Όσιος Ευμένιος Σαριδάκης: «Χριστέ μου, θέλω να σώσεις όλους τους απ’ αιώνες κεκοιμημένους από Αδάμ μέχρι τώρα»

Διηγείται ο μητροπολίτης Μόρφου της Κύπρου Νεόφυτος:
«Ένα πολύ σημαντικό περιστατικό, που θυμούμαι από τον γέροντα Ευμένιο, είναι μία προσευχή του έκανε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους ανθρώπους”.”Κι εχάρη ο Θεός”, μου έλεγε.
“Και μετά είπα: “Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους καθολικούς. Και όλους τους προτεστάντες, Χριστέ μου, θέλω να σώσεις”. Κι εχάρη ο Θεός.
“Θέλω να σώσεις και τους μουσουλμάνους και όσους ανήκουν σε όλες τις θρησκείες, και τους αθέους ακόμα θέλω να σώσεις”. Κι εχάρη πολύ ο Θεός.
Και του είπα: “Χριστέ μου, θέλω να σώσεις όλους τους απ’ αιώνες κεκοιμημένους από Αδάμ μέχρι τώρα”. Κι εχάρη ο Θεός πολύ.
Και είπα: “Θεέ μου, θέλω να σώσεις και τον Ιούδα”. Και στο τέλος είπα: “Θέλω να σώσεις και τον διάβολο”. Κι ελυπήθη ο Θεός”.
Του λέω: “Γιατί λυπήθηκε ο Θεός;”. “Διότι θέλει ο Θεός και δεν θέλουν αυτοί” μου απάντησε, “δεν υπάρχει ίχνος καλής θελήσεως σωτηρίας στον διάβολο”.
“Καλά” του είπα, “πώς κατάλαβες εσύ πότε ο Θεός χαιρόταν και πότε ελυπήθη;”. Και μου λέει: “Άμα η καρδιά σου γίνει ένα με την καρδία του Χριστού, αισθάνεσαι αυτά που αισθάνεται”.
Δηλαδή αντιλαμβάνεσαι τι εύρος είχεν η καρδία αυτού του ανθρώπου; Αυτό είναι από τα πιο δυνατά που έχω ακούσει και δεν το έχω ακούσει από κανέναν άλλον. Κι αυτό το καταλάβαινε από την ένταση της Χάριτος. Ανάλογα με τον βαθμό της Χάριτος αντιλαμβανόταν την λύπη ή την χαρά Του, σ’ αυτό που ο ίδιος έλεγε ή έκανε».
Πηγή: https://www.ekklisiaonline.gr/nea/agios-evmenios-saridakis-h-prosefchi-tou-geronta/
Φώτης Κόντογλου: Το μεγάλο στοίχημα ανάμεσα σε πιστούς και σε απίστους

Φώτης Κόντογλου: Τή Λαμπροδευτέρα τό βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πρίν νά πλαγιάσω γιά νά κοιμηθώ, βγήκα στό μικρό περιβολάκι πού έχουμε πίσω από τό σπίτι μας, καί στάθηκα γιά λίγο, κοιτάζοντας τό σκοτεινό ουρανό μέ τ άστρα.
Σάν νά τόν έβλεπα πρώτη φορά. Μού φάνηκε πολύ βαθύς, καί σάν νά ερχότανε από πάνω μία μακρινή ψαλμωδία. Τό στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τόν Θεόν ημών, καί προσκυνείτε τώ υποποδίω τών ποδών αυτού». Ένας αγιασμένος γέροντας μού είχε πεί μία φορά πώς κατά τούτες τίς ώρες ανοίγουνε τά ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τά λουλούδια κι από τά αγιοχόρταρα, πού έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός καί η γή τής δόξης τού Κυρίου».
Θά στεκόμουνα έχει πέρα μοναχός ως τό ξημέρωμα. Σάν νά μήν είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό μέ τή γή. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στό σπίτι καί ανησυχήσουνε πού έλειπα, καί γι αυτό μπήκα μέσα καί ξάπλωσα.
Δέ μέ είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δέν ξέρω άν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, καί βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο μέ αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σάν πεθαμένος, μά τά μάτια του ήτανε σάν ανοιχτά καί μ έβλεπε τρομαγμένος. Τό πρόσωπό του ήτανε σάν μάσκα, σάν μούμια, μέ τό πετσί του γυαλιστερά, μαυροκίτρινο, καί κολλημένο στό νεκροκέφαλο μέ όλα τά βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σάν λαχανιασμένος στό να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, πού δέν κατάλαβα τί ήτανε, καί μέ τ άλλο έσφιγγε τό στήθος του, λές καί πονούσε.
Εκείνο τό πλάσμα μ έκανε ν ανατριχιάσω. τό κοίταζα, καί μέ κοίταζε, δίχως νά μιλήσει, σάν νά περίμενε νά τό γνωρίσω. Καί στ αλήθεια, μ όλο πού ήτανε τόσο αλλόκοτο, σάν νά μού είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!». Μόλις άκουσα τή φωνή, τόν γνώρισα ποιός ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε τό στόμα του κι αναστέναξε. Μά η φωνή του σάν νά ερχότανε από πολύ μακριά, σά νά βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.
Έβλεπα πώς βρισκότανε σέ μία μεγάλη αγωνία, κι υπόφερα κι εγώ μαζί του. Τά χέρια του, τά πόδια του, τά μάτια του, όλα φανερώνανε πώς βασανιζότανε. Απάνω στήν απελπισία μου, πήγα κοντά του νά τόν βοηθήσω, μά εκείνος μού κανε νόημα μέ τό χέρι του νά σταματήσω.
Άρχισε νά βογκά, μέ τέτοιον τρόπο, πού πάγωσα. Έπειτα μού λέγει: «δέν ήρθα, μέ στείλανε. Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σέ ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τόν Θεό νά μέ λυπηθεί. Θέλω νά πεθάνω, μά δέ μπορώ. Άχ! Όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πρίν πεθάνω, πού ήρθες στό σπίτι μου καί μιλούσες γιά θρησκευτικά; Ήτανε καί δυό άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σάν κι εμένα. Εκεί πού μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σάν έφυγες, μού είπανε: Κρίμα, νά χει τέτοιο μυαλό, καί νά πιστεύει στίς ανοησίες πού πιστεύουνε οι γριές! Μία άλλη μέρα, σού είχα πεί όπως καί πολλές άλλες φορές: «Βρέ Φ., μάζευε λεφτά, θά πεθάνεις στήν ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, καί πάλι θέλω κι άλλα».
Τότε μού είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο μέ τόν χάρο πώς θά ζήσεις τόσα χρόνια πού θέλεις, γιά νά καλοπεράσεις στά γερατειά σου;». Σού λέγω εγώ: «Θά δείς πόσο χρόνο θά πάγω! Τώρα είμαι εβδομήντα πέντε. Θά περάσω τά εκατό. Έχω εξασφαλίσει τά παιδιά μου, ο γιός μου βγάζει λεφτά πολλά, τήν κόρη μου τήν πάντρεψα μ έναν πλούσιο από τήν Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε καί παραέχουμε.
Όχι σάν κι εσένα, πού ακούς αυτά πού λέν οι παπάδες Χριστιανικά τά τέλη τής ζωής ημών. Τί θά βγάλεις από τά Χριστιανικά τά τέλη; Παρά νά χεις στήν τσέπη σου, καί μή σέ μέλει. Εγώ νά δώσω ελεημοσύνη; καί γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; γιά νά τούς θρέφω εγώ; Άμ βάζουνε εσάς καί ταΐζετε τούς τεμπέληδες, γιά νά πάτε στό Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισο; Εγώ ξέρεις πώς είμαι γιός παπά, καί τά γνωρίζω καλά αυτά τά κόλπα. Μά νά τά πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, πού έχεις τέτοια σπουδή, καί νά πάς χαμένος. Εσύ, όπως πάς, θά πεθάνεις πρίν από μένα, θά πάρεις καί στό λαιμό σου τήν οικογένειά σου. μά εγώ, σού λέγω καί σού υπογράφω, σάν γιατρός, πού είμαι, πώς θά ζήσω εκατό δέκα χρόνια».
Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δώ κι από κεί, σάν νά ψηνότανε απάνω σέ καμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από τό στόμα του: «Άχ! Ούχ! Ού! Ού! Ού! Χού!»
Ησύχασε γιά λίγο καί ξαναείπε: «Αυτά έλεγα, μά σέ λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι έχασα τό στοίχημα! Τί ταραχή! Τί τρομάρα τράβηξα!
Σαστισμένος, μία βουλίαζα καί μία ανέβαινα απάνω, καί φώναζα: Έλεος! μά κανένας δέν μ άκουγε. Ένα ρεύμα μέ κλωθογύριζε σάν νά μουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τί τράβηξα ως τά τώρα, καί τί τραβώ. Τί αγωνία είναι αυτή!
Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. τό κέρδισες τό στοίχημα. Εγώ, τότε πού βρισκόμουνα στό κόσμο πού ζείς, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει νά μιλώ καί νά μ ακούνε, νά κοροϊδεύω τή θρησκεία, νά συζητώ γιά χειροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω πώς χειροπιαστά είναι εκείνα πού τά έλεγα παραμύθια καί χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία πού βρίσκουμε. Άχ! Τούτος θά είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θά είναι ο βρυγμός τών οδόντων!».
Απάνω σ αυτά, χάθηκε από τά μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τά βογκητά του, πού καί κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Μέ πήρε λίγο ο ύπνος, μά σέ μία στιγμή, κατάλαβα νά μέ σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τά μάτια μου, καί τόν βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τή φορά ήτανε ακόμα πιό φριχτός καί πιό μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, πού τό κουνούσε από δώ κι από κεί.
Άνοιξε τό στόμα του καί μού είπε: «σέ λίγη ώρα θά ξημερώσει καί θά έρθουνε νά μέ πάρουνε εκείνοι πού μέ στείλανε!» τού λέω:
«Ποιοί σέ στείλανε;». Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως νά καταλάβω τίποτα. Ύστερα μού λέγει: «Εκεί πού βρίσκομαι είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους πού σέ περιπαίζανε γιά τήν πίστη σου, καί τώρα καταλάβανε πώς οι εξυπνάδες δέν περνούνε παραπέρα από τό νεκροταφείο. Είναι καί κάποιοι άλλοι πού τούς έκανες καλό, κι αυτοί σέ κακολογούσανε. Κι όσο τούς συχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί νά τόν κάνει η καλοσύνη νά χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τόν κάνει νά νοιώθει τόν εαυτό του νικημένο.
Τούτοι βρίσκονται σέ χειρότερη κατάσταση από μένα, καί δέ μπορούνε νά βγούνε από τή σκοτεινή φυλακή τους γιά νά ρθουνε νά σέ βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται μέ τή μάστιγα τής αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.
Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος απ ό,τι τόν βλέπαμε!
Ανάποδος από τήν έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πώς η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας Ψευτιά καί απάτη.
Εσείς πού έχετε στήν καρδιά σας τό Χριστό, καί πού γιά σάς ο λόγος του είναι αλήθεια, η μονάχη αλήθεια, εσείς κερδίσατε τό Μεγάλο Στοίχημα, πού μπαίνει ανάμεσα στούς πιστούς καί στούς απίστους, αυτό τό στοίχημα πού τό έχασα εγώ ο ελεεινός, καί χάθηκα, καί τρέμω κι αναστενάζω, καί δέ βρίσκω ησυχία: Αληθινά, στόν Άδη δέν υπάρχει πιά μετάνοια. Αλίμονο σ όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τόν καιρό πού είμαστε απάνω στή γή. Η σάρκα μας είχε μεθύσει, καί εμπαίξαμε εκείνους πού πιστεύανε στό Θεό καί στή μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σάς λέγαμε ανόητους, σάς κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε μέ καλοσύνη τά πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας η κακία.
Βλέπω καί τώρα πόσο θλιβόσαστε από τό φέρσιμο τών κακών ανθρώπων, αλλά πώς δεχόσαστε μέ υπομονή τίς φαρμακερές σαΐτες πού βγάζουνε από τό στόμα τους, λέγοντάς σας υποκριτές, θεομπαίχτες καί λαοπλάνους. Άν βρισκότανε, οι δυστυχείς στή θέση πού βρίσκομαι τώρα, καί βλέπανε από δώ πού βλέπω, θά τρομάζανε γιά ό,τι κάνουνε. Θέλω νά φανερωθώ σ αυτούς καί νά τούς πώ ν αλλάξουνε δρόμο, μά δέν έχω τήν άδεια, όπως δέν τήν είχε κι εκείνος ο πλούσιος καί γιά τούτο παρακαλούσε τόν Πατριάρχη Αβραάμ νά στείλει τό φτωχό τό Λάζαρο. Μά καί εκείνον δέν τόν έστειλε, καί τούτο, γιά νά γίνουνε ίδια άξιοι τής καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοί της σωτηρίας όσοι πορεύονται τή στράτα τού Θεού.
«Ο αδικών αδικησάτω έτι, καί ο ρυπαρός ρυπαρευθέτω έτι, καί ο δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω έτι, καί ο άγιος αγιασθήτω έτι».
Μ αυτά τά λόγια, τόν έχασα από μπροστά μου.
Του Φώτη Κόντογλου – Τα Μυστικά Άνθη, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1973
Πηγή: https://www.vimaorthodoxias.gr/peri-zois/mia-sygklonistiki-diigisi-toy-foti-kontogloy/
Ὁ παπᾶς τῆς Σπιναλόγκα
Ἀφήγηση (Ἄγνωστος συγγραφεύς)
Ἤμουνα λεπρός. Ἔζησα στὴ Σπιναλόγκα πολλὰ χρόνια. Ἡ κατάστασή μας ἦταν φρικτή. Ἡ ἀρρώστια παραμόρφωνε τὰ πρόσωπά μας, ἔτρωγε τὰ ἄκρα μας. Πολλοὶ λεπροὶ ἦταν χωρὶς φρύδια, χωρὶς μάτια, χωρὶς μύτη, χωρὶς χείλη, χωρὶς δάκτυλα χεριῶν καὶ ποδιῶν. Πολλῶν τὸ σῶμα σκεπαζόταν ἀπὸ μία φρικτὴ κροῦστα. Οἱ πληγὲς ξερνοῦσαν πολλὲς φορὲς ἀκαθαρσίες καὶ ἔτσι κολλοῦσε τὸ σῶμα μὲ τὰ ροῦχα. Καὶ εἶχαν οἱ πληγὲς μία τρομερὴ βρῶμα ἀπὸ πύο! Ἡ ἰατρικὴ περίθαλψη ἦταν ἀσήμαντη. Ὑπῆρχε στὸ νησὶ ἕνας γιατρὸς καὶ ἤμαστε οἱ ἄρρωστοι περίπου ἑξακόσιοι! Καὶ δὲν ἔφταναν αὐτά. Ζούσαμε οἱ περισσότεροι σὲ σπίτια μικρά, ὑγρὰ καὶ ἀνήλια.
Ὁ φόβος τῆς μόλυνσης ἔκανε ὅλους τοὺς ὑγιεῖς ἀνθρώπους νὰ μὴν τολμοῦν νὰ μᾶς πλησιάσουν. Ἦταν τοῦτο κάτι ἀνώτερο ἀπὸ τὶς δυνάμεις τους. Δὲν μποροῦσε ἡ ψυχὴ νὰ νικήσει τὴ σάρκα.
Ὁ γιατρός, οἱ νοσοκόμες, οἱ ἄλλοι δημόσιοι ὑπάλληλοι καὶ οἱ γυναῖκες, ποὺ ἔπλυναν τὰ ροῦχα μας, ἄφηναν τὸ νησὶ τῆς φρίκης λίγο πρὶν τὴ δύση τοῦ ἡλίου καὶ πήγαιναν μὲ βενζινάκατο στὴν Πλάκα, ποὺ ἦταν δυτικὰ καὶ ἀπέναντι τῆς Σπιναλόγκας. Φεύγοντας ἔκλειναν τὴν πελώρια πύλη τοῦ βενετσιάνικου τείχους, ποὺ χώριζε τὴν ἀποβάθρα ἀπὸ τὸ χωριό μας. Καὶ μέναμε οἱ λεπροὶ ὁλομόναχοι. Συντροφιὰ μὲ τὴ μοῖρα μας! Ἡ ἀπομάκρυνσή τους, βέβαια, ἀπὸ τὸ νησὶ ἦταν δικαιολογημένη. Ἔπρεπε νὰ ζήσουν μερικὲς ὧρες μακριὰ ἀπὸ τὸ «νησὶ τῶν ζωντανῶν νεκρῶν», ὅπως ἀποκαλοῦσαν τὴ Σπιναλόγκα τότε δημοσιογράφοι τῶν ἀθηναϊκῶν ἐφημερίδων.
Τὶς δύσκολες ὧρες ὅλοι μας, ὅταν δὲν μποροῦμε νὰ σταθοῦμε ὄρθιοι μὲ τὰ μάτια καρφωμένα στὸ συνάνθρωπό μας, γονατιστοὶ στρέφομε τὰ μάτια μας πρὸς τὰ ἄνω. Καὶ ἐμεῖς, βρισκόμενοι στὴ Σπιναλόγκα, στὸ Γολγοθὰ τοῦ ἀνθρώπινου πόνου, πηγαίναμε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα καὶ στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Γεωργίου καὶ προσευχόμαστε σιωπηλά. Νιώθαμε ὅλοι τὴν ἀνάγκη ἑνὸς ἱερέα. Ἐκεῖνος μόνο θὰ μποροῦσε νὰ μᾶς παρηγορήσει μὲ τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ μᾶς συμπαρασταθεῖ πνευματικά. Ὅμως ἱερέας ἐρχόταν στὸ νησί μας ἀπὸ τὴν Ἐλοῦντα μόνο δυὸ φορὲς τὸ μῆνα. Ἐρχόταν Σαββατόβραδο, ἔκανε τὸν ἑσπερινὸ καὶ ἔφευγε. Ἐρχόταν πάλι τὴν ἑπόμενη μέρα, τελοῦσε τὴ Θεία Λειτουργία καὶ ἔφευγε. Ἐρχόταν καὶ ἄλλες φορές. Τότε ὅμως ἐρχόταν ἀπὸ ἀναπότρεπτη ἀνάγκη, γιὰ νὰ κηδέψει τοὺς νεκρούς μας!
Κάποια μέρα καθόμαστε μερικοὶ ἄντρες στὴν αὐλὴ τοῦ καφενείου μας, ποὺ ἦταν κοντὰ στὴν πύλη. Τότε, πιὸ πέρα φάνηκε ἕνας ἱερέας. Καταλάβαμε ὅλοι μας ὅτι ἦρθε στὸ νησί, γιὰ νὰ λειτουργήσει. Μόλις μᾶς εἶδε, ἦρθε κοντά μας. Μᾶς καλημέρισε μὲ ἐγκαρδιότητα. Ὅλοι μας ὄρθιοι καὶ μὲ ἐλαφρὰ ὑπόκλιση τὸν καλωσορίσαμε. Κανένας μας, ὅμως, δὲν ἔτεινε τὸ χέρι του, γιὰ νὰ τὸν χαιρετήσει. Ὁ λεπρὸς δὲν πρέπει νὰ χαιρετᾶ μὲ χειραψία. Κι αὐτό, γιὰ νὰ μὴ μεταδώσει τὴν καταραμένη του ἀρρώστια. Τότε ἐκεῖνος μᾶς χαιρέτησε ὅλους μὲ χειραψία! Μᾶς εἶπε ἁπλὰ ὅτι θὰ μείνει κοντά μας, γιὰ νὰ μᾶς βοηθάει στὴν ἐκπλήρωση τῶν χριστιανικῶν μας καθηκόντων. Ἡ συγκίνησή μας ἦταν μεγάλη.
Τὴν ἄλλη μέρα πήγαμε στὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονα. Παρακολουθήσαμε ὅλοι, ἄντρες, γυναῖκες καὶ παιδιά, μὲ κατάνυξη τὴ Θεία Λειτουργία, ποὺ τελοῦσε μὲ δωρικὴ ἁπλότητα καὶ ἀπροσμέτρητη εὐσέβεια. Τὴν Κυριακὴ αὐτὴ δὲν μεταλάβαμε. Δὲν εἴχαμε ἐνημερωθεῖ ἔγκαιρα γιὰ τὴν τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ δὲν εἴχαμε νηστέψει. Στὸ τέλος τῆς Λειτουργίας, πήραμε ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ ἀντίδωρο. Καὶ παίρνοντας τὸ ἀντίδωρο, τοῦ φιλούσαμε ὅλοι τὸ χέρι! Ἦταν κάτι, ποὺ τὸ ἐπιδίωξε ὁ ἴδιος. Καθὼς ἔδινε τὸ ἀντίδωρο, πλησίαζε τὸ χέρι του στὸ στόμα μας. Ὅλων μας τὰ μάτια βούρκωσαν ἀπὸ συγκίνηση. Πρὶν ἔρθει ἐκεῖνος, τὸ ἀντίδωρο τὸ παίρναμε ἀπὸ ἕνα καλαμόπλεχτο πανέρι, ποὺ τοποθετοῦσε ὁ νεωκόρος στὸ παγκάρι.
Τὴν ἑπόμενη Κυριακὴ, πήγαμε σχεδὸν ὅλοι στὴν ἐκκλησία. Ἡ ἐκκλησία ἦταν κατάμεστη, τὸ ἴδιο καὶ τὸ προαύλιό της. Τὴ μέρα αὐτὴ μεταλάβαμε ὅλοι. Στὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας, εἴδαμε τὸν ἱερέα μας νὰ καταλύει ὅ,τι εἶχε ἀπομείνει στὸ Ἅγιο Ποτήριο ἀπὸ τὴ μετάληψή μας! Ἀνοίξαμε ὅλοι τὰ μάτια μας ἀπὸ ἔκπληξη. Νομίζαμε ὅτι ὀνειρευόμαστε. Χοντρὰ καὶ καυτὰ δάκρυα ἀνάβρυσαν ἀπὸ τὰ μάτια μας. Ὁ ἱερομόναχος Χρύσανθος ἔμενε κοντά μας νύκτα καὶ μέρα. Καὶ ἔμεινε κοντά μας δέκα χρόνια! Τὰ χρόνια αὐτὰ ἐκδήλωσε σὲ ὅλους μας, ὄχι μόνο τὴν ἀγάπη τῆς γλυκύτητας ἀλλὰ καὶ τὴν ἀγάπη τῆς εὐποιίας. Μᾶς ἐπισκεπτόταν στὰ σπίτια μας. Μᾶς καθοδηγοῦσε ὅλους. Ἐνίσχυε μὲ τὰ λίγα χρήματα ποὺ εἶχε τοὺς φτωχούς. Καὶ ἔκανε τοῦτο, τηρώντας τὸ «μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Μάτθ. ΣΤ/, 3). Εὐγνωμονῶ, ὅπως καὶ ὅλοι οἱ ἄρρωστοί τῆς Σπιναλόγκας, τὸν πατέρα Χρύσανθο γιά…
Δὲν ὁλοκλήρωσε ὅμως τὴ φράση του. Ξέπασε σ’ ἕνα βουβὸ κλάμα. To 1957, μὲ τὴν ἀνακάλυψη τῶν ἀντιβιοτικῶν καὶ τὴν ἴαση τῶν λεπρῶν, τὸ λεπροκομεῖο ἔκλεισε καὶ τὸ νησὶ ἐρημώθηκε. Μόνο ὁ π. Χρύσανθος ἔμεινε στὸ νησὶ ὡς τὸ 1962, γιὰ νὰ μνημονεύει τοὺς λεπροὺς μέχρι πέντε χρόνια μετὰ τὸ θάνατό τους.
Ὁ πατὴρ Χρύσανθος ἐξεδήμησε εἰς Κύριον στὶς 3 Ἀπριλίου 1972 καὶ ἐνταφιάσθηκε στὴ Μονὴ Τοπλού.
Τὰ Ψυχοσάββατα: Ποιὰ εἶναι, πότε καὶ γιατί τελοῦνται

Μέσα στὴν ἰδιαίτερη μέριμνά της γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ἡ ἁγία Ὀρθόδoξη Ἐκκλησία μας ἔχει καθορίσει ξεχωριστὴ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος γι᾿ αὐτούς. Κάθε Σάββατο δηλαδή.
Ὅπως ἡ Κυριακὴ εἶναι ἡ ἡμέρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, ἔτσι καὶ τὸ Σάββατο εἶναι ἡ ἡμέρα τῶν κεκοιμημένων, γιὰ νὰ τοὺς μνημονεύουμε καὶ νὰ ἔχουμε (ἐπι)κοινωνία μαζί τους. Σὲ κάθε προσευχὴ καὶ ἰδιαίτερα στὶς προσευχὲς τοῦ Σαββάτου ὁ πιστὸς μνημονεύει τοὺς οἰκείους, συγγενεῖς καὶ προσφιλεῖς, ἀλλὰ ζητᾶ καὶ τὶς προσευχὲς τῆς Ἐκκλησίας γι᾿ αὐτούς.
Στὸ δίπτυχο (χαρτάκι), ποὺ φέρνουμε μαζὶ μὲ τὸ προσφορο γιὰ τὴ θεία Λειτουργία, ἀναγράφονται τὰ ὀνόματα τῶν ζώντων καὶ τῶν κεκοιμημένων, τὰ ὁποῖα μνημονεύονται.
Σὲ ἐτήσια βάση ἡ Ἐκκλησία ἔχει καθορίσει δύο Σάββατα, τὰ ὁποῖα ἀφιερώνει στοὺς κεκοιμημένους της. Εἶναι τὰ Ψυχοσάββατα. Τὸ ἕνα πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω καὶ τὸ ἄλλο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς.
Τὸ Ψυχοσάββατο πρὶν ἀπὸ τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω ἔχει τὸ ἑξῆς νόημα: Ἡ ἑπομένη ἡμέρα εἶναι ἀφιερωμένη στὴ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Ἐκείνη τὴ φοβερὴ ἡμέρα κατὰ τὴν ὁποία ὅλοι θὰ σταθοῦμε μπροστὰ στὸ θρόνο τοῦ μεγάλου Κριτή. Γιὰ τὸ λόγο αὐτὸ μὲ τὸ Μνημόσυνο τῶν κεκοιμημένων ζητοῦμε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ γίνει ἵλεως καὶ νὰ δείξει τὴν συμπάθεια καὶ τὴν μακροθυμία του, ὄχι μόνο σὲ μᾶς ἀλλὰ καὶ στοὺς προαπελθόντας ἀδελφούς, καὶ ὅλους μαζὶ νὰ μᾶς κατατάξει στὴν Ἐπουράνια Βασιλεία Του.
Μὲ τὸ δεύτερο Ψυχοσάββατο διατρανώνεται ἡ πίστη μας γιὰ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας τὴν ἵδρυση καὶ τὰ γενέθλια (ἐπὶ γῆς) γιορτάζουμε κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Μέσα στὴ μία Ἐκκλησία περιλαμβάνεται ἡ στρατευομένη ἐδῶ στὴ γῆ καὶ ἡ θριαμβεύουσα στοὺς οὐρανούς.
Ὁ λόγος ποὺ τὰ καθιέρωσε ἡ Ἐκκλησία μας, παρ᾿ ὅτι κάθε Σάββατο εἶναι ἀφιερωμένο στοὺς κεκοιμημένους, εἶναι ὁ ἑξῆς: Ἐπειδὴ πολλοὶ κατὰ καιροὺς ἀπέθαναν μικροὶ σὲ ἡλικία ἢ στην ξενιτιὰ ἢ στὴν θάλασσα ἢ στὰ ὄρη καὶ τοὺς κρημνοὺς ἢ καὶ μερικοί, λόγῳ πτωχείας, δὲν ἀξιώθηκαν τῶν διατεταγμένων μνημοσύνων, «οἱ θεῖοι Πατέρες φιλανθρώπως κινούμενοι ἐθέσπισαν τὸ μνημόσυνο αὐτὸ ὑπὲρ πάντων τῶν ἀπ᾿ αἰῶνος εὐσεβῶς τελευτησάντων Χριστιανῶν». Συγχρόνως δέ, ἐνθυμούμενοι καὶ ἐμεῖς τὸν θάνατο, «διεγειρόμεθα πρὸς μετάνοιαν».
Γιὰ τὴν ἱστορία καὶ μόνο ἂς γνωρίζουμε ὅτι: «Ἡ καθιέρωσις τοῦ Σαββάτου πρὸ τῶν Ἀπόκρεω ὡς Ψυχοσαββάτου ἐγένετο μᾶλλον κατ᾿ ἀπομίμησιν τοῦ Σαββάτου πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, ὡς μόνου προϋπάρχοντος».
Ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὰ μνημόσυνα
Σύμφωνα μὲ ὁμόφωνη ἁγιοπατερικὴ μαρτυρία τὴν ὁποία ἐπιβεβαιώνει ἡ ἀδιάκοπη ἐκκλησιαστικὴ παράδοση αἰώνων, οἱ εὐχὲς γιὰ τοὺς νεκροὺς θεσπίστηκαν ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους. Ἡ θέσπιση αὐτὴ ἔχει δύο βασικὰ θεμέλια: α) τὴν ἔννοια τῆς Ἐκκλησίας ὡς κοινωνίας ἁγίων, ποὺ ἀποτελεῖται ὄχι μόνο ἀπὸ τοὺς ζωντανοὺς ἀλλὰ καὶ τοὺς «κεκοιμημένους» χριστιανοὺς καὶ β) τὴν πίστη στὴν μεταθανάτια ζωή, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν τελικὴ κρίση.
Ἤδη στὶς Ἀποστολικὲς Διδαχὲς βρίσκεται ἡ διάκριση τῶν μνημοσύνων σὲ «τρίτα», «ἔνατα», «τεσσαρακοστὰ» καὶ ἐνιαύσια» (ἐτήσια), ἀνάλογα μὲ τὸ χρόνο τελέσεώς τους ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου.
Πολλοὶ συμβολισμοὶ τῶν ἐπιμέρους μνημοσύνων ἀναφέρονται ἀπὸ τοὺς πατέρες. Οἱ κυριότεροι εἶναι οἱ ἑξῆς: Τὰ «τριήμερα» συμβολίζουν τὴν Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου μετὰ τὴν τριήμερη παραμονή Του στὸν τάφο καὶ τελοῦνται μὲ τὴν εὐχὴ ν᾿ ἀναστηθεῖ καὶ ὁ νεκρὸς στὴν οὐράνια βασιλεία. Τὰ «ἐννιάμερα» τελοῦνται γιὰ τὰ ἐννέα τάγματα τῶν αΰλων ἀγγέλων, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ βρεθεῖ κοντά τους ἡ ἄϋλη ψυχὴ τοῦ νεκροῦ. Τὰ «τεσσαρακονθήμερα» τελοῦνται γιὰ τὴν Ἀναλήψη τοῦ Κυρίου, ποὺ ἔγινε σαράντα μέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, μὲ τὴν εὐχὴ νὰ «ἀναληφθεῖ» καὶ ὁ νεκρός, νὰ συναντήσει τὸ Χριστὸ στοὺς οὐρανοὺς καὶ νὰ ζήσει γιὰ πάντα μαζί Του. Τὰ «ἐτήσια», τέλος, τελοῦνται τὴν ἐπέτειο ἡμέρα τοῦ θανάτου, σὲ ἀνάμνηση τῶν γενεθλίων τοῦ νεκροῦ, καθώς, γιὰ τοὺς πιστοὺς χριστιανούς, ἡμέρα τῆς ἀληθινῆς γεννήσεως εἶναι ἡ ἡμέρα τοῦ σωματικοῦ θανάτου καὶ τῆς μεταστάσεως στὴν αἰώνια ζωή. Μνημόσυνα, ἀντίστοιχα μὲ τὰ παραπάνω, τελοῦνται τὸν τρίτο, ἕκτο καὶ ἔνατο μῆνα ἀπὸ τὴν ἡμέρα τοῦ θανάτου («τρίμηνα», «ἑξάμηνα», «ἐννεάμηνα»).
Τὴν μεγαλύτερη ὠφέλεια στοὺς νεκροὺς τὴν προξενεῖ ἡ τέλεση τῆς θείας εὐχαριστίας στὴ μνήμη τους, γιατὶ τότε, μὲ τὶς μερίδες τους στὸ ἅγιο δισκάριο, «ἐνώνονται ἀόρατα μὲ τὸ Θεὸ καὶ ἐπικοινωνοῦν μαζί Του καὶ παρηγορούνται καὶ σώζονται καὶ εὐφραίνονται ἐν Χριστῷ» (ἅγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης).
Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ εἰδικὰ γιὰ κάθε νεκρὸ μνημόσυνα, ἡ Ἐκκλησία ἔχει στὶς καθημερινὲς ἀκολουθίες της, γενικὲς δεήσεις γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, ὅπως εἶναι λ.χ. τὸ νεκρώσιμο μέρος τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Μεσονυκτικοῦ καὶ οἱ σχετικὲς ἀναφορὲς στὶς «ἐκτενεῖς δεήσεις» τοῦ Ἑσπερινοῦ, τοῦ Ὄρθρου καὶ τῆς Θείας Λειτουργίας.
Πρέπει νὰ σημειωθεῖ, ἂν καὶ αὐτονόητο, ὅτι ἡ Ἐκκλησία τελεῖ μνημόσυνα μόνο γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανοὺς ποὺ κοιμήθηκαν μέσα στοὺς κόλπους της.
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Oμολογητού Aθανασίου εν τω Παυλοπετρίω (22 Φεβρουαρίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Oμολογητού Aθανασίου εν τω Παυλοπετρίω
Aθανάσιος θρέμμα Παυλοπετρίου,
Aποστόλοις σύνεστι Παύλω και Πέτρω.

Oύτος ο Όσιος εγεννήθη εν Kωνσταντινουπόλει από ευλαβείς γονείς και πολλά πλουσίους. Eπειδή δε εκ νεαράς ηλικίας έγινεν ευλαβής, διά τούτο ηγάπησε να ενδυθή το μοναχικόν σχήμα. Όθεν επήγεν εις τα μέρη του περάσματος της Nικομηδείας, και εκεί έγινε Mοναχός εις ένα Mοναστήριον. Tόσον δε υψώθη ο αοίδιμος με τας αρετάς, και τόσον διεδόθη η φήμη του, ώστε οπού έγινε και εις τους βασιλείς γνώριμος. Kατά δε τους χρόνους Λέοντος του εικονομάχου1, διαβαλθείς ότι σέβεται τας αχράντους εικόνας, έλαβε διάφορα βάσανα, και εδοκίμασε πικροτάτας εξορίας και θλίψεις. Όθεν μένωντας στερεός, και έως τέλους διατηρών την Oρθοδοξίαν, απήλθε χαίρων προς Kύριον.
Σημείωση
1. Ίσως ούτος είναι Λέων ο Aρμένιος ο βασιλεύσας εν έτει 813.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη των εν τοις Eυγενίου ευρεθέντων Aγίων Mαρτύρων και Aποστόλων επί της βασιλείας Aρκαδίου (22 Φεβρουαρίου)
Μνήμη των εν τοις Eυγενίου ευρεθέντων Aγίων Mαρτύρων και Aποστόλων επί της βασιλείας Aρκαδίου
Φανέντες εκ γης Mάρτυρες κεκρυμμένοι,
Aίρουσι πάσαν εκ προσώπου γης βλάβην.
* Eικάδα δευτερίην ανά σεπτά φάνη χθονός οστέα.
Όταν ο αγιώτατος Πατριάρχης Θωμάς ήτον εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως, εν έτει τϟε΄ [395]1, τότε ευρέθησαν τα τίμια λείψανα τινών Aγίων Mαρτύρων, κεκρυμμένα υποκάτω εις την γην, τα οποία παρευθύς ανεκομίσθησαν από αυτόν ευλαβώς τε και σεβασμίως, με συνδρομήν πολλήν του λαού. Tότε δε και διάφοροι ασθένειαι εθεραπεύθησαν. Aφ’ ου δε επέρασαν πολλοί χρόνοι, απεκαλύφθη εκ Θεού εις ένα άνθρωπον κληρικόν και καλλιγράφον, ότι εις τον ίδιον τόπον εκείνον τον καλούμενον Eυγενίου, ευρίσκονται κεκρυμμένα και τα άγια λείψανα Aνδρονίκου και Iουνίας, τους οποίους αναφέρει ο θείος Aπόστολος εν τη προς Pωμαίους επιστολή λέγων· «Aσπάσασθε Aνδρόνικον και Iουνίαν τους συγγενείς μου και συναιχμαλώτους μου, οίτινες εισίν επίσημοι εν τοις Aποστόλοις, οι και προ εμού γεγόνασιν εν Xριστώ» (Pωμ. ιϛ΄, 7)2.
Σημειώσεις
1. Eπί της βασιλείας Aρκαδίου, ούτω χρονολογεί την εύρεσιν των λειψάνων τούτων ο προσθέσας τας χρονολογίας εν τω Ωρολογίω. O δε Mελέτιος εκτείνει τους χρόνους. Aναφέρων γαρ τον Kωνσταντινουπόλεως Θωμάν τον πρώτον, λέγει, ότι ήτον Πατριάρχης εν έτει 607, αναφέρων δε και τον δεύτερον Θωμάν τον Kωνσταντινουπόλεως, λέγει, ότι ήτον εν έτει 656.
2. O Aνδρόνικος και Iουνία εορτάζονται εις τας δεκαεπτά του Mαΐου. O δε Aνδρόνικος εορτάζεται και εις την τριακοστήν του Iουλίου μετά άλλων Aποστόλων.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη των Oσίων Πατέρων ημών Θαλασσίου και Λιμναίου (22 Φεβρουαρίου)
Μνήμη των Oσίων Πατέρων ημών Θαλασσίου και Λιμναίου
Λιμήν Λιμναίον και Θαλάσσιον φέρει,
Ώσπερ θάλασσαν εκφυγόντας τον βίον.
Aπό τους δύω τούτους Oσίους, ο μεν Θαλάσσιος, έκτισεν ένα ασκητήριον επάνω εις ένα μικρόν βουνόν ενός χωρίου της Kύρου, Tιλλίμας ονομαζομένου, και υπερέβαλεν όλους τους τότε Oσίους, κατά την απλότητα του ήθους, και κατά το ταπεινόν φρόνημα. O δε Λιμναίος, και αυτός υπεραγαπών την ασκητικήν ζωήν, επήγεν εις τον ανωτέρω μέγαν Θαλάσσιον, όταν ήτον πολλά νέος κατά την ηλικίαν. Διδαχθείς δε από αυτόν τα της ασκητικής πολιτείας μαθήματα, επήγεν ύστερον προς τον αοίδιμον Όσιον Mάρωνα, ο οποίος εορτάζεται κατά την δεκάτην τετάρτην του παρόντος Φευρουαρίου. Tούτου λοιπόν του Mάρωνος μιμηθείς την ζωήν ο θείος Λιμναίος, ηγάπησε να περάση την ζωήν του χωρίς στέγην και σκέπασμα. Όθεν αναβάς επάνω εις μίαν κορυφήν ενός βουνού, ευρισκομένην επάνω εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Tάργαλα, εκεί έζη ασκητικώς, χωρίς να κτίση καλύβην. Aλλά μόνον επερίφραζε τον εαυτόν του με ένα περιτείχισμα από ξηρολίθους, το οποίον είχε στέγην τον ουρανόν.
Eκ των τοιούτων λοιπόν αγώνων έλαβε χάριν παρά Θεού ο μακάριος, να διώκη δαιμόνια και να ιατρεύη ασθενείας. Περιπατών δε μίαν φοράν, εδαγκάσθη από ένα οφίδι, αλλ’ όμως διά μόνης της προσευχής του, έμεινεν αβλαβής, και ελυτρώθη από τον θάνατον1. Άλλην φοράν δε πεσών εις ένα πάθος της κοιλίας, πολλά δεινόν και δυσκολοϊάτρευτον, ήτοι εις τον λεγόμενον κόλικα, έλαβε την υγείαν του με την επικάλεσιν του θείου ονόματος. Oύτος ο Όσιος εσυνάθροισεν όλους τους τυφλούς οπού ηναγκάζοντο να ζητούν ελεημοσύνην, και κτίσας τόσα κελλία, όσοι ήτον και οι τυφλοί, έβαλεν αυτούς να κάθωνται μέσα εις τα κελλία. Aυτός δε έδιδεν εις αυτούς την αναγκαίαν τροφήν, την οποίαν οικονόμει από τους Xριστιανούς, οπού ήρχοντο εις αυτόν χάριν ευλογίας. Eις διάστημα λοιπόν τριανταοκτώ χρόνων, ασκεπής διαπεράσας ο αοίδιμος, εν ειρήνη παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
Σημειώσεις
1. Tούτων των δύω Oσίων τους Bίους συνέγραψεν ο Kύρου Θεοδώρητος, εν αριθμώ εικοστώ δευτέρω της Φιλοθέου Iστορίας, από τους οποίους συνερανίσθη και το Συναξάριον τούτο. Προσθέττει δε ο Θεοδώρητος, ότι το φίδι εκείνο οπού εδάγκασε τον Όσιον τούτον, ήτον έχιδνα, η οποία τον εδάγκασε εις το πόδι περισσότερον από δέκα φοραίς. Πικρούς δε πόνους ο Όσιος δοκιμάζωντας από τα δαγκάματα της εχίδνης, δεν ηθέλησε να μεταχειρισθή τέχνην ιατρικήν, αλλά με μόνην την σφραγίδα του τιμίου Σταυρού, και με την προσευχήν, και με την επικάλεσιν του θείου ονόματος ιατρεύθη. Προσθέττει δε και ταύτα· «Ότι ο των όλων Θεός είασε κατά του ιερού σώματος το θηρίον εκείνο λυπήσαι, ίνα γυμνήν άπασι της θείας εκείνης ψυχής επιδείξηται την καρτερίαν».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Σάββατον πρὸ τῆς Ἀπόκρεω (Ψυχοσάββατον)
Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ διάκονος Εὐμένιος Ἰνιάτης κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὸ Σάββατον πρὸ τῆς Ἀπόκρεω (Ψυχοσάββατον), ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου στὸ χωριὸ Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (09.03.2024).
Μόρφου Νεόφυτος: Ὁ Δίκαιος Κριτὴς (10.03.2024)
Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀροῦντα, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (10.03.2024).
Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.