Αρχική Blog Σελίδα 178

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 28 Αὐγούστου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
16: 4-12

Ἀδελφοί, ἐὰν ᾖ ἄξιον τοῦ κἀμὲ πορεύεσθαι, σὺν ἐμοὶ πορεύσονται οὕς ἐὰν δοκιμάσητε. ᾽Ελεύσομαι δὲ πρὸς ὑμᾶς ὅταν Μακεδονίαν διέλθω· (Μακεδονίαν γὰρ διέρχομαι)· πρὸς ὑμᾶς δὲ τυχὸν παραμενῶ ἢ καὶ παραχειμάσω, ἵνα ὑμεῖς με προπέμψητε οὗ ἐὰν πορεύωμαι. Οὐ θέλω γὰρ ὑμᾶς ἄρτι ἐν παρόδῳ ἰδεῖν, ἐλπίζω γὰρ χρόνον τινὰ ἐπιμεῖναι πρὸς ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος ἐπιτρέπῃ. Ἐπιμενῶ δὲ ἐν ᾽Εφέσῳ ἕως τῆς Πεντηκοστῆς· θύρα γάρ μοι ἀνέῳγεν μεγάλη καὶ ἐνεργής, καὶ ἀντικείμενοι πολλοί. ᾽Εὰν δὲ ἔλθῃ Τιμόθεος, βλέπετε ἵνα ἀφόβως γένηται πρὸς ὑμᾶς· τὸ γὰρ ἔργον Κυρίου ἐργάζεται ὡς καὶ ἐγώ· μή τις οὖν αὐτὸν ἐξουθενήσῃ· προπέμψατε δὲ αὐτὸν ἐν εἰρήνῃ, ἵνα ἔλθῃ πρός με, ἐκδέχομαι γὰρ αὐτὸν μετὰ τῶν ἀδελφῶν. Περὶ δὲ ᾽Απολλὼ τοῦ ἀδελφοῦ, πολλὰ παρεκάλεσα αὐτὸν ἵνα ἔλθῃ πρὸς ὑμᾶς μετὰ τῶν ἀδελφῶν· καὶ πάντως οὐκ ἦν θέλημα ἵνα νῦν ἔλθῃ, ἐλεύσεται δὲ ὅταν εὐκαιρήσῃ.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΩΥΣΕΩΣ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΙΘΙΟΠΟΣ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5:22-26; 6:1-2

Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν πνεύματι, πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. ᾽Αδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πραότητος· σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. ᾽Αλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
21: 28-32

Εἶπεν ὁ Κύριος τὴν παραβολὴν ταύτην· ἄνθρωπος τις εἶχε τέκνα δύο, καὶ προσελθὼν τῷ πρώτῳ εἶπεν· τέκνον, ὕπαγε σήμερον ἐργάζου ἐν τῷ ἀμπελῶνί μου. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· οὐ θέλω· ὕστερον δὲ μεταμεληθεὶς ἀπῆλθε. καὶ προσελθὼν τῷ δευτέρῳ εἶπεν ὡσαύτως. ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἐγώ, κύριε· καὶ οὐκ ἀπῆλθε. τίς ἐκ τῶν δύο ἐποίησε τὸ θέλημα τοῦ πατρός; λέγουσιν αὐτῷ· Ὁ πρῶτος. λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι οἱ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι προάγουσιν ὑμᾶς εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. ἦλθε γὰρ πρὸς ὑμᾶς Ἰωάννης ἐν ὁδῷ δικαιοσύνης, καὶ οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· οἱ δὲ τελῶναι καὶ αἱ πόρναι ἐπίστευσαν αὐτῷ· ὑμεῖς δὲ ἰδόντες οὐδὲ μετεμελήθητε ὕστερον τοῦ πιστεῦσαι αὐτῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

«Οι άνθρωποι θανατώνονται, οι ιδέες όχι». Λόγος μακαριστού Μητροπολίτη Φλωρίνης Αυγουστίνου Καντιώτη (+28/8/2010) εις την Αποτομήν της Τιμίας Κάρας του Προδρόμου

Μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης (20/4/1907 - 28/8/2010)

Ἀποτομὴ τῆς κεφαλῆς τοῦ Προδρόμου
Σάββατο 29 Αὐγούστου
Του Μητροπολίτου Φλωρίνης Αυγουστίνου

Οι άνθρωποι θανατώνονται, οι ιδέες όχι
«Ἔλεγε γὰρ ὁ Ἰωάννης τῷ Ἡρῴδῃ· Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Μᾶρκ. 6,18)

Μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης (20/4/1907 – 28/8/2010)

Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡμέρα πένθους καὶ αὐστηρῆς νηστείας, σὰν τὴ Μεγάλη Παρασκευή. Τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι κι αὐτὰ ἀκόμη τὰ ἄψυχα θρηνοῦν τὴν ἄδικη σφαγὴ τοῦ Υἱοῦ τῆς Παρθένου· καὶ σήμερα 29 Αὐγούστου θρηνοῦν οἱ Χριστι­ανοὶ τὴν ἄδικη σφαγὴ τοῦ υἱοῦ τοῦ Ζαχαρία καὶ τῆς Ἐλισάβετ, τοῦ Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ Κυρίου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ὑπῆρξε ἡ ὑψηλότερη φυσι­­ογνωμία τοῦ ἀρχαίου κόσμου (βλ. Ματθ. 11,11. Λουκ. 7,28).
Τὸ ἱστορικὸ τῆς ἑορτῆς εἶνε γνωστό. Τὸ ἀ­κούσατε στὸ εὐαγγέλιο. Ἐδῶ θὰ πῶ τοῦτο μόνο.

* * *

Ὁ Πρόδρομος ἔζησε σὲ δύσκολη ἐποχή. Ἡ πολιτικὴ καὶ ἡ θρησκευτικὴ ἡγεσία τοῦ Ἰσρα­ὴλ εἶχε διαφθαρῆ. Κολακεία, ἰδιοτέλεια, συμ­φέ­ρον, ψέμα, ἀπάτη, ἀσέβεια, ὑποκρισία, αὐτὰ τὴ χαρα­κτήριζαν. Εἶχαν στὰ χείλη τὸ Θεὸ καὶ στὴν καρ­διὰ τὸ διάβολο. Καὶ κέντρο τῆς διαφθορᾶς ἦ­ταν τὰ ἀνάκτορα. Ἐκεῖ ἦταν ὁ βασιλιᾶς Ἡρῴ­δης· ὄχι ἐκεῖνος ποὺ ἔσφαξε τὰ 14.000 νήπια τῆς Βη­θλεέμ, ἀλλὰ ἕνας γυιὸς ἐκείνου μὲ τὸ ἴδιο ὄ­νομα, ὁ Ἡρῴδης Ἀντίπας. Ἦταν λύ­κος γεννημέ­νος ἀπὸ λύκο, παιδὶ πιὸ ἄγριο καὶ πιὸ ἀκόλαστο ἀπ᾿ τὸν πατέρα του. Αὐτὸς ἔδιω­ξε τὴ νόμι­μη γυναῖκα του καὶ πῆρε ὡς σύζυγο τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ του, τὴν Ἡρῳδιάδα. Αἱμομειξία, δημόσιο σκάνδαλο! Καὶ «τὰ δημοσίως πραττόμενα πρέπει καὶ δημοσίως νὰ ἐλέγχωνται».
Ποιοί ἦταν ἁρμόδιοι νὰ ἐλέγξουν τὸ ἔγκλημα αὐτό; Οἱ φύλακες τοῦ δικαίου, οἱ διδάσκα­λοι τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, οἱ ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς, οἱ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι. Ἀλλ᾿ αὐτοὶ ἦταν οἱ «διυλίζοντες τὸν κώνωπα, τὴν δὲ κάμηλον καταπίνοντες» (Ματθ. 23,24). Αὐτοί ἔπρεπε νὰ διαμαρτυρηθοῦν, κανείς ὅμως ἀπ᾿ αὐτοὺς δὲ᾿ μίλησε. Σιγὴ νεκροταφείου.

Ἕνας μόνο βρέθηκε στὸ δικτατορικὸ ἐκεῖνο καθεστὼς νὰ ἐλέγξῃ τὸν αἱμομείκτη βασιλέα· ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Τί εἶχε νὰ φοβηθῇ; Μήπως τοῦ πάρουν τὴν περιουσία; Ὅλα του τὰ ὑπάρχοντα ἦταν μιὰ κάππα ἀπὸ τρίχες καμήλας· φαγητό του ἦταν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριο, ποτό του νερὸ ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, στρῶμα του ἡ ἄμμος, κατοικία του οἱ σπηλιές, συντροφιά του τὰ ἄγρια θηρία. Αὐτὸς ἦταν ὁ Ἰωάννης· ἕ­νας ἄγγελος στὴν ἔρημο. Ὅταν λοιπὸν ἔμαθε τὸ δημόσιο σκάνδαλο, ἄφησε τὴν ἔρημο καὶ σὰν ἀετὸς κατέφθασε στὰ ἀνάκτορα. Ἀνέβηκε τὰ σκαλιά, παρουσιάστηκε στὸ βασιλιᾶ, καὶ ὁ ἐρη­μί­της ἀσκητὴς ἔρριξε τὸν κεραυνό· «Οὐκ ἔξ­εστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου», δὲν σοῦ ἐπιτρέπεται νὰ διώξῃς τὴ νόμι­μη γυναῖκα σου καὶ νὰ πάρῃς ξένη, καὶ μάλι­στα τὴ γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου (Μᾶρκ. 6,18).
Ἐννέα λέξεις εἶπε, τὸ πιὸ σύντομο κήρυγμα. Σπανίως μικρὸ κήρυγμα εἶχε τόσο μεγάλη δύ­ναμι. Ἡ ἀξία ἑνὸς κηρύγματος ἐξαρτᾶται ὄχι ἀ­πὸ τὸ μῆκος τοῦ λόγου, ἀλλ᾿ ἀπὸ τὶς ἀλήθειες ποὺ περιέχει. Τὸ κήρυγμα τοῦ Ἰωάννου ἦ­ταν κεραυνός. Λόγοι ἱεροκηρύκων καὶ ῥητόρων ἔχουν λησμονηθῆ. Ποιός θυμᾶται σήμερα λόγους τοῦ Δημοσθένους, τοῦ Κικέρωνος, τῶν φιλοσόφων; Οἱ ἐννέα ὅμως αὐτὲς λέξεις ἔμειναν ἀλησμόνητες· «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου».
Πῶς ἄκουσε τὸν ἔλεγχο ὁ Ἡρῴδης, ποὺ ἦ­ταν συνηθισμένος ν᾿ ἀκούῃ κολακεῖες; Σκλη­ρὸς ὁ λόγος, πικρὴ ἡ ἀλήθεια. Ἐν τούτοις ὁ βα­σιλιᾶς στάθηκε κατὰ κάποιο τρόπο πειθήνι­ος· ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ τὸν Ἰωάννη. Δίπλα του ὅ­μως ἦ­ταν δυστυχῶς ἡ διεφθαρμένη ἀνδροχωρίστρα, καὶ δὲν τὸν ἄφηνε ἥσυχο. Ἔτσι ὁ Ἡρῴ­δης ἀ­ναγκάστηκε, μὲ λύπη πολλή, νὰ ὑπογρά­ψῃ διαταγή, νὰ φυλακιστῇ ὁ Ἰωάννης στὶς φυ­λακὲς τοῦ φρουρίου τῆς Μαχαιροῦντος, ποὺ ἐρείπιά τους σῴζονται πέρα ἀπ᾽ τὴ Νεκρὰ θάλασσα. Σιώπησε τότε ἆραγε; Ὄχι. Καὶ μέσα ἀπὸ τὰ κάγκελλα τῆς φυλακῆς ἐρχόταν δυνατὴ ἡ φωνὴ τοῦ προφήτου «Οὐκ ἔξεστί σοι ἔχειν τὴν γυναῖκα τοῦ ἀδελφοῦ σου» καὶ δὲν ἄφηνε τὴν Ἡρῳδιάδα νὰ κοιμηθῇ. Γι᾿ αὐτὸ ζητοῦ­σε εὐκαιρία νὰ ἐξοντώσῃ τὸν Πρόδρομο.

Καὶ ἡ εὐκαιρία δόθηκε. Γιὰ τὰ γενέθλια τοῦ Ἡρῴδη ἔγινε στὰ ἀνάκτορα χορός. Χορὸς ἀν­ήθικος, λάγνος, ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μέχρι σήμε­ρα χορεύουν λαοὶ τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ Ἡρῴδης διασκέδαζε καὶ εἶχε καλέσει ὅλους τοὺς ἀξιωματούχους τῶν Ἰεροσολύμων. Κι ὅταν παρου­σι­άστηκε ἡ Σαλώμη –ἀντάξια κόρη τῆς Ἡρῳ­διάδος!– καὶ χόρεψε, τότε πλέον τοὺς ἔπιασε ντε­λίριο, δὲν ἤξεραν τί κάνουν. Τέτοιες ὧρες χάνεται πλέον ἡ ἀξιοπρέπεια. Στρατηγοί, κυβερ­νῆτες, βασιλιᾶδες γίνονται μηδέν, σκουλή­κια. Καὶ πάνω στὴ μέθη καὶ τὴν ἀπώλεια τῶν φρε­νῶν, ὁ Ἡρῴδης ὑποσχέθηκε μεγάλο βραβεῖο στὴν αἰσχρὴ χορεύτρια. –Σοῦ δίνω, λέει, «ἕως ἡμίσους τῆς βασιλείας μου» (ἔ.ἀ. 6,23), μέχρι καὶ τὸ μισὸ βασίλειό μου… Ἰδοὺ εὐκαιρία. Μπο­ροῦ­σε πολλὰ νὰ ζητήσῃ· χρήματα, ροῦχα, κοσμήμα­τα, διαμάντια, κτήματα, πεδιάδες, σπίτια, ἀνάκτορα… Δὲν ζήτησε τίποτε ἀπ᾿ αὐτά. Τί ζήτησε; –Θέλω, εἶπε, τὸ κεφάλι Ἰωάννου τοῦ βα­πτιστοῦ!… Ὤ κακία καὶ μοχθηρία γυναικός! Πρὸς στιγμὴν ὁ Ἡρῴδης κλονίστηκε· δὲν ἤ­θε­λε νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν ἀπαίτησί της, ποὺ ἦ­ταν ἔξω ἀ­πὸ ὅσα τῆς ὑποσχέθηκε. Ἀλλ᾿ ἕνα αὐστηρὸ βλέμμα τῆς Ἡρῳδιάδος τὸν ἔκανε ἀ­μέσως νὰ ὑποχωρήσῃ. Καὶ νά τον, μὲ τρεμάμε­νο χέρι ὑ­πογράφει διάταγμα, νὰ ἐκτελεσθῇ ὁ Ἰωάννης. Στρατιωτικὸ ἀπόσπασμα πηγαίνει στὶς φυλακές, καὶ ἐκεῖ σπεκουλάτωρ, δήμιος, κόβει τὴν τιμία κεφαλὴ τοῦ Ἰωάννου.
Ἡσύχασε ἆραγε τὸ ἄνομο ζεῦγος; Ὄχι. Ὁ Ἰ­­ωάννης δὲν ὑπῆρχε πλέον στὸν κόσμο· ἀλλὰ ἡ φωνή του, καὶ μετὰ θάνατον, ἀκούστηκε ἀκό­μη πιὸ ἠχηρή. Ὁ Ἡρῴδης δὲν εἶχε ὕπνο, λὲς καὶ τὸ προσκέφαλό του εἶχε καρφίτσες καὶ τὸ στρῶμα του ἀγκάθια. Πήγαινε νὰ κοιμηθῇ, καὶ ξαφνικὰ τί ἀκούει; Ἀκούγεται μιὰ φωνὴ ἀκόμη ἰσχυρότερη· ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τό ᾿μαθε εἶπε· –Ἡρῳδι­άδα, χαθήκαμε· ὁ Ἰωάννης ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν! (βλ. ἔ.ἀ. 6,16)… Τὸ πίστευε καὶ ἔτρεμε.

* * *

Μεγάλο δίδαγμα μᾶς δίνει ἡ σημερινὴ ἡμέρα· οἱ ἄνθρωποι θανατώνονται, ἀλλὰ οἱ ἰδέες δὲν θανατώνονται. Κήρυκες τῆς ἀληθείας, τοῦ δικαίου καὶ τῆς ἠθικῆς φυλακίζονται καὶ ἐκτελοῦνται, ἀλλὰ οἱ ἰδέες ὄχι. Συνέλαβαν οἱ Αὐ­στριακοὶ στὸ Βελιγράδι τὸ Ῥήγα Φεραῖο καὶ τὸν ἔπνιξαν στὸ Δούναβι, μὰ ἡ φωνή του ἔ­σει­­σε τὰ Βαλκάνια. Ἐπαναλαμβάνω μιλώντας ἐκ πείρας· οἱ ἄνθρωποι ἐκτοπίζονται ἢ κλείνον­ται σὲ τρελλοκομεῖα, ἀλλὰ οἱ ἰδέες ὄχι. Ἡ ἰδέα εἶνε σεισμός, εἶνε κεραυνός, κι ἀλλοίμονο σ᾿ ἐκείνους ποὺ πέφτουν οἱ κεραυνοὶ τῆς θείας ἀ­ληθείας.
Τέτοια εἶνε ἡ μοῖρα τῶν κακούργων καὶ δολο­φόνων. Ὁ Κάϊν φόνευσε τὸν ἀδελφό του· ἀλλ᾿ ἀ­πὸ τότε δὲν ἡσύχασε. Κάϊν Κάϊν, ἄκουγε, ποῦ εἶνε ὁ ἀδελφός σου; (βλ. Γέν. 4,9), κ᾿ ἔτρεμε σὰν φύλ­­λο στὸν ἄνεμο. Ὁ Ἰούδας πρόδωσε τὸ Χριστό· ἀλλ᾿ ὅταν ἔμαθε ὅτι σταυρώθηκε, «ἀπελθὼν ἀ­πήγξατο» (Ματθ. 27,5). Στὴν ἱστορία τοῦ Βυζαντίου ἀναφέρεται, ὅτι κάποιος σκότωσε τὸν ἀδελφό του γιὰ νὰ γίνῃ αὐτὸς βασιλιᾶς, καὶ ἔγινε. Ὅ­ταν τὴ νύχτα πῆγε νὰ κοιμηθῇ στὰ ἀνάκτορα, βλέπει μέσα στὸ δωμάτιό του τὴ μορφὴ τοῦ ἀ­δελφοῦ του νὰ κρατάῃ ἕνα ποτήρι μὲ αἷμα ποὺ ἄχνιζε καὶ νὰ τοῦ λέῃ· Ἀδελφέ, πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀ­δελφοῦ σου!… Τὸν ἔπιασε φόβος. Ἄλλαξε δω­μά­­τιο, ἔφυγε ἀπὸ τὸ Βυζάντιο, πῆγε σὲ ἄλλα μέρη, ἀλλὰ ἡ σκιὰ ἐκείνη παρουσιαζόταν καὶ τοῦ ἔλεγε· Ἀδελφέ, πίε τὸ αἷμα τοῦ ἀδελφοῦ σου…

Ἀλλὰ καὶ σήμερα νέα αἵματα ἀθῴων ἔρχον­­ται νὰ προστεθοῦν στὰ παλαιὰ καὶ στὸ αἷμα τοῦ Προδρόμου. Στὸν Πόντο οἱ Τοῦρκοι ἐνεργοῦν γενοκτονία, στὴ Σμύρνη καῖνε καὶ καταστρέφουν, στὴ μεγαλόνησο Κύπρο ὁ Ἀττίλας σφάζει καὶ ἀτιμάζει… Νέοι πρόσφυγες, νέοι αἰ­χμάλωτοι, νέοι ὅμηροι, νέοι ἀγνοούμενοι βαδί­ζουν δρόμο αἱματοβαμμένο. Καὶ μὲ τὰ μάτια τῆς φαντασίας βλέπω ἄγγελο Κυρίου μὲ λευκὰ φτε­ρὰ νὰ πετᾷ πάνω ἀπὸ τὰ μαρτυρικὰ μέρη. Κρα­τεῖ ποτήριο καὶ συλλέγει σταλαγματιὰ – σταλαγματιὰ τὸ αἷμα ὅλων τῶν ἀθῴων θυμάτων. Ἐν συνεχείᾳ τὸ παίρνει, πετᾷ ὑπεράνω τῆς Εὐ­ρώπης, τῆς Ἀγγλίας καὶ τῆς Ἀμερικῆς, σείει τὸ ποτήριο αὐτὸ καὶ φωνάζει· Δολοφόνοι διπλωμάται, πίετε τὸ αἷμα τῶν λαῶν…
Θὰ πῆτε· Δὲν ὑπάρχουν πλέον αὐτιὰ τιμίων ἀνθρώπων ν᾿ ἀκούσουν· Σόδομα καὶ Γόμορρα ἔγινε ἡ ἀνθρωπότης… Ἀλλ᾿ ἂς εἶνε βουλωμέ­να ὅλα τ᾿ αὐτιὰ μὲ βουλοκέρι τοῦ σατανᾶ· ἕνα αὐτί, τὸ αὐτὶ τοῦ Θεοῦ, μένει πάντοτε ἀνοιχτό. Ὁ Θεὸς τῶν δυνάμεων καὶ τοῦ δικαίου ἀκούει τὰ θύματα ποὺ κλαῖνε καὶ προσεύχονται. Ἡ φωνή τους φθάνει μέχρι τὸ θρόνο του. Μὲ ὑ­πομονή, λοιπόν, ἐγκαρτέρησι καὶ πίστι στὴν αἰωνιότητα ἂς ἀντλήσουμε δύναμι ἀπὸ τὸ μαρ­τύριο τοῦ τιμίου Προδρόμου γιὰ νὰ προχωροῦ­με, καὶ ὁ Θεὸς τῆς δικαιοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης θὰ εἶνε μετὰ πάντων ἡμῶν· ἀμήν.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἰωάννου Πτολεμαΐδος τὴν 29-8-1974 μὲ ἄλλο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ σύντμησις 29-8-2004, ἐπανέκδοσις 20-7-2015.

Πηγή: iconandlight.wordpress.com

Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης: Ὁ ἀχάριστος εἶναι πάντα λυπημένος

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

-Γέροντα, γιατί πολλοὶ ἄνθρωποι, ἐνῶ τὰ ἔχουν ὅλα, νιώθουν ἄγχος καὶ στενοχώρια;

-Ὅταν βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο νὰ ἔχη μεγάλο ἄγχος, στενοχώρια καὶ λύπη, ἐνῶ τίποτε δὲν τοῦ λείπει, νὰ ξέρετε ὅτι τοῦ λείπει ὁ Θεός.

Ὅποιος τὰ ἔχει ὅλα, καὶ ὑλικὰ ἀγαθὰ καὶ ὑγεία, καί, ἀντὶ νὰ εὐγνωμονῆ τὸν Θεὸ , ἔχει παράλογες ἀπαιτήσεις καὶ γκρινιάζει, εἶναι γιὰ τὴν κόλαση μὲ τὰ παπούτσια. Ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχη εὐγνωμοσύνη, μὲ ὅλα εἶναι εὐχαριστημένος. Σκέφτεται τί τοῦ δίνει ὁ Θεὸς κάθε μέρα καὶ χαίρεται τὰ πάντα. Ὅταν ὅμως εἶναι ἀχάριστος, μὲ τίποτε δὲν εἶναι εὐχαριστημένος γκρινιάζει καὶ βασανίζεται μὲ ὅλα. Ἄν, ἂς ποῦμε, δὲν ἐκτιμάη τὴν λιακάδα καὶ γκρινιάζει, ἔρχεται ὁ Βαρδάρης καὶ τὸν παγώνει …; Δὲν θέλει τὴν λιακάδα θέλει τὸ τουρτούρισμα ποὺ προκαλεῖ ὁ Βαρδάρης.

-Γέροντα, τί θέλετε νὰ πεῖτε μ’ αὐτό;

-Θέλω νὰ πῶ ὅτι, ἂν δὲν ἀναγνωρίζουμε τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς καὶ γκρινιάζουμε, ἔρχονται οἱ δοκιμασίες καὶ μαζευόμαστε κουβάρι. Ὄχι, ἀλήθεια σᾶς λέω, ὅποιος ἔχει αὐτὸ τὸ τυπικὸ , τὴν συνήθεια τῆς γκρίνιας, νὰ ξέρη ὅτι θὰ τοῦ ἔρθη σκαμπιλάκι ἀπὸ τὸν Θεό, γιὰ νὰ ξοφλήση τουλάχιστον λίγο σ’ αὐτὴν τὴν ζωή. Καὶ ἂν δὲν τοῦ ἔρθη σκαμπιλάκι, αὐτὸ θὰ εἶναι χειρότερο, γιατί τότε θὰ τὰ πληρώση ὅλα μία καὶ καλὴ στὴν ἄλλη ζωή.

-Δηλαδὴ , Γέροντα, ἡ γκρίνια μπορεῖ νὰ εἶναι συνήθεια;

-Γίνεται συνήθεια, γιατί ἡ γκρίνια φέρνει γκρίνια καὶ ἡ κακομοιριὰ φέρνει κακομοιριά. Ὅποιος σπέρνει κακομοιριά, θερίζει κακομοιριὰ καὶ ἀποθηκεύει ἄγχος. Ἐνῶ, ὅποιος σπέρνει δοξολογία, δέχεται τὴν θεϊκὴ χαρὰ καὶ τὴν αἰώνια εὐλογία. Ὁ γκρινιάρης, ὅσες εὐλογίες κι ἂν τοῦ δώση ὁ Θεός, δὲν τὶς ἀναγνωρίζει. Γι’ αὐτὸ ἀπομακρύνεται ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν πλησιάζει ὁ πειρασμὸς τὸν κυνηγάει συνέχεια ὁ πειρασμὸς καὶ τοῦ φέρνει ὅλο ἀναποδιές, ἐνῶ τὸν εὐγνώμονα τὸν κυνηγάει ὁ Θεὸς μὲ τὶς εὐλογίες Του.

Ἡ ἀχαριστία εἶναι μεγάλη ἁμαρτία, τὴν ὁποία ἤλεγξε ὁ Χριστός. «Οὒχ οἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; οἱ δὲ ἐννέα ποῦ», εἶπε στὸν λεπρὸ ποὺ ἐπέστρεψε νὰ Τὸν εὐχαριστήση . Ὁ Χριστὸς ζήτησε τὴν εὐγνωμοσύνη ἀπὸ τοὺς δέκα λεπροὺς ὄχι γιὰ τὸν ἑαυτὸ Του ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἴδιους, γιατί ἡ εὐγνωμοσύνη ἐκείνους θὰ ὠφελοῦσε.

Πηγή: https://agiazoni.gr/

Ἅγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς: Ἡ ὀλιγοπιστία τοῦ Πέτρου

Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς
Άγιος Νικόλαος Βελιμίροβιτς

(Μάτθ. ἰδ’ 22-34)

Ὁ Θεός μας εἶναι ὁ Νικητής. Ὅλες οἱ καλὲς νῖκες, μόνιμες ἢ πρόσκαιρες, ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τοῦ χρόνου ὡς τὸ τέλος τῆς ἱστορίας, ἀνήκουν σ’ Ἐκεῖνον. Εἶναι νικητὴς ὅταν ἀποκαθιστᾷ τὴν τάξη, μέσα στὴν ἀταξία ποὺ προκαλοῦν ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι.

Ὅταν οἱ χειρότεροι τῶν ἀνθρώπων ἀνέρχονται στὴν πρώτη θέση καὶ οἱ καλλίτεροι πέφτουν στὴν τελευταῖα, Ἐκεῖνος ἀναποδογυρίζει τὴν ἀταξία καὶ βάζει τὸν τελευταῖο πρῶτο καὶ τὸν πρῶτο τελευταῖο.

Νικᾶ τὴν κακία καὶ τὰ τεχνάσματα τῶν πονηρῶν πνευμάτων ποὺ μαίνονται ἐναντίον τῶν ἀνθρώπων καὶ τὰ διαλύει, ὅπως σκορπίζει ὁ ἰσχυρὸς ἄνεμος μιὰ ἄσχημη δυσοσμία. Εἶναι νικητὴς σὲ κάθε ἔλλειψη: ὅπου ὑπάρχει λίγο, τὸ αὐξάνει· ὅπου δὲν ὑπάρχει τίποτα, δίνει μὲ ἀφθονία.

Εἶναι νικητὴς στὴν ἀρρώστια καὶ στὰ βάσανα. Λέει ἕνα μόνο λόγο κι ἡ ἀρρώστια μαζὶ μὲ τὰ βάσανα ἐξαφανίζονται. Οἱ τυφλοὶ βλέπουν, οἱ κουφοὶ ἀκοῦνε, οἱ ἄλαλοι μιλᾶνε, οἱ παράλυτοι σηκώνονται καὶ περπατᾶνε, οἱ λεπροὶ καθαρίζονται.

Εἶναι νικητὴς τοῦ θανάτου: διατάζει κι ὁ θάνατος ἐλευθερώνει τὸ θῦμα ἀπὸ τὰ σαγόνια του. Βασιλεύει στὸ βασίλειο τῶν οὐρανίων δυνάμεων – τῶν ἀγγέλων καὶ τῶν ἁγίων – ποὺ δὲν ἔχει τέλος.

Ἕνα βασίλειο ποὺ ἂν συγκριθοῦν μαζί του τὰ βασίλεια αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι τόσο σκοτεινὰ καὶ περιορισμένα, ὅσο ἕνας τάφος. Διατάζει τὰ στοιχεῖα καὶ τὰ ὄντα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τίποτα δὲν μπορεῖ ν’ ἀντισταθεῖ στὶς ἐντολές Του, χωρὶς τὸν κίνδυνο νὰ διαλυθεῖ καὶ ν’ ἀποσυντεθεῖ.

Ἡ μιὰ μέρα διαδέχεται τὴν ἄλλη. Ἡ μιὰ νίκη ἀκολουθεί τὴν ἄλλη. Ἡ ἱστορία αὐτοῦ τοῦ κόσμου εἶναι μιὰ σειρὰ ἀπὸ νῖκες τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἀποκάλυψη τῆς ἀκαταμάχητης θεϊκῆς δύναμης.

Ὁ Θεὸς εἶναι ταπεινὸς σὰν ἀρνί. Μπροστά Του ὅμως τρέμουν ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ. Ὅταν ὁ ἴδιος τὸ ἐπιτρέπει νὰ ταπεινώνεται, τότε ἀποκαλύπτεται περισσότερο δυναμικὰ καὶ ἐμφατικὰ ἡ μεγαλοσύνη Του.

Ὅταν ἐπιτρέπει νὰ τὸν φτύνουν, τότε φανερώνει τὴ χυδαιότητα καὶ τὴν ἰταμότητα τῶν ἄλλων. Ὅταν παραδίδεται στὴ σφαγή, τότε ἡ ζωή Του ἀκτινοβολεῖ.

Ὁ Θεὸς φανέρωσε το φῶς Του μὲ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου. Αὐτὸ ὅμως δὲν ἦταν παρὰ μιὰ ἀμυδρὴ σκιὰ τοῦ Ἑαυτοῦ Του.

Φανέρωσε τὴ δύναμή Του μέσα ἀπὸ τ’ ἀμέτρητα πύρινα σώματα στὸ σύμπαν, τὴ σοφία Του μὲ τὴν εὐταξία τῆς δημιουργίας καὶ τὴ δημιουργία τῶν ὄντων ἀπὸ τὴ μιὰ ἄκρη τοῦ σύμπαντος ὡς τὴν ἄλλη, τὸ κάλλος Του ἀπὸ τὸ κάλλος τῆς φύσης, τὸ ἔλεός Του ἀπὸ τὴν ἐπιμελῆ συντήρηση ὅλων ὅσα ἔφτιαξε, τὴ ζωὴ Του μὲ τὴ ζωὴ ὅλων τῶν ὄντων. Ὅλ’ αὐτὰ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ χλωμὴ κι ἐφήμερη εἰκόνα ποὺ παραπέμπει σ’ Ἐκεῖνον. Εἶναι ἁπλὰ λέξεις πύρινες, χαραγμένες μὲ πυκνὸ καπνό.

Ὅλ’ αὐτὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ Θεοῦ ἀποκαλύφτηκαν μὲ τὴ μεγαλύτερη δυνατὴ λαμπρότητα ποὺ ἄντεχε ὁ ἄνθρωπος. Κι ἀποκαλύφτηκαν μέσα ἀπὸ ἕναν ἄνθρωπο.

Ὄχι μὲ τὸν ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο, ὄχι μὲ τὸ συνηθισμένο, τὸν πλασμένο ἄνθρωπο, ἀλλὰ μὲ τὸν ἄκτιστο, τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Ὅλα ἔγιναν μ’ Ἐκεῖνον. Μαζὶ Του ἔλαμψε στὴ σάρκα τὸ φῶς καὶ ἡ δύναμη, ἡ σοφία καὶ τὸ κάλλος, ἡ εὐσπλαχνία καὶ ἡ ζωή.

Τί σημαίνει ζωή, ἂν ὄχι νίκη στὸ σκοτάδι; Τί σημαὶνει δύναμη, ἂν ὄχι νίκη στὴν ἀδυναμία;

Τί ἄλλο εἶναι ἡ σοφία, παρὰ νίκη στὴν ἀφροσύνη καὶ τὴν παράνοια; Τί εἶναι τὸ κάλλος, ἂν ὄχι νίκη στὴν ἀσχήμια καὶ τὴν κτηνωδία; Δὲν εἶναι νίκη κατὰ τῆς κακίας, τῆς πονηριᾶς καὶ τοῦ φθόνου τὸ ἔλεος; Ζωὴ δὲν εἶναι ἡ θεία νίκη κατὰ τοῦ θανάτου;

Τί νομίζετε ἐσεῖς ποὺ ἀκολουθεῖτε τὸ Χριστό, πού βαφτιστήκατε στὸ ὄνομά Του; Δὲ φανέρωσε ὁ Χριστός ὅλες τὶς νῖκες αὐτές, ποὺ κανένας ἄλλος στὸν κόσμο δὲν εἶχε κατορθώσει νὰ κάνει;

Δὲν αἰσθάνεστε καθημερινὰ πὼς ἀκολουθεῖτε τὸ μέγιστο Νικητὴ ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ χρόνου καὶ τοῦ κόσμου; Δὲ νιώθετε πὼς εἶστε βαφτισμένοι στὸ ὄνομα Ἐκείνου ποὺ γνωρίζει καὶ μπορεῖ νὰ κάνει τὰ πάντα, ποὺ στολίζει μὲ τὸ κάλλος Του ὅλα τὰ πλάσματα, ποὺ τὰ θωπεύει μὲ τὸ ἔλεός Του καὶ τὰ ζωογονεῖ μὲ τὴ ζωή Του;

Ἂν δὲν τὰ νιώθετε καὶ δὲν τὰ ζεῖτε ὃλ’ αὐτά, τότε τὸ ὅτι τὸν ἀκολουθεῖτε καὶ καλεῖστε μὲ τ’ ὄνομά Του, πολὺ λίγο θὰ σᾶς βοηθήσει. Μόνο μὲ τὸν Κύριο Ἰησοῦ θὰ μπορέσετε, χωρὶς τὴν παραμικρὴ ἀμφιβολία ἢ τὸν ἐλάχιστο δισταγμό, νὰ πιστέψετε στὴ νικηφόρα δύναμη τοῦ Θεοῦ πάνω σὲ κάθε πλάσμα, σὲ κάθε στοιχεῖο τῆς φύσης καὶ σὲ κάθε κακία τοῦ κόσμου.

Μόνο ὁ Κύριος Ἰησοῦς μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει τὸ θάρρος νὰ ζήσεις, τὸ θάρρος ν’ ἀντιμετωπίσεις τὸ θάνατο. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ σοῦ δώσει ἐλπίδα σὲ μιὰ ζωὴ καλλίτερη ἀπὸ τὴν πρόσκαιρη, ποὺ ὑπόκειται στὴ φθορά. Μόνο Ἐκεῖνος μπορεῖ νὰ ἐμπνεύσει μέσα σου τὴν ἀγάπη γιὰ κάθε καλό. Γιατί Ἐκεῖνος εἶναι ἡ σαρκωμένη νίκη κατὰ τοῦ κόσμου.

«Θαρσεῖτε· ἐγὼ νενίκηκα τὸν κὸσμον» (Ιωάν. ιστ 33), εἶπε ὁ Χριστὸς στοὺς μαθητές Του καὶ μέσῳ τῶν μαθητῶν Του σ’ ὅλους ἐμᾶς. Δὲν πρέπει νὰ φοβόμαστε. Ὁ Κύριος καὶ Σωτῆρας μας Ἰησοῦς Χριστὸς νίκησε τὸν κόσμο.

Τὸ εὐαγγέλιο εἶναι τὸ βιβλίο ποὺ περιέχει τὴ νίκη Του, ἡ μαρτυρία τῆς παντοδυναμίας Του. Ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας ὡς τὶς μέρες μας κι ὡς τὴ συντέλεια τοῦ κόσμου, εἶναι ἕνα ἀκόμα βιβλίο μὲ λεπτομέρειες ἀπὸ τὶς νῖκες Του.

Ὅποιος τὸ ἀμφισβητεῖ αὐτό, θὰ στερηθεῖ τοὺς καρποὺς τῶν νικῶν Του. Ἂς προσεγγίσουμε τὴν ἑρμηνεία τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου λοιπὸν χωρὶς ἀμφιβολία, χωρὶς σκιές, γιατί περιγράφει μιὰ καταπληκτικὴ νίκη τοῦ Χριστοῦ κατὰ τῆς φύσης.

«Καὶ εὐθέως ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἐως οὐ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους» (Μάτθ. ιδ’ 22).

Αὐτὸ ἔγινε ἀμέσως μετὰ τὸ μεγάλο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων, τότε ποὺ ὁ Κύριος τάισε πέντε χιλιάδες ἄντρες, χώρια ἀπὸ τὶς γυναῖκες καὶ τὰ παιδιά, μὲ πέντε ἄρτους καὶ δυὸ ψάρια, καὶ περίσσεψαν ἀκόμα δώδεκα κοφίνια ψωμί.

Ὁ Κύριος προγνώρισε τότε καὶ προετοίμασε ἕνα ἄλλο μεγάλο θαῦμα, ποὺ οὔτε κἄν το φαντάζονταν οἱ μαθητές Του.

Τὸ πρῶτο στάδιο τῆς προετοιμασίας ἦταν νὰ βάλει τοὺς μαθητές Του νὰ πάρουν ἕνα πλοῖο καὶ νὰ περάσουν στὴν ἀντίπερα ὄχθη. Τὸ δεύτερο στάδιο ἦταν ν’ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους καὶ τὸ τρίτο, ἦταν ν’ ἀνεβεῖ ψηλότερα στὸ βουνὸ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ κατὰ μόνας.

«Καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὅρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ» (Μάτθ. ιδ’ 23).

Ἡ μόνωσή Του ἐπαναλαμβάνεται μὲ τὶς λέξεις «μόνος» καὶ «κατ’ ἰδίαν», γιὰ νὰ δώσει ἔμφαση στὸ ὅτι ὁ Κύριος ἐπιδίωκε τὴν ἐρημιά, ὅπου καὶ παρέμεινε ἀφοῦ πρῶτα ἔδιωξε τοὺς ὄχλους.

Ὅρος, μόνωση, σκοτάδι. Σὲ τέτοιες συνθῆκες ὁ ἄνθρωπος νιώθει νὰ βρίσκεται πιὸ κοντὰ στὸ Θεό. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ εἶναι γλυκύτατη. Ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ Κύριος Ἰησοῦς, ἦταν γιὰ δική μας διδαχή, γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Δὲν ἦρθε στὴ γῆ γιὰ νὰ μᾶς διδάξει μόνο μὲ τὰ λόγια Του, ἀλλὰ μὲ πράξεις, μὲ γεγονότα καὶ μὲ κάθε ἔργο καὶ κίνηση ποὺ ἔκανε. Ἀνέβηκε ψηλότερα στὸ βουνὸ ἐπειδὴ ἐκεῖ εἶχε περισσότερη ἡσυχία.

Ἔμεινε μόνος Του, ἐπειδὴ ἡ μόνωση ὑποδηλώνει χωρισμὸ ἀπὸ τὸν κόσμο αὐτόν. Προσευχήθηκε μέσα στὴ νύχτα, γιατί τὸ σκοτάδι εἶναι κάτι σὰν πέπλο στὰ μάτια. Καὶ τὰ μάτια εἶναι ποὺ ἐμποδίζουν τὸ νοῦ νὰ συγκεντρωθεῖ, καθὼς τρέχουν ἀπὸ τὸ ἕνα ἀντικείμενο στὸ ἄλλο.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Χριστοῦ στὸ ὅρος ἔχει κι ἕνα ἄλλο, βαθύτερο νόημα. «Ἀπόλυση» τῶν ὄχλων, ἄνοδος στὸ ὅρος, μόνωση, σκοτάδι.

Τί σημαίνουν ὃλ’ αὐτά; Ἡ ἀπόλυση τῶν ὄχλων σημαίνει ὅτι ἄφησε κατὰ μέρος ὅλα ἐκεῖνα ποὺ μᾶς παρουσιάζει ὁ κόσμος, ὅλες τὶς μνῆμες ποὺ μᾶς δένουν μὲ τὸν κόσμο καὶ μᾶς ἐνοχλοῦν. Ἔτσι, ἄδειοι κι ἐλεύθεροι ἀπὸ τὸν κόσμο, μποροῦμε νὰ σταθοῦμε στὴν προσευχὴ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Τί σημαίνει ἡ ἄνοδος στὸ ὅρος; Τὴν ἀνύψωση τῆς καρδιᾶς καὶ τοῦ νοῦ στὰ ὕψη τοῦ Θεοῦ, στὴν παρουσία Του, στὴ συντροφιά Του.

Ἐκεῖνος ποὺ συμφύρεται μὲ τὸν κόσμο καὶ τὶς πολλές του μέριμνες, δὲν μπορεῖ ν’ ἀνεβεῖ ταυτόχρονα στὰ ὕψη ἐκεῖνα, ὅπου ὁ ἄνθρωπος νιώθει μόνος μὲ τὸ Δημιουργό Του.

Τί σημαίνει ἡ μόνωση; Τὴ γύμνωση τῆς ψυχῆς. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν κόσμο, νιώθει μιὰ ἀπέραντη καὶ φοβερὴ μοναξιά.

Ἐκεῖνοι ποὺ ἡ ἀπογοήτευση γιὰ τὸν κόσμο τούς φέρνει σ’ αὐτὴν τὴν τρομερὴ ἐρημία, ἂν δὲν κατορθώσουν νὰ φτάσουν στὰ ὕψη, ἐκεῖ ὅπου ὁ ἄνθρωπος συναντᾷ τὸ Θεό, τότε αὐτοκτονοῦν.

Τί σημαίνει σκοτάδι; Τὴν ὁλικὴ ἀπουσία του φωτός σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο. Στὸν προσευχόμενο ἐρημίτη ὁ κόσμος αὐτὸς εἶναι καλυμμένος μὲ πυκνὸ σκοτάδι, ὅπου τὸ οὐράνιο φῶς ἀνατέλλει σταδιακὰ καὶ φωτίζει ἕνα νέο κόσμο, ἀέναα λαμπερὸ καὶ καλλίτερο.

Αὐτὰ εἶναι τα τέσσερα στάδια τῆς προσευχῆς καὶ τὸ βαθύτερο νόημά τους. Στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ τα τέσσερα αὐτὰ στάδια ἀπεικονίστηκαν μὲ τὴν ἀπόλυση τῶν ὄχλων, τὴν ἄνοδο στὸ ὅρος, τὴ μόνωση καὶ τὸ σκοτάδι.

Ἡ προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὴν ἡσυχία τῆς ἐρήμου εἶναι διδακτικὴ γιὰ μᾶς καὶ γιὰ τὴ συνάφειά της: μὲ ὅ,τι ἔγινε πρὶν ἀπ’ αὐτὴν καὶ μὲ τὸ ὅ,τι θὰ γινόταν στὴ συνέχεια.

Προτοῦ ἀποσυρθεῖ γιὰ νὰ προσευχηθεῖ, ὁ Κύριος εἶχε κάνει τὸ ἀνήκουστο θαῦμα τοῦ πολλαπλασιασμοῦ τῶν ἄρτων. Μετὰ περπάτησε στὴ μέση τῆς λίμνης, ὅπως περπατάει κανεὶς στὴ στεριά.

Μ’ ὅλο ποὺ καὶ τὰ δύο αὐτὰ θαύματα τὰ ἔκανε μὲ τὴ θεϊκὴ δύναμη ποὺ εἶχε προαιώνια καὶ ποὺ δὲν τὸν ἐγκατέλειψε οὔτε κατὰ τὴν ἔνσαρκη διαδρομή Του στὴ γῆ, προσευχόταν μὲ τὸ λαὸ στὴ συναγωγή, ἀλλὰ καὶ μόνος Του στὴν ἔρημο.

Σέ μᾶς εἶναι πάρα πολὺ δύσκολο νὰ κατανοήσουμε αὐτὴ τὴ μυστική, προσωπικὴ καὶ ἐνστικτώδη κίνηση γιὰ προσευχὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Μὲ τὶς προσευχὲς αὐτὲς ὁ Μονογενὴς Υἱὸς τοῦ προαιώνιου Θεοῦ σίγουρα συνέχιζε καὶ μαρτυροῦσε ἐδῶ στὴ γῆ την ἀδιάρρηκτη ἑνότητά Του μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα.

Ἡ προσευχὴ ποὺ ἔκανε ὁ Χριστὸς κατὰ μόνας στὸ ὅρος μᾶς παρέχει κι ἄλλη καθαρὴ διδαχή. Τὰ καλὰ ἔργα πρέπει νὰ προηγοῦνται τῆς προσευχῆς. Καὶ τότε ἡ προσευχὴ βοηθᾶ τὰ καλὰ ἔργα.

Πρέπει πρῶτα νὰ δοκιμάζουμε τὴν πίστη μας μὲ καλὰ ἔργα κι ἔπειτα νὰ τὴν ὁμολογήσουμε μὲ λόγια. Ἡ προσευχὴ ὅμως ἀξίζει μόνο ὅταν προσευχόμαστε στὸ Θεὸ καὶ τὸν ἱκετεύουμε νὰ μᾶς βοηθήσει, προκειμένου νὰ κάνουμε ἕνα καλὸ ἔργο.

Νὰ κάνουμε προσευχὴ στὸ Θεὸ γιὰ νὰ μᾶς βοηθήσει νὰ κάνουμε ἕνα πονηρὸ ἔργο δὲν εἶναι μόνο ἀνόητο, ἀλλὰ στὴν οὐσία εἶναι βλασφημία. Τὸ νὰ κάνεις τὸ κακὸ μὲ προσευχή, εἶναι σὰ νὰ σπέρνεις καλαμπόκι καὶ νὰ ζητᾶς ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ φυτρώσει σιτάρι.

Μετὰ ἀπὸ κάθε καλὴ πράξη πρέπει νὰ καταφύγουμε στὴν προσευχὴ καὶ νὰ εὐχαριστήσουμε τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἀξίωσε νὰ κάνουμε ἕνα καλὸ ἔργο. Καὶ πρὶν ἀπὸ τὸ καλὸ ἔργο ὅμως πρέπει νὰ προσευχόμαστε καὶ νὰ ζητᾶμε τη χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴ βοήθεια καὶ τὴ συγκατάθεσή Του, ὥστε τὸ καλὸ ἔργο ποὺ βρίσκεται μπροστά μας νὰ γίνει μὲ θεάρεστο τρόπο, τέλειο.

Κοντολογίς, κάθε καλὸ ποὺ ἔχουμε ἢ κάνουμε, ποὺ ἀκοῦμε ἢ διαβάζουμε – ἀκόμα καὶ τὸ παραμικρό, χωρὶς ἐξαίρεση – πρέπει ν’ ἀποδίδεται στὸ Θεό, ὄχι σὲ μᾶς. Τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ δύναμή μας, ἡ εὐφυΐα μας, ἡ δικαιοσύνη μας.

Μπροστὰ στὸν Κύριο ἐμεῖς εἴμαστε τίποτα. Ὅταν μετὰ ἀπὸ τόσο μεγάλα θαύματα ὁ Κύριος Ἰησοῦς δείχνει στὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ταπείνωση, τὴν πραότητα καὶ τὴν ὑπακοή Του, ἐνῷ εἶναι ἴσος μαζὶ Τους στὴν οὐσία καὶ στὴν αἰωνιότητα, τότε πῶς ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ δείχνουμε ταπείνωση, πραότητα καὶ ὑπακοὴ στὸ Δημιουργό μας, ποὺ μᾶς ἔπλασε «ἐκ τοῦ μηδενός», ποὺ χωρὶς τὴ βοήθειά Του ὄχι μόνο δὲ θὰ κάναμε καλὰ ἔργα, μὰ δὲ θὰ ὑπήρχαμε οὔτε γιὰ μία στιγμή;

«Τὸ δὲ πλοῖο μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζὸμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐνάντιος ὁ ἄνεμος· τετάρτη δὲ φυλακὴ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης» (Μάτθ. ιδ’ 24, 25).

Ὅταν οἱ μαθητὲς ξεκίνησαν μὲ τὸ πλοῖο τὸ βράδυ, ἡ θάλασσα ἦταν ἤρεμη. Ὅταν ἄλλαξε ἡ φορὰ τῶν ἀνέμων ὅμως, τὰ κύματα ἔγιναν τεράστια, ὅπως συνήθως γίνεται στὴ λίμνη αὐτή, τὸ πλοῖο ἄρχισε νὰ κλυδωνίζεται κι οἱ μαθητὲς φοβήθηκαν. Ὁ Κύριος τὰ προγνώριζε ὃλ’ αὐτά.

Ἄφησε σκόπιμα ὅμως τοὺς μαθητές Του νὰ ἐκτεθοῦν στὸν κίνδυνο, ὥστε νὰ νιώσουν πόσο ἀβοήθητοι κι ἀδύναμοι ἦταν χωρὶς Ἐκεῖνον καὶ νὰ στερεωθοῦν στὴν πίστη τους, νὰ θυμηθοῦν μιὰ προηγούμενη καταιγίδα στὴ θάλασσα, ὅταν ὁ Κύριος βρισκόταν μαζί τους κι ἐκεῖνοι τὸν ξύπνησαν ἔντρομοι, φωνάζοντας: «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα» (Μάτθ. η’ 25). Θὰ εὔχονταν καὶ τώρα νὰ ἦταν μαζί τους. Τό ‘κανε αὐτὸ γιὰ νὰ νιώσουν καὶ νὰ γνωρίσουν προκαταβολικὰ τὴν ἀλήθεια τῶν ἁγίων Του λόγων, ποὺ τοὺς εἶπε λίγο προτοῦ χωριστεῖ ἀπ’ αὐτούς: «Χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰωάν. ἰε’ 5).

Τότε ποὺ εἶχε γίνει ἡ προηγούμενη καταιγίδα οἱ μαθητὲς εἶχαν ἐκτεθεῖ σὲ μικρότερο κίνδυνο, ἡ πίστη τους δοκιμάστηκε λιγότερο, γιατί τότε ὁ Χριστὸς ἦταν μαζί τους στὸ πλοῖο, ἂν καὶ κοιμόταν.

Τώρα, σ’ αὐτὴ τὴ δεύτερη καταιγίδα, ἡ κατάσταση ἦταν χειρότερη κι ἡ πίστη τους δοκιμάστηκε περισσότερο. Ὁ ἴδιος ἔλειπε μακριά τους πάνω στὸ βουνό, στὴν ἔρημο.

Πῶς νὰ τὸν φωνάξουν, νὰ τὸν ἐπικαλεστοῦν γιὰ νὰ τοὺς ἀκούσει; Πῶς μποροῦσαν νὰ τὸν πληροφορήσουν γιὰ τὴ συμφορά τους;

Πῶς μποροῦσαν νὰ τοῦ στείλουν ἕνα μήνυμα, νὰ τοῦ ποῦν, «Κύριε, σῶσον ἡμᾶς, ἀπολλύμεθα»; Δὲν ὑπάρχει κανένας τρόπος.

Οἱ μαθητὲς τὸ βλέπουν πιά, πὼς τοὺς ἀπειλεῖ ναυάγιο. Λὲς κι ἦταν δυνατὸ νὰ καταστραφεῖ κάποιος ἄνθρωπος, ὅταν τηρεῖ τὴν ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ!

Ἀλήθεια, τί ὑπέροχη διδαχὴ εἶναι αὐτὴ γιὰ τοὺς πιστούς, ὥστε νὰ μὴν ἀπελπίζονται ὅταν βαδίζουν στὸ δρόμο ὅπου τοὺς ἔταξε ὁ Θεὸς· νὰ πιστέψουν πὼς Ἐκεῖνος ποὺ τοὺς ἔστειλε στὸ δρόμο τους φροντίζει γι’ αὐτούς, γνωρίζει τοὺς κινδύνους ποὺ θὰ συναντήσουν.

Ὁ Θεὸς ὅμως δὲ σπεύδει στὴ βοήθειά Του. Δοκιμάζει τὴν πίστη τοῦ δίκαιου ἀνθρώπου, ὅπως δοκιμάζεται κι ὁ χρυσὸς στὸ χωνευτήρι.

Ὅταν οἱ μαθητὲς ἔφτασαν στὸ ἔσχατο σημεῖο τῆς ἀπόγνωσης, ξαφνικὰ ἐμφανίστηκε μπροστά τους ὁ Χριστός, περπατῶντας πάνω στὰ νερά.

Αὐτὸ ἔγινε «τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός». Οἱ Ἰουδαῖοι, ὅπως κι οἱ κυβερνῆτες τους, οἱ Ρωμαῖοι, εἶχαν χωρίσει τὴ νύχτα σὲ τέσσερις φυλακές, ποὺ ἡ καθεμιὰ τοὺς διαρκοῦσε τρεῖς ὧρες.

Ὁ Κύριος ἐμφανίστηκε στοὺς μαθητές Του τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύχτας, δηλαδὴ λίγο προτοῦ χαράξει.

«Καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν» (Μάτθ. ἰδ’ 26).

Θὰ πρέπει ἢ νά ‘χε ἀρχίσει νὰ ψιλοχαράζει ἢ νὰ εἶχε φεγγάρι ἢ ὁ Κύριος νὰ ἔλαμπε μὲ τὸ Θαβώρειο φῶς Του, δὲ γνωρίζουμε. Αὐτὸ ποὺ εἶναι γνωστὸ εἶναι πὼς οἱ μαθητές Του τὸν εἶδαν, ἦταν ὁρατός.

Ὅταν τὸν εἶδαν στὴ θάλασσα, ἔνιωσαν ἀπερίγραπτο φόβο. Κι ὁ νέος αὐτὸς φόβος ἦταν μεγαλύτερος ἀπὸ τὸ φόβο τῆς καταιγίδας καὶ τοῦ ναυαγίου ποὺ τοὺς ἀπειλοῦσε. Δὲν ἤξεραν πὼς ὁ Κύριός τους εἶχε τέτοια δύναμη, τέτοια ἐξουσία στὴ φύση. Ὡς τότε δὲν τὴν εἶχε φανερώσει.

Τὸν εἶχαν δεῖ μόνο νὰ διατάζει τὴ θάλασσα καὶ τοὺς ἀνέμους. Δὲν ἤξεραν ὅμως πὼς μποροῦσε νὰ περπατάει πάνω στὸ νερό, ὅπως περπατᾶμε σὲ στέρεο ἔδαφος. Θὰ ἔπρεπε βέβαια νὰ τὸ εἶχαν συμπεράνει αὐτὸ ἀπὸ τὰ προηγούμενα θαύματά Του.

Ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ διατάζει τὴ θάλασσα νὰ γαληνεύει καὶ τοὺς ἀνέμους νὰ ἠρεμοῦν, σίγουρα θὰ μποροῦσε νὰ περπατήσει καὶ πάνω στὸ νερό.

Οἱ μαθητὲς ὅμως δὲν εἶχαν φτάσει ἀκόμα σὲ τέτοια πνευματικὴ ὡριμότητα. Ἡ πίστη τους ἦταν ἀκόμα ἀδύναμη. Κι ὁ Χριστὸς ἔκανε τὸ θαῦμα αὐτὸ γιὰ νὰ τὴ δυναμώσει.

Φάντασμά ἐστι, κραύγασαν οἱ μαθητές Του καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. Σκέφτηκαν πὼς θὰ ἦταν φάντασμα ἢ κι ὁ ἴδιος ὁ σατανᾶς στὴ μορφὴ τοῦ Διδασκάλου τους.

Ἤξεραν, εἶχαν δεῖ τὸ Δάσκαλό τους νὰ παλεύει μὲ τὸ σατανᾶ καὶ τὶς ὀρδές του στὸν κόσμο. Καὶ τώρα ὁ σατανᾶς εἶχε ἁρπάξει τὴν εὐκαιρία νὰ τοὺς ἐξολοθρεύσει.

Οἱ φίλοι Του τὴ στιγμὴ ἐκείνη εἶχαν ἐκτεθεῖ στὸν ἔσχατο κίνδυνο. Τί περισσότερο θὰ μποροῦσε νὰ τοὺς συμβεῖ;

Σίγουρα ὅλα ὅσα συμβαίνουν καὶ σήμερα στοὺς λιπόψυχους ποὺ βρίσκονται σὲ κίνδυνο, ἐνῷ βαδίζουν τὸ δρόμο τοῦ Θεοῦ.

Ἔτσι ἐνεργεῖ ὁ Θεὸς σ’ ἐκείνους ποὺ ἀγαπᾶ. «Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὅν παραδέχεται» (Εβρ. ιβ’ 6).

Καὶ σὰν τελευταῖο ἀπὸ τὰ βάσανα, στέλνει τὸ μεγαλύτερο, ὅπως λέει ὁ σοφὸς ἱερὸς Χρυσόστομος.

Ὁ Χριστὸς ὑπόφερε σ’ ὅλη τὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς Του κι ὅταν ἔφτασε στὸ τέλος, στὴν ὥρα τῆς νίκης, ὑπόφερε τὸ μεγαλύτερο βάσανο.

Σταυρώθηκε κι ἐνταφιάστηκε στὴ γῆ. Τὸ μεγαλύτερο αὐτὸ μαρτύριο ὅμως σύντομα ξεπεράστηκε καὶ μετὰ ἀπ’ αὐτὸ χάραξε ἡ καινούργια μέρα, ἡ μέρα τῆς νίκης μὲ τὴν Ἀνάστασή Του.

Τέτοια μαρτύρια πέρασαν πολλοὶ ἀπὸ τοὺς μάρτυρες ἀργότερα γιὰ τὴν πίστη τους.

Στὴν ἀρχὴ τὰ μαρτύριά τους ἦταν μικρὰ μὰ σιγά-σιγά γίνονταν μεγαλύτερα, γιγάντωναν, ὥσπου μπροστὰ στὸν ἴδιο τὸ θάνατο, ἀντιμετώπιζαν τὰ μεγαλύτερα μαρτύρια, τοὺς χειρότερους πειρασμούς.

Παραθέτουμε ἕνα περιστατικὸ ἀπὸ τὰ χιλιάδες ποὺ ἔγιναν:

Οἱ εἰδωλολάτρες βασάνιζαν τὴν ἅγια Μαρίνα μὲ φοβεροὺς καὶ τρομεροὺς τρόπους, μὲ ὅλο καὶ σκληρότερα βασανιστήρια.

Στὸ τέλος τὴν ἔδεσαν γυμνὴ σ’ ἕνα δέντρο κι ἄρχισαν νὰ τὴν γδέρνουν. Οἱ πληγές της ἦταν φοβερές.

Τὸ αἷμα της ἔτρεχε κι ἄρχισαν νὰ φαίνονται τὰ κόκκαλά της. Δὲν ἦταν αὐτὸ τὸ χειρότερο μαρτύριο;

Ὄχι, ἔπρεπε νὰ ὑποστεῖ κι ἄλλο, μεγαλύτερο, ἡ ἁγία τοῦ Θεοῦ. Τὸ βράδυ τὴν ἔρριξαν ἔτσι, πληγωμένη ὅπως ἦταν, στὴ φυλακή.

Στὸ σκοτάδι τῆς νύχτας μέσα στὴ φυλακή την ἐπισκέφτηκε ἕνα φοβερὸ φάντασμα: ἕνα πονηρὸ πνεῦμα μὲ τὴ μορφὴ ἑνὸς τεράστιου φιδιοῦ.

Στὴν ἀρχὴ τὸ φίδι ἄρχισε νὰ στριφογυρίζει γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία, μετὰ κουλουριάστηκε γύρω της καὶ ἅρπαξε τὸ κεφάλι της μέσα στὰ φοβερὰ σαγόνια του. Αὐτὸ ὅμως δὲν κράτησε πολύ.

Ὁ Θεὸς δὲν ἀφήνει ποτὲ τοὺς πιστοὺς δούλους Του νὰ ὑποστοῦν πειρασμοὺς μεγαλύτερους ἀπ’ ὅσο μποροῦν ν’ ἀντέξουν.

Ἀμέσως μετὰ ἀπ’ αὐτὸ ἡ Μαρίνα φώναξε δυνατὰ στὸ Θεὸ μ’ ὅλη της τὴν καρδιὰ κι ἔκανε τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ μέσα της.

Καὶ τότε τὸ φίδι ἐξαφανίστηκε καὶ μπροστά της ἄνοιξε ὁ οὐρανός.

Ἡ Μαρίνα εἶδε μέσα σ’ ἕνα ἐξαίσιο φῶς τὸ σταυρό, ποὺ στὴν κορυφή του ἔστεκε ἕνα λευκὸ περιστέρι, κι ἄκουσε τὰ λόγια: «Χαῖρε, Μαρίνα, λογικὸ περιστέρι τοῦ Χριστοῦ, γιατί νίκησες τὸν παγκάκιστο ἐχθρό».

Κάτι παρόμοιο ἔγινε μὲ τοὺς μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ. Μετὰ τὸ μεγάλο φόβο τῆς θαλάσσιας καταιγίδας, ἀντιμετώπισαν ἕνα μεγαλύτερο φόβο: μπροστά τους νόμισαν πὼς εἶδαν ἕνα φάντασμα.

Βέβαια δὲν ἦταν φάντασμα, ἀλλὰ μιὰ σωτήρια καὶ ὑπέροχη πραγματικότητα. Δὲν ἦταν ὄνειρο, ἀλλὰ ἕνα ὅραμα. Δὲν ἦταν κάποιος ἄλλος μὲ τὴ μορφὴ τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.

«Εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε» (Ματθ. ιδ’ 27). Ὁ Κύριος ποτὲ δὲν ἀφήνει γιὰ πολὺ μόνους τοὺς δικούς Του στοὺς μεγάλους πειρασμούς.

Ἤξερε πὼς τοὺς διέτρεχε φόβος, πὼς ἦταν ἔντρομοι, ἐπειδὴ νόμιζαν πὼς ἔβλεπαν φάντασμα.

Ἔτσι ἔσπευσε νὰ τοὺς λυτρώσει ἀπὸ τὸ φόβο. Εὐθέως τοὺς εἶπε: θαρσεῖτε! Τοὺς ἔδωσε ἀμέσως θάρρος, κατὰ κάποιο τρόπο τούς ξανάδωσε τὴν ἀνάσα τῆς ζωῆς, ποὺ τοὺς εἶχε κόψει ὁ φόβος. Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.

Τί ὑπέροχη φωνή! Τί ζωηφόρα λόγια! Στὴ φωνὴ αὐτὴ οἱ δαίμονες φεύγουν, οἱ ἀρρώστιες ὑποχωροῦν, οἱ νεκροὶ ἐγείρονται.

Ἀπὸ τὴ φωνὴ αὐτὴ ἀπόκτησαν ὕπαρξη ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα, ἄγγελοι καὶ ἄνθρωποι. Ἡ φωνὴ αὐτὴ εἶναι πηγὴ κάθε ἀγαθοῦ, ζωῆς, ὑγείας, σοφίας κι εὐφροσύνης.

Θαρσεῖτε, ἐγὼ εἰμι! Δὲν μπορεῖ ὁ καθένας ν’ ἀκούσει τὴ φωνὴ αὐτή. Τὴν ἀκοῦνε μόνο οἱ ὅσιοι κι οἱ δίκαιοι, ποὺ ὑπομένουν γιὰ τὸ Χριστό. Δὲν ἀκούει τὴ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ ὅποιος γενικὰ ὑποφέρει.

Πῶς νὰ τὸν ἀκούσουν ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ὑποφέρουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς ἀδικίες τους; Θὰ τὸν ἀκούσουν ἐκεῖνοι μόνο ποὺ ὑποφέρουν γιὰ τὴν πίστη τους σ’ Αὐτὸν (βλ. Πέτρ. δ’ 13-16).

Τώρα μέσα στὴ θάλασσα οἱ μαθητὲς ὑπόφεραν γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό. Ἢ μᾶλλον θὰ λέγαμε πὼς ὑπόφεραν γιὰ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ περισσότερο ἡ πίστη τους στὸ Χριστό.

«Ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἰ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα» (Μάτθ. ἰδ’ 28).

Τὰ λόγια αὐτὰ τοῦ Πέτρου ἐκφράζουν τόσο χαρὰ ὅσο καὶ ἀμφιβολία. Κύριε, ἀναφωνεῖ ἡ χαρούμενη καρδιά του· εἰ σὺ εἰ, λέει τώρα ἡ ἀμφιβολία.

Ἀργότερα ποὺ ὁ Πέτρος εἶχε στερεωθεῖ πιὰ στὴν πίστη του, δὲ θὰ μιλοῦσε ἔτσι. Ὅταν ὁ ἀναστημένος Κύριος ἐμφανίστηκε στὴν ἀκτὴ τῆς ἴδιας λίμνης τῆς Γεννησαρὲτ κι ὁ Πέτρος ἄκουσε τὴ φωνὴ τοῦ Ἰωάννη νὰ λέει πὼς ὁ Κύριός ἐστι, ὁ Πέτρος τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο… καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν (Ιωαν. κα’ 7).

Τότε δὲν ἀμφέβαλε καθόλου πὼς ἦταν ὁ Κύριος, οὔτε καὶ φοβήθηκε νὰ πέσει στὴ θάλασσα. Τώρα ὅμως ἦταν ἀκόμα πνευματικὰ δόκιμος, λιπόψυχος, γι’ αὐτὸ καὶ εἶπε: Κύριε, εἰ σὺ εἰ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα.

«Ὁ δὲ εἶπεν, ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν» (Μάτθ. ἰδ’ 29).

Ὅση ὥρα ἡ πίστη του ἦταν μέσα του, σταθερή, ὁ Πέτρος περπατοῦσε πάνω στὸ νερό. Ἀπὸ τὴ στιγμὴ ὅμως ποὺ γλίστρησε μέσα του ἡ ἀμφιβολία, ὁ Πέτρος ἄρχισε νὰ βυθίζεται, γιατί ἡ ἀμφιβολία προκαλεῖ τὸ φόβο.

Τὸ ὅτι ὁ Πέτρος κατέβηκε ἀπὸ τὸ πλοῖο καὶ περπάτησε πάνω στὰ κύματα πρὸς τὸν Κύριο Ἰησοῦ, ἔχει ἕνα βαθύτερο νόημα.

Σημαίνει τὴν προφύλαξη τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὶς σωματικὲς φροντίδες καὶ τὴ φιλαυτία στὸ ξεκίνημά της γιὰ τὸ δύσκολο δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς, τὸ δρόμο ποὺ ὁδηγεῖ στὸ Σωτῆρα.

Τέτοιες στιγμὲς προκύπτουν στοὺς συνηθισμένους πιστούς, ἐκείνους ποὺ εἶναι λιπόψυχοι καὶ ποὺ ἡ χαρά τους γιὰ τὸ Χριστὸ ἀνακατεύεται μὲ τὴν ἀμφιβολία.

Συχνὰ θέλουν νὰ νικήσουν τὴ σάρκα καὶ ν’ ἀκολουθήσουν τὸ Χριστό, τὸ βασιλιᾶ τοῦ πνευματικοῦ κόσμου.

Σύντομα ὅμως νιώθουν νὰ πέφτουν, νὰ ξαναγυρίζουν στὶς σαρκικὲς μέριμνές τους, νὰ ξαναγίνονται σὰν τὸ πλοῖο ποὺ κλυδωνίζεται ἀπὸ τὰ κύματα.

Μόνο ἐκεῖνοι ποὺ ἔχουν ὑψηλὸ πνευματικὸ ἀνάστημα, οἱ μέγιστοι ἥρωες τῶν ἀνθρώπων, κατόρθωσαν μὲ μεγάλη ἄσκηση νὰ σταθεροποιηθοῦν στὴν πίστη καὶ νὰ πέσουν ἀπὸ τὸ σωματικὸ πλοῖο στὴν πνευματικὴ θάλασσα, γιὰ νὰ συναντήσουν τὸ βασιλιᾶ Χριστό.

Ἐκεῖνοι μόνο ἔχουν ζήσει τόσο τὸ φόβο τῆς ἐγκατάλειψης τοῦ πλοίου ὅσο καὶ τοῦ τρόμου μπροστὰ στὴν καταιγίδα καὶ τοὺς σφοδροὺς ἀνέμους.

Οἱ ἴδιοι ὅμως ἔνιωσαν καὶ τὴν ἀνέκφραστη χαρὰ τῆς συνάντησής τους μὲ τὸ Χριστό.

Τὸ χωρισμὸ τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ πλοῖο τοῦ σώματος εἶχε ζήσει κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὴ διάρκεια τῆς ἐπίγειας ζωῆς του, καθὼς καὶ πολλοὶ ἄλλοι ἅγιοι μετὰ ἀπ’ αὐτόν.

Πόσο μεγάλη ἦταν ἡ χαρὰ κι ἡ ἀγαλλίαση στὸ τέλος αὐτοῦ τοῦ ἐπικίνδυνου ταξιδιοῦ, φαίνεται ἀπὸ τὴ χαρούμενη κραυγή: «ὑπὲρ τοῦ τοιούτου καυχήσομαι» (Β’ Κόρ. ιβ’ 5).

Ἂς δοῦμε τώρα τί ἔγινε μὲ τὸν Πέτρο, ποὺ ἦταν ἀκόμα λιπόψυχος: «Βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσον με» (Ματθ. ιδ’ 30).

Γιατί φοβήθηκε τὸν ἄνεμο καὶ ὄχι τὴ θάλασσα; Ὁ Πέτρος ἔκανε τὰ πρῶτα του βήματα σὰν μικρὸ παιδί: Κάνει λίγα βήματα, κάποιος ὅμως γελάει καὶ τὸ μωρὸ πέφτει στὸ ἔδαφος.

Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ μὲ τὸν πνευματικό μας ἐνθουσιασμό: Τὸ παραμικρὸ νὰ γίνει, μᾶς ἀναστατώνει καὶ μᾶς γυρίζει πίσω.

«Εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· ὀλιγόπιστε· εἰς τί ἐδίστασας;» (Ματθ. ιδ’ 22).

Δὲν πνιγόμαστε πολλὲς φορὲς στοὺς κινδύνους τῆς θάλασσας τοῦ βίου, ὡς ὅτου μᾶς ἁρπάξει κάποιο ἀόρατο χέρι καὶ μᾶς λυτρώσει ἀπὸ τὸν κίνδυνο;

Ποιός ἀπὸ μᾶς δὲν ἔχει νὰ παρουσιάσει ἀρκετὰ τέτοια παραδείγματα; Ὅλοι μας τὸ γνωρίζουμε ἐμπειρικὰ αὐτό.

Μιλᾶμε κάθε τόσο γι’ αὐτὰ τὰ πράγματα κι ὁμολογοῦμε τὴν παρουσία τοῦ ἀόρατου χεριοῦ ποὺ μᾶς γλιτώνει ἀπὸ τὸν κίνδυνο.

Δυστυχῶς ὅμως ὑπάρχουν καὶ λίγοι ἀνάμεσά μας, ἀκόμα καὶ ἡ ἴδια ἡ συνείδησή μας, ποὺ ἀκοῦνε τὴν ἐπιτιμητικὴ φωνὴ ἀπὸ τ’ ἀόρατα χείλη: ὀλιγόπιστε· εἰς τί ἐδίστασας;

Γιατί ἀμφιβάλλετε, φίλοι μου, πὼς τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ εἶναι κοντά; Γιατί δὲν δοξολογεῖτε τὸ Θεὸ ἀκόμα καὶ τὴ στιγμὴ ποὺ ἀντιμετωπίζετε τὸ μεγαλύτερο κίνδυνο;

Ὁ Ἀβραὰμ δὲν ἦταν ἀπαλλαγμένος ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία ὅταν ὁδηγοῦσε τὸ μονογενῆ του υἱὸ στὴ θυσία (βλ. Γέν. κβ’ 1-18) καὶ μετὰ τὸν ἔσωσε ὁ Θεός;

Ὁ Ἰωνᾶς δὲ δοξολογοῦσε τὸ Θεὸ ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ κήτους καὶ σώθηκε (βλ. Ιων. β’ 7);

Γιατί οἱ Τρεῖς Παῖδες δὲν ὀλιγοπίστησαν μέσα στὴν «κάμινο τοῦ πυρὸς» καὶ τελικὰ τοὺς ἔσωσε ἡ πίστη τοὺς (βλ. Δαν. γ’ 19-26);

Τὸ ἴδιο δὲν ἔκανε κι ὁ προφήτης Δανιὴλ μέσα στὸ λάκκο τῶν λεόντων (στ 16-23), ἀλλὰ κι ὁ μακάριος Ἰὼβ ποὺ ἦταν πληγωμένος καὶ γεμᾶτος σπυριὰ (Ιὼβ β’ 7-10);

Ἀλλὰ καὶ χιλιάδες ἄλλοι ποὺ δέχτηκαν τὶς μεγαλύτερες δοκιμασίες γιὰ τὴν πίστη τους στὸ Χριστό, πῶς γλίτωσαν ἀπὸ τὴν ἀμφιβολία;

Ἐμεῖς γιατί ἀμφιβάλλουμε; Ὁ Θεός μᾶς σώζει ἀμέτρητες φορὲς μὲ τὸ ἀόρατο χέρι Του, ἐκεῖ ποὺ δὲν τὸ περιμένουμε καθόλου, καὶ μ’ ὅλο ποὺ ἀμφιβάλλουμε πολλὲς φορὲς γιὰ τὴ βοήθειά Του.

Πρέπει λοιπὸν νὰ ἔχουμε στὸ νοῦ μας ὅλες τὶς εὐεργεσίες τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ μετανοοῦμε γιὰ τὴν ὀλιγοπιστία καὶ τὴ λιποψυχία μας.

Πρέπει νὰ γίνουμε ὥριμοι στὴν πίστη μας. Ἔτσι, ὅσο μεγάλο κίνδυνο κι ἂν ἀντιμετωπίσουμε στὸ μέλλον, πρέπει νὰ δοξολογοῦμε τὸ Θεὸ καὶ νὰ ἐπικαλούμαστε τὸ ὄνομά Του.

Καὶ τότε ὁ Θεὸς θὰ μᾶς βοηθήσει, θὰ μᾶς σώσει. Ἂς δοξολογοῦμε τὸ Θεὸ ὅταν βρισκόμαστε στὸν κίνδυνο, ὄχι ὅταν αὐτὸς περάσει.

Ἀλλὰ κι ὅταν φανοῦμε λιπόψυχοι κι ὀλιγόπιστοι, ἂς μὴ μᾶς καταλάβει ἡ ἀπόγνωση. Ὁ Πέτρος λιποψύχισε, ὁ Κύριος ὅμως ἐνίσχυσε τὴν πίστη του.

Πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἁγιότερους ἀνάμεσα στοὺς ἁγίους, ἀρχικὰ εἶχαν λιποψυχίσει, ἀργότερα ὅμως ἔγιναν σταθεροὶ στὴν πίστη τους στὸ Χριστό.

Προσέξτε τί λέει ὁ προφητάνακτας Δαβίδ: «Ἐπὶ τῷ Θεῷ ἤλπισα, οὐ φοβηθήσομαι τί ποιήσει μοὶ ἄνθρωπος. ἐν ἐμοί, ὁ Θεός, εὐχαί, ἂς ἀποδώσω αἰνέσεώς σου, ὅτι ἐρρύσω τὴν ψυχή μου ἐκ θανάτου καὶ τοὺς πόδας μου ἐξ ὀλισθήματος» (Ψαλμ. νε’ 12-14).

Ἔτσι μιλάει ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει ἀληθινά, ποὺ ἔχει γνωρίσει ἐμπειρικὰ ὅτι ὁ Θεὸς ἔχει μετρήσει κάθε τρίχα τοῦ κεφαλιοῦ μας, πὼς οὔτε ἕνα σπουργίτι (πολὺ περισσότερο ἄνθρωπος) δὲν μπορεῖ νὰ πέσει στὴ γῆ χωρὶς τὴ θέληση τοῦ Θεοῦ.

«Καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος» (Ματθ. ιδ’ 32). Μὀλις ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στὸ πλοῖο, ὁ ἄνεμος σταμάτησε.

Δὲ σταμάτησε ἀπὸ μόνος του νὰ φυσᾶ, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ ἐντολὴ τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ.

Ἂν καὶ δὲν ἀναφέρεται ἐδῶ, ὅπως στὴ προηγούμενη περίπτωση, ὅταν ὁ Χριστὸς εἶχε ἐπιτιμήσει τὸν ἄνεμο καὶ τὴ θάλασσα, φαίνεται καθαρὰ πὼς τὸ ἔκανε καὶ τώρα.

Ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος σκέφτεται σίγουρα πὼς ὁ ἄνεμος ἔπαυσε, ὑπακούοντας σὲ ἐσωτερικὴ καὶ ἀνέκφραστη ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ. Χάρη στὴ δική Του δύναμη κι ἐπιθυμία κόπασε ὁ ἄνεμος.

Ὑπάρχει κι ἕνα βαθύτερο καὶ καθαρὸ νόημα στὸ γεγονὸς ὅτι ὁ Χριστὸς μπῆκε στὸ πλοῖο καὶ ἠρέμησε τὸν ἄνεμο καὶ τὴ θάλασσα.

Ὅταν ὁ Κύριος μπαίνει στὸ πλοῖο τοῦ σώματός μας, εἴτε μὲ τὴ θεία κοινωνία εἴτε μὲ τὴν προσευχὴ εἴτε μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον εὐλογημένο τρόπο, οἱ ἄνεμοι τῶν παθῶν ἠρεμοῦν μέσα μας καὶ τὸ πλοῖο ταξιδεύει μὲ ἀσφάλεια στὴν ἀκτή.

«Οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ» (Μάτθ. ἰδ’ 33).

Ὅταν ὁ Κύριος ἠρέμησε τὴν καταιγίδα τῆς θάλασσας καὶ σταμάτησε τοὺς ἀνέμους στὴν πρώτη περίπτωση, οἱ μαθητὲς ρώτησαν, ὅπως κάνουν ὅλοι οἱ ἄλλοι συνηθισμένοι καὶ λιπόψυχοι ἄνθρωποι: «Ποταπὸς ἐστιν οὗτος, ὅτι καὶ οἱ ἄνεμοι καὶ ἡ θάλασσα ὑπακούουσιν αὐτῷ;» (Μάτθ. ἡ’ 27).

Ἀπὸ τότε ὅμως εἶχαν δεῖ τόσα σημεῖα καὶ θαύματα ἀπὸ τὸ Διδάσκαλό τους, εἶχαν ἀκούσει τόσες διδαχές.

Ἡ πίστη τους εἶχε πιὰ ἐνισχυθεῖ, εἶχε ἑδραιωθεῖ. Ἔτσι τώρα, ποὺ ἔβλεπαν τὸ μεγάλο αὐτὸ θαῦμα, δὲ ρώτησαν πιά, ποταπὸς ἐστιν οὗτος.

Ἐκεῖνο ποὺ ἔκαναν τώρα, ἦταν νὰ γονατίσουν μπροστά Του καὶ νὰ ὁμολογήσουν: ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ!

Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ὁμολόγησαν ὅλοι μαζὶ οἱ μαθητὲς πὼς ὁ Ἰησοῦς ἦταν Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Ἀνάμεσά τους ἦταν βέβαια κι ὁ Ἰούδας, ποὺ τὸν ὁμολόγησε κι αὐτός.

Ἀργότερα ὅμως ἡ φιλαργυρία τὸν ἔκανε ν’ ἀρνηθεῖ κυριολεκτικὰ τὸν Κύριο καὶ Διδάσκαλό Του. Εἶναι ἀλήθεια πὼς τὸν ἀρνήθηκε κι ὁ Πέτρος καὶ μάλιστα τρεῖς φορές.

Ἡ ἄρνηση τοῦ Πέτρου ὅμως δὲν ἦταν προμελετημένη. Ἔγινε ξαφνικὰ ἀπὸ φόβο κι ἀμέσως μετὰ μετανόησε πικρὰ κι ἔκλαψε γιὰ τὴν ἄρνησή του.

Τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ ἔχουν τὰ λόγια οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ καὶ τὸν ὁμολόγησαν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ, εἶναι πολὺ διδακτικὸ σὲ κάθε χριστιανό.

Ἀφοῦ ὁ Θεὸς ἐνανθρώπησε κι ἦρθε νὰ ζήσει μαζί μας, πρέπει κι ἐμεῖς μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας νὰ τὸν προσκυνήσουμε καὶ νὰ ὁμολογήσουμε τὸ ὄνομά Του.

Μὲ ὅλη τὴν ὕπαρξή μας ἐννοοῦμε μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴ σκέψη μας, μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὰ αἰσθήματά μας, μὲ τὴν ψυχὴ καὶ ὅλες τὶς ἐπιθυμίες μας.

Ἔτσι τὸ σῶμα μας ὁλόκληρο θὰ γεμίσει φῶς, σκότος δὲ θὰ ὑπάρχει μέσα του.

Ἀλίμονό μας ἂν δεχόμαστε τὸ Χριστὸ μέσα μας κι ἔπειτα τὸν ἐξορίζουμε μὲ τὴν ἁμαρτία μας ἢ τὸν ἀρνιόμαστε, ὅπως ὁ Ἰούδας.

Ἡ δεύτερη κατάσταση θὰ εἶναι χειρότερη ἀπὸ τὴν πρώτη. Ὅταν ὁ Χριστὸς ἀπέλυσε τὸν Ἰούδα, «εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς» (Ιωάν. ιγ’ 27).

Ἂς μὴν ξεχνᾶμε οὔτε στιγμὴ πὼς δὲν μποροῦμε νὰ παίζουμε μὲ τὸ Θεό, γιατί αὐτὸ εἶναι πολὺ ἐπικίνδυνο. Ὁ Θεὸς εἶναι «πῦρ καταναλίσκον» (Ἐβρ. ιβ’ 29).

«Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρὲτ» (Μάτθ. ιδ’ 34). Ἔφτασαν κοντὰ στὴν Καπερναούμ, ποὺ ἦταν ὁ προορισμὸς τους (βλ. Ἰωάν. στ’ 17).

Ὅποιος ἔχει πάει στὴ Γαλιλαία, μπορεῖ νὰ καταλάβει πόσο μακριὰ ὁδήγησε ἡ καταιγίδα τοὺς ἀποστόλους.

Ἡ Βηθσαϊδᾶ κι ἡ Καπερναοὺμ βρίσκονται στὶς βόρειες ἀκτὲς τῆς λίμνης. Ὅταν οἱ μαθητὲς μπῆκαν στὸ πλοῖο κάτω ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδᾶ, ἐκεῖνο ποὺ ἔπρεπε νὰ κάνουν, ἦταν νὰ πλεύσουν κατὰ μῆκος τῆς ἀκτῆς.

Ὁ εὐαγγελιστὴς ὅμως γράφει πὼς ἡ καταιγίδα τούς παρέσυρε μέσον τῆς θαλάσσης.

Ἐκεῖ, στὴ μέση τῆς λίμνης θεάθηκε ὁ Ἰησοῦς νὰ περπατάει πάνω στὰ κύματα. Ὅταν κόπασε ἡ καταιγίδα, τὸ πλοῖο ἔπρεπε νὰ ταξιδέψει πάλι πίσω, στὴν ἀκτὴ τῆς Καπερναούμ.

Σύμφωνα μὲ τὸ Ματθαῖο καὶ τὸ Λουκᾶ, φαίνεται πὼς αὐτὴ τὴ φορὰ τὸ πλοῖο ἀκολούθησε τὸ συνηθισμένο δρόμο, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ ἀνέμου καὶ τὰ κουπιά.

Ἀπὸ τὴ διήγηση τοῦ Ἰωάννη ὅμως μποροῦμε νὰ συμπεράνουμε πὼς ὁ Κύριος Ἰησοῦς ἔφερε τὸ πλοῖο στὴν ἀκτή, μὲ τὴν ἀκατανίκητη δύναμή Του.

Γράφει ὁ Ἰωάννης: «καὶ εὐθέως τὸ πλοῖον ἐγένετο ἐπὶ τῆς γῆς εἰς ἥν ὑπῆγον» (Ἰωάν. στ’ 17).

Δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἀντίφαση στὶς διηγήσεις τῶν εὐαγγελιστῶν ἐδῶ. Ἐκεῖνος ποὺ μποροῦσε νὰ περπατάει πάνω στὰ νερὰ καὶ νὰ γαληνέψει τοὺς ἀνέμους καὶ τὴν καταιγίδα μὲ τὰ λόγια καὶ τὶς σκέψεις Του, μποροῦσε ἂν τὸ ἤθελε, μὲ τὴ σκέψη Του μόνο νὰ μεταφέρει σὲ μία στιγμὴ τὸ πλοῖο στὸ λιμάνι.

Τὸ βαθύτερο νόημα ποὺ ἔχουν ἐδῶ τὰ λόγια τοῦ Ἰωάννη, εἶναι πὼς ὅταν ὁ Κύριος ἔρχεται νὰ κατοικήσει μέσα μας, ἐμεῖς νιώθουμε σὰ νὰ βρισκόμαστε στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν, ὅπως σὲ ἀσφαλὲς λιμάνι, ἐκεῖ ποὺ τὸ πλοῖο τῆς ζωῆς μας δὲν κλυδωνίζεται οὔτε ἀπὸ καταιγίδες οὔτε ἀπὸ ἀνέμους.

Ἂν ἔπειτα πρέπει νὰ ἐξακολουθήσουμε νὰ περπατᾶμε στὴ γῆ δὲν τὸ νιώθουμε αὐτό, γιατί τώρα ἡ ψυχὴ κι ἡ καρδιὰ μας ζοῦν σ’ ἕναν ἄλλο καλλίτερο κόσμο, ἐκεῖ ποὺ βασιλεύει ὁ Βασιλιᾶς Χριστός. Στὴ δική Του νίκη βλέπουμε μὲ εὐφροσύνη τὴ δική μας νίκη.

Νικητὴς ἐνάντια σὲ κάθε κακὸ εἶναι ὁ Χριστός. Δὲν ἐπιτρέπει ὁ ἴδιος νὰ τὸν νικήσει κάποιο κακό.

Ἐμεῖς λοιπὸν πρέπει νὰ καταφεύγουμε κάτω ἀπὸ τὶς σωστικὲς φτεροῦγες Του, ἐκεῖ ποὺ δὲ θὰ συναντήσουμε οὔτε καταιγίδες οὔτε ἀνέμους οὔτε φαντάσματα, «ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος».

Ἐκεῖ θὰ βροῦμε ὅλα τ’ ἀγαθὰ πλούσια, αἰώνια, ποὺ δὲν τὰ καταστρέφει οὔτε ὁ σκόρος οὔτε ἡ σκουριά.

Ἐκεῖ θὰ δοξολογοῦμε μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους καὶ τοὺς ἁγίους τὰ νικηφόρα ἔργα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ τὴ μεγαλοσύνη τους δὲν μπορούμε νὰ κατανοήσουμε στὴν περιορισμένη προοπτικὴ τῆς πρόσκαιρης ζωῆς μας.

Ἐκεῖ θὰ μᾶς ἀποκαλυφτοῦν ὅλα καὶ τότε θὰ εὐφρανθοῦμε. Κι ἡ χαρά μας αὐτὴ δὲ θὰ ἔχει τέλος.

Γι’ αὐτὸ πρέπει δόξα καὶ ὕμνος στὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα Του καὶ τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, τὴν ὁμοούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τώρα καὶ πάντα καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: https://agiazoni.gr/

Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών Mωυσέως του Aιθίοπος (28 Αυγούστου)

Όσιος Μωυσής ο Αιθίοψ. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών Mωυσέως του Aιθίοπος

Φήσεις το ρητόν και θανών Mωσή μέλα,
Άνθρωπος όψιν (βλέπει δηλαδή) και Θεός την καρδίαν.
Θάψαν εν εικάδι Mωσήν ογδόη αιθιοπήα.

Όσιος Μωυσής ο Αιθίοψ. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

Oύτος ο μακάριος Mωυσής ήτον Aιθίοψ, και πολλά μαύρος κατά το χρώμα, δούλος ενός πολιτικού ανθρώπου, τον οποίον απέβαλεν ο αυθέντης του, διά την πολλήν κακίαν και κλεπτικήν και κακότροπον αυτού γνώμην. Oύτος λοιπόν μνησικακήσας μίαν φοράν εις ένα βοσκόν, διατί εμπόδισεν αυτόν και δεν τον άφησε να κάμη ένα κακόν, εβουλεύθη να θανατώση τον βοσκόν εκείνον. Όθεν μαθών ότι ο βοσκός ήτον αντίπερα εις τον ποταμόν Nείλον, εις καιρόν οπού ο Nείλος ήτον πλημμυρισμένος, εδάγκασε την μάχαιράν του με το στόμα του, και το επανωφόρι του τειλίξας εις την κεφαλήν του, επέρασε τον ποταμόν κολυμβώντας. O δε βοσκός εκατάλαβε τον ερχομόν του, όθεν αφήσας τα πρόβατά του έφυγεν. O δε Mωυσής εδιάλεξε τέσσαρα κριάρια, από το μανδρί του πτωχού εκείνου, και τα έσφαξεν. Έπειτα δέσας τα κριάρια εις σχοινίον, και τούτο βαστάζων, διεπέρασε πάλιν τον ποταμόν κολυμβώντας. Φαγών δε τα κρέατα των κριαρίων, και τα δέρματα πωλήσας, επήγεν εις τους φίλους του. Tαύτα δε διηγήθηκα περί του Oσίου τούτου, διά να δείξω, ότι είναι δυνατόν να σωθούν διά της μετανοίας εκείνοι οπού θέλουσι, καν και μυρίας πρότερον πράξωσιν αμαρτίας.

Όσιος Μωυσής ο Αιθίοψ

Oύτος ο Όσιος κατανυχθείς εις όλον το ύστερον, από μίαν περίστασιν οπού του ηκολούθησεν, έδωκε τον εαυτόν του εις ένα Mοναστήριον, και τόσον πολλά εμετανόησεν, ώστε οπού και αυτούς τους συντρόφους του κλέπτας, επρόσφερεν εις τον Xριστόν διά της μετανοίας. Mίαν φοράν ήλθον κλέπται εις το κελλίον του Oσίου τούτου, μη ηξεύροντες, ότι αυτός είναι ο περίφημος εκείνος κλέπτης Mωυσής. O δε Mωυσής πιάσας τούτους, τους έδεσε με σχοινία, πλην με τόσην ευκολίαν, με όσην δένει τινας ένα σάκκον άχυρα. Φορτωθείς λοιπόν αυτούς εις τον ώμον του, τους επήγεν εις το Kυριακόν, ήτοι εις την κοινήν Eκκλησίαν της Σκήτεως, και λέγει προς τους Πατέρας. Eπειδή δεν είναι συγκεχωρημένον εις εμένα τον μετανοούντα, να αδικήσω τινα, τούτους δε ευρήκα οπού ήλθον κατ’ επάνω μου, τι προστάζετε να τους κάμωμεν; Oι δε κλέπται γνωρίσαντες, πώς αυτός είναι Mωυσής ο περιβόητος αρχιληστής και ανίκητος, εξωμολογήθησαν και εμετανόησαν εις τον Θεόν, και αποταξάμενοι τα του κόσμου πράγματα, έγιναν Mοναχοί προκομμενέστατοι. Θεαρέστως λοιπόν διαπεράσας την ζωήν του ο Όσιος ούτος, εκοιμήθη εν τη ασκήσει, υπάρχων εβδομήντα χρόνων γέρωντας, αφήσας και εβδομήκοντα μαθητάς και μιμητάς της ασκητικής αυτού πολιτείας1.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι εις τον Άγιον τούτον Mωσέα υπόμνημα ελληνικόν σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, και εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, ου η αρχή· «Ώσπερ αδύνατον το κατά την παροιμίαν». Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη του Mάρτυρος Aκακίου του νέου. Aύτη γαρ προεγράφη μετά του Συναξαρίου αυτού κατά την εικοστήν ογδόην του Iουλίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)


Κάποιος αδελφός της Σκήτης έσφαλε. Έγινε συγκέντρωση στην οποία κάλεσαν τον αββά Μωυσή αλλ’αυτός δεν θέλησε να πάει. Του παρήγγειλε τότε ο πρεσβύτερος: «Έλα, γιατί σε περιμένουν όλοι». Κι εκείνος σηκώθηκε και πήγε κρατώντας στην πλάτη ένα καλάθι τρύπιο που το γέμισε με άμμο. Οι Πατέρες που βγήκαν να τον προϋπαντήσουν του λένε: «Τι είναι αυτό, πάτερ;» «Οι αμαρτίες μου―απαντά ο Γέροντας―που κυλούν και πέφτουν πίσω μου και δεν τις βλέπω και ήλθα εγώ σήμερα να κρίνω τα σφάλματα άλλου». Όταν τ’άκουσαν αυτά οι Πατέρες, δεν είπαν τίποτε εναντίον του αδελφού αλλά τον συγχώρεσαν .

Είπε πάλι ο αββάς Μωυσής:
– Από την στιγμή που ο άνθρωπος θα επιρρίψει την μομφή πάνω στον εαυτό του και πει <<αμάρτησα>>, αμέσως τον σπλαγχνίζεται ο Κύριος. Εάν επιδοθούμε στο να δούμε τις δικές μας αμαρτίες, δεν θα δούμε τις αμαρτίες του πλησίον.
Να μην κάνεις το κακό, να μην σκέφτεσαι το κακό, αλλά και να μην προσβάλλεις αυτόν που κάνει το κακό.
Να μην κατακρίνεις κανέναν, αλλά να λες:
<<Ο Θεός γνωρίζει τον καθένα>>. Να μην πεισθείς σ΄αυτά που λέει ο καταλάλος, ούτε να χαρείς με την καταλαλιά, ούτε να μισήσεις αυτόν που καταλαλεί τον πλησίον του.
Να μην έχεις έχθρα για κανέναν, αλλά και να μην μισείς αυτόν που εχθρεύεται τον πλησίον. Αυτή έιναι η ειρήνη.

Είπε επίσης: «Όλος ο αγώνας πρέπει να αποβλέπει στο να μην κρίνουμε τον πλησίον. Γιατί όταν το χέρι του Κυρίου φόνευσε όλα τα πρωτότοκα στη χώρα της Αιγύπτου, δεν έμεινε σπίτι που να μην είχε νεκρό (Έξ. 12,29-30)». Τον ρωτάει ο αδελφός: «Τι σημαίνουν τα λόγια αυτά;» «Σημαίνουν―είπε ο Γέροντας―ότι, εάν όλα εκείνα που μας εμποδίζουν μας αφήσουν να δούμε τις αμαρτίες μας, δεν θα βλέπουμε τις αμαρτίες του πλησίον. Άλλωστε είναι ανοησία, ενώ εχει δικό του νεκρό ο άνθρωπος, να τον αφήσει και να πάει να κλάψει το νεκρό του πλησίον.Και το να πεθάνεις έναντι του πλησίον σημαίνει να έχεις μπροστά σου τη δική σου αμαρτία και να μην έχεις μέριμνα για κανένα άνθρωπο ότι αυτός είναι καλός ή εκείνος είναι κακός. Μην κάνεις κακό σε κανένα άνθρωπο, ούτε να σκέφτεσαι πονηρά για κανένα. Μην εξευτελίσεις κάποιον που κάνει το κακό αλλά και να μην συμφωνήσεις μ’εκείνον που κάνει κακό στον πλησίον ούτε να χαίρεσαι μ’αυτόν που βλάπτει τον πλησίον. Αυτό σημαίνει το να είμαστε νεκροί έναντι του πλησίον.
Μην κατηγορείς κανένα• να λες: Ο Θεός γνωρίζει τον καθένα και να μη συμφωνείς μ’αυτόν που κατηγορεί• να μη χαίρεσαι που κατηγορεί αλλά ούτε και να τον μισείς. Αυτό είναι το νόημα του να μην κρίνουμε.
Μην εχθρεύεσαι κανέναν άνθρωπο• και να μην κρατήσεις έχθρα μέσα στην καρδιά σου ,αλλά μη μισήσεις και αυτόν που εχθρεύεται τον πλησίον. Αυτή είναι η ειρήνη. Να παρακινείς τον εαυτό σου σ ’αυτά. Ο κόπος είναι προσωρινός, ενώ η ανάπαυση είναι αιώνια με τη χάρη του Θεού Λόγου. Αμήν.»

Αδελφός ρώτησε τον αββά Μωυσή:
– «Σε κάθε κόπο που κάνει ο άνθρωπος, τι είναι αυτό που θα τον βοηθήσει;»
– «Ο Θεός, -του απαντά ο Γέροντας- είναι αυτός πού βοηθάει, διότι είναι γραμμένο στη Γραφή: Ο Θεός είναι καταφυγή και δύναμή μας και βοηθός πανίσχυρος στις θλίψεις πού μας βρίσκουν».
– «Και οι νηστείες -ξαναρωτά ο αδελφός- και οι αγρυπνίες που κάνει ο άνθρωπος, τι σκοπό έχουν;»
– «Αυτές -του λέει ο Γέροντας- ταπεινώνουν την ψυχή. Και η Γραφή λέει: Δές την ταπείνωσή μου και τον κόπο μου και συγχώρεσε όλες τις αμαρτίες μου. Και εάν η ψυχή θα φέρει τους καρπούς αυτούς, θα την σπλαχνιστεί ο Θεός χάρη σ΄αυτά».

Είπε ο αββάς Μωυσής:
“Είναι αδύνατο να αποκτήσει κανείς τον Ιησού, παρά μόνο με κόπο, με ταπείνωση και με προσευχή ακατάπαυστη”.

Μεταξύ των άλλων είχε πει για τους μοναχούς των έσχατων καιρών:
«Οι μοναχοί θα περπατούν ανάμεσα στους θορύβους και στις ταραχές, εσκοτισμένοι, ανωφελείς και ράθυμοι, μη επιμελούμενοι την αρετή, υποδουλωμένοι στα πάθη της αμαρτίας και θα συναναστρέφονται μέσα στις πόλεις χωρίς φόβο θεού, με λαιμαργία και οινοποσία…
Στις μέρες εκείνες θα βασιλεύει το μίσος και η διχόνοια στα κοινόβια μοναστήρια. Θα χειροτονούνται ηγούμενοι και ποιμένες των μοναχών, άνθρωποι αδόκιμοι, μη διακρίνοντες την δεξιάν οδό από την αριστερά και πολλοί μοναχοί θα απορρίψουν το σχήμα για να παντρευτούν».

Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com/2017/08/27/

«Αναμνήσεις από τον όσιο Εφραίμ τον Κατουνακιώτη» (Νικόλαος Μπαλδιμτσής, ιατρός)

Τον όσιο Γέροντα Εφραίμ τον γνώρισα το έτος 1974. Ήμουν τότε τεταρτοετής φοιτητής Ιατρικής. Από τότε πήγαινα τακτικά προσφέροντας στον Γέροντα τις ιατρικές μου υπηρεσίες σχεδόν μέχρι την κοίμησή του.

Ο Γέροντας, όταν τον πρωτογνώρισα, ζούσε μόνος του. Είχαν «κοιμηθεί» και ο Γέροντάς του και οι υπόλοιποι πατέρες μεταξύ των οποίων και ο πατέρας του ο οποίος είχε γίνει μοναχός. Τα γένια του και τα μαλλιά του ήταν ήδη λευκά. Το πρόσωπό του όμως νεανικό και το βλέμμα του διεισδυτικό και ταυτόχρονα πατρικό. Με κράτησε στο κελί του για λίγες μέρες. Η φιλοξενία του ήταν πλούσια αν λάβουμε υπόψιν ότι ακόμα και το γάλα εβαπορέ που πρόσφερε το είχε αγοράσει από τη Δάφνη και το είχε κουβαλήσει με τον τορβά στην πλάτη από την παραλία (από εκείνο το κακοτράχαλο και ανηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε στο κελί του). Ακόμη θυμάμαι την αλάδωτη φακή μέσα στην οποία είχε βάλει μερικές κουταλιές ωμό ταχίνι για να την «δυναμώσει» και πως μου έδινε κουράγιο να αδειάσω ένα τεράστιο πιάτο, λέγοντάς μου: Φα’ το παιδί μου. Στην έρημο δεν πετάμε τίποτε. Ο άνθρωπος όταν είναι κουρασμένος και πεινασμένος, πρέπει πρώτα να αναπαυθεί και να φάει. Γιατί το μυαλό του πεινασμένου, είναι στο στομάχι του. Και δεν μπορεί ν’ ακούσει ούτε πνευματικά, ούτε συμβουλές και νουθεσίες.

Ο Γέροντας ήταν πρακτικός άνθρωπος. Μου λέει μια μέρα: Έλα να σου δείξω, πώς γίνονται οι μετάνοιες. Πήρε λοιπόν ένα τσουβάλι, το άπλωσε κάτω και άρχισε να κάνει «στρωτές» μετάνοιες τόσο γρήγορα σαν πραγματικός αθλητής!

Μου λέει: Βλέπεις τα χέρια μου; Ακουμπάω κάτω τις παλάμες μου. Γιατί αν ακουμπήσω το έξω μέρος των χεριών μου θα γεμίσω κάλους και θα λένε: «Να ο παπάς κάνει πολλές μετάνοιες». Οι παλάμες δεν πιάνουν με τις μετάνοιες κάλους.

Φρόντιζε και σ’ αυτό να μην φανερώνει την πνευματική του εργασία. Όλα «ἐν τῷ κρυπτῷ».

Η προσευχή

Κατουνάκια, Άγιο Όρος

Οι συμβουλές του για την προσευχή ήταν πολύ πρακτικές. Έλεγε: Θα ορίσεις μια συγκεκριμένη ώρα που θα έχεις ησυχία, και θα κάνεις προσευχή λέγοντας το: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με» αργά και παρακαλεστικά, «κλαψιάρικα» χωρίς να κρατάς κομποσκοίνι. Πριν ξεκινήσεις όμως θα κάνεις μια προεργασία. Θα διαβάσεις λίγο από το Ευαγγέλιο, από το Γεροντικό και τα άλλα πατερικά βιβλία. Θα σκεφτείς λίγο τη ζωή σου, τις ευεργεσίες του Θεού και έτσι η ψυχή θα μεταφερθεί στον πνευματικό χώρο. Πολύ βοηθάει εδώ η αυτοσχέδια προσευχή. Και έτσι, χωρίς να μετράς κόμπους με το κομποσκοίνι, θα προσεύχεσαι ορισμένη ώρα με το ρολόι. Αυτή η προσευχή με το πρόγραμμα που είπαμε, θα ζωογονήσει και θα δυναμώσει την ψυχή με τρόπο μυστικό, όπως ένα φυτό που κάθε μέρα το ποτίζουμε με λίγο νερό και αυτό μεγαλώνει χωρίς να γνωρίζουμε πώς.

Το πρωί έκανε εργόχειρο. Καθόταν στο σκαμνάκι του και σκάλιζε σφραγίδια για πρόσφορα. Τα ξύλα τα ζέσταινε σε μια μεγάλη χύτρα με νερό, στη φωτιά, για να μαλακώσουν και να τα σκαλίζει ευκολότερα. Μπροστά στο στήθος του είχε μια πετσέτα στην οποία έσταζαν τα δάκρυα που κυλούσαν ήρεμα από τα μάτια του σαν σιγανή βροχή. Καταλάβαινα ότι η ψυχή του «έβραζε» (κατά την προσφιλή του έκφραση) από την προσευχή. Δεν μιλούσε αν δεν τον ρωτούσα κάτι.

Τα λόγια του, ήταν σίγουρα, ήταν πειστικά

Οι απαντήσεις του ήταν από τους ασκητικούς πατέρες, το Ψαλτήρι και τα λειτουργικά βιβλία, όπως η Παρακλητική, τα Μηναία και τα Συναξάρια των αγίων. Όλος αυτός ο πλούτος είχε γίνει ένα με την ψυχή του. Γι’ αυτό τα λόγια του, ήταν σίγουρα, ήταν βέβαια, ήταν πειστικά. Δεν χρειάζονταν ούτε διευκρινίσεις, ούτε δευτερολογίες. Έτσι, μια φορά από την αντανάκλαση της Χάριτος που είχε ο Γέροντας, αισθάνθηκε η ψυχή μου πόσο μεγάλη είναι η αχαριστία μου στις ευεργεσίες του Θεού. Ο Γέροντας αμέσως μου έδωσε την απάντηση υπομειδιώντας και λέγοντας: «ἰσαρίθμους γάρ τῆ ψάμμω ὠδάς, ἄν προσφέρωμέν σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδέν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν…».

Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τὰ κατορθώματα

Άλλοτε πάλι, γεμάτος ενθουσιασμό έψαλλε από καρδίας θαυμάζοντας τους Αγίους Μάρτυρες: «Τῶν ἁγίων Μαρτύρων τὰ κατορθώματα, οὐρανῶν αἱ δυνάμεις ὑπερεθαύμασαν, ὅτι ἐν σώματι θνητῷ, τὸν ἀόρατον ἐχθρὸν τῇ δυνάμει τοῦ Σταυροῦ, ἀγωνισάμενοι καλῶς, ἐνίκησαν ἀοράτως…» και έλεγε: με τα Άγια Λείψανα των Μεγάλων Οσίων και Ιεραρχών δεν μπορούμε να εγκαινιάσουμε Αγία Τράπεζα. Ενώ με τα Άγια Λείψανα και του πιο άσημου Μάρτυρα εγκαινιάζουμε Αγία Τράπεζα. Πόση μεγάλη δόξα έχουν οι Άγιοι Μάρτυρες!

Άλλη φορά, μόλις τελείωσα την εξέταση και νοσηλεία του, κάθισα δίπλα στο κρεβατάκι του. Ο Γέροντας με κρατούσε από το χέρι, χωρίς να μιλάει. Εγώ, εκείνη τη στιγμή, είδα όλη τη ζωή μου, όλα τα πάθη μου και τις αμαρτίες μου και η ψυχή μου έκλαιγε νοερά για το πόσο λύπησα το Χριστό. Αφού πέρασε πολύ ώρα σε αυτή την κατάσταση, γυρίζει ο Γέροντας και μου λέει: Καλό ήταν κι αυτό!

Κατάλαβα ότι περίμενε κάτι υψηλότερο, όπως η ευγνωμοσύνη και η αγάπη σαν τον πατέρα που θέλει το παιδί του να το δει άρχοντα. Αλλά πού τέτοια κατάσταση!

Ενώ όλη του η εμφάνιση και η προσωπικότητα δημιουργούσε δέος, η ψυχή του ακτινοβολούσε γλυκύτητα, τρυφερότητα και ευαισθησία, χαρίσματα που του έδωσε η Παναγία.

Ο Γέροντας τότε δεν διάβαζε Ακολουθία στην εκκλησία, επειδή ήταν μόνος του. Όλες τις Ακολουθίες τις έκανε με το κομποσκοίνι. Έλεγε: Έλα τώρα να κάνουμε τον Εσπερινό. Μετρούσε τα κομποσκοίνια και έλεγε το «Δι᾿ εὐχῶν» με το τέλος της Ακολουθίας. Με τον ίδιο τρόπο, γίνονταν και οι υπόλοιπες Ακολουθίες.

Η βραδινή Ακολουθία άρχιζε στις δώδεκα τα μεσάνυκτα και τελείωνε στις τέσσερις το πρωί. Ένα βράδυ ο Γέροντας, ξέχασε να μου πει ότι τελείωσε η Ακολουθία και εγώ, νομίζοντας ότι μάλλον θα έχουμε αγρυπνία, συνέχισα την προσευχή μέχρι το πρωί. Το πρωί ο Γέροντας μου είπε: Συγγνώμη, παιδί μου, που δεν σε ειδοποίησα απόψε και ξενύχτησες.

Η ευαισθησία της ψυχής του Γέροντα

Για να φανεί η ευαισθησία της ψυχής του Γέροντα, ένα βράδυ όπως με είχε βάλει να κοιμηθώ επάνω σε έναν πάγκο, επειδή ήταν χειμώνας και έκανε κρύο, με είχε σκεπάσει με πολλά σκεπάσματα. Ενώ κοιμόμουν, σηκώθηκε και ήρθε από το κελί του και με το χέρι του ψηλαφούσε μέσα στο σκοτάδι τα σκεπάσματα.

Ξύπνησα και του λέω: Γέροντα θέλετε κάτι; Και μου λέει: Παιδί μου δεν ήμουν σίγουρος αν σε σκέπασα με την μαλακή κουβέρτα ή με την σκληρή από τραγόμαλλο, η οποία «τσιμπάει». Και ήρθα να το δω γιατί δεν μπορούσα να κοιμηθώ σκεπτόμενος ότι μήπως από απροσεξία μου, δεν μπορείς να κοιμηθείς.

Ένα βράδυ ο Γέροντας με έβαλε να κοιμηθώ στο κελί του, στο κρεβάτι του. Εκείνος πήγε σε άλλο κελί. Θα μου μείνει αξέχαστη η προσευχή που μου έδωσε ο Θεός, με τις ευχές του, μέσα στο μαρτυρικό κελάκι του. Η προσευχή ήταν αρέμβαστος, καθαρή. Η ψυχή μου έγινε διορατική. Έβλεπα τους λογισμούς να προσπαθούν να με προσβάλλουν αλλά πριν πάρουν σχήμα, εξαφανίζονταν. Αυτή η προσευχή ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο των ευχών του Γέροντα αλλά και του μαρτυρικού κελιού του στο οποίο είχε δεχθεί τόσες επισκέψεις της Θείας Χάριτος.

Ο τόπος έχει να κάνει με την προσευχή

Όταν άλλη φορά τον παρακάλεσα να ξαναμείνω στο κελί του, μου είπε: Εσύ, παιδί μου, σε έναν τόπο βρήκες μια δραχμή και νομίζεις ότι αν ξαναπάς εκεί, θα βρεις κι άλλη. Μου εξήγησε δε ότι: και ο τόπος έχει να κάνει με την προσευχή. Εκεί που έγιναν αμαρτίες έχει εξουσία ο πειρασμός και δεν αναπαύεται η ψυχή. Σε άλλους τόπους που έγιναν προσευχές και «επισκέψεις» της Χάριτος ο άνθρωπος εύκολα κατανύσσεται και προσεύχεται. Ακόμη, ευκολότερα προσεύχεται ο άνθρωπος σε ένα μικρό κελί και δυσκολότερα σε ένα μεγάλο δωμάτιο. Γιατί η ψυχή μας περιορίζεται ή διαχέεται ανάλογα με τον χώρο.

Τα στάδια της προσευχής

Μερικές φορές μιλούσε για τα στάδια της προσευχής: Στην αρχή ο άνθρωπος λέει ολόκληρη την ευχή, αργά και παρακαλεστικά: «Κύριε, Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Όταν προχωρήσει η Χάρη, ανεβαίνει ένα σκαλοπάτι και μπορεί να πει μόνον: «Κύριε, Ιησού, Χριστέ». Μετά ανεβαίνει άλλο σκαλοπάτι, και λέει: «Κύριε, Ιησού». Μετά λέει μόνον: «Ιησού μου» και μπορεί να φθάσει ο άνθρωπος στο σημείο που σταματάει η προσευχή με λόγια και τότε είναι μέσα στην Χάρη του Θεού.

«Αρπάζεται» ο νους και βλέπει και ζει ουράνια πράγματα. Αυτές οι επισκέψεις της Χάριτος, σ’ αυτήν την ένταση, μπορούν να συμβούν χωρίς να το περιμένει ο άνθρωπος, όποτε θελήσει ο Θεός.

Με επισκέφθηκε η Χάρη του Θεού

Μια φορά, έλεγε, ήμουνα στον κήπο του κελιού και έσκαβα. Για μια στιγμή, σταμάτησα να ξεκουραστώ. Τότε με επισκέφθηκε η Χάρη του Θεού τόσο δυνατά που, για τον φόβο της πλάνης προσπαθούσα μέχρι κάποιο σημείο, να ελέγξω τον εαυτό μου. Επειδή η Χάρη αυξανόταν συνεχώς, παραιτήθηκα από την προσπάθεια λέγοντας: «Αν πλανήθηκα, πλανήθηκα. Άσ’ το και όπου πάει», είπα στον εαυτό μου.

Τότε ο νους μου ένιωσα ότι βγήκε από το σώμα μου και ανέβαινε, ανέβαινε σε τέτοιο νοητό ύψος, μέχρι που έφτασε σε έναν χώρο, όπου υπήρχε «ειρήηηνη» και γλυκύτατο φως και η ψυχή μου έγινε και αυτή φως! Πόσο κράτησε αυτή η κατάσταση, δεν γνωρίζω. Όταν «συνεστάλη» η Χάρη, σιγά σιγά, ένιωσα να κατεβαίνω και είδα το σώμα μου στον κήπο όρθιο ακουμπισμένο στην περίφραξη.

Είδα όλη την κτίση!

Νέα Σκήτη, Άγιο Όρος

Άλλη φορά έλεγε: Την ώρα που κάναμε τον Εσπερινό στο εκκλησάκι μας, μόλις άρχισε ένας από τους πατέρες να διαβάζει τον Προοιμιακό Ψαλμό, «Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον…», «έφυγε» η ψυχή μου από το σώμα μου και είδα όλη την κτίση! Τα φυτά, τα ζώα, τα βουνά, οι πέτρες, τα βράχια, η θάλασσα, κάθε ζωντανό πλάσμα μέσα της, μέχρι τα βάθη της, όλα υμνούσαν το Θεό. Όταν τελείωσε αυτή η «όραση» είδα ότι βρισκόμουν στο στασίδι μου και μόλις είχε τελειώσει ο Προοιμιακός. Τόση ήταν η διάρκεια αυτής της «θεωρίας».

Κάποτε, την ώρα του Εσπερινού, στο: «Κατευθυνθήτω ἡ προσευχή μου ὡς θυμίαμα ἐνώπιόν σου…» κοιτώντας προς το τέμπλο είδα να ανεβαίνει καπνός θυμιάματος μπροστά στην εικόνα του Τιμίου Προδρόμου. Νόμισα ότι υπήρχε από κάτω κάποιο θυμιατήρι. Κοίταξα, αλλά δεν υπήρχε. Ο καπνός του θυμιάματος σιγά σιγά χάθηκε. Μετά τον Εσπερινό είπα στον Γέροντα: Είδα αυτό και αυτό. Και ο Γέροντας μου απάντησε: Ήταν, παιδί μου, η προσευχή που ανεβαίνει ως θυμίαμα.

Τότε τον ρώτησα: Πώς εγώ Γέροντα, αμαρτωλός άνθρωπος, βλέπω τέτοια πράγματα; Και μου λέει: Ναι, παιδί μου, είσαι αμαρτωλός αλλά είσαι εν μετανοία.

Οι Αρχάγγελοι

Διηγείτο ο Γέροντας: Μια φορά, με κάλεσαν να λειτουργήσω σε ένα κελί, που ήταν αφιερωμένο στη Σύναξη των Αρχαγγέλων. Την ώρα της Θείας Λειτουργίας είδα ζωντανούς τους Αγίους Αρχαγγέλους, οι οποίοι έψαλλαν εν χορώ λέγοντας: Πότε θα «αναλύσεις» από αυτή τη ζωή, π. Εφραίμ, για να έρθεις μαζί μας να υμνούμε τον Κύριο;

Στρίψε το καΐκι για τα Καρούλια!

Καρούλια, Άγιο Όρος

Κάποια φορά τον ρώτησα: Πείτε μου, Γέροντα, κάποιο θαυμαστό γεγονός που ζήσατε. Μου λέει: Μια φορά, με κάλεσαν στη Νέα Σκήτη, να λειτουργήσω. Πήγα με τα πόδια από τα Κατουνάκια μέχρι τη Νέα Σκήτη. Όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, στο μουράγιο της Νέας Σκήτης, είχε έρθει το καΐκι, το οποίο έκανε το δρομολόγιο: Νέα Σκήτη, Αγιάννα, Καρούλια, Καυσοκαλύβια και έφθανε μέχρι τη Μεγίστη Λαύρα. Φυσούσε νοτιάς και είχε αρκετό κύμα. Λέω στον καπετάνιο: «Καπετάνιε, θα πιάσεις Καρούλια;». Αυτός βλέποντας τον καιρό, μου λέει: «Παπά, μπορεί ναι, μπορεί όχι». Εγώ χωρίς να το πολυσκεφθώ, πήδηξα μέσα στο καΐκι, για να αποφύγω την ανηφορική πορεία, μέχρι το κελί μας, που δεν ήταν και μικρή. Αφού το καΐκι έπιασε Αγιάννα, και εντωμεταξύ ο αέρας είχε «φρεσκάρει» και είχε πολύ μεγάλο κύμα, παρέκαμψε τα Καρούλια και ανοιχτά από το πέλαγος, πήγαινε στα Καυσοκαλύβια. Λέω στον καπετάνιο: «Καπετάνιε, Καρούλια πηγαίνω!», και ο καπετάνιος μου απαντάει: «Τι σου είπα, παπά, μπορεί ναι, μπορεί και όχι; Τώρα σου λέω όχι! Κατέβα στα Καυσοκαλύβια. Μ’ αυτό το κύμα δεν μπορώ να πιάσω Καρούλια» (στα Καυσοκαλύβια «απάγκιαζε» και μπορούσε να πιάσει το καΐκι). Δεν ήταν που η διαδρομή από το μουράγιο των Καυσοκαλυβίων μέχρι τα Κατουνάκια είναι πολύ ανηφορική και κουραστική, ήταν ότι με έπιασε η θάλασσα και κινδύνευα να κάνω εμετό. Λέω στον καπετάνιο: «Καπετάνιε, λειτούργησα και κατέλυσα. Ζαλίζομαι και θα κάνω εμετό και μετά θα έχω κανόνα» (40 μέρες δεν θα μπορούσα να λειτουργήσω). Ο καπετάνιος δεν καταλάβαινε από αυτά και προχωρούσε για Καυσοκαλύβια, λέγοντας: «Τι να σε κάνω παπά;» Τότε σηκώνομαι όρθιος και του λέω προστακτικά: «Στρίψε το καΐκι για τα Καρούλια!» Αυτός φοβισμένος αλλά και θυμωμένος μου λέει: «Να πιάσω Καρούλια, παπά, να σπάσω το καΐκι να ησυχάσεις!» και πιάνοντας με θυμό το τιμόνι, έστριψε για Καρούλια. Εκείνη τη στιγμή έπεσε η θάλασσα ακαριαίως και έγινε λάδι. Ο καπετάνιος τα ’χασε! Δεν πίστευε στα μάτια του. Γιατί φυσιολογικά, η θάλασσα σταματώντας ο αέρας με τέτοιο κύμα που είχε, θα ήθελε ώρες να ηρεμίσει. Μου λέει ο καπετάνιος: «Κάποιο μεγάλο Άγιο έχεις παπά μου! Τέτοιο μεγάλο θαύμα δεν το έχω ξαναδεί». Και του λέω: «Ποιο μεγάλο Άγιο! Η Παναγία το έκανε το θαύμα». Και αφού κατέβηκα στα Καρούλια, συνέχισε το καΐκι για Καυσοκαλύβια με τη θάλασσα λάδι.

Παναγία μου, Παναγία μου

Ο Γέροντας εκτός από τις επισκέψεις της Θείας Χάριτος, κατά παραχώρηση Θεού, δοκιμάστηκε και από επιθέσεις πονηρών πνευμάτων. Ας αναφέρουμε ένα περιστατικό. Έλεγε ο Γέροντας: Μια φορά, ενώ προσευχόμουν στο κελί μου, γέμισε ο τόπος από πονηρά πνεύματα τα οποία έπεσαν απάνω μου και με ακινητοποίησαν. Δεν μπορούσα ούτε το σταυρό μου να κάνω, ούτε την Ευχή να πω με το στόμα μου. Το μόνο που μπορούσα ήταν να επικαλούμαι νοερώς το όνομα της Παναγίας, λέγοντας με πόνο: Παναγία μου, Παναγία μου. Μέσα σε λίγη ώρα, μη μπορώντας να αντέξουν την προσευχή στη Χάρη της, με άφησαν και εξαφανίστηκαν. Έτσι, απελευθερώθηκα. Και σε εμένα συνέβη την ώρα της προσευχής, να πέσει ένα τρομερό βάρος στην πλάτη μου, που κόντεψε, να με συνθλίψει. Μόλις με τη βοήθεια του Θεού ελευθερώθηκα, έτρεξα στο κελάκι του Γέροντα φοβισμένος, να του πως τι μου συνέβη. Τότε εκείνος σκέφτηκε για λίγο και μου είπε: Παιδί μου, αμαρτίες πληρώνεις.

Τίμα ἰατρὸν…γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος

Ο γιατρός Νικόλαος Μπαλδιμτσής και ο άγιος

Ο Γέροντας εκτιμούσε την κλασική ιατρική και τα κλασικά φάρμακα τα οποία τα έπαιρνε με εμπιστοσύνη. Την υπακοή που έκανε στις ιατρικές συμβουλές και θεραπείες, δεν την συνάντησα σε άλλον άνθρωπο. Όταν μιλούσε ο γιατρός, σαν να μιλούσε ο Θεός! Ακριβής εφαρμογή του: «Τίμα ἰατρὸν…γὰρ αὐτὸν ἔκτισε Κύριος». Μια φορά, είχε επιβαρυνθεί τόσο η υγεία του, που πίστεψε ότι είχε έρθει το τέλος του. Έσπευσα επειγόντος, να δω τι συμβαίνει. Με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή, βελτιώθηκε τόσο γρήγορα η υγεία του, που και ο ίδιος δεν το πίστευε. Μόλις αισθάνθηκε τις δυνάμεις του να επανέρχονται, άρχισε αμέσως τον κανόνα του. Σταυρωτά κομποσκοίνια με μικρές μετάνοιες που τις έκανε πάνω στο περβάζι του παραθύρου του κελιού του βιάζοντας και σωματικά τον εαυτό του. Αφού πέρασαν δυο τρεις μέρες ιατρικής θεραπείας και παρακολούθησης, και κατάλαβε ότι η υγεία του βελτιώθηκε πολύ, μου είπε: Πήγαινε, παιδί μου, στους Δανηιλαίους που σήμερα γιορτάζει το κελί τους, να ανάψεις ένα κερί (ήταν των Αγιορειτών Πατέρων). Το έκανε αυτό, για να ξεσκάσω λιγάκι. Εκεί χοροστατούσε, ως επίσημος καλεσμένος, ο σεβαστός και πολύ αγαπητός μας επίσκοπος Σάμου, Πατήρ Παντελεήμων, με τον οποίο, σε μια διακοπή της αγρυπνίας, συναντηθήκαμε ιδιαιτέρως. Τότε μου «εξομολογήθηκε» ο Σεβασμιώτατος τη στενοχώρια του, γιατί ο τυπικάρης μοναχός, που ως γνωστόν ρυθμίζει, ως εξουσία έχων, όλη την αγρυπνία, δεν του επέτρεπε να προσκομίσει τα αμέτρητα ονόματα που πάντα μνημόνευε: Στις επανειλημμένες παρακλήσεις μου ότι χρειάζομαι πολύ χρόνο για την Προσκομιδή, μου έλεγε: «Θα περιμένετε, Σεβασμιώτατε, όταν θα έρθει η ώρα, θα σας πω εγώ πότε θα προσκομίσετε!». Όσο για μένα επέστρεψα στο κελί, γιατί είχα την έννοια του Γέροντα.

Όταν χρειάστηκε κάποτε να πλύνω το παρθενικό και πολύπαθό του σώμα, καταλάβαινα ότι ο Γέροντας ντρεπόταν, αλλά μου είπε: Να με πλύνεις, παιδί μου. Εξ’ άλλου και ο Μέγας Βασίλειος που ήταν τόσο ασκητικός, αλλά ήταν και γιατρός, συνιστούσε τα λουτρά για το καλό της υγείας του ανθρώπου. Μου έκανε εντύπωση ότι και γι’ αυτό, ήθελε να έχει τη σχετική σύμφωνη γνώμη των Αγίων, για να είναι αναπαυμένος.

Για να φανεί η θαυμαστή υπακοή του, αναφέρουμε ένα περιστατικό. Ο Γέροντας φορούσε κάτι παλιά παπούτσια, τα οποία είχαν στραβώσει με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να σκοντάψει όταν βάδιζε και να πέσει. Οι πατέρες της συνοδείας του τον παρακαλούσαν να φορέσει καινούργια παπούτσια, αλλά ο Γέροντας προτιμούσε τα παλιά, λόγω του ασκητικού του φρονήματος. Γι’ αυτό με παρακάλεσαν να του το πω, σαν ιατρική εντολή. Μόλις του το είπα, υπό τύπον ιατρικής οδηγίας, αμέσως είπε: Να ‘ναι ευλογημένο!

Η ευωδία του Αγίου Πνεύματος

Κάποτε ένας ιερομόναχος, που ήταν σε μια μητρόπολη, επισκέφτηκε τον Γέροντα με έναν θεολόγο και έναν φοιτητή. Ο Γέροντας τους δέχθηκε στο κελί του καθισμένος στο κρεβατάκι του. Απηύθυναν στον Γέροντα το ερώτημα, πώς γίνεται το Άγιο Πνεύμα να ευωδιάζει αφού είναι Θεός άυλος. Ο Γέροντας τους λέει: Η ευωδία του Αγίου Πνεύματος είναι η ευωδία που αποπνέουν τα Άγια Λείψανα και οι θαυματουργές εικόνες, όπως για παράδειγμα η Παναγία η Πορταΐτισσα. Τότε του λένε: Γέροντα, οι εικόνες και τα Άγια Λείψανα είναι υλικά και ευωδιάζουν. Μπορεί το Άγιο Πνεύμα να ευωδιάζει χωρίς να υπάρχει κάτι το υλικό; Ο Γέροντας δεν τους μίλησε. Έμεινε σιωπηλός. Ξαφνικά, ευωδίασε η ατμόσφαιρα του κελιού με μια έντονη, ουράνια ευωδία. Ο ιερομόναχος και ο θεολόγος κοίταζαν ο ένας τον άλλον κατάπληκτοι, χωρίς να μιλούν. Ο Γέροντας τότε τους είπε: Άντε, να πηγαίνετε τώρα. Όταν βγήκαν έξω από το κελί, ρωτούσε ο ένας τον άλλον: «Τί ήταν αυτό, τι ήταν αυτό;» Ο τρίτος της παρέας τους κοίταζε περίεργα. Δεν είχε καταλάβει τίποτα!

Οι ψυχικές ασθένειες

Μια φορά, ρώτησα τον Γέροντα να μου πει την γνώμη του σχετικά με τους ψυχικά ασθενείς. Μου λέει: Ορισμένοι ψυχικά ασθενείς στην πραγματικότητα είναι δαιμονισμένοι. Αυτοί δεν μπορούν να θεραπευτούν με φάρμακα, αλλά χρειάζονται πνευματική αγωγή, δηλαδή μετάνοια, εξομολόγηση, υπακοή στον πνευματικό και τις κατάλληλες ευχές της Εκκλησίας. Υπάρχουν όμως και ψυχικά άρρωστοί που δεν είναι δαιμονισμένοι. Όπως αρρωσταίνει το σώμα, έτσι αρρωσταίνει και η ψυχή. Αυτοί χρειάζονται ιατρική θεραπεία. Μου ανέφερε ένα παράδειγμα: Όταν ήταν περίοδος μεγάλων εορτών, Χριστούγεννα, Πάσχα κ. ά., οι εφημερίδες είχαν τυπωμένες κάποιες εικόνες της Γέννησης, της Ανάστασης κλπ. Όταν ψωνίζαμε διαφορά πράγματα από τη Δάφνη, κυρίως τρόφιμα, οι παντοπώλες που ήταν κοσμικοί άνθρωποι τα τύλιγαν με φύλλα εφημερίδων. Εγώ στο κελί βλέποντας αυτές τις εικόνες, όπως ήταν τσαλακωμένες, σκεφτόμουν να κάψω τις εφημερίδες στη φωτιά. Μετά σκέφθηκα. Μπορεί να είναι εικόνα πάνω στην εφημερίδα και τσαλακωμένη, αλλά είναι εικόνα. Ας την κόψω με ένα ψαλιδάκι και ας την βάλω κάπου. Όταν ανέβηκα στον πνευματικό μου, να εξομολογηθώ, του ανέφερα αυτό το θέμα. Απ’ έξω στεκόταν ένας καλόγερος ο οποίος μου λέει αγριεμένος: «Και αυτό, μωρέ, το εξομολογήθηκες; Εγώ σε παρακίνησα, να κάψεις τις εικόνες! Και αν το έκανες θα σε δίκαζα σαν εικονομάχο». Έφριξα, όταν τον άκουσα. Ήταν ο καημένος δαιμονισμένος και μιλούσε το δαιμόνιο. Του λέω: «Τον βλέπεις τον πειρασμό;» Μου λέει: «Τον βλέπω. Να, εδώ στέκεται». Πες: «Κύριε, Ιησού, Χριστέ ελέησόν με».

Μόλις είπε την Ευχή μια φορά, μου λέει: «Τον βλέπω να ταράζεται». Με την δεύτερη μου λέει: «Τον βλέπω να τρέμει». Και με την τρίτη έσκασε και εξαφανίστηκε. Τι μεγάλη δύναμη έχει η Ευχή! Αυτός ο καημένος ήταν έγγαμος και όταν αρρώστησε ψυχικά, η οικογένειά του δεν μπορούσε να τον υποφέρει. Έτσι, ήρθε στο Άγιον Όρος και υποτάχθηκε σε κάποια απλά γεροντάκια. Όσο καιρό έκανε υπακοή, ήταν ήσυχος, ειρηνικός. Όταν άρχισε να μην υπακούει στους Γέροντες, γιατί έβλεπε ότι δεν ζουν ‘υψηλή’ πνευματική ζωή, άρχισε να τους περιφρονεί. Αμέσως εμφανίστηκε το πρόβλημα. Το εργόχειρό του ήταν να κατεβαίνει σε μια δύσβατη περιοχή, κοντά στη θάλασσα, όπου υπήρχαν πλάκες που με την εξάτμιση του θαλασσινού νερού μάζευαν αλάτι, το οποίο αυτός το συνέλεγε. Αυτό ήταν το εργόχειρό του. Όταν άρχισε τις ανυπακοές, πήγε για το εργόχειρό του και δεν ξαναγύρισε. Άγνωστη η τύχη του. Τότε τον ρώτησα: Και πώς Γέροντα ο γιατρός θα ξεχωρίσει τον ψυχοπαθή από τον δαιμονισμένο; (επειδή παρουσιάζουν παρόμοιες εκδηλώσεις και μάλιστα στην κλασική ψυχιατρική τα άτομα που έχουν πνευματικό πρόβλημα αναφέρονται ότι έχουν παραλήρημα θρησκευτικού τύπου). Και μου απάντησε: Αν παιδί μου, είναι Χριστιανός Ορθόδοξος θα καταλάβει ποιος είναι ψυχοπαθής και ποιος είναι δαιμονισμένος. Τότε τον ρώτησα για τις ικανότητες κάποιων γιόγκι που μπορούν να βλέπουν χιλιόμετρα μακριά και να κάνουν κάποια υπερφυσικά πράγματα: Πώς το εξηγείτε αυτό Γέροντα; Στην ερώτησή μου αυτή, απάντησε: Άκουσε, παιδί μου, η ψυχή έχει πολλές δυνατότητες, έχει πολλές δυνάμεις, μεταξύ των οποίων και η διόραση. Αυτά είναι φυσικά ψυχικά χαρίσματα, αλλά εμείς τα αγνοούμε, γιατί ζούμε ζωή σαρκική. Αυτοί οι άνθρωποι, φαίνεται, εφαρμόζουν κάποια άσκηση στον εαυτό τους. Και έτσι, τα φυσικά αυτά χαρίσματα εκδηλώνονται. Όμως, εδώ είναι η διαφορά. Επειδή αυτές είναι πνευματικές δυνάμεις, σ’ αυτούς τους ανθρώπους εύκολα τα πονηρά πνεύματα ενώνονται μ’ αυτές και οδηγούνται οι άνθρωποι στην πλάνη. Ενώ στους ανθρώπους του Θεού, τους ορθόδοξους χριστιανούς, ενώνεται το Άγιο Πνεύμα με αυτές τις δυνάμεις της ψυχής και έτσι οι δυνάμεις αυτές πλατύνονται, δυναμώνουν και αγιάζονται. Ο άνθρωπος μετέχει των χαρισμάτων του Θεού. Είναι το καθ’ ομοίωσιν.

Η έμφυτη κοινωνικότητα

Άλλοτε πάλι μου έλεγε: ο άνθρωπος έχει έμφυτη την κοινωνικότητα. Όταν είχα ακόμη τα γεροντάκια και τα διακονούσα, λίγο πιο πάνω από το κελί μας, ήταν ένας Γέροντας, ο πατήρ Γεδεών (Κύπριος την καταγωγή) ο οποίος όταν «κοιμήθηκε» ο Γέροντάς του, έμεινε μόνος του. Έκανε τα καθήκοντά του, και επειδή ήταν «λεπτός άνθρωπος» δεν ήθελε να έρχεται στο κελί μας, χωρίς κάποιο συγκεκριμένο λόγο και να μας απασχολεί. Ένα απόγευμα, ακούω κάποιον να χτυπάει έναν τενεκέ με ένα ξύλο. Βγαίνοντας, βλέπω αυτόν το Γέροντα έξω από το κελί του και του λέω: «Γέροντα, θες κάτι;». Και μου απαντά: «Αυτό που θέλω, τώρα δεν μπορείς να το καταλάβεις. Αργότερα θα το καταλάβεις». Όταν «κοιμήθηκαν» όλοι οι πατέρες και ζούσα μόνος μου, τότε κατάλαβα γιατί χτυπούσε τον τενεκέ ο Γερο- Γεδεών. Ήθελε να ακούσει μια ανθρώπινη φωνή. Και αυτό ήταν μια παρηγοριά. Ένα απόγευμα, βγήκα έξω και του φώναξα: «Εεε! Πάτερ Γεδεών!» Και μου λέει: «Ορίστε Γέροντα!» «Τώρα κατάλαβα γιατί χτυπούσες τον τενεκέ».

Οι κεκρυμμένοι αγίοι

Ο Γέροντας γνώριζε αγίους ανθρώπους, ερημίτες, γεμάτους από Άγιο Πνεύμα που ήταν κεκρυμμένοι. Άγνωστοι στους ανθρώπους, γνωστοί όμως στον Θεό και σ’ αυτούς που ήθελε ο Θεός να αποκαλύψει. Μια φορά είπε σ’ ένα γνωστό του: Πάμε να επισκεφτούμε έναν ερημίτη που είναι όντως άγιος. Μόλις έφτασαν στην σπηλιά του και ο Γέροντας τον χαιρέτισε, ο ερημίτης αφού κοίταξε τον γνωστό του Γέροντα, τον προσφώνησε με το όνομά του και του είπε: Έκανες, έκανες, έκανες… Φτάνει πια! Καιρός είναι τώρα να νοικοκυρευτείς. Ο άνθρωπος αυτός έμεινε εμβρόντητος. Αυτούς τους κεκρυμμένους αγίους τους ζήλευε ο Γέροντας. Ταλάνιζε μάλιστα τον εαυτό του, λέγοντας: Με την ευχή του διαβόλου, βγήκε φήμη για μένα, ότι είμαι άγιος. Για να αρχίσουν να ’ρχονται καραβάνια προσκυνητών και περιέργων και έτσι να χάσω και τη λίγη ησυχία που έχω.

Αξίζει να αναφέρουμε την εξής διήγηση του Γέροντα: Όχι μακριά από το κελί μας, έμενε ένα γεροντάκι, σχεδόν κατάκοιτο. Με είχε ειδοποιήσει, μετά τη Θεία Λειτουργία να μην καταλύσω, αλλά να πάω να τον κοινωνήσω με το Άγιο Ποτήριο. Εγώ το ξέχασα και κατέλυσα. Αυτό συνεχίστηκε και σε άλλες Θείες Λειτουργίες.

Πριν τη Θεία Λειτουργία, έλεγα «να μην ξεχάσω να πάω να τον κοινωνήσω», και κάθε φορά έφευγε από το μυαλό μου και κατέλυα. Στο τέλος είπα: «εδώ κάτι συμβαίνει»! Πήγα λοιπόν και τον επισκέφθηκα και αφού του εξήγησα τι πάθαινα, τον ρώτησα: «Τι σκέφτεσαι Γέροντα, όταν με περιμένεις να σε κοινωνήσω;». Και μου απαντάει: «Μου λέει ο λογισμός μου ότι δεν είναι Θεία Κοινωνία αυτό που θα μου φέρεις, αλλά ψωμί και κρασί». Είπα τότε μέσα μου: «Α, έτσι εξηγείται αυτό που μου συνέβη τόσες φορές, να καταλύω και μετά να το θυμάμαι».

Ο Γέροντας έλεγε: Εγώ παιδί μου, δεν εξομολογώ κοσμικούς, γιατί δεν έχω πείρα της κοσμικής ζωής. Καλογέρους, μάλιστα! Όταν τον ρώτησα να μου πει τη γνώμη του για ένα πνευματικό θέμα, μου είπε: Παιδί μου, εγώ δεν είμαι σε θέση να παίρνω πληροφορία για όλα τα θέματα. Αν πάρω πληροφορία, θα σου πω.

Και η υπομονή, κουράζεται

Για το θέμα της υπομονής μου διηγήθηκε: Ήταν εδώ πιο κάτω ένα γεροντάκι το οποίο έπεσε και έσπασε το πόδι του. Πήγα και τον επισκέφθηκα. Τον ρώτησα: «Πώς πας Γέροντα;» Μου απάντησε: «Καλά Γέροντα. Δόξα το Θεό. Επίσκεψη του Κυρίου!». Αφού πέρασε αρκετός καιρός και επιβαρύνθηκε η κατάστασή του, μετά ζητούσε βοήθεια. Έλεγε: «Βοηθήστε με, πατέρες. Φέρτε μου, έναν γιατρό» και σχολίασε ο Γέροντας: Είχε κουραστεί η υπομονή του. Γιατί και η υπομονή, κουράζεται.

Οι πνευματικές του «θεραπείες»

Το πόσο θεοφώτιστες ήταν οι πνευματικές του «θεραπείες» θα φανεί από το εξής περιστατικό. Μια φορά, είχα φιλοξενηθεί σε αγιορείτικη Καλύβη. Εκεί εγκαταβίωνε ένας ιερομόναχος και πνευματικός, άνθρωπος ζηλωτής. Αυτός είχε πάρει ευλογία από τον Γέροντά του, να συμβουλεύεται σε πνευματικά θέματα τον Γέροντα Εφραίμ. Μου διηγήθηκε λοιπόν, ότι συμμετείχε στην αγρυπνία της εορτής του Αγίου Αθανασίου, στη Μεγίστη Λαύρα. Την ώρα της ακολουθίας, από φθόνο του διαβόλου, είχε έναν μεγάλο πειρασμό τον οποίο αδυνατούσε να αντιμετωπίσει. Αφού ενημέρωσε τον προεστώτα, ξεντύθηκε τα ιερατικά του και μέσα στην νύχτα έκανε την πολύ μεγάλη διαδρομή Λαύρα-Κατουνάκια. Ο Γέροντας τον υποδέχθηκε πατρικά και τον ρώτησε τι του συμβαίνει. Όταν τον άκουσε, του λέει: Άκου, πάτερ μου. Όταν έχεις τέτοιο πειρασμό, θα κρατάς την αναπνοή σου, όσο μπορείς, όσο αντέχεις. Αν δεν περάσει με την πρώτη, θα το επαναλάβεις δεύτερη φορά. Με την τρίτη, οπωσδήποτε θα φύγει ο πειρασμός. Η έλλειψη οξυγόνου από το σταμάτημα της αναπνοής, είναι μεγάλο φάρμακο, γιατί το σώμα χάνει τη δύναμή του και «πέφτει». Και το σπουδαιότερο, σε κανέναν δεν γίνεται αντιληπτό. Ο εν λόγω ιερομόναχος, αφού πήρε το «φάρμακο», γύρισε από την ίδια διαδρομή στην Λαύρα, όπου η αγρυπνία συνεχιζόταν και συμμετείχε στη Θεία Λειτουργία.

Το θαύμα του Αγίου Νεκταρίου

Ας αναφέρουμε ένα θαύμα του Αγίου Νεκταρίου που μας διηγήθηκε ο Γέροντας: Κάποτε, ανοίγοντας ένα από τα τσουβάλια με το σιτάρι που είχαμε στην Καλύβη μας και εν συνεχεία ανοίγοντας όλα τα υπόλοιπα τσουβάλια, διαπίστωσα ότι το σιτάρι είχε σκουληκιάσει. Πιθανώς, επειδή ήταν πολύ ζεστός ο καιρός. Πολύ λυπήθηκα! Γιατί, αυτό το σιτάρι ήταν άχρηστο. Εκείνη τη στιγμή θυμήθηκα τον Άγιο Νεκτάριο που είναι τόσο θαυματουργός. Ο π. Γεράσιμος Μικραγιαννανίτης, ο υμνογράφος του Αγίου, είχε ένα τεμάχιο του αγίου λειψάνου. Εγώ το γνώριζα. Πήγα στην Μικρή Αγιάννα και ανέφερα στον πατέρα Γεράσιμο το πρόβλημά μου. Πήρα ένα κομμάτι βαμβάκι και το σταύρωσα στο άγιο λείψανο παρακαλώντας τον Άγιο να μας βοηθήσει, γιατί το ζήτημα αυτό δεν ήταν μικρό για μας. Όταν γύρισα στο κελί μας, σε κάθε τσουβάλι, αφού το άνοιξα, έβαλα ένα κομματάκι από το αγιασμένο βαμβάκι. Την άλλη μέρα, ανοίγοντας τα τσουβάλια δεν υπήρχε ούτε ένα σκουλήκι, ούτε ένα σπυρί σιτάρι φαγωμένο. Πόσο φιλάνθρωπος και μεγάλος άγιος είναι ο Άγιος Νεκτάριος!

Ο άγιος Γεώργιος Καρσλίδης

Μια φορά μπαίνοντας στην εκκλησία του κελιού, είδα κρεμασμένη μια ωραία σκαφτή εικόνα του Αγίου Γεωργίου Καρσλίδη με φωτοστέφανο. Τότε, δεν είχε γίνει η αγιοκατάταξή του από το Πατριαρχείο. Στην απορία μου γι’ αυτό μου απάντησε ο Γέροντας: Παιδί μου, είναι άγιος! Και με την ευκαιρία μου ανέφερε ότι είχε επισκεφτεί επανειλημμένα το μοναστήρι του Αγίου, παρά την επιβαρυμένη υγεία του. Μάλιστα μου είπε: Την πρώτη φορά που πήγα στο Μοναστήρι δεν κατάλαβα τίποτα. Καμιά αλλοίωση. Όταν γύρισα όμως στο κελί μου, ο Άγιος μου ανταπέδωσε την επίσκεψη (χωρίς να εξηγήσει το πώς). Στον δε π. Μωυσή που έγραψε τη βιογραφία του Αγίου είπα: «π. Μωυσή και μόνο αυτό το βιβλίο που έγραψες, σου έχουν συγχωρεθεί οι μισές σου αμαρτίες».

Ο άγιος Ανδρέας ο διά Χριστό Σαλός

Μια φορά με ρώτησε αν έχω διαβάσει το βίο του Αγίου Ανδρέα του δια Χριστόν Σαλού. Στην αρνητική μου απάντηση είπε: Είναι μεγάλος Άγιος και πρέπει να διαβάσεις το βίο του. Όταν διάβασα τον βίο του Αγίου, μου λέει: Όταν με εκείνο τον βαρύ χειμώνα «αρπάχτηκε» ο Άγιος στον Παράδεισο για παρηγορία δεκαπέντε ημερών, τότε αξιώθηκε να δει τον Κύριο ο οποίος του είπε τρεις λόγους, από τρεις λέξεις τον καθένα. Ο πνευματικός του Αγίου στον οποίο ο Άγιος Ανδρέας διηγήθηκε αυτή τη θαυμαστή «θεωρία» πολύ τον παρακάλεσε να του πει έναν από τους λόγους του Κυρίου. Και ο Άγιος δεν ηθέλησε. Και συνέχισε ο Γέροντας λέγοντας: Εμένα, παιδί μου, μου λέει ο λογισμός ότι ο πρώτος λόγος του Κυρίου ήταν: «Μακάριος εἶ Ἀνδρέα!». Ο δεύτερος ήταν: «Μακάριοι οἱ Χριστιανοί!». Και ο τρίτος λόγος για τον οποίο δοξολόγησαν τον Κύριο όλες οι ουράνιες δυνάμεις ήταν: «Μακάριοι οἱ σεσωσμένοι!». Συνεχίζοντας ο Γέροντας μου είπε ότι: Ο Άγιος αξιώθηκε όλα αυτά για την υπερβολική ξενιτεία του και την παντελή έλλειψη ανθρώπινης ‘παρηγορίας’.

Πιστεύουμε ότι ο Γέροντας ήταν μέτοχος, κατά την δύναμή του, των μεγάλων αυτών αρετών, γι’ αυτό και ο Άγιος του αποκάλυψε αυτά τα απόρρητα.

Το έκζεμα «θυμώνει»

Το μαρτύριο του Γέροντα με τα χρόνια εκζέματα των ποδιών του, παρατάθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του. Οι κνήμες των ποδιών ήταν σαν ψημένες στο φούρνο. Από τις ρωγμές έτρεχαν διάφορα υγρά. Η επιδείνωση του βασανιστικού κνησμού ήταν μεγάλη, όταν ο Γέροντας έτρωγε τροφές ζωικές.

Έλεγε: Άνθρωπος είμαι, παιδί μου. Μετά από ολόκληρη Σαρακοστή, το Πάσχα θέλω να φάω λίγο ψαράκι. Και μια μπουκιά να δοκιμάσω, το έκζεμα «θυμώνει» και αρχίζει τόσο τρομερός κνησμός, που μου έρχεται να τα «φάω» τα πόδια μου. Συνεχίζοντας, μου λέει: Το μαρτύριο του Ιώβ δεν ήταν ο πόνος. Τον πόνο τον υποφέρει ο άνθρωπος. Αλλά ήταν ο ανυπόφορος κνησμός. Ο κνησμός δεν υποφέρεται. Γι’ αυτό και καθόταν γυμνός πάνω στην κοπριά και με το όστρακο έξυνε το σώμα του από το οποίο έτρεχαν συνεχώς υγρά που λέγονται «ιχώρ».

Ακόμη και το νερό που έπινε ο Γέροντας το καλοκαίρι, επειδή ίδρωνε πολύ, το έπινε με εγκράτεια. Έπινε μερικές γουλιές και μου έλεγε: Ας μην πιώ άλλο, παιδί μου, γιατί θα το πληρώσω.

Μια φορά, αφού εξήτασα τον Γέροντα, του περιποιήθηκα τα πόδια του με ειδικές αλοιφές και εντριβές. Ο Γέροντας μου είπε: Θεός σχωρέσει παιδί μου!

Αναπαύθηκαν τα πόδια μου. Σε λίγο μπήκε μέσα στο κελί ένας Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής, που ήταν γνωστός του Γέροντα, ο οποίος με «επίσημο» τρόπο του πρόσφερε το τελευταίο θεολογικό του βιβλίο. Η πληρωμή του Γέροντα και στον καθηγητή και σε μένα ήταν άκρως πνευματική. Στον μεν καθηγητή είπε: Φέρτο εδώ το βιβλίο, βρε παιδί μου. Αυτές τις μέρες ήθελα να διαβάσω και κάτι άλλο. Και ας είναι ό,τι να ‘ναι. Και δείχνοντάς με στον Καθηγητή είπε: Τον βλέπεις τούτον ’δω; Έχει κάνει την τάδε αμαρτία. (Και του αποκάλυψε κάτι που του το είχα αναφέρει προ καιρού). Εφάρμοσε ο Γέροντας και στους δυο μας την θεραπευτική που οδηγεί στο: «καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει».

Σε μια Θεία Λειτουργία που έγινε στην εκκλησία του κελιού ο Γέροντας καθόταν σε ένα πολυθρονάκι. Εμένα μου είπαν να πω τον Απόστολο, τον οποίο απήγγειλα με κατάνυξη. Ο Γέροντας ευχαριστήθηκε και με «πλήρωσε» λέγοντάς με: Ποιος σου έμαθε να ψάλλεις έτσι; Και ολοκληρώνοντας την αμοιβή της ψαλμωδίας, μου έδωσε ένα γερό μπάτσο! Ένας από τους πατέρες δεν κρατήθηκε και μου είπε: Τυχερέ! Πήρες όλη την ευλογία.

Ἔλαμψε τό πρόσωπό του ὅπως ὁ ἥλιος

Μια άλλη φορά, σε μια Θεία Λειτουργία ο Γέροντας έμεινε στο κελί του περιμένοντας τον ιερέα να κατέβει, για να τον κοινωνήσει. Εγώ, επειδή ήθελα να κοινωνήσω, σκέφτηκα: Ας κατέβω να πάρω την ευχή του Γέροντα. Μπαίνοντας μες το κελί του είδα το Γέροντα να έχει πρόσωπο δωδεκαετούς παιδιού. Τα μαλλιά του και τα γένια του ήταν άσπρα. Το πρόσωπό του παιδικό. Έλαμπε μέσα στο φως.

Εγώ τα ’χασα και μόλις που μπόρεσα και του είπα: Γέροντα, ήρθα να πάρω την ευχή σας, αν είναι ευλογημένο, να κοινωνήσω. Συγγνώμη που σας ενόχλησα. Τότε μου απάντησε ζωηρά και χαρούμενα: Ευλογημένο! Eυλογημένο να κοινωνήσεις! Ούτε κατάλαβα πώς βγήκα από το κελί του, πώς ανέβηκα τη σκάλα για την Εκκλησία, πώς μπήκα μέσα και κοινώνησα στη Θεία Λειτουργία! Βρισκόμουν σ’ έναν άλλο κόσμο. Όταν αργότερα ξαναείδα τον Γέροντα, το πρόσωπό του ήταν το κανονικό.

Η Γερόντισσα Μακρίνα

Ο κ. Μπαλδιμτσής, ο μακαριστός Μητροπολίτης Σάμου κυρός Παντελεήμων και η μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα

Μια ιδιαίτερη πνευματική σχέση είχε αναπτυχθεί μεταξύ του Γέροντα πατρός Εφραίμ και της Γερόντισσας Μακρίνας, που ήταν ηγουμένη στην Ι.Μ. Οδηγήτριας Πορταριάς Βόλου. Στο Μοναστήρι της Γερόντισσας, γέροντας ήταν ο πατήρ Εφραίμ, ο Προηγούμενος της Ι.Μ. Φιλοθέου. Μεταξύ των δύο Γερόντων υπήρχε μεγάλος πνευματικός σύνδεσμος, επειδή είχαν κοινό πνευματικό πατέρα τον Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή. Όταν ο Γέροντας Εφραίμ, ο Φιλοθεΐτης επισκέφθηκε τα Κατουνάκια, μίλησε στον Γέροντα για την Γερόντισσα Μακρίνα, εκθειάζοντας τις αρετές της. Τότε ο Γέροντας του λέει χαμογελώντας: Δεν χρειαζόμαστε τις δικές σας συστάσεις. Έχουμε και εμείς λίγη προσευχή. Θα σου πω εγώ ποια είναι η Γερόντισσα Μακρίνα. Όταν ο Γέροντας πληροφορήθηκε τα σχετικά με την Γερόντισσα, θαύμασε την καθαρότητά της, την νήψη της ψυχής της, το χάρισμα της αδιάλειπτης προσευχής, την ελεήμονα καρδιά της, την ιδιαίτερη σχέση της με την Παναγία: Έμεινα εκστατικός, συνέχισε ο Γέροντας, και είπα. Πω, πω, τι είναι αυτή η Γερόντισσα! Από τότε αυτοί οι δύο μεγάλοι πομποί και δέκτες της Θείας Χάριτος, ήταν σε συνεχή επαφή. Έλεγε η Γερόντισσα: Όταν αρρώστησα σοβαρά, παρακαλούσα την Παναγία μας να φωτίσει τον Γέροντα να προσευχηθεί για μένα. Μόλις έκλεινα τα μάτια μου, βρισκόμουν καθαρά, μέσα στο κελί του, στα Κατουνάκια και έβλεπα τον Γέροντα να κάνει για την υγεία μου σταυρωτά κομποσκοίνια. Άνοιγα τα μάτια μου, ήμουν μες στο κελί μου. Έκλεινα τα μάτια μου, ήμουν μες το κελί του Γέροντα, στα Κατουνάκια. Τι θαύμα ήταν αυτό!

Η Γερόντισσα Μακρίνα και η μοναχή Παρθενία

Μια από τις μοναχές της Γερόντισσας Μακρίνας, η πολύπαθη Παρθενία, με πολλά πνευματικά χαρίσματα και ηδύφωνος ψάλτρια της Μονής, παραχώρησε ο Θεός να ασθενήσει από καρκίνο. Είχε φοβερούς πόνους στα οστά, λόγω μεταστάσεων. Επειδή, ως γιατρός, την εξήταζα θαύμαζα την υπομονή της. Και με την ευχή της γερόντισσας και την παράκληση της ασθενούς, της έκανα μερικές εντριβές στην πλάτη της, προς ανακούφιση. Είναι αυτό που έλεγε ο Άγ. Γέροντας π. Γεώργιος Καψάνης, ότι το χάρισμα της ‘παρηγορίας’ το έδωσε ο Θεός στους πνευματικούς και στους γιατρούς. Με παρακάλεσε η Γερόντισσα, όταν ανέβω στο Όρος στον Γέροντα Εφραίμ, να απευθύνει παρακλητικούς λόγους προς την αδελφή Παρθενία. Τα λόγια του Γέροντα με ένα κασετοφωνάκι τα ηχογράφησα και τα έφερα στο Μοναστήρι. Ο Γέροντας μακάριζε την αδελφή Παρθενία για την ασθένειά της, την οποία θεωρούσε επιβράβευση της μοναχικής της ζωής. Έλεγε: Μακάρι, να έδινε και σε εμάς ο Θεός τέτοιο δώρο! Ανέφερε μάλιστα τα λόγια της Αγίας Ειρήνης Χρυσοβαλάντου (την οποία ο Γέροντας υπεραγαπούσε) που έλεγε στις μοναχές της: «Αν είχα παρρησία στον Θεό, θα τον παρακαλούσα να είστε όλες άρρωστες»! Τελειώνοντας ο Γέροντας την ομιλία του, έλεγε με δυνατή φωνή: Παρθενία, Παρθενία, σε ζηλεύω. Μου έλεγε δε ιδιαιτέρως: Το πόσο η ασθένεια και οι πόνοι της ‘ανέβασαν’ πνευματικά την μοναχή Παρθενία, λόγω της υπομονής και καρτερίας της, δεν μπορώ να σου περιγράψω. Την μια στιγμή, βλέπω την Παρθενία να είναι ψηλότερα από την Γερόντισσα. Μετά βλέπω την Γερόντισσα ‘να δίνει μια’ και να περνάει μπροστά από την Παρθενία. Και πάλι η Παρθενία, να περνάει μπροστά από την Γερόντισσα. Τέτοια θαυμαστή πνευματική άμιλλα υπάρχει σ’ αυτές τις ψυχές!

Τότε με ρώτησε ο Γέροντας: Πώς συνδέθηκες πνευματικά με την Γερόντισσα Μακρίνα; Και έδωσε ο ίδιος την απάντηση: Αυτό το κομποσκοινάκι (δείχνοντάς μου το κομποσκοίνι του) σε συνέδεσε με την Γερόντισσα Μακρίνα. Ο Γέροντας πάντα τόνιζε ότι η τροφή της πνευματικής ζωής είναι το κομποσκοινάκι, δηλαδή η προσευχή. Γι’ αυτό και έλεγε: Έγραψα σε μια Γερόντισσα, σε ένα μοναστήρι, η οποία, ενώ είχε πάθει εγκεφαλικό, επέμενε να συνεχίζει τα πνευματικά και διοικητικά της καθήκοντα, ως ηγουμένη. Της έγραψα λοιπόν: «Παραχώρησε τη θέση σου με όλες τις μέριμνες αυτές, σε μια νεότερη αδελφή. Και εσύ ασχολήσου με το κομποσκοινάκι. Δεν σε ωφελεί να συνεχίσεις αυτό που κάνεις». Και συμπλήρωσε: Δύσκολα, παιδί μου, ο άνθρωπος παραιτείται από την εξουσία, ώστε να ζήσει το: «κατέπαυσεν ἀπὸ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ».

Προσκύνημα στα Ιεροσόλυμα και το Σινά

Ένας μεγάλος πόθος του Γέροντα ήταν να επισκεφτεί και να προσκυνήσει τα Ιεροσόλυμα, τον Πανάγιο Τάφο και το Σινά. Αξιώθηκε να πραγματοποιήσει αυτό το όνειρό του. Μάλιστα, έλεγε: Πώς τα κατάφερα με τα πόδια μου, που ήταν σχεδόν παράλυτα και με δυσκολία πήγαινα μέχρι την τουαλέτα, να κάνω τέτοιο ταξίδι! Αφού προσκύνησε ο όσιος Γέροντας τα Άγια Προσκυνήματα στα Ιεροσύλημα και μετά επισκέφτηκε το Σινά, έλεγε: Ήθελα να ανέβω στην κορυφή του Σινά, όπου ο Μωυσής είδε τον Θεό. Πράγμα ανθρωπίνως αδύνατο, λόγω της υγείας μου. Αλλά έβαλα κάτω από το σκούφο μου ένα μαντίλι, πήρα και μια ράβδο, και είπα: «Θα ανέβω και ας μείνουν τα ‘κώλα’ μου στην έρημο. Έτσι λοιπόν, έγινε το θαύμα. Η ζωντανή ψυχή του Γέροντα ζωοποίησε και δυνάμωσε το σχεδόν νεκρό του σώμα και ανέβηκε μέχρι την κορυφή του Σινά με τα πόδια. Όταν τελείωσαν τα προσκυνήματα έλεγε: Ήθελα, παιδί μου, να πάω να δω τις πυραμίδες που είναι και αυτές τόσο θαυμαστές κατασκευές και δείχνουν τη σοφία με την οποία πλούτισε ο Θεός τον άνθρωπο. Αλλά δυστυχώς δεν μας ‘έπαιρναν’ οι μέρες και γύρισα πίσω στην Ελλάδα και στο κελί μου στα Κατουνάκια. Με συγκίνηση μου διηγείτο τα αισθήματα που ένιωσε όταν προσκύνησε τον Πανάγιο Τάφο. Ήταν από τις κορυφαίες στιγμές της ζωής του. Σαν να προσκύνησε τον αναστημένο Χριστό. Αλλά, πώς μπορούν να εκφραστούν τα ανέκφραστα;

Μην αμελείτε το εργόχειρό σας

Ένα από τα βασικά στοιχεία του χαρακτήρα του Γέροντα ήταν η ειλικρίνεια και η τιμιότητα. Μια φορά μου είπε: Είχα, παιδί μου, μια επιθυμία να χτίσω μια εκκλησία προς τιμή της Παναγίας μας. Αφιερωμένη στην Κοίμησή της που είναι η πιο επίσημη γιορτή της. Δεν αξιώθηκα να την πραγματοποιήσω. Ήθελα μόνο με τον κόπο μου, με το εργόχειρό μου και όχι με δωρεές από τον κόπο άλλων ανθρώπων. Αν δεχόμουν δωρεές, έπρεπε να τις ξεπληρώσω με ανάλογες Θείες Λειτουργίες και κομποσκοίνια. Και επειδή το πρόγραμμά μου είναι ήδη επιβαρυμένο, δεν δέχτηκα τίποτε γιατί θα είχα έλεγχο στη συνείδησή μου. Ούτε την σύνταξη του ΟΓΑ δέχθηκα από το κράτος, γιατί δεν ήμουν αγρότης. Τον άκουγα που έλεγε στην συνοδεία του: Πατέρες, μην αμελείτε το εργόχειρό σας, γιατί αλλιώς θα πεινάσετε. Ήθελε να εφαρμόσουν τη δική του ‘συνταγή’ στην ζωή τους.

Η τύφλωση του Γέροντα

Η τελευταία περίοδος της ζωής του, περίπου μια διετία, ήταν το επιστέγασμα της μαρτυρικής του πορείας. Ενώ είχε κάνει εγχείρηση καταρράκτη και στα δυο του μάτια, και έτσι έβλεπε και διάβαζε πολύ καλά και χαιρόταν γι’ αυτό, προοδευτικά λόγω πολλών μικροεγκεφαλικών επεισοδίων στην οπτική περιοχή του εγκεφάλου, άρχισε να το φως του σιγά, σιγά να ελαττώνεται, ώσπου στο τέλος τυφλώθηκε. Μου έλεγε: Ποτέ, παιδί μου, δεν μου πέρασε από το νου μου, ότι θα μπορούσα να χάσω το φως μου και να τυφλωθώ. Αλλά αφού το θέλησε ο Θεός, κάνω υπομονή. Και γι’ αυτό τον παρακαλώ. Υπομονή να μου δίνει. Έτσι, έσβησε το αισθητό φως από τα χερουβικά του μάτια. Αυξήθηκε όμως μέσα του το νοερό φως και έτσι έβλεπε καθαρότερα τα πνευματικά πράγματα. Σιγά, σιγά καθηλώθηκε στο κρεβάτι. Αυτός που ήταν το ‘ζαρκάδι του Χριστού’, όπως τον είχε αποκαλέσει ένας από τους πατέρες. Μπορούσε όμως να ακούει και να μιλάει. Τα λόγια του ήταν πολύτιμα, θεοφώτιστα. Το απόσταγμα της πνευματικής του ζωής.

Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος

Μια φορά, την ώρα που τον εξήταζα λέει: Εκείνο που μου έλειψε, είναι η Θεία Λειτουργία. Εκείνο το: «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Λέγοντας αυτά τα λόγια, ‘έσπασε’ η φωνή του και άρχισε να κλαίει. Πόσα χρόνια λειτούργησα και πόσες ευλογίες μου χάρισε ο Θεός με τη Θεία Λειτουργία! Και εσείς, παιδί μου, έξω στον κόσμο μην περιμένετε να κοινωνήστε από Κυριακή σε Κυριακή. Είναι πολύ αραιά. Να βρείτε έναν ζηλωτή ιερέα και τουλάχιστον μια φορά μεσοβδόμαδα, να κάνετε μια σύντομη Θεία Λειτουργία νωρίς το πρωί. Να κοινωνάτε και μετά να πηγαίνετε στη δουλειά σας. Έβλεπα τα χεράκια του και μου ερχόταν στον νου από την Ακολουθία της Υπαπαντής το: « Ή λαβίς ή μυστική ή τον άνθρακα Χριστόν». Σκεπτόμενος ότι αυτά τα χέρια με την καθημερινή Θεία Λειτουργία τόσων δεκαετιών, πράγματι έγιναν μυστικές λαβίδες.

Πες μου τη δοκιμασία και τον πειρασμό που βιώνεις για να σου πω, τι Χάρη έχεις από το Θεό

Η υγεία του επιδεινώθηκε και προοδευτικά παρουσίασε δυσκολία στην κατάποση. Έχασε δε και τη φωνή του. Τότε έπαθε και γαστρορραγία. Λόγω δεν της καταστάσεώς του φροντίσαμε να κάνει μετάγγιση αίματος στο κελί του.

Επειδή θα πέθαινε από ασιτία και αφυδάτωση, του βάλαμε ρινογραστρικό καθετήρα σίτισης. Ο Γέροντας με τη φροντίδα των πατέρων της συνοδείας του, σιτιζόταν με αυτό τον τρόπο, με τροφές αλεσμένες και τα υγρά που χρειαζόταν ο οργανισμό του. Έζησε έτσι μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν και δεν μιλούσε, και δεν έβλεπε, όταν του λέγαμε κάτι ευχάριστο, γελούσε, που σημαίνει ότι ο νους και η ψυχή του λειτουργούσαν. Όταν ήταν καλά, πάντα έλεγε: Εδώ είμαστε ερημίτες. Ο ερημίτης βιώνει την ησυχία. Και συμπλήρωνε: Πες μου τη δοκιμασία και τον πειρασμό που βιώνεις για να σου πω, τι Χάρη έχεις από το Θεό. Ήταν η περίοδος της ζωής του που βίωσε το πλήρωμα της Χάριτος του Θεού.

Σε αυτή την τελευταία περίοδο της ζωής του, την τόσο μαρτυρική απήλαυσε αυτό που πάντα επιθυμούσε. Τη σιωπή, την αμέριμνη ζωή, την αδιάλειπτη προσευχή. Πιστεύω ότι ήταν η μεγαλύτερη ευλογία του Θεού και επιβράβευση των κόπων του. Και η εκπλήρωση των επιθυμιών του, γιατί ήταν όντως: «ἀνὴρ ἐπιθυμιῶν τοῦ Πνεύματος». Όταν ο Θεός θέλησε σταμάτησε η θεοφόρος καρδιά του και το μεν χώμα δέχτηκε το πολύπαθο και αθλητικότατο σώμα του, η δε άνω Ιερουσαλήμ την αγιασμένη του ψυχή απ’ όπου πρεσβεύει για όλους μας.


Η ιστοσελίδα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου ευχαριστεί τον φίλο γιατρό και συνεργάτη κ. Νικόλαο Μπαλδιμτσή, για το υπέροχο κείμενο που μας απέστειλε. Σημειωτέον, ότι ορισμένες φωτογραφίες του αγίου Εφραίμ που διανθίζουν το κείμενο είναι από το προσωπικό αρχείο του κ. Μπαλδιμτσή.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 27 Αὐγούστου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
15: 29-38

Ἀδελφοί, τί ποιήσουσιν οἱ βαπτιζόμενοι ὑπὲρ τῶν νεκρῶν; εἰ ὅλως νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, τί καὶ βαπτίζονται ὑπὲρ τῶν νεκρῶν ; τί καὶ ἡμεῖς κινδυνεύομεν πᾶσαν ὥραν; καθ᾽ ἡμέραν ἀποθνῄσκω, νὴ τὴν ὑμετέραν καύχησιν, ἣν ἔχω ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. Εἰ κατὰ ἄνθρωπον ἐθηριομάχησα ἐν ᾽Εφέσῳ, τί μοι τὸ ὄφελος; εἰ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, Φάγωμεν καὶ πίωμεν· αὔριον γὰρ ἀποθνῄσκομεν. Μὴ πλανᾶσθε· Φθείρουσιν ἤθη χρηστὰ ὁμιλίαι κακαί. Ἐκνήψατε δικαίως καὶ μὴ ἁμαρτάνετε, ἀγνωσίαν γὰρ Θεοῦ τινες ἔχουσιν· πρὸς ἐντροπὴν ὑμῖν λέγω. ᾽Αλλὰ ἐρεῖ τις· Πῶς ἐγείρονται οἱ νεκροί; ποίῳ δὲ σώματι ἔρχονται; ἄφρων, σὺ ὃ σπείρεις οὐ ζῳοποιεῖται ἐὰν μὴ ἀποθάνῃ· καὶ ὃ σπείρεις, οὐ τὸ σῶμα τὸ γενησόμενον σπείρεις ἀλλὰ γυμνὸν κόκκον εἰ τύχοι σίτου ἤ τινος τῶν λοιπῶν· ὁ δὲ Θεὸς δίδωσιν αὐτῷ σῶμα καθὼς ἠθέλησε, καὶ ἑκάστῳ τῶν σπερμάτων τὸ ἴδιον σῶμα.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 10-17

Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι βῆμα Θεοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
21: 23-27

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐλθόντι τῷ Ἰησοῦ εἰς τὸ ἱερὸν καὶ διδάσκοντι προσῆλθον αὐτῷ οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ πρεσβύτεροι τοῦ λαοῦ λέγοντες· Ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιεῖς; καὶ τίς σοι ἔδωκεν τὴν ἐξουσίαν ταύτην; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἐρωτήσω ὑμᾶς κἀγὼ λόγον ἕνα, ὃν ἐὰν εἴπητέ μοι, κἀγὼ ὑμῖν ἐρῶ ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ. τὸ βάπτισμα τὸ Ἰωάννου πόθεν ἦν, ἐξ οὐρανοῦ ἢ ἐξ ἀνθρώπων; οἱ δὲ διελογίζοντο παρ’ ἑαυτοῖς λέγοντες· Ἐὰν εἴπωμεν, ἐξ οὐρανοῦ, ἐρεῖ ἡμῖν, διατὶ οὖν οὐκ ἐπιστεύσατε αὐτῷ· ἐὰν δὲ εἴπωμεν, ἐξ ἀνθρώπων, φοβούμεθα τὸν ὄχλον, πάντες γὰρ ἔχουσι τὸν Ἰωάννην ὡς προφήτην. καὶ ἀποκριθέντες τῷ Ἰησοῦ εἶπον· Οὐκ οἴδαμεν. ἔφη αὐτοῖς καὶ αὐτός· Οὐδὲ ἐγὼ λέγω ὑμῖν ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ ταῦτα ποιῶ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΦΑΝΟΥΡΙΟΥ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
15:17 – 16:2

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν. ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν διὰ τὸ ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τὸν πέμψαντά με. εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. ὁ ἐμὲ μισῶν καὶ τὸν πατέρα μου μισεῖ. εἰ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα ἐν αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχον· νῦν δὲ καὶ ἑωράκασι καὶ μεμισήκασι καὶ ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου. ἀλλ’ ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῷ νόμῳ αὐτῶν, ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν. ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ· καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς μετ’ ἐμοῦ ἐστε. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα μὴ σκανδαλισθῆτε. ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς· ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Mνήμη του Αγίου ενδόξου Μάρτυρος Φανουρίου του νεοφανούς (27 Αυγούστου)

Άγιος Μεγαλομάρτυς Φανούριος

Mνήμη του Αγίου ενδόξου Μάρτυρος Φανουρίου του νεοφανούς

Φανούριος φώς πάσι πιστοίς παρέχει,
Καν εις σκότος δ’ έκειτο της γαίας μέγα.
Εικάτι εβδομάτη Φανουρίου σηκός γήθεν φάνθη.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Φανούριος

Ο Άγιος Φανούριος είναι από τους πιο αγαπητούς άγιους σε όλο τον ελληνικό λαό, που κάθε χρόνο τιμά και πανηγυρίζει την μνήμη του στις 27 Αυγούστου.

Αυτός ο τόσο αγαπητός άγιος θα μπορούσε να χαρακτηριστεί χωρίς αμφιβολία ως δώρο Θεού, διότι ήταν και παράμενε άγνωστος για πολλούς αιώνες. Έγινε γνωστός από την τυχαία εύρεση της εικόνας του τον 14ο αιώνα μ.Χ. στη Ρόδο, όταν έσκαβαν παλιά σπίτια στο νότιο μέρος του παλιού τείχους. Εκεί βρέθηκε αρχαίος ναός με πολλές κατεστραμμένες εικόνες και μεταξύ αυτών και η καλά διατηρημένη εικόνα επί της οποίας ο τότε μητροπολίτης Ρόδου Νείλος ο Β’ ο Διασπωρινός (1355 – 1369 μ.Χ.) διάβασε το όνομα του Αγίου «ὁ ἅγιος Φανῶ».

Στην εικόνα, ο Άγιος παριστανόταν σαν νεαρός στρατιώτης, κρατώντας στο δεξιό του χέρι σταυρό, πάνω στον όποιο υπήρχε λαμπάδα αναμμένη, γύρω δε από την εικόνα τα 12 μαρτύρια του. Σε αυτά ο Μάρτυς παρουσιαζόταν: να στέκεται ανάμεσα σε στρατιώτες και να δικάζεται από τον ηγεμόνα· να πλήττεται απ’ αυτούς με πέτρες στο στόμα και την κεφαλή· να μαστιγώνεται πάλι απ’ αυτούς απλωμένος κατά γης· να κάθεται γυμνός και να ξέεται το σώμα του με σιδερένια νύχια· να είναι κλεισμένος στη φυλακή· να βασανίζεται μπροστά στο βήμα του ηγεμόνα· να καίεται στα μέλη του σώματος του με αναμμένες λαμπάδες· να είναι δεμένος σε μάγγανο και να βασανίζεται· να βρίσκεται ανάμεσα σε θηρία αβλαβής· να είναι ξαπλωμένος κατά γης και να πιέζεται το σώμα από ένα μεγάλο λίθο· να είναι μέσα σε ειδωλολατρικό ναό βαστάζοντας στις παλάμες του αναμμένα κάρβουνα και ο διάβολος να δραπετεύει στον αέρα με θρήνους· να στέκεται μέσα σε ένα καμίνι φωτιάς έχοντας υψωμένα τα χέρια σε σχήμα δεήσεως.

Τον αρχαίο ναό που βρέθηκε η εικόνα, ανοικοδόμησε, ύστερα από πολλές προσπάθειες, ο Νείλος και τον αφιέρωσε στο όνομα του Αγίου Φανουρίου, που όπως φαίνεται συνέταξε και την Ακολουθία του.

Ένα από τα πολλά θαύματα του Αγίου Φανουρίου είναι το εξιστορούμενο στη συνέχεια. Τα χρόνια εκείνα εξουσίαζαν την Κρήτη οι Ενετοί, οι οποίοι δεν επέτρεπαν την παρουσία Ορθοδόξου Αρχιερέως στη μεγαλόνησο. Τέσσερεις άνδρες για να λάβουν τη χειροτονία ταξίδευσαν από την Κρήτη στην Κορώνη της Πελοποννήσου και κατά την επιστροφή αιχμαλωτίστηκαν από τους Αγαρηνούς, οι οποίοι φόνευσαν τον ένα και τους άλλους τρεις μετέφεραν στα Παλάτια (Μίλητο).

Όταν ο πνευματικός τους πατήρ, ονόματι Ιωνάς, πληροφορήθηκε το γεγονός, ταξίδεψε μέχρι τη Ρόδο και εκεί διαπραγματεύθηκε την απελευθέρωσή τους με τον άρχοντα Γεώργιο Πετρανή, ο οποίος είχε εμπορικές σχέσεις με τους τούρκους των Παλατίων. Λόγω όμως πολεμικών αναταραχών στην περιοχή η προσπάθεια να αφεθούν ελεύθεροι έγινε δυσχερέστερη. Ο Ιωνάς, κατά την εκκλησιαστική συνήθεια, επισκέφθηκε τον μακάριο Νείλο και εκείνος του έκανε λόγο για τον Άγιο Φανούριο και τα θαύματά του, προτρέποντάς τον να επικαλεστεί την αντίληψη και βοήθειά του για το πρόβλημα που τον απασχολούσε. Πράγματι ο πνευματικός έπραξε όπως τον προέτρεψε ο Μητροπολίτης και μετά μερικές μέρες έφθασε μήνυμα από τα Παλάτια ότι οι εξελίξεις ήταν θετικές. Οι αιχμάλωτοι Ιερείς με θαυμαστό τρόπο αφέθηκαν ελεύθεροι και ο πνευματικός τους πατήρ Ιωνάς από ευγνωμοσύνη προς τον Μεγαλομάρτυρα, επιστρέφοντας, μετέφερε στην Κρήτη αντίγραφο της Εικόνας του και τελούσε έκτοτε πανηγυρικά τη μνήμη του.

Η αγάπη και η τιμή με την οποία περιβάλλεται ο Άγιος Φανούριος έγινε αφορμή να δημιουργηθούν διάφορες ωραίες και ευλαβείς παραδόσεις στο λαό μας, ανάμεσα στις οποίες είναι και το εορταστικό έθιμο της «Πίττας του Αγίου Φανουρίου», ή της «Φανουρόπιττας» που γίνεται την παραμονή της εορτής του. Η πίτα αυτή είναι συνήθως μικρή και στρογγυλή σαν μικρός άρτος, μοιράζεται στους πιστούς και γίνεται άλλοτε για να φανερώσει κάποιο χαμένο αντικείμενο ή κάποια χαμένη υπόθεση ή ακόμα να φανερώσει την υγεία σε κάποιον ασθενή.Υπάρχει επίσης και παράδοση ότι με τη πίτα αυτή γίνεται μνεία της μητέρας του, αλλά άγνωστο για ποιο λόγο.

Πηγή: https://saint.gr/908/saint.aspx

Ὁ ἅγιος Φανούριος καὶ ἡ ὡριμότητα τῆς πνευματικῆς μας ζωῆς (27.8.2017)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ ΙΒ΄ Ματθαίου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ, τοῦ ὁμώνυμου ἱεροῦ ἡσυχαστηρίου τοῦ ἁγίου στὴ Σκουριώτισσα τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (27.8.2017).

Φωτογραφία περιοχῆς Σκουριώτισσας: IX-ANDROMEDA

Ἡ μουσικὴ στοὺς τίτλους ἔναρξης καὶ τέλους εἶναι ἀπὸ τὴ σύνθεση «Uşşak Şarkı» τῶν Σωκράτη Σινούπουλου και Derya Turkan, ποὺ περιέχεται στὸ ἄλμπουμ «Γράμμα ἀπὸ τὴν Πολὴ» τῆς Golden Horn Productions (2003).

Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών Ποιμένος (27 Αυγούστου)

Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών Ποιμένος

Ως εκ λύκου χαίνοντος ηρπάγη βίου,
Ποιμήν το θρέμμα του μεγίστου Ποιμένος.
Ποιμένα ες μέγαν εβδόμη εικάδι ώχετο Ποιμήν.

Όσιος Ποιμήν

Oύτος ο Όσιος εκατάγετο από την Aίγυπτον. Aναχωρήσας δε από την πατρίδα του με όλους τους αδελφούς του, έγινε μαζί με αυτούς Mοναχός. H δε μήτηρ αυτών κινουμένη από τον μητρικόν πόθον, επήγεν εις την Σκήτην διά να τους ιδή. Oι δε υιοί της έκλεισαν την πόρταν του κελλίου των, διά να μη την ιδούν. Eκείνη δε έκλαιεν έξω με πόνον καρδίας και εφώναζεν. O δε Aββάς Aνούβ ο ένας από τους αδελφούς, λέγει προς τον Ποιμένα, τι να κάμωμεν εις την γραίαν ταύτην; Tότε ο Ποιμήν ήλθεν εις την πόρταν, και από μέσα λέγει αυτή, τι κλαίεις γραία; H δε ακούσασα την φωνήν του Ποιμένος, είπε, θέλω να σας ιδώ τέκνα μου. Tί γαρ θέλω σας βλάψω, ανίσως μόνον σας ιδώ; Δεν είμαι εγώ μήτηρ σας; Δεν ευρίσκομαι εγώ τώρα εις βαθύ γηρατείον; Tότε ο Ποιμήν απεκρίθη εις αυτήν· πού θέλεις να μάς ιδής, εις τούτον τον κόσμον, ή εις τον άλλον; H δε μήτηρ αυτών εκατάλαβε το νόημα των λόγων του Ποιμένος, όθεν μετά χαράς ανεχώρησε χωρίς να τους ιδή.

Όσιος Ποιμήν

Mίαν φοράν ηθέλησεν ο άρχων της χώρας εκείνης να ιδή τον Aββάν Ποιμένα. Kαι πιάσας τον ανεψιόν του διά τινας κακίας οπού έκαμεν, έβαλεν αυτόν εις την φυλακήν, λέγων, εάν έλθη εδώ ο θείος του Aββάς Ποιμήν, και ιδώ αυτόν, ευθύς θέλω ελευθερώσω τον ανεψιόν του. O δε Ποιμήν τούτο μαθών, δεν ηθέλησε να υπάγη εις τον άρχοντα. H δε μήτηρ του φυλακωθέντος, επήγε προς τον αδελφόν της Ποιμένα παρακαλούσα αυτόν, να υπάγη εις τον εξουσιαστήν διά να λυτρώση τον ανεψιόν του. O δε Ποιμήν, ουδέ απόκρισιν της έδωκεν. H δε αδελφή του εφώναζε, κατηγορούσα και λέγουσα· άσπλαγχνε, ελέησόν με, ότι είναι μονογενής υιός μου και άλλον δεν έχω από αυτόν. O δε Ποιμήν εμήνυσεν εις αυτήν με ένα αδελφόν ταύτα· αναχώρησον και φύγε από εδώ, ότι ο Ποιμήν παιδία δεν εγέννησεν. O δε εξουσιαστής εμήνυσεν εις τον Ποιμένα, ότι καν με τον λόγον μόνον πρόσταξον, και εγώ παρευθύς τον ελευθερόνω. Aλλ’ ο Ποιμήν του εμήνυσε ταύτα. Eξέτασον αυτόν κατά τους νόμους, και εάν ήναι άξιος θανάτου, θανάτωσον αυτόν. Eι δε άξιος θανάτου δεν είναι, ποίησον, ως θέλεις. Tότε ο εξουσιαστής θαυμάσας διά την ακρίβειαν της πολιτείας του, ελευθέρωσε τον ανεψιόν του. Mίαν φοράν ερώτησεν ένας τον Aββάν Ποιμένα τούτον, λέγων. Aνίσως και ιδώ την αμαρτίαν του αδελφού μου, να σκεπάσω αυτόν; O δε Ποιμήν απεκρίθη. Aνίσως ημείς σκεπάσωμεν του αδελφού μας την αμαρτίαν, και ο Θεός σκεπάσει τας εδικάς μας αμαρτίας. Oύτος ο Όσιος ήσκησε κάθε αρετήν τόσον, οπού όλοι οι εν Aιγύπτω και Θηβαΐδι ευρισκόμενοι Πατέρες και ασκηταί, ερρυθμίζοντο και εδιορθόνοντο από αυτόν. Eν τούτοις λοιπόν τοις κατορθώμασι διαπεράσας την ζωήν του ο τρισμακάριστος, και πλήρης ημερών γενόμενος, προς Kύριον εξεδήμησεν1.

Σημείωση

1. O Aββάς ούτος Ποιμήν εις τόσην ταπείνωσιν έφθασεν, ώστε οπού είπεν ο αοίδιμος· «Eγώ λέγω, ότι εις τον τόπον, όπου βάλλεται ο Σατανάς, εκεί βάλλομαι». Kαι πάλιν· «Άνθρωπος δείται της ταπεινοφροσύνης, και του φόβου του Θεού διά παντός, ώσπερ της πνοής της εκπορευομένης εκ της ρινός αυτού». Kαι πάλιν· «Eάν άνθρωπος εαυτόν μέμφηται καρτερεί πανταχού». Περί του Ποιμένος τούτου έλεγον, ότι ποτέ δεν ήθελε να ειπή τον λόγον του ανώτερον άλλου Γέροντος, αλλά μάλλον κατά πάντα επαίνει εκείνον. Όθεν όταν ετύχαινε μετά του Aββά Aνούβ, ουκ ελάλει όλως, παρόντος αυτού. Έλεγε δε και τούτο ο τρισόλβιος Ποιμήν, ότι είπεν ο μακάριος Aντώνιος· «H μεγάλη δυναστεία του ανθρώπου εστίν, ίνα επάνω εαυτού βάλη το ίδιον σφάλμα ενώπιον Kυρίου, και προσδοκήση πειρασμόν έως εσχάτης αναπνοής» (σελ. 281 και 282 του Eυεργετινού).

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)