Αρχική Blog Σελίδα 17

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Mαρκιανού του εν τη Kύρω (2 Νοεμβρίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Mαρκιανού του εν τη Kύρω

Xους Mαρκιανέ τυγχάνων εις χουν λύη,
Tο δόγμα του πλάσαντος ουκ έχων λύειν.

Oύτος ο Όσιος Πατήρ ημών Mαρκιανός, είχε πατρίδα την Kύρον. Aφήσας δε την πατρίδα και την περιφάνειαν του γένους του, επήγεν εις τον ομφαλόν της ερήμου, και εκεί κτίσας ένα τόσον μικρόν κελλάκι, όσον διά να σκεπάζη μόνον το σώμα του, εκλείσθη μέσα εις αυτό, τρίχινα ράσα φορών, ήτοι υφασμένα από γηδίσσας τρίχας. Tο δε φαγητόν του ήτον, το να τρώγη τρεις ουγγίας ψωμί, ήτοι εικοσιτέσσαρα δράμια, κάθε βράδυ. Έπινε δε και τόσον ολίγον νερόν, όσον μόνον διά να ζη. Aφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, απόκτησε δύω μαθητάς, τον Eυσέβιον, λέγω, όστις έγινε και κληρονόμος της καλύβης του, και τον Aγαπητόν, όστις την αγγελικήν αυτήν πολιτείαν μετεφύτευσεν εις την Aπάμειαν. Kαι αυτοί γαρ έκτισαν μικράς καλύβας και ησύχαζον εις αυτάς. Oύτος ο Όσιος έγκλειστος ώντας πάντοτε, δεν απόκτησε ποτέ λυχνάρι. Aλλά φως θεϊκόν άστραπτεν αυτόν κατά τον καιρόν της νυκτός, και έδειχνεν εις αυτόν την σύνθεσιν των γραμμάτων όθεν έβλεπε και εδιάβαζεν. Eίχε γαρ μαζί του ένα μικρόν ψαλτήριον εις ανάγνωσιν. Eπειδή δε μίαν φοράν ευγήκεν από την πλησιάζουσαν έρημον ένας μεγαλώτατος δράκων, όστις εφοβέριζεν, ότι έχει να προξενήση θάνατον και φθοράν, διά τούτο εταράχθησαν οι συνασκηταί του. O δε Άγιος με το δάκτυλόν του μεν, ετύπωσε τον σταυρόν εις τον δράκοντα, με το στόμα του δε, ενεφύσησεν εις αυτόν, και ω του θαύματος! καθώς η καλαμία, ήτοι το άχυρον, οπού μείνη εις το χωράφι μετά το θέρος αναλύεται από την φωτίαν, έτζι και ο δράκων εκείνος, ευθύς εις πολλά κομμάτια διελύθη. Mίαν φοράν επήγεν εις αυτόν ο της Aντιοχείας Eπίσκοπος Φλαβιανός, και ο της Kύρου Eπίσκοπος, και άλλοι μερικοί Eπίσκοποι, και ονομαστοί άνδρες και λόγιοι, οίτινες προτείναντες πολλά ρητά εκ της θείας Γραφής, επαρακάλεσαν αυτόν διά να εύγη έξω από το κελλίον του, χάριν της των αδελφών ωφελείας1. Aλλ’ ο Άγιος, ουδέ να ακούση ταύτα υπέφερεν, αλλ’ έμεινεν εις το κελλίον του έγκλειστος. Oύτος επίστρεψε πολλούς από διαφόρους αιρέσεις εις την αληθή και Oρθόδοξον πίστιν.

Mίαν φοράν η κατά σάρκα αδελφή του Aγίου πέρνουσα από την πόλιν Kύρον φαγητά τινα αρμόδια εις τοιούτον ασκητήν, πέρνουσα δε και τον υιόν της μαζί, επήγεν εις τον Όσιον. O δε Όσιος, την μεν αδελφήν δεν ηθέλησε να ιδή, τον δε υιόν της και ανεψιόν του, εδέχθη μετά χαράς, χωρίς να λάβη από αυτόν κανένα τι δώρον. O δε ανεψιός του επέμενε παρακαλών αυτόν να δεχθή εκείνα οπού τω έφερεν. Όθεν ερώτησεν αυτόν ο Όσιος. Όταν ήρχεσθε εις εμένα, πόσα Mοναστήρια και καλύβας ασκητικάς επεράσατε; Kαι εις ποίους εδώκατε εκ των δώρων σας; O δε ανεψιός απεκρίθη. Eις κανένα δεν εδώκαμεν τίποτε. Tότε ο Όσιος, πηγαίνετε, είπεν, οπίσω, έχοντες μαζί σας εκείνα οπού μοι εφέρετε. Eπειδή διά την φυσικήν συγγένειαν, και όχι διά την αγάπην την προς τον Θεόν και οικειότητα, ταύτα μοι εφέρετε. O θαυμάσιος ούτος Mαρκιανός έγινεν εις όλους μέγας και περιβόητος, και ποθητός, όχι μόνον εις τους πλησιοχώρους, αλλά και εις τους μακράν κατοικούντας. Eπειδή δε έμαθεν, ότι πολλοί εμάχοντο και εφιλονείκουν διά να πάρουν το σώμα του αφ’ ου αποθάνη, και ήδη ετοίμασαν σεντούκια και θήκας, διά να το βάλουν μέσα, και Nαούς οικοδόμησαν εις το όνομά του, επειδή λέγω τούτο έμαθεν ο Όσιος, ώρκισε τον πρώτον του μαθητήν Eυσέβιον, να κρύψη μετά θάνατον το σώμα του εις τόπον απόκρυφον, μακράν από την καλύβην του. Kαι ταύτα διατάξας, απήλθε προς Kύριον.

Σημείωση

1. Tον Bίον του Oσίου τούτου, γράφει ο Θεοδώρητος εν τω τρίτω αριθμώ της Φιλόθεου Iστορίας, αφ’ ου ερανίσθη και το Συναξάριον τούτο. Προσθέττει δε αυτός εκεί, ότι οι ανωτέρω Eπίσκοποι, παρεκάλουν τον Όσιον διά να λαλήση λόγον ωφελείας. O δε Όσιος μεγάλως στενάξας είπεν (αυτολεξεί δε μεταχειρίζομαι εδώ τα λόγια του Θεοδωρήτου)· «O των όλων Θεός καθ’ εκάστην ημέραν, και διά της κτίσεως φθέγγεται, και διά των θείων Γραφών διαλέγεται, και παραινεί τα δέοντα, και εισηγείται τα συμφέροντα. Kαι απειλαίς δεδίττεται, και προτρέπει ταις υποσχέσεσι. Kαι όνησιν ουδεμίαν καρπούμεθα. Πώς τοίνυν Mαρκιανός φθεγγόμενος, ωφελήσειε, τοσαύτην ωφέλειαν μετά των άλλων αποπεμπόμενος; Kαι όνησιν εκείθεν εύρασθαι μη βουλόμενος;» Προσθέττει δε και ότι ο Όσιος ούτος εδίωξεν ένα δαιμόνιον διά μέσου ενός λαδικού, το οποίον έβαλεν ο διακονητής του εις την θύραν του κελλίου του. Eπετίμησεν όμως τον διακονητήν ο Άγιος, διατί τούτο εποίησε. Kαι εφοβέρισε να τον διώξη, εάν κάμη τοιούτον άλλην φοράν. Δεν ήθελε γαρ ο Όσιος να δείχνη εις τους ανθρώπους την αρετήν αυτού.

Mίαν φοράν ένας περιβόητος ασκητής, Άβιτος καλούμενος, ακούων την αρετήν του Mαρκιανού τούτου, επήγε διά να τον ιδή. O δε Mαρκιανός επρόσταξε τον μαθητήν του Eυσέβιον να μαγειρεύση όσπρια και λάχανα, διά να ευφρανθούν μετά του Aβίτου. Aφ’ ου δε ανέγνωσαν την ενάτην ώραν, εκάλεσεν αυτόν ο Mαρκιανός εις την τράπεζαν. Eκείνος δε είπεν, ότι προ του εσπερινού, δεν έχει συνήθειαν να τρώγη, πολλάκις δε και δύω και τρεις ημέρας μένει άσιτος. O δε Mαρκιανός πάλιν εκάλεσεν αυτόν να φάγη διά την αγάπην του. Eπειδή όμως δεν τον έπειθε, εστέναξε και είπεν· «Αλλ’ εγώ τε αθυμώ λίαν και δάκνομαι την ψυχήν. Ότι τοσούτον υπέμεινας πόνον, ίνα τινα φιλόπονον και φιλόσοφον ίδης. Kαι της ελπίδος ψευσθείς, κάπηλόν τινα και άσωτον αντί φιλοσόφου τεθέασαι». Tόσον δε ελυπήθη ο Άβιτος, ώστε οπού επροτιμούσε κάλλιον να ήθελε φάγη κρέας, παρά οπού ήκουσε τοιαύτα λόγια. Tότε λέγει προς αυτόν ο Mαρκιανός· «Kαι ημείς, αδελφέ, την ιδίαν πολιτείαν την εδικήν σου αγαπώμεν, και προτιμώμεν τους κόπους από την ανάπαυσιν. Kαι την νηστείαν από την τροφήν. Kαι όταν νυκτώση, τότε τρώγομεν». «Αλλ’ ίσμεν (είναι ίδια λόγια του Θεοδωρήτου) ότι της αγάπης το χρήμα, της νηστείας εστί τιμιώτερον. Tο μεν γαρ, της θείας έργον νομοθεσίας. Tο δε, της ημών αυτών εξουσίας. Προσήκει δε τους θείους νόμους, των ημετέρων πόνων, πολλώ νομίζειν τιμιωτέρους». Όθεν επιφέρει· «Tίς τοίνυν ουκ αν θαυμάσειε τούδε του ανδρός την σοφίαν; Υφ’ ης κυβερνώμενος, ήδει μεν νηστείας, ήδει δε φιλοσοφίας και φιλαδελφίας καιρόν; Ήδει δε και των της αρετής μορίων το διάφορον; Kαι ποίον ποίω προσήκει παραχωρείν; Kαι τίνι κατά καιρόν διδόναι τα νικητήρια;»

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής, «εχθρός του λαού».

Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης ο Ομολογητής, «εχθρός του λαού».

…Από το 1917 στη Ρωσία άρχισε να μαίνεται ισχυρός ο άνεμος των διωγμών εναντίον της Εκκλησίας του Χριστού από το αθεϊστικό καθεστώς. Ο Χριστός «ξανασταυρώνεται» με τόσο σκληρά διατάγματα και διαγγέλματα, ώστε να λένε: «Εμείς θα διορθώσουμε τα λάθη του Διοκλητιανού και του Νέρωνος». Εκκλησίες βεβηλώνονται ή ισοπεδώνονται. Μοναστήρια πυρπολούνται ή κατεδαφίζονται. Μοναχοί και ιερωμένοι αλλά και λαϊκοί φυλακίζονται και βασανίζονται σκληρά, γιατί παραμένουν πιστοί στην ορθόδοξη πίστη. Οι πρώτοι μάρτυρες καταγράφονται στα Μαρτυρολόγια της Ρωσικής Εκκλησίας. Ήρθε όμως και η σειρά της Γεωργίας. Το Μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής λεηλατήθηκε. Οι μοναχοί συνελήφθησαν. Τους έκλεισαν σε υγρή και σκοτεινή φυλακή, όπου ήταν αναγκασμένοι να ξαπλώνουν σε μία σανίδα κάτω ακριβώς από την οποία αναδύονταν οι οσμές ακαθαρσιών από διερχόμενο υπόνομο.

Ο ηγούμενος της Μονής δεν άντεξε. Υπέκυψε και πέθανε μέσα στη φυλακή. Τον μοναχό Συμεών* (αγιο Γεώργιο Καρσλίδη) τον διαπόμπευσαν κάποια μέρα στους δρόμους και τον περιέφεραν δεμένο και χωρίς ρούχα, φωνάζοντας ειρωνικά γι’ αυτόν: «Να ο προφήτης!».
Σταθεροί στην πίστη οι έγκλειστοι μοναχοί θέλησαν κάποιο Πάσχα και έψαλαν δυνατά μέσα στη φυλακή όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη». Ο διοικητής εξαγριωμένος διέταξε την καταδίκη τους. Αφού τους φόρεσαν λευκούς χιτώνες, τους οδήγησαν δεμένους στην άκρη απόκρημνων βράχων. Και από εκεί τους γκρέμισαν, αφού προηγουμένως τούς πυροβολούσαν ασταμάτητα. Ο μοναχός Συμεών δέχθηκε τρεις σφαίρες. Μία τον χτύπησε στο σιδερένιο περίβλημα της εικόνας της Παναγίας πού φορούσε, η άλλη τον πήρε επιδερμικά στο λαιμό και η τρίτη στα πόδια. Ο Όσιος σώθηκε θαυματουργικά. Και τελικά του χάρισαν τη ζωή, γιατί υπήρχε νόμος πού έλεγε: «Να αθωώνεται κάθε κατάδικος πού δέχεται τρεις σφαίρες όχι θανάσιμες».
Όμως oι εχθροί της πίστεως δεν ησύχασαν. Απαιτούσαν από τον Άγιο να αρνηθεί την Ορθοδοξία του. Και ο Συμεών απάντησε με έντονη φωνή χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι του διοικητή: «Εσύ δεν έχεις εξουσία περισσότερη από τον Θεό». Γι’ αυτό φυλάκισαν τον Όσιο και πάλι, τώρα σε σκληρότερες και πιο απάνθρωπες συνθήκες. Εκεί μέσα στη φυλακή ο Άγιος ασθένησε βαριά, του έπεσαν τα δόντια και υπέφερε φρικτά στα πόδια του. Ο πανάγιος Θεός όμως επεμβαίνει θαυματουργικά, και με παρέμβαση ευ­γενών ανθρώπων της περιοχής εκείνης αποφυλακίζει τον δούλο του. Εξέρχεται ο Όσιος με τα «στίγματα» του μάρτυ­ρος και του ομολογητού. Με μορφή κα­ταπονημένη αλλά φωτεινή. Περιφέρεται τώρα ως διωκόμενος μοναχός. Ζει με εράνους… Οι κακουχίες της φυλακής της Γεωργίας τον είχαν αφήσει ημιπαράλυτο, πολύ αδύναμο και πολλές φορές δυσκολευόταν πολύ να περπατήσει, ώστε τον σήκωναν στα χέρια, για να μετακινηθεί.

*Ο Όσιος Γεώργιος Καρσλίδης εκάρη μοναχός με το όνομα Συμεών στις 20 Ιουλίου 1919 στην Ιερά Μονή Ζωοδόχου Πηγής στην Γεωργία. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονήθηκε ιερεύς στη μονή της αγίας Νίνας στην Μτσχέτα, παίρνοντας το όνομα Γεώργιος, όπως του προείπε ο Άγιος Γεώργιος όταν ήταν μικρό παιδί.

***

Μια χειμωνιάτικη μέρα η Κ.Τ. βρισκόταν στο μοναστήρι. Καθόταν στο κελί του Γέροντα και κοίταζε ένα όμορφο καδράκι που είχε πάνω από τη πόρτα. Το διάβαζε και το ξαναδιάβαζε γιατί της άρεσε πολύ. Ήθελε να το αντιγράψει και μετά να το κεντήσει για να το κάνει ένα ωραίο καδράκι, αλλά δεν είχε ούτε χαρτί ούτε μολύβι. Δεν πέρασε ούτε μισή ώρα κι ο Γέροντας την πλησίασε κρατώντας χαρτί και μολύβι και λέγοντας της:
“Κωνσταντίνα παιδί μου γράψε το”.
Το καδράκι αυτό έγραφε:
“Θεία του οίκου τούτου ευλογία. Όπου πίστις εκεί και αγάπη. Όπου αγάπη εκεί και ειρήνη. Όπου ειρήνη εκεί και ευλογία. Όπου ευλογία εκεί Θεός και όπου Θεός ουδεμία ανάγκη”.

Όταν λειτουργούσε γινόταν άλλος άνθρωπος. Οι εκκλησιαζόμενοι άκουγαν διαφόρους ήχους στο ιερό βήμα από ουράνιους επισκέπτες του. Γονάτιζαν κι έψαλλαν το «Κύριε ελέησον».
Μία φορά είπε ο όσιος στον ψάλτη του: Είχα τόσους αγίους σήμερα, που δεν είχα μέρος να τους βάλω. Τον άγιο Παντελεήμονα τον βάλαμε σε μία γωνία, γιατί δεν υπήρχε χώρος…

Μετά ένα άλλο σαρανταλείτουργο τον ρώτησαν:
—Γέροντα κουράστηκες για να το τελειώσεις;
—Όχι παιδί μου, μου ήταν τόσο ευχάριστο, σαν να έκανα έναν εσπερινό, γιατί ήταν πολύ καλοί άνθρωποι. Ο πατέρας σου έχει ένα πλούσιο τραπέζι σαν του Αβραάμ.
Τότε σκέφθηκε: Εμείς ήμασταν τόσο φτωχοί, που σχεδόν ήμασταν πεινασμένοι, που το βρήκε ο πατέρας μας αυτό το πλούσιο τραπέζι;
—Μη το βλέπεις έτσι, τον διόρθωσε ο όσιος, μπορεί να μη είχε να δώσει, μα η ψυχή του ήθελε πολύ να δίνει, και ο Θεός το μέτρησε σαν να έδινε. Η μάνα σου είναι σαν υπηρέτρια στον πατέρα σου, γιατί ήταν αρκετά κουραστική και τον στενοχωρούσε, όλο γκρίνιαζεΑλλά ο πατέρας σου πάντα με το χαμόγελο της φερόταν και με πολύ καλωσύνη.
Στους συγγενείς σας είχατε και μία τυφλή, που ξεχάσατε να τη γράψετε. Ήταν αγνή και πολύ αγαθή.
—Μα εσύ που την ήξερες, ρώτησε απορημένος ο άνθρωπος.
—Όταν μνημονεύω, έρχεται κι εκείνη στα κόλλυβα, αλλά έρχεται σαν μουσαφίρισσα, δεν ενώνεται με τους άλλους. Τώρα ο καθένας πήγε στη θέση του και για σας άνοιξε δρόμος…

Όταν θα λειτουργούσε, σηκωνόταν γύρω στα μεσάνυχτα για να προσευχηθεί και να ετοιμαστεί για το μέγα μυστήριο.
Ήταν ακούραστος και ιεροπρεπής, δεν βιαζόταν, και στεκόταν μπροστά στην αγία τράπεζα σαν αναμμένη λαμπάδα.
Κάποτε, ενώ ο γέροντας μνημόνευε ονόματα στην αγία πρόθεση, μία χριστιανή άκουγε αδύνατες και άσχημες φωνές να επαναλαμβάνουν κοροϊδευτικά τα ονόματα.
Ήταν οι δαίμονες, πού θορυβούσαν για να σταματήσει η μνημόνευση, στην προσκομιδή διάβαζε πολλά ονόματα.
Ορισμένα τα σημείωνε, είτε ζωντανών είτε νεκρών, κι ενημέρωνε διακριτικά τούς συγγενείς τους για τα προβλήματά τους ή για τον τρόπο πού πέθαναν, ώστε να τελέσουν μνημόσυνα, λειτουργίες και ελεημοσύνες. Καθαροί και αθώοι άνθρωποι τον έβλεπαν ως λειτουργό να μην πατά στην γη.

***

Λόγοι και Διδαχές του Αγίου Γεωργίου Καρσλίδη

…Από τον ‘Οσιο Γεώργιο Καρσλίδη μόνο καλό λόγο θα άκουγες. Πρώτα να προσεύχεστε, η πρώτη λέξη του ήταν η προσευχή, γιατί «η προσευχή, έλεγε, είναι δύναμη, θεραπεία. Και σε μένα που έρχεστε να πάρετε ευχή και εγώ προσεύχομαι για εσάς. Με την προσευχή και την πίστη γίνονται όλα. Άμα δεν πιστεύετε, ότι και να κάνετε είναι άδειο (εύκαιρο, έτσι το έλεγε στα Ποντιακά), άδικα κουράζεστε, αν όμως πιστεύετε, θεραπεύεστε».

Να έχετε πραότητα και αν σας προσβάλλη ο άλλος, , να μη θέλετε να τον εκδικηθείτε, αλλά να τον συγχωρείτε και να του δείχνετε καλοσύνη. Γιατί, παιδιά μου, από το καλό έρχεται καλό, από το κακό ποτέ δεν έρχεται καλοσύνη. Γι’ αυτό και σεις μη μαλώνετε με έναν άνθρωπο, που θα σας πειράξη, γιατί θα πληθύνη το κακό, αλλά δείξετε του καλοσύνη για να ηρεμήση και να έχετε μισθό από τον Θεόν. “Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε” μας λέγει ο Χριστός».

«Ο Θεός φροντίζει για όλους. Η απελπισία είναι σχεδόν απιστία».

«Δεν αντέχω να βλέπω το κακό. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Και μόνο που στη γη πατάμε και σάρκα φοράμε κάθε βήμα μας είναι και αμαρτία».
«Μέσα στην αμαρτία κυλιέται ο κόσμος και δεν το καταλαβαίνει. Αυτά με κουράζουν, δεν αντέχω».

Προφητικά έλεγε: «Θα ‘ρθει καιρός που ο κόσμος θα περάσει δύσκολα χρόνια. Στην αρχή θα φαίνονται καλά, αλλά ύστερα θα υποφέρουν. Ο Θεός κανέναν όμως δεν αφήνει. Μπορεί να πέφτει στην δοκιμασία, αλλά έτσι θέλει ο Θεός, να δοκιμαστούμε και να δούμε ποιος θα αντέξει στην δοκιμασία. Και όποιος αντέξει, κέρδισε. Μετά όλα περνάνε και ο Θεός, ο μεγάλος, θα φέρει τον άνθρωπο πάλι στον δρόμο του…»

«Την Ελλάδα η Ρωσία θα την υποστηρίξει. Η κόκκινη φυλή θα βοηθήσει την Ελλάδα. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και η κόκκινη φυλή θα φωνάξει τον βασιλιά, για να ‘ρθει και να καθίσει στην Πόλη…»

Παιδιά μου, ο κόσμος έχει φύγει από την αθωότητα κι από την καλωσύνη! Κάθε μέρα και προς το κακό φροντίζει να βαδίζη. Όσο περνούν τα χρόνια βαδίζουμε στην καταστροφή και ο Θεός αυτά δεν τα θέλει. Πόση διαφορά υπάρχει σήμερα, από πριν πενήντα χρόνια!

Θα έλθει καιρός, που οι άνθρωποι θα κυκλοφορούν γυμνοί. Θα έχουμε μεγάλους σεισμούς και καταστροφές.

Ένα πρωινό μετά τη Θεία Λειτουργία, ρώτησα τον Γέροντα γιατί έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της Παναγίας. Με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του: «Γιαβρούμ, πως να μη κλαίει η Παναγία μας μ’ αυτά που γίνονται και μ’ αυτά που θα γίνουν…»

«Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά Χριστιανοί, πρέπει να ακολουθήσουμε τα χνάρια του Χριστού μας. Πρέπει πάντα να συγχωρούμε και όχι να βλαστημούμε αυτούς, που μας έφταιξαν».

Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com/2021/11/03/θα-ρθει-καιρός-που-ο-κόσμος-θα-περάσε/

Λόγοι και Διδαχές του Αγίου Γεωργίου Καρσλίδη

…Από τον ‘Οσιο Γεώργιο Καρσλίδη μόνο καλό λόγο θα άκουγες. Πρώτα να προσεύχεστε, η πρώτη λέξη του ήταν η προσευχή, γιατί «η προσευχή, έλεγε, είναι δύναμη, θεραπεία. Και σε μένα που έρχεστε να πάρετε ευχή και εγώ προσεύχομαι για εσάς. Με την προσευχή και την πίστη γίνονται όλα. Άμα δεν πιστεύετε, ότι και να κάνετε είναι άδειο (εύκαιρο, έτσι το έλεγε στα Ποντιακά), άδικα κουράζεστε, αν όμως πιστεύετε, θεραπεύεστε».

Να έχετε πραότητα και αν σας προσβάλλη ο άλλος, , να μη θέλετε να τον εκδικηθείτε, αλλά να τον συγχωρείτε και να του δείχνετε καλοσύνη. Γιατί, παιδιά μου, από το καλό έρχεται καλό, από το κακό ποτέ δεν έρχεται καλοσύνη. Γι’ αυτό και σεις μη μαλώνετε με έναν άνθρωπο, που θα σας πειράξη, γιατί θα πληθύνη το κακό, αλλά δείξετε του καλοσύνη για να ηρεμήση και να έχετε μισθό από τον Θεόν. “Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε” μας λέγει ο Χριστός».

«Ο Θεός φροντίζει για όλους. Η απελπισία είναι σχεδόν απιστία».

«Δεν αντέχω να βλέπω το κακό. Όλοι είμαστε αμαρτωλοί. Και μόνο που στη γη πατάμε και σάρκα φοράμε κάθε βήμα μας είναι και αμαρτία».
«Μέσα στην αμαρτία κυλιέται ο κόσμος και δεν το καταλαβαίνει. Αυτά με κουράζουν, δεν αντέχω».

Προφητικά έλεγε: «Θα ‘ρθει καιρός που ο κόσμος θα περάσει δύσκολα χρόνια. Στην αρχή θα φαίνονται καλά, αλλά ύστερα θα υποφέρουν. Ο Θεός κανέναν όμως δεν αφήνει. Μπορεί να πέφτει στην δοκιμασία, αλλά έτσι θέλει ο Θεός, να δοκιμαστούμε και να δούμε ποιος θα αντέξει στην δοκιμασία. Και όποιος αντέξει, κέρδισε. Μετά όλα περνάνε και ο Θεός, ο μεγάλος, θα φέρει τον άνθρωπο πάλι στον δρόμο του…»

«Την Ελλάδα η Ρωσία θα την υποστηρίξει. Η κόκκινη φυλή θα βοηθήσει την Ελλάδα. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και η κόκκινη φυλή θα φωνάξει τον βασιλιά, για να ‘ρθει και να καθίσει στην Πόλη…»

Παιδιά μου, ο κόσμος έχει φύγει από την αθωότητα κι από την καλωσύνη! Κάθε μέρα και προς το κακό φροντίζει να βαδίζη. Όσο περνούν τα χρόνια βαδίζουμε στην καταστροφή και ο Θεός αυτά δεν τα θέλει. Πόση διαφορά υπάρχει σήμερα, από πριν πενήντα χρόνια!

Θα έλθει καιρός, που οι άνθρωποι θα κυκλοφορούν γυμνοί. Θα έχουμε μεγάλους σεισμούς και καταστροφές.

Ένα πρωινό μετά τη Θεία Λειτουργία, ρώτησα τον Γέροντα γιατί έτρεχαν δάκρυα από τα μάτια της Παναγίας. Με κοίταξε και κούνησε το κεφάλι του: «Γιαβρούμ, πως να μη κλαίει η Παναγία μας μ’ αυτά που γίνονται και μ’ αυτά που θα γίνουν…»

«Αν θέλουμε να είμαστε πραγματικά Χριστιανοί, πρέπει να ακολουθήσουμε τα χνάρια του Χριστού μας. Πρέπει πάντα να συγχωρούμε και όχι να βλαστημούμε αυτούς, που μας έφταιξαν».

Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com/2021/11/03/θα-ρθει-καιρός-που-ο-κόσμος-θα-περάσε/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 1η Νοεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΚΟΣΜΑ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
12:27 – 13:8

Ἀδελφοί, ὑμεῖς ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους. Καὶ οὓς μὲν ἔθετο ὁ θεὸς ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ πρῶτον ἀποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, ἔπειτα δυνάμεις, εἶτα χαρίσματα ἰαμάτων, ἀντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσῶν. Μὴ πάντες ἀπόστολοι; μὴ πάντες προφῆται; μὴ πάντες διδάσκαλοι; Μὴ πάντες δυνάμεις; Μὴ πάντες χαρίσματα ἔχουσιν ἰαμάτων; Μὴ πάντες γλώσσαις λαλοῦσι; Μὴ πάντες διερμηνεύουσι; Ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ κρείττονα. Καὶ ἔτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι. ᾿Εὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμι. Καὶ ἐὰν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσομαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι. ῾Η ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, ἡ ἀγάπη οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει. Ἡ ἀγάπη οὐδέποτε ἐκπίπτει.

ΟΣΙΟΥ ΔΑΥΙΔ ΤΟΥ ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
13:17-21

Ἀδελφοί, πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ τοῦτο. Προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν· πεποίθαμεν γὰρ ὅτι καλὴν συνείδησιν ἔχομεν, ἐν πᾶσι καλῶς θέλοντες ἀναστρέφεσθαι. Περισσοτέρως δὲ παρακαλῶ τοῦτο ποιῆσαι, ἵνα τάχιον ἀποκατασταθῶ ὑμῖν. Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν «τὸν ποιμένα τῶν προβάτων» τὸν μέγαν «ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου», τὸν κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν, καταρτίσαι ἡμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τὸ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ὑμῖν τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ

ΑΓΙΩΝ ΑΝΑΡΓΥΡΩΝ ΚΟΣΜΑ ΚΑΙ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
10:1, 5-8

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσκαλεσάμενος ὁ Ἰησοῦς τούς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. Τούτους τοὺς δώδεκα ἀπέστειλεν ὁ ᾽Ιησοῦς παραγγείλας αὐτοῖς λέγων, Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε, καὶ εἰς πόλιν Σαμαριτῶν μὴ εἰσέλθητε·πορεύεσθε δὲ μᾶλλον πρὸς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου ᾽Ισραήλ. Πορευόμενοι δὲ κηρύσσετε λέγοντες ὅτι ῎Ηγγικεν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε, νεκροὺς ἐγείρετε, λεπροὺς καθαρίζετε, δαιμόνια ἐκβάλλετε· δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε.

ΟΣΙΟΥ ΔΑΥΙΔ ΤΟΥ ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
6: 17-23

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἔστη ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς Ἰουδαίας καὶ Ἱερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος, οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν, καὶ οἱ ὀχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων, καὶ ἐθεραπεύοντο· καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτει ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ’ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας. Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγε· Μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσι καὶ ἐκβάλωσι τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Χαίρετε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε· ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Ε΄ Λουκᾶ, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Κιτίου (03.11.2024).

Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Ε´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ιϚ´ 19-31)

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Ε´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ιϚ´ 19-31).

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

«Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος»

Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, μᾶς παραθέτει μία θαυμάσια παραβολὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.Καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν παραβολὴ προβάλλουν τρία μεγάλα θέματα, ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου: Ὁ πλοῦτος καὶ ἡ χρήση του, ἡ πτωχεία καὶ ἡ ἀντιμετώπισή της, καὶ τὸ χρέος τῆς ἐλεημοσύνης.

Καί, ἡ διαχείριση τῶν τρόπων τούτων ζωῆς, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν κατάληξη τῆς παραβολῆς, καθορίζει τὴ μετὰ θάνατον, τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὴ σωτηρία του, ἤ, ἀλίμονο, τὴν αἰώνια ἀπώλειά του.

Ἡ τροφὴ καὶ τὸ ἔνδυμα ἀποτελοῦν ἀναμφίβολα δύο ἀπὸ τὶς βασικώτερες ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ τροφὴ γιὰ τὴν αὔξηση καὶ συντήρηση τοῦ σώματος, καὶ τὸ ἔνδυμα γιὰ τὴν κάλυψη τῆς γυμνότητάς του καὶ τὴν προφύλαξή του ἀπὸ τὶς ποικίλες καιρικὲς συνθῆκες. Γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν εὔλογα οἱ ἄνθρωποι ἀγωνιζόμαστε στὸν καθημερινὸ τῆς ζωῆς ἀγώνα. Σ᾽ αὐτὸ τὸν ἀγώνα ὅμως ὑποκρύβεται πάντοτε ἕνας κίνδυνος: ἡ κάλυψη τῶν δύο αὐτῶν φυσικῶν ἀναγκῶν νὰ μεταβληθεῖ σὲ πάθος, σὲ αὐτοσκοπό. Ἡ ἀνάγκη δηλαδὴ τῆς ἐνδυμασίας νὰ καταλήξει σὲ πάθος πολυτελοῦς ἔνδυσης ποὺ προκαλεῖ, σὲ χλιδὴ ποὺ διαφθείρει, σὲ ματαιοδοξία βδελυκτὴ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἀνάγκη λήψης τροφῆς, νὰ μεταβληθεῖ σὲ κοιλιοδουλία καὶ κολακεία τῆς σάρκας, μὲ ὅλα τὰ φοβερὰ παρεπόμενα βλαβερὰ γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ πάθη. Τὸν κίνδυνο τοῦτο μᾶς ἐπισημαίνει ἔντονα καὶ τόσο παραστατικὰ ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου, ποὺ μόλις ἀκούσαμε.

Ἂς ἐξετάσουμε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὸ πρῶτο θέμα, αὐτὸ τοῦ πλούτου καὶ τῆς χρήσης του. «Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος», λέγει, ἀρχίζοντας τὴν παραβολὴ ὁ Κύριος. Ἀντίθετα μὲ ὅ,τι κάνει γιὰ τὸν πτωχὸ Λάζαρο, ἀπαξιώνει νὰ ἀναφέρει κἂν τὸ ὄνομα τοῦ πλουσίου, ἐνῶ μᾶς περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα τὴ ματαιόδοξη καὶ φιλήδονη ἐπὶ γῆς ζωή του. Ἀπαγγέλλει τὸ φοβερὸ κατηγορητήριό του καὶ τὸν παρουσιάζει βαριὰ τιμωρούμενο στὴ μεταθανάτια ζωή. Γιατί ὅμως; Ἐπειδὴ ἦταν πλούσιος; Καί, μήπως ὁ πλοῦτος καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι πράγματα καθεαυτὰ ἀπαράδεκτα καὶ κατακριτέα ἀπὸ τὸν Θεό; Ἀσφαλῶς ὄχι, ἀδελφοί! Τὸ πρόβλημα, ἀπὸ πνευματικῆς πλευρᾶς, δὲν ἔγκειται στὴν ὕπαρξη τοῦ νόμιμα ἀποκτηθέντος πλούτου, ἀλλὰ στὴ διαχείρισή του. Ὅπως καὶ ἕνα μαχαίρι, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ νὰ κόψει κάποιος ψωμὶ ἢ νὰ ἐνεργήσει κάτι ἄλλο καλὸ καί, ἀντίθετα, νὰ μαχαιρώσει καὶ φονεύσει μὲ αὐτὸ ἕναν ἄνθρωπο. Ὁ Κύριος δίνει σὲ μερικοὺς πολὺ πλοῦτο, σὲ ἄλλους λιγότερο, καὶ ἀναμένει ἀπὸ τὸν καθένα πῶς θὰ τὸν διαχειρισθεῖ: γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, τὸ καλὸ τῶν ἄλλων καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἢ γιὰ τὸ νομιζόμενο καλὸ τοῦ ἑαυτούλη του, γιὰ νὰ τὸν σπαταλήσει σὲ ἡδονὲς καὶ φαγοπότια, σὰν τὸν πλούσιο τῆς σημερινῆς παραβολῆς; Γιατί, πρέπει ἐδῶ νὰ τονίσουμε, πὼς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε -πρέπει νὰ εἴμαστε- οἱ καλοὶ οἰκονόμοι, δηλ. διαχειριστὲς τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, εἴτε ὑλικῶν, εἴτε πνευματικῶν, καὶ οὐδέποτε νὰ τὰ οἰκειοποιούμαστε, οὔτε νὰ τὰ ἀπολυτοποιοῦμε, οὔτε καὶ νὰ δένεται σ᾽ αὐτὰ ἡ καρδία μας. «Τί ἔχεις, ὅπερ οὐκ ἔλαβες;», ἄνθρωπε, ἐπισημαίνει θεόπνευστα καὶ ὁ θεηγόρος Παῦλος· «εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, ἵνα τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών»; (Α´ Κορ. 4, 7). Καὶ ἀλλοῦ θὰ εἰπεῖ ὁ Κύριος: «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6, 21). Ὁ πλούσιος πρέπει νὰ προσέξει πολλαπλᾶ τὴ ζωή του, γιὰ νὰ μὴν καταλήξει δέσμιος τοῦ πλούτου, ὅπως ἔπαθε καὶ ὁ σημερινὸς πλούσιος. Διέγραψε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ ζοῦσε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του: Ντυνόταν μὲ πορφύρα καὶ βύσσο —τὰ πιὸ ἀκριβὰ δηλαδὴ καὶ βαρύτιμα ἐνδύματα τῆς ἐποχῆς— καὶ εὐφραινόταν «καθ᾽ ἡμέραν λαμπρῶς». Ὄχι κάθε τόσο, τέλος πάντων, μὰ κάθε ἡμέρα! Οἱ φυσιολογικὲς ἀνάγκες τῆς τροφῆς καὶ τοῦ ἐνδύματος εἶχαν τελείως διαστραφεῖ καὶ εἶχαν κυριέψει τὴν καρδιά του σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ δὲν αἰσθανόταν τὴν ἐλεεινὴ καὶ ἄθλια κατάσταση τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου.

Ἂς ἰδοῦμε καὶ τὸ ἄλλο θέμα τῆς παραβολῆς μας: Τῆς πτωχείας καὶ τῆς ἀντιμετώπισής της. Ὁ Κύριος μᾶς δίνει ἀνάγλυφα ἀποτυπωμένη καὶ τοῦ Λαζάρου τὴν εἰκόνα: Ρακένδυτος, ἄρρωστος, πληγιασμένος καὶ παραπεταμένος στὴν ἐξώπορτα τοῦ μεγάρου τοῦ πλουσίου. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῶν λουκουλλείων γευμάτων τοῦ ἀσπλάχνου πλουσίου, ποὺ τοῦ πετοῦσαν ποῦ καὶ ποῦ, σὰν νὰ ἦταν ἄψυχο ζῶο, οἱ ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ. Καὶ ὅμως! Ὁ φαινομενικὰ ἀξιοθρήνητος Λάζαρος ἦταν πάμπλουτος σὲ ἀρετές: Ἔδειχνε ἀπέραντη ὑπομονή· δεχόταν, σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν πτωχεία καὶ τὴν πείνα καὶ τὴν ἀρρώστεια, καὶ δὲν γόγγυζε. Καί, τελικά, αὐτὸς ἀποδείχθηκε ὁ ἀληθινὰ πλούσιος. Γιὰ τὴν ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες τῆς πρόσκαιρης τούτης ζωῆς κληρονόμησε πλοῦτο ἄφθαρτο καὶ ζωὴ αἰώνιο. Ἀντίθετα ὁ πλούσιος, ποὺ ἀπόλαυσε ἁμαρτωλὰ καὶ μὲ ἀχαριστία στὸν Θεὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ βίου τούτου, τώρα φλογίζεται αἰώνια στὰ βάσανα τῆς κόλασης, καὶ ἐπιθυμεῖ μία σταγόνα νεροῦ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Λαζάρου, νὰ σβήσει τὴ φοβερή του δίψα. Διψάει, δηλαδή, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ· γιατὶ κόλαση εἶναι ὁ φοβερὸς χωρισμὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀπὸ τὴ δροσοβόλο Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν κοινωνία τὴν αἰώνια μαζί Του!

Ἂς ἀφήσουμε ὅμως τὸν πλούσιο καὶ τὸν πτωχὸ Λάζαρο τῆς παραβολῆς, κι ἂς ἔλθουμε στὴν ἐποχή μας. Πολὺ φοβοῦμαι πώς, ὄχι μόνο οἱ πλούσιοι, ἀλλά, λίγο πολύ, ὅλοι μας πάσχουμε ἀπὸ τὴ διπλὴ ἀρρώστεια τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς: τὴν ἐπιδεικτικὴ πολυτέλεια καὶ τὴν ἀκόρεστη κοιλιοδουλία. Κατάντησε η κοινωνία μας μία κοινωνία πολυτέλειας, σπατάλης, ἐπίδειξης. Ὁ ἄνθρωπος σήμερα ντύνεται ἤ, ἀναλόγως, γδύνεται!, ὄχι γιατὶ τὸ ἐπιβάλλει ἔτσι ἡ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἡ θεοποιημένη μόδα. Γιατὶ ἔτσι ἀποφασίζουν σκοτεινὰ καὶ πανίσχυρα οἰκονομικὰ ξένα κέντρα καὶ συμφέροντα. Χρόνος καὶ χρῆμα ξοδεύονται ἄφθονα στοὺς νεοειδωλολατρικοὺς ναοὺς τῆς ἐποχῆς, τὰ λεγόμενα «ἰνστιτοῦτα καλλονῆς», «αἰσθητικῆς», καὶ ὅ,τι παρόμοιο. Μὰ καὶ στὴ λατρεία τῆς κοιλιᾶς δὲν ὑστεροῦμε: Χρῆμα καὶ χρόνος ἄφθονα ξοδεύονται καὶ πάλιν, γιὰ νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε ὅ,τι σπάνιο, ὅ,τι πολυτελές. Περιουσίες ὁλόκληρες ξοδεύονται συχνὰ γιὰ τὴν κοιλιὰ καὶ τὶς ἄλλες αἰσχρὲς ἡδονές, ποὺ ἀναπότρεπτα συνδέονται μὲ τὰ φαγοπότια. Βάκχος καὶ Ἀφροδίτη λατρεύονταν καὶ λατρεύονται πάντα -ἀλίμονο!- μαζί. Κι ὅλ᾽ αὐτά, πότε; Ὅταν στὸν κόσμο ὅλο, στὴν Ἀφρική, τὴν Ἀσία, καὶ συχνότατα ὄχι πολὺ μακρυά μας, δίπλα μας, χιλιάδες ἄνθρωποι πεθαίνουν καθημερινὰ ἀπὸ τὴν πείνα. Ὅταν ἑκατομμύρια παιδιὰ ὑποσιτίζονται καὶ πεινοῦν καὶ ζοῦν κάτω ἀπὸ ἄθλιες συνθῆκες. Ὅλοι αὐτοὶ εἶναι οἱ σύγχρονοι Λάζαροι. Καὶ στέκονται κοντά μας, ἀνάμεσά μας. Φθάνει νὰ ἔχουμε ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς νὰ τοὺς ἰδοῦμε! Μήπως δὲν εἶναι γιὰ τοῦτο, ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ ἔλθει ἡ οἰκονομικὴ τούτη σύγχρονη κρίση; Ναί, ἦλθε ὡς παιδαγωγικὴ τιμωρία τῆς πνευματικῆς μας κρίσης, τῆς ἀπομάκρυνσής μας ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὸ ἅγιο θέλημά Του.

Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, ἂς διώξουμε μακρυά μας τὴν πολυτέλεια, τὴν κοιλιοδουλία. Νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ ζήσουμε μὲ μετάνοια, νὰ ἐκζητήσουμε τὸν Θεό πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα. Ἀσφαλῶς, καὶ θὰ φᾶμε καὶ θὰ πιοῦμε καὶ θὰ ντυθοῦμε, ἀλλὰ μὲ μέτρο, ἁπλᾶ καὶ λιτά, ὅσο γίνεται. «Ἔχοντες τροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα», μᾶς παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί, ταυτόχρονα, γιὰ νὰ καταλήξουμε στὸ τρίτο μας θέμα, νὰ ἀνοίξουμε τὰ σπλάχνα μας πρὸς βοήθεια τοῦ πλησίον μας, τοῦ κάθε ἐμπερίστατου καὶ πονεμένου ἀδελφοῦ μας, ὅπως καὶ ὅσο μπορεῖ ὁ καθένας· «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β´ Κορ. 9, 7). Ὅπως ἔζησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ὅπως ἔζησαν καὶ οἱ ἅγιοι Γαλακτίων καὶ Ἐπιστήμη, τῶν ὁποίων σήμερα τελοῦμε τὴ μνήμη, ποὺ σκόρπισαν ἀφθονοπάροχα στοὺς πτωχοὺς τὴν περιουσία τους, ὑπέμειναν ποικίλα βασανιστήρια γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀξιώθηκαν αἰώνιας δόξας στοὺς οὐρανούς. Ἂν ἔτσι ζοῦμε, μὲ ἀγάπη ἀληθινὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον μας, μὲ μετάνοια, μὲ ἐλεημοσύνη καὶ ἐλεήμονα καρδία, θὰ ἔλθει ἀναμφίβολα καὶ σ᾽ ἐμᾶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ εἶναι «ἐλεήμων καὶ μετανοεῖ ἐπὶ κακίαις ἀνθρώπων». Καὶ θὰ εὐλογήσει καὶ τὴν παρούσα μας πρόσκαιρη ζωή, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως τῆς ἱλαρῆς καὶ γλυκείας του ἐκείνης φωνῆς: «Ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε· εἰσέλθετε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ὑμῶν». Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε Ἰησοῦ!

Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ γεύση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ ἡ τεχνητὴ νοημοσύνη (26.10.2025)

Kήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου τοῦ Μυροβλύτου ποὺ τελέσθηκε στὸν ὁμώνυμο πανηγυρίζοντα ἱερὸ ναὸ τῆς κοινότητος Ἁγίου Δημητρίου (Μαραθάσας), τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (26.10.2025).

Τὸ ἀπολυτίκιο τοῦ ἁγίου Δημητρίου ψάλλει ὁ Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος καὶ τὸ ἀπολυτίκιο τῆς μνήμης τοῦ μεγάλου σεισμοῦ ὁ διάκονος Εὐμένιος Ἰνιάτης (ἠχητικὰ ντοκουμέντα ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία).

Βίος καὶ πολιτεία τοῦ Ὁσίου καὶ Θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Δαβὶδ τοῦ ἐν Εὐβοίᾳ ἀσκήσαντος (1 Νοεμβρίου)

Άγιος Δαυίδ ο εν Ευβοία

Ἄξιον εἶναι τῷ ὄντι καὶ χρεωστούμενον, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ Χριστιανοί, νὰ ἀναγινώσκουμε μετ᾿ εὐλαβείας καὶ πόθου πνευματικοῦ τοὺς βίους τῶν ἁγίων, διηγούμενοι τὰς ἀρετὰς καὶ τὰ κατορθώματα αὐτῶν, ὄχι μόνον διὰ νὰ μὴ ἀμνημονήσωμεν τὰ λαμπρὰ ἔργα αὐτῶν καὶ τὰς θαυματουργίας, ἀλλὰ καὶ νὰ μιμηθοῦμε τὴν ζωὴν καὶ πολιτείαν των, ἐξ ὧν ὑπάρχει ὁ σήμερον ἑορταζόμενος ὅσιος Δαβίδ, ὅστις ἐγένετο παιδιόθεν ζηλωτὴς καὶ μιμητὴς τῆς ἀληθοῦς καὶ εὐθείας ὁδοῦ, ἐκλεξάμενος τὴν καθαρωτάτην καὶ ἁγνὴν πολιτείαν, λέγω, τὸν μοναδικὸν βίον, μιμούμενος κατὰ πάντα τρόπον τὸν τῆς ἀσκήσεως δρόμο τῶν ἐναρέτων ὁσίων ἀνδρῶν. Διότι οὗτος ὁ μακάριος διὰ τῶν ἐνθέων καὶ ὑψηλῶν κατορθωμάτων τῆς ἀρετῆς κατεφώτισε τὰς ψυχὰς τῶν ἀνθρώπων καὶ μέχρι τοῦδε παρέχει ἀενάως τὰς χάριτας καὶ τὰς εὐεργεσίας εἰς ἐκείνους, οἵτινες μετ᾿ εὐλαβείας προσκυνοῦσι τὴν πάντιμον αὐτοῦ κάρα καὶ ἐπικαλοῦνται εἰς ἀρωγὴ καὶ βοήθειαν τὸ ἅγιον αὐτοῦ ὄνομα. Πρέπον εἷναι λοιπὸν νὰ διηγηθοῦμε, κατὰ τὸ δυνατὸν ἡμῖν, τοῦ μακαρίου καὶ θεοφόρου τούτου πατρὸς ὁσίου Δαβὶδ τὰς ἀρετὰς καὶ λαμπρὰ θαυμάσια ἔργα καὶ ὅσον τὸ δυνατὸν νὰ μιμηθῶμεν καὶ ἡμεῖς τὰ κατορθώματα αὐτοῦ πρὸς ψυχική μας ὠφέλειαν.

Οὗτος λοιπὸν ὁ ἀληθὴς καὶ γνήσιος ὑπουργὸς τοῦ παναγάθου Θεοῦ ἧτο μὲν ἀπὸ τὴν χώραν ἥτις καλεῖτο Γαρδινίτζα, κειμένη πλησίον τοῦ Ταλαντίου εἰς τὸ παραθαλάσσιον, ἀντικρὺ εἰς τὴν Εὔβοιαν νῆσον, ὅστις ἤκμασε περίπου τὸ 1519 ἔτος, πατριαρχεύοντος ἐν Κωνσταντινουπόλει τοῦ ἀοιδίμου Ἱερεμίου· εἶχε δὲ γεννήτορας θεοσεβεῖς τε καὶ εὐλαβεῖς, καὶ ὁ μὲν πατὴρ αὐτοῦ ἐκαλεῖτο Χριστόδουλος, ὧν κατὰ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης ἐστολισμένος μετὰ χαρίτων καὶ ἀρετῶν, ἡ δὲ μήτηρ αὐτοῦ Θεοδώρα, ἥτις τῷ ὄντι κατεγίνετο εἰς τὸ νὰ ἀναδειχθῇ τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ δῶρον καθαρὸν ἔζων δὲ καί οἱ δύο ἐνάρετως, δηλαδὴ μὲ προσευχάς, μὲ νηστείας, μὲ ἐλεημοσύνες, μὲ δάκρυα, παρακαλοῦντες τὸν ἅγιον Θεὸν ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὰς παγίδας καὶ ἐνέδρας τοῦ πονηροῦ διαβόλου καὶ νὰ τοὺς ἀξιώσῃ τῆς ἐπουρανίου αὐτοῦ βασιλείας. Εἰδὼς δὲ ὁ ἐλεήμων Θεὸς τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς των ἐχαρίσατο αὐτοῖς τέσσαρα τέκνα, τὰ μὲν δύο ἀρσενικά, τὰ δὲ δύο θηλυκά, εἰς τὰ ὁποῖα χαίροντες καὶ εὐφραινόμενοι δόξαζαν τὸ πανάγιον αὐτοῦ ὄνομα, ἐξ ὧν ὁ μακάριος Δαβὶδ εὐφραίνετο καὶ εὐχαριστεῖ τοὺς γονεῖς του περισσότερον, ὡς ἔχων παρὰ τοῦ Κυρίου πλείονας χάριτας. Ὅτε δὲ ἐγένετο τῇ ἡλικίᾳ τριῶν χρόνων ὁ τρισόλβιος, ἐν μιᾷ νυκτὶ καθ᾿ ὕπνον ἐφάνη αὐτῷ ὁ θεῖος Πρόδρομος Ἰωάννης, λέγων, ἀνάστα τέκνον μου καὶ ἀκολούθει μοι καὶ εὐθέως ἠκολούθησε μετὰ χαρᾶς ὡς νὰ ἧτο γέρων, ἔμφρων καὶ συνετός. Ἐξελθόντες λοιπὸν ἀμφότεροι ἐκ τοῦ οἰκήματος ἦλθον εἰς μίαν Ἐκκλησία κειμένη πλησίον τῆς χώρας ταύτης, ἐπ᾿ ὀνόματι τοῦ τιμίου Προδρόμου καὶ βαπτιστοῦ Ἰωάννου, καὶ ἀμέσως εὑρέθη ἡ θύρα τῆς Ἐκκλησίας ἠνεωγμένη τῇ θείᾳ ἐπιταγῇ καὶ εἰσῆλθον ἔνδον τοῦ ναοῦ. Ὁ μὲν θεῖος Πρόδρομος ἐφάνη τῷ μακαρίῳ Δαβὶδ ὅτι ἐστάθη εἰς τὴν εἰκόνα, ἥτις ἔφερε τὸν χαρακτῆρα κατὰ τὸ πρωτότυπον τοῦ Προφήτου, τὸ δὲ παιδίον ἐστάθη ἔμπροσθεν τῆς εἰκόνος μετ᾿ εὐλαβείας, ἔχον τὰς χεῖρας του σταυροειδῶς, εἰς ἓξ ἡμέρας ὁλοκλήρους, ἀνυπόδητο καὶ ἀσκεπές, μόνον μὲ ἕνα ὑποκάμισο, θεωροῦν τὸν τίμιον Πρόδρομο. Οἱ δὲ γονεῖς αὐτοῦ ἐγερθέντες τοῦ ὕπνου καὶ μὴ εὑρόντες τὸ παιδίον ἐλυπήθησαν μεγάλως· ὅθεν περιήλθαν τὴν χώραν ἐρευνώντας διὰ τὸ παιδίον τοὺς καὶ οὐχ εὗρον αὐτὸ διὸ ἐλεεινολογούμενοι ἔκλαιον τὸ αἰφνίδιον τῆς στερήσεως τοῦ παιδός των. Κατὰ τὴν ἕκτη ἡμέραν δηλονότι, ἥτις ἧτο Σάββατον, τῇ αὐτῇ ἑσπέρᾳ κατὰ τὸ ἔθος, κατῆλθεν ὁ Ἱερεύς, ὁ πατὴρ αὐτοῦ στὴν Ἐκκλησίαν ταύτην, ἵνα ψάλει τὸν ἑσπερινὸν μεθ᾿ ἑτέρων ἐγχωρίων του Χριστιανῶν, καὶ ἐξαίφνης ὁρᾷ τὸ παιδίον του ἱστάμενον ἔμπροσθεν τῆς ἱερᾶς εἰκόνος τοῦ τιμίου Προδρόμου, ἀστράπτον τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ἥλιος, καθὃ πεπλησμένον θείας χάριτος, καὶ ἐξέστη ὅλος ὑπὸ τῆς ὑπερβαλλούσης χαρᾶς διὰ τὴν ἀπροσδόκητο εὕρεσιν τοῦ παιδίου του καὶ μετὰ δακρύων λέγει πρὸς αὐτό· τέκνον μου ἀγαπητὸ ποῦ ἧσο τόσας ἡμέρας; ποίος σὲ ἔφερε ἐνταῦθα; Τὸ δὲ παιδίον ἀμέσως, ὢ παραδόξου θαύματος, ἐδείκνυε δακτυλοειδῶς τὴν τίμια εἰκόνα τοῦ Προδρόμου, λέγον, ὡς γέρων νουνεχὴς οὗτος, ἀγαπητέ μου πάτερ, μὲ ἔφερεν ἀποχῆς οἰκίας μας εἰς αὐτὸν τὸν ἅγιον ναόν. Καὶ ἐξέστησαν πάντες οἱ παρευρεθέντες Χριστιανοί, δοξάζοντες τὸν πανάγαθον Θεόν. Ἀφοῦ δὲ τελείωσε ὁ ἑσπερινός, ἐπέστρεψε ὁ πατὴρ αὐτοῦ μετὰ τοῦ μακαρίου Δαβὶδ εἰς τὸν οἶκον του, καὶ δοξολογοῦντες ὑμνολόγουν τὸ ὑπεράγιον ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὡσαύτως καὶ τοῦ θείου Προδρόμου, τόσον οἱ γεννήτορες, ὅσον καὶ πάντες οἱ κάτοικοι τῆς χώρας διὰ τὸ ἐξαίσιον καὶ ἀξιάκουστον θαῦμα.

Άγιος Δαυίδ ο εν Ευβοία, Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης, Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Ἔκτοτε οὖν ὁ θαυμαστὸς καὶ παμμάκαρ Δαβίδ, ἐμφορηθεὶς τῆς χάριτος τοῦ παναγίου Πνεύματος, εἰσήρχετο εἰς τὸν ναὸ τοῦ Προφήτου Προδρόμου καὶ προσηύχετο, καθώς φησιν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος πρὸς Ῥωμαίους Κεφ. η´: Ὅσοι Πνεύματι Θεοῦ ἄγονται, οὗτοι εἶσιν υἱοὶ Θεοῦ. Βλέποντες οὖν οἱ γονεῖς τοῦ παιδίου τὰς ἀρετὰς καὶ τὰς χάριτας, ἃς ἔλαβε παρὰ Θεοῦ, καὶ ὅσον τῇ ἡλικίᾳ προὔβαινε, τοσοῦτον ηὔξανε καὶ εἰς τὰς ἀρετάς, ὑμνολογοῦντες ἐδόξαζον τὸν παντάνακτα Θεόν. Ἀφ᾿ οὗ δὲ ἦλθε ἐν τῇ πρεπούσῃ ἡλικίᾳ ὁ μακάριος, οἱ γονεῖς αὐτοῦ ἔβαλον αὐτὸν εἰς τὰ ἱερὰ γράμματα, ὅπως διὰ τούτων ἀναγινώσκει τὰς θείας Γραφὰς καὶ ἱερὰς βίβλους πρὸς μείζονα ὠφέλειαν τοῦ προϊόντος δὲ τοῦ χρόνου, ἐστολίζετο διὰ τῶν ἱερῶν γραμμάτων καὶ ἀναγνώσεων ὁ μακάριος, καὶ μάλιστα μὲ τὴν γύμνασιν καὶ ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς, μὲ νηστείας, μὲ ἀγρυπνίας, μὲ προσευχὰς καὶ δεήσεις πρὸς τὸν οὐρανοῦ καὶ γῆς Ποιητήν, καὶ ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς ἐνησχολεῖτο μετὰ πόθου πολλοῦ ἐπικαλούμενος τὸν Δεσπότην Χριστὸν βοηθὸν καὶ ἀντιλήπτορα, ἵνα καταπάτησῃ τὸν πολυμήχανον ἐχθρὸν διάβολο καὶ νὰ ἀξιωθῇ τῆς ἐπουρανίου βασιλείας, τῆς ἀνεκλαλήτου χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως καὶ τῶν ἐπηγγελμένων ἀγαθῶν, περὶ ὧν ἀείποτε ἐφρόνει καὶ διενοεῖτο ἀναγιγνώσκων τὸν μακάριο Παῦλο, τὸν λέγοντα περὶ τῶν οὐρανίων ἀγαθῶν: «Ἃ ὀφθαλμὸς οὐκ εἶδε, καὶ οὖς οὐκ ἤκουσε, καὶ ἐπὶ καρδίαν ἀνθρώπου οὐκ ἀνέβη πώποτε, ἃ ἡτοίμασεν ὁ Θεὸς τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν».

Διὰ παντὸς δὲ ἧτο πρόθυμος νὰ ὑπακούῃ εἰς τὴν ἐπιταγὴν τῶν γεννητόρων του, μάλιστα ἐν καιρῷ τοῦ θέρους, ὁπότε ὁ πατὴρ αὐτοῦ μετήρχετο τὴν γεωργικήν, μετ᾿ ἐπιμελείας ἔτρεχε εἰς τὰ χωράφια, συνεργάτης γινόμενος τῷ Πατρὶ αὐτοῦ· ἀλλ᾿ ἐν ᾧ ὁ πατὴρ αὐτοῦ ἀνεπαύετο μετὰ τῶν ἐργατῶν ἐν τῷ μέσῳ τῆς ἡμέρας, ἀποφεύγων τὴν ὑπερβάλλουσαν θερμότητα τοῦ ἡλίου, ὁ ἀοίδιμος Δαβὶδ ἐν ὥρᾳ τοῦ σφοδροῦ καύματος προσηύχετο, ἀναπέμπων δοξολογίας τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ πρὸς ταλαιπωρία καὶ κακουχία τοῦ σώματός του, καὶ τοιουτοτρόπως, παραμένων τοῖς γεννήτορσιν αὐτοῦ, μετ᾿ εὐπειθείας καὶ ὑπακοῆς διῆγε τὸν βίον του, καὶ μάλιστα μηδένα ἔχων πνευματικὸν πατέρα ὁδηγὸν διόπερ λυπούμενος ἐδέετο τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἀναδείξῃ αὐτῷ τὸν τῆς ἀληθείας δρόμο, εἰς ἐκτέλεσιν τοῦ ἐναρέτου αὐτοῦ πόθου καὶ σκοποῦ.

Μετὰ δὲ καιρὸν πολὺν ἔχων ὅλη τὴν ἐλπίδα του ἐξηρτημένη εἰς τὸν ἅγιον Θεόν, προσευχόμενος ἡμέρας τε καὶ νυκτὸς παρεκάλει αὐτὸν τὸν κηδεμόνα τοῦ παντὸς νὰ τὸν ὁδηγήσῃ νὰ ἐπιτύχῃ ἀρμόδιο καὶ ἀκύμαντο λιμένα, ἵνα ἀποφύγῃ τὰς τρικυμίας καὶ ταραχὰς τοῦ ματαίου βίου καὶ τὰς ὁσημέραι ἐνέδρας καὶ ἐπιβουλὰς τοῦ δολίου δράκοντας, ἵνα κερδήσῃ τὴν μακαρίαν ζωὴν τῶν δικαίων καὶ ἐναρέτων ἀνδρῶν.

Άγιος Δαυίδ ο εν Ευβοία. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Φθάσας δὲ τὴν ἡλικία τῶν δεκαπέντε χρόνων, ἀνεχώρησεν ἐκ τῆς πατρίδος του καί, ποιήσας εὐχὴν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστῷ, εἶπε: «Δέσποτα καὶ Δημιουργὲ ἁπάσης τῆς κτίσεως, εὔσπλαχνε καὶ πολυέλεε Θεέ, ὁ καταδεξάμενος διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων σαρκωθῆναι ἐκ τῆς ἀειπαρθένου Μαρίας, τῆς ἀκηράτου μητρός σου καὶ ἐξ αὐτῆς γεννηθῆναι καὶ σταυρωθῆναι καὶ ταφῇ δοθῆναι καὶ τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ ἀναστῆναι, σὺ Βασιλεῦ πανάγιε, ἐπάκουσον ἐμοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ καὶ ἀναξίου δούλου σου καὶ ὁδήγησόν με ἐν τῷ φωτὶ τοῦ προσώπου σου, τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου τὸ ἅγιον, ἵνα κἀγὼ ὁ δείλαιος ἀξιωθῶ τῆς ἐπηγγελμένης ἐκείνης οὐρανίου σου μακαριότητος».

Ὁ δὲ πανάγαθος Θεὸς ὡς οἰκτίρμων καὶ εὐσυμπάθητος, ὁ θέλων τὴν σωτηρίαν τῶν ἀνθρώπων, εἰσήκουσε τῆς δεήσεως αὐτοῦ καί, καθὼς ἐξῆλθε τῆς πατρίδος του, εὐθὺς εὑρίσκει ἕνα ἐνάρετον ἄνθρωπον καθ᾿ ὁδόν, ὅστις ἐκαλεῖτο Ἀκάκιος. Οὗτος δὲ ἧτο πολὺς εἰς τὴν σοφίαν καὶ παιδείαν καὶ μάλιστα εἰς τὴν ἄσκησιν τῆς ἀρετῆς καὶ ἐγνωσμένος εἰς διαφόρους τόπους, ὡς ὠφελήσας διὰ τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων. Τούτου γίνεται ἀληθὴς μαθητής, ὑποσχεθεὶς νὰ φυλάξῃ τὴν ὑπακοὴν καὶ νὰ εἶναι πρόθυμος διὰ παντὸς εἰς τὰ ὑπουργήματα τῶν ἀσκητικῶν ἀγώνων. Ὁ δὲ μακάριος Ἀκάκιος ἐδέχθη μετὰ προθυμίας τὸν Ὅσιο, προορῶν ὅτι μέλλει νὰ γένῃ ὁ παμμάκαρ Δαβὶδ θαυμάσιος καὶ ἄξιον δῶρον τοῦ ἐλεήμονος Θεοῦ, καὶ τὸν ἐπῆγε εἰς τὴν μονήν του καὶ τὸν ἔγραψε συνασκητὴν μετ᾿ ἄλλων πατέρων, διδάξας αὐτὸν καὶ καθοδηγήσας εἰς ἅπαντα τὰ ἑπόμενα τοῦ μοναδικοῦ βίου, καὶ εὐθέως ἐνέδυσεν αὐτὸν τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν καὶ τὸν πρόσταξε νὰ ἐνασχολεῖται εἰς κόπους καὶ ἱδρῶτας ἀσκητικούς. Ἔκτοτε λοιπὸν ὁ μακάριος Δαβὶδ κατεγίνετο εἰς κόπους, εἰς ἀγρυπνίας, εἰς νηστείας, εἰς δεήσεις καὶ προσευχὰς καὶ εἰς τελείαν ἀποχὴν τῶν κακῶν, καὶ ἐσπουδάζε διὰ παντὸς νὰ γένῃ ἔξω τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν καὶ τοῦ φθοροποιοῦ κόσμου, διὰ νὰ γένῃ θῦμα καθαρὸν τοῦ οὐρανίου Βασιλέως. Ἠναγκάζετο δὲ μάλιστα ὁ Ὅσιος κατὰ συνέχεια παρὰ τοῦ γέροντός του Ἀκακίου χάριν δοκιμῆς εἰς τὸ νὰ περιφρονῆται μὲ λόγια μεμπτὰ καὶ ψυχρότατα καὶ ἐπέμπετο παρ᾿ αὐτοῦ νὰ πωλῇ στάκτην, ὁ δὲ ἀοίδιμος Δαβὶδ μὲ μεγάλην ταπεινοφροσύνην καὶ ἄμετρον ὑπομονὴ ὑπέμενε καρτερώτατα καὶ ἔκαμνε κάθε πρόσταγμα τοῦ γέροντός του, εἰδὼς ὅτι ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ ὑπακοὴ ἀποκατασταίνει τὸν ἄνθρωπον νὰ δοξασθῇ παρὰ Θεοῦ, καὶ νὰ ἀξιωθῇ τῆς οὐρανίου μακαριότητας.

Μετ᾿ ὀλίγον ὁ διδάσκαλος τοῦ Ὁσίου ὁ πατὴρ Ἀκάκιος ἀνεχώρησεν ἀπὸ τὸ μοναστήριον ἐπὶ σκοπῷ νὰ ὑπάγῃ εἰς ἄλλο μέρος νὰ εὕρῃ ἄλλους πλέον ἐναρέτους ἄνδρας, χάριν συναναστροφῆς καὶ ὁμιλίας πρὸς αὔξησιν καὶ πλεονασμῶν τῆς ἀρετῆς· ἔλαβε δὲ μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὸν Ὅσιο Δαβίδ. Περιπατοῦντες οὖν ἀμφότεροι καὶ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον περιερχόμενοι πολλὰ μοναστήρια καὶ ἀσκητήρια διὰ νὰ ἐπιτύχωσιν ὅ,τι ποθοῦν, ἦλθον εἰς τὴν Ὄσσα, ἥτις εἶναι μεταξὺ τοῦ Ὀλύμπου καὶ τοῦ Πηλίου ὄρους· ἐκεῖ δέ, μαθόντες τὸ μοναστήριον τοῦ Οἰκονομίου, εἰσῆλθαν καὶ παρέμειναν ὀλίγον καὶ ὠφελήθηκαν παρὰ τῶν πατέρων ἐκείνων, ὁμοίως καί οἱ πατέρες ἐκεῖνοι ἐκ τούτων, ἐπειδὴ ἡ ἄσκησις καὶ ἡ γύμνασις τῆς ἀρετῆς ἐγίνετο ἀκωλύτως. Βλέποντες δὲ μάλιστα οἱ ἐκεῖ συνασκούμενοι πατέρες τὸν μακάριο Δαβίδ, ὅτι ἐξετέλει μεγάλα κατορθώματα ἀρετῶν καὶ ἀμέτρους κόπους καὶ ἀγῶνας καὶ ἐπροχώρει ἡμέρᾳ τῇ ἡμέρᾳ εἰς τὸ κρεῖττον τῆς ἀρετῆς, ὥς φησιν ὁ Ἀπόστολος Παῦλος «τῶν μὲν ὄπισθεν ἐπιλαμβανόμενος, τοῖς δὲ ἔμπροσθεν ἐπεκτεινόμενος», παρεκίνουν καὶ ἐβίαζον αὐτὸν τὸν ἀοίδιμον νὰ δεχθεῖ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροδιακονίας, ἐπειδὴ ἐπρόβλεπον ὅτι μέλλει νὰ γένῃ ἐντελὴς εἰς τὴν ἀρετὴ καὶ ἔχει νὰ φωτίσῃ μὲ τὰς πνευματικάς του διδασκαλίας καὶ νουθεσίας πολλὰς ψυχὰς ἀνθρώπων. Ἀνεδείχθη λοιπὸν τὸ τῆς Ἱεροδιακονίας ἀξίωμα εἰς τὸ διαληφθὲν μοναστήριον καί, ὡς καθαρὸς καὶ γνήσιος δοῦλος τοῦ παντοδυνάμου Θεοῦ, ὑπηρέτει εὐλαβῶς τὰ θεῖα Μυστήρια. Μετ᾿ ὀλίγον δὲ καιρὸν πάλιν ὁ διδάσκαλος αὐτοῦ, ὁ ἱερὸς Ἀκάκιος, καταφλεγόμενος ὑπὸ θείου ἔρωτος ἀπεφάσισε νὰ ὑπάγει εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, καὶ διὰ νὰ προσκυνήσει τὰ ἱερὰ μοναστήρια καὶ νὰ ἀπολαύσῃ τοὺς ἐκεῖ ἀσκητὲς χάριν εὐλογίας καὶ νὰ γένῃ μιμητὴς τῆς ἀρετῆς ἐκείνων. Ὅθεν ἀναχωρήσας ἐκεῖθεν ἔχων μεθ᾿ ἑαυτοῦ καὶ τὸν μακάριο Δαβίδ, τῇ θείᾳ συνάρσει, ἦλθε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος, περιῆλθε ὅλα τὰ μοναστήρια καὶ τὰς σκήτας καί, λαβὼν οὐκ ὀλίγον καρπὸν τῆς ἐνθέου ἀρετῆς, ἔκρινεν εὔλογον πάλιν ὁ σεβάσμιος πατὴρ Ἀκάκιος νὰ ἀποπλεύσῃ εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, ὁ δὲ ὅσιος Δαβὶδ ἔμεινε ἐκεῖ εἰς τὸν λιμένα τῆς ἀρετῆς, εἰς τὴν μονὴν τῆς ἁγίας Λαύρας τοῦ ὁσίου Ἀθανασίου Ἀθωνίτου, λέγω, χαίρων δὲ καὶ ἀγαλλόμενος μετήρχετο τὸν ἀσκητικὸ βίον.

Ὁ δὲ μακάριος Ἀκάκιος φθάσας εἰς Κωνσταντινούπολιν πῆγε ἀμέσως εἰς τὸ Πατριαρχεῖο, εἰς προσκύνησιν τοῦ Πατριάρχου· ὁ δὲ Πατριάρχης ἱδὼν τὸν ἀοίδιμον Ἀκάκιο, τῷ ὄντι τὸ σκεῦος τῆς ἀκακίας καί, πληροφορηθεὶς τὸν βίον του τὸν καθαρὸν καὶ τὴν διαγωγήν του τὴν ἐνάρετον, καθὼς καὶ ἄλλοτε εἶχεν ἀκούσῃ παρ᾿ ἄλλων, ὑπερευχαριστήθη. Μετὰ ταῦτα δὲ γενομένης συνόδου ἱερᾶς μετὰ τῶν ἁγίων Ἀρχιερέων, καθῆκον ἐκρίθη παρὰ πάσης τῆς ἁγίας συνόδου νὰ τιμηθῇ ὁ ἀοίδιμος Ἀκάκιος διὰ τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματος τῆς Ἀρχιεροσύνης, ὡς ὧν ἄξιος ἐργάτης τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἵνα ποιμάνῃ τὸ λογικὸ ποίμνιο, ἵνα πληρωθῇ ἡ φωνῇ ἡ Εὐαγγελική, ἡ λέγουσα: «Οὐ καίουσι λυχνῶν καὶ τιθέασιν αὐτὸν ὑπὸ τὸν μόδιον, ἀλλ᾿ ἐπὶ τὴν λυχνίαν καὶ λάμπει πᾶσι, τοῖς ἐν τῇ οἰκίᾳ»· καὶ τοιουτοτρόπως χειροτονηθεὶς ἠξιώθη τοῦ μεγίστου καὶ ὑψηλοῦ ἀξιώματος τῆς ἀρχιερωσύνης, λαχὼν τῆς μητροπόλεως Ναυπάκτου καὶ Ἄρτης.

Ἂφ᾿ οὖ δὲ κατῆλθεν εἰς τὴν ἐπαρχίαν του, ἔστειλε εἰς τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ ἐπῆρε τὸν ἀγαπητό του ὑποτακτικὸ καὶ καθαρὸν ὑπουργὸν τοῦ Θεοῦ, λέγω τὸν πανάριστον Δαβὶδ καί, ὡς ἔφθασε οὗτος εἰς τὴν Ναύπακτον ἐντὸς τῆς μητροπόλεως, μεγάλη χαρὰ ἐγένετο ἀμοιβαία εἰς τοὺς δύο, δηλαδὴ εἰς τὸν Ἀρχιερέα καὶ εἰς τὸν Ὅσιον Δαβίδ. Καὶ ἀμέσως ὁ γέροντάς του μετὰ χαρᾶς ψυχικῆς λέγει τὸν ἔνθεον σκοπόν του πρὸς τὸν Δαβίδ- τέκνον μου ἀγαπητὸν ἐν Κυρίῳ, ἐγὼ ἐπίτηδες σὲ μετακάλεσα ἐκ τῆς μονῆς νὰ σὲ χειροτονήσω ἐπίσκοπο, νὰ ποιμάνῃς λαόν, διότι εἶσαι ἄξιος ἐργάτης καὶ διδάσκαλος τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, ἵνα φωτίζῃς ψυχὰς ἀνθρώπων. Ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ μηδόλως ἔστερξεν, ἂν καὶ ἦτον ἄξιος αὐτοῦ τοῦ ὑψηλοῦ ἀξιώματος, ἐπειδὴ κατεφρόνει τὴν δόξαν, καὶ ἠσπάζετο τὴν ταπεινοφροσύνην καὶ ἡσυχίαν· διὸ καθ᾿ ἑκάστην κατεγίνετο καὶ ἐνησχολεῖτο νὰ φυλάξῃ τὴν ψυχήν του ἄσπιλον καὶ καθαρὰν ἀπὸ τὰς ἐπιβουλὰς καὶ ἐνέδρας τοῦ δολίου Σατανᾶ καὶ νὰ τὴν λαμπρύνῃ μὲ τὰ πρέποντα προτερήματα καὶ ἀρετάς, θέλων νὰ ἀφανίσῃ τελείως τὰς τῆς σαρκὸς ἀτάκτους κινήσεις καὶ ὁρμὰς καὶ νὰ ὑποτάξῃ τὸ σῶμα εἰς τὴν ψυχήν. Διὰ τοῦτο μὲ μεγάλας νηστείας καὶ μὲ ὁλονυκτίους ἀγρυπνίας καὶ συνεχεῖς γονυκλισίας ἐταλαιπώρει τὸν ἑαυτόν του, ἐπειδὴ πώποτε δὲν ἐχόρτασε τὴν κοιλίαν μὲ φαγητό, ποτὲ δὲν ἐφόρεσε εὔμορφον φόρεμα, ποτὲ δὲν ἐγέλασε ἄτακτα, ποτὲ δὲν ἔκαμε τίποτε ἐναντίον τοῦ μοναχικοῦ βίου, ἀλλ᾿ εἶχε διὰ παντὸς τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ ἐπιστηριγμένον εἰς τὴν ψυχήν του καὶ ἠσπάζετο τὴν ταπείνωσιν καὶ ἦτον ὑποτεταγμένος πρὸς τὸν ἅγιον γέροντά του καὶ πνευματικόν του πατέρα διὰ νὰ μάθητε λοιπὸν πόσην ὑπακοὴν εἶχεν ὁ παμμακάριστος εἰς τὸν διδάσκαλόν του, ἀκούσατε μετὰ προσοχῆς τὸ ἑξῆς διήγημα.

Ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἐστάλη παρὰ τοῦ γέροντος τοῦ ἐκ Ναυπάκτου εἰς τὴν Ἄρταν διά τινα ὑπηρεσία ἡ ὁδὸς ἡ ἀπέχουσα τῆς Ναυπάκτου ἄχρι τῆς Ἄρτης εἶναι τεσσάρων ἡμέρων, ὁ μακάριος ἐπειδὴ συνήθιζε νὰ περιπατῇ ἀνυπόδητος, φθάσας εἰς τὴν Ἄρτα, ὕστατο ἐν μέρει τινὶ χάριν ἀναπαύσεως· ἱδὼν δὲ αὐτὸν εἰς ἄρχων θεοφιλὴς καὶ φιλόπτωχος ἀνυπόδητον, εὐθὺς ἀγόρασε μίαν ζυγὴν ὑποδήματα καὶ ἔρχεται πρὸς τὸν Ὅσιο καὶ τῷ λέγει παρακαλῶν: δοῦλε τοῦ Θεοῦ, λάβε αὐτὰ τὰ ὑποδήματα καὶ βάλε τα εἰς τοὺς πόδας σου καὶ μὴ ταλαιπωρῇς τόσον πολλὰ τὸν ἑαυτόν σου. Ὁ δὲ μακάριος Δαβίδ, ἐννοήσας τὴν εὐλάβειαν τοῦ ἄρχοντος, τὰ ἐδέχθη καὶ τὰ ἐφόρεσε καί, ἀφ᾿ οὗ ἔκαμε ὅλα τὰ προστάγματα τοῦ γέροντος τοῦ ἁγίου Ναυπάκτου, ἐπέστρεψεν πίσω ταχέως. Ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς ὁ γέροντάς του, ἱδὼν τὸν Δαβὶδ φοροῦντα τὰ ὑποδήματα, λέγει πρὸς αὐτὸν μετὰ θυμοῦ: «ὦ Γέρων (ἐπειδὴ οὕτω ἐκαλεῖτο παιδιόθεν ὁ μακάριος διὰ τὴν πολλὴν φρόνησίν του) τίς σοῦ ἔδωκε τὰ ὑποδήματα αὐτά»; Ὁ δὲ ὅσιος Δαβὶδ μετ᾿ εὐλαβείας πολλῆς ἀπεκρίθη καὶ λέγει πρὸς αὐτόν: «ἕνας ἄνθρωπος φιλόχριστος, Πάτερ μου, μοὶ τὰ χάρισε» ὁ δὲ Ἀρχιερεὺς λέγει πρὸς αὐτόν «αὐτὴ εἶναι ἡ ὑποταγὴ τὴν ὁποίαν σῴζεις πρὸς ἑμέ, ὦ Γέρων; καὶ διατὶ δὲν ἦλθες ἀνυπόδητος, καθὼς ὑπῆγες; ἀλλὰ ἐλυπήθης τὸν ἑαυτόν σου; ἄπελθε λοιπὸν καὶ δὸς τὰ ὑποδήματα ὀπίσω εἰς τὸν ἄνθρωπον ὁ ὁποῖος σοῦ τὰ ἔδωκε καὶ πάλιν στρέψον ὀπίσω, καθὼς ὑπῆγες ἀνυπόδητος· τοῦτον τὸν κανόνα ἔκρινα νὰ σοῦ δώσω, διὰ νὰ μάθῃς ποτὲ νὰ μὴ κάμῃς ἔργον τι χωρὶς τῆς προσταγῆς μου». Τότε ὁ ταπεινόφρων Δαβίδ, ποιήσας μετάνοιαν, ἐδέχθη μετὰ χαρᾶς τὴν ἐπιτίμησιν καὶ ἔπραξε καθὼς τὸν διέταξεν ὁ ἱερὸς ἐκεῖνος Ἀρχιερεύς· καί, ἀφ᾿ οὗ γύρισε πίσῳ, τὸν ὑπεδέχθη ὁ θεῖος ἀνὴρ μετ᾿ εὐλαβείας καὶ χαρᾶς, ὡς ἄξιον ὑπηρέτη τοῦ Θεοῦ καὶ τέκνον τῆς ὑπακοῆς. Οὕτω διάγων δὲ μετὰ τοῦ Ἀρχιερέως ἔλαμπε μὲ τὰς ἀρετὰς καὶ θεῖα κατορθώματα, ὡς ἀστὴρ φαεινότατος.

Εἶτα δὲ ἐχειροτονήθη καὶ ἱερεύς, γενόμενος λειτουργὸς τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Μυστηρίων, καὶ ὅλος ηὔξανεν εἰς τὴν ἀρετὴν ἐπιδίδων εἰς τοὺς ἀγῶνας καὶ καμάτους, ὡς δένδρον πεφυτευμένον εἰς γῆν ἀγαθήν, ὅπερ ὑψοῦτο τῇ θείᾳ βοηθείᾳ, φέρον καρποὺς ἀγαθοὺς διότι ἤκουε τὴν σοφίαν τὴν λέγουσαν: Ὅσον μέγας εἶ, τοσοῦτον ταπεινοῦ σεαυτόν, καὶ εὑρήσεις χάριν παρὰ Κυρίου.

Ὅθεν διὰ τὴν ὑπερβάλλουσαν ταπείνωσιν ἀπέφυγε τὸ ἀξίωμα τῆς Ἀρχιερωσύνης ὁρῶν δὲ ὁ Ἀρχιερεὺς καὶ οἱ τοῦ τόπου ἄρχοντες τὰς οὐρανίους χάριτας καὶ προτερήματα τὰ ὁποῖα εἶχε, τὸν παρεκάλεσαν πολλὰ διὰ νὰ γένῃ ἡγούμενος τῆς ἱερᾶς μονῆς τῆς Θεοτόκου, ἐπιλεγόμενης Βερνικόβης. Οὕτω λοιπόν, διὰ τῶν πολλῶν παρακλήσεων τοῦ Ἀρχιερέως καὶ τῶν ἀρχόντων, ἀπεδέχθη τὴν ἡγουμενεία τοῦ ἱεροῦ ἐκείνου Μοναστηρίου καὶ πάντοτε διὰ φροντίδας εἶχε τὴν ἐπιμέλειαν τῆς ψυχικῆς σωτηρίας τῶν μοναχῶν ἐκείνων, νουθετῶν καὶ διδάσκων καθ᾿ ἑκάστην αὐτοὺς ἅπαντα τοῦ μοναχικοῦ βίου τὰ καθήκοντα, ἀποδεικνύων αὐτοῖς μάλιστα τὸν ἑαυτόν του καλὸν παράδειγμα. Ἀλλ᾿ οἱ μοναχοὶ ἐκεῖνοι δὲν ἠθέλησαν πώποτε νὰ ἐπιδώσωσιν εἰς τὴν προκοπὴ τῆς ἀρετῆς καὶ οὕτω ἐπληροῦτο τὸ ῥητὸν ἐκεῖνο τὸ λέγον «Εἰ Αἰθίοψ ἀλλάξεται τὸ δέρμα αὐτὸν καὶ πάρδαλις τὰ ποικίλματα αὐτῆς, τότε καταλείψουσι καὶ ἐκείνοι τὰς κακὰς των συνηθείας», ἐπειδὴ ἠγάπα ὁ καθεὶς νὰ ἔχῃ τὴν ἰδιοῤῥυθμίαν καὶ νὰ τρέχῃ, ὡς θέλει, εἰς τὰς αἰσχράς του πράξεις.

Ἐν ᾧ διῆγεν ὁ μακάριος εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον τῆς Θεοτόκου, κατὰ τύχην ἐλθὼν εἰς τὴν Ἀχαΐαν ὁ ἁγιώτατος Πατριάρχης Ἱερεμίας, μετὰ τοῦ σοφωτάτου ῥήτορος Ἐμμανουήλ, πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν εἰρημένην Μονὴν μιᾷ δὲ τῶν ἡμερῶν, ὄντος τοῦ Πατριάρχου ἐκεῖ, ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἐπῆρε καιρὸν διὰ νὰ λειτουργήσῃ κατὰ τὸ σύνηθες· ὁ δὲ ῥήτωρ ἔχων οὐκ ὀλίγην εὐλάβειαν πρὸς τὸν μακάριον εἰσῆλθεν εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ βλέπει εἰς τὸ ἅγιον βῆμα τὸν Ὅσιον, ὁ ὁποῖος ἦτον εἰς τὴν προσκομιδήν, ὅτι τὸν εἶχε περικεκυκλωμένον φῶς θεῖον καὶ ἔλαμπε τὸ πρόσωπόν του ὡς ἥλιος, διότι ἐστέκετο σχεδὸν ἕνα πῆχυν ὑψηλότερον τῆς γῆς. Τοῦτο τὸ θαῦμα ἱδὼν ὁ ῥήτωρ ἔδραμε εἰς τὸν Πατριάρχην καὶ λέγει πρὸς αὐτόν· ἐλθέ, Δέσποτα ἅγιε, εἰς τὴν Ἐκκλησίαν, νὰ ἴδῃς Ἄγγελον ἐπίγειο καὶ εὐθὺς δραμὼν ὁ Πατριάρχης ἔνδον τοῦ ἁγίου βήματος, τὸ μὲν φῶς τὸ ὁποῖον εἶδεν ὁ ῥήτωρ πρότερον, ὁ Πατριάρχης δὲν τὸ εἶδεν, ἀλλ᾿ εἶδε τὸ πρόσωπον τοῦ ἁγίου βεβρεγμένον μὲ δάκρυα. Τοῦτο ὡς εἶδεν ὁ Πατριάρχης ἐθαύμασε καὶ ἔπειτα πολλὰ παρεκάλεσε τὸν Ὅσιον νὰ τὸν κάμῃ Ἀρχιερέα εἰς μίαν μητρόπολιν, ἀλλὰ οὐδόλως ἔστερξε. Διατρίψας λοιπὸν ὀλίγον καιρὸν εἰς αὐτὸ τὸ Μοναστήριον ὁ Ὅσιος καὶ βλέπων τὸ ἀδιόρθωτον τῶν μοναχῶν ἐκείνων, ἔφυγε ἐκεῖθεν περιφερόμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, διὰ νὰ τύχη τὸν ἀρμόδιο τόπον τῆς ἀσκήσεως εἰς ἐκτέλεσιν τοῦ ἀληθοῦς σκοποῦ του. Διὸ ποιήσας εὐχὴν πρὸς τὸν φιλάνθρωπον Θεὸν εἶπε: Παντοκράτορ Δέσποτα, δημιουργὲ τοῦ παντός, φιλάνθρωπε καὶ ἐλεῆμον Θεέ, Λυτρωτὰ καὶ ῥύστα τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, σύ, ὦ γλυκύτατέ μου Ἰησοῦ, ἔχυσες τὸ πανάγιόν σου αἷμα ἐπάνω εἰς τὸν Τίμιον Σταυρὸν διὰ τὴν σωτηρίαν τοῦ ἀνθρώπου, σὺ ὁδήγησόν με, πανάγιε Βασιλεῦ, τοῦ εὑρεῖν τόπον ἡσυχίας καὶ αἰνέσεως. Ταῦτα ὅταν ἔλεγε ὁ Ὅσιος μετὰ θερμῶν δακρύων πρὸς τὸν παντάνακτα Θεόν, τῷ ἀπεκαλύφθη οὗτος ἐν ὁράματι καὶ τῷ εἶπε νὰ ἀπέλθῃ εἰς τὸ ὄρος Στείρι καλούμενον, ὅπερ κεῖται μεταξὺ Ἑλικῶνος καὶ Παρνασσοῦ, καὶ ἀμέσως τῇ θείᾳ ὁδηγίᾳ ἦλθε ἐπὶ τὸ ὄρος καὶ εὗρε τόπον ἀρμόδιο νὰ καθησυχάσῃ καὶ ἐκεῖ ἔκαμε μικρὰν οἰκοδομὴν ἀσκητηρίου, ἐσύναξε καί τινας Μοναχοὺς εὐλαβεῖς καὶ σπουδαίους καὶ μετὰ τούτων ὑμνολογεῖ τὸν ἅγιον Θεὸν ἡμέρας τε καὶ νυκτός, διάγων πολιτείαν γέμουσαν ἀρετῶν καὶ θείων χαρίτων. Διότι ὁ μακάριος Δαβὶδ δὲν ἧτο μόνον στολισμένος μὲ τὰς χάριτας τοῦ μοναδικοῦ βίου, ἀλλ᾿ ἧτο καὶ μὲ σοφίαν τῶν Ἐκκλησιαστικῶν μαθημάτων, ἐπειδὴ ἐδιδάχθη ἀρκούντως παρὰ τοῦ γέροντος τοῦ Ἀκακίου ἁγίου Ναυπάκτου καὶ παρ᾿ ἐκείνου ἀπεστάλη πρὸς τὸν Δεκαδίωνα σοφὸν Ἰουστῖνον καὶ εὐγενέστατο Ἀνδρέα Ἄρνη, ἐδιδάχθη δὲ καὶ παρ᾿ αὐτῶν μαθήματα ἀρκοῦντα.

Εἰς αὐτὸ λοιπὸν τὸ ὄρος καθησυχάσας διῆγεν ἀταράχως καιρόν τινα ἐκ τῶν σατανικῶν προσβολῶν· ἀλλ᾿ ὁ μισόκαλος καὶ πονηρὸς διάβολος δὲν ἔπαυε νὰ μηχανᾶται τρόπους δολίους κατὰ τοῦ παμμάκαρος, φθονῶν τὴν ὑπερβάλλουσαν ἀρετήν του. Ὁ δὲ Ὅσιος εἰδὼς τὴν ἄμετρον κακίαν καὶ φθόνον τοῦ δολίου ἐχθροῦ ὕστατο ὡς στερεὰ πέτρα, οὐδόλως δειλιῶν τὰ σατανικὰ αὐτοῦ βέλη, καὶ ὡς οὐδὲν λογιζόμενος τὰς πονηρὰς μηχανάς του· ἀλλ᾿ εἰς τὸ ἔσχατον καταφλεγόμενος ὁ πονηρὸς Βελίαρ ὑπὸ τοῦ φθόνου ἐνεργεῖ κατὰ τοῦ Ὁσίου πειρασμὸν τοιοῦτον, καὶ ἀκροασθῆτε τὸ τέχνασμα τοῦ φθονερότατου δράκοντος.

Μεταξὺ τῆς Χαιρωνείας καὶ τοῦ Ἑλικῶνος εὑρίσκεται μία πόλις καλουμένη Λεβάδεια, ἔνθα κατοικοῦσι καὶ Ἀγαρηνοί, εἷς ἐξ αὐτῶν ἐν τάξει ὧν ἐξουσίας εἶχε σκλαβόπουλα, ἅτινα τυχόντα εὐκαιρία ἔφυγον ὁ δὲ αὐθέντης αὐτῶν ἐρευνῶν μετὰ πόθου καὶ γενόμενος πλήρης θυμοῦ ἐζήτει τὰ ῥηθέντα σκλαβόπουλα. Τινὲς ὀπαδοὶ τοῦ διαβόλου κάκιστοι παρουσιασθέντες τῷ Ἀγαρηνῷ ἐκείνῳ εἶπον ὅτι ὁ Ὅσιος ἐγένετο αἴτιος τῆς φυγῆς τῶν σκλάβων καὶ ἀμέσως ἐκεῖνος δραμὼν ὡς λύκος κεχηνὼς ἥρπασε τὸν μακαριώτατον Δαβὶδ καὶ τὸν παρέδωκεν εἰς τὸν ἡγεμόνα τῆς πόλεως· οὗτος δέ, ὧν ὡς θηρίον ἄγριον, εὐθὺς πρόσταξε καὶ ἔῤῥιψαν οἱ ὑπηρέται του τὸν ἅγιον ἐπὶ τῆς γῆς καὶ τὸν ἔδειραν σφοδρότατα μὲ τόση ἀσπλαχνία, ὥστε σχεδὸν ἡμιθανὴς ἐγένετο ὁ Ὅσιος ἐκ τῶν ἀμέτρων πληγῶν, ἔπειτα τὸν ἐφυλάκωσεν. Ὁ δὲ ἅγιος ὡς πεπλησμένος τῆς χάριτος τοῦ παναγίου Πνεύματος ἔχαιρε καὶ εὐφραίνετο ἐνθυμούμενος τὸ ῥητὸ τοῦ Ἀποστόλου Ἰακώβου τοῦ Ἀδελφοθέου, τὸ λέγον: πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις. Τὴν ἐρχομένη ἡμέραν πάλιν πρόσταξε ὁ ἀλιτήριος, καὶ τὸν ἔβγαλαν ἀπὸ τὴν φυλακὴν καὶ τὸν ξύλισαν σκληρότατα ἐκεῖνα τὰ ἀγριότατα θηρία, ἔπειτα τοῦ ἔδεσαν ὀπίσω τὰς χεῖρας καὶ τὸν κρεμάσαν διὰ πολλὴν ὥραν καὶ ἐκ τούτου ἠσθένησαν τὰ χέρια τοῦ ἁγίου καὶ ἔμειναν πολὺν καιρὸν ἀκίνητα. Ἄλλα τις δύναται νὰ διηγηθῇ εἰς πλάτος τὰς ἄλλας τιμωρίας καὶ βάσανα, τὰ ὁποῖα ἐδέχθη εἰς τὸ σῶμα του ὁ ἅγιος; Ἐν ᾧ ἧτο κρεμάμενος, τὸν πότιζαν διάφορα ποτὰ φαρμακερώτατα ἀλλὰ ταῦτα πάντα τὰ ὑπέμενεν ὑπομονητικώτατα, διότι ἦτον ἀρματωμένος μὲ τὴν δύναμιν καὶ χάριν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ ἐπεθύμει νὰ λάβῃ καὶ τὸ τέλος τοῦ μυστηρίου, νὰ ἀπολαύσῃ ταχέως τὸν στέφανον τὸν ἀμαράντινον καὶ νὰ συναυλισθῇ εἰς τὴν χορείαν τῶν ἁγίων. Ἀλλ᾿ ὁ πανάγαθος Θεὸς εἰδὼς ὅτι δι᾿ αὐτοῦ τοῦ πολυτίμου μαργαρίτου, λέγω τοῦ ὁσίου Πατρός, ἐσῴζοντο πολλαὶ ψυχαί, τὸν ἠλευθέρωσε, φωτίσας τινὰς Χριστιανοὺς καὶ ἔδωκαν χρήματα πολλὰ τῷ ἡγεμόνι, καὶ ἐλυτρώθη ὁ ἅγιος.

Ἀφ᾿ οὖ δὲ ἠλευθερώθη τοῦ τυράννου δὲν ἔκρινεν εὔλογον νὰ ἐπιστρέψῃ εἰς τὸ αὐτὸ ἀσκητήριο, ἀλλὰ περιήρχετο ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἕως νὰ εὕρῃ πάλιν τόπον ἀρμόδιο ἡσυχίας, δοκιμάζων καθ᾿ ὁδὸν ἀμέτρους τυραννίας καὶ θλίψεις ἐκ τῶν βαρβάρων καὶ κακῶν ἀνθρώπων. Τέλος δὲ ἦλθε εἰς τὴν νῆσον τῆς Εὐβοίας, εὑρὼν αὐτοῦ τόπον ἡσυχίας, πλησίον τοῦ χωρίου Ὀροβιαῖς. Εἰς αὐτὸν δὲ τὸν τόπον ἧτο ναὸς ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Χριστοῦ· τὸν ναὸ τοῦτον τῇ θείᾳ βοηθείᾳ διὰ συνδρομῆς τινων εὐλαβῶν χριστιανῶν ἀνήγειρε ἐκ βάθρων, καλλωπισθέντα καὶ ὡραϊσθέντα μετὰ τῶν ἁρμοδίων κελλίων, καὶ ἐφεπομένων οἰκοδομῶν, ἀποκαταστήσας Μοναστήριον, ὡς ἐπόθει. Ἔπειτα δέ οἱ ποθοῦντες τὸν μοναχικὸ βίον, ἀκούοντες τὰς ἀρετὰς καὶ κατορθώματα τοῦ ἁγίου ἔτρεχαν πανταχόθεν καὶ ἐλάμβαναν τὸ ἀξίωμα τῆς μοναχικῆς πολιτείας καὶ τοιουτοτρόπως ἐπρόκοπτον εἰς τὴν ἀρετὴ διὰ τῶν θείων παραινέσεων καὶ διδασκαλιῶν τοῦ παναρίστου Δαβίδ. Ἐξ αὐτῶν δὲ τῶν μοναζόντων οἱ πλέον προκομμένοι εἰς τὴν ἀρετή εἰσιν οὖτοι· ὁ Ἰσαὰκ ὅστις εἶχε καὶ τὸ ἀξίωμα τῆς Ἱεροσύνης, ὁ Ἰωαννικιος καὶ ὁ Ἡσαΐας, κεχαριτωμένοι τῷ ὄντι μὲ διαφόρους ἀρετὰς καὶ προτερήματα· μετὰ τούτων ἧτο καὶ ὁ Γεράσιμος, Ἰωακείμ, Διονύσιος καὶ Δανιὴλ Ἱεροδιάκονοι, καὶ αὐτοὶ ἄξιοι καὶ στολισμένοι μὲ προτερήματα.

Ἕως ἐδῶ, ἀκροαταί μου, διηγήθην τὴν ἀποκατάστασιν τοῦ ἱεροῦ Μοναστηρίου καὶ τὰς χάριτας καὶ ἀρετὰς τοῦ ὁσίου πατρὸς Δαβίδ, τώρα δὲ θὰ διηγηθῶ ἀκολούθως τὰς περιηγήσεις, τὴν ὑπερβάλλουσαν ἐλεημοσύνην τὴν ὁποίαν ἔκαμνε εἰς τοὺς πτωχοὺς καὶ τὰ θαύματα αὐτοῦ. Ἐφάνη ποτε εὔλογο τῷ ἁγίῳ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐπισκοπὴν τοῦ ἁγίου Δημητριάδος· συμπαρέλαβε δὲ τὸν Χριστόφορον, ὅστις καὶ τὸν βίον τοῦ ὁσίου ἔπειτα συνέγραψε, καὶ τὸν ἱερὸν Ἰωαννίκιον, καὶ περιπατοῦντες ἦλθον ἔξω τῆς ἐπισκοπῆς πρὸς τὸ ἑσπέρας καὶ ἐκτύπησαν τὴν θύραν· ἐξῆλθεν εἷς διάκονος τοῦ ἁγίου Δημητριάδος καὶ τοὺς ἐρωτᾷ ποῖοι εἶναι καί τι θέλουσιν. Ὁ δὲ ἅγιος ἀπεκρίθη πρὸς αὐτόν, ξένοι ἄνθρωποι εἴμεθα καὶ θέλομε νὰ ξενισθῶμεν εἰς τὴν ἐπισκοπή. Τότε ὁ διάκονος ἐπιστρέψας εἶπε τοῦ γέροντός του, ἅπερ εἶπεν ὁ ὅσιος· καὶ πάλιν ἐξελθὼν ὁ διάκονος εἶπεν ὅτι δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἰσέλθητε ἐπειδὴ ὁ γέροντάς μου δειπνεῖ μετὰ τῶν φίλων του, παρέτε λοιπὸν μίαν ψάθαν καὶ καθίσατε αὐτοῦ ἔξω. Τότε ὁ Ὅσιος ἀπεκρίθη τοῦ διακόνου· ἡμεῖς, τέκνον μου, εἰς τὸν οἶκον ἀγαπῶμεν νὰ μείνωμεν, καὶ ὄχι ἔξω εἰς τὸν δρόμον. Καὶ εὐθὺς λέγει πρὸς τὸν Χριστόφορο ὁ ἅγιος γέρων· τράβα τὸ μουλάρι, ἐπειδὴ εἶχον ἕνα μαζί των, ἄνελε (οὕτω εἶχεν συνήθειαν νὰ τὸν ὀνομάζῃ χαριεντιζόμενος). Αὐτὸς δὲ ἔχων θάῤῥος πρὸς τὸν ἅγιον εἶπεν ἂς προσμείνωμεν ὀλίγον, Πάτερ, ἴσως καὶ μᾶς ἀνοίξουν. Ὁ δὲ θεῖος Πατὴρ βλέπων αὐτὸν ἀργοποροῦντα νὰ κάμνῃ τὸ πρόσταγμά του, τὸν ἐκτύπησε μὲ τὴν ῥάβδο του εἰς τὴν ῥάχην, λέγων δὲν κάμνεις ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον σοὶ λέγω, μόνον στέκεσαι καὶ φιλονεικᾶς; Αὐτὸς δὲ εὐλαβείᾳ καὶ φόβῳ φερόμενος, ἐτράβησε τὸ μουλάρι. Καὶ ὁ διάκονος τοῦ Ἀρχιερέως ἱστάμενος ἔτι παρὰ τῇ θύρᾳ καὶ ἀκούων αὐτὰ ἔδραμε πρὸς τὸν γέροντά του, καὶ τῷ διηγεῖται ὅλα αὐτὰ τὰ ὁποῖα ἤκουσεν. Ὁ δὲ ἀρχιερεὺς κατάλαβε ὅτι ἦταν ὁ περίφημος ἐκεῖνος Δαβίδ, ἐπειδὴ πρὸ πολλοῦ δι᾿ ἀκοῆς εἶχε τὰ προτερήματά του, καὶ ἠγάπα νὰ τὸν ἴδῃ καὶ ἀμέσως ἄφησε τὸ τραπέζι καὶ μετὰ τῶν εὑρεθέντων φίλων προσέδραμεν εἰς τὸν Ὅσιο καί, ὡς τὸν εἶδε, λέγει μετ᾿ εὐλαβείας· σὺ εἶσαι ὁ γέρων Δαβίδ; καὶ ἀπεκρίθη αὐτὸς μετὰ ταπεινώσεως, ἐγὼ ὁ δοῦλος τῆς σῆς ἁγιοσύνης εἰμί. Καὶ εὐθὺς ὁ ἀρχιερεὺς προσπίπτων ζητεῖ συγχώρησιν. Ὁ δὲ μακάριος Δαβίδ, ὡς μιμητὴς ὧν τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἔδωκε συγχώρησιν εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ τὴν πρέπουσαν νουθεσίαν νὰ εὐσπλαχνίζηται τοὺς ξένους καὶ νὰ τοὺς φιλοφρονῇ, δίδων αὐτοῖς καὶ ἔλεος, ἂν ἔχωσι χρείαν, διὰ νὰ ἀποπληροῖ τὸ χρέος τοῦ ἐπαγγέλματος. Ἔπειτα δὲ μαθόντες οἱ κάτοικοι τῆς χώρας προσέτρεχον ἄνδρες τε καὶ γυναῖκες, ὡς ἡ διψῶσα ἔλαφος, ἐξομολογούμενοι καὶ λαμβάνοντες εὐλογίαν παρὰ τοῦ ἁγίου ἐπέστρεφαν δοξάζοντες τὸν ἅγιον Θεόν, διότι ἠξιώθησαν νὰ ἴδωσι τὸν ἅγιον καὶ νὰ ἀκούσωσι τὴν μελίῤῥυτον ἐκείνη διδασκαλίαν καὶ νουθεσίαν, ὡς ἔχοντες δι᾿ ἀκοῆς πρότερον τὰς ἐναρέτους αὐτοῦ πράξεις.

Ἐκεῖθεν δὲ πάλιν ἀπῆλθον εἰς τὴν Λάρισα πρὸς τὸν ἅγιον Λαρίσης, Νεόφυτο καλούμενο, ὅστις ἦτον ἀληθὴς Ἱεράρχης τοῦ Θεοῦ, καὶ ἐκεῖ δὲ διέτριψάν τινας ἡμέρας καὶ ὠφελήθηκαν πολλοὶ τῶν χριστιανῶν ἐκ τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου, ὁμοίως καὶ ὁ σεβασμιότατος Ἱεράρχης.

Ἔπειτα δὲ τῇ θείᾳ βοηθείᾳ ἐπέστρεψαν εἰς τὴν Μονήν των καὶ τίς δύναται νὰ διηγηθῇ λεπτομερῶς τὰς ἀρετὰς τοῦ ἁγίου, καὶ μάλιστα τὴν ἐλεημοσύνην τὴν ὑπερβάλλουσαν, τὴν ὁποίαν ὄχι μόνον τοῖς ὁμοπίστοις μετήρχετο, ἀλλὰ καὶ τοῖς ἀλλοφύλοις;

Ἐν μιᾷ τῶν ἡμερῶν ἦλθέ τις Ἀγαρηνὸς ἐξ Εὐβοίας εἰς τὸ Μοναστήριον πένης ὤν, ἱδὼν αὐτῶν ὁ ὅσιος, οἴκτῳ καμφθείς, ἐπρόσταξε τὸν δοχειάρην νὰ τοῦ δώσῃ φορέματα καὶ ὑποδήματα ἐκ τῶν ἑτοίμων καὶ ὄχι μόνον ταῦτα, ἀλλὰ καὶ τροφὰς ἀκόμη διὰ τὰ παιδία του· Τοιαύτην μεγίστη εὐσπλαχνία εἶχεν ὁ ἅγιος.

Ποτὲ δὲ εἷς ἱερομόναχος, Εὐφρόσυνος καλούμενος, ἐκ τῆς συνεργείας τοῦ πονηροῦ δράκοντος, ἀκουσίως φόνευσε ἄνθρωπον καὶ ἐπειδὴ ἤκουσαν τοῦτο οἱ ἡγεμόνες τοῦ τόπου, ἐφυλακώθη παρ᾿ αὐτῶν καὶ ἐλήφθη ἅπασα ἡ πατρικὴ περιουσία καὶ ἔτι ὑπέπεσε εἰς χρέος βαρύτατο καί, μὴ ἔχων ὀβολὸν ὁ ἄθλιος, προσέδραμε τῷ ἁγίῳ γέροντι χάριν ἐλέους καὶ βοηθείας. Ὁ δὲ συμπαθέστατος ὅσιος, ἅμα μαθὼν τὴν ἄκραν δυστυχίαν του, ὡς ἄλλος Ἀβραὰμ καὶ ξενοδόχος φιλάρετος, τῷ ἔδωκεν ὅλην τὴν ποσότητα τοῦ χρέους, λέγων αὐτῷ· ὕπαγε, τέκνον μου, ἀπόδος τοῖς δανεισταῖς καὶ ἔπειτα ἀπόῤῥιψον τὰς φροντίδας τοῦ κόσμου καὶ ὑπούργει τὸν Θεόν, καθὼς ὑπεσχέθης ἀρχῆθεν καὶ οὕτω ἠλευθερώθη τοῦ χρέους εὐχαρίστων τὸν Θεὸν καὶ τὸν εὐσπλαχνικώτατον Ὅσιο.

Ἄλλοτε πάλιν τέσσαρες γέροντες ἦλθον εἰς τὸ Μοναστήριον, καταγόμενοι ἀπὸ τὸ χωρίον τῶν Ὀροβίων. Ἱδὼν δὲ αὐτοὺς ὁ ἅγιος τοὺς ῥώτησε πῶς ἤλθατε ἀδελφοί; Αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν ἡμεῖς, ἅγιε γέρον, εἴμεθα πτωχοὶ καὶ γέροντες, καὶ ᾔλθομεν ἕως ἐδῶ νὰ μᾶς σώσῃς ψυχικῶς καὶ σωματικῶς. Ὁ δὲ ἅγιος γέρων μετὰ χαρᾶς καὶ εὐχαριστίας τοὺς ἐδέχθη, καὶ διδάξας αὐτοὺς τοὺς κανόνας τῆς μοναδικῆς πολιτείας τοὺς ἐνέδυσεν καὶ τὸ σχῆμα τῶν Μοναχῶν. Οἱ δὲ ἕτεροι μοναχοὶ ἔλεγον πρὸς τὸν ἅγιον, δὲν εἶναι συμφέρον τοῦ μοναστηρίου νὰ μείνωσιν ἐδῶ αὐτοί, ἐπειδὴ εἶναι καὶ γέροντες καὶ ἔχουσι χρέη καὶ θὰ ἔχωμεν ἐνοχλήσεις παρ᾿ αὐτῶν. Ὁ δὲ ἅγιος γέρων ἀπεκρίθη αὐτοῖς· σεῖς ὅπου θέλετε ὑπάγετε καὶ ἀφήσατε ἐδῶ τοὺς πτωχοὺς γέροντας, διότι τὸ μοναστήριον εἶναι τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ καὶ τῶν πτωχῶν, καὶ ὅσοι ἔρχονται τοὺς δέχεται. Μείναντες δὲ ἐκεῖ οἱ γέροντες οἱ πτωχοὶ ἠλευθερώθησαν καὶ τῆς θλίψεως τῆς πενίας καὶ τοῦ βαρύτατου χρέους.

Ἄλλος τις ὑπὸ πτωχείας κατατρυχόμενος, Γεώργιος ὀνόματι, ἀπὸ χωρίον Καλαμούδι, ἔχων καὶ παιδία πολλά, προσέτρεχε κατὰ συνέχεια τῷ σεβασμίῳ γέροντι, ἐπαιτῶν ἔλεος χάριν θεραπείας τῆς πτωχείας του· ὁ δὲ ἅγιος τὸν ἐδέχετο μετὰ χαρᾶς, καὶ τοῦ ἔδινε ἐλεημοσύνη. Ἐν μιᾷ οὖν τῶν ἡμερῶν ἦλθε πάλιν ὁ αὐτὸς Γεώργιος εἰς τὸ μοναστήριον, κατὰ τὴν συνήθειάν του, καὶ ἱδὼν ὁ ἅγιος γέρων αὐτὸν πολλὰ ταλαιπωρημένον ὑπὸ τῆς πτωχείας ἐδάκρυσε καὶ λέγει πρὸς αὐτόν, πῶς περνᾶς ἀδελφέ, σὺ καὶ τὰ παιδία; Εἶχε δὲ συνήθειαν ὁ ἅγιος, ὅτε ἔβλεπε ἀνθρώπους κακουχουμένους καὶ τεθλιμμένους ὑπὸ πτωχείας, νὰ χύνῃ δάκρυα ὑπὸ τῆς συμπαθείας του. Ὁ δὲ πτωχὸς Γεώργιος ἀπεκρίθη, λέγων πρὸς τὸν Ὅσιο δι᾿ εὐχῶν σας ἁγίων, Δέσποτά μου, ὑγείαν ἔχομεν ἂν ὅμως ἔλειπεν ἡ ἁγιωσύνη σου, ἥμεθα ἀποθαμένοι. Ὁ δὲ ὅσιος λέγει πρὸς αὐτόν, ὕπαγε ἀδελφὲ εἰς τὴν τράπεζαν νὰ φάγῃς ψωμὶ καὶ ἔπειτα νὰ σὲ δώσῃ ὁ κελλάρης δύο κιλὰ κεχρὶ νὰ ὑπάγεις εἰς τὸν οἶκον σου διὰ νὰ φάγωσι τὰ παιδία σου. Ἀφ᾿ οὖ δὲ ἔφαγε ψωμί, ἐπῆρε καὶ τρία ψωμία τὸ δὲ κεχρὶ δὲν ἠθέλησαν οἱ προϊστάμενοι τοῦ μοναστηρίου νὰ τὸ δώσωσιν, ἀλλ᾿ εἶπον αὐτόν, δὲν σοὶ ἀρκεῖ ὁποὺ καθ᾿ ἑκάστην ἔρχεσαι καὶ μᾶς ἐνοχλεῖς, ἀλλὰ θέλεις νὰ σοῦ φορτώνωμεν καὶ τὰς ἡμιόνους τοῦ Μοναστηρίου μὲ τὰ πρὸς ζωάρκειαν νὰ ἐπιστρέφῃς εἰς τὰ ἴδια; Ὁ Χριστόφορος, ὢν ἐντεταλμένος παρὰ τοῦ ἁγίου Γέροντος νὰ τῷ ἀναφέρῃ τὰ τοιαῦτα πρὸς διόρθωσιν τῶν ψυχῶν, ἦλθε πρὸς τὸν ἅγιον καὶ εἶπεν ἅπερ ἠκολούθησαν εἰς τὸν πτωχὸν Γεώργιον.

Ὁ δὲ ὅσιος μετ᾿ ἄκρας λύπης γύρισε εἰς τὸν τοῖχον καὶ ἔκλαυσεν, ἔπειτα εἶπε τῷ ἱερομονάχῳ Ἰσαάκ, ὅστις ἦτον ἐκεῖ, κράξον τὸν ἡγούμενον καὶ τοὺς γέροντας νὰ ἔλθωσιν ἐδῶ, οὖτοι δὲ ἀμέσως ἦλθον ἔμπροσθέν του καί, ὡς εἶδεν αὐτούς, λέγει αὐτοῖς· Διατί, ἀδελφοί, διώξατε τὸν πτωχὸ Γεώργιο καὶ δὲν τῷ ἐδώκατε τὸ κεχρὶ διὰ νὰ φάγῃ αὐτὸς καὶ τὰ παιδία του; διατὶ παρωργίσατε τὸν Χριστὸν καὶ ἑμὲ τὸν ταπεινὸν γέροντα; Ὁ δὲ ἡγούμενος καὶ οἱ γέροντες ἀκούοντες τοὺς λόγους τοῦ ὁσίου πατρός, κύψαντες κάτω τὴν κεφαλήν των καὶ φοβηθέντες, ἔλεγον μετ᾿ εὐλαβείας συγχώρησόν μας, Πάτερ ἅγιε, ὅτι ἐπταίσαμεν. Ὁ δὲ ἅγιος τοῖς λέγει· λάβετε τὸ κεχρὶ ὀγλήγορα καὶ ἄλλα φαγητὰ καὶ ὑπάγετε εἰς τὸν πτωχὸν Γεώργιον καὶ φάγετε καὶ πίετε μαζί του, καὶ κάμετε ἀγάπην, καὶ τότε θὰ ἔχητε συγχώρησιν ἀπὸ τὸν Θεόν. Καὶ οὕτω ἔκαμαν, καθὼς τοὺς διέταξε, καὶ ἠξιώθησαν τῆς συγχωρήσεως.

Εἷς Μοναχὸς εὐλαβέστατος, Σάββας ὀνομαζόμενος, ἔχων πατρικὰ καὶ μητρικὰ χρήματα πολλά, ἠγόρασεν εὔμορφον κῆπον καὶ τὸν χάρισεν εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ ἁγίου διὰ ψυχικήν του σωτηρίαν καὶ μετὰ 35 ἔτη τινὲς μοναχοὶ ἐκ τῆς μονῆς τοῦ ἁγίου Νικολάου, ὀνομαζόμενου Γαλατάκη, Παχώμιος καὶ Θεόληπτος, ἔχοντες πλησίον τοῦ κήπου αὐτοῦ, τοῦ παρὰ τοῦ Σάββα ἀφιερωθέντος εἰς τὸ Μοναστήριον τοῦ ὁσίου, μικρὸν κηπάριον τοῦ ἰδικοῦ των Μοναστηρίου, ἀδίκως καὶ παραλόγως, ὡς πλεονέκται, τὸ ἐξουσίασαν. Μαθὼν τοῦτο ὁ μακάριος Δαβὶδ οὐδόλως ὠργίσθη, οὐδόλως κατηράσθη, οὐδ᾿ ὕβρισεν αὐτοὺς διὰ τὴν πλεονεξίαν των, ἀλλὰ καίτοι πολλάκις σκανδαλισθεὶς καὶ συγχυσθεὶς καὶ ζημιωθεὶς ὑπ᾿ αὐτῶν, ὁ ἅγιος ἐφύλαττε τὴν ἀγάπην κατὰ τὸ ῥητὸν τοῦ Εὐαγγελίου: Ἀγαπᾶτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, καὶ μὴ ἐπιδυέτω ὁ ἥλιος ἐπὶ τῷ παροργισμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σοῦ. Καὶ ὅτε ἡ Μονή των κινδύνευε νὰ ἀφανισθῇ ὑπὸ τῶν λῃστῶν, αὐτὸς ἔκαμνε εἰς αὐτοὺς οὐκ ὀλίγην τὴν βοήθειαν, μάλιστα τοὺς ᾠκοδόμησε καὶ φρούριον παρὰ τῇ θαλάσσῃ, καὶ τοὺς ἔκαμνε διὰ παντὸς μεγάλας εὐεργεσίας, νουθετῶν καὶ διδάσκων αὐτοὺς εὐαγγελικῶς, ὡς ἀκριβὴς φύλαξ τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἀλλ᾿ ὁ Θεὸς ἄχρι τέλους οὐ παρεῖδε τὸ δίκαιον, μόνον τοὺς ἐπαίδευσε μὲ ἀῤῥωστίας μεγάλας διὰ τὴν ψυχικήν των σωτηρίαν. Πάσχοντες δέ οἱ διαληφθέντες οὗτοι Παχώμιος καὶ Θεόληπτος ὑπὸ νόσου βαρείας, ὥστε ἐσάπισαν αἱ σάρκες των, καὶ φθάνοντες εἰς τὸ τέλος τῆς ζωῆς των ἦλθον εἰς μεγάλην μετάνοιαν καὶ στέλλοντες πρὸς τὸν ἅγιον ἐζήτουν τὴν συγχώρησιν, διὰ τὰ ὅσα σκάνδαλα καὶ ζημίας τῷ ἔκαμαν. Ὁ μὲν Θεόληπτος ἠξιώθη τῆς συγχωρήσεως διὰ γράμματος καὶ εὐθὺς ἐκοιμήθη, ὁ δὲ Παχώμιος, κατὰ μίμησιν τοῦ παραλύτου, ἐβλήθη εἰς τὸν κράββατον, καὶ ὑπὸ τεσσάρων ἀνδρῶν κρατούμενος ἐπορεύετο πρὸς τὸν ἅγιον. Ὁ δὲ ὅσιος καταβαῖνον εἰς τὸ φρούριον τῆς Εὐβοίας, καθ᾿ ὁδὸν τοὺς ὑπήντησε καί, βλέπων ὁ παμμάκαρ τὴν ἀθλίαν κατάστασιν τοῦ πάσχοντος, ἔκλαυσε καὶ τῷ ἔδωκε τὴν συγχώρησιν καὶ εὐθὺς ἀφ᾿ οὗ ἐγύρισεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του ἐπλήρωσε τὸ κοινὸν χρέος καὶ ὡμολόγησε πρὸ τοῦ θανάτου αὐτοῦ ὅτι ὁ κῆπος εἶναι τοῦ Μοναστηρίου τοῦ ὁσίου Δαβὶδ καὶ ἐδόθη πίσω.

Μέχρι τοῦδε διηγήθημεν τὰς ἀρετὰς καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ ἁγίου, τώρα δὲ θὰ διηγηθῶμεν καὶ τινὰ θαύματά του, ὅσα ἔτι ζῶν ἐξετέλεσεν.

Εἰς καιρὸν τοῦ θέρους ἐπορεύετο ὁ ἅγιος εἰς τὴν Κάρυστον διὰ τινὰ χρείαν τοῦ μοναστηρίου· καθ᾿ ὁδὸν δὲ πρὸς τὸ ἑσπέρας κατέλυσεν εἰς χωρίον ὀνομαζόμενο Δίστον, νὰ ἀναπαυθῇ ὀλίγον ἐκ τοῦ κόπου, καὶ ὄντες παρὰ πολλοὶ κώνωπες ἔβλαπτον τοὺς ἀνθρώπους, οὐδόλως διδόντες ἡσυχίαν αὐτοῖς νὰ κοιμηθῶσι. Διὸ ἔτρεχαν οἱ ἄνθρωποι οἱ μὲν εἰς τὰ σπήλαια, οἱ δὲ εἰς τὰ ὄρη· ἰδόντες δὲ τὸν ἅγιον οἱ κάτοικοι τοῦ χωρίου προσέτρεξαν εἰς αὐτὸν πίπτοντες εἰς τοὺς πόδας του καὶ παρακαλοῦντες αὐτὸν νὰ δεηθῇ τοῦ Θεοῦ, ὡς ἔχων παῤῥησίαν μεγάλην, νὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν κωνώπων. Ὁ δὲ ἅγιος βλέπων τὴν εὐλάβειάν των καὶ τὰ δάκρυα τὰ ὁποῖα ἔχυνον, τοὺς δίδαξε τὰ ὅσα εἶναι ἀναγκαῖα διὰ τὴν ψυχικήν των σωτηρίαν καὶ τοῖς εἶπε νὰ ἔχωσι τὴν ἐλπίδα των εἰς τὸν Θεὸν καὶ αὐτὸς θὰ τοὺς ἐλευθερώσῃ εὐθὺς καὶ εἶτα ἐσήκωσε τὰς χεῖράς του εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ τὸ ὄμμα τῆς ψυχῆς του εἰς τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὅστις ἠλευθέρωσας τοὺς Ἰσραηλίτας ἀπὸ τὰς χεῖρας τοῦ Φαραὼ καὶ ἐχάρισας αὐτοῖς τὴν γῆν τῆς ἐπαγγελίας, σὺ λύτρωσον καὶ ἐλευθέρωσον καὶ τοὺς δούλους σου τούτους ἐκ τῶν παγίδων τοῦ νοητοῦ Φαραώ, καὶ τοῦ πλήθους τῶν κωνώπων, ἵνα δοξάζωσι τὸ ὄνομά σου τὸ ἅγιον εἰς Σέ, Πανάγιε Βασιλεῦ, ἔχουσι τὰς ἐλπίδας τῆς σωτηρίας των.

Ἀφ᾿ οὖ ἐδεήθη ὁ ἅγιος, καὶ εὐθύς, ὢ τῶν ἀπείρων σοῦ θαυμάτων Παμβασιλεῦ, τῶν κωνώπων ὅλα τὰ πλήθη ἔφυγαν καὶ πνίγηκαν εἰς τὴν θάλασσαν καὶ ὅλοι δόξασαν τὸν Θεὸν καὶ ἠκούσθη τὸ θαῦμα εἰς πολλοὺς τόπους.

Ἄλλην φορὰν πάλιν πορευόμενος εἰς τὸ χωρίον καλούμενον Ἔλευσις διὰ ὠφέλειαν πολλῶν ψυχῶν, ἐφιλοξενήθη παρ᾿ ἑνὸς εὐλαβοῦς Χριστιανοῦ, ὅστις θέλων νὰ φιλοφρόνησῃ τὸν Ὅσιο μεταξὺ τῶν ἑτέρων φαγητῶν ἔβαλε καὶ μίαν κολοκύνθην εἰς τὸ τραπέζι, ὡς οὖσαν νεοφανὴ πρὸς περισσοτέρα εὐχαρίστησιν τοῦ μακαρίου ἀνδρός. Τρώγων δὲ ὁ Ὅσιος ἐξ ἐκείνης τῆς κολοκύνθης τὴν ηὗρε τόσον πικράν, ὥστε δὲν ἠδυνατο κανεὶς νὰ τὴν βάλῃ εἰς τὸ στόμα του. Ὁ μὲν οἰκοκύρης ἐλυπήθην μεγάλως· ὁ δὲ ἅγιος γνοὺς τὸν λογισμόν του, ἐν ᾧ ἐκάθητο ἥσυχος, ἐδεήθη τοῦ Θεοῦ ἵνα μεταβληθῇ ἡ πικρότης εἰς γλυκύτητα καὶ εὐθὺς ἐγένετο γλυκυτάτη. Τότε λέγει πρὸς τὸν οἰκοκύρη· τρῶγε τώρα τέκνον μου, ὅτι εἶναι γλυκεῖα, γλυκυτάτη ἡ κολοκύνθη. Τοῦτο ὡς εἶδεν ὁ Χριστιανὸς ἐκεῖνος, μεγαλόφωνος ἐδόξασε τὸν Θεὸν καὶ εἰς ὅλον τὸν τόπον ἐκεῖνον ἐκήρυξε τὸ γεγονὸς θαῦμα.

Ἄλλοτε πάλιν ὁ ἅγιος ἐπορεύετο εἰς τὴν χώραν τοῦ Ζητουνίου καί τις Ἀγαρηνὸς ἔτυχε καθ᾿ ὁδὸν κρατῶν εἰς τὰς χεῖρας του ῥάβδο καὶ ἐκτύπησε τὸν ἅγιον εἰς τὴν ῥάχη ὁ μὲν θεῖος πατὴρ δὲν ὡμίλησε τίποτε, τὸ δὲ χέρι τοῦ Ἀγαρηνοῦ ἐξηράνθη γενόμενον ἀκίνητον. Τότε ὁ Ἀγαρηνὸς μὴ δυνάμενος νὰ κάμῃ τι προστρέχει εἰς τὸν ἅγιον μετ᾿ ἄλλων Ἀγαρηνῶν, εἰς τὸ κατάλυμα ὁποὺ ἐξενίσθη, καὶ παρακαλεῖ τὸν Ὅσιον κλαίων πικρῶς ἵνα τὸν θεραπεύσῃ· καὶ ἀμέσως ὁ ἅγιος εἶπεν ἂς εἶναι τὸ χέρι σου ἰατρευμένον ὡς καὶ πρότερον διὰ τῆς θείας δυνάμεως. Καὶ ὢ τοῦ θαύματος, ἀπεκατεστάθη τὸ χέρι του ὑγιές. Βλέποντες οἱ ὁμόπιστοί του τὸ παράδοξον θαῦμα τὸ κηρῦξαν εἰς πολλοὺς ὁμοπίστους των. Καὶ ὁ μὲν ἰαθεὶς ἔφερε χρήματα ἀρκετὰ τοῦ ἁγίου πρὸς εὐχαρίστησιν, ὁ δὲ ἅγιος τοῦ τὰ ἔδωκεν ὀπίσω λέγων αὐτῷ: Ὕπαγε νὰ τὰ δώσης ἔλεος τῶν ὁμοπίστων σου καὶ εἰς τὸ ἑξῆς πώποτε νὰ μὴ κάμῃς κακόν. Καὶ τοιουτοτρόπως ἐδοξάσθη ὁ ἅγιος παρὰ τοῦ ἀγαθοδότου Θεοῦ ὡς πιστὸς δοῦλος καὶ ὑπηρέτης ἄριστος τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, θαυματουργῶν τοῖς πιστοῖς καὶ ἀπίστοις εἰς δόξαν Θεοῦ.

Καὶ ἐκ τούτων λοιπὸν τῶν θαυματουργημάτων τοῦ ἁγίου δύναται νὰ ἐννοήσει πᾶς τις πόσην παῤῥησίαν εἶχεν ὁ ἅγιος πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τὰς μεγάλας ἀρετάς του· εἶχε δὲ καὶ εἰς τὸ Μοναστήριόν του πολλὴν εὐταξίαν καὶ κοσμιότηταν καὶ ἦσαν οἱ ἐν αὐτῷ ἀσκούμενοι Πατέρες μὲ διάφορα χαρίσματα τῆς μοναδικῆς πολιτείας· καὶ διὰ νὰ γένῃ φανερὸν πόσην ἀρίστην διοίκησιν εἶχεν ὁ μακάριος Δαβὶδ εἰς τὴν ἱερὰν Μονήν του, ἀκούσατε μετὰ προσοχῆς καὶ ἐκ τῶν ἑπομένων διηγήσεων θὰ βεβαιωθῆτε περισσότερον.

Ἱεροδιάκονός τις καταγόμενος ἀπὸ τὸ Ζητούνι ἧτο συγκοινοβιάτης εἰς τὸ Μοναστήριον· εἶχε δὲ γεννήτορας πλουσίους καὶ εὐγενεῖς· ὁ δὲ ἅγιος δὲν ἔδωκεν εἰς αὐτὸν πώποτε φορέματα καινούργια νὰ φορέσῃ, ἀλλὰ ταπεινὰ καὶ πενιχρά. Ἠθέλησέ ποτε ὁ διάκονος νὰ ὑπάγῃ νὰ ἵδῃ τοὺς γονεῖς του καὶ δι᾿ ἀδείας τοῦ Ὁσίου πατρὸς ὑπῆγεν, ἀφ᾿ οὗ δὲ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ Μοναστήριόν του, εἶχε φορέσει λαμπρά τινα ἐνδύματα ὡς υἱὸς εὐγενοῦς ἐπαγγελόμενος. Ὁ δὲ ἅγιος, ὡς εἶδεν αὐτὸν ἐστολισμένον τὰ περιφανῆ ἐνδύματα ταῦτα, τῷ εἶπε· διατὶ διάκονε κατεφρόνησας τὴν στολὴν τῆς ταπεινώσεως καὶ ἐξεδύθης τὸ ἔνδυμα τῆς ὑπερηφανείας; Τώρα βλέπω δύο δαίμονας οἱ ὁποῖοι κάθηνται ἐπάνω εἰς τοὺς ὤμους σου. Ὁ δὲ διάκονος ἀκούσας, ἔντρομος ἐγένετο, πεσὼν δὲ εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου ἐζήτει συγχώρησιν. Ὁ δὲ θεῖος Πατὴρ εἶπε πρὸς αὐτόν, ὀγλήγορα ἔβγαλε τὰ φορέματα τῆς ὑπερηφανείας καὶ ῥίψε τα εἰς τὴν φωτίαν καὶ φόρεσε τὰ ἐνδύματα τῆς ταπεινώσεως καὶ τότε λαμβάνεις συγχώρησιν. Ἀμέσως ὁ διάκονος ἔκαμε τὴν προσταγὴ τοῦ ἁγίου Γέροντος καὶ εὐθύς, ἰδόντες οἱ δαίμονες τὴν ταπείνωσιν τοῦ διακόνου, ἀνεχώρησαν κατῃσχυμένοι.

Ὁ διαληφθεὶς ἐκεῖνος Χριστοφόρος ἔλαβε λογισμόν ποτε νὰ ἀναχωρήσῃ ἀπὸ τοῦ Μοναστηρίου, ὅτε ὁ σεβάσμιος πατὴρ διὰ τοῦ προορατικοῦ χαρίσματος γνωρίσας τὸν σκοπόν του, ἐν ᾧ ὁ Χριστοφόρος εἰς τὸ μετόχιον ἡτοιμάζετο μεθ᾿ ἑνὸς ἑτέρου Μοναχοῦ νὰ φύγῃ, ὁ ἅγιος προφθάσας αὐτὸν τὸν ἐπῆρε κατ᾿ ἰδίαν ὁμιλῶν αὐτῷ ἐν εἴδει ἐξομολογήσεως. Ὁ δὲ Χριστοφόρος ἐννοήσας τοῦ ἁγίου τοὺς λόγους, πῶς διὰ τοῦ προορατικοῦ του ἐγνώρισε τὸν σκοπόν του, εὐθὺς ἔπεσεν εἰς τοὺς πόδας τοῦ ἁγίου ζητῶν συγχώρησιν, ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ μετὰ συμπαθοῦς ψυχῆς εὐλόγησε αὐτὸν καὶ τὸν ἠλευθέρωσεν ἀπὸ τῶν κακῶν λογισμῶν καὶ εἰρήνευσαν οὗτος τοῦ λοιποῦ εἰς τὸ Μοναστήριον μετ᾿ εὐχαριστίας μεγίστης.

Τοσοῦτον διεδόθη ἡ φήμη τοῦ ἁγίου καὶ ὁ ἔπαινος ἀπανταχόσε, ὥστε πολλοὶ τῶν Ἀρχιερέων προσεκάλουν αὐτὸν εἰς τὰς ἐπαρχίας των χάριν ψυχικῆς σωτηρίας τῶν Χριστιανῶν· αὐτὸς δέ, ὡς ὑπηρέτης πιστὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ μαθητὴς τῆς ὑπακοῆς, μετέβαινε μετὰ σπουδῆς καὶ ἐπιμελείας. Ὅθεν καὶ εἰς τὴν Πελοπόννησόν ποτε οἱ ἐκεῖ Ἀρχιερεῖς καὶ οἱ ἄρχοντες, ἔχοντες μεταξύ των σκάνδαλα καὶ λογομαχίας οὐ σμικράς, ἐμήνυσαν εἰς τὸν ἅγιον νὰ ὑπάγῃ νὰ τοὺς εἰρηνεύσῃ. Ὁ δὲ ἅγιος εὐθὺς μετὰ προθυμίας οὔτε τὸ μῆκος τῆς ὁδοῦ ἐβαρύνθη οὔτε συμπάθειαν εἰς τὸ γῆρας του ἔδωκεν οὔτε εἰς τὸ σῶμα του, τὸ ὁποῖον ἧτο πολλὰ ἰσχνὸ καὶ κατάξηρον ἀπὸ τὰς νηστείας καὶ ἀμέτρους κακουχίας καὶ τὰς ἀγρυπνίας, ἀλλ᾿ ἐπῆρε μεθ᾿ ἑαυτοῦ καί τινας μαθητάς του καὶ ἐκίνησε διὰ τὴν Πελοπόννησον. Καταβὰς δὲ εἰς τὸν αἰγιαλὸν ηὗρε πλοῖον καὶ ἐμβῆκε μέσα μετὰ τῶν μαθητῶν του, διὰ νὰ πέρασῃ ἀντικρὺ εἰς τὸ Ταλάντι. Πρὶν δὲ νὰ φθάσῃ εἰς τὸν λιμένα τὸ πλοῖον, συνέβη ἄφνω τρικυμία καὶ ζάλη τῆς θαλάσσης μεγάλη, ὥστε τὸ πλοῖον γύρισε, καὶ ὅλοι ἔπεσον εἰς τὸ βάθος τῆς θαλάσσης, οἱ ὁποῖοι, τῇ θείᾳ βοηθείᾳ, ἐξῆλθον ὁ μὲν κολύμβων, ὁ δὲ εἰς ξύλον ἐπάνω, ὁ δὲ μακάριος Δαβὶδ ὡς γέρων καὶ ἀδύνατος κατῆλθεν εἰς τὸν βυθόν, ἀλλ᾿ ἔπειτα διὰ τοῦ θείου ἐλέους ἀνῆλθεν εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης ἐξηπλωμένος, ὡσὰν νὰ ἐκοιμᾶτο. Οἱ δὲ μαθηταί του ἐλευθερωθέντες, ἔκλαιον ἔξω τοῦ αἰγιαλοῦ πικρῶς διὰ τὸν Δαβίδ, τὸν πνευματικὸν δεσπότην καὶ πατέρα των. Ἐν ᾧ εὑρίσκοντο εἰς βαθεῖαν λύπην, μετὰ ἐννέα ὥρας ὁρῶσι τὸν ἅγιον εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης ὕπτιον, ζῶντα, ὅλως ἀβλαβῆ, ὅστις ἐξῆλθεν ἔξω ἀπολαβὼν τοὺς αὐτοῦ μαθητάς, καὶ πάντες δόξασαν τὸν πανάγαθον Θεὸν διὰ τὸ μέγα τοῦτο θαυμάσιον. Ἐκεῖθεν λοιπὸν μετέβη εἰς τὴν Πελοπόννησον μετὰ τῶν αὐτῶν μαθητῶν, ἔνθα ὄχι μόνον διὰ τῶν πνευματικῶν του νουθεσιῶν καὶ διδασκαλιῶν εἰρήνευσε τοὺς σκανδαλισθέντας ὑπὸ τοῦ πονηροῦ Βελίαρ, ἀλλ᾿ προξένησε καὶ μεγάλην χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν εἰς πᾶσαν τάξιν Χριστιανῶν, καὶ οὕτω ἐπέστρεψε εἰς τὸ Ἱερόν του Μοναστήριον μετὰ τῶν μαθητῶν του.

Μετὰ τὴν ἐπιστροφή του εἶπεν ὅτι μετὰ τὴν κοίμησίν του ἔχει νὰ ἔβγη νερὸν εἰς τὸ δεῖνα μέρος, ὡς μὴ ὃν πρότερον, ὅπερ ὡς ἤδη φαίνεται ῥέον ἀπὸ κρήνης ἀενάου.

Τοιοῦτος ἦτον ὁ μακάριος Δαβὶδ λελαμπρυσμένος πολλαῖς ἀρετὰς καὶ χαρίσμασι τοῦ παναγίου Πνεύματος καί, φθάσας εἰς γῆρας βαθύ, προεῖδε τὴν κοίμησίν του δι᾿ ἀποκαλύψεως θείας καὶ εἶπε πᾶσι τοῖς συνασκουμένοις πατράσιν ὅτι μετὰ τρεῖς ἡμέρας μέλλω νὰ ἀπέλθω ἐντεῦθεν κατὰ τὸ θεῖον βούλημα. Ἐρχομένης δὲ τῆς τελευταίας ἡμέρας, ἔκραξεν ὅλους τοὺς πατέρας λέγων πρὸς αὐτούς· ἐγώ, Πατέρες, ἀδελφοὶ καὶ τέκνα μου, μέλλω νὰ ὑπάγω πρὸς τὸν Κύριόν μου, ὁ ὁποῖος μὲ προσκαλεῖ, ὑμεῖς δὲ οἴδατε τοὺς κανόνας τῆς μοναδικῆς ζωῆς ἀκολουθεῖτε λοιπὸν αὐτοὺς καὶ μὴ ἀμελεῖτε καὶ διὰ παντὸς ἔστε ἀφιερωμένοι ψυχῇ τε καὶ τῷ νῷ εἰς τὴν ἱερὰν προσευχήν, δοξολογοῦντες τὸν Δεσπότην Χριστόν, τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν καὶ Σωτῆρα τοῦ παντός, πρὸς ἀλλήλους δὲ ἔχετε τὴν κατὰ Θεὸν ἀγάπην, πρὸς ἐκπλήρωσιν τοῦ ῥητοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, Ὅπου εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνημμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν. Διὰ παντὸς μελετᾶτε τὸν θάνατον καὶ μνημονεύετε τὰ κάλλη τοῦ νοητοῦ παραδείσου ἀποφεύγετε τοὺς πονηροὺς λογισμοὺς καὶ πάντοτε ἐξομολογεῖσθε εἰς δεδοκιμασμένους πνευματικοὺς πρὸς διόρθωσιν τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἵνα ἔχητε τὴν οὐράνιον χάριν φεύγετε τὴν φιλίαν τοῦ κόσμου, ἔχετε τὴν ταπείνωσιν, τὴν πραότητα, τὴν ὑπακοὴν καὶ ἐνασχολεῖσθε εἰς τὴν ἀνάγνωσιν καὶ μελέτην τῶν θείων Γραφῶν καὶ ἐλεεῖτε τοὺς χρείαν ἔχοντας καὶ πρὸ πάντων ἀσπάζεστε τὴν πνευματικὴν πτωχείαν καὶ ὑπομένετε πᾶσαν θλίψιν καὶ στενοχώρια, πενθοῦντες καὶ κλαίοντες διὰ τὰ πλημμελήματά σας, καὶ ἔστε διὰ παντὸς ἐγρηγορότες εἰς πόνους, εἰς καμάτους, εἰς κακουχίας, ἵνα ἀπολαύσητε ἐκείνη τὴν ἀνεκλάλητον χαράν, λέγω τὴν οὐράνιον βασιλείαν.

Τὰς νουθεσίας ταύτας καὶ ἄλλας πολλὰς εἶπεν ὁ θεῖος Πατὴρ τοῖς ἀδελφοῖς πατράσιν, ἔπειτα ἤρχισε νὰ ἀναπέμπει ὕμνους καὶ δοξολογίας τῷ πανοικτίρμονι Θεῷ, λέγων εὐλογημένος εἶ Ποιητὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, Θεὲ πολυέλεε, ὁ καταδεξάμενος λαβεῖν σταυρικὸν θάνατον διὰ τὴν ἀπολεσθεῖσαν ἀνθρώπινον φύσιν σὺ Πανάγιε Βασιλεῦ, ὡς πολυεύσπλαγχνος καὶ εὐσυμπάθητος Θεὸς συγχώρησόν μοι καὶ πάριδε τὰ ἐμὰ πταίσματα καὶ ἐνίσχυσόν με παραστῆναι τῷ φοβερῷ αἵματί σου ἀκατακρίτως.

Ταύτην τὴν εὐχὴν εἰπών, γύρισε τὰ ὄμματά του πρὸς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ λέγει αὐτοῖς· ἰδοὺ ἀδελφοί, ὁ Δεσπότης Χριστὸς ἦλθε. Καὶ εὐθὺς ἀπέδωκε τὴν ἁγίαν του ψυχὴν εἰς χεῖρας Θεοῦ τοῦ ζῶντος κατὰ τὸν σοφὸν Σολομῶντα: Δικαίων ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ· ἧτο δὲ ἡ τρίτη τοῦ Νοεμβρίου μηνός.

Οἱ δὲ Μοναχοὶ βυθισθέντες εἰς λύπην βαθεῖαν καὶ θρηνοῦντες ἀπαρηγορήτως διὰ τὴν στέρησιν τοῦ κοινοῦ πατρὸς καὶ διδασκάλου αὐτῶν, πίπτοντες ἐπάνω εἰς τὸ ἅγιον λείψανον μετὰ δακρύων καὶ μετ᾿ εὐλαβείας πολλῆς κατεφίλουν αὐτό, μὴ ἐλπίζοντες εἰς τὸ ἑξῆς νὰ ἴδωσι τὸν θεῖον Δαβίδ, τὸν κοινὸν πατέρα καὶ προστάτην τῶν ψυχῶν των καὶ οὕτω μετὰ ταῦτα ἐνεταφίασαν πάντες τὸ ἅγιον αὐτοῦ λείψανον ἐν ἱεραῖς ὑμνολογίες καὶ ἀκολουθίαις, ποιοῦντες ὅλοι ὁμοθυμαδὸν προσευχὴν ἐπάνω τοῦ τάφου αὐτοῦ λέγοντες: Σὲ ἁγιώτατε Πάτερ παρακαλοῦμεν, προστάτα θεῖε τῶν ἡμετέρων ψυχῶν, βάλλοντες μεσίτην πρὸς τὸν πανάγαθον Θεὸν τὸν οἰκτίρμονα, ὡς παριστάμενον τῷ θρόνῳ αὐτοῦ, ἵνα διὰ πρεσβειῶν σου διαφυλάττῃ ὁ ἐλεήμων Θεὸς πάντας ἡμᾶς ἀτρώτους καὶ ἀνεπηρέαστους τῶν σατανικῶν ἐπιβουλῶν, ὡσαύτως καὶ τὴν ἱεράν σου Μονήν, ἣν ποικίλοις ἀγῶσι καὶ κόποις ἀνήγειρας, θειότατε Πάτερ, πρὸς διηνεκῆ δοξολογίαν τοῦ πολυελέου Θεοῦ.

Μετὰ δὲ τὴν κοίμησίν του ὁ ἅγιος τοσαῦτα θαυμάσια ἐπετέλει, ὥστε πλήθη ἀνθρώπων προσήρχοντο τῇ θείᾳ αὐτοῦ σορῷ μετ᾿ εὐλαβείας, καὶ ἐθεραπεύοντο ἐκ παντοίας νόσου καὶ ἕως τώρα πανταχόθεν προστρέχουσι τῇ ἱερᾷ αὐτοῦ Μονῇ οἱ χριστιανοὶ μετὰ πόθου καὶ εὐλαβείας, ἀρυόμενοι ἰάματα ἐκ τῆς παντίμου αὐτοῦ κάρας, ἧς ἡ σιαγὼν εἶναι διηρημένη, ὅπου δὲ μετ᾿ εὐλαβείας προσκαλεῖται ἡ τίμια αὐτοῦ κάρα καὶ ἡ ἁγία σιαγών, ἐκεῖ νόσοι θεραπεύονται, δαίμονες ἀπελαύνονται, πάθη ποικίλα ἰατρεύονται, τὸ τῶν ἀκρίδων φθοροποιὸ πλῆθος θαυμασίως ἀποδιώκεται. Εὐλογητὸς ὁ Θεός, ὁ δοξάζων τοὺς ἁγίους αὐτοῦ- ὅθεν καὶ ἡμεῖς ἀδελφοὶ χριστιανοί, ἂς καταλείψωμεν πᾶσαν κακίαν καὶ πονηρίαν καὶ ἂς μιμηθῶμεν κατὰ τὰς δυνάμεις μας τὴν ἀρετὴ καὶ τὰ κατορθώματα τοῦ ἁγίου, ἐπιμελούμενοι νὰ ἀποκτησωμεν τὴν ἐνάρετο ζωὴν καὶ πολιτείαν, κατὰ τὴν Εὐαγγελικὴ ἐντολὴ τὴν παραγγέλλουσαν Γίνεσθε ἅγιοι, ὅτι κἀγὼ ἅγιός εἰμι, ὅπως διὰ πρεσβειῶν καὶ ἱκεσιῶν τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Δαβὶδ ἀξιωθῶμεν τῆς ἐπουρανίου βασιλείας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς ἀπεράντους αἰῶνας. Ἀμήν.


ΜΕΡΙΚΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ

Ἡ θαυματουργικὴ παρουσία τοῦ Ὁσίου συνεχίζεται ἀσταμάτητη καὶ ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας. Ἀπὸ τὸ βιβλίο θαυμάτων τοῦ Ὁσίου, ποὺ τηρεῖται στο Μοναστήρι, σταχυολογοῦμε μερικὰ ἀπὸ τὰ πολυάριθμα καὶ καθημερινὰ θαύματά του καὶ τὰ μεταφέρουμε ἐδῶ:

1. Ὁ μικρὸς Ἰωάννης Ἀχιλλέα Μακρῆς, ἀπὸ τὴν Κερασιὰ τῆς Ἁγίας Ἄννης, ἔπασχε ἀπὸ μία δερματικὴ νόσο πολὺ σοβαρῆς μορφῆς. Οἱ γιατροὶ δὲν εἶχαν καταφέρει νὰ τοῦ προσφέρουν καμιὰ οὐσιαστικὴ βοήθεια. Ἡ πιστὴ μάνα του τὸν φέρνει στο Μοναστήρι καὶ παρακαλεῖ τὸν Ἱερέα τῆς Μονῆς νὰ τῆς κάνει Θεία Λειτουργία καὶ Ἅγιο Εὐχέλαιο. Μετὰ τὴν τελέσῃ τῶν Ἁγίων Μυστηρίων τὸ δέρμα τοῦ μικροῦ Ἰωάννη καθαρίστηκε θαυματουργικά.

2. Ἡ μικρὴ Μαρία Γκριτζάπη, κόρη τοῦ Παναγιώτη καὶ τῆς Βασιλικῆς Γκριτζάπη, ἀπὸ τὸ Λούτσι τῆς Λιβαδειᾶς, ἦταν παράλυτη, δὲν μποροῦσε καθόλου νὰ περπατήσει. Οἱ γονεῖς της τὴν ἔφεραν στο Μοναστήρι καὶ στὶς 5 Ἀπριλίου 1965, παραμονὴ τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος, κατὰ τὴ λιτάνευση τῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου, ὅταν τὰ ἅγια Λείψανα πέρασαν πάνω της, σηκώθηκε καὶ περπάτησε μέσα στο ναό. Ἔγινε τελείως καλὰ καὶ ἀπὸ τότε περιπατεῖ ἐλεύθερα καὶ ἔρχεται τακτικὰ καὶ στον Ἅγιο γιὰ νὰ τὸν δοξάζει καὶ νὰ τὸν εὐχαριστεῖ.

3. Ὁ Νικόλαος καὶ ἡ Ἐλευθερία Κουφομαργαρίτη ἀπὸ τὸ Μοσχᾶτο Ἀττικῆς εἶχαν ἕνα κοριτσάκι, Μάρθα τὸ ὄνομα, ποὺ ἀῤῥώστησε ἀπὸ λευχαιμία. Οἱ γονεῖς ἔμαθαν γιὰ τὸν Ὅσιο Δαβὶδ ἀπὸ μία γυναῖκα ἀπό τις Ῥοβιὲς Εὐβοίας, τὴν Ἐλευθερία Τζινῆ, τὴν ὁποία εἶχε λυτρώσει ὁ Ἅγιος ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια. Οἱ γονεῖς μὲ τὸ ἄῤῥωστο κοριτσάκι εἶχαν ἐπισκεφθεῖ πολλοὺς γιατρούς, ἀλλὰ ἐλπίδα γιὰ τὸ παιδί τους δὲν τοὺς εἶχε δώσει κανένας. Τότε ἦταν ποὺ γνωρίσαν τὴν Ἐλευθερία Τζινῆ ἀπό τις Ῥοβιὲς καὶ τοὺς μίλησε γιὰ «τὸν ἅγιο μας». «Ποῖος εἶναι αὐτὸς ὁ ἅγιος;» ῥώτησε ἡ μητέρα τοῦ παιδίου, «δὲν τὸν ξέρω». «Ὁ ὅσιος Δαβίδ», ἀπάντησε ἡ γυναῖκα. Παίρνει τότε ἡ μάνα τὸ παιδὶ στὰ χέρια της, τὸ σηκώνει ψηλὰ καὶ λέει μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά της: «Ἅγιέ μου Δαβίδ, κάνε καλὰ τὸ παιδί μου». Μόνο αὐτό. Καὶ τὴν ἴδια στιγμὴ τὸ παιδὶ ἔγινε ἀμέσως καλὰ καὶ τὸ ἔφερε καὶ στὴ Μονὴ ὑγιέστατο καὶ δόξασε τὸν ἅγιο Γέροντα. Αὐτὰ τὸ ἔτος 1976.

4. Παρὰ πολλὲς εἶναι καὶ οἱ ἐμφανίσεις τοῦ Ὁσίου Δαβίδ, ὄχι μόνο στους Πατέρες τῆς Μονῆς ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλους εὐλαβεῖς Χριστιανοὺς ποὺ βρίσκονται σὲ ἀνάγκη. Ἡ Ἀγάθη Γιογιοῦ ἐξ Ἀμερικῆς ἔπασχε ἀπὸ ἐπιληψία. Οἱ γονεῖς της Γεώργιος καὶ Παρασκευὴ κατάγονταν ἀπὸ τὸ χωριὸ Παγώντα Εὐβοίας. Ἡ μητέρα τῆς Ἀγάθης ἔταξε τὸ παιδὶ της σὲ πολλοὺς ἁγίους. Ἄκουσε καὶ γιὰ τὸν ὅσιο Δαβὶδ ἀπὸ μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὴν Σκεπαστὴ Εὐβοίας καὶ παρακάλεσε τὸν ἅγιο: «Ἅγιε Δαβίδ, δὲν σὲ γνωρίζω ποῖος εἶσαι, σὲ παρακαλῶ, ὅμως, κάνε καλὰ τὸ παιδί μου, τὴν Ἀγάθη». Τὸ ἴδιο βράδυ εἶδε ἕναν καλόγηρο σὲ ἕνα βουνό, μὲ τὴν ὄψη ποὺ ἔχει ὁ ἅγιος στὴν εἰκόνα τῆς ἐξώπορτας τῆς Μονῆς, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε: «Τὸ παιδί σου θὰ γίνει καλὰ καὶ νὰ ἔλθεις στο σπίτι μου, σὲ περιμένω». Ἐκείνη τὸν ῥώτησε: «Ποῖος εἶσαι ἐσὺ ποὺ θὰ κανεὶς καλὰ τὸ παιδί μου;» καὶ ὁ ἅγιος τῆς ἀπάντησε: «Αὐτὸς ποὺ κάλεσες πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα, ὁ ὅσιος Δαβίδ».

Αὐτὰ θὰ τὰ διηγηθεῖ ἡ ἴδια ἡ μητέρα τῆς Ἀγάθης, σὲ προσκύνημά της στὴν Μονὴ στὶς 5 Ἀπριλίου 1979, ὅταν εἶχε ἔλθει νὰ εὐχαριστήσει τὸν Ἅγιο ποὺ τὸ παιδί της εἶχε —τότε— δυόμισι χρόνια νὰ πάθει ἐπιληπτικὴ κρίση καὶ αἰσθανόταν τελείως καλά.

5. Ὁ Κων/νος Μπασδέκης καὶ ἡ γυναῖκα του ἀπὸ τὴ Μαλεσίνα Λοκρίδας βρίσκονταν σὲ μεγάλη θλίψη, γιατὶ δὲν μποροῦσαν νὰ ἀποκτήσουν παιδιά. Τὰ παιδιὰ γεννιόνταν καὶ λίγο μετὰ τὴ γεννήση πέθαιναν. Ἡ γυναῖκα, κάποια νύχτα, βλέπει στον ὕπνο της ἕναν καλόγερο νὰ τῆς λέει ὅτι εἶναι ἔγκυος καὶ ὅτι θὰ γεννήσει κοριτσάκι. Στὴν ἐρωτήσή της ποῖος εἶναι, ὁ καλόγερος ἀπάντησε: «Εἶμαι ὁ ὅσιος Δαβὶδ ἀπὸ τὴν Εὔβοια. Θὰ σὲ βοηθήσω νὰ ἀποκτήσεις τὸ κοριτσάκι, τὸ ὁποῖο θὰ ὀνομάσεις Δαβιδούλα. Θὰ τὸ φέρεις καὶ θὰ τὸ βαφτίσεις στο σπίτι μου καὶ ἐκεῖ θὰ κοινωνήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων γιὰ πρώτη φορά. Μὴ διστάσεις νὰ πεῖς αὐτὸ ποὺ σοῦ ἔκανα, ὅπου καὶ ἂν εὑρίσκεσαι». Τὰ λόγια τοῦ Γέροντος ἐκπληρώθηκαν κατὰ γράμμα κατὰ τὸ ἔτος 1958.

6. Πολλοὶ παραθεριστὲς τῆς Λίμνης Εὐβοίας, σὰν μάθουν ὅτι λίγα χιλιόμετρα πιὸ πάνω βρίσκεται ἡ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Δαβὶδ τοῦ Γέροντος, ἀνεβαίνουν καὶ προσκυνοῦν τὸν Ὅσιο.

Ἡ Παρασκευὴ Γρηγοριάδου (Εὐγενίου Καραβιᾶ 60, Κάτω Πατήσια) ἦταν καὶ αὐτὴ μιὰ παραθερίστρια ποὺ πῆγε νὰ προσκυνήσει τὸν Ἅγιο καὶ εἶδε φανερὰ τὴν ἐπισκέψή του μετὰ ἀπὸ θερμή, μὲ δάκρυα, προσευχή, στην ὁποία παρακάλεσε τὸν Ἅγιο νὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴ χρόνια ὠτίτιδα ποὺ τὴ βασάνιζε. Νὰ πῶς ἔγινε τὸ θαῦμα: κουρασμένη ἡ προσκυνήτρια ἀνέβηκε στο κελὶ τοῦ ξενῶνα γιὰ νὰ ξεκουραστεῖ. Ἐκεῖ τὴν πῆρε ὁ ὕπνος καὶ εἶδε νὰ ἀνοίγει ἡ πόρτα τοῦ κελιοῦ της καὶ ἕνας μοναχὸς νὰ μπαίνει μέσα καὶ νὰ τῆς δίνει τὸ ῥάσο του νὰ τὸ φορέσει. Τὸ πῆρε καὶ τὸ φόρεσε. Ὅταν ξύπνησε ἦταν τελείως καλά, τὸ εὐλογημένο ῥάσο τοῦ Ἁγίου τὴν εἶχε θεραπεύσει. Αὐτὸ μᾶς θυμίζει τὰ «σιμικίνθια» καὶ τὰ «σουδάρια» τῶν Ἀποστόλων, ποὺ ἔκλειναν μέσα τους θαυματουργικὴ δύναμη, ὥστε ἐκεῖνοι ἀπὸ τοὺς ἀῤῥώστους ποὺ τὰ ἀγγίζανε μὲ πίστη νὰ θεραπεύονται (Πραξ. 19, 12).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΔΑΒΙΔ ΓΕΡΟΝΤΟΣ. ΡΟΒΙΕΣ ΕΥΒΟΙΑΣ, 1991.

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/agiologion/osios_david_gerwn_en_eyboia.htm

Μνήμη των Aγίων και Θαυματουργών Αναργύρων Kοσμά και Δαμιανού (1 Νοεμβρίου)

Μνήμη των Aγίων και Θαυματουργών Αναργύρων Kοσμά και Δαμιανού

Eι και παρήκαν γην Aνάργυροι δύω,
Πληρούσιν ως πριν και πάλιν γην θαυμάτων.
Πρώτη Aκέστορε φώτε Nοεμβρίου έκπτατον εκ γης.

Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός (1η Νοεμβρίου). Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτοι οι Άγιοι είχον το γένος από την γην της Aσίας, ήτοι της Aνατολής, υιοί όντες γονέων φιλαρέτων και ευσεβών, από τους οποίους η μήτηρ των ωνομάζετο Θεοδότη, ήτις αφ’ ου έμεινε χήρα από άνδρα, εμεταχειρίζετο πολιτείαν ενάρετον. Όθεν με το παράδειγμά της, εδίδαξε και τους υιούς της τούτους κάθε είδος τελείας αρετής. Oύτοι λοιπόν έμαθον μεν και κάθε άλλην επιστήμην, αφήσαντες δε τας άλλας, ηγάπησαν την ιατρικήν, και με αυτήν ιάτρευον κάθε νόσον, ήτοι κάθε ασθένειαν πολυχρόνιον, και κάθε μαλακίαν, ήτοι κάθε ασθένειαν ολιγοχρόνιον. Kαι όχι μόνον ανθρώπους εθεράπευον, αλλά και τα άλογα κτήνη. Aνάργυροι δε ωνομάσθησαν, διατί δεν επήραν ποτέ από τινα ασθενή αργύριον, διά μισθόν και πληρωμήν της ιατρείας των. Έτζι λοιπόν καλώς διαπεράσαντες την ζωήν τους, εν ειρήνη ετελειώθησαν. Tα δε τίμια αυτών λείψανα ενταφιάσθησαν εις ένα τόπον, ονομαζόμενον Φερεμάν. (O κατά πλάτος Bίος αυτών ευρίσκεται εις τον Nέον Θησαυρόν1.)

Άγιοι Ανάργυροι Κοσμάς και Δαμιανός. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Σημείωση

1. Oύτοι οι δύω Aνάργυροι, είναι η πρώτη από τας τρεις συζυγίας των Aναργύρων, των ονομαζομένων με το όνομα του Kοσμά και Δαμιανού. Περί των οποίων αναφέρεται εις τας δεκαεπτά του Oκτωβρίου, και όρα εκεί. Σημείωσαι, ότι δύω λόγοι ευρίσκονται ελληνικοί εν τη Iερά Mονή του Διονυσίου εις τους Aγίους τούτους Aναργύρους. Ων του μεν ενός η αρχή εστιν αύτη· «Tην σην ω των καλών». Tου δε ετέρου· «Ως αγαπητά τα σκηνώματά σου». O πρώτος ευρίσκεται εν τη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή του Bατοπαιδίου και εν τη των Iβήρων. Tον Bίον δε τούτων συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Άρτι της ευσεβείας αναλαμπούσης». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις. Εν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζονται εις τους αυτούς περίοδοι, ων η αρχή· «Tου Kυρίου ημών Iησού Xριστού βασιλεύοντος, πάσα πλάνη και δαιμόνων λατρεία ελύθη».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μακαριστὸς π. Ἰωάννης Ρωμανίδης: Ἐπίτομη ἐποπτικὴ ἀνασκόπηση τῆς Ὀρθοδόξου Πατερικῆς καὶ τῆς ἑτεροδόξου μεταπατερικῆς θεολογίας

Μία σπάνια ὁμιλία τοῦ μακαριστοῦ π. Ἱωάννη Ρωμανίδη.

Πηγή: Αlexander Ιliadis
https://www.youtube.com/watch?v=WawAp…