Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου: Ο Άγιος Επιφάνιος και η διαμόρφωση του θεσμού της πενταρχίας των πατριαρχών

Φορητή εικόνα Αγίου Επιφανίου (13ος αιώνας). Κοινότητα Αγίου Επιφανίου Σολέας.

Πανιερώτατε άγιε Κωνσταντίας και αδελφοί αρχιερείς,
Αγαπητοί εκπρόσωποι των αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών,
Εν Χριστώ αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,

Χριστός Ανέστη!

Πολλές φορές, στην πορεία της Εκκλησίας, συμβαίνει τα ιστορικά τεκταινόμενα να συμπληρώνονται, να φωτίζονται, ή ενίοτε και να εκτρέπονται, από τα υπό του Αγίου Πνεύματος τικτόμενα.

Έτσι, όταν οι διοικητικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται για να βοηθήσουν την στρατευόμενη Εκκλησία στη διάβασή της μέσω της ιστορίας κινδυνεύουν να προσαρμοστούν στα μέτρα των ανθρωπίνων αδυναμιών, η Χάρις του Αγίου Πνεύματος παρεμβαίνει δυναμικά για ν’ ανοίξει παράθυρα.Υπενθυμίζει κυρίως ότι οι όποιες ρυθμίσεις δεν είναι αυτοσκοπός, ούτε και μπορούν να τίθενται υπεράνω του γεγονότος της Εκκλησίας, αλλά αποτελούν απλώς μέσα για να οδηγηθεί η στρατευόμενη Εκκλησία προς τον τελικό της προορισμό, αφού «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν».

Φορείς αυτής της διορθωτικής παρεμβάσεως, είναι συνήθως οι πνευματοφόροι άνθρωποι. Εκείνοι δηλαδή που ενώ πορεύονται και πολιτεύονται εν τω κόσμω, έχουν ήδη πολιτογραφηθεί πολίτες της πολιτείας που δεν είναι εκ του κόσμου. Ο λόγος και η παρουσία τους, φωτίζει τα θέσμια υπό ένα φως άλλο, και κομίζει μια λογική που δια των θεσμών βλέπει την υπέρβαση των θεσμών.

Τέτοια είναι και η περίπτωση του εν αγίοις πατρός ημών Επιφανίου, Επισκόπου Κωνσταντίας και Αρχιεπισκόπου της Κύπρου. Του οποίου η ιστορική παρουσία σε μια εποχή κρίσιμη για την Εκκλησία της Κύπρου, κατά την οποία τεκταινόταν -όχι χωρίς οδύνες- ο θεσμός της Πενταρχίας, αποτέλεσε τον βασικό μοχλό για να μπορέσει η Εκκλησία της Κύπρου να διαφυλάξει το κεκτημένο της αυτονομίας της, χωρίς το οποίο θα ήταν αναγκασμένη να διαγράψει μια ιστορία τεσσάρων αιώνων και να ξεκινήσει από μια τελείως άλλη βάση, με ανυπολόγιστες ίσως συνέπειες για την ιστορική της πορεία. Δικαίως λοιπόν ο ιστορικός αποκαλεί τον Άγιο Επιφάνιο «πατέρα του κυπριακού αυτοκεφάλου».

Η διέλευση του Αγίου Επιφανίου από το κόσμο τούτο, λαμβάνει χώρα τον 4ο αιώνα. Έναν αιώνα κατά τον οποίο η χριστιανική θεολογία συνδιαλέγεται με την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα -με ποικίλα αποτελέσματα που εκτείνονται από θεολογικές συνθέσεις άφθαστου ύψους έως αλλεπάλληλες αιρέσεις και προσπάθειες νόθευσης της χριστιανικής αλήθειας· αλλά κι έναν αιώνα ο οποίος φέρνει βαθιές αλλαγές στο διοικητικό σύστημα της Εκκλησίας.

Στην τεσσαρακονταετία της αρχιερατείας του, ο Άγιος Επιφάνιος, θα είχε να αντιμετωπίσει βαθιές διεργασίες ως αποτέλεσμα των οποίων θα άλλαζε το οργανωτικό σχήμα που μέχρι τότε είχε ως επίκεντρό του τον τοπικό επίσκοπο. Μέχρι το τέλος του 3ου αιώνα, ο επίσκοπος ήταν η ορατή κεφαλή κάθε τοπικής εκκλησίας. Ως αυθεντικός συνεχιστής της αποστολικής διαδοχής, λειτουργούσε ως βάση ενότητας, τόσο στην τοπική, όσο και στην ανά την οικουμένη Εκκλησία, ενώ παράλληλα, η τέλεση της ευχαριστιακής λειτουργίας, ήταν ταυτισμένη με το πρόσωπό του.

Όμως ο 4ος αιώνας, κατά τον οποίο έζησε και αρχιεράτευσε ο Άγιος Επιφάνιος, αφού γεννήθηκε το 315, έμελλε να αλλάξει αυτό τον τύπο, φέρνοντας στο προσκήνιο μια νέα τάση: την προσαρμογή της εκκλησιαστικής διοικήσεως στις διοικητικές δομές της αυτοκρατορίας. Η προσαρμογή αυτή υπαγορεύτηκε από νέες ανάγκες και πραγματικότητες και έφτασε, κάποια στιγμή, να λάβει και κανονικό καθεστώς. Έτσι, με τη Σύνοδο της Αντιοχείας, το 341, θεσπίζεται η αρχή της ανύψωσης των επισκόπων των πρωτευουσών της κάθε πολιτικής επαρχίας σε μητροπολίτες. Στη συνέχεια, με τη Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο του 381 στην Κωνσταντινούπολη, εισάγεται το εξαρχικό σύστημα εκκλησιαστικής διοίκησης, και ταυτίζονται τα όρια των εκκλησιαστικών Διοικήσεων (εξαρχιών) με τα όρια των πολιτικών Διοικήσεων. Κατά τη σύνοδο αυτή, καθορίστηκαν υπερμητροπολιτικά «πρεσβεία τιμής» των θρόνων Ρώμης, Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων. Όμως, η πιο ξεκάθαρη κατοχύρωση, θα έφτανε λίγο αργότερα, το 451, με την Τέταρτη Οικουμενική Σύνοδο που έγινε στη Χαλκηδόνα. Με τις αποφάσεις της οποίας ουσιαστικά καθιερώθηκε ο θεσμός της Πενταρχίας.

Τέτοια είναι λοιπόν η κατάσταση κατά τον 4ο αιώνα κι αυτό είναι το κλίμα που έχει να αντιμετωπίσει ο Άγιος Επιφάνιος όταν ανεβαίνει στο θρόνο της Κύπρου το 366. Τη στιγμή που αρχίζει η αρχιερατεία του, οι διεργασίες αυτές βρίσκονται στον κολοφώνα τους. Στην Ανατολή, και λίγο πολύ σε όλη την ορθόδοξη οικουμένη, επικρατεί μια αναμπουμπούλα, μια αστάθεια. Αρειανοφρόνες προσπαθούν να επικρατήσουν των ορθοδόξων στις κατά τόπους μητροπόλεις, ενώ εμφανίζονται και φαινόμενα αυταρχισμού εκ μέρους ορισμένων μητροπολιτών αλλά και αδιαφορίας για την ορθή πίστη. Οι συγκρούσεις και οι έριδες είναι ατέλειωτες. Ως αντίδοτο, αναζητείται κάποια μορφή υπερμητροπολιτικής εξουσίας που να μπορεί να βάλει μια τάξη την ανεξέλεγκτη λειτουργία του μητροπολιτικού συστήματος στο θέμα των χειροτονιών, να φράξει το δρόμο στους αρειανόφρονες επισκόπους, αλλά και να ελέγξει τη συμπεριφορά ορισμένων μητροπολιτών.

Εν όψει αυτής της κατάστασης, οι μητροπολίτες που έχουν την έδρα τους στα διοικητικά κέντρα, αρχίζουν εν πολλοίς να επιβάλλουν τον κανόνα της προσαρμογής της εκκλησιαστικής προς την πολιτική διοίκηση. Αναπόφευκτα, και πολύ ανθρώπινα, σ’ αυτή την εποχή των ανακατατάξεων, παρατηρείται ένας ανταγωνισμός στην Ανατολή μεταξύ Αντιοχείας και Αλεξανδρείας. Μέσα σ’ όλη αυτή τη ρευστότητα και τους αγώνες για αύξηση των σφαιρών επιρροής, όπως θα λέγαμε σήμερα στη σύγχρονη γλώσσα, ο εξ Ανατολών κίνδυνος, που δημιουργήθηκε από τις αξιώσεις του Επισκόπου Αντιοχείας επί της Εκκλησίας Κύπρου, προβάλλει -καθ’ ον χρόνον αρχιερατεύει ο Επιφάνιος- απειλητικότερος παρά ποτέ.

Υπό κανονικές συνθήκες, βέβαια, οι πιο πάνω διεργασίες δεν θα έπρεπε να αφορούν το κανονικό καθεστώς της Εκκλησίας Κύπρου καθ’ εαυτό, αφού η αποστολική Εκκλησία της Κύπρου εκέκτητο ήδη αυτονομίας, του αυτοκεφάλου, όπως αυτό ονομάστηκε αργότερα, δηλαδή του δικαιώματος «των Κυπρίων δι’ εαυτών τας χειροτονίας ποιείσθαι». Ήδη στη σύνοδο της Σαρδικής (το 343), η Κύπρος προσυπογράφει τα πρακτικά ως μόνη σύνολος εν τη Ανατολή μητρόπολις. Και στη συνέχεια, η εν Εφέσω Τρίτη Οικουμενική Σύνοδος του 431, έρχεται να διασφαλίσει συνοδικώς, να περιβάλει δια κανονικού κύρους το κεκτημένο, αυτό που προϋπήρχε. Εκκλησιαστικά λοιπόν, το ζήτημα αυτό ήταν λυμένο, χωρίς καμία ασάφεια, όχι μόνο κατά το αρχαίο έθος αλλά και κανονικώς. Η διοικητική αυτονομία της Εκκλησίας Κύπρου, ήταν καρπός της ελευθερίας και της συνοδικότητας της Ορθοδοξίας και συνέχεια της αποστολικής παραδόσεως.

Ωστόσο, η ανάδυση του θεσμού της Πενταρχίας, και η γενικότερη αστάθεια -στο πλαίσιο της οποίας ακόμα και αυτή η Εκκλησία της Ιερουσαλήμ αγωνιζόταν για να κατοχυρώσει την αυτονομία της- δεν μπορούσαν παρά να επηρεάσουν και την Κύπρο. Τίποτα δεν φαινόταν δεδομένο και θεσμοί ή κεκτημένα αιώνων μπορούσαν να απολεσθούν εν μιά νυκτί.

Όπως μας πληροφορούν τα επίσημα έγγραφα της εποχής, η Κύπρος ήταν επαρχία της λεγόμενης Διοίκησης της Εώας, η οποία είχε  πρωτεύουσα την Αντιόχεια. Εν όψει τούτου, και εν μέσω της χαώδους καταστάσεως στην οποία βρίσκονταν πολλές επαρχίες της Ανατολής, ο Επίσκοπος Αντιοχείας, θεώρησε φυσικό να προβάλει την αξίωση ότι η Κύπρος είναι μια από τις επισκοπές της περιφέρειάς του.

Όμως -και εδώ φαίνεται η πρόνοια του Αγίου Πνεύματος- η Κύπρος δεν ήταν ούτε αρειανοκρατούμενη, ούτε αναρχούμενη Εκκλησία. Είχε δε αρχιεπίσκοπο τον μέγα Επιφάνιο. Οι οποιεσδήποτε βλέψεις λοιπόν επί της κυπριακής εκκλησίας, συνεπάγονταν μια αναμέτρηση με τον Επιφάνιο. Πράγμα αδιανόητο για την εποχή, αφού το κύρος, η ακτινοβολία και η δύναμη του Επιφανίου υπερέβαιναν κατά πολύ τα όρια της μικρής νήσου και το πρόσωπό του ενέπνεε το δέος σε όλη την χριστιανική οικουμένη. Πολύ ορθά αναρωτιέται ο ιστορικός: «Ζώντος άλλωστε του Επιφανίου, τις επίσκοπος θα ετόλμα έστω και να ονειρευθεί την υπ’ αυτόν υπαγωγήν του ανδρός; Τοιούτον θα ήγγιζεν τα όρια της παραφροσύνης αν μη της ιεροσυλίας. Ο γέρων Κύπρου υπ’ ουδενός ποτε εκρίθη, αυτός δε έκρινε πάντας τους επισήμους θρόνους της Ανατολής.»

Η στάση του απέναντι στην Αντιόχεια ήταν κάθετη και αταλάντευτη: για τριάντα χρόνια τήρησε άτεγκτη στάση έναντι της Αντιοχείας και δεν επικοινώνησε με τον επίσκοπό της. Σκληρή στάση; Ίσως. Αλλά μ’ αυτό τον τρόπο, σε μια ρευστή εποχή και σ’ ένα μεταβατικό αιώνα, ο Επιφάνιος έδινε το στίγμα της προσήλωσης στην αλήθεια της παραδόσεως.

Αλλά, αν ο Κωνσταντίας Επιφάνιος κατάφερε να εξαγάγει την Εκκλησία της Κύπρου εις αναψυχήν δια μέσου συμπληγάδων, επιβουλών και ανταγωνισμών, δεν είναι μόνο γιατί πολιτεύτηκε διπλωματικά, αξιοποιώντας προς όφελος της Κύπρου τη αντιπαράθεση Αλεξανδρείας και Αντιοχείας. Ούτε μόνο γιατί η Εκκλησία της Κύπρου είχε ισχυρές κανονικές κατοχυρώσεις που την έθεταν στο απυρόβλητο. Όμως γράφει ο μεγάλος θεολόγος-ἱστορικός π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ: (Χριστιανισμός καί Πολιτισμός σελ. 115-116). Ο βασικός και κύριος λόγος για τον οποίο η Κύπρος κατάφερε να διατηρήσει την αυτονομία της, ήταν γιατί ο ίδιος ο προκαθήμενός της ήταν ένα μέτρο αγιότητας που έκρινε την εποχή του.

Η θωράκιση της Εκκλησίας της Κύπρου, η σκέπη της, ήταν πρωτίστως η αγιότητα του προκαθημένου της. Όντας πνευματοφόρος, είχε τη δυνατότητα, όπως είπαμε στην αρχή, να γίνεται αγωγός μέσα από τον οποίο διοχετεύονταν εντός της ιστορίας οι πνοές του Αγίου Πνεύματος. Έκανε την Κύπρο απόρθητο φρούριο, όχι μόνο με τα επιχειρήματα ή τους χειρισμούς του, αλλά με τη βιοτή και το μέγεθος της αγιότητάς του, το οποίο ήταν ήδη αναγνωρισμένο και σεβαστό από τους συγχρόνους του όχι μόνο στην Κύπρο αλλά και σε όλη την ορθόδοξη οικουμένη.

Για ν’ αντιληφθούμε πόσο δύσκολο ήταν να ανοίξει κανείς μέτωπο με τον Επιφάνιο, αρκεί να δούμε ένα χαρακτηριστικό περιστατικό το οποίο αναφέρει ο Θεοφάνης, Ηγούμενος Αγρού και Ομολογητής, στη Χρονογραφία του: Όταν ήταν Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο μεγάλος πατέρας της Εκκλησίας Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο Κύπρου Επιφάνιος έρχεται στην Κωνσταντινούπολη όπου «χειροτονίας και συνάξεις παρά την Ιωάννου γνώμην εποίησεν», δηλαδή έκανε χειροτονίες χωρίς την έγκριση του Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Όποιες κι αν είναι η προεκτάσεις αυτής της ενέργειας, που δεν θα τις συζητήσουμε εδώ, δείχνει χαρακτηριστικά το πρόσωπο του ανδρός αλλά και την ακαταμάχητη δύναμη της οποίας ήταν φορέας.

Λέχθηκε για τον Άγιο Επιφάνιο ότι ήταν συντηρητικός-παραδοσιακός, ότι δεν συμβάδισε με το πνεύμα της εποχής του, το πνεύμα του 4ου αιώνος. Και πράγματι, μπορεί να πει κανείς πως έτσι ήταν. Αλλά δεν θα πρέπει να δούμε αυτή τη στάση υπό αρνητικό πρίσμα. Μάλλον αρετές πρέπει να θεωρούμε τα χαρακτηριστικά του αυτά, παρά οτιδήποτε άλλο. Ως άγιος, ο Επιφάνιος ήταν άνθρωπος του μέλλοντος και έβλεπε πολύ πολύ μακριά· εξ ου και παρέμενε με όλες του τις δυνάμεις αμετακίνητος εις «ό παρελάβαμεν», απαρασάλευτος μάρτυρας του ασκητικού ήθους της πρώτης Εκκλησίας και φύλακας της γνήσιας αποστολικής παραδόσεως. Υπερασπίστηκε την αυτονομία της Εκκλησίας Κύπρου, όχι διότι εμφορείτο από ένα είδος τοπικισμού, αλλά για να προασπίσει αυτό που η Εκκλησία της Κύπρου παρέλαβε από τους Αποστόλους και διαφύλαξε μέσω των αιώνων με ποταμούς αιμάτων. Η έγνοια του και η φροντίδα του ήταν απλά να παραδώσει στις επόμενες γενιές αυτό που δόθηκε στην Κύπρο από τους Αποστόλους Βαρνάβα, Παύλο, Μάρκο και φυλάχθηκε πριν απ’ αυτόν από τον Άγιο Σπυρίδωνα.

Από την άλλη, ο απαρέγκλιτος προσανατολισμός του προς την παράδοση, οφειλόταν και στο ότι μια από τις προκλήσεις της αρχιερατείας του ήταν να αντικρούσει τις αιρέσεις, πρώτ’ απ’ όλα στην ίδια την Κύπρο αλλά και στον περίγυρό της, καθώς και τη γενικότερη σύγχυση που επαπειλούσε τότε την πορεία της Εκκλησίας. Το ειδωλολατρικό πνεύμα συνέχιζε και κατά τον τέταρτο αιώνα να επιβιώνει, είτε ευθέως, είτε εμφιλοχωρώντας στο χώρο της πίστης και δημιουργώντας συνεχώς αιρέσεις επί αιρέσεων. Παρόλο που, όπως είπαμε, η θεολογία επιχειρούσε τη μεγάλη πρόσληψη του αρχαιοελληνικού λόγου, ο άγιος με τη διόρασή του έβλεπε πως μια τέτοια πρόσληψη δεν ήταν χωρίς κινδύνους. Αντιθέτως, έκρυβε μεγάλες παγίδες και εγκυμονούσε τεράστιες απειλές για νόθευση της αλήθειας. Η «παραδοσιακότητα» λοιπόν του Αγίου Επιφανίου, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ακατάπαυστη επαγρύπνηση για να διαφυλαχθεί αλώβητη η αλήθεια της πίστεως, ένας συνεχής συναγερμός και μια αμείλικτη μάχη εναντίον των αιρέσεων παντός είδους. Κι αν σήμερα μπορούμε να μιλούμε για μια σύνθεση ελληνισμού και χριστιανισμού, αν τελικά η πρόσληψη της αρχαιότητας έγινε όσο το δυνατό πιο ανώδυνα με τα θετικά της να επικρατούν των αρνητικών, αυτό οφείλεται κυρίως στο αταλάντευτο φρόνημα μερικών αγίων και όλως ιδιαιτέρως του Κωνσταντίας Επιφανίου. Αν η Ανατολή ολάκερη δεν περιέπεσε στο χάος των αιρέσεων και των κακοδοξιών, αν ακόμα υπάρχει ορθοδοξία στο νησί μας αλλά και πέραν αυτού, είναι, μεταξύ άλλων, γιατί τον τέταρτο αιώνα υπήρχε στην Ανατολή ένας επίσκοπος που λεγόταν Επιφάνιος, ο οποίος δεν έκανε εκπτώσεις προκειμένου να προσαρμοστεί στον αιώνα του.

Η έντονη αντιαιρετική του δράση, εκτός από το ότι τον καθιστούσε σημείο αναφοράς σε όλο τον γνωστό κόσμο, μια αυθεντία παγκόσμιου βεληνεκούς, ύψωνε όσο ποτέ άλλοτε και το κύρος της Εκκλησίας της Κύπρου, μετατρέποντάς την σε κέντρο των εξελίξεων και επομένως δυσκολεύοντας τα σχέδια εκείνων που την επιβουλεύονταν. Ο Επιφάνιος έκανε την Κύπρο κέντρο του κόσμου. Κληρικοί απ’ όλη τη χριστιανοσύνη, ζητούν τη γνώμη του για θεολογικά ζητήματα και τον καλούν να ορθοτομήσει λόγον αληθείας. To 374, μετά από αίτημα ιερέων και λαϊκών της Παμφυλίας, εκδίδει το πρώτο από τα μεγάλα του έργα, το Αγκυρωτόν. Το 376 εκδίδει το Πανάριον, μετά από αίτημα δύο αρχιμανδριτών των μονών της Κοίλης Συρίας. Από όλο τον κόσμο, έρχονται στην Κύπρο μοναχοί, μόνο και μόνο για να δουν τον Επιφάνιο. Ευγενείς και άρχοντες από τη Ρώμη και την Κωνσταντινούπολη έρχονται να λάβουν την ευχή του ή να βοηθήσουν οικονομικά το έργο του. Όποιος ήθελε να δει θαυματουργό επίσκοπο, «αρχαίας αγιότητος κατάλοιπον», έτσι τον ονόμαζαν, έπρεπε να δει τον ξυπόλυτο γέροντα της Κύπρου Επιφάνιο.

Αν σε αυτά προσθέσουμε και το γεγονός ότι και ως αρχιεπίσκοπος ο Επιφάνιος -παρόλο που ήταν μορφωμένος, πολυγραφότατος και μιλούσε πέντε γλώσσες- παρέμενε πρώτα και κύρια ένας ασκητής μοναχός, κομίζοντας μια απλή, αγνή αγιότητα, κοσμημένη με θαυματουργικό χάρισμα, όπως βεβαιώνει σύγχρονη του μαρτυρία -και όπως γνωρίζει καλά η παράδοση της Εκκλησίας μας-, τότε καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο εγχείρημα ήταν για τον οποιονδήποτε να τολμήσει να συγκρουστεί μαζί του.

Θα είχε ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε ποια θα ήταν η πορεία της Εκκλησίας Κύπρου αν σ’ εκείνα τα κρίσιμα χρόνια στο θρόνο της ήταν άλλος από τον Επιφάνιο. Το πιο πιθανόν είναι πως όσα οικοδόμησε η Εκκλησία Κύπρου εν Πνεύματι και Αληθεία για τέσσερις αιώνες, θα σβήνονταν με μια κίνηση και η Κύπρος θα έπρεπε στο εξής να συνεχίσει την πορεία της υπό άλλα δεδομένα και άλλες προϋποθέσεις. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν θα βάρυνε οποιονδήποτε άλλον, αλλά τους ίδιους τους Κυπρίους, που θα αποδεικνύονταν έτσι ανάξιοι να κρατήσουν τη δωρεά που τους δόθηκε και να διαφυλάξουν την παράδοση και την των πραγμάτων αλήθειαν. Κι όταν χάνουμε το Έν, το κύριον, τότε είναι σαν ν’ ανοίγουμε την πόρτα για να μπούνε κάθε λογής κακά. Ενδεχομένως, σε τέτοια περίπτωση, και η ιστορική μας μοίρα να ήταν πολύ χειρότερη από αυτήν που είχαμε.

Κρατώντας εκείνο που της παρέδωσαν οι Απόστολοι, η Εκκλησία της Κύπρου μπόρεσε να γίνει ο διαχρονικός θεσμός ο οποίος στήριξε και κράτησε το λαό της Κύπρου στα πάτρια χώματα και στην πατρώα πίστη. Όλοι οι σοβαροί ιστορικοί, παραδέχονται σήμερα πως χωρίς την Εκκλησία Κύπρου, είναι σίγουρο πως σήμερα δεν θα υπήρχε η Κύπρος και ο λαός της. Και χωρίς την εκ των αποστόλων αυτονομία της, η Εκκλησία της Κύπρου δεν θα μπορούσε να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να καταστεί η διαχρονική άμυνα της Κύπρου απέναντι σε κάθε επιβουλή, η κιβωτός που κράτησε την ταυτότητα και την παρουσία αυτού του λαού στη γη των πατέρων του και έφτασε στο σημείο, στα 1960, να γεννήσει αυτό τούτο το ανεξάρτητο κράτος της Κύπρου.

Όμως, πέρα από ό,τι αφορά την ίδια την Κύπρο, θα πρέπει να δούμε και από ευρύτερη σκοπιά τις προεκτάσεις που είχε η προσέγγιση του Επιφανίου στο θέμα που προέκυψε με την Αντιόχεια. Η στάση του, έστελνε ένα μήνυμα διαχρονικό: ότι πριν από τους θεσμούς είναι οι πραγματικότητες. Αν παραγνωριστούν οι πραγματικότητες και επιβληθούν θεσμικές ρυθμίσεις άνωθεν, τότε δεν είμαστε στο δρόμο της αλήθειας αλλά της εκτροπής.

Μήνυμα που είχε και μια διάσταση έντονα προφητική, όπως φάνηκε στους επόμενους αιώνες. Στη συνέχεια της ιστορίας της Εκκλησίας, είδαμε το θέμα του πρωτείου να παρερμηνεύεται, να διαστρέφεται και να θεωρείται σαν δικαίωμα επιβολής στους άλλους. Η απόκλιση αυτή από την αλήθεια των πραγμάτων, έμελλε να ταλανίσει την Εκκλησία για πολλούς αιώνες, συμβάλλοντας στο μέγα σχίσμα του 1054, και συνεχίζοντας να προκαλεί τριβές και διαμάχες ακόμα και σήμερα. Έτσι λοιπόν, με τη στάση του, ο Άγιος Επιφάνιος δημιουργούσε μια παρακαταθήκη για όλη την Εκκλησία και για όλους τους αιώνες.

Οι τεράστιες θεολογικές προεκτάσεις είναι εδώ προφανείς. Από την ορθόδοξη σκοπιά, τα πρεσβεία τιμής ή τα πρωτεία δεν έχουν την έννοια της εξουσίας ή της αυθεντίας, για τον ίδιο λόγο που στο εσωτερικό της Αγίας και Ομοουσίου Τριάδος ο Πατήρ είναι Πατήρ και όχι εξουσιαστής των δύο άλλων προσώπων. Υπό το φως το οποίο έριξε ο Άγιος Επιφάνιος στα εκκλησιαστικά πράγματα, Πενταρχία και αυτοκεφαλία μπορούσαν κάλλιστα να συνυπάρχουν, αφού μετείχαν στην ίδια ουσία και υπηρετούσαν την ίδια αλήθεια. Η Πενταρχία των Πατριαρχών είναι ένας ευλογημένος θεσμός· αλλά και το αυτοκέφαλον της Εκκλησίας Κύπρου είναι επίσης ένας ευλογημένος θεσμός. Και το διαχρονικό μήνυμα του Αγίου Επιφανίου λέει πως «ταύτα δε έδει ποιήσαι κακείνα μη αφιέναι».

Βλέπουμε λοιπόν, ότι η άμυνα της Κύπρου κατά τον 4ο αιώνα, ήταν το πρόσωπο του αγίου αρχιεπισκόπου της. Το κύρος, η σημασία, και η λάμψη που γνώρισε η Εκκλησία της Κύπρου επί των ημερών του, έμελλαν να συνεχιστούν και μετά το 402, έτος κατά το οποίο εκοιμήθη. Η νήσος θα απολάμβανε τους καρπούς των κόπων του όχι μόνο κατά τον επόμενο αιώνα, αλλά και μέχρι σήμερα. Οι πατέρες της Τρίτης Οικουμενικής Συνόδου, ενώπιον της οποίας τέθηκε η διαφορά με την Αντιόχεια, εναρμονίστηκαν πλήρως με το μήνυμα που έστελλε όσο ζούσε ο Κύπρου Επιφάνιος, λειτούργησαν δηλαδή ορθόδοξα. Έτσι, κατεύθυναν αμέσως τη διερεύνησή τους στην «των πραγμάτων αλήθειαν». Ρώτησε λοιπόν η Σύνοδος, της οποίας προήδρευε ο Αλεξανδρείας Κύριλλος, τους εκπροσώπους της Κύπρου: «ποιος χειροτόνησε τους τρεις τελευταίους επισκόπους στην Κύπρο;» Οι δε εκπρόσωποι της Κύπρου, μεταξύ των οποίων ο Σόλων Ευάγριος και ο Κουρίου Ζήνων, απάντησαν: «ο αοίδιμος Επιφάνιος». Η απάντηση αυτή ήταν αρκετή για τους πατέρες της Συνόδου, οι οποίοι χωρίς καμία άλλη συζήτηση επεκύρωσαν με την ψήφο τους το κεκτημένο δικαίωμα της ελευθερίας της Εκκλησίας Κύπρου εις τα των χειροτονιών της. Η αλήθεια κατίσχυσε. Ο Επιφάνιος, δια του αγίου του ονόματος και μόνον, εδικαίωσε την Κύπρο.

Το μέγεθος ενός τέτοιου αγίου τον οποίο δώρισε ο Χριστός στην Κύπρο, δείχνει πως ήταν θέλημα Κυρίου να εξέλθει η Εκκλησία μας αλώβητη από τις αναστατώσεις του 4ου αιώνα και να διατηρήσει μέχρι σήμερα ακέραια την αυτονομία της, παρ’ όλες τις επιβουλές που ακολούθησαν κατά τους επόμενους αιώνες. Είμαι σίγουρος πως, η χειρ του αγίου αυτού πατρός, από την οποία, μέσω αδιαλείπτου συνεχείας, λάβαμε και εμείς εν εσχάτοις καιροίς την ιεροσύνη, δεν έπαψε να σκεπάζει την πολυαγαπημένη του νήσο. Και είναι και σήμερα προστάτης και βοηθός της, αρκεί να τον θυμούμαστε και να τον επικαλούμαστε και προπαντός να αγωνιζόμαστε φιλότιμα να διαφυλάξουμε την ελευθερία την οποία δώρισε στην Εκκλησία μας, δια πρεσβειών του Κωνσταντίας Επιφανίου, ο ίδιος ο Χριστός.

Πέραν αυτού, είχαμε και έχουμε σίγουρα την ευλογία του αγίου πατρός, καθώς βαδίζουμε στον ευλογημένο δρόμο της αδελφοσύνης και της αγάπης ο οποίος συνδέει την νήσο μας, παλαιόθεν και μέχρι σήμερον, με τις γειτονικές της Εκκλησίες και όλως ιδιαιτέρως με τα παλαίφατα πατριαρχεία. Βαδίζοντας το δρόμο αυτό, η Εκκλησία μας σήμερα αντλεί από τα λειτουργικά και δογματικά αποθέματα της Κωνσταντινουπόλεως αλλά και του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου προσωπικώς· στηρίζει εν τω μέτρω των δυνάμεών της τις ιεραποστολικές προσπάθειες της Αλεξανδρείας· εμπνέεται από το άγιον φως των Ιεροσολύμων και συνεργάζεται αδελφικώς με την Αντιόχεια, αφού «εν ενί σώματι, μέλη πολλά έχομεν», αλλά και επειδή «οι πολλοί εν σώμα εσμέν εν Χριστώ, ο δε καθ’ εις αλλήλων μέλη».

Κλείνοντας, θα ήθελα να εκφράσω την ευχή προς τον σημερινό διάδοχο του θρόνου του Αγίου Επιφανίου, τον αγαπητό Κωνσταντίας Βασίλειο, όπως σύντομα τον αξιώσει ο Θεός να περπατήσει ξανά στα χώματα που πάτησε ο άγιος προκάτοχός του και να αναπέμψει, εν ελευθερία, ευχαριστήριους ύμνους στον πατέρα του κυπριακού αυτοκεφάλου, στην περιώνυμη βασιλική του στην Κωνσταντία.

Χριστός Ανέστη!

Η Κωνσταντία Ανέστη!

Προσδοκώ και την της Κύπρου ανάστασιν!


Εβ 13, 14.

Αρχιμανδρίτου Παύλου Εγγλεζάκη, Είκοσι μελέται δια την Εκλησίαν Κύπρου (4ος έως 20ός αιών), Ίδρυμα Α. Γ. Λεβέντη, Μορφωτικος Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήναι 1996.

Β. Φειδά, Προϋποθέσεις διαμορφώσεως του θεσμού της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Αθήναι 1969, σ. 168 και εξ.

Β. Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών ΙΙ, Ιστορικοκανονικά προβλήματα περί την λειτουργίαν του θεσμού (451-553), Αθήναι 1977, σ. 2-20.

Βλασίου Φειδά 1977, όπ. παρ. σ. 140.

Βλασίου Φειδά, Ο θεσμός της Πενταρχίας των Πατριαρχών, Ι, Προϋποθέσεις διαμόρφωσης του θεσμού, Αθήναι 1977, σ. 139

Τίτλος Η΄ Κανόνος Γ΄ Οικουμενικής Συνόδου.

The Catholic Encyclopedia, Volume XI, Robert Appleton Company, 1911, New York.

Αρχιμανδρίτου Παύλου Εγγλεζάκη, όπ. παρ., σ. 67-68.

Θεοφάνους, Ηγουμένου Αγρού και Ομολογητού, Χρονογραφία, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2007, σ.213-214.

Παναγιώτη Κ. Χρήστου, Ελληνική Πατρολογία, Τόμος Α΄, Περίοδος Θεολογικής Ακμής, Δ΄ και Ε΄ αιώνες, Εκδοτικός Οίκος Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 499.

Ιερωνύμου, Epistola 108.

Μτ 23, 23.

Ρμ 12, 4.

Ρμ 12, 5.