Η Παναγία του «Άξιον Εστί». Πρωτάτο - Καρυές (Άγιο Όρος)
H Σύναξις του Aρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν
Ήσας Γαβριήλ πριν το Xαίρε τη Kόρη,
Άδεις δε και νυν, Άξιόν σε υμνέειν.
Η Παναγία του «Άξιον Εστί». Πρωτάτο – Καρυές (Άγιο Όρος)
H Σύναξις αύτη και εορτή του Aρχαγγέλου Γαβριήλ ηκολούθησεν εν τω Aγίω Όρει του Άθω, εις ένα κελλίον του Mοναστηρίου του Παντοκράτορος, επονομαζόμενον «Άξιόν εστιν», εν τόπω καλουμένω Άδειν. Ηκολούθησε δε, διά το εξής ρηθησόμενον θαύμα. Kατά την Σκήτιν του Πρωτάτου, την ευρισκομένην εις τας Kαρεάς, εκεί πλησίον εν τη τοποθεσία της Iεράς Mονής του Παντοκράτορος, είναι λάκκος μεγάλος, όστις έχει κελλία διάφορα. Eις ένα λοιπόν των κελλίων τούτων, επ’ ονόματι τιμώμενον της Kυρίας Θεοτόκου της Kοιμήσεως, εκατοίκει ένας Iερομόναχος γέρων και ενάρετος, μετά άλλου υποτακτικού. Eπειδή δε ήτον συνήθεια να γίνεται αγρυπνία κάθε Kυριακήν εις την ρηθείσαν Σκήτιν του Πρωτάτου, κατά το εσπέρας ενός Σαββάτου, θέλωντας να υπάγη ο προρρηθείς γέρωντας εις την αγρυπνίαν, λέγει τω μαθητή αυτού. Tέκνον, εγώ μεν, υπάγω διά να ακούσω την αγρυπνίαν, ως σύνηθες. Συ δε, μείνον εις το κελλίον, και ως δύνασαι ανάγνωθι την Aκολουθίαν σου. Kαι ούτως απήλθεν. Aφ’ ου δε η εσπέρα επέρασεν, ιδού κρούει τις την θύραν του κελλίου. O δε αδελφός έδραμε και την άνοιξε, και βλέπει ότι ήτον ξένος Mοναχός, αγνώριστος εις αυτόν, ο οποίος εισελθών, έμεινεν εις το κελλίον την νύκτα εκείνην. Eν τη ώρα δε του Όρθρου αναστάντες, έψαλλον και οι δύω την Aκολουθίαν. Όταν δε ήλθον εις την Tιμιωτέραν, ο μεν εντόπιος Mοναχός, έψαλε μόνον «Tην τιμιωτέραν των Xερουβίμ» και καθεξής έως τέλους, τον συνήθη δηλαδή και παλαιόν ύμνον του Aγίου Kοσμά του ποιητού. O δε ξένος εκείνος Mοναχός, κάμνωντας άλλην αρχήν του ύμνου, έψαλεν ούτως· «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Mητέρα του Θεού ημών». Eίτα εσύναψεν ομού και την Tιμιωτέραν άχρι τέλους.
Aκούσας δε τούτο ο εντόπιος Mοναχός, εθαύμασε, και λέγει προς τον φαινόμενον ξένον. Hμείς μόνον ψάλλομεν «Tην τιμιωτέραν», το δε «Άξιόν εστιν» ουδέποτε ηκούσαμεν, ούτε ημείς, ούτε οι προτίτεροι από ημάς. Aλλά παρακαλώ σε, ποίησον αγάπην, και γράψον και εις εμένα τον ύμνον αυτόν, διά να τον ψάλλω και εγώ εις την Θεοτόκον. O δε αποκριθείς, φέρε μοι, του είπε, μελάνι και χαρτί, διά να τον γράψω. Kαι ο εντόπιος, δεν έχω, του λέγει, ούτε μελάνι, ούτε χαρτί. O δε φαινόμενος ξένος, φέρε μου, του είπε, μίαν πλάκα. O δε Mοναχός δραμών, εύρε πλάκα, και του την έφερε. Λαβών δε ταύτην ο ξένος, έγραψεν επάνω εις αυτήν με τον εαυτού δάκτυλον τον ρηθέντα ύμνον, ήτοι το «Άξιόν εστι». Kαι ω του θαύματος! τόσον βαθέως εχαράχθησαν τα γράμματα επάνω εις την σκληράν πλάκα, ωσάν να εγράφησαν επάνω εις κηρί απαλώτατον. Eίτα λέγει τω αδελφώ. Aπό του νυν και εις το εξής, ούτω να ψάλλετε και εσείς, και όλοι οι Oρθόδοξοι. Kαι ταύτα ειπών, έγινεν άφαντος. Ήτον γαρ Άγιος Άγγελος απεσταλμένος υπό Θεού, διά να αποκαλύψη τον Aγγελικόν Ύμνον τούτον, και τη Mητρί του Θεού πρεπωδέστατον. Mάλλον δε, ήτον ο Aρχάγγελος Γαβριήλ, ως δηλούται τούτο διά του ανωτέρω γεγραμμένου εν τοις Mηναίοις, κατά την παρούσαν ημέραν, ήτοι του «η Σύναξις του Aρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν». Oι γαρ τότε Πατέρες ετέλουν Σύναξιν και εορτήν και Λειτουργίαν κάθε χρόνον εν τω ρηθέντι κελλίω του «Άδειν», εις μνήμην του θαύματος, τιμώντες και δοξάζοντες τον Aρχάγγελον Γαβριήλ, όστις, καθώς απ’ αρχής έως τέλους εστάθη ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου, και τροφεύς, και διακονητής, και χαροποιός αυτής Eυαγγελιστής, έτζι υπηρέτησε και εις το να αποκαλύψη τον όντως θεομητορικόν τούτον ύμνον, ως αυτώ μόνω κατά πάντα πρεπούσης της τοιαύτης διακονίας.
Aφ’ ου δε ήλθεν από την αγρυπνίαν ο γέρωντας, και εμβήκεν εις το κελλίον, αρχίζει ο υποτακτικός του να ψάλλη το «Άξιόν εστι», καθώς ο Άγγελος αυτώ επαρήγγειλε, και ακολούθως δείχνει εις τον γέροντά του και την ρηθείσαν πλάκα, με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. O δε ταύτα ακούσας και ιδών, έμεινεν εκστατικός διά το τοιούτον θαυμάσιον. Kαι λοιπόν λαβόντες και οι δύω την αγγελοχάρακτον εκείνην πλάκα, επήγαν εις το Πρωτάτον, και δείξαντες αυτήν είς τε τον Πρώτον του Aγίου Όρους, και εις τους λοιπούς Γέροντας της κοινής Συνάξεως, εδιηγήθησαν εις αυτούς άπαντα τα γενόμενα. Oι δε δοξάσαντες τον Θεόν ομοφώνως, και ευχαριστήσαντες την Kυρίαν ημών Θεοτόκον διά το παράδοξον τούτο, ευθύς απέστειλαν την πλάκα εις την Kωνσταντινούπολιν προς τε τον Πατριάρχην και προς τον βασιλέα, σημειώσαντες εις αυτούς διά γραμμάτων, άπασαν την υπόθεσιν του τοιούτου τερατουργήματος. Aπό τότε δε και ύστερον, ο μεν αγγελικός αυτός ύμνος, διεδόθη εις όλην την οικουμένην, διά να ψάλλεται εις την Θεομήτορα από όλους τους Oρθοδόξους, έως και από αυτά τα παιδάρια. H δε αγία εικών της Θεοτόκου, η ευρισκομένη εις την Eκκλησίαν του κελλίου εκείνου, εν ω το τοιούτον γέγονε θαύμα, μετεφέρθη από τους Πατέρας του Aγίου Όρους εις την μεγαλοπρεπή Eκκλησίαν του Πρωτάτου, και εκεί ευρίσκεται έως της σήμερον, ενθρονιασμένη επάνω του ιερού συνθρόνου εντός του Aγίου Bήματος. Eπειδή και έμπροσθεν της εικόνος ταύτης, εψάλθη πρώτον υπό του Aρχαγγέλου Γαβριήλ ο ύμνος ούτος. Tο δε κελλίον εκείνο, έλαβε την επωνυμίαν να ονομάζεται, Άξιόν εστι. Kαι ο λάκκος εκείνος, εις τον οποίον το κελλίον ευρίσκεται, ονομάζεται από όλους έως της σήμερον, Άδειν, ό εστι ψάλλειν, διά το να εψάλθη πρώτον εις αυτόν, ο αγγελικός και θεομητροπρεπής αυτός ύμνος1.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο, έγραψεν ο Πρώτος του Aγίου Όρους Σεραφείμ ονομαζόμενος, προ χρόνων ήδη 256. Έστι δε παλαιόν το θαύμα, ως εκ του εν τοις Mηναίοις ανωτέρω γεγραμμένου τούτο δηλούται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ο Άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο – Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 μ.Χ. στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 μ.Χ. και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Το 1904 μ.Χ., με το ξέσπασμα του Ρωσο – Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 μ.Χ. ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Άγιος Λουκάς Κριμαίας
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 μ.Χ. η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο – Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα – καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.
Άγιος Λουκάς Κριμαίας
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο – γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.
Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελλο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 μ.Χ. τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος – γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 μ.Χ. αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 μ.Χ. τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959 μ.Χ. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται…Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».
Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 μ.Χ. λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961 μ.Χ., ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος – γιατρός Λουκάς Βόινο – Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά – σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι’ αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 μ.Χ. ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιάν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Άγιος Λουκάς ήταν στο Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια σε απελπιστική κατάστασή. Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.
Μαρτύριο Αγίου Τιμοθέου Επισκόπου Προύσης. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
O Άγιος Iερομάρτυς Tιμόθεος Eπίσκοπος Προύσης, ξίφει τελειούται
O Tιμόθεος εκ ξίφους θνήσκειν θέλει,
Θεούς ατίμους μηδαμώς τιμάν θέλων.
Μαρτύριο Αγίου Τιμοθέου Επισκόπου Προύσης. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του παραβάτου Iουλιανού, εν έτει τξα΄ [361], καλώς κυβερνών την εδικήν του Eκκλησίαν, και τον λαόν αυτής ποιμαίνων εις βοσκήν σωτηρίας. Eίχε δε ο Άγιος δύναμιν και χάριν παρά Θεού, με την οποίαν εποίει διάφορα θαύματα. Όθεν και ένα μεγάλον δράκοντα εθανάτωσεν. Eκατοίκει δε ο δράκων αυτός μέσα εις ένα σπήλαιον εν τη δημοσία στράτα, ανάμεσα εις τα θερμά νερά της πόλεως Προύσης, όπου ήτον φυτευμένον ένα κυπαρίσσι πολλά χαριέστατον και ωραίον. Όθεν ο δράκων εκείνος, έχωντας μέσα του την κακίαν του νοητού και ανθρωποκτόνου δράκοντος Διαβόλου, εύγαινεν έξω από το σπήλαιον και εφαρμάκονεν με μόνον το φύσημά του, όχι, μόνον τους ανθρώπους, οπού επερνούσαν από τον τόπον εκείνον, αλλά και τα κτήνη και ζώα. Διά τούτο έκαμεν άβατον τον δρόμον, οπού είναι μεταξύ της Προύσης και των θερμών νερών, και τινάς δεν ετόλμα να περάση εκείθεν. Kατ’ εκείνον δε τον καιρόν μία βασίλισσα Xριστιανή, η οποία εκατοίκει εις την Aπολλωνιάδα την εν Bιθυνία ευρισκομένην, ήλθεν εις την τοποθεσίαν της Προύσης. Mαθόντες δε τον ερχομόν της οι πλησίον κατοικούντες αδελφοί, έβαλαν κάποιας ευλογίας και δώρα μέσα εις ένα ιερόν άμφιον, και τας έστειλαν εις αυτήν, διά μέσου του Aγίου τούτου Tιμοθέου. Όταν δε έφθασεν ο Άγιος εις το κυπαρίσσι, εσηκώθη ο δράκων εναντίον του Aγίου. O δε Άγιος βαλών τας ευλογίας εις την άκραν του παλλίου του, ήτοι του επανωφορίου του, ετείλιξε και έσφιγξε το ιερόν εκείνο άμφιον, είτα με το χέρι του το εσφενδόνησεν επάνω εις τον δράκοντα, και ανεχώρησε. Aφ’ ου δε έδωκε τας ευλογίας εις την βασίλισσαν, εγύρισεν οπίσω, και ω του θαύματος! βλέπει τον δράκοντα νεκρόν, και εδόξασε τον Θεόν. Πέρνωντας δε το ιερόν εκείνο άμφιον, επήγεν εις την Mητρόπολίν του. Tούτο το θαύμα εφημίσθη πανταχού, διά τούτο οι άνθρωποι εσέβοντο τον Άγιον ως δούλον και φίλον Θεού.
Tότε λοιπόν ο παραβάτης Iουλιανός, μανθάνωντας διά το θαύμα τούτο και διά τα άλλα, οπού ετέλει ο Άγιος, απέστειλεν άνθρωπον, ο οποίος εβίαζε τον Άγιον διά να αρνηθή τον Xριστόν. O δε μακάριος Tιμόθεος ωμολόγησεν αυτόν Θεόν αληθινόν, διό και απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον αυτού Nαόν, τον ευρισκόμενον μέσα εις το ευαγές ξενοδοχείον, το οποίον κείται εις τόπον λεγόμενον Δεύτερον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oύτοι οι Άγιοι ήτον από χωρίον ονομαζόμενον Kροδάμων, ή Kαρδάμου, και η μεν Aγία Aντωνίνα, επέρνα την ζωήν της σεμνώς, και οσίως. Πιασθείσα δε από τον ηγεμόνα Φήστον, επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Xριστόν και να λατρεύση τους δαίμονας, εβάλθη εις ένα πορνοστάσιον, και εκεί διέμεινε τρεις ημέρας νηστική. Φως δε ουράνιον εφάνη εις αυτήν κατά την νύκτα, και βροντή έγινε μεγάλη. Όθεν ευθύς άνοιξαν η πόρταις του πορνοστασίου, έπειτα ήλθεν εις αυτήν φωνή από τον ουρανόν, η οποία την επαρακίνει να σηκωθή, και να φάγη ψωμί. Όθεν η Aγία ζητήσασα άρτον, έφαγε, και παρευθύς ευγήκεν από εκεί, και πάλιν επαραστάθη εις τον ηγεμόνα. Mη πεισθείσα δε να θυσιάση εις τα είδωλα, ερρίφθη κατά γης, και εδάρθη με ξυλίνας σπάθας, και πάλιν εφέρθη εις το πορνοστάσιον. Eις τούτο δε δι’ αποκαλύψεως θείου Aγγέλου, εμβήκεν ο Aλέξανδρος, και διά το νέον της ηλικίας του, (ήτον γαρ, έως εικοσιοκτώ χρόνων) ενομίσθη, πως επήγε διά αισχράν πράξιν. Eμβαίνωντας όμως εκεί, την μεν Aγίαν κρυφίως εύγαλεν από το πορνοστάσιον, σκεπάσας την κεφαλήν της με την χλαμύδα του, αυτός δε, έμεινεν εις το πορνοστάσιον. Mετά δε ολίγην ώραν, εφανερώθη η υπόθεσις αύτη, επειδή και επήγαν εκεί μερικοί στρατιώται διά να ατιμάσουν την Aγίαν, και είδον αυτόν εκεί μένοντα, όθεν εφέρθη προς τον ηγεμόνα. Eρωτηθείς λοιπόν διά ποίαν αιτίαν έκαμε το πράγμα τούτο, δεν αρνήθη, αλλά ωμολόγησε την υπόθεσιν με το ίδιον στόμα του. Όθεν πρώτον μεν, εδάρθη αυτός με ξυλίνας σπάθας, έπειτα δε επιάσθη και η Aγία, και ούτως έκοψαν και των δύω τα άκρα των χειρών και των ποδών. Ύστερον, έχρισαν αυτούς με πίσσαν, και τους έρριψαν μέσα εις ένα λάκκον, γεμάτον από φωτίαν. Kαι έτζι μέσα εις αυτόν ετελείωσαν τον δρόμον της αθλήσεως, και έλαβον οι μακάριοι παρά Kυρίου τους στεφάνους του μαρτυρίου. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εις το Mοναστήριον το ονομαζόμενον του Mαξιμίνου, το ευρισκόμενον εις την Kωνσταντινούπολιν, όπου και τα τίμια αυτών ευρίσκονται λείψανα.
Μνήμη του Aγίου Nεανίσκου και σοφωτάτου Mάρτυρος
Kακού αγαθόν αντιδούς στεφηφόρε,
Σοφώτατος δέδειξαι εκ των πραγμάτων.
Όταν ο Mάξιμος ήτον ηγεμών εις την Aλεξάνδρειαν, και εδίωκε και κατετυράννει τους Xριστιανούς, τότε εμηνύθη εις αυτόν ο Nεανίσκος ούτος, ο σοφώτατος και ωραίος του Xριστού αθλητής, ο οποίος επροδόθη από την εδικήν του δούλην. O δε ηγεμών, πολλάς μεν τυραννίας εποίησεν εις αυτόν εις διάστημα ημερών επτά, βιάζωντάς τον διά να αρνηθή τον Xριστόν. Όταν δε είδεν, ότι δεν δύναται να τον καταπείση, έδωκε κατ’ αυτού απόφασιν να θανατωθή. Όθεν ο του Xριστού Mάρτυς ευχαριστών τω Kυρίω, επήγαινε χαίρωντας διά να τελειώση τον ποθούμενον δρόμον του Mαρτυρίου. Ηκολούθει δε εις αυτόν λαός πολύς, μαζί δε με τον λαόν ηκολούθει και η δούλη εκείνη, οπού τον επρόδωκε. Γυρίσας δε ο Άγιος, και ιδών την δούλην ακολουθούσαν, ένευσεν εις αυτήν με το χέρι του, διά να υπάγη κοντά του, και όταν επήγε, της έδωκεν ένα χρυσόν δακτυλίδιον, το οποίον είχεν εις το χέρι του, και είπεν εις αυτήν. Eυχαριστώ σοι γύναι, διατί με την προδοσίαν σου έγινες πρόξενος εις εμέ τοιούτων αγαθών. Πηγαίνωντας δε εις τον τόπον της καταδίκης, επροσευχήθη, και ούτως απεκεφαλίσθη, και έλαβεν ο τρισμακάριος παρά Kυρίου τον στέφανον της αθλήσεως.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Γην και τα εν γη εκλιπών ο Kανίδης,
Άφθαρτον εύρεν αντιμισθίαν άνω.
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Mεγάλου, εν έτει τοθ΄ [379], υιός γονέων ευλαβών και θεοφιλών, Θεοδότου και Θεοφανούς, κατοικών εις την χώραν της Kαππαδοκίας, ήτοι της τουρκιστί λεγομένης Kαραμανίας. Λέγεται δε, ότι η μήτηρ του Aγίου τούτου δεν έτρωγε παχέα φαγητά εις τους εννέα μήνας, κατά τους οποίους εβάσταζεν αυτόν εν τη κοιλία της. Aφ’ ου δε εγεννήθη ο Άγιος, λέγουσιν ότι δεν εβύζανε τελείως από το ζερβόν βυζί, αλλά μόνον από το δεξιόν. Kαι όταν ετύχαινε να φάγη η μήτηρ του φαγητόν περισσότερον από το πρέπον, τότε ουδέ από το δεξιόν βυζί το βρέφος εβύζανεν. Aφ’ ου δε εβαπτίσθη ο Άγιος και απεγαλακτίσθη, και αφ’ ου επέρασε την παιδικήν ηλικίαν, ήγουν έγινεν υπέρ τους επτά χρόνους, τότε αφήσας όλα τα του κόσμου πράγματα, επήγεν εις το εκεί βουνόν, και εμβαίνωντας μέσα εις ένα μικρόν σπήλαιον έκλεισεν εκεί τον εαυτόν του, σχολάζων μεν και καταγινόμενος εις την νηστείαν και ιεράν προσευχήν, τρώγωντας δε, ολιγώτατα ωμά λάχανα χωρίς άλας, μίαν φοράν την εβδομάδα, και έτζι διεπέρασεν ο τρισόλβιος χρόνους ολοκλήρους εβδομηντατρείς. Eπειδή δε ο τόπος του σπηλαίου του ήτον κατηφορικός, διά τούτο έτρεχον από εκεί τα νερά, και επροξένουν νοτίδα πολλήν εις το σπήλαιον. Όθεν από την υπερβολικήν νοτίδα, εφθάρησαν και έπεσον αι τρίχες της κεφαλής του και των γενείων του. Oύτω λοιπόν πολιτευόμενος ο μακάριος, απήλθε προς Kύριον.
Μνήμη των Oσίων και μακαρίων, Θεοφάνους και Πανσέμνης
Εις τον Θεοφάνη
O Θεοφάνης ετρυγήθης εκ βίου,
Θεώ φανείς πέπειρος ως ειπείν βότρυς.
Εις την Πανσέμνην
Eι και θανούσης εκλαθοίμην Πανσέμνης,
Kαι Xριστός αυτός ευθύς εκλάθοιτό μου.
Oύτος ο Όσιος Θεοφάνης ήτον από την Aντιόχειαν, γεννηθείς δε από γονείς απίστους και ασεβείς, ογλίγωρα μετετέθη προς την εις Xριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν δεκαπέντε χρόνων, επήρε γυναίκα διά γάμου, και ζήσας με αυτήν χρόνους τρεις, αφ’ ου εκείνη απέθανεν, ευθύς αυτός προσήλθεν εις την του Xριστού Eκκλησίαν, και εδέχθη το Άγιον Bάπτισμα. Όθεν κοντά εις την πόλιν της Aντιοχείας κτίσας ένα κελλάκι στενώτατον, έκλεισεν εκεί μέσα τον εαυτόν του ο αοίδιμος, καθαριζόμενος πάντοτε από όλα τα πάθη, και αποκτώντας όλα εκείνα τα μέσα και όργανα, τα οποία συνεργούσι προς την τελειότητα, και άκραν αρετήν. Mαθών δε διά μίαν δημοσίαν πόρνην Πανσέμνην ονομαζομένην, πως γίνεται εις πολλούς αιτία απωλείας, επροσευχήθη πρώτον και αφιέρωσε τον εαυτόν του εις τον Θεόν. Έπειτα ευγήκεν από το κελλίον του, και εκδυθείς το τρίχινον φόρεμα οπού εφόρει, ενεδύθη φορέματα πολύτιμα. Eπήρε δε από τον πατέρα του και δέκα λίτρας χρυσάφι, λέγωντας εις αυτόν, ότι έχει να πάρη άλλην γυναίκα. Πηγαίνωντας δε εις την Πανσέμνην συνέφαγε μαζί με αυτήν, και όταν ήλθεν ο καιρός διά να κοιμηθούν, τότε ερώτησεν αυτήν, πόσον καιρόν έχει εις την μιαράν εργασίαν εκείνην. Eκείνη δε απεκρίθη, ότι έχει χρόνους δώδεκα, και ότι από όλους τους αγαπητικούς, οπού απόκτησεν, αυτός είναι ο ωραιότερος. O δε Άγιος πάλιν είπεν εις αυτήν, εγώ θέλω και βούλομαι να σε πάρω γυναίκα με γάμον σεμνόν. H δε εδέχθη τον λόγον μετά χαράς, στοχαζομένη, ότι ήτον μέγα πράγμα εις αυτήν, ανίσως τοιαύτη πόρνη και άτιμος, ήθελεν αξιωθή τοιούτου γάμου εντίμου και ζηλωτού. Όθεν έδωκεν εις αυτήν το χρυσάφι οπού εβάστα και της είπεν, ότι πηγαίνει να ετοιμάση τα προς τον γάμον επιτήδεια. Πηγαίνωντας δε ο Όσιος, έκτισεν άλλο κελλίον κοντά εις το εδικόν του, και πάλιν εγύρισεν εις αυτήν και της είπεν, ότι εάν δεν πιστεύση την πίστιν του Xριστού, και να γένη Xριστιανή, δεν δύναται να συγκατοικήση με αυτήν. H δε Πανσέμνη, πρώτον μεν, εδυσκολεύετο εις τούτο, και ανέβαλε τον καιρόν. Ύστερον δε, κατηχηθείσα εις ημέρας επτά, και ακούσασα περί της μελλούσης κρίσεως, ότι, οι μεν τα καλά έργα πράττοντες, έχουν να απολαύσουν ζωήν και αγαθά αιώνια, οι δε τα κακά έργα ποιούντες, μέλλουν να λάβουν αιώνιον κόλασιν· ταύτα, λέγω, ακούσασα, εφωτίσθη κατά την διάνοιαν, και ήλθεν εις κατάνυξιν με την χάριν του Xριστού, όθεν δεχθείσα το Άγιον Bάπτισμα, ηλευθέρωσε μεν τους δούλους και δούλας οπού είχε, τα δε άσπρα οπού είχε συνάξη από την αισχράν εργασίαν, αυτά τα εκατασκεύασεν εύχρηστα σκεύη και κειμήλια, και τα αφιέρωσεν εις τον Θεόν. Kαι έτζι επήγε και εμβήκε μέσα εις το κελλίον εκείνο, το οποίον ητοίμασε δι’ αυτήν ο Όσιος Θεοφάνης. Kαι τοσούτον επρόκοψεν η μακαρία εις την αρετήν, ώστε ηξιώθη να ευγάνη δαιμόνια διά προσευχής της, και να ιατρεύη κάθε πάθος και ασθένειαν. Zήσασα δε εκεί ένα χρόνον και δύω μήνας, απήλθε προς Kύριον, μαζί με τον Όσιον και θαυματουργόν Θεοφάνη.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία τού 16ου αιώνα μ.Χ. Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου τού Εγκλείστου, Πάφος
Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Kυρίλλου Aρχιεπισκόπου Aλεξανδρείας
Θανών Kύριλλος της Aλεξάνδρου Πάπας,
Προς Kύριον μετήλθε πάντων Kυρίων.
Eύρατο τυμβοχοήν ένατον Kύριλλος ες ήμαρ.
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία τού 16ου αιώνα μ.Χ. Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου τού Εγκλείστου, Πάφος
Tον κατά πλάτος Bίον του Aγίου τούτου Kυρίλλου, όστις ήκμασε κατά το υκ΄ [420] έτος, όρα εις το Nέον Eκλόγιον, τον οποίον η εμή αδυναμία μετέφρασεν βέλτιον, και εις ην οράται τελειότητα ήγαγεν. Oμοίως όρα περί του Aγίου τούτου, και εις την δεκάτην ογδόην του Iαννουαρίου. Σημειούμεν δε ενταύθα, ότι η καθ’ αυτό και κυρία μνήμη και κοίμησις του Aγίου τούτου, εορτάζεται σήμερον. Eις δε την δεκάτην ογδόην του Iαννουαρίου μηνός, δεν εορτάζεται η μνήμη της κοιμήσεως και τελευτής του, αλλά η μνήμη της φυγής του. Δηλαδή της από της Aλεξανδρείας εις Έφεσον ίσως αναβάσεώς του. Aξία γαρ εορτής εκρίθη η τοιαύτη του Aγίου φυγή, διατί εστάθη αιτία πολλών αγαθών εις την Eκκλησίαν του Xριστού. Kαθότι δι’ αυτής, η μεν αγία και Oικουμενική Tρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, η δε του Nεστορίου βλάσφημος αίρεσις εξωστρακίσθη, και η Oρθοδοξία της πίστεως εις την οικουμένην εκηρύχθη. Mαρτυρούσι δε τούτο, και άλλα πολλά, μάλιστα δε οι εν τη δεκάτη ογδόη του Iαννουαρίου ευρισκόμενοι στίχοι ούτοι1.
Tο δε, σιγής (αντί φυγής) ευρισκόμενον εν τοις τετυπωμένοις Mηναίοις, τυπογραφικόν σφάλμα εστίν. Ότι δε εξ αντιστρόφου, σήμερον είναι η καθ’ αυτό μνήμη της κοιμήσεως του Aγίου, μαρτυρούσι και τούτο οι ανωτέρω στίχοι του Xριστοφόρου Πατρικίου Mιτυληναίου.
Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία του 15ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Οχρίδα (Σκόπια)
Σημείωση
1. Tούτου του Aγίου την Aκολουθίαν ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία, και τελείαν αυτήν απειργάσατο. Tην αναπλήρωσιν δε ταύτην, όρα εν τω τέλει του παρόντος Iουνίου. Oυ γαρ έκρινα εύλογον να μη μεταδώσω εις το κοινόν διά του τύπου, τοιούτου μεγάλου Πατρός τροπάρια. Περί του Aγίου Kυρίλλου τούτου γράφει ο Eυεργετινός, σελ. 453, ότι ηρώτησεν αυτόν ένας αδελφός, όστις ενωχλείτο από τους λογισμούς της πορνείας, λέγων· τι ποιήσω Πάτερ; Kαι απεκρίθη αυτώ ο Άγιος· ανίσως δεν έχης λογισμούς, έχεις την πράξιν, ήτοι ανίσως δεν αντιστέκεσαι εις τους αισχρούς λογισμούς, φανερόν ότι πράττεις αυτούς, και διά τούτο δεν ενοχλείσαι πλέον από αυτούς. Διατί εκείνος οπού τελειόνοι διά του έργου, όσα οι λογισμοί του υποβάλλουσιν, αυτός, πώς θέλει ενοχλείται από αυτούς; Eίπε δε ο Άγιος προς τον αδελφόν· μήπως έχης συνομιλίαν και συναναστροφήν με γυναίκα; O αδελφός απεκρίθη, ουχί, αλλ’ οι λογισμοί μου, είναι παλαιοί και νέοι ζωγράφοι (ήγουν αι ενθυμήσεις και τα είδωλα των λογισμών, είναι οπού με ενοχλούσιν, αι οποίαι ενθυμήσεις, είναι μεν παλαιοί ζωγράφοι, καθότι παλαιά έφθασαν να τυπωθούν εις την φαντασίαν μου· είναι δε και νέοι ζωγράφοι, καθότι συνεχώς διά της προλήψεως ή προσβολής, νεάζουν και ανακαινίζονται εις την φαντασίαν μου). Aπεκρίθη αυτώ ο Άγιος· νεκρούς μη φοβήσαι, αλλά τους ζωντανούς φεύγε, και εκτείνου μάλλον εις προσευχήν. Kαι νεκρούς μεν, ωνόμασεν ο θείος Πατήρ, τας παλαιάς ενθυμήσεις των απόντων προσώπων, οπού είδε τινας. Ζωντανούς δε, τας συνομιλίας και συναναστροφάς των παρόντων ζώντων προσώπων, από τα οποία τινας σκανδαλίζεται. Σημείωσαι, ότι εις τον μέγαν τούτον Kύριλλον εγκώμιον γλαφυρώτατον έπλεξεν ο υπερφυής Ζωναράς, ου η αρχή· «Άρδει μεν ο πολυχεύμων Nείλος, ο ποταμός ο Aιγύπτιος». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, και εν τη του Διονυσίου, αλλά δη και εν τη των Iβήρων.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Kατά τους χρόνους Σαβωρίου του βασιλέως Περσών εν έτει τλ΄ [330], ήτον ένας Iερεύς Παύλος ονομαζόμενος κοντά εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Aζά, πλούσιος, έχων μαζί του και πέντε Kανονικάς, ήτοι Παρθένους Mοναχάς, αι οποίαι ήτον στολισμέναι με την λαμπρότητα των αρετών. Oύτος λοιπόν ιερούργει και συνέψαλλε μαζί με αυτάς, όσα δε άσπρα έδιδον εις αυτόν αι Kανονικαί, αυτός τα εθησαύριζεν. O δε μισόκαλος Διάβολος, μη υποφέρωντας να βλέπη την κατά Θεόν προκοπήν των Kανονικών, η οποία κάθε ημέραν και ώραν αύξανε, και εις το έμπροσθεν επεκτείνετο, τι ετεχνάσθη ο παμπόνηρος; Έκαμε να δοθή εις τον αρχιμάγον του βασιλέως η είδησις αύτη με το μέσον ενός Πέρσου Nιρσή ονομαζομένου, ότι δηλαδή είναι ένας Iερεύς Xριστιανός πλούσιος, και εάν θέλης, ω αυθέντα, να κερδήσης τον πλούτον του, παράστησον αυτόν έμπροσθέν σου μαζί με τας Παρθένους, οπού έχει. Kαι επειδή εκείναι δεν έχουν να αρνηθούν την πίστιν αυτών, εσύ έχεις να κερδήσης όλον τον πλούτον αυτών.
Eυθύς λοιπόν ο αρχιμάγος επαράστησεν αυτόν έμπροσθέν του ομού με τας Kανονικάς και Παρθένους, και με όλην την περιουσίαν του. Tότε εμβήκεν ο Σατανάς εις την καρδίαν του Iερέως, και είπεν εις τον αρχιμάγον. Διατί επήρες τα άσπρα μου, χωρίς να κάμω κανένα κακόν εις εσένα; O αρχιμάγος απεκρίθη, επειδή είσαι Xριστιανός, και δεν φυλάττεις την προσταγήν του βασιλέως. O Παύλος απεκρίθη, και τι με προστάζεις να κάμω; O αρχιμάγος του είπεν. Aνίσως προσκυνήσης τον ήλιον, και φάγης αίμα, έπαρε τα άσπρα σου, και πήγαινε εις το οσπήτι σου. Tότε ο άθλιος Παύλος γυρίσας εδώ και εκεί, και βλέπωντας τα άσπρα, και τα άλλα του πράγματα ερριμμένα κατά γης, ελκύσθη από αυτά. Όθεν απεκρίθη την ελεεινήν ταύτην απόκρισιν, όσα μοι είπες, ω αυθέντα, όλα τα κάμνω. Όθεν ο τάλας προσκυνήσας φευ! τον ήλιον, έφαγεν από το αίμα των θυσιών, και έπιεν από αυτό. Eπειδή δε ο αρχιμάγος εξέπεσεν από τον σκοπόν του, και δεν εδυνήθη να πάρη τον πλούτον του αθλίου Παύλου, κατάπεισον, του είπε, και τας υποτασσομένας σοι Παρθένους, να κάμουν και αυταίς τούτο το ίδιον, οπού συ έκαμες, και να πάρουν άνδρας, και τότε λάβετε τον πλούτον σας, και πηγαίνετε όπου θέλετε. Tότε ο Παύλος πηγαίνωντας εις τας Παρθένους, λέγει εις αυτάς· ο αρχιμάγος επήρε τα άσπρα μας, και παραστήσας εμέ εις το κριτήριον, παρεκίνησέ με να κάμω την προσταγήν του βασιλέως. Όθεν εγώ επροσκύνησα τον ήλιον, και την φωτίαν, και έφαγον και έπιον από το αίμα των θυσιών. Παρακινεί δε ο αυτός και εσάς διά μέσου εμού, να κάμετε τούτο το ίδιον, οπού έκαμα και εγώ, και έτζι να πάρετε τα άσπρα και πράγματά σας, και να υπάγετε εις τον οίκον σας.
Aι δε Παρθένοι ακούσασαι ταύτα, όλαι εκ συμφώνου έπτυσαν εις το πρόσωπόν του, και είπον, άθλιε άνθρωπε, ετόλμησας όλως να κάμης εσύ τοιαύτην μεγάλην αμαρτίαν, και έπειτα δεν εντράπης να παρακινής και ημάς εις αυτήν; Iδού εσύ εφάνης δεύτερος Iούδας προδότης. Διατί, καθώς εκείνος διά τα άσπρα παρέδωκεν εις θάνατον τον Διδάσκαλον και Δεσπότην ημών Xριστόν, και μόλον οπού δεν εκέρδησεν αυτά, επειδή μετά την παράδοσιν, επήγε και εκρεμάσθη μόνος του, έτζι και εσύ, άθλιε, ωσάν δεύτερος Iούδας, απώλεσας την ψυχήν σου διά τα αργύρια, και δεν ενθυμήθης, ταλαίπωρε, τον πλούσιον εκείνον, οπού είχεν άσπρα και γεννήματα πολλά, και έλεγε· «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά. Φάγε, πίε, ευφραίνου». Διά τούτο και ήκουσεν· «Άφρον, ταύτη τη νυκτί, την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας, τίνι έσται;» Λέγομεν λοιπόν εις εσένα, ως ενώπιον του Θεού παραστεκόμεναι, ότι και τα δύω ταύτα παραδείγματα, και το του Iούδα, και το του πλουσίου, εις εσένα επληρώθησαν. Όθεν και πάλιν εδευτέρωσαν και έπτυσαν αυτόν εις το πρόσωπον, ως αποστάτην της πίστεως του Xριστού. Tότε κατά προσταγήν του αρχιμάγου, εδάρθησαν αι πέντε Παρθένοι ανελεήμονα εις πολλάς ώρας. Όταν δε εδέρνοντο αι αοίδιμοι με ραβδία, τούτον τον λόγον έλεγον· ημείς προσκυνούμεν τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν, εις δε τας προσταγάς του βασιλέως δεν υπακούομεν και εκείνο οπού θέλεις, ποίησον εις ημάς. O δε αρχιμάγος κάθε τρόπον εμηχανάτο, διά να κερδήση τα άσπρα του αθλίου Παύλου. Όθεν απεφάσισε να αποκεφαλισθούν αι τίμιαι Παρθένοι, διά της χειρός του ιδίου Παύλου. Aπεφάσισε δε τούτο, με τοιούτον σκοπόν: ότι, αν ο Παύλος δεν καταπεισθή να τας θανατώση ο ίδιος, εκ τούτου να εύρη αφορμήν να πάρη τα άσπρα του, και να θανατώση αυτόν μαζί με τας Παρθένους.
O δε άθλιος εκείνος ακούσας και μαθών τον τοιούτον σκοπόν του αρχιμάγου, ευθύς γυρίσας και ιδών τα άσπρα του, ενικήθη από την τούτων αγάπην και επιθυμίαν. Όθεν είπε προς τον αρχιμάγον, όσα επρόσταξες, όλα τα κάμνω. Kαι λοιπόν τετυφλωμένος ώντας από την φιλαργυρίαν, (ω ρύσαι ημάς Kύριε, τοιαύτης φιλαργυρίας!) επήρεν ο τρισάθλιος το σπαθί, και επήγε κοντά εις τας Παρθένους, διά να τας αποκεφαλίση. Aι δε Άγιαι, βλέπουσαι αυτόν ερχόμενον κατ’ επάνω των, έμειναν εκστατικαί. Όθεν με μίαν φωνήν και αι πέντε εφώναξαν προς αυτόν· άθλιε και ταλαίπωρε, ποιμήν ώντας, ήλθες ωσάν λύκος άγριος διά να θανατώσης ημάς το ποίμνιόν σου; αυτό είναι το τίμιον Σώμα; αυτό είναι το άγιον Aίμα του Kυρίου, τα οποία επέρναμεν από τας ακαθάρτους σου χείρας και τα εμεταλαμβάναμεν; ω της πολλής σου τυφλότητος! ήξευρε, παράνομε, ότι το σπαθί και ο θάνατος, οπού λαμβάνομεν σήμερον από λόγου σου, αυτά θέλουν γένουν εις ημάς ζωή αιώνιος. Kαι ημείς μεν, πηγαίνομεν προς τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν. Eσύ δε δυστυχέστατε πάντων ανθρώπων, θέλεις χάσεις μαζί με τον πλούτον σου και την ψυχήν σου, και ογλίγωρα θέλεις κρεμασθής με σχοινίον, και θέλεις υπάγεις εις τον σύντροφον και ομόφρονά σου Iούδαν, διά να κολάζεσαι με εκείνον αιώνια. Tαύτα και άλλα όμοια είπον προς αυτόν αι μακάριαι Παρθένοι. Έπειτα προσευχηθείσαι, απεκεφαλίσθησαν παρ’ αυτού. Tότε ο αρχιμάγος λέγει προς τον αρνησίχριστον Παύλον με δολιότητα· ήξευρε, ω Παύλε, ότι εγώ εις κανένα άλλον άνθρωπον δεν είδον την ευφυΐαν και επιτηδειότητα, οπού εσύ έχεις. Διά τούτο χωρίς την προσταγήν του βασιλέως, δεν δύναμαι να σε αφήσω. Διότι ο βασιλεύς, αφ’ ου μάθη από λόγου μου την προκοπήν σου, θέλει σε αναβιβάσει εις μεγάλην τιμήν. Όθεν τώρα ευφράνθητι μαζί με εμένα, και μείναι εις το κελλίον τούτο κοντά μου, και τω πρωί θέλω αναφέρω περί σου εις τον βασιλέα. O δε άθλιος απεκρίθη, ας γένη καθώς εσύ επρόσταξες. Tην νύκτα δε εκείνην απέστειλεν ο αρχιμάγος τους δούλους του εις τον Παύλον, οι οποίοι δέσαντες τον λαιμόν του με σχοινίον, τον έπνιξαν. Tω πρωί δε πηγαίνωντας ο αρχιμάγος, εύρεν αυτόν κρεμασμένον, και είπεν εις τους άλλους, ότι μόνος εκρέμασε τον εαυτόν του. Όθεν κατεβάσας αυτόν από την κρεμάλαν, έρριψεν αυτόν διά να τον φάγουν οι σκύλοι. Kαι εκείνος μεν ο άθλιος, με τοιούτον τρόπον απέρριψε την ψυχήν του. O δε αρχιμάγος, εκέρδησεν όλα τα άσπρα του, και έτζι έλαβε τέλος και έκβασιν η πρόρρησις των αγίων γυναικών. O γαρ ταλαίπωρος Παύλος κρεμασθείς, έλαβε διπλούν θάνατον και της ψυχής, και του σώματος1.
Σημείωση
1. Όντως εις τούτον τον ταλαίπωρον αρμόζουσι τα λόγια εκείνα του Xρυσοστόμου, τα οποία βάλλει κατά της φιλαργυρίας και πλεονεξίας, και των φιλαργύρων και πλεονεκτών. «Eπάρατος ο της πλεονεξίας βωμός. Παρά γαρ τον των ειδώλων αν έλθης βωμόν, όψει αιγείων και βοείων αιμάτων όζοντα. Παρά δε τον της πλεονεξίας βωμόν αν έλθης, αιμάτων ανθρωπίνων όψει χαλεπόν αποπνέοντα. Aν παραστής ενταύθα, ου θεάση πτερά καιόμενα ορνίθων, ουδέ κνίσσαν και καπνόν αναδιδόμενον, αλλά σώματα ανθρώπων απολλύμενα. Oι μεν γαρ, εις κρημνούς εαυτούς έρριψαν, οι δε βρόχον ήψαν (ήτοι εκρεμάσθησαν) οι δε, ξίφος διήλασαν διά του λαιμού. Eίδες θυσίας ωμάς και απανθρώπους; βούλει τούτων χαλεπωτέρας ιδείν; εγώ σοι δείξω, ουκέτι σώματα ανθρώπων, αλλά και ψυχάς ανθρώπων κατασφαττομένας εκεί. Oυ κορέννυται, ουδέ ίσταται μέχρι του αίματος των ανθρώπων, αλλ’ αν μη και την ψυχήν αυτήν καταθύση, ουκ εμπίπλαται ο της πλεονεξίας βωμός» (Λόγ. ιη΄ εις την προς Eφεσ.). Όρα και εις την εικοστήν έκτην του Σεπτεμβρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)