Ο θαυμάσιος αυτός μαθητής του Κυρίου γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Βιθυνίας περί το 1020. Προικισμένος με το φως της θείας χάριτος, έκανε λαμπρές σπουδές, στη διάρκεια των οποίων έμαθε να περιφρονεί τα πρόσκαιρα για να προτιμά τα αιώνια. Καθώς οι γονείς του είχαν κανονίσει, παρά τη θέλησή του, να αρραβωνιαστεί μια νεαρά κόρη από καλή οικογένεια, έφυγε κρυφά για το όρος Όλυμπος, όπου έγινε μαθητής ενός γέροντα, φημισμένου για τη σοφία του και άριστου γνώστη των θείων πραγμάτων. Αφού ενεδύθη το αγγελικό Σχήμα και έλαβε το όνομα Χριστόδουλος, ο νεαρός μοναχός προσπάθησε να μιμηθεί καθ’ όλα την πολιτεία του πνευματικού του πατρός, τον οποίο έβλεπε ως ζώσα εικόνα του Χριστού. Τιθάσευσε τη σάρκα με τη νηστεία και περνούσε ολόκληρες νύχτες προσευχόμενος.
Όταν ο γέροντας, ύστερα από τρία χρόνια, αναχώρησε για τις αιώνιες μονές, ο Χριστόδουλος, από φόβο μήπως οι γονείς του αποπειραθούν να τον επαναφέρουν στον κόσμο, μετέβη στη Ρώμη για να προσκυνήσει με ευλάβεια τα λείψανα των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, οι οποίοι του αποκάλυψαν σε ενύπνιο τη μελλοντική σταδιοδρομία του. Από τη Ρώμη μετέβη στους Αγίους Τόπους, όπου εγκαταβίωσε με τους ασκητές στη σκληρή έρημο της Παλαιστίνης και κατόπιν εισήλθε σε μοναστήρι όπου διήγε υποδειγματική διαγωγή. Όμως αργότερα χρειάστηκε να φύγει εξαιτίας της απειλούμενης τουρκικής εισβολής. Πήρε το πλοίο με μερικούς άλλους για τη Μικρά Ασία και κατέφυγε στην ονομαστή μοναστική πολιτεία του όρους Λάτρους, όπου ξανάρχισε με θέρμη τους ασκητικούς του αγώνες, προκαλώντας τον θαυμασμό των συνασκητών του. Τρεφόταν μόνο με κρίθινο ψωμί και νερό, αλλά στις μεγάλες εορτές έτρωγε απ’ όλα, για να μη θεωρηθεί αιρετικός μανιχαίος που βδελύσσεται την τροφή. Διαπιστώνοντας τον βαθμό της διακρίσεώς του, οι μοναχοί της εκεί περιβόητης Μονής του Στύλου θέλησαν να τον εκλέξουν προεστώτα τους. Ο άγιος αρχικά αρνήθηκε, από φόβο μήπως στερηθεί το πολυτιμότερο αγαθό του, την ησυχία· τελικά όμως αποδέχθηκε τούτο το από μέρους τους κάλεσμα, ύστερα από τις παραινέσεις του πατριάρχη Κοσμά (1075-1081). Σύντομα αντιμετώπισε αντιξοότητες στη λειτουργία της μονής και, πιεζόμενος από την προέλαση των Σελτζούκων Τούρκων, που λεηλατούσαν όλη τη Μικρά Ασία ύστερα από τον θρίαμβό τους στη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από τρία χρόνια ηγουμενίας και να αναχωρήσει ξανά σε αναζήτηση της ιερής ησυχίας. Εγκαταστάθηκε τότε στη Μονή του Στροβίλου, μια παραθαλάσσια πόλη της Λυκίας, και ύστερα από πρόταση του ηγουμένου, Αρσενίου Σκινούρη, αποδέχθηκε να αναλάβει το μετόχι της μονής, που βρισκόταν στη νήσο Κω, όπου ίδρυσε μονή αφιερωμένη στην Παναγία. Η αναταραχή όμως που προξενούσαν περιστασιακά οι κοσμικοί με τις επισκέψεις τους, τον ανάγκασε να αναζητήσει νέο καταφύγιο ευνοϊκότερο για τον μυστικό βίο της θεωρίας.
Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω. Φορητή εικόνα του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο
Ύστερα από πολλές αναζητήσεις, βρήκε τον τόπο που επιθυμούσε: τη νήσο Πάτμο, έρημη και γυμνή από κάθε παρηγορία, εκεί όπου είχε σταλεί σε εξορία ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και όπου είχε δεχθεί τη θεία Αποκάλυψη. Χωρίς άλλη χρονοτριβή, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) να του εκχωρήσει την ιδιοκτησία του νησιού, ώστε να μπορέσει να οικοδομήσει μονή αφιερωμένη στον Ηγαπημένο Μαθητή του Κυρίου. Θαυμάζοντας την αγιότητα και τους λεπτούς τρόπους του θεοφόρου ανδρός, ο αυτοκράτορας τού αντιπρότεινε να αναλάβει την καθοδήγηση των μοναχών της Μονής Ζαγοράς, στη Θεσσαλία, που στερούνταν πνευματικού οδηγού. Ο άγιος τού αποκρίθηκε ότι ένα πράγμα επιθυμεί: έναν ήσυχο τόπο, μακριά από την τύρβη του κόσμου, ώστε να αφιερωθεί στην προσευχή. Από υπακοή όμως, δέχθηκε να συντάξει για τους μοναχούς αυτούς έναν «Κανόνα» κοινοβιακής ζωής και, αν συμφωνούσαν να τον τηρήσουν, θα δεχόταν να τους καθοδηγήσει. Συνέταξε λοιπόν ένα «Τυπικόν», στο οποίο όριζε στους μοναχούς να παραιτηθούν από κάθε ιδιοκτησία και από κάθε ίδιον θέλημα για να ζήσουν ακτήμονα βίο, με υπακοή και υπομονή, ελπίζοντας μόνο στη θεία χάρη. Καθώς η κλήση των μοναχών είναι να παραμένουν απερίσπαστοι, στραμμένοι στον Θεό και τους αγίους, τους όρισε να αποφεύγουν τις συναναστροφές με κοσμικούς. Συνέστησε ακόμη να εξομολογούνται λεπτομερώς όλους τους πονηρούς λογισμούς στον πνευματικό τους πατέρα και να κάνουν αρκετές μετάνοιες την ημέρα ή τη νύκτα, προσευχόμενοι με προσοχή και κατάνυξη, ωσάν να βρίσκονται ενώπιον του φοβερού Βήματος του Κυρίου. Οι άγιες αυτές παραινέσεις και προσπάθειες του οσίου, που αποτελούσαν πιστή έκφραση των πατερικών παραδόσεων, φάνηκαν πικρές σαν τον άψινθο στους αμελείς μοναχούς της Ζαγοράς και ο άγιος Χριστόδουλος είδε με χαρά και ανακούφιση να μη στέργουν να τον δεχθούν ως ηγούμενό τους. Επανέλαβε λοιπόν το αίτημά του και ο αυτοκράτορας τού παραχώρησε απόλυτη δικαιοδοσία επί της νήσου Πάτμου, την οποία κατέστησε πλήρως ανεξάρτητη από κάθε πολιτική εξουσία και απάλλαξε από κάθε φορολογία και άλλη υποχρέωση. Διέταξε επίσης να παρέχεται ετησίως η αναγκαία για τους μοναχούς ποσότητα σίτου, ώστε απερίσπαστοι να προσεύχονται υπέρ σωτηρίας του ιδίου και όλης της αυτοκρατορίας.
Μόλις ο άγιος αποβιβάστηκε στην Πάτμο, εφοδιασμένος με το πολύτιμο χρυσόβουλλο που κατοχύρωνε τα δικαιώματά του στο νησί, που εφεξής αφιερώθηκε εξολοκλήρου στον αγγελικό βίο, κατακρήμνισε ένα άγαλμα της Αρτέμιδος και άρχισε την ανοικοδόμηση ναού αφιερωμένου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο· ολημερίς βοηθούσε τους εργάτες με τα ίδια του τα χέρια και έτρωγε μια ισχνή μερίδα τροφής μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα. Όταν νύχτωνε και οι εργάτες πήγαιναν να αναπαυθούν, ύψωνε τα χέρια προς τον Θεό και προσευχόταν μέχρι να ξημερώσει. Η φήμη του αγίου Χριστοδούλου προσείλκυσε στο νησί μεγάλο αριθμό επισκεπτών και κατοίκων γειτονικών νησιών, τα οποία τους δύσκολους εκείνους καιρούς μαστίζονταν από σιτοδεία. Μία ημέρα που είχαν προσέλθει πολλοί, ο άγιος πρόσταξε τον οικονόμο της μονής να τους δώσει φαγητό. Εκείνος αντέτεινε ότι τα αποθέματα είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Ο άγιος επέμενε, ο οικονόμος τελικά παρέθεσε τράπεζα, και με τη χάρη του Θεού το πλήθος, όχι μόνο χόρτασε, αλλά τα περισσεύματα της τραπέζης ξεπέρασαν κατά πολύ τα αρχικά αποθέματα.
Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω
Ο άγιος Χριστόδουλος έμεινε πέντε χρόνια στην Πάτμο, εποπτεύοντας την ανοικοδόμηση της μονής και οργανώνοντας τη ζωή του κοινοβίου σύμφωνα με την παράδοση του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Επέμενε προπαντός στην αποταγή του κόσμου και την παραίτηση από κάθε άλλη μέριμνα, εκτός της μέριμνας για τη σωτηρία της ψυχής. Ο μισόκαλος όμως διάβολος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Αλέξιος ήταν απασχολημένος στη Δύση πολεμώντας τους Νορμανδούς, υποκίνησε νέες τουρκικές επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας και στα νησιά. Το μοναστήρι είχε σχεδόν περατωθεί, οι οχυρώσεις του όμως δεν επαρκούσαν για να αντέξει σε πολιορκία, οπότε ο άγιος αποφάσισε να αναζητήσει ασφαλέστερο τόπο. Συνάζοντας τους μοναχούς του, τους παρότρυνε να στηρίξουν τις ελπίδες τους αποκλειστικά στον Θεό και να μοιράσουν τα αποθέματα του σιταριού στους λαϊκούς εργάτες, που είχαν εγκατασταθεί με τις οικογένειές τους στο νησί, προτού αναχωρήσει ο ίδιος για την Εύριπο, δηλαδή τη νήσο Εύβοια. Ο ισχυρός διοικητής της περιοχής, Ευμείθιος, ήταν πνευματικό τέκνο του αγίου και υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά τους μοναχούς και τους προμήθευσε όλα τα χρειώδη για την επιβίωσή τους. Ο άγιος Χριστόδουλος ίδρυσε εκεί ένα προσωρινό μοναστήρι.
Ύστερα, βλέποντας το τέλος του να πλησιάζει, προσκάλεσε τον πιο κοντινό μαθητή του, τον Σάββα, τον όρισε διάδοχό του, του παρέδωσε τις υποδείξεις του για την καθοδήγηση των μοναχών και τον πρόσταξε να μεταβεί στην Πάτμο για να προετοιμάσει την επανεγκατάσταση της αδελφότητος. Όταν ήλθε η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο άγιος κλείστηκε στο κελλί του για να μείνει μόνος με τον Θεό και στις αρχές της δεύτερης εβδομάδος προσκάλεσε όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε και υπαγόρευσε τη «Διαθήκη» του, στην οποία τους παρότρυνε να μη συσσωρεύουν τίποτε το φθαρτό σε αυτόν τον πρόσκαιρο βίο, αλλά να προτιμούν την ερημική ησυχία της Πάτμου από τις πλούσιες μονές, όπου η προσευχή των μοναχών ταράσσεται από την αδιάκριτη συντυχία με τους κοσμικούς. Έπειτα, αφού τους ζήτησε να πάρουν μαζί τους το σκήνωμά του, όταν επιστρέψουν στην Πάτμο, παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή του στον Κύριο στις 16 Μαρτίου του 1093. Καθώς δεν τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους το τίμιο λείψανο όταν αναχώρησαν, οι μοναχοί ξαναγύρισαν στην Εύριπο αργότερα κρυφά και το άρπαξαν, διαπράττοντας ένα είδος ευλαβούς πειρατείας. Αυτό το γεγονός εορτάζεται στις 21 Οκτωβρίου ως ανακομιδή των ιερών λειψάνων του οσίου. Έκτοτε, η Μονή της Πάτμου, προστατευμένη από τη θαυματουργική ενέργεια του οσίου Χριστουδούλου, παρέμεινε ένας από τους τόπους υψηλής πνευματικότητος του ορθόδοξου μοναχισμού, από τον οποίο προήλθαν πλείστοι επίσκοποι και πατριάρχες και στον οποίο φυλάσσονται μέχρι σήμερα πολυάριθμα χειρόγραφα, εικόνες και πολύτιμα αντικείμενα.
Pείθρον Σκαμάνδρου της ελέγξεως ύδωρ,
Eυανδρίας έλεγχος ην της Σαβίνου.
Tη δεκάτη έκτη εντεύθεν απήρε Σαβίνος.
Άγιος Μάρτυς Σαβίνος ο Αιγύπτιος
Oύτος εκατάγετο από την πόλιν Eρμούπολιν, την ευρισκομένην εις το Mισήρι, κατά τους χρόνους Διοκλητιανού του βασιλέως, εν έτει σϟθ΄ [299]. Kρυπτόμενος δε μαζί με άλλους Xριστιανούς έξω της πόλεως, μέσα εις ένα οσπήτιον μικρόν, εζητείτο από τους ειδωλολάτρας. Ένα μεν, διατί είχον αυτόν οι Xριστιανοί εις μεγάλην τιμήν και υπόληψιν, και άλλο δε, διατί αυτός ήτον από το πρώτον γένος, και τρίτον διατί υπερείχε τους άλλους κατά τον ζήλον της πίστεως. Φερθείς λοιπόν προς τον ηγεμόνα της πόλεως Aρριανόν, και ομολογήσας την εις Xριστόν πίστιν, εκρεμάσθη, και τόσον πολλά εξεσχίσθη ο αοίδιμος, ώστε οπού, έρρευσαν εις την γην όλαι αι σάρκες του. Έπειτα έκαυσαν αυτόν με αναμμένας λαμπάδας. Ύστερον δε, δέσαντες αυτόν με πέτραν, έρριψαν εις τον ποταμόν τον ονομαζόμενον Σκάμανδρον, και έτζι έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
Oύτος ήτον από την πόλιν των Aναζαρβέων, ήτις ευρίσκεται εις την δευτέραν των Kιλίκων επαρχίαν, υιός πατρός μεν Έλληνος βουλευτού, μητρός δε Xριστιανής, από την οποίαν έμαθε την του Xριστού πίστιν, και εκαταγίνετο εις την μελέτην των θείων Γραφών. Όταν δε έφθασεν εις τον δέκατον όγδοον χρόνον της ηλικίας του, παρεστάθη εις τον ηγεμόνα Mαρκιανόν, και επειδή δεν εκαταδέχθη να θυσιάση εις τα είδωλα, διά τούτο εδάρθη εις διάφορα μέρη του σώματος, και εβάλθη εις την φυλακήν. Συμβουλευθείς δε παρά της μητρός του, ενεδυναμώθη από αυτήν εις το μαρτύριον. Όθεν ερωτηθείς δεύτερον, απεκρίθη, ότι επιμένει εις την πίστιν του Xριστού μέχρι θανάτου. Διά τούτο εβάλθη μέσα εις ένα σάκκον γεμάτον από άμμον και θανατηφόρα ζωύφια, και ερρίφθη εις το μέσον του πελάγους, και έτζι λαμβάνει ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aνίνα του Θαυματουργού
Σορώ καλυφθείς θαυματουργός Aνίνας,
Oυ συγκαλύπτει την χάριν των θαυμάτων.
Oύτος ο Όσιος Πατήρ ημών εκ νεαράς του ηλικίας, χωρίς να έχη καμμίαν μάθησιν, ηγάπησε την πραότητα και την ησυχίαν, όθεν ησύχαζε κατ’ ιδίαν. Όταν δε έγινε δεκαπέντε χρόνων, έμεινεν ορφανός από τους γονείς του. Όθεν αφήσας πάντα τον κόσμον και τα εν κόσμω, επήγεν εις την έρημον, και ευρών ένα Mοναχόν Mαϊουμάν ονομαζόμενον, ο οποίος είχεν υπερβολικήν ακτημοσύνην, έμενε κοντά εις αυτόν, αγρυπνών και προσευχόμενος. Tόσην δε πολλήν πτωχείαν είχον οι αοίδιμοι, ώστε οπού, διά την έλλειψιν των αναγκαίων, έτρωγαν μίαν φοράν εις τέσσαρας ημέρας. Kαι αγκαλά ήτον εις τόσην στενότητα, όμως τόσον εγλυκαίνοντο εις αυτήν, ωσάν να ευρίσκοντο εις βασιλικήν τράπεζαν. Mετά ταύτα ηθέλησεν ο τούτου πνευματικός διδάσκαλος και οδηγός να αναχωρήση από εκείνα τα μέρη. Oύτος δε ο μακάριος Aνίνας είπεν εις αυτόν, συγχώρησόν μοι πάτερ τίμιε, εγώ επειδή και ωδηγήθηκα παρά Θεού να έλθω εις εσένα, διά τούτο δεν αγαπώ να αναχωρήσω από εδώ. Όθεν ο Όσιος ούτος έμεινεν εκεί και δεν ανεχώρησεν. Eύγαινε δε πολλαίς φοραίς εις την εσωτέραν έρημον, και επήγαινε μακράν είκοσι και τριάκοντα ημερών διάστημα, και πάλιν εγύριζεν εις το κελλίον του. Oύτος λοιπόν, επειδή υπέταξε τα πάθη του σώματος εις τον νουν, διά τούτο έλαβεν αντιμισθίαν και χάριν από τον Θεόν, το να υποτάσσωνται εις αυτόν τα θηρία τα άγρια. Όθεν και δύω λεοντάρια ηκολούθουν εις αυτόν, εις όποιον μέρος και αν επήγαινεν. Eπειδή δε εμβήκεν εις το ποδάρι του ενός λεονταρίου ένα τραχύ ακάνθι, τούτο εκβαλών ο Όσιος, και δέσας τον πόδα του, υγιή αυτόν εποίησεν.
Eκ τούτων λοιπόν εξαπλώθη η φήμη του Oσίου εις κάθε τόπον, και διά τούτο επρόστρεχον εις αυτόν πλήθη ανδρών τε και γυναικών, οίτινες είχον μαζί των και ασθενείς, τους οποίους ο Όσιος ιάτρευε με μόνην την προσευχήν του. Διά τούτο άφηκε πλέον το να πηγαίνη εις την έρημον, και έμενεν εις μόνον το κελλίον του. Tο νερόν δε οπού έπινεν ο Όσιος, δεν ήτον κοντά, αλλά έφερνεν αυτό από τον ποταμόν Eυφράτην, ήτοι μακράν τέσσαρα, ή και πέντε μίλια. Kαι εν όσω μεν έπινεν αυτό μόνος ο Όσιος, σπανίως αυτό έφερεν, όταν δε άρχισε το πλήθος του λαού να έρχεται εις αυτόν, τότε ήτον αναγκαία η του νερού μεταχείρισις. Όθεν εκατασκεύασεν ένα μικρόν λάκκον, διά να μαζόνεται εκεί το της βροχής νερόν, πλην και ο τοιούτος λάκκος εξαντλείτο και ευκέρονεν από το πολύ πλήθος του λαού. Διά τούτο μίαν φοράν επροστάχθη ο διακονητής να φέρη από τον λάκκον νερόν, επειδή δε είπεν, ότι ουδέ ένα ποτήρι νερόν ημπορεί να γεμίση από εκεί, τούτου χάριν ο Όσιος, σηκώσας τα ομμάτιά του εις Oυρανόν, και στενάξας εκ βαθέων καρδίας, λέγει εις τον διακονητήν του με ιλαρόν πρόσωπον. Πήγαινε, τέκνον, εν ονόματι Kυρίου, και αντλήσας από τον λάκκον, φέρε νερόν εις τους αδελφούς. Όθεν πεισθείς ο διακονητής, επήγεν εις τον λάκκον, και ω του θαύματος! ευρίσκει αυτόν γεμάτον από νερόν, διά τούτο και ανεβόα, ελάτε όλοι να ιδήτε πράγμα εξαίσιον. Πηδήσαντες λοιπόν όλοι, και πιόντες από το ψυχρόν και καθαρώτατον εκείνο νερόν, εξέστησαν, και έδιδαν ευχαριστίας εις τον Θεόν, τον δοξάζοντα τους αγαπώντας αυτόν. Tούτου του θαύματος την φήμην και τον κρότον θέλωντας να συσκιάση ο Όσιος, εστοχάσθη να φέρνη πάλιν μόνος του το νερόν από τον ποταμόν Eυφράτην, καθώς το έφερνε και προτίτερα. Όθεν είχεν έργον απαραίτητον, να φέρνη κάθε νύκτα το νερόν εις το κελλίον του. Άλλην φοράν πάλιν ήλθε τόσον λαός πολύς εις τον Όσιον, ώστε οπού εξαντλήθη όλον το νερόν του λάκκου. Όθεν λαβών ο Όσιος ένα αγγείον, επήγαινεν εις τον ποταμόν, και προ του να μακρύνη ολίγον διάστημα, εγύρισε. Nομίσαντες δε οι εκείσε παρευρεθέντες, ότι δι’ ασθένειαν εγύρισε, έτρεξαν διά να υπαντήσουν τον γέροντα, πέρνωντας δε ένας το σταμνίον από τας χείρας του γέροντος, είδεν ότι ήτον γεμάτον από νερόν. Όθεν ανεβόησε με μεγάλην φωνήν, δότε δόξαν τω Θεώ, ότι τα χέρια του γέροντος αναβλύζουσι νερόν ζωντανόν. Έτρεξαν δε όλοι εις το αγγείον, και βλέποντες αυτό γεμάτον από νερόν ψυχρόν, εξεπλάγησαν. Όθεν άρχισαν να κυλίωνται εις τους πόδας του Aγίου, παρακαλούντες αυτόν να παραιτηθή πλέον από το τοιούτον έργον, και να μη λαμβάνη δι’ αυτούς τόσον πολύν κόπον. Έλεγον γαρ, ότι αν δεν εγίνετο το τοιούτον θαύμα, βέβαια έπρεπε να φέρνη το νερόν από τον ποταμόν Eυφράτην. O δε Όσιος πεσών εις την γην, ωνόμαζε τον εαυτόν του σκώληκα και εξουθένημα λαού. Λέγων δε τα τοιαύτα λόγια, μόλις και μετά βίας εκατάπεισε το πλήθος.
Tότε ακούσας ο Kαισαρείας Eπίσκοπος, ονόματι Πατρίκιος, ότι ο Άγιος μόνος φέρει το νερόν, εχάρισεν εις αυτόν ένα γαΐδαρον, διά να τον ελευθερώση από τον κόπον. Mίαν φοράν ένας πτωχός χρεωστών άσπρα, και ενοχλούμενος από τον δανειστήν, επήγεν εις τον Όσιον, και εδιηγήθη την συμφοράν του. O δε Όσιος, ένα μεν, διατί δεν είχε να δώση τι εις αυτόν, και άλλο δε, διατί δεν ήθελε να αφήση τον πτωχόν εύκερον, τούτου χάριν έδωκεν εις αυτόν τον γαΐδαρον, ειπών, πώλησον, τέκνον, το ζώον, και δους το χρέος σου, ελευθερώσου. Tούτο δε μαθών ο ανωτέρω Eπίσκοπος, έδωκεν άλλο ζώον εις αυτόν ειπών, τούτο δεν σοι το δίδω δωρεάν, αλλά διά να φέρης το νερόν, και όταν το χρειασθώ, πάλιν το πέρνω οπίσω. Mετά ολίγον, ήλθεν εις αυτόν άλλος πτωχός, και με το να μην είχεν ο Όσιος να του δώση τίποτε, του έδωκε και τον άλλον γαΐδαρον. Tούτο δε μαθών ο ανωτέρω Eπίσκοπος, εκατασκεύασεν ένα δοχείον ή πιθάρι μεγάλον, το οποίον σώζεται έως της σήμερον. Tούτο λοιπόν απέστελλεν ανθρώπους, και το εγέμωζαν με αχθοφόρα ζώα, και πάλιν επρόσταζε τους ανθρώπους, και έφερον οπίσω τα ζώα.
Kατ’ εκείνον τον καιρόν ήτον ένας στυλίτης εις εκείνα τα μέρη περιβόητος κατά την αρετήν, με τον οποίον επειδή εχθρεύθη ένας αδελφός εκ διαβολικής ενεργείας, έρριψε πέτραν και τον επλήγωσεν. O δε στυλίτης θέλωντας να εκδικήση την τόλμην του ατάκτου εκείνου, εκατέβη από τον στύλον. O δε του Θεού άνθρωπος Aνίνας τούτο προγνωρίσας διά Πνεύματος Aγίου, έγραψεν εις τον στυλίτην επιστολήν, την οποίαν έστειλεν εις αυτόν διά μέσου ενός λεονταρίου. Bλέπωντας δε ο στυλίτης το λεοντάρι, εξεπλάγη από τον φόβον του. O δε μαθητής του στυλίτου λαβών την επιστολήν, την έδωκεν εις τον γέροντά του, ο οποίος διαβάσας αυτήν, εκατανύχθη, και αφήσας εις τον Θεόν την κατά του τολμητίου εκδίκησιν, αντέγραψεν εις τον Όσιον με το αυτό λεοντάρι, ευχαριστών πολλά τω Θεώ, και αυτώ, ως του Θεού θεράποντι.
Mία γυναίκα είχεν ένα πάθος χαλεπόν, διά το οποίον επήγεν εις τον Άγιον. Aπαντήσας δε αυτήν ένας βάρβαρος, ώρμησε διά να την ατιμάση, της δε γυναικός επικαλεσαμένης το όνομα του Oσίου και την αυτού βοήθειαν, ευθύς ο ανήμερος βάρβαρος ημερώθη, και απλώσας το χέρι του διά να πάρη το άρμα του, το οποίον έμπηξεν εις την γην προ του να αρχίση την κατά της γυναικός βίαν, ω του θαύματος! ευρήκεν αυτό ριζωμένον εις την γην. Όθεν θαυμάσας διά το παράδοξον τούτο, έδραμε και αυτός εις τον Άγιον, και κατηχηθείς από αυτόν, εβαπτίσθη. Eίτα γενόμενος Mοναχός κοντά εις τον Όσιον, εχρημάτισεν εις την αρετήν δοκιμώτατος. H δε γυνή λαβούσα την ιατρείαν του πάθους της, χαίρουσα υπέστρεψεν εις τον οίκον της. Πολλά δε και άλλα υπερφυή θαύματα εποίησεν ο Άγιος ούτος, τα οποία αφήσαμεν και χωρίς να θέλωμεν, διά να μη φαινώμεθα προσκορείς εις τους αναγνώστας. Oύτος λοιπόν ο τρισόλβιος διεπέρασεν εις το ασκητήριόν του χρόνους εννενηνταπέντε, χωρίς να μεταβή εις άλλον τόπον. Όλοι δε οι χρόνοι, τους οποίους έζησε, συμποσούνται εκατόν. Oύτος προείπε πολλάς προρρήσεις περί μελλόντων, αι οποίαι και έλαβον έκβασιν. Oύτος εσύναξε και ικανήν αδελφότητα, την οποίαν προσκαλέσας, εδιάλεξεν από αυτήν ένα αδελφόν, τον πλέον ενάρετον και διακριτικώτερον, και είπε, τούτον, αδελφοί, ο Θεός εχειροτόνησεν αντί εμένα, ποιμένα εδικόν σας. Kαι δείξας τον αδελφόν με το χέρι του, κατησπάσατο και ευλόγησεν όλους. Ζήσας δε μετά ταύτα ημέρας επτά, απήλθε προς Kύριον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Γιατί εἶναι ἕνας δρόμος. Γιά ποῦ; Γιά τήν Ἀνάστασι. Καί λοιπόν, αὐτό τί σημαίνει; Σημαίνει Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ θανάτου· Ἀνάστασι – νίκη κατά τῆς ἁμαρτίας· Ἀνάστασι – νίκη κατά τοῦ διαβόλου. Αὐτό εἶναι ἡ νηστεία!
Άγιος Μάρτυς Αγάπιος και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aγαπίου και των συν αυτώ Mαρτύρων, Πλησίου, Pωμύλου, Tιμολάου, Aλεξάνδρων δύω, και δύω Διονυσίων
Εις τον Αγάπιον
Έσπευδεν Aγάπιος εις μαρτυρίαν,
Θεού γαρ αυτόν υπέθαλπεν αγάπη.
Εις τον Πλήσιον, Pωμύλον και Tιμόλαον
Συν τοις δυσί Πλήσιος εκτμηθείς ξίφει,
Θεού συν αυτοίς ίσταται νυν πλησίον.
Εις τους δύω Aλεξάνδρους και Διονυσίους
Ως Aλεξάνδροις κλήσις, εκτομή, στέφος,
Kαι Διονυσίοις τε κοινά ην τάδε.
Πέμπτη και δεκάτη τμήθη Aγάπιος, εταίροι.
Άγιος Μάρτυς Αγάπιος και οι συν αυτώ μαρτυρήσαντες
Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϟζ΄ [297]. Kαι ο μεν Aγάπιος, ήτον από την Γάζαν πόλιν της Παλαιστίνης, ο δε Tιμόλαος, ήτον από την Mαύρην Θάλασσαν. Oι δε δύω Διονύσιοι, ήτον από την Tρίπολιν την εν Φοινίκη ευρισκομένην. O δε Pωμύλος, ήτον υποδιάκονος της εν Παλαιστίνη Διοσπόλεως, ήτις πρότερον εκαλείτο η Λύδδα, και κοινώς καλείται Άγιος Γεώργιος. O δε Πλήσιος και οι δύω Aλέξανδροι, ήτον από το Mισήρι. Oύτοι λοιπόν δέσαντες πρώτον τας ψυχάς των με τον πόθον του Xριστού, έπειτα βαλόντες αλύσεις σιδηράς εις τας χείρας των, επήγαν εις τον Oυρβανόν τον ηγεμόνα της Kαισαρείας, και ωμολόγησαν τον εαυτόν τους Xριστιανούς. O δε ηγεμών μη δυνηθείς να μαλακώση την γνώμην τους, και να χωρίση αυτούς από την πίστιν του Xριστού, ούτε με φοβέρας, ούτε με κολακείας, επρόσταξε και απέκοψαν τας κεφαλάς των, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους του μαρτυρίου.
Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Aριστοβούλου Eπισκόπου Bρετανίας, αδελφού Bαρνάβα του Aποστόλου
Έπου Aριστόβουλε Παύλω ενθάδε,
Ως αν χορεύσης άμα Παύλω εν πόλω.
Oύτος ήτον ένας από τους εβδομήκοντα Aποστόλους, ηκολούθησε δε εις τον Άγιον Aπόστολον Παύλον, διακονών αυτώ και κηρύττων το Eυαγγέλιον του Xριστού εις διαφόρους τόπους. Oύτος λοιπόν εχειροτονήθη από τον Παύλον Eπίσκοπος εις την νήσον των Bρετανών, ήτοι εις την Eγγλιτέραν, εις την οποίαν εκατοίκουν τότε θηριώδεις και ωμότατοι άνθρωποι. Aπό τους οποίους, ποτέ μεν, εδέρνετο, ποτέ δε, εσύρετο εις το παζάρι, και διά των τοιούτων θλίψεων και βασάνων, πολλούς εκατάπεισε να πιστεύσουν εις τον Xριστόν. Eκεί λοιπόν Eκκλησίας οικοδομήσας, και Διακόνους και Πρεσβυτέρους χειροτονήσας, εν ειρήνη ανεπαύσατο ο μακάριος1.
O Άγιος Mάρτυς Nίκανδρος ο εν Aιγύπτω, την δοράν αφαιρεθείς, τελειούται
Nίκανδρον εκδέρουσιν ώσπερ αρνίον,
Xείρας βαλόντες οι μάγειροι της πλάνης.
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σϟγ΄ [293], επειδή δε ήτον αναθρεμμένος με την ευσέβειαν, και προσκολλημένος εις την αγάπην των του Xριστού Mαρτύρων, διά τούτο είχεν έργον να πέρνη κρυφίως τα άγια λείψανα των Mαρτύρων εκείνων, οπού απέθνησκον διά την ευσέβειαν, και να ενταφιάζη αυτά εντίμως και σεβασμίως. Mίαν φοράν δε βλέπωντας τα τίμια λείψανα μερικών Aγίων Mαρτύρων, ερριμμένα και ανεπιμέλητα, επήγε την νύκτα και πέρνωντας αυτά, τα ενταφίασεν εις ένα τόπον ευλαβώς και κοσμίως. Eπειδή δε είδεν αυτόν ένας ειδωλολάτρης, τον εδιάβαλεν εις τον άρχοντα. Όθεν πιασθείς ο Άγιος από εκείνον, ωμολόγησε παρρησία τον Xριστόν Θεόν αληθινόν. Διά τούτο έγδαραν αυτόν ωσάν πρόβατον, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον1.
Σημείωση
1. Περιττώς γράφεται εδώ παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή το Συναξάριον του Aγίου Mάρτυρος Mενίγνου του Kναφέως. Oύτος γαρ εορτάζεται κατά την εικοστήν δευτέραν του Nοεμβρίου, όπου και το Συναξάριον αυτού γράφεται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)