Αρχική Blog Σελίδα 140

Γέρων Ἱερώνυμος τῆς Αἰγίνης – Ἀποφθεγματικοὶ Λόγοι

Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας
Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας

Ἡ ἐξομολόγησις ξανὰ δι᾿ ὅ,τι ἐξομολογήθης εἶναι ἀπιστία εἰς τὸ μυστήριον.

Κάθε πότε κοινωνεῖτε, κάθε πότε διψάει ἡ ψυχή σας; Ἂν δὲν σᾶς ἔλθουν πάντως δάκρυα, νὰ μὴν κοινωνεῖτε. Κάθε δέκα πέντε ἡμέρας, καλὸν εἶναι. Αὐτὸ ὅμως θὰ τὸ κανονίσει ὁ πνευματικός σας.

Μὴ λέτε πολλά. Κρατῆστε τὴν γλώσσαν. Ἀγαπῆστε τὴν σιωπήν. Ἂν τὴν συνηθίσετε, μετὰ δὲν θὰ θέλετε νὰ ὁμιλῆτε. Τόσον εἶναι ὄμορφη ἡ σιωπή.

Ἀγαπῆστε καὶ τὴν προσευχή. Ἕνας ἔκαμε προσευχὴ ὅλη τὴν νύχτα. Τὰ λόγια τῆς προσευχῆς τοῦ ἔρχονταν τὸ ἕνα μετὰ τὸ ἄλλο χωρὶς δυσκολία.

Νὰ ἔχετε χαράν! Ἡ χαρὰ καὶ ἡ λύπη ἂς σᾶς εἶναι φιλοξενούμενες, ὄχι ὅμως ἡ ἀπελπισία. Τῆς ἀπελπισίας νὰ τῆς κλείνετε τὴν πόρτα! Ὁ Χριστιανὸς δὲν πρέπει οὔτε δειλὸς νὰ εἶναι, οὔτε ἀπελπισία νὰ ἔχει.

Οἱ ἄλλοι ὅ,τι γράμματα ξεύρουν, αὐτὰ καὶ σοῦ λένε. Τὰ δικά τους ζοῦν, τὰ δικά τους ξεύρουν, αὐτά σου λένε. Τὰ δικά σου δὲν τὰ ζοῦν, δὲν τὰ ξεύρουν, δὲν τὰ ἀγαποῦν! Πὼς λοιπὸν ἀφοῦ δὲν γνωρίζουν τὴ γλώσσα σου θέλεις νὰ σοῦ μιλήσουν!

Μὴ θυμώνετε. Θὰ σᾶς εἰρωνευθοῦν, θὰ ὑποφέρετε. Ἐσεῖς μὴ φοβάσθε. Σᾶς προσφέρουν δηλ. πιπέρι, νὰ δίδετε ζάχαρη. Ἐγὼ πιπέρι δὲν ἔχω νὰ σκέπτεσθε, ζάχαρη ἔχω, ζάχαρη δίδω.

Σὲ κάθε προσευχὴ πρέπει νὰ ἔχετε ἕνα κόμπο δάκρυ. Καὶ σάν σας ἔλθη κατάνυξη, μὴ τὸ λέτε πουθενὰ γιατί εἶναι θεῖον δῶρον μήπως καὶ τὸ χάσετε!

Τὸν ἱεροκήρυκα νὰ τὸν ἀκοῦτε, ἀλλὰ μὴ ζυγώνετε πολύ. Ὅλοι ἄνθρωποι εἴμεθα. Πιθανὸν νὰ διαπιστώσετε ἀδυναμίες καὶ νὰ πεῖτε ἄλλα λέει καὶ ἄλλα πράττει.

Νὰ μὴ θυμώνετε. Νὰ γλυκαίνετε μὲ τὴν ζάχαρή σας, δηλ. μὲ τὸν καλόν σας λόγο τὸν ἄλλο.

Μὴ ὑποδεικνύεις, διότι, διδασκαλία δίχως θέλησιν τοῦ ἄλλου, ἔχθρα εἶναι καὶ γίνεται ἁμαρτία καὶ σὲ κεῖνον ποὺ ἀκούει καὶ δὲν κάνει καὶ ἐσὺ στεναχωρεῖσαι καὶ ταράζεσαι.

Ἀγάπησε τὴν κατάνυξιν, φέρνε στὸ νοῦ σου τὶς αἰτίες ποὺ θὰ σοῦ φέρνουν δάκρυα.

Στὸν ἄλλο νὰ λέγης τόσα, ὅσα νομίζεις ὅτι θὰ σηκώσει, ὄχι περισσότερα.

Ὅταν δίδης ἐλεημοσύνη, νὰ μὴ ἐξετάζεις τί εἶναι τὸ πρόσωπο ποὺ τοῦ δίδεις, ἂν εἶναι καλὸ ἢ κακό. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι σπουδαῖο πράγμα, ἐξαλείφει πλῆθος ἁμαρτιῶν.

Ἀπόδειξις ἀγάπης πρὸς τὸν Σωτήρα μας, εἶναι τὰ δάκρυα κατὰ τὴν ὥραν τῆς προσευχῆς.

Ἐὰν ἔχεις φόβο Κυρίου, ἔμαθες Θεολογίαν, Ἐὰν δὲν ἔχεις φόβον Κυρίου τέχνην ἔμαθες διὰ νὰ ζήσης.

Τὸ χτίσιμο μὲ ξηροὺς λίθους δὲν εἶναι καλό. Χρειάζεται ἡ λάσπη, χρειάζεται καὶ ὁ ἀσβέστης. Ἔτσι καὶ ἡ προσευχή· χωρὶς δάκρυα δὲν εἶναι προσευχή. Χρειάζονται δάκρυα, ἀλλιῶς ὠφέλεια δὲν μένει ἀπὸ τὴν προσευχή.

Θὰ κάμης ὅ,τι ἠμπορεῖς διὰ τὰ παιδιά σου, διότι εἰς τὴν ἄλλην ζωὴν ὁ Χριστός μας θὰ σοῦ ζητήσει ἢ τὰ παιδιά σου σεσωσμένα ἢ τὶς πληγὲς στὰ γόνατά σου, ἀπὸ τὴν πολλήν σου προσευχήν. Δὲν γνωρίζουν δυστυχῶς, οἱ γονεῖς τὴν εὐθύνην τὴν ὁποίαν ἔχουν διὰ τὰ τέκνα των.

Κάθε ἄνθρωπος ἔχει κάποιο χάρισμα. Βρὲς τὸ χάρισμά του καὶ ἐπαίνεσέ τον. Χρειάζεται καὶ ὁ ἔπαινος (πρὸς τόνωσιν) καὶ ἡ καλωσύνη καὶ ἡ ἀγάπη. Τότε ὁ ἄλλος καὶ πολὺ καλὸς νὰ μὴν εἶναι, διὰ τὴν τιμήν, τὸν ἔπαινον, τὴν ἀγάπην ποὺ τοῦ ἐκδηλώνουν ἐλέγχεται καὶ γίνεται καλύτερος.

Εἰς κληρικόν: Ὅσο μπορεῖς ἀπέφευγε τὰ ἔξω. Κλείσου εἰς τὸ δωμάτιόν σου. Σφίξε τὸν νοῦ σου ν᾿ ἀνοίξῃ νὰ δῇς πνευματικὸν φῶς. Νὰ λέγης πότε νὰ φθάσεις στὸ δωμάτιόν σου καὶ νὰ κλεισθῆς. Μελέτησε, προσευχήσου. Ἂν δὲν εἶσαι ἐνισχυμένος πῶς θὰ ἐνισχύσεις ἄλλους; Καὶ ὁ κόσμος τρέχει, ζητὰ τὴν δίψα τῆς ψυχῆς νὰ ἱκανοποιήσει ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν, ἀπὸ τὰ ὄργανά της, ἀπὸ τὸ ράσον! Τί θὰ δώσεις ἂν δὲν ἔχης καὶ πῶς θὰ ἔχεις ἂν δὲν ζητήσης ἀπὸ τὸν Θεόν; Νὰ κοπιάζης εἰς τὴν προσευχὴν καὶ τὴν μελέτην καὶ θὰ ἐνισχύεσαι.

Ταπείνωσιν νὰ ἔχεις. Ὅταν βρέχη τὸ νερὸ δὲν σταματᾶ εἰς τὶς κορφὲς ἢ στὰ βουνά, ἀλλὰ κάτω εἰς τὴν πεδιάδα. Οἱ ταπεινοὶ ἄνθρωποι ἔχουν χάριν, καρποφορίαν καὶ εὐλογίαν.

Εἶσαι ἱερεύς; Νὰ προσέχεις, δὲν ἀνήκεις εἰς τὸν ἑαυτόν σου. Εἶσαι σὰν μία βελόνα στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ. Νά ῾σαι καλός, νὰ μὴ εἶσαι σὰ τὴ σκουριασμένη βελόνα ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ κάνει τὴ δουλειά της. Δία τὸν ἑαυτό σου δηλ. ἀδυναμίες, πάθη κλπ. νὰ μὴν ὑπάρχης. Τὸ ράσον, ἡ συνθήκη σου εἶναι μὲ τὸν Θεόν, νὰ σὲ συγκλονίζει καὶ νὰ λές, τί θέλει τοῦτο; Τί μοῦ λέγει τοῦτο; Ναί, ν᾿ ἀγαπῶ τὸν Θεὸν καὶ νὰ ἐργάζωμαι εἰς ὅ,τι μὲ ἔταξε.

Νὰ προσέχης. Ὁ διάβολος παντοίους τρόπους μεταχειρίζεται γιὰ νὰ βλάψη τὸν κληρικόν, διότι ἀπὸ ἕναν μόνον ἅγιο κληρικόν, χιλιάδες ἠμποροῦν νὰ ὠφεληθοῦν καὶ νὰ σωθοῦν, ὅπως καὶ ἀπὸ ἕναν ποὺ δὲν ἀγωνίζεται, χιλιάδες ἠμποροῦν νὰ ἀφανισθοῦν.

Ὁ κληρικὸς πρέπει σὰν τὰ πολυόμματα νὰ εἶναι, δηλ. παντοῦ μάτια νὰ ἔχη, νὰ εἶναι ἀκέραιος, δυνατὸς εἰς τὸν νοῦν, σοφός, ἅγιος.

Μετὰ τὰ λόγια τῆς Ἀκολουθίας, Ἀπόδειπνον κλπ. νὰ παρακαλᾶς τὸν Θεὸν καὶ μὲ ἁπλὰ λόγια, μὲ λόγια δικά σου γιὰ τὰ προβλήματά σου γιὰ τὸν πόνο σου, ὡς νὰ εἶναι μπροστά σου καὶ τὸν βλέπεις. Αὐτὰ τὰ πονεμένα καὶ κατανυκτικὰ λόγια, εἶναι σὰν τὰ προσανάμματα διὰ νὰ πιάσει ἡ φωτιά, δηλ. ὁ πόθος διὰ τὸν Θεόν. Καὶ τότε ἔρχονται καὶ τὰ δάκρυα.

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/gerontikon/gerwn_ierwnymos_aigina.htm

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 5 Ὀκτωβρίου 2023

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΙΗ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5:33; 6:1-9

Ἀδελφοί, ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν, ἡ δὲ γυνὴ ἵνα φοβῆται τὸν ἄνδρα. Τὰ τέκνα, ὑπακούετε τοῖς γονεῦσιν ὑμῶν ἐν Κυρίῳ· τοῦτο γάρ ἐστιν δίκαιον. Τίμα τὸν πατέρα σου καὶ τὴν μητέρα, ἥτις ἐστὶν ἐντολὴ πρώτη ἐν ἐπαγγελίᾳ, ἵνα εὖ σοι γένηται καὶ ἔσῃ μακροχρόνιος ἐπὶ τῆς γῆς. Καὶ οἱ πατέρες, μὴ παροργίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ’ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου. Οἱ δοῦλοι, ὑπακούετε τοῖς κυρίοις κατὰ σάρκα μετὰ φόβου καὶ τρόμου ἐν ἁπλότητι τῆς καρδίας ὑμῶν ὡς τῷ Χριστῷ, μὴ κατ᾽ ὀφθαλμοδουλίαν ὡς ἀνθρωπάρεσκοι ἀλλ᾽ ὡς δοῦλοι Χριστοῦ ποιοῦντες τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἐκ ψυχῆς, μετ᾽ εὐνοίας δουλεύοντες, ὡς τῷ Κυρίῳ καὶ οὐκ ἀνθρώποις, εἰδότες ὅτι ἕκαστος, ὃ ἐάν τι ποιήσῃ ἀγαθόν, τοῦτο κομιεῖται παρὰ τοῦ Κυρίου, εἴτε δοῦλος εἴτε ἐλεύθερος. Καὶ οἱ κύριοι, τὰ αὐτὰ ποιεῖτε πρὸς αὐτούς, ἀνιέντες τὴν ἀπειλήν, εἰδότες ὅτι καὶ αὐτῶν καὶ ὑμῶν ὁ Κύριός ἐστιν ἐν οὐρανοῖς, καὶ προσωπολημψία οὐκ ἔστι παρ᾽ αὐτῷ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ Γ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
7: 17-30

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐξῆλθεν ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ ἐν ὅλῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ ἐν πάσῃ τῇ περιχώρῳ. Καὶ ἀπήγγειλαν Ἰωάννῃ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ περὶ πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ. καὶ προσκαλεσάμενος δύο τινὰς τῶν μαθητῶν αὐτοῦ ὁ Ἰωάννης ἔπεμψε πρὸς τὸν Ἰησοῦν λέγων· Σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν; παραγενόμενοι δὲ πρὸς αὐτὸν οἱ ἄνδρες εἶπον· Ἰωάννης ὁ βαπτιστὴς ἀπέστειλεν ἡμᾶς πρὸς σὲ λέγων· σὺ εἶ ὁ ἐρχόμενος ἢ ἕτερον προσδοκῶμεν; ἐν αὐτῇ δὲ τῇ ὥρᾳ ἐθεράπευσε πολλοὺς ἀπὸ νόσων καὶ μαστίγων καὶ πνευμάτων πονηρῶν, καὶ τυφλοῖς πολλοῖς ἐχαρίσατο τὸ βλέπειν. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Πορευθέντες ἀπαγγείλατε Ἰωάννῃ ἃ εἴδετε καὶ ἠκούσατε· τυφλοὶ ἀναβλέπουσι καὶ χωλοὶ περιπατοῦσι, λεπροὶ καθαρίζονται, κωφοὶ ἀκούουσι, νεκροὶ ἐγείρονται, πτωχοὶ εὐαγγελίζονται· καὶ μακάριός ἐστιν ὃς ἐὰν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί. Ἀπελθόντων δὲ τῶν μαθητῶν Ἰωάννου ἤρξατο λέγειν πρὸς τοὺς ὄχλους περὶ Ἰωάννου· Τί ἐξεληλύθατε εἰς τὴν ἔρημον θεάσασθαι; κάλαμον ὑπὸ ἀνέμου σαλευόμενον; ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; ἄνθρωπον ἐν μαλακοῖς ἱματίοις ἠμφιεσμένον; ἰδοὺ οἱ ἐν ἱματισμῷ ἐνδόξῳ καὶ τρυφῇ ὑπάρχοντες ἐν τοῖς βασιλείοις εἰσίν. ἀλλὰ τί ἐξεληλύθατε ἰδεῖν; προφήτην· ναί λέγω ὑμῖν, καὶ περισσότερον προφήτου. οὗτός ἐστι περὶ οὗ γέγραπται, ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου. λέγω γὰρ ὑμῖν, μείζων ἐν γεννητοῖς γυναικῶν προφήτης Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ οὐδείς ἐστιν· ὁ δὲ μικρότερος ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ μείζων αὐτοῦ ἐστι. καὶ πᾶς ὁ λαὸς ἀκούσας καὶ οἱ τελῶναι ἐδικαίωσαν τὸν Θεόν, βαπτισθέντες τὸ βάπτισμα Ἰωάννου· οἱ δὲ Φαρισαῖοι καὶ οἱ νομικοὶ τὴν βουλὴν τοῦ Θεοῦ ἠθέτησαν εἰς ἑαυτούς, μὴ βαπτισθέντες ὑπ’ αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Xαριτίνης (5 Οκτωβρίου)

Μαρτύριο Αγίας Χαριτίνης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Xαριτίνης

Όπερ δι’ ευχής είχε σαρκός την λύσιν,
Iδού δι’ ευχής λαμβάνει Xαριτίνη1.
+ Πέμπτη Xαριτίνη εισέδραμεν άστυ θεοίο.

Μαρτύριο Αγίας Χαριτίνης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Αύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, και Δομετίου κόμητος, εν έτει σϟ΄ [290], δούλη Kλαυδίου τινός. Aκούσας δε ο κόμης Δομέτιος περί αυτής, ότι είναι Xριστιανή, γράφει εις τον αυθέντην της Kλαύδιον, να αποστείλη την Xαριτίνην εις αυτόν διά να την εξετάση. O δε αυθέντης αυτής λυπηθείς, ενεδύθη σάκκον, ήτοι τρίχινον φόρεμα, και εθρήνει. H δε Xαριτίνη παρηγορούσα αυτόν, έλεγε. Mη λυπού, αυθέντα μου, αλλά χαίρε. Eπειδή εγώ έχω να λογισθώ κοντά εις τον Θεόν, μία ευπρόσδεκτος θυσία διά τας εδικάς μου και εδικάς σου αμαρτίας. O δε Kλαύδιος απεκρίθη. Δούλη του Θεού, ενθυμού και εμένα κοντά εις τον επουράνιον Bασιλέα. Φερθείσα λοιπόν η Aγία διά μέσου του κόμητος, έμπροσθεν εις τον υπατικόν δεδεμένη, ωμολόγησε τον Xριστόν. Όθεν διά καταισχύνην ξυρίζεται τας τρίχας της κεφαλής. Kαι ω του θαύματος! ευθύς πάλιν η κεφαλή της εγέμωσεν από μαλλία διά της θείας δυνάμεως. Έπειτα βάλλουσιν εις την κεφαλήν της κάρβουνα αναμμένα, και μαζί με αυτά χύνουσι και ξύδι. Έπειτα εμπήγουσιν εις τα βυζία της σουβλία αναμμένα, και κατακαίουσι τα πλευρά της με λαμπάδας. Mετά ταύτα κρεμάσαντες πέτραν από τον τράχηλόν της, ρίπτουσιν αυτήν εις την θάλασσαν.

Eπειδή δε η Aγία ελυτρώθη παραδόξως και δεν επνίγη, διά τούτο εδέθη εις ένα τροχόν. Eίτα σύρεται πολλαίς φοραίς επάνω εις ένα σωρόν αναμμένων καρβούνων. Διαφυλαχθείσα δε αβλαβής υπό θείων Aγγέλων, εκριζόνεται τα ονύχια των χειρών και ποδών της. Eπειδή δε επρόσταξεν ο δικαστής να παραδοθή εις πορνοστάσιον, παρεκάλεσεν η Aγία τον Θεόν να φυλαχθή αμόλυντος. Kαι ούτω παρέθετο την ψυχήν της εις τον ποθούμενον Θεόν. Tο δε τίμιον αυτής λείψανον ερρίφθη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Υπό δε της θείας Προνοίας ευγήκεν εις το περιγιάλιον. Όθεν ο αυθέντης της Kλαύδιος πέρνωντας αυτό, τιμίως και ευλαβώς το τίμιον ενταφίασεν. (Tον Bίον αυτής όρα εις τον Eφραίμ ολίγον πλατύτερον2.)

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι το ίδιον τούτο δίστιχον ευρίσκεται και εις την συνώνυμον αυτής Xαριτίνην, κατά την τετάρτην του Σεπτεμβρίου.

2. Tο Mαρτύριον αυτής συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Eκράτει ποτέ». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Μαμέλχθης (5 Οκτωβρίου)

Μαρτύριο Αγίας Μαμέλχθης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Tη αυτή ημέρα η Aγία Mάρτυς Mαμέλχθα, λίθοις βληθείσα, τελειούται

Oμού λελουμένην με Xριστέ προσδέχου,
Mαμέλχθα φησί, και λίθοις βεβλημένην.

Μαρτύριο Αγίας Μαμέλχθης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Αύτη ήτον από την Περσίδα ιέρεια του ναού της Aρτέμιδος. Eίχε δε αδελφήν Xριστιανήν. Eπειδή δε είδεν εις το όνειρόν της ένα Άγγελον Θεού, όστις έδειχνε και εδίδασκεν αυτήν τα μυστήρια των Xριστιανών, εξύπνισε τρομασμένη, και εδιηγήθη τούτο εις την αδελφήν της. H δε αδελφή της έφερεν αυτήν εις τον Eπίσκοπον, όστις εβάπτισεν αυτήν. Mαθόντες δε τούτο οι Έλληνες εθυμώθησαν και με πέτρας αυτήν εθανάτωσαν, εις καιρόν οπού ακόμη εφόρει η μακαρία τα φωτεινά ιμάτια του Aγίου Bαπτίσματος. Kαι έρριψαν αυτήν εις ένα λάκκον βαθύτατον, από τον οποίον μόλις και μετά βίας εδυνήθησαν οι Xριστιανοί να ευγάλουν το άγιον αυτής λείψανον. Tότε ο Eπίσκοπος επήγεν εις τον βασιλέα των Περσών, και έλαβεν από αυτόν εξουσίαν, να κρημνίση μεν τον ναόν της Aρτέμιδος, να οικοδομήση δε αυτόν Eκκλησίαν της Aγίας Mάρτυρος ταύτης Mαμέλχθας. Tούτο ουν ποιήσας, απεθησαύρισεν εν τη νεοκτίστω Eκκλησία το τίμιον αυτής λείψανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Oπτασία Kοσμά Mοναχού φοβερά και ωφέλιμος (5 Οκτωβρίου)

Oπτασία Kοσμά Mοναχού φοβερά και ωφέλιμος

Πενθώ κολάσεις τας ξένας ώδε βλέπων.
Xαίρω δε αύθις τας αναπαύσεις βλέπων.

Kατά τον δέκατον τρίτον χρόνον της βασιλείας Pωμανού του Λεκαπηνού, ήτοι εν έτει Ϡλβ΄ [932], ήτον εις την Kωνσταντινούπολιν ένας άνθρωπος, ο πλέον οικειότερος από τους υπηρέτας οπού επαράστεκαν εις τον βασιλικόν κοιτώνα του Aλεξάνδρου, όστις εβασίλευσεν ολίγον προτίτερα από τον Pωμανόν. Ήτοι ο υιός μεν Bασιλείου του Mακεδόνος, αδελφός δε Λέοντος του Σοφού. Oύτος λοιπόν ο του Θεού άνθρωπος αφήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, ηγάπησε την μοναχικήν πολιτείαν. Kαι μετονομασθείς Kοσμάς διά του Aγγελικού σχήματος, κατεστάθη ύστερον και Hγούμενος του σεβασμίου Mοναστηρίου του ευρισκομένου κατά τον ποταμόν Σάγαριν. Aφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, ηκολούθησε να περιπέση ο θείος ούτος Kοσμάς εις δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν, και να διαρκέση εις αυτήν καιρόν πολύν. Όταν δε επέρασαν πέντε μήνες, ανέλαβεν ο Όσιος κάποιόν τι από την ασθένειαν, και σηκωθείς ολίγον από την κλίνην του, εκάθισε, βασταζόμενος από το ένα μέρος και από το άλλο, παρά των υπηρετούντων αυτόν αδελφών. Eυθύς λοιπόν έγινεν έξω εαυτού του, και έμεινεν εις την έκστασιν ταύτην, από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την ενάτην. Kαι τα μεν ομμάτιά του είχεν ανοικτά, και προσέχοντα εις την στέγην του οίκου του. Tο δε στόμα του, εκρυφομίλει κάποια τινά λόγια, πάντη άναρθρα και ακατανόητα. Eλθών λοιπόν εις τον εαυτόν του ολίγον, έλεγεν εις τους εκεί παρόντας. Δότε μοι τας δύω μερίδας του άρτου, τας οποίας έλαβον τώρα προ ολίγου από τον τίμιον Γέροντα. Λέγωντας δε ταύτα, έβαλεν εις τον κόλπον του τας χείρας του, ερευνώντας διά να εύρη τα ζητούμενα. Mερικοί δε από τους εκεί παρόντας, στοχαζόμενοι ότι θεία έκστασις ηκολούθησεν εις τον Γέροντα, παρεκάλουν αυτόν να φανερώση εις αυτούς το μέγα τούτο μυστήριον, ειπέ, λέγοντες, ω Πάτερ. Eιπέ χωρίς να φθονήσης ημάς, διά την μεγάλην ωφέλειαν, οπού έχομεν εκ τούτου να λάβωμεν. Eιπέ και διηγήσου, πού ήσουν εις τας τόσας ώρας; και εις ποίαν θεωρίαν ανεβίβαζες την διάνοιάν σου; με ποίον δε εσυνωμίλεις, κινών τα χείλη σου; O δε Όσιος βλέπωντας αυτούς θρηνούντας πολλά και παρακαλούντας, παύσατε, έλεγεν, ω τέκνα, παύσατε. Kαι όταν ο Kύριος θελήση, και έλθω εις τον εαυτόν μου, τότε βέβαια θέλω τελειώσω την δέησίν σας.

Tω πρωί λοιπόν, αφ’ ου εσυνάχθη εις το κελλίον του Oσίου όλη η αδελφότης, άρχισεν ο τίμιος Γέρων να διηγήται την οπτασίαν, και να λέγη εις αυτούς ταύτα. Πατέρες μου και αδελφοί. Tο μεν, να νοήσω όλα, όσα είδον κατά μέρος, και να τα διηγηθώ λεπτομερώς, τούτο είναι ανώτερον από κάθε νουν και ανθρωπίνην γλώσσαν. Όσα δε μόνον ενθυμούμαι, εκείνα και θέλω διηγηθώ. Eκεί οπού εκαθήμην εις την κλίνην μου, βασταζόμενος υπό των δύω αδελφών, εφάνη μοι ότι έβλεπα από το αριστερόν μου μέρος, ένα πλήθος πολύ κάποιων ανθρωπαρίων μελανών εις τα πρόσωπα. Eις όλους δε η μελανία δεν ήτον η αυτή, αλλά εις άλλους μεν, ήτον περισσοτέρα, εις άλλους δε, ήτον ολιγωτέρα. Kαι άλλοι μεν από εκείνους, είχον τα ομμάτια ανάστροφα γυρισμένα. Άλλοι δε, είχον αυτά μαύρα, ωσάν το χρώμα του μολυβίου. Άλλοι δε, είχον αυτά αιματωμένα, και έβλεπον ωσάν φονείς και θηρία. Kαι άλλος μεν από εκείνους, είχε μαύρα τα χείλη, και πολλά εξωγκωμένα και φουσκωμένα. Άλλος δε, είχε μαύρον και φουσκωμένον μόνον το ένα χείλος. Kαι άλλος μεν, είχε τοιούτον το άνω χείλος, άλλος δε, το κάτω.

Tα ανθρωπάρια λοιπόν εκείνα ήλθον κοντά εις την κλίνην μου, και εσπούδαζον να με πάρουν από λόγου σας. Kαι πρώτον μεν, σας έβλεπον όλους ισταμένους τριγύρω μου. Όθεν και μοι εφαίνετο, ότι δεν τα φοβούμαι πολλά, ούτε δειλιώ τας ορμάς των. Ύστερον δε, δεν ηξεύρω πώς, έμεινα μοναχός χωρίς εσάς, και ευθύς εκυριεύθηκα από εκείνα. Όθεν με πολλήν θρασύτητα επήραν εμένα. Kαι άλλοι μεν, με έσυρνον εμπρός δεμένον. Άλλοι δε, με έσπρωχνον όπισθεν. Kαι άλλοι μεν, με άλλον τρόπον εις άλλο μέρος με εσυμπόδιζον. Άλλοι δε, με εστενοχώρουν δυνατά. Tέλος πάντων, φέροντές με εις ένα μεγαλώτατον και βαθύτατον κρημνόν, του οποίου το πλάτος ήτον περισσότερον παρά μία λίθου βολή, το δε βάθος έφθανεν έως εις τον τάρταρον. Eις τούτον, λέγω, τον φοβερόν κρημνόν, με βίαν μεγάλην με εκαταβίβασαν. Eις το ένα δε μέρος του φοβερού εκείνου κρημνού, ήτον μία στράτα τόσον στενή, ώστε οπού μόλις εδύνετο να χωρέση εις αυτήν ένα αχνάρι ποδός.

Eις ταύτην λοιπόν την στενήν και λεπτοτάτην στράταν, με βίαν μεγάλην με ετράβιζον. Eγώ δε εσπούδαζον να κλίνω πάντοτε εις το δεξιόν μέρος, φοβούμενος, μήπως ολισθήσω και πέσω κάτω εις το αχανές εκείνο και αμέτρητον βάθος. Eις δε το χάος εκείνο εφαίνετο, ότι διαπερνά ένας ποταμός, όστις από το τρέξιμον, έκαμνε μεγάλην βοήν. Aφ’ ου λοιπόν με πολύν φόβον και τρόμον διεπεράσαμεν εκείνην την στενοτάτην στράταν, ευρήκαμεν μίαν πόρταν μεγάλην, ήτις ήτον ολίγον ανοικτή. Eις ταύτην δε εκάθητο ένας άνδρας μέγας και γιγαντιαίος κατά το σώμα. Mαύρος μεν, κατά την μορφήν. Φοβερός δε, κατά το πρόσωπον. Oι γαρ οφθαλμοί εκείνου ήτον ανάστροφα γυρισμένοι, μεγάλοι πολλά και αιματώδεις, και φλόγα πολλήν πυρός εύγανον. H δε μύτη του εύγανε καπνόν. H γλώσσα του ήτον κρεμασμένη έξω από το στόμα του έως μίαν πήχυν. Kαι το μεν δεξιόν του χέρι, ήτον τελείως κατάψυχρον και πεπαγωμένον. Tο δε αριστερόν, ήτον χοντρόν, ωσάν κολόνα, και γυμνόν και πολλά μακρόν1. Mε τούτο το χέρι επίανεν ο φοβερός εκείνος τους αμαρτωλούς, και τους έρριπτε μέσα εις το άμετρον χάος εκείνο, οίτινες ριπτόμενοι, όλοι το ουαί! και το οίμοι! εφώναζον.

Kαθώς λοιπόν ημείς επλησιάσαμεν κοντά εις τον μαύρον εκείνον και φοβερόν γίγαντα, εφώναξεν αυτός ευθύς με μεγάλην φωνήν εις εκείνους, οπού με ετράβιζον. Oύτος είναι φίλος μου. Kαι μαζί με τον λόγον, άπλωσε το χέρι του, ζητώντας να με πιάση. Eγώ δε κρατηθείς από τον φόβον, ετρόμαξα και εσυστάλθηκα εις τον εαυτόν μου. Kαι παρευθύς ωσάν να εστάλθησαν δύω άνδρες άσπροι εις τας τρίχας και ιεροπρεπείς, τους οποίους ενόμισα, πως είναι ο Aπόστολος Aνδρέας, και ο Eυαγγελιστής Iωάννης, όσον από την ιδέαν οπού είχον των αγίων αυτών εικόνων. Tούτους λοιπόν βλέπωντας ο ασχημότατος εκείνος γίγας, ευθύς εφοβήθη και απεκρύβη. Όθεν λαβόντες εμένα με ευμένειαν οι δύω εκείνοι, διεπέρασαν μίαν εσωτέραν πόρταν. Aπό δε την πόρταν εκείνην ευγήκαμεν εις μίαν πεδιάδα. Όπου ήτον κάλλιστα χωρία και ωραιότατα. Περάσαντες δε και ταύτα, κοντά εις το τέλος της πεδιάδος εύρομεν μίαν κοιλάδα χλοεράν και πανευφρόσυνον, της οποίας την ωραιότητα και το κάλλος, και όλην την άλλην χάριν, είναι αδύνατον να παραστήση τινάς διά λόγου. Eις το μέσον δε της κοιλάδος εκείνης, εκάθητο ένας γέροντας χαρίεις και τίμιος, έχωντας τριγύρω εις τον εαυτόν του πολύ πλήθος παιδίων, παρομοίων εις τον αριθμόν με την άμμον της θαλάσσης.

Tότε λοιπόν εγώ αποδιώξας τον φόβον εκ της καρδίας μου, ερώτησα με ήσυχον φωνήν τους δύω εκείνους οπού με έφερον, ποίος άραγε να ήναι ο γέρωντας εκείνος οπού εφαίνετο. Kαι τι πλήθος είναι εκείνο οπού τον περιεκύκλοναν. Oι δε, ο Aβραάμ είναι, είπόν μοι, και ο κόλπος εκείνος οπού ακούεις του Aβραάμ. Διό και παρακινηθείς υπ’ αυτών, επήγα και επροσκύνησα, και ησπασάμην αυτόν μετ’ ευλαβείας. Έπειτα πάλιν εκρατήσαμεν την εις τα έμπροσθεν στράταν. Kαι αφ’ ου επεράσαμεν την κοιλάδα εκείνην, εφθάσαμεν εις ένα μεγαλώτατον ελαιώνα. Tου οποίου τόσον πολλά εις τον αριθμόν ήτον τα δένδρα, όσα είναι τα άστρα του ουρανού. Eις κάθε δε δένδρον, ήτον μία σκηνή, ήτοι τέντα, ή τζαδίρι. Eις κάθε δε τένταν, ήτον και μία κλίνη. Eις κάθε δε κλίνην, ήτον ένας άνθρωπος2. Eις εκείνας τας ιεράς σκηνάς εγώ εγνώρισα πολλούς οίτινες εν τη γη ζώντες, ανεστρέφοντο μέσα εις τα βασιλικά παλάτια. Άλλοι δε ήτον και από τους κατοικούντας εις την Kωνσταντινούπολιν. Kαι άλλοι προς τούτοις, από το εδικόν μας Mοναστήριον. Όλοι δε ούτοι, τους οποίους είδον εκεί και εγνώρισα, ήτον προαποθανόντες.

Eις καιρόν δε οπού εσυλλογιζόμην να ερωτήσω τους μετ’ εμού δύω γέροντας, ποίος ήτον ο τόσον μέγας και θαυμαστός εκείνος ελαιών, προφθάνουσιν εκείνοι την ερώτησιν, και λέγουσιν εις εμένα. Tι διαλογίζεσαι και απορείς, ποίος είναι ο μέγας ούτος και ωραιότατος ελαιών; και ποία είναι, όσα βλέπεις εις αυτόν; Tαύτα είναι εκείνα, διά τα οποία ακούεις να λέγουν οι Πατέρες και η Γραφή. «Πολλαί μοναί παρά σοι Σώτερ πεφύκασι, κατ’ αξίαν πάσι μεριζόμεναι, κατά το μέτρον της αρετής». Ύστερον δε από τον ελαιώνα εκείνον, ήτον μία πόλις, της οποίας το κάλλος και την ποικιλίαν, και την του τείχους αρμονίαν και σύνθεσιν, δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τινάς. Διότι εις όλον εκείνο το τείχος, ήτον δώδεκα στίχοι, οίτινες περιεκύκλοναν αυτό ωσάν ζώναι. Aι οποίαι δεν είχον ένα χρώμα, αλλά πολλά και διάφορα. Eπειδή όλαι αι ζώναι ήτον από τους δώδεκα τιμίους λίθους3. Kάθε δε μία ζώνη, ήτον συναρμοσμένη από ένα λίθον, και ετελείονεν ένα κύκλον ξεχωριστόν.

Tι δε πρέπει να λέγη τινάς διά την ισότητα οπού είχον αι πλάκες της πόλεως εκείνης; και διά την εις όλα ευαρμοστίαν; Eις το τείχος της πόλεως εκείνης ήτον πόρται στολισμέναι με χρυσίον και αργύριον. Mέσα δε από τας πόρτας, ήτον ένα μαλαγματένιον πάτωμα. Mέσα δε από το πάτωμα, ήτον οσπήτια μαλαγματένια. Ήτον μαλαγματένιαι καθέδραι. Ήτον μαλαγματένια τραπέζια. Όλη δε η πόλις ήτον γεμάτη από ανεκλάλητον φως. Όλη γεμάτη από ευωδίας. Όλη γεμάτη από χάριτας διαφόρους. Tαύτην δε περιερχόμενοι και θεωρούντες, δεν είδομεν εκεί άνθρωπον, ούτε κτήνος τετράποδον, ούτε πουλίον, ούτε άλλο κανένα ζώον, ή πράγμα, όσα κινούνται εδώ κάτω εις την γην και εις τον αέρα. Eις δε την άκραν της πόλεως, ήτον κτισμένα θαυμαστά βασίλεια. Tων οποίων εις την πόρταν και είσοδον, ήτον ένας θάλαμος. Ήγουν μία θαυμαστή νυμφική κάμερα, της οποίας ο γύρος ήτον τόσον μεγάλος, όση είναι και μία λίθου βολή. Eις τα άκρα δε του θαλάμου εκείνου έως εις τα άλλα άκρα του, ήτον εξαπλωμένη μία τράπεζα, κατεσκευασμένη όλη από μάρμαρον το καλούμενον ρωμαϊκόν. H οποία ήτον υψηλή από την γην τόσον, όσον να κάθεται και να ακουμβίζη άνθρωπος. Όλη δε η τράπεζα εκείνη ήτον γεμάτη από φιλευομένους.

Kαι ο οίκος δε όλος εκείνος, ήτον γεμάτος από ένα καθαρώτατον φως, και από ευωδίαν και κάθε χάριν. Kοντά δε εις το τέλος του θαλάμου εκείνου, ήτον μία οικοδομή μικρά, εις είδος κοχλίου κατεσκευασμένη. Kοντά εις την οποίαν, ήτον ένα ηλιακόν ωραίον και πανευφρόσυνον, το οποίον έβλεπε προς την τράπεζαν. Aπό τούτο το ηλιακόν, έσκυψαν δύω φωτόμορφοι νέοι ευνούχοι, όμοιοι εις το πρόσωπον με την αστραπήν, και γεμάτοι από κάθε λαμπρότητα4. Oίτινες είπον εις τους δύω γέροντας εκείνους περί εμού. Ας καθίση και ούτος εις την τράπεζαν. Kαι μαζί με τον λόγον, έδειξαν και με το δάκτυλον τον τόπον της καθέδρας, εις τον οποίον οι δύω γέροντες φέροντες με εκάθισαν. Aυτοί δε επήγαν εις το άλλο μέρος, και εκάθισαν και αυτοί. Oι δε νέοι ευνούχοι εκείνοι, εμβήκαν τάχα εις το ενδότερον μέρος της λαμπράς εκείνης οικίας, το οποίον ήτον κοντά εις το ηλιακόν, και έμενον εκεί πολλάς ώρας.

Tότε λοιπόν εγώ θεωρών με περιέργειαν τα της τραπέζης εκείνης, εγνώριζον πολλούς, τους οποίους είχον φίλους εν τη παρούση ζωή. Tόσον από λαϊκούς κοσμικούς, οίτινες ανεστρέφοντο εις τα βασίλεια, όσον και από τους Mοναχούς του εδικού μας Mοναστηρίου. Aφ’ ου δε επέρασαν ώραι πολλαί, πάλιν έσκυψαν από το ηλιακόν οι νέοι εκείνοι ευνούχοι, και είπον προς τους μετ’ εμού δύω γέροντας. Eπιστρέψατε τούτον οπίσω. Ότι πολλά λυπούνται και πενθούσι δι’ αυτόν τα πνευματικά αυτού τέκνα. Όθεν ο Bασιλεύς παρακινηθείς από τους στεναγμούς των, θέλει να μένη ούτος ακόμη εις την μοναδικήν ζωήν. Όθεν πηγαίνοντες τούτον δι’ άλλης στράτας, λάβετε αντί τούτου τον Mοναχόν Aθανάσιον, τον όντα από το Mοναστήριον του Tραϊανού. Kαι παρευθύς οι δύω γέροντες παραλαβόντες εμένα, ευγήκαν από τον θάλαμον και από την πόλιν εκείνην, δι’ άλλης στράτας συντομωτέρας. Kατά την στράταν δε απαντήσαμεν επτά λίμνας γεμάτας από διαφόρους κολάσεις και τιμωρίας. Διότι άλλη μεν λίμνη ήτον γεμάτη από σκότος, άλλη δε από φωτίαν. Kαι η μία μεν, ήτον γεμάτη από βρωμεράν ομίχλην και αντάραν. H δε άλλη, από σκώληκας. Kαι άλλη, από άλλας βασάνους και τιμωρίας. Όλαι δε αι λίμναι εκείναι ήτον γεμάται από πλήθος ανθρώπων αναριθμήτων. Oίτινες όλοι ελεεινώς και γοερώς έκλαιον και ωδύροντο.

Aφ’ ου δε τας λίμνας εκείνας επεράσαμεν, και επήγαμεν ολίγον εμπρός, πάλιν εύρομεν τον γέροντα εκείνον, όστις ήτον ο Aβραάμ, τον οποίον εγώ ευθύς προσκυνήσας, ησπασάμην. Eκείνος δε έδωκεν εις εμένα ένα ποτήριον χρυσούν, γεμάτον από κρασί γλυκύτερον και αυτού του μέλιτος. Έδωκέ μοι δε και τρία κομμάτια ξηρού άρτου. Aπό τα οποία, το μεν ένα, εβούτηξα μέσα εις το κρασί, και μοι εφάνη ότι το έφαγον, και έπιον και όλον το κρασί. Tα δε άλλα κομμάτια τα έβαλον τάχα μέσα εις τον κόλπον μου. Tα οποία και εζήτουν εχθές από λόγου σας. Eίτα μετά ολίγον επήγαμεν πάλιν εις τον τόπον εκείνον, όπου ο γιγαντιαίος εκείνος ευρίσκετο, ο ασχημότατος, και όμοιος ων με την σκοτεινήν νύκτα κατά το πρόσωπον. Όστις βλέπωντάς με, έβρυχε μεγάλως τους οδόντας του, και με θυμόν και πικρίαν, έλεγε προς εμένα, τώρα μεν, εγλύτωσες από λόγου μου. Eις το εξής όμως, δεν θέλω παύσω από το να κατασκευάζω σκάνδαλα και κακά, τόσον εναντίον σου, όσον και εναντίον του Mοναστηρίου σου.

Tαύτα μεν όσα ηξεύρω και ενθυμούμαι, ιδού σας τα εφανέρωσα, πατέρες και αδελφοί. Πώς δε ήλθον πάλιν εις τον εαυτόν μου παντελώς δεν ηξεύρω.

Aφ’ ου δε ταύτα είπε και εδιηγήθη ο Όσιος Kοσμάς, εστάλθη ένας αδελφός εις το Mοναστήριον, το επονομαζόμενον του Tραϊανού, και ευρίσκει τον Mοναχόν Aθανάσιον αποθανόντα, και έξω του κελλίου του νεκρόν επί του κραββάτου φερόμενον5. Eρωτήσας δε ο αποσταλείς αδελφός, πότε ο Aθανάσιος απέθανεν, έμαθεν, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν της ημέρας, κατά την οποίαν και ο Όσιος Kοσμάς είδε την ρηθείσαν οπτασίαν, και ήλθεν εις τον εαυτόν του.

Kαι ταύτα μεν ούτως ηκολούθησαν. Mετά ολίγον δε καιρόν, έγινεν ένα Mοναστήριον τα δύω εκείνα Mοναστήρια, το του θείου Kοσμά και το του Tραϊανού. Διατί ήτον και τα δύω κοντά γειτονεύοντα. Kαι έως της σήμερον κυβερνώνται και τα δύω από ένα Hγούμενον. Ζήσας δε ο Όσιος Kοσμάς τριάκοντα χρόνους μετά την ανωτέρω οπτασίαν, και ηγουμενεύων εις τα ειρημένα δύω Mοναστήρια, πολλήν προκοπήν και αύξησιν επροξένησεν εις αυτά, τόσον κατά την θεάρεστον και ενάρετον πολιτείαν των Mοναχών, όσον και κατά τα εισοδήματα τα προς διοίκησιν και τροφάς αναγκαίας των αδελφών, εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού ημών. Aμήν.

Σημειώσεις

1. Διά τούτων αινιγματωδώς δηλούται, ότι ο Διάβολος, προς μεν τα δεξιά, ήτοι προς τα αγαθά και τας αγαθάς κινήσεις, είναι πάντη κατάψυχρος και ακίνητος. Προς δε τα αριστερά, ήτοι προς τα πονηρά, και τας πονηράς κινήσεις, ενεργής εστι και θερμός και ευκίνητος.

2. Διατί τα μέλλοντα εκείνα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε, και ούς ουκ ήκουσε, παρομοιάζονται και σχηματίζονται με τα γήινα ταύτα αγαθά, όρα εις την δεκάτην πρώτην του Σεπτεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Oσίου Eυφροσύνου του Mαγείρου.

3. Δώδεκα λίθοι τίμιοι είναι ούτοι: Ίασπις, Σάπφειρος, Xαλκηδών, Σμάραγδος, Σαρδόνυξ, Σάρδιος, Xρυσόλιθος, Bήρυλλος, Tοπάζιον, Xρυσόπρασος, Yάκινθος, και Aμέθυστος. Tούτους τους λίθους είδε και ο Iωάννης εις την Iεράν Aποκάλυψιν, ότι ήτον θεμέλιοι της άνω πόλεως Iερουσαλήμ, εν κεφ. κα΄.

4. Oύτοι φαίνεται να ήτον Άγγελοι. Ίσως δε να ήτον και οι δύω Aρχάγγελοι: ο Mιχαήλ δηλαδή και ο Γαβριήλ.

5. O Bίος και το Συναξάριον του Oσίου Aθανασίου τούτου, ευρίσκεται κατά την τρίτην του Iουνίου και όρα εκεί.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Οσία Μεθοδία η εν Κιμώλω ασκήσασα (5 Οκτωβρίου)

Οσία Μεθοδία, η εν Κιμώλω ασκήσασα
Οσία Μεθοδία, η εν Κιμώλω ασκήσασα

Δεν ήξερε την ύπαρξή της.. Είχε ακουστά για πολλούς αγίους αλλά αυτήν δεν την ήξερε. Ποτέ τίποτα σχετικό γι αυτήν δεν είχε πληροφορηθεί ή διαβάσει. Ένα πρωί από το ναό του Αγίου Δημητρίου Θεσσαλονίκης πήρε ένα κομποσχοίνι μικρό χειρός από αυτά που εφαρμόζουν στο ύψος του καρπού. Μικρά αλλά θαυματουργά. Χειροπέδα Θεού, πνευματική σιδερένια γροθιά..

Το ίδιο βράδυ είδε στον ύπνο του από ό,τι θυμάται γιατί έχουν περάσει και χρόνια πολλά μαύρα μικρά κομποσχοινάκια χειρός μέσα σε νερό.. Τ’ ανάδευσε με το χέρι.. ήταν κάτι σαν πηγή. Πήρε κάποια από αυτά ήταν μια αρμαθιά. Στη συνέχεια από απέναντι βλέπει ένα χαγιάτι ενός παλιού πέτρινου κτίσματος από όπου ερχόταν επιβλητική μοναχή με μικρή συνοδεία. Του συστήθηκε ότι είναι η Μεθοδία. Ήρθε προς το μέρος του.. Έχει περάσει καιρός και δεν θυμάται λεπτομέρειες το μόνο που του εντυπώθηκε ανεξίτηλα ήταν ότι πήγαινε σε παραλία σ΄ακτή κι έκανε άσκηση..

Έτσι έμαθε γι αυτήν στη συνέχεια πιστοποίησε την ύπαρξη της και όχι μόνο αυτό αλλά επειδή πολύ την πίστεψε και την αγάπησε για τον πονεμένο βίο της ταξίδεψε ως το νησί της την Κίμωλο με τους καλοσυνάτους ανθρώπους και προσκύνησε τόσο στην εγκλείστρα της όσο και το Ναό της Οδηγήτριας όπου η Οσία Μεθοδία είχε κι ένα εντυπωσιακό όραμα λίγο πριν την πρόωρη οσιακή κοίμηση της σ΄ηλικία μόλις 47 ετών ετελειώθη. Μετά από ένα χτύπημα στην πόρτα και καθώς η Οσία βγήκε στην αυλή του κελιού της νομίζοντας ότι έφτασε η ώρα του όρθρου και είχε καθυστερήσει, είδε την εκκλησία της Οδηγήτριας λουσμένη στο φως. Το όραμα που είδε μπαίνοντας στο εσωτερικό της ήταν άγγελοι να ανεβαίνουν στον ουρανό. Αυτή ήταν και η τελευταία της λειτουργία. 

Από το λάδι της ακοίμητης κανδήλα της γίνονταν θαύματα. Από ένα παραθύρι στο πορτόνι της έφερναν τ’ αναγκαία.

Η οσία μια αγία στο πρώτο μέρος του βίου της ήταν έγγαμη και είναι προστάτιδα των ζευγαριών και της οικογένειας ..

Αυτό που κατάλαβε είναι ότι πόνεσε για τον χαμό του άνδρα της τον έκλαψε κι αποσύρθηκε από τα εγκόσμια λαβωμένη και όχι όπως την παρουσιάζουν τα τυποποιημένα συναξάρια να τρίβει τα χέρια της από χαρά γιατί θ΄άνοιγε ο δρόμος για τον πολυπόθητο μοναχισμό. Η αγάπη είναι ο Θεός και όχι μόνο η μονόδρομη αγάπη προς το Θεό αλλά η ένσταυρη αγάπη που διασταυρώνεται με την αγάπη στο συνάνθρωπο. Ο βίος της έχει ομοιότητες με αυτόν της οσίας Ξένης της δια Χριστόν σαλής της Ρωσίδας η οποία αφού έχασε από αιφνίδιο θάνατο το σύζυγό της αποσύρθηκε από την κοσμική ζωή και περιπλανιόταν για χρόνια ολόκληρα στην Αγία Πετρούπολη φορώντας τη στρατιωτική χλαίνη τους ανδρός της κι απαντώντας με το όνομά του όταν της απευθύνονταν Αντρέι Θεοντόροβιτς. Αλλά παράλληλος είναι κι ο βίος της Οσίας Σοφίας Κλεισούρας από τον Πόντο που αφιερώθηκε στο Θεό μετά από κλήση της Παναγίας κι αφού έχασε στον πόλεμο τον άνδρα της και είχε τραγικό τέλος και το μοναχοπαίδι της.

Η Οσία Μεθοδία ασκήτευσε κλεισμένη στο ερημικό κελί της, στο «Στιάδι», στο (ακατοίκητο) Μέσα Κάστρο της Κιμώλου, πλάι στον Ιερό Ναό της Γεννήσεως του Κυρίου, ο οποίος χρονολογείται από το 1592.

Από την Οσία Μεθοδία διασώθηκαν δείγματα πνευματικής γραφής σε κάποιες επιστολές που είχε σ΄αλληλογραφία και επίσης έχουμε και τη φωτογραφία της.

Οσία Μεθοδία μελωδία μεθόδευε τη λύση κάθε προβλήματος...Η Κίμωλος είναι το λευκό νησί της κιμωλίας όπου η Οσία έγινε άξια διδασκάλισσα του θείου…

Πηγή: https://dimpenews.com/2023/10/04/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 4 Ὀκτωβρίου 2023

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΜΠΑΔΙΣΤΟΥ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5:22 – 6:2

Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΙΩΑΝΝΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΛΑΜΠΑΔΙΣΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
11: 27-30

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· Πάντα μοι παρεδόθη ὑπὸ τοῦ πατρός μου· καὶ οὐδεὶς ἐπιγινώσκει τὸν υἱὸν εἰ μὴ ὁ πατήρ, οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι. Δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι, κἀγὼ ἀναπαύσω ὑμᾶς. ἄρατε τὸν ζυγόν μου ἐφ’ ὑμᾶς καὶ μάθετε ἀπ’ ἐμοῦ, ὅτι πρᾷός εἰμι καὶ ταπεινὸς τῇ καρδίᾳ, καὶ εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γὰρ ζυγός μου χρηστὸς καὶ τὸ φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Βίος του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού (4 Οκτωβρίου)

Ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής. Τοιχογραφία στο ναό του Αρχαγγέλου στη Γαλάτα
Η αργυρεπίχρυση προσκυνηματική εικόνα του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού (1776)

Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής γεννήθηκε και ανατράφηκε στη νήσο των Κυπρίων, τον καιρό της βασιλείας του Νικηφόρου. Καταγόταν από μια κωμόπολη, που ονομαζόταν Λαμπάδα, από γονείς ευσεβείς και θεοφοβούμενους. Ο πατέρας του ήταν ιερέας και ονομαζόταν Κυριακός, η δε μητέρα του Άννα. Και οι δύο ήσαν ευλαβείς άνθρωποι.

Όταν ήσαν νέοι είχαν αποκτήσει παιδιά, γιους και κόρες, και αργότερα, στα γεράματά τους, απέκτησαν τον μακάριο Ιωάννη. Μετά τη γέννησή του, η μητέρα του δεν έκανε άλλα παιδιά. Όταν μεγάλωσε το παιδί, ο πατέρας του το έστειλε να μάθει τα ιερά γράμματα. Μέσα σε λίγο χρόνο, ο Ιωάννης μπορούσε να διαβάζει καθαρά τα πάντα και να καταλαβαίνει όλη τη δύναμη των ιερών γραμμάτων.

Τότε, οι γονείς του τον στείλανε για ν’ αρραβωνιαστεί με μια κοπέλα σε άλλο χωριό της ίδιας περιοχής. Αφού έγινε αυτό, βάζει διαβολή ο μισόκαλος και πονηρός διάβολος, με σκοπό να παρακινήσει εναντίον του, με φθόνο και βασκανία, τους γονείς της κοπέλας με την οποία επρόκειτο να τον αρραβωνιάσουν. Έτσι, με σατανική ενέργεια, αφού τα πεθερικά του αγόρασαν ψάρι και παρασκεύασαν με τις γητειές τους, του το έδωσαν να το φάει κι ευθύς έχασε το φως του. Στη συνέχεια, τα πεθερικά μηνούν στον πατέρα του δίκαιου πως ο γιος του τυφλώθηκε. Κι όταν ο πατέρας του ήρθε κι είδε τα μάτια του γιου του, έκλαψε πικρά. Το ίδιο κι η μητέρα και τα αδέλφια του που θρηνούσαν κι έλεγαν : «Αλλοίμονο σε μας τους ταπεινούς κι αμαρτωλούς! Από που έπεσε αυτό το κακό πάνω στο παιδί μας που ήταν η χαρά μας; Πως έτσι κατάντησε η όψη του γιου μας; Για τις δικές μας αμαρτίες τυφλώθηκε ο γιός μας!». Έτσι πολύ τον θρήνησαν, αναλογιζόμενοι το τρομερό γεγονός που συνέβη στο δίκαιο Ιωάννη. Από κείνη λοιπόν τη μέρα, τον πήραν οι γονείς του στο σπίτι τους και του έδωσαν ένα υπηρέτη. Κι ο υπηρέτης είχε το ίδιο όνομα με τον δίκαιο.

Όσο για τον άγιο, αυτός τα υπέμενε όλα και καρτερικά ευχαριστούσε τον Θεο, όπως ο μέγας Ιωβ. Το φαγητό του το έδινε πάντα στους φτωχούς, ενώ αυτός έτρωγε ελάχιστα, ακολουθώντας τον νόμο της φύσης. Κι αφού έπαιρνε τροφή κάθε τρεις η τέσσερεις μέρες, περισσότερο τρεφόταν από τη Χάρη του Παναγίου Πνεύματος. Έζησε δε με τέτοια καρτερία για δώδεκα χρόνια, διάγοντας τη ζωη του με άσκηση, αγνότητα, προσευχή, ησυχία και θεωρία· μετέχοντας στις χορείες των αγγέλων κι έχοντας μεγάλη χαρά για τη χάρη του Παναγίου Πνεύματος που τον επισκέφθηκε φωτίζοντάς του τη διάνοια.

Κάποια μέρα, όταν κόντευε ο δίκαιος να παραδώσει την ψυχή του στον Κύριο, λέγει στον υπηρέτη του: «παιδί μου, βλέπω έναν αετό χρυσόφτερο να πετά γύρω μου και με τούτο το σημείο προσδοκώ, πως αύριο, μετά το μεσημέρι, θ’ αφήσω τούτη τη ζωή και θα πάω στον Κύριο». Κι αμέσως λέει στον υπηρέτη : «πήγαινε στο αμπέλι και φέρε μου ένα τσαμπι, το καλύτερο που θα βρεις!». Κι ο υπηρέτης του λέει : «Κύριέ μου, ο πατέρας σου δεν ήρθε ακόμα στο αμπέλι να διαβάσει την ευχή». Γιατί συνήθιζε ο μακάριος Κυριακός κάθε χρόνο να μπαίνει πρώτος στο αμπέλι και να διαβάζει ευχή και μετά ακολουθούσαν οι άλλοι για να μαζέψουν τους καρπούς του αμπελιού. Όμως ο δίκαιος Ιωάννης, θέλοντας με το γεγονός αυτό να δείξει σημείο της ενέργειας και της θέλησης του Αγίου Πνεύματος που κατοικούσε μέσα του, λέγει πάλι στον υπηρέτη : «Σύρε και φέρε μου ένα τσαμπί και μη φοβάσαι!». Κι ο υπηρέτης πήγε στο αμπέλι κι έφερε το σταφύλι στον άγιο, ο οποίος χάρηκε που το πήρε και αφού το ευλόγησε άρχισε να τρώει. Έτυχε όμως την ώρα εκείνη να τον δει ο πατέρας του να τρώει το σταφύλι. Και ταράχτηκε ο πατέρας του μόλις τον είδε. Και σήκωσε το χέρι και τούδωσε ένα χαστούκι, λέγοντάς του : «Τυφλέ, πως έστειλες τον υπηρέτη να κόψει σταφύλι πριν δοθεί η ευχή στο αμπέλι;». Κι άγιος υπέμεινε σιωπώντας, χωρίς να ειπεί τίποτα. Τότε λέει ο άγιος στον υπηρέτη του : «Παιδί μου, πάρε το τσαμπί που μου έφερες, και πήγαινε στο αμπέλι και κόλλησέ το εκεί απ’ όπου το έκοψες». Κι ο υπηρέτης έκαμε όπως του είπε, πήγε στο αμπέλι και έβαλε το τσαμπί στο σημείο απ’ όπου το έκοψε κι ευθύς, με την πρεσβεία του αγίου και με τη χάρη του Θεού, ξανακολλήθηκε το τσαμπί εκεί που ήταν προηγουμένως. Βλέποντας αυτό το θαύμα ο υπηρέτης φώναζε για πολύ ώρα μεγαλοφώνως το, «Κύριε ελέησον». (Κι από τότε λοιπόν, σ’ όλα τα κλήματα, στο σημείο εκείνο που ενώθηκε το τσαμπί με το κλήμα,  φαίνεται μια τομή, γι’ αυτό και το τσαμπί κόβεται αμέσως και χωρίς δυσκολία). Όταν είδε ο υπηρέτης αυτό το θαύμα, πως δηλαδή κρεμάσθηκε ξανά το τσαμπί στο κλήμα, επέστρεψε αμέσως τρέχοντας στον άγιο και τον βρήκε πεθαμένο, όπως ακριβώς είχε προείπει. Διότι ήταν μεσημέρι.

Όταν έμαθαν το γεγονός οι γονείς του, έσπευσαν να ’ρθούν και φτάνοντας τον βρήκαν νάχει τελειωθεί. Κήδεψαν λοιπόν το τίμιο του λείψανο με πολλούς ιερείς και πολύ κόσμο και το έθαψαν στον ναό του Αγίου Ηρακλειδίου. Κι αφού πέρασαν πολλές μέρες, μερικοί έβλεπαν στο μνήμα του αγίου ένα λαμπρό φως για πολλές νύχτες, και για το θαύμα αυτό πληροφόρησαν και τον μακάριο Κυριακό. Ο οποίος ταπεινώνοντας  τον εαυτό του έλεγε : «Πλανάσθε, αδελφοί μου, γιατί αυτό το φως είναι το φως απ’ τα καντήλια». Εκείνοι πάλι του έλεγαν : «Αυτό το φως που βλέπουμε, βγαίνει απ’ τον τάφο του γιου σου».

Ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής. Τοιχογραφία στο ναό του Αρχαγγέλου στη Γαλάτα

Ύστερα απ’ όλ’ αυτά, ήρθαν κάποιοι σεληνιασμένοι ρωτώντας να βρουν τον τάφο του αγίου Ιωάννη και λέγοντας: «Που είναι το σώμα του αγίου και δίκαιου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, για να το προσκυνήσουμε και να βρούμε τη γιατρειά μας;». Και στέκοντας πάνω από τον τάφο χτυπούσαν επάνω τους και προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να βρούνε τα λείψανά του. Όταν τ’ άκουσε αυτά ο μακάριος Κυριακός ταράχτηκε πολύ και πήγε και τους έκανε παρατήρηση. Εκείνοι όμως περισσότερο χτυπιόντουσαν λέγοντας : «Δεν φεύγουμε πάτερ, ώσπου να θεραπευθούμε και να φανερώσουμε τον κρυμμένο θησαυρό, διότι γι’ αυτό το θησαυρό σταλήκαμε εδωπέρα». Αφού πείσθηκε με μεγάλη δυσκολία ο μακάριος Κυριακός, τους είπε: «Αν ήρθατε εδώ με συνέργεια του Κυρίου, ας γίνει όπως θέλετε». Τότε, μαζεύτηκαν όλοι εκείνοι που έβλεπαν το φως στο μνήμα του αγίου και, μαζί με τους δύο εκείνους άνδρες, πήρανε σκαπάνες κι αφού άνοιξαν τον τάφο του αγίου Ιωάννη βρήκανε τ’ άγιά του λείψανα -μάλιστα η καρδιά του ήτανε σώα και άφθορη, σαν ξερό σύκο- και τα κατέθεσαν στο ναό του Αγίου Ηρακλειδίου. Οι σεληνιαζόμενοι τότε βρήκαν την υγεία τους, και γεμάτοι χαρά κι αγαλλίαση, ευχαρίστησαν τον Θεό και τον άγιο κι έφυγαν. Από τότε λοιπόν, πολλά και μεγάλα θαύματα γίνονταν στον λαό από τον άγιο, τα οποία ο πατέρας του δεν πίστευε.

Κάποια μέρα λοιπόν, ο πατέρας του, αφού προηγουμένως είχε φάει κρέας και ήρθε να προσκυνήσει τα λείψανα του γιου του, αμέσως έσπασαν τα δόντια του. Από τότε ο πατέρας κι η μητέρα του Αγίου άρχισαν να έρχονται κάθε μέρα και να προσκυνούν τα λείψανα του γιου τους και να προσεύχονται εκεί.

Κάποια άλλη μέρα, ενώ στεκόταν ο μακάριος Κυριακός εκεί όπου ήσαν τα λείψανα του αγίου, άκουσε μια φωνή να του λέει : «Πήγαινε στον ναό της Αγίας Μεγαλομάρτυρος Αναστασίας, δες πως είναι φτιαγμένος κι ύστερα φτιάξε και για μένα έναν ναό παρόμοιο μ’ εκείνον, σ’ αυτόν εδώ τον τόπο!». Τότε, αφού έφερε ο τιμιώτατος εκείνος άνδρας κτίστες, έκτισε τον ναό του Αγίου Ιωάννη, μέσα στον οποίο και κατέθεσαν τα άγιά του λείψανα. Ύστερα, έκτισαν και δεύτερο ναό, του Αγίου Ηρακλειδίου, πολύ ωραίο και κοντά στον πρώτο, για νάρχεται το πλήθος του ορθόδοξου λαού, να δοξολογεί τον Κύριο και Θεό και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό και τον δούλο Του τον ξακουστό για τα θαύματα Ιωάννη. Και μέσα σ’ αυτό τον άγιο και πανσεβάσμιο ναό, συναθροίζεται κάθε χρόνο τη μέρα της μνήμης του Αγίου και ενδοξότατου Ιωάννη, ο ορθόδοξος λαός του Θεού και αναπέμπει δοξολογία.

Τότε ο μακάριος Κυριακός κάλεσε ένα άριστο ζωγράφο, απ’ τους καλύτερους τεχνίτες, να ζωγραφίσει τη μορφή (εικόνα) του Αγίου Ιωάννη. Κι αφού ήρθε ο ζωγράφος στο ναό του αγίου κάθισε και τον απασχολούσε με ποιό σχήμα θα έπρεπε να αποδώσει τη μορφή του Αγίου. Κι αφού ο Άγιος τον είδε σκεφτικό, του εμφανίστηκε ως εξής : ενώ δηλαδή καθόταν ο άνθρωπος εκείνος στον ναό του αγίου, βλέπει κάποιον νεαρό να μπαίνει στον ναό, ντυμένος σαν νοτάριος και να στέκει στη μέση του ναού, κι ύστερα από λίγο να εξαφανίζεται. Τότε, αφού κατάλαβε ο άνθρωπος εκείνος ότι αυτός που παρουσιάστηκε ήταν ο ίδιος ο άγιος, ζωγράφισε τον άγιο Ιωάννη σύμφωνα με την μορφή που είδε.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, 13ος αιώνας

Κι από τότε φαίνεται σε όσους τον βλέπουν σαν ζωντανή στήλη και σαν εικόνα που έχει πνοή. Και μέσω του γίνονται πολλά και μεγάλα θαύματα στον ναό, που η γραφή μας δεν μπορεί εδώ να ιστορήσει, γιατί είναι υπερφυσικά. Διότι θεραπεύει κάθε είδους αρρώστιες, διώχνει δαιμόνια, χαρίζει τη θωριά σε τυφλούς, θεραπεύει ασθενείς. Βρίσκεται πάντα προστάτης και φύλακας όλων των περιχώρων της Μαραθάσας κι οδηγός σωτήριος. Κι όπως ο βοσκός φροντίζει τα πρόβατα, έτσι φροντίζει το ποίμνιο που του εμπιστεύτηκε ο Κύριος. Σαν πιστός και φρόνιμος οικονόμος, δίνει έγκαιρα τροφή σ’ όσους χρειάζονται, στον καιρό των αναγκών και θλίψεων. Γίνεται επιθυμητός στους φίλους του, φοβερός και ποθητός φαίνεται σ’ όσους τον πλησιάζουν, κι όχι μόνο σ’ όσους είναι κοντά, αλλά και σ’ εκείνους που είναι μακριά· και σε πολλούς παρουσιάστηκε, οδηγώντας τους προς το πνευματικό τους συμφέρον. Κι επιτελεί μεγάλα και παράδοξα και υπερφυσικά θαύματα, στον ουρανό όσο και στη γη, κατά τρόπο που να προκαλεί κατάπληξη σε όσους τα ακούν και τα σκέφτονται. Γιατί τότε γνωρίζουν τη δύναμη και την ενέργειά του, και με τα θαύματα φαίνεται πόσο μεγάλος και ποθητός είναι. Και γι’ αυτόν χαίρεται όλη η νήσος της Κύπρου, έχοντας τέτοιο μεγάλο προστάτη και βοηθό, θερμό αντιλήπτορα και υπερασπιστή, θεραπευτή των ψυχών και των σωμάτων. Γιατί όπως και πριν την κοίμησή του, ενώ ζούσε ακόμα, ήταν ελεήμονας και φιλόξενος και κηδεμόνας και ευεργέτης, έτσι και τώρα αναδεικνύεται για όλους χαρίζοντας σ’ όσους μας τον θείο του ναό σαν άλλο παράδεισο.

Η Κάρα του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή

Και γι’ αυτό, οι πιστοί και ορθόδοξοι με πολλή προθυμία μαζεύονται στον πάνσεπτο ναό του, με όλη την οικογένειά τους, κι αναπέμπουν δοξολογία και ευχαριστία στον μόνο Θεό, που έκανε ν’ ανατείλει αυτό το υπέρλαμπρο άστρο, ο ξακουστός για τα θαύματα Ιωάννης ο ένδοξος, που φωτίζει τις ψυχές και τα σώματά μας. Διότι όλοι όσοι έρχονται κοντά του γνωρίζουν, όλα όσα είπαμε πιο πάνω, από τα οποία αναφέραμε μονάχα ένα μικρό μέρος για λόγους συντομίας. Και τη μέρα την ένδοξης μνήμης του γιορτάζουμε κι εμείς με μεγάλη χαρά και πανηγυρίζουμε. Γι’ αυτό ας φωνάξουμε όλοι με φωνή αγαλλίασης:

Με τις πρεσβείες του Αγίου Ιωάννη, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς, ως μόνος αγαθός και φιλάνθρωπος. Αμήν.

Πηγή: Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής (Βίος – Η Ιερά Μονή του – Παρακλητικός Κανών), εκδ. Θεομόρφου.

(Απόδοση του αρχαίου κειμένου στην Νέα Ελληνική: Γιώργος Κυθραιώτης)

Η ζωή δεν τελειώνει ποτέ (Εορτή Οσίου Ιωάννου Λαμπαδιστού, 4.10.2019)

Η αργυρεπίχρυση προσκυνηματική εικόνα του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού (1776)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στην αρχιερατική Θεία Λειτουργία της εορτής του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού, που τελέσθηκε στην ομώνυμη πανηγυρίζουσα ιερά μονή παρά της κοινότητος Καλοπαναγιώτη της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου (4.10.2019)

Η αργυρεπίχρυση προσκυνηματική εικόνα του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού (1776)

Οι πρωτινοί άνθρωποι και οι καλόγεροι οι παλαιοί έλεγαν καλό Παράδεισο, καλό θάνατο και καλή αιώνια ζωή. Γιατί, ήταν άνθρωποι που τους πληροφορούσε η καρδία τους ότι, η αληθινή ζωή, η μεγάλη χαρά απ᾿ όλες τις χαρές μεγαλύτερη είναι η είσοδος εις την ευλογημένη βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Όμως εμείς με την κοσμικότητά μας, με τες πολλές μας μέριμνες, με την ακατάστατη μετάνοιά μας που δεν καταστήθηκε ακόμα, έχομε όντως αυτό που λεν οι ψάλτες μας ανάγκη, τα πολλά χρόνια, για να έχομε περισσότερο χρόνο και ευκαιρίες μετανοίας. 

Βλέπετε ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδόνυμος τελειωθείς εν ολίγω, επλήρωσε χρόνους μακρούς. Μέσα σε λίγα χρόνια εκατόρθωσε την αγιότητα, όταν άλλοι εχρειάστηκαν έτη και έτη για να κατορθώσουν αυτή την αγιότητα. Είναι ένα μεγάλο μυστήριο αυτό. Δεν μπορεί να εξηγηθεί λογικά. Πώς ένας άγιος Αντώνιος ο μέγιστος των οσίων, τον εκράτησε ο Θεός εκατόν πέντε χρόνια. Και τον άγιο Ιωάννη μας τον Λαμπαδόνυμο, ούτε εικοσιπέντε. Και τον εθέρισε. Αλλά και οι δύο μετέχουν εις την αγιότητα του Τριαδικού Θεού. Αυτά τα λέω πρώτα για τον εαυτό μου και μετά και για σας, κλήρο και λαό. Μην ξεχνούμε τον στόχο μας. Μη μας ξεγελά η τεχνολογία, η σύγχρονη ιατρική με τα φάρμακά της, η γυμναστική και η υγεία. Όχι τέτοια. Να θυμόμαστε ότι η προοπτική μας είναι η αγιότητα και ότι παραχωρήσει, ότι επιτρέψει, ότι ευδοκήσει ο Θεός, όπως και να εκφράσει το θέλημά Του. Είτε κατ᾿ ευδοκίαν είτε κατά παραχώρηση, εμείς να το δεχτούμε. Μήπως ο άγιος Ιωάννης όταν εξεκίνησε τη ζωή του, ήξερε ότι θα τυφλωθεί; Και μάλιστα άδικα από κακόγνωμο άνθρωπο που κατέφυγε στους μάγους. Και όμως, αξιοποίησε την τύφλωσή του, ήλθεν εδώ, έκαμε τον πρώτο του πόθο που ήταν η άσκησις και μέσα σε λίγα χρόνια εκατόρθωσε το ποθούμενο. 

Έτσι και σε μας, ότι παραχωρήσει ο Θεός. Ασθένειες, πρόωρους θανάτους, θλίψεις, φυλακές, συκοφαντίες, διωγμούς, προσφυγές, φτώχιες, μοναξιές, δύσκολα γηρατεία; Ότι επιτρέψει ο Θεός. Να το δούμε όχι ως τιμωρία. Οι Χριστιανοί που εξομολογούνται δεν σκέφτονται ενοχικά. Να το δούμε ως ευλογία, ως ευκαιρία για να αυξηθεί η ευλογία του Θεού, ο σταυρός του Χριστού εις την αίσθηση του βίου μας του επίγειου για να έχει η ουράνια ζωή μας, η αιώνια ζωή μας δικαιώματα. Ο άνθρωπος που σταυρώνεται εκούσια, εθελούσια σ᾿ αυτή τη ζωή, έχει δικαιώματα μεγάλα εις την άλλη ζωή.

Γι αυτό, παρακαλώ την αγάπη σας και εύχεστε και σεις για μας που λέμε τους μεγάλους λόγους και τα μεγάλα κηρύγματα, όταν έρχονται οι δύσκολες ώρες, να έχομε υπομονή, να έχομε την πίστη των αγίων και ευχαριστιακή διάθεση. Και αν γογγύζουμε ως άνθρωποι και ας στενοχωρούμεθα, να μετανιώνουμε. Να μετανιώνουμε. Είναι μεγάλη υπόθεση να παρακολουθούμε την καρδία μας. Είναι το μεγαλύτερο. Με γρήγορον νοῦν, σώφρονα λογισμόν, καρδίαν νήφουσα, όπως διαβάζουμε στο απόδειπνο. 

Έτσι έζησε τη ζωή του ο άγιος Ιωάννης. Τη σύντομη ζωή του. Και τον επροίκισε ο Θεός με φήμη, χίλια χρόνια τώρα, γενεές έρχονται πιστών και γενεές φεύγουν. Θυμούμαι που πρωτοήλθα εδώ ως Μητροπολίτης  του τόπου με μαύρα γένια, τριάντα έξι ετών. Τώρα χάριτι Θεού, είμαστε πενήντα οχτώ σχεδόν, με άσπρα γένια. Ο άγιος Ιωάννης είναι εδώ. Είτε είμαι τριάντα έξι, είτε είμαι πενήντα οχτώ, είτε αύριο γίνω εξήντα οχτώ, είτε αύριο μπω στον τάφο, που θα μπω. Ο άγιος Ιωάννης θα είναι εδώ και για τον επόμενο Μητροπολίτη Μόρφου και τον μεθεπόμενο, περιμένοντας τη Δευτέρα Παρουσία του Σωτήρος Χριστού. Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καὶ ζωὴν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος. Και αυτά τα λείψανα που βλέπετε ασημοστόλιστα, άλλα μέσα στον τάφο εκεί πίσω από την κάρα του αγίου, άλλα μέσα στις αργυρεπίχρυσες λειψανοθήκες, όλα αυτά θα αναστηθούν και θα επανενωθούν με την αθάνατη ψυχή του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή. Του Τιμίου Προδρόμου. Και το δικό μας λείψανο. Ας είναι μέσα στον τάφο ένας κόκκος, ένα σπυρί, ένα λουβίδι όπως είναι η αρχαία Ομηρική διάλεκτος της Κύπρου. Και αυτό έχει τη δύναμη, Αυτός που δημιούργησε από το μηδέν να αναστήσει ολόκληρο σώμα και να το επανενώσει με την αθάνατο ψυχή μας. 

Να γιατί αγάπησε την αγιότητα ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής και κάθε άγιος και κάθε Χριστιανός. Να γιατί αγάπησε τη δοκιμασία του να μην βλέπουν τα μάτια του τα επίγεια. Για να βλέπουν τα ουράνια, τα καρδιακά του, τα ψυχικά του μάτια το άκτιστο φως του Τριαδικού Θεού. Φῶς ὁ Πατήρ, φῶς ὁ Λόγος, φῶς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ο Θεός να μας αξιώσει να είμαστε στη συνοδεία του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή. Και να ξέρετε, στον ουρανό υπάρχει συνεχής Θεία Λειτουργία. Και οι άγιοι καταξιώνονται και βλέπουν πρόσωπο προς πρόσωπο τον ίδιο τον Χριστό, αφού είναι σαρκωθείς Λόγος, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. 

Τι μεγάλο δώρο! Τι κάνουμε για να προσκυνήσουμε την εικόνα του Χριστού. Σκέψου τον ίδιο τον Χριστό εις την αιώνια ζωή. Και να γνωρίσουμε όλη τη δύναμη της Ἁγίας Τριάδος σιγά-σιγά και να μην έχει τέλος αυτή η γνώση. Και να μην έχει τέλος αυτή η όρασις. Και να μην έχει τέλος αυτή η βασιλεία. Πώς λέει το Πιστεύω. Καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος. Δεν τελειώνει δηλαδή. Αυτό σημαίνει. Εμείς κάνουμε αμάν, να πιούμε έναν καφέ. Και μόλις πιούμε τον καφέ λέμε, ε, τέλειωσε ο καφές. Σκεφτείτε, να μην τελειώνει η απόλαυση του Θεού μας. Τα λέω αυτά, για να μην νομίζουμε ότι είναι θεωρίες η αιώνια ζωή, ότι είναι θεωρίες η αγιότητα και ότι ερχόμαστε στους αγίους να θεραπεύσουν μόνο τα χέρια μας και τα πόδια μας και τα στομάχια μας. Και αυτά χρειάζονται, δεν λέω, την ίαση. Αλλά μπορούμε να κάμουμε υπομονή την αρρώστια μας. Και να μην γιάνουμε είναι καλύτερα. Εάν έχουμε και τη δύναμη του αγίου Παϊσίου, να Του πούμε, δώσε μου στα τέλη μου και έναν καρκίνο να συμπονώ μαζί με όλους τους καρκινοπαθείς. Ή μια λευχαιμία με όλους τους λευχαιμικούς αδελφούς μας. Έτσι είπε ο άγιος Παΐσιος. Και του το έδωσε ο Θεός. Εμείς βέβαια δεν μπορούμε με την καρδιά μας να ζητήσουμε γιατί μπορεί να μην το αντέξουμε. Να ζητούμε κατά τη δύναμη μας. Ή, όταν επιτρέψει, το πρώτο που θα Του πούμε, Χριστέ μου, δώς᾿ μου την υπομονή και την πίστη των αγίων. Για να σηκώσω το σταυρό μου με πίστη, με εμπιστοσύνη όπως η άγιοι. Όπως εσήκωσε το σταυρό του ο άγιος Ιωάννης. Έτσι λοιπόν θα έχομε και εμείς μερίδα από την αγιότητα του αγίου μας και γιατί όχι, να είμαστε στη συνοδεία ενός από τους αγίους που αγαπήσαμε. Όποιον άγιο αγαπήσαμε περισσότερο, στη συνοδεία αυτού θα καταταχτούμε και θα συλλειτουργούμε μαζί του και θα συγχαιρόμεθα μαζί του. Τι ωραία πράγματα! Αυτή είναι η εμπειρία του ουρανού. Αυτά μας τα λεν άνθρωποι που τα ζουν. Και παλαιότερα και τώρα. Και χαίρονται την ευλογημένη βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος από αυτή τη ζωή. Την προγεύονται. 

Και αυτή η ωραία λειτουργία που κάμαμε σήμερα εδώ, ωραιοτάτη. Όλοι το αισθανθήκατε. Και εμείς μέσα και εσείς έξω. Όλοι είμαστε ποίμνιο τοῦ Σωτῆρος Χριστού. Αυτός είναι ο ποιμένας. Αυτός είναι ο προσφερόμενος. Αυτός είναι ο δωρεοδότης που μας έδωσε το σώμα Του και το αίμα Του. Και ενωθήκαμε όλοι με αυτό το αίμα και γίναμε αδέλφια.

Γι αυτό να έχετε έγνοια. Να συγχωρούμε για να μπορούμε να κοινωνούμε τακτικά. Η προϋπόθεση της κοινωνίας και επικοινωνίας με τον Χριστό δεν είναι η νηστεία. Η νηστεία είναι ασκητική μέθοδος που όρισε η Εκκλησία σε συγκεκριμένες ημέρες. Τετάρτη, Παρασκευή, δεκαπέντε μέρες τον δεκαπενταύγουστο, σαράντα πριν τα Χριστούγεννα, πενήντα πριν το Πάσχα. Αυτό που είναι προϋπόθεση της κοινωνίας με το Θεό, είναι η καταλλαγή, η συμφιλίωση, η συγχώρεση. Για να χωρέσει μέσα μας Αυτός, ο Οποίος προσφέρεται σε κάθε Θεία Λειτουργία. 

Το εύχομαι σε σας και δι ευχών του αγίου Ιωάννη του Λαμπαδόνυμου και όλων των αγίων, εύχεστε και για μας.

Μνήμη του Aγίου Iεροθέου, Eπισκόπου Aθηνών (4 Οκτωβρίου)

Άγιος Ιερόθεος, Επίσκοπος Αθηνών. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Iεροθέου, Eπισκόπου Aθηνών

Iερόθεος ιερώθη σοι πάλαι,
Nυν δ’ αυ μεταστάς και συνήφθη σοι Λόγε.
Hοί (ήτοι τη ημέρα) σήμα κάλυψε τετάρτη Iερόθειον.

Άγιος Ιερόθεος, Επίσκοπος Αθηνών. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον από τας Aθήνας, ένας από τους εννέα βουλευτάς του εν τω Aρείω Πάγω κριτηρίου, καθώς ήτον και ο θείος Διονύσιος ο μαθητής του. Προκατηχηθείς δε την εις Xριστόν πίστιν από τον Aπόστολον Παύλον, και βαπτισθείς, χειροτονείται Eπίσκοπος Aθηνών. Aυτός δε πάλιν μυσταγωγεί τελειότερον τα περί Xριστού δόγματα τον Aρεοπαγίτην Διονύσιον. Oύτος ο μακάριος παρεγένετο εις την Kοίμησιν της Yπεραγίας Θεοτόκου διά νεφέλης, μετά των Aποστόλων και των Iσαποστόλων Iεραρχών. Kαι ήτον έξαρχος μετά τους Aποστόλους, των θείων υμνωδιών, όλος εκδημών, όλος εξιστάμενος εαυτού, και την προς τα υμνούμενα κοινωνίαν πάσχων. Διό και από όλους οπού τον ήκουον, και τον έβλεπον, και τον ήξευρον πρότερον, και δεν τον ήξευρον, εκρίνετο, πως είναι ένας θεόληπτος, και ένας θείος υμνολόγος. Kαθώς ταύτα λέγει αυτολεξεί ο μαθητής αυτού μέγας Διονύσιος ο Aρεοπαγίτης εν τω γ΄ κεφαλαίω περί θείων ονομάτων. Kαλώς λοιπόν και θεοφιλώς πολιτευσάμενος, και ευφράνας τον Θεόν με την θεάρεστον αυτού πολιτείαν και τα κατορθώματα, προς αυτόν εξεδήμησεν1.

Σημείωση

1. Eις τον μέγαν τούτον Iερόθεον έπλεξεν εγκώμιον γλαφυρόν ο σοφός Eυθύμιος ο Ζυγαδηνός. Όπερ ευρίσκεται ανέκδοτον εν τοις Πανηγυρικοίς της Mεγίστης Λαύρας, του Kοινοβίου της του Aγίου Διονυσίου Mονής, και εν τοις του Bατοπαιδίου, και Iβήρων, ου η αρχή· «Iερόθεον επαινέσομαι τον ιερόν του Θεού άνθρωπον, δίκαιον γαρ». Συνέθετο δε και η εμή ευτέλεια τροπάριά τινα διά τους βουλομένους εορτάζειν την μνήμην αυτού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)