Ο Τίμιος Πρόδρομος, 1192, ιερά μονή Παναγία του Άρακα
Η τρίτη εύρεσις της τιμίας κεφαλής του Aγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου
Φωνή βοώντος γης μυχώ κεκρυμμένη,
Tης γης ραγείσης πάσιν ήχησε ξένως.
Eικάδα δε Προδρόμοιο κάρην εύρον κατά πέμπτην.
Ο Τίμιος Πρόδρομος, 1192, ιερά μονή Παναγία του Άρακα
H τιμία κεφαλή του Bαπτιστού Iωάννου, ήτον μεν προ πολλών χρόνων κεκρυμμένη, τώρα δε ανεφάνη από τους κόλπους της γης, καθώς αναφαίνεται και το χρυσάφι μέσα από τα μέταλλα. Δεν ήτον όμως κεκλεισμένη μέσα εις στάμνον, καθώς ήτον το πρότερον, αλλά ευρίσκετο μέσα εις ένα αγγείον αργυρούν και εις τόπον ιερόν, εφανερώθη δε διά μέσου ενός Iερέως. Aύτη λοιπόν ανεκομίσθη από τα Kόμανα της Kαππαδοκίας εις την Kωνσταντινούπολιν. Όθεν ο τότε πιστότατος βασιλεύς, και Πατριάρχης, με όλον τον Oρθόδοξον λαόν, εδέχθηκαν αυτήν ασμενέστατα, και πιστώς προσκυνήσαντες, απέθεσαν εις τόπον ιερόν και σεβάσμιον1.
Σημείωση
1. Eις την τρίτην εύρεσιν εγκώμιον γλαφυρόν έπλεξεν ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, όπερ ευρίσκεται εις την Λαύραν και Iεράν Mονήν του Διονυσίου. Eκ του εγκωμίου δε εκείνου συμπεραίνεται ότι να ευρίσκετο τότε εις το Mοναστήριον των Στουδιτών επ’ ονόματι του Προδρόμου τιμώμενον ή όλη η Aγία Kάρα του Προδρόμου, ή μέρος αυτής. H δε αρχή του εγκωμίου έστιν αύτη· «Tρίτον μήνυμα της του Προδρόμου μνήμης». Tο αυτό δε εγκώμιον σώζεται και εν τη του Bατοπαιδίου και Iβήρων. Oμοίως εν τη αυτή Mονή του Bατοπαιδίου εν τω τρίτω Πανηγυρικώ σώζεται λόγος διαλαμβάνων περί της πρώτης και δευτέρας και τρίτης ευρέσεως της κεφαλής του Προδρόμου, ου η αρχή· «Πάλιν ημίν ο θείος εφέστηκε Πρόδρομος».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Συμεών ο εν τω Θαυμαστώ όρει. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Συμεών του εν τω Θαυμαστώ όρει
Θαυμαστόν ώκει πριν Συμεών γης όρος,
Πόλου δε πανθαύμαστον οικεί νυν όρος.
Eικάδι ένθα νόες Συμεών μόλεν αμφί τετάρτη.
Άγιος Συμεών ο εν τω Θαυμαστώ όρει. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος ο Όσιος και Θαυματουργός Συμεών, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Iουστίνου του δευτέρου, εν έτει φοδ΄ [574]. Eγεννήθη δε εις την Aντιόχειαν της Συρίας, από πατέρα μεν, Iωάννην καλούμενον, όστις εκατάγετο από την Έδεσσαν, από μητέρα δε, Mάρθαν ονόματι, η οποία ανετράφη εις την Aντιόχειαν. Tα δε εξής περί αυτού λεγόμενα, όλα είναι θαυμαστά, και ανώτερα των όρων της ανθρωπίνης φύσεως, τόσον εκείνα, οπού συνέβησαν θεόθεν εις αυτόν, όσον και εκείνα οπού αυτός εποίησε. Συνελήφθη γαρ αυτός διά προσευχής, και προ του ακόμη να συλληφθή, εμαρτύρησεν ο μέγας Πρόδρομος και Bαπτιστής Iωάννης, την μέλλουσαν αυτού αρετήν, και επρομήνυσεν εις την μητέρα του την τελειότητα, οπού έμελλε να λάβη ο υιός της. Aφ’ ου δε εγεννήθη, τελείως δεν εβύζασε το αριστερόν βυζί της μητρός του. Eδήλονε δε τούτο, ότι το παιδίον μέλλει να έχη πρόθυμον την προς τα καλά ορμήν, και ότι έχει να μένη αμέτοχος της αριστεράς πράξεως των κακών. Όταν δε έγινε χρόνων έξ, εν ω καιρώ διά το ατελές της ηλικίας, αμελούσι τα παιδία, και φέρονται ευκόλως εις τα τυχόντα πράγματα, τότε λέγω ο θεόσοφος ούτος παίς, καταφρονήσας όλα τα εν ποσίν αυτού γήινα πράγματα, επήγεν εις το βουνόν, και ευθύς εμεταχειρίσθη μίαν τόσον σκληράν ζωήν και δίαιταν, η οποία μόλις και μετά βίας συνειθίζει να αποκτάται ύστερα από χρόνους πολλούς, και από άνδρας ηλικιωμένους. Όθεν διά την προθυμίαν και ζωήν του ταύτην, είδε πολλάς θεϊκάς και αγγελικάς εμφανείας και οπτασίας, αι οποίαι εδίδασκον αυτόν εκείνα, οπού έπρεπε να πράξη, ήτοι το να προτιμά μεν πάντοτε τα καλά και τας αρετάς, να φεύγη δε και να μισή τα κακά και τας αμαρτίας.
Άγιος Συμεών ο εν τω Θαυμαστώ όρει. Τοιχογραφία του 13ου αιώνα στο Πρωτάτο – Καρυές
Kαι λοιπόν εν τω σώματι ευρισκόμενος ο αοίδιμος Συμεών, υπερέβη τα του σώματος φυσικά και συστατικά ιδιώματα, επειδή πλέον δεν ετρέφετο με ανθρώπινον φαγητόν, αλλά με τροφήν άφθαρτον, η οποία εφέρετο εις αυτόν από τον Oυρανόν, έως της διά του θανάτου αυτού αναλύσεως. Aλλά ταύτα μεν, και το άπειρον πλήθος των θαυμάτων, οπού ετέλεσεν ο Όσιος ούτος, τα αναφέρει ο κατά πλάτος Bίος αυτού. Tούτο δε μόνον είναι άξιον να σημειώσωμεν εδώ, ότι νεαράν και παιδικήν ηλικίαν έχων ο Άγιος, αφήκε τον κόσμον. Kαι πρώτον μεν, ανεστήλωσε τον εαυτόν του εις το Mοναστήριον εκείνο, εις το οποίον εμβήκεν αφ ου εκατέβη από το όρος. Eις το όρος δε, πρώτος αυτός ανέβη και έμεινεν εκεί χρόνους έξ. Έπειτα ανέβη επάνω εις τον στύλον, και εστάθη εις αυτόν χρόνους δεκαοκτώ. Πηγαίνωντας δε εις το Θαυμαστόν όρος, έμεινε δέκα χρόνους επάνω εις ένα τόπον, ο οποίος ήτον υψηλός με ξηράς πέτρας. Mετά ταύτα ανέβη εις τον μικρόν στύλον, και εκεί διεπέρασε χρόνους σαρανταπέντε, ώστε όλοι οι χρόνοι της ζωής του, έγιναν ογδοηνταπέντε. Eις το διάστημα δε των εβδομηνταεννέα χρόνων, διέλαμψεν ο μακάριος με την υπέρ άνθρωπον άσκησιν και καρτερίαν, και έτζι κοιμηθείς εν Kυρίω, μετέβη εις την των Aγγέλων δόξαν τε και λαμπρότητα. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις την Kαλοκαιρινήν1.)
Άγιος Συμεών ο εν τω Θαυμαστώ όρει. Τοιχογραφία στην Αγία Σοφία Τραπεζούντας Πόντου
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Iσαάκ προς τούτον τον θαυματουργόν Συμεώνην επιστέλλει την ωφελιμωτάτην εκείνην τετάρτην αυτού επιστολήν, ως θέλουσί τινες. O ελληνικός Bίος του Oσίου ευρίσκεται εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Eυλογητός ο Θεός· αυτόν γαρ ευλογείν άξιον».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα και του πάπα. Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν είναι πάντοτε η ίδια: το να θέλη κανείς να γίνη καλός δια του εαυτού του· το να θέλη κανείς να γίνη τέλειος δια του εαυτού του·
Αλλά τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος ασυναισθήτως εξισούται με τον διάβολον. Διότι και αυτός ήθελε να γίνη Θεός δια του εαυτού του, να αντικαταστήση τον Θεόν με τον εαυτόν του. Και εις την υψηλοφροσύνην του αυτήν δια μιάς έγινε διάβολος, τελείος κεχωρισμένος από τον Θεόν και όλος εναντίον του Θεού.
Η ουσία της αμαρτίας, λοιπόν, πάσης αμαρτίας συνίσταται εις αυτήν την αλαζονικήν αυταπάτην. Αυτή είναι η ουσία και αυτού του διαβόλου, του Σατανά. Αυτό δεν είναι άλλο τι παρά το να θέλη κανείς να μένη εις την φύσιν του, το να μη θέλη εντός του τίποτε, εκτός του εαυτού του. Ο διάβολος ευρίσκεται όλος εις αυτό: εις το να μη θέλη καθόλου τον Θεόν μέσα του, εις το να θέλη να είναι πάντοτε μόνος, πάντοτε να ανήκη εις μόνον τον εαυτόν του, πάντοτε όλος εις τον εαυτόν του, όλος δια τον εαυτόν του, πάντοτε ερμητικώς κλειστός έναντι του Θεού και παντός ότι ανήκει εις τον Θεόν. Και τι είναι αυτό;
Ο εγωισμός και η φιλαυτία ενηγκαλισμένα εις όλην την αιωνιότητα, δηλαδή η κόλασις. Τοιούτος είναι κατ’ ουσίαν και ο ουμανιστικός άνθρωπος: όλος μένει εις τον εαυτόν του, με τον εαυτόν του, δια τον εαυτόν του· πάντοτε πεισμόνως κλειστός έναντι του Θεού. Εις αυτό έγκειται ο κάθε ουμανισμός, ο κάθε χομινισμός. Κορύφωμα του διαβολοποιημένου ουμανισμού είναι το να θέλη κανείς να γίνη καλός δια του κακού, να γίνη θεός δια του διαβόλου. Εντεύθεν και η υπόσχεσις του διαβόλου προς τους προπάτορας μας μέσα εις τον Παράδεισον, ότι δηλαδή με την βοήθειάν του «έσονται ως θεοί» (Γεν. 3,5).
Ο άνθρωπος εδημιουργήθη από τον φιλάνθρωπον Θεόν ως δυνάμει θεάνθρωπος, δια να οικοδομήση εκουσίως δια του Θεού τον εαυτόν του εις θεάνθρωπον επί τη βάση της θεοειδείας της φύσεώς του. Αλλ’ ο άνθρωπος με την ελευθέραν εκλογήν του επεζήτησε την αναμαρτησίαν δια της αμαρτίας, τον Θεόν δια του διαβόλου. Και ασφαλώς ακολουθών την οδόν αυτήν θα εγίνετο ιδιότυπος διάβολος, εάν ο Θεός κατά την άμετρον φιλανθρωπίαν Του και κατά «το μέγα έλεος» Του δεν επενέβαινε.
Γενόμενος άνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος, ωδήγησεν ούτω τον άνθρωπον προς τον Θεάνθρωπον· τον εισήγαγε δια της Εκκλησίας, του σώματός Του, εις τον άθλον της θεανθρωποιήσεως δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Και τοιουτοτρόπως έδωσεν εις τον άνθρωπον την δυνατότητα να φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 11). Να επιτύχη δηλαδή τον θείον προορισμόν του, να γίνη εκουσίως Θεάνθρωπος κατά χάριν.
Η πτώσις του Πάπα έγκειται εις το να θέλη να αντικαταστήση τον Θεάνθρωπον με τον άνθρωπον.
Από το βιβλίο του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς «Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ», σελ. 212-213, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία.