Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Ε´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ιϚ´ 19-31)

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Ε´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ (Λουκ. ιϚ´ 19-31).

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

«Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος»

Τὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, μᾶς παραθέτει μία θαυμάσια παραβολὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.Καὶ σ᾽ αὐτὴ τὴν παραβολὴ προβάλλουν τρία μεγάλα θέματα, ποὺ ἀφοροῦν στὴν ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου: Ὁ πλοῦτος καὶ ἡ χρήση του, ἡ πτωχεία καὶ ἡ ἀντιμετώπισή της, καὶ τὸ χρέος τῆς ἐλεημοσύνης.

Καί, ἡ διαχείριση τῶν τρόπων τούτων ζωῆς, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν κατάληξη τῆς παραβολῆς, καθορίζει τὴ μετὰ θάνατον, τὴν αἰώνια ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ τὴ σωτηρία του, ἤ, ἀλίμονο, τὴν αἰώνια ἀπώλειά του.

Ἡ τροφὴ καὶ τὸ ἔνδυμα ἀποτελοῦν ἀναμφίβολα δύο ἀπὸ τὶς βασικώτερες ἀνάγκες τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ τροφὴ γιὰ τὴν αὔξηση καὶ συντήρηση τοῦ σώματος, καὶ τὸ ἔνδυμα γιὰ τὴν κάλυψη τῆς γυμνότητάς του καὶ τὴν προφύλαξή του ἀπὸ τὶς ποικίλες καιρικὲς συνθῆκες. Γιὰ τὴν ἐξασφάλιση τῶν ἀναγκῶν αὐτῶν εὔλογα οἱ ἄνθρωποι ἀγωνιζόμαστε στὸν καθημερινὸ τῆς ζωῆς ἀγώνα. Σ᾽ αὐτὸ τὸν ἀγώνα ὅμως ὑποκρύβεται πάντοτε ἕνας κίνδυνος: ἡ κάλυψη τῶν δύο αὐτῶν φυσικῶν ἀναγκῶν νὰ μεταβληθεῖ σὲ πάθος, σὲ αὐτοσκοπό. Ἡ ἀνάγκη δηλαδὴ τῆς ἐνδυμασίας νὰ καταλήξει σὲ πάθος πολυτελοῦς ἔνδυσης ποὺ προκαλεῖ, σὲ χλιδὴ ποὺ διαφθείρει, σὲ ματαιοδοξία βδελυκτὴ στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἡ ἀνάγκη λήψης τροφῆς, νὰ μεταβληθεῖ σὲ κοιλιοδουλία καὶ κολακεία τῆς σάρκας, μὲ ὅλα τὰ φοβερὰ παρεπόμενα βλαβερὰ γιὰ τὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ πάθη. Τὸν κίνδυνο τοῦτο μᾶς ἐπισημαίνει ἔντονα καὶ τόσο παραστατικὰ ὁ Κύριος στὴν παραβολὴ τοῦ ἄφρονος πλουσίου καὶ τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου, ποὺ μόλις ἀκούσαμε.

Ἂς ἐξετάσουμε, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, τὸ πρῶτο θέμα, αὐτὸ τοῦ πλούτου καὶ τῆς χρήσης του. «Ἄνθρωπός τις ἦν πλούσιος», λέγει, ἀρχίζοντας τὴν παραβολὴ ὁ Κύριος. Ἀντίθετα μὲ ὅ,τι κάνει γιὰ τὸν πτωχὸ Λάζαρο, ἀπαξιώνει νὰ ἀναφέρει κἂν τὸ ὄνομα τοῦ πλουσίου, ἐνῶ μᾶς περιγράφει μὲ ζωηρὰ χρώματα τὴ ματαιόδοξη καὶ φιλήδονη ἐπὶ γῆς ζωή του. Ἀπαγγέλλει τὸ φοβερὸ κατηγορητήριό του καὶ τὸν παρουσιάζει βαριὰ τιμωρούμενο στὴ μεταθανάτια ζωή. Γιατί ὅμως; Ἐπειδὴ ἦταν πλούσιος; Καί, μήπως ὁ πλοῦτος καὶ τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ εἶναι πράγματα καθεαυτὰ ἀπαράδεκτα καὶ κατακριτέα ἀπὸ τὸν Θεό; Ἀσφαλῶς ὄχι, ἀδελφοί! Τὸ πρόβλημα, ἀπὸ πνευματικῆς πλευρᾶς, δὲν ἔγκειται στὴν ὕπαρξη τοῦ νόμιμα ἀποκτηθέντος πλούτου, ἀλλὰ στὴ διαχείρισή του. Ὅπως καὶ ἕνα μαχαίρι, μπορεῖ νὰ χρησιμοποιηθεῖ γιὰ νὰ κόψει κάποιος ψωμὶ ἢ νὰ ἐνεργήσει κάτι ἄλλο καλὸ καί, ἀντίθετα, νὰ μαχαιρώσει καὶ φονεύσει μὲ αὐτὸ ἕναν ἄνθρωπο. Ὁ Κύριος δίνει σὲ μερικοὺς πολὺ πλοῦτο, σὲ ἄλλους λιγότερο, καὶ ἀναμένει ἀπὸ τὸν καθένα πῶς θὰ τὸν διαχειρισθεῖ: γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, τὸ καλὸ τῶν ἄλλων καὶ τὴ σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἢ γιὰ τὸ νομιζόμενο καλὸ τοῦ ἑαυτούλη του, γιὰ νὰ τὸν σπαταλήσει σὲ ἡδονὲς καὶ φαγοπότια, σὰν τὸν πλούσιο τῆς σημερινῆς παραβολῆς; Γιατί, πρέπει ἐδῶ νὰ τονίσουμε, πὼς ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι εἴμαστε -πρέπει νὰ εἴμαστε- οἱ καλοὶ οἰκονόμοι, δηλ. διαχειριστὲς τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, εἴτε ὑλικῶν, εἴτε πνευματικῶν, καὶ οὐδέποτε νὰ τὰ οἰκειοποιούμαστε, οὔτε νὰ τὰ ἀπολυτοποιοῦμε, οὔτε καὶ νὰ δένεται σ᾽ αὐτὰ ἡ καρδία μας. «Τί ἔχεις, ὅπερ οὐκ ἔλαβες;», ἄνθρωπε, ἐπισημαίνει θεόπνευστα καὶ ὁ θεηγόρος Παῦλος· «εἰ δὲ καὶ ἔλαβες, ἵνα τί καυχᾶσαι ὡς μὴ λαβών»; (Α´ Κορ. 4, 7). Καὶ ἀλλοῦ θὰ εἰπεῖ ὁ Κύριος: «ὅπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρὸς ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καὶ ἡ καρδία ὑμῶν» (Ματθ. 6, 21). Ὁ πλούσιος πρέπει νὰ προσέξει πολλαπλᾶ τὴ ζωή του, γιὰ νὰ μὴν καταλήξει δέσμιος τοῦ πλούτου, ὅπως ἔπαθε καὶ ὁ σημερινὸς πλούσιος. Διέγραψε τὸν Θεὸ καὶ τοὺς ἄλλους ἀπὸ τὴ ζωή του καὶ ζοῦσε μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του: Ντυνόταν μὲ πορφύρα καὶ βύσσο —τὰ πιὸ ἀκριβὰ δηλαδὴ καὶ βαρύτιμα ἐνδύματα τῆς ἐποχῆς— καὶ εὐφραινόταν «καθ᾽ ἡμέραν λαμπρῶς». Ὄχι κάθε τόσο, τέλος πάντων, μὰ κάθε ἡμέρα! Οἱ φυσιολογικὲς ἀνάγκες τῆς τροφῆς καὶ τοῦ ἐνδύματος εἶχαν τελείως διαστραφεῖ καὶ εἶχαν κυριέψει τὴν καρδιά του σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ δὲν αἰσθανόταν τὴν ἐλεεινὴ καὶ ἄθλια κατάσταση τοῦ πτωχοῦ Λαζάρου.

Ἂς ἰδοῦμε καὶ τὸ ἄλλο θέμα τῆς παραβολῆς μας: Τῆς πτωχείας καὶ τῆς ἀντιμετώπισής της. Ὁ Κύριος μᾶς δίνει ἀνάγλυφα ἀποτυπωμένη καὶ τοῦ Λαζάρου τὴν εἰκόνα: Ρακένδυτος, ἄρρωστος, πληγιασμένος καὶ παραπεταμένος στὴν ἐξώπορτα τοῦ μεγάρου τοῦ πλουσίου. Καὶ προσπαθοῦσε νὰ χορτάσει ἀπὸ τὰ ψίχουλα τῶν λουκουλλείων γευμάτων τοῦ ἀσπλάχνου πλουσίου, ποὺ τοῦ πετοῦσαν ποῦ καὶ ποῦ, σὰν νὰ ἦταν ἄψυχο ζῶο, οἱ ὑπηρέτες τοῦ σπιτιοῦ. Καὶ ὅμως! Ὁ φαινομενικὰ ἀξιοθρήνητος Λάζαρος ἦταν πάμπλουτος σὲ ἀρετές: Ἔδειχνε ἀπέραντη ὑπομονή· δεχόταν, σὰν ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Θεοῦ, καὶ τὴν πτωχεία καὶ τὴν πείνα καὶ τὴν ἀρρώστεια, καὶ δὲν γόγγυζε. Καί, τελικά, αὐτὸς ἀποδείχθηκε ὁ ἀληθινὰ πλούσιος. Γιὰ τὴν ὑπομονὴ στὶς δοκιμασίες τῆς πρόσκαιρης τούτης ζωῆς κληρονόμησε πλοῦτο ἄφθαρτο καὶ ζωὴ αἰώνιο. Ἀντίθετα ὁ πλούσιος, ποὺ ἀπόλαυσε ἁμαρτωλὰ καὶ μὲ ἀχαριστία στὸν Θεὸ τὰ ἀγαθὰ τοῦ βίου τούτου, τώρα φλογίζεται αἰώνια στὰ βάσανα τῆς κόλασης, καὶ ἐπιθυμεῖ μία σταγόνα νεροῦ ἀπὸ τὰ χέρια τοῦ Λαζάρου, νὰ σβήσει τὴ φοβερή του δίψα. Διψάει, δηλαδή, ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ ἅγιοι Πατέρες, τὴ Χάρη τοῦ Θεοῦ· γιατὶ κόλαση εἶναι ὁ φοβερὸς χωρισμὸς τῆς ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀπὸ τὴ δροσοβόλο Χάρη τοῦ Θεοῦ, τὴν κοινωνία τὴν αἰώνια μαζί Του!

Ἂς ἀφήσουμε ὅμως τὸν πλούσιο καὶ τὸν πτωχὸ Λάζαρο τῆς παραβολῆς, κι ἂς ἔλθουμε στὴν ἐποχή μας. Πολὺ φοβοῦμαι πώς, ὄχι μόνο οἱ πλούσιοι, ἀλλά, λίγο πολύ, ὅλοι μας πάσχουμε ἀπὸ τὴ διπλὴ ἀρρώστεια τοῦ πλουσίου τῆς παραβολῆς: τὴν ἐπιδεικτικὴ πολυτέλεια καὶ τὴν ἀκόρεστη κοιλιοδουλία. Κατάντησε η κοινωνία μας μία κοινωνία πολυτέλειας, σπατάλης, ἐπίδειξης. Ὁ ἄνθρωπος σήμερα ντύνεται ἤ, ἀναλόγως, γδύνεται!, ὄχι γιατὶ τὸ ἐπιβάλλει ἔτσι ἡ ἀνάγκη, ἀλλὰ ἡ θεοποιημένη μόδα. Γιατὶ ἔτσι ἀποφασίζουν σκοτεινὰ καὶ πανίσχυρα οἰκονομικὰ ξένα κέντρα καὶ συμφέροντα. Χρόνος καὶ χρῆμα ξοδεύονται ἄφθονα στοὺς νεοειδωλολατρικοὺς ναοὺς τῆς ἐποχῆς, τὰ λεγόμενα «ἰνστιτοῦτα καλλονῆς», «αἰσθητικῆς», καὶ ὅ,τι παρόμοιο. Μὰ καὶ στὴ λατρεία τῆς κοιλιᾶς δὲν ὑστεροῦμε: Χρῆμα καὶ χρόνος ἄφθονα ξοδεύονται καὶ πάλιν, γιὰ νὰ φᾶμε καὶ νὰ πιοῦμε ὅ,τι σπάνιο, ὅ,τι πολυτελές. Περιουσίες ὁλόκληρες ξοδεύονται συχνὰ γιὰ τὴν κοιλιὰ καὶ τὶς ἄλλες αἰσχρὲς ἡδονές, ποὺ ἀναπότρεπτα συνδέονται μὲ τὰ φαγοπότια. Βάκχος καὶ Ἀφροδίτη λατρεύονταν καὶ λατρεύονται πάντα -ἀλίμονο!- μαζί. Κι ὅλ᾽ αὐτά, πότε; Ὅταν στὸν κόσμο ὅλο, στὴν Ἀφρική, τὴν Ἀσία, καὶ συχνότατα ὄχι πολὺ μακρυά μας, δίπλα μας, χιλιάδες ἄνθρωποι πεθαίνουν καθημερινὰ ἀπὸ τὴν πείνα. Ὅταν ἑκατομμύρια παιδιὰ ὑποσιτίζονται καὶ πεινοῦν καὶ ζοῦν κάτω ἀπὸ ἄθλιες συνθῆκες. Ὅλοι αὐτοὶ εἶναι οἱ σύγχρονοι Λάζαροι. Καὶ στέκονται κοντά μας, ἀνάμεσά μας. Φθάνει νὰ ἔχουμε ἀνοιχτὰ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς νὰ τοὺς ἰδοῦμε! Μήπως δὲν εἶναι γιὰ τοῦτο, ποὺ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε νὰ ἔλθει ἡ οἰκονομικὴ τούτη σύγχρονη κρίση; Ναί, ἦλθε ὡς παιδαγωγικὴ τιμωρία τῆς πνευματικῆς μας κρίσης, τῆς ἀπομάκρυνσής μας ἀπὸ τὸν Θεό, ἀπὸ τὸ ἅγιο θέλημά Του.

Γι᾽ αὐτό, ἀδελφοί μου, ἂς διώξουμε μακρυά μας τὴν πολυτέλεια, τὴν κοιλιοδουλία. Νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ ζήσουμε μὲ μετάνοια, νὰ ἐκζητήσουμε τὸν Θεό πρῶτα ἀπ᾽ ὅλα. Ἀσφαλῶς, καὶ θὰ φᾶμε καὶ θὰ πιοῦμε καὶ θὰ ντυθοῦμε, ἀλλὰ μὲ μέτρο, ἁπλᾶ καὶ λιτά, ὅσο γίνεται. «Ἔχοντες τροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα», μᾶς παραγγέλλει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Καί, ταυτόχρονα, γιὰ νὰ καταλήξουμε στὸ τρίτο μας θέμα, νὰ ἀνοίξουμε τὰ σπλάχνα μας πρὸς βοήθεια τοῦ πλησίον μας, τοῦ κάθε ἐμπερίστατου καὶ πονεμένου ἀδελφοῦ μας, ὅπως καὶ ὅσο μπορεῖ ὁ καθένας· «ἕκαστος καθὼς προαιρεῖται τῇ καρδίᾳ, μὴ ἐκ λύπης ἢ ἐξ ἀνάγκης· ἱλαρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾷ ὁ Θεός» (Β´ Κορ. 9, 7). Ὅπως ἔζησαν ὅλοι οἱ ἅγιοι. Ὅπως ἔζησαν καὶ οἱ ἅγιοι Γαλακτίων καὶ Ἐπιστήμη, τῶν ὁποίων σήμερα τελοῦμε τὴ μνήμη, ποὺ σκόρπισαν ἀφθονοπάροχα στοὺς πτωχοὺς τὴν περιουσία τους, ὑπέμειναν ποικίλα βασανιστήρια γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ ἀξιώθηκαν αἰώνιας δόξας στοὺς οὐρανούς. Ἂν ἔτσι ζοῦμε, μὲ ἀγάπη ἀληθινὴ πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν πλησίον μας, μὲ μετάνοια, μὲ ἐλεημοσύνη καὶ ἐλεήμονα καρδία, θὰ ἔλθει ἀναμφίβολα καὶ σ᾽ ἐμᾶς τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατὶ εἶναι «ἐλεήμων καὶ μετανοεῖ ἐπὶ κακίαις ἀνθρώπων». Καὶ θὰ εὐλογήσει καὶ τὴν παρούσα μας πρόσκαιρη ζωή, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει ἐν ἡμέρᾳ Κρίσεως τῆς ἱλαρῆς καὶ γλυκείας του ἐκείνης φωνῆς: «Ἐφ᾽ ὅσον ἐποιήσατε ἐνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε· εἰσέλθετε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ Κυρίου ὑμῶν». Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε Ἰησοῦ!