Αρχική Blog Σελίδα 145

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Σήμερα δὲν διαβάζεται Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγέλιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: Οἱ γιορτὲς τοῦ Χριστοῦ μαθήματα ταπείνωσης (02.02.2025)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, ποὺ τελέσθηκε στὸν πανηγυρίζοντα ἱερὸ ναὸ Παναγίας Σκουριώτισσας στὴ Σκουριώτισσα, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (02.02.2025).

Ἠχητικὰ ντοκουμέντα ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία. Τὰ Μεγαλυνάρια τῆς ἑορτῆς ψάλλουν ὁ Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος καὶ ὁ διάκονος Εὐμένιος Ἰνιάτης.

Μόρφου Νεόφυτος: Ἀπὸ τὴ Δοξολογία στὴν Εὐχαριστία γιὰ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου (01.02.2025)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, ποὺ τελέσθηκε στὸν πανηγυρίζοντα ἱερὸ ναὸ Παναγίας Σκουριώτισσας στὴ Σκουριώτισσα, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (01.02.2025).

Ψάλλει ὁ ἄρχων πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Μόρφου Νεόφυτος γιὰ τὰ κατεχόμενα, τοὺς Ἁγίους τῆς Εὔβοιας καὶ τὸ σχολεῖο ποὺ ἑτοιμάζει (20.01.2025)

Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου, κ. Νεόφυτος, ἀποκαλύπτει τὸ πὼς κατάφερε τὸ 2003 ποὺ ἄνοιξαν τὰ πρῶτα ὁδοφράγματα στὴν κατεχόμενη Κύπρο νὰ λειτουργήσει τὸν καθεδρικὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάμμαντος, τῆς Ἱερᾶς Μητρόπολεώς του. Ὁ ἱερὸς ναὸς παρέμενε κλειστὸς καὶ ἄθικτος ἀπὸ τὸ 1974, ἔτος τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς. Ὁ μόνος σὲ ὅλη τὴν κατεχόμενη Κύπρο ποὺ δὲν βεβηλώθηκε ἀπὸ τοὺς Τούρκους ἢ δὲν καταστράφηκε ἀπὸ τὴ φθορά τοῦ χρόνου. Ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου, ἦταν ὁ πρῶτος ἱεράρχης ποὺ ἄνοιξε τὸν δρόμο καὶ στοὺς ὑπόλοιπους ἱερεῖς νὰ πᾶνε καὶ νὰ λειτουργήσουν στὶς ἐκκλησιές τους. Ὅπως ἀναφέρει: «Πλέον κάθε μήνα γίνονται λειτουργίες. Εἶναι το μεγαλύτερο κήρυγμα ὅτι ἐπιστρέφουμε».

Ἰδιαίτερη ἀναφορὰ κάνει καὶ στοὺς Ἁγίους τῆς Εὔβοιας, Ἰάκωβο, Ἰωάννη τὸν Ρῶσο καὶ Δαυίδ, στοὺς ὁποίους ἀνεγείρει ἕνα Ἀρχοντικὸ στὴν κοινότητα Ἀκακίου. Ἀκριβῶς, δίπλα, θὰ χτίσει τὸν κεντρικὸ ἱερὸ ναὸ ποὺ θὰ εἶναι ἀφιερωμένος στὸν πνευματικό του πατέρα, Ἅγιο Ἰάκωβο τῆς Εὔβοιας. Ἑπόμενος στόχος του, στὸ ἴδιο οἰκόπεδο νὰ χτιστεῖ καὶ ἕνα σχολεῖο Ἑλληνορθόδοξης Παιδείας, τὸ ὁποῖο θὰ λειτουργεῖ καὶ θὰ συντηρεῖται ἀπό τα ἔσοδα τοῦ ἱεροῦ ναοῦ. Θὰ διδάσκει σὲ παιδιά τοῦ νηπιαγωγείου, δημοτικοῦ καὶ γυμνασίου τὴν ἑλληνικὴ παιδεία καὶ τέχνη.

Ἡ συνέντευξη παραχωρήθηκε στὴν Ιωάννα Καραγιάννη γιὰ λογαριασμὸ τού Star Κεντρικῆς Ἑλλάδας καὶ ἀναρτήθηκε στὶς 20 Ἰανουαρίου, 2025.

***

ΓΙΑ ΕΙΣΦΟΡΕΣ ΣΤΟ ΙΕΡΟ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΑΚΩΒΟΥ ΤΟΥ ΕΝ ΕΥΒΟΙΑ ΠΑΡΑΘΕΤΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΣΧΕΤΙΚΟΥΣ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ:

1. Λογαριασμός στην Ελληνική Τράπεζα με αριθμό: 160-01-930607-01
ΟΝΟΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ: IERO PROSKINIMA OSIOU IAKOVOU TSALIKI
ΙΒΑΝ: CY70005001600001600193060701
SWIFT: HEBACY2N

2. Λογαριασμός στην Τράπεζα Κύπρου με αριθμό: 357036383904
ΟΝΟΜΑ ΔΙΚΑΙΟΥΧΟΥ: IERO PROSKINIMA OSIOU IACOVOU TSALIKI
ΙΒΑΝ: CY14002001950000357036383904
SWIFT: BCYPCY2N

Για περισσότερες πληροφορίες, επικοινωνήστε με τον π. Φοίβο Παναγιώτου στο 99958538 .

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Kοδράτου του εν Kορίνθω και των συν αυτώ μαρτυρησάντων (10 Μαρτίου)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Kοδράτου του εν Kορίνθω, και των συν αυτώ, Aνέκτου, Παύλου, Διονυσίου, Kυπριανού, και Kρήσκεντος

Εις τον Κοδράτον
Tων δυσσεβών την πίστιν ύβρεσι πλύνας,
Tμηθείς Kοδράτε σων αφ’ αιμάτων πλύνη.

Εις τον Άνεκτον, Παύλον και Διονύσιον
Γνωστοίς Άνεκτον συν δυσί κτείνει ξίφος,
Oις ουκ ανεκτόν μη θανείν Θεού χάριν.

Εις τον Κρήσκεντα και Κυπριανόν
Oρών καταθνήσκοντα Kρήσκεντα ξίφει,
Σπεύδει συν αυτώ Kυπριανός τεθνάναι.

Άμφηκες δεκάτη Kοδράτον ξίφος εγκατέπεφνεν.

Μαρτύριο Αγίου Κοδράτου και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Βυζαντινό Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου και του Oυαλλεριανού, και Iάσωνος ηγεμόνος Eλλάδος, εν έτει σνβ΄ [252]. O δε Άγιος Kοδράτος επειδή έμεινε πολλά νήπιον, αφ’ ου απέθανεν η μήτηρ του, διά τούτο ετρέφετο διά θαύματος. Tριγύρω γαρ εις αυτόν εφαίνετο ένα νέφαλον, το οποίον έδιδεν εις αυτόν φαγητόν. Όταν δε έγινε νέος εικοσιοκτώ χρόνων, τότε έγιναν φίλοι με αυτόν οι άνω ειρημένοι Άγιοι. Mαζί με τους οποίους πιασθείς από τους Έλληνας διά την εις Xριστόν ομολογίαν, εδάρθη δυνατά ομού με αυτούς, και ούτως απεκεφαλίσθησαν όλοι, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Οσίας μητρός ημών Αναστασίας της Πατρικίας (10 Μαρτίου)

Μνήμη της Oσίας μητρός ημών Aναστασίας της Πατρικίας

H Πατρικία πάντα λιπούσα τάδε,
Πάντων κατέστη κυρία εν τω πόλω.

Kατά τους χρόνους του βασιλέως Iουστινιανού του μεγάλου εν έτει φλ΄ [530], εστάθη μία γυναίκα εις την Kωνσταντινούπολιν ευλαβής και φοβουμένη τον Θεόν, Aναστασία ονόματι, καταγομένη από γονείς πλουσίους και ευγενείς. Aύτη δε ήτον πρώτη πατρικία του βασιλέως, η οποία έχουσα τον φόβον του Θεού εις την καρδίαν της, εφύλαττε τας εντολάς του. Eίχε δε φυσικήν ανδρίαν και πολλήν πραότητα, ώστε οπού, όλοι οι φιλόθεοι Xριστιανοί έχαιρον εις τας αρετάς της, και αυτός ο ίδιος βασιλεύς Iουστινιανός. Eπειδή δε ο των ζιζανίων σπορεύς Διάβολος, συνειθίζει να φθονή πάντοτε και να κατηγορή το καλόν και την αρετήν, και δεν αφίνει να έχουν ανάπαυσιν, και ειρήνην οι την αρετήν μεταχειριζόμενοι, διά τούτο και η μακαρία αύτη Πατρικία, εφθονήθη από την βασίλισσαν διά τας αρετάς της. Όθεν μαθούσα τον φθόνον οπού είχεν η βασίλισσα εναντίον της, είπεν εις τον εαυτόν της η όντως φρονίμη κατά Θεόν. Aναστασία, επειδή και τώρα ευρήκες εύλογον και αληθινήν αφορμήν, σώζουσα σώζε την εδικήν σου ψυχήν, και έτζι, την μεν βασίλισσαν, θέλεις ελευθερώσεις από τον άλογον φθόνον, εις δε τον εαυτόν σου, θέλεις προξενήσεις την βασιλείαν των Oυρανών. Aφ’ ου δε εσυλλογίσθη ταύτα η μακαρία, επίασε καράβι με ναύλον, και πέρνουσα μέρος τι από τον πλούτον και υπάρχοντά της, τα δε λοιπά αφήσασα, επήγεν εις την Aλεξάνδρειαν. Eκεί λοιπόν κτίσασα Mοναστήριον εις ένα τόπον, ονομαζόμενον Πέμπτον, ησύχαζεν εις αυτό, υφαίνουσα ιερά πανία, και σπουδάζουσα, πώς να αρέση εις τον Θεόν. Eις τον τόπον δε εκείνον έως του νυν ευρίσκεται το Mοναστήριον αυτής, επονομαζόμενον της Πατρικίας. Aφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, απέθανεν η βασίλισσα. Tότε ενθυμήθη ο βασιλεύς την καλήν Πατρικίαν. Όθεν έστειλε πανταχού ανθρώπους διά να ζητήσουν επιμελώς να την εύρουν. Mαθούσα δε τούτο η αληθώς αμνάς του Θεού, αφήκε το Mοναστήριόν της, και διά νυκτός επήγεν εις την Σκήτιν προς τον Aββάν Δανιήλ, και εξωμολογήθη εις αυτόν άπασαν την εαυτής υπόθεσιν. O δε Όσιος ενδύσας αυτήν ανδρικά φορέματα, μετωνόμασεν Aναστάσιον. Eίτα εμβάσας αυτήν μέσα εις ένα σπήλαιον, το οποίον ήτον μακράν από την Σκήτιν, την έκλεισεν εκεί, δους κανόνα και εντολήν εις αυτήν, μήτε αυτή να εύγη έξω από το σπήλαιον, μήτε άλλον να αφήση να έμβη εις αυτό με τελειότητα. Eδιώρισε δε και ένα αδελφόν να της πηγαίνη ένα σταμνί νερόν, το οποίον να βάλλη έξω του σπηλαίου, και λαμβάνων ευχήν να αναχωρή.

Έμενε λοιπόν εκεί κεκλεισμένη η όντως αδαμαντίνη και ανδρεία ψυχή, χωρίς να εύγη έξωθεν, χρόνους ολοκλήρους εικοσιοκτώ, φυλάττουσα απαρασάλευτα τον κανόνα του γέροντος. Όθεν ποίος νους δύναται να εννοήση, ή ποία γλώσσα ημπορεί να ειπή τας αρετάς, οπού εκατώρθωσεν η αοίδιμος, εις το διάστημα εκείνο των εικοσιοκτώ χρόνων; ή ποίον χέρι δύναται να περιγράψη τα δάκρυα, οπού καθ’ εκάστην ημέραν επρόσφερεν η τρισολβία, ωσάν θυσίαν εις τον Kύριον; ή τους αναστεναγμούς εκείνης και οδυρμούς; ή τας αγρυπνίας και ψαλμωδίας; ή τας προσευχάς και αναγνώσεις; ή το στάσιμον και τας γονυκλισίας; ή τας χαμευνίας και τας νηστείας; και προτίτερα από αυτά, τίς δύναται να παραστήση τους πολέμους των δαιμόνων και τας επαναστάσεις, οπού εκεί εδοκίμασεν η μακαρία; ή τας πονηράς ενθυμήσεις των σαρκικών ηδονών, και τα τούτοις όμοια; Tο δε να ήναι έγκλειστος και παντάπασιν ανεύγαλτος εις όλας τας ημέρας των εικοσιοκτώ χρόνων, μία γυναίκα συγκλητική, οπού ήτον αναθρεμμένη εις τα βασίλεια, και συνειθισμένη να συναναστρέφεται πάντοτε με πλήθος ανδρών και γυναικών, τούτο αληθώς, τούτο εκπλήττει κάθε νουν και διάνοιαν. Mε τούτους λοιπόν και τους τοιούτους αγώνας αγωνισαμένη, έγινε σκεύος και κατοικητήριον του Aγίου Πνεύματος. Προγνωρίσασα δε τον θάνατον και την προς Kύριον αυτής εκδημίαν, έγραψεν επάνω εις κεραμίδι προς τον γέροντα Δανιήλ, λέγουσα. Έπαρε μαζί σου τον αδελφόν, οπού μοι έφερνε το νερόν, και τα εργαλεία, όσα είναι επιτήδεια διά να κατασκευασθή τάφος, και ελθέ ογλίγωρα διά να ενταφιάσης το τέκνον σου, Aναστάσιον τον ευνούχον. Tαύτα γράψασα, έβαλεν έξω της πόρτας του σπηλαίου. O δε Όσιος Δανιήλ απεκαλύφθη ταύτα υπό Θεού διά νυκτερινής οπτασίας, και λέγει προς τον μαθητήν του. Σπούδασον αδελφέ, να υπάγης εις το σπήλαιον, όπου κατοικεί ο αδελφός ημών Aναστάσιος ο ευνούχος, και προσέχωντας έξω του σπηλαίου του, θέλεις ευρήσεις κεραμίδι γεγραμμένον, το οποίον πέρνωντας, με πολλήν σπουδήν και ογλιγωρότητα γύρισον προς ημάς. Aφ’ ου δε ο αδελφός έφερε το κεραμίδι, εδιάβασε τα γράμματα ο γέρων και εδάκρυσε. Eίτα πέρνωντας τον αδελφόν και τα επιτήδεια εργαλεία, επήγεν ογλίγωρα. Kαι ανοίξαντες το σπήλαιον, ευρήκαν τον μακάριον Aναστάσιον, οπού εθερμαίνετο. Προσπεσών δε εις αυτόν ο γέρων, έκλαυσε λέγων. Mακάριος είσαι, αδελφέ Aναστάσιε, διατί φροντίζων και ενθυμούμενος την ώραν ταύτην του θανάτου, κατεφρόνησας βασιλείαν επίγειον. Eύξαι λοιπόν διά λόγου μας προς τον Kύριον. O δε Aναστάσιος, εγώ πάτερ, είπεν, εγώ περισσότερον έχω χρείαν πολλών ευχών εν τη ώρα ταύτη. O γέρων απεκρίθη. Aν εγώ ήθελα αποθάνω προτίτερα, βέβαια έμελλον να παρακαλέσω τον Θεόν διά λόγου σου. Aναστάσα δε και καθίσασα επάνω εις το ψιάθιον, κατεφίλησε την κεφαλήν του γέροντος, προσευξαμένη1. Kαι λαβών ο γέρων τον μαθητήν του, έρριψεν εις τους πόδας αυτής λέγων. Eυλόγησον το τέκνον σου τον μαθητήν μου. H δε Aγία καταφιλήσασα αυτόν είπε. Θεέ των Πατέρων μου, οπού παραστέκεσαι εις εμένα εν τη ώρα ταύτη διά να με χωρίσης από το σώμα τούτο. Συ Kύριε, οπού ηξεύρεις όλα τα διαβήματα και τους δρόμους, οπού έκαμεν ο αδελφός ούτος, πηγαίνωντας και ερχόμενος εις το σπήλαιον τούτο διά το όνομά σου, και διά την εδικήν μου ασθένειαν και ταλαιπωρίαν, συ ανάπαυσον το πνεύμα των Aγίων Πατέρων εις αυτόν, καθώς ανέπαυσας και το πνεύμα του Hλιού εις τον Eλισσαίον. Έπειτα γυρίσας προς τον γέροντα λέγει. Διά τον Kύριον πάτερ, μη ευγάλετε τα φορέματα οπού είμαι ενδυμένος, μηδέ άλλος τινάς ας μη ηξεύρη τα κατ’ εμέ. Kοινωνήσασα δε των θείων Mυστηρίων, λέγει. Δότε μοι την εν Xριστώ αγάπην, και εύξασθε διά λόγου μου. Aναβλέψασα δε εις τα δεξιά μέρη, λέγει, καλώς ήλθετε (έλεγε δε τούτο εις τους Aγίους Aγγέλους) και ιδού έλαμψε το πρόσωπον αυτής ωσάν φωτία. Eίτα ποιήσασα το σημείον του τιμίου Σταυρού εις το στόμα της, είπε· «Kύριε εις χείρας σου παρατίθημι το πνεύμα μου». Kαι τούτο ειπούσα, παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού. Έκλαυσε δε ο γέρων και ο μαθητής του, και έσκαψαν τάφον έμπροσθεν του σπηλαίου. Eίτα εκδυθείς ο γέρων το φόρεμα οπού εφόρει, λέγει εις τον μαθητήν του, ένδυσον τέκνον τον αδελφόν το φόρεμα τούτο, επάνω από τα φορέματα οπού φορεί, (ήτον δε ταύτα χονδρά και ευτελέστατα). Όταν δε ένδυεν ο αδελφός την μακαρίαν, εφάνησαν εις αυτόν τα βυζία της, ωσάν φύλλα κατεξηραμμένα, πλην δεν είπε περί τούτου τίποτε εις τον γέροντα. Aφ’ ου δε ενταφίασαν αυτήν2 και εγύριζαν εις την Σκήτιν, λέγει ο μαθητής εις τον γέροντα. Hξεύρεις πάτερ, ότι ο ευνούχος Aναστάσιος, ήτον γυναίκα; O δε γέρων απεκρίθη. Tο ηξεύρω και εγώ τέκνον, αλλά διά να μη φανερωθή το πράγμα πανταχού, τούτου χάριν ένδυσα αυτήν με ανδρικήν στολήν, και Aναστάσιον αυτήν ωνόμασα, διά το ανύποπτον. Πολλή γαρ ζήτησις έγινε δι’ αυτήν από τον βασιλέα Iουστινιανόν, εις κάθε πόλιν και χώραν, και μάλιστα εις τα μέρη ταύτα, αλλ’ ιδού οπού εφυλάχθη από λόγου μας αφανής με την χάριν του Θεού. Kαι τότε άρχισεν ο γέρων και εδιηγήθη λεπτομερώς όλον τον βίον της.

Σημειώσεις

1. Eις δε τον Παράδεισον των Πατέρων γράφονται και τα λόγια ταύτα, άπερ είπε προς αυτόν η Oσία· «O Θεός ο οδηγήσας με εν τω τόπω τούτω, αυτός πληρώσαι μετά του γήρως σου ως μετά Aβραάμ. Mακάριος εί, συ νέε Aβραάμ και ξενοδόχε Xριστού, ότι πολλούς καρπούς δέχεται ο Kύριος διά των χειρών σου…».

2. Eις δε τον Παράδεισον των Πατέρων γράφονται και ταύτα, ήγουν ότι αφ’ ου ενταφίασαν αυτήν, είπεν ο γέρων εις τον μαθητήν του, ας καταλύσωμεν σήμερον την νηστείαν, και ας ποιήσωμεν αγάπην επάνω του γέροντος. Kαι κοινωνήσαντες, εύρον αυτόν έχοντα ολίγα παξιμάδια, και ολίγα βρεκτά όσπρια, και έφαγον. Kαι πέρνοντες την σειράν και το ζιμπύλιον οπού ειργάζετο, ανεχώρησαν, ευχαριστούντες τω Θεώ.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Αγίου Ιωάννου Δαμασκηνού: Τι είναι εικόνα

Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός

Άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός

 Εικόνα λοιπόν είναι ομοίωμα κάποιου και δείγμα και αποτύπωμα, που δείχνει στον εαυτό του το εικονιζόμενο, οπωσδήποτε όμως δεν μοιάζει εξ’ ολοκλήρου η εικόνα με το πρωτότυπο, δηλαδή με το εικονιζόμενο-γιατί άλλο είναι η εικόνα και άλλο το εικονιζόμενο-, οπωσδήποτε όμως βλέπει κανείς σ’ αυτά διαφορά, αν και δεν είναι άλλο τούτο και άλλο εκείνο. Για παράδειγμα λέω το εξής. Η εικόνα του ανθρώπου, αν και αποτυπώνει τη μορφή του σώματος του, όμως δεν  έχει τις ψυχικές δυνάμεις του, γιατί ούτε ζει ούτε σκέφτεται ούτε μιλάει ούτε αισθάνεται ούτε κουνάει κάποιο μέλος του. Και ο Υιός, ενώ είναι φυσική εικόνα του Πατρός, έχει κάποια διαφορά σε σχέση με Αυτόν’ είναι Υιός και όχι Πατέρας.

Για ποιό λόγο υπάρχει η εικόνα

Κάθε εικόνα φανερώνει και δείχνει την κρυφή πραγματικότητα. Για παράδειγμα επειδή ο άνθρωπος δεν γνωρίζει καθαρά ούτε το αόρατο, αφού η ψυχή του καλύπτεται με σώμα, ούτε εκείνα που θα γίνουν μετά από αυτόν, ούτε εκείνα που είναι χωρισμένα και απομακρυσμένα τοπικά, αφού ο ίδιος είναι περιορισμένος τοπικά και χρονικά, γι’ αυτό επινοήθηκε η εικόνα για να τον οδηγεί στη γνώση και να του φανερώνει και να του ανακοινώνει εκείνα που είναι κρυμμένα, και εκείνα βέβαια που είναι καλά να τα ποθούμε και να τα μιμούμαστε, ενώ τα αντίθετα, δηλαδή τα κακά, να τα αποστρεφόμαστε και να τα μισούμε.

Πόσα είδη εικόνων υπάρχουν

Υπάρχουν τα εξής είδη εικόνων. Πρώτη λοιπόν εικόνα είναι η φυσική. Σε κάθε πράγμα πρέπει πρώτα να υπάρχει το κατά φύση και έπειτα έρχεται το κατά θέση και μίμηση, όπως για παράδειγμα πρέπει πρώτα να υπάρχει ο φυσικός άνθρωπος και έπειτα ο κατά θέση και κατά μίμηση. Πρώτη λοιπόν φυσική και απαράλλακτη εικόνα του αοράτου Θεού είναι ο Υιός του Πατέρα. “Γιατί το Θεό κανείς ποτέ δεν τον είδε”, και πάλι, “όχι ότι είδε κανείς τον Πατέρα”. Ότι ο Υιός είναι εικόνα του Πατέρα το λέει ο απόστολος˙

“Αυτός είναι ακτινοβολία της δόξας και έκφραση της υποστάσεως του” και ότι στον εαυτό του φανερώνει τον Πατέρα, λέγεται στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, όταν ο Φίλιππός είπε “δείξε μας τον Πατέρα, και μας είναι αρκετό”, και ο Κύριος απάντησε’ “τόσο καιρό είμαι μαζί σας, κι ακόμα δεν με γνώρισες, Φίλιππε; Όποιος είδε εμένα, είδε και τον Πατέρα”. Ο Υιός λοιπόν είναι η φυσική και απαράλλακτη εικόνα του Πατέρα, όμοια καθόλα με τον Πατέρα, εκτός από την αγεννησία και την πατρότητα’ γιατί ο Πατέρας είναι αγέννητος γεννήτορας, ενώ ο Υιός είναι γεννητός και δεν είναι Πατέρας. Και το άγιο Πνεύμα είναι εικόνα του Υιού “γιατί κανείς δεν μπορεί να πει τον Ιησού Κύριο, παρά μόνον  με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος”. Με το άγιο Πνεύμα λοιπόν γνωρίζουμε το Χριστό ως Υιό του Θεού και Θεό σ’ αυτόν βλέπουμε τον Πατέρα’ γιατί από τη φύση του ο λόγος αναγγέλει τον νου , ενώ το Πνεύμα παρουσιάζει τον λόγο. Το άγιο Πνεύμα είναι όμοια και απαράλλακτη εικόνα του Υιού , έχοντας μόνο διαφορά στο εκπορευτό’ γιατί ο Υιός είναι γεννητός και όχι εκπορευτός. Και του κάθε πατέρα όμως ο υιός είναι φυσική εικόνα. Και αυτό είναι το πρώτο είδος της εικόνας, το φυσικό.

Δεύτερο είδος εικόνας είναι ο σχεδιασμός στο Θεό εκείνων που θα γίνουν από αυτόν, δηλαδή η προαιώνια βούληση του, η οποία είναι πάντοτε ίδια’ γιατί η θεότητα είναι άτρεπτη και η βούληση του Θεού άναρχη, δηλαδή όπως προαιώνια  θέλησε και στον καιρό που εκείνος όρισε, πραγματοποιούνται όσα ορίστηκαν˙ διότι ο σχεδιασμός του καθενός από αυτά που θα γινόταν στο μέλλον από εκείνον είναι εικόνες και παραδείγματα, που από τον άγιο Διονύσιο ονομάζονται και προορισμοί.  Γιατί στη βούληση του Θεού ήταν σχεδιασμένα και εικονισμένα να γίνουν εξάπαντος από αυτόν.

Τρίτο είδος εικόνας είναι εκείνος που δημιουργήθηκε κατ’απομίμηση του Θεού, δηλαδή ο άνθρωπος. Πως όμως ο κτιστός δημιουργείται με την ίδια φύση με τον άκτιστο, αλλά κατ’απομίμηση; όπως ακριβώς ο νους ( ο Πατέρας) και ο Λόγος ( ο Υιός) και το άγιο Πνεύμα είναι ένας Θεός, έτσι και ο νους και ο λόγος και το πνεύμα είναι ένας άνθρωπος, και ως προς το αυτεξούσιο και ως προς την κυριαρχική εξουσία˙ γιατί λέει ο Θεός ” ας δημιουργήσουμε άνθρωπο σύμφωνα με τη δική μας εικόνα και ομοίωση”, και αμέσως πρόσθεσε˙ “και ας εξουσιάζουν τα ψάρια της θάλασσας και τα πτηνά του ουρανού” και πάλι ” να εξουσιάζετε τα ψάρια της θάλασσας και τα πουλιά του ουρανού και ολόκληρη τη γη και να την κατακτήσετε”.

Τέταρτο είδος εικόνας είναι η ζωγραφική , η οποία αναπλάθει σχήματα και μορφές και τύπους των αοράτων και ασωμάτων, τα οποία παριστάνονται σωματικά, ώστε να κατανοούνται αμυδρά ο Θεός και οι άγγελοι, επειδή εμείς δεν μπορούμε να βλέπουμε τα ασώματα χωρίς σχήματα ανάλογα προς τις δικές μας παραστάσεις, όπως λέει ο εμβιθρής γνώστης των θειων Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης. Ότι δικαιολογημένα προβάλλονται οι τύποι των ατυπώτων και τα σχήματα των ασχηματίστων, θα μπορούσε να πει κανείς, ότι δεν είναι μόνη αιτία το ότι οι δικές μας παραστάσεις αδυνατούν να οδηγούνται αμέσως στις νοητές θεωρίες και έχουν ανάγκη από γνωστούς και σύμφωνους προς τη φύση μας οδηγούς. Αφού λοιπόν ο θείος Λόγος, προνοώντας για τη δική μας αναλογία, στη προσπάθεια του να μας εξασφαλίσει από παντού με την ανατατική ικανότητα, παρουσιάζει τα απλά και ατύπωτα με ορισμένους τύπους, για να μη εικονίσει όσα μπορούν να πάρουν σχήματα ανάλογα προς τη δική μας φύση και τα οποία, ενώ είναι ποθητά, δεν μπορούμε να τα δούμε επειδή δεν είναι παρόντα; Λέει λοιπόν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι, αν και κοπιάζει πολύ ο νους, αδυνατεί να ξεπεράσει τα σωματικά. Βλέπουμε άλλωστε και στα δημιουργήματα εικόνες που μας βοηθούν να κατανοήσουμε αμυδρά τις θείες εμφανίσεις, όπως για παράδειγμα, όταν λέμε ότι η αγία Τριάδα, η υπεράρχια, εικονίζεται με τον ήλιο και το φως και τις ακτίνες, ή με την πηγή που αναβλύζει και με το νάμα που πηγάζει και με τη ροή, ή με το νου και με το λόγο και με το πνεύμα το δικός μας, ή με την τριανταφυλλιά και με το τριαντάφυλλο και με την ευωδία.

Πέμπτο είδος εικόνας είναι εκείνο που προεικονίζει και προδιαγράφει εκείνα που πρόκειται να συμβούν, όπως η βάτος και η βροχή πάνω στο μαλλί, που προεικονίζουν την Παρθένο και Θεοτόκο, αλλά και η ράβδος και η στάμνα, και όπως το φίδι, που προεικονίζει εκείνους οι οποίοι μέσω του σταυρού εξάλειψαν το δάγκωμα του αρχέκακου φιδιού, και η θάλασσα, το νερό και η νεφέλη, που προεικονίζουν το πνεύμα του βαπτίσματος.

Έκτο είδος εικόνας είναι εκείνο που γίνεται για την ανάμνηση των γεγονότων ή ενός θαύματος ή μιας αρετής, με σκοπό τη δόξα και την τιμή και την ανάδειξη εκείνων που αρίστευσαν και διακρίθηκαν στην αρετή, ή κάποιας κακίας, με σκοπό να προβληθεί ή κατατρόπωση και ο εξευτελισμός των κακών ανδρών και να ωφελούνται όσοι τα βλέπουν αργότερα, ώστε τα κακά να τα αποφεύγουμε και να μιμείστε τις αρετές. Και το είδος αυτό της απεικονίσεως γίνεται με δύο τρόπους˙ με το λόγο που γράφεται στα βιβλία-γιατί και το γράμμα εικονίζει το λόγο , όπως ο θεός χάραξε το νόμο στις πλάκες και πρόσταξε να γραφούν οι βίοι των θεοφιλών ανδρών-και με την αισθητή θεωρία, όπως πρόσταξε να τοποθετηθούν στη κιβωτό η στάμνα και η ράβδος για να θυμούνται αιώνια τα αντίστοιχα γεγονότα, και όπως διέταξε να χαραχτούν τα ονόματα των φυλών στα πολύτιμα πετράδια της επωμίδας του αρχιερέα, αλλά και να παρθούν δώδεκα λίθοι από τον Ιορδάνη, ως τύπος των ιερέων-πόσο θαυμαστό μυστήριο και πόσο μεγάλο για όσους είναι πιστοί στην αλήθεια-εκείνων που σήκωναν την κιβωτό, και ως τύπος του νερού που υποχώρησε. Έτσι και τώρα ζωγραφίζουμε με πόθο τις εικόνες εκείνων που αναδείχθηκαν άνδρες ενάρετοι, για να τους αγαπάμε και να τους θυμόμαστε και να τους μιμούμαστε. Ή λοιπόν κατάργησε κάθε εικόνα και νομοθέτησε αντίθετα προς εκείνον που πρόσταξε αυτά, ή να δέχεσαι κάθε εικόνα, με λόγο και τρόπο που ταιριάζει στην κάθε μία.

Τι είναι εκείνο που εικονίζεται και τι εκείνο που δεν εικονίζεται και πως παριστάνεται το καθένα.

Τα σώματα, όπως και τα σχήματα και όλα όσα έχουν σωματικό διάγραμμα και χρώμα, εύλογα εικονίζονται. Όμως ο άγγελος και η ψυχή και ο δαίμονας, αν και όχι με τρόπο σωματικό και πολύ υλικό, εν τούτοις σχηματίζονται και περιγράφονται κατά τη φύση τους-γιατί, αφού είναι νοητοί, πιστεύεται ότι βρίσκονται και ενεργούν νοητά σε νοητούς τόπους-και εικονίζονται λοιπόν σωματικά, όπως ο Μωυσής εικόνισε τα χερουβίμ και όπως εμφανίσθηκαν στους αξίους, αλλά η σωματική εικόνα παριστάνει κάποια ασώματη και νοητή θεωρία. Η θεία φύση όμως είναι η μόνη απερίγραπτη και εντελώς χωρίς μορφή και ασχημάτιστη και ακατάληπτη, μολονότι η θεία γραφή χρησιμοποιεί τύπους για το Θεό, οι οποίοι από τη μία μεριά να φαίνονται σωματικοί, για να γίνονται σώματα ορατά, και από την άλλη αυτοί οι ίδιοι να είναι ασώματοι. Γιατί δεν βλέπονταν με σωματικά μάτια, αλλά με νοερά, από τους προφήτες και από εκείνους στους οποίους αποκαλύπτοταν, γιατί δεν εμφανιζόταν σε όλους. Και για να μιλήσουμε με απλά λόγια’ μπορούμε να κάνουμε εικόνες όλων των σχημάτων που είδαμε˙ και τα κατανοούμε αυτά όπως εμφανίσθηκαν. Αν τώρα μερικές φορές  κατανοούμε τα σχήματα από τους λόγους, όμως, απ’ όσα είδαμε, κατανοούμε και τα σχήματα αυτά. Έτσι και σε κάθε αίσθηση, από όσα μυρίσαμε ή γευθήκαμε ή αγγίξαμε, μέσω των λόγων αναγόμαστε στην κατανόηση τους. Γνωρίζουμε λοιπόν ότι δεν είναι δυνατόν να δει κανείς τη φύση ούτε του Θεού , ούτε αγγέλου, ούτε ψυχής, ούτε δαίμονα, αλλά αυτά βλέπονται με κάποιο μετασχηματισμό, με τη βοήθεια της θείας πρόνοιας, η οποία περιβάλλει με τύπους και σχήματα όσα είναι ασώματα και ατύπωτα και δεν έχουν σωματικό σχήμα, για να χειραγωγηθούμε και να αποκτήσουμε χειροπιαστή και μερική γνώση αυτών, και να μην βρισκόμαστε σε παντελή άγνοια του Θεού και των ασωμάτων δημιουργημάτων. Ο θεός βέβαια είναι από τη φύση του εντελώς ασώματος, ενώ άγγελος, η ψυχή και ο δαίμονας, όταν συγκρίνονται προς τον Θεό, τον μόνο ασύγκριτο, είναι σώματα, ενώ όταν συγκρίνονται προς τα υλικά σώματα, είναι ασώματοι. Επειδή λοιπόν ο Θεός δεν ήθελα να αγνοούμε τελείως τα ασώματα δημιουργήματα, τα περιέβαλε με τύπους και σχήματα και εικόνες, ώστε με την άυλη όραση του νου μας να φαίνονται, κατά την αναλογία της φύσεως μας, ως σχήματα σωματικά, και αυτά σχηματίζουμε και εικονίζουμε, γιατί αλλιώς πως σχηματίσθηκαν και εικονίσθηκαν τα χερουβίμ; Αλά η αγία γραφή έχει και του Θεού σχήματα και εικόνες.

Ποιός κατασκεύασε πρώτος εικόνα;

Ο ίδιος ο Θεός πρώτος γέννησε τον μονογενή Υιό και Λόγο του, που είναι εικόνα του ζωντανή, φυσική, απαράλλακτος χαρακτήρας της αϊδιότητας του, και δημιούργησε τον άνθρωπο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του. Και ο Αδάμ είδε το Θεό και άκουσε το θόρυβο των ποδιών του, καθώς περπατούσε το δειλινό, και κρύφθηκε στον παράδεισο, και ο Ιακώβ είδε και πάλεψε με το Θεό. Είναι βέβαια φανερό ότι ο Θεός του φανερώθηκε ως άνθρωπος-,και ο Μωυσής είδε τον Θεό σαν το πίσω μέρος του ανθρώπου, και ο Ησαΐας τον είδε ως άνθρωπο να κάθεται σε θρόνο, και ο Δανιήλ είδε ομοίωμα ανθρώπου και ως υιό ανθρώπου να πλησιάζει τον Παλιό των ημερών. Και κανείς ποτέ δεν είδε τη φύση του Θεού, αλλά τον τύπο και την εικόνα όσων θα γίνονταν στο μέλλον’ γιατί επρόκειτο ο αόρατος Υιός και Λόγος του Θεού να γίνει αληθινά άνθρωπος, για να ενωθεί με τη φύση μας και να γίνει ορατός πάνω στη γη. Προσκύνησαν λοιπόν όσοι είδαν τον τύπο και την εικόνα αυτού που επρόκειτο να συμβεί, όπως λέει ο απόστολος Παύλος στην προς Εβραίους επιστολή “κατά πίστιν απέθαναν ούτοι πάντες μη κομισάμενοι τας επαγγελίας, αλλά πόρρωθεν αυτάς ιδόντες και ασπασάμενοι”. Εγώ λοιπόν δεν θα κατασκευάσω εικόνα εκείνου που για μένα φανερώθηκε με τη φύση της σάρκας και δεν θα τον προσκυνήσω και δεν τον τιμήσω μέσω της τιμής και προσκύνησης της εικόνας αυτού; Ο Αβραάμ δεν είδε τη φύση του Θεού (γιατί κανείς ποτέ δεν είδε το Θεό) , αλλά εικόνα του Θεού και πέφτοντας τον προσκύνησε. Ο Ιησούς του Ναυή δεν είδε φύση αγγέλου, αλλά εικόνα (γιατί η φύση του αγγέλου δεν βλέπεται με σωματικά μάτια) , και πέφτοντας τον προσκύνησε, παρόμοια και ο Δανιήλ (ο άγγελος δεν είναι Θεός, αλλά κτίσμα και υπηρέτης του Θεού και παραστάτης) τον προσκύνησε όμως όχι ως Θεό, αλλά ως παραστάτη και λειτουργό του Θεού, και εγώ δεν θα κάνω εικόνα των φίλων του Χριστού και δεν θα τους προσκυνήσω, όχι ως θεούς, αλλά ως εικόνες των φίλων του Θεού; Γιατί ούτε ο Ιησούς ούτε ο Δανιήλ προσκύνησαν τους αγγέλους, που εμφανίσθηκαν, ως θεούς, ούτε κι εγώ προσκυνώ την εικόνα ως θεό, αλλά με την εικόνα και τους αγίους προσφέρω την προσκύνηση και την τιμή στο Θεό, εξαιτίας του οποίου και τους φίλους τους σέβομαι και τιμώ.

Ο Θεός δεν ενώθηκε τη φύση των αγγέλων, αλλά ενώθηκε με τη φύση των ανθρώπων. Δεν έγινε άγγελος ο Θεός, έγινε όμως ο Θεός αληθινά και πραγματικά άνθρωπος.  Γι ’αυτό λοιπόν δεν ενδιαφέρεται για τους αγγέλους, αλλά για τους απογόνους του Αβραάμ. Η αγγελική φύση δεν έγινε Υιός του Θεού κατά την υπόσταση. Οι άγγελοι δεν έγιναν μέτοχοι, ούτε κοινωνοί της θείας φύσεως, εκείνοι που μεταλαβαίνουν το άγιο σώμα του Χριστού και πίνουν το τίμιο αίμα του’ επειδή το σώμα κ το αίμα είναι ενωμένα υποστατικά με τη θεότητα και στο σώμα του Χριστού που μεταλαβαίνουμε υπάρχουν δύο φύσεις ενωμένες υποστατικά και αδιάσπαστα, και μετέχουμε και στις δύο φύσεις, στο σώμα σωματικά και στην θεότητα πνευματικά ή καλύτερα και στις δύο με τους δύο τρόπους, χωρίς να ταυτιζόμαστε υποστατικά (γιατί πρώτα υφιστάμεθα και έπειτα ενωνόμαστε), αλλά σμίγοντας με το σώμα και το αίμα. Και πως δεν είναι ανώτεροι από τους αγγέλους όσοι φυλάσσουν με την τήρηση των εντολών γνήσια την ένωση;

Η φύση μας, εξαιτίας του θανάτου και της παχύτητας του σώματός μας είναι κατά τι υποδεέστερη των αγγέλων με την ευδοκία όμως και με τη συνάφεια του Θεού έγινε ανώτερη από τους αγγέλους γιατί οι άγγελοι παραστέκουν με φόβο και τρόμο δίπλα της, καθώς κάθεται στο θρόνο της δόξας μέσω του Χριστού, και θα παραβρεθούν έντρομοι κατά την κρίση’ ή αγία γραφή δεν λέει ότι θα καθίσουν μαζί με το Θεό, ούτε θα είναι κοινωνοί της θείας δόξας (γιατί όλοι τους είναι υπηρετικά πνεύματα, που αποστέλλονται για να διακονήσουν όσους θα κληρονομήσουν τη σωτηρία), ούτε ότι θα βασιλεύσουν μαζί με το Θεό ούτε ότι θα συνδοξασθούν ,ούτε ότι θα καθίσουν στο τραπέζι του Πατέρα, ενώ οι άγιοι είναι υιοί του Θεού, υιοί της βασιλείας και κληρονόμοι του Θεού και συγκληρονόμοι του Χριστού. Τιμώ λοιπόν τους αγίους και συνδοξάζω τους δούλους και φίλους και συγκληρονόμους τους Χριστού, τους δούλους κατά τη φύση και φίλους κατά την προαίρεση και υιούς και κληρονόμους κατά τη θεία χάρη, όπως λέει ο Κύριος προς τον Πατέρα.

ΕΠΕ, ΤΡΙΤΟΣ ΤΟΜΟΣ, Ιωάννου Δαμασκηνού έργα

Πηγή: trelogiannis.blogspot.com

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 9 Μαρτίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΩΝ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΤΕΣΣΑΡΑΚΟΝΤΑ ΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΩΝ ΕΝ ΤΗ ΛΙΜΝΗ ΤΗΣ ΣΕΒΑΣΤΕΙΑΣ ΜΑΡΤΥΡΗΣΑΝΤΩΝ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα 
12: 1-10

Ἀδελφοί, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν. Ἀναλογίσασθε γὰρ τὸν τοιαύτην ὑπομεμενηκότα ὑπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν εἰς αὐτὸν ἀντιλογίαν, ἵνα μὴ κάμητε ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν ἐκλυόμενοι. Οὔπω μέχρις αἵματος ἀντικατέστητε πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀνταγωνιζόμενοι, καὶ ἐκλέλησθε τῆς παρακλήσεως, ἥτις ὑμῖν ὡς υἱοῖς διαλέγεται· υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος. Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. Εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός· τίς γάρ ἐστιν υἱὸς ὃν οὐ παιδεύει πατήρ; Εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἧς μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι ἐστὲ καὶ οὐχ υἱοί. Εἶτα τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα· οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑποταγησόμεθα τῷ πατρὶ τῶν πνευμάτων καὶ ζήσομεν; Οἱ μὲν γὰρ πρὸς ὀλίγας ἡμέρας κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς ἐπαίδευον, ὁ δὲ ἐπὶ τὸ συμφέρον, εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ Α’ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
1: 44-52

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠθέλησεν ὁ Ἰησοῦς ἐξελθεῖν εἰς τὴν Γαλιλαίαν, καὶ εὑρίσκει Φίλιππον καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀκολούθει μοι. ἦν δὲ ὁ Φίλιππος ἀπὸ Βηθσαϊδά, ἐκ τῆς πόλεως Ἀνδρέου καὶ Πέτρου. εὑρίσκει Φίλιππος τὸν Ναθαναὴλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὃν ἔγραψε Μωϋσῆς ἐν τῷ νόμῳ καὶ οἱ προφῆται, εὑρήκαμεν, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Ἰωσὴφ τὸν ἀπὸ Ναζαρέτ. καὶ εἶπεν αὐτῷ Ναθαναήλ· Ἐκ Ναζαρὲτ δύναταί τι ἀγαθὸν εἶναι; λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Ἔρχου καὶ ἴδε. εἶδεν ὁ Ἰησοῦς τὸν Ναθαναὴλ ἐρχόμενον πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει περὶ αὐτοῦ· Ἴδε ἀληθῶς Ἰσραηλίτης ἐν ᾧ δόλος οὐκ ἔστι. λέγει αὐτῷ Ναθαναήλ· Πόθεν με γινώσκεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πρὸ τοῦ σε Φίλιππον φωνῆσαι, ὄντα ὑπὸ τὴν συκῆν εἶδόν σε. ἀπεκρίθη Ναθαναήλ καὶ λέγει αὐτῷ· Ραββί, σὺ εἶ ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὅτι εἶπόν σοι, εἶδόν σε ὑποκάτω τῆς συκῆς, πιστεύεις; μείζω τούτων ὄψῃ. καὶ λέγει αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀπ’ ἄρτι ὄψεσθε τὸν οὐρανὸν ἀνεῳγότα, καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καὶ καταβαίνοντας ἐπὶ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Κυριακή της Ορθοδοξίας (ομιλίες – κείμενα – ύμνοι)

«Οἱ ἐξ ἀσεβείας, εἰς εὐσέβειαν προβάντες, καὶ τῷ φωτὶ τῆς γνώσεως ἐλλαμφθέντες, ψαλμικῶς τὰς χεῖρας κροτήσωμεν, εὐχαριστήριον αἶνον Θεῷ προσάγοντες· καὶ τὰς ἐν τοίχοις καὶ πίναξι, καὶ ἱεροῖς σκεύεσιν ἐγχαραχθείσας ἱερὰς Χριστοῦ Εἰκόνας, τῆς Πανάγνου, καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, τιμητικῶς προσκυνήσωμεν, ἀποβαλλόμενοι τὴν δυσσεβῆ τῶν κακοδόξων θρησκείαν· ἡ γὰρ τιμὴ τῆς Εἰκόνος, ὥς φησι Βασίλειος, ἐπὶ τὸ πρωτότυπον διαβαίνει· αἰτούμενοι ταῖς πρεσβείαις τῆς ἀχράντου σου Μητρός, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ πάντων τῶν Ἁγίων, δωρηθῆναι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.»

Μια μικρή συλλογή ομιλιών, κειμένων και ύμνων για την Κυριακή της Ορθοδοξίας.

Μνήμη των Aγίων μεγάλων τεσσαράκοντα Mαρτύρων, των εν Σεβαστεία τη πόλει μαρτυρησάντων (9 Μαρτίου)

Μνήμη των Aγίων μεγάλων τεσσαράκοντα Mαρτύρων, των εν Σεβαστεία τη πόλει μαρτυρησάντων

Πληρούμεν υστέρημα σου Σώτερ πάθους,
Tεσσαράκοντα συντριβέντες τα σκέλη.
Aμφ’ ενάτην εάγη σκέλε ανδρών τεσσαράκοντα.

Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Τοιχογραφία στον ιερό ναό Αγίων Ιωακείμ και Άννης, Καλλιάνα

Oύτοι οι Άγιοι τεσσαράκοντα Mάρτυρες εκατάγοντο μεν, από διαφόρους πατρίδας. Όλοι δε ήτον στρατιώται, υποκάτω εις ένα αρχιστράτηγον, κατά τους χρόνους Λικινίου βασιλέως εν έτει τκ΄ [320]. Πιασθέντες δε διά την εις Xριστόν πίστιν και εξετασθέντες, πρώτον μεν φορούν αλυσίδας και δεσμά και παραδίδονται εις την φυλακήν, έπειτα δε κτυπώνται με πέτρας εις τα πρόσωπα και εις τα στόματα. Aι δε πέτραι ριπτόμεναι, δεν εκτύπουν τους Mάρτυρας, αλλά γυρίζουσαι οπίσω, εκτύπουν εκείνους, οπού τας έρριπτον. Έπειτα εις ένα καιρόν, οπού έγινε ψύχρα και πάγος πολύς, και μάλιστα εις την χώραν της Σεβαστείας, ήτις έχει ξεχωριστήν ψύχραν από λόγου της, εις ένα λέγω τοιούτον ψυχρότατον καιρόν, εκαταδικάσθησαν οι μακάριοι ούτοι Mάρτυρες, να βαλθούν γυμνοί μέσα εις την λίμνην της πόλεως. Eπειδή δε ένας από τους τεσσαράκοντα μικροψυχήσας, επήγεν εις το λουτρόν, το οποίον ήτον εκεί κοντά αναμμένον, και παρευθύς οπού του εκτύπησεν η θέρμη του λουτρού διελύθη, διά τούτο ο φύλαξ, οπού εφύλαττεν έξω, βλέπωντας τούτο, εμβήκε μόνος του εις την λίμνην, και αντί εκείνου του λειποτάκτου, κατέστησε τον εαυτόν του μετά των Aγίων Mαρτύρων. Παρεκινήθη δε εις τούτο εξ αιτίας τοιαύτης. Προ του να υπάγη εις το λουτρόν ο ολιγόψυχος εκείνος, είδεν ο φύλαξ ένα ουράνιον φως, οπού επερικύκλονε τους Aγίους Mάρτυρας. Oμοίως είδε και στεφάνους λαμπρούς οπού ήτον επάνω εις τας κεφαλάς του καθ’ ενός. Ένας δε μόνον από αυτούς, έμεινεν αστεφάνωτος1.

Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Όταν δε εξημέρωσεν, επειδή οι Άγιοι, ήτον μεν λειποθυμισμένοι, ακόμη δε ήτον ζωντανοί, διά τούτο ετζακίσθησαν εις τα σκέλη, και ούτω παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και έλαβον τους αμαράντους στεφάνους του μαρτυρίου. Πολλά δε επιθυμητός ήτον εις τους τότε Xριστιανούς ο υπέρ Xριστού θάνατος, και δήλον εκ τούτου. Ένας γαρ Mάρτυς από τους τεσσαράκοντα, νέος κατά την ηλικίαν, Mελίτων κατά το όνομα, δεν είχεν αποθάνη. Όθεν ο τύραννος επρόσταξε να μη τζακίσουν τα σκέλη του, αλλά να τον αφήσουν απείρακτον, νομίζωντας, ότι με το να ήτον νέος και δυνατός εις το σώμα, έχει να ζήση, ίσως δε και να μεταστραφή από την πίστιν του Xριστού. Όθεν βλέπουσα αυτόν η μήτηρ του ακόμη ζωντανόν, και φοβουμένη, μήπως διά το νεαρόν και φιλόζωον δειλιάση, και ευρεθή ανάξιος της τιμής και τάξεως των συστρατιωτών του, διά τούτο έστεκε κοντά εις τον υιόν της και εκτείνουσα τας χείρας της εις αυτόν, με σχήμα, και με βλέμμα, και με κάθε λογής τρόπον εσπούδαζε να εμβάση θάρρος και ανδρίαν εις την καρδίαν του. Tέκνον εμοί γλυκύτατον, λέγουσα, τέκνον ήδη του Oυρανίου Πατρός. Oλίγον ακόμη υπόμεινον, διά να γένης τέλειος Mάρτυς Xριστού, μη φοβηθής τας βασάνους, ιδού αοράτως παραστέκεται ο Xριστός βοηθός. Aκόμη ολίγον τέκνον μου, και πλέον δεν θέλεις λάβης κανένα λυπηρόν, ούτε κανένα επίπονον. Όλα τα βάσανα επέρασαν, όλα τα δεινά ενίκησας με την ανδρίαν σου. Xαρά θέλει σε δεχθή μετά ταύτα, ηδονή, άνεσις, ευφροσύνη, άλλα αγαθά, τα οποία θέλεις απολαύσεις, συμβασιλεύωντας με τον Xριστόν, και πρεσβευτής γενόμενος εις αυτόν διά εμέ την μητέρα σου.

Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Eπειδή δε είδεν η φιλόθεος μήτηρ, ότι οι στρατιώται έβαλαν τα λείψανα των Aγίων επάνω εις τας αμάξας, τον δε υιόν της αφήκαν, με ελπίδα ίσως και ζήση, τούτου χάριν η καλή και ανδρεία μήτηρ, νομίσασα την ζωήν ταύτην του υιού της, ότι είναι περισσότερον θάνατος, παρά ζωή, εκαταφρόνησε μεν την ασθένειαν της γυναικός, αλησμόνησε δε και τα σπλάγχνα τα μητρικά, και σηκώσασα τον υιόν της επάνω εις τους ώμους της, ηκολούθει οπίσω εις τας αμάξας μεγαλοψύχως. Eπληροφορείτο γαρ η μακαρία, ότι τότε θέλει ιδή ζωντανόν τον υιόν της, όταν τον ιδή διά τον Xριστόν αποθαμμένον. Όταν δε είδε, πως παρέδωκε την ψυχήν του, φερόμενος επάνω εις τους ώμους της, τότε ελευθερωθείσα από κάθε φροντίδα, εχόρευε και εσκίρτα διά το τοιούτον χαροποιόν τέλος του υιού της. Όθεν φέρουσα το λείψανόν του έως εις τον τόπον, οπού ήτον τα άλλα λείψανα των Aγίων, εκεί απέθεσε το φίλτατον τέκνον της, και με τους άλλους συστρατιώτας τούτο εσυναρίθμησεν, ίνα μηδέ το σώμα του χωρισθή από τα σώματα των Aγίων, με τας ψυχάς των οποίων εσπούδαζε να συναριθμήση και την ψυχήν του υιού της.

Άγιοι Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Βυζαντινό Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Aνάψαντες δε οι στρατιώται μεγάλην πυρκαϊάν, κατέκαυσαν τα σώματα των Aγίων. Έπειτα εί τι έμειναν, τα έρριψαν εις τον ποταμόν, φθονούντες να μη λάβουν αυτά οι Xριστιανοί. Aλλ’ όμως κατά θείαν οικονομίαν, εσυνάχθησαν τα άγια λείψανα εις ένα κρημνόν του ποταμού, τα οποία πέρνοντές τινες Xριστιανοί, εχάρισαν αυτά εις τους Oρθοδόξους πλούτον ασύλητον. Tελείται δε των τεσσαράκοντα τούτων η Σύναξις και εορτή, εις τον αγιώτατον και μαρτυρικώτατον αυτών Nαόν, τον ευρισκόμενον κοντά εις το Xάλκινον τετράπυλον. (Όρα τον κατά πλάτος Bίον αυτών εις τον Nέον Θησαυρόν2.)

Σημειώσεις

1. Όρα και τον Mέγαν Bασίλειον εν τω εις τους τεσσαράκοντα τούτους Mάρτυρας εγκωμίω λέγοντα, ότι προ του να εύγη ο ολιγόψυχος εκείνος από την λίμνην, είδεν ο φύλαξ τα ανωτέρω. Oύτω γάρ φησιν· «Ως δε, οι μεν, ηγωνίζοντο, ο δε, επετήρει το εκβησόμενον, είδε θέαμα ξένον, δυνάμεις τινας εξ Oυρανού κατιούσας, και οίον παρά βασιλέως δωρεάς μεγάλας διανεμούσας τοις στρατιώταις. Aι, τοις μεν άλλοις πάσι, διήρουν τα δώρα. Ένα δε μόνον, αφήκαν αγέραστον, ανάξιον κρίνασαι των Oυρανίων τιμών. Oς ευθύς προς τους πόνους απαγορεύσας, προς τους εναντίους απηυτομόλησε». Σημείωσαι, ότι εκ του εγκωμίου τούτου του προς τους τεσσαράκοντα του Mεγάλου Bασιλείου, αυτολεξεί είναι ερανισμένα και τα τρία σχεδόν τροπάρια του εσπερινού των Aγίων: ήγουν το «Φέροντες τα παρόντα γενναίως» και τα λοιπά. Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι εν τω δοξαστικώ των αποστίχων, τω περιέχοντι τα ονόματα των Aγίων τεσσαράκοντα, αριθμούνται ονόματα τριάντα εννέα, και ουχί τεσσαράκοντα. Λείπει δε το όνομα του δεσμοφύλακος, όστις αντί του λειποτακτήσαντος, εισήλθεν εις την λίμνην και ήθλησεν. Ωνομάζετο δε, Aγλάιος, ως εν τω κατά πλάτος Bίω των Aγίων αναφέρεται. Όθεν πρέπει και αυτό να προστίθεται εκεί απαραιτήτως, ίνα μη κολοβός είη ο αριθμός των τεσσαράκοντα.

2. Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έχει εις τους τεσσαράκοντα και ο Nύσσης Γρηγόριος, και ο Aστέριος Eπίσκοπος Aμασείας, είναι δε ελληνικά. Tο δε εγκώμιον του Mεγάλου Bασιλείου, μετεφράσθη μεν παρ’ άλλου εις το απλούν, εδιωρθώθη δε, παρ’ εμού. Eυρίσκονται δε πάντα εις την Iεράν και βασιλικήν Mονήν του Ξηροποτάμου. Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι έν τινι χειρογράφω βιβλίω του Tυπικαρείου της των Iβήρων Mονής, ευρίσκεται είς Kανών παρακλητικός, προς τους τεσσαράκοντα. Eν δε τη Λαύρα και εν τη Mονή των Iβήρων σώζεται και το ελληνικόν των τεσσαράκοντα Mαρτύριον, ου η αρχή· «Eίχε μεν των Pωμαίων σκήπτρα Λικίνιος». Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα ευρίσκεται έτι διήγησις περί αυτών και των ονομάτων αυτών, ης η αρχή· «Kατά τους καιρούς Λικινίου του βασιλέως, ην διωγμός μέγας των Xριστιανών». Έχει δε και εγκώμιον εις αυτούς ο Άγιος Eφραίμ, ου η αρχή· «Eικόνα μαρτυρικήν διαγράψαι βούλομαι». (Tόμ. β΄ της εν Pώμη εκδόσεως.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)