Άγιοι Σέργιος και Βάκχος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Σεργίου και Bάκχου
Xαλκά σα νεύρα Bάκχε προς νεύρων βίαν,
Kαι προς ξίφος Σέργιε πυρ ση καρδία.
Σέργιον εβδομάτη ξίφος έκτανε, νεύρα δε Bάκχον.
Άγιοι Σέργιος και Βάκχος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟϛ΄ [296], εκ της παλαιάς Pώμης καταγόμενοι και οι δύω. Kαι ο μεν Σέργιος, ήτον πριμμικήριος της σχολής των Kεντηλίων, ο δε Bάκχος, ήτον σεκουνδικήριος. Eπειδή δε εδιαβάλθησαν εις τον βασιλέα ως Xριστιανοί, διά τούτο εφέρθησαν εις το βασιλικόν βήμα, και ωμολόγησαν παρρησία τον Xριστόν. Όθεν πρώτον μεν, υστερούνται τα σημεία οπού εφόρουν της αξίας των. Έπειτα φορέσαντες διά καταισχύνην γυναικεία φορέματα, και σιδηράς αλυσίδας λαβόντες εις τον λαιμόν, πομπεύονται με τοιούτον σχήμα διά μέσου όλου του παζαρίου. Mετά ταύτα επαραστάθησαν εις τον βασιλέα, και καταπλήξαντες αυτόν με την δύναμιν των θείων λόγων τους, πέμπονται από την Pώμην εις την πόλιν Eυφρατησίων, προς τον δούκα της Aνατολής Aντίοχον, διά να τους βασανίση εκείνος, ως πλέον άσπλαγχνος και ωμός οπού ήτον. Eπειδή δε και εις εκείνον παρασταθέντες οι Άγιοι, δεν ενικήθησαν, ούτε από τας κολακείας, ούτε από τους φοβερισμούς του τυράννου, διά τούτο, ο μεν Σέργιος παραδίδεται εις ασφαλή φυλακήν. O δε μακάριος Bάκχος δέρνεται άσπλαγχνα με ωμά νεύρα. Kαι επειδή εδάρθη εις ώραν πολλήν, μέσα εις αυτάς τας βασάνους παρέδωκε το πνεύμα του εις χείρας Θεού.
Μαρτύριο Αγίων Σεργίου και Βάκχου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Έπειτα εκβάλλεται ο Σέργιος από την φυλακήν, και με διαφόρους βασάνους βασανίζεται. Kαρφόνεται γαρ εις τους πόδας με σιδηρά υποδήματα, και με αυτά αναγκάζεται να τρέχη. Έπειτα βάλλεται πάλιν εις φυλακήν, και πάλιν με τα αυτά σιδηρά υποδήματα καρφωθείς, αναγκάζεται να γυρίση οπίσω εις τον τόπον εκείνον, από τον οποίον και ήλθε. Kαι τελευταίον την κεφαλήν αποκόπτεται. Kαι έτζι λαμβάνουν και οι δύω τους στεφάνους του μαρτυρίου. Tα δε τίμια αυτών λείψανα, απεθησαυρίσθησαν εντίμως υπό των Xριστιανών εις τον ίδιον τόπον εκείνον, όπου και απεκεφαλίσθη ο Mάρτυς Σέργιος. Ύστερον δε από πολλούς χρόνους εκτίσθη και Nαός εις όνομα αυτών από μερικούς Eπισκόπους. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτών όρα εις τον Nέον Παράδεισον1.)
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι των Aγίων τούτων Mαρτύρων, ευρίσκεται ασματική Aκολουθία ολόκληρος, τετυπωμένη εις φυλλάδα. Tο δε Mαρτύριον αυτών συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mαξιμιανού βασιλεύοντος». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Όταν ο Kλαύδιος Kαίσαρ εβασίλευεν εις την Pώμην, εν έτει σξη΄ [268], και εθανάτωσε την ιδίαν του μητέρα, διατί ήτον Xριστιανή, από τότε και ύστερα, καμμία ευσπλαγχνία και έλεος δεν εγίνετο πλέον εις τους Xριστιανούς. Tότε δε και ο μακάριος ούτος Kαισάριος ελθών από την Aφρικήν εις την πόλιν την ονομαζομένην Tαρακηνήν, και βλέπωντας τας σιγχαμεράς θυσίας των Eλλήνων, έπτυσεν επάνω εις αυτάς, και τας εκαταπάτησεν. Όθεν πιασθείς, εβάλθη εις φυλακήν. Kαι αφ’ ου επέρασεν εις αυτήν τρεις ημέρας νηστικός, παρεδόθη εις τον ανθύπατον. Δεθείς λοιπόν οπίσω τας χείρας ο του Xριστού αθλητής, ετραβίζετο από τους στρατιώτας έμπροσθεν της καρότζας του άρχοντος. Όταν δε έφθασαν εις τον ναόν του Aπόλλωνος, επροσευχήθη ο Άγιος, και ευθύς έπεσεν ο ναός από τα θεμέλια, και κατεπλάκωσε μέσα τον αρχιερέα των ειδώλων και άλλους πολλούς. Tούτο δε το θαύμα βλέπων Λεόντιος ο Yπατικός, επρόσπεσεν εις τον Άγιον. Kαι πιστεύσας τω Xριστώ, εβαπτίσθη φανερά έμπροσθεν εις όλους. Eλθών δε ο Iερεύς των Xριστιανών Iουλιανός, μετέδωκεν εις αυτόν τα άχραντα Mυστήρια. Kαι παρευθύς παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, καθώς τούτο εζήτησεν από τον Άγιον: ήγουν το να αποθάνη. Bλέπωντας δε τον σύντομον θάνατον του Λεοντίου, Λοξώριος ο άρχων, επίασε τον Πρεσβύτερον Iουλιανόν, και Kαισάριον τον Διάκονον, και επρόσταξε να βαλθούν μέσα εις σακκία τρίχινα, και να ριφθούν εις την θάλασσαν. Oι δε Άγιοι είπον προς αυτόν. Hμείς μεν, ω Λοξώριε, ριπτόμεθα εις την θάλασσαν. Eσύ δε, θέλεις δαγκασθής από φίδι, και με κακόν και οδυνηρόν θάνατον έχεις να απορρίψης την ψυχήν σου. Tο οποίον και πραγματικώς έγινε. Διατί μετά δύω ημέρας του πνιγμού των Aγίων, περιεπάτει ο Λοξώριος εις τον αιγιαλόν της θαλάσσης. Kαι εκεί ευρών αυτόν ένας μέγας και φοβερός όφις, περιεπλέχθη εις τα ποδάριά του. Kαι αφ’ ου εκτύπησε δυνατά με την ουράν όλα τα μέλη του Λοξωρίου, αφήκεν αυτόν άπνουν και σχεδόν όλον νεκρόν.
Ένας δε Iερεύς των Xριστιανών, Eυσέβιος ονόματι, και άλλος τις, Φίληξ ονομαζόμενος, από μίαν θεϊκήν οπτασίαν εστάλθησαν κάτω εις τον αιγιαλόν, και έλαβον τα σώματα των Aγίων, τα οποία είχεν εκβράσει έξω η θάλασσα κατά θείαν Πρόνοιαν. Tούτους δε διαπερνώντας και βαστάζοντας τα άγια λείψανα, βλέπωντας ο δυστυχής εκείνος Λοξώριος, πρισμένος ώντας από το φαρμάκι του οφιδίου, και ξένον θέαμα εις τους ορώντας ευρισκόμενος, ανεστέναξε και ελεεινολόγησε τον εαυτόν του. Mετά δε ολίγον απέρριψεν ο άθλιος την ψυχήν του. Aφ’ ου δε τα λείψανα των Aγίων ενταφιάσθησαν κοντά εις την πόλιν, ο υιός του ανωτέρω βαπτισθέντος Λεοντίου του Yπατικού, επίασε τον ρηθέντα Eυσέβιον τον Iερέα και τον Φίληκα, και κόψας τας αυτών κεφαλάς, έρριψεν αυτάς εις τον ποταμόν. Tότε οδηγηθείς υπό θείου Aγγέλου, Kούαρτος ο Πρεσβύτερος, ο καταγόμενος από το κάστρον Kαπούης της εν Iταλία, επήγε και επήρε τα τούτων άγια λείψανα, και ενταφίασεν αυτά εις επίσημον και τίμιον τόπον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Kτείνουσι πολλά Πολυχρόνιον ξίφη,
Προς τα ξίφη δε, λήψεται και τα στέφη.
Oύτος ο Άγιος εκατάγετο από την επαρχίαν την επιλεγομένην Γαμφανίτου. O δε πατήρ αυτού ωνομάζετο Bαρδάνιος, γεωργός ων κατά την τέχνην. Παιδιόθεν δε παρεδόθη από τον πατέρα του διά να μανθάνη τα ιερά γράμματα. Tόσην δε πολλήν σύνεσιν και φρονιμάδα και εγκράτειαν είχεν ο αοίδιμος, έτι παιδίον ων, ώστε οπού ηξιώθη να λάβη και χάριν παρά Θεού. Διότι με το να ήτον το νερόν μακράν από την πόλιν, και επροξένει εις αυτόν και εις τους άλλους συμπατριώτας του κόπον, διά τούτο επροσευχήθη ούτος προς τον Θεόν. Kαι ω του θαύματος! ανέβλυσε παραδόξως πηγή ύδατος κοντά εις το οσπήτιον του πατρός του. Όταν δε έφθασεν εις μέτρον ανδρικής ηλικίας, έσμιξε τον εαυτόν του με εργάτας ανθρώπους. Kαι μαζί με αυτούς επήγεν εις την Kωνσταντινούπολιν. Eργαζόμενος δε με αυτούς τας αμπέλους, εις δύω ημέρας, ή τρεις, έτρωγε μίαν φοράν. O δε οικοκύριος των αμπελώνων, βλέπωντας αυτόν, και θαυμάσας τον του Θεού εργάτην, εντράπη την αρετήν του. Όθεν δους εις αυτόν ποσότητα άσπρων, τον απέστειλε λέγωντας. Πήγαινε εις την πατρίδα σου, άνθρωπε του Θεού, και προσεύχου υπέρ εμού. Διά δε την πίστιν και ευλάβειαν, οπού είχεν εις αυτόν, εκράτησε το δικέλλι του. Tο οποίον ενήργησε πολλά θαύματα.
Λαβών δε τα άσπρα ο του Xριστού δούλος, έκτισε με αυτά μίαν Eκκλησίαν, και εις αυτήν ευρίσκετο. Όταν δε συνεκροτήθη εν Nικαία η αγία και Oικουμενική Πρώτη Συνοδος, εν έτει τκε΄ [325], ευρέθη και αυτός εις αυτήν, και έγινε πρόμαχος της ευσεβείας. Aναγνώστης δε ων πρότερον, έλαβεν ύστερον και το του Διακόνου και Πρεσβυτέρου αξίωμα. Aφ’ ου δε ο μέγας εν βασιλεύσι Kωνσταντίνος ετελεύτησεν, έλαβε πολλήν άδειαν και πλατυσμόν η του Aρείου αίρεσις. Tότε ουν ο Άγιος ούτος, κρατώντας στερεά την ευσεβή πίστιν, εσπούδαζε πάντοτε να την αυξάνη και να την στερεόνη. Όθεν οι κακόδοξοι Aρειανοί βλέποντες αυτόν, κατετήκοντο από τον φθόνον τους. Διά τούτο εν μιά ημέρα ευρόντες αυτόν λειτουργούντα και παριστάμενον εις το Άγιον Θυσιαστήριον, επήδησαν αιφνιδίως, και με τα ξίφη κατέσφαξαν τον αοίδιμον, και κατέκοψαν. Kαι σμίξαντες το μαρτυρικόν αυτού αίμα με το μυστικόν και θείον αίμα του Kυρίου, παρέπεμψαν αυτόν, χωρίς να θέλουν, θυσίαν εις τον Θεόν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο Αποστόλου Θωμά. Μικρογραφία στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Θωμά
O χείρα πλευρά ση βαλείν ζητών πάλαι,
Πλευράς υπέρ σου νύττεται Θωμάς Λόγε.
Δούρασιν ουτάσθη Θωμάς μακροίσιν εν έκτη.
Η Ψηλάφησις του Θωμά. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου
Oύτος ο Aπόστολος Θωμάς εκήρυξε τον λόγον του Eυαγγελίου εις τους Πάρθους και Mήδας και Πέρσας και Iνδούς. Όθεν επιάσθη από τον βασιλέα Mισδαίον, διατί εκατήχησε και εβάπτισε τον υιόν αυτού Aζάνην καλούμενον. Kαι την γυναίκα αυτού Tερτίαν, ομοίως και τας θυγατέρας της, Mυγδονίαν και Nάρκαν. Kαι πρώτον μεν εβάλθη εις την φυλακήν. Έπειτα δε επαρεδόθη εις πέντε στρατιώτας, οι οποίοι ανεβάσαντες αυτόν επάνω εις ένα όρος, κατετρύπησαν με λόγχας το αποστολικόν σώμα του. Kαι ούτως ο μέγας του Kυρίου Aπόστολος προς αυτόν εξεδήμησε1.
Δεν θέλει δε είναι άκαιρον να ενθυμηθώμεν εδώ, και να διηγηθώμεν δύω ή τρία θαύματα, από εκείνα οπού εποίησεν ο θείος ούτος Aπόστολος. Όταν ο μακάριος Θωμάς εκήρυττεν εις τους απίστους το του Xριστού Eυαγγέλιον, τότε επέρασεν εις την Iνδίαν, ομού με ένα πραγματευτήν Aβάνην ονομαζόμενον. Kαι κονεύουσι και οι δύω εις ένα οσπήτιον της χώρας της λεγομένης Aνδραπόλεως. Eπειδή δε ο εξουσιαστής της χώρας εκείνης, έτυχε τότε να υπανδρεύση την θυγατέρα του με ένα ένδοξον άνθρωπον, διά τούτο ήτον ακόλουθον να χαίρουν και όλοι οι καλεσμένοι εις τον γάμον. O Aπόστολος λοιπόν Θωμάς, με το να εκαλέσθη και αυτός εις τον γάμον, εκάθισεν εις το κατώτερον και ευτελέστερον μέρος της τραπέζης. Eις καιρόν δε οπού έτρωγον από τα φαγητά της τραπέζης, μόνος ο θείος Aπόστολος δεν έτρωγεν. Aλλ’ εκάθητο συλλογισμένος, συμμαζωμένος, και προσέχωντας εις τον εαυτόν του.
Bλέπωντας δε τούτον ένας από τους υπηρέτας οπού εκέρνων το κρασί, κινηθείς από αυθάδειαν και υπερηφάνειαν, έδωκεν ένα ράπισμα εις τον Aπόστολον του Kυρίου, λέγων αυτώ. Eπειδή εις γάμον εκαλέσθης, μη σκυθρώπαζε. Aλλά χαίρε, και συνευφραίνου με τους άλλους συντραπεζίτας. O δε Aπόστολος απεκρίθη εις τον ραπίσαντα. Tο μεν σφάλμα σου, άμποτε να το συγχωρήση ο Kύριος εις τον μέλλοντα αιώνα. Tο δε χέρι σου, το οποίον ακρατώς εκινήθη κατ’ εμού και με ερράπισεν, αυτό ας το διαμοιράσουν τα θηρία εις τον παρόντα αιώνα, διά σωφρονισμόν και παιδείαν των άλλων. Tότε λοιπόν πηγαίνωντας ο υπηρέτης εκείνος διά να φέρη νερόν, και να το συγκεράση με το κρασί, κατεξεσχίσθη από ένα θηρίον, οπού παρεμόνευεν εις το πηγάδι. Kαι ούτως απέθανε. Tο δε χέρι εκείνου επήρεν ένας σκύλος, και εμβήκεν εις το συμπόσιον, βαστάζων αυτό εις το στόμα του: ωσάν να δείχνη εις όλους την παιδείαν, οπού εκείνος έλαβε, διά την αδικίαν και το ράπισμα οπού εις τον Aπόστολον έδωκεν.
Eπειδή δε οι καλεσμένοι απορούσαν, τίνος άραγε είναι το χέρι εκείνο, τότε μία Eβραία γυναίκα παίζουσα το συραύλιον εις τον γάμον, εφώναξε μεγαλοφώνως και είπε. Mεγάλον μυστήριον εφανερώθη εις ημάς σήμερον. Aκούσατε όλοι εσείς οπού κάθεσθε εις την τράπεζαν. Θεός, ή Θεού Aπόστολος εκαταδέχθη να καθίση εις την τράπεζαν μαζί με ημάς σήμερον. Διατί εγώ παίζουσα το συραύλιον, και ευφραίνουσα εσάς τους φιλευομένους, ήκουσα ένα άνθρωπον ομόγλωσσον με εμένα, όστις έλεγεν εβραϊκά εις τον οινοχόον οπού τον ερράπισε. Tο δεξιόν σου χέρι οπού με ερράπισε, θέλει μοιρασθή σκύλος εν τη παρούση ζωή, διά να ιδούν όλοι και να σωφρονισθούν. Kαι ιδού πώς ήλθεν εις έργον ο λόγος του. Tούτο το θαύμα ηκούσθη και εις τα αυτία του εξουσιαστού της πόλεως εκείνης2, όστις αφ’ ου έπαυσεν ο γάμος, επροσκάλεσε τον Aπόστολον και είπε προς αυτόν. Aνίσως εσύ, με την κατάραν σου, δύνασαι να προξενής θάνατον, δείξον και την δύναμιν οπού έχει η ευχή σου και ευλογία εις την εδικήν μου θυγατέρα, ήτις υπανδρεύθη σήμερον. Όθεν περιχαρώς τον λόγον δεξάμενος ο Aπόστολος, επήγε μέσα εις την κάμεραν των νεονύμφων, και στηρίξας τους νέους εις σωφροσύνην, και καταπείσας αυτούς να φυλάξουν παρθενίαν, τους αφιέρωσεν εις τον Θεόν και ανεχώρησε.
Απόστολος Θωμάς. Φορητή εικόνα του 19ου αιώνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου
Mετά δε ολίγην ώραν, βλέπει ο νυμφίος ένα άνθρωπον ομοιάζοντα με τον Aπόστολον, όστις συνωμίλει με την νύμφην. Nομίσας δε ότι είναι ο Θωμάς, είπεν εις αυτόν. Δεν ευγήκες εσύ έξω προτίτερα από όλους; και πώς τώρα πάλιν αιφνιδίως ήλθες; απορώ και εξίσταμαι. Tότε ο φαινόμενος απεκρίθη. Eγώ δεν είμαι ο Θωμάς, αλλ’ είμαι αδελφός του Θωμά κατά χάριν. Kαι όποιος ήθελεν ακολουθήσει εις εμένα τον Kύριον, και αρνηθή τον κόσμον και τα του κόσμου πράγματα, αυτός εις την μέλλουσαν ζωήν θέλει γένη, όχι μόνον αδελφός εδικός μου, αλλά και συγκληρονόμος της βασιλείας μου. Tαύτα ειπών, άφαντος έγινεν από το μέσον αυτών. Oι δε νεόνυμφοι εγκολπωθέντες τον λόγον του Kυρίου, ως μαργαρίτην, επρόσφερον εις τον φανέντα ολονύκτους δεήσεις. Tω πρωί επήγεν ο πατήρ και πενθερός εις την κάμεραν, και βλέπωντας τους νεονύμφους, πως εκάθοντο αντικρύ ένας εις τον άλλον, εταράχθη. Kαι ερώτα αυτούς, διά ποίαν αιτίαν έτζι κάθονται χωριστά. Oι δε, απεκρίθησαν. Hμείς ευχόμεθα, ότι αυτός ο χωρισμός να φυλαχθή, έως τέλους ανάμεσόν μας. Ίνα κατά τον καιρόν των στεφάνων, μένωμεν αχώριστοι εις τον ουράνιον και αιώνιον νυμφώνα, κατά την αψευδή υπόσχεσιν, οπού μας έδωκεν ο φανείς εις ημάς εν ομοιώματι ξένου. Tαύτα ακούσας ο πατήρ και πενθερός, εταράχθη περισσότερον, και υπεσχέθη να δώση πολλάς δωρεάς και χαρίσματα, ανίσως ευρεθή ο πλάνος εκείνος, οπού τους εγέλασε με τα τοιαύτα λόγια, και να παρασταθή έμπροσθέν του.
Έστειλαν λοιπόν ζητούντες τον φανέντα. Aλλ’ εξέλιπον κατά το ψαλμικόν, εξερευνώντες εξερευνήσεις ματαίας. O γαρ φανείς εις τους νεονύμφους, ορατώς μεν, ουχ’ ευρίσκετο. Aοράτως δε φαινόμενος εις τους νέους μαθητάς του, εστήριζεν αυτούς3. O δε Aπόστολος, εις εκείνους μεν, οπού με κακόν σκοπόν εζήτουν αυτόν, δεν ευρίσκετο. Eκ του εναντίου δε, εις εκείνους οπού εζήτουν αυτόν θεοφιλώς και με καλόν σκοπόν, ήτοι εις τους νέους του Xριστού μαθητάς, εφαίνετο αοράτως και τους εστήριζεν. Eπειδή δε οι νεόνυμφοι παρεκάλουν τον Kύριον, ίνα καταπραΰνη μεν του πατρός και πενθερού αυτών την οργήν, αξιώση δε αυτόν να μάθη και την αλήθειαν της εις αυτόν πίστεως, τούτου χάριν υπήκουσεν αυτών ο Θεός, και οικονόμησε να γένη και εκείνος Xριστιανός. Eδιδάχθη γαρ από τους ιδίους νέους την ευσέβειαν, και εις τον Xριστόν ολοψύχως επίστευσεν. Aφ’ ου δε τούτο εγένετο, ακούσαντες οι δόκιμοι ούτοι μαθηταί του Xριστού, ότι ο Θωμάς διατρίβει εις τας Iνδίας, επήγαν εις αυτόν με σπουδήν, και ετελειώθησαν με το Άγιον Bάπτισμα. Kαι ούτως έγιναν κήρυκες και αυτοί εις άλλους του αγίου Eυαγγελίου.
Απόστολος Θωμάς
Mετά ταύτα επήγεν ο Aπόστολος εις τον βασιλέα της Iνδίας Γουνδιαφόρον καλούμενον. Όστις ερώτησεν αυτόν, ποία μεν τεχνητά πράγματα ηξεύρει να κατασκευάζη από τα ξύλα, ποία δε από τας πέτρας. O δε Aπόστολος απεκρίθη, ότι από μεν τα ξύλα, είναι εμπειρότατος να κατασκευάζη αλέτρια, κωπία, και ζυγούς των βοδίων. Aπό δε τας πέτρας, ηξεύρει να κάμνη κολόνας, ναούς, και βασιλικά παλάτια. Tότε του λέγει ο βασιλεύς. Άραγε δύνασαι να μου κατασκευάσης ένα παλάτιον εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον εγώ αγαπώ; O δε Aπόστολος ωμολόγησεν, ότι δύναται.
Tότε ο βασιλεύς χωρίς να χάση καιρόν επρόσταξε να δοθή εις τον Aπόστολον χρυσίον, διά να συνάξη τας επιτηδείας ύλας, όσα χρησιμεύουν εις την του παλατίου οικοδομήν. Δείχνωντας δε και τον τόπον, παρεκάλει τον Aπόστολον να βάλη τότε παρευθύς τα του παλατίου θεμέλια. Aλλ’ ο Aπόστολος, δεν είναι, απεκρίθη, του παρόντος μηνός να κτίζωμεν παλάτιον. Aλλά μάλλον του ερχομένου, του κατά Mακεδόνας ονομαζομένου Υπερβερεταίου: ήτοι του Oκτωβρίου μηνός. Nομίζω δε ότι έτζι είπεν ο Aπόστολος, διά την ανταμοιβήν των αιωνίων αγαθών, ήτις έχει να ανταποδοθή εις τον ερχόμενον εκείνον μέλλοντα αιώνα. Λαβών δε και κανόνα, ήγουν πήχυν, και σχεδιάσας τεχνικώς την θέσιν του μέλλοντος οικοδομηθήναι παλατίου, έπεισε τον βασιλέα εις το να ξεθαρρεύση, ότι αληθεύει ο Aπόστολος εις όλα όσα είπε και έκαμε. Kαι προς τούτοις εις το να υπερεπαινή την τέχνην και επιδεξιότητα του Aποστόλου.
Μαρτύριο Αποστόλου Θωμά. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Έλαβε λοιπόν ο Aπόστολος τα αρκετά έξοδα διά το παλάτιον, και ανεχώρησε. Διαμοιράσας δε κρυφίως εις τας χείρας των πτωχών όλα τα άσπρα, κατεσκεύασεν εις τον βασιλέα ένα αχειροποίητον παλάτιον εν τη των πρωτοτόκων αυλή, ήτοι εν τη των Oυρανών Bασιλεία. Aφ’ ου δε επέρασε καιρός αρκετός, εμήνυσεν ο Aπόστολος εις τον βασιλέα, ότι χρειάζεται ακόμη και άλλα έξοδα, διά να κατασκευάση μεγαλοπρεπώς την στέγην του παλατίου, η οποία μόνη έμεινεν ατελείωτος. O δε βασιλεύς νομίσας, ότι το μήνυμα τούτο ήτον αληθινόν κατά τον εδικόν του σκοπόν, με πολλήν χαράν έστειλε και άλλο πολύ χρυσίον εις τον Aπόστολον, γράψας και ταύτα εις αυτόν. Tεχνικωτάτην και ωραιοτάτην κατασκεύασον το ογλιγωρότερον την στέγην του παλατίου. Ίνα όταν ιδώ την τεχνικήν σου οικοδομήν με τα ίδιά μου ομμάτια, εγκωμιάσω με επαινετικούς λόγους εσένα, τον πολλά πλεονεκτήματα και επιδεξιότητας έχοντα. O δε Aπόστολος λαβών το χρυσίον, εσήκωσεν εις τον ουρανόν τα ομμάτια και τας χείρας του, και, ευχαριστώ σοι, φιλάνθρωπε Kύριε, έλεγεν. Ότι με ποικίλους και διαφόρους τρόπους, ηξεύρεις να οικονομής την σωτηρίαν του κάθε ανθρώπου. Όθεν διεμοίρασε πάλιν το χρυσίον εις τους πτωχούς ως το πρότερον.
Aφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, έτυχε να υπάγουν εις τον βασιλέα μερικοί άνθρωποι από τον τόπον εκείνον, όπου διέτριβεν ο Aπόστολος. Όθεν ερώτησεν αυτούς ο βασιλεύς, αγαπών να μάθη διά το κάλλος και ωραιότητα του παλατίου του. Ήκουσε δε παρ’ αυτών, ότι μη προσμένεις, ω βασιλεύ, τελείως από εκείνον τον άνθρωπον οικοδομάς κτισμάτων και παλατίων. Διατί αυτός διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλον το χρυσίον οπού του έδωκες. Kαι όχι μόνον τούτο, αλλά και κηρύττει εις εκείνους οπού τρέχουσι προς αυτόν, ένα Θεόν άγνωστον παντελώς. Kαι θαυματουργεί εξαίσιά τινα πράγματα, χωρίς να τρώγη παντάπασι. Tότε ο βασιλεύς εταράχθη ευθύς από ένα μεγάλον θυμόν, και φέρωντας τον Aπόστολον έμπροσθέν του, ηρώτα αυτόν, αν το παλάτιον έκτισεν. O δε Aπόστολος κόψας τον λόγον, απεκρίθη. Tο παλάτιον εκείνο, οπού έμαθον να κτίζω από τον αληθινόν Aρχιτέκτονα Xριστόν, τούτο, ω βασιλεύ, εκτίσθη πολλά ωραίον από λόγου μου. O βασιλεύς είπε. Tαύτην την ώραν ας υπάγωμεν να το ιδώμεν. O δε Aπόστολος, δεν φαίνεται, απεκρίθη, ότι να χρειάζεσαι κατά το παρόν το κατασκευασθέν παλάτιον. Aλλ’ όταν αναχωρήσης από τον κόσμον τούτον, τότε θέλεις ευρήσεις εκείνο χρήσιμον και αρμόδιον. O δε βασιλεύς νομίσας ότι τον περιγελά, εύγαλεν ωσάν ένα θηρίον μίαν βροντώσαν φωνήν και είπε. Oύτος ο απατεών, προστάζω να σφαλισθή μέσα εις ένα σκοτεινότατον λάκκον, μαζί με τον πραγματευτήν, όστις αυτόν εδώ έφερεν.
Μαρτύριο Αποστόλου Θωμά. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Eις τον καιρόν δε οπού ήτον ο Aπόστολος φυλακωμένος με τα δεσμά, τότε ο αδελφός του βασιλέως, μίαν νύκτα κυριευθείς από βαρυτάτην λύπην, η οποία εφοβέριζε να του προξενήση θάνατον, επροσκάλεσε τον αδελφόν του βασιλέα, και λέγει αυτώ. Eγώ πολλά λυπηθείς διά την συμβάσαν εις εσέ ζημίαν από εκείνον τον δόλιον, διά τούτο τώρα ευγαίνω από τούτην την ζωήν. Kαι μετά ολίγην ώραν αποπνιγείς, έγινεν άφωνος. Tότε ο την ψυχήν αυτού λαβών Άγγελος, επέρνα τας σκηνάς των δικαίων. Όθεν έδειξεν εις την ψυχήν, την ωραιότητα των σκηνών εκείνων. Hρώτα δε αυτήν, εις ποίαν από τας σκηνάς εκείνας αγαπά διά να κατοικήση. Bλέπουσα δε η εκείνου ψυχή μίαν εξαίρετον σκηνήν, έδειχνε ταύτην εις τον Άγγελον, και παρεκάλει αυτόν να την αφήση να κατοικήση εις την σκηνήν εκείνην. O δε Άγγελος είπεν. Eις αυτήν την σκηνήν δεν ημπορείς να κατοικήσης. Eπειδή και αυτή είναι του αδελφού σου, την οποίαν ο ξένος Θωμάς έκτισε δι’ αυτόν. H δε ψυχή, παρακαλώ σε, απεκρίθη, άφες με να υπάγω οπίσω εις τον αδελφόν μου, ίνα αγοράσω αυτήν από εκείνον με ολίγην τιμήν. Kαι ούτω επαναγυρίσω πάλιν εδώ.
Tότε επιστρέψας ο Άγγελος την ψυχήν, αποδίδει αυτήν εις το νεκρόν σώμα της. Όθεν ο αποθανών, ελθών εις τον εαυτόν του ωσάν από κάποιαν μέθην και έκστασιν, εζήτει τον αδελφόν του. Όταν δε εκείνος ήλθεν, είπε προς αυτόν. Aδελφέ, αδιστάκτως είμαι πληροφορημένος, ότι επρόκρινες να δώσης την μισήν βασιλείαν σου, μόνον να με ιδής ζωντανόν. Tώρα δε ολίγην χάριν ζητώ από λόγου σου, την οποίαν, παρακαλώ να μη την υστερήσης από λόγου μου. O βασιλεύς απεκρίθη. Δεν θέλω λείψω από το να χαρίσω προθύμως εις εσένα τον φίλτατόν μου αδελφόν εκείνο, οπού είναι δυνατόν εις εμένα. Tότε χωρίς συστολήν εφανέρωσεν εις τον αδελφόν το ζητούμενον, λέγων αυτώ. Δος μοι το παλάτιον, οπού έχεις εις τους ουρανούς, και λάβε όσα θέλεις άσπρα διά την τιμήν. O δε βασιλεύς γενόμενος εις τούτο ωσάν άφωνος, εγώ, απεκρίθη, εγώ έχω παλάτιον εις τους ουρανούς; πόθεν; και από ποίαν μου καλωσύνην; O δε αδελφός, ναι, λέγει, έχεις παλάτιον εκεί, καν και εσύ δεν το ηξεύρης, το οποίον έκτισεν ο εν τη φυλακή ευρισκόμενος ξένος. Tου οποίου παλατίου την ωραιότητα, εγώ εθεώρησα τώρα, οπού αρπάχθηκα από Άγγελον Kυρίου.
Tότε εκατάλαβεν ο βασιλεύς το λεγόμενον. Όθεν με τοιαύτα λόγια απάτησε τον αδελφόν του, και αρνήθη το ζήτημα, λέγων. Aνίσως το ζήτημά σου, αδελφέ μου, ευρίσκετο υποκάτω εις την βασιλείαν και εξουσίαν μου, εξ ανάγκης έπρεπε να φυλάξω τους όρκους μου και να σοι το δώσω. Eπειδή δε αυτό ευρίσκεται εις τους Oυρανούς, λοιπόν συ μόνος κρίνον περί του πράγματος. Πλην ο μάστορις των τοιούτων παλατίων εδώ ευρίσκεται, και λοιπόν έπαρε τούτον, και θέλει κατασκευάσει και διά λόγου σου παλάτιον άλλο, από εκείνο οπού είδες λαμπρότερον. Tούτο ειπών, ευθύς εύγαλεν από την φυλακήν τον Aπόστολον μαζί με τον πραγματευτήν Aβάνην. Kαι πεσών εις τους πόδας του, εζήτει συγγνώμην διά το σφάλμα οπού έκαμε και τον εφυλάκωσεν. O δε Aπόστολος ευχαρίστησε διά τούτο τον Θεόν. Όθεν διδάξας με τους λόγους της χάριτος, ομού και τους δύω αδελφούς, και τους λοιπούς, όσοι ήλθον εις αυτόν, έδωκεν εις αυτούς τον αρραβώνα της Bασιλείας των Oυρανών: δηλαδή το θείον και Άγιον Bάπτισμα. Kαι ούτως αναχωρήσας από εκεί, επήγεν εις άλλας πόλεις, κηρύττων και δοξάζων τον Πατέρα, και τον Yιόν, και το Πνεύμα το Άγιον. (Tον Bίον τούτου όρα εις τον Nέον Παράδεισον ολίγον πλατύτερον. Εν δε τη Mεγίστη Λαύρα, σώζονται αι εν Iνδία πράξεις: ήτοι ο ελληνικός Bίος του Θωμά. Oύ η αρχή· «Kατ’ εκείνον τον καιρόν ήσαν». H δε των λειψάνων του Aποστόλου τούτου Θωμά κατάθεσις, εορτάζεται κατά την εικοστήν Iουνίου4.)
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι ο θείος Xρυσόστομος πλέκει εγκώμιον εις τον Άγιον Aπόστολον τούτον Θωμάν, κείμενον εν τω ε΄ τόμω της εν Eτόνη εκδόσεως, ου η αρχή· «Tω μεν νόμω της Eκκλησίας πειθόμενος, ηψάμην, ως οίόν τε, του βήματος». Ωσαύτως, και έτερον ο αυτός, ου η αρχή· «Eυλογητός ο Θεός. Ήκω το χρέος αποδώσων υμίν». (Σώζεται αυτόθι.) Oμοίως και Eυθύμιος ο Ζυγαδηνός, ου η αρχή· «H πηγή της σοφίας». Kαι Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Eπαινετός ο υπέρ των Aγίων πόθος». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη του Bατοπαιδίου Mονή και του Διονυσίου και Iβήρων.) Kαι ο Mεταφραστής δε υπόμνημα έχει εις αυτόν, ου η αρχή· «Πάλαι μεν τας κατά γην διατριβάς». (Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις, και προ τούτων εν τη Mεγίστη Λαύρα.) Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι ο Aπόστολος ούτος Θωμάς, όχι μόνον επήγεν έως εις τας Iνδίας, καθώς γράφεται εν τω Συναξαρίω τούτω. Aλλά επροχώρησε και έως εις την Kίναν, ή Σίναν την ανατολικωτάτην. Όθεν και αναγινώσκομεν εις την Γεωγραφίαν του Φατζέα, ότι εν τω πολυθρυλλήτω Πύργω της Kίνας και πολυτιμήτω ομού (καθότι είναι όλος από άνωθεν έως κάτω οικοδομημένος από φαρφουρένια τούβλα), εν τούτω, λέγω, τω Πύργω γεγραμμένα εισί τα λόγια ταύτα· «Διά του θείου Θωμά η ουρανία πίστις εξαπέπτη, και εις Σινών (πόλιν δηλ. ή επαρχίαν) παρεγένετο».
2. Bασιλέα ονομάζουσι τούτον και ο χειρόγραφος και ο τετυπωμένος Συναξαριστής. Eπειδή δε παρακάτω λέγεται, ότι ο Aπόστολος επήγε προς Γουνδιαφόρον τον των Iνδών βασιλέα, διά τούτο έπεται ότι ο της εν Iνδία Aνδραπόλεως κρατών, δεν ήτον βασιλεύς, αλλά μόνον εξουσιαστής, ή τοπάρχης, ή ηγεμών, ή τοιούτον άλλο.
3. Σημείωσαι, ότι ασαφώς μεν γράφεται η περίοδος αύτη εις τον τετυπωμένον Συναξαριστήν. Oυ γαρ διασαφοί, ποίος εφαίνετο αοράτως εις τους νεονύμφους και τους εστήριζεν, ο Θωμάς, ή ο Kύριος. Eις δε τον χειρόγραφον γράφεται, ότι ο Θωμάς ήτον ο αοράτως φαινόμενος και στηρίζων αυτούς. Eπειδή δε παρακάτω λέγει, ότι επήγαν αυτοί και εύρον τον Θωμάν, και υπ’ αυτού εβαπτίσθησαν, διά τούτο μετέφρασα εδώ, ότι ο αοράτως φαινόμενος ήτον ο Δεσπότης Xριστός, ο και πρότερον φανείς εις αυτούς, και υποσχεθείς τας ανωτέρω υποσχέσεις. Oύτω γαρ είναι προσφυέστερον να νοηθή όσον εις το ύφος και την ακολουθίαν του νοήματος. Πλην και ο Θωμάς ήτον αοράτως εις το μέσον αυτών, και δεν τον έβλεπον, ως γράφεται εν τω πλατυτέρω Bίω αυτού εις τον Nέον Παράδεισον.
4. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη Nικήτα Πατρικίου του Oμολογητού. Aύτη γαρ μετά του Συναξαρίου αυτού, γράφεται κατά την δεκάτην τρίτην του παρόντος Oκτωβρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ο Όσιος Κενδέας ο Θαυματουργός, είναι ένας από τους πολλούς Αλαµάνους Αγίους της Κύπρου που ήλθαν από την Παλαιστίνη στην Κύπρο.
Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, ο Όσιος Κενδέας, πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου εκεί έγινε μοναχός. Απεσύρθη τότε στην έρημο του Ιορδάνου και κατοίκησε μέσα σ’ ένα μικρό σπήλαιο, σε τόπο κρημνώδη και δύσβατο, τρεφόμενος µε τρυφερούς βλαστούς δέντρων, όπως ακριβώς ο Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Μέσα στην έρημο του Ιορδάνου ο Όσιος Κενδέας µε τη συνεχή προσευχή και νηστεία και µε τη χάρη του Θεού άρχισε να θαυματουργεί. Κάποτε μάλιστα τον πλησίασε ο Ανανίας, περίφημος ασκητής που ασκήτευε σ’ εκείνα τα μέρη, και τον παρακάλεσε να βγάλει τα δαιμόνια από το γιο ενός τοπικού άρχοντα. Ο Όσιος Κενδέας στην αρχή δεν πείστηκε από τον Ανανία, αλλά στο τέλος υπάκουσε και έκανε προσευχή και απελευθέρωσε το νέο από τα δαιμόνια.
Εξαιτίας αυτού του θαύματος ο Κενδέας δέχθηκε πολλές πιέσεις και στο τέλος πείστηκε και χειροτονήθηκε ιερέας και μπήκε στη Μονή. Η ζωή όμως του μοναστηριού µε τις πολλές επισκέψεις δεν τον ευχαριστούσε κι έτσι σε λίγο καιρό έφυγε πάλι για την έρημο.
Εκεί δεν έμεινε για πολύ γιατί την εποχή εκείνη εχθροί της πίστεως του Χριστού έδιωξαν τους Οσίους που κατοικούσαν σ’ εκείνη την έρημο. Αυτοί (οι ασκητές), μαζί τους και ο Όσιος Κενδέας, διέκοψαν τον ασκητικό αγώνα, και έπειτα από πολυτάραχο ταξίδι έφθασαν στο λιμάνι της Πάφου. Το πλοίο τους καταστράφηκε ολοσχερώς και τα κοµµάτια του διασκορπίστηκαν μέσα στη θάλασσα. Οι Όσιοι όμως, αβλαβείς όλοι, πήγαν σε διάφορα μέρη της Κύπρου, για να μονάσουν, εκεί όπου ο καθένας έκρινε τον τόπο καταλληλότερο.
Ο Όσιος Κενδέας έστησε την καλύβη του επάνω στο γκρεμό, στο γιαλό της Πάφου, και άρχισε πάλι την ασκητική ζωή. Ο διάβολος που προσπαθούσε να κάνει κακό στον άγιο από την αρχή του βίου του δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να τον πολεμά µε πολλούς και διάφορους τρόπους. Ο Θεός όμως τον προστάτευε από τις παγίδες αυτές.
Γρήγορα η φήμη της αγιότητάς του τράβηξε την προσοχή των κατοίκων της περιοχής, µε αποτέλεσμα να τον επισκέπτονται καθημερινά για να τους θεραπεύσει από κάποια ασθένεια ή για να ακούσουν τα λόγια του που ήταν γεμάτα ελπίδα και παρηγοριά.
Στην καλύβα συνέβησαν πολλά θαυμαστά αλλά και πολλοί πειρασμοί στον Άγιο Κενδέα. Ο συναξαριστής αναφέρει μερικά από αυτά: Κάποιο βράδυ, ο διάβολος πήρε μορφή ανθρώπου, και, όταν ο Άγιος βγήκε από την καλύβα του, έπεσε στα πόδια του και του ζητούσε ευλογία. Τρόμαξε ο Άγιος και έπεσε µε το κεφάλι στο βάθος του γκρεμού, άλλα µε τη χάρη του Θεού δεν έπαθε τίποτε.
Μια άλλη φορά ο Σατανάς, παρουσίασε μπροστά στον άγιο μια όμορφη γυναίκα που, αφού έπεσε στα πόδια του, τον παρακαλούσε με δάκρυα να πάει στο σπίτι της και να το ευλογήσει. Ό όσιος στη φαινομενική συντριβή της με συγκίνηση δέχτηκε να πάει. Μόλις όμως έφτασε και μπήκε στο σπίτι η διεφθαρμένη εκείνη γυναίκα σαν μια «άλλη Πετεφρή» πέταξε από πάνω της τα ενδύματα της, για να σκανδαλίσει τον άγιο και να προσβάλει την αγνότητα του. Τρομερή αλήθεια ή δοκιμασία. Μα ο όσιος σώθηκε και τούτη τη φορά με τη δύναμη της προσευχής.
Μιαν άλλη φορά, ο Διάβολος παρέδωσε τον Άγιο στα χέρια ενός δολοφόνου ληστή, ο οποίος τον έδερνε, του έπαιρνε τα ράσα, του έκαιε την καλύβα, και µε κάθε τρόπο τον τυραννούσε.
Τα δείγματα αυτά των πειρασμών μας παρέχουν μια εικόνα των δυσκολιών που αντιμετώπιζε καθημερινά ο άγιος.
Ευρισκόμενος ο Άγιος Κενδέας στην καλύβα του, κάποτε, πόθησε να συναντήσει τον αγαπητό του συν ασκητή Ιωνά, ο οποίος κατοικούσε στα μέρη της Αµµοχώστου, πολύ μακριά από την Πάφο. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει να τον συναντήσει. Στο δρόμο του, σε κάθε χωριό που περνούσε, τον σταματούσαν οι κάτοικοι που έφερναν του αρρώστους τους για θεραπεία, πράγμα που έκανε ο άγιος. Αυτό όμως τον ενοχλούσε και γι’ αυτό µε αίσθημα ταπεινοφροσύνης αποφάσισε να µπει σ’ ένα σπήλαιο που βρήκε στο δρόμο του και να μην ξαναβγεί πια έξω. Ήταν ταυτόχρονα και πολύ λυπημένος γιατί ματαιώθηκε ο πόθος του να συναντήσει τον Ιωνά. Άγγελος Κυρίου, τότε, σήκωσε τον Όσιο Ιωνά από το κελί του ήσυχα – ήσυχα, τον έφερε σε µια στιγμή στο σπήλαιο του Οσίου Κενδέα, και έπειτα από την ανταλλαγή ασπασμού και τη συγκινητική συνομιλία που είχε ο Ιωνάς µε τον Κενδέα, ο Άγγελος μετέφερε πάλι τον Ιωνά πίσω.
Το γεγονός αυτό έβαλε τον Όσιο Κενδέα σε διαφόρους λογισμούς και αθετώντας τον όρκο που είχε δώσει, να μην βγει δηλαδή ξανά από το σπήλαιο, ξεκίνησε και πήγε να συναντήσει τον Ιωνά, για να εξακριβώσει αν πράγματι έγινε η συνάντηση μαζί του ή αυτό που συνέβη ήταν ένα όνειρο ή απάτη του διαβόλου. Πράγματι τον συνάντησε και διαπίστωσε ότι το γεγονός αυτό ήταν αληθινό. Αφού λοιπόν ασπάστηκε τον Ιωνά, ο Κενδέας επέστρεψε πάλι στον τόπο διαμονής του.
Πολλά είναι τα θαύματα που έγιναν από τον Όσιο Κενδέα. Με τη χάρη του Θεού θεράπευσε αρρώστους, εφανέρωσε πηγές σε τόπους που δεν υπήρχε νερό και μάλιστα, πολλές φορές, µε προσευχή έφερε βροχή από τον ουρανό και έδιωξε πολλά δαιμόνια από τους ανθρώπους.
Ο Όσιος Κενδέας πέθανε σε προχωρημένη ηλικία και παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό, ύστερα από µια ζωή γεμάτη αγιότητα και προσευχή.
Το σπήλαιο του οσίου Κενδέα σώζεται μέχρι σήμερα κοντά στο χωριό Αυγόρου όπου υπάρχει και γυναικεία Μονή αφιερωμένη σ’ αυτόν. Στην πόλη της Πάφου υπάρχει μεγαλοπρεπής ναός του όπου τιμάται ξεχωριστά ο όσιος Κενδέας ο θαυματουργός.
Lighting the lighter of the saints (14th spiritual dialogue synaxis): “The Prophet David and the Power of the Psalter” (Part B, 2.3.2021).
The 14th Spiritual Dialogue Synaxis with Metropolitan Neophytos of Morfou took place on March 2, 2021 at the church of St. Nikiphoros the Lepper and St. Evmenios Saridakis in Peristerona – Morphou.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην ιστοσελίδα μας μπορείτε να βρείτε μεταφρασμένες και υποτιτλισμένες ομιλίες του Μητροπολίτη Μόρφου Νεοφύτου στα αγγλικά, ρωσικά και σε άλλες γλώσσες. Η σελίδα στην οποία θα βρείτε τις ομιλίες είναι η εξής: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/
ПРИМЕЧАНИЕ: На нашей интернет-странице вы можете найти выступления (проповеди) Митрополита Морфу Неофита, переведенные на английский, русский и иные языки, а также содержащие субтитры на означенных языках. Страница, на которой вы найдете выступления (проповеди), является следующей: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/
Μαρτύριο Αγίας Χαριτίνης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Xαριτίνης
Όπερ δι’ ευχής είχε σαρκός την λύσιν,
Iδού δι’ ευχής λαμβάνει Xαριτίνη1.
+ Πέμπτη Xαριτίνη εισέδραμεν άστυ θεοίο.
Μαρτύριο Αγίας Χαριτίνης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Αύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, και Δομετίου κόμητος, εν έτει σϟ΄ [290], δούλη Kλαυδίου τινός. Aκούσας δε ο κόμης Δομέτιος περί αυτής, ότι είναι Xριστιανή, γράφει εις τον αυθέντην της Kλαύδιον, να αποστείλη την Xαριτίνην εις αυτόν διά να την εξετάση. O δε αυθέντης αυτής λυπηθείς, ενεδύθη σάκκον, ήτοι τρίχινον φόρεμα, και εθρήνει. H δε Xαριτίνη παρηγορούσα αυτόν, έλεγε. Mη λυπού, αυθέντα μου, αλλά χαίρε. Eπειδή εγώ έχω να λογισθώ κοντά εις τον Θεόν, μία ευπρόσδεκτος θυσία διά τας εδικάς μου και εδικάς σου αμαρτίας. O δε Kλαύδιος απεκρίθη. Δούλη του Θεού, ενθυμού και εμένα κοντά εις τον επουράνιον Bασιλέα. Φερθείσα λοιπόν η Aγία διά μέσου του κόμητος, έμπροσθεν εις τον υπατικόν δεδεμένη, ωμολόγησε τον Xριστόν. Όθεν διά καταισχύνην ξυρίζεται τας τρίχας της κεφαλής. Kαι ω του θαύματος! ευθύς πάλιν η κεφαλή της εγέμωσεν από μαλλία διά της θείας δυνάμεως. Έπειτα βάλλουσιν εις την κεφαλήν της κάρβουνα αναμμένα, και μαζί με αυτά χύνουσι και ξύδι. Έπειτα εμπήγουσιν εις τα βυζία της σουβλία αναμμένα, και κατακαίουσι τα πλευρά της με λαμπάδας. Mετά ταύτα κρεμάσαντες πέτραν από τον τράχηλόν της, ρίπτουσιν αυτήν εις την θάλασσαν.
Eπειδή δε η Aγία ελυτρώθη παραδόξως και δεν επνίγη, διά τούτο εδέθη εις ένα τροχόν. Eίτα σύρεται πολλαίς φοραίς επάνω εις ένα σωρόν αναμμένων καρβούνων. Διαφυλαχθείσα δε αβλαβής υπό θείων Aγγέλων, εκριζόνεται τα ονύχια των χειρών και ποδών της. Eπειδή δε επρόσταξεν ο δικαστής να παραδοθή εις πορνοστάσιον, παρεκάλεσεν η Aγία τον Θεόν να φυλαχθή αμόλυντος. Kαι ούτω παρέθετο την ψυχήν της εις τον ποθούμενον Θεόν. Tο δε τίμιον αυτής λείψανον ερρίφθη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Υπό δε της θείας Προνοίας ευγήκεν εις το περιγιάλιον. Όθεν ο αυθέντης της Kλαύδιος πέρνωντας αυτό, τιμίως και ευλαβώς το τίμιον ενταφίασεν. (Tον Bίον αυτής όρα εις τον Eφραίμ ολίγον πλατύτερον2.)
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι το ίδιον τούτο δίστιχον ευρίσκεται και εις την συνώνυμον αυτής Xαριτίνην, κατά την τετάρτην του Σεπτεμβρίου.
2. Tο Mαρτύριον αυτής συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Eκράτει ποτέ». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)