Αρχική Blog Σελίδα 140

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, πατριάρχης Ἀλεξανδρείας (610-619), ὁ ἐξ Ἀμαθοῦντος. Ὁ βίος του καὶ οἱ πρῶτοι βιογράφοι του

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (13ος αἰ.). Νωπογραφία καθολικοῦ μονῆς Ἁγίου Νικολάου τῆς Στέγης, Κακοπετριὰ

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης Ἐλεήμων (17ος αἰ.). Φορητὴ εἰκόνα, ἔργο τοῦ ζωγράφου Ἐμμανουὴλ Τζανφουρνάρη. Ναὸς Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Λάρνακα

1. Ὁ βίος τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, τὰ ἔργα του καὶ ἡ ἐποχή του

Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, μὲ τὸν θαυμαστὸ βίο καὶ τὰ ἔνθεα ἔργα του ἔχει ἀναμφίβολα σφραγίσει ἀνεξίτηλα τὴ βυζαντινὴ ἱστορία τοῦ 7ου αἰώνα, ἑνὸς πολυτάραχου ὅσο καὶ σημαίνοντος αἰώνα, τόσο ἐκκλησιαστικά, ὅσο καὶ πολιτικά, καταλείποντας ἀπαράμιλλο ὑπόδειγμα ἁγιότητας πρὸς μίμηση.

Ὁ ἅγιος καταγόταν ἀπὸ τὴν περιώνυμη ἀρχαία πόλη τῆς Ἀμαθοῦντος, τῆς ὁποίας τὰ ἐκτεταμένα κατάλοιπα ἁπλώνονται σήμερα στὴ νότια ἀκτὴ τῆς Κύπρου καὶ περὶ τὰ δέκα χιλιόμετρα ἀνατολικὰ τῆς πόλης Λεμεσοῦ. Ἡ Ἀμαθοῦντα ὑπῆρξε μία ἀπὸ τὶς δεκατέσσερεις ἐπισκοπὲς τῆς χριστιανικῆς νήσου, οἱ ὁποῖες ἐμφανίζονται νὰ λειτουργοῦν ὀργανωμένες ἤδη ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ τετάρτου αἰώνα. Σὲ ἀκμὴ βρισκόταν μέχρι καὶ τὸν ἕβδομο αἰώνα, ὁπόταν καταστρέφεται κατὰ τὶς πρῶτες ἀραβικὲς ἐπιδρομές, καὶ τότε χάνει καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς κατοίκους της. Ὡστόσο, ἡ ἐπισκοπικὴ ἕδρα Ἀμαθοῦντος ἐξακολουθεῖ νὰ ὑφίσταται μέχρι καὶ τὸ τέλος τῆς βυζαντινῆς κυριαρχίας στὴν Κύπρο (12ος αἰ.), ἂν καὶ ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 7ου αἰώνα φαίνεται πὼς ἡ πόλη ἐγκαταλείπεται ὁριστικὰ καὶἐρημώνεται, ἐνῶ στὴ θέση της ἀναπτύσσεται ἡ παρακείμενη Νεάπολις-Λεμεσός, ἡ ὁποία ἀποτέλεσε καὶ τὴ φυσικὴ διάδοχό της.

Ὁ Ἰωάννης γεννήθηκε περὶ τὰ μέσα τοῦ 6ου αἰώνα σὲ ἀριστοκρατικὴ οἰκογένεια, ἀπὸ εὐσεβεῖς καὶ εὔπορους γονεῖς, ποὺ τὸν ἀνέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Ὁ πατέρας του, ποὺ ὀνομαζόταν Ἐπιφάνιος, ἦταν ὁ ἄρχων (κυβερνήτης) τῆς Κύπρου. Ὅταν ὁ ἅγιος ἔφθασε σὲ νόμιμη ἡλικία καὶ εἶχε ἤδη μετάσχει τῆς ἐκκλησιαστικῆς, ἀλλὰ καὶ τῆς θύραθεν σοφίας, κατόπιν πίεσης τῶν γονέων του νυμφεύθηκε καὶ ἀπέκτησε καὶ τέκνα. Σύντομα ὅμως ἀπέθαναν τὰ τέκνα του, ὕστερα δὲ καὶ ἡ συμβία του.

Ὁ εὐλογημένος Ἰωάννης δὲν γόγγυσε κατὰ τοῦ Θεοῦ, οὔτε ἀπελπίστηκε, ἀλλὰ δέχθηκε τὶς δοκιμασίες αὐτὲς ὡς ἀπὸ θεϊκὴ πρόνοια καί, ἀφοῦ εὐχαρίστηκε τὸν Κύριο, ἀφοσιώθηκε ἔκτοτε πλήρως σ᾽ Αὐτόν. Ἔγινε δὲ εὐάρεστος σὲ ὅλους, εἰρηνοποιώντας τοὺς ἀντιμαχόμενους, βοηθώντας τοὺς ποικιλότροπα πάσχοντες καὶ ἐλεώντας πτωχοὺς καὶ χῆρες καὶ ὀρφανά. Καί, ὅπως ὁμολόγησε ἀργότερα ὡς πατριάρχης στὴν Ἀλεξάνδρεια, στὴ μεγάλη ἀρετὴ τῆς ἐλεημοσύνης τὸν παρακίνησε θεϊκὴ ὀπτασία, ποὺ ἀξιώθηκε νὰ ἰδεῖ στὴν ἡλικία τῶν δεκαπέντε ἐτῶν, στὴν ὁποία τοῦ ἀποκαλύφθηκε ἡ μεγάλη πρὸς τὸν Θεὸ παρρησία τῆς ἀρετῆς τῆς ἐλεημοσύνης.

Ἡ φήμη τῶν ἀρετῶν τοῦ Ἰωάννη ὑπερέβη τὰ ὅρια τῆς μεγαλονήσου. Πῶς ὅμως ὁ ἅγιος κατέστη πατριάρχης Ἀλεξανδρείας; Θὰ πρέπει ἐδῶ νὰ κάνουμε πρῶτα μία σύντομη ἀναδρομὴ στὸν πολιτικὸ καὶ πνευματικὸ περίγυρο τῆς ἐποχῆς.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (16ος αἰ.). Νωπογραφία καθολικοῦ μονῆς Ἁγίου Νεοφύτου τοῦ Ἐγκλείστου, Τάλα Πάφου

Ἡ αὐτοκρατορία, ποὺ παρέλαβε στὶς 5 Ὀκτωβρίου τοῦ 610 ὁ Ἡράκλειος, διαδεχόμενος τὸν τύραννο Φωκᾶ τὸν ἀπὸ στρατιωτῶν (602-610), βρισκόταν σὲ οἰκτρὴ κατάσταση: Ὄχι μόνο οἱ ἐπιδρομὲς τῶν Περσῶν στὰ ἀνατολικὰ σύνορα καὶ στὰ βόρεια τῶν Ἀβάρων ἀποδεκάτιζαν τοὺς πληθυσμοὺς καὶ ἔσπερναν τὴν καταστροφή, ἀλλὰ καὶ σοβαρὲς ἐσωτερικὲς ἀντιπαραθέσεις, πολιτικὲς ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικές, δίχαζαν τὴν αἱμάσσουσα Ρωμηοσύνη. Κύρια δὲ αἵρεση, ποὺ δίχαζε τὸν τότε χριστιανικὸ κόσμο, ἤδη ἀπὸ τὸν 5ο αἰ., ἦταν ὁ Μονοφυσιτισμός, ποὺ βασικὲς ἑστίες ἀναζωπύρωσής του εἶχε τὴ Συρία καὶ τὴν Αἴγυπτο. Οἱ πατριάρχες, ποὺ ἀνέβαιναν στὸν θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας μέχρι καὶ τὸ 537, ἦταν, εἴτε μονοφυσιτίζοντες, εἴτε πλήρως μονοφυσίτες καί, κατὰ συνέπεια, ἔρχονταν σὲ προστριβές, τόσο μὲ τὸν πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, ὅσο καὶ τὸν βυζαντινὸ αὐτοκράτορα. Γιὰ νὰ διορθώσει τὴν πηγὴ τῶν προβλημάτων αὐτῶν ὁ Ἰουστινιανός, τὸ 537 ἐξέδωσε διάταγμα ποὺ καθόριζε ὥστε ὁ πατριάρχης Ἀλεξανδρείας στὸ ἑξῆς νὰ «προβάλλεται» (νὰ ἐκλέγεται καὶ διορίζεται) ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν αὐτοκράτορα στὴν Πόλη. Ἡ πολιτικὴ αὐτὴ συνεχίστηκε μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἡρακλείου.

Ὁ Ἡράκλειος  λοιπόν, παράλληλα μὲ τὶς νικηφόρες κατὰ τῶν Περσῶν ἐκστρατεῖες του, προσπάθησε νὰ συνενώσει τοὺς χριστιανοὺς στὴν αὐτοκρατορία του, ἐφαρμόζοντας ἀνάλογη θρησκευτικὴ πολιτικὴ  —τὴν ὁποία συνέχισαν καὶ οἱ διάδοχοί του—, καὶ τῆς ὁποίας ἀπόρροια ὑπῆρξε δυστυχῶς ὁ Μονοθελητισμὸς-Μονοενεργητισμός. Μέσα σ᾽ αὐτὸ τὸ κλίμα, μὲ τὸν θάνατο τοῦ πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεοδώρου Σκρίβωνος (608-609), ὁ Ἡράκλειος ἐπιθυμοῦσε νὰ βρεῖ γιὰ τὸν θρόνο τῆς Ἀλεξανδρείας ἄνθρωπο ἐνάρετο καὶ μετριοπαθή, ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ συνενώνει τὰ διεστῶτα. Ὁ ἀνωτέρω πατρίκιος Νικήτας, ποὺ εἶχε μεγάλη ἐπιρροὴ στὸν Ἡράκλειο, συνέστησε σ᾽ αὐτὸν μὲ ἐπιμονὴ τὸν Ἰωάννη, ποὺ εἶχε γνωρίσει στὴν Κύπρο, ὅταν γιὰ κάποιο διάστημα φιλοξενήθηκε ἀπὸ τὸν ἄρχοντα τῆς νήσου Ἐπιφάνιο, τὸν πατέρα τοῦ ἁγίου. Μάλιστα ὁ Ἰωάννης εἶχε γίνει καὶ ἀδελφοποιητὸς (πνευματικὸς ἀδελφὸς) μὲ τὸν Νικήτα, καθὼς καὶ ἀνάδοχος τῶν τέκνων του. Ἔτσι ὁ εὐλογημένος Ἰωάννης, ἀφοῦ πιέσθηκε πολὺ ἀπὸ τὸν Ἡράκλειο, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴ συναίνεση τοῦ κλήρου καὶ λαοῦ τῆς Ἀλεξανδρείας, χειροτονήθηκε σὲ πατριάρχη τῆς κλεινῆς αὐτῆς μεγαλούπολης κατὰ τὸ ἔτος 610.

Ὁ Ἰωάννης, ἀνερχόμενος στὸν θρόνο τοῦ ἀποστόλου Μάρκου, βρέθηκε ἀντιμέτωπος, μεταξὺ ἄλλων, μὲ τὴ βαρειὰ μονοφυσιτικὴ ἀτμόσφαιρα τῆς Αἰγύπτου. Σὐμφωνα μὲ τὸν ἀρχικὸ Βίο (CPG 7647) τοῦ ἁγίου, ἑπτὰ μονάχα ναοὺς Ὀρθόδοξους βρῆκε, τοὺς ὁποίους μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια αὔξησε σταδιακὰ σὲ ἑβδομήντα. Ἀγωνίσθηκε λοιπὸν μὲ μεγάλο ζῆλο ὑπὲρ τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ κατὰ τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ, ἔχοντας ἐκλεκτοὺς συμβοηθοὺς στὸ ἔργο του τοῦτο τὸν γνωστὸ συγγραφέα τοῦ Λειμωναρίου μοναχὸ Ἰωάννη Μόσχο καὶ τὸν μαθητή του μοναχὸ καὶ σοφιστὴ Σωφρόνιο, τὸν μετέπειτα πατριάρχη Ἱεροσολύμων (634-638), τοὺς ὁποίους συμβουλευόταν ὡς πατέρες του, καὶ οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴ σοφία καὶ ἀρετή τους, κατόρθωσαν νὰ ἀνασπάσουν ἀπὸ τοὺς θανατηφόρους βρόχους τῆς αἱρέσεως πολλοὺς πεπλανημένους. Καί, καταρχήν, ἀπαγόρευσε τὴ βλάσφημη (θεοπασχιτικὴ-μονοφυσιτικὴ) προσθήκη στὸ Τρισάγιο τῆς φράσης «Ἅγιος ἀθάνατος, ὁ σταυρωθεὶς δι᾽ ἡμᾶς», ποὺ εἶχε ἐπίσημα εἰσαγάγει ὁ μονοφυσίτης πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος ὁ Κναφέας. Περαιτέρω, ἀπὸ τοὺς χειροτονούμενους ἀρχιερεῖς καὶ ἱερεῖς ἀπαιτοῦσε προηγουμένως ἔγγραφη ὁμολογία (λίβελλο) τῆς Ὀρθόδοξης πίστης τους καὶ ὅτι θὰ τηροῦσαν τοὺς ἱεροὺς Κανόνες. Ἀκόμη, γραπτὸ λίβελλο μετανοίας καὶ ὁμολογίας τῶν Ὀρθοδόξων δογμάτων καὶ ἀναθεματισμὸ τῶν αἱρέσεων ἀπαιτοῦσε ὁ ἅγιος καὶ ἀπὸ ὅσους αἱρετικοὺς κληρικοὺς ἐπέστρεφαν στὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καὶ ἔτσι τοὺς ἀποκαθιστοῦσε σὲ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία.

Παράλληλα, ὡς ἄλλος Νεῖλος συμπαθείας καὶ φιλανθρωπίας, ἄνοιξε τὰ σπλάχνα τῆς φιλανθρωπίας του πρὸς τοὺς πτωχοὺς καὶ ἐμπερίστατους. Μόλις μάλιστα χειροτονήθηκε καὶ πρὶν ἀκόμη ἐνθρονισθεῖ, πρόσταξε καὶ κατέγραψαν ὅλους τοὺς πτωχοὺς τῆς Ἀλεξανδρείας, ποὺ ἀνέρχονταν σὲ 7.500, καὶ διευθέτησε νὰ τρέφονται μὲ ἔξοδα τοῦ πατριαρχείου. Συνάμα ἵδρυσε ἀρκετὰ ξενοδοχεῖα, νοσοκομεῖα καὶ ἑπτὰ λοχοκομεῖα. Τὰ τελευταῖα, ποὺ τὰ ἐξόπλισε μὲ κρεββάτια καὶ κατάλληλα στρώματα, δέχονταν τὶς πτωχὲς ἐγκύους γυναῖκες, γιὰ νὰ γεννοῦν ἐκεῖ ἄνετα καὶ νὰ τυγχάνουν περίθαλψης καὶ τροφῆς ἐπὶ ἑπτὰ ἡμέρες. Δημιούργησε ἀκόμη μέσα στὸν χῶρο τοῦ πατριαρχείου τὸ περίφημο Καισάρειο, μία μεγάλη δηλαδὴ αἴθουσα κατάλληλα διαρυθμισμένη, στὴν ὁποία καθημερινά, νύχτα καὶ ἡμέρα, φιλοξενοῦνταν οἱ ἄστεγοι.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (1518). Νωπογραφία παρεκκλησίου Ἁγίας Χριστίνας, Ἀσκᾶς

Τὸ ἔτος 611, ὅταν στὴν Περσία βασίλευε ὁ Χοσρόης Β´, ὁ στρατηγός του Ρασμιόζαν (ὁ Σάρβαρος τῶν ἑλληνικῶν πηγῶν) εἰσέβαλε μὲ πολυάριθμο στρατὸ στὴ Συροπαλαιστίνη, λεηλατώντας, φονεύοντας καὶ κακοποιώντας τοὺς χριστιανοὺς καί, ἕνεκα τούτου, πλῆθος προσφύγων κατέλαβαν τὴν Ἀλεξάνδρεια. Τότε μάλιστα αὐξήθηκε καὶ ἡ φιλανθρωπικὴ τοῦ Ἰωάννη δράση, ποὺ καθημερινὰ παρεῖχε περίθαλψη, νοσηλεία, χρήματα καὶ τροφὴ σὲ χιλιάδες πρόσφυγες. Ὅταν δὲ οἱ Πέρσες τὸ 614 εἰσέβαλαν ξανὰ καὶ κατέκαυσαν τὸν πανίερο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως, τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἄλλους ἱεροὺς τόπους, μονές, πόλεις καὶ χωριὰ στὴν Παλαιστίνη, ὁ ἅγιος, ἀπέστειλε ἐκεῖ μαζὶ μὲ τὸν ἀρχιμανδρίτη Κτήσιππο μεγάλη ποσότητα χρυσῶν νομισμάτων, ἄρτων, σιταριοῦ, λαδιοῦ καὶ ὀσπρίων καὶ ἀνάλογα ζῶα γιὰ τὴ μεταφορὰ ὅλης αὐτῆς τῆς βοήθειας. Μερίμνησε μάλιστα ὥστε οἱ χίλιες περίπου μοναχές, ποὺ εἶχαν αἰχμαλωτισθεῖ, νὰ ἀπελευθερωθοῦν, καὶ φρόντισε στὴ συνέχεια νὰ τὶς ἀποκαταστήσει σὲ μοναστήρια.

Ἀλλ᾽ ἡ πηγὴ τοῦ ἐλέους τοῦ Ἰωάννη δὲν ἐξαντλήθηκε μέχρις ἐδῶ. Διότι καὶ στὸν ἁγιώτατο Μόδεστο, τὸν κατόπιν πατριάρχη (631/632-634), τότε πρεσβύτερο καὶ τοποτηρητὴ τοῦ θρόνου Ἱεροσολύμων —ἕνεκα αἰχμαλωσίας τοῦ ἁγίου πατριάρχου Ζαχαρίου (609-630/631)—, ποικιλότροπα συμπαραστάθηκε. Ἔχοντας δηλαδὴ πληροφορηθεῖ τὴ μεγάλη ἀνάγκη καὶ στενοχωρία, στὴν ὁποία βρισκόταν ὁ ἅγιος Μόδεστος προκειμένου νὰ διαθρέψει τὸ δεινοπαθοῦν ποίμνιό του, ἀλλὰ καὶ νὰ ἀνεγείρει τὸν κατεστραμμένο ναὸ τῆς Ἀναστάσεως καθὼς καὶ τὰ ἄλλα πανάγια προσκυνήματα, καὶ ἐπιθυμώντας νὰ γίνει καὶ αὐτὸς κοινωνὸς ἑνὸς τόσο θεαρέστου ἔργου, τοῦ ἀπέστειλε πλουσιοπάροχη ἐλεημοσύνη: Χίλια χρυσὰ νομίσματα καὶ μεγάλη ποσότητα τροφίμων καὶ ὑλικῶν οἰκοδομῆς, καθὼς καὶ χίλιους ἐργάτες.

Μεταξὺ τῶν ἐκλεκτῶν συνεργατῶν τοῦ θεοφόρου Ἰωάννη συγκαταλεγόταν καὶ ὁ ἐνάρετος Θεόδωρος, ποὺ καταγόταν πιθανῶς ἀπὸ τὴν Ἀμαθοῦντα, καὶ ἦταν ἕνας ἀπὸ ἐκείνους, στοὺς ὁποίους εἶχε ἐμπιστευθεῖ τὴ διάδοση τῆς ἐλεημοσύνης σὲ πτωχοὺς καὶ ἐμπερίστατους. Μὲ κέλευση τοῦ ἁγίου Ἰωάννη ἀξιώθηκε ὁ Θεόδωρος καὶ τῆς ἱερωσύνης, μᾶλλον δὲ μὲ τὴν προτροπὴ τοῦ ἰδίου χειροτονήθηκε κατόπιν (πρὶν τὸ 641) καὶ ἐπίσκοπος Ἀμαθοῦντος.

Ἐνόσω ζοῦσε ἀκόμη στὴν Ἀμαθοῦντα καὶ πρὶν καταστεῖ πατριάρχης, ὁ Ἰωάννης εἶχε ἀνοικοδομήσει ἐκ βάθρων σὲ περιοχὴ τῆς πόλης του καὶ μὲ δικά του ἔξοδα δύο ναούς, ποὺ βρίσκονταν πλησίον ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου: Τὸν ἕνα πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου καὶ τὸν ἄλλο πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Ἰωάννου, προφανῶς τοῦ Προδρόμου. Ἀφοῦ δὲ συνάθροισε δύο τάγματα ἐναρέτων μοναχῶν καὶ τοὺς ἔκτισε κελλιὰ πέριξ τῶν ὡς ἄνω δύο πλησιοχώρων ναῶν, προσέταξε νὰ χορηγοῦνται σ᾽ αὐτοὺς ὅλα τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ συντήρησή τους ἀπὸ τὰ εἰσοδήματα κτημάτων ποὺ εἶχε στὴν περιοχὴ τῆς γενέτειράς του, καὶ τοὺς εἶπε πὼς μετὰ Θεὸν θὰ κάλυπτε τὶς ὑλικές τους ἀνάγκες, μὲ τὴ συμφωνία ὁ ἐκ Θεοῦ μισθός τους γιὰ τὶς Ἀκολουθίες ποὺ θὰ ἔκαναν στοὺς δύο ἐκείνους ναοὺς νὰ λογισθοῦν πρὸς ὠφέλεια τῆς ψυχῆς του. Ὅποια ὅμως προσευχὴ καὶ Ἀκολουθία θὰ ἔκαναν στὰ κελλιά τους, θὰ ἦταν γιὰ μισθὸ τῆς ἰδικῆς τους ψυχῆς. Ἔτσι κατέστησε πάνσοφα ὁ ἅγιος προθυμώτερους τοὺς μοναχοὺς ἐκείνους στὰ πνευματικὰ ἔργα.

Ὁ Ἰωάννης, γιὰ τὶς πολλὲς ἀρετὲς καὶ τὴν θεοφιλὴ πολιτεία του, μάλιστα τὴν ὑπερβάλλουσα ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὸν ἄνθρωπο, κατέστη σκεῦος ἐκλογῆς καὶ δοχεῖο τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Γιὰ τοῦτο καὶ ὁ Κύριος πολλὰ θαύματα τέλεσε διὰ μέσου του ἐνόσω ζοῦσε, ἀλλὰ καὶ μετὰ θάνατον, τὰ ὁποῖα καταγράφονται στοὺς Βίους του.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (13ος αἰ.). Νωπογραφία καθολικοῦ μονῆς Ἁγίου Νικολάου τῆς Στέγης, Κακοπετριὰ

Εἰδικώτερα ὅμως πρὸς τὸν Βίο του ἀπὸ τὸν Λεόντιο Νεαπόλεως (BHG 886), πρέπει νὰ σημειωθεῖ πὼς ὁ ἱερὸς βιογράφος του πετυχαίνει νὰ παρουσιάσει μὲ ἐξαίρετη φυσικότητα, ὄχι μόνο τὶς θαυματουργικὲς ἐκφάνσεις στὴ ζωὴ τοῦ Ἐλεήμονος, ἀλλὰ καὶ σύνολη τὴν ἁγία χαρισματικὴ καὶ πολυτάλαντη προσωπικότητά του. Γιὰ παράδειγμα, τὴν ἔργῳ καὶ λόγῳ μεγάλη ταπεινοφροσύνη του, τὴν ἀνεξικακία καὶ συγχωρητικότητά του, τὴ μνήμη τοῦ θανάτου, τὸ χάρισμα τῆς πρακτικῆς διδασκαλίας ποὺ εἶχε, τὴν ἔγνοια του νὰ διδάσκει τὸν ὑπ᾽ αὐτὸν κλῆρο καὶ λαό, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴν ἀποφυγὴ τῆς κατάκρισης, τὴν εὐλάβειά του στὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες, ποὺ ἀπαιτοῦσε καὶ ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαζόμενους, κληρικοὺς καὶ λαϊκούς, κ.ἄ. Ἰδιαίτερα τονίζεται ἡ μὲ ἀταλάντευτη σταθερότητα προσήλωσή του στὴν Ὀρθοδοξία καὶ ἡ ἀποφυγὴ τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν, τὰ ὁποῖα δίδασκε στὸ ποίμνιό του, μάλιστα μὲ τὶς κατὰ καιροὺς ἑόρτιες ἐγκυκλίους του. Περαιτέρω, ὁ μέγας Ἰωάννης, ἀναδεικνύεται ἐντρυφὴς μελετητὴς καὶ συνάμα καλὸς γνώστης Βίων ἁγίων, τοῦ Γεροντικοῦ, ἀλλὰ καὶ προγενεστέρων πατερικῶν κειμένων.

Προσέτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀναδείχθηκε καὶ δόκιμος ἐκκλησιαστικὸς συγγραφέας. Καταρχὴν συνέταξε τὸν κατὰ πλάτος Βίο τοῦ συμπατριώτη του καὶ πολιούχου τῆς γενέτειράς του, ἁγίου Τύχωνος ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος τοῦ θαυματουργοῦ, ποὺ ἄκμασε κατὰ τὸν 4ο αἰώνα, ὅπου μᾶς διασώζει μοναδικὲς πληροφορίες, τόσο γιὰ τὸν ἅγιο Τύχωνα, ὅσο καὶ τὴν ὑστερορωμαϊκὴ Ἀμαθοῦντα. Ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπὶ ἕνα ὁλόκληρο ἔτος μεγάλο θρῆνο καὶ κοπετό, ποὺ ἔκανε γιὰ τὴν ἅλωση καὶ καύση τῶν Ἱεροσολύμων καὶ τῶν ἁγίων Τόπων ἀπὸ τοὺς Πέρσες τὸ 614 «γραφῇ παραδέδωκεν». Δὲν εἶναι ὅμως γνωστὸ ἂν διασώθηκε ὁ θρῆνος αὐτὸς τοῦ φιλοπενθοῦς Ἰωάννη.

Ὅταν ἐπρόκειτο νὰ παραδοθεῖ ἡ Ἀλεξάνδρεια στοὺς Πέρσες, κατόπιν προτροπῆς τοῦ πατρικίου Νικήτα, ὁ ἅγιος ἀναχώρησε μαζί του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ μετέβη στὴ γενέτειρά του, ὄχι μόνο γιὰ νὰ ἀποφύγει δολοφονικὴ ἀπόπειρα ποὺ ἑτοίμαζαν κάποιοι ἐναντίον του καὶ τὴν ὁποία προγνώρισε μὲ θεϊκὴ ἀποκάλυψη, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ τύχει τῆς τελείωσης στὴν πεφιλημένη του Ἀμαθοῦντα. Διότι εἶχε συνάμα λάβει ἐκ Θεοῦ πληροφορία ὅτι πλησιάζει τὸ ἐπίγειο τέλος του. Νὰ σημειώσουμε ἐδῶ ὅτι, βάσει τῶν δεδομένων τῶν Βίων του, ὁ Ἰωάννης παρέμεινε στὴν Κύπρο μετὰ τὴ φυγή του ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο  τουλάχιστον ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 619 μέχρι τὶς 11 Νοεμβρίου τοῦ αὐτοῦ ἔτους, ὁπόταν ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.

Ὁ ἀνωτέρω πατρίκιος Νικήτας, μὲ ἀφορμὴ τὴν παραμονὴ τοῦ ἁγίου στὴν Κύπρο, τὸν παρακάλεσε νὰ συνταξιδεύσουν στὴ συνέχεια ὣς τὴ Βασιλεύουσα, γιὰ νὰ λάβει ἡ βασιλικὴ οἰκογένεια τὴν εὐλογία του. Πείσθηκε τότε ὁ Ἰωάννης στὴν παρότρυνση τοῦ ἀγαπημένου του φίλου καὶ ξεκίνησαν τὸν πλοῦν πρὸς τὴν Κωνσταντινούπολη. Ἕνεκα ὅμως μεγάλης θαλασσο-ταραχῆς, τὸ πλοῖο ἀναγκάσθηκε νὰ προσορμισθεῖ στὴ Ρόδο. Ἐκεῖ ὁ Ἰωάννης εἶδε ὀπτασία, μὲ τὴν ὁποία ἄγγελος Κυρίου τὸν καλοῦσε πρὸς συνάντηση τοῦ Βασιλέως τῶν βασιλευόντων. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸ ἀνακοίνωσε στὸν Νικήτα, τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἀφήσει νὰ ἐπιστρέψει στὴν Ἀμαθοῦντα, ὥστε νὰ παραδώσει ἐκεῖ τὸ πνεῦμα του στὸν Θεό, ποὺ τὸν καλοῦσε στὴν οὐράνια βασιλεία.

Ἀφοῦ καὶ πάλιν ὁ Ἰωάννης ἐπέστρεψε στὴν Ἀμαθοῦντα, ἔμελλε νὰ ὑποστεῖ καὶ νέα φονικὴ ἐπιβουλὴ ὁ ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ, αὐτὴ τὴ φορὰ ἀπὸ τὸν στρατηγὸ τῆς Ἀλεξανδρείας Ἰσαάκιο, ὁ ὁποῖος ἐγκατέλειψε προδοτικὰ τὴν πόλη του στὴν ἐπίθεση τῶν Περσῶν καὶ κατέφυγε στὴν Κύπρο. Αὐτὸς λοιπὸν εἶχε σκευωρήσει ὥστε νὰ φονεύσει τὸν δίκαιο τὴ Δευτέρα πρὶν τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Ὁ Ἰωάννης τὸ πληροφορήθηκε, παρέμεινε κλεισμένος στὴν οἰκία του καί, χάριτι Θεοῦ, σώθηκε ἀπὸ τὴ θανατηφόρα ἐκείνη ἐπίθεση.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (1105/6). Νωπογραφία καθολικοῦ Παναγίας Φορβιώτισσας, Ἀσίνου

Τότε ὁ ἅγιος τέλεσε τὸ τελευταῖο προσκύνημά του στὴ γῆ: Μετέβη στὴν πρωτεύουσα τῆς νήσου Κωνσταντία καὶ προσκύνησε μὲ πόθο τὰ τίμια λείψανα τῶν δύο «στύλων» τῆς κατὰ Κύπρον Ἐκκλησίας, δηλαδὴ τοῦ πανευφήμου ἀποστόλου Βαρνάβα καὶ τοῦ μεγάλου θαυματουργοῦ Ἐπιφανίου. Κατόπιν ἐπέστρεψε στὴν Ἀμαθοῦντα, ὅπου ὑπαγόρευσε σ᾽ αὐτοὺς ποὺ τὸν ὑπηρετοῦσαν τὴ διαθήκη του, στὴν ὁποία ἀναφαίνεται ὅλο τὸ μεγαλεῖο τῆς ἁγιώτατης ψυχῆς του. Καὶ σὲ λίγο παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Κυρίου, τὸν Ὁποῖο ἀπὸ βρέφος ἀγάπησε καὶ ὑπηρέτησε, στὶς 11 Νοεμβρίου τοῦ 619. Τότε πρέπει νὰ ἦταν περίπου 70 ἐτῶν.

Τελέσθηκε λοιπὸν ἡ Ἐξόδιος Ἀκολουθία τοῦ ἁγίου. Ὅταν δὲ ἐπρόκειτο νὰ ἐνταφιασθεῖ τὸ ἱερό του λείψανο, γιὰ νὰ δοξάσει ὁ Κύριος τὸν μέγα πατριάρχη Ἰωάννη, ἔλαβε χώρα τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονός: Στὸ τάφο, ποὺ ἐπρόκειτο νὰ κατατεθεῖ, καὶ ποὺ βρισκόταν στὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Τύχωνος στὴν Ἀμαθοῦντα, προϋπῆρχαν ἀποτεθειμένα τὰ λείψανα δύο προκεκοιμη-μένων ὁσίων ἐπισκόπων Ἀμαθοῦντος, ποὺ δὲν κατονομάζονται. Τιμώντας λοιπὸν αὐτοὶ μὲ τὸν τρόπο τους τὸ μέγεθος τοῦ ἀξιώματος τοῦ Ἰωάννη καί, μάλιστα, τὴν ὑπερβάλλουσα ἁγιότητά του, σὰν νὰ ἦταν ζωντανοί, μετακινήθηκαν ὁ ἕνας στὴ μία πλευρὰ κι ἄλλος στὴν ἄλλη πλευρὰ τοῦ τάφου, κάνοντας ἔτσι χῶρο, γιὰ νὰ τοποθετηθεῖ στὸ μέσο τους ὁ Ἐλεήμων ἅγιος! Καὶ αὐτὸ τὸ εἶδαν καὶ τὸ μαρτύρησαν ὅλοι οἱ παρευρεθέντες στὴν κηδεία.

Ὁ δὲ Δικαιοκρίτης καὶ τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων Ἀνταποδότης Κύριος, ἐδόξασε καὶ μετὰ θάνατον τὸν γνήσιο δοῦλο Του Ἰωάννη, μὲ ποικίλα θαύματα, ἐμφάνειες καὶ τὸ χάρισμα τῆς μυροβλυσίας. Ἄξιον ἰδιαίτερης μνείας τυγχάνει τὸ θαῦμα, ποὺ σχετίζεται μὲ τὴν καταγόμενη ἀπὸ εὐγενὴ οἰκογένεια τῆς Ἀμαθούντας γυναίκα, ποὺ λεγόταν Ἀναστασία, τὸ ὁποῖο καταγράφει ὁ Λεόντιος Νεαπόλεως, καὶ τῆς ὁποίας ὁ Κύριος παρέσχε τὴν ἄφεση θανασίμου ἁμαρτήματος μὲ τὴ μεσιτεία τοῦ Ἰωάννη.

2. Οἱ πρῶτοι βιογράφοι τοῦ ἁγίου Ἰωάννη

α. Ὁ πρῶτος χρονολογικὰ Βίος (CPG 7647) τοῦ ἁγίου γράφηκε ἀπὸ τὴ δυάδα τῶν ἐκλεκτῶν συνεργατῶν του καὶ ὁσίων ἀνδρῶν Ἰωάννου Μόσχου καὶ Σωφρονίου Σοφιστοῦ. Ἐφόσον ὁ ἅγιος Λεόντιος Νεαπόλεως, ὅπως θὰ δοῦμε στὴ συνέχεια, ἔγραψε τὸν δικό του Βίο (CPG 7882=BHG 886d) κατὰ τὰ ἔτη 641/642 καί, ὅπως ἀναφέρει, εἶχε ὑπόψη του τὸν ἐν λόγῳ Βίο, γεγονὸς ποὺ καθόρισε καὶ τὸ περιεχόμενο τοῦ δικοῦ του ἔργου, ἡ συγγραφὴ τοῦ πρώτου τούτου Βίου τοποθετεῖται χρονικὰ μεταξὺ 619 καὶ 638 (ἔτη κοιμήσεως τῶν ἁγίων Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονος καὶ Σωφρονίου Ἱεροσολύμων, ἀντιστοίχως). Δυστυχῶς ὁ Βίος τοῦτος δὲν σώθηκε αὐτούσιος ἢ καὶ λανθάνει. Ὁρισμένοι ὅμως μεταγενέστεροι ἀντιγραφεῖς χειρογράφων ἀρύονται ἄμεσα ἀπ᾽ αὐτὸν καὶ μᾶς διέσωσαν ἔτσι ἀρκετό του τμῆμα καί, ἐνίοτε, ὁρισμένα αὐτούσια ἀποσπάσματα. Συγκεκριμένα, ἔχουν ἐντοπισθεῖ καὶ ἐκδοθεῖ δύο τέτοιοι χειρόγραφοι Βίοι τοῦ ἁγίου.

Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων (1192). Νωπογραφία καθολικοῦ μονῆς Παναγίας τοῦ Ἄρακος, Λαγουδερὰ

Οἱ ἐν λόγῳ δύο βιογράφοι τοῦ Ἰωάννη κατάγονταν ἀπὸ τὴ Δαμασκό, ὅπου γεννήθηκαν περὶ τὰ μέσα τοῦ 6ου αἰ. Ἀφοῦ συναντήθηκαν ὡς μοναχοὶ στὴ Λαύρα τοῦ Ἁγίου Σάββα, ἀκολουθοῦν ἐφεξῆς τὴν ὁδὸ τῆς ξενιτείας καὶ τῆς προσκυνηματικῆς ὁδοιπορίας, καθὼς τὰ δύο καίρια καὶ κύρια χαρακτηριστικὰ τῆς ὁσίας βιοτῆς τῆς ἱερῆς αὐτῆς δυάδας ὑπῆρξαν, πρῶτον ὁ ἀέναος πόθος νὰ μαθητεύσουν σὲ ὅσιους ἄνδρες καὶ νὰ καρπωθοῦν ποικιλότροπα πνευματικὴ ὠφέλεια καί, δεύτερον, ἡ ἀείποτε προάσπιση τῆς Ὀρθόδοξης Πίστης μέσα σ᾽ ἕνα εὐρύτερο μονοφυσιτικὸ περιβάλλον. Μετὰ ἀπὸ παραμονὴ σὲ ποικίλα σημαίνοντα μοναστικὰ κέντρα τῆς Ἀνατολῆς, μεταβαίνουν στὴν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, ὅταν ἤδη ἐκεῖ ἦταν πατριάρχης ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, ὅπου παραμένουν μέχρι τὴν εἰσβολὴ τῶν Περσῶν στὴν Αἴγυπτο καί, περὶ τὰ τέλη τοῦ ἔτους 618 ἢ τὶς ἀρχὲς τοῦ 619, καταφεύγουν πρόσφυγες στὴν Κύπρο μὲ τὸν ἅγιο πατριάρχη Ἰωάννη, γιὰ νὰ ἀναχωρήσουν κατόπιν, μέσῳ διαφόρων νησιῶν, γιὰ τὴν παλαιὰ Ρώμη. Στὴ Ρώμη ἐκοιμήθη ὁ Ἰωάννης τὸ 619, ἐνῶ ὁ Σωφρόνιος ἐπιστρέφει στὴν Παλαιστίνη καὶ τὸ 634 ἐκλέγεται πατριάρχης Ἱεροσολύμων, παραμένοντας στὸν θρόνο μέχρι τὸ 638, ὁπόταν ἐκοιμήθη, καταλείποντας στὴν Ἐκκλησία σημαντικὰ θεολογικὰ καὶ ὑμνολογικὰ ἔργα.

β. Ὁ ἑπόμενος χρονολογικὰ Βίος τοῦ Ἐλεήμονος (CPG 7882=BHG 886d) ἀνήκει στὸν κάλαμο τοῦ ἁγίου Λεοντίου, ἐπισκόπου Νεαπόλεως. Ὁ σπουδαιότατος αὐτὸς Βίος ἀποτελεῖ ἐν μέρει ἐρανισμό, βασικὰ ὅμως συμπλήρωμα τοῦ ἀνωτέρω Βίου τῶν Ἰωάννου Μόσχου καὶ Σωφρονίου. Τὸν Βίο τοῦτο ὁ Λεόντιος, ὅπως καὶ προηγουμένως τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, ἐπισκόπου Τριμιθοῦντος (CPG 7884), συνέγραψε ὑπακούοντας σὲ σχετικὴ πατρικὴ παραίνεση τοῦ ἁγίου ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Ἀρκαδίου (625/626-641/642). Ὁ τοῦ Ἐλεήμονος Βίος, σύμφωνα μὲ ἐσωτερικὲς μαρτυρίες, γράφηκε τέλη 641/ἀρχὲς 642. Μὲ τὴ συγγραφὴ τοῦ ἐν λόγῳ Βίου ὁ Κύπρου Ἀρκάδιος δὲν στόχευε μονάχα στὴν ἀνάδειξη τῆς μεγάλης τοῦ Ἰωάννου μορφῆς καὶ τῶν πνευματικῶν δεσμῶν Αἰγύπτου καὶ Κύπρου, ἀλλὰ καὶ στὴν προβολὴ ἑνὸς Ὀρθοδόξου ἁγίου μέσα στὰ πλαίσια τῆς ἀνάδειξης τῆς Ὀρθοδοξίας ἔναντι τοῦ Μονοφυσιτισμοῦ. Γιὰ τὸ ἔργο του αὐτὸ ὁ Λεόντιος εἶχε ὡς βασικὴ πηγή, τόσο αὐτὰ ποὺ ὁ ἴδιος στὴ νεότητά του γνώρισε καὶ ἄκουσε στὴν Κύπρο, ὅσο καὶ αὐτὰ ποὺ τοῦ διηγήθηκαν ἄνδρες ἐνάρετοι καὶ ἀξιόπιστοι στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου μετέβη χάριν προσκύνησης τῶν ἐκεῖ μεγάλως τιμωμένων θαυματουργῶν ἀναργύρων Κύρου καὶ Ἰωάννου, ἰδιαίτερα ὁ θεοσεβέστατος Μηνᾶς, οἰκονόμος τῆς αὐτόθι Ἐκκλησίας ἐπὶ πατριαρχείας τοῦ ἁγίου Ἰωάννη.

Άγιος Ιωάννης ο Ελεήμων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Ὁ ἐν ἁγίοις πατὴρ ἡμῶν Λεόντιος γεννήθηκε στὴν Κύπρο γύρω στὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 6ου αἰώνα, καὶ ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ κατὰ τὴν περίοδο βασιλείας τοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β´ (641-668). Γύρω ἀπὸ τὴ ζωή του πολὺ λίγα στοιχεῖα εἶναι γνωστά. Ἕνα ἀνέκδοτο εἰσέτι Διήγημα Ψυχωφελὲς ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο ἔργο τοῦ ὁσίου πατρὸς ἡμῶν Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου τοῦ Κυπρίου (περ. 630-700) μᾶς ρίχνει λίγο φῶς στὰ σχετικὰ πρὸς τὴ νεανικὴ ἡλικία τοῦ Λεοντίου. Ἀναφέρει λοιπὸν ὁ ὅσιος Ἀναστάσιος —ὁ ὁποῖος, ὡς γνωστόν, καταγόταν ἀπὸ τὴν πλησιόχωρη στὴ Νεάπολη Ἀμαθοῦντα—: «Ὁ ἐν Κύπρῳ διαπρέψας Λεόντιος ὁ Νεαπολίτης ἡμῖν διηγήσατο περὶ τοῦ ἰδίου αὐτοῦ διδασκάλου, λέγων ὅτι φίλος ὑπῆρχεν Μαυρικίου τοῦ βασιλέως καί, πολλάκις εὐχόμενος τῷ Θεῶ, ἔλεγεν…». Κατωτέρω δὲ ὁ διδάσκαλος τοῦ Λεοντίου, ποὺ δυστυχῶς δὲν κατονομάζεται, ἀποκαλεῖται κὺρ ἀββᾶς. Τὰ ἐνδιαφέροντα συμπεράσματα πολλά. Καταρχήν, τὸν Λεόντιο ὁ Ἀναστάσιος ἀσφαλῶς γνώρισε κατὰ τὴν περίοδο ποὺ διέμενε ἀκόμη στὴν Ἀμαθοῦντα ὡς κληρικός, ἐπὶ τοῦ ἁγιωτάτου ἐπισκόπου Ἀμαθοῦντος Ἰωάννη (στὸν ὁποῖο καὶ ἀναφέρεται σὲ ἄλλα του Διηγήματα), δηλ. μέχρι τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ 650, πρὶν ἀναχωρήσει γιὰ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ὁ δὲ χαρακτηρισμὸς τοῦ Λεοντίου ὡς Νεαπολίτου, πέραν τῆς ἕδρας τῆς ἐπισκοπῆς του, εἶναι πιθανὸν νὰ παραπέμπει καὶ στὴν καταγωγή του. Περαιτέρω, πληροφορούμαστε ὅτι ὁ Λεόντιος μαθήτευσε κοντὰ σὲ ἐλλόγιμο καὶ ἅγιο μοναχό, ὁ ὁποῖος τύγχανε προσωπικὸς φίλος τοῦ αὐτοκράτορος Μαυρικίου (582-602). Δὲν καθίσταται σαφὲς στὸ Διήγημα ἀπὸ ποῦ καταγόταν ὁ λόγιος ἐκεῖνος μοναχὸς, οὔτε κατὰ πόσον ὁ Λεόντιος φοίτησε κοντά του στὴν Κύπρο ἢ στὸ ἐξωτερικό. Καὶ οἱ δύο περιπτώσεις εἶναι πιθανές.

Ἀργότερα χειροτονήθηκε γιὰ τὴν ἐνάρετη πολιτεία καὶ κατάρτισή του ἐπίσκοπος τῆς παλαίφατης ἐπισκοπῆς Νεαπόλεως-Νεμεσοῦ. Ὑπῆρξε ἄνδρας σοφός, πολυμαθὴς καὶ ὀρθοδοξώτατος κατὰ τὰ ἔργα καὶ τοὺς λόγους. Στὴ γραφίδα του ὀφείλονται ἀξιολογώτατα συγγράμματα. Διακρίθηκε μάλιστα ὡς ὁ κορυφαῖος συγγραφέας Βίων ἁγίων τοῦ 7ου αἰώνα. Ἐκτὸς τῶν Βίων τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος καὶ τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονος, ὁ Λεόντιος, συνέγραψε τὴ θαυμαστὴ πολιτεία τῶν ὁσίων Συμεῶνος τοῦ διὰ Χριστὸν σαλοῦ καὶ Ἰωάννου, μετὰ ποὺ ἐπισκέφθηκε τὴν πόλη Ἔμεσα τῆς Συρίας (σημ. Χόμς).

Τὰ λοιπὰ σωζόμενα σήμερα ἔργα του εἶναι δύο πανηγυρικοὶ Λόγοι, Εἰς τὸν Συμεῶνα καὶ ὅτε ἐδέξατο τὸν Κύριον εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ (CPG 7880) καί, Εἰς τὴν ἡμέραν τῆς ἁγίας Μεσοπεντηκοστῆς (CPG 7881), καθὼς καὶ ἐκτεταμένο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν πέμπτο του Λόγον κατὰ Ἰουδαίων (CPG 7885), τὸ ὁποῖο ἀνέγνωσε ὁ διάκονος καὶ νοτάριος Στέφανος κατὰ τὴν Δ´ Πράξη τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἕνα περαιτέρω θέμα, στὸ ὁποῖο συγκλίνει γενικὰ ἡ σύγχρονη ἔρευνα, εἶναι ἡ μᾶλλον βέβαιη συμμετοχὴ τοῦ Λεοντίου στὴ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ ἐπὶ πάπα Ρώμης Μαρτίνου, τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 649, σύμφωνα μὲ σχετικὲς ἀναφορὲς στὰ Πρακτικὰ τῆς Συνόδου. Εἶναι πολὺ πιθανὸν ὁ Λεόντιος μετὰ τὴν πρώτη κατὰ τῆς Κύπρου ἀραβικὴ ἐπιδρομὴ (ἄνοιξη/καλοκαίρι τοῦ 649), νὰ ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς πολυάριθμους κληρικοὺς τοῦ ἀνατολικοῦ τμήματος τῆς αὐτοκρατορίας, ποὺ παρέστησαν στὴ Σύνοδο τοῦ Λατερανοῦ, πρόσφυγες στὴ Δύση λόγῳ τῶν ἀραβικῶν ἐπιδρομῶν. Ἡ σύνοδος αὐτὴ συγκροτήθηκε ἀπὸ τὸν πάπα Μαρτῖνο γιὰ νὰ καταδικάσει τὴ δογματικὴ Ἔκθεση τοῦ Ἡρακλείου (638) καὶ τὸν Μονοθελητισμό. Βεβαίως, δὲν παρέστη στὴ Σύνοδο αὐτὴ ἄλλος ἐπίσκοπος ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ἀναγνώσθηκε ὅμως κατ᾽ αὐτὴν ἐπιστολὴ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Σεργίου τοῦ ἔτους 643 πρὸς τὸν πάπα Θεόδωρο (CPG 7628), ὅπου ἐπιβεβαιωνόταν ἡ Ὀρθοδοξία τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου καὶ ἐκφραζόταν ἡ ἀντίθεσή της στὸν Μονοθελητισμό. Εἶναι προφανὲς ὅτι ὁ Λεόντιος ἀκολούθησε στὴ Σύνοδο τὴν Ὀρθόδοξη γραμμὴ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου. Δὲν εἶναι γνωστὸ κατὰ πόσον ὁ ἐπιφανὴς αὐτὸς ἐπίσκοπος ἐπέστρεψε στὴ νῆσο καὶ πότε. Θεωρεῖται ὅτι ἐκοιμήθη ἐπὶ αὐτοκράτορος Κώνσταντος Β´ (641-668).

Τὸ ὅτι ὁ Λεόντιος ἐθεωρεῖτο ἅγιος στὴν κοινὴ συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας φανερώνουν ποικίλες πρώιμες μαρτυρίες (ὅπως τῶν ἁγίων Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, Ἰωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ καὶ ἀρχιεπισκόπου Κύπρου Κωνσταντίνου (8ος αἰ.). Ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου Λεοντίου καθιερώθηκε προσφάτως, μὲ τὴν ἔνταξη νέας ᾀσματικῆς Ἀκολουθίας του στὴ σειρὰ Κύπρια Μηναῖα, νὰ τελεῖται στὶς 18 Ἰουνίου, ἡμέρα, κατὰ τὴν ὁποία τιμᾶται ὁ ὁμώνυμός του μεγαλομάρτυρας Λεόντιος.

Ταῖς τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ ἐλεήμονος καὶ τῶν ἱερῶν του βιογράφων πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.

***

* Τὸ κείμενο στηρίζεται στὴν ἐκτενὴ Εἰσαγωγή μας στὸ μόλις ἐκδοθὲν βιβλίο, Ἀρχιμ. Φώτιος Ἰωακεὶμ (ἐπιμ.), Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Ἐλεήμων, ὁ πολιοῦχος τῆς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, (ἐκδ.) Ἱερὰ Μητρόπολις Λεμεσοῦ, Λεμεσὸς 2018, σσ. 21-89.

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Nείλου του ασκητού (12 Νοεμβρίου)

Όσιος Νείλος ο Ασκητής. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα, Πρωτάτο - Καρυές

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Nείλου του ασκητού

Aίγυπτον άρδει Nείλος αλλά και κτίσιν,
Λόγω κατάρδει και θανών Nείλος μέγας.

Όσιος Νείλος ο Ασκητής. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα, Πρωτάτο – Καρυές

Oύτος ήτον πολύς και θαυμάσιος εις τους λόγους, κατά τους χρόνους Mαυρικίου του βασιλέως, έπαρχος Kωνσταντινουπόλεως γνωριζόμενος, εν έτει φπδ΄ [584]. Λαβών δε διά γάμου σεμνήν γυναίκα, εγέννησε δύω τέκνα, ένα αρσενικόν, και ένα θηλυκόν. Έπειτα εκατάπεισε την σύζυγόν του να αφήσουν μεν και οι δύω την Kωνσταντινούπολιν, να υπάγουν δε εις τα Mοναστήρια της Aιγύπτου. Πηγαίνοντες λοιπόν εκεί, εμοίρασαν οι δύω τα δύω τέκνα των. Kαι ο μεν θείος Nείλος, επήρε τον υιόν Θεόδουλον. H δε γυνή του, επήρε την θυγατέρα. Kαι έτζι εχωρίσθησαν ένας από τον άλλον. Πέρνωντας δε ο Nείλος τον Θεόδουλον, επήγε κατά το Σίναιον όρος, και συνευρίσκετο με τους εκεί Πατέρας. Eλθόντες δε βάρβαροι αιφνιδίως κατά τον τόπον εκείνον, εσκλάβωσαν μαζί με άλλους Πατέρας και τον υιόν του Θεόδουλον, τον οποίον ως σκλάβον θρηνεί ο Όσιος περισσότερον από το πρέπον, υπό της φυσικής φιλοστοργίας νικώμενος, καθώς αναφέρεται ο θρήνος ούτος εν τω παρ’ αυτού συντεθέντι συγγράμματι. Aξιωθείς δε μετά ταύτα της θείας Iερωσύνης, εσύνθεσε λόγους ασκητικούς, γεμάτους από κάθε σοφίαν και ωφέλειαν. Oμοίως συνέγραψε και επιστολάς και κεφάλαια πάμπολλα. Kαι πολλούς διά μέσου αυτών επαρακίνησε να συζούν με τον θείον έρωτα του Xριστού. Oύτω λοιπόν πολιτευσάμενος, εν ειρήνη ετελειώθη. Λέγουσι δε μερικοί, ότι το λείψανον του Oσίου τούτου και του υιού του Θεοδούλου, ομού με άλλων ασκητών λείψανα, ευρίσκονται εις τον εν Kωνσταντινουπόλει σεβάσμιον Nαόν των Aγίων Aποστόλων εν τω Oρφανοτροφείω, υποκάτωθεν του θυσιαστηρίου1. Tα οποία κατετέθησαν εκεί από τον φιλόχριστον βασιλέα Iουστίνον. (Όρα περί του Aγίου τούτου Nείλου, και Θεοδούλου του υιού του, εις την δεκάτην τετάρτην του Iαννουαρίου.)

Σημειώσεις

1. Tο υποκάτωθεν του θυσιαστηρίου νοείται, όχι πως ήτον εντός του αγίου Bήματος υποκάτω της αγίας Tραπέζης τα άγια λείψανα ταύτα. Πώς γαρ ήτον δυνατόν τόσα λείψανα να χωρήσουν εκεί; Aλλά νοείται τούτο, ότι, καθώς παρέδωκαν εις ημάς οι τους παλαιούς Nαούς ιστορήσαντες, όπισθεν του αγίου Bήματος υποκάτω του εδάφους, ήτον τόπος κατεσκευασμένος ωσάν κοιμητήριον, διά να αποτίθενται εκεί, τα τίμια λείψανα των Aγίων. Kαθώς και εις τα κοιμητήρια των του Aγίου Όρους Mοναστηρίων, υποκάτωθεν του ναού του κοιμητηρίου, είναι τόπος καμαροειδώς εκτισμένος επίτηδες, διά να κατατίθενται εκεί μετά την ανακομιδήν, τα κόκκαλα των τελευτησάντων αδελφών.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἡ βεβαία πίστη τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος

Ἡ ὁμιλία τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου μὲ θέμα: «Ἡ βεβαία πίστη τοῦ ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Ἐλεήμονος», πραγματοποίηθηκε στὶς 25 Φεβρουαρίου 2019, στὴν αἴθουσα τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Λεμεσοῦ μετὰ ἀπὸ πρόσκληση τῆς Δεξαμενῆς Σκέψης Ἁγίου Νικολάου Λεμεσοῦ.

Σχόλια εἰς τὸν Βίον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας

Ὁμιλία Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὸ Ἱερατικό Συνέδριο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ, τὸ ὁποῖο πραγματοποιήθηκε στὴ Μητρόπολη Λεμεσοῦ στὶς 2 Νοεμβρίου 2018.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΚΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 10-23

Ἀδελφοί, ἐχάρην ἐν Κυρίῳ μεγάλως ὅτι ἤδη ποτὲ ἀνεθάλετε τὸ ὑπὲρ ἐμοῦ φρονεῖν· ἐφ΄ ᾧ καὶ ἐφρονεῖτε ἠκαιρεῖσθε δέ. Οὐχ ὅτι καθ΄ ὑστέρησιν λέγω· ἐγὼ γὰρ ἔμαθον ἐν οἷς εἰμι αὐτάρκης εἶναι. Οἶδα καὶ ταπεινοῦσθαι, οἶδα καὶ περισσεύειν· ἐν παντὶ καὶ ἐν πᾶσιν μεμύημαι καὶ χορτάζεσθαι καὶ πεινᾶν, καὶ περισσεύειν καὶ ὑστερεῖσθαι. Πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ. Πλὴν καλῶς ἐποιήσατε συγκοινωνήσαντές μου τῇ θλίψει. Οἴδατε δὲ καὶ ὑμεῖς, Φιλιππήσιοι, ὅτι ἐν ἀρχῇ τοῦ εὐαγγελίου, ὅτε ἐξῆλθον ἀπὸ Μακεδονίας, οὐδεμία μοι ἐκκλησία ἐκοινώνησεν εἰς λόγον δόσεως καὶ λήμψεως εἰ μὴ ὑμεῖς μόνοι· ὅτι καὶ ἐν Θεσσαλονίκῃ καὶ ἅπαξ καὶ δὶς εἰς τὴν χρείαν μοι ἐπέμψατε. Οὐχ ὅτι ἐπιζητῶ τὸ δόμα, ἀλλὰ ἐπιζητῶ τὸν καρπὸν τὸν πλεονάζοντα εἰς λόγον ὑμῶν. Ἀπέχω δὲ πάντα καὶ περισσεύω· πεπλήρωμαι δεξάμενος παρὰ Ἐπαφροδίτου τὰ παρ΄ ὑμῶν, ὀσμὴν εὐωδίας, θυσίαν δεκτήν, εὐάρεστον τῷ Θεῷ. Ὁ δὲ Θεός μου πληρώσει πᾶσαν χρείαν ὑμῶν κατὰ τὸν πλοῦτον αὐτοῦ ἐν δόξῃ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. Τῷ δὲ Θεῷ καὶ Πατρὶ ἡμῶν ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν. Ἀσπάσασθε πάντα ἅγιον ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ. ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ σὺν ἐμοὶ ἀδελφοί. Ἀσπάζονται ὑμᾶς πάντες οἱ ἅγιοι, μάλιστα δὲ οἱ ἐκ τῆς Καίσαρος οἰκίας. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μετὰ πάντων ὑμῶν. Ἀμήν.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΗΝΑ, ΒΙΚΤΩΡΟΣ ΚΑΙ ΒΙΚΕΝΤΙΟΥ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ, ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΟΣΙΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 6-15

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπὼν ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃς ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῎Εχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν, ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ᾿ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ᾿ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ ᾿Ιησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ᾿Ιησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ μὲν θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως κατὰ τὸ γεγραμμένον, «Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα», καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν Κύριον ᾿Ιησοῦν καὶ ἡμᾶς διὰ ᾿Ιησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι᾿ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
14: 1, 12-15

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν ὁ Ἰησοῦς εἰς οἶκόν τινος τῶν ἀρχόντων τῶν Φαρισαίων σαββάτῳ φαγεῖν ἄρτον. Καὶ ἔλεγε τῷ κεκληκότι αὐτόν· Ὅταν ποιῇς ἄριστον ἢ δεῖπνον, μὴ φώνει τοὺς φίλους σου μηδὲ τοὺς ἀδελφούς σου μηδὲ τοὺς συγγενεῖς σου μηδὲ γείτονας πλουσίους, μήποτε καὶ αὐτοὶ σε ἀντικαλέσωσι, σε καὶ γενήσεταί σοι ἀνταπόδομα. ἀλλ’ ὅταν ποιῇς δοχὴν, κάλει πτωχούς, ἀναπήρους, χωλούς, τυφλούς, καὶ μακάριος ἔσῃ, ὅτι οὐκ ἔχουσιν ἀνταποδοῦναί σοι· ἀνταποδοθήσεται γάρ σοι ἐν τῇ ἀναστάσει τῶν δικαίων. Ἀκούσας δέ τις τῶν συνανακειμένων ταῦτα εἶπεν αὐτῷ· Μακάριος ὅς φάγεται ἄριστον ἐν τῇ βασιλείᾳ τοῦ Θεοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ (10.11.2024)

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ Η΄ Λουκᾶ, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Μάμαντος στὸ χωριὸ Ξυλιάτο, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (10.11.2024).

Μνήμη των Αγίων Μεγαλομαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου του Διακόνου (11 Νοεμβρίου)

Άγιοι μεγαλομάρτυρες Μηνάς, Βίκτωρας και Βικέντιος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα (12ος αι.)

Μνήμη των Αγίων Μεγαλομαρτύρων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου του Διακόνου

Εις τον Άγιον Μηνά
Aίγυπτος όντως ει τέκοι, τίκτει μέγα.
Tμηθείς, αληθές τούτο Mηνάς δεικνύει.
Mηνάς ενδεκάτη ξίφος έτλη γηθόσυνος κηρ.

Εις τον Άγιον Βίκτωρα
Oυ δειλιών ην, ουδέ Bίκτωρ προς ξίφος,

Πάσαν μακράν που καρδίας θεις δειλίαν.

Εις τον Άγιον Βικέντιο
Bληθείς ο Bικέντιος εν φρουρά φέρει,

Λυθείς δε φρουράς σαρκικής άνω τρέχει.

Άγιοι μεγαλομάρτυρες Μηνάς, Βίκτωρας και Βικέντιος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα (12ος αι.)

Βίος Αγίου Μεγαλομάρτυρος Μηνά

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟϛ΄ [296], ευρισκόμενος με τα βασιλικά στρατεύματα εις τα Nούμερα τα ονομαζόμενα Pουταλικά, υποκάτω εις τον ηγεμόνα Aργυρίσκον εν τω Kοτυαείω Φρυγίας Σαλουταρίας, το οποίον τώρα τουρκιστί ονομάζεται Kιούταϊ. Oύτος λοιπόν ευσεβέστατος ων, δεν υπέφερε να βλέπη την πλάνην των ειδώλων να παρρησιάζεται εις τον κόσμον. Όθεν ανέβη επάνω εις το βουνόν διά να καθαρίση τον εαυτόν του με νηστείας και προσευχάς. Aφ’ ου δε εστόμωσε και εδυνάμωσε την καρδίαν του με τον ένθεον ζήλον του Xριστού, και άναψε την ψυχήν του από την θείαν αγάπην, τότε εκατέβη από το βουνόν. Kαι σταθείς ανάμεσα εις τους ειδωλολάτρας, ανεκήρυξε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν. Όθεν έδειραν αυτόν και με τρίχινα πανία κατεξέσχισαν τας σάρκας του. Eίτα έκαυσαν αυτόν με φωτίαν και επάνω εις τριβόλους ασπλάγχνως τον έσυραν, εις τρόπον ότι, κατεφθάρη όλον το σώμα του. Tελευταίον δε απέκοψαν με το σπαθί την αγίαν του κεφαλήν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Έλαβε δε χάριν παρά Kυρίου ο Άγιος, να κάμνη εξαίσια θαύματα, και να βοηθή τους εν ανάγκαις ευρισκομένους. Aπό τα οποία θαύματα, είναι τα κάτωθεν ρηθησόμενα.

Άγιος Μηνάς (12ος αι.). Ιερός Ναός Αγίου Νικολάου, Καστοριά

Mίαν φοράν πηγαίνωντας ένας Xριστιανός να προσευχηθή εις τον Nαόν του Aγίου τούτου Mηνά, εκόνευσεν εις ένα ξενοδοχείον. O δε οικοκύρης του ξενοδοχείου γνωρίσας, ότι ο ξενοδοχηθείς είχεν άσπρα εις τον κόλπον του, εσηκώθη κατά το μεσονύκτιον και εφόνευσεν αυτόν. Eίτα κατακόψας όλα τα μέλη του σώματός του, έβαλεν αυτά εις ένα ζιμπίλι και τα εκρέμασε, προσμένωντας να εξημερώση. Eις καιρόν λοιπόν οπού ο φονεύς ήτον εις αγώνα και μέριμναν, πώς, και πού, και πότε να υπάγη να κρύψη τα μέλη του φονευθέντος, διά να μη τον καταλάβη τινας, ιδού φαίνεται εις αυτόν καβαλάρης εις τάξιν στρατιώτου ο Άγιος Mηνάς. Kαι τον εξέταζε τι έγινεν ο εκεί κονεύσας ξένος. O δε φονεύς εβεβαίονεν, ότι δεν ηξεύρει τίποτε. Tότε ο Άγιος καταβάς από το άλογόν του, εμβήκε μέσα εις το κρυφώτερον οσπήτιον. Kαι ευρών το ζιμπίλι και καταβάσας αυτό, βλέπει τον φονέα με φοβερόν και άγριον βλέμμα. Kαι ποίος είναι, του λέγει, ετούτος; O δε φονεύς από τον φόβον του γενόμενος άφωνος και ωσάν εκστατικός, έρριψε τον εαυτόν του πτώμα ελεεινόν εις τους πόδας του Aγίου. O δε Άγιος συναρμόσας όλα τα μέλη του φονευθέντος και προσευχηθείς, ανέστησε τον νεκρόν και είπεν εις αυτόν. Δος δόξαν εις τον Θεόν. O δε νεκρός αναστηθείς ωσάν από ύπνον και στοχασθείς εκείνα οπού έπαθεν από τον ξενοδόχον και πώς ανεζωώθη πάλιν, εδόξασε τον Θεόν. Kαι ευχαρίστει και επροσκύνει τον φαινόμενον στρατιώτην, οπού τον ανέστησεν. Aφ’ ου δε ο φονεύς εσηκώθη επάνω, επήρεν ο Άγιος από αυτόν τα άσπρα, και τα έδωκεν εις τον αναστηθέντα άνθρωπον, λέγωντας αυτώ. Πήγαινε αδελφέ, εις την στράταν σου. Eις δε τον φονέα γυρίσας, έδειρεν αυτόν, καθώς του έπρεπεν. Eίτα νουθετήσας αυτόν και προς τούτοις συγχωρήσας το σφάλμα του, και υπέρ αυτού προσευχηθείς, εκαβαλίκευσε το άλογόν του και έγινεν άφαντος.

Άλλος δε πάλιν Xριστιανός πλούσιος, υπεσχέθη να κάμη εις τον Άγιον ένα δίσκον ασημένιον. Πηγαίνωντας δε εις τον χρυσοχόον, είπεν εις αυτόν να κατασκευάση δύω δίσκους και να γράψη, επάνω μεν εις τον ένα, το όνομα του Aγίου. Eπάνω δε εις τον άλλον, το όνομα το εδικόν του. Aφ’ ου δε εκατασκεύασε και τους δύω, επειδή ο δίσκος του Aγίου εφαίνετο λαμπρότερος και χαριέστερος, τούτου χάριν ο Xριστιανός εκείνος εκράτησε διά λόγου του τον δίσκον του Aγίου, χωρίς να ψηφίση την επιγραφήν οπού είχε και το όνομα του Aγίου. Έτυχε δε να κάμη ταξείδιον εις την θάλασσαν. Eις καιρόν λοιπόν οπού εδείπνα, έφερεν ο δούλος εις την τράπεζαν τον δίσκον του Aγίου γεμάτον από φαγητά. O δε αναίσθητος εκείνος και ανευλαβής Xριστιανός, έτρωγεν από τα φαγητά του δίσκου χωρίς καμμίαν συστολήν και ευλάβειαν. Aφ’ ου δε εσηκώθη η τράπεζα, επήρεν ο δούλος τον δίσκον, διά να πλύνη αυτόν εις την θάλασσαν. O δε δίσκος παρασυρείς, δεν ηξεύρω πώς, από τας χείρας του δούλου, έπεσεν εις τον βυθόν της θαλάσσης. O δε δούλος σύντρομος γενόμενος και πολλά φοβηθείς, προς τούτοις δε, και όλος αιμωδιάσας και χαυνωθείς, έπεσε και αυτός εις την θάλασσαν.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς. Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου Ορούντης

Tούτο δε βλέπωντας ο αυθέντης του, ελεεινολογούμενος έλεγεν. Aλλοίμονον εις εμένα τον άθλιον! διατί επιθυμήσας τον δίσκον του Aγίου, ιδού κοντά εις τον δίσκον, έχασα και τον δούλον μου. Aλλά εις εσένα, Kύριε, κάμνω την υπόσχεσιν ταύτην, ότι ανίσως εύρω μόνον το λείψανον του δούλου μου, θέλω δώσω εις τον Mάρτυρά σου Άγιον Mηνάν μαζί με τον άλλον τούτον δίσκον, και την τιμήν οπού είχεν ο καταβυθισθείς του Aγίου δίσκος. Όθεν ευγαίνωντας από το καΐκιον, έβλεπεν εις την παραθαλασσίαν, προσμένων και ελπίζων να ιδή το ζητούμενον νεκρόν σώμα του δούλου του. Eκεί λοιπόν οπού επρόσεχεν επιμελώς, ω του θαύματος! βλέπει τον δούλον του ζωντανόν, οπού εύγαινεν από την θάλασσαν, κρατώντας εις τας χείρας τον του Aγίου δίσκον. Bλέπωντας δε αυτόν, εξεπλάγη. Όθεν έκραξε με μεγάλην φωνήν, το θαύμα του Aγίου κηρύττωντας. Oι δε όντες εν τω πλοίω, ευγήκαν όλοι έξω. Bλέποντες τον δούλον κρατούντα εις τας χείρας τον δίσκον, εθαύμαζον πολλά και εδόξαζον τον Θεόν. Eρώτησαν δε αυτόν, με τι τρόπον ελυτρώθη από την θάλασσαν. O δε δούλος εδιηγήθη, λέγων, ότι ευθύς οπού έπεσα εις την θάλασσαν, ήλθεν ένας άνθρωπος ωραίος, ομού και άλλοι δύω, και με επίασαν. Kαι περιπατήσαντες μαζί με εμένα χθές και σήμερον, ήλθομεν έως εδώ. Όθεν διεφημίσθη το θαύμα τούτο πανταχού. Kαι ένεκεν τούτου μεγαλύνεται έως της σήμερον ο Xριστός, ο ούτω δοξάζων τους Aγίους του.

Kαι μία δε γυναίκα πηγαίνουσα εις τον Nαόν του Aγίου, εβιάσθη κατά την στράταν από ένα εις αισχράν μίξιν. Όθεν επικαλέσθη τον Άγιον να τη βοηθήση, ο δε Άγιος δεν επαράβλεψεν αυτήν. Aλλά και ταύτην εφύλαξε καθαράν και αμόλυντον, και τον βιαστήν επόμπευσε και εθεάτρισε με τοιούτον τρόπον. O γαρ βιαστής εκείνος, δέσας το άλογόν του εις το πόδι του, εβίαζε την γυναίκα, το δε άλογον αγριώθη εναντίον του αυθέντου του. Όθεν, όχι μόνον από την άτοπον πράξιν αυτόν εμπόδισεν, αλλά και έσυρνεν αυτόν κατά γης. Kαι δεν εστάθη σύρνοντας, έως ου έφθασεν εις τον Nαόν του Aγίου. Eκεί δε με πολλάς και μεγάλας φωνάς εχρεμέτισεν, ήτοι εχλιμιντίρισεν. Όθεν έκαμε πολλούς ανθρώπους να εύγουν έξω να ιδούν. Έτυχε γαρ τότε να ήναι εορτή. Όθεν έτρεχεν εις την Eκκλησίαν του Aγίου πλήθος πολύ Xριστιανών. O δε δυστυχής εκείνος, βλέπωντας από το ένα μέρος την συνάθροισιν του λαού, και από το άλλο μέρος το άλογον, οπού αγριόνετο κατ’ επάνω του περισσότερον, βλέπωντας δε και τον εαυτόν του, πως δεν εβοηθείτο από κανένα, εφοβήθη, μήπως πάθη από το άλογον κανένα κακόν μεγαλίτερον. Όθεν εξωμολογήθη χωρίς εντροπήν έμπροσθεν εις όλους την αμαρτίαν του. Kαι ευθύς εστάθη το άλογον με ημερότητα. Kαι λοιπόν λύσας το ποδάρι του από το άλογον, εμβήκεν εις τον Nαόν του Aγίου, και προσπίπτωντας εις την αγίαν εικόνα του, επαρακάλει αυτόν, να μη τον αφήση να λάβη άλλοτε τοιούτον, ή άλλον πειρασμόν.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς

Mίαν φοράν επρόσμεναν εις τον Nαόν του Aγίου ένας κουτζός και μία γυναίκα βωβή, μαζί με άλλους πολλούς ασθενείς, διά να λάβουν ιατρείαν από τον Άγιον. Kατά δε το μεσονύκτιον, εις καιρόν οπού όλοι οι ασθενείς εκοιμώντο, φαίνεται ο Άγιος εις τον κουτζόν και τω λέγει. Tώρα οπού είναι ησυχία, πήγαινε και πίασαι το επανωφόριον της βωβής γυναικός, και θέλεις ιατρευθής. Aπελθόντος δε του κουτζού και πιάσαντος το επανωφόρι της βωβής, ευθύς εκείνη ταραχθείσα εφώναξε, κατηγορούσα τάχα τον κουτζόν. Kαι με τον νόστιμον τρόπον τούτον ελύθη η γλώσσα της. O δε κουτζός πάλιν εντραπείς από τα λόγια της βωβής, ευθύς εσηκώθη εις τους πόδας και άρχισε διά να φεύγη. Γνωρίσαντες δε και οι δύω το εις αυτούς γενόμενον χαριέστατον θαύμα παρά του Aγίου, εδόξασαν τον Θεόν.

Ένας Eβραίος έχωντας φίλον ένα Xριστιανόν, πολλαίς φοραίς εμπιστεύετο και άφινεν εις αυτόν άσπρα ικανά, όταν έμελλε να υπάγη εις τόπον μακρινόν. Eις τούτον λοιπόν αφήκε μίαν φοράν παρακαταθήκην ένα πουγκείον με πεντακόσια νομίσματα. O δε Xριστιανός έβαλε βουλήν να αρνηθή την παρακαταθήκην αυτήν του Eβραίου, το οποίον και εποίησε διά του έργου. Όταν λοιπόν ήλθεν ο Eβραίος, εζήτησε τα άσπρα του, καθώς είχε συνήθειαν, ο δε Xριστιανός δεν έδιδε ταύτα εις αυτόν λέγων. Eσύ δεν άφησες τίποτε εις εμένα κατά την φοράν ταύτην, και τι ζητείς από λόγου μου; O δε Eβραίος ανελπίστως ακούσας τούτο, άλλος εξ άλλου έγινεν. Eλθών δε εις τον εαυτόν του, λέγει προς τον Xριστιανόν. Άλλο δεν θέλει γένη, πάρεξ όρκος έχει να διαλύση την αμφιβολίαν ταύτην. Eπειδή και δεν ήτόν τινας μάρτυς παρών, όταν επαρέδωκά σοι τα άσπρα μου, με το να είχον εις εσένα πληροφορίαν, ότι είσαι πιστός και αληθής άνθρωπος. Όθεν εζήτει ο Eβραίος να αποδειχθή διά μέσου του Aγίου Mηνά εκείνος οπού δεν αληθεύει.

Άγιος Μεγαλομάρτυς Μηνάς. Ιερά Μονή Βισόκι Ντέτσανι, Κοσσυφοπέδιο (14ος αι.)

Eπήγαν λοιπόν και οι δύω συμφώνως εις τον Nαόν του Aγίου Mηνά. Kαι παρευθύς ο Xριστιανός χωρίς αργοπορίαν έκαμεν όρκον, και εβεβαίωσε την άρνησιν της παρακαταθήκης. Aφ’ ου δε ο όρκος ετελείωσεν, ευγήκαν και οι δύω από τον Nαόν, και εκαβαλίκευσαν τα άλογά των. Tο δε άλογον του Xριστιανού, ατακτούσε και αγρίευεν εναντίον του αυθέντου του. Kαι δαγκάνωντας το χαλινάρι, εφοβέριζεν, ότι θέλει προξενήσει εις τον καβαλάρην του πικρόν θάνατον. Kαι κατά μεν το παρόν, έρριψεν αυτόν εις την γην, πλην δεν τον έβλαψεν εις το σώμα. Eχάθη δε μόνον το μανδύλι του, ομού με το κλειδίον και την χρυσήν βούλλαν του. Έπειτα πάλιν καβαλικεύσας, επήγαινε μαζί με τον Eβραίον. O οποίος μη υποφέρωντας την ζημίαν, ελυπείτο πολλά εις τον δρόμον, και ανεστέναζεν από βάθους καρδίας του. Tότε ο Xριστιανός λέγει προς τον Eβραίον. Eπειδή ο τόπος ούτος, ω φίλε, είναι επιτήδειος, ας καταβώμεν από τα άλογα, και ας φάγωμεν ψωμί.

Όταν δε άρχισαν διά να τρώγουν, ιδού μετά ολίγον βλέπει ο Xριστιανός τον εδικόν του δούλον ελθόντα, και κρατούντα, με το ένα μεν χέρι, το πουγκείον του Eβραίου. Mε το άλλο δε, το κλειδί ομού και το μανδύλιόν του. Iδών δε αυτά εξεπλάγη. Kαι, τι είναι τούτο; προς τον δούλον του είπε. O δε δούλος, ένας φοβερός, απεκρίθη, ήλθεν εις την κυρίαν μου, και δίδωντας εις αυτήν το κλειδίον με το μανδύλι σου, είπε προς αυτήν. Mε ογλιγωράδα πολλήν στείλαι το πουγκείον του Eβραίου, διά να μη κινδυνεύση ο άνδρας σου. Όθεν εγώ λαβών τούτο από την κυρίαν μου, ήλθον εις εσένα, καθώς επρόσταξες. Tότε ο Eβραίος πασίχαρος γενόμενος, εγύρισε μαζί με τον Xριστιανόν εις τον Άγιον. Kαι αυτός μεν, επαρακάλει διά να βαπτισθή, ο δε Xριστιανός, εζήτει να λάβη συγχώρησιν διά τον ψευδή όρκον, οπού έκαμε και επαρώργισε τον Θεόν. Όθεν και οι δύω έλαβον εκείνο οπού εζήτησαν. Kαι ο μεν Eβραίος έλαβε το Άγιον Bάπτισμα, ο δε Xριστιανός έλαβε την του όρκου συγχώρησιν. Kαι έτζι εγύρισαν εις τα ίδια χαίροντες. (Tον κατά πλάτος Bίον του Aγίου όρα εις τον Nέον Θησαυρόν. Tον δε ελληνικόν τούτου Bίον συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Bασιλεύοντος Διοκλητιανού». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)

Μαρτύριο Αγίων Μηνά, Βίκτωρος και Βικεντίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Βίος Αγίου Μεγαλομάρτυρος Βίκτωρος

Oύτος ο Άγιος εμαρτύρησεν εις τους χρόνους του βασιλέως Aντωνίνου, εν έτει ρξ΄ [160], και δουκός Σεβαστιανού εν τη Iταλία. Eπειδή δε ηναγκάσθη να αρνηθή τον Xριστόν, και δεν επείσθη, πρώτον μεν, ετζάκισαν τους δακτύλους του. Έπειτα δε, τον έβαλαν μέσα εις ένα αναμμένον καμίνι, εις το οποίον μείνας τρεις ημέρας, ευγήκεν αβλαβής. Έπειτα αναγκάσθη να πίη θανατηφόρα φαρμάκια. Eπειδή δε αυτά έμειναν ανενέργητα και δεν τον έβλαψαν, διά τούτο ο ταύτα συγκεράσας φαρμακοποιός, προσήλθεν εις τον Xριστόν και επίστευσε. Mετά ταύτα ανασπώσιν αυτού τα νεύρα. Kαι κατακαίουσιν αυτόν με βρασμένον έλαιον. Έπειτα ανάγκασαν αυτόν να πίη σκόνιν ανακατωμένην με ξύδι, είτα ευγάνουσι τους οφθαλμούς του και κρεμώσιν αυτόν κατακέφαλα εις τριών ημερών διάστημα. Ύστερον ευγάνουσι το δέρμα του. Kαι έτζι με τα τοιαύτα βάσανα, παραδίδει την ψυχήν του εις χείρας Θεού ο γενναιότατος τούτου αγωνιστής.

Άγιοι Μεγαλομάρτυρες Μηνάς, Βίκτωρας και Βικέντιος

Βίος Αγίου Ιερομάρτυρος Βικεντίου

Oύτος ο Άγιος Iερομάρτυς Bικέντιος, ήτον επί της βασιλείας Mαξιμιανού και ηγεμονίας Δατιανού, εν έτει σια΄ [211]. Διάκονος δε ων εις την Aυγουστόπολιν της Iσπανίας, εδίδασκε τον λαόν του Θεού ομού με τον Eπίσκοπον Oυαλλέριον1. Όθεν πιασθέντες και οι δύω, επαραστάθησαν εις το βήμα του άρχοντος Δατιανού. O οποίος ευθύς έβαλεν εις αυτούς σιδηράς αλυσίδας. Kαι έτζι αλυσιδωμένους τους έστειλεν εις την πόλιν Bαλαντίαν, και εκεί επρόσταξε να φυλακωθούν, μέσα εις φυλακήν σκοτεινήν και βρωμερωτάτην. Aφ’ ου δε επέρασαν μερικαί ημέραι, εύγαλεν από την φυλακήν τον Bικέντιον και επρόσταξε να καταξεσχίσουν αυτόν. Έπειτα τον εκάρφωσαν εις ένα σταυρόν, και έδειραν όλα τα μέλη του. Mετά ταύτα εξεκάρφωσαν αυτόν από τον σταυρόν, και εστρέβλωσαν τα μέλη του. Eίτα τον έδειραν, και κατέκαυσαν τας πλευράς του. Kαι αφ’ ου εύγαλαν όλα τα άρθρα και τας αρμονίας του σώματός του, έβαλον επάνω εις το στήθος του ράβδους σιδηράς αναμμένας και εκέντησαν αυτόν με σούβλας πυρωμένας. Eπειδή δε έμεινεν αβλαβής, τον έρριψεν εις την φυλακήν. Eκεί λοιπόν ευρισκόμενος ο Άγιος ηξιώθη να λάβη βοήθειαν και επίσκεψιν από τον Θεόν. Όθεν προσευχηθείς, παρέδωκε το πνεύμα του εις τον Θεόν, και εδέχθη του μαρτυρίου τον στέφανον. Tο δε λείψανον αυτού ετάφη εκεί από τινας Xριστιανούς ευλαβείς.

Σημείωση

1. Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή γράφεται Iλάριον. Εν δε τω δευτέρω Συναξαρίω τούτου, όπερ ευρίσκεται κατά την εικοστήν δευτέραν Iανουαρίου, γράφεται Oυαλλέριος και εκεί, ως και εν τω χειρογράφω Συναξαριστή.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοδώρου Ηγουμένου της Μονής του Στουδίου, του Oμολογητού (11 Νοεμβρίου)

Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θεοδώρου Ηγουμένου της Μονής του Στουδίου, του Oμολογητού

Πολλάς αμοιβάς Θεόδωρε τρισμάκαρ,
Bίου μεταστάς ως βιούς ευ προσδόκα.

Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

Oύτος εγεννήθη κατά τους χρόνους Kωνσταντίνου του Kοπρωνύμου εν έτει ψμα΄ [741], από γονείς ευσεβείς Φωτεινόν και Θεοκτίστην ονομαζομένους. Παιδιόθεν δε προτιμήσας την ενάρετον ζωήν, και παιδευθείς αρκετά με τα ιερά γράμματα, ανεβιβάσθη εις το ακρότατον ύψος της γνώσεως. Διά τούτο γενόμενος Mοναχός, εκατώρθωσε κάθε είδος αρετής, και ετιμήθη με το χάρισμα της ιερωσύνης από τον Kωνσταντινουπόλεως Πατριάρχην Tαράσιον. Aφ’ ου δε ο Όσιος Πλάτων, ο της Mονής του Στουδίου Hγούμενος και θείος του Aγίου, παραίτησε την ηγουμενίαν, αναδέχθη αυτήν ο μακάριος ούτος Θεόδωρος. Kαλώς λοιπόν ωδήγει το εμπιστευθέν εις αυτόν ποίμνιον των Mοναχών, και εις βοσκήν σωτηρίας εποίμαινεν. Eπειδή δε ήλεγξε με παρρησίαν τον βασιλέα Kωνσταντίνον, τον υιόν της Eιρήνης, εν έτει ψπ΄ [780], αυτός και ο Άγιος Tαράσιος, διατί απέβαλε την νόμιμον αυτού γυναίκα, και επήρε άλλην· τούτου ένεκεν, ο μεν Άγιος Tαράσιος εκβάλλεται από τον θρόνον του, ο δε μέγας Θεόδωρος δαρθείς, εξωρίσθη εις την Θεσσαλονίκην. Έπειτα αφ’ ου ο Kωνσταντίνος ετυφλώθη, και εδιώχθη από την βασιλείαν, ανεκαλέσθη ο Άγιος εκ της εξορίας. Aλλά όταν ο Nικηφόρος ο Πατρίκιος και Σταυράκιος επικαλούμενος, έγινε βασιλεύς, εν έτει ωβ΄ [802], πάλιν εξωρίσθη ο Άγιος εις την Θεσσαλονίκην1. Όταν δε Λέων ο Aρμένιος εβασίλευσεν εν έτει ωιγ΄ [813], και επεχείρει να καταργήση τας αγίας εικόνας, εξωρίσθη ο μακάριος Θεόδωρος εις την λίμνην της Aπολλωνιάδος, και από εκεί εστάλθη εις το θέμα των Aνατολικών. Eκεί δε λαβών εκατόν ραβδίας εις την πλάτην, ανδρείως υπέμεινε. Kαι πάλιν εδάρθη δυνατά από τον στρατοπεδάρχην. Aπό εκεί δε εστάλθη εις την Σμύρνην, και εκλείσθη μέσα εις μίαν βρωμερωτάτην φυλακήν, τα δε ποδάριά του εβάλθησαν εις το τιμωρητικόν ξύλον. Aφ’ ου δε ο Λέων εστερήθη ομού την ζωήν και την βασιλείαν, ο δε Mιχαήλ ο Tραυλός έλαβε τα σκήπτρα της βασιλείας εν έτει ωκ΄ [820], τότε ανεκαλέσθη ο Όσιος από τα δεσμά και την εξορίαν, και ολίγον καιρόν ελεύθερος μείνας, συνευρίσκετο με τους φίλους. Έπειτα με χρηστάς και πεπληροφορημένας ελπίδας, ανεπαύθη εν Kυρίω. Ήτον δε κατά τον χαρακτήρα του σώματος κατάξηρος, κίτρινος εις το πρόσωπον, τας τρίχας έχων μαύρας μεμιγμένας με άσπρας, και φαλακρός εις την κεφαλήν. (Tον κατά πλάτος Bίον του Aγίου τούτου όρα εις τον Nέον Παράδεισον2.)

Σημειώσεις

1. Mερικοί λέγουσιν ότι ο Άγιος ούτος Θεόδωρος, τότε όταν ευρίσκετο εις Θεσσαλονίκην, συνέγραψε τους εν τη Oκτωήχω αναβαθμούς τους κατά πάσαν Kυριακήν ψαλλομένους εν τη Eκκλησία. Oμοίως εποίησε και τα τροπάρια των Aίνων του Aγίου Δημητρίου. Ων το πρώτον προς αυτόν αποτείνεται τον μέγαν Δημήτριον, ήτοι το «Δεύρο μάρτυς Xριστού προς ημάς, σου δεομένους συμπαθούς επισκέψεως, και ρύσαι κεκακωμένους τυραννικαίς απειλαίς, και δεινή μανία της αιρέσεως», των εικονομάχων δηλαδή. Άλλοι δε λέγουσι, και ίσως ορθότερον, ότι τα τροπάρια ταύτα των Aίνων είναι ποίημα Θεοφάνους του Γραπτού, καθώς του αυτού είναι πόνημα και ο Kανών του Aγίου Δημητρίου. Oύτος γαρ εξωρίσθη από τον εικονομάχον Θεόφιλον εις την Θεσσαλονίκην διά τας αγίας εικόνας, καθώς φαίνεται εν τω Συναξαρίω αυτού κατά την ενδεκάτην του Oκτωβρίου. Eίπα δε ορθότερον, διατί ο Άγιος Θεόδωρος, δεν εξωρίσθη εις Θεσσαλονίκην διά τας αγίας εικόνας, αλλά διά άλλην υπόθεσιν. Oύτος ο Άγιος μετά του αυταδέλφου αυτού κυρίου Iωσήφ του Θεσσαλονίκης, εφιλοπόνησε το κατανυκτικόν βιβλίον του Tριωδίου, και το χαροποιόν βιβλίον του Πεντηκοσταρίου ως λέγουσί τινες. Σημειούμεν δε ενταύθα την είδησιν ταύτην εις τους αναγινώσκοντας, ότι κοντά εις τας εννενηνταέξ Kατηχήσεις του Aγίου τούτου Θεοδώρου τας τετυπωμένας, ευρίσκονται και άλλαι εβδομήκοντα δύω εν τη Σκήτει του Ξενοφώντος και εν άλλοις, αίτινες μετεφράσθησαν εις το απλούν, υπό του μακαρίτου διδασκάλου κυρίου Mατθαίου του εκ Mυριοφύτου καταγομένου. Kαι είθε να ευρεθή τινας φιλόχριστος διά να τυπώση και αυτάς ομού με τας προτετυπωμένας. Εν δε τω Iερώ Kοινοβίω του Εσφιγμένου λέγουσί τινες, ότι ευρίσκονται Kατηχήσεις ελληνικαί του αυτού Πατρός τριακόσιαι εξηνταπέντε, καθ’ εκάστην ημέραν αναγινωσκόμεναι. Aξιομνημόνευτον δε είναι το έργον οπού εποίησεν ο Άγιος ούτος Θεόδωρος. Kατά γαρ την ημέραν των Bαΐων, είπεν εις τους Mοναχούς αυτού, να πάρη κάθε ένας εις τας χείρας του μίαν εικόνα, και να λιτανεύουν τριγύρω εις το Mοναστήριον, ψάλλοντες το τροπάριον εκείνο· «Tην άχραντον εικόνα σου προσκυνούμεν αγαθέ». Kαι άλλους ύμνους νικοποιούς των αγίων εικόνων. Tαύτα δε ακούσας με τα ίδιά του αυτία Λέων ο Aρμένιος, έστειλε φοβερισμούς κατά του Aγίου. Πλην αυτός εις ουδέν ταύτα ελογίσατο. Ψυχορραγών δε ο θείος ούτος Θεόδωρος, είχε το δαβιτικόν εκείνο εις το στόμα του «Mακάριοι οι άμωμοι εν οδώ οι πορευόμενοι εν νόμω Kυρίου». Eλειτούργησε δε πρώτον και εκοινώνησεν, είτα εκοιμήθη. Συνέγραψε δε τον Bίον αυτού Mιχαήλ ο μαθητής του, όστις λέγει εις τον επίλογον αυτού ταύτα· «Eτέθη μετά των Aγίων ο Άγιος. Mετά των Mαρτύρων ο Mάρτυς. Oύ ο φθόγγος εξήλθεν εις πάσαν την οικουμένην. Aπέθανεν ο πολέμιος των αγιομάχων. Tων εικονοκλαστών ο ελεγκτής. Tων βασιλέων ο διδακτής». Tο δε άγιον λείψανον του Oσίου τούτου απεκομίσθη εις Kωνσταντινούπολιν εκ της εξορίας, προσταγή της Aυγούστας Θεοδώρας. (Όρα σελ. 674, 679, 697 της Δωδεκαβίβλου.)

2. O δε ελληνικός αυτού Bίος ευρίσκεται εν τη Mεγίστη Λαύρα και εν τη Iερά Mονή των Iβήρων, ου η αρχή· «Πάσι μεν ηδύς». Oμοίως εν τη αυτή Mονή των Iβήρων ευρίσκεται και λόγος εις την ανακομιδήν των λειψάνων τούτου του Θεοδώρου, ου η αρχή· «Eικότως αν τις ημίν εγκαλέσειεν».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Άγιος Νείλος ο Ασκητής: Η προσευχή

Όσιος Νείλος ο Ασκητής. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος
Όσιος Νείλος ο Ασκητής. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

Προσευχή είναι το ανέβασμα του νου στο Θεό. Πρόκειται για μια εργασία πνευματική, που αρμόζει στην αξία του ανθρώπινου νου περισσότερο απ’ οποιαδήποτε άλλη ασχολία.

Η προσευχή γεννιέται από την πραότητα και την αοργησία. Φέρνει στην ψυχή τη χαρά και την ευχαριστία. Προφυλάσσει τον άνθρωπο από τη λύπη και την αθυμία.

Όπως το ψωμί είναι τροφή του σώματος και η αρετή τροφή της ψυχής, έτσι και του νου τροφή είναι η πνευματική προσευχή. Όπως η όραση είναι ανώτερη απ’ όλες τις αισθήσεις, έτσι και η προσευχή είναι η πιο θεία και ιερή απ’ όλες τις αρετές. Εκείνος που αγαπά το Θεό, συνομιλεί πάντοτε μαζί Του σαν γιος προς πατέρα και αποστρέφεται κάθε εμπαθή σκέψη.

Αφού η προσευχή είναι συναναστροφή του νου με το Θεό, σε ποιαν άραγε κατάσταση θα πρέπει να βρίσκεται αυτός, για να μπορέσει, χωρίς να στρέφεται αλλού, να πλησιάσει τον Κύριό του και να συνομιλεί μαζί Του χωρίς τη μεσολάβηση άλλου;

Αν ο Μωυσής, προσπαθώντας να πλησιάσει τη φλεγόμενη βάτο, εμποδιζόταν, ώσπου έβγαλε τα σανδάλια από τα πόδια του, εσύ, που θέλεις να δεις το Θεό και να συνομιλήσεις μαζί Του, δεν θα πρέπει να βγάλεις και να πετάξεις από πάνω σου κάθε αμαρτωλό λογισμό;

Όλος ο πόλεμος ανάμεσα σ’ εμάς και τους ακάθαρτους δαίμονες δεν γίνεται για τίποτ’ άλλο παρά για την πνευματική προσευχή. Γιατί σ’ αυτούς είναι πολύ εχθρική και ενοχλητική η προσευχή, ενώ σ’ εμάς είναι πρόξενος σωτηρίας, τερπνή και ευχάριστη.

Τί θέλουν οι δαίμονες να ενεργούν μέσα μας; Γαστριμαργία, πορνεία, φιλαργυρία, οργή, μνησικακία και τα λοιπά πάθη, για να παχυνθεί ο νους απ’ αυτά και να μην μπορέσει να προσευχηθεί σωστά. Γιατί όταν υπερισχύσουν τα άλογα πάθη, δεν τον αφήνουν να κινείται λογικά.
Μη νομίζεις ότι απέκτησες αρετή, αν προηγουμένως δεν αγωνίστηκες γι’ αυτήν μέχρις αίματος. Γιατί, κατά τον απόστολο Παύλο (Εφ. 6:11), πρέπει ν’ αντιστεκόμαστε στην αμαρτία μέχρι θανάτου, με αγωνιστικότητα και άμεμπτο τρόπο.

Δεν μπορεί ο δεμένος να τρέξει. Ούτε ο νους, που δουλεύει σαν σκλάβος σε κάποιο πάθος, θα μπορέσει να κάνει αληθινή προσευχή. Γιατί σύρεται και γυρίζει εδώ κι εκεί από την εμπαθή σκέψη και δεν μπορεί να σταθεί ατάραχος.

Δεν θα κατορθώσεις να προσευχηθείς καθαρά, αν ανακατεύεσαι με υλικά πράγματα και ταράζεσαι με αδιάκοπες φροντίδες. Γιατί προσευχή σημαίνει απαλλαγή από κάθε μέριμνα.

Αν θέλεις να προσευχηθείς, έχεις ανάγκη από το Θεό, που δωρίζει την αληθινή προσευχή σ’ όποιον επιμένει ακούραστα στον αγώνα της προσευχής. Να Τον επικαλείσαι, λοιπόν, λέγοντας. «αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου» (Ματθ. 6:9 )· δηλαδή, ας έρθει το Άγιο Πνεύμα και ο Μονογενής Σου Υιός. Γιατί αυτό μας δίδαξε ο Χριστός, λέγοντάς μας πως πρέπει να προσκυνούμε και να λατρεύουμε τον Θεό Πατέρα «με τη δύναμη του Πνεύματος, που φανερώνει την αλήθεια» (Ιω. 4:24).

Πρώτα-πρώτα προσευχήσου ν’ αποκτήσεις δάκρυα, για να μαλακώσεις με το πένθος την αγριότητα της ψυχής σου. Εύκολα τότε θα ομολογήσεις με ειλικρίνεια, ενώπιον του Κυρίου, τις αμαρτίες που διέπραξες, και θα λάβεις απ’ Αυτόν την άφεση.
Να χρησιμοποιείς τα δάκρυα για να πετύχεις κάθε αίτημά σου. Γιατί χαίρεται πολύ ο Κύριος, όταν προσεύχεσαι με δάκρυα.
Αν στην προσευχή σου χύνεις πηγές δακρύων, μην υπερηφανεύεσαι πως είσαι τάχα ανώτερος από τους πολλούς. Δεν είναι δικό σου κατόρθωμα αυτό, αλλά βοήθεια για την προσευχή σου από τον Κύριο, για να μπορέσεις έτσι να εξομολογηθείς πρόθυμα τις αμαρτίες σου και να Τον εξευμενίσεις.

Όταν νομίσεις πως δεν έχεις ανάγκη από δάκρυα στην προσευχή σου για τις αμαρτίες σου, να αναλογιστείς πόσο πολύ έχεις απομακρυνθεί από το Θεό, ενώ θα ‘πρεπε να είσαι διαρκώς κοντά Του. Και τότε θα κλάψεις με μεγαλύτερη θέρμη.
Πράγματι, αν έχεις επίγνωση της καταστάσεώς σου, θα πενθήσεις μ’ ευχαρίστηση, ελεεινολογώντας τον εαυτό σου και λέγοντας όπως ο προφήτης Ησαΐας: «Πώς, ενώ είμαι ακάθαρτος και γεμάτος από πάθη, τολμώ να παρουσιάζομαι μπροστά στον Παντοδύναμο Κύριο;» (πρβλ. Ησ. 6:5 ).

Αν θέλεις να προσεύχεσαι αξιέπαινα, να αρνείσαι τον εαυτό σου κάθε στιγμή. Κι αν υποφέρεις πολλά δεινά, να στοχαστείς την ανακούφιση που θα βρεις, όταν καταφύγεις στην προσευχή. Αν λαχταράς να προσευχηθείς όπως πρέπει, μη λυπήσεις κανέναν άνθρωπο. Διαφορετικά άδικα προσεύχεσαι. Όσα κάνεις εναντίον κάποιου αδελφού, που σ’ έχει αδικήσει, όλα θα σου γίνουν εμπόδιο στον καιρό της προσευχής.
«Άφησε το δώρο σου», λέει ο Χριστός, «μπροστά στο θυσιαστήριο και πήγαινε πρώτα να συμφιλιωθείς με τον αδελφό σου, και μετά έλα και προσευχήσου χωρίς ταραχή» (πρβλ. Ματθ. 5:24). Γιατί η μνησικακία θαμπώνει το λογικό του ανθρώπου που προσεύχεται, και σκοτίζει τις προσευχές του.

Εκείνοι που προσεύχονται, αλλά συσσωρεύουν μέσα τους λύπες και μνησικακίες, μοιάζουν με ανθρώπους που αντλούν νερό απ’ το πηγάδι και το αδειάζουν σε τρύπιο πιθάρι.

Μην αγαπάς τα πολλά λόγια και την ανθρώπινη δόξα. Διαφορετικά, όχι πίσω από την πλάτη σου, αλλά μπροστά στα μάτια σου θα σε επιβουλεύονται οι δαίμονες και θα χαίρονται μαζί σου στον καιρό της προσευχής, καθώς εύκολα τότε θα σε παρασύρουν και θα σε δελεάζουν με αλλόκοτους λογισμούς.
Αν θέλεις να προσεύχεσαι καθαρά, μην υποχωρήσεις σε καμιά σαρκική απαίτηση, και δεν θα ‘χεις στην ώρα της προσευχής κανένα σύννεφο να σε σκοτίζει.

Μην αποφεύγεις τη φτώχεια και τη θλίψη, γιατί αυτές κάνουν ανάλαφρη την προσευχή.
Πρόσεχε! Στέκεσαι αληθινά ενώπιον του Θεού την ώρα της προσευχής, ή μήπως νικιέσαι απ’ τον ανθρώπινο έπαινο κι αυτόν επιδιώκεις με το να κάνεις πολλές και μεγάλες προσευχές;

Να προσεύχεσαι όχι φαρισαϊκά αλλά τελωνικά, για να δικαιωθείς κι εσύ από τον Κύριο.

Έπαινος της προσευχής δεν είναι η ποσότητα αλλά η ποιότητα. Αυτό γίνεται φανερό από την παραβολή του Τελώνου και Φαρισαίου και από το λόγο του Χριστού: «Όταν προσεύχεστε, μη φλυαρείτε όπως οι ειδωλολάτρες, που νομίζουν ότι με την πολυλογία τους θα εισακουστούν» (Ματθ. 6:7).

Μην προσεύχεσαι μόνο με εξωτερικά σχήματα, αλλά να προτρέπεις το νου σου να συναισθάνεται το έργο της προσευχής με πολύ φόβο.

Είτε μόνος σου είτε μαζί με αδελφούς προσεύχεσαι, αγωνίσου να προσεύχεσαι όχι από συνήθεια, αλλά με συναίσθηση.

Συναίσθηση προσευχής σημαίνει συγκέντρωση του νου με ευλάβεια, με κατάνυξη, με στεναγμούς μυστικούς και με πόνο ψυχής, που συνοδεύει την εξομολόγηση των αμαρτιών μας.

Να στέκεσαι υπομένοντας τον κόπο, να προσεύχεσαι με ένταση και επιμονή και ν’ αποστρέφεσαι τις φροντίδες και τις σκέψεις που σου έρχονται. Γιατί σε ταράζουν και σε θορυβούν, για να παραλύσουν τη δύναμη και την έντασή σου.
Αν είσαι υπομονετικός, θα προσεύχεσαι πάντα με χαρά.

Αγωνίσου να κρατήσεις το νου σου την ώρα της προσευχής κουφό και άλαλο. Έτσι μόνο θα μπορέσεις να προσευχηθείς.

Η ψαλμωδία καταπραΰνει τα πάθη και γαληνεύει τις άτακτες κινήσεις του σώματος. Γι’ αυτό να ψάλλεις με συναίσθηση και κοσμιότητα. Και θα μοιάζεις έτσι με αετόπουλο που πετάει στα ύψη.

Αν δεν έλαβες ακόμα χάρισμα προσευχής ή ψαλμωδίας, ζήτησέ το με επιμονή και θα το λάβεις.

Ο διάβολος φθονεί πολύ τον άνθρωπο που προσεύχεται, και χρησιμοποιεί κάθε τέχνασμα, προκειμένου να πλήξει το σκοπό του. Έτσι, όταν δουν οι δαίμονες ότι είσαι πρόθυμος να προσευχηθείς αληθινά, σου θυμίζουν κάποια δήθεν αναγκαία πράγματα. Σε λίγο όμως σε κάνουν να τα ξεχάσεις και σε σπρώχνουν να τα αναζητήσεις. Κι επειδή δεν τα θυμάσαι, στενοχωριέσαι και λυπάσαι. Όταν ξανασταθείς στην προσευχή, σου υπενθυμίζουν πάλι εκείνα που έψαχνες, για να στραφεί ξανά ο νους σ’ αυτά και να χάσει τελικά την καρποφόρα προσευχή.

Στην ώρα της προσευχής η μνήμη σου φέρνει ή φαντασίες παλαιών πραγμάτων ή καινούργιες φροντίδες ή το πρόσωπο εκείνου που σ’ έχει λυπήσει. Φύλαγε λοιπόν καλά τη μνήμη σου, για να μη σου παρουσιάζει τις δικές της υποθέσεις. Και να παρακινείς συνεχώς τον εαυτό σου να συνειδητοποιεί μπροστά σε ποιον βρίσκεται. Γιατί είναι πολύ φυσικό για το νου να παρασύρεται εύκολα από τη μνήμη στον καιρό της προσευχής.

Η προσοχή του νου που προσπαθεί να βρει προσευχή, θα βρει προσευχή. Γιατί η προσευχή ακολουθεί όσο τίποτε άλλο την προσοχή. Ας φροντίσουμε, λοιπόν, με προθυμία ν’ αποκτήσουμε την προσοχή.
Άλλοτε, με το που θα σταθείς στην προσευχή, μπορείς αμέσως να συγκεντρωθείς και να προσευχηθείς καλά. Κι άλλοτε πάλι θα κοπιάσεις πολύ χωρίς να πετύχεις το σκοπό σου. Αυτό συμβαίνει για να ζητήσεις με περισσότερη ζέση την προσευχή. Κι αφού τη λάβεις, να την έχεις αναφαίρετο κατόρθωμα.

Να ξέρεις πως οι άγιοι άγγελοι μας παροτρύνουν σε προσευχή και στέκονται μαζί μας και χαίρονται και προσεύχονται για μας. Αν λοιπόν αμελήσουμε και δεχθούμε τους λογισμούς που μας υποβάλλουν οι δαίμονες, πολύ παροργίζουμε τους αγγέλους. Γιατί, ενώ αυτοί τόσο πολύ αγωνίζονται για μας, εμείς ούτε για τον εαυτό μας δεν θέλουμε να ικετεύσουμε το Θεό, αλλά, περιφρονώντας την υπηρεσία τους και εγκαταλείποντας τον Κύριό τους και Θεό, συνομιλούμε με ακάθαρτους δαίμονες.

Πραγματική προσευχή κάνει εκείνος που προσφέρει πάντα στο Θεό ως θυσία την πρώτη του σκέψη.
Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα θελήματά σου, γιατί οπωσδήποτε δεν συμφωνούν με το θέλημα του Θεού. αλλά μάλλον, καθώς διδάχθηκες, λέγε στην προσευχή σου: «Γενηθήτω το θέλημά σου» (Ματθ. 6:10). Και για κάθε πράγμα αυτό να ζητάς από το Θεό, να γίνει το θέλημά Του, γιατί Αυτός θέλει το καλό και το συμφέρον της ψυχής σου. ενώ εσύ οπωσδήποτε δεν ζητάς πάντοτε το συμφέρον σου.

Πολλές φορές ζήτησα με την προσευχή από το Θεό να μου γίνει κάτι που νόμιζα καλό. Και επέμενα παράλογα να το ζητώ, βιάζοντας το θείο θέλημα. Δεν άφηνα το Θεό να οικονομήσει ό,τι Αυτός γνώριζε ως δικό μου συμφέρον. Και λοιπόν, αφού έλαβα ό,τι ζητούσα, στενοχωρήθηκα ύστερα πολύ, που δεν είχα παρακαλέσει να γίνει μάλλον το θέλημά Του. Γιατί δεν μου ήρθε το πράγμα έτσι όπως το νόμιζα.

Τί είναι αγαθό, παρά ο Θεός; Σ’ Αυτόν λοιπόν ας αναθέσουμε όλα μας τα ζητήματα, και θα πάνε καλά. Γιατί ο αγαθός οπωσδήποτε χορηγεί και αγαθές δωρεές. Στην προσευχή σου να ζητάς μόνο τη δικαιοσύνη και τη βασιλεία του Θεού, δηλαδή την αρετή και τη θεία γνώση. Και όλα τα υπόλοιπα θα σου προστεθούν.
Ανάθεσε με εμπιστοσύνη στο Θεό τις ανάγκες του σώματός σου, κι αυτό θα φανερώσει πως Του αναθέτεις και τις ανάγκες του πνεύματος.

Ν’ αγωνίζεσαι, ώστε να μη ζητήσεις το κακό κανενός στην προσευχή σου, για να μην γκρεμίσεις ό,τι χτίζεις, κάνοντας σιχαμερή την προσευχή σου.

Ο χρεωφειλέτης των μυρίων ταλάντων της ευαγγελικής παραβολής ας σου γίνει παράδειγμα. Αν δεν συγχωρέσεις αυτόν που σ’ έβλαψε, ούτ’ εσύ θα πετύχεις την άφεση των αμαρτιών σου. Γιατί λέει το Ευαγγέλιο για τον χρεωφειλέτη των μυρίων ταλάντων, που δεν συγχωρούσε τον δικό του χρεώστη, ότι «τον παρέδωσε στους βασανιστές» (Ματθ. 18:24-35).

Καλό είναι να μην προσεύχεσαι μόνο για τον εαυτό σου, αλλά και για κάθε συνάνθρωπό σου, ώστε να μιμηθείς έτσι τον αγγελικό τρόπο προσευχής.

Μη θλίβεσαι, αν δεν παίρνεις αμέσως από το Θεό ό,τι ζητάς. Γιατί θέλει να σ’ ευεργετήσει περισσότερο με το να υπομένεις καρτερικά στην προσευχή. Τί ανώτερο υπάρχει, αλήθεια, από το να συναναστρέφεσαι το Θεό και να συνομιλείς μαζί Του;

Ο Κύριος, θέλοντας να διδάξει τους μαθητές Του ότι πρέπει πάντοτε να προσεύχονται και να μην αποθαρρύνονται, τους διηγήθηκε μια σχετική παραβολή (Λουκ. 18:1-8). Σ’ αυτή την παραβολή κάποιος άδικος δικαστής είπε για μια χήρα γυναίκα, που ζητούσε επίμονα το δίκιό της: “Αν ούτε το Θεό φοβάμαι ούτε τους ανθρώπους ντρέπομαι, όμως, επειδή αυτή η γυναίκα με ενοχλεί συνεχώς, ζητώντας το δίκιό της, θα της το δώσω”. Και ο Κύριος κατέληξε στο συμπέρασμα: “Έτσι και ο Θεός θα εκπληρώσει σύντομα το θέλημα αυτών που Τον παρακαλούν νύχτα-μέρα”. Γι’ αυτό, λοιπόν, κι εσύ μη χάνεις το θάρρος σου και μη στενοχωριέσαι, επειδή δεν έλαβες. Γιατί θα λάβεις αργότερα. Να είσαι χαρούμενος και να επιμένεις, υπομένοντας τον κόπο της αγίας προσευχής.

Να παραβλέπεις τις ανάγκες του σώματος όταν προσεύχεσαι, για να μη χάσεις το μέγιστο κέρδος της προσευχής σου από το τσίμπημα ενός κουνουπιού ή την ενόχληση μιας μύγας.

Αν έχεις επιμέλεια στην προσευχή, να ετοιμάζεσαι για επιθέσεις δαιμόνων και να υπομένεις με γενναιότητα τα χτυπήματά τους. Γιατί θα ορμήσουν επάνω σου σαν άγρια θηρία, για να σε ταλαιπωρήσουν.
Εκείνος που υποφέρει τα λυπηρά, θα επιτύχει και τα χαρμόσυνα. Κι εκείνος που εγκαρτερεί στα δυσάρεστα, θα απολαύσει και τα ευχάριστα.

Μη φανταστείς κανένα σχήμα για το Θεό όταν προσεύχεσαι, μήτε να επιτρέψεις να τυπωθεί κάποια μορφή στο νου σου, αλλά πλησίασε με άυλο τρόπο τον άυλο Θεό

Μην επιθυμήσεις να δεις με τα μάτια του σώματός σου αγγέλους ή δυνάμεις ή το Χριστό, μην τυχόν και χάσεις εντελώς το μυαλό σου και δεχθείς έτσι λύκο αντί για βοσκό και προσκυνήσεις τους εχθρούς δαίμονες.
Φυλάξου από τις παγίδες των δαιμόνων. Γιατί συμβαίνει, εκεί που προσεύχεσαι ήσυχα και καθαρά, ξαφνικά να σου παρουσιάσουν κάποια παράξενη μορφή, για να σε οδηγήσουν στην υπερηφάνεια, καθώς θα υποθέσεις ότι εκεί βρίσκεται το θείο. Το θείο όμως είναι άυλο και χωρίς σχήμα.

Φρόντισε να έχεις πολλή ταπεινοφροσύνη και ανδρεία, και δεν θ’ αγγίξει την ψυχή σου δαιμονική επήρεια. Οι άγγελοι αοράτως θα διώξουν μακριά όλη την ενέργεια των δαιμόνων.

Όταν μεταχειριστεί ο παμπόνηρος δαίμονας πολλά μέσα και δεν μπορέσει να εμποδίσει την προσευχή του δικαίου, τότε αποσύρεται για λίγο. Μα τον εκδικείται αργότερα, σπρώχνοντάς τον στην οργή, για να εξαφανίσει την εξαίρετη εσωτερική κατάσταση που δημιουργήθηκε με την προσευχή, ή ερεθίζοντάς τον σε σαρκική ηδονή, για να μολύνει την ψυχή του.

Όταν προσευχηθείς όπως πρέπει, να περιμένεις πειρασμούς. Στάσου λοιπόν γενναία, για να διατηρήσεις τον καρπό της προσευχής. Γιατί εξαρ­χής σ’ αυτό έχεις ταχθεί, να εργάζεσαι την προσευχή και να φυλάττεις τους καρπούς της (Πρβλ. Γεν. 2:15). Αφού εργαστείς, λοιπόν, μην αφήσεις αφύλαχτο ό,τι κέρδισες. διαφορετικά, δεν ωφελήθηκες καθόλου από την προσευχή σου.

Αν προσεύχεσαι θεάρεστα, θα σε βρουν τέτοιες δοκιμασίες, ώστε να νομίσεις πως είναι δίκαιο να θυμώσεις. Δεν υπάρχει όμως καθόλου δικαιολογημένος θυμός εναντίον του πλησίον. Αν καλοεξετάσεις την υπόθεση, θα βρεις πως είναι δυνατό και χωρίς θυμό να διευθετηθεί το ζήτημα. Μεταχειρίσου, λοιπόν, κάθε τρόπο για να μη θυμώσεις.

Το Άγιο Πνεύμα, συμπάσχοντας με την ασθένειά μας, έρχεται σ’ εμάς, μολονότι είμαστε ακάθαρτοι από τα πάθη και τις αμαρτίες. Κι αν βρει το νου να προσεύχεται ειλικρινά μόνο σ’ Αυτό, κυριαρχεί πάνω του, εξαφανίζει όλη τη φάλαγγα των πονηρών λογισμών και σκέψεων, που τον περικυκλώνουν, και τον προτρέπει στον έρωτα της πνευματικής προσευχής.

Έχεις πόθο να προσευχηθείς; Γίνε νεκρός για τη γη. Έχε παντοτινά πατρίδα τον ουρανό -όχι με λόγια, άλλα με ζωή αγγελική και με γνώση θεϊκή. Απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το παν. Αν είσαι πραγματικός θεολόγος, θα προσεύχεσαι αληθινά. Κι αν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι πραγματικός θεολόγος.

Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής δεν σχηματίζει μέσα του καμιάν απολύτως μορφή. Μακάριος ο νους, που προσεύχεται απερίσπαστα και αποκτά διαρκώς περισσότερο πόθο για το Θεό. Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής γίνεται άυλος κι ελεύθερος απ’ όλα. Μακάριος ο νους, που στον καιρό της προσευχής μένει ανεπηρέαστος από κάθε πράγμα.

Αν στον καιρό της προσευχής σου νιώσεις χαρά μεγαλύτερη από κάθε άλλη χαρά, τότε πράγματι βρήκες την αληθινή προσευχή.

Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ “Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ” Αγίου Νείλου του ασκητού ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2009

Πηγή: https://www.vimaorthodoxias.gr/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 10 Νοεμβρίου 2024

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Κ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 11-19

Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν τὸ Εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾽ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστιν κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτό, οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾽ ἀποκαλύψεως ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾽Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ, ὅτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾽Ιουδαϊσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. Ὅτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς, ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοὶ, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾽Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ τρία ἔτη ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε· ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον, εἰ μὴ ᾽Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Η΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
10: 25-37

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, νομικός τις προσῆλθε τῷ Ἰησοῦ πειράζων αὐτὸν καὶ λέγων· Διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω; ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτόν· Ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις; ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· Ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· εἶπε δὲ αὐτῷ· Ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ. ὁ δὲ θέλων δικαιοῦν ἑαυτὸν εἶπε πρὸς τὸν Ἰησοῦν· Καὶ τίς ἐστί μου πλησίον; ὑπολαβὼν δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν· Ἄνθρωπός τις κατέβαινεν ἀπὸ Ἱερουσαλὴμ εἰς Ἰεριχὼ, καὶ λῃσταῖς περιέπεσεν· οἳ καὶ ἐκδύσαντες αὐτὸν καὶ πληγὰς ἐπιθέντες ἀπῆλθον ἀφέντες ἡμιθανῆ τυγχάνοντα. κατὰ συγκυρίαν δὲ ἱερεύς τις κατέβαινεν ἐν τῇ ὁδῷ ἐκείνῃ, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἀντιπαρῆλθεν. ὁμοίως δὲ καὶ Λευῒτης γενόμενος κατὰ τὸν τόπον, ἐλθὼν καὶ ἰδὼν ἀντιπαρῆλθε. Σαμαρείτης δέ τις ὁδεύων ἦλθε κατ’ αὐτὸν, καὶ ἰδὼν αὐτὸν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ προσελθὼν κατέδησε τὰ τραύματα αὐτοῦ ἐπιχέων ἔλαιον καὶ οἶνον, ἐπιβιβάσας δὲ αὐτὸν ἐπὶ τὸ ἴδιον κτῆνος ἤγαγεν αὐτὸν εἰς πανδοχεῖον καὶ ἐπεμελήθη αὐτοῦ· καὶ ἐπὶ τὴν αὔριον ἐξελθὼν, ἐκβαλὼν δύο δηνάρια ἔδωκε τῷ πανδοχεῖ καὶ εἶπεν αὐτῷ· ἐπιμελήθητι αὐτοῦ, καὶ ὅ,τι ἂν προσδαπανήσῃς, ἐγὼ ἐν τῷ ἐπανέρχεσθαί με ἀποδώσω σοι. τίς οὖν τούτων τῶν τριῶν πλησίον δοκεῖ σοι γεγονέναι τοῦ ἐμπεσόντος εἰς τοὺς λῃστάς; ὁ δὲ εἶπεν· Ὁ ποιήσας τὸ ἔλεος μετ’ αὐτοῦ. εἶπεν οὖν αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ