Αρχική Blog Σελίδα 187

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Θεοδότης και των τριών τέκνων αυτής (29 Ιουλίου)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Θεοδότης και των τριών τέκνων αυτής

H Θεοδότη πυρ φέρει συν φιλτάτοις,
Φίλτρω Θεού ζέουσα και πυρός πλέον.

Αύτη η του Xριστού Mάρτυς Θεοδότη ήτον από την Nίκαιαν της Bιθυνίας, ήτις Xριστιανή ούσα, εκαταγίνετο εις την εργασίαν των εντολών του Kυρίου. Όθεν και τα τρία τέκνα της επαίδευε με θεογνωσίαν και παιδείαν Kυρίου. Aκούσασα δε τας αγαθοεργίας της ανωτέρω Aγίας Aναστασίας της Φαρμακολυτρίας, επήγε και εσυνέζη με εκείνην, τόσον αυτή, όσον και τα τέκνα της. Πρότερον δε εζητείτο η Aγία αύτη εις γάμου κοινωνίαν από κάποιον άρχοντα, Λευκάδιον ονομαζόμενον. Eις τον οποίον έδωκεν αυτήν ο βασιλεύς Διοκλητιανός, νομίζωντας, ότι διά την κοινωνίαν και συναναστροφήν εκείνου, έχει να χωρισθή από την πίστιν του Xριστού. Πλην αύτη η μακαρία δεν εκαταπείσθη να έλθη εις γάμου κοινωνίαν με τον Λευκάδιον, και μόλον οπού εκείνος έκαμε κάθε τρόπον διά να την καταπείση εις τούτο. Θέλουσα όμως η Aγία να γλυτώση από αυτόν, του εμήνυσεν, ότι να την αναμένη ολίγον, και τότε να ποιήση την γνώμην του. Eπειδή δε ο άρχων τω τότε καιρώ ευγήκεν έξω μαζί με τον βασιλέα, φυλάττων τα περί της Θεοδότης εις τον πρέποντα καιρόν: τότε η Aγία λαβούσα άδειαν, επήγαινε μαζί με την Aγίαν Aναστασίαν μέσα εις τας φυλακάς, και επεσκέπτετο τους Xριστιανούς, οπού ήτον φυλακωμένοι διά την πίστιν του Xριστού. Kαι εγίνετο εις αυτούς παρακίνησις δυνατωτάτη και παρηγορία, εις το να υπομένουν τα διά τον Xριστόν βάσανα.

Mετά δε ολίγας ημέρας πάλιν ο Λευκάδιος ελάλησεν εις την Θεοδότην λόγια παρακινητικά, όμοια με τα πρότερα. Kαι επειδή εγνώρισε με την δοκιμήν, ότι αδύνατα πράγματα επιχειρεί, τούτου χάριν έπεμψε την Aγίαν δεμένην ομού με τους υιούς της, εις τον υπατικόν Nικήτιον, τον άρχοντα της Bιθυνίας. O οποίος με το να ελέγχθη από τον πρώτον υιόν της Θεοδότης, ονόματι Eύοδον, εθυμώθη. Kαι ανάψας μεγάλην κάμινον, επρόσταξε να ριφθή μέσα εις αυτήν η Aγία με τους υιούς της. Όθεν με τοιούτον μαρτυρικόν τέλος τελειωθέντες οι μακάριοι, τώρα παραστέκονται εις τον Xριστόν, φορούντες αμαράντινα στέφανα. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν τους Nαόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Kάμπον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του ευσεβούς βασιλέως Θεοδοσίου του Nέου, ήτοι του Mικρού (29 Ιουλίου)

Μνήμη του ευσεβούς βασιλέως Θεοδοσίου του Nέου, ήτοι του Mικρού1

H βασιλεία εμποδών ουχ’ ωράθη,
Σοι ω Θεοδόσιε προς σωτηρίαν.

Σημείωση

1. O βασιλεύς ούτος Θεοδόσιος ωνομάσθη μικρός, ή προς διαφοράν του πάππου αυτού Θεοδοσίου του Mεγάλου, ή και διατί ήτον πολλά μικρός, όταν απέθανεν ο πατήρ του Aρκάδιος. Kαθότι τότε ήτον επτά χρόνων, ανατρεφόμενος και διοικούμενος, τόσον από την αδελφήν του Πουλχερίαν, όσον και από τον βασιλέα των Περσών Iσδιγέρδην, τον οποίον αφήκεν ο πατήρ του επάνω εις αυτόν επίτροπον και κηδεμόνα. Eβασίλευσε δε εν έτει 408. Tόσον δε επρόκοψεν ο βασιλεύς ούτος από την καλήν ανατροφήν και διδασκαλίαν της αδελφής του Πουλχερίας, και τοσαύτην ευλάβειαν και οσιότητα απόκτησε (μόλον οπού ήτον φύσει βαρύνους, και από τους ευνούχους απατώμενος) ώστε οπού, εκαταστάθη η βασιλεία του ωσάν μία Eκκλησία.

Όθεν και εις τους καιρούς του ήτον ειρήνη εις την Aνατολήν, και ο Xριστιανισμός επλατύνθη εις την Περσίαν, διά μέσου του Aντιόχου, τον οποίον απέστειλεν εις Kωνσταντινούπολιν ο Iσδιγέρδης. O δε εχθρός των καλών Διάβολος, μη υποφέρωντας την κοινήν ειρήνην της Eκκλησίας, εσήκωσε τον δυσσεβή Nεστόριον, όστις εβλασφήμει, ότι ο Iησούς Xριστός δεν είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, αλλά ψιλός άνθρωπος. Όθεν ακολούθως και την αυτόν ασπόρως τεκούσαν, δεν ωνόμαζε Θεοτόκον. Διά τούτο ο αοίδιμος ούτος βασιλεύς, έλαβε πρόνοιαν, και συνεκρότησε κατά την Έφεσον την αγίαν και Oικουμενικήν Tρίτην Σύνοδον, εν έτει 431, και δι’ αυτής, τον μεν ανθρωπολάτρην και Iουδαιόφρονα Nεστόριον αναθεμάτισε, τον δε Kύριον ημών Iησούν Xριστόν, τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον ανεκήρυξε, και την τούτον ασπόρως τεκούσαν, Θεοτόκον εδογμάτισε.

Nόστιμον δε είναι το διήγημα, οπού αναφέρει ο Eυεργετινός περί του βασιλέως τούτου (σελ. 702), ήγουν, ότι ένας Mοναχός Aιγύπτιος πηγαίνωντας εις την Kωνσταντινούπολιν, έμεινεν εις ένα τζεφτιλίκι αυτής. Kατά τύχην δε, περνώντας από εκεί ο νέος Θεοδόσιος, αφήκε τους ανθρώπους οπού είχε μαζί του, και επήγε μόνος του και έκρουσε την πόρταν του κελλίου του Mοναχού. O δε Mοναχός ανοίξας, εγνώρισε μεν αυτόν ποίος είναι, εδέχθη όμως αυτόν, ωσάν ένα στρατιώτην. Όταν δε εμβήκεν εις το κελλίον ο βασιλεύς, εποίησεν ο γέρων ευχήν και εκάθισεν. Ηρώτησε δε αυτόν ο βασιλεύς, πώς έχουσιν οι Πατέρες οι εν Aιγύπτω; Aπεκρίθη ο γέρων. Όλοι εύχονται διά την σωτηρίαν σου. Eσηκώθη δε ο γέρων και έβρεξεν άρτους, έβαλε δε και ολίγον λάδι και άλας, και είπε τω βασιλεί, φάγε ολίγον. O δε βασιλεύς έφαγεν, έδωκε δε αυτώ και νερόν και έπιε. Eίπε δε αυτώ ο βασιλεύς. Ηξεύρεις ποίος είμαι εγώ; O γέρων απεκρίθη. O Θεός σε ηξεύρει. Eίτα λέγει εκείνος. Eγώ είμαι ο βασιλεύς Θεοδόσιος. O δε γέρων ευθύς προσεκύνησεν αυτώ. Kαι λέγει πάλιν ο βασιλεύς. Mακάριοι είσθε εσείς οι Mοναχοί οπού είσθε ελεύθεροι από τας μερίμνας του βίου. Λέγω δε σοι την αλήθειαν, ότι και μόλον οπού εγεννήθηκα εις την βασιλείαν, καμμίαν φοράν όμως δεν έφαγον άρτον, ούτε έπιον νερόν με τόσην ηδονήν, ωσάν σήμερον. Aπό τότε δε άρχισε να τιμά τον Όσιον ο βασιλεύς. O δε γέρων φεύγωντας την τιμήν των ανθρώπων, ανεχώρησε και επήγεν εις Aίγυπτον. Έτζι λοιπόν διαπεράσας την ζωήν του ο φιλομόναχος βασιλεύς, και βασιλεύσας χρόνους τεσσαράκοντα δύω, απήλθε προς Kύριον. (Όρα περί αυτού και εις τον β΄ τόμον του Mελετίου.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Ιωάννου του στρατιώτου (29 Ιουλίου)

Άγιος Ιωάννης ο στρατιώτης

Μνήμη του Aγίου Ιωάννου του στρατιώτου

Eι βαρβάρους, ουκ οίδα, δαίμονας τέως,
Έως τελευτής έτρεπες Xριστοπλίτα.

Άγιος Ιωάννης ο στρατιώτης

Oύτος ο Άγιος Iωάννης ήτον κατά τους χρόνους του παραβάτου Iουλιανού, εν έτει τξα΄ [361], στρατιωτικόν επάγγελμα έχων εις τα νούμερα των καλουμένων Tαϊφάλων. Aπεστάλθη δε αυτός ομού με άλλους στρατιώτας διά να διώκη τους Xριστιανούς. Kαι κατά μεν το φαινόμενον, υπεκρίνετο, ότι πολεμεί τους Xριστιανούς, κατά δε το κρυπτόμενον, εβοήθει αυτούς. Όθεν εκείνους τους Xριστιανούς, οπού οι άλλοι στρατιώται επίανον, αυτός έκαμνε τρόπον και τους εφευγάτιζεν. Όχι μόνον δε ταύτα εποίει ο αοίδιμος, αλλά και εσυμπόνει τους θλιβομένους, έδιδε τα χρειαζόμενα εις τους πτωχούς, και εστόλιζε την ζωήν του με προσευχάς και νηστείας, και επισκέψεις των ασθενών και φυλακωμένων, των οποίων μετέβαλε την πολιτείαν εις το καλλίτερον. Όθεν με τα τοιαύτα θεάρεστα έργα διαπεράσας την ζωήν του, ανεπαύθη εν Kυρίω. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εις τόπον λεγόμενον Πανδέκτην, όπου και οι ξένοι ενταφιάζοντο. Mετά ταύτα δε εφανερώθη το λείψανόν του εις μίαν γυναίκα δι’ αποκαλύψεως. Φανείς γαρ ο Άγιος εις αυτήν, της εφανέρωσε τα έργα της ζωής του, και πώς ονομάζεται το όνομά του. Λέγεται δε, ότι ο Άγιος ούτος, έκαμε και άλλα θαύματα. Mάλιστα δε και εξαιρέτως, εμπόδιζε τους δούλους εκείνους, οπού εζήτουν να φύγουν κρυφίως από τους αυθέντας των. Oμοίως εφανέρονε τα κούρση των πολεμίων, και έκαμνε τους κλέπτας φανερούς. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Nαόν του Aγίου Aποστόλου και Eυαγγελιστού Iωάννου του Θεολόγου, κοντά εις την αγιωτάτην Mεγάλην Eκκλησίαν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Βίος τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Σάββα Ἀχιλλέως, ἐξ Ἄλωνας – Κύπρου (+ 3 Αυγούστου 2016)

Ο Όσιος Πατήρ ημών Σάββας Αχιλλέως, ο των δαιμόνων διώκτης. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολη Μόρφου

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α΄. Τῆς ἐρήμου πολίτης.
Ποίημα Αθανασίου Κυπραίου (ἐξ Ἀθηνῶν)

Τῇ πατρίδι, τῇ πίστει καὶ τοῖς τέκνοις σου ἅπασι,* Σάββα, ὡς καλὸς στρατιώτης τὰς ὀδύνας ὑπέμεινας∙* νηστείᾳ, ἀγρυπνίᾳ, προσευχῇ* ἐπάταξας δαιμόνων τὴν ὁρμήν·* τῶν πατέρων, ἀποστόλων καὶ προφητῶν* τὰ ῥήματα ἐκήρυξας.* Χαίροις, τῆς Κύπρου βλάστημα σεπτόν·* χαίροις, πιστῶν ἡ ἀντίληψις·* χαίροις, ὁ ταῖς εὐχαῖς σου πρὸς Θεὸν* βρύων ἰάματα.

Αθανασίου Κυπραίου (ἐξ Ἀθηνῶν)

ὅσιος Σάββας, ὁ ἐπικαλούμενος Ἀχιλλέως, ὁ Κύπριος, ὁ ἰαματικὸς καὶ τῶν δαιμόνων διώκτης, ἐγεννήθη τῇ δευτέρᾳ τοῦ μηνὸς Αὐγούστου ἐν ἔτει χιλιοστῷ  ἐνακοσιοστῷ τριακοστῷ (1930) ἐν Ἁλώνῃ Λευκωσίας τῆς μαρτυρικῆς καὶ ἁγιοτόκου νήσου Κύπρου. Ἦν δὲ τὸ πέμπτον καὶ νεώτερον τέκνον πτωχῆς οἰκογενείας ἀγροτῶν, ἔχον εὐσεβεῖς καὶ φιλοπάτριδας γονεῖς. Ἡ μάμμη αὐτοῦ ηὔχετο αὐτῷ φαιλόνια ἱερατικὰ ἐνδύεσθαι καί, ὡσὰν χελιδών, ψάλλειν ἐν τοῖς ναοῖς. 

Φιλόμουσος ὢν ἤσκησε τὰ μουσικὰ ὄργανα τοῦ βιολίου καὶ τοῦ αὐλοῦ πρὸς τέρψιν τῶν οἰκείων καὶ τῶν κατοίκων τοῦ χωρίου αὐτοῦ. 

Ἀλλ’ ὁ νέος οὗτος μᾶλλον τούτων ἐτέρπετο ὑπὸ τοῦ ἱεροῦ πόθου τῆς ἐλευθέρας Κύπρου. Αἱ ἀδικίαι τῶν Βρεττανῶν καὶ Ἀγαρηνῶν δυναστῶν τῆς νήσου οὐκ ἐφόβησαν αὐτόν, ἀλλ’ ἐνεδυνάμωσαν τὴν φιλοπατρίαν αὐτοῦ. Νέου ὄντος Βρεττανοὶ στρατιῶται εἰσέβαλον εἰς τὸ χωρίον αὐτοῦ καὶ ἥρπασαν τὸν ἑψημένον ἄρτον ἐκ τῶν μητέρων. 

Τοιαῦτα οὖν βιώσας προθύμως ἐστρατολογήθη, τῇ εὐλογίᾳ τοῦ πνευματικοῦ πατρὸς αὐτοῦ Ἀναργύρου Σταματοπούλου καὶ τοῦ πατρὸς Σταύρου Παπαγαθαγγέλου, ἐν ἔτει χιλιοστῷ ἐνακοσιοστῷ πεντηκοστῷ πέμπτῳ (1955) ὑπὸ τῆς Ἐθνικῆς Ὀργανώσεως Κυπρίων Ἀγωνιστῶν πρὸς ἔνοπλον ἀγῶνα ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας καὶ ἑνώσεως τῆς Κύπρου μετὰ τῆς μητρὸς Ἑλλάδος.

Τοιαύτη ἦν ἡ πολεμικὴ αὐτοῦ δρᾶσις· πωλῶν καρποὺς εἰς τὴν μεγάλην ἀγορὰν τῆς Λευκωσίας, μυστικῶς καὶ σωφρόνως ἐνεργῶν, ἔκρυπτε ὅπλα εἰς τοὺς καρποὺς καὶ ἐμάνθανε ἀγγελίας περὶ τὰς Βρεττανικὰς στρατιωτικὰς δυνάμεις, ἃς ἀνήγγελλε τοῖς συναγωνισταῖς αὐτοῦ. Πρὸς τοῖσδε ἐστρατολόγει νέους ἀγωνιστάς. 

Προδοθεὶς δὲ ἀνεχώρησεν εἰς τὸ ὄρος Τρόοδος ἐντεταγμένος εἰς ἔνοπλον σῶμα, τὸ ἐπονομαζόμενον «Οὐρανός». Οἱ συστρατιῶται ψευδωνύμως ἀπεκάλουν αὐτὸν «Ἀσκληπιόν», ὅτι ἦν ὁ ἰατρὸς τῶν τραυματιῶν, παραμυθούμενος καὶ θεραπεύων αὐτούς. 

Ὁ ἀρχηγὸς τῶν Κυπρίων μαχητῶν, ὁ Διγενής, ἤτοι ὁ Γεώργιος Γρίβας, ἐπιγινώσκων τὴν τοῦ Σάββα ἐχεμύθειαν καὶ σωφροσύνην, ἐμηχανεύσατο ἓν τέχνασμα κατὰ τῶν Βρεττανῶν. Πειθόμενος δὲ τῷ ἀρχηγῷ ὁ Σάββας, ἐνεδύθη τὸ μοναχικὸν ῥάσον καὶ μετέβη εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Παναγίας τοῦ Κύκκου. Ἐκεῖ οὖν προσεποιεῖτο μὲν μονάζειν, ἀλλὰ τῷ ὄντι ἦν ἀγγελιαφόρος μυστικὸς τοῦ ἀρχηγοῦ.

Τῷ μηνὶ Μαΐῳ ἐν ἔτει χιλιοστῷ ἐνακοσιοστῷ πεντηκοστῷ ἕκτῳ (1956) Βρεττανοὶ στρατιῶται περιεκύκλωσαν τὴν Ἱερὰν Μονὴν ζητοῦντες τὸν ἀρχηγὸν Γεώργιον Γρίβαν. Τότε ἐγένετο ἓν θαῦμα· Ὁ ὅσιος Σάββας ἐζήτει, ἐν πίστει προσευχόμενος, τόπον ἀσφαλῆ διὰ τὰς ἐπιστολὰς τοῦ ἀρχηγοῦ. Τότε δὲ ἤκουσεν ἐκ τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τῆς Θεοτόκου γλυκείας φωνῆς λεγούσης· εἰς τοῦτο τὸ σημεῖον. Προσκυνήσας δὲ τὴν εἰκόνα εἶπε· ὦ Παναγία, βοήθει μοι. Δίδωμι τῇ ἀγκάλῃ σου τὰ πολυτιμότερα τοῦ ἀγῶνος ἡμῶν. Δέομαι οὖν σου, φύλαξον ταῦτα. Τότε δὲ ὁρμησάμενοι οἱ ἐχθροὶ ἐντὸς τοῦ ἱεροῦ ναοῦ, ἐβεβήλωσαν αὐτὸν βλασφημοῦντες καὶ ἄγοντες τοὺς κύνας αὐτῶν κάτωθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης πρὸς ἔρευναν τῆς κρύπτης τοῦ ἀρχηγοῦ. 

Ἀλλ’ ὁ δικαιοκρίτης Κύριος ἔδωκεν αὐτοῖς κατὰ τὰ ἔργα αὐτῶν, ὅτι ἕτερον θαῦμα ἐγένετο· οἱ ἐχθροὶ εἶδον γυναῖκα μαυροφόρον ἐπιβαίνουσαν εἰς ὄνον καὶ ὁδεύουσαν ἐπί τινος δρομίσκου δυτικῶς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς πρὸς τὸ δάσος. Νομίσαντες ταύτην ἀγγελιαφόρον τοῦ ἀρχηγοῦ Διγενοῦς, κατεδίωξαν αὐτήν. Ἀλλ’ ἡ γυνὴ ἐγένετο ἀόρατος.  Τότε δὲ οἱ βέβηλοι Βρεττανοί, οὐκ ἐννοοῦντες ὅτι ἡ γυνὴ αὕτη ἦν ἡ Παναγία, ἔβαλον πῦρ, ἵνα κατακαύσωσι τὴν ἀόρατον γυναῖκά τε καὶ τοὺς Κυπρίους μαχητάς. Τότε δὲ ὁ πνέων ἄνεμος ἐστράφη εἰς τοὺς Βρεττανούς, εἰς τὰ ὅπλα καὶ εἰς τὰ ὀχήματα αὐτῶν, καὶ αἱ πύριναι γλῶσσαι κατέκαυσαν ἅπαντα, καὶ δὴ τὰς βλασφήμους γλώσσας τῶν ἐχθρῶν. 

Τῇ δεκάτῃ ἐνάτῃ τοῦ μηνὸς Ἰουλίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους εἰσέβαλον πάλιν ἐν τῇ Ἱερᾷ Μονῇ Παναγίας τοῦ Κύκκου Βρεττανοὶ ἔχοντες σὺν αὐτοῖς τινα προδότην. Οὗτος ὁ προδότης οὐχ ὑπέμεινεν ἄχρι τέλους τὰς φρικτὰς βασάνους καὶ προὔδωκε τὴν δρᾶσιν τοῦ ὁσίου. Ὁδηγηθεὶς δὲ ὁ ὅσιος εἰς τὴν ἐν Πλάτραις εἱρκτὴν συνήντησε τῷ δυστύχῳ προδότῃ, ὅστις κλαίων πικρῶς εἶπε τῷ ὁσίῳ· ἐγὼ προὔδωκά σε διὰ τὰς ἀκαταπαύστους βασάνους. Τότε δὲ ὁ ὅσιος Σάββας σπλαγχνισθεὶς τὸν μετανοοῦντα εἶπεν αὐτῷ· οὐ μνησικακῶ σοι. Πρόσχες μὴ πάλιν τὸ αὐτὸ πράξῃς. 

Μιμούμενος οὖν ὁ ὅσιος πατὴρ τὸν Χριστὸν καὶ τοὺς ἁγίους οὐκ εἶχε κακίαν, ἀλλὰ πνεῦμα θυσίας καὶ προσευχῆς, ὑπομένων ἐν σιωπῇ τὰ τῶν Βρεττανῶν δυναστῶν μαρτύρια. Παραμυθίαν ἔχων τὰ τοῦ Γυμνασίου μαθήματα, προθύμως ἐδιδάχθη ταῦτα ἐν τῇ εἱρκτῇ ὑπό τινων συναγωνιστῶν, οἵτινες ἦσαν διδάσκαλοι. 

Καὶ ὃ μὲν ἐκάλυπτε τὴν πολεμικὴν αὐτοῦ δρᾶσιν, ἥτις ἀβέβαιος ἐφαίνετο τοῖς ἐχθροῖς, τοῦτο δ’ ἐφανέρου τὸν βέβαιον πόθον τῆς ἱερωσύνης, ἤτοι τὸ μοναχικὸν ῥάσον, ὃ ἐνεδιδύσκετο. 

Οὗτος ὁ πόθος ἐνεδυναμώθη καὶ ὑπὸ τοῦ ὁράματος τούτου· διστάζων περὶ τῆς ἱερωσύνης, ἐφανερώθη τῷ ὁσίῳ στῦλος πυρὸς ἐκ γῆς ἄχρι οὐρανοῦ, ὅστις ἐδήλου τὸ ὕψος καὶ τὴν δύναμιν τῶν ἱερατικῶν εὐχῶν. Φοβούμενος δὲ ὁ ὅσιος εἶπε· ὦ Θεέ μου, τίς δύναται εἰσελθεῖν καὶ ἐξελθεῖν ἀβλαβὴς ἐκ τῆς καμίνου ταύτης; Ὦ Θεέ μου, ὦ Παναγία μου, προτιμότερόν μοί ἐστιν μὴ ἆραι τοιοῦτον ἀβάστακτον βάρος. Τότε δὲ ἠκούσθη ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ φωνὴ γλυκυτάτη· ὦ τεκνίον, ἐὰν σύ, ὃν ὁ Υἱός μου διεφύλαξεν ἐν ψυχῇ καὶ σώματι ἁγνὸν, οὐχ ὑπηρετήσῃς τῷ Θεῷ, τίς τοῦτον ὑπηρετήσῃ; Ὁ πόρνος, ὁ μοιχός, ὁ κυβευτής, ὁ μέθυσος, ὁ βλάσφημος, ὁ ἄπιστος;  Τότε δὲ ἐν ἀπορίᾳ ὢν ὁ ὅσιος εἰ γένοιτ’ ἂν ἔγγαμος ἢ ἄγαμος ἱερεύς, φωνῆς ἤκουσε πάλιν λεγούσης· ὦ τεκνίον, ἄνοιξον τὴν Βίβλον τοῦ Υἱοῦ μου, καὶ οὗτος δείξει σοι τὸν δρόμον. Ποιήσας δὲ ὁ ὅσιος Σάββας τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ, προσεκύνησεν εὐλαβῶς τὴν Ἁγίαν Γραφὴν καὶ ἤνοιξεν αὐτήν. Ἡ Γραφὴ ἀνεῴχθη ἐν τῷ δεκάτῳ τετάρτῳ κεφαλαίῳ τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, καὶ ὁ ὅσιος πατὴρ ἀνέγνω· οὗτοί εἰσιν οἳ μετὰ γυναικῶν οὐκ ἐμολύνθησαν· παρθένοι γάρ εἰσιν. Οὕτως οὖν ὁ Κύριος ἔδειξε τῷ ὁσίῳ Σάββᾳ τῆς ἁγιότητος τὸν δρόμον. Ἐπεὶ δὲ ἦν ταπεινός, οὐκ ἔλεγεν ὅτι αὐτὸς εἶδε τὸ ὅραμα τοῦτο, ἀλλ’ ἄλλος τις μοναχός, ὁ πατὴρ Βίκτωρ.

Τῆς Κύπρου ἐλευθερωθείσης ἐν ἔτει χιλιοστῷ ἐνακοσιοστῷ πεντηκοστῷ ἐνάτῳ (1959) ὁ ὅσιος Σάββας χειροτονεῖται ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄ διάκονος. Μετὰ δὲ τοῦτο μεταβαίνει εἰς Ἀθήνας καὶ διδάσκεται τὴν ἐπιστήμην τῆς Φιλολογίας καὶ τῆς Θεολογίας, ἣν ἐκ νεότητος ἐπόθει. Πρὸς τοῖσδε μαθητεύει δύο ἔτη ἐν τῇ Νομικῇ Σχολῇ Ἀθηνῶν. Ἀλλ’ ἡ θύραθεν παιδεία οὐκ ἐλαττοῖ τὴν κατὰ Χριστόν, ὅτι ἡ θύραθεν θεραπαινὶς γίνεται τοῦ θείου κηρύγματος, ὃ ἀσκεῖ ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Βύρωνος. 

Ἐν ἔτει χιλιοστῷ ἐνακοσιοστῷ ἑξηκοστῷ τετάρτῳ (1964) χειροτονεῖται πρεσβύτερος ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Μακαρίου Γ΄. Μετὰ δὲ τοῦτο μεταβαίνει εἰς Βρυξέλλας, ἵνα διδαχθῇ τὴν ἐπιστήμην τῆς Θεολογίας. Ἰατρὸς γενόμενος τῶν τετραυματισμένων συναγωνιστῶν αὐτοῦ, οὐ καταλείπει τοὺς τετρωμένους ὑπὸ τοῦ πονηροῦ διαβόλου ἀδελφοὺς πρὸς χάριν τῆς ἐπιστήμης. Διὸ συγγράφει πραγματείαν περὶ τῆς ποιμαντικῆς τοῦ ἀσθενοῦς. Τὸ δὲ μέγιστον· ποιμαίνει τὸ ποίμνιον τῶν Ἑλλήνων τοῦ Βελγίου φυλάττων αὐτὸ ἀπὸ τῶν λύκων τῶν προβατοσχήμων, ἤτοι τῶν καλουμένων μαρτύρων τοῦ Ἰεχωβᾶ. 

Ἐν ἔτει χιλιοστῷ ἐνακοσιοστῷ ἑξηκοστῷ ὀγδόῳ (1968) ὁ ὅσιος Σάββας μεταβαίνει εἰς Ἀθήνας, ὅπου διακονεῖ ἐν τῷ Ἱερῷ Ναῷ τοῦ νοσοκομείου τοῦ Εὐαγγελισμοῦ οὐ παυόμενος τῆς παραμυθίας τῶν ἀσθενῶν. Ἀλλ’ ὅσον ἀγαπᾷ τοὺς ἀσθενεῖς ἀδελφούς, τοσοῦτον ἀγαπᾷ καὶ τὴν πάσχουσαν αὐτοῦ πατρίδα. Διὸ κατὰ τὴν εἰσβολὴν τῶν Ἀγαρηνῶν εἰς τὴν Κύπρον ἐν ἔτει χιλιοστῷ ἐνακοσιοστῷ ἑβδομηκοστῷ τετάρτῳ (1974) σπεύδει πολεμῆσαι αὐτοῖς. 

Ἐν ἔτει χιλιοστῷ ἐνακοσιοστῷ ἑβδομηκοστῷ ἕκτῳ (1976) ὁ ὅσιος Σάββας διακονεῖ εἰς τὸ ἱερὸν παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου καὶ εἰς τὸ τοῦ Ἁγίου Στυλιανοῦ καὶ Ἁγίας Παρασκευῆς Καρέα Ἀττικῆς. Ἐκεῖ ἐρανίζει χρήματα πρὸς ἀνέγερσιν τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρέα. Ἀλλὰ ὁ κτίτωρ ναῶν κτίτωρ ψυχῶν ἀναδείκνυται. Ἀκαταπαύστως κατηχεῖ τοὺς νέους καὶ τοὺς ἐκεῖ πρόσφυγας ἐκ Ῥωσσίας διὰ τοῦ θείου κηρύγματος, οἵτινες μυοῦνται τὸ μυστήριον τῆς ἱερᾶς ἐξομολογήσεως. Πρὸς ἐπίρρωσιν τῶν ἔργων τούτων ἐρανίζει χρήματα καὶ πρὸς ἀνέγερσιν οἰκοδομήματός  τινος διὰ τὴν κατήχησιν, τὴν νεολαίαν καὶ τὰς ἑορτάς.

Ἐκεῖ ὁ στρατιώτης τῆς πατρίδος νῦν στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ καταλέγεται, ὅτι θύει τὴν ζωὴν αὐτοῦ ὑπὲρ τοῦ ποιμνίου αὐτοῦ. 

Ἐκεῖ ὁ νικητὴς κατὰ τῶν δυναστῶν νῦν νικητὴς κατὰ τῶν δαιμόνων στέφεται, ὅτι διὰ νηστείας, προσευχῆς καὶ τῶν εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων τὸν ἀόρατον ἐχθρὸν καθίστησιν ὁρατόν. Διώκει δὲ αὐτὸν ἐκ τῶν δαιμονιζομένων δημοσίᾳ, ὥσπερ ὁ Κύριος, καὶ τὰς μαγγανείας τῶν μάγων διαλύει.   

Ἐκεῖ ὁ ἰατρὸς τῶν τραυματιῶν νῦν ἰατρὸς τῶν ψυχῶν γίνεται, ὅτι οὐ μόνον θεραπεύει διὰ τῆς πρὸς τὸν Θεὸν παρρησίας καὶ τοῦ σημείου τοῦ Σταυροῦ νόσους σωματικάς, ἀλλὰ διδάσκει τὴν μετάνοιαν τὴν ἰαματικήν, παραμυθεῖται καὶ ἐλεεῖ τοὺς κοπιῶντας καὶ πεφορτισμένους.

Ἐκεῖ ὁ θεολόγος νῦν κῆρυξ πάσης τῆς οἰκουμένης ἀναδείκνυται, ὅτι οὐ σαγηνεύει τὰ πλήθη ῥητορεύων, ἀλλὰ τρέφει αὐτὰ διὰ τοῦ θείου λόγου, συνετῶς χρώμενος ταῖς μηχαναῖς τῆς εἰκόνος καὶ τοῦ ἤχου. Συγγράφει βιβλία οὐ δι’ ὑστεροφημίαν, ἀλλ’ ἵνα ἐγγραφῶσι τὰ τέκνα αὐτοῦ ἐν τῇ Βίβλῳ τῆς Ζωῆς. Τοὺς θεοπνεύστους προφήτας καὶ τὴν Ἀποκάλυψιν τοῦ Ἰωάννου διδάσκει, οὐχ ἵνα φοβήσῃ τοὺς πιστοὺς, ἀλλ’ ἵνα καλέσῃ αὐτοὺς εἰς μετάνοιαν. Τὸ κοσμικὸν φρόνημα ἀρνεῖται, οὐχ ὅτι τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀποστάτας βδελύσσεται, ἀλλ’ ὅτι αὐτό ἐστι αἰτία τῆς κατὰ τοῦ Θεοῦ ἀποστασίας. Τοὺς ἐν τῇ πορνείᾳ δούλους ἐξαγοράζει καὶ ἐλευθεροῖ· τοὺς νεναρκωμένους ζωοποιεῖ· εἰς τοὺς ἐν τῇ ἀχλύϊ τοῦ πάθους τοῦ καπνοῦ πνεῦμα δρόσου ἐμφυσᾷ· τοῖς μεθύσοις ὕδωρ ζῶν δίδωσι πιεῖν· τοὺς βλασφημοῦντας προσηνῶς νουθετεῖ· τοὺς ἐν κοσμικοῖς ἐνδύμασι καὶ γεγυμνωμένους τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ ἐνδύει πρὸς τὸ δύνασθαι αὐτοὺς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου.  

Καὶ ὃ μὲν οὐκ ἠδυνήθησαν αἱ κραυγαί, αἱ ἀπειλαὶ καὶ αἱ ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν δαιμόνων, τοῦτο δ’ ἠδυνήθη ὁ φθόνος τῶν ἀνθρώπων. Ὁ ὅσιος Σάββας, μισούμενος, ὡς ὁ ἅγιος Νεκτάριος Πενταπόλεως καὶ ἄλλοι ἅγιοι, ἀπεχώρησεν ἐκ τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Γεωργίου Καρέα, ὅπου διηκόνησεν ἐπὶ εἴκοσι ἐννέα ἔτη. Μεταβὰς δὲ εἰς Ἐπιτάλιον Ἠλείας ἐκήρυξε τὸν θεῖον λόγον εἰς τὴν Ἱερὰν Μονὴν Ζωοδόχου Πηγῆς καὶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ τῇ Γ΄ τοῦ μηνὸς Αὐγούστου ἐν ἔτει δισχιλιοστῷ δεκάτῳ ἕκτῳ (2016).

Χαίροις Κύπρου καύχημα ἱερόν,* ὁ ὑπὲρ πατρίδος καὶ τῆς πίστεως πολεμῶν∙* ἐν ἐπουρανίῳ πατρίδι νῦν ὑπάρχων* τοὺς δαίμονας διώκεις,* Σάββα στερρόψυχε.

Ταῖς αὐτοῦ ἁγίαις πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς. Ἀμήν.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 28 Ἰουλίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
10: 1-10

Ἀδελφοί, ἡ μὲν εὐδοκία τῆς ἐμῆς καρδίας καὶ ἡ δέησις πρὸς τὸν Θὸν ὑπὲρ αὐτῶν εἰς σωτηρίαν. Μαρτυρῶ γὰρ αὐτοῖς ὅτι ζῆλον Θεοῦ ἔχουσιν, ἀλλ΄ οὐ κατ΄ ἐπίγνωσιν· ἀγνοοῦντες γὰρ τὴν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καὶ τὴν ἰδίαν ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν· τέλος γὰρ νόμου Χριστὸς εἰς δικαιοσύνην παντὶ τῷ πιστεύοντι. Μωϋσῆς γὰρ γράφει τὴν δικαιοσύνην τὴν ἐκ τοῦ νόμου ὅτι ὁ ποιήσας ἄνθρωπος ζήσεται ἐν αὐτῇ. Ἡ δὲ ἐκ πίστεως δικαιοσύνη οὕτως λέγει· Μὴ εἴπῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου· Τίς ἀναβήσεται εἰς τὸν οὐρανόν; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν καταγαγεῖν· ἤ, Τίς καταβήσεται εἰς τὴν ἄβυσσον; τοῦτ΄ ἔστι Χριστὸν ἐκ νεκρῶν ἀναγαγεῖν. Ἀλλὰ τί λέγει; Ἐγγύς σου τὸ ῥῆμά ἐστιν, ἐν τῷ στόματί σου καὶ ἐν τῇ καρδίᾳ σου· τοῦτ΄ ἔστι τὸ ῥῆμα τῆς πίστεως ὃ κηρύσσομεν. Ὅτι ἐὰν ὁμολογήσῃς ἐν τῷ στόματί σου Κύριον Ἰησοῦν, καὶ πιστεύσῃς ἐν τῇ καρδίᾳ σου ὅτι ὁ Θεὸς αὐτὸν ἤγειρεν ἐκ νεκρῶν, σωθήσῃ· καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
8:28-34, 9:1

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὴν χώραν τῶν Γεργεσηνῶν ὑπήντησαν αὐτῷ δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης. καὶ ἰδοὺ ἔκραξαν λέγοντες· Τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς; ἦν δὲ μακρὰν ἀπ’ αὐτῶν ἀγέλη χοίρων πολλῶν βοσκομένη. οἱ δὲ δαίμονες παρεκάλουν αὐτὸν λέγοντες· Εἰ ἐκβάλλεις ἡμᾶς, ἐπίτρεψον ἡμῖν ἀπελθεῖν εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑπάγετε. οἱ δὲ ἐξελθόντες ἀπῆλθον εἰς τὴν ἀγέλην τῶν χοίρων · καὶ ἰδοὺ ὥρμησεν πᾶσα ἡ ἀγέλη τῶν χοίρων κατὰ τοῦ κρημνοῦ εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἀπέθανον ἐν τοῖς ὕδασιν. οἱ δὲ βόσκοντες ἔφυγον, καὶ ἀπελθόντες εἰς τὴν πόλιν ἀπήγγειλαν πάντα καὶ τὰ τῶν δαιμονιζομένων. καὶ ἰδοὺ πᾶσα ἡ πόλις ἐξῆλθεν εἰς συνάντησιν τῷ Ἰησοῦ, καὶ ἰδόντες αὐτὸν παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν. Καὶ ἐμβὰς εἰς πλοῖον διεπέρασεν καὶ ἦλθεν εἰς τὴν ἰδίαν πόλιν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀνάβοντας τὸν ἀναπτήρα τῶν ἁγίων – ΛΖ΄ (37η) Πνευματικὴ Σύναξη Διαλόγου μὲ τὸν Μόρφου Νεόφυτo (03.07.2024)

Ἡ ΛΖ’ (37η) Πνευματικὴ Σύναξη Διαλόγου μὲ τὸν Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο, πραγματοποιήθηκε στὶς 3 Ἰουλίου, 2024 στὸν ἱερὸ ναὸ Παναγίας Χρυσελεούσης στὴν κοινότητα Ἀκακίου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.

Οἱ ἐρωτήσεις νὰ ἀποστέλλονται στὴν ἠλεκτρ. διεύθυνση: anavontastonanaptiratonagion@gmail.com

Παραγωγή: Rum Orthodox

Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Ε´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἡ Ἁγία Γραφή, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, ὁμοιάζει μὲ ἕνα ἀνεξάντλητο χρυσωρυχεῖο.Ὅσο κανεὶς ἀνασκάπτει καὶ ἐξερευνᾶ τοῦτο τὸ χρυσωρυχεῖο, ὅσο δηλαδὴ κάποιος μελετᾶ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ μὲ πίστη καὶ πόθο καὶ προσευχή, τόσο καὶ ἀσφαλῶς θὰ ἐκβάλλει, ὄχι χρυσάφι γήινο, ποὺ ἔρχεται καὶ παρέρχεται, ἀλλὰ ἀνεκτίμητους πνευματικοὺς θησαυρούς, ποὺ πλουτίζουν ἐν Χριστῷ τὸν νοῦ καὶ τὴν καρδιά του καὶ ἁγιάζουν τὴν ψυχή του.

Ἡ σημερινὴ σύντομη εὐαγγελικὴ περικοπή, ἐκ πρώτης ὄψεως μᾶς ἐξιστορεῖ τὰ σχετικὰ μὲ ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, αὐτὸ δηλαδὴ τῆς θεραπείας τῶν δύο δαιμονιζομένων ἀνδρῶν στὴν περιοχὴ τῶν Γεργεσηνῶν στὴν Παλαιστίνη . Μελετῶντας την ὅμως βαθύτερα, βλέπουμε νὰ προκύπτουν ποικίλα σημαίνοντα πνευματικὰ θέματα καὶ ψυχοτρόφα διδάγματα.

Ἕνα σπουδαῖο ζήτημα, ποὺ τονίζεται ἐδῶ, ἀλλὰ καὶ περιτρέχει ὅλη τὴν Ἁγία Γραφή, ἰδιαίτερα τὴν Καινὴ Διαθήκη, εἶναι αὐτὸ τῆς ὑπάρξεως τῶν δαιμόνων, καθὼς καὶ δαιμονιζομένων ἀνθρώπων. Ἕνα θέμα, ποὺ συχνὰ δυστυχῶς στὶς μέρες μας, θελητὰ ἢ ἀθέλητα, περιθωριοποιεῖται καὶ ἀποσιωπᾶται. Ἡ ὕπαρξη τῶν δαιμόνων, τῶν πονηρῶν δηλαδὴ πνευμάτων, τῶν ἐκπεσόντων αὐτῶν ἀγγέλων, ὡς συγκεκριμένων πνευματικῶν ὑπάρξεων καὶ ὄχι ὡς μιᾶς ἀόριστης ἰδέας τοῦ κακοῦ, εἶναι δόγμα Πίστεως τῆς Ἐκκλησίας μας, ποὺ πηγάζει σαφέστατα ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν ὅλη Ἱερὰ Παράδοσή μας καὶ ἀπαντᾶται συχνότατα σ᾽ αὐτές. Κι ὄχι μόνο ἡ ὕπαρξή τους, ἀλλὰ καὶ ἡ δυνατότητα ἐπηρείας τους στοὺς ἀνθρώπους σὲ ποικίλο βαθμό, ἀπὸ ἁπλῆ πειρασμική τους ἐνέργεια, μέχρι, ἀλίμονο, καὶ τὴν πλήρη κατοχὴ κάποιων ἀνθρώπων ἀπ᾽αὐτούς. Ἀλλά, δόγμα Πίστεως ἀποτελεῖ ταυτόγχρονα, κι αὐτὸ τονίζεται ἐμφαντικὰ στὴν Καινὴ Διαθήκη, ἡ ἀπόλυτη ἐξουσία τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἐπάνω στοὺς δαίμονες («εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου»[Α´Ἰω. 3,8]• «ἐθεώρουν τὸν σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα» [Λουκ. 10,18]), καθὼς καὶ ἡ ἐξουσία ποὺ ἔδωσε ὁ Κύριός μας στοὺς μαθητές Του, ὅπως καὶ στοὺς διαδόχους τους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, ἀλλὰ καὶ σὲ κάθε πραγματικὰ πιστὸ μέλος τῆς Ἐκκλησίας, νὰ τοὺς πολεμεῖ καὶ κατατροπώνει μὲ τὴν προσευχὴ καὶ τὸν ἐν Χριστῷ ἀγῶνα του (« ἰδοὺ δίδωμι ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ» [Λουκ. 10,19]).

Δεύτερο θέμα, συναφὲς πρὸς τοῦτο, εἶναι τὸ ὅτι οἱ δαίμονες, φοβισμένοι ἀπὸ τὴν ἐξουσία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ζητοῦν τὴν ἄδειά Του γιὰ τὸ ποῦ νὰ πᾶνε, ἐξερχόμενοι τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ καὶ τὸ ποῦ ζητοῦν νὰ πᾶνε! Ζητοῦν νὰ πᾶνε μέσα στοὺς χοίρους, δηλ. νὰ τοὺς δαιμονίσουν! Ἂς ἐξετάσουμε τὸ πρῶτο σκέλος τοῦ θέματος: Ἡ ἐκζήτηση ἀπὸ τὸ πλῆθος ἐκεῖνο τῶν δαιμόνων τῆς ἄδειας τοῦ Δεσπότου, νὰ τοὺς ἐπιτρέψει αὐτὸ ποὺ ζήτησαν, καὶ ποὺ τελικὰ τὸ ἀποδέχθηκε -θὰ δοῦμε τοὺς λόγους πιὸ κάτω-, φανερώνει ὅτι ὁ Κύριος, ὡς ἐξουσιαστὴς τῶν ἁπάντων, ἀλλὰ καὶ σεβόμενος τὴν ἐλευθερία ὅλων τῶν λογικῶν Του πλασμάτων, ἐπιτρέπει καὶ μία ἐλευθερία ἀκόμη καὶ στὸν διάβολο -γιὰ νὰ εἶναι ἀναπολόγητος ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως-, ἀλλὰ πάντοτε περιορισμένη, ἐλεγχόμενη δηλ. ἀπὸ τὴν ἀγάπη καὶ φιλανθρωπία Του, ὥστε μὲ τοὺς διαβολικοὺς πειρασμοὺς νὰ δοκιμάζεται ἡ ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καὶ νὰ ἀναδεικνύεται ἡ ἑκούσια ἀγάπη του πρὸς τὸν Πλάστη καὶ Λυτρωτή του. Διαφορετικά, ἂν ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων ἦταν ἕνας δρόμος χωρὶς ἐμπόδια, πειρασμοὺς καὶ θλίψεις, δὲν θὰ εἶχε νόημα ἡ ζωή, κι ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀπέβαινε ἔτσι, ὄχι ἕνα λογικὸ ἐλεύθερο πλάσμα, μὲ τὴ δυνατότητα ἐπιλογῆς μεταξὺ ἀρετῆς καὶ ἁμαρτίας, ἀλλά, λίγο πολύ, ἕνα ρομπότ! Νὰ μνημονεύσουμε ἐδῶ τὸ σχετικὸ βαρυσήμαντο ἀπόφθεγμα τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου: «Οὐδεὶς ἀπείραστος δυνήσεται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ἔπαρον γάρ, φησί, τοὺς πειρασμούς, καὶ οὐδεὶς ὁ σῳζόμενος.» Ζητοῦν λοιπὸν ἄδεια οἱ δαίμονες νὰ μποῦν στοὺς χοίρους. Καὶ ὁ Κύριος τὸ ἐπιτρέπει. Καταρχήν, ὡς τιμωρία τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς, διότι ἐξέτρεφαν χοίρους, παρὰ τὴ ρητὴ ἀπαγόρευση τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου (Λευϊτ. 11,7). Καὶ γνωρίζομε, πὼς ὁ Χριστὸς μὲ τὴν πανσοφία του τηροῦσε τὸν Νόμο, ὡς Νομοδότης -ἂν καὶ τὸν ἀναθεώρησε καὶ συμπλήρωσε-, ὥστε νὰ μὴ δώσει ἀφορμὴ στοὺς Ἰουδαίους, ποὺ πάντοτε τὴ ζητοῦσαν, γιὰ νὰ κατηγορήσουν ἀπὸ φθόνο καὶ ἀπιστία τὸν Ἀναμάρτητο. Καὶ οἱ χοῖροι, ὅταν μπῆκαν μέσα τους τὰ δαιμόνια, πέσανε ἀπὸ ἕνα γκρεμὸ ἐκεῖ κοντὰ στὴ λίμνη τῆς Γαλιλαίας καὶ πνίγηκαν. Ποιό τὸ πνευματικὸ συμπέρασμα, ἐν προκειμένῳ; Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, στὶς θεόπνευστες ἀναγωγικές τους ἑρμηνεῖες, μὲ χοίρους παρομοιάζουν τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνθρώπους, ποὺ ἐπιθυμοῦν νὰ ζοῦν, σὰν μέσα σὲ ἄλλη λάσπη, στὸ βόρβορο καὶ τὴ δυσωδία τῶν παθῶν καὶ τῆς ἁμαρτίας. Ποὺ ἔχουν στραμμένα τὰ μάτια τῆς ψυχῆς συνεχῶς στὰ κάτω, στὰ γήινα, ὅπως ὁ χοῖρος ἔχει τὸ κεφάλι πάντα στραμμένο στὴ γῆ. Σ᾽αὐτοὺς ἐπιτρέπει πολλὲς φορὲς ὁ Κύριος, γιὰ νὰ ταπεινωθοῦν καὶ νὰ μετανοήσουν, νὰ δαιμονισθοῦν. Διότι ὁ διάβολος βρίσκει πρόσφορο ἔδαφος καὶ ἀφορμή, νὰ εἰσέλθει σὲ ἄνθρωπο βυθισμένο στὰ πάθη. Ἀλλά, τὸ θλιβερὸ ἀποτέλεσμα, ἂν δὲν ὑπάρξει μετάνοια, εἶναι τὸ βύθισμα στὴ λίμνη, δηλ. ὁ θάνατος, εἴτε ὁ σωματικός, εἴτε, τὸ δεινότερο, ὁ πνευματικὸς καὶ αἰώνιος!

Ἕνα τρίτο σημαντικὸ ζήτημα, ποὺ τίθεται στὴ σημερινὴ περικοπή, εἶναι μία μεγάλη ἁμαρτία, ποὺ προβάλλει στὸ πρόσωπο τῶν κατοίκων τῆς περιοχῆς τῶν Γεργεσηνῶν, αὐτὴ τῆς ἀχαριστίας. Οἱ παραβάτες αὐτοὶ τοῦ Νόμου τοῦ Θεοῦ, βλέποντας μὲ τὰ μάτια τους, τόσο τὸ θαῦμα τῆς θεραπείας τῶν δύο δαιμονιζομένων ἐκείνων συμπατριωτῶν τους, ὅσο κι αὐτὸ τῆς δίκαιης τιμωρίας τους ἀπὸ τὸν Κύριο μὲ τὸν πνιγμὸ τῶν χοίρων, ἀντὶ νὰ ἔλθουν σὲ συναίσθηση, σὲ μετάνοια, γεμᾶτοι ἀπὸ ἕνα ἐμπαθὴ καὶ ἁμαρτωλὸ φόβο, ζητοῦν ἀπὸ τὸν Κύριο, ὁ Ὁποῖος ὑπῆρξε στὴν πραγματικότητα Εὐεργέτης τους, νὰ φύγει, νὰ ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴν περιοχή τους. Καὶ ὁ πάντοτε «πρᾶος καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ» Ἰησοῦς, ὑπακούοντας φεύγει. Ὁ Κύριος λοιπόν, ἂν καὶ προγνώριζε, ὡς Παντογνώστης, τὴν ἀχαριστία καὶ ἀμετανοησία τῶν Γεργεσηνῶν, θαυματούργησε γιὰ τὴν ὠφέλεια καὶ σωτηρία τους. Τί διδασκόμαστε ἀπ᾽ αὐτά; Πρέπει κι ἐμεῖς, ἀδελφοί, ὡς μαθητὲς τοῦ Κυρίου, στοιχῶντας στὸ ἅγιο παράδειγμά Του, πάντοτε καὶ μὲ ὅποιο τρόπο μπορεῖ ὁ καθένας, νὰ εὐεργετοῦμε καὶ ὠφελοῦμε τὸν πλησίον μας: Ἕνα μὲ τὴν καλή μας συμβουλή, ἄλλο μὲ τὴν ἠθική μας συμπαράσταση, ἄλλον μὲ τὴν οἰκονομική μας βοήθεια, ἀναλόγως μὲ τὴν ἑκάστοτε καὶ τὴν ἑκάστου περίσταση.Ἡ ἐλεημοσύνη καὶ εὐεργεσία τοῦ πλησίον εἶναι μεγάλη ἀρετή. Εἶναι ὁ καρπὸς τῆς κορυφαίας ἀρετῆς τῆς ἀγάπης, εἶναι «πίστις δι᾽ἀγάπης ἐνεργουμένη», κατὰ τὸν ἀπόστολο Παῦλο (Γαλ. 5,6). Ἀλλά, ἂς μὴ ἀχρειώσουμε τὴν εὐεργεσία μας, ζητῶντας ἀνταπόδοση ἢ νὰ σκανδαλιζόμαστε ἀπὸ τὴν ἀχαριστία τῶν εὐεργετηθέντων ἀπὸ ἐμᾶς. Γιατί, αὐτὴ ἡ ἀχαριστία, κατὰ τοὺς ἁγίους Πατέρες, ἀποβαίνει εὐεργεσία τῶν ἰδίων τῶν εὐεργετῶν καὶ ὁ μισθός τους ἀπὸ τὸν Κύριο πολλαπλασιάζεται.

Πρέπει, τέλος, νὰ τονίσουμε καὶ τοῦτο: Καὶ σήμερα δυστυχῶς πολλοὶ Χριστιανοί, ὅπως οἱ τότε Γεργεσηνοί, θέλουν νὰ ἀπομακρυνθεῖ ὁ Χριστὸς «ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν». «Ἀπὸ τῶν ὁρίων» τῆς καρδιᾶς τους, τῆς οἰκογένειάς τους, τῆς ἐργασίας τους, τῆς ζωῆς τους! Πολλοὶ τὸν διώχνουμε ἠθελημένα. Ἄλλοι πάλιν τὸν διώχνουμε ἀνεπίγνωστα. Χωρὶς νὰ τὸ συνειδητοποιοῦμε. Τὸν ἀπομακρύνουμε μὲ τὴν ἔκδηλη ἀσυνέπεια στὴν πνευματική μας ζωή. Κι ἄλλοι τὸν διώχνουμε, ὅταν μᾶς ἐπισκέπτεται μὲ μία δοκιμασία, ποὺ ἐπιτρέπει, γιὰ νὰ μᾶς θεραπεύσει ψυχικά, νὰ μᾶς ὁδηγήσει σὲ συναίσθηση καὶ μετάνοια. Καὶ τὸν διώχνουμε σ᾽αὐτὴ τὴν περίπτωση, ὅταν δὲν Τὸν εὐχαριστοῦμε γιὰ τὴν ὅποια δοκιμασία, ὅταν δὲν τὴν ἀποδεχόμαστε ὡς εὐεργεσία Του, ὅταν γογγύζουμε καὶ ἀδημονοῦμε, καὶ ζητοῦμε νὰ τὴν σηκώσει, πρὶν Ἐκεῖνος κρίνει τὸ πότε μᾶς συμφέρει πνευματικά. Μὰ Ἐκεῖνος, ἐπειδὴ εἶναι ἀγάπη, ἡ Ἀγάπη, ἔρχεται καὶ πάλιν. Καὶ στέκει στὴν πόρτα τῆς καρδιᾶς μας, καὶ κτυπᾶ νὰ τοῦ ἀνοίξουμε, νὰ τὸν δεχθοῦμε μέσα μας, νὰ συνδειπνήσει μαζί μας τὸ δεῖπνο τῆς Βασιλείας Του: «Ἰδού, ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω…» (Ἀποκ. 3,20).

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, γιὰ νὰ χρησιμοποιήσουμε τὰ ἀθάνατα λόγια τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν Παύλου, «τὸ δὲ καλὸν ποιοῦντες μὴ ἐκκακῶμεν• καιρῷ γὰρ ἰδίῳ θερίσομεν μὴ ἐκλυόμενοι. ἄρα οὖν ὡς καιρὸν ἔχομεν, ἐργαζώμεθα τὸ ἀγαθὸν πρὸς πάντας, μάλιστα δὲ πρὸς τοὺς οἰκείους τῆς πίστεως » (Γαλ. 6,9-10). Δηλαδή, «ἂς μὴ ἀποκάμουμε, ἐνεργῶντας τὰ καλὰ ἔργα• γιατί, ἂν ἀντέξουμε μέχρι τὸ τέλος, θὰ θερίσουμε στὸν κατάλληλο καιρὸ (τοὺς καρποὺς τῶν ἔργων μας). Ἑπομένως, λοιπόν, ὅσο ἔχουμε καιρό, ἂς ἐργαζόμαστε τὸ καλὸ πρὸς ὅλους, μάλιστα πρὸς τοὺς ὁμόπιστους ἀδελφούς μας». Ὥστε, ὅταν θὰ ἔλθει ὁ Δίκαιος Κριτής, γιὰ νὰ ἀνταποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του, νὰ ἀξιωθοῦμε ν᾽ ἀκούσουμε κι ἐμεῖς τὴ μακαρία καὶ εὐλογημένη ἐκείνη του φωνή, «ἐφ᾽ὅσον ἐποιήσατε (τὸ ὅποιο καλὸ) ἐνὶ τῶν ἀδελφῶν μου τούτων τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Εἰσέλθετε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ὑμῶν»(πρβλ.Ματθ. 25,40•21). Ἀμήν!

Mνήμη της Oσίας Mητρός ημών Eιρήνης, της εκ Kαππαδοκίας μεν ορμωμένης, κειμένης δε εν τη Mονή του Xρυσοβαλάντου (28 Ιουλίου)

Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Τοιχογραφία στο παρεκκλήσιο της Οσίας Ειρήνης στον συνοικισμό Ανθούπολης (Λευκωσία)

Mνήμη της Oσίας Mητρός ημών Eιρήνης, της εκ Kαππαδοκίας μεν ορμωμένης, κειμένης δε εν τη Mονή του Xρυσοβαλάντου

Eιρηνικώς έζησας Eιρήνη πάλαι,
Kαι νυν κατοικείς ένθα ειρήνη βρύει.

Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Τοιχογραφία στο παρεκκλήσιο της Οσίας Ειρήνης στον συνοικισμό Ανθούπολης (Λευκωσία)

Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για τον γιο της, τον αυτοκράτορα Μι­χαήλ Γ’ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την ομορφιά και ευγένεια των ηθών της Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντι­νούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στο δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα [+ 4 Νοεμ.], ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.

Η θεία Πρόνοια εμπό­δισε το γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντά της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στη μοναχική κουρά της, η μακαρία μαζί με τις τρίχες της κεφαλής έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνω­ρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο έσω άνθρωπος ανα­καινίζεται και πλησιάζει το Θεό (Β΄ Κορ. 4. 16).

Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη και Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Φορητή εικόνα στον ιερό ναό Παναγίας Φανερωμένης (Λευκωσία)

Έχοντας μόνο έναν χιτώνα που άλλαζε μία φορά τον χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν, αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκής κατάνυξη χαροποιούσε την καρδιά της και έκανε το πρόσωπό της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνον λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα. Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό το Βίο του αγίου Αρσε­νίου [+ 8 Μαΐου], ο οποίος προσευχόταν από τη δύση του ηλίου έως την αυγή, προσπάθησε να τον μιμηθεί.

Και με την βοήθεια της θείας χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσ­ευχή, όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς τον Θεό, ώστε καμιά μηχάνευση του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από την δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές.

Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Φορητή εικόνα στον Iερό Ναό Αρχαγγέλου Τρυπιώτου (Λευκωσία)

Μετά το θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά την θέλησή της ως διάδοχός της και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο [+ 14 Ιουν.]. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μην αναζητεί τα αρεστά στην ίδια αλλά τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν (Ρωμ. 15, 1), έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη τη νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε την χάριν του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να δύναται να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, αλλά ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί.

Με γλυκύτητα και υπομονή τις παραι­νούσε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, απο­τάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώ­πων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραό­τητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από τον Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριές της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να τελούν αδιαλείπτως σε κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο για την ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνω­μοσύνη.

Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Δια χειρός Αρχιμανδρίτου Συμεών, ηγουμένου της ιεράς μονής Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου (Λάρνακα)

Έχοντας λάβει από άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτις του Θεού στην μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους τούς πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη την Βασιλεύουσα για τις αρετές και τη σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσ­έρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέ­λεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει το Θεό ευμενή έναντι ημών.

Με την στήριξη της θείας χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρά προσευχή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνα λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία τής είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψω­μένα προς τον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Ενίοτε έμενε στην στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριές της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της.

Μία νύκτα, μια μοναχή κοιτάζον­τας στην αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώ­νονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορφές τους μέχρι το έδαφος· επανήλθαν δε στην θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στη νύκτα.

Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φι­τίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από τη μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελλί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντάς μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοι­μος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες». Κι όταν η μαθήτρια της ξεκόλλησε τα ράκη του υφάσματος από τη σάρκα της, θεσπέσια ευω­δία γέμισε το μοναστήρι.

Μιαν άλλη φορά ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάστηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης του είχε αναθέσει να της παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδία· μοίρασε το δεύ­τερο στην αδελφότητα την Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου.

Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η αοίδιμος Ειρήνη επιτέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και προέβλεψε συγκεκριμένα τη δολοφονία του Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ’ (867), καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από το Βασίλειο Α’ το Μακεδόνα. Με την βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και της αγίας Αναστα­σίας της Φαρμακολυτρίας θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε έναν συγ­γενή της, τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προ­δότη, εμφανιζόμενη στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγγνώμη και έκτοτε έδειξε την ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι.

Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία εκατόν τριών ετών, διατηρώντας όλη την δροσιά και την φυσική ομορφιά της, σημάδι του κάλλους της ψυχής της.  Ο Φύλακας Άγγελός της την προειδοποίησε ένα έτος πριν για τον χρόνο της τελευτής της και όταν έφθασε η ημέρα συγκέντρωσε τις αδελ­φές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της εις χείρας Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρος Θεο­δώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία, φανερώνον­τας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει παρά τω Θεώ, ενώ μέ­χρι τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει υπέρ εκείνων που την επικαλούνται με πίστη.

(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας-Ιούλιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 318-321)

Βίος τῶν ἁγίων ἀποστολικῶν ἀνδρῶν Τίμωνος καὶ Ρόδωνος (28/7)

Άγιος Τίμων

Βίος τῶν ἁγίων ἀποστολικῶν ἀνδρῶν Τίμωνος καὶ Ρόδωνος, συνεργατῶν τῶν ἁγίων ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ Μάρκου (28/7).

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Άγιος Τίμων

Ὁ ἀποστολικὸς ἄνδρας, ἅγιος Τίμων, ἀκόλουθος καὶ συνεργάτης στὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα τῶν ἁγίων ἀποστόλων Βαρνάβα καὶ Μάρκου, ἔζησε κατὰ τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ. Ἦταν Κύπριος, καταγόμενος ἀπὸ τὸ χωριὸ τῆς Λαμπαδιστοῦ, ποὺ πιθανώτατα βρισκόταν στὴν περιοχὴ τῆς Σολέας, κοντὰ στὸ χωριὸ τῆς Γαλάτας.

Σύμφωνα μὲ τὸ ἀρχαιότατο ἁγιολογικὸ κείμενο, «Περίοδοι καὶ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρνάβα», ποὺ γράφτηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 5ου αἰώνα στὴν Κύπρο καὶ ἀποτελεῖ τὴ βασικὴ πηγὴ τῶν ὅσων γνωρίζουμε γιὰ τὸ ἱερό του πρόσωπο, ὁ Τίμων ὑπηρετοῦσε ὡς νεωκόρος εἰδωλολατρικοῦ ναοῦ στὸν Κρομμυακίτη (σημερινὸ Κορμακίτη), ὅπου φιλοξένησε τοὺς ἀποστόλους Βαρνάβα καὶ Μᾶρκο, ὅταν ἦλθαν ἀπὸ τὴ Μικρὰ Ἀσία στὴν Κύπρο περὶ τὸ ἔτος 49 μ.Χ. γιὰ τὴ δεύτερή τους ἐδῶ ἀποστολικὴ περιοδεία. Ὁ Βαρνάβας θεράπευσε τὸν Τίμωνα, ποὺ ἦταν τότε ἀσθενής. Κι αὐτός, ἔχοντας πλέον πιστεύσει στὸν Χριστό, γεμάτος εὐγνωμοσύνη, ἀκόλουθησε ἔκτοτε τοὺς δύο αὐτοὺς ἀποστόλους στὶς περιοδεῖες τους στὸ νησί (ἔτη περίπου 49-53),  γιὰ τὸν ἐκχριστιανισμὸ τῶν Κυπρίων.

Σπήλαιο Αγίου Τίμωνα

Στὴν ἱερὴ αὐτὴ συνοδία προστέθηκε σύντομα καὶ ὁ ἅγιος Ρόδων, ὁ μετέπειτα ἐπίσκοπος Ταμασοῦ. Ὁ Ρόδων, ποὺ ἐπίσης ἄκμασε κατὰ τὸν πρῶτο αἰῶνα μ.Χ., πιθανώτατα ταυτίζεται πρὸς τὸν ὁμώνυμο νεωκόρο εἰδωλείου στὴν Παλαίπαφο, τὸν ὁποῖο συνάντησαν ἐκεῖ οἱ ἀπόστολοι Βαρνάβας καὶ Μᾶρκος κατὰ τὴ δεύτερή τους αὐτὴ ἱεραποστολικὴ δράση στὴ νῆσο. Ἀφοῦ πίστευσε μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων αὐτῶν στὸν Χριστὸ καὶ βαπτίσθηκε, ἔγινε πλέον ἀκόλουθός τους μὲ τὸν ἅγιο Τίμωνα. Κάποια ἡμέρα ἡ ἀποστολικὴ τούτη συνοδία πέρασε ἀπὸ τὴ γενέτειρα τοῦ Τίμωνος Λαμπαδιστό, ὅπου καὶ φιλοξενήθηκαν στὸ σπίτι τοῦ χωριανοῦ του Ἱεροκλέους, τοῦ μετέπειτα ἁγίου Ἡρακλειδίου, τὸν ὁποῖο οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, ἀφοῦ τὸν βάπτισαν, χειροτόνησαν ἐπίσκοπο Ταμασοῦ.

Μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση τοῦ Βαρνάβα στὴ Σαλαμίνα ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους (περὶ τὸ ἔτος 53), ὁ ἀπόστολος Μᾶρκος, μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἁγίων Τίμωνος καὶ Ρόδωνος, ἐνταφίασαν τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Βαρνάβα σὲ παρακείμενο σπήλαιο. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ οἱ Ἑβραῖοι τοὺς ἀναζητοῦσαν νὰ τοὺς κακοποιήσουν καὶ τοὺς καταδίωκαν, κατέφυγαν στοὺς Λέδρους (σημ. Λευκωσία), κι ἀπὸ ἐκεῖ στὸν Λιμνήτη τῶν Σόλων (περιοχὴ Μόρφου). Στὸν Λιμνήτη, ὁ Μᾶρκος κατήχησε, βάπτισε καὶ χειροτόνησε ὡς πρῶτο ἐπίσκοπο τῶν Σόλων τὸν πρόσφατα τότε ἀφιχθέντα ἀπὸ τὴ Ρώμη ἅγιο Αὐξίβιο. Κατόπιν, ὁ Μᾶρκος μὲ τὴ συνοδία του ἀπέπλευσαν στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, γιὰ νὰ κηρύξουν καὶ ἐκεῖ τὸ Εὐαγγέλιο.

Σύμφωνα μὲ ἀρχαῖες τοπικὲς παραδόσεις, ποὺ περιλήφθηκαν καὶ σὲ δύο ἄλλα ἀρχαῖα ἁγιολογικὰ κείμενα, ποὺ ἐπίσης γράφτηκαν στὴν Κύπρο κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα , οἱ ἐν λόγῳ ἀποστολικοὶ ἄνδρες Τίμων καὶ Ρόδων, ἴσως μετὰ τὴ μαρτυρικὴ τελείωση καὶ τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Μάρκου στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐπιστρέφουν στὴ γενέτειρά τους Κύπρο, συνεχίζοντας τὴν ἱεραποστολική τους δράση στὸ νησί.

Καί, ὁ μὲν Ρόδων ἐγκαταστάθηκε στὴ νεοπαγὴ τότε Ἐκκλησία τῆς Ταμασοῦ, ὅπου κατέστη μαθητὴς τῶν ἁγίων Ἡρακλειδίου καὶ Μνάσωνος καὶ διαδραμάτισε σημαντικὸ ρόλο στὸ ἔργο τοῦ ἐκχριστιανισμοῦ καὶ στερέωσης τῆς τοπικῆς αὐτῆς Ἐκκλησίας. Γιὰ τοῦτο καὶ ὁ διάδοχος τοῦ ἁγίου Ἡρακλειδίου στὸν θρόνο τῆς Ταμασοῦ, ἅγιος Μνάσων, πρὶν τὴν κοίμησή του χειροτόνησε ὡς διάδοχό του τὸν ἅγιο Ρόδωνα. Ὁ τάφος τοῦ ἁγίου Ρόδωνος βρίσκεται στὸ ἀρχαῖο Μαρτύριο (στὸ σωζόμενο σήμερα μεσαιωνικὸ Μαυσωλεῖο), δίπλα ἀπὸ τὸ καθολικὸ τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἡρακλειδίου στὸ Πολιτικό, ὅπου καὶ οἱ τάφοι τῶν ἁγίων ἐπισκόπων Ταμασοῦ Ἡρακλειδίου, Μνάσωνος καὶ Μακεδονίου. Χωριστὴ ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου Ρόδωνος δὲν εἶναι γνωστή. Μὲ τὴν πρόσφατη (2007) ἀνασύσταση τῆς Μητροπόλεως Ταμασοῦ καὶ Ὀρεινῆς, καθορίστηκε ὡς κοινὴ ἡμέρα ἑορτασμοῦ πάντων τῶν ἐν τῇ μητροπολιτικῇ περιφερείᾳ Ταμασοῦ διαλαμψάντων ἁγίων (ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους καὶ ὁ Ρόδων) ἡ Πέμπτη τῆς Διακαινησίμου. Ἐπίκειται ὅμως ἀλλαγὴ τῆς ἡμέρας αὐτῆς ἀπὸ τὴ Μητρόπολη Ταμασοῦ.

Ὁ δὲ Τίμων, φαίνεται ὅτι τελικὰ ἐγκαταστάθηκε σὲ σπήλαιο κοντὰ στὸ χωριὸ Βάσα Κοιλανίου, τὸ ὁποῖο κατέστησε χῶρο ἄσκησης καὶ λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Τὸ λαξευτὸ αὐτὸ ἀσκητήριο, ταφικὸ σύμπλεγμα ρωμαϊκῆς περιόδου μὲ τρία ἀρκοσόλια (τοξωτοὺς τάφους), σώζεται μέχρι σήμερα καὶ λειτουργεῖ ὡς ναός, τιμώμενος στὸ ὄνομα τοῦ Ἁγίου Τίμωνος. Στὸν ναὸ τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ παρακειμένου χωριοῦ τῆς Βάσας Κοιλανίου φυλάσσεται παλαιὰ φορητὴ εἰκόνα (16ου αἰώνα), στὴν ὁποία ἀπεικονίζεται ἕνας νεαρὸς στὴν ἡλικία ἀπόστολος, μὲ ὀνομαστικὴ ἐπιγραφή, «Ὁ ἅγιος Τίμων», ὁ ὁποῖος ἀσφαλῶς ταυτίζεται μὲ τὸν ἐν λόγῳ Κύπριο ἀκόλουθο τῶν ἁγίων ἀποστόλων. Ἡ μνήμη τοῦ Κυπρίου αὐτοῦ ἁγίου ἀποστολικοῦ ἄνδρα τιμᾶται στὶς 28 Ἰουλίου.

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Eυσταθίου του εν Aγκύρα και Ακακίου του νέου (28 Ιουλίου)

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Eυσταθίου του εν Aγκύρα

Pυσθείς ποταμού παμμάκαρ παρ’ Aγγέλου,
Tαις χερσί του σώσαντος εκπνείς Aγγέλου.

Oύτος ήτον στρατιώτης, φερθείς δε έμπροσθεν του ηγεμόνος της Aγκύρας Kορνηλίου ονομαζομένου, ερωτήθη από αυτόν, και ομολογήσας παρρησία την ένδοξον οικονομίαν του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, εδάρθη δυνατά. Έπειτα ετρύπησαν τους αστραγάλους του, και δέσαντες αυτούς με σχοινία, ετράβιζαν αυτόν από την πόλιν της Aγκύρας, έως εις τον ποταμόν Σάγαριν. Ηκολούθει δε οπίσω ο ηγεμών και έβλεπεν. Eκεί δε έβαλον τον Άγιον μέσα εις ένα σεντούκι, και έρριψαν αυτόν εις τον ποταμόν. Άγγελος δε Kυρίου επιστάς, εύγαλε το σεντούκι εις την στερεάν. Όθεν ευρέθη ο Άγιος εις αυτό αβλαβής, ψάλλων το «O κατοικών εν βοηθεία του Yψίστου, εν σκέπη του Θεού του Oυρανού αυλισθήσεται». Tούτο δε μανθάνωντας ο ηγεμών εντροπιάσθη. Όθεν μη υποφέρωντας την εντροπήν, ετράβιξε το μαχαίρι και εθανάτωσε μόνος τον εαυτόν του. O δε Mάρτυς προσευχηθείς, εκοινώνησε τα θεία Mυστήρια διά μέσου μιάς περιστεράς, η οποία επέμφθη εις αυτόν από τους Oυρανούς. Όθεν ευχαριστήσας τω Θεώ, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας του Aγγέλου, οπού τον ελύτρωσεν από τον ποταμόν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον αμάραντον στέφανον της αθλήσεως. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη μέσα εις την πόλιν της Aγκύρας.


Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ακακίου του νέου

Tράχηλον Aκάκιος εκτμηθείς ξίφει,
Ψυχής το λευκόν μηνύων, βλύζει γάλα.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου εν έτει τιη΄ [318], νέος εις την ηλικίαν, όστις επειδή ωμολόγησε τον εαυτόν του Xριστιανόν, εκρεμάσθη και εξεσχίσθη. Έπειτα επαραδόθη εις τον ηγεμόνα Tερέντιον, ο οποίος έβαλε τον Άγιον μέσα εις ένα καζάνι πεπυρωμένον, γεμάτον από πίσσαν, λάδι, και οξύγγι. O δε Άγιος υπό της θείας χάριτος φυλαττόμενος, έμεινεν αβλαβής. Mετά ταύτα αναγκάζεται ο του Xριστού αθλητής να τρέχη οπίσω από τον ηγεμόνα, ο οποίος έμελλε να υπάγη εις την Aπάμειαν και Aπολλωνίαν. Eκεί δε πηγαίνωντας, εφέρθη μέσα εις τον ναόν των ειδώλων, και διά προσευχής του εσύντριψε τα εκεί ευρισκόμενα είδωλα. Ύστερον επαραστάθη εις τον τριβούνον Ζηλικίνθιον, ο οποίος βλέπων τον Mάρτυρα επιμένοντα εις την του Xριστού πίστιν, έδειρεν αυτόν δυνατά. Έπειτα αφήκε κατ’ επάνω του ένα λεοντάρι, και επειδή εφυλάχθη από αυτό αβλαβής, πάλιν εδάρθη. Eίτα εβάλθη μέσα εις καζάνι, γεμάτον από πίσσαν και άσφαλτον, ήτοι από ένα υγρόν όμοιον ωσάν το τιάφι. Eπειδή δε ο Άγιος έμενεν άκαυστος, νομίσας ο Ζηλικίνθιος, ότι είναι το καζάνι ψυχρόν, επλησίασε κοντά, και ευθύς κατεκάη, και έγινεν ωσάν κονιορτός.

Mετά τούτον δε, εδόθη η του Aγίου εξέτασις εις τον Ποσειδώνιον. Oύτος λοιπόν βλέπωντας τον Mάρτυρα μένοντα εις την του Xριστού πίστιν, έδεσεν αυτόν με βαρείαν αλυσίδα και τον έστειλεν εις την Mίλητον της Iωνίας. Eκεί δε εμβαίνωντας εις τον ναόν των ειδώλων, επρόσταξεν αυτά να πέσουν κάτω εις την γην. Όθεν ευθύς πεσόντα, εσυντρίφθησαν. Φερθείς δε εις άλλον ειδωλικόν ναόν, έκαμε και εκεί το ίδιον. Διά τούτο απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και αντί να εύγη αίμα από τον λαιμόν του, ω του θαύματος! ευγήκε γάλα, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. Tο δε άγιον αυτού λείψανον επήρεν ο Πρεσβύτερος Λεόντιος, και ήλειψεν αυτό με μύρα, και έτζι το απεθησαύρισεν εις την πόλιν των Συννάδων, ομού με το Συναξάριον του μαρτυρίου του, εις ένα τόπον κατάσκιον, ο οποίος ήτον κτήμα ενός πολιτικού άρχοντος, Δορυμέδοντος ονομαζομένου, όστις εμαρτύρησεν ύστερον μαζί με τον Άγιον Tρόφιμον1.

Σημείωση

1. Oύτοι εορτάζονται κατά την δεκάτην ενάτην του Σεπτεμβρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)