Ὁμιλία, εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Β´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

«ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καὶ ἀγαθοποιεῖτε,
καὶ δανείζετε, μηδὲν ἀπελπίζοντες»
 
Ἡ σύντομη Εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, περιέχει νοήματα βαθύτατα, καὶ ἐντολὲς τοῦ Χριστοῦ, γιὰ νὰ ἀποκτήσουμε ἀρετὲς ὑψηλότατες, ἀρετές, ποὺ μᾶς καθιστοῦν «υἱοὺς (τοῦ Θεοῦ) τοῦ Ὑψίστου». Ἡ διδασκαλία αὐτὴ τοῦ Χριστοῦ μας δείχνει ὁλοκάθαρα τὸν δρόμο πρὸς τὴν τελειότητα.

Ὡς δημιουργήματα τοῦ Θεοῦ, ἔχουμε πλουτισθεῖ μὲ ἐξαίρετα πνευματικὰ χαρίσματα. Μὲ αὐτὰ ποὺ συνιστοῦν ἐκεῖνο, ποὺ ἡ Ἁγία Γραφή, στὸ βιβλίο τῆς Γένεσης, ἀποκαλεῖ «κατ᾿ εἰκόνα Θεοῦ». Καὶ τοῦτο, γιατὶ εἴμαστε πλάσματα λογικά, μὲ ἐλεύθερη βούληση καὶ ἀθάνατη ψυχή. Κι αὐτὰ τὰ θεῖα δῶρα μᾶς δόθηκαν γιὰ ἕνα σκοπό, τὸν κατεξοχὴ σκοπὸ τῆς παρούσης πρόσκαιρης ζωῆς: Νὰ φθάσουμε, μὲ τὴ σωστὴ ἀξιοποίηση τῶν χαρισμάτων αὐτῶν καὶ τὴν ἀπαραίτητη συνέργεια τῆς Θείας χάρης, στὸ «καθ᾿ ὁμοίωσιν», νὰ γίνουμε δηλαδὴ ὅμοιοι μὲ τὸν Θεό, ὡς πρὸς τὴν τελειότητα τῆς ἀρετῆς!

Ἀλλὰ οἱ ἄνθρωποι, οἱ πρωτόπλαστοι, καὶ στὴ συνέχεια οἱ ἀπόγονοί τους, τὸ ἀνθρώπινο γένος, ἐξέπεσε ἀπὸ τὴ χαριτωμένη ἐκείνη κατάσταση στὸν παράδεισο καὶ ἀμαύρωσε μέσα του τὴ Θεία εἰκόνα, ἔχασε καὶ τὴ δυνατότητα νὰ φθάσει στὴν ὁμοίωση μὲ τὸν Θεό. Ἀπὸ τὴν οἰκτρὴ αὐτὴ πτώση μᾶς ἔσωσε «ὄχι ἄγγελος, ὄχι ἄνθρωπος, ἀλλ᾿ αὐτὸς ὁ ἴδιος ὁ σαρκωμένος Θεός», ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὴν ἐνανθρώπησή Του, τὴν παναγία ἐπὶ γῆς ζωή Του, μὲ τὰ ἄχραντα πάθη, τὴν ἀνάσταση καὶ τὴν ἀνάληψή Του στοὺς οὐρανούς. Βάστασε αὐτὸς τὴν πανανθρώπινη ἁμαρτία, καὶ μᾶς ἔδωσε καὶ πάλι τὴ δυνατότητα «ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν», δηλαδὴ τῆς Θείας υἱοθεσίας, νὰ γίνουμε παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, ἐὰν βεβαίως ζοῦμε κατὰ τὸ θέλημά Του, τηρῶντας τὶς ἐντολές Του, τὸ ἅγιο Εὐαγγέλιό Του. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ὀνομάστηκε ἔτσι τὸ Εὐ-αγγέλιο, διότι εἶναι ἡ καλή, ἡ κατεξοχὴν καλὴ καὶ χαρμόσυνη ἀγγελία, ὅτι ὁ Θεὸς σαρκώθηκε γιὰ τὴ σωτηρία μας.

Ὁ δρόμος τοῦτος γιὰ τὴ σωτηρία μας εἶναι κλιμακωτός, δηλαδὴ θὰ προχωροῦμε ἀνεβαίνοντας μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, σκαλί-σκαλί. Ὅπως καὶ γιὰ νὰ ἀνεβοῦμε ὁπουδήποτε ψηλά, σ᾿ ἕνα σπίτι, σ᾿ ἕνα λόφο, ἀκόμη καὶ μὲ ἀεροπλάνο στὸν οὐρανό, ἀπὸ χαμηλὰ θὰ βγοῦμε στὰ ψηλὰ σταδιακά. Στὸ σημερινὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα μᾶς ὑποδεικνύεται αὐτὴ ἡ σταδιακὴ ἀνάβαση.

Πρώτη βαθμίδα, ἡ ἐφαρμογὴ τῆς δικαιοσύνης· «καθὼς θέλετε, ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὑμεῖς ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». Χρυσὸ κανόνα τῆς Καινῆς Διαθήκης ὀνόμασαν τὸ ἐδάφιο αὐτὸ οἱ ἑρμηνευτές. Φανερώνεται ἐδῶ ἡ μοναδικότητα τοῦ κάθε ἀνθρώπινου προσώπου, τὰ ἱερὰ δικαιώματά του, ποὺ θὰ πρέπει νὰ γίνονται σεβαστὰ ἀπὸ τοὺς ἄλλους. Τὴν ἴδια ἀλήθεια, ἀλλὰ μὲ ἀρνητικὴ διατύπωση, παραδίδει καὶ ἡ Παλαιὰ Διαθήκη· «ὃ μισεῖς, μηδενὶ ποιήσῃς». Αὐτὸ ποὺ ἐξέφρασαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι: «Ὃ σὺ μισεῖς, ἑτέρῳ μὴ ποιήσῃς». Ἐδῶ ὅμως ὁ Χριστός μας τὸ διατυπώνει θετικά, ξεκάθαρα, ὅπως ξεκάθαρη εἶναι καὶ ὅλη ἡ διδασκαλία Του: Θέλουμε οἱ ἄλλοι νὰ μᾶς σέβονται, νὰ μὴ μᾶς ἀδικοῦν, νὰ εἶναι ἀπέναντί μας εἰλικρινεῖς καὶ συνεπεῖς; Ὀφείλουμε κι ἐμεῖς νὰ σεβόμαστε τοὺς ἄλλους, νὰ μὴν τοὺς ἀδικοῦμε, νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς καὶ συνεπεῖς ἀπέναντί τους. 

Δεύτερη βαθμίδα, ποὺ πρέπει νὰ ἀνεβοῦμε, εἶναι ἡ ἀνεξικακία καὶ ἡ ἀγάπη. Μία ἀγάπη ὅμως, ποὺ θὰ ἀγκαλιάζει ὅλους, ποὺ δὲν θὰ εἶναι ἐπιλεκτική. Δὲν θὰ ἀγαποῦμε μόνο ὅσους μᾶς ἀγαποῦν καὶ μᾶς ἐκτιμοῦν καὶ μᾶς εὐεργετοῦν! Θὰ ἀγαποῦμε, πρέπει νὰ ἀγαποῦμε κι ὅσους μᾶς μισοῦν, καὶ μᾶς ἀδικοῦν! Ἐδῶ ἔγκειται τὸ μεγαλεῖο τῆς Χριστιανικῆς πίστης, αὐτὸ ποὺ τὴν ξεχωρίζει ἀπ᾿ ὁποιαδήποτε ἄλλη θρησκεία: Ἡ ἀγάπη στοὺς ἐχθρούς! Καμμία ἄλλη θρησκεία, δηλαδὴ ἀνθρώπινο κατασκεύασμα καὶ φιλοσοφία, δὲν διακήρυξε τέτοια ὑψηλὴ διδασκαλία. Μὰ ἡ χωρὶς ὅρια ἀγάπη αὐτή, ἔχει μία ἀπαραίτητη προϋπόθεση: Τὴν ἀνεξικακία. Πρέπει δηλαδὴ πρῶτα νὰ ἀγωνιστοῦμε, νὰ ἀγωνιζόμαστε, νὰ συγχωροῦμε μὲ ὅλη μας τὴν καρδιὰ ὅσους μᾶς ἔβλαψαν, μᾶς συκοφάντησαν, μᾶς ἀδίκησαν, μᾶς ἐπιβουλεύτηκαν. Καὶ στὴ συνέχεια, νὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ εὐεργετήσουμε, νὰ βοηθήσουμε τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἀδικητές μας! Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἡ βάση καὶ τὸ θεμέλιο τῆς Χριστιανικῆς ζωῆς. Λέει σὲ μιὰ διδαχή του ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Αὐτὸν ποὺ ἔχει ὅλες τὶς ἀρετές, μὰ δὲν συγχωρᾶ τὸν ἀδελφό του, δὲν θέλω νὰ τὸν βλέπω. Αὐτός, εἶναι γιὰ τὴν κόλαση!» Κι ἔχουμε γι᾿ αὐτὴ τὴν ἀγάπη τὸ ἀξεπέραστο παράδειγμα τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ μας, ποὺ ἐπάνω στὸν Σταυρὸ παρακαλοῦσε τὸν Θεὸ Πατέρα γιὰ τοὺς σταυρωτές Του!

Καί, τρίτη βαθμίδα τελειότητος ἔχουμε τὴν ἀπόληξη τῆς σημερινῆς περικοπῆς: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες, καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ὑμῶν οἰκτίρμων ἐστίν». Τί εἶναι τὸ ἔλεος; Ἡ ἐπέκταση τῆς ἀγάπης. Καί, τί εἶναι οἱ οἰκτιρμοί; Ἡ συμπάθεια, ἡ εὐσπλαγχνία, ὁ πόνος γιὰ τὸν πονεμένο ἀδελφό μας, ποὺ εἶναι καὶ ἀδελφὸς τοῦ Χριστοῦ μας. «Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο μποροῦμε (κάπως) νὰ ἐξομοιωθοῦμε μὲ τὸν Θεό», γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, «εἶναι μὲ τὸ νὰ ἐλεοῦμε, νὰ εἴμαστε ἐλεήμονες καὶ οἰκτίρμονες». Κι ὅταν λέμε, γινόμαστε ὅμοιοι μὲ τὸν Θεό, ἐννοεῖται στὸ μέτρο, ποὺ εἶναι δυνατὸ στὴν ἀνθρώπινη φύση. Γιατὶ πάντοτε θὰ παραμένουμε κτίσματα, πλάσματα τοῦ ἑνὸς ἀληθινοῦ Θεοῦ κατὰ φύσιν, ποὺ μὲ τὸ ἔλεός Του μᾶς καθιστᾶ κατὰ χάριν ὁμοίους Του, κατὰ χάριν παιδιά Του!

Αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τὴ συγχωρητικότητα, τὴν ἐλεημοσύνη ἐφάρμοσαν, ὡς κύριο μέλημα στὴ ζωή τους, ὅλοι οἱ ἀπ᾽ αἰῶνος ἅγιοι καὶ κατέστησαν κατὰ Χάριν τέκνα Θεοῦ καὶ πολίτες τῆς οὐράνιας βασιλείας. Καί, μεταξύ τους, καὶ οἱ σήμερα ἑορταζόμενοι ἀπὸ ἐμᾶς ἅγιοι τῆς Κύπρου· καθότι ἡ πρώτη Κυριακὴ τοῦ Ὀκτωβρίου καθορίστηκε ὡς ἡ ἡμέρα μνήμης Πάντων τῶν ἐν Κύπρῳ διαλαμψάντων ἁγίων ἀποστόλων, ἱεραρχῶν, μαρτύρων, ὁσίων καὶ δικαίων. Καὶ εἶναι μεγάλη μας τιμή, νὰ λεγόμαστε καὶ νὰ εἴμαστε Κύπριοι, ἔχοντας τέτοια βαρύτιμη κληρονομιά, νὰ πλουτοῦμε τόσες ἑκατοντάδες ἐπωνύμους καὶ ἀνωνύμους ἁγίους, ποὺ καθαγίασαν τὸ νησί μας μὲ τοὺς ἀσκητικοὺς καὶ ποιμαντικοὺς ἱδρῶτες τους, μὲ τὰ μαρτυρικὰ αἵματά τους, καὶ ἔγιναν αἰτία νὰ κληθεῖ ἡ Κύπρος ὡς «ἡ ἁγία νῆσος». Μά, ταυτόχρονα, ἀποτελεῖ καὶ μεγάλη μας εὐθύνη αὐτὸς ὁ πατροπαράδοτος θησαυρός. Καὶ πρέπει κι ἐμεῖς, οἱ ἀπόγονοι αὐτοῦ τοῦ πλήθους τῶν ἁγίων, ποὺ ζοῦμε στοὺς ἐσχάτους τούτους χρόνους, νὰ τοὺς τιμοῦμε μὲ ὕμνους καὶ ὠδὲς πνευματικές, ὡς φιλοπάτορες υἱοί. Εἶναι χρέος μας! Γιατί, ὅπου κι ἂν κοιτάξουμε σ᾽ αὐτὸ τὸ νησί, θὰ ἰδοῦμε πὼς εἶναι κατάσπαρτο ἀπὸ τοὺς ναούς, τὰ σπήλαια, τοὺς τάφους, τὰ μοναστήρια, τὰ λείψανά τους, τόπους ἁγιασμοῦ καὶ θεοπτίας, τρόπους χάριτος καὶ παρηγορίας. Μά, προπαντός, ἔχουμε βαρύτιμο χρέος νὰ ἀκολουθοῦμε τὸ ἔνθεο παράδειγμά τους, τὴν ἁγία βιοτή τους καὶ νὰ τὴν μιμούμαστε κατὰ δύναμη ὁ καθένας μας. Γιατί, «τιμὴ μάρτυρος, μίμησις μάρτυρος», κατὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο· καί, εὐρύτερα, «τιμὴ ἁγίου, μίμησις ἁγίου». Καὶ νὰ τοὺς ἐπικαλούμαστε ἀκόμη στὶς καθημέραν προσευχές μας, νὰ μᾶς βοηθοῦν, νὰ μᾶς στηρίζουν, νὰ μᾶς ἐνισχύουν στὶς δύσκολες μέρες ποὺ περνοῦμε, στὰ ποικίλα προσωπικὰ καὶ οἰκογενειακὰ προβλήματά μας: Γιατὶ ἔχουν παρρησία στὸν Θεό, καὶ εἰσακούονται οἱ δεήσεις καὶ μεσιτεῖες τους.

Καὶ μὲ τὴν ἰσχυρὴ καὶ οὐράνια στήριξη τοῦ νέφους τούτου τῶν ἁγίων ἀδελφῶν καὶ πατέρων μας, πάντων τῶν ἐν Κύπρῳ ἁγίων, μὲ τὸν κατὰ δύναμη μικρό μας ἀγώνα τὸν πνευματικό, καί, κυρίως, μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ Χάρη τοῦ Ἀναστάντος Ἰησοῦ, τοῦ νικητοῦ τοῦ θανάτου, ἐλπίζουμε καὶ εὐχόμαστε νὰ τύχουμε καὶ τῆς πρώτης καὶ τῆς δεύτερης ἀνάστασης, «ὅπου ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων», «ἔνθα ἀπέδρα λύπη καὶ στεναγμός», ὅπου ἡ ἀνέκφραστη μακαριότητα ὅσων βλέπουν καὶ ὅσων θὰ ἀξιωθοῦν νὰ βλέπουν τὸ πανυπέρλαμπρο Πρόσωπο τοῦ Θεοῦ. Ἀμήν. Γένοιτο, Κύριε!