Ἑσπ ερινοῦ) · καὶ ἀλλοῦ: « Ὁ τάφος ἔνθα κεῖται τὸ ἱερόν , Κωνσταντῖνε , καὶ τίμιον σῶμά σου , μαρμαρυγὰς θείας καὶ ἀκτῖνας φωτολαμ π εῖς , τοῖς π ροσιοῦσι π άντοτε βλύζει ἰαμάτων π αντοδα π ῶν … » (= Ὁ τάφος, ὅπ ου βρίσκεται τὸ ἱερὸ καὶ τίμιο σῶμα σου, ὦ Κωνσταντῖνε, π άντοτε ἀναβλύζει σ᾿ αὐτοὺς π οὺ π ροσέρχονται [ σ᾿ αὐτό, γιὰ νὰ τὸ π ροσκυνήσουν] θεῖες ἐλλάμψεις καὶ φωτοειδεῖς ἀκτῖνες κάθε εἴδους θεραπ είας) ( τροπ άριο θ΄ ᾠδῆς Κανόνος τοῦ Ὄρθρου). Καὶ ἔμπ ρακτη ἔκφραση τῆς ἐξέχουσας θέσης του στὴ συνείδηση τοῦ π ληρώματος τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας ἀπ οτελοῦν οἱ π ολυάριθμοι ναοὶ καὶ οἱ εἰκόνες, π οὺ ἔγιναν ἀπ ὸ τὴ βυζαντινὴ ἐπ οχὴ καὶ γίνονται μέχρι σήμερα π ρὸς τιμὴ τοῦ ἰδίου καὶ τῆς ἁγίας μητέρας του Ἑλένης!
Τῶν Μεγάλων τούτων Θεοστέπ των Βασιλέων καὶ Ἰσαπ οστόλων Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης ἂς ἐπ ικαλούμαστε κι ἐμεῖς οἱ χριστιανοὶ τῶν ἐσχάτων αὐτῶν χρόνων τὶς π ρεσβεῖες καὶ ἱκεσίες π ρὸς τὸν μεγαλοδύναμο Θεό, νὰ εἰρηνεύσει τὸν κόσμο, νὰ ἐξαλείψει τὰ σκάνδαλα καὶ τὶς αἱρέσεις, νὰ φέρει τὴν ὁμόνοια καὶ ἀγάπ η, νὰ συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες μας καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει μαζί τους τῆς αἰωνίου βασιλείας τῶν οὐρανῶν μὲ τὴ Χάρη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, στὸν ὁπ οῖο ἀνήκει ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!
* Πηγὲς γιὰ τὸν π αρόντα βίο εἴχαμε τὰ σχετικὰ κλασικὰ ἔργα τοῦ π ατέρα τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας Εὐσεβίου, ἐπ ισκόπ ου Καισαρείας, καὶ μάλιστα τὸ ἔργο, Εἰς τὸν Βίον Κωνσταντίνου τοῦ Βασιλέως , καθὼς καὶ ἔργα ἄλλων μεταγενεστέρων ἱστορικῶν, ὅπ ως τῶν Σωκράτους Σχολαστικοῦ καὶ Σωζομένου Σαλαμινίου, π οὺ βασικὰ ἀκολουθοῦν τὸν Εὐσέβιο, σὲ συνδυασμὸ μὲ σύγχρονη ὑπ εύθυνη βιβλιογραφία.