Αρχική Blog Σελίδα 154

Μνήμη της Αγίας Γοργονίας, αδελφής του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (23 Φεβρουαρίου)

Η κοίμησις της Αγίας Γοργονίας.

H Aγία Γοργονία, η αδελφή Γρηγορίου του Θεολόγου, εν ειρήνη τελειούται

Tιμώ τελευτήν σην σιγή Γοργονία,
Γρηγορίου μέλψαντος αυτήν εκ λόγων

Η κοίμησις της Αγίας Γοργονίας.

Η Αγία Γοργονία ήταν η νεότερη αδελφή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και κόρη της ευσεβούς Νόννας και του επισκόπου Ναζιανζού Γρηγορίου. Από το υποδειγματικό αυτό ζευγάρι δεν έλαβε μόνο την ύπαρξη, άλλα και τον ζήλο για την πίστη. Μεγάλωσε στην Ναζιανζό, αλλά πάντα θεωρούσε ως αληθινή πατρίδα της την ουράνια Ιερουσαλήμ και ότι η πραγματική ευγένειά της ήταν εκείνη της εικόνος του Θεού που από νεαρή ηλικία προσπαθούσε να καλλύνει με τα στολίδια των αρετών, ιδιαιτέρως δε την αγνεία στην οποία διέπρεπε. Ανατράφηκε από τους γονείς της «με παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και αναδείχθηκε ισάξια σε αρετή και αγιότητα βίου και με τους άλλους αδελφούς της. Διακρίθηκε δε για την οξύνοιά της, την προσήλωσή της στις Άγιες γραφές, ήταν δε κόσμια, σεμνή, διακριτική και ταπεινή στο φρόνημα.

Νυμφεύθηκε τον Αλύπιο από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας και απέκτησε πέντε τέκνα, δύο αγόρια, τα οποία αφιερώθηκαν στον Θεό και τρεις θυγατέρες, την Αλυπιανή, την Ευγενία και τη Νόννα. Στον γάμο της επεδείκνυε την διάθεση των παρθένων αποκλειστικά προς τον Θεό και συμπαρέσυρε και τον σύζυγό της ως συναθλητή στους αγώνες της αρετής. Διαφυλάσσοντας το βλέμμα της από κάθε άσεμνο θέαμα, κλείνοντας τα αυτιά της στις μάταιες συζητήσεις ώστε να ακούν μονάχα τα θεία και σωτήρια λόγια, έλεγχε τα ανάρμοστα γέλια μεταμορφώνοντάς τα σε ένα χαμόγελο που φώτιζε ειρηνικά την όψη της και γνώριζε, όπως κανείς άλλος, να συγκρατεί την γλώσσα της και να νοστιμεύει με άλας τα λόγια της, ώστε ν’ αποτελούν αίνους στον Κύριο. Αντίθετα με τόσες άλλες γυναίκες, δεν έχανε τον καιρό της σε επιπολαιότητες, ούτε αντενεργούσε στην φυσική τάξη των πραγμάτων που θέλησε ο Θεός, φροντίζοντας για ενδύματα και στολίδια και παραμορφώνοντας το πρόσωπο της, εικόνα του Θεού, με πούδρες και ψιμύθια.

Ένα καλλώπισμα μόνο γνώριζε, εκείνο της ψυχής από τις άγιες αρετές και το μόνο κοκκινάδι που έβαζε στο ωχρό από την νηστεία πρόσωπό της ήταν το ερυθρίασμα της αιδημοσύνης. Πρότυπο χριστιανής συζύγου, με τη σοφία και την ευλάβειά της, ήταν για τους συγγενείς της, τους συμπολίτες αλλά και πολλούς ξένους, σύμβουλος εμβριθής σε πολλά λεπτά ζητήματα που αφορούν την συμ­περιφορά των χριστιανών στον κόσμο. Κανείς άλλος τα χρόνια εκείνα δεν μεριμνούσε τόσο για τους ναούς του Θεού, κανείς δεν απέτινε τόση τιμή στους ιερείς και στους κληρικούς, έχοντας πάντα γι’ αυτούς ορθάνοιχτη την θύρα της κατοικίας της.

Δεν είχε εξ άλλου τον όμοιό της στις ελεημοσύνες και στη συμπόνια για τους τεθλιμμένους, σε σημείο μάλιστα που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν σαν τον δίκαιο Ιώβ: «οφθαλμός τυφλών, πους χωλών, η μητέρα των ορφανών …» (Ιώβ 29, 15). Μοίραζε όλα τα αγαθά της σε ελεημοσύνες κι έτσι όταν εξεδήμησε από τη ζωή αυτή δεν άφησε πίσω της παρά μόνο το σώμα της· φρόντιζε, ωστόσο, πάντοτε να κρατά μυστικές τις αγαθοεργίες της.

Μία ημέρα είχε ένα τρομερό ατύχημα: ανατράπηκε η άμαξά της που την έσυρε στο χώμα για πολύ μεγάλη απόσταση· παρά ταύτα η αγία αρνήθηκε από αιδώ να δείξει το καταμωλωπισμένο σώμα της στον γιατρό, εναποθέτοντας την ελπίδα της στον Θεό ο οποίος την θεράπευσε τότε θαυματουργικώς. Μιαν άλλη φορά που υπέφερε από μια αρρώστια μπροστά στην οποία οι γιατροί έμεναν ανίσχυροι, σηκώθηκε την νύχτα και πήγε στην εκκλησία να προσπέσει στην αγία Τράπεζα, υπενθυμίζοντας στον Θεό τα προηγούμενα θαύματά Του προς όφελος των δούλων Του. Σαν την γυναίκα του Ευαγγελίου που έλουσε με τα δάκρυα της τα πόδια του Κυρίου, η Γοργονία πότισε με τα δικά της δάκρυα το ιερό θυσιαστήριο και βρήκε την ιατρειά της.

Όταν έλαβε όψιμα, όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα, το άγιο Βάπτισμα, τίποτε πια δεν την κρατούσε στη ζωή αυτή και παρακαλούσε για νύκτες τον Χριστό να πορευθεί προς συνάντησή Του χωρίς άλλη χρονοτριβή. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας αγρυπνίας της αποκαλύφθηκε η ημέρα του θανάτου της και το μόνο που της απέμενε πια ήταν να φροντίσει να βαπτισθεί ο σύζυγός της, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί το έργο της ως μαθήτριας του Χριστού και εφάμιλλης των αγίων Αποστόλων.

Όταν έφθασε η ημέρα, σε ηλικία 38 ετών, το έτος 370 μ.Χ., έπεσε άρρωστη και αφού συγκέντρωσε γύρω της συγγενείς και φίλους για να τους μεταδώσει την τελευταία διδαχή της για την αιώνια ζωή, εξεδήμησε προς τον χορό των αγίων ψιθυρίζοντας ανεπαίσθητα σχεδόν τον στίχο του ψαλμού: «Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω» (Ψαλμ. 4, 9).

Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδ. Ίνδικτος, 2006

Πηγή: https://kimintenia.com/2021/02/23/0253/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Ψυχοσάββατον 22 Φεβρουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ)
Πρὸς Θεσσαλονικεὶς Α’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα
4: 13-17

Αδελφοί, Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μῄ λυπῆσθε καθως καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεος τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ. Τοῦτο γὰρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου, ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας, ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος, ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ, καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπει τὰ ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι, ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίω ἐσόμεθα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
21: 8-9, 25-27, 33-36

Εἶπεν ὁ Κύριος· Βλέπετε μὴ πλανηθῆτε· πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι καί ὁ καιρὸς ἤγγικε. μὴ οὖν πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν. ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας, μὴ πτοηθῆτε· δεῖ γὰρ ταῦτα γενέσθαι πρῶτον, ἀλλ’ οὐκ εὐθέως τὸ τέλος. Καὶ ἔσται σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς συνοχὴ ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου, ἀποψυχόντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ· αἱ γὰρ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται. καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλῃ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι. Προσέχετε δὲ ἑαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιωτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ’ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη· ὡς παγὶς γὰρ ἐπελεύσεται ἐπὶ πάντας τοὺς καθημένους ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς. ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Φώτης Κόντογλου: Το μεγάλο στοίχημα ανάμεσα σε πιστούς και σε απίστους

Φώτης Κόντογλου
Φώτης Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου: Τή Λαμπροδευτέρα τό βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πρίν νά πλαγιάσω γιά νά κοιμηθώ, βγήκα στό μικρό περιβολάκι πού έχουμε πίσω από τό σπίτι μας, καί στάθηκα γιά λίγο, κοιτάζοντας τό σκοτεινό ουρανό μέ τ άστρα.

Σάν νά τόν έβλεπα πρώτη φορά. Μού φάνηκε πολύ βαθύς, καί σάν νά ερχότανε από πάνω μία μακρινή ψαλμωδία. Τό στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τόν Θεόν ημών, καί προσκυνείτε τώ υποποδίω τών ποδών αυτού». Ένας αγιασμένος γέροντας μού είχε πεί μία φορά πώς κατά τούτες τίς ώρες ανοίγουνε τά ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τά λουλούδια κι από τά αγιοχόρταρα, πού έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός καί η γή τής δόξης τού Κυρίου».

Θά στεκόμουνα έχει πέρα μοναχός ως τό ξημέρωμα. Σάν νά μήν είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό μέ τή γή. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στό σπίτι καί ανησυχήσουνε πού έλειπα, καί γι αυτό μπήκα μέσα καί ξάπλωσα.

Δέ μέ είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δέν ξέρω άν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, καί βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο μέ αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σάν πεθαμένος, μά τά μάτια του ήτανε σάν ανοιχτά καί μ έβλεπε τρομαγμένος. Τό πρόσωπό του ήτανε σάν μάσκα, σάν μούμια, μέ τό πετσί του γυαλιστερά, μαυροκίτρινο, καί κολλημένο στό νεκροκέφαλο μέ όλα τά βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σάν λαχανιασμένος στό να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, πού δέν κατάλαβα τί ήτανε, καί μέ τ άλλο έσφιγγε τό στήθος του, λές καί πονούσε.

Εκείνο τό πλάσμα μ έκανε ν ανατριχιάσω. τό κοίταζα, καί μέ κοίταζε, δίχως νά μιλήσει, σάν νά περίμενε νά τό γνωρίσω. Καί στ αλήθεια, μ όλο πού ήτανε τόσο αλλόκοτο, σάν νά μού είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!». Μόλις άκουσα τή φωνή, τόν γνώρισα ποιός ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε τό στόμα του κι αναστέναξε. Μά η φωνή του σάν νά ερχότανε από πολύ μακριά, σά νά βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.

Έβλεπα πώς βρισκότανε σέ μία μεγάλη αγωνία, κι υπόφερα κι εγώ μαζί του. Τά χέρια του, τά πόδια του, τά μάτια του, όλα φανερώνανε πώς βασανιζότανε. Απάνω στήν απελπισία μου, πήγα κοντά του νά τόν βοηθήσω, μά εκείνος μού κανε νόημα μέ τό χέρι του νά σταματήσω.

Άρχισε νά βογκά, μέ τέτοιον τρόπο, πού πάγωσα. Έπειτα μού λέγει: «δέν ήρθα, μέ στείλανε. Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σέ ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τόν Θεό νά μέ λυπηθεί. Θέλω νά πεθάνω, μά δέ μπορώ. Άχ! Όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πρίν πεθάνω, πού ήρθες στό σπίτι μου καί μιλούσες γιά θρησκευτικά; Ήτανε καί δυό άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σάν κι εμένα. Εκεί πού μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σάν έφυγες, μού είπανε: Κρίμα, νά χει τέτοιο μυαλό, καί νά πιστεύει στίς ανοησίες πού πιστεύουνε οι γριές! Μία άλλη μέρα, σού είχα πεί όπως καί πολλές άλλες φορές: «Βρέ Φ., μάζευε λεφτά, θά πεθάνεις στήν ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, καί πάλι θέλω κι άλλα».

Τότε μού είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο μέ τόν χάρο πώς θά ζήσεις τόσα χρόνια πού θέλεις, γιά νά καλοπεράσεις στά γερατειά σου;». Σού λέγω εγώ: «Θά δείς πόσο χρόνο θά πάγω! Τώρα είμαι εβδομήντα πέντε. Θά περάσω τά εκατό. Έχω εξασφαλίσει τά παιδιά μου, ο γιός μου βγάζει λεφτά πολλά, τήν κόρη μου τήν πάντρεψα μ έναν πλούσιο από τήν Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε καί παραέχουμε.

Όχι σάν κι εσένα, πού ακούς αυτά πού λέν οι παπάδες Χριστιανικά τά τέλη τής ζωής ημών. Τί θά βγάλεις από τά Χριστιανικά τά τέλη; Παρά νά χεις στήν τσέπη σου, καί μή σέ μέλει. Εγώ νά δώσω ελεημοσύνη; καί γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; γιά νά τούς θρέφω εγώ; Άμ βάζουνε εσάς καί ταΐζετε τούς τεμπέληδες, γιά νά πάτε στό Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισο; Εγώ ξέρεις πώς είμαι γιός παπά, καί τά γνωρίζω καλά αυτά τά κόλπα. Μά νά τά πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, πού έχεις τέτοια σπουδή, καί νά πάς χαμένος. Εσύ, όπως πάς, θά πεθάνεις πρίν από μένα, θά πάρεις καί στό λαιμό σου τήν οικογένειά σου. μά εγώ, σού λέγω καί σού υπογράφω, σάν γιατρός, πού είμαι, πώς θά ζήσω εκατό δέκα χρόνια».

Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δώ κι από κεί, σάν νά ψηνότανε απάνω σέ καμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από τό στόμα του: «Άχ! Ούχ! Ού! Ού! Ού! Χού!»

Ησύχασε γιά λίγο καί ξαναείπε: «Αυτά έλεγα, μά σέ λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι έχασα τό στοίχημα! Τί ταραχή! Τί τρομάρα τράβηξα!

Σαστισμένος, μία βουλίαζα καί μία ανέβαινα απάνω, καί φώναζα: Έλεος! μά κανένας δέν μ άκουγε. Ένα ρεύμα μέ κλωθογύριζε σάν νά μουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τί τράβηξα ως τά τώρα, καί τί τραβώ. Τί αγωνία είναι αυτή!

Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. τό κέρδισες τό στοίχημα. Εγώ, τότε πού βρισκόμουνα στό κόσμο πού ζείς, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει νά μιλώ καί νά μ ακούνε, νά κοροϊδεύω τή θρησκεία, νά συζητώ γιά χειροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω πώς χειροπιαστά είναι εκείνα πού τά έλεγα παραμύθια καί χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία πού βρίσκουμε. Άχ! Τούτος θά είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θά είναι ο βρυγμός τών οδόντων!».

Απάνω σ αυτά, χάθηκε από τά μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τά βογκητά του, πού καί κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Μέ πήρε λίγο ο ύπνος, μά σέ μία στιγμή, κατάλαβα νά μέ σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τά μάτια μου, καί τόν βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τή φορά ήτανε ακόμα πιό φριχτός καί πιό μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, πού τό κουνούσε από δώ κι από κεί.

Άνοιξε τό στόμα του καί μού είπε: «σέ λίγη ώρα θά ξημερώσει καί θά έρθουνε νά μέ πάρουνε εκείνοι πού μέ στείλανε!» τού λέω:

«Ποιοί σέ στείλανε;». Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως νά καταλάβω τίποτα. Ύστερα μού λέγει: «Εκεί πού βρίσκομαι είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους πού σέ περιπαίζανε γιά τήν πίστη σου, καί τώρα καταλάβανε πώς οι εξυπνάδες δέν περνούνε παραπέρα από τό νεκροταφείο. Είναι καί κάποιοι άλλοι πού τούς έκανες καλό, κι αυτοί σέ κακολογούσανε. Κι όσο τούς συχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί νά τόν κάνει η καλοσύνη νά χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τόν κάνει νά νοιώθει τόν εαυτό του νικημένο.

Τούτοι βρίσκονται σέ χειρότερη κατάσταση από μένα, καί δέ μπορούνε νά βγούνε από τή σκοτεινή φυλακή τους γιά νά ρθουνε νά σέ βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται μέ τή μάστιγα τής αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.

Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος απ ό,τι τόν βλέπαμε!

Ανάποδος από τήν έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πώς η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας Ψευτιά καί απάτη.

Εσείς πού έχετε στήν καρδιά σας τό Χριστό, καί πού γιά σάς ο λόγος του είναι αλήθεια, η μονάχη αλήθεια, εσείς κερδίσατε τό Μεγάλο Στοίχημα, πού μπαίνει ανάμεσα στούς πιστούς καί στούς απίστους, αυτό τό στοίχημα πού τό έχασα εγώ ο ελεεινός, καί χάθηκα, καί τρέμω κι αναστενάζω, καί δέ βρίσκω ησυχία: Αληθινά, στόν Άδη δέν υπάρχει πιά μετάνοια. Αλίμονο σ όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τόν καιρό πού είμαστε απάνω στή γή. Η σάρκα μας είχε μεθύσει, καί εμπαίξαμε εκείνους πού πιστεύανε στό Θεό καί στή μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σάς λέγαμε ανόητους, σάς κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε μέ καλοσύνη τά πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας η κακία.

Βλέπω καί τώρα πόσο θλιβόσαστε από τό φέρσιμο τών κακών ανθρώπων, αλλά πώς δεχόσαστε μέ υπομονή τίς φαρμακερές σαΐτες πού βγάζουνε από τό στόμα τους, λέγοντάς σας υποκριτές, θεομπαίχτες καί λαοπλάνους. Άν βρισκότανε, οι δυστυχείς στή θέση πού βρίσκομαι τώρα, καί βλέπανε από δώ πού βλέπω, θά τρομάζανε γιά ό,τι κάνουνε. Θέλω νά φανερωθώ σ αυτούς καί νά τούς πώ ν αλλάξουνε δρόμο, μά δέν έχω τήν άδεια, όπως δέν τήν είχε κι εκείνος ο πλούσιος καί γιά τούτο παρακαλούσε τόν Πατριάρχη Αβραάμ νά στείλει τό φτωχό τό Λάζαρο. Μά καί εκείνον δέν τόν έστειλε, καί τούτο, γιά νά γίνουνε ίδια άξιοι τής καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοί της σωτηρίας όσοι πορεύονται τή στράτα τού Θεού.

«Ο αδικών αδικησάτω έτι, καί ο ρυπαρός ρυπαρευθέτω έτι, καί ο δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω έτι, καί ο άγιος αγιασθήτω έτι».

Μ αυτά τά λόγια, τόν έχασα από μπροστά μου.

Του Φώτη Κόντογλου – Τα Μυστικά Άνθη, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1973

Πηγή: https://www.vimaorthodoxias.gr/peri-zois/mia-sygklonistiki-diigisi-toy-foti-kontogloy/

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Oμολογητού Aθανασίου εν τω Παυλοπετρίω (22 Φεβρουαρίου)

Όσιος και Ομολογητής Αθανάσιος εν τω Παυλοπετρίω. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β'

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Oμολογητού Aθανασίου εν τω Παυλοπετρίω

Aθανάσιος θρέμμα Παυλοπετρίου,
Aποστόλοις σύνεστι Παύλω και Πέτρω.

Όσιος και Ομολογητής Αθανάσιος εν τω Παυλοπετρίω. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β’

Oύτος ο Όσιος εγεννήθη εν Kωνσταντινουπόλει από ευλαβείς γονείς και πολλά πλουσίους. Eπειδή δε εκ νεαράς ηλικίας έγινεν ευλαβής, διά τούτο ηγάπησε να ενδυθή το μοναχικόν σχήμα. Όθεν επήγεν εις τα μέρη του περάσματος της Nικομηδείας, και εκεί έγινε Mοναχός εις ένα Mοναστήριον. Tόσον δε υψώθη ο αοίδιμος με τας αρετάς, και τόσον διεδόθη η φήμη του, ώστε οπού έγινε και εις τους βασιλείς γνώριμος. Kατά δε τους χρόνους Λέοντος του εικονομάχου1, διαβαλθείς ότι σέβεται τας αχράντους εικόνας, έλαβε διάφορα βάσανα, και εδοκίμασε πικροτάτας εξορίας και θλίψεις. Όθεν μένωντας στερεός, και έως τέλους διατηρών την Oρθοδοξίαν, απήλθε χαίρων προς Kύριον.

Σημείωση

1. Ίσως ούτος είναι Λέων ο Aρμένιος ο βασιλεύσας εν έτει 813.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των εν τοις Eυγενίου ευρεθέντων Aγίων Mαρτύρων και Aποστόλων επί της βασιλείας Aρκαδίου (22 Φεβρουαρίου)

Μνήμη των εν τοις Eυγενίου ευρεθέντων Aγίων Mαρτύρων και Aποστόλων επί της βασιλείας Aρκαδίου

Φανέντες εκ γης Mάρτυρες κεκρυμμένοι,
Aίρουσι πάσαν εκ προσώπου γης βλάβην.
* Eικάδα δευτερίην ανά σεπτά φάνη χθονός οστέα.

Όταν ο αγιώτατος Πατριάρχης Θωμάς ήτον εις τον θρόνον της Kωνσταντινουπόλεως, εν έτει τϟε΄ [395]1, τότε ευρέθησαν τα τίμια λείψανα τινών Aγίων Mαρτύρων, κεκρυμμένα υποκάτω εις την γην, τα οποία παρευθύς ανεκομίσθησαν από αυτόν ευλαβώς τε και σεβασμίως, με συνδρομήν πολλήν του λαού. Tότε δε και διάφοροι ασθένειαι εθεραπεύθησαν. Aφ’ ου δε επέρασαν πολλοί χρόνοι, απεκαλύφθη εκ Θεού εις ένα άνθρωπον κληρικόν και καλλιγράφον, ότι εις τον ίδιον τόπον εκείνον τον καλούμενον Eυγενίου, ευρίσκονται κεκρυμμένα και τα άγια λείψανα Aνδρονίκου και Iουνίας, τους οποίους αναφέρει ο θείος Aπόστολος εν τη προς Pωμαίους επιστολή λέγων· «Aσπάσασθε Aνδρόνικον και Iουνίαν τους συγγενείς μου και συναιχμαλώτους μου, οίτινες εισίν επίσημοι εν τοις Aποστόλοις, οι και προ εμού γεγόνασιν εν Xριστώ» (Pωμ. ιϛ΄, 7)2.

Σημειώσεις

1. Eπί της βασιλείας Aρκαδίου, ούτω χρονολογεί την εύρεσιν των λειψάνων τούτων ο προσθέσας τας χρονολογίας εν τω Ωρολογίω. O δε Mελέτιος εκτείνει τους χρόνους. Aναφέρων γαρ τον Kωνσταντινουπόλεως Θωμάν τον πρώτον, λέγει, ότι ήτον Πατριάρχης εν έτει 607, αναφέρων δε και τον δεύτερον Θωμάν τον Kωνσταντινουπόλεως, λέγει, ότι ήτον εν έτει 656.

2. O Aνδρόνικος και Iουνία εορτάζονται εις τας δεκαεπτά του Mαΐου. O δε Aνδρόνικος εορτάζεται και εις την τριακοστήν του Iουλίου μετά άλλων Aποστόλων.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Oσίων Πατέρων ημών Θαλασσίου και Λιμναίου (22 Φεβρουαρίου)

Μνήμη των Oσίων Πατέρων ημών Θαλασσίου και Λιμναίου

Λιμήν Λιμναίον και Θαλάσσιον φέρει,
Ώσπερ θάλασσαν εκφυγόντας τον βίον.

Aπό τους δύω τούτους Oσίους, ο μεν Θαλάσσιος, έκτισεν ένα ασκητήριον επάνω εις ένα μικρόν βουνόν ενός χωρίου της Kύρου, Tιλλίμας ονομαζομένου, και υπερέβαλεν όλους τους τότε Oσίους, κατά την απλότητα του ήθους, και κατά το ταπεινόν φρόνημα. O δε Λιμναίος, και αυτός υπεραγαπών την ασκητικήν ζωήν, επήγεν εις τον ανωτέρω μέγαν Θαλάσσιον, όταν ήτον πολλά νέος κατά την ηλικίαν. Διδαχθείς δε από αυτόν τα της ασκητικής πολιτείας μαθήματα, επήγεν ύστερον προς τον αοίδιμον Όσιον Mάρωνα, ο οποίος εορτάζεται κατά την δεκάτην τετάρτην του παρόντος Φευρουαρίου. Tούτου λοιπόν του Mάρωνος μιμηθείς την ζωήν ο θείος Λιμναίος, ηγάπησε να περάση την ζωήν του χωρίς στέγην και σκέπασμα. Όθεν αναβάς επάνω εις μίαν κορυφήν ενός βουνού, ευρισκομένην επάνω εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Tάργαλα, εκεί έζη ασκητικώς, χωρίς να κτίση καλύβην. Aλλά μόνον επερίφραζε τον εαυτόν του με ένα περιτείχισμα από ξηρολίθους, το οποίον είχε στέγην τον ουρανόν.

Eκ των τοιούτων λοιπόν αγώνων έλαβε χάριν παρά Θεού ο μακάριος, να διώκη δαιμόνια και να ιατρεύη ασθενείας. Περιπατών δε μίαν φοράν, εδαγκάσθη από ένα οφίδι, αλλ’ όμως διά μόνης της προσευχής του, έμεινεν αβλαβής, και ελυτρώθη από τον θάνατον1. Άλλην φοράν δε πεσών εις ένα πάθος της κοιλίας, πολλά δεινόν και δυσκολοϊάτρευτον, ήτοι εις τον λεγόμενον κόλικα, έλαβε την υγείαν του με την επικάλεσιν του θείου ονόματος. Oύτος ο Όσιος εσυνάθροισεν όλους τους τυφλούς οπού ηναγκάζοντο να ζητούν ελεημοσύνην, και κτίσας τόσα κελλία, όσοι ήτον και οι τυφλοί, έβαλεν αυτούς να κάθωνται μέσα εις τα κελλία. Aυτός δε έδιδεν εις αυτούς την αναγκαίαν τροφήν, την οποίαν οικονόμει από τους Xριστιανούς, οπού ήρχοντο εις αυτόν χάριν ευλογίας. Eις διάστημα λοιπόν τριανταοκτώ χρόνων, ασκεπής διαπεράσας ο αοίδιμος, εν ειρήνη παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

Σημειώσεις

1. Tούτων των δύω Oσίων τους Bίους συνέγραψεν ο Kύρου Θεοδώρητος, εν αριθμώ εικοστώ δευτέρω της Φιλοθέου Iστορίας, από τους οποίους συνερανίσθη και το Συναξάριον τούτο. Προσθέττει δε ο Θεοδώρητος, ότι το φίδι εκείνο οπού εδάγκασε τον Όσιον τούτον, ήτον έχιδνα, η οποία τον εδάγκασε εις το πόδι περισσότερον από δέκα φοραίς. Πικρούς δε πόνους ο Όσιος δοκιμάζωντας από τα δαγκάματα της εχίδνης, δεν ηθέλησε να μεταχειρισθή τέχνην ιατρικήν, αλλά με μόνην την σφραγίδα του τιμίου Σταυρού, και με την προσευχήν, και με την επικάλεσιν του θείου ονόματος ιατρεύθη. Προσθέττει δε και ταύτα· «Ότι ο των όλων Θεός είασε κατά του ιερού σώματος το θηρίον εκείνο λυπήσαι, ίνα γυμνήν άπασι της θείας εκείνης ψυχής επιδείξηται την καρτερίαν».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Σάββατον πρὸ τῆς Ἀπόκρεω (Ψυχοσάββατον)

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ διάκονος Εὐμένιος Ἰνιάτης κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὸ Σάββατον πρὸ τῆς Ἀπόκρεω (Ψυχοσάββατον), ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου στὸ χωριὸ Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (09.03.2024).

Μόρφου Νεόφυτος: Ὁ Δίκαιος Κριτὴς (10.03.2024)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀροῦντα, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (10.03.2024).

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τῆς Ἀπόκρεω

Δευτέρα Παρουσία

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«ἐφ᾽ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε» (Ματθ. 25, 40)

Δευτέρα Παρουσία

Ἡ ζωὴ τοῦ χριστιανοῦ, τοῦ πιστοῦ χριστιανοῦ, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ὅπως μᾶς ἀποκαλύφθηκε στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ ἑρμηνεύεται μέσα στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, συνέχεται – πρέπει νὰ συνέχεται- ἀπὸ δύο διαστάσεις: Τὴν ἐν Χριστῷ ζωὴ στὸν παρόντα αἰώνα, ἀλλὰ καὶ τὴν προσδοκώμενη ἀτελεύτητη αἰωνιότητα ἐν Χριστῷ.

Πρέπει ἡ ζωή μας νὰ ἔχει, ὅπως λέμε στὴ γλώσσα τὴ θεολογική, ἐσχατολογικὴ διάσταση: «Ἐὰν ἐλπίζαμε μόνο στὴ ζωὴ τούτη (τὴν ἐπὶ γῆς) στὸν Χριστό», κηρύσσει ὁ θεηγόρος Παῦλος, «θὰ ἤμασταν ἐλεεινότεροι ὅλων τῶν ἀνθρώπων» (Α´ Κορ. 15,19). Ἀλίμονο στὸν ἄνθρωπο, ποὺ ζεῖ χωρὶς τὴν προοπτικὴ τῆς αἰωνιότητας!

Ἡ Δευτέρα Παρουσία τοῦ Χριστοῦ, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστός μας θὰ ἔλθει πλέον ἐν δόξῃ, ὡς δοξασμένος Θεάνθρωπος, καὶ ἡ τελικὴ κρίση τῶν ἀνθρώπων, μὲ τὰ ὁποῖα θὰ σημάνει τὸ τέλος τοῦ παρόντος φυσικοῦ κόσμου, τῆς ἱστορίας, καὶ θὰ ἀρχίσει ἡ αἰώνια ζωή, εἶναι δόγμα πίστεως, κατοχυρωμένο ἀκράδαντα σὲ πλεῖστα ὅσα σημεῖα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, τόσο τῆς Παλαιᾶς, ὅσο καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Θεὸς «ἔστησεν ἡμέραν, ἐν ᾗ μέλλει κρίνειν τὴν οἰκουμένην ἐν δικαιοσύνῃ» (Πράξ. 17,31). Βλέπετε, ἡ τελικὴ κρίση εἶναι καὶ αἴτημα δικαιοσύνης παναθρώπινο, ἀφοῦ βλέπουμε πόση ἀδικία ἐπικρατεῖ στὸν κόσμο τοῦτο, ἀλλὰ καὶ αἴτημα τῆς δικαιοσύνης τοῦ Θεοῦ: «Ὅλοι μας πρέπει νὰ παρουσιασθοῦμε μπροστὰ στὸ Βῆμα (τὸ δικαστικὸ) τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀπολάβει ὁ καθένας ἀνάλογα μὲ ὅσα ἔπραξε μὲ τὸ σῶμα (σὲ τούτη δηλαδὴ τὴ ζωή), εἴτε καλὰ εἴτε κακά», ἀποφαίνεται ὁ θεόπνευστος ἀπόστολος Παῦλος (Β´ Κορ. 5,10). Καὶ ἡ Ἐκκλησία μας τὸ διακηρύσσει μὲ στεντόρεια φωνή, κάθε φορὰ ποὺ ἐκφωνεῖται τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως: Ἐκεῖ, ὁμολογοῦμε ὅτι πιστεύουμε «εἰς ἕνα Κύριον Ἰησοῦν Χριστὸν… καὶ πάλιν ἐρχόμενον μετὰ δόξης κρῖναι ζῶντας καὶ νεκρούς, οὗ τῆς βασιλείας οὐκ ἔσται τέλος», γιὰ νὰ καταλήξουμε: «Προδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Ἀμήν.» Ἀλίμονο σ᾽ αὐτούς, ποὺ ἀρνοῦνται τὴν θεμελιώδη αὐτὴ διδασκαλία τῆς Πίστης μας. Γράφει σχετικὰ ὁ ἅγιος Πολύκαρπος, ἐπίσκοπος Σμύρνης: «Ὅποιος διαστρέφει τὰ λόγια τοῦ Κυρίου σύμφωνα μὲ τὶς δικές του ἐπιθυμίες καὶ λέει ὅτι δὲν ὑπάρχει, οὔτε ἀνάσταση, οὔτε κρίση, αὐτὸς εἶναι πρωτότοκος υἱὸς τοῦ σατανᾶ.» (Ἐπιστολὴ πρὸς Φιλιππισίους, 7.1)

Ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, ὁ δίκαιος Κριτής, μὲ τρόπο ζωντανὸ καὶ ἐποπτικό, μᾶς περιέγραψε στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ ποὺ μόλις ἀκούσαμε τὴ δεύτερη δοξασμένη Του ἔλευση, ὅταν θὰ ἔλθει μέσα στὸ πλῆθος τῶν ἀγγέλων καὶ ἁγίων Του, γιὰ τὴν τελικὴ κρίση καὶ ἀνταπόδοση τῶν ἔργων τῶν ἀνθρώπων. Τότε, ἀφοῦ πρῶτα ἀναστηθοῦν ἄφθαρτοι ὅλοι οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος νεκροὶ καὶ οἱ τότε ζῶντες ἀφθαρτισθοῦν, θὰ μαζευθοῦν γύρω ἀπὸ ἐκεῖνο τὸ ἀδέκαστο τοῦ Δεσπότου κριτήριο. Καὶ ὁ ἀλάθητος καὶ δικαιοκρίτης Ἰησοῦς θὰ χωρίσει τοὺς συνανθροισμένους ἀνθρώπους σύμφωνα μὲ τὰ ἔργα τους. Καὶ τοὺς μὲν δίκαιους, ποὺ παρομοιάζει μὲ τὰ ἥμερα καὶ ἄκακα πρόβατα, θὰ τοὺς τοποθετήσει στὰ δεξιά Του, ἐνῶ τοὺς ἁμαρτωλοὺς καὶ ἀμετανόητους, ποὺ τοὺς ἐξομοιώνει μὲ τὰ ἄτακτα ἐρίφια (κατσίκια), στὰ ἀριστερά Του. Ἐκείνη τὴ φοβερὴ ὥρα, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, θὰ μᾶς ζητηθεῖ λόγος γιὰ ὅλες ἀσφαλῶς τὶς πράξεις μας, κι ἂν τηρήσαμε ἢ ὄχι ὅλες τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Στὴ συνοπτικὴ ὅμως παρουσίαση τῆς τελικῆς κρίσης, ποὺ περιγράφει ἡ σημερινὴ περικοπή, ὁ Κύριός μας ἐπικεντρώνεται κατεξοχὴν στὴν τήρηση ἢ ὄχι τῆς κορυφαίας ἐντολῆς τῆς ἀγάπης, τῆς διπλῆς ἀγάπης, πρῶτα πρὸς τὸν Θεὸ καὶ μετὰ πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τὸν ἄνθρωπο. Γιατί, ὅποιος ἀγαπάει ἀληθινὰ καὶ εἰλικρινὰ τὸν Θεό, ἀγαπάει κατὰ φυσικὴ συνέπεια καὶ τὸ πλάσμα Του, τὸν ἀδελφό Του, τὸν κάθε ἄνθρωπο. Γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ κρίση ἐδῶ ἑστιάζεται στὴν ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τοῦ Νόμου καὶ τῶν Προφητῶν, ὅλου τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Καὶ θὰ ἀναφερθεῖ στὴν ἐξέτασή Του ὁ Χριστός μας σ᾽ ὅλες τὶς ἐπιμέρους ἔμπρακτες ἐκδηλώσεις τῆς ἀγάπης πρὸς τοὺς πονεμένους καὶ ἐμπερίστατους ἀδελφούς μας: Ἂν δηλαδὴ δώσαμε τροφὴ σὲ πεινασμένους, νερὸ σὲ διψασμένους, στέγη καὶ κατάλυμα σὲ φτωχοὺς καὶ ξένους, ἐνδύματα σὲ γυμνοὺς καὶ ἐνδεεῖς, κι ἂν ἐπισκεφθήκαμε ἀρρώστους καὶ φυλακισμένους, γιὰ νὰ τοὺς συμπαρασταθοῦμε καὶ νὰ τοὺς παρηγορήσουμε. Ἐδῶ εἶναι πολὺ σημαντικὸ νὰ προσέξουμε καὶ νὰ τονίσουμε τὸ ὅτι ὁ Χριστός μας θεωρεῖ ὅλα τὰ καλὰ ἔργα καί, ἀντίθετα, ὅλες τὶς ἐλλείψεις τῶν καλῶν ἔργων, ὅτι ἀναφέρονται στὸν Ἴδιο, στὸ ἅγιο πρόσωπό Του: «ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με», κ.λπ. Αὐτὸ εἶναι κάτι τὸ συγκλονιστικό, ποὺ πρέπει νὰ ἔχουμε πάντα σοβαρά ὑπόψη μας: Στὸ πρόσωπο τοῦ κάθε πτωχοῦ, ἐμπερίστατου, ἀσθενῆ, πρέπει νὰ βλέπουμε τὸν ἴδιο τὸν Θεό, τὸν Χριστό μας. Γι᾽ αὐτὸ καὶ κάπου στὴν Παλαιὰ Διαθήκη λέει, «ὁ ἐλεῶν πτωχόν, δανείζει Θεῷ». Δηλαδὴ μὲ τὴν ἐλεημοσύνη, ὢ πράγματος παραδόξου, καθιστοῦμε τὸν Θεὸ χρεώστη μας!

Ἐδῶ θὰ σᾶς διηγηθῶ ἕνα θαυμαστὸ καὶ συγκινητικὸ γεγονός, ποὺ συνέβη πρὶν ἀπὸ 30 περίπου χρόνια σὲ μεγαλούπολη τῆς Ἀμερικῆς, ὅπως μᾶς ἀνέφερε Μητροπολίτης τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, ὅταν ἦταν ἀκόμη ἀρχιμανδρίτης στὴν Ἀθήνα. Τὸ γεγονὸς τοῦ τὸ διηγήθηκε μία κυρία, ἡ ὁποία ἦταν καὶ ἡ αὐτόπτης μάρτυς. Ἡ κυρία αὐτή, Ἑλληνίδα στὴν καταγωγή, διέμενε τότε στὴν Ἀμερική. Καί, πιθανώτατα θὰ γνωρίζετε ὅτι, ἐπειδὴ ἐκεῖ κυκλοφοροῦν ἐπικίνδυνοι ἄνθρωποι, ὁ κόσμος εἶναι κλειδαμπαρωμένος στὰ σπίτια του καὶ δὲν ἀνοίγουν εὔκολα τὶς πόρτες στὸν καθένα. Κάποια μέρα, πρωί, κτύπησε τὸ κουδούνι τῆς ἐξώπορτας τῆς κυρίας αὐτῆς. Αὐτὴ βέβαια δὲν ἄνοιξε τὴν πόρτα. Ἐπειδὴ ὅμως χτυποῦσε ἐπίμονα τὸ κουδούνι, κοίταξε ἀπὸ πάνω νὰ δεῖ ποιός χτυποῦσε, καὶ εἶδε ἕνα κουρελὴ ζητιάνο στὴν πόρτα. Καὶ ἐπειδὴ αὐτὸς ἐπέμενε νὰ κτυπᾶ, ἀποφάσισε νὰ πάει νὰ ἀνοίξει, ὄχι βέβαια γιὰ νὰ τοῦ δώσει ἐλεημοσύνη, ἀλλὰ γιὰ νὰ τὸν βρίσει, νὰ τὸν κατσαδιάσει καὶ νὰ τὸν διώξει κακὴν κακῶς. Μόλις λοιπὸν ἄνοιξε τὴν πόρτα μ᾽ αὐτὸ τὸν σκοπὸ καὶ ἄρχισε νὰ φωνάζει, ὁ ἄγνωστος πτωχὸς ἔλαμψε σὰν τὸν ἥλιο, μεταμορφώθηκε στὴ μορφὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καὶ χάθηκε ἀπὸ μπροστά της! Ἡ γυναίκα, συγκλονισμένη, λιποθύμησε καί, ὅταν συνῆλθε, ἔκλαιγε γοερῶς ἐν μετανοίᾳ, μέχρι ποὺ ἐπέστρεψε στὴν Ἑλλάδα καὶ ἀνέφερε τὸ γεγονὸς στὸν ἀνωτέρω κληρικό.

Καί, πῶς ὁλοκληρώνεται ἡ τελικὴ κρίση, ἀδελφοί μου, γιὰ νὰ ἐπιστρέψουμε στὸ εὐαγγελικό μας ἀνάγνωσμα; Πῶς τελειώνει ἡ σημερινὴ περικοπή; «Καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι (οἱ ἁμαρτωλοὶ καὶ ἀμετανόητοι) εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἡ κρίσις ἔρχεται, ἀγαπητοί μου, καὶ τὸ ἀποτέλεσμά της, τὸ ἀκούσαμε, εἶναι ἀναπόδραστο. Κι ἐμεῖς, τί κάνουμε; Πῶς ἀνταποκρινόμαστε στὸν Κριτὴν Ἰησοῦν; Πρῶτα μὲ πίστη καὶ ἐλπίδα στὸ ἔλεός Του. Ὕστερα μὲ μετάνοια ὁλόψυχη, μὲ διόρθωση τοῦ βίου μας, μὲ ἑτοιμασία γιὰ τὸ τέλος μας, τὸν θάνατο, καὶ τὴν αἰώνια, τὴ μετὰ θάνατον ζωή. Ἑτοιμασία μὲ ἔργα καλά, ἔργα θεάρεστα, ἔργα ποὺ θὰ μᾶς ἀκολουθήσουν στὴν αἰωνιότητα καὶ θὰ καθορίσουν τὴν αἰώνια κατάσταση καὶ ζωή μας.

Εἶναι ὅμως ἀπαράδεκτο, ἀγαπητοί μου Χριστιανοί, ἐν μέσῳ τῶν ποικίλων κρίσεων ποὺ διερχόμαστε, ὡς τόπος, ὡς ἔθνος, μὲ τὸ πολύνεκρο καὶ αἱματηρὸ δράμα τῶν ἀνθρώπων τῆς γειτονικῆς μας Συρίας, καὶ μάλιστα ἐνόψει τῆς τελικῆς καὶ ἀλάθητης Κρίσης τοῦ Κυρίου, νὰ συμμετέχουμε σὲ Καρναβάλια, σὲ καρναβαλίστικους χοροὺς καὶ παρόμοιες ἐκδηλώσεις. Τὰ ὅσα δυστυχῶς γίνονται σ᾽ αὐτές, δὲν εἶναι παρὰ ἀναβίωση εἰδωλολατρικῶν ὀργιαστικῶν τελετῶν, ὅπου γινόταν φανερὴ λατρεία τοῦ δαίμονος τῆς ἀκολασίας καὶ λάμβαναν χώρα πράξεις ἀκολασίας. Τὶς τελετὲς αὐτὲς μιμήθηκαν κατεξοχὴν οἱ Εὐρωπαῖοι τοῦ Μεσαίωνα, ποὺ αὐτὴ τὴν περίοδο μεταμφιέζονταν, γιὰ νὰ κάνουν ἀδιάγνωστα τὶς ἀκολασίες τους, ἔχοντας κατασκευάσει ἕνα ὁμοίωμα τοῦ διαβόλου -αὐτὸς εἶναι ὁ βασιλιὰς καρνάβαλος, ποὺ προηγεῖτο (καὶ προηγεῖται) τῆς καρναβαλίστικης πομπῆς- καὶ καθοδηγοῦσε τὰ ἔργα ποὺ ἀκολουθοῦσαν… Καὶ μετά, ἐνόψει τῆς περιόδου τῆς νηστείας καὶ μετάνοιας τῆς Τεσσαρακοστῆς, ἔκαιγαν τὸν Καρνάβαλο, εἰς ἔνδειξη δῆθεν μετάνοιας καὶ διόρθωσης! Καθαρὴ δηλαδὴ Θεομπαιξία! Δυστυχῶς, τὰ ἀντιχριστιανικὰ καὶ εἰδωλολατρικὰ ἔθιμα τῆς ἄθεης Εὐρώπης πέρασαν καὶ στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες, καὶ στὴ χώρα μας. Ἔθιμα τελείως ἀπαραδέκτα γιὰ ἕνα πιστὸ Ὀρθόδοξο χριστιανό. Οἱ ἅγιοι Πατέρες λένε ὅτι ὅσοι μετέχουν σὲ τέτοια ἔργα δὲν εἶναι ἄξιοι, ὄχι μόνο νὰ κοινωνήσουν, ἀλλ᾽ οὔτε ἀντίδωρο νὰ πάρουν ὅλη τὴ Σαρακοστή. Ναί, ὡς χριστιανοὶ κι ἐμεῖς, αὐτὲς τὶς μέρες, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας ὅρισε κατάλυση ἐνόψει τῆς αὐστηρῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς, θὰ χαροῦμε χριστιανοπρεπῶς καὶ θὰ καταλύσουμε μὲ σεμνοπρέπεια καὶ μὲ μέτρο, ἀλλ᾽ ὄχι καὶ νὰ ἀκολασταίνουμε μὲ τὴν πρόφαση τῶν καρναβαλιῶν καὶ μέσα σὲ καρναβαλίστικες τάχα ἐκδηλώσεις.

Ἂς ἐκζητήσουμε μὲ μετάνοια τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, ἀδελφοί, καὶ ἂς ἀγωνιστοῦμε μὲ εὐλάβεια νὰ εὐαρεστήσουμε σ᾽ Αὐτόν, τηρώντας τὸ ἅγιο θέλημά Του, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως νὰ ἀκούσουμε τὴν εὐλογημένη καὶ πραεία φωνὴ τοῦ Χριστοῦ μας: «δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν». Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε!