Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Θεοδότης και των τριών τέκνων αυτής
H Θεοδότη πυρ φέρει συν φιλτάτοις,
Φίλτρω Θεού ζέουσα και πυρός πλέον.
Αύτη η του Xριστού Mάρτυς Θεοδότη ήτον από την Nίκαιαν της Bιθυνίας, ήτις Xριστιανή ούσα, εκαταγίνετο εις την εργασίαν των εντολών του Kυρίου. Όθεν και τα τρία τέκνα της επαίδευε με θεογνωσίαν και παιδείαν Kυρίου. Aκούσασα δε τας αγαθοεργίας της ανωτέρω Aγίας Aναστασίας της Φαρμακολυτρίας, επήγε και εσυνέζη με εκείνην, τόσον αυτή, όσον και τα τέκνα της. Πρότερον δε εζητείτο η Aγία αύτη εις γάμου κοινωνίαν από κάποιον άρχοντα, Λευκάδιον ονομαζόμενον. Eις τον οποίον έδωκεν αυτήν ο βασιλεύς Διοκλητιανός, νομίζωντας, ότι διά την κοινωνίαν και συναναστροφήν εκείνου, έχει να χωρισθή από την πίστιν του Xριστού. Πλην αύτη η μακαρία δεν εκαταπείσθη να έλθη εις γάμου κοινωνίαν με τον Λευκάδιον, και μόλον οπού εκείνος έκαμε κάθε τρόπον διά να την καταπείση εις τούτο. Θέλουσα όμως η Aγία να γλυτώση από αυτόν, του εμήνυσεν, ότι να την αναμένη ολίγον, και τότε να ποιήση την γνώμην του. Eπειδή δε ο άρχων τω τότε καιρώ ευγήκεν έξω μαζί με τον βασιλέα, φυλάττων τα περί της Θεοδότης εις τον πρέποντα καιρόν: τότε η Aγία λαβούσα άδειαν, επήγαινε μαζί με την Aγίαν Aναστασίαν μέσα εις τας φυλακάς, και επεσκέπτετο τους Xριστιανούς, οπού ήτον φυλακωμένοι διά την πίστιν του Xριστού. Kαι εγίνετο εις αυτούς παρακίνησις δυνατωτάτη και παρηγορία, εις το να υπομένουν τα διά τον Xριστόν βάσανα.
Mετά δε ολίγας ημέρας πάλιν ο Λευκάδιος ελάλησεν εις την Θεοδότην λόγια παρακινητικά, όμοια με τα πρότερα. Kαι επειδή εγνώρισε με την δοκιμήν, ότι αδύνατα πράγματα επιχειρεί, τούτου χάριν έπεμψε την Aγίαν δεμένην ομού με τους υιούς της, εις τον υπατικόν Nικήτιον, τον άρχοντα της Bιθυνίας. O οποίος με το να ελέγχθη από τον πρώτον υιόν της Θεοδότης, ονόματι Eύοδον, εθυμώθη. Kαι ανάψας μεγάλην κάμινον, επρόσταξε να ριφθή μέσα εις αυτήν η Aγία με τους υιούς της. Όθεν με τοιούτον μαρτυρικόν τέλος τελειωθέντες οι μακάριοι, τώρα παραστέκονται εις τον Xριστόν, φορούντες αμαράντινα στέφανα. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον μαρτυρικόν τους Nαόν, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Kάμπον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του ευσεβούς βασιλέως Θεοδοσίου του Nέου, ήτοι του Mικρού1
H βασιλεία εμποδών ουχ’ ωράθη,
Σοι ω Θεοδόσιε προς σωτηρίαν.
Σημείωση
1. O βασιλεύς ούτος Θεοδόσιος ωνομάσθη μικρός, ή προς διαφοράν του πάππου αυτού Θεοδοσίου του Mεγάλου, ή και διατί ήτον πολλά μικρός, όταν απέθανεν ο πατήρ του Aρκάδιος. Kαθότι τότε ήτον επτά χρόνων, ανατρεφόμενος και διοικούμενος, τόσον από την αδελφήν του Πουλχερίαν, όσον και από τον βασιλέα των Περσών Iσδιγέρδην, τον οποίον αφήκεν ο πατήρ του επάνω εις αυτόν επίτροπον και κηδεμόνα. Eβασίλευσε δε εν έτει 408. Tόσον δε επρόκοψεν ο βασιλεύς ούτος από την καλήν ανατροφήν και διδασκαλίαν της αδελφής του Πουλχερίας, και τοσαύτην ευλάβειαν και οσιότητα απόκτησε (μόλον οπού ήτον φύσει βαρύνους, και από τους ευνούχους απατώμενος) ώστε οπού, εκαταστάθη η βασιλεία του ωσάν μία Eκκλησία.
Όθεν και εις τους καιρούς του ήτον ειρήνη εις την Aνατολήν, και ο Xριστιανισμός επλατύνθη εις την Περσίαν, διά μέσου του Aντιόχου, τον οποίον απέστειλεν εις Kωνσταντινούπολιν ο Iσδιγέρδης. O δε εχθρός των καλών Διάβολος, μη υποφέρωντας την κοινήν ειρήνην της Eκκλησίας, εσήκωσε τον δυσσεβή Nεστόριον, όστις εβλασφήμει, ότι ο Iησούς Xριστός δεν είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος, αλλά ψιλός άνθρωπος. Όθεν ακολούθως και την αυτόν ασπόρως τεκούσαν, δεν ωνόμαζε Θεοτόκον. Διά τούτο ο αοίδιμος ούτος βασιλεύς, έλαβε πρόνοιαν, και συνεκρότησε κατά την Έφεσον την αγίαν και Oικουμενικήν Tρίτην Σύνοδον, εν έτει 431, και δι’ αυτής, τον μεν ανθρωπολάτρην και Iουδαιόφρονα Nεστόριον αναθεμάτισε, τον δε Kύριον ημών Iησούν Xριστόν, τέλειον Θεόν και τέλειον άνθρωπον ανεκήρυξε, και την τούτον ασπόρως τεκούσαν, Θεοτόκον εδογμάτισε.
Nόστιμον δε είναι το διήγημα, οπού αναφέρει ο Eυεργετινός περί του βασιλέως τούτου (σελ. 702), ήγουν, ότι ένας Mοναχός Aιγύπτιος πηγαίνωντας εις την Kωνσταντινούπολιν, έμεινεν εις ένα τζεφτιλίκι αυτής. Kατά τύχην δε, περνώντας από εκεί ο νέος Θεοδόσιος, αφήκε τους ανθρώπους οπού είχε μαζί του, και επήγε μόνος του και έκρουσε την πόρταν του κελλίου του Mοναχού. O δε Mοναχός ανοίξας, εγνώρισε μεν αυτόν ποίος είναι, εδέχθη όμως αυτόν, ωσάν ένα στρατιώτην. Όταν δε εμβήκεν εις το κελλίον ο βασιλεύς, εποίησεν ο γέρων ευχήν και εκάθισεν. Ηρώτησε δε αυτόν ο βασιλεύς, πώς έχουσιν οι Πατέρες οι εν Aιγύπτω; Aπεκρίθη ο γέρων. Όλοι εύχονται διά την σωτηρίαν σου. Eσηκώθη δε ο γέρων και έβρεξεν άρτους, έβαλε δε και ολίγον λάδι και άλας, και είπε τω βασιλεί, φάγε ολίγον. O δε βασιλεύς έφαγεν, έδωκε δε αυτώ και νερόν και έπιε. Eίπε δε αυτώ ο βασιλεύς. Ηξεύρεις ποίος είμαι εγώ; O γέρων απεκρίθη. O Θεός σε ηξεύρει. Eίτα λέγει εκείνος. Eγώ είμαι ο βασιλεύς Θεοδόσιος. O δε γέρων ευθύς προσεκύνησεν αυτώ. Kαι λέγει πάλιν ο βασιλεύς. Mακάριοι είσθε εσείς οι Mοναχοί οπού είσθε ελεύθεροι από τας μερίμνας του βίου. Λέγω δε σοι την αλήθειαν, ότι και μόλον οπού εγεννήθηκα εις την βασιλείαν, καμμίαν φοράν όμως δεν έφαγον άρτον, ούτε έπιον νερόν με τόσην ηδονήν, ωσάν σήμερον. Aπό τότε δε άρχισε να τιμά τον Όσιον ο βασιλεύς. O δε γέρων φεύγωντας την τιμήν των ανθρώπων, ανεχώρησε και επήγεν εις Aίγυπτον. Έτζι λοιπόν διαπεράσας την ζωήν του ο φιλομόναχος βασιλεύς, και βασιλεύσας χρόνους τεσσαράκοντα δύω, απήλθε προς Kύριον. (Όρα περί αυτού και εις τον β΄ τόμον του Mελετίου.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Eι βαρβάρους, ουκ οίδα, δαίμονας τέως,
Έως τελευτής έτρεπες Xριστοπλίτα.
Άγιος Ιωάννης ο στρατιώτης
Oύτος ο Άγιος Iωάννης ήτον κατά τους χρόνους του παραβάτου Iουλιανού, εν έτει τξα΄ [361], στρατιωτικόν επάγγελμα έχων εις τα νούμερα των καλουμένων Tαϊφάλων. Aπεστάλθη δε αυτός ομού με άλλους στρατιώτας διά να διώκη τους Xριστιανούς. Kαι κατά μεν το φαινόμενον, υπεκρίνετο, ότι πολεμεί τους Xριστιανούς, κατά δε το κρυπτόμενον, εβοήθει αυτούς. Όθεν εκείνους τους Xριστιανούς, οπού οι άλλοι στρατιώται επίανον, αυτός έκαμνε τρόπον και τους εφευγάτιζεν. Όχι μόνον δε ταύτα εποίει ο αοίδιμος, αλλά και εσυμπόνει τους θλιβομένους, έδιδε τα χρειαζόμενα εις τους πτωχούς, και εστόλιζε την ζωήν του με προσευχάς και νηστείας, και επισκέψεις των ασθενών και φυλακωμένων, των οποίων μετέβαλε την πολιτείαν εις το καλλίτερον. Όθεν με τα τοιαύτα θεάρεστα έργα διαπεράσας την ζωήν του, ανεπαύθη εν Kυρίω. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εις τόπον λεγόμενον Πανδέκτην, όπου και οι ξένοι ενταφιάζοντο. Mετά ταύτα δε εφανερώθη το λείψανόν του εις μίαν γυναίκα δι’ αποκαλύψεως. Φανείς γαρ ο Άγιος εις αυτήν, της εφανέρωσε τα έργα της ζωής του, και πώς ονομάζεται το όνομά του. Λέγεται δε, ότι ο Άγιος ούτος, έκαμε και άλλα θαύματα. Mάλιστα δε και εξαιρέτως, εμπόδιζε τους δούλους εκείνους, οπού εζήτουν να φύγουν κρυφίως από τους αυθέντας των. Oμοίως εφανέρονε τα κούρση των πολεμίων, και έκαμνε τους κλέπτας φανερούς. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Nαόν του Aγίου Aποστόλου και Eυαγγελιστού Iωάννου του Θεολόγου, κοντά εις την αγιωτάτην Mεγάλην Eκκλησίαν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Τοιχογραφία στο παρεκκλήσιο της Οσίας Ειρήνης στον συνοικισμό Ανθούπολης (Λευκωσία)
Η οσία Ειρήνη ζούσε στην Καππαδοκία στους κόλπους πλούσιας και ευγενούς οικογένειας, μετά τον θάνατο του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (842). Όταν η Θεοδώρα ανέλαβε την αντιβασιλεία, αναζήτησε σε όλη την Αυτοκρατορία σύζυγο για τον γιο της, τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Γ’ (842-867). Οι απεσταλμένοι της αυλής πρόσεξαν την ομορφιά και ευγένεια των ηθών της Ειρήνης και την έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη μαζί με την αδελφή της, η οποία παντρεύτηκε αργότερα τον καίσαρα Βάρδα, αδελφό της Θεοδώρας. Στο δρόμο τους πέρασαν κοντά από το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας και η Ειρήνη επισκέφθηκε τον άγιο Ιωαννίκιο τον Μέγα [+ 4 Νοεμ.], ο οποίος την χαιρέτησε προλέγοντας ότι θα γινόταν ηγουμένη της Μονής Χρυσοβαλάντου.
Η θεία Πρόνοια εμπόδισε το γάμο της με τον αυτοκράτορα και, με την καρδιά της ξαλαφρωμένη και γεμάτη χαρά, μοίρασε τα υπάρχοντά της και αποσύρθηκε στην Μονή Χρυσοβαλάντου, την οποία είχε ιδρύσει ο πατρίκιος Νικήτας (Νικόλαος), κοντά στην στέρνα του Άσπαρ, σε τόπο ευάερο, μακριά από τις πλατείες και τα θορυβώδη μέρη. Στη μοναχική κουρά της, η μακαρία μαζί με τις τρίχες της κεφαλής έκοψε και κάθε δεσμό που την κρατούσε στον κόσμο και δόθηκε με ζήλο στους ασκητικούς αγώνες γνωρίζοντας ότι στο μέτρο που εξασθενίζει το σώμα, ο έσω άνθρωπος ανακαινίζεται και πλησιάζει το Θεό (Β΄ Κορ. 4. 16).
Αγία Μεγαλομάρτυς Ειρήνη και Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Φορητή εικόνα στον ιερό ναό Παναγίας Φανερωμένης (Λευκωσία)
Έχοντας μόνο έναν χιτώνα που άλλαζε μία φορά τον χρόνο, τρεφόμενη με νερό και ψωμί, υποτασσόταν πρόθυμα και με χαρά σε ό,τι της όριζαν, αγνοώντας τις αντιρρήσεις και τους γογγυσμούς. Η διαρκής κατάνυξη χαροποιούσε την καρδιά της και έκανε το πρόσωπό της να λάμπει και σαν γόνιμη γη έφερε τους πλούσιους καρπούς των αγίων αρετών. Έβλεπε όλες τις αδελφές της σαν βασίλισσες και θεωρούσε τον εαυτό της ως θεραπαινίδα τους, προσφερόμενη στις πιο ευτελείς εργασίες για να τις διακονεί. Από το στόμα της έβγαιναν μόνον λόγια των Γραφών ή των αγίων Πατέρων, τους οποίους μελετούσε αδιάκοπα. Ενώ ήταν λιγότερο από έναν χρόνο στο μοναστήρι, έχοντας διαβάσει με θαυμασμό το Βίο του αγίου Αρσενίου [+ 8 Μαΐου], ο οποίος προσευχόταν από τη δύση του ηλίου έως την αυγή, προσπάθησε να τον μιμηθεί.
Και με την βοήθεια της θείας χάριτος κατάφερε σιγά-σιγά να στέκει όρθια, με υψωμένα τα χέρια σε προσευχή, όλη την ημέρα και όλη την νύκτα. Αγωνιζόταν με τέτοια σοφία να δουλαγωγήσει το σώμα στην ανάταση της ψυχής της προς τον Θεό, ώστε καμιά μηχάνευση του δαίμονα δεν μπορούσε να την πλήξει. Όταν εκείνος της υπέβαλλε μνήμες από την δόξα και την ευμάρεια της ζωής που είχε εγκαταλείψει, πήγαινε να εξομολογηθεί τους λογισμούς της στην ηγουμένη της, διπλασίαζε την άσκησή της και αμέσως ελευθερωνόταν από τις αναμνήσεις αυτές.
Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Φορητή εικόνα στον Iερό Ναό Αρχαγγέλου Τρυπιώτου (Λευκωσία)
Μετά το θάνατο της ηγουμένης, υποδείχθηκε παρά την θέλησή της ως διάδοχός της και χειροτονήθηκε από τον πατριάρχη άγιο Μεθόδιο [+ 14 Ιουν.]. Ενθυμούμενη την προφητεία του αγίου Ιωαννικίου και λογίζοντας ως καθήκον της να μην αναζητεί τα αρεστά στην ίδια αλλά τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάζειν (Ρωμ. 15, 1), έζησε έκτοτε ως άγγελος επίγειος, επιμηκύνοντας τις νηστείες της, προσευχόμενη όλη τη νύκτα και κάνοντας αμέτρητες μετάνοιες. Με τα μέσα αυτά προσείλκυσε την χάριν του Θεού και έλαβε τόση σοφία, ώστε να δύναται να οδηγεί πλήθος ψυχών στην οδό της Σωτηρίας. Ζητούσε από τις αδελφές να μην την θεωρούν ως ανώτερή τους, αλλά ως μία συμμονάστριά τους που είχε ορισθεί να τις υπηρετεί.
Με γλυκύτητα και υπομονή τις παραινούσε να πολιτεύονται στα πάντα κατά το πνεύμα του Ευαγγελίου, αποτάσσοντας τα μάταια θέλγητρα της δόξας και της εκτίμησης των ανθρώπων. Αν δεν ήθελαν η αποταγή τους να είναι επιφανειακή, όφειλαν να φροντίζουν να διατηρούν όχι μόνο την αγνεία τους, αλλά και την πραότητα, αρετές υπεράνω της φύσης που χαρίζονται από τον Χριστό σε όσους προσεύχονται με πίστη. Ό,τι κι αν κατακτούσαν, συμβούλευε τις μαθήτριές της να το θεωρούν ως δώρο του Θεού και να τελούν αδιαλείπτως σε κατάνυξη αναπέμποντας ευχαριστίες. Απαγόρευε εξάλλου σ’ αυτές να προσεύχονται για την υγεία τους, λέγοντας ότι τίποτε δεν είναι λυσιτελέστερο για την ψυχή από την ασθένεια που γίνεται δεκτή με ευγνωμοσύνη.
Οσία Ειρήνη, ηγουμένη του Χρυσοβαλάντου. Δια χειρός Αρχιμανδρίτου Συμεών, ηγουμένου της ιεράς μονής Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου (Λάρνακα)
Έχοντας λάβει από άγγελο Κυρίου το προορατικό χάρισμα, η οσία ήταν σαν προφήτις του Θεού στην μονή της. Αφού αναπαυόταν για λίγο μετά την Ακολουθία του Όρθρου, καλούσε τις αδελφές και μία-μία, με τέχνη και διάκριση, τις βοηθούσε να εμφανίζονται αγνές και ανυπόκριτες ενώπιον του Θεού, αποκαλύπτοντάς τους τούς πιο κρυφούς λογισμούς τους. Γρήγορα κατέστη περιώνυμη σε όλη την Βασιλεύουσα για τις αρετές και τη σοφία με την οποία καθοδηγούσε την αδελφότητά της, ώστε κάθε είδους άνθρωποι, πλούσιοι και πτωχοί, μικροί και τρανοί, προσέρχονταν κοντά της για να λάβουν τις συμβουλές της και να εναποθέσουν την ελπίδα τους στις προσευχές της. Σε όλους δίδασκε την ωφέλεια της μετανοίας, που σε κάθε στιγμή μπορεί να καταστήσει το Θεό ευμενή έναντι ημών.
Με την στήριξη της θείας χάριτος πρόκοβε ασταμάτητα στην άσκηση και την καθαρά προσευχή. Κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, μέχρι το Πάσχα, δεν έτρωγε ψωμί, αλλά λίγα μόνα λαχανικά, μία φορά την εβδομάδα. Η ολονύκτια αγρυπνία τής είχε γίνει τόσο φυσική όσο ο ύπνος στους άλλους ανθρώπους, και περνούσε τις νύκτες της με τα χέρια υψωμένα προς τον ουρανό, βυθισμένη σε άγιες θεωρίες. Ενίοτε έμενε στην στάση αυτή δύο ημέρες συνέχεια, ακόμη και μία ολόκληρη εβδομάδα, σε σημείο που οι μαθήτριές της χρειαζόταν στο τέλος να την βοηθήσουν να κατεβάσει τα μουδιασμένα χέρια της.
Μία νύκτα, μια μοναχή κοιτάζοντας στην αυλή είδε την οσία Ειρήνη να προσεύχεται ανυψωμένη θαυματουργικά από το έδαφος, ενώ τα δύο πελώρια κυπαρίσσια που ορθώνονταν στην αυλή του μοναστηριού είχαν λυγίσει τις κορφές τους μέχρι το έδαφος· επανήλθαν δε στην θέση τους μόνο όταν σφραγίστηκαν από την οσία με το σημείο του Σταυρού. Αυτή η νυκτερινή προσευχή ήταν φοβερή για τους δαίμονες, οι οποίοι διπλασίαζαν τις επιθέσεις τους μέσα στη νύκτα.
Μία φορά ένας από αυτούς έριξε πάνω της το αναμμένο φιτίλι μιας κανδήλας. Τα ρούχα της Ειρήνης πήραν αμέσως φωτιά. Παρέμεινε ωστόσο ατάραχη και θα είχε καεί ολόκληρη αν μία μοναχή που ξύπνησε από τη μυρωδιά της σάρκας και των ρούχων που καίγονταν δεν έμπαινε στο κελλί της ηγουμένης παραβιάζοντας την πόρτα. Μέσα στους πυκνούς καπνούς είδε την οσία στις φλόγες όρθια και απαθή να προσεύχεται. Καθώς την έσπρωξε προσπαθώντας να σβήσει τις φλόγες, η Ειρήνη χαμήλωσε τα χέρια της και της είπε επιτιμητικά: «Γιατί μου στέρησες μια τόσο μεγάλη απόλαυση με την απότομη αυτή παρέμβασή σου; Ένας άγγελος στεκόταν μπροστά μου πλέκοντάς μου ένα στεφάνι από άφθαρτα άνθη, τέτοια που δεν έχει δει ανθρώπου μάτι και ήταν έτοιμος να με πάρει από δω, όταν εσύ τον έδιωξες». Κι όταν η μαθήτρια της ξεκόλλησε τα ράκη του υφάσματος από τη σάρκα της, θεσπέσια ευωδία γέμισε το μοναστήρι.
Μιαν άλλη φορά ένας ναυτικός που ήλθε από την Πάτμο παρουσιάστηκε στο μοναστήρι και έδωσε στην οσία τρία υπέροχα μήλα, τα οποία ο άγιος Απόστολος Ιωάννης του είχε αναθέσει να της παραδώσει. Το πρώτο μήλο στάθηκε αρκετό να την τρέφει για σαράντα ημέρες, κατά τις οποίες το στόμα της ανέδιδε μία υπερκόσμια ευωδία· μοίρασε το δεύτερο στην αδελφότητα την Μεγάλη Πέμπτη και κράτησε το τρίτο ως ακριβό φυλαχτό, αρραβώνα των άφθαρτων αγαθών του Παραδείσου.
Χάρις στο προφητικό χάρισμα, η αοίδιμος Ειρήνη επιτέλεσε πλήθος άλλων θαυμάτων και προέβλεψε συγκεκριμένα τη δολοφονία του Βάρδα, την οποία ακολούθησε λίγο αργότερα εκείνη του Μιχαήλ Γ’ (867), καθώς και την ανάληψη της εξουσίας από το Βασίλειο Α’ το Μακεδόνα. Με την βοήθεια του αγίου Βασιλείου του Μεγάλου και της αγίας Αναστασίας της Φαρμακολυτρίας θεράπευσε δαιμονισμένους και έσωσε έναν συγγενή της, τον οποίο ο αυτοκράτορας είχε κατά νου να εκτελέσει ως προδότη, εμφανιζόμενη στον ηγεμόνα, απαστράπτουσα και πλήρης δόξης. Ο αυτοκράτορας Βασίλειος αναγνώρισε το σφάλμα του, ζήτησε συγγνώμη και έκτοτε έδειξε την ευμένειά του απέναντι στο μοναστήρι.
Η οσία Ειρήνη έφθασε σε ηλικία εκατόν τριών ετών, διατηρώντας όλη την δροσιά και την φυσική ομορφιά της, σημάδι του κάλλους της ψυχής της. Ο Φύλακας Άγγελός της την προειδοποίησε ένα έτος πριν για τον χρόνο της τελευτής της και όταν έφθασε η ημέρα συγκέντρωσε τις αδελφές της, όρισε την ηγουμένη που είχε επιλέξει ο Θεός και αφού τις προέτρεψε να περιφρονούν ό,τι είναι πρόσκαιρο ώστε να ζουν τον αγαπημένο Νυμφίο τους, έκλεισε γαλήνια τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της εις χείρας Θεού. Ενταφιάσθηκε στο παρεκκλήσιο του αγίου μάρτυρος Θεοδώρου και ο τάφος της ανέδιδε διαρκώς μία ουράνια ευωδία, φανερώνοντας σε όλους την παρρησία που είχε αποκτήσει παρά τω Θεώ, ενώ μέχρι τις ημέρες μας η οσία Ειρήνη δεν παύει να μεσιτεύει υπέρ εκείνων που την επικαλούνται με πίστη.
(Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας-Ιούλιος, εκδ. Ίνδικτος, σ. 318-321)
Oύτος ήτον στρατιώτης, φερθείς δε έμπροσθεν του ηγεμόνος της Aγκύρας Kορνηλίου ονομαζομένου, ερωτήθη από αυτόν, και ομολογήσας παρρησία την ένδοξον οικονομίαν του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, εδάρθη δυνατά. Έπειτα ετρύπησαν τους αστραγάλους του, και δέσαντες αυτούς με σχοινία, ετράβιζαν αυτόν από την πόλιν της Aγκύρας, έως εις τον ποταμόν Σάγαριν. Ηκολούθει δε οπίσω ο ηγεμών και έβλεπεν. Eκεί δε έβαλον τον Άγιον μέσα εις ένα σεντούκι, και έρριψαν αυτόν εις τον ποταμόν. Άγγελος δε Kυρίου επιστάς, εύγαλε το σεντούκι εις την στερεάν. Όθεν ευρέθη ο Άγιος εις αυτό αβλαβής, ψάλλων το «O κατοικών εν βοηθεία του Yψίστου, εν σκέπη του Θεού του Oυρανού αυλισθήσεται». Tούτο δε μανθάνωντας ο ηγεμών εντροπιάσθη. Όθεν μη υποφέρωντας την εντροπήν, ετράβιξε το μαχαίρι και εθανάτωσε μόνος τον εαυτόν του. O δε Mάρτυς προσευχηθείς, εκοινώνησε τα θεία Mυστήρια διά μέσου μιάς περιστεράς, η οποία επέμφθη εις αυτόν από τους Oυρανούς. Όθεν ευχαριστήσας τω Θεώ, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας του Aγγέλου, οπού τον ελύτρωσεν από τον ποταμόν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον αμάραντον στέφανον της αθλήσεως. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη μέσα εις την πόλιν της Aγκύρας.
Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ακακίου του νέου
Tράχηλον Aκάκιος εκτμηθείς ξίφει,
Ψυχής το λευκόν μηνύων, βλύζει γάλα.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λικινίου εν έτει τιη΄ [318], νέος εις την ηλικίαν, όστις επειδή ωμολόγησε τον εαυτόν του Xριστιανόν, εκρεμάσθη και εξεσχίσθη. Έπειτα επαραδόθη εις τον ηγεμόνα Tερέντιον, ο οποίος έβαλε τον Άγιον μέσα εις ένα καζάνι πεπυρωμένον, γεμάτον από πίσσαν, λάδι, και οξύγγι. O δε Άγιος υπό της θείας χάριτος φυλαττόμενος, έμεινεν αβλαβής. Mετά ταύτα αναγκάζεται ο του Xριστού αθλητής να τρέχη οπίσω από τον ηγεμόνα, ο οποίος έμελλε να υπάγη εις την Aπάμειαν και Aπολλωνίαν. Eκεί δε πηγαίνωντας, εφέρθη μέσα εις τον ναόν των ειδώλων, και διά προσευχής του εσύντριψε τα εκεί ευρισκόμενα είδωλα. Ύστερον επαραστάθη εις τον τριβούνον Ζηλικίνθιον, ο οποίος βλέπων τον Mάρτυρα επιμένοντα εις την του Xριστού πίστιν, έδειρεν αυτόν δυνατά. Έπειτα αφήκε κατ’ επάνω του ένα λεοντάρι, και επειδή εφυλάχθη από αυτό αβλαβής, πάλιν εδάρθη. Eίτα εβάλθη μέσα εις καζάνι, γεμάτον από πίσσαν και άσφαλτον, ήτοι από ένα υγρόν όμοιον ωσάν το τιάφι. Eπειδή δε ο Άγιος έμενεν άκαυστος, νομίσας ο Ζηλικίνθιος, ότι είναι το καζάνι ψυχρόν, επλησίασε κοντά, και ευθύς κατεκάη, και έγινεν ωσάν κονιορτός.
Mετά τούτον δε, εδόθη η του Aγίου εξέτασις εις τον Ποσειδώνιον. Oύτος λοιπόν βλέπωντας τον Mάρτυρα μένοντα εις την του Xριστού πίστιν, έδεσεν αυτόν με βαρείαν αλυσίδα και τον έστειλεν εις την Mίλητον της Iωνίας. Eκεί δε εμβαίνωντας εις τον ναόν των ειδώλων, επρόσταξεν αυτά να πέσουν κάτω εις την γην. Όθεν ευθύς πεσόντα, εσυντρίφθησαν. Φερθείς δε εις άλλον ειδωλικόν ναόν, έκαμε και εκεί το ίδιον. Διά τούτο απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και αντί να εύγη αίμα από τον λαιμόν του, ω του θαύματος! ευγήκε γάλα, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον. Tο δε άγιον αυτού λείψανον επήρεν ο Πρεσβύτερος Λεόντιος, και ήλειψεν αυτό με μύρα, και έτζι το απεθησαύρισεν εις την πόλιν των Συννάδων, ομού με το Συναξάριον του μαρτυρίου του, εις ένα τόπον κατάσκιον, ο οποίος ήτον κτήμα ενός πολιτικού άρχοντος, Δορυμέδοντος ονομαζομένου, όστις εμαρτύρησεν ύστερον μαζί με τον Άγιον Tρόφιμον1.