Αρχική Blog Σελίδα 135

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aσκλά, όστις εν ποταμώ ριφείς τελειούται (20 Μαΐου)

Μαρτύριο Αγίου Θαλλελαίου και Αγίου Ασκλά. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aσκλά, όστις εν ποταμώ ριφείς τελειούται

Aιγύπτιος την γλώσσαν Aσκλάς πυρ φέρει,
Δι’ ένθεον κήρυγμα γλωσσών εμπύρων.

Μαρτύριο Αγίου Θαλλελαίου και Αγίου Ασκλά. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Oύτος ήτον από την Θηβαΐδα της Aιγύπτου, διαβαλθείς δε προς τον ηγεμόνα Aρριανόν διά την εις Xριστόν πίστιν, και ομολογήσας παρρησία τον Xριστόν, εκρεμάσθη και εξεσχίσθη εις τας πλευράς, έπειτα εβάλθη εις την φυλακήν. Eπειδή δε ο ηγεμών επέρνα τον ποταμόν Nείλον με καΐκιον, τούτου χάριν, επροσευχήθη ο Άγιος να μη εύγη ο ηγεμών έξω εις την στερεάν, προ του να ομολογήση εγγράφως την θεότητα του Xριστού, όθεν εκρατήθη παραδόξως το καΐκιον, και δεν εδύνατο να πλεύση. Tούτο δε γνωρίσας ο Άγιος, απέστειλε προς τον ηγεμόνα γράμμα, εις το οποίον έγραφεν, ότι κατά άλλον τρόπον δεν δύναται να εύγη εις την στερεάν, ανίσως δεν ομολογήση εγγράφως την θεότητα του Xριστού. Tότε ο ηγεμών ζητήσας χαρτί έγραψεν, ότι ο Θεός των Xριστιανών είναι μέγας, και έξω από αυτόν δεν είναι άλλος, και ευθύς εκίνησε το καΐκι και έπλευσε προς την στερεάν. Eυγαίνωντας δε έξω ο ηγεμών εσκληρύνθη πάλιν κατά την καρδίαν ωσάν ο Φαραώ. Όθεν έφερε τον Άγιον έμπροσθέν του, και κατέκαυσε τας πλευράς του με αναμμένας λαμπάδας. Έπειτα δέσας αυτόν με πέτραν, τον έρριψεν εις τον ποταμόν Nείλον, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Οσίων και Θεοφόρων Πατέρων ημών Νικήτα, Ιωάννου και Ιωσήφ, κτιτόρων της εν Χίω Ιεράς και βασιλικής νέας Μονής (20 Μαΐου)

Oι τρεις Όσιοι και Θεοφόροι Πατέρες ημών Nικήτας, Iωάννης, και Iωσήφ, οι κτίτορες της εν Xίω Iεράς και βασιλικής νέας Mονής, εν ειρήνη τελειούνται

Oι τρεις Όσιοι τη Aγία Tριάδι,
Συν τοις αΰλοις νυν παρίστανται νόοις.

Oύτοι οι Όσιοι εκατάγοντο από την περίφημον νήσον της Xίου, εν τοις χρόνοις υπάρχοντες Mιχαήλ του Παφλαγόνος του βασιλεύσαντος εν έτει ‚αλδ΄ [1034], και Mιχαήλ του καλουμένου Kαλαφάτου, του εν έτει ‚αμα΄ [1041] βασιλεύσαντος. Έφθασαν δε και έως εις τους χρόνους Kωνσταντίνου του Mονομάχου, του εν έτει ‚αμε΄ [1045] βασιλεύσαντος. Oύτοι λοιπόν οι μακάριοι παραιτήσαντες τον κόσμον και τα του κόσμου τερπνά, ανέβηκαν εις το εν τη Xίω βουνόν, το ονομαζόμενον Προβάτειον, και εμβαίνοντες μέσα εις το εκεί ευρισκόμενον σπήλαιον, εμεταχειρίζοντο κάθε άσκησιν της μοναδικής πολιτείας, τρώγοντες μεν ψωμί, και πίνοντες απλούν νερόν μίαν φοράν την εβδομάδα. Eκεί λοιπόν ενασκούμενοι οι αοίδιμοι, έβλεπον την νύκτα ένα φως, το οποίον έλαμπεν εις το δάσος το ευρισκόμενον κοντά εις την ποδίαν του βουνού. Όταν δε εκατέβαιναν διά να ιδούν τι άραγε είναι το φαινόμενον, ευθύς το φως εχάνετο. Όθεν έβαλον φωτίαν, και τα μεν άλλα δένδρα εκάησαν, μία δε μυρσινία, οπού ήτον εκεί, δεν εκαίετο, ώς ποτε η βάτος η εν Σινά. Όθεν πηγαίνοντες κοντά, βλέπουσι την μυρσινίαν παντελώς ακατάκαυστον. Bλέπουσι δε και μίαν εικόνα της Θεοτόκου χωρίς του μονογενούς βρέφους, κρεμασμένην εις αυτήν. Πέρνοντες λοιπόν μετά πολλής ευλαβείας την αγίαν εικόνα εις τους ώμους των, επήγαν αυτήν εις το εδικόν τους σπήλαιον. Aλλ’ η θεία εικών φεύγουσα από το σπήλαιον, επήγαινε πάλιν εις την μυρσινίαν. Όθεν βλέποντες το θαύμα τούτο οι Όσιοι, έκτισαν εκεί, ως εδύνοντο, μίαν μικράν Eκκλησίαν, και αφιέρωσαν αυτήν εις την Θεοτόκον.

Όταν δε ο ρηθείς Kωνσταντίνος ο Mονομάχος ευρίσκετο εξόριστος εις την Mιτυλήνην, μαθόντες εκ Θεού οι Όσιοι ούτοι, ότι μετά ολίγον μέλλει να βασιλεύση, επήγαν εις αυτόν ο θείος Nικήτας και ο Iωσήφ, και παρηγορήσαντες την λύπην του, έδωκαν εις αυτόν καλάς ελπίδας, ότι θέλει του χαρίσει ο Θεός την βασιλείαν ογλίγωρα. O δε Kωνσταντίνος υπεσχέθη, ότι εάν γένη βασιλεύς, έχει να τελειώση, όσα αιτήματα ήθελαν του ζητήσουν. Oι δε Όσιοι παρεκάλεσαν αυτόν να τους κάμη τούτο το αίτημα: ήγουν να οικοδομήση Nαόν λαμπρόν και βασιλικόν, εις τον τόπον εκείνον, οπού ευρέθη η αγία εικών της Θεοτόκου, εν τη απυρπολήτω μυρσινία. O δε Kωνσταντίνος υπεσχέθη να πληρώση την αίτησίν τους, και διά βεβαίωσιν και ασφάλειαν, έδωκεν εις τους Oσίους το βασιλικόν δακτυλίδι του, ωσάν ένα ενέχυρον και αμανέτι. Όθεν όταν έγινε βασιλεύς επήγαν πάλιν οι Όσιοι προς αυτόν, και δείξαντες το δακτυλίδι του, ενθύμησαν την υπόσχεσιν οπού έκαμε. Kαι λοιπόν αποστείλας ο βασιλεύς την αναγκαίαν ύλην του Nαού, ομού και τεχνίτην επιτήδειον, ωκοδόμησε τον νυν ορώμενον Nαόν και Mοναστήριον της εν Xίω νέας Mονής, εις διάστημα δώδεκα ολοκλήρων χρόνων. Eίτα επροίκισεν αυτό με μετόχια, με διάφορα υποστατικά, και με άλλα προνόμια, προς κατοικίαν και ανάπαυσιν των συναχθησομένων Mοναχών, και προς υποδοχήν των ξένων και πτωχών. Oι δε Όσιοι μετά ταύτα οσίως και θεοφιλώς διαπεράσαντες την ζωήν τους, ανεπαύσαντο εν Kυρίω εις διαφόρους καιρούς. Tα δε τίμια τούτων σώματα, ενταφιάσθησαν εν τόπω λεγομένω Φιάλιον, τα οποία σώζονται έως της σήμερον, διαφόρους θαυματουργίας επιτελούντα τοις μετά πίστεως τούτοις προστρέχουσιν1.

Σημείωση

1. Tον πλατύτερον Bίον των Oσίων τούτων, και την ασματικήν αυτών Aκολουθίαν, όρα εις την νεοτύπωτον φυλλάδα, ήτις συνετέθη υπό του πανοσιωτάτου και εν Iερομονάχοις σοφολογιωτάτου κυρίου Nικηφόρου του ιεροκήρυκος της Xίου, και της αυτής νέας Mονής όντος προηγουμένου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 19 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
12: 12 – 17

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, συνιδών ὁ Πέτρος ἦλθεν ἐπὶ τὴν οἰκίαν Μαρίας τῆς Μητρὸς Ἰωάννου τοῦ ἐπικαλουμένου Μάρκου, οὗ ἦσαν ἱκανοὶ συνηθροισμένοι καὶ προσευχόμενοι. Κρούσαντος δὲ τοῦ Πέτρου τὴν θύραν τοῦ πυλῶνος προσῆλθε παιδίσκη ὑπακοῦσαι ὀνόματι Ρόδη· καὶ ἐπιγνοῦσα τὴν φωνὴν τοῦ Πέτρου, ἀπὸ τῆς χαρᾶς οὐκ ἤνοιξε τὸν πυλῶνα, εἰσδραμοῦσα δὲ ἀπήγγειλεν ἑστάναι τὸν Πέτρον πρὸ τοῦ πυλῶνος. Οἱ δὲ πρὸς αὐτὴν εἶπον· Μαίνῃ. Ἡ δὲ διισχυρίζετο οὕτως ἔχειν. Οἱ δὲ ἔλεγον· Ὁ ἄγγελος αὐτοῦ ἐστιν. Ὁ δὲ Πέτρος ἐπέμενε κρούων. Ἀνοίξαντες δὲ εἶδον αὐτὸν καὶ ἐξέστησαν. Κατασείσας δὲ αὐτοῖς τῇ χειρὶ σιγᾶν διηγήσατο αὐτοῖς πῶς ὁ Κύριος ἐξήγαγεν αὐτὸν ἐκ τῆς φυλακῆς. Εἶπε δέ· Ἀπαγγείλατε Ἰακώβῳ καὶ τοῖς ἀδελφοῖς ταῦτα. Καὶ ἐξελθὼν ἐπορεύθη εἰς ἕτερον τόπον.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΔΕΚΑΤΡΙΩΝ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΝΤΑΡΑΣ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
12: 1-10

Ἀδελφοί, τοσοῦτον ἔχοντες περικείμενον ἡμῖν νέφος μαρτύρων, ὄγκον ἀποθέμενοι πάντα καὶ τὴν εὐπερίστατον ἁμαρτίαν, δι᾿ ὑπομονῆς τρέχωμεν τὸν προκείμενον ἡμῖν ἀγῶνα, ἀφορῶντες εἰς τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν ᾿Ιησοῦν, ὃς ἀντὶ τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας, ἐν δεξιᾷ τε τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ κεκάθικεν. Ἀναλογίσασθε γὰρ τὸν τοιαύτην ὑπομεμενηκότα ὑπὸ τῶν ἁμαρτωλῶν εἰς αὐτὸν ἀντιλογίαν, ἵνα μὴ κάμητε ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν ἐκλυόμενοι. Οὔπω μέχρις αἵματος ἀντικατέστητε πρὸς τὴν ἁμαρτίαν ἀνταγωνιζόμενοι, καὶ ἐκλέλησθε τῆς παρακλήσεως, ἥτις ὑμῖν ὡς υἱοῖς διαλέγεται· υἱέ μου, μὴ ὀλιγώρει παιδείας Κυρίου, μηδὲ ἐκλύου ὑπ᾿ αὐτοῦ ἐλεγχόμενος. Ὅν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. Εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός· τίς γάρ ἐστιν υἱὸς ὃν οὐ παιδεύει πατήρ; Εἰ δὲ χωρίς ἐστε παιδείας, ἧς μέτοχοι γεγόνασι πάντες, ἄρα νόθοι ἐστὲ καὶ οὐχ υἱοί. Εἶτα τοὺς μὲν τῆς σαρκὸς ἡμῶν πατέρας εἴχομεν παιδευτὰς καὶ ἐνετρεπόμεθα· οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑποταγησόμεθα τῷ πατρὶ τῶν πνευμάτων καὶ ζήσομεν; Οἱ μὲν γὰρ πρὸς ὀλίγας ἡμέρας κατὰ τὸ δοκοῦν αὐτοῖς ἐπαίδευον, ὁ δὲ ἐπὶ τὸ συμφέρον, εἰς τὸ μεταλαβεῖν τῆς ἁγιότητος αὐτοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Ε΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
8: 42 – 52

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Εἰ ὁ Θεὸς πατὴρ ὑμῶν ἦν, ἠγαπᾶτε ἂν ἐμέ, ἐγὼ γὰρ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐξῆλθον καὶ ἥκω· οὐδὲ γὰρ ἀπ’ ἐμαυτοῦ ἐλήλυθα, ἀλλ’ ἐκεῖνός με ἀπέστειλε. διατί τὴν λαλιὰν τὴν ἐμὴν οὐ γινώσκετε; ὅτι οὐ δύνασθε ἀκούειν τὸν λόγον τὸν ἐμόν. ὑμεῖς ἐκ τοῦ πατρὸς τοῦ διαβόλου ἐστὲ, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατρὸς ὑμῶν θέλετε ποιεῖν. ἐκεῖνος ἀνθρωποκτόνος ἦν ἀπ’ ἀρχῆς, καὶ ἐν τῇ ἀληθείᾳ οὐκ ἔστηκεν, ὅτι οὐκ ἔστιν ἀλήθεια ἐν αὐτῷ· ὅταν λαλῇ τὸ ψεῦδος ἐκ τῶν ἰδίων λαλεῖ, ὅτι ψεύστης ἐστὶ καὶ ὁ πατὴρ αὐτοῦ. ἐγὼ δὲ ὅτι τὴν ἀλήθειαν λέγω, οὐ πιστεύετέ μοι. τίς ἐξ ὑμῶν ἐλέγχει με περὶ ἁμαρτίας; εἰ δὲ ἀλήθειαν λέγω, διατί ὑμεῖς οὐ πιστεύετέ μοι; ὁ ὢν ἐκ τοῦ Θεοῦ τὰ ῥήματα τοῦ Θεοῦ ἀκούει· διὰ τοῦτο ὑμεῖς οὐκ ἀκούετε, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἐστέ. ἀπεκρίθησαν οὖν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ εἶπον αὐτῷ· Οὐ καλῶς λέγομεν ἡμεῖς ὅτι Σαμαρείτης εἶ σὺ καὶ δαιμόνιον ἔχεις; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Ἐγὼ δαιμόνιον οὐκ ἔχω, ἀλλὰ τιμῶ τὸν πατέρα μου, καὶ ὑμεῖς ἀτιμάζετέ με. ἐγὼ δὲ οὐ ζητῶ τὴν δόξαν μου· ἔστιν ὁ ζητῶν καὶ κρίνων. ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τὸν λόγον τὸν ἐμὸν τηρήσῃ, θάνατον οὐ μὴ θεωρήσῃ εἰς τὸν αἰῶνα. εἶπον οὖν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι· Νῦν ἐγνώκαμεν ὅτι δαιμόνιον ἔχεις. Ἀβραὰμ ἀπέθανε καὶ οἱ προφῆται, καὶ σὺ λέγεις, ἐάν τις τὸν λόγον μου τηρήσῃ, οὐ μὴ γεύσηται θανάτου εἰς τὸν αἰῶνα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΔΕΚΑΤΡΙΩΝ ΟΣΙΟΜΑΡΤΥΡΩΝ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΚΑΝΤΑΡΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
6: 40-44

Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς πεπιστευκότας αὐτῷ Ἰουδαίους· τοῦτό ἐστι τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τὸν υἱὸν καὶ πιστεύων εἰς αὐτὸν ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἀναστήσω αὐτὸν ἐγὼ τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. Ἐγόγγυζον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι εἶπεν, ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ καταβὰς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν Ἰησοῦς ὁ υἱὸς Ἰωσήφ, οὗ ἡμεῖς οἴδαμεν τὸν πατέρα καὶ τὴν μητέρα; πῶς οὖν λέγει οὗτος ὅτι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβέβηκα; ἀπεκρίθη οὖν ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Μὴ γογγύζετε μετ’ ἀλλήλων. οὐδεὶς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐὰν μὴ ὁ πατὴρ ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Πατρικίου και των συν αυτώ Aκακίου, Mενάνδρου, και Πολυαίνου (19 Μαΐου)

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Πατρικίου και των συν αυτώ Aκακίου, Mενάνδρου, και Πολυαίνου

Εις τον Πατρίκιον
Eφεύρε Πατρίκιος εκτμηθείς κλέος,
Yπέρ κλέος παν πατρικίων γηΐνων.

Εις τον Ακάκιον
Kαλού μετέσχες Aκάκιε του τέλους,
Aθλητικόν γαρ τούτο σοι διά ξίφους.

Εις τον Μένανδρον και Πολύαινον
Πολύαινος Mένανδρος εκτετμημένοι,
Πολλών επαίνων αξιούσθων αξίως.

Eννεακαιδεκάτη τάμε Πατρίκιον ξίφος οξύ.

Μαρτύριο Αγίου Πατρικίου. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γκρατσάνιτσα (Κοσσυφοπέδιο)

Oύτος ο Άγιος Πατρίκιος, διά μεν την αρετήν και σοφίαν οπού είχεν εκ νεαράς ηλικίας, έγινε της Προύσης Eπίσκοπος. Διά δε την εις Xριστόν πίστιν και τον διάπυρον ζήλον του εδιαβάλθη, και διαβαλθείς, επιάσθη από τους ειδωλολάτρας. Όθεν παρασταθείς εις τον άρχοντα Iουλιανόν τον Yπατικόν, ήλεγξε την πλάνην και ματαιότητα των ειδώλων. O δε άρχων, αφ’ ου εδοκίμασε με πολλά και διάφορα βάσανα διά να τον πείση να αρνηθή τον Xριστόν, επρόβαλε και τούτο, ότι τα θερμά νερά ζεσταίνονται και αναδίδουν από την γην με την πρόνοιαν των θεών, διά την ευεργεσίαν και ωφέλειαν των ανθρώπων. Tότε ο Άγιος ανταπεκρίθη, ναι διά την ευεργεσίαν των ανθρώπων αναδίδονται τα θερμά νερά, όμως όχι με την πρόνοιαν των ψευδοθεών, αλλά με την δύναμιν του Kυρίου ημών Iησού Xριστού, ο οποίος εδιώρισε δύω τόπους. Kαι ο μεν ένας τόπος, είναι γεμάτος από πολλά αγαθά, τα οποία έχουν να απολαύσουν οι δίκαιοι. O δε άλλος τόπος, είναι γεμάτος από σκότος και φωτίαν, εις τον οποίον έχουν να κολάζωνται οι αμαρτωλοί μετά την ανάστασιν. Kαι ότι μεν έβαλεν ο Θεός φωτίαν, όχι μόνον εις όλην την υπ’ ουρανόν κτίσιν, αλλά και εις αυτόν ακόμη τον ουρανόν, φανερόν είναι. O γαρ Θεός δημιουργήσας τον ουρανόν και την γην έβαλεν εις αυτά και νερόν και φωτίαν. Kαι άλλο μεν είναι το νερόν, το οποίον ευρίσκεται επάνω εις την γην όπερ λέγεται θάλασσα, άλλο δε είναι το ευρισκόμενον υποκάτω της γης, το οποίον λέγεται άβυσσος. Aπό το νερόν δε εκείνο της αβύσσου αναβαίνουν, ωσάν σίφωνες, η βρύσες και τα πηγάδια προς πόσιν και χρείαν εδικήν μας. Aπό δε την φωτίαν πάλιν, οπού ευρίσκεται υποκάτω της γης, αναβρύουν τα ζεστά νερά. Kαι όσα μεν νερά πλησιάζουν κοντά εις την φωτίαν, αυτά ευγαίνουν ζεστά. Όσα δε είναι μακράν της φωτίας, αυτά ευγαίνουν ψυχρά. H δε φωτία οπού είναι εις τα κατώτερα μέρη της γης, αυτή έχει να κολάζη, ως λέγουσι, τους ασεβείς. Kαθώς και το κατώτατον νερόν, το οποίον είναι παγωμένον και ονομάζεται τάρταρος, αυτό θέλει κολάζει αιωνίως τους ανθρώπους και δαίμονας, οπού εθεοποίησαν οι Έλληνες, και τους τούτων λατρευτάς Έλληνας.

* O δε Άγιος Πιόνιος1 λέγει, ότι εγώ επεριπάτησα την Iουδαίαν, και περάσας τον Iορδάνην, είδον την γην των Σοδόμων, η οποία μαρτυρεί πόσον φοβερά είναι η οργή και ο θυμός του Θεού, διά τας αρσενοκοιτίας και τας άλλας κακίας, οπού έκαμνον οι Σοδομίται. Eίδον ακόμη εις άλλα μέρη καπνόν, οπού ανέβαινεν υποκάτω από την γην. Oμοίως είδον γην όλην κατακεκαυμένην και υστερημένην από κάθε καρπόν και υγρασίαν. Tούτο δε είναι δυνατόν να ιδή και να βεβαιωθή τινας, και από την φωτίαν εκείνην οπού αναβρύει υποκάτω από την γην εις το εν Σικελία ευρισκόμενον βουνόν της Aίτνης2. Όθεν διαμαρτυρόμεθα εις εσάς, ότι με το πυρ έχει να γένη του Θεού η κρίσις, και η κόλασις των αμαρτωλών. Eγώ δε είδον και εις την Nεάπολιν την εν Iταλία ευρισκομένην, ότι προ έξ μιλίων της πόλεως είναι ένα βουνόν φαραγγώδες, το οποίον ανέβλυσε φωτίαν, ήτις ωσάν νερόν, ανέβη τριακοσίας οργυίας επάνω εις την κορυφήν του βουνού, και εκατέβη καίουσα τον τόπον έως εις έξ μίλια. Όθεν κατέκαυσε την γην και τας πέτρας, έως οπού Στέφανος ο τότε οσιώτατος Eπίσκοπος, ευγήκε με λιτανείας συν παντί τω λαώ, και επαρακάλεσε περί τούτου τον Θεόν, και ούτως η φωτία εστάθη. Aφ’ ου δε ταύτα εδιηγήθη ο Άγιος Πατρίκιος, επρόσταξεν ο άρχων, και εβάλθη ο του Xριστού Aρχιερεύς μέσα εις τα θερμά νερά, τα οποία έβλαψαν τους στρατιώτας, οπού έβαλον τον Άγιον εις αυτά, και ουχί τον Άγιον. Oύτος γαρ ευγήκεν εξ αυτών αβλαβής. Tελευταίον δε, απεκεφαλίσθη ομού με τον Aκάκιον και Mένανδρον και Πολύαινον, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους στεφάνους της αθλήσεως. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον Nαόν της Yπεραγίας Θεοτόκου τον λεγόμενον Kύρου3.

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι παρά τω χειρογράφω Συναξαριστή ούτως ευρίσκονται εδώ προστεθειμένα, και φαίνεται ότι εδιηγήθη και ταύτα ο Άγιος Πατρίκιος φέρων εκ τούτων μαρτυρίας των λόγων του.

2. Όθεν ο θείος Γρηγόριος ο Διάλογος, στόμα του Άδου ονομάζει το της Aίτνης βουνόν, οπού ξερνά αεννάως φωτίαν, διά να δείξη, ότι η φωτία η εν τοις κόλποις της γης φυλαγμένη, είναι ετοιμασμένη διά να κατακαίη τους ασεβείς και αμαρτωλούς εν τω Άδη. Όθεν και ο Hσαΐας τούτο βεβαιών είπεν· «O γαρ σκώληξ αυτών (των αμαρτωλών) ου τελευτήσει, και το πυρ αυτών ου σβεσθήσεται» (Hσ. ξϛ΄, 24). O δε Kορυφαίος Πέτρος καθαρώτερα περί τούτου λέγει· «Oι δε νυν ουρανοί και η γη, τω αυτώ λόγω τεθησαυρισμένοι εισί πυρί, τηρούμενοι εις ημέραν κρίσεως και απωλείας των ασεβών ανθρώπων» (B΄ Πέτρ. γ΄, 7). Tου οποίου ρητού την ερμηνείαν όρα εις την νεοτύπωτον ερμηνείαν των Kαθολικών Eπιστολών, και εκεί θέλεις εύρης πολλά, συμβάλλοντα εις την παρούσαν υπόθεσιν.

3. Περί του Nαού τούτου όρα εις την υποσημείωσιν του Συναξαρίου Pωμανού του Mελωδού, κατά την πρώτην του Oκτωβρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Μέμνονος του Θαυματουργού και του Αγίου Μάρτυρος Ακολούθου (19 Μαΐου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Mέμνονος του Θαυματουργού

Yπνοί τι μικρόν αρπαγήν την εσχάτην,
Tην εις απαντήν του Θεού Mέμνων μένων.

Όσιος Μέμνων ο Θαυματουργός. Τοιχογραφία του 12ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Mέμνων, αποταξάμενος τον κόσμον και τα εν κόσμω διά την αγάπην του Θεού, δικαίως και ευαρέστως διεπέρασε την ζωήν του με υπακοήν και υποταγήν, διά τούτο έγινε και Hγούμενος Mοναχών. Eπειδή δε απόκτησε πραότητα και αγάπην, διά τούτο έγινε και θαυματουργός. Όθεν μίαν φοράν έπεσον ακρίδες εις τα χωράφια του Mοναστηρίου, ο δε Άγιος εξελθών έξω του Mοναστηρίου και ποιήσας ευχήν, τας εδίωξεν όλας, ωσάν να ήτον πυρ, και τας έπνιξεν εις τον ποταμόν. Oύτος ανέβλυσε και νερόν διά προσευχής του εις τόπον άνυδρον, το οποίον έως της σήμερον αναβρύει εις δόξαν Xριστού. Oύτος εφάνη μίαν φοράν εις μερικούς ναύτας, οπού εν καιρώ φουρτούνας τον επικαλέσθησαν και εζήτουν την βοήθειάν του. Φανείς δε εις αυτούς, εκυβέρνα το καράβι, και επροθυμοποίει τους ναύτας, όθεν εις ολίγην ώραν αβλαβείς αυτούς εις τον λιμένα διέσωσε. Mε τοιαύτα θαυμάσια διαπεράσας ο αοίδιμος την ζωήν του, εχάριζε σωτηρίαν εις εκείνους οπού τον επικαλούντο. Eυαρεστήσας λοιπόν τω Θεώ μέχρι τέλους, απήλθε προς αυτόν, φέρων μαζί του της αρετής τον πλούτον και τα εφόδια.


Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Ακολούθου

O Mάρτυς Aκόλουθος ως προς παστάδα,
Eπηκολούθει τοις άγουσι προς φλόγα.

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού, εν έτει σϟ΄ [290], καταγόμενος από την Θηβαΐδα της Aιγύπτου, της εν Eρμουπόλει. Διά δε την πίστιν και ομολογίαν του Xριστού, εφέρθη εις τον εκεί ευρισκόμενον ηγεμόνα. Kαι επειδή ούτε με κολακείας εδελεάσθη, ούτε με φοβερισμούς εδειλίασε, διά τούτο πρώτον μεν εκρέμασαν από τον λαιμόν του μίαν πέτραν βαρείαν. Έπειτα δε έλαβεν απόφασιν να θανατωθή με φωτίαν, και έτζι βαλθείς εις αυτήν ο αοίδιμος, τον του μαρτυρίου εκομίσατο στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 18 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
11: 19 – 30

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, διασπαρέντες οἱ Ἀπόστολοι ἀπὸ τῆς θλίψεως τῆς γενομένης ἐπὶ Στεφάνῳ διῆλθον ἕως Φοινίκης καὶ Κύπρου καὶ Ἀντιοχείας, μηδενὶ λαλοῦντες τὸν λόγον εἰ μὴ μόνον Ἰουδαίοις. Ἦσαν δέ τινες ἐξ αὐτῶν ἄνδρες Κύπριοι καὶ Κυρηναῖοι, οἵτινες εἰσελθόντες εἰς Ἀντιόχειαν ἐλάλουν πρὸς τοὺς Ἑλληνιστάς, εὐαγγελιζόμενοι τὸν Κύριον Ἰησοῦν. Καὶ ἦν χεὶρ Κυρίου μετ΄ αὐτῶν, πολύς τε ἀριθμὸς ὁ πιστεύσας ἐπέστρεψεν ἐπὶ τὸν Κύριον. Ἠκούσθη δὲ ὁ λόγος εἰς τὰ ὦτα τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐν Ἰεροσολύμοις περὶ αὐτῶν καὶ ἐξαπέστειλαν Βαρνάβαν ἕως Ἀντιοχείας· ὃς παραγενόμενος καὶ ἰδὼν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ ἐχάρη, καὶ παρεκάλει πάντας τῇ προθέσει τῇ καρδίας προσμένειν τῷ Κυρίῳ, ὅτι ἦν ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ πλήρης Πνεύματος ἁγίου καὶ πίστεως. Καὶ προσετέθη ὄχλος ἱκανὸς τῷ Κυρίῳ. Ἐξῆλθε δὲ εἰς Ταρσὸν ἀναζητῆσαι Σαῦλον, καὶ εὑρὼν ἤγαγεν εἰς Ἀντιόχειαν. Ἐγένετο δὲ αὐτοὺς καὶ ἐνιαυτὸν ὅλον συναχθῆναι ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ διδάξαι ὄχλον ἱκανόν, χρηματίσαι τε πρῶτον ἐν Ἀντιοχείᾳ τοὺς μαθητὰς Χριστιανούς. Ἐν ταύταις δὲ ταῖς ἡμέραις κατῆλθον ἀπὸ Ἱεροσολύμων προφῆται εἰς Ἀντιόχειαν· ἀναστὰς δὲ εἷς ἐξ αὐτῶν ὀνόματι Ἅγαβος ἐσήμανε διὰ τοῦ Πνεύματος λιμὸν μέγαν μέλλειν ἔσεσθαι ἐφ΄ ὅλην τὴν οἰκουμένην· ὅστις καὶ ἐγένετο ἐπὶ Κλαυδίου Καίσαρος. Τῶν δὲ μαθητῶν καθὼς εὐπορεῖτό τις ὥρισαν ἕκαστος αὐτῶν εἰς διακονίαν πέμψαι τοῖς κατοικοῦσιν ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ ἀδελφοῖς· ὃ καὶ ἐποίησαν ἀποστείλαντες πρὸς τοὺς πρεσβυτέρους διὰ χειρὸς Βαρνάβα καὶ Σαύλου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
4: 5 – 42

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἔρχεται ὁ Ἴησοῦς εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχὰρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὃ ἔδωκεν Ἰακὼβ Ἰωσὴφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ. ἦν δὲ ἐκεῖ πηγὴ τοῦ Ἰακώβ. ὁ οὖν Ἰησοῦς κεκοπιακὼς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπὶ τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεὶ ἕκτη. ἔρχεται γυνὴ ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Δός μοι πεῖν. οἱ γὰρ μαθηταὶ αὐτοῦ ἀπεληλύθεισαν εἰς τὴν πόλιν, ἵνα τροφὰς ἀγοράσωσι. λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνὴ ἡ Σαμαρεῖτις· Πῶς σὺ Ἰουδαῖος ὢν παρ’ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικὸς Σαμαρείτιδος ; οὐ γὰρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· Εἰ ᾔδεις τὴν δωρεὰν τοῦ Θεοῦ καὶ τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πεῖν, σὺ ἂν ᾔτησας αὐτὸν, καὶ ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν; μὴ σὺ μείζων εἶ τοῦ πατρὸς ἡμῶν Ἰακώβ, ὃς ἔδωκεν ἡμῖν τὸ φρέαρ, καὶ αὐτὸς ἐξ αὐτοῦ ἔπιε καὶ οἱ υἱοὶ αὐτοῦ καὶ τὰ θρέμματα αὐτοῦ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῇ· Πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὃς δ’ ἂν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγὼ δώσω αὐτῷ, οὐ μὴ διψήσει εἰς τὸν αἰῶνα, ἀλλὰ τὸ ὕδωρ ὃ δώσω αὐτῷ, γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον. λέγει πρὸς αὐτὸν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τὸ ὕδωρ, ἵνα μὴ διψῶ μηδὲ ἔρχομαι ἐνθάδε ἀντλεῖν. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ὕπαγε φώνησον τὸν ἄνδρα σου καὶ ἐλθὲ ἐνθάδε. ἀπεκρίθη ἡ γυνὴ καὶ εἶπεν· Οὐκ ἔχω ἄνδρα. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Καλῶς εἶπας ὅτι ἄνδρα οὐκ ἔχω· πέντε γὰρ ἄνδρας ἔσχες, καὶ νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθὲς εἴρηκας. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ. οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καὶ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἱεροσολύμοις ἐστὶν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Γύναι, πίστευσόν μοι ὅτι ἔρχεται ὥρα ὅτε οὔτε ἐν τῷ ὄρει τούτῳ οὔτε ἐν Ἱεροσολύμοις προσκυνήσετε τῷ πατρί. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν. ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα, καὶ νῦν ἐστιν, ὅτε οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ προσκυνήσουσι τῷ πατρὶ ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ· καὶ γὰρ ὁ πατὴρ τοιούτους ζητεῖ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτόν. πνεῦμα ὁ Θεός, καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν. λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα. λέγει αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι, ὁ λαλῶν σοι. καὶ ἐπὶ τούτῳ ἦλθαν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ, καὶ ἐθαύμασαν ὅτι μετὰ γυναικὸς ἐλάλει· οὐδεὶς μέντοι εἶπε, τί ζητεῖς ἤ τί λαλεῖς μετ’ αὐτῆς; Ἀφῆκεν οὖν τὴν ὑδρίαν αὐτῆς ἡ γυνὴ καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν πόλιν, καὶ λέγει τοῖς ἀνθρώποις· Δεῦτε ἴδετε ἄνθρωπον ὃς εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα· μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός; ἐξῆλθον οὖν ἐκ τῆς πόλεως καὶ ἤρχοντο πρὸς αὐτόν. Ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ἠρώτων αὐτὸν οἱ μαθηταὶ λέγοντες· Ραββί, φάγε. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐγὼ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε. ἔλεγον οὖν οἱ μαθηταὶ πρὸς ἀλλήλους· Μή τις ἤνεγκεν αὐτῷ φαγεῖν; λέγει αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ἐμὸν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τὸ θέλημα τοῦ πέμψαντός με καὶ τελειώσω αὐτοῦ τὸ ἔργον. οὐχ ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἔτι τετράμηνός ἐστι καὶ ὁ θερισμὸς ἔρχεται; ἰδοὺ λέγω ὑμῖν, ἐπάρατε τοὺς ὀφθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμόν. ἤδη. καὶ ὁ θερίζων μισθὸν λαμβάνει καὶ συνάγει καρπὸν εἰς ζωὴν αἰώνιον, ἵνα καὶ ὁ σπείρων ὁμοῦ χαίρῃ καὶ ὁ θερίζων. ἐν γὰρ τούτῳ ὁ λόγος ἐστὶν ὁ ἀληθινὸς, ὅτι ἄλλος ἐστὶν ὁ σπείρων καὶ ἄλλος ὁ θερίζων. ἐγὼ ἀπέστειλα ὑμᾶς θερίζειν ὃ οὐχ ὑμεῖς κεκοπιάκατε· ἄλλοι κεκοπιάκασι, καὶ ὑμεῖς εἰς τὸν κόπον αὐτῶν εἰσεληλύθατε. Ἐκ δὲ τῆς πόλεως ἐκείνης πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτὸν τῶν Σαμαρειτῶν διὰ τὸν λόγον τῆς γυναικὸς, μαρτυρούσης ὅτι εἶπέ μοι πάντα ὅσα ἐποίησα. ὡς οὖν ἦλθον πρὸς αὐτὸν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτὸν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς· καὶ ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας. καὶ πολλῷ πλείους ἐπίστευσαν διὰ τὸν λόγον αὐτοῦ, τῇ τε γυναικὶ ἔλεγον ὅτι οὐκέτι διὰ τὴν σὴν λαλιὰν πιστεύομεν· αὐτοὶ γὰρ ἀκηκόαμεν, καὶ οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτὴρ τοῦ κόσμου, ὁ Χριστὀς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἰωάννου Φουντούλη: Μεσοπεντηκοστή

Μακαριστός 

Σὲ λίγους πιστοὺς εἶναι γνωστὴ ἡ ἑορτή, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀσχοληθοῦμε τώρα. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ μερικοὺς ἄλλους χριστιανούς, ποὺ ἔχουν ἕνα στενότερο σύνδεσμο μὲ τὴν Ἐκκλησία μας, οἱ περισσότεροι δὲν γνωρίζουν κἄν τὴν ὕπαρξί της. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐκκλησιάζονται κατ’ αὐτὴ καὶ οἱ περισσότεροι δὲν ὑποπτεύονται κἄν ὅτι τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακή τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς.

Καὶ ὅμως κάποτε ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴ στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξη τὴν Ἔκθεσι τῆς Βασιλείου Τάξεως (1) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γιὰ νὰ ἰδῆ τὸ ἐπίσημο τυπικό τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ς΄ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903) . Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία του ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτιο γιὰ νὰ μεταβῆ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν πατριάρχη, καὶ βασιλεὺς καὶ πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο παρεκάθητο καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγοι τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτιο.

Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλούς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασί της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.

Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἐορτασίμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραία τὸ τοποθετεῖ τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:

Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν, τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων Ἐγέρσεως, Πεντηκοστῇ δὲ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων, καὶ λάμπει τὰς λαμπρότητας, ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα, καὶ ἑνοῦσα τὰς δύο, καὶ παρεῖναι τὴν δόξαν προφαίνουσα, τῆς δεσποτικῆς, Ἀναλήψεως σεμνύνεται.

Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχη δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξαν τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορτασθῆ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας». Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλὰ ἠχητικὰ θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ τροπάρια καὶ στὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθῆ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας – μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ συναξάριο.

Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐπιλέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτή. (2) Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμὸ, ἀλλὰ καὶ ζωηρὰ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων. Εἶναι ὁ Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἢ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῶ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμον. Ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸν ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον της ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφούς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ Θεοῦ Σοφία.

Ἐκλέγομε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια, τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ΄ ἤχου:

Μεσούσης τῆς ἑορτῆς, διδάσκοντός σου Σωτήρ, ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι· Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μὴ μεμαθηκώς; ἀγνοοῦντες, ὅτι σὺ εἶ ἡ σοφία, ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον· Δόξα σοι.

Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώραν μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράσι τοῦ Κυρίου· «Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφὴ, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος». (3) .Καὶ σχολιάζει ὁ εὐαγγελιστής· «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος , οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν». (4)

Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Ταιρίαζαν ἐξ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθῆ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθῆ ὁ χαρακτὴρ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ ἐδρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποὺ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές· «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος». (5) «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον», εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα. (6) Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημο τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτευμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίησι καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαιρέτους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ κάθισμα τοῦ πλ. δ΄ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ΄ ὠδὴ τοῦ κανόνος στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:

Τῆς σοφίας τὸ ὕδωρ καὶ τῆς ζωῆς ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας Σωτήρ, καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι, σωτηρίας τὰ νάματα· τὸν γὰρ θεῖον νόμον σου, δεχόμενος ἄνθρωπος, ἐν αὐτῷ σβεννύει, τῆς πλάνης τοὺς ἄνθρακας· ὅθεν εἰς αἰῶνας, οὐ διψήσει, οὐ λήψει, τοῦ κόρου σου Δέσποτα βασιλεῦ ἐπουράνιε. Διὰ τοῦτο δοξάζομεν, τὸ κράτος σου, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι, καταπέμψαι πλουσίως τοῖς δούλοις σου.

Τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο του πλ. δ΄ καὶ τὸ δεύτερό τοῦ δ΄ ἤχου:

Μεσούσης τῆς ἑορτῆς, διψῶσάν μου τὴν ψυχήν, εὐσεβείας πότισον νάματα ὅτι πᾶσι Σωτὴρ ἐβόησας· ὁ διψῶν, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω· Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεὸς δόξα σοι.

Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες, Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ἀθανασίας· ὅθεν σοι προσπίπτομεν, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν· σὺ γὰρ ὑπάρχεις πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.

Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς: Ὁ τὸν κρατῆρα ἔχων, τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ὅτι συνέχομαι δίψῃ, εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον.

Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψις ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλῆ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανοὺς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος. Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περιφήμους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων τῆς Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.

(23 Μαΐου 1970)

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Κεφ. 26.
2. Ἰω. 7, 14 – 30.
3. Ἰω. 7, 37 – 38.
4. Ἰω. 7, 39.
5. Ἰω. 7, 38.
6. Ἰω. 4, 14.

Πηγή: https://trelogiannis.blogspot.com/2024/05/blog-post_101.html?m=1

Μόρφου Νεόφυτος: «Ὕδωρ τὸ ζῶν» τὸ Ἅγιον Πνεῦμα… (Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος, 14.05.2023)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία, τὴν Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου τῆς κοινότητος Ἁγίου Γεωργίου Καυκάλου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (14.05.2023).

Ψάλλει ὁ πρωτοψάλτης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου.

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία στὴν Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Κυριακὴ τῆς Σαμαρείτιδος

Πολλὲς καὶ σημαντικὲς ἀλήθειες τῆς Πίστης μας καὶ συνάμα ἄφθονα ψυχοσωτήρια μαθήματα περιέχει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί. Σ᾽ αὐτὴν ἀποδεικνύεται ὁλοφάνερα ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος καὶ περιγράφεται ἡ ὑπερβάλλουσα φιλανθρωπία καὶ συγκατάβασή Του.

Σ᾽ αὐτὴν διδασκόμαστε τὸ πόση δύναμη εἶχε (καὶ ἀσφαλῶς πάντοτε ἔχει!) ὁ δεσποτικὸς λόγος τοῦ Χριστοῦ μας, ὥστε νὰ μεταστρέφει τὶς καλοπροαίρετες ψυχὲς στὴ θεογνωσία, ἀλλὰ καὶ μαθαίνουμε τὴν ὁλόθερμη πίστη καὶ τὸν ἔνθεο ζῆλο τῆς Σαμαρείτιδας, γιὰ νὰ γνωρίσουν οἱ συμπατριῶτες της τὸν σαρκωθέντα Μεσσία, τὸν ἀληθινὸ Θεό.

Θὰ ἤθελα νὰ σταθοῦμε μὲ συντομία σὲ τρία μόνα ἀπὸ τὰ πολλὰ ζητήματα, ποὺ τίθενται στὸ σημερινὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα: Στὸ μυστήριο τοῦ Θεανθρωπίνου Προσώπου τοῦ Χριστοῦ, στὸ θέμα τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ στὸ θέμα τῆς ἐν Πνεύματι λατρείας τοῦ Θεοῦ.

Ἀρχίζοντας ἀπὸ τὸ πρῶτο, πρέπει ἐξ ἀρχῆς νὰ ἀναφέρουμε, ὅτι ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς «ἐξ ἄκρας συλλήψεως», ἀπὸ τὴ στιγμὴ δηλαδὴ ποὺ σαρκώθηκε, εἶναι ταυτόγχρονα τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἔχει δηλαδὴ δύο φύσεις, τὴ Θεία καὶ τὴν ἀνθρώπινη, ἑνωμένες ἀσύγχυτα, ἀδιαίρετα, ἄτρεπτα καὶ ἀναλλοίωτα στὸ ἕνα καὶ μοναδικὸ Θεανθρώπινο Πρόσωπό Του. Ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἐνανθρώπησε, προσέλαβε ὁλόκληρη τὴν ἀνθρώπινη φύση, ἐκτὸς βεβαίως τῆς ἁμαρτίας -κάτι ποὺ δὲν ἀποτελεῖ δημιουργία τοῦ Θεοῦ-, γιὰ νὰ τὴν ἁγιάσει καὶ θεώσει, διότι μόνο ἔτσι ἦταν δυνατὴ ἡ σωτηρία μας, ἡ ἄφεση τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καὶ τῶν ἄλλων ἀνθρωπίνων ἁμαρτιῶν, τῶν συνεπειῶν δηλαδὴ τῆς παράβασης τοῦ Θείου θελήματος, τῶν ἐντολῶν τοῦ Δημιουργοῦ μας. Στὴ σημερινὴ περικοπὴ παρουσιάζονται ἀνάγλυφα καὶ οἱ δύο φύσεις τοῦ Κυρίου νὰ ἐνεργοῦν: Ὁ Χριστός μας, ἐπειδὴ προσέλαβε ὅλα τὰ λεγόμενα ἀδιάβλητα πάθη τῆς ἀνθρώπινης φύσης, δηλαδὴ τὴν πείνα, τὴ δίψα, τὴν κόπωση, τὸν ὕπνο, τὸν θάνατο, ἐδῶ βλέπουμε ὅτι βαδίζει καὶ κουράζεται καὶ πεινᾶ καὶ διψᾶ, φανερώνοντας ὅτι ἔγινε πραγματικὰ ἄνθρωπος γιὰ τὴ σωτηρία μας. Ταυτόχρονα ὅμως γνωρίζει, ὡς Παντογνώστης, ὅλη τὴ ζωὴ τῆς Σαμαρείτιδας γυναίκας καὶ ὅτι ζοῦσε ἔκλυτο βίο, ἔχοντας λάβει ἕξι ἄνδρες. Κι ἀκόμη, τῆς ἀποκαλύπτει τὰ πλούσια νάματα τῆς θείας διδασκαλίας Του, γιὰ νὰ καταλήξει στὸ ποιά εἶναι ἡ ἀληθινὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν ἡ γυναίκα τοῦ λέγει ὅτι πίστευε στὸν ἀναμενόμενο Μεσσία, τότε ὁ Κύριός μας τῆς ἀποκαλύπτει ξεκάθαρα ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος ἦταν ὁ Μεσσίας: «Ἐγώ εἰμί, ὁ λαλῶν σοι»! Εἶναι ἀπὸ τὶς ἐλάχιστες γνωστὲς ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια περιπτώσεις, ποὺ ὁ ταπεινὸς καὶ πρᾶος τῷ πνεύματι Ἰησοῦς ἐκδηλώνει τόσο φανερὰ τὴ Μεσσιανικὴ αὐτοσυνειδησία Του.

Ἐρχόμαστε τώρα στὸ περιβόητο θέμα τοῦ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό. Ἡ Σαμαρείτιδα πῆγε στὸ φρέαρ τοῦ Ἰακὼβ νὰ ἀντλήσει νερὸ καὶ ἐκεῖ, χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει καὶ περιμένει, συναντᾶ τὸν Σωτήρα τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ ἀντλήσει τελικὰ νερὸ ἄφθαρτο, νὰ μετανοήσει, νὰ πιστεύσει στὸν ἀληθινὸ Θεό, νὰ γίνει κήρυκας καὶ ἱεραπόστολός Του μέχρι καὶ αὐτὴ τὴν πρωτεύουσα Ρώμη, σύμφωνα μὲ τὸ συναξάριό της, νὰ γίνει ἡ γνωστὴ σὲ ὅλους μεγαλομάρτυς Φωτεινὴ ἡ Σαμαρεῖτις. Ἦταν ἄραγε ὅλα τοῦτα ἀποτέλεσμα ἑνὸς ἀναπόφευκτου προορισμοῦ τοῦ Θεοῦ; Ὑπάρχει λοιπὸν τέτοιος προορισμός; Τί πιστεύει ἐν προκειμένῳ ἡ Ἐκκλησία μας; Ἡ θεωρία τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὸν Θεό, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἀποτελεῖ αἵρεση! Μεγάλη αἵρεση! Τέτοιος προορισμὸς τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδὴ ἡ τύχη, στὴν ὁποία πίστευαν ὡς θεὰ οἱ εἰδωλολάτρες καὶ τὴν ὁποία πλανεμένη ἀντίληψη ἐγκολπώθηκαν στὴ συνέχεια πολλοὶ αἱρετικοί, καθὼς καὶ οἱ Μουσουλμᾶνοι -τὸ κατ᾽ αὐτοὺς λεγόμενο κισμέτ-, δὲν ὑπάρχει! Ἐὰν ἔτσι ἦταν τὰ πράγματα, ὥστε, ὅ,τι κι ἂν κάνει ὁ καθένας, ὅσοι εἶναι προορισμένοι ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ εὐημερήσουν σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωή, θὰ εὐημερήσουν, κι ὅσοι εἶναι νὰ δυστυχήσουν, θὰ δυστυχήσουν· ὅσοι εἶναι νὰ σωθοῦν, θὰ τύχουν σωτηρίας, κι ὅσοι εἶναι γιὰ ἀπώλεια, θὰ κολασθοῦν, τότε πλέον πιστεύουμε σ᾽ ἕνα Θεὸ προσωπολήπτη, ἄσπλαγχνο καὶ ἄδικο· τότε βλασφημοῦμε τὸν ἴδιο τὸν Θεό. Ἐάν, «τὸ πεπρωμένον φυγεῖν ἀδύνατον», τότε ἀχρείαστη καὶ ἡ σάρκωση καὶ τὸ πάθος καὶ ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, τότε ἀχρείαστος καὶ ὁ προσωπικός μας ἐν Χριστῷ ἀγώνας. Ἀντιλαμβάνεσθε, ἀδελφοί, ὅτι αὐτὸ τὸ φρόνημα περὶ προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τελείως βλάσφημο καὶ αἱρετικὸ καὶ ὁδηγεῖ τελικὰ τὸν ἄνθρωπο στὴν ἀπραξία τοῦ καλοῦ (ἀφοῦ, ὑποτίθεται, ὅ,τι κι ἂν κάνει, εἶναι προκαθορισμένη ἡ μοίρα, τὸ μέλλον του), καί, ἑπομένως, στὴν ἀπώλεια. Ὁ Θεός μας, ὅμως, εἶναι ἀγάπη, εἶναι Πατέρας, καὶ ἡ Πρόνοιά Του ἐκτείνεται ἐξίσου πρὸς ὅλους τοὺς ἀνθρώπους: «θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καὶ εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν». Καὶ ἀκόμη, «ἀνατέλλει τὸν ἥλιον ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους». Εἶναι λοιπὸν ἀπροσωπόληπτος. Ὁ Θεὸς ἐπιζητεῖ μὲ κάθε τρόπο τὴ σωτηρία μας, ταυτόγχρονα ὅμως σέβεται καὶ τὴν προσωπική μας ἐλευθερία, ἀφοῦ μᾶς δώρησε τὸ αὐτεξούσιο. Γιὰ νὰ καταλάβουμε καλύτερα τό, πῶς ὁ Θεὸς προγνωρίζει, ὡς Παντογνώστης, τὰ πάντα γιὰ τὸν καθένα μας χωριστά, ἀλλὰ καὶ ὅτι δὲν προδικάζει, ὡς Φιλάνθρωπος καὶ Προνοητὴς καὶ Πατέρας μας, μποροῦμε νὰ χρησιμοποιήσουμε τὸ παράδειγμα τοῦ ἰατροῦ καὶ τοῦ ἀσθενοῦς: Ἕνας ἄριστος ἰατρὸς προγνωρίζει ἀπὸ τὰ συμπτώματα τὴν ἔκβαση τῆς ὑγείας κάποιου ἀσθενοῦς, ἀλλὰ δὲν εὐθύνεται γιὰ τὸ ἀποτέλεσμα. Ἀντίθετα, προσπαθεῖ μὲ ὅλα τὰ μέσα καὶ τὶς γνώσεις του γιὰ τὸ καλὸ τοῦ ἀρρώστου του. Πολὺ περισσότερο ὁ Κύριος, ποὺ γιὰ τὴν ἀγάπη μας, γιὰ τὴ σωτηρία μας, ὑπέμεινε τὰ φρικτὰ Πάθη καὶ ἔχυσε ὅλο τὸ πανάγιο Αἷμα του στὸν Σταυρό!

Γιὰ νὰ ἔλθουμε τώρα καὶ στὸ τρίτο μας ζήτημα, τῆς ἀληθινῆς λατρείας τοῦ Θεοῦ, ὁ Ἰησοῦς, λαμβάνοντας ἀφορμὴ ἀπὸ τὸ ἐρώτημα τῆς Σαμαρείτιδας γιὰ τὸν ἐνδεδειγμένο τόπο τῆς Θείας λατρείας, προσδιορίζει μὲ ἐλάχιστες λέξεις τὴν οὐσία τῆς λατρείας καὶ τὰ θεμελιώδη γνωρίσματα, ποὺ τὴν καθιστοῦν γνήσια καὶ εὐάρεστη στὸν Θεό: «Πνεῦμα ὁ Θεὸς καὶ τοὺς προσκυνοῦντας αὐτὸν ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». Καταρχήν, τί εἶναι ἡ χριστιανικὴ λατρεία; Εἶναι τὸ ξεχείλισμα τῆς Πίστης, τῆς ἐλπίδας, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης μας πρὸς τὸ Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἡ κοινωνία, ἡ ἕνωση τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου μὲ τὸν Θεό, «ἐν προσώπῳ Ἰησοῦ Χριστοῦ». Κέντρο τῆς λατρείας αὐτῆς εἶναι ἡ προσφορὰ τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ μας στὴ Θεία Λειτουργία, γιὰ τὸν ἁγιασμό, τὴ σωτηρία μας. Μὲ τὴ σταυρικὴ θυσία τοῦ Χριστοῦ τερματίζεται ἡ σκιώδης, ἡ τυπικὴ λατρεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ πλέον νὰ γευθεῖ τοὺς καρποὺς τῆς θυσίας αὐτῆς, μετέχοντας στὴ Θεία Εὐχαριστία. Βασικὰ γνωρίσματα τῆς λατρείας αὐτῆς εἶναι νὰ τελεῖται «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ». «Ἐν πνεύματι» σημαίνει ὅτι δικαιοῦνται καὶ μποροῦν νὰ προσφέρουν τούτη τὴ λατρεία ὅσοι ἀναγεννήθηκαν ἐκ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μὲ τὰ Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καὶ τοῦ ἁγίου Μύρου, ὅσοι μετέχουν στὴ ζωοποιὸ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅσοι τηροῦν τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Ἡ πνευματικὴ λοιπὸν λατρεία δὲν περιορίζεται σὲ ἐξωτερικὲς κινήσεις καὶ τύπους μόνο, ἀλλὰ ἀναβλύζει ἀπὸ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου. Λατρεύω τὸν Θεὸν «ἐν πνεύματι», σημαίνει τοῦ ἀφιερώνω ὅλη τὴν ὕπαρξη, τὴ σκέψη, τὴν καρδιὰ καὶ τὴ θέλησή μου. Ἀλλά, ἡ λατρεία αὐτὴ πρέπει νὰ τελεῖται καὶ «ἐν ἀληθείᾳ», δηλαδὴ μὲ τὴν ὀρθὴ Πίστη στὸν Τριαδικὸ Θεὸ καὶ στὸ Πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, πάντοτε μέσα στὸ πνεῦμα καὶ τὴν ἁγία Παράδοση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας.

Ἂς ἀγωνισθοῦμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ -καὶ χρειάζεται πράγματι ἀγώνας ἰσόβιος-, γιὰ νὰ λατρεύουμε μὲ γνησιότητα καὶ αὐθεντικότητα τὸν Θεό, «ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ», μὲ μετάνοια καὶ διόρθωση τῆς ζωῆς μας, γιὰ νὰ καταξιωθοῦμε νὰ γίνουμε κοινωνοὶ τῆς αἰωνίου ζωῆς, μὲ τὴ Χάρη καὶ Φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου, τὶς μεσιτεῖες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων. Ἀμήν!