Αρχική Blog Σελίδα 103

Η τρίτη εύρεσις της τιμίας κεφαλής του Aγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου (25 Μαΐου)

Ο Τίμιος Πρόδρομος, 1192, ιερά μονή Παναγία του Άρακα

Η τρίτη εύρεσις της τιμίας κεφαλής του Aγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου

Φωνή βοώντος γης μυχώ κεκρυμμένη,
Tης γης ραγείσης πάσιν ήχησε ξένως.
Eικάδα δε Προδρόμοιο κάρην εύρον κατά πέμπτην.

Ο Τίμιος Πρόδρομος, 1192, ιερά μονή Παναγία του Άρακα

H τιμία κεφαλή του Bαπτιστού Iωάννου, ήτον μεν προ πολλών χρόνων κεκρυμμένη, τώρα δε ανεφάνη από τους κόλπους της γης, καθώς αναφαίνεται και το χρυσάφι μέσα από τα μέταλλα. Δεν ήτον όμως κεκλεισμένη μέσα εις στάμνον, καθώς ήτον το πρότερον, αλλά ευρίσκετο μέσα εις ένα αγγείον αργυρούν και εις τόπον ιερόν, εφανερώθη δε διά μέσου ενός Iερέως. Aύτη λοιπόν ανεκομίσθη από τα Kόμανα της Kαππαδοκίας εις την Kωνσταντινούπολιν. Όθεν ο τότε πιστότατος βασιλεύς, και Πατριάρχης, με όλον τον Oρθόδοξον λαόν, εδέχθηκαν αυτήν ασμενέστατα, και πιστώς προσκυνήσαντες, απέθεσαν εις τόπον ιερόν και σεβάσμιον1.

Σημείωση

1. Eις την τρίτην εύρεσιν εγκώμιον γλαφυρόν έπλεξεν ο Άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης, όπερ ευρίσκεται εις την Λαύραν και Iεράν Mονήν του Διονυσίου. Eκ του εγκωμίου δε εκείνου συμπεραίνεται ότι να ευρίσκετο τότε εις το Mοναστήριον των Στουδιτών επ’ ονόματι του Προδρόμου τιμώμενον ή όλη η Aγία Kάρα του Προδρόμου, ή μέρος αυτής. H δε αρχή του εγκωμίου έστιν αύτη· «Tρίτον μήνυμα της του Προδρόμου μνήμης». Tο αυτό δε εγκώμιον σώζεται και εν τη του Bατοπαιδίου και Iβήρων. Oμοίως εν τη αυτή Mονή του Bατοπαιδίου εν τω τρίτω Πανηγυρικώ σώζεται λόγος διαλαμβάνων περί της πρώτης και δευτέρας και τρίτης ευρέσεως της κεφαλής του Προδρόμου, ου η αρχή· «Πάλιν ημίν ο θείος εφέστηκε Πρόδρομος».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ὁμιλία στὴ μνήμη τοῦ ὁσίου καὶ θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Κυριακοῦ τῆς Εὐρύχου (24 Μαΐου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἀναμφίβολα, ἡ φιλόχριστος νῆσος τῆς Κύπρου ἀπόλαυσε πλούσιες τὶς εὐλογίες τῆς δεξιᾶς τοῦ Ὑψίστου κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Χάριτος. Ἔχοντας δεχθεῖ πρώτη μετὰ τὴ Συροπαλαιστίνη τὸν ἅγιο σπόρο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ἀναβλάστησε ἄφθονους τοὺς πνευματικοὺς καρπούς. Ἐπάνω στὴ μακαρία της γῆ εἶδε νὰ ἀναθάλλουν ἀνὰ τοὺς αἰῶνες πολυάριθμο στίφος ἀμαράντων βλαστῶν τοῦ νοητοῦ Παραδείσου: Ἀπόστολοι, μάρτυρες, ἱεράρχες, ὁμολογητές, ὅσιοι καὶ δίκαιοι.

Καθόλο τὸ εὖρος καὶ μῆκος της ἡ εὐλογημένη μας νῆσος σεμνύνεται γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ἁγίων τους λειψάνων καὶ εἰκόνων καὶ τάφων καὶ ἀσκητηρίων καὶ μονῶν καὶ ναῶν τους, τόπων ἁγιασμοῦ, χώρων θεοφανείας, τρόπων παρηγορίας. Γιὰ τοῦτο καὶ δίκαια ἀπέσπασε τὸν ἐπίζηλο τίτλο τῆς ἁγιωνυμίας, ἀποκληθεῖσα «ἁγία νῆσος» καὶ χαρακτηρισθεῖσα ὡς ἡ κατεξοχὴν «νῆσος τῶν ἁγίων».

Ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ ἱεροῦ τούτου καταλόγου τῶν ἐν Κύπρῳ ἁγίων, τὸ μεγαλύτερο προφανῶς ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ἁγίους τῆς νήσου μας, ἀποτελοῦν οἱ ὅσιοι καὶ ἀσκητές, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι. Ἀναφορικῶς τώρα πρὸς τὴ γένεση καὶ ἀκμὴ τῆς μοναχικῆς πολιτείας στὴν Κύπρο, ἤδη ἀπὸ τὸν πρῶτο αἰώνα, κατὰ τὴ μαρτυρία πρωιμοτάτων ἁγιολογικῶν πηγῶν καὶ παραδόσεων, παρατηρεῖται στὴ ζωὴ τῆς πρωτοχριστιανικῆς Ἐκκλησίας τῆς νήσου μία μορφὴ ἀρχεγόνου ἀσκητισμοῦ μέσα σὲ σπήλαια, συνυφασμένου μὲ τὴν ἱεραποστολικὴ δράση ἁγίων ἀποστολικῶν ἀνδρῶν, ὅπως τῶν ἁγίων ἐπισκόπων τῆς Ταμασσοῦ Ἡρακλειδίου, Μνάσωνος καὶ Ρόδωνος καὶ τοῦ πρεσβυτέρου Θεοδώρου. Παράλληλα, σὲ σπήλαιο διαβιοῦν ἀσκητικῶς καὶ οἱ ἀποστολικοὶ ἄνδρες Ἀριστοκλειανὸς (σὲ περιοχὴ μεταξὺ Κουρίου καὶ Ἀμαθούντας) καὶ Τίμων (στὴ Βάσα Κοιλανίου· πρόκειται γιὰ ρωμαϊκὸ ταφικὸ σπήλαιο μὲ ἀρκοσόλια).

Ἔτσι ὁ μοναδικὴ πολιτεία συγγεννᾶται καὶ συναυξάνεται στὴ νῆσο μας μαζὶ μὲ τὴ χριστιανικὴ πίστη. Πάντως, σύμφωνα πρὸς βυζαντινὲς πηγές, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐκ παραλλήλου πρὸς τὴν λαμπρὴ ἄνθηση τῆς τοπικῆς ἱεραρχίας, τὸ θεοβλαστούργητο δένδρο τοῦ Μοναχισμοῦ ἤδη θάλλει στὴν Κύπρο. Τὰ θεμέλια ὅμως μιᾶς πλέον ὀργανωμένης μορφῆς ἀσκητισμοῦ, ἀλλὰ καὶ λαμπρὸ παράδειγμα τῶν ἐφεξῆς πρὸς μίμηση, θὰ θέσουν λίγα χρόνια ἀργότερα δύο συνασκητὲς καὶ φίλοι ἐν Κυρίῳ, στοὺς ὁποίους ἡ Ἱστορία ἐπεφύλαξε τὸν ζηλευτὸ τίτλο τοῦ Μεγάλου: Πρῶτος, Ἱλαρίων ὁ Μέγας, μαθητὴς Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου καὶ εἰσηγητὴς τοῦ μοναχικοῦ πολιτεύματος στὴν Παλαιστίνη, μὲ τὴν ἔλευσή του στὴν Κύπρο περὶ τὸ 363/364 καὶ τὴν ἡσυχαστικὴ βιοτὴ σὲ λαξευμένο ἀπὸ τὸν ἴδιο σπήλαιο μέχρι τὴν ὁσιακή του ἐδῶ τελευτὴ (περὶ τὸ 371), ἀποτέλεσε τὸ πρότυπο γιὰ μεγάλο ἀριθμὸ μοναστῶν, ποὺ ἦλθαν κάτω ἀπὸ ποικίλες περιστάσεις καὶ κατὰ διάφορες ἐποχὲς στὴ νῆσο μας καὶ τελειώθηκαν ἀσκητικῶς σ᾽ αὐτή. Ὁ δὲ Μέγας Ἐπιφάνιος, ποὺ κατέληξε στὴ Σαλαμῖνα περὶ τὸ 367 κατὰ προτροπὴ καὶ πρόγνωση τοῦ ὁσίου Ἱλαρίωνος, γιὰ νὰ χειροτονηθεῖ στὴ συνέχεια ἀρχιεπίσκοπος τῆς μεγαλονήσου, ἀποβαίνει ὄχι μόνον «πατὴρ τοῦ Κυπριακοῦ Αὐτοκεφάλου», ἀλλὰ καὶ πατριάρχης τοῦ κοινοβιακοῦ ἐδῶ μοναχισμοῦ, μετατρέποντας τὴ μητροπολιτική του καθέδρα σὲ μονή, καὶ ἱδρύοντας συνάμα πολυάριθμες μοναστικὲς ἀδελφότητες. Περαιτέρω, καὶ συμφώνως πρὸς τὶς ὑπάρχουσες μαρτυρίες, στὴ νῆσο θὰ ἀνθήσει ἐφεξῆς, ὄχι μόνον ὁ κοινοβιακὸς καὶ ἐρημητικὸς μοναχισμός, ἀλλὰ καὶ ὁ ἔγκλειστος καὶ ὁ στυλιτικὸς βίος. Ἡ μοναδικὴ πολιτεία λοιπὸν ἀναπτύσσεται καὶ ὀργανώνεται στὴν ἁγία νῆσο συγχρόνως πρὸς τὰ παραμεσόγεια μεγάλα μοναστικὰ κέντρα (Αἰγύπτου, Συρίας, Φοινίκης καὶ Παλαιστίνης) καί, πολὺ πρὶν ἡ οὐράνια εὐωδία της ἀφιχθεῖ σὲ ἄλλα μεταγενεστέρως γνωστὰ κέντρα, αὐτὴ ἔχει καταμυρίσει τὴν Κύπρο. Σ᾽ ὅλο τὸ μῆκος καὶ πλάτος τῆς νήσου θὰ συναντήσουμε μονές, σὲ λειτουργία ἢ διαλελυμένες, ἀσκητήρια, ἔγκλειστρα, τόπους ἁγιασμοῦ, θεοφανείας καὶ παράκλησης. Ἐδῶ, ἐπώνυμοι καὶ ἀνώνυμοι ὅσιοι, «ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι, ἐν ἐρημίαις πλανώμενοι καὶ ὄρεσι καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς», μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, χαμευνία καὶ προσευχή, δάμασαν τὰ πάθη, νεκρώθηκαν γιὰ τὸν κόσμο καὶ κατέστησαν σκεύη τῶν χαρισμάτων τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.

Άγιος Κυριακός ο εν Ευρύχου. Φορητή εικόνα του 19ου αιώνα στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου

Ἕνας τέτοιος οὐρανοπολίτης ὅσιος καὶ οὐρανομήκης στῦλος, ποὺ μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς θεόδεκτους ἱδρῶτες του ἁγίασε τὸν τόπο μας, καὶ μάλιστα τὴν περιοχὴ τῆς Μητροπόλεως Μόρφου, εἶναι καὶ ὁ ὅσιος Κυριακὸς ὁ ἐν Εὐρύχου, ποὺ μᾶς συνάθροισε σήμερα στὸν παλαιὸ τοῦτο ναό του καὶ τὸν χαριτόβλυτο τάφο του, γιὰ νὰ λάβουμε τὴν εὐλογία καὶ Χάρη του, νὰ τιμήσουμε τὴ μνήμη του μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικές, καὶ νὰ δοξάσουμε τὸν Κύριο, ποὺ δοξάζει τοὺς γνήσιους δούλους Του καὶ ἀντιδοξάζεται ἀπ᾽ αὐτούς.

Δυστυχῶς βιογραφικὰ στοιχεῖα γιὰ τὸν πολιοῦχο αὐτὸ τῆς Εὐρύχου δὲν διασώθηκαν, τόσον ἕνεκα τῶν ποικίλων ἱστορικῶν περιπετειῶν τοῦ νησιοῦ μας, ὅσο καὶ γι᾽ αὐτὸ τὸ λάθε βιώσας, δηλ. τὴ μυστικὴ βιοτή του, ἕνεκα τῆς ὁποίας, ὅπως καὶ οἱ πλεῖστοι ὅσιοι, προσπάθησε μὲ κάθε τρόπο καὶ πέτυχε νὰ ἀποκρύψει τοὺς κρυπτοὺς ἀγῶνες τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς του. Περαιτέρω, ἀγνοοῦμε κατὰ πόσον ὁ ἅγιος ἦταν Κύπριος στὴν καταγωγή, ἢ ἀνήκει στοὺς ὁσίους, πού, ὅπως προαναφέραμε, ἦλθαν στὸν τόπο μας ἀπὸ πλησιόχωρα μοναστικὰ κέντρα. Ἡ τιμὴ τοῦ ὁσίου Σωζομένου στὴν κοντινή μας Γαλάτα, ἡ ὕπαρξη ἐδῶ πλησίον τῆς -διαλυμένης σήμερα- μονῆς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Πιτυδιώτη, καθὼς καὶ τὸ παλαιὸ τοπωνύμιο τοῦ χώρου, ὅπου ὁ ναὸς καὶ τάφος τοῦ ὁσίου, «μοναστήρκα», συνηγοροῦν γιὰ τὸν μοναστικὸ χαρακτήρα τῆς εὐρύτερης περιοχῆς. Ἐδῶ λοιπὸν ὁ ὅσιος Κυριακὸς ἔστησε τὴν ἀσκητική του παλαίστρα, πιθανῶς σὲ σπήλαιο ποὺ σήμερα δὲν σώζεται, καὶ ἐδῶ ἀγωνίστηκε σκληρά, μὲ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καὶ προσευχές, μὲ ἁγνότητα καὶ ὑπομονὴ καὶ ταπείνωση, ἐναντίον τῶν παθῶν καὶ τοῦ διαβόλου, σταυρώνοντας τὸν ἑαυτό του γιὰ τὸν κόσμο. Καί, μὲ τὴ Χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου καὶ Ἀναστάντος Χριστοῦ, ἐξῆλθε νικητὴς καὶ ἀναδείχθηκε δοχεῖο τῆς θείας Χάριτος. Καί, ὅταν ἦλθε ἡ ὥρα καὶ ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ, τὸ πνεῦμα του ἀνῆλθε φωτοφόρο στοὺς οὐρανούς, ἐνῶ τὸ σῶμα του ἐνταφιάσθηκε -προφανῶς ἀπὸ τοὺς συνασκητές του- στὴ γῆ, «ἐξ ἧς ἐλήφθη».

Μὰ ὁ Κύριος τῆς δόξης, τοῦτο τὸ ἁγιασμένο σῶμα δὲν τὸ ἄφησε ἀδόξαστο. Μὲ τὰ θαύματα τοῦ θεοφόρου ἀσκητῆ καὶ τὴν παγίωση τῆς πεποίθησης γιὰ τὴν ἁγιότητά του στὴ συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, ἀνεγείρεται πρῶτα τὸ ταφικό του κουβούκλιο, ποὺ χρονολογεῖται στὴ βυζαντινὴ περίοδο (περ. 12ος αἰ.), ἐνῶ κατὰ τὸν 15ο αἰώνα ἀνεγείρεται ἡ ὡραιότατη αὐτὴ ξυλόστεγη βασιλική, στὸν βόρειο τοῖχο τῆς ὁποίας ἐντάσσεται ὁ τάφος τοῦ ὁσίου. Κατὰ τὴν ἴδια περίοδο ἁγιογραφεῖται τὸ ταφικὸ πρόσκτισμα τοῦ ὁσίου, καθὼς καὶ ὁλόκληρος ὁ ναός, ὅπως φάνηκε κατὰ τὶς πρόσφατες ἐργασίες συντήρησής του (ἔτη 2013-2014), ποὺ ἔγιναν μὲ πρωτοβουλία τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου ἀπὸ τὸ Τμῆμα Ἀρχαιοτήτων Κύπρου. Δυστυχῶς σήμερα σώζεται μόνο τμῆμα τῶν σημαντικῶν αὐτῶν μεσαιωνικῶν τοιχογραφιῶν. Τῆς ἰδίας περιόδου πρέπει νὰ εἶναι καὶ μία φορητὴ εἰκόνα τοῦ ὁσίου, ποὺ σήμερα εἶναι σχεδὸν τελείως ἐξίτηλη. Ὅπως φαίνεται, κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 19ου αἰώνα ἔγινε ἡ πρώτη ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου, ὁπόταν ἡ τιμία του κάρα τοποθετήθηκε σὲ ὡραίας τέχνης ἀργυρὴ λειψανοθήκη, πού, ὡς γνωστόν, σήμερα φυλάσσεται στὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Εὐρύχου, ἐνῶ τὸ 1807 ἁγιογραφήθηκε ἀπὸ τὸν ἀρχιδιάκονο Λαυρέντιο ἄλλη φορητή του εἰκόνα, ποὺ ἐπίσης φυλάσσεται στὸν ἴδιο ναό.

Ἡ μεγάλη ἔκπληξη καὶ εὐλογία, ποὺ μᾶς ἐπεφύλαξε ὁ ὅσιος Κυριακὸς κατὰ τὶς προαναφερθεῖσες ἐργασίες συντήρησης καὶ ἀναπαλαίωσης τοῦ ἐδῶ ναοῦ καὶ τοῦ τάφου του, ἦταν ἡ εὕρεση μέσα στὸν τάφο του ὁρισμένων ἀκόμη τιμίων του λειψάνων, καθὼς καὶ τοῦ ἐπιστηθίου του σταυροῦ, ποὺ ἔφερε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ὁσιακῆς βιοτῆς του καὶ κατὰ τὸν ἐνταφιασμό του. Ὁ ὀρειχάλκινος αὐτὸς ἐπιστήθιος σταυρὸς-λειψανοθήκη χρονολογεῖται στὸν 11ο αἰώνα. Ἔχει διασωθεῖ μόνο τὸ ἥμισυ τμῆμα του, ἐπάνω στὸ ὁποῖο ἀπεικονίζεται, σὲ ἐγχάρακτη παράσταση, ὁ ἅγιος μεγαλομάρτυς Γεώργιος ὁ Τροπαιοφόρος σὲ στάση δεήσεως, καὶ φέρει ὀνομαστικὴ ἐπιγραφή, «Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ». Κατὰ συνέπεια, εἴμαστε πλέον σὲ θέση νὰ χρονολογήσουμε περίπου τὴν ἐποχὴ ἀκμῆς τοῦ ὁσίου Κυριακοῦ, ποὺ ἦταν ὁ 11ος αἰώνας. Τὰ εὑρεθέντα τίμια λείψανα καὶ ὁ ἐπιστήθιος σταυρὸς τοῦ ὁσίου Κυριακοῦ τοποθετήθηκαν σὲ εἰδικὴ λειψανοθήκη, τὴν ὁποία εὐτρέπισε καταλλήλως ὁ ἀρχιμανδρίτης τῆς Μητροπόλεώς μας, π. Ἀμβρόσιος, καὶ ποὺ φυλάσσεται στὸ ἐπισκοπεῖο μας στὴν Εὐρύχου.

Σὲ περιοχὴ στὰ δυτικὰ τοῦ χωριοῦ τῆς Ἁγίας Μαρίνας Ξυλιάτου, σώζονται κατάλοιπα παλαιοῦ οἰκισμοῦ, ἀπὸ πολλοῦ ἐγκαταλειμμένου, ποὺ ἔφερε τὸ ὄνομα Ἅγιος Κυριακός , ὅπου καὶ ἐρείπια φερωνύμου ναοῦ. Ἡ ζῶσα τοπικὴ παράδοση  συσχέτισε τὸν ἐκεῖ τιμώμενο ἅγιο, ὄχι πρὸς τὸν γνωστὸ ὁμώνυμο ὅσιο Κυριακὸ τὸν Ἀναχωρητὴ (ἡ μνήμη του στὶς 29 Σεπτεμβρίου), ἀλλὰ μὲ τὸν ὅσιο Κυριακὸ τῆς Εὐρύχου. Μάλιστα οἱ ἐγχώριοι δείχνουν μέχρι σήμερα μεγάλο βράχο στὸν χῶρο, γνωστὸ ὡς «Ἡ πέτρα τοῦ ἅη Τζυρκακοῦ» (Ἡ πέτρα τοῦ ἁγίου Κυριακοῦ), ὅπου ἀσκήτευσε γιὰ ἕνα διάστημα ὁ ὅσιος. Σύμφωνα ἀκόμη μὲ μαρτυρίες τῶν ἐκεῖ κατοίκων, ἡ τελευταία Θεία Λειτουργία στὸν ἐν λόγῳ ἐρειπωμένο ναὸ (ποὺ τότε διάσωζε ὄρθιους τοὺς τοίχους στὴν ἀνατολικὴ καὶ βόρεια πλευρά, σὲ ὕψος δύο μέτρων), τελέστηκε στὶς 29 Σεπτεμβρίου 1924 . Περαιτέρω, στὴν Ἁγία Μαρίνα Ξυλιάτου σώζονταν δύο χειρόγραφες Ἀκολουθίες τοῦ ὁσίου Κυριακοῦ τοῦ Ἀναχωρητοῦ, τὶς ὁποῖες ἀντέγραψε καλλιγραφικὰ τὸν Αὔγουστο τοῦ 1904 ὁ ἐκ Πλατανιστάσας συνταξιοῦχος διδάσκαλος στὴν Ἅλωνα Χριστόδουλος Κάνθος. Τὴ μία ἀπὸ αὐτὲς ζήτησαν οἱ παλαιότεροι κάτοικοι τῆς Εὐρύχου, γιὰ νὰ τιμήσουν τὸν ὁμώνυμο τοπικό τους ἅγιο, ἂν καὶ τίποτα σ᾽ αὐτὴ δὲν ἀναφέρεται στὸ πρόσωπό του, οὔτε καὶ κάποιο συναξάριο περιλαμβάνει. Ἡ φυλλάδα αὐτὴ φυλάσσεται σήμερα στὸ ἀρχεῖο τοῦ Ἐπισκοπείου στὴν Εὐρύχου, ἐνῶ ἡ ἄλλη, ὅπως φαίνεται, ἔχει δυστυχῶς ἀπωλεσθεῖ .

Ἀλλά, οἱ ἅγιοί μας, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, δὲν εἶναι νεκροί. Εἶναι ζῶντες ἐν Χριστῷ, ὁ Ὁποῖος εἶναι ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀθανασίας. Ἔτσι καὶ ὁ ὅσιος Κυριακός, ὡς ζῶν ἐν Θεῷ, παρουσιάζεται καὶ στὶς μέρες μας σὲ πιστοὺς Χριστιανούς, τοὺς καλεῖ στὸν τάφο του ἐδῶ, ἐπιτελεῖ παράδοξα θαύματα. Εἶναι γνωστή, γιὰ παράδειγμα, ἡ ἐμφάνισή του, ὡς ἡλικιωμένου Γέροντος, στὸν χωριανό, γέρο-Στυλιανὸ Μυλωνᾶ, ἡ θεραπεία παιδιοῦ κάποιου διδασκάλου ἀπὸ τὴ Λάρνακα, τὸ ὁποῖο θεράπευσε ἀπὸ καρκίνο στὸν ἐγκέφαλο καί, πιὸ πρόσφατα (ἔτος 2012), ἡ θεραπεία ἀπὸ τὴν ἐπώδυνη νόσο τῆς σκλήρυνσης κατὰ πλάκας τοῦ ἀγαπητοῦ Κυριάκου ἀπὸ τὶς Ἀγκλεισίδες Λάρνακος. Ἐμφανίσθηκε καὶ σ᾽ αὐτὸν ὁ ὅσιος Κυριακὸς καὶ τοῦ εἶπε: «Ἐγὼ θὰ σὲ κάμω καλά». Καὶ τὸν θεράπευσε καὶ τὸν παρακίνησε νὰ ἔλθει ἐδῶ στὸ σπίτι του, στὸν τάφο του, νὰ προσκυνήσει. Ὁ νεαρός, μόλις ἀντίκρυσε τὴν παλαιὰ εἰκόνα τοῦ ἁγίου, τὸν ἀναγνώρισε ἀμέσως!

Νὰ παρακαλέσουμε κι ἐμεῖς τὸν Κύριο, νὰ μᾶς χαρίζει μὲ τὶς πρεσβεῖες τοῦ Θεοφόρου πατρὸς ἡμῶν Κυριακοῦ μετάνοια, διόρθωση τῆς ζωῆς μας, ἀγάπη καὶ συγχωρητικότητα, τήρηση τῶν ἐντολῶν Του, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε καὶ τὴν ἐδῶ ζωὴ νὰ διέλθουμε εἰρηνικά, καὶ σὲ ἐκείνη τὴν ἀτελεύτητη καὶ αἰώνια νὰ εἰσέλθουμε, ὅπου καὶ ὁ ὅσιος Κυριακὸς καὶ ὅλοι οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος ἅγιοι βλέπουν τὸ πρόσωπο τοῦ Θεοῦ καὶ δοξάζουν ἀτελεύτητα Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦμα, τὴ Μία Θεότητα,  στὴν Ὁποία ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες. Ἀμήν!

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Συμεών του εν τω Θαυμαστώ όρει (24 Μαΐου)

Άγιος Συμεών ο εν τω Θαυμαστώ όρει. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Συμεών του εν τω Θαυμαστώ όρει

Θαυμαστόν ώκει πριν Συμεών γης όρος,
Πόλου δε πανθαύμαστον οικεί νυν όρος.
Eικάδι ένθα νόες Συμεών μόλεν αμφί τετάρτη.

Άγιος Συμεών ο εν τω Θαυμαστώ όρει. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ο Όσιος και Θαυματουργός Συμεών, ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Iουστίνου του δευτέρου, εν έτει φοδ΄ [574]. Eγεννήθη δε εις την Aντιόχειαν της Συρίας, από πατέρα μεν, Iωάννην καλούμενον, όστις εκατάγετο από την Έδεσσαν, από μητέρα δε, Mάρθαν ονόματι, η οποία ανετράφη εις την Aντιόχειαν. Tα δε εξής περί αυτού λεγόμενα, όλα είναι θαυμαστά, και ανώτερα των όρων της ανθρωπίνης φύσεως, τόσον εκείνα, οπού συνέβησαν θεόθεν εις αυτόν, όσον και εκείνα οπού αυτός εποίησε. Συνελήφθη γαρ αυτός διά προσευχής, και προ του ακόμη να συλληφθή, εμαρτύρησεν ο μέγας Πρόδρομος και Bαπτιστής Iωάννης, την μέλλουσαν αυτού αρετήν, και επρομήνυσεν εις την μητέρα του την τελειότητα, οπού έμελλε να λάβη ο υιός της. Aφ’ ου δε εγεννήθη, τελείως δεν εβύζασε το αριστερόν βυζί της μητρός του. Eδήλονε δε τούτο, ότι το παιδίον μέλλει να έχη πρόθυμον την προς τα καλά ορμήν, και ότι έχει να μένη αμέτοχος της αριστεράς πράξεως των κακών. Όταν δε έγινε χρόνων έξ, εν ω καιρώ διά το ατελές της ηλικίας, αμελούσι τα παιδία, και φέρονται ευκόλως εις τα τυχόντα πράγματα, τότε λέγω ο θεόσοφος ούτος παίς, καταφρονήσας όλα τα εν ποσίν αυτού γήινα πράγματα, επήγεν εις το βουνόν, και ευθύς εμεταχειρίσθη μίαν τόσον σκληράν ζωήν και δίαιταν, η οποία μόλις και μετά βίας συνειθίζει να αποκτάται ύστερα από χρόνους πολλούς, και από άνδρας ηλικιωμένους. Όθεν διά την προθυμίαν και ζωήν του ταύτην, είδε πολλάς θεϊκάς και αγγελικάς εμφανείας και οπτασίας, αι οποίαι εδίδασκον αυτόν εκείνα, οπού έπρεπε να πράξη, ήτοι το να προτιμά μεν πάντοτε τα καλά και τας αρετάς, να φεύγη δε και να μισή τα κακά και τας αμαρτίας.

Άγιος Συμεών ο εν τω Θαυμαστώ όρει. Τοιχογραφία του 13ου αιώνα στο Πρωτάτο – Καρυές

Kαι λοιπόν εν τω σώματι ευρισκόμενος ο αοίδιμος Συμεών, υπερέβη τα του σώματος φυσικά και συστατικά ιδιώματα, επειδή πλέον δεν ετρέφετο με ανθρώπινον φαγητόν, αλλά με τροφήν άφθαρτον, η οποία εφέρετο εις αυτόν από τον Oυρανόν, έως της διά του θανάτου αυτού αναλύσεως. Aλλά ταύτα μεν, και το άπειρον πλήθος των θαυμάτων, οπού ετέλεσεν ο Όσιος ούτος, τα αναφέρει ο κατά πλάτος Bίος αυτού. Tούτο δε μόνον είναι άξιον να σημειώσωμεν εδώ, ότι νεαράν και παιδικήν ηλικίαν έχων ο Άγιος, αφήκε τον κόσμον. Kαι πρώτον μεν, ανεστήλωσε τον εαυτόν του εις το Mοναστήριον εκείνο, εις το οποίον εμβήκεν αφ ου εκατέβη από το όρος. Eις το όρος δε, πρώτος αυτός ανέβη και έμεινεν εκεί χρόνους έξ. Έπειτα ανέβη επάνω εις τον στύλον, και εστάθη εις αυτόν χρόνους δεκαοκτώ. Πηγαίνωντας δε εις το Θαυμαστόν όρος, έμεινε δέκα χρόνους επάνω εις ένα τόπον, ο οποίος ήτον υψηλός με ξηράς πέτρας. Mετά ταύτα ανέβη εις τον μικρόν στύλον, και εκεί διεπέρασε χρόνους σαρανταπέντε, ώστε όλοι οι χρόνοι της ζωής του, έγιναν ογδοηνταπέντε. Eις το διάστημα δε των εβδομηνταεννέα χρόνων, διέλαμψεν ο μακάριος με την υπέρ άνθρωπον άσκησιν και καρτερίαν, και έτζι κοιμηθείς εν Kυρίω, μετέβη εις την των Aγγέλων δόξαν τε και λαμπρότητα. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις την Kαλοκαιρινήν1.)

Άγιος Συμεών ο εν τω Θαυμαστώ όρει. Τοιχογραφία στην Αγία Σοφία Τραπεζούντας Πόντου

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι ο Άγιος Iσαάκ προς τούτον τον θαυματουργόν Συμεώνην επιστέλλει την ωφελιμωτάτην εκείνην τετάρτην αυτού επιστολήν, ως θέλουσί τινες. O ελληνικός Bίος του Oσίου ευρίσκεται εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Eυλογητός ο Θεός· αυτόν γαρ ευλογείν άξιον».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 25 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΕΚ ΜΕΤΑΘΕΣΕΩΣ – Γ’ ΕΥΡΕΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΤΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 6-15

Ἀδελφοί, ὁ Θεὸς ὁ εἰπών, ἐκ σκότους φῶς λάμψαι, ὃ ἔλαμψεν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν πρὸς φωτισμὸν τῆς γνώσεως τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ Χριστοῦ. Ἔχομεν δὲ τὸν θησαυρὸν τοῦτον ἐν ὀστρακίνοις σκεύεσιν, ἵνα ἡ ὑπερβολὴ τῆς δυνάμεως ᾖ τοῦ Θεοῦ καὶ μὴ ἐξ ἡμῶν· ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ΄ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ΄ οὐκ ἀπολλύμενοι, πάντοτε τὴν νέκρωσιν τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι περιφέροντες, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ ἐν τῷ σώματι ἡμῶν φανερωθῇ. Ἀεὶ γὰρ ἡμεῖς οἱ ζῶντες εἰς θάνατον παραδιδόμεθα διὰ Ἰησοῦν, ἵνα καὶ ἡ ζωὴ τοῦ Ἰησοῦ φανερωθῇ ἐν τῇ θνητῇ σαρκὶ ἡμῶν. Ὥστε ὁ θάνατος ἐν ἡμῖν ἐνεργεῖται, ἡ δὲ ζωὴ ἐν ὑμῖν. Ἔχοντες δὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον, Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα, καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν, εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι΄ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
9: 1-38

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ παράγων ὁ Ἰησοῦς εἶδεν ἄνθρωπον τυφλὸν ἐκ γενετῆς· καὶ ἠρώτησαν αὐτὸν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ λέγοντες· Ραββί, τίς ἥμαρτεν, οὗτος ἢ οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἵνα τυφλὸς γεννηθῇ; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Οὔτε οὗτος ἥμαρτεν οὔτε οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ἀλλ’ ἵνα φανερωθῇ τὰ ἔργα τοῦ Θεοῦ ἐν αὐτῷ. ἐμὲ δεῖ ἐργάζεσθαι τὰ ἔργα τοῦ πέμψαντός με ἕως ἡμέρα ἐστίν· ἔρχεται νὺξ ὅτε οὐδεὶς δύναται ἐργάζεσθαι. ὅταν ἐν τῷ κόσμῳ ὦ, φῶς εἰμι τοῦ κόσμου. ταῦτα εἰπὼν ἔπτυσεν χαμαὶ καὶ ἐποίησε πηλὸν ἐκ τοῦ πτύσματος, καὶ ἐπέχρισε τὸν πηλὸν ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς τοῦ τυφλοῦ καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ὕπαγε νίψαι εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωάμ, ὃ ἑρμηνεύεται ἀπεσταλμένος. ἀπῆλθεν οὖν καὶ ἐνίψατο, καὶ ἦλθε βλέπων. Οἱ οὖν γείτονες καὶ οἱ θεωροῦντες αὐτὸν τὸ πρότερον ὅτι τυφλὸς ἦν, ἔλεγον· Οὐχ οὗτός ἐστιν ὁ καθήμενος καὶ προσαιτῶν; ἄλλοι ἔλεγον ὅτι οὗτός ἐστιν· ἄλλοι δὲ ὅτι ὅμοιος αὐτῷ ἐστιν. ἐκεῖνος ἔλεγεν ὅτι ἐγώ εἰμι. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Πῶς ἀνεῴχθησάν σου οἱ ὀφθαλμοί; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Ἄνθρωπος λεγόμενος Ἰησοῦς πηλὸν ἐποίησε καὶ ἐπέχρισέ μου τοὺς ὀφθαλμοὺς καὶ εἶπέ μοι· ὕπαγε εἰς τὴν κολυμβήθραν τοῦ Σιλωὰμ καὶ νίψαι· ἀπελθὼν δὲ καὶ νιψάμενος ἀνέβλεψα. εἶπον οὖν αὐτῷ· Ποῦ ἐστιν ἐκεῖνος; λέγει· Οὐκ οἶδα. Ἄγουσιν αὐτὸν πρὸς τοὺς Φαρισαίους, τόν ποτε τυφλόν. ἦν δὲ σάββατον ὅτε τὸν πηλὸν ἐποίησεν ὁ Ἰησοῦς καὶ ἀνέῳξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμούς. πάλιν οὖν ἠρώτων αὐτὸν καὶ οἱ Φαρισαῖοι πῶς ἀνέβλεψεν. ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Πηλὸν ἐπέθηκέ μου ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμούς, καὶ ἐνιψάμην, καὶ βλέπω. ἔλεγον οὖν ἐκ τῶν Φαρισαίων τινές· Οὗτος ὁ ἄνθρωπος οὐκ ἔστι παρὰ τοῦ Θεοῦ, ὅτι τὸ σάββατον οὐ τηρεῖ. ἄλλοι ἔλεγον· Πῶς δύναται ἄνθρωπος ἁμαρτωλὸς τοιαῦτα σημεῖα ποιεῖν; καὶ σχίσμα ἦν ἐν αὐτοῖς. λέγουσι τῷ τυφλῷ πάλιν· Σὺ τί λέγεις περὶ αὐτοῦ, ὅτι ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ὁ δὲ εἶπεν ὅτι προφήτης ἐστίν. οὐκ ἐπίστευον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι περὶ αὐτοῦ ὅτι τυφλὸς ἦν καὶ ἀνέβλεψεν, ἕως ὅτου ἐφώνησαν τοὺς γονεῖς αὐτοῦ τοῦ ἀναβλέψαντος καὶ ἠρώτησαν αὐτοὺς λέγοντες· Οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ὑμῶν, ὃν ὑμεῖς λέγετε ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη; πῶς οὖν ἄρτι βλέπει; ἀπεκρίθησαν δὲ αὐτοῖς οἱ γονεῖς αὐτοῦ καὶ εἶπον· Οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ὁ υἱὸς ἡμῶν καὶ ὅτι τυφλὸς ἐγεννήθη· πῶς δὲ νῦν βλέπει οὐκ οἴδαμεν, ἢ τίς ἤνοιξεν αὐτοῦ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμεῖς οὐκ οἴδαμεν· αὐτὸς ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε, αὐτὸς περὶ ἑαυτοῦ λαλήσει. ταῦτα εἶπον οἱ γονεῖς αὐτοῦ, ὅτι ἐφοβοῦντο τοὺς Ἰουδαίους· ἤδη γὰρ συνετέθειντο οἱ Ἰουδαῖοι ἵνα, ἐάν τις ὁμολογήσῃ Χριστόν, ἀποσυνάγωγος γένηται. διὰ τοῦτο οἱ γονεῖς αὐτοῦ εἶπον ὅτι ἡλικίαν ἔχει, αὐτὸν ἐρωτήσατε. Ἐφώνησαν οὖν ἐκ δευτέρου τὸν ἄνθρωπον ὃς ἦν τυφλὸς, καὶ εἶπον αὐτῷ· Δὸς δόξαν τῷ Θεῷ· ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι ὁ ἄνθρωπος οὗτος ἁμαρτωλός ἐστιν. ἀπεκρίθη οὖν ἐκεῖνος καὶ εἶπεν· Εἰ ἁμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἓν οἶδα, ὅτι τυφλὸς ὢν ἄρτι βλέπω. εἶπον δὲ αὐτῷ πάλιν· Τί ἐποίησέ σοι; πῶς ἤνοιξέ σου τοὺς ὀφθαλμούς; ἀπεκρίθη αὐτοῖς· Εἶπον ὑμῖν ἤδη, καὶ οὐκ ἠκούσατε· τί πάλιν θέλετε ἀκούειν; μὴ καὶ ὑμεῖς θέλετε αὐτοῦ μαθηταὶ γενέσθαι; ἐλοιδόρησαν αὐτὸν καὶ εἶπον· Σὺ εἶ μαθητὴς ἐκείνου· ἡμεῖς δὲ τοῦ Μωϋσέως ἐσμὲν μαθηταί. ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι Μωϋσεῖ λελάληκεν ὁ Θεός· τοῦτον δὲ οὐκ οἴδαμεν πόθεν ἐστίν. ἀπεκρίθη ὁ ἄνθρωπος καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ἐν γὰρ τούτῳ θαυμαστόν ἐστιν, ὅτι ὑμεῖς οὐκ οἴδατε πόθεν ἐστί, καὶ ἀνέῳξέ μου τοὺς ὀφθαλμούς. οἴδαμεν δὲ ὅτι ἁμαρτωλῶν ὁ Θεὸς οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει. ἐκ τοῦ αἰῶνος οὐκ ἠκούσθη ὅτι ἤνοιξέ τις ὀφθαλμοὺς τυφλοῦ γεγεννημένου· εἰ μὴ ἦν οὗτος παρὰ Θεοῦ, οὐκ ἠδύνατο ποιεῖν οὐδέν. ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Ἐν ἁμαρτίαις σὺ ἐγεννήθης ὅλος, καὶ σὺ διδάσκεις ἡμᾶς; καὶ ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω. Ἤκουσεν Ἰησοῦς ὅτι ἐξέβαλον αὐτὸν ἔξω, καὶ εὑρὼν αὐτὸν εἶπεν αὐτῷ· Σὺ πιστεύεις εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ; ἀπεκρίθη ἐκεῖνος καὶ εἶπε· Καὶ τίς ἐστι, Κύριε, ἵνα πιστεύσω εἰς αὐτόν; εἶπε δὲ αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Καὶ ἑώρακας αὐτὸν καὶ ὁ λαλῶν μετὰ σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν. ὁ δὲ ἔφη· Πιστεύω, Κύριε· καὶ προσεκύνησεν αὐτῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΕΤΑΔΟΣΗ: Ἀγρυπνία Ὁσίου Εὐμενίου τοῦ Νέου, χοροστατοῦντος τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου (22.5.2025, 7:30 μ.μ.)

Παρακολουθεῖστε ζωντανὰ τὴν Πέμπτη 22 Μαΐου στὶς 7.30 μ.μ. τὴν Ἀρχιερατικὴ Ἀγρυπνία πρὸς τιμὴν καὶ μνήμην τοῦ Ὁσίου Εὐμενίου τοῦ Νέου ἀπὸ τὸ Ἱερὸν Παρεκκλήσιον Ἁγίου Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ τῆς κοινότητος Περιστερώνας τῆς Μητροπολιτικῆς Περιφερείας Μόρφου, χοροστατοῦντος τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.

Αφιέρωμα στον Όσιο και Θεοφόρο πατέρα ημών Ευμένιο τον Νέο (μνήμη 23 Μαΐου)

Απολυτίκιον Αγίου:

 

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου: Ὁ ὅσιος Γέροντας Εὐμένιος Σαριδάκης (1931 – 1999)

Τὸν μακαριστὸ ἅγιο Γέροντα Εὐμένιο,  ὅπως καὶ πολλοὺς ἄλλους συγχρόνους ἁγίους Γέροντες καὶ Γερόντισσες, τὸν γνώρισα  στὰ φοιτητικά μου χρόνια ἀπὸ τὸν ἀδελφικό  μου φίλο, μακαριστὸ πλέον καὶ οὐρανοπολίτη  σήμερα, κυρὸ Γεράσιμο Φωκᾶ, Μητροπολίτη  Κεφαλληνίας, ποὺ ἔζησε τὴν ἀρχιερωσύνη  μόνο γιὰ 22 ἡμέρες. Μάλιστα, θυμᾶμαι τὸν  Γεράσιμο ποὺ ἔλεγε ὅτι ἡ Ἀθήνα ἔχει τὸ  δικό της Ἅγιοv Ὄρος, καὶ παραξενευόμουν καὶ ἔλεγα· «Μὰ ὑπάρχει τέτοιος τόπος μέσα  στὴν Ἀθήνα, ποὺ εἶναι Ἅγιον Ὄρος; Τί λέει  τώρα αὐτὸς ὁ Κεφαλλονίτης»; Κι ὄντως,  ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ ποὺ εἶδα τὸν Γέροντα  Εὐμένιο, αἰσθάνθηκα αὐτὸ ποὺ μᾶς ἔλεγε ὁ μακαριστὸς Γεράσιμος, καθότι αὐτὸς ὁ  ἱερέας δὲν ἦταν ἕνας συνηθισμένος παπᾶς, ἀλλὰ ἕνας ἄνθρωπος γεμᾶτος Θεία Χάρη!

Συνέχεια…

Αφιέρωμα στον Άγιο Γέροντα Ευμένιο Σαριδάκη:

Ναυπάκτου Ιερόθεος: Ο νέος Πάπας Λέων 14ος

Πηγή: https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/69913-14

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου


Τό Κονκλάβιο τῶν Καρδιναλίων σέ μυστική ψηφοφορία, κεκλεισμένων τῶν θυρῶν, ἐξέλεξε νέο Πάπα τόν ἀμερικανό Καρδινάλιο Ρόμπερτ Πρεβόστ, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στό τάγμα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου.

Στήν Λατινική παράδοση ὑπάρχουν διάφορα τάγματα, τά ὁποῖα ἱδρύθηκαν στήν Δύση. Πρόκειται γιά ὀργανωμένες μοναχικές κοινότητες Ρωμαιοκαθολικῶν καί ἔχουν σκοπό τήν διάδοση τοῦ Χριστιανισμοῦ, τήν καταπολέμηση τῶν αἱρέσεων, τήν ὀργάνωση τῆς ἐκπαίδευσης, τήν ἱεραποστολή κλπ. Τά γνωστά μοναχικά τάγματα εἶναι τῶν Βενεδικτίνων, τῶν Φραγκισκανῶν, τῶν Δομηνικανῶν, τῶν Ἰησουϊτῶν, τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου, τῶν Κιστερκιανῶν, τῶν Τραπιστῶν κ.ἄ.

Τά μοναχικά αὐτά τάγματα δημιουργήθηκαν στήν προσπάθεια νά στηριχθῆ ἡ «Ἐκκλησία» ἀπό τίς αἱρέσεις, δηλαδή χρησιμοποιήθηκαν κατά τῶν αἱρέσεων, ὅπως οἱ Δομηνικανοί ὑπῆρξαν ὄργανα στήν Ἱερά Ἐξέταση. Δέν δημιουργήθηκαν γιά νά σώσουν τά μέλη τους, ζώντας μέσα στήν Ἐκκλησία, ἀλλά γιά νά «σώσουν» τήν Ἐκκλησία, ὡσάν ἡ Ἐκκλησία νά ἔχη ἀνἀγκη σωτήρων!

Τό τάγμα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου στό ὁποῖο ἀνήκει ὁ Πάπας Λέων 14ος ἱδρύθηκε τό 1244 μέ ἀπόφαση τοῦ Πάπα Ἰννοκεντίου Δ΄, μέ συνένωση διαφόρων ἐρημιτικῶν μοναχῶν, οἱ ὁποῖοι ἀκολουθοῦν τόν κανόνα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου τῆς Ἱππῶνος, ὁ ὁποῖος ἔζησε τό 4ο-5ο αἰώνα μ.Χ. Ὅσοι υἱοθέτησαν τόν κανόνα τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ἦταν ἕνα ἐπαιτικό κίνημα, καί προσπάθησαν νά φέρουν τήν μοναχική ζωή στό ἀστικό περιβάλλον.

Νά σημειωθῆ ὅτι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος θεωρήθηκε ὡς ἡ βάση τοῦ σχολαστικισμοῦ, τῆς θεολογίας ἐκείνης πού ἀναπτύχθηκε μεταξύ 11ου καί 13ου αἰῶνος καί χρησιμοποιοῦσε τόν ὀρθολογισμό γιά τήν κατανόηση τῶν θεολογικῶν θεμάτων μέ τήν βασική ἀρχή «credo ut intelligum» (πιστεύω γιά νά καταλάβω), ὅτι πρῶτα ἀποδεχόμαστε μιά ἀλήθεια καί ἔπειτα τήν ἐπεξεργαζόμαστε λογικά γιά νά τήν καταλάβουμε.

Τήν θεολογική αὐτήν παράδοση ἀκολουθοῦσε ὁ Βαρλαάμ ὁ Καλαβρός, ὁ ὁποῖος καταδικάστηκε ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, μέ τούς ἀγῶνες τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. Ὁ Βαρλαάμ, ἀκολουθώντας, τόν ἱερό Αὐγουστῖνο θεωροῦσε ἀνώτερη τήν κατανόηση τοῦ Θεοῦ μέ τήν φιλοσοφία καί κατώτερη τήν γνώση τοῦ Θεοῦ πού προέρχεται ἀπό τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες, τούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους.

Τό Τάγμα τοῦ Ἁγίου Αὐγουστίνου ἔχει πρακτικούς σκοπούς, εἶναι ἀνοικτό καί ὄχι πολύ αὐστηρό. Ὅσοι ἀνήκουν στό Τάγμα αὐτό ἐπιδίδονται στήν ἱεραποστολή καί ἀσκοῦν ποιμαντική διακονία στούς λαϊκούς.

Ἕνα ἄλλο ἐνδιαφέρον σημεῖο εἶναι ὅτι ὁ Καρδινάλιος Ρόμπερτ Πρεβόστ, πού ἐξελέγη ὡς νέος Πάπας, κατά τήν συνήθεια τοῦ Βατικανοῦ, προτίμησε νά λάβη τό ὄνομα Λέων 14ος, πού σημαίνει ὅτι μέχρι τώρα ὑπῆρξαν μέ τό ὄνομα Λέων 13 Πάπες.

Στήν ἱστορία τοῦ Παπικοῦ θρόνου ἀπό αὐτούς πού εἶχαν τό ὀνομα Λέων, ὁ κυριότερος ἦταν ὁ Λέων 1ος (440-461), πού ἔπαιξε σημαντικό ρόλο στήν ἀπόφαση τῆς Τετάρτης (Δ΄) Οἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ• ὁ Λέων 3ος (795-816), ὁ ὁποῖος τά Χριστούγεννα τοῦ 800 μ.Χ. ἔστεψε στήν Ρώμη τόν Φράγκο Καρλομάγνο Αὐτοκράτορα τῆς Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας τοῦ Γερμανικοῦ Ἔθνους, ἀλλά ἀντέδρασε στήν εἰσαγωγή τοῦ Filioque στό «Πιστεύω»• καί ὁ νεώτερος, ὁ Λέων 13ος (1878-1903).

Προφανῶς, ὁ νέος Πάπας ἐπέλεξε τό ὄνομα Λέων, πρός τιμή τοῦ τελευταίου Πάπα Λέοντος 13ου, τό ὁποῖον ἐκτιμᾶ γιά τό ἔργο τό ὁποῖο ἐπιτέλεσε ὡς Πάπας καί γι’ αὐτό τόν ἔχει πρότυπο στήν ζωή του καί ἐπιθυμεῖ νά ἀκολουθήση τούς τρόπους τῆς παπωσύνης του. Εἶναι, λοιπόν, ἀνάγκη νά δοῦμε ποιό ἦταν τό ἔργο τοῦ Πάπα Λέοντος 13ου, τόν ὁποῖον ἐκτιμᾶ ὁ νέος Πάπας καί ἐπέλεξε τό ὄνομά του.

Ὁ Πάπας Λέων 13ος εἶχε ἔντονα διανοητικά προσόντα, ὡς λαϊκός ἦταν εὐσεβής, καταγόμενος ἀπό εὐγενῆ οἰκογένεια. Ἔτυχε λαμπρᾶς μορφώσεως, καί χρησιμοποιήθηκε στόν διπλωματικό κλάδο. Ὅπως εἶναι γνωστόν οἱ Κληρικοί τοῦ Βατικανοῦ καλοῦνται ὅταν χειροτονοῦνται, νά ἐπιλέξουν ποιόν κλάδο θά ἀκολουθήσουν, τόν ἱερατικό-ποιμαντικό ἤ τόν διπλωματικό, διότι τό Βατικανό ἔχει δύο ἰδιότητες, θρησκευτική καί πολιτική. Κατά τήν διάρκεια τῆς θητείας του ὡς Πάπας προώθησε τήν μόρφωση τοῦ Κλήρου καί τίς ἱεραποστολές, ἐπιδίωξε τήν βελτίωση τῶν πολιτικῶν σχέσεων τοῦ Βατικανοῦ μέ τά διάφορα Κράτη καί γενικά προσπάθησε νά στερεώση περισσότερο τόν «Ρωμαιοκαθολικισμό» σέ ὅλον τόν κόσμο.

Ἔχει γραφεῖ ὅτι ὁ Πάπας Λέων 13ος ἐξέδωσε τήν Ἐγκύκλιο «Rerum Novarum», «Περί τῶν νέων πραγμάτων», «στήν ὁποία πραγματεύεται τά δικαιώματα τῶν ἐργαζομένων καί τόν καπιταλισμό τῆς βιομηχανικῆς ἐποχῆς καί θεωρεῖται πρώτη κοινωνική ἐγκύκλιος τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, θεμελιώνοντας τήν σύγχρονη καθολική κοινωνική σκέψη».

Ὁ Πάπας Λέων 13ος «ἐπηρέασε τήν καθολική Μαριολογία», δηλαδή τήν διδασκαλία τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν γιά τήν Παναγία, στήν ὁποία τονίζονται ὑπερβολικές θεολογικές ἀπόψεις γιά τό ἔργο της ὡς συλλυτρώτρια τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, καί ἐξέδωσε δέκα Ἐγκυκλίους γιά τό ροζάριο, γι’ αὐτό ὀνομάστηκε «ὁ Πάπας τοῦ ροζαριοῦ».

Ἐπίσης, ὁ Πάπας Λέων 13ος εἶναι ὁ πρῶτος πού συνέλαβε τήν ἰδέα νά ἐπαναφέρη τίς σχολαστικές σπουδές στόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη, καί ἀκολούθησε πιό συστηματικά ὁ διάδοχός του Πάπας Πίος 10ος. Πρόκειται γιά μιά κίνηση πού ὀνομάστηκε νεοσχολαστικισμός ἤ νεοθωμισμός.

Ὁ Λέων 13ος ἔζησε σέ μιά ἐποχή πού ἐπικρατοῦσε ὑποβάθμιση τῶν βασικῶν ἀρχῶν τοῦ δογματικοῦ συστήματος τῶν «Ρωμαιοκαθολικῶν», τοῦ γνωστοῦ σχολαστικισμοῦ πού εἶχε συστηματοποιηθῆ τόν 13ο αἰώνα ἀπό τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη. Τήν ἐποχή αὐτή τοῦ Πάπα Λέοντος 13ου ἐπικρατοῦν οἱ διαφωτιστικές ἰδέες καί ὁ μοντερνισμός, πού ὑποσκάπτουν τά θεμέλια τοῦ «Ρωμαιοκαθολικισμοῦ».

Τό 1870 εἶχε συγκληθῆ ἡ Α΄ Βατικανή Σύνοδος, ἡ ὁποία προσπάθησε νά ἀνακόψη τό ρεῦμα τῆς ἀμφισβήτησης τῆς πίστης καί δογμάτισε γιά τό ἀλάθητο τοῦ Πάπα, διότι ὁ Παπισμός «βασανίζεται βιαίως καί οἱ δεσμοί ἑνότητος χαλαρώνουν δριμύτατα καί καθημερινά. Ἡ θεόθεν ἐξουσία τῆς Ἐκκλησίας πολεμᾶται καί τά δίκαιά της ἀνακόπτονται». Μέ ἄλλα λόγια οἱ διαφωτιστικές ἀρχές ἐπιτίθενται πρός τήν πίστη τῶν Ρωμαιοκαθολικῶν. Πέρα ἀπό τόν Διαφωτισμό καί οἱ Προτεσταντικές ἀρχές, καθώς ἐπίσης καί οἱ ὑπαρξιστικές ἀναζητήσεις τῶν δυτικῶν ἀνθρώπων ὑπονομεύουν ἐσωτερικά τό οἰκοδόμημα τοῦ Βατικανοῦ.

Ὁ Πάπας Λέων 13ος συνέλαβε τό ἔργο νά στηρίξη τόν Ρωμαιοκαθολικισμό στό ρεῦμα τοῦ Μοντερνισμοῦ καί ἐξέδωσε τήν Ἐγκύκλιο Aeterni Patris στίς 4 Αὐγούστου τοῦ 1879, γιά «τήν ὀρθή χρήση τῆς φιλοσοφίας ἀπό τούς Χριστιανούς μέ ἐπίκεντρο τό σύνολο τῶν κειμένων τοῦ Θωμᾶ Ἀκινάτη».

Νά θυμίσω ὅτι ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης (1225-1274) ὑπῆρξε ὁ μέγιστος τῶν σχολαστικῶν θεολόγων, ὁ ὁποῖος στά κείμενά του, κυρίως στήν Summa Theologiae προσπάθησε νά κατοχυρώση τά δόγματα τοῦ Ρωμαιοκαθολικισμοῦ μέ βάση τήν διδασκαλία τοῦ Ἱεροῦ Αὐγουστίνου (354-430 μ.Χ.) σέ συνδυασμό μέ τήν Ἀριστοτελική φιλοσοφία, στήν πραγματικότητα ἕνωσε τόν Ἀριστοτέλη μέ τόν νεοπλατωνισμό.

Ὅμως, ἡ σχολαστική φιλοσοφία πού στηρίχθηκε στόν ὀρθολογισμό καί ἀναπτύχθηκε κυρίως ἀπό τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη δέχθηκε μεγάλη κριτική ἀπό τόν νομιναλισμό τοῦ 14ου αἰῶνος, καί ἀργότερα ἀπό τήν Ἀναγέννηση, τόν Προτεσταντισμό, τόν Διαφωτισμό, τόν Ρομαντισμό καί τόν Ὑπαρξισμό. Ἔτσι, κλονίστηκαν τά θεμέλια τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, καί τά θεμέλια τῆς Ρωμαιοκαθολικῆς πίστης, πού σημαίνει ὅτι ὅλος ὁ Ρωμαιοκαθολικισμός βρέθηκε σέ μεγάλη ἀδυναμία.

Ἀκριβῶς, τότε ὁ Λέων 13ος ἐξέδωσε τήν προαναφερθεῖσα Ἐγκύκλιό του μέ σκοπό νά καθιερωθῆ «ἡ ὀρθή χρήση τῆς φιλοσοφίας» μέ κείμενα τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη μέ νέα ἐρευνητική ἀνάγνωση, ὅπως ἔκανε ὁ διάδοχός του Πίος 10ος μέ ἄλλη Ἐγκύκλιο πού ἐξεδόθη τήν 8η Σεπτεμβρίου τοῦ 1907.

Πάντως, ἡ Ἐγκύκλιος τοῦ Λέοντος 13ου τονίζει τήν εὐεργεσία τῆς φιλοσοφίας στήν προάσπιση τῶν ἱερῶν δογμάτων, ἔναντι τοῦ Μοντερνισμοῦ, ἐνῶ ἡ ὀρθόδοξη θεολογία τῶν Πατέρων στηρίζεται στήν θεοπτική ἐμπειρία τῶν Προφητῶν, Ἀποστόλων καί Πατέρων, ἡ ὁποία ἐκφράζεται μέ ὅρους φιλοσοφικούς τῆς ἐποχῆς.

Ἡ Ἐγκύκλιος μνημονεύει μερικούς ἀρχαίους κοινούς Πατέρας, ὅπως τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο, τόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, τόν Μέγα Βασίλειο κ.ἄ., ἀλλά θεωρεῖ ὅτι ἡ «συγκεφαλαίωση ὅλων» εἶναι ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος καί οἱ σχολαστικοί δάσκαλοι, ὅπως ὁ Μποναβεντούρα καί ὁ Θωμᾶς ὁ Ἀκινάτης.

Ἔτσι, δίνεται ἔμφαση στήν μελέτη τῶν ἔργων τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη γιά τήν ἀντιμετώπιση τοῦ Μοντερνισμοῦ πού ἐκφραζόταν μέ τήν Μεταρρύθμιση καί τόν Διαφωτισμό. Προτείνεται «ἡ προσληψη κάθε ἐπιστήμης, διά τοῦ σχολαστικοῦ πνεύματος, οὕτως ὥστε ἡ ἀποκάλυψη καί ὁ ἀνθρώπινος λόγος νά συμπληρώνονται ὡς τό ἀήττητο προπύργιο τῆς πίστης».

Αὐτή ἡ κίνηση τοῦ Λέοντος 13ου ἀποκλήθηκε νεοσχολαστικισμός ἤ νεοθωμισμός, πού σημαίνει ὅτι εἶναι ἐπανερμηνεία μερικῶν ἀρχῶν τοῦ Θωμᾶ τοῦ Ἀκινάτη, ὁ ὁποῖος στηρίχθηκε στόν ἱερό Αὐγουστῖνο καί τόν Ἀριστοτέλη, καί τέθηκε στό κέντρο τῶν θεολογικῶν σπουδῶν, στήν ζωή τῶν Μοναστικῶν Κέντρων καί γενικά στήν σύγχρονη θεολογία, ὡς ἀντιμετώπιση τῶν νέων φιλοσοφικῶν ρευμάτων.

Ἐάν ὁ νέος Πάπας Λέων 14ος, πού θαυμάζει τόν Πάπα Λέοντα 13ο, τοῦ ὁποίου τό ὄνομα προσέλαβε, ἀκολουθήση αὐτήν τήν τάση τοῦ νεοθωμισμοῦ-νεοσχολαστικισμοῦ, σέ συνδυασμό μέ τήν ἱεραποστολή, δηλαδή ἐάν θά κινηθῆ μεταξύ συντηρητισμοῦ καί νεωτερικότητας, ἤ ἄν γιά ἄλλους λόγους προτίμησε αὐτό τό ὄνομα, θά τό δοῦμε στήν συνέχεια μέ τίς σχετικές ἀποφάσεις τίς ὁποῖες θά λάβη.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα και του Πάπα

Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα και του πάπα. Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν είναι πάντοτε η ίδια: το να θέλη κανείς να γίνη καλός δια του εαυτού του· το να θέλη κανείς να γίνη τέλειος δια του εαυτού του·

Αλλά τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος ασυναισθήτως εξισούται με τον διάβολον. Διότι και αυτός ήθελε να γίνη Θεός δια του εαυτού του, να αντικαταστήση τον Θεόν με τον εαυτόν του. Και εις την υψηλοφροσύνην του αυτήν δια μιάς έγινε διάβολος, τελείος κεχωρισμένος από τον Θεόν και όλος εναντίον του Θεού.

Η ουσία της αμαρτίας, λοιπόν, πάσης αμαρτίας συνίσταται εις αυτήν την αλαζονικήν αυταπάτην. Αυτή είναι η ουσία και αυτού του διαβόλου, του Σατανά. Αυτό δεν είναι άλλο τι παρά το να θέλη κανείς να μένη εις την φύσιν του, το να μη θέλη εντός του τίποτε, εκτός του εαυτού του. Ο διάβολος ευρίσκεται όλος εις αυτό: εις το να μη θέλη καθόλου τον Θεόν μέσα του, εις το να θέλη να είναι πάντοτε μόνος, πάντοτε να ανήκη εις μόνον τον εαυτόν του, πάντοτε όλος εις τον εαυτόν του, όλος δια τον εαυτόν του, πάντοτε ερμητικώς κλειστός έναντι του Θεού και παντός ότι ανήκει εις τον Θεόν. Και τι είναι αυτό;

Ο εγωισμός και η φιλαυτία ενηγκαλισμένα εις όλην την αιωνιότητα, δηλαδή η κόλασις. Τοιούτος είναι κατ’ ουσίαν και ο ουμανιστικός άνθρωπος: όλος μένει εις τον εαυτόν του, με τον εαυτόν του, δια τον εαυτόν του· πάντοτε πεισμόνως κλειστός έναντι του Θεού. Εις αυτό έγκειται ο κάθε ουμανισμός, ο κάθε χομινισμός. Κορύφωμα του διαβολοποιημένου ουμανισμού είναι το να θέλη κανείς να γίνη καλός δια του κακού, να γίνη θεός δια του διαβόλου. Εντεύθεν και η υπόσχεσις του διαβόλου προς τους προπάτορας μας μέσα εις τον Παράδεισον, ότι δηλαδή με την βοήθειάν του «έσονται ως θεοί» (Γεν. 3,5).

Ο άνθρωπος εδημιουργήθη από τον φιλάνθρωπον Θεόν ως δυνάμει θεάνθρωπος, δια να οικοδομήση εκουσίως δια του Θεού τον εαυτόν του εις θεάνθρωπον επί τη βάση της θεοειδείας της φύσεώς του. Αλλ’ ο άνθρωπος με την ελευθέραν εκλογήν του επεζήτησε την αναμαρτησίαν δια της αμαρτίας, τον Θεόν δια του διαβόλου. Και ασφαλώς ακολουθών την οδόν αυτήν θα εγίνετο ιδιότυπος διάβολος, εάν ο Θεός κατά την άμετρον φιλανθρωπίαν Του και κατά «το μέγα έλεος» Του δεν επενέβαινε.

Γενόμενος άνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος, ωδήγησεν ούτω τον άνθρωπον προς τον Θεάνθρωπον· τον εισήγαγε δια της Εκκλησίας, του σώματός Του, εις τον άθλον της θεανθρωποιήσεως δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Και τοιουτοτρόπως έδωσεν εις τον άνθρωπον την δυνατότητα να φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 11). Να επιτύχη δηλαδή τον θείον προορισμόν του, να γίνη εκουσίως Θεάνθρωπος κατά χάριν.

Η πτώσις του Πάπα έγκειται εις το να θέλη να αντικαταστήση τον Θεάνθρωπον με τον άνθρωπον.

Από το βιβλίο του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς «Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ», σελ. 212-213, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία.

Πηγή: https://simeiakairwn.wordpress.com/

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ (09.06.2024)

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τοῦ Τυφλοῦ, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Μάμαντος τῆς κοινότητος Ἀληθινοῦ, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (09.06.2024).