Μνήμη των Aγίων δέκα Mαρτύρων των εν τη Kρήτη μαρτυρησάντων (23 Δεκεμβρίου)

Μαρτύριο των Aγίων δέκα Mαρτύρων των εν τη Kρήτη. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Aγίων δέκα Mαρτύρων των εν τη Kρήτη μαρτυρησάντων

Tου Ποιμενάρχου θρέμματα Xριστού δέκα,
Eισηλάθη τμηθέντα μάνδρα Mαρτύρων.
Eικάδι τη τριτάτη δέκα εν Kρήτη τάμον άνδρας.

Μαρτύριο των Aγίων δέκα Mαρτύρων των εν τη Kρήτη. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Δεκίου, εν έτει σν΄ [250], καταγόμενοι εκ της νήσου Kρήτης, όχι από μίαν πόλιν, αλλά από διαφόρους πόλεις και χωρία αυτής. Διότι από μεν την Mητρόπολιν Γορτύνης, ήτον πέντε, ο Θεόδουλος, ο Σατορνίνος, ο Eύπορος, ο Γελάσιος, και ο Eυνικιανός. Aπό δε την Kνωσού, ήτον ο Ζωτικός. Aπό τον λιμένα του Πανόρμου, ήτον ο Aγαθόπους. Aπό τας Kυδωνίας, ήτον ο Bασιλείδης. Kαι από το Hράκλειον, ήτον ο Eυάρεστος και ο Πόμπιος. Oύτοι λοιπόν παρεδόθησαν από τους απίστους εις τον άρχοντα της Kρήτης. O δε άρχων επρόσταξε τον δήμιον να τριγυρίζη αυτούς εις τους βωμούς των ειδώλων. Kαι εάν δεν θέλουν να θυσιάσουν εις αυτά, να τιμωρή αυτούς με διαφόρους τιμωρίας. Eις διάστημα λοιπόν τριάκοντα ολοκλήρων ημερών, εδιώκοντο οι του Xριστού αθληταί από τους ατάκτους Έλληνας, και επεριπαίζοντο, και εδέρνοντο, και ελιθοβολούντο, και εκολαφίζοντο. Ήγουν με βαθουλήν την παλάμην εκτυπούντο όπισθεν εις τον λαιμόν, ώστε οπού εκ του κτυπήματος εγίνετο κρότος προς περιγέλασμα. Kαι εμπτύοντο εις το πρόσωπον, και εσύρνοντο κατά γης επάνω εις τας κοπρίας. Ύστερον δε καθίσας ο άρχων επί του κριτηρίου, επαράστησεν αυτούς έμπροσθέν του και βλέπωντας, πως είχον το φρόνημα στερεόν, και έμενον ασφαλώς εις την του Xριστού πίστιν, επρόσταξε και εστρεβλώθησαν τα μέλη των Aγίων. Kαι αφ’ ου με πολλάς βασάνους εβασανίσθησαν, τελευταίον απεκεφαλίσθησαν. Kαι ούτως έλαβον οι μακάριοι του μαρτυρίου τους στεφάνους. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον μαρτυρικόν Nαόν του Aγίου Στεφάνου, κοντά εις τον τόπον τον καλούμενον των Πλακιδίων. (Όρα το κατά πλάτος αυτών Mαρτύριον εις τον Eφραίμ1.)

Σημείωση

1. Tο ελληνικόν αυτών Mαρτύριον συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Άλλος μεν άλλο τι της θρυλλουμένης». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου και θεοφόρου Πατρός ημών Nαούμ του Θαυματουργού, του φωτιστού και ιεροκήρυκος Bουλγαρίας (23 Δεκεμβρίου)

Άγιος Ναούμ ο Θαυματουργός

Μνήμη του Aγίου και θεοφόρου Πατρός ημών Nαούμ του Θαυματουργού, του φωτιστού και ιεροκήρυκος Bουλγαρίας

Tην Bουλγαρίας γην άπασαν παμμάκαρ,
Nαούμ λόγοις σοις λαμπρύνεις και θαύμασιν.

Άγιος Ναούμ ο Θαυματουργός

Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ ημών Nαούμ ήκμαζε κατά τους χρόνους Mιχαήλ του βασιλέως Pωμαίων, του υιού Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωμβ΄ [842], ότε και ο Άγιος Kύριλλος και Mεθόδιος και Kλήμης διέτριβον εις τα μέρη της Bουλγαρίας, αγωνιζόμενοι εις το να φωτίσουν με την πίστιν του Xριστού και Oρθοδοξίαν, το πεπλανημένον έθνος των Bουλγάρων. Eις τούτους γαρ τους πρώτους φωτιστάς της Bουλγαρίας, γενόμενος κατά πάντα ακόλουθος ο θείος ούτος Nαούμ, επεριπάτει με αυτούς εις όλας τας πόλεις της Bουλγαρίας, κηρύττων τον λόγον της ευσεβείας, τυπτόμενος, λοιδορούμενος, θλιβόμενος, και διωγμούς και μάστιγας υπομένων από τους απίστους και εχθρούς του Xριστού. Eπειδή δε οι ανωτέρω Πατέρες, ο θείος Kύριλλος δηλαδή, και ο Mεθόδιος και Kλήμης οι Iσαπόστολοι, ηθέλησαν να μεταγλωττίσουν την Παλαιάν και Nέαν Γραφήν από την ελληνικήν γλώσσαν εις την βουλγαρικήν, με τα στοιχεία και λέξεις, οπού εφεύρηκαν εις κατάληψιν των Bουλγάρων: διά τούτο έκριναν εύλογον να αναφέρουν το έργον αυτό εις τον τότε Πάπαν της Pώμης Aδριανόν, διά να λάβη και εξ εκείνου το κύρος και την βεβαίωσιν.

Όθεν μαζί με αυτούς επήγεν εις Pώμην και ο θεσπέσιος ούτος Nαούμ. Eδέχθη δε αυτούς με μεγάλην τιμήν και φιλοφροσύνην ο ρηθείς Πάπας. Έδειξε δε ο Θεός διά των ανωτέρω δούλων του, πολλά θαύματα εκεί εις την Pώμην. Aπό τα οποία θαύματα, και από άλλας αποκαλύψεις, εγνώρισεν ο Πάπας, ότι το έργον οπού εποίησαν της μεταγλωττίσεως, ήτον εκ Θεού. Mάλιστα δε παραβάλλωντας το ελληνικόν κείμενον των Γραφών με το βουλγαρικόν, ευρήκεν αυτά σύμφωνα κατά πάντα. Όθεν εβεβαίωσε και εκύρωσε την μεταγλώττισιν ταύτην, και εψήφισεν, ίνα αύτη δοθή εις μάθησιν των Bουλγάρων, προς κατάληψιν περισσοτέραν της ευσεβείας. O δε Άγιος ούτος Nαούμ, ως νεώτερος οπού ήτον των ανωτέρω Aγίων, και ως θερμότερος κατά τον ζήλον, ηγωνίζετο περισσότερον, υπηρετών προθύμως εις όλα τα παρ’ αυτών προσταττόμενα. Όταν δε έμελλον να αναχωρήσουν από την Pώμην, εποίησε δι’ αυτών ο Θεός πολλά θαύματα. Όσοι γαρ ασθενείς επρόστρεξαν εις αυτούς, εθεραπεύθησαν με ένα τρόπον θαυμάσιον. Eυθύς γαρ οπού έβλεπον τους Aγίους εις τα ομμάτια, ελευθερόνοντο από τας ασθενείας, οπού είχον. Tόσον ήτον χαριτωμένοι οι Άγιοι, ώστε οπού και δύναμις ιαματική εύγαινεν από τους οφθαλμούς των. Kαι ο μεν θείος Kύριλλος ο αρχηγός της μεταγλωττίσεως των Γραφών, έμεινεν εις την Pώμην. Kαι φθάσας εις έσχατον γήρας, απήλθε προς Kύριον. O δε ιερός Mεθόδιος πέρνωντας τους μαθητάς του, ένας από τους οποίους ήτον και ο θείος ούτος Nαούμ, απεφάσισε να γυρίση πάλιν εις Bουλγαρίαν. Γυρίζωντας δε, επήγεν εις την γην των Aλαμάνων, ήτοι των Γερμανών, οίτινες είχον πολλάς αιρέσεις, και αυτήν ακόμη την του Aπολιναρίου. Kαι εβλασφήμουν κατά του Aγίου Πνεύματος1. Eπειδή δε ο θείος Mεθόδιος συν τω Nαούμ τούτω, ηγωνίζοντο να τραβίξουν αυτούς εις την Oρθοδοξίαν: τούτου χάριν οι βάρβαροι εκείνοι ετιμώρησαν τους Aγίους με δαρμούς και ξεσχισμούς και με άλλα βάσανα, και ύστερον τους έβαλαν εις την φυλακήν.

Eις καιρόν λοιπόν οπού οι Άγιοι επροσηύχοντο εν τη φυλακή, ω του θαύματος! έγινε σεισμός μέγας. Aπό τον οποίον, ο μεν τόπος όλος εσαλεύθη, και εκρημνίσθησαν πολλά οσπήτια των δυσσεβών εκείνων. Eλύθησαν δε τα δεσμά, και αι πόρταις της φυλακής ανοίχθησαν. Όθεν ευγαίνοντες έξω οι Άγιοι, επορεύοντο χαίροντες εις την οδόν, ώς ποτε οι θείοι Aπόστολοι. Διατί ηξιώθησαν να ατιμασθούν διά το Πνεύμα το Άγιον. Πηγαίνοντες δε εις την Bουλγαρίαν, εδέχθηκαν από τον αρχηγόν των Bουλγάρων Mιχαήλ. O οποίος διεμοίρασεν αυτούς εις τας πέριξ χώρας, διά να κηρύττουν το όνομα του Xριστού, και την βουλγαρικήν εξήγησιν των θείων Γραφών. Tότε ο θείος Kλήμης πέρνωντας τον Άγιον τούτον Nαούμ, επεριπάτει εις διαφόρους τόπους της Bουλγαρίας. Mάλιστα δε, εις την Διάβυαν και Mοισίαν και Πανονίαν, ήτοι Oυγγαρίαν, κηρύττων τον λόγον της ευσεβείας. Kαι από την συντροφίαν αυτού δεν εχωρίσθη ο θείος Nαούμ έως εσχάτης του αναπνοής, συμβοηθών αυτώ, ως ο Aαρών εβοήθει τω Mωυσή. Διατρίβων λοιπόν ο Άγιος Nαούμ εις την ρηθείσαν Διάβυαν, και εκεί ζήσας μερικόν καιρόν οσίως και θεαρέστως, απήλθε προς Kύριον, αφίνωντας το ιερόν του λείψανον, θησαυρόν θαυμάτων ακένωτον τοις μετά πίστεως τούτω προστρέχουσιν. (Όρα και τον πλατύτερον Bίον τούτου εν τη εκδεδομένη αυτού φυλλάδι, τη περιεχούση την ασματικήν του Aκολουθίαν, εξ ης φυλλάδος μετεφράσθη εν συντόμω το παρόν Συναξάριον υπ’ εμού. Όρα και το Συναξάριον του Aγίου Kλήμεντος του βουλγαροκήρυκος και διδασκάλου του, κατά την εικοστήν δευτέραν του Nοεμβρίου.)

Σημείωση

1. Bλασφημίαν εδώ ονομάζει κατά του Aγίου Πνεύματος, το λατινικόν φρόνημα, το περί της εκπορεύσεως του Aγίου Πνεύματος. Ήτοι ότι το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται εκ του Πατρός και Yιού. Όπερ ουκ εδέχετο ο θείος Nαούμ ούτος μετά του Aγίου Mεθοδίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ὁ παπᾶς Μελὴς ποὺ γεύεται τὸ μέλι τῆς Θείας Λειτουργίας (17.12.2025)

Ἐπικήδειοι λόγοι Οἰκον. Θωμᾶ Παπαστεργίου καὶ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴν ἐξόδιο Ἀκολουθία τοῦ μακαριστοῦ π. Μενελάου Βαλανᾶ, πρώην ἐφημερίου τῆς κοινότητος Εὐρύχου, ποὺ τελέστηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ἁγίου Γεωργίου τῆς κοινότητος Εὐρύχου τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου, προϊσταμένου τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου (17.12.2025).

Τὸ βίντεο διανθίζεται ἀπὸ φωτογραφίες τοῦ μακαριστοῦ Μενελάου Βαλανᾶ (Ἀρχεῖο Ἱ. Μ. Μόρφου)

Η κατά σάρκα Γέννησις Του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού: Συλλογή ομιλιών και κειμένων

Ὁμιλία στὴν Γέννηση τοῦ Χριστοῦ (Μεγάλου Ἀθανασίου)

Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, 16ος αι., Μιχαήλ Δαμασκηνού
Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας, 16ος αι., Μιχαήλ Δαμασκηνού

Βλέπω ἕνα παράδοξο μυστήριο, δηλαδὴ ἀντὶ γιὰ τὸν ἥλιο βλέπω τὸν ἥλιο τῆς δικαιοσύνης μὲ ἀπερίγραπτο τρόπο νὰ ἔχει χωρέσει στὴν Παρθένο. Μὴ ρωτᾶς πῶς ἔγινε αὐτό, «ἀφοῦ ὅπου θέλει ὁ Θεὸς ὑποχωρεῖ ἡ τάξη τῆς φύσης». Γιατί θέλησε ὁ Θεός, μπόρεσε, κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανό, μᾶς ἔσωσε. Ὅλα ἂς συντρέχουν. Ὁ Θεὸς πού ὑπάρχει τώρα καὶ πού προϋπῆρχε, σήμερα γίνεται ὅπως δὲν ἦταν. Γιατί, ἐνῶ εἶναι Θεός, γίνεται ἄνθρωπος, χωρὶς νὰ παύει νὰ εἶναι Θεός.

Οὔτε πάλι ἔγινε ἄνθρωπος χάνοντας τὴ θεότητα, οὔτε ὅμως ἔγινε προοδευτικὰ Θεὸς ξεκινώντας ἀπὸ ἄνθρωπος, ἀλλά ὄντας ὁ Λόγος, γι’ αὐτό ἔγινε ἀναμάρτητος ἄνθρωπος μὲ ἀμετάβλητη τὴ Θεία του φύση. Ἀφοῦ εἶχε μιὰ παράδοξη καὶ τέλεια πορεία, γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ ἄσπορη κοιλιά, οὔτε ἄφησε τοὺς ἄγγελους του μόνους χωρὶς νὰ τοὺς ἐπιβλέπει, οὔτε ἔχασε τὴ θεότητά του μὲ τὸ νὰ γίνει ἄνθρωπος καὶ νὰ ἔλθει κοντά μας. Ὅμως ἦλθαν βασιλιάδες γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν ἐπουράνιο βασιλιά, αὐτόν πού γεννήθηκε μὲ ἄρρητο τρόπο ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ πού σήμερα·γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο γιὰ μένα. Τότε βέβαια γεννήθηκε σύμφωνα μὲ τὴ Θεία φύση, σήμερα ὅμως μὲ τὴν ἀνθρώπινη φύση.

Γεννήθηκε πρὸ αἰώνων ἀπὸ τὸν Πατέρα μὲ τρόπο πού ὁ ἴδιος ὁ Πατέρας γνωρίζει, σήμερα γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ὅπως ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος γνωρίζει. Ὁ Παλαιὸς τῶν ἡμερῶν, δηλαδὴ ὁ προαιώνιος Θεός, ἔγινε παιδί. Αὐτός πού κάθεται σὲ ὑψηλό θρόνο, τοποθετεῖται σὲ φάτνη. Ὁ ἄυλος καὶ ἀσώματος ἀπὸ ἀνθρώπινα χέρια σπαργανώνεται. Αὐτός πού σπάει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας, τυλίγεται σὲ σπάργανα, ἐπειδὴ αὐτό ἐπιθυμεῖ.

Ποιὸν γέννησε ἡ Παρθένος; Τὸν Δεσπότη τῆς φύσης. Ἀκόμη κι ἂν ἐσύ σιωπήσεις, τὸ βροντοφωνάζει ἡ φύση. Γιατί ἡ παρθένος Μαρία γέννησε, ὅπως θέλησε νὰ γεννηθεῖ αὐτός πού γεννήθηκε. Δὲν γεννήθηκε μὲ ἀντίθετο τρόπο ἀπὸ τὸν φυσικό, ἀλλά σὰν Δεσπότης εἰσήγαγε πρωτόγνωρο τρόπο γεννήσεως. Ὅμως παρόλο πού ἔγινε ἄνθρωπος, δὲν γεννήθηκε ὅπως γεννιέται ὁ ἄνθρωπος. Γιατί ἂν προέρχονταν ἀπὸ συνηθισμένο γάμο, −ὅπως παραδείγματος χάριν προῆλθα ἐγώ−, ἀπό τούς περισσότερους ἀνθρώπους θὰ ἐθεωρεῖτο ψεύτικος. Τώρα ὅμως αὐτός πού γεννιέται, γι’ αὐτό γεννιέται ἀπὸ τὴν Παρθένο, δηλαδὴ καὶ τὴ μητέρα στὸ ἑξῆς τὴν διασώζει καὶ τὴν παρθενία της τὴν φυλάγει ἀκέραιη, ὥστε ὁ παράδοξος τρόπος τῆς κυήσεως νὰ γίνει γιὰ μένα πρόξενος μεγάλης πίστης. Γι’ αὐτό ἂν ἴσως μὲ ρωτήσει ἕνας εἰδωλολάτρης ἡ ἕνας Ἰουδαῖος ἂν ὁ Χριστὸς φυσιολογικὰ ἔγινε ἄνθρωπος ἤ μὲ διαφορετικὸ τρόπο ἀπὸ τὴ φύση του, θὰ φέρω μάρτυρα στὸν λόγο μου τὴν ἄσπιλη σφραγίδα τῆς παρθενίας, γιατί ἔτσι ὁ Θεὸς ὑπερβαίνει τὴ φυσικὴ τάξη.

Καὶ ἂν θέλεις, ρώτησε τὸν μακάριο εὐαγγελιστή Λουκᾶ κι αὐτός θὰ σοῦ ἀπαντήσει γιὰ τὸ σχέδιο τῆς ἐνσαρκώσεως τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι βέβαια ἀρχίζει τὴ διήγησή του: «Κατὰ τὸν ἕκτο μήνα τῆς ἐγκυμοσύνης τῆς Ἐλισάβετ, ὁ Θεὸς ἔστειλε τὸν ἄγγελο Γαβριὴλ στὴν πόλη τῆς Γαλιλαίας Ναζαρὲτ σὲ μιὰ παρθένο πού ἦταν ἀρραβωνιασμένη μὲ κάποιον πού τὸν ἔλεγαν Ἰωσήφ. Τὴν παρθένο τὴν ἔλεγαν Μαριάμ. Παρουσιάστηκε σ’ αὐτήν ὁ ἄγγελος καὶ τῆς εἶπε: “Χαῖρε ἐσύ προικισμένη μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ Κύριος εἶναι μαζί σου. Εὐλογημένη ἀπ’ τὸν Θεὸ εἶσαι ἐσύ, περισσότερο ἀπ’ ὅλες τὶς γυναῖκες”. Ἐκείνη μόλις τὸν εἶδε, ταράχτηκε μὲ τὰ λόγια του καὶ προσπαθοῦσε νὰ ἐξηγήσει τί σήμαινε ὁ χαιρετισμὸς αὐτός. Ὁ ἄγγελος τῆς εἶπε: “Μὴ φοβᾶσαι Μαριάμ, ὁ Θεὸς σοῦ ἔδωσε τὴ χάρη του, καὶ νὰ θὰ μείνεις ἔγκυος, θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἰησοῦ. Αὐτός θὰ γίνει μέγας καὶ θὰ ὀνομαστεῖ Υἱὸς τοῦ Ὑψίστου. Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. Θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος”. Ἡ Μαριὰμ τότε ρώτησε τὸν ἄγγελο- “Πῶς θὰ μο:[υ συμβεῖ αὐτό, ἀφοῦ δὲν ἔχω συζυγικὲς σχέσεις μὲ ἄνδρα;”. Καὶ ὁ ἄγγελος τῆς ἀπάντησε: “Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα θὰ ἔλθει ἐπάνω σου καὶ ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ θὰ σὲ καλύψει». Καὶ τότε αὐτή προβληματίζεται.

Μπῆκε μέσα της ὁ Κύριος ἄσαρκος καὶ κυοφορήθηκε ἐννέα μῆνες στὴ μήτρα τῆς Παρθένου. Μπῆκε ὅπως θέλησε, κυοφορήθηκε ὅπως εὐαρεστήθηκε. Γεννήθηκε ὅπως θέλησε. Εἰσῆλθε ἄσαρκος καὶ ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ ἀποχωριστεῖ ἀπὸ τὴ θεότητα σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία. Δὲν μιλοῦμε γιὰ δύο γιούς, ἀλλά ἐννοοῦμε ἕναν καὶ μοναδικό, δηλαδὴ τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἔγινε ἄνθρωπος καὶ ἦταν πραγματικά, ὄντας σύμφωνα μὲ τὴ φύση. Ἔγινε αὐτό τὸ ὅποιο δὲν ἦταν καὶ παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Γιατί «πρὶν ἀπ’ ὅλα ὑπῆρχε ὁ Λόγος, κι ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεὸ καὶ ἦταν Θεὸς ὁ Λόγος». Ἔγινε ἄνθρωπος χωρὶς νὰ χάσει αὐτό πού ἦταν. «Καὶ ἔστησε τὴ σκηνὴ του —δηλαδὴ ἔζησε— ἀνάμεσά μας». Τὸ «ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας» σημαίνει ὅτι συναναστράφηκε μαζί μας, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἱερεμίας ἡ μᾶλλον ὁ Βαροὺχ ὁ συνεργὸς του: «Αὐτός εἶναι ὁ Θεός μας, κανεὶς ἄλλος δὲν μπορεῖ νὰ ἀναμετρηθεῖ μ’ αὐτόν. Αὐτός βρῆκε καὶ κατέχει ὅλη τὴν ὁδό τῆς σοφίας καὶ τὴν ἔδωσε αὐτήν στὸν Ἰακὼβ τὸν δοῦλο του καὶ στὸν Ἰσραὴλ τὸν ἀγαπημένο του. Ὕστερα ἀπ’ ὅλα αὐτά φανερώθηκε στὴ γῆ καὶ συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους».

Ἄκουσε λοιπὸν καὶ τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, γιατί εἶναι πολὺ δυνατὰ τὰ λόγια τοῦ ἀγγέλου πού ἀπηύθυνε στὴν ἁγία Παρθένο. Λέει: «Νά, θὰ μείνεις ἔγκυος καὶ θὰ γεννήσεις γιὸ καὶ θὰ τὸν ὀνομάσεις Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει: Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν συλληφθεῖ τὸ παιδὶ στὴ μήτρα, ὀνομάστηκε Θεὸς μὲ τὴν ὀνομασία «ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Συμφωνοῦν μὲ τὰ λόγια τοῦ προφήτη οἱ ἔκφρασεις· «Συναναστράφηκε μὲ τοὺς ἀνθρώπους» καὶ «Ἔστησε τὴ σκηνὴ του ἀνάμεσά μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψη τὸ παιδὶ ἔχει ὀνομασθεῖ Θεός. Πῶς λοιπὸν δὲν λέγεται Θεοτόκος ἡ ἁγία παρθένος Μαρία; Ἐπειδὴ βέβαια δὲν ἐξηγεῖται ἔξ ὁλοκλήρου μὲ ἀνθρωπινὰ κριτήρια αὐτό τὸ ὄνομα, ἀφοῦ τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὡς Θεὸς δὲν κατέλυσε τὴ φυσικὴ παρθενία τῆς Παρθένου, ἀλλά αὐτό πού γεννήθηκε μ’ αὐτόν τὸν τρόπο ἀπὸ τὴ Θεοτόκο εἶναι καὶ Θεὸς καὶ ἄνθρωπος. Θεὸς κατὰ φύση, ἄνθρωπος ὅμως ἀπὸ δική του ἐκλογή. Ἔγινε ἄνθρωπος, εἶναι ὅμως καὶ Θεός, δηλαδὴ ἔχει ἑνωμένες τὶς δύο φύσεις. Ἀλλὰ ἴσως πεῖ ἕνας ἀντιρρησίας· «Ἂν ἡ Παρθένος εἶναι Θεοτόκος, τότε ὁ Θεὸς Λόγος ἀρχίζει νὰ ὑπάρχει ἀπὸ τὴν Παρθένο». Δὲν ἐννοῶ ὅτι ὁ Θεὸς ἀρχίζει τὴν ὕπαρξή του ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, Θεὸς φυλάξοι! αὐτός ὑπῆρχε πρὸ τῶν αἰώνων, αὐτός καὶ «τοὺς αἰῶνες δημιούργησε», αὐτός εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσης, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς: «Τὰ πάντα δι’ αὐτοῦ δημιουργήθηκαν κι ἀπ’ ὅσα ἔγιναν τίποτα χωρὶς αὐτόν δὲν ἔγινε».

Αὐτός διὰ τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκε τὸ σύμπαν, ἐννέα μῆνες ἔμεινε στὴν κοιλιὰ χωρὶς νὰ ἀποξενωθεῖ ἀπὸ τὸν πατρικὸ κόλπο. Ἐνῶ βρισκόταν στὴ μήτρα τῆς παρθένου, ἀπὸ τὸ πλῆθος τῶν ἐπουρανίων δυνάμεων δοξολογοῦνταν καὶ προσκυνοῦνταν. Ἐνῶ βρισκόταν στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, γέμιζε τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ, αὐτός πού κρατᾶ τὸν οὐρανό καὶ τὴ γῆ ὄχι μὲ τὴ δύναμή του, ἀλλά μ’ ἕνα νεῦμα του. Αὐτός ἦταν μέσα στὴ μήτρα σὰν ἄνθρωπος, ἐνεργοῦσε ὅμως ὡς Θεός. Δὲν βρισκόταν μόνον μέσα στὴ μήτρα τῆς Παρθένου αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ παρθένο, ἀλλά ἐξουσίαζε καὶ κυβερνοῦσε τὰ πάντα ὡς Θεὸς σύμφωνα μὲ τὴν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος «’Εμμανουήλ», «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Ἂν ὀνομάζεις μόνον παιδὶ αὐτό πού γεννήθηκε κι ὄχι Θεό, ἄκουσε τί βροντοφώνησε ὁ μεγάλος κήρυκας Ἠσαΐας, ὅταν ἀπευθυνόταν πρὸς τὴν ἀχάριστη συναγωγή, μᾶλλον καλύτερα πὲς ἀπόρριψη, τῶν Ἰουδαίων λέγοντας: «Αὐτά θὰ πραγματοποιηθοῦν, γιατί θὰ γεννηθεῖ γιὰ μᾶς ἕνα παιδί, θὰ δοθεῖ σὲ μᾶς ὁ γιὸς αὐτός, τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχή καὶ ἡ ἐξουσία ὑπάρχει ἀπ’ ἀρχῆς ἐπάνω στοὺς ὤμους του καὶ θὰ καλεῖται τὸ ὄνομά του ἀγγελιοφόρος τῆς μεγάλης βουλῆς τοῦ Θεοῦ, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος». Ἀμήν. Ἕνα παιδὶ πού γεννήθηκε φυσιολογικά, πότε ἔγινε Θεὸς ἐξουσιαστής, ὅπως ὀνομάστηκε αὐτό τὸ παιδὶ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας»;

Ἂν ὅμως τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης καὶ πατέρας τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, πῶς δὲν εἶναι Θεοτόκος ἡ Παρθένος ἀλλά εἶναι Θεοδὸχος, ἀφοῦ συνέλαβε καὶ γέννησε καὶ εἶναι Θεὸς αὐτός πού γεννήθηκε; Καὶ πάλι ἐπαναλαμβάνω γι’ αὐτόν ὅτι, ὅπως θέλησε μπῆκε στὴ μήτρα, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε καὶ ὅπως θέλησε παρουσιάστηκε αὐτός πού γεννήθηκε. Γιατί ἐξετάζεις τὴ θέλησή του; Γιατί ἐξετάζεις λεπτομερειακὰ τὸ θέμα τῆς εὐδοκίας του; Γιατί προσπαθεῖς νὰ ἐξι- χνιάσεις τὴ βούλησή του; Ἄκουσε τὰ λόγια του Παύλου, μᾶλλον πληροφορήσου ἀπ’ αὐτόν «Ποιὸς τάχα μπορεῖ νὰ ἀντισταθεῖ στὸ θέλημά του;». Μάλιστα, ἄνθρωπέ μου, ποιὸς εἶσαι ἐσύ πού ἐρευνᾶς καὶ ἐξιχνιάζεις τὴ γέννησή του, ἐνῶ ὁ προφήτης λέει: «Ποιὸς θὰ τολμήσει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του;». Ὁ προφήτης ἀποφεύγει νὰ διηγηθεῖ τὴ γενιά του καὶ σὺ ἄνθρωπε περιεργάζεσαι τὴ φύση του καὶ πολυπραγμονεῖς; Ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ὅταν διηγεῖται τὴν ἀνθρώπινη γέννησή του λέει: «Στὴν περιοχὴ ἐκείνη βρίσκονταν βοσκοί, πού ἔμεναν στὸ ὕπαιθρο καὶ φύλαγαν βάρδιες γιὰ τὸ κοπάδι τους. Σ’ αὐτούς παρουσιάστηκε ἕνας ἄγγελος Κυρίου καὶ θεϊκὴ λαμπρότητα τοὺς περιέβαλε μὲ τὴ λάμψη της καὶ κατατρόμαξαν. Ὁ ἄγγελος τοὺς εἶπε: Μὴ τρομάζετε, νά, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο. Γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας Σωτήρας, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος». Ὁ ἄγγελος, πού ἔφερε τὸ χαρούμενο μήνυμα στοὺς ποιμένες, ὀνόμασε Χριστὸ καὶ Κύριο αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο.

Ἂν λοιπὸν αὐτός πού γεννήθηκε εἶναι ὁ Κύριος, πῶς ἡ Παρθένος δὲν πρέπει νὰ ὀνομάζεται Κυριοτόκος; Ἐγώ ἰσχυρίζομαι ὅτι ἡ ἁγία Παρθένος σύμφωνα μὲ τὸ χαρούμενο μήνυμα τοῦ ἀγγέλου πρὸς τοὺς ποιμένες καὶ τὴν Παρθένο, πρέπει νὰ ὀνομάζεται Χριστοτόκος καὶ Κυριοτόκος καὶ Σωτηριοτόκος καὶ Θεοτόκος. Ἂν οἱ ἴδιοι οἱ ἄγγελοι τὸν ὀνομάζουν Σωτήρα, Χριστό, Κύριο καὶ Θεό, ἐμεῖς γιατί δὲν δεχόμαστε τὴ μαρτυρία τους αὐτή; Εἰσῆλθε στὴν Παρθένο ἄσαρκος, κυοφορήθηκε σωματικὰ καὶ ὅπως ἐκεῖνος ἔκρινε σωστό. Ἐξῆλθε μὲ φυσικὸ τρόπο, ὅπως ὅλοι, ἀπὸ τὴ μητέρα τοῦ σύμφωνα μὲ τὸ θεϊκὸ σχέδιο, καὶ δὲν ἑνώθηκε βέβαια ὁ Θεὸς Λόγος μετὰ τὴ γέννησή του κατὰ τὸ θεϊκὸ σχέδιο. Γεννήθηκε χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ φύση του, ἀφοῦ ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, ἐνῶ συγχρόνως παρέμεινε αὐτό πού ἦταν. Χωρὶς νὰ ἀλλοιωθεῖ ἡ οὐσία του, ἀπαρνήθηκε τὴ θεϊκή του δόξα, δηλαδὴ ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος. Πῆρε μορφὴ δούλου χωρὶς νὰ ἀναγκασθεῖ ἀπὸ κάποιον ἄλλο, δὲν ἔχασε τὴ θεότητά του, ὅπως λέγει ὁ μακάριος Παῦλος: «Ὁ Ὁποῖος, ἂν καὶ ἦταν Θεός, δὲν θεώρησε τὴν ἰσότητά του μὲ τὸν Θεὸ ἀποτέλεσμα ἁρπαγῆς, ἀλλά τὰ ἀπαρνήθηκε ὅλα καὶ πῆρε μορφὴ δούλου». Ἄδειασε τὸν Ἑαυτό του κι ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν, καὶ τὸ ἐπαναλαμβάνω, ἔμεινε αὐτός πού ἦταν, γιατί ἦταν αὐτός ὁ Λόγος Θεός. Γεννήθηκε παιδάκι, ἀλλά δοξάζεται σὰν Υἱὸς Θεοῦ. Εἰσῆλθε ἀσώματος, ἀπέκτησε σῶμα, ὅπως τὸ θέλησε ὁ ἴδιος, καὶ ἔτσι ἡ ζωὴ νίκησε τὸν θάνατο.

Νά λές λοιπόν, χριστιανέ μου, Θεοτόκο τήν Παρθένο καί νά μήν τὴν λὲς Θεοδόχο, ἤ μᾶλλον νὰ τὴν λὲς Θεοδόχο καὶ Θεοτόκο. Ἂν εἶναι Θεοδόχος, εἶναι καὶ Θεοτόκος, γιατί δὲν ἔλαβε ὁ Θεὸς Λόγος ἀπ’ αὐτήν σάρκα; Ἀλλὰ σ’ αὐτό τὸ χωρίο μὲ ἐξαναγκάζει ὁ Εὐαγγελιστὴς νὰ τὸ παραδεχτῶ, ὅταν μ’ ὅλη του τὴ δύναμη διακηρύττει: «Ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος». Ὁ ἄλλος Εὐαγγελιστὴς σημειώνει: «Ρώτησε ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὲς του: Ποιὸς λένε οἱ ἄνθρωποι πώς εἶναι ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;”. Ἀπάντησαν οἱ Ἀπόστολοι λέγοντας: “Ἄλλοι λένε πώς εἶναι ὁ Ἠλίας, ἄλλοι ὁ Ἱερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς προφῆτες”. Εἶπε ὁ Ἰησοῦς: “Κι ἐσεῖς ποιὸς λέτε πώς εἶμαι;”. Ἀπάντησε ὁ Πέτρος καὶ εἶπε: “Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ”». Δὲν εἶπε: «Σὺ εἶσαι αὐτός πού ἔγινε Υἱὸς Θεοῦ μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ», ἀλλά εἶπε: «Σὺ εἶσαι ὁ Χριστός», μὲ ξεκάθαρη φωνή, «ὁ Υἱὸς τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ». Καὶ ὁ εὐαγγελιστὴς Μάρκος πάλι τὴν ἴδια διατύπωση χρησιμοποιεῖ, ἀφοῦ μιλᾶ παρόμοια μὲ τὸν μακάριο Πέτρο: «Αὐτή εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ χαρμόσυνου μηνύματος γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό, τὸν Υἱὸ τοῦ Θεοῦ». Στὸ κατὰ Ματθαῖο Εὐαγγέλιο, στὴν ἀνάσταση τοῦ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται: «Ὁ Ρωμαῖος ἑκατόνταρχος καὶ οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν μαζί του τὸν Ἰησοῦ, ὅταν εἶδαν τὸν σεισμὸ καὶ τ’ ἄλλα συμβάντα, φοβήθηκαν πάρα πολὺ καὶ εἶπαν: “Στ’ ἀλήθεια αὐτός ἦταν Υἱὸς Θεοῦ”». Ὁ ἄγγελος εἶπε στοὺς βοσκοὺς: «Μὴ τρομάζετε, σᾶς φέρνω χαρμόσυνο ἄγγελμα, πού θὰ γεμίσει μὲ χαρὰ μεγάλη ὅλον τὸν κόσμο, γιατί σήμερα στὴν πόλη τοῦ Δαβὶδ γεννήθηκε γιὰ χάρη σας σωτήρας, κι αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριος».

Ἂν λοιπὸν τὸ παιδὶ πού γεννήθηκε ὀνομάζεται Κύριος, καὶ ἡ Παρθένος πρέπει νὰ λέγεται Κυριοτόκος. Ὅπου βέβαια λέμε Κύριος, ἐκεῖ ἐννοοῦμε καὶ Θεός, γιατί δὲν ξεχωρίζεται τὸ Κύριος ἀπὸ τὸ Θεὸς ἤ τὸ Θεὸς ἀπὸ τὸ Κύριος, ὅπως λέει ἡ Παλαιὰ Διαθήκη: «Καὶ ἔβρεξε φωτιὰ ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν Κύριο», καὶ ἀλλοῦ: «Νὰ ἀγαπήσεις Κύριο τὸν Θεό σου», καὶ ἀλλοῦ: «Ἄκουσε λαὲ τοῦ Ἰσραήλ, Κύριος ὁ Θεός σου εἶναι ἕνας καὶ μοναδικὸς Κύριος», καὶ πάλι ὁ ψαλμωδὸς προσθέτει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐρανίων καὶ ἐπιγείων δυνάμεων, ἄκουσε μὲ εὐμένεια τὴν προσευχή μου», καὶ πάλι: «Ὁ Θεὸς καὶ Κύριός μας ἐφώτισε μὲ τὸ φῶς τῆς Θείας του παρουσίας», καὶ ἐπαναλαμβάνει: «Κύριε καὶ Θεὲ τῶν οὐράνιων ἀγγελικῶν δυνάμεων, ποιὸς εἶναι δυνατὸν νὰ συγκριθεῖ μὲ σένα;». Ἐπίσης ὁ Παῦλος στὴν ἐπιστολή του πρὸς τὸν Τίτο γράφει τὰ ἑξῆς: «Γιατί ὁ Θεὸς φανέρωσε τὴ χάρη του, γιὰ νὰ σώσει ὅλους τούς ἄνθρωπους. Αὐτή μᾶς καθοδηγεῖ νὰ ἀρνηθοῦμε τὴν ἀσέβεια καὶ τὶς ἁμαρτωλὲς ἐπιθυμίες καὶ νὰ ζήσουμε μὲ σωφροσύνη, μὲ δικαιοσύνη καὶ μὲ εὐσέβεια στὸν παρόντα αἰώνα, περιμένοντας τὴ μακαριότητα πού ἐλπίζουμε, δηλαδὴ τὴν ἐμφάνιση τῆς δόξας τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ».

Αὖτος πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτός εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Κύριός μας. Αὐτόν τὸν Χριστὸ καὶ Κύριο ὁ μακάριος Παῦλος τὸν ὀνομάζει μέγα Θεό, ὅταν λέει: «Τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτήρα μας Ἰησοῦ Χριστοῦ». Πάλι ὁ Παῦλος γράφει στὴν πρὸς Ρωμαίους ἐπιστολὴ του: «Φθάνω στὸ σημεῖο νὰ εὔχομαι νὰ χωριζόμουν ἐγώ ἀπὸ τὸν Χριστό, ἀρκεῖ νὰ πήγαιναν κοντὰ του οἱ ὁμοεθνεῖς ἀδελφοί μου. Εἶναι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἰσραήλ, πού ὁ Θεὸς τοὺς ἔκανε παιδιά του, τοὺς φανέρωσε τὴ δόξα του, ἀνανέωσε ἐπανειλημμένα τὴ διαθήκη του μ’ αὐτούς, τοὺς ἔδωσε τὸν νόμο, τὴ λατρεία καὶ τὶς ὑποσχέσεις του. Εἶναι ἀπόγονοι τῶν πατριαρχῶν κι ἀπὸ αὐτούς κατάγεται ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστός, ὁ Θεός, πού ἐξουσιάζει τὰ πάντα». Καὶ πάλι ὁ ἴδιος Παῦλος γράφει: «Κανένας ἀπ’ ὅσους ἐπιδίδονται στὴν ἀκολασία, στὴν ἀνηθικότητα, στὴν πλεονεξία —πού εἶναι οὐσιαστικὰ λατρεία τῶν εἰδώλων-δὲν θὰ ἔχει μερίδιο στὴ Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ καὶ Θεοῦ».

Ὥστε ἔχει ἀποδειχθεῖ πώς ὁ Κύριος εἶναι Θεὸς καὶ ὁ Θεὸς ὅτι εἶναι ὁ Κύριος. Ἂν ὅμως κι αὐτά δὲν τὰ παραδέχεσαι, ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες μ’ αὐτά πού φώναζαν στὴ χώρα τῶν Γεργεσηνῶν:«Ἐ, τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μέ μᾶς, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες ἐδῶ πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἂς σὲ πείσουν οἱ δαίμονες. Ἂν ἀπορρίπτεις τὴ μαρτυρία τοῦ Πέτρου καὶ ἀποστρέφεσαι τὴ φωνὴ τοῦ Εὐαγγελίου, σεβάσου αὐτά πού γράφει ὁ Μάρκος. Νὰ φοβηθεῖς τὰ λόγια του ἀγγέλου: «Αὐτός, πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο, εἶναι Σωτήρας, Χριστὸς καὶ Κύριος». Παρόλα αὐτά ἀπιστεῖς; Χαλιναγώγησε τὴν ὁρμή τῆς βλασφημίας σου καὶ παραδέξου αὐτό πού λέει ὁ ἄγγελος στὸ Εὐαγγέλιο, «Ἐμμανουήλ», δηλαδὴ «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Πρὶν ἀπὸ τὴ σύλληψή του ὀνομάζεται Θεός· καὶ ὅταν συλλαμβάνεται αὐτός στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου κατὰ Θεία οἰκονομία μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, ἀρνεῖσαι ὅτι εἶναι αὐτός Θεός; Ἂν ὅμως παραδέχεσαι ὅτι εἶναι Θεὸς αὐτός πού βρίσκεται στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου, ὁ Ὁποῖος πρὰγματι εἶναι, καὶ ὅτι ἑνώθηκε αὐτός ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τὴ σάρκα σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, γιατί ἀποφεύγεις τὴν Παρθένο νὰ τὴν ὀνομάσεις Θεοτόκο; Ἂν δὲν εἶναι Θεοτόκος, οὔτε Παρθένος εἶναι μετὰ τὴ γέννα της. Ἐγώ ὅμως ἰσχυρίζομαι ὅτι εὑρισκόμενος μὲ τὴ σύλληψη στὴν παρθενικὴ μήτρα, καθόταν στὴν πραγματικότητα στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα χωρὶς νὰ εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἁπλή βέβαια κι ὄχι πολύπλοκη ἡ Θεία φύση, ἀλλά δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ περιγραφεῖ. Εἶναι ἀμετάβλητη αὐτή ἡ φύση καὶ ἀναλλοίωτη ἡ οὐσία της. Αὐτόν πού βρίσκεται στοὺς κόλπους τοῦ Πατέρα, αὐτόν γέννησε τώρα ἡ Παρθένος, σύμφωνα μὲ τὸ σχέδιο τῆς Θείας οἰκονομίας. Ὅπως θέλησε εἰσῆλθε, ὅπως εὐδόκησε συνελήφθη στὴν κοιλιὰ τῆς Παρθένου καὶ ὅπως θέλησε γεννήθηκε.

Ἐσύ, ἄνθρωπέ μου, γιατί περιεργάζεσαι τὴ γέννησή του; Ἤ νὰ τόν φοβᾶσαι ὡς Θεὸ ἤ νὰ τὸν σέβεσαι ὡς Δεσπότη ἤ νὰ τὸν λατρεύεις ὡς Κτίστη καὶ Δημιουργὸ ἤ νὰ τὸν τρέμεις ὡς Κύριο ἤ νὰ φρίττεις ἐνώπιόν του ὡς σέ Κριτή. Θὰ σὲ κάνουν νὰ συνέλθεις οἱ δαίμονες, πού ἐδίωξαν τοὺς χοίρους καὶ ἔπνιξαν τὸ κοπάδι στὸν βυθὸ τῆς λίμνης. Ἐκεῖνοι, ἐπειδὴ κατάλαβαν ὅτι ἦταν ὁ Δεσπότης, λένε: «Τί δουλειὰ ἔχεις ἐσύ μὲ μᾶς Υἱέ τοῦ Θεοῦ, ἦλθες πρὶν τὴν ὥρα μας γιὰ νὰ μᾶς βασανίσεις;». Ἐκεῖνοι ἀποφεύγουν τὸν κίνδυνο καὶ τὴν ἀπειλή τοῦ βασανισμοῦ, ἐνῶ ἐσύ ἐπισύρεις κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ σου τὴν καταδίκη σὲ βασανισμό. Ἐκεῖνοι κατάλαβαν ὅτι αὐτός πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴ Μαρία εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Κριτὴς τοῦ σύμπαντος, καὶ ἐνῶ τὸν εἶδαν πρὶν ἀπὸ τὴν κρίση τὸν φοβήθηκαν, καὶ σὺ, ἐνῶ ἔχεις μπροστὰ αὐτήν τὴ μέλλουσα κρίση, τὴν καταφρονεῖς καὶ δὲν σαστίζεις; Καὶ τὰ ἐπαναλαμβάνω αὐτά καὶ δὲν θὰ σταματήσω νὰ τὰ ἐπαναλαμβάνω, διασαφηνίζοντας σὲ σᾶς τὸ θέμα τοῦ λόγου μου γιὰ νὰ εἶναι ξεκάθαρο, ὥστε μὲ ἀσφαλή γνώση νὰ ἔχετε ἀσάλευτη πίστη καὶ τὸ θεμέλιο τῆς πίστης, πού εἶναι ἡ ὁμολογία, νὰ τὸ κατέχετε σταθερά.

Πάλι θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸ θέμα μας, ἀποδεικνύοντας τὸν σωστὸ καὶ σταθερὸ δρόμο τῆς πίστης μας. Γιατί γιὰ μένα τὸ νὰ μιλῶ «δὲν εἶναι κόπος, ἐνῶ γιὰ σᾶς εἶναι ἀσφάλεια». Αὐτός ὁ Θεὸς μπῆκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος στὴν Παρθένο διὰ τῆς ἀκοῆς της, ὅπως εὐδόκησε κυοφορήθηκε, γεννήθηκε ὅπως θέλησε Ἐκεῖνος, εἰσῆλθε ἀσώματος ὅπως τὸ θέλησε, κυοφορήθηκε ὁ ἄχωρητος σ’ ἕνα σκεῦος μὲ περιορισμένη χωρητικότητα,

δηλαδὴ στὴ μήτρα τῆς Παρθένου, σύμφωνα μὲ τὴ Θεία οἰκονομία, ὅπως εὐδόκησε ὁ ἴδιος. Γεννήθηκε ὅπως τὸ θέλησε Θεὸς καὶ ἄνθρωπος συγχρόνως. Ἔγινε αὐτό πού δὲν ἦταν προηγουμένως, ἔχοντας τὴν ἀναλλοίωτη οὐσία αὐτοῦ πού ἦταν προηγουμένως. «Ἦταν βέβαια Θεὸς ὁ Λόγος καὶ ὁ Λόγος ἦταν μὲ τὸν Θεό», παρόλο πού ὁ Ἀπόστολος εἶπε: «Ὁ Θεὸς ἀπέστειλε τὸν Υἱό του, πού γεννήθηκε ἀπὸ μιὰ γυναίκα». Αὐτόν τὸν Υἱὸ ἔστειλε ὁ Θεὸς πού γεννιέται ἀπὸ γυναίκα, αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ ἀμόλυντη φύση, αὐτόν πού προῆλθε ἀπὸ ἄφραστη οὐσία, αὐτόν πού δὲν ἀποξενώθηκε ἀπό τούς πατρικοὺς κόλπους, αὐτόν πού δὲν ἐγκατέλειψε τὸν βασιλικὸ θρόνο, ἀλλά πού κυρίως αὐτός εἶναι ὁμόθρονος μὲ τὸν Πατέρα, ἀφοῦ μοιράζεται τὸν ἴδιο θρόνο, ὄχι βέβαια ἐξαιτίας τῆς Θείας χάρης, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς θεϊκῆς του φύσης καὶ τῆς πατρικῆς οὐσίας. Γιατί πές μου, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι χωρισμένοι, ἀφοῦ ὁ ἴδιος λέγει: «Ἔγω εἶμαι ἀχώριστος ἀπὸ τὸν Πατέρα, κι ὁ Πατέρας ἀπὸ μένα», καὶ ἀλλοῦ: «Καὶ ὁ Πατέρας μένοντας ἑνωμένος μὲ μένα, πραγματοποιεῖ τὰ ἔργα του»; Αὐτόν πού γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο, αὐτόν πρὶν γεννηθεῖ ὁ ἄγγελος τὸν ὀνόμασε Ἐμμανουήλ, δηλαδὴ, «Ὁ Θεὸς εἶναι μαζί μας». Αὐτόν ἀνέφερε ὁ προφήτης Ἠσαΐας, τὸ παιδὶ αὐτό πού θὰ προέλθει ἀπὸ τὴν Παρθένο, «θὰ εἶναι Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστῆς, ἀρχηγός τῆς εἰρήνης, πατέρας τοῦ μελλοντικοῦ αἰώνα».

Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο ἔγινε Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής; Ποιὸ παιδὶ πού γεννήθηκε προσείλκυσε ἀστέρι πού ἔδειχνε πού βρισκόταν τὸ βρέφος, μᾶλλον τοῦ Δεσπότη τὸ στενὸ κατάλυμμα; Ποιὸ παιδὶ προσκάλεσε Μάγους ἀπὸ τὴν ἀνατολὴ νὰ τὸ προσκυνήσουν; Σὲ ποιὸ παιδί, πού γεννήθηκε μὲ φυσικὸ τρόπο, πρόσφεραν ἄλλοτε, δῶρα οἱ Μάγοι; Ἂς ἐξετάσουμε τὰ δῶρα, ἂν προσφέρθηκαν σὲ ἀδύναμο ἄνθρωπο κι ὄχι σὲ Θεό, πού εἶναι βασιλιὰς καὶ ἄνθρωπος. Χρυσὸ ὡς βασιλιά, λιβάνι ὡς Θεὸ καὶ σμύρνα ὡς ἄνθρωπο, πού πρόκειται νὰ ἐνταφιαστεῖ. Χρυσάφι ὡς βασιλιὰ: «Θεέ μου, δῶσε στὸν βασιλιὰ καὶ στὸν γιὸ τοῦ βασιλιᾶ τὴ σύνεση καὶ τὴ σοφία». Αὐτήν τὴν προσφώνηση ἔκανε ὁ Δαβίδ. Ὕστερα ἀπ’ αὐτά ὁ ἄγγελος στὸν χαιρετισμὸ τῆς Μαρίας εἶπε: «Σ’ αὐτόν θὰ δώσει ὁ Κύριος ὁ Θεὸς τὸν θρόνο τοῦ Δαβίδ, τοῦ προπάτορά του. θὰ βασιλέψει γιὰ πάντα στοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰακὼβ καὶ ἡ βασιλεία του δὲν θὰ ἔχει τέλος».

Σ’ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ δύναμη στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Πηγή: www.imaik.gr

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΚΘ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
3:5-11, 17-19

Ἀδελφοί, Μωῡσῆς μὲν πιστὸς ἐν ὅλῳ τῷ οἴκῳ αὐτοῦ ὡς θεράπων, εἰς μαρτύριον τῶν λαληθησομένων, Χριστὸς δὲ ὡς υἱὸς ἐπὶ τὸν οἶκον αὐτοῦ, οὗ οἶκός ἐσμεν ἡμεῖς, ἐάνπερ τὴν παρρησίαν καὶ τὸ καύχημα τῆς ἐλπίδος μέχρι τέλους βεβαίαν κατάσχωμεν. Διό, καθὼς λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον· σήμερον ἐὰν τῆς φωνῆς αὐτοῦ ἀκούσητε, μὴ σκληρύνητε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν τῷ παραπικρασμῷ, κατὰ τὴν ἡμέραν τοῦ πειρασμοῦ ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὗ ἐπείρασάν με οἱ πατέρες ὑμῶν, ἐδοκίμασάν με, καὶ εἶδον τὰ ἔργα μου τεσσαράκοντα ἔτη. Διὸ προσώχθισα τῇ γενεᾷ ἐκείνῃ καὶ εἶπον· ἀεὶ πλανῶνται τῇ καρδίᾳ, αὐτοὶ δὲ οὐκ ἔγνωσαν τὰς ὁδούς μου· ὡς ὤμοσα ἐν τῇ ὀργῇ μου, εἰ εἰσελεύσονται εἰς τὴν κατάπαυσίν μου· τίσι δὲ προσώχθισε τεσσαράκοντα ἔτη; οὐχὶ τοῖς ἁμαρτήσασιν, ὧν τὰ κῶλα ἔπεσεν ἐν τῇ ἐρήμῳ; τίσι δὲ ὤμοσε μὴ εἰσελεύσεσθαι εἰς τὴν κατάπαυσιν αὐτοῦ εἰ μὴ τοῖς ἀπειθήσασι; καὶ βλέπομεν ὅτι οὐκ ἠδυνήθησαν εἰσελθεῖν δι᾿ ἀπιστίαν.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΤΗΣ ΦΑΡΜΑΚΟΛΥΤΡΙΑΣ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
3:23-29, 4:1-5

Ἀδελφοί, πρὸ τοῦ ἐλθεῖν τὴν πίστιν ὑπὸ νόμον ἐφρουρούμεθα συγκεκλεισμένοι εἰς τὴν μέλλουσαν πίστιν ἀποκαλυφθῆναι. Ὥστε ὁ νόμος παιδαγωγὸς ἡμῶν γέγονεν εἰς Χριστόν, ἵνα ἐκ πίστεως δικαιωθῶμεν· ἐλθούσης δὲ τῆς πίστεως οὐκέτι ὑπὸ παιδαγωγόν ἐσμεν. Πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ· ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Οὐκ ἔνι ᾿Ιουδαῖος οὐδὲ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ. Εἰ δὲ ὑμεῖς Χριστοῦ, ἄρα τοῦ ᾿Αβραὰμ σπέρμα ἐστὲ καὶ κατ᾿ ἐπαγγελίαν κληρονόμοι. Λέγω δέ, ἐφ᾿ ὅσον χρόνον ὁ κληρονόμος νήπιός ἐστιν, οὐδὲν διαφέρει δούλου, κύριος πάντων ὤν, ἀλλὰ ὑπὸ ἐπιτρόπους ἐστὶ καὶ οἰκονόμους ἄχρι τῆς προθεσμίας τοῦ πατρός. Οὕτω καὶ ἡμεῖς, ὅτε ἦμεν νήπιοι, ὑπὸ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου ἦμεν δεδουλωμένοι· ὅτε δὲ ἦλθε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸν υἱὸν αὐτοῦ, γενόμενον ἐκ γυναικός, γενόμενον ὑπὸ νόμον, ἵνα τοὺς ὑπὸ νόμον ἐξαγοράσῃ, ἵνα τὴν υἱοθεσίαν ἀπολάβωμεν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΙΔ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
9:42-50, 10:1

Εἶπεν ὁ Κύριος· ὃς ἂν σκανδαλίσῃ ἕνα τῶν μικρῶν τούτων τῶν πιστευόντων εἰς ἐμέ, καλόν ἐστιν αὐτῷ μᾶλλον εἰ περίκειται λίθος μυλικὸς περὶ τὸν τράχηλον αὐτοῦ καὶ βέβληται εἰς τὴν θάλασσαν. καὶ ἐὰν σκανδαλίζῃ σε ἡ χείρ σου, ἀπόκοψον αὐτήν· καλόν σοί ἐστι κυλλὸν εἰς τὴν ζωὴν εἰσελθεῖν, ἢ τὰς δύο χεῖρας ἔχοντα ἀπελθεῖν εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. καὶ ἐὰν ὁ πούς σου σκανδαλίζῃ σε, ἀπόκοψον αὐτόν· καλόν σοί ἐστιν εἰσελθεῖν εἰς τὴν ζωὴν χωλὸν, ἢ τοὺς δύο πόδας ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν, εἰς τὸ πῦρ τὸ ἄσβεστον, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. καὶ ἐὰν ὁ ὀφθαλμός σου σκανδαλίζῃ σε, ἔκβαλε αὐτόν· καλόν σοί ἐστι μονόφθαλμον εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, ἢ τοὺς δύο ὀφθαλμοὺς ἔχοντα βληθῆναι εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός, ὅπου ὁ σκώληξ αὐτῶν οὐ τελευτᾷ καὶ τὸ πῦρ οὐ σβέννυται. πᾶς γὰρ πυρὶ ἁλισθήσεται, καὶ πᾶσα θυσία ἁλὶ ἁλισθήσεται. καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας ἄναλον γένηται, ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσετε; ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς ἅλας καὶ εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις. Καὶ ἐκεῖθεν ἀναστὰς ἔρχεται εἰς τὰ ὅρια τῆς Ἰουδαίας διὰ τοῦ πέραν τοῦ Ἰορδάνου, καὶ συμπορεύονται πάλιν ὄχλοι πρὸς αὐτόν, καὶ ὡς εἰώθει, πάλιν ἐδίδασκεν αὐτούς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο (Ἅγιος Ιουστίνος Πόποβιτς)

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Κατὰ τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο ( Ἰωάν. 1, 14). Αὐτὴ εἶναι ἡ πρώτη καὶ ἡ μεγαλυτέρα χαρμόσυνος ἀγγελία, τὸ πιὸ μεγάλο «εὐαγγέλιον», ποὺ ἦτο δυνατὸν νὰ δώσῃ ὁ Θεὸς εἰς τὸν ἄνθρωπον καὶ ὁ οὐρανὸς εἰς τὴν γῆν. Ἐὰν θέλετε, ὁλόκληρον τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς ἀποτελεῖται ἀπὸ τέσσαρες λέξεις: «ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Ἔξω ἀπὸ αὐτὸ καὶ χωρὶς αὐτό, ἄλλος εὐαγγελισμὸς δὲν ὑπάρχει διὰ τὸν ἄνθρωπον, οὔτε εἰς αὐτὸν οὔτε εἰς τὸν ἄλλον κόσμον.

Ἐδῶ εὑρίσκεται κάθε τί, τὸ ὁποῖον εἶναι αἰωνίως ἀναγκαῖον διὰ τὴν ἀνθρωπίνην ὕπαρξιν εἰς ὅλους τοὺς κόσμους. Μοναδικὸν χαρμόσυνον μήνυμα διὰ τὴν ὕλην εἰς ὅλας τὰς μορφάς της. Ἀπὸ τὴν πλέον σκληρὰν καὶ πυκνὴν ὕλην τοῦ ἀδάμαντος, μέχρι τὴν πλέον λεπτὴν καὶ ἀφανὴ τοῦ ἠλεκτρονίου καὶ φωτονίου. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο». Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Λόγος ἔγινε Θεοσάρξ, οὕτως ὥστε οὔτε ὁ Θεὸς παύει νὰ εἶναι Θεός, οὔτε ἡ σὰρξ νὰ εἶναι σάρξ. Μόνον ποὺ ἡ σὰρξ ἐν τῇ μυστικῇ ἀλλὰ πραγματικῇ ἑνώσει της μὲ τὸν Θεὸν ζῇ καὶ ἀκτινοβολεῖ ὅλας τὰς τελειότητας τοῦ Θεοῦ. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο» σημαίνει: ὁ Λόγος ἔγινε ψυχή, Θεο-ψυχή, ἀλλὰ παρὰ ταῦτα ὁ Θεὸς παραμένει Θεὸς καὶ ἡ ψυχὴ ψυχή. Μόνον ποὺ ἡ ψυχὴ περιπατεῖ εἰς τοὺς δρόμους τῶν αἰωνίων καὶ χαροποιῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ εἰς ὅλους τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους κόσμους.

«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σημαίνει καὶ τοῦτο: ὁ Λόγος ἔγινεν αἴσθησις, Θεο-αἴσθησις. Ἐν τούτοις, ὁ Θεὸς δὲν παύει νὰ εἶναι Θεός, ἂν καὶ ἔγινεν ἀνθρωπίνη αἴσθησις, ἐνῷ πάλιν ἡ αἴσθησις παραμένει ἀνθρωπίνη αἴσθησις. Μὲ τὴν διαφορὰν ὅτι ἡ αἴσθησις ζῇ ὅλον τὸ θεῖον ἄπειρον ὡς ἰδικόν της.

«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», σημαίνει ἀκόμη καὶ τοῦτο: ὁ Λόγος ἔγινε κτίσμα, Θεο-κτίσμα, «ὁ ὢν γίνεται, ὁ ἄκτιστος κτίζεται, ὁ ἀχώρητος χωρεῖται» (ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος 45, 9. ΡG36, 633-6). Μὲ αὐτὸ ἡ φύσις τοῦ Θεοῦ δὲν χάνει τὰ θεῖα της ἰδιώματα, ὅπως καὶ ἡ φύσις τοῦ κτίσματος δὲν χάνει τὰ κτιστά της ἰδιώματα. Μόνον ποὺ τὸ κτίσμα περνᾶ διὰ μέσου θαυμαστῶν μεταμορφώσεων, αἱ ὁποῖαι τὸ ὁδηγοῦν ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν.

«Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο», τέλος, σημαίνει: ὁ Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος, πλήρης ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ἐν τούτοις, ὁ Θεὸς παραμένει εἰς τὰ ὅριά Του καὶ ὁ ἄνθρωπος εἰς τὰ ἰδικά του, ἂν καὶ εἶναι ἡνωμένοι στενώτατα, ἀδιαιρέτως καὶ ἀχωρίστως. Μόνον πὼς ὁ ἄνθρωπος οἰκειοποιεῖται ὅλας τὰς ἀπορρήτους τελειότητας τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποκτᾶ τὴν θείαν αἰωνιότητα καὶ τὴν θείαν δόξαν, γίνεται «ὁμόθεος», κατὰ τὴν ἔκφρασιν τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινεν ἄνθρωπος διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὸν ἄνθρωπον πρὸς τὸ ἀρχέτυπόν του, πρὸς τὸν Δημιουργόν του, διότι ὁ ἄνθρωπος ἐδημιουργήθη εἰς τὴν ἀρχὴν διὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου ἔχων τὸν χαρακτήρα τοῦ Θείου Λόγου (Γεν. 1, 26-27. Ἰωάν. 1, 9. Κολ. 3, 10).

Ὁ Θεὸς Λόγος ἔγινε σὰρξ διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν σάρκα εἰς τὴν πρωταρχικήν της κατάστασιν, διότι πᾶν ὃ γέγονεν διὰ τοῦ Θεοῦ Λόγου γέγονεν (Ἰωάν. 1, 3. Κολ. 1, 16). Ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Λόγος εἶναι ὁ δημιουργὸς ὅλης τῆς κτίσεως, Αὐτὸς εἶναι καὶ τὸ θεμέλιον ὁλοκλήρου τοῦ κοσμικοῦ οἰκοδομήματος (πρβλ. ἁγ. Μαξίμου, ΡG91, 668 καὶ 1308-9).

Ἡ ἁμαρτία καὶ τὸ κακὸν ἀποτελοῦν τὴν τραγικὴν καὶ παράλογον ἀπόπειραν τοῦ ἀνθρώπου νὰ ἀπομακρύνῃ τὸν Θεὸν Λόγον ἐκ τῶν θεμελίων τοῦ σύμπαντος. Ὁ Θεὸς Λόγος ἐσαρκώθη διὰ νὰ ἐπαναφέρῃ τὴν κτίσιν πρὸς τὸν Δημιουργόν, διότι Αὐτὸς εἶναι τὸ πρῶτον θεμέλιόν της καὶ ἡ βάσις της. Διὰ τοῦτο δικαίως εὐαγγελίζεται ὁ θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος ὅτι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς ἀποτελεῖ τὸ μοναδικὸν ἀρραγὲς καὶ αἰώνιον θεμέλιον καὶ ὅτι «θεμέλιον ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον» (Α΄ Κορ. 3, 11).

Ὅποιος θεμελιώνει καὶ οἰκοδομεῖ ἐπ’ αὐτῆς τῆς ἀρραγοῦς καὶ ἀσαλεύτου Πέτρας τοῦ σύμπαντος εἶναι «ἀνὴρ φρόνιμος», ἡ προσωπικότης του ἔχει λογοποιηθῇ, ἔχει δηλαδὴ ἑνωθῇ μὲ ὅλα τὰ αἰώνια ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ Λόγου, διὰ τοῦτο καὶ παραμένει ἀκλόνητος εἰς ὅλας τὰς θυέλλας καὶ τὰς καταιγίδας τῶν ἀνθρωπίνων σεισμῶν καὶ τοῦ χάους (πρβλ. Ματθ. 5, 24 – 25. Ρωμ. 8, 35 – 39). Μὲ τὴν ἐνανθρώπησίν Του ὁ Θεὸς Λόγος ἔδειξεν ὅτι ὁ Θεῖος Λόγος εἶναι ἡ οὐσία τῆς φύσεώς μας, τὸ θεμέλιον τοῦ ἀνθρωπίνου εἶναι μας, ἡ βάσις τῆς ἀνθρωπίνης μας ζωῆς καὶ ὑπάρξεως.

Ἡ καταγωγή μας εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, διὰ τοῦτο καὶ τὸ εἶναι μας καὶ ἡ ζωή μας καὶ ἡ ὕπαρξίς μας ἐξαρτῶνται ἐξ ὁλοκλήρου ἀπὸ τὸν Θεὸν (πρβλ. Πράξ. 17, 28. Κολ. 3, 1-4). Πράγματι, κατὰ τὸ ἀρχέτυπόν της καὶ κατὰ τὴν ἐσωτάτην οὐσίαν της, ὅλη ἡ κτίσις εἶναι ἀπὸ τὸν Λόγον καὶ διὰ τὸν Λόγον (Κολ. 1, 16-17). Εἰς Αὐτόν, δι’ Αὐτοῦ καὶ ἐν Αὐτῷ τὰ πάντα ἐπαναφέρονται εἰς τὴν ἔλλογον (logosni) καταγωγὴν καὶ ὕπαρξίν των⋅εἰς τὴν ἀρχέγονον ἁγιότητα καὶ τὸ κάλλος καὶ τὴν δύναμίν των⋅εἰς ἐκεῖνο τὸ «γενηθήτω» καὶ «ἐγένετο»⋅εἰς τὸν ἰδικόν των παράδεισον. Διότι εἰς τὸν Λόγον εὑρίσκεται ὁ παράδεισος, ἐνῷ ἐκτὸς τῆς λογικότητος, ἡ κόλασις. […] Δι’ ὅλα αὐτὰ ἡ ἡμέρα τῆς Γεννήσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου ἐν σαρκὶ – τὰ Χριστούγεννα – εἶναι ἑορτὴ θαυμαστὴ καὶ διὰ τὸ μεγαλεῖον της καὶ διὰ τὸ μυστήριόν της καὶ διὰ τὸ νόημά της.

Ἑορτάζοντες τὰ Χριστούγεννα, οὐσιαστικῶς ὁμολογοῦμεν καὶ δοξάζομεν τὸ μοναδικὸν ἀληθινὸν νόημα καὶ τὸν λόγον τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος, τῆς ἀνθρωπίνης σκέψεως, τῆς ἀνθρωπίνης αἰσθήσεως, τῆς ἀνθρωπίνης ζωῆς. Διότι κατὰ τὴν ἡμέραν τῆς τοῦ Κυρίου Γεννήσεως «ἀνέτειλε τῷ κόσμῳ τὸ φῶς τὸ τῆς γνώσεως», τοῦ θείου νοήματος, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν κόσμον μέχρι τῶν περάτων του, καὶ ἀπεκάλυψεν εἰς ἡμᾶς τὸ αἰώνιον νόημα καὶ τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἐν τῷ κόσμῳ ἀνθρώπου.

Εἰς τὴν Γέννησιν τοῦ Χριστοῦ μας ἐδόθη ἡ ἀποκάλυψις καὶ τὸ νόημα τόσον τοῦ μυστηρίου τοῦ ἀνθρώπου, ὅσον καὶ τοῦ μυστηρίου τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς. Διὰ τοῦτο μᾶς εἶναι ἀγαπητὸς ὁ ἄνθρωπος: διότι ἀνήκει εἰς τὸν Θεὸν Λόγον καί, ἐξ αἰτίας αὐτοῦ, εἶναι λογικός⋅Ἀλλὰ μᾶς εἶναι ἀγαπητὴ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ ἀνθρώπου, διότι ἀνήκει καὶ αὐτὴ εἰς τὸν Λόγον καί, δι’ αὐτό, εἶναι λογική⋅καὶ ἡ σκέψις τοῦ ἀνθρώπου μᾶς εἶναι ἀγαπητή, διότι ἀνήκει εἰς τὸν Λόγον καί, δι’ αὐτὸ εἶναι, λογική καὶ ἡ αἴσθησις τοῦ ἀνθρώπου ἐπίσης, διότι ἀνήκει εἰς τὸν Λόγον καί, δι’ αὐτὸ εἶναι καὶ αὐτὴ λογική⋅κατὰ τὸν ἴδιον τρόπον καὶ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου, διότι εἶναι τοῦ Λόγου, καὶ δι’ αὐτὸ λογική⋅μᾶς εἶναι ἀγαπητὸς καὶ ὁ κόσμος ἀκόμη, διότι εἶναι τοῦ Θεοῦ Λόγου, καὶ δι’ αὐτὸ καὶ αὐτὸς λογικός⋅καθὼς καὶ ὁ οὐρανός, διότι καὶ αὐτὸς εἶναι τοῦ Λόγου, καὶ διὰ τοῦτο, λογικός.

Μὲ τὴν γέννησιν τοῦ Θεοῦ ἐν σώματι, ἐγεννήθη εἰς αὐτὸν τὸν κόσμον ὅλος ὁ Θεός, ὅλη ἡ Ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὅλη ἡ Ἀγαθότης τοῦ Θεοῦ, ὅλον τὸ Ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο ὅλοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὸν Θεὸν καὶ τὴν Δικαιοσύνην Αὐτοῦ, μέσα εἰς τὴν πνευματικὴν ἔξαρσιν καὶ τὴν ἄπειρον χαράν των, χαιρετίζουν ὅλα τὰ ὄντα καὶ ὅλην τὴν κτίσιν μὲ τὸν χριστουγεννιάτικον χαιρετισμόν: Χριστὸς ἐγεννήθη! ἐνῷ ἀπὸ τὰ χριστονοσταλγικὰ βάθη τῶν ὄντων καὶ τῆς κτίσεως ἀντηχεῖ συγκινητικὴ ἡ ἀπάντησις: Ἀληθῶς ἐγεννήθη!

Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ἄνθρωπος καὶ Θεάνθρωπος», ἐκδ. «Ἀστήρ».

Πηγή: www.imaik.gr

Εἰς τό Γενέθλιον τοῦ Κυρίου Ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ (Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου)

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Μυστήριο παράξενο καὶ παράδοξο ἀντικρύζω. Βοσκῶν φωνὲς φτάνουν στ’ αὐτιά μου. Δὲν παίζουν σήμερα μὲ τὶς φλογέρες τοὺς κάποιον τυχαῖο σκοπό. Τὰ χείλη τοὺς ψάλλουν ὕμνο οὐράνιο.

Οἱ ἄγγελοι ὑμνολογοῦν, οἱ ἀρχάγγελοι ἀνυμνοῦν, ψάλλουν τὰ Χερουβεὶμ καὶ δοξολογοῦν τὰ Σεραφείμ. Πανηγυρίζουν ὅλοι, βλέποντας τὸ Θεὸ στὴ γῆ καὶ τὸν ἄνθρωπο στοὺς οὐρανούς.

Σήμερα ἡ Βηθλεὲμ μιμήθηκε τὸν οὐρανό: Ἀντὶ γι’ ἀστέρια, δέχτηκε τοὺς ἀγγέλους· ἀντὶ γιὰ ἥλιο, δέχτηκε τὸν Ἥλιο τῆς δικαιοσύνης. Καὶ μὴ ζητᾶς νὰ μάθεις τὸ πῶς. Γιατί ὅπου θέλει ὁ Θεός, ἀνατρέπονται οἱ φυσικοὶ νόμοι.

Ἐκεῖνος λοιπὸν τὸ θέλησε. Καὶ τὸ ἔκανε. Κατέβηκε στὴ γῆ κι ἔσωσε τὸν ἄνθρωπο. Ὅλα συνεργάστηκαν μαζί Του γι’ αὐτὸν τὸ σκοπό.

Σήμερα γεννιέται Αὐτὸς ποὺ ὑπάρχει αἰώνια, καὶ γίνεται αὐτὸ ποὺ ποτὲ δὲν ὑπῆρξε. Εἶναι Θεὸς καὶ γίνεται ἄνθρωπος! Γίνεται ἄνθρωπος καὶ πάλι Θεὸς μένει!

Ὅταν γεννήθηκε, οἱ Ἰουδαῖοι δὲν δέχονταν τὴν παράδοξη γέννησή Του: Ἀπὸ τὴ μία οἱ Φαρισαῖοι παρερμήνευαν τὰ ἱερὰ βιβλία· κι ἀπὸ τὴν ἄλλη οἱ γραμματεῖς δίδασκαν ἀλλὰ ἀντὶ ἄλλων. OἩρώδης πάλι, ζητοῦσε νὰ βρεῖ τὸ νεογέννητο Βρέφος ὄχι γιὰ νὰ τὸ τιμήσει, μὰ γιὰ νὰ τὸ θανατώσει.

Ἐ λοιπόν, ὅλοι αὐτοὶ σήμερα τρίβουν τὰ μάτια τους, βλέποντας τὸ Βασιλιὰ τ’ οὐρανοῦ νὰ βρίσκεται στὴ γῆ μ’ ἀνθρώπινη σάρκα, γεννημένος ἀπὸ παρθενικὴ μήτρα.

Καὶ ἦρθαν οἱ βασιλιάδες νὰ προσκυνήσουν τὸν ἐπουράνιο Βασιλιὰ τῆς δόξας.

Ἦρθαν οἱ στρατιῶτες νὰ ὑπηρετήσουν τὸν Ἀρχιστράτηγο τῶν οὐράνιων Δυνάμεων.

Ἦρθαν οἱ γυναῖκες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ μετέβαλε τὶς λύπες τῆς γυναίκας σὲ χαρά.

Ἦρθαν οἱ παρθένες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ δημιούργησε τοὺς μαστοὺς καὶ τὸ γάλα, καὶ τώρα θηλάζει ἀπὸ Μητέρα Παρθένο.

Ἦρθαν τὰ νήπια νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε νήπιο, γιὰ νὰ συνθέσει δοξολογικὸ ὕμνο «ἀπ’ τὰ στόματα τῶν νηπίων» (Ψάλμ. 8:3).

Ἦρθαν τὰ παιδιὰ νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἡ μανία τοῦ Ἡρώδη τὰ ἀνέδειξε σὲ πρωτομάρτυρες.

Ἦρθαν οἱ ποιμένες νὰ προσκυνήσουν τὸν καλὸ Ποιμένα, ποὺ θυσίασε τὴ ζωή Του γιὰ χάρη τῶν προβάτων.

Ἦρθαν οἱ ἱερεῖς νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἔγινε ἀρχιερέας ὅπως ὁ Μελχισεδὲκ (Ἑβρ. 5:10).

Ἦρθαν οἱ δοῦλοι νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ πῆρε μορφὴ δούλου, γιὰ νὰ μετατρέψει τὴ δουλεία μᾶς σ’ ἐλευθερία.

Ἦρθαν οἱ ψαράδες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ τοὺς μετέβαλε σὲ «ψαράδες ἀνθρώπων» (Μάτθ. 4:19)

Ἦρθαν οἱ τελῶνες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ ἀπὸ τοὺς τελῶνες ἀνέδειξε εὐαγγελιστή.

Ἦρθαν οἱ πόρνες νὰ προσκυνήσουν Ἐκεῖνον ποὺ παρέδωσε τὰ πόδια του στὰ δάκρυα μίας πόρνης.

Κοντολογίς, ἦρθαν ὅλοι οἱ ἁμαρτωλοὶ νὰ δοῦν τὸν Ἀμνὸ τοῦ Θεοῦ, ποὺ σηκώνει στοὺς ὤμους Τοῦ τὴν ἁμαρτία τοῦ κόσμου:

Οἱ μάγοι γιὰ νὰ Τὸν προσκυνήσουν·

οἱ ποιμένες γιὰ νὰ Τὸν δοξολογήσουν·

οἱ τελῶνες γιὰ νὰ Τὸν κηρύξουν·

οἱ πόρνες γιὰ νὰ Τοῦ προσφέρουν μύρα·

ἡ Σαμαρείτισσα γιὰ νὰ ξεδιψάσει·

ἡ Χαναναία γιὰ νὰ εὐεργετηθεῖ.

Ἀφοῦ λοιπὸν ὅλοι σκιρτοῦν ἀπὸ χαρά, θέλω κι ἐγὼ νὰ σκιρτήσω, θέλω νὰ χορέψω, θέλω νὰ πανηγυρίσω. Δίχως κιθάρα, δίχως αὐλό, δίχως λαμπάδες ἀναμμένες στὰ χέρια μου. Πανηγυρίζω κρατώντας, ἀντὶ γι’ αὐτά, τὰ σπάργανα τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὰ εἶναι ἡ ἐλπίδα μου, αὐτὰ ἡ ζωή μου, αὐτὰ ἡ σωτηρία μου, αὐτὰ ὁ αὐλός μου, αὐτὰ ἡ κιθάρα μου. Γι’ αὐτὸ τὰ ‘χω μαζί μου: Γιὰ νὰ πάρω ἀπὸ τὴ δύναμή τους δύναμη, γιὰ νὰ φωνάξω μαζὶ μὲ τοὺς ἀγγέλους, «δόξα στὸν ὕψιστο Θεό», καὶ μὲ τοὺς ποιμένες, «καὶ εἰρήνη στὴ γῆ, εὐλογία στοὺς ἀνθρώπους» (Λούκ. 2:14).

Καὶ ξέρετε γιατί; Γιατί Ἐκεῖνος ποὺ προαιώνια γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα ἀνεξήγητα, γεννιέται σήμερα ἀπὸ παρθένα ὑπερφυσικά. Τὸ πώς, τὸ γνωρίζει ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἐμεῖς μόνο τοῦτο μποροῦμε νὰ ποῦμε: Πὼς ἀληθινὴ εἶναι καὶ ἡ οὐράνια γέννησή του, ἀδιάψευστη εἶναι καὶ ἡ ἐπίγεια. Ἀλήθεια εἶναι ὅτι γεννήθηκε Θεὸς ἀπὸ Θεό, ἀλήθεια εἶναι καὶ ὅτι γεννήθηκε ἄνθρωπος ἀπὸ παρθένα. Στὸν οὐρανὸ εἶναι ὁ μόνος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὸν Πατέρα μόνο, γιὸς Τοῦ μονογενής. Καὶ στὴ γῆ εἶναι ὁ μόνος ποὺ γεννήθηκε ἀπὸ τὴν Παρθένο μόνο, γιὸς τῆς μονογενής. Ὅπως στὴν περίπτωση τῆς οὐράνιας γεννήσεώς Του εἶναι ἀσέβεια νὰ σκεφτοῦμε μητέρα, ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τῆς ἐπίγειας γεννήσεώς Του εἶναι βλασφημία νὰ ὑποθέσουμε πατέρα. Ὁ Θεὸς Τὸν γέννησε μὲ τρόπο θεϊκό. Ἡ Παρθένος Τὸν γέννησε μὲ τρόπο ὑπερφυσικό. Ἔτσι, οὔτε ἡ οὐράνια γέννησή Του μπορεῖ νὰ ἐξηγηθεῖ, οὔτε ἡ ἐνανθρώπησή Του μπορεῖ νὰ ἐρευνηθεῖ. Τὸ ὅτι Τὸν γέννησε ἡ Παρθένος σήμερα τὸ γνωρίζω. Τὸ ὅτι Τὸν γέννησε ὁ Θεὸς προαιώνια τὸ πιστεύω. Κι ἔχω μάθει νὰ τιμῶ σιωπηλὰ τὴ γέννησή Του, χωρὶς φιλοπερίεργες ἔρευνες κι ἀνώφελες συζητήσεις. Γιατί, σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τὸ Θεό, δὲν πρέπει νὰ στέκεται κανεὶς στὴ φυσικὴ ἐξέλιξη τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ νὰ πιστεύει στὴ δύναμη Ἐκείνου ποὺ κατευθύνει τὰ πάντα.

Τί φυσικότερο ἀπ’ τὸ νὰ γεννήσει μία παντρεμένη γυναίκα; Ἀλλὰ καὶ τί πιὸ παράδοξο ἀπ’ τὸ νὰ γεννήσει παιδὶ μία παρθένα, δίχως ἄνδρα, καὶ νὰ παραμείνει παρθένα;

Γι’ αὐτὸ λοιπὸν μποροῦμε νὰ ἐρευνοῦμε ὅ,τι γίνεται σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους. Ὅ,τι ὅμως συμβαίνει μὲ τρόπο ὑπερφυσικό, ἂς τὸ σεβόμαστε σιωπηλά. Ὄχι γιατί εἶναι ἐπικίνδυνο, ἀλλὰ γιατί εἶναι ἀνερμήνευτο.

Φόβο νιώθω μπροστὰ στὸ θεῖο μυστήριο.

Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ λαλήσω;

Βλέπω ἐκείνη ποὺ γέννησε. Βλέπω κι Ἐκεῖνον ποὺ γεννήθηκε. Ἀλλὰ τὸν τρόπο τῆς γεννήσεως δὲν μπορῶ νὰ τὸν καταλάβω. Ὅπου θέλει, βλέπετε, ὁ Θεός, νικῶνται οἱ φυσικοὶ νόμοι. Ἔτσι ἔγινε κι ἐδῶ: Παραμερίστηκε ἡ φυσικὴ τάξη καὶ ἐνέργησε ἡ θεία θέληση.

Πόσο ἀνέκφραστη εἶναι ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ!

Ὁ προαιώνιος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ ἄφθαρτος καὶ ἀόρατος καὶ ἀσώματος, κατοίκησε μέσα στὸ φθαρτὸ καὶ ὁρατὸ σῶμα μας. Γιὰ ποιὸ λόγο; Νά, ὅπως ξέρετε, ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι πιστεύουμε περισσότερο σ’ ὅ,τι βλέπουμε παρὰ σ’ ὅ,τι ἀκοῦμε. Στὰ ὁρατὰ πιστεύουμε. Στ’ ἀόρατα ὄχι. Ἔτσι δὲν πιστεύαμε στὸν ἀόρατο ἀληθινὸ Θεό, ἀλλὰ λατρεύαμε ὁρατὰ εἴδωλα μὲ μορφὴ ἀνθρώπων.

Δέχτηκε λοιπὸν ὁ Θεὸς νὰ παρουσιαστεῖ μπροστὰ μας μὲ ὁρατὴ μορφὴ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ διαλύσει μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο κάθε ἀμφιβολία γιὰ τὴν ὕπαρξή Του. Κι ὕστερα, ἀφοῦ μᾶς διδάξει μὲ τὴν αἰσθητὴ καὶ ἀναμφισβήτητη παρουσία Του, νὰ μᾶς ὁδηγήσει εὔκολα στὴν ἀληθινὴ πίστη, στ’ ἀόρατα καὶ ὑπερφυσικά.

Κατάπληξη μὲ γεμίζει τὸ θαῦμα!

Παιδὶ βλέπω τὸν προαιώνιο Θεό!

Σὲ φάτνη ἀναπαύεται, Αὐτὸς ποὺ ἔχει θρόνο τὸν οὐρανό!

Χέρια ἀνθρώπινα ἀγγίζουν τὸν ἀπρόσιτο κι ἀσώματο!

Μὲ σπάργανα εἶναι σφιχτοδεμένος, Αὐτὸς ποὺ σπάει τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας!

Ὅμως… τοῦτο εἶναι τὸ θέλημά Του: Τὴν ἀτιμία νὰ μεταβάλει σὲ τιμή· μὲ δόξα νὰ ντύσει τὴν εὐτέλεια· καὶ τὴν προσβολὴ σ’ ἀρετὴ νὰ μεταπλάσει.

Πῆρε τὸ σῶμα μου. Μοῦ προσφέρει τὸ Πνεῦμα Του. Μοῦ χαρίζει τὸ θησαυρὸ τῆς αἰώνιας ζωῆς, παίρνοντας ἀλλὰ καὶ δίνοντάς μου: Παίρνει τὴ σάρκα μου γιὰ νὰ μὲ ἁγιάσει· μοῦ δίνει τὸ Πνεῦμα Του γιὰ νὰ μὲ σώσει.

«Νά, ἡ παρθένος θὰ μείνει ἔγκυος» (Ἤσ. 7:14).

Τὰ λόγια εἶναι τῆς συναγωγῆς, μὰ τὸ ἀπόκτημα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ συναγωγὴ ἔβαψε τὸ νῆμα· ἡ Ἐκκλησία φόρεσε τὴ βασιλικὴ στολή.

Ἡ Ἰουδαία Τὸν γέννησε· ἡ οἰκουμένη Τὸν ὑποδέχτηκε.

Ἡ συναγωγὴ Τὸν θήλασε καὶ Τὸν ἔθρεψε· ἡ Ἐκκλησία Τὸν παρέλαβε καὶ ὠφελήθηκε.

Στὴ συναγωγὴ βλάστησε τὸ κλῆμα· ἐμεῖς ὅμως ἀπολαμβάνουμε τὰ σταφύλια τῆς ἀλήθειας.

Ἡ συναγωγὴ τρύγησε τὰ σταφύλια· οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως πίνουν τὸ μυστικὸ πιοτό.

Ἐκείνη ἔσπειρε στὴν Ἰουδαία τὸ σπόρο· οἱ εἰδωλολάτρες ὅμως θέρισαν τὸ στάχυ μὲ τὸ δρεπάνι τῆς πίστεως. Αὐτοὶ ἔκοψαν μὲ σεβασμὸ τὸ ρόδο, καὶ στοὺς Ἰουδαίους ἔμεινε τὸ ἀγκάθι τῆς ἀπιστίας.

Τὸ πουλάκι πέταξε, κι αὐτοὶ οἱ ἀνόητοι κάθονται καὶ φυλᾶνε ἀκόμα τὴ φωλιά.

Οἱ Ἰουδαῖοι πασχίζουν νὰ ἑρμηνεύσουν τὸ βιβλίο τοῦ γράμματος, καὶ οἱ εἰδωλολάτρες τρυγοῦν τὸν καρπὸ τοῦ Πνεύματος.

«Νά, ἡ παρθένος θὰ μείνει ἔγκυος».

Πές μου, Ἰουδαῖε, πές μου λοιπόν, ποιὸν γέννησε;

Δεῖξε, σὲ παρακαλῶ, θάρρος, ἔστω καὶ σὰν ἐκεῖνο ποὺ ἔδειξες μπροστὰ στὸν Ἡρώδη. Ἀλλὰ δὲν ἔχεις θάρρος. Καὶ ξέρω γιατί. Γιατί εἶσαι ἐπίβουλος. Στὸν Ἡρώδη μίλησες γιὰ νὰ Τὸν ἐξολοθρεύσει· καὶ σ’ ἐμένα δὲν μιλᾶς γιὰ νὰ μὴν Τὸν προσκυνήσω.

Ποιὸν λοιπὸν γέννησε; Ποιόν;

Τὸ Δημιουργό της κτίσεως. Κι ἂν ἐσὺ σωπαίνεις, ἡ φύση τὸ βροντοφωνάζει. Τὸν γέννησε λοιπὸν μὲ τὸν τρόπο ποὺ ὁ ἴδιος θέλησε νὰ γεννηθεῖ. Στὴ φύση δὲν ὑπῆρχε ἡ δυνατότητα μίας τέτοιας γεννήσεως. Ἐκεῖνος ὅμως, ὡς κύριος της φύσεως, ἐπινόησε τρόπο γεννήσεως παράδοξο. Κι ἔδειξε ἔτσι ὅτι, καὶ ἄνθρωπος ποὺ ἔγινε, δὲν γεννήθηκε σὰν ἄνθρωπος, μὰ ὅπως μόνο σὲ Θεὸ ταιριάζει.

Ἐκεῖνος ποὺ ἔπλασε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ παρθένα γῆ, Ἐκεῖνος ποὺ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ κατόπιν ἔκαμε γυναίκα, γεννήθηκε σήμερα ἀπὸ παρθένα κόρη ποὺ νίκησε τὴ φύση, ξεπερνώντας τὸ νόμο τοῦ γάμου.

Ὁ Ἀδὰμ τότε, χωρὶς νὰ ἔχει γυναίκα, γυναίκα ἀπόκτησε.

Ἡ Παρθένος τώρα, χωρὶς νὰ ἔχει ἄνδρα, ἄνδρα γέννησε.

Καὶ γιατί ἔγινε αὐτό; Νὰ γιατί:

Οἱ γυναῖκες εἶχαν ἕνα παλαιὸ χρέος πρὸς τοὺς ἄνδρες, ἀφοῦ ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ εἶχε βλαστήσει γυναίκα χωρὶς τὴ μεσολάβηση ἄλλης γυναίκας. Γιὰ αὐτὸ ἡ Παρθένος σήμερα, ξεπληρώνοντας στοὺς ἄνδρες τὸ χρέος τῆς Εὕας, γέννησε χωρὶς ἄνδρα, δείχνοντας ἔτσι τὴν ἰσοτιμία τῆς φύσεως.

Σῶος ἔμεινε ὁ Ἀδὰμ μετὰ τὴν ἀφαίρεση τῆς πλευρᾶς του.

Ἀδιάφθορη ἔμεινε κι ἡ Παρθένος μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Βρέφους.

Ἀλλὰ πρόσεξε καὶ κάτι ἀκόμα:

Δὲν ἔπλασε ὁ Κύριος κάποιο ἄλλο σῶμα γιὰ νὰ ἐμφανιστεῖ στὴ γῆ. Πῆρε τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ νὰ μὴ φανεῖ ὅτι περιφρονεῖ τὴν ὕλη ἀπὸ τὴν ὁποία δημιουργήθηκε ὁ Ἀδάμ. Ἦρθαν ἔτσι, Θεὸς καὶ ἄνθρωπος, σὲ μυστικὴ ἕνωση. Κι ὁ διάβολος, ποὺ εἶχε ὑποδουλώσει τὸν ἄνθρωπο, τράπηκε σὲ φυγή.

Ὁ Θεὸς γίνεται ἄνθρωπος, ἀλλὰ γεννιέται ὡς Θεός. Ἂν προερχόταν, ὅπως ἐγώ, ἀπὸ ἕναν κοινὸ γάμο, πολλοὶ θὰ θεωροῦσαν ἀπάτη τὴ γέννησή Του. Γι’ αὐτὸ γεννιέται ἀπὸ παρθένα· γι’ αὐτὸ διατηρεῖ τὴ μήτρα τῆς ἄθικτη· γι’ αὐτὸ διαφυλάσσει τὴν παρθενία τῆς ἀκέραιη: Γιὰ νὰ γίνει ὁ παράξενος τρόπος τῆς γεννήσεως αἰτία ἀκλόνητης πίστεως.

Σ’ αὐτὸν λοιπὸν ποὺ θ’ ἀμφισβητήσει τὴν ἄσπορη γέννηση τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, θὰ ἐπικαλεστῶ ὡς μάρτυρα τὴν ἀμόλυντη σφραγίδα τῆς παρθενίας.

Πές μου λοιπόν, Ἰουδαῖε, γέννησε ἡ Παρθένος ἢ ὄχι; Κι ἂν μὲν γέννησε, γιατί δὲν ὁμολογεῖς τὴν ὑπερφυσικὴ γέννηση; Ἂν πάλι δὲν γέννησε, γιατί ἐξαπάτησες τὸν Ἡρώδη; Ὅταν ἐκεῖνος ζητοῦσε νὰ μάθει ποὺ θὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός, ἐσὺ δὲν εἶπες «στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας» (Μάτθ. 2:4); Μήπως ἐγὼ γνώριζα τὴν πόλη ἢ τὸν τόπο; Μήπως ἐγὼ γνώριζα τὴν ἀξία τοῦ Βρέφους ποῦ ἦρθε στὸν κόσμο; Ὁ Ἠσαΐας καὶ οἱ προφῆτες σας δὲν μίλησαν γι’ Αὐτό; Κι ἐσεῖς, οἱ ἀγνώμονες ἐχθροί, δὲν ἐξηγήσατε τὴν ἀλήθεια; Ἐσεῖς, οἱ γραμματεῖς κι οἱ Φαρισαῖοι, οἱ ἀκριβεῖς φύλακες τοῦ νόμου, δὲν μᾶς διδάξατε γιὰ τὸ Χριστό; Ἐσεῖς δὲν ἑρμηνεύσατε τὶς Γραφές; Μήπως ἐμεῖς γνωρίζαμε τὴ γλώσσα σας; Καὶ ὅταν γέννησε ἡ Παρθένος, ἐσεῖς δὲν παρουσιάσατε στὸν Ἡρώδη τὴ μαρτυρία τοῦ προφήτη Μιχαία, «Ἀλλ’ ἀπὸ σένα, Βηθλεέμ, πόλη τῆς περιοχῆς τοῦ Ἐφραθᾶ, ἂν καὶ εἶσαι μία ἀπὸ τὶς μικρότερες πόλεις τοῦ Ἰούδα, θὰ ἀναδειχθεῖ ἀρχηγὸς τοῦ Ἰσραὴλ» (Μίχ. 5:1);

Πολὺ καλὰ εἶπε ὁ προφήτης «ἀπὸ σένα». Ἀπὸ σᾶς προῆλθε καὶ παρουσιάστηκε σ’ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Παρουσιάστηκε ὡς ἄνθρωπος, γιὰ νὰ καθοδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους. Παρουσιάστηκε ὡς Θεός, γιὰ νὰ σώσει τὴν οἰκουμένη.

Μὰ τί ὠφέλιμοι ἐχθροὶ ποὺ εἲστ’ ἐσεῖς! Τί φιλάνθρωποι κατήγοροι!

Ἐσεῖς κατὰ λάθος δείξατε πὼς τὸ νεογέννητό της Βηθλεὲμ εἶναι Θεός. Ἐσεῖς Τὸν κηρύξατε χωρὶς νὰ τὸ θέλετε. Ἐσεῖς Τὸν φανερώσατε, πασχίζοντας νὰ Τὸν κρύψετε. Ἐσεῖς Τὸν εὐεργετήσατε, ἐπιθυμώντας νὰ Τὸν βλάψετε.

Τί ἀστοιχείωτοι δάσκαλοι εἶστε, ἀλήθεια; Ἐσεῖς πεινᾶτε, καὶ τρέφετε ἄλλους. Ἐσεῖς διψᾶτε, καὶ ποτίζετε ἄλλους. Πάμφτωχοι εἶστε, καὶ πλουτίζετε ἄλλους.

Ἐλᾶτε λοιπὸν νὰ γιορτάσουμε! Ἐλᾶτε νὰ πανηγυρίσουμε! Εἶναι παράξενος ὁ τρόπος τῆς γιορτῆς -ὅσο παράξενος εἶναι κι ὁ λόγος τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ.

Σήμερα λύθηκαν τὰ μακροχρόνια δεσμά.

Ὁ διάβολος καταντροπιάστηκε.

Οἱ δαίμονες δραπέτευσαν.

Ὁ θάνατος καταργήθηκε.

Ὁ παράδεισος ἀνοίχτηκε.

Ἡ κατάρα ἐξαφανίστηκε.

Ἡ ἁμαρτία διώχτηκε.

Ἡ πλάνη ἀπομακρύνθηκε.

Ἡ ἀλήθεια ἀποκαλύφθηκε.

Τὸ κήρυγμα τῆς εὐσέβειας ξεχύθηκε καὶ διαδόθηκε παντοῦ.

Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν μεταφυτεύθηκε στὴ γῆ.

Οἱ ἄγγελοι συνομιλοῦν μὲ τοὺς ἀνθρώπους.

Ὅλα ἔγιναν ἕνα.

Γιατί;

Γιατί κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ κι ὁ ἄνθρωπος ἀνέβηκε στοὺς οὐρανούς. Κατέβηκε ὁ Θεὸς στὴ γῆ καὶ πάλι βρίσκεται στὸν οὐρανό. Ὁλόκληρος εἶναι στὸν οὐρανὸ κι ὁλόκληρος στὴ γῆ. Ἔγινε ἄνθρωπος κι εἶναι Θεός. Εἶναι Θεὸς καὶ πῆρε σάρκα. Κρατιέται σὲ παρθενικὴ ἀγκαλιὰ καὶ στὰ χέρια Τοῦ κρατάει τὴν οἰκουμένη.

Τρέχουν κοντὰ Τοῦ οἱ μάγοι. Τρέχουμε κι ἐμεῖς. Τρέχει καὶ τ’ ἀστέρι γιὰ νὰ φανερώσει τὸν Κύριο τ’ οὐρανοῦ. Μά… κι Ἐκεῖνος τρέχει. Τρέχει πρὸς τὴν Αἴγυπτο. Καὶ φαίνεται βέβαια, πὼς πηγαίνει ἐκεῖ γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ Ἡρώδη. Ὅμως τοῦτο γίνεται γιὰ νὰ ἐκπληρωθοῦν τὰ προφητικὰ λόγια: «Τὴν ἡμέρα ἐκείνη ὁ ἰσραηλιτικὸς λαὸς θὰ πάρει τρίτος, μετὰ τοὺς Ἀσσυρίους καὶ τοὺς Αἰγυπτίους, τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ πάνω στὴ γῆ» (Ἤσ. 19:24).

Τί λές, Ἰουδαῖε; Ἐσὺ ποῦ ἤσουν πρῶτος ἔγινες τρίτος; Οἱ Αἰγύπτιοι καὶ οἱ Ἀσσύριοι μπῆκαν μπροστά, καὶ ὁ πρωτότοκος Ἰσραὴλ πῆγε πίσω;

Ναί. Ἔτσι εἶναι. Οἱ Ἀσσύριοι θὰ γίνουν πρῶτοι, ἐπειδὴ αὐτοὶ πρῶτοι μὲ τοὺς μάγους τοὺς προσκύνησαν τὸν Κύριο. Πίσω τους οἱ Αἰγύπτιοι, ποὺ Τὸν δέχτηκαν, ὅταν κατέφυγε στὰ μέρη τους γιὰ ν’ ἀποφύγει τὴν ἐπιβουλὴ τοῦ Ἡρώδη. Τρίτος καὶ τελευταῖος ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαός, ποὺ γνώρισε τὸν Κύριο ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους, μετὰ τὴ βάπτισή Του στὸν Ἰορδάνη.

Τί ἄλλο μένει νὰ πῶ;

Δημιουργὸ καὶ φάτνη βλέπω… Βρέφος καὶ σπάργανα… Λεχώνα παρθένα, περιφρονημένη. Φτώχεια πολλή… Ἀνέχεια πολλή…

Εἶδες ὅμως τί πλοῦτος μέσα στὴ μεγάλη φτώχεια; Ὁ Πλούσιος ἔγινε φτωχὸς γιὰ χάρη μας. Δὲν ἔχει οὔτε κρεβάτι οὔτε στρῶμα. Μέσα σὲ ταπεινὸ παχνὶ Τὸν ἔχουν ἀποθέσει…

Ὢ φτώχεια, πλούτου πηγή!

Ὢ πλοῦτε ἀμέτρητε, κρυμμένε μὲς στὴ φτώχεια!

Μέσα στὴ φάτνη κείτεσαι καὶ τὴν οἰκουμένη σαλεύεις.

Μέσα σὲ σπάργανα τυλίγεσαι καὶ σπᾶς τὰ δεσμὰ τῆς ἁμαρτίας.

Λέξη ἀκόμα δὲν ἄρθρωσες καὶ δίδαξες στοὺς μάγους τὴ θεογνωσία.

Τί νὰ πῶ καὶ τί νὰ λαλήσω;

Νὰ Βρέφος σπαργανωμένο!

Νὰ ἡ Μαρία, Μητέρα καὶ Παρθένος μαζί!

Νὰ ὁ Ἰωσήφ, πατέρας τάχα τοῦ Παιδιοῦ!

Ἐκείνη ἡ γυναίκα, αὐτὸς ὁ ἄνδρας. Νόμιμες οἱ ὀνομασίες, ἀλλὰ χωρὶς περιεχόμενο.

Ὁ Ἰωσὴφ μνηστεύθηκε μόνο τὴ Μαρία, καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα τὴν ἐπισκίασε. Ἔτσι, γεμάτος ἀπορία, δὲν ἤξερε τί νὰ ὑποθέσει γιὰ τὸ Βρέφος: Νὰ πεῖ πὼς ἦταν καρπὸς μοιχείας, δὲν τολμοῦσε. Νὰ προσφέρει λόγο βλάσφημο ἐναντίον τῆς Παρθένου, δὲν μποροῦσε. Οὔτε πάλι δεχόταν τὸ Παιδὶ σὰν δικό του, γιατί τοῦ ἦταν ἄγνωστο τὸ πὼς καὶ ἀπὸ ποιὸν γεννήθηκε.

Ἀλλὰ νά, πού, πάνω στὴ σύγχυσή του, παίρνει ἀπάντηση ἀπὸ τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φωνὴ τοῦ ἀγγέλου: «Ἰωσήφ, μὴ διστάσεις νὰ πάρεις στὸ σπίτι σου τὴ Μαριάμ, γιατί τὸ παιδὶ ποὺ περιμένει προέρχεται ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα» (Μάτθ. 1:20). Καὶ φανέρωσε ἔτσι σ’ ἐκεῖνον καὶ σ’ ἐμᾶς ὅτι τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἐπισκίασε τὴν Παρθένο.

Γιατί ὅμως ὁ Χριστὸς θέλησε νὰ γεννηθεῖ ἀπὸ παρθένα, ἀφήνοντας ἀβλαβῆ τὴν παρθενία της;

Νὰ γιατί:

Κάποτε ὁ διάβολος ἐξαπάτησε τὴν παρθένα Εὕα. Τώρα ὁ ἄγγελος ἔφερε τὸ λυτρωτικὸ μήνυμα στὴν Παρθένο Μαριάμ.

Κάποτε ἡ Εὕα ξεστόμισε λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία θανάτου. Τώρα ἡ Μαρία γέννησε τὸ Λόγο, ποὺ ἔγινε αἰτία αἰώνιας ζωῆς.

Ὁ λόγος τῆς Εὕας ἔδειξε τὸ δέντρο, ποὺ ἔβγαλε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ τὸν παράδεισο.

Ὁ Λόγος τῆς Μαρίας ἔδειξε τὸ Σταυρό, ποὺ ἔβαλε τὸν Ἀδὰμ πάλι στὸν παράδεισο.

Σ’ αὐτὸν λοιπόν, τὸ Λόγο τοῦ Θεοῦ καὶ Υἱὸ τῆς Παρθένου, ποὺ ἄνοιξε δρόμο μέσα σὲ τόπο ἀδιάβατο, ἂς ἀναπέμψουμε δοξολογία μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

(Ἀπὸ τὴ σειρὰ τῶν φυλλαδίων «Η ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ» τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παρακλήτου Ὠρωποῦ Ἀττικῆς.)

Λόγος στὴν Γέννηση τοῦ Σωτῆρος (Ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος)

Άγιος Νεόφυτος ο Έγκλειστος

Γνωρίζουμε βεβαίως ὅλοι, ὅτι ὁ αἰσθητὸς αὐτὸς ἥλιος ἀποστέλλει τὸ φῶς του σὲ ὅλη τὴν ὑφήλιο, «καὶ οὐκ ἔστιν (οὐδεὶς) ὡς ἀποκρυβήσεται τῆς θέρμης αὐτοῦ»καὶ ἀπὸ τῆς διαυγέστατης λαμπρότητός του. Πολλὲς φορὲς ὅμως οἱ ὁλόλαμπρες ἀκτίνες του καλύπτονται ἀπὸ νέφη καὶ ὁμίχλη ἢ ἀπὸ τὸ φύλλωμα τῶν δένδρων, ἀλλὰ καὶ πάλι, ἡ πνοὴ κάποιου ἀνέμου διαλύει τὸ νεφικὸ ἐπικάλυμμα καὶ τὴν ὁμίχλη ἐκείνη καὶ ἐπιτρέπει στὶς φεγγοβόλες ἀκτίνες νὰ ἐξαπλωθοῦν τρανῶς σὲ ὅλη τὴν κτίση.

Τὸν δὲ πρὸ ἡλίου «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης» τὸν νοητό, ὁ ὁποῖος ἐγεννήθη σήμερα ἀπὸ τὴν «κούφη νεφέλη», ἀπὸ τὴν φωτοφόρο καὶ ἡλιακὴ καὶ πάναγνο κοιλία παραδόξως, καλύπτει ἡ τοῦ «δούλου μορφή», τὰ νηπιώδη σπάργανα καὶ τὸ σπήλαιο τὸ φτωχὸ καὶ συμφώνως μὲ τὴν οἰκονομία καὶ ὁρισμένα ἄλλα, τὰ ὁποῖα συμβολίζουν τὴν πτωχεία καὶ τὴν ταπεινότητα.

Καθὼς ὅμως ἤδη ἐλέχθη, ἡ πνοὴ καὶ ἡ ὁρμὴ τοῦ ἀνέμου διασκορπίζει τὸ κάλυμμα τοῦ νέφους καὶ τῆς ὁμίχλης καὶ φανερώνει καθαρὰ τὶς ἡλιακὲς ἀκτίνες· ἔτσι συμβαίνει καὶ ἐδῶ, μὲ τὸν «ἥλιον τῆς δικαιοσύνης», τὸν Θεὸ καὶ Δεσπότη ὁ Ὁποῖος καλύπτεται μὲ σπάργανα καὶ κρύπτεται σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη ἀλόγων ζώων γιὰ τὴν πολλή του συγκατάβαση καὶ «δι’ ὑπερβολὴν ἀγαθότητος»· τὸ συνεργὸν Πανάγιον Πνεῦμα καὶ ἡ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς τὸν φανερώνει καθαρά, αὐτὸν τὸν κρυπτόμενον στὴν φάτνη ἥλιον καὶ Θεὸν καὶ κινεῖ ὅλη τὴν κτίση, τὴν ὁρατὴ καὶ τὴν ἀόρατη, νὰ προστρέξει καὶ νὰ κηρύξει τὸν Βασιλέα τῆς δόξης καὶ Δημιουργὸ τῶν ὅλων, ὁ Ὁποῖος κρύπτεται σὲ σπήλαιο καὶ φάτνη, περιτυλιγμένος μὲ τὰ σπάργανα. Ἐκεῖ ὅπου ἦλθαν ἀδιστάκτως καὶ «οἱ μάγοι ἐξ ἀνατολῶν» μετὰ δώρων πολυτελῶν νὰ δωροφορήσουν καὶ νὰ τὸν προσκυνήσουν πιστῶς. Καὶ ὄχι μόνον αὐτοί, ἀλλὰ καὶ ἄγγελοι κατῆλθαν ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ ἀνακραύγαζαν μελωδικὰ, πρὸς τὸν «ἐν ὑψίστοις Θεὸν καὶ ἐπὶ γῆς» εἰρηνάρχην, γιὰ τὴν καταλλαγὴ τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ποὺ πραγματοποίησε μὲ τὴν εὐδοκία τοῦ Πατρός· τοῦ ἀπένειμαν ὡς Βασιλέα τους τὴν ὀφειλόμενη ἐπευφημία καὶ ἀπεκάλυψαν τρανῶς τὸν κρυπτόμενον ἀκόμη Βασιλέα καὶ τὸν ἀνήγγειλαν στοὺς πλησιοχώρους ποιμένες ὅπως ἤρμοζε σὲ αὐτούς, ὡς «ποιμένα τῶν προβάτων τὸν μέγαν». «Ὅτι ἐτέχθη», λέγει, «ὑμῖν σήμερον Σωτήρ, ὡς ἔστι Χριστὸς Κύριος ἐν πόλει Δαυΐδ. Καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον καὶ κείμενον ἐν φάτνη».

Καθὼς ἤκουσαν αὐτὰ «οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς ἀλλήλους. Διέλθωμεν δὴ εἰς Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ρῆμα τοῦτο, ὃ ὁ Κύριος ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες καὶ εὗρον τὴν τε Μαρίαν καὶ τὸν Ἰωσὴφ καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ, καὶ ἰδόντες διεγνώρισαν» στὸν λαόν, «καὶ ὑπέστρεψαν δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον, καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς».

Γιὰ ποιὸ λόγο διαφημίζεται καὶ μεγαλύνεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ τὴ γῆ ὁ κρυπτόμενος ὡς νήπιον σὲ σπήλαιον καὶ φάτνη; Εἶναι φανερὸ ὅτι αὐτὸ γίνεται γιὰ νὰ γνωστοποιηθεῖ σὲ ὅλη τὴν κτίση ὅτι τὸ βρέφος αὐτὸ ἐξουσιάζει ὅλα τὰ ἀόρατα καὶ τὰ ὁρατὰ καὶ ὅτι εἶναι ὁ Βασιλεὺς τῆς δόξης.

Γι’ αὐτὸ μάλιστα καὶ ὅλη ἡ κτίση, σύμφωνα μὲ τὸν φυσικὸ νόμο, ἔμεινε ἀκίνητη ἀπὸ σεβασμὸ πρὸς τὸν παράδοξο καὶ ἀπόρρητο ἐκεῖνο τοκετό, ὥστε οἱ ροὲς τῶν ποταμῶν καὶ οἱ ἀναβλύσεις τῶν πηγῶν καὶ οἱ κινήσεις τῶν θαλασσῶν καὶ οἱ πτήσεις τῶν πουλιῶν καὶ οἱ πορεῖες τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν ἑρπετῶν καὶ τῶν θηρίων καὶ τῶν τετραπόδων καὶ γενικὰ ὅλη ἡ φύση καὶ ἡ κτίση, οὐράνιος καὶ ἐπίγειος «ἔστη καὶ ἐξέστη καὶ ἤργησε» καὶ γιὰ μία στιγμὴ διέκοψε τὴν κίνηση καὶ τὴν ἐργασία της, μέχρι νὰ τελειώσει τὸ μυστήριο τοῦ παραδόξου καὶ ἀπορρήτου ἐκείνου τοκετοῦ, ὅπως σαφῶς μᾶς ἐμήνυσε ἡ περὶ τούτων ἱστορία.

Καὶ ἐγὼ τὸ δέχομαι αὐτὸ καὶ τὸ πιστεύω πρόθυμα καὶ πείθομαι, ἐπειδὴ εἶναι ἀπίθανο τὴ στιγμὴ ποὺ πραγματοποιεῖται τόσο μεγάλο ἔργο νὰ τολμᾶ καὶ κάποιο ἄλλο νὰ λαμβάνει χώρα καὶ νὰ κινεῖται ἔστω κατ’ ἐλάχιστον. Ἀλλὰ ὅλα μαζὶ ἀκινητοποιήθηκαν σὰν νὰ ἀποδεσμεύτηκαν πρὸς στιγμὴν ἀπὸ τὸν νόμο τῆς φύσεως, λογικὰ καὶ ἄλογα, ὁρατὰ καὶ ἀόρατα, σεβόμενα ὡς δοῦλοι τὸν Δεσπότη. Διότι λέει, «ἐθεμελίωσας τὴν γῆν καὶ διαμένει, ὅτι τὰ σύμπαντα δούλα σά». Ἐπειδὴ λοιπὸν «τὰ σύμπαντα δούλα αὐτοῦ» καὶ ἠσθάνοντο τὸ μέγα ἔργον τοῦ Κυρίου των, τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, κάθε ἕνα ἀπὸ τὰ κτίσματα στάθηκε ἀπαρασάλευτο μέχρι ποὺ ὁλοκληρώθηκε ἐκεῖνο τὸ θεῖο ἔργο, καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὰ ἡ κτίση συνέχισε κανονικὰ τὴν ἐργασία της.

Ὄντως «ἐξέστη ὁ οὐρανὸς ἐπὶ τούτῳ καὶ τῆς γῆς κατεπλάγη τὰ πέρατα» «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν καὶ υἱὸς Θεοῦ ἐδόθη ἡμῖν, οὗ ἡ ἀρχὴ ἐπὶ τοῦ ὤμου αὐτοῦ καὶ συναϊδίου Πατρὸς καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ὅριον, καλεῖται τὸ ὄνομα αὐτοῦ μεγάλης βουλῆς ἄγγελος, θαυμαστὸς σύμβουλος, Θεὸς ἰσχυρός, ἐξουσιαστής, ἄρχων εἰρήνης, πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

Καὶ «ἄγγελος» μὲν λέγεται ἐπειδὴ φέρει ἀπὸ τὸν Θεὸν καὶ Πατέρα Εὐαγγέλια καταλλακτήρια, δηλαδὴ καλά, χαρούμενα μηνύματα συνδιαλλαγῆς καὶ συμφιλιώσεως μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, καὶ διὰ τοῦ θείου Βαπτίσματος υἱοθεσίας ἀξιωτήρια, καὶ τῆς φύσεώς μας ἀπὸ τὴν πονηρὴ δουλεία ἁπαλλακτήρια, καὶ τοῦ θανάτου παντελῶς ἀναιρετήρια καὶ τοῦ διαβόλου ἀσυμπαθῶς φυγαδευτήρια, καὶ τῆς τυραννίδος τῶν δαιμόνων δεσμωτήρια καὶ πολυχρονίων νεκρῶν ἐξαναστήρια, καὶ μυστηρίων νέων καὶ μεγάλων παραδοτήρια· καὶ ὄχι μόνον αὐτά, ἀλλὰ καὶ Βασιλείας Οὐρανῶν ὑποσχετήρια καὶ γιὰ ὅσους ἐβίωσαν καλῶς ἀθανάτου κληρονομιᾶς ἀποδοτήρια.

Σὲ αὐτὰ τὰ Εὐαγγέλια διασώζεται τὸ μυστήριο τῆς ἀμωμήτου πίστεως, ἡ σφραγὶς τοῦ τρισάγιου Θεοῦ· καὶ ἄλλων πολλῶν καὶ μεγάλων δωρεῶν καὶ μυστηρίων φρικτῶν Εὐαγγέλια ἔφερε, τῶν ὁποίων αὐτὸς ὁ ἴδιος ἔγινε καὶ δοτήρας καὶ διδάσκαλος. Καὶ ὁπωσδήποτε εὐλόγως λέγεται καὶ «μεγάλης βουλῆς», θείας καὶ πρακτικῆς, «ἄγγελος». Τὸ δὲ «θαυμαστὸς σύμβουλος» τὸ λέγει ἐπειδὴ ἔχει τὴν ὕπαρξη «πρὸ τῶν αἰώνων καὶ ἐν ἀρχῇ» μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα του καὶ τὸ Πνεῦμα συναΐδιον καὶ τῆς ἰδίας μὲ αὐτοὺς φύσεως. Σύμβουλός του εἶναι ἡ «μεγάλη βουλή», ὁ Πατὴρ καὶ Θεός. Τί συμβούλευσε; Εἶναι φανερὸν ὅτι νὰ κτίσει τὸν ἀόρατο καὶ ὁρώμενο κόσμο καὶ ὅλα τὰ κοσμήματα ποὺ ὑπάρχουν σὲ αὐτοὺς καὶ τὸν ἄνθρωπο, καὶ νὰ συγκρατοῦνται δι’ αὐτοῦ καὶ νὰ συνέχωνται τὰ πάντα, ὥστε νὰ διαμένουν τὰ σύμπαντα καὶ νὰ διασώζονται μὲ τὸν καλύτερο τρόπο. Καὶ δὲν τὸ ἔκαμε αὐτὸ ἀσυμβούλως, οὔτε πάλι τοῦ λέγει προστακτικῶς νὰ κτίσει τὸν κόσμο καὶ μέσα σὲ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ συμβουλευόμενος θαυμαστῶς τὸν θαυμαστὸ αὐτὸ σύμβουλο καὶ Ἀγαπητὸ Υἱό Του, λέει· «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ’ εἰκόνα ἡμετέραν καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» ποὺ σημαίνει Θεὸν ἐπίγειο καὶ ἀρχηγό, ὁ ὁποῖος λόγω τοῦ αὐτεξουσίου εἰκονίζει τὸν Θεὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» δέ, δηλαδὴ ἀθάνατο καί, ὅσο εἶναι δυνατὸν στὸν ἄνθρωπο, ἱκανὸ νὰ ὁμοιωθεῖ διὰ τῆς ἀρετῆς μὲ τὸν Θεό. Πράγματι λοιπὸν «πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο» τοῦ θαυμαστοῦ συμβούλου, «καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲν ἐν ὃ γέγονε», ὅπως ἔχει γραφεῖ.

Τὸ δὲ «Θεὸς ἰσχυρὸς» διακηρύσσει τρανῶς τὸ ἰσχυρό της θείας φύσεως· διότι ὑπάρχουν καὶ οἱ εἰδωλικοὶ ψευδώνυμοι θεοί, δὲν εἶναι ὅμως καὶ ἰσχυροί. Ὥστε καὶ ἐσὺ ἀκούοντας «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη καὶ ἐδόθη ἡμῖν» νὰ μὴν ὑποπτευθεῖς ὅτι εἶναι ἁπλὸ αὐτὸ τὸ παιδὶ καὶ ἐφάμιλλο μὲ τὰ ἄλλα παιδιά, ἀλλὰ νὰ ἐννοήσεις ὅτι αὐτὸ τὸ παιδὶ εἶναι καὶ θαυμαστὸς σύμβουλος τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός· «καὶ τῆς εἰρήνης αὐτοῦ οὐκ ἐστιν ὅριον», ὅπως ἤδη ἐλέχθη· διότι αὐτὸ τὸ παιδὶ ἔχει ἀπεριόριστο καὶ ἀπέραντο πλοῦτο εἰρήνης μαζὶ μὲ τὸν Πατέρα Του καὶ μὲ τὸ Πνεῦμα.

Τὸ δὲ «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος» θέλει νὰ φανερώσει τὸ δημιουργικὸ καὶ προάναρχο τοῦπαιδιοῦ αὐτοῦ ποὺ γεννήθηκε. Ὅπως δηλαδὴ κάποιος ποὺ ἔχει γίνει πατέρας πολλῶν παιδιῶν εἶναι αἴτιος τῆς πλάσεως καὶ τῆς γεννήσεώς τους, ἔτσι καὶ τὸ παιδὶ αὐτὸ ποὺ γεννήθηκε εἶναι κτίστης καὶ γεννήτορας ὅλων τῶν δημιουργημάτων, ἄρχοντας καὶ πατέρας καὶ ἡγέτης τῶν ἑπτὰ παρερχομένων αἰώνων καὶ τοῦ ἀπέραντου ὀγδόου, γι’ αὐτὸ καὶ λέγεται «πατὴρ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος».

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» σήμερα καὶ σπαργανώθηκε παιδικά, αὐτὸς ποὺ σπαργάνωσε παλαιὰ μὲ ὁμίχλη τὴν θάλασσα. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τοῦ ὁποίου ἡ ἀρχὴ εἶναι ἄναρχος καὶ τέλος δὲν ἔχει.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὸ ὁποῖο συγκρατεῖ, ὡς δούλα του, τὰ σύμπαντα· γι’ αὐτὸ καὶ ὡς δούλα τὸ ὑπηρετοῦν καὶ τὸ ἐπευφημοῦν καὶ τοῦ προσφέρουν δῶρα· οἱ μάγοι καὶ ὁ ἀστέρας, οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ποιμένες, τὸ σπήλαιο καὶ ἡ φάτνη, ἡ Παρθένος Μητέρα ὑπερφυῶς καὶ ὁ μνήστωρ Ἰωσὴφ ὁ τεχνίτης, φαινόμενος ὡς πατέρας τοῦ τεχνουργοῦ τῶν πάντων. Λείπει ὅμως ἡ ἐπιστασία τῶν μαιῶν ἀπὸ τὸν τίμιο ἐκεῖνο καὶ παράδοξο καὶ παρθενικὸ τοκετὸ διότι ἐκεῖ ποὺ γίνεται μητέρα ἡ Παρθένος μὲ τὴν ἐπισκίαση τῆς Δυνάμεως τοῦ Ὑψίστου, μαῖες δὲν χρειάζονται. Αὐτὰ λοιπὸν καὶ τὰ ἰσότιμα μὲ αὐτὰ φανέρωναν σαφῶς τὴν θεαρχία καὶ παντοκρατορία τοῦ νεογέννητου παιδιοῦ. «Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» ἀπὸ τὴν ἁγία Παρθένο χωρὶς πατέρα αὐτὸ ποὺ ἐγεννήθη «ἐκ γαστρὸς πρὸ ἑωσφόρου» ἀπὸ τὸν Πατέρα χωρὶς μητέρα.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κριτὴς ζώντων καὶ νεκρῶν.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ φανέρωσε σήμερα τὸ προαιώνιο μυστήριο, καὶ ἔτσι περατώθηκε μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο «πολυμερῶς καὶ πολυτρόπως» διεῖδαν ἀπὸ παλαιὰ οἱ Προφῆτες· προέλεγαν δηλαδὴ ὅτι «ἐκ Σιών ἐξελεύσεται νόμος καὶ λόγος Κυρίου ἐξ Ἱερουσαλὴμ» καὶ ὅτι «ὁ Θεὸς ἀπὸ Θαιμᾶν ἤξει» καὶ ὅτι «ἐκ Σιών ἡ εὐπρέπεια τῆς ὡραιότητος αὐτοῦ» καὶ ὅτι «ἐξελεύσεται ράβδος ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαὶ» καὶ τὰ λοιπά.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν», τὴν γέννηση τοῦ ὁποίου ἐμυήθησαν οἱ μάγοι, οἱ βασιλεῖς τῶν Περσῶν καὶ ἦλθαν μὲ ὁδηγὸ τὸν ἀστέρα νὰ τὸν προσκυνήσουν, αὐτοὶ τοὺς ὁποίους ἡ ἁγία Γραφὴ ὀνόμασε ἀπὸ παλαιὰ Σεβωείμ, λέγοντας: «ὅτι ἄνδρες ὑψηλοὶ Σεβωεὶμ διαβήσονται πρὸς σὲ καὶ προσκυνήσουσι λέγοντες ὅτι ἐν σοί ὁ Θεός ἐστι καὶ οὐκ ἐστὶ Θεὸς πλήν σου». Αὐτοὶ λοιπὸν οἱ ἄνδρες ἦλθαν καὶ τὸν προσκύνησαν καὶ θεολογώντας τοῦ προσέφεραν δῶρα· χρυσὸν μὲν ἐπειδὴ εἶναι Βασιλεύς, λίβανον ἐπειδὴ εἶναι Θεὸς καὶ σμύρνα γιὰ τὸ ἄχραντον Πάθος· τὴν ἔκβαση αὐτοῦ ἔφερε εἰς πέρας ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος, ὅταν μετὰ τὸ Πάθος κήδευσαν τὸ ζωηφόρο Ἐκεῖνο σῶμα μὲ ἑκατὸ λίτρες σμύρνης καὶ ἀλόης.

«Ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» καὶ εἶναι τώρα ξαπλωμένο στὴ φάτνη, αὐτὸς ὁ Ὁποῖος κρατεῖ στὸ χέρι του τὴ σφαίρα τῆς γῆς καὶ συγκρατεῖ θεοπρεπῶς καὶ ἀνέτως ὅλη τὴν κτίση.

Καὶ γιὰ νὰ πῶ συγκεφαλαιώνοντας τὸ πληρέστατο παραλείποντας τὰ περισσότερα, «ὅτι παιδίον ἐγεννήθη ἡμῖν» κόσμου σωτήριον, νοσημάτων ἰατήριον. δαιμόνων ἀφανιστήριον, εἰδωλικῶν ξοάνων καὶ βωμῶν καταλυτήριον, θυσιῶν διαβολικῶν καὶ βέβηλων κνισσῶν ἐξαλειπτήριον, τυραννικῆς διαβόλου ἀποστασίας ἁλυσοδετήριον αἰώνιον. καὶ καθολικῆς ἀναστάσεως νεκρῶν ἀρχετήριον.

Ποιὸς εἶδε ἢ ἄκουσε ποτὲ παρόμοιο παιδὶ νὰ εἶναι ξαπλωμένο σὲ φάτνη περιτυλιγμένο μὲ σπάργανα καὶ νὰ κρατεῖ στὴν παλάμη του τὰ σύμπαντα, νὰ προσκαλεῖ στὰ ὕψη τὸ ὕδωρ τῆς θαλάσσης καὶ νὰ τὸ διαχέει ὅπου θέλει, νὰ ἀναπαύεται στὴ φάτνη καὶ συγχρόνως νὰ χρησιμοποιεῖ σὰν ὄχημα τὰ χερουβίμ, νὰ γαλακτοτροφῆται ἀπὸ Μητέρα παρθένο καὶ νὰ «ἐξαποστέλλη πηγάς ὑδάτων ἐν φάραγξι», νὰ περικρατῆται σὲ παρθενικὲς ἀγκάλες καὶ νὰ κρατεῖ ἀσφαλῶς τὰ σύμπαντα: «Ὢ βάθος πλούτου καὶ σοφίας καὶ γνώσεως Θεοῦ!», ὅπως ἀναφωνεῖ καὶ ὁ θεῖος Παῦλος. Ὢ θαύματος παραδόξου, ἀπὸ τὰ σύγχρονα καὶ τὰ παλαιὰ καινοφανεστέρου. Ὢ θείας κηδεμονίας καὶ ἄκρας συγκαταβάσεως. Πῶς ὁ ἀπεριόριστος Λόγος καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρὸς περιορίστηκε ἑκούσια μέσα στὴ μορφὴ τοῦ δούλου; Πῶς ὁ κατὰ φύσιν ἀσώματος περιεβλήθη μὲ σῶμα; Πῶς φάνηκε αὐτὸς ποὺ εἶναι καὶ στοὺς ἀγγέλους ἀθέατος; Πῶς ὁ κτίστης τῶν ἀθανάτων δυνάμεων καταδέχτηκε νὰ φορέσει σάρκα; Πῶς αὐτὸς ποὺ διαθέτει τὸν ἀσύγκριτο πλοῦτο τῆς θεότητος καὶ χαρίζει τὰ πλούσια δῶρα ἔφθασε στὴν ἔσχατη πτωχεία; Πράγματι, τί πτωχότερο μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἀπὸ τὸ βουστάσιο καὶ τὴ φάτνη καὶ τὸ σπήλαιο; Πῶς ὡράθη παραδόξως ὁ ἀόρατος; Πῶς ὁ Ὕψιστος κατέβηκε; Πῶς ὁ ὑπερουράνιος ἠθέλησε νὰ ζήσει μαζὶ μὲ ἐμᾶς τοὺς χαμηλούς; Πῶς ὁ περικυκλούμενος ἀπὸ στρατιὲς λαμπρότατων ἀγγέλων ἦλθε νὰ συναναστραφεῖ μὲ τοὺς ἀνθρώπους; Πῶς ὁ «περιβαλλόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον» περιβάλλεται μὲ σπάργανα εὐτελῆ; Πῶς ὁ ὑπερκαθαρὸς κατῆλθε πρὸς ἐμᾶς ποὺ εὑρισκόμεθα στὸν λάκκο καὶ τὴν σαπρία τῶν ὀλέθριων παθῶν; Γιὰ ποιὸν λόγο, γιατί ἔγινε ἡ ἀσύλληπτος αὐτὴ καὶ πολλὴ συγκατάβαση; Εἶναι βεβαίως φανερὸ γιὰ ὅσους θέλουν νὰ ἐρευνήσουν τὴ δύναμη τοῦ μυστηρίου· θὰ τὸ διασαφήσω σύντομα χρησιμοποιώντας μία εἰκόνα. Ὅπως κάποιος ποὺ ἔχει πέσει σὲ λάκκο βαθύτατο καὶ βορβορώδη δὲν μπορεῖ νὰ ἀνέλθει μόνος του ἀπὸ ἐκεῖ, ἀλλὰ χρειάζεται κάποιο χέρι ἀπὸ ἐπάνω νὰ τὸν ἀνασύρει, κάτι παρόμοιο ἔπαθε καὶ ἡ φύση μας· ἐπωμίστηκε δεινῶς μὲ τὴν πτώση στὸ βόθρο τῆς παραβάσεως καὶ πεσμένη στὸ λάκκο τοῦ Ἅδη εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ κάποιο χέρι πανίσχυρο γιὰ νὰ τὴν ἀνασύρει. Καὶ ἐπειδὴ κανενὸς συνδούλου χέρι δὲν εἶχε αὐτὴ τὴν ἱκανότητα, ἐκτείνεται ἀπὸ ἐπάνω, ἀπὸ τὰ θεία ὑψώματα «ἡ πανσθενουργὸς δεξιὰ» πρὸς τὰ κάτω, ἡ ὁποία, καὶ ὡς πατρικὴ δεξιά, ὄχι μόνο ἀνείλκυσε ἀπὸ τὸν λάκκο ἐκεῖνο αὐτοὺς ποὺ εἶχαν πέσει, ἀλλὰ καὶ «τῷ πλήθει τῆς δόξης καὶ τῆς δυνάμεως αὐτῆς συνέτριψε τοὺς ὑπεναντίους», ὅπως ἔχει γραφεῖ, καὶ λαμβάνοντας ὑπεφυῶς τὴ φύση μας, ἡ ὁποία εἶχε ριφθεῖ ἐκεῖ, τὴν ὁδήγησε ὑψηλὰ στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἀφοῦ τὴν κάθισε στὸ θρόνο ἐκ δεξιῶν τοῦ Πατρὸς τὴν ἀξίωσε νὰ προσκυνεῖται ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση, καὶ προσκαλώντας ἐμᾶς ἐκεῖ ἔλεγε «εἰ τὶς ἐμοὶ διακονεῖ, ἐμοὶ ἀκολουθείτω, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγώ, ἐκεῖ καὶ ὁ διάκονος ὁ ἐμὸς ἔσται». Ὁμοίως καὶ ὁ μακάριος Παῦλος συνιστᾶ: «Τὰ ἄνω ζητεῖν, τὰ ἄνω φρονεῖν, ἔνθα κάθηται Χριστὸς ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ καὶ Πατρός».

Πηγή: www.imaik.gr

Γιατί ὁ Θεὸς ἔγινε ῎Ανθρωπος; (Ἁγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ)

Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, 14ος αι., Μανουήλ Πανσέληνου, Άγιο Όρος
Άγιος Μάξιμος ο ομολογητής, 14ος αι., Μανουήλ Πανσέληνου, Άγιο Όρος

” Τοῦτό ἐστι τὸ μακάριον,δι᾿ ὃ τὰ πάντα συνέστησαν τέλος”

«᾿Αλλὰ μὲ τὸ πολύτιμο αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ θυσιάστηκε σὰν ἀμνὸς ἄμωμος καὶ ἄσπιλος, κι ἦταν βέβαια προορισμένος πρὶν ἀπὸ τὴ δημιουργία τοῦ κόσμου, ἀλλὰ φανερώθηκε γιὰ χάρη μας αὐτὰ τὰ τελευταῖα χρόνια» 1. Προορισμένος ἀπὸ ποιόν;

Ἀπόκριση

Τὸ μυστήριο τοῦ Χριστοῦ ὁ λόγος τῆς Γραφῆς τὸ ὀνόμασε Χριστὸ καὶ τὸ βεβαιώνει μὲ σαφήνεια ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «τὸ μυστικὸ σχέδιο, ποὺ ἦταν κρυμμένο ἀπὸ ὅλες τὶς γενεές, φανερώθηκε τώρα»2, ἐννοώντας δηλαδὴ ὡς τὸν Χριστό, τὸ μυστικὸ σχέδιο μὲ τὸν Χριστό. Αὐτὸ εἶναι ὁλοφάνερα ἡ ἄρρητη καὶ ἀκατάληπτη ὑποστασιακὴ ἕνωση τῆς θεότητας καὶ τῆς ἀνθρωπότητας, ποὺ ὁδηγεῖ σὲ ταυτότητα πλήρη τὴν ἀνθρωπότητα μὲ τὴ θεότητα ἐξαιτίας τῆς ὑπόστασης καί, κάνοντας μία τὴν ὑπόσταση τὴ σύνθετη ἀπὸ τὰ δύο, χωρὶς ἡ φυσικὴ διαφορὰ τῆς οὐσίας τους νὰ προκαλέσει σ᾿ αὐτὴν καμμιὰ μείωση σὲ ὁτιδήποτε. ῞Ωστε καὶ ἡ ὑπόστασή τους νὰ γίνει, ὅπως εἶπα, μία, καὶ ἡ φυσικὴ διαφορὰ νὰ μείνει ἀπαθής, στὴν ὁποία ὑπόσταση καὶ μετὰ τὴν ἕνωση ἡ κατὰ φύση ποιότητά τους διασώζεται ἀμείωτη καὶ ὅταν ἑνωθοῦν. Γιατί, ὅπου κατὰ τὴν ἕνωση δὲ συνοδεύει τὰ ἑνωμένα καμμιὰ ἀπολύτως τροπὴ καὶ καμμιὰ ἀλλοίωση, ὁ λόγος τῆς οὐσίας καθενὸς παραμένει γνήσιος κι ἀληθινός. Κι ὅποιων ὁ λόγος παραμένει γνήσιος κι ἀληθινὸς καὶ  μετὰ τὴν ἕνωση, αὐτῶν οἱ φύσεις παραμένουν ἄθικτες μὲ κάθε τρόπο χωρὶς νὰ ἀρνηθεῖ καμμιὰ ἀπὸ αὐτὲς τὰ δικά της στοιχεῖα γιὰ χάρη τῆς ἕνωσης.

Γιατὶ ὁ ποιητὴς τῶν ὅλων, αὐτὸς ποὺ ἔγινε κατ᾿ οἰκονομία αὐτὸ ποὺ δὲν ἦταν, ἔπρεπε νὰ διασώσει ἀμετάβλητο καὶ τὸν ἑαυτό του σὲ αὐτὸ ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ φύση του καὶ σὲ αὐτὸ ποὺ ἔγινε στὴ φύση κατ᾿ οἰκονομία. Γιατὶ στὸν Θεὸ δὲν εἶναι φυσικὸ νὰ βλέπουμε μεταβολή, γιὰ τὸν ὁποῖο δὲν μποροῦμε νὰ σκεφτοῦμε καμμιὰ ἀπολύτως κίνηση σχετικὰ μὲ τὴν ὁποία γίνεται ἡ μεταβολὴ σὲ ὅσα κινοῦνται. Αὐτὸ εἶναι τὸ μεγάλο κι ἀπόκρυφο μυστήριο. Αὐτὸ εἶναι τὸ μακάριο τέλος γιὰ τὸ ὁποῖο ἔχουν γίνει ὅλα. Αὐτὸς εἶναι ὁ θεῖος σκοπὸς ποὺ προεπινοήθηκε πρὶν ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν ὄντων, ποὺ ὁρίζοντάς τον μποροῦμε νὰ τὸν ποῦμε «προεπινοούμενο τέλος», γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου ἔγιναν τὰ πάντα κι αὐτὸ γιὰ χάρη κανενός. Σ᾿ αὐτὸ τὸ τέλος ἀτενίζοντας δημιούργησε ὁ Θεὸς τὶς οὐσίες τῶν ὄντων. Αὐτὸ εἶναι κυρίως τὸ πέρας τῆς πρόνοιας καὶ ἐκείνων ποὺ ἡ πρόνοια προνοεῖ, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο γίνεται ἡ ἐπανασυναγωγὴ στὸ Θεὸ ὅλων τῶν ποιημάτων του. Αὐτὸ εἶναι τὸ μυστήριο ποὺ περικλείει ὅλους τοὺς αἰῶνες καὶ φανερώνει τὴν ὑπεράπειρη καὶ ποὺ ἄπειρες φορὲς ἀπείρως προϋπάρχει ἀπὸ τοὺς αἰῶνες μεγάλη βουλὴ τοῦ Θεοῦ3, τῆς ὁποίας βουλῆς ἀγγελιοφόρος ἔγινε ὁ ἴδιος ὁ σύμφωνος μὲ τὴν οὐσία τοῦ Θεοῦ Λόγος ὅταν ἔγινε ἄνθρωπος4, καὶ φανέρωσε, ἂν μοῦ ἐπιτρέπεται νὰ πῶ, τὸν ἴδιο τὸ βαθύτερο πυθμένα τῆς Πατρικῆς ἀγαθότητας κι ἔδειξε μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸ τέλος, ποὺ γιὰ χάρη του τὰ δημιουργήματα ἔλαβαν σαφῶς τὴν ἀρχὴ τῆς ὕπαρξής τους. Γιατὶ γιὰ τὸν Χριστό, δηλαδὴ γιὰ τὸ μυστήριο κατὰ Χριστό, ὅλοι οἱ αἰῶνες καὶ ὅλα ὅσα περιέχουν ἔχουν λάβει τὴν ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος τοῦ εἶναι τους. Γιατὶ πιὸ πρὶν ἀπὸ τοὺς αἰῶνες προϋπονοήθηκε ἡ ἕνωση, τοῦ ὅριου καὶ τῆς ἀοριστίας, τοῦ μέτρου καὶ τῆς ἀμετρίας, τοῦ πέρατος καὶ τῆς ἀπειρίας, τοῦ δημιουργοῦ καὶ τῆς δημιουργίας, τῆς στάσης καὶ τῆς κίνησης, καὶ ἡ ἕνωση αὐτὴ ἔγινε στὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, ὅταν φανερώθηκε στὸ τέλος τῶν χρόνων καὶ πραγματοποίησε τὴν πρόγνωση τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ σταματήσουν γύρω στὸ τελείως ἀκίνητο κατὰ τὴν οὐσία ὅσα κινοῦνται ἀπὸ τὴ φύση τους, ξεφεύγοντας τελείως ἀπὸ τὴν κίνηση πρὸς τὸν ἑαυτό τους καὶ πρὸς τὰ ἄλλα καὶ νὰ λάβουν πείρα τῆς κατ᾿ ἐνέργειαν γνώσης ἐκείνου ὅπου ἀξιώθηκαν νὰ σταματήσουν, γνώσης ἀναλλοίωτης ποὺ παραμένει πάντοτε ἴδια παρέχοντας σ᾿ αὐτοὺς τὴν ἀπόλαυση ἐκείνου ποὺ γνώρισαν.

Γιατὶ ὁ λόγος ἀναγνωρίζει ὅτι ἡ γνώση τῶν θείων εἶναι διπλή· ἡ σχετική, ποὺ βρίσκεται μόνο στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες καὶ ποὺ δὲν ἔχει κατὰ τὴν πράξη μὲ τὴν πείρα αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ μ᾿ αὐτὴν οἰκονομοῦμε τὴν παρούσα ζωή· καὶ ἡ πραγματικὴ ἀληθινὴ γνώση, ποὺ μὲ τὴν πείρα μόνο κατὰ τὴν πράξη χωρὶς λόγο καὶ ἔννοιες παρέχει ὅλη τὴν αἴσθηση ἐκείνου ποὺ ἔγινε γνωστὸ μετέχοντάς το κατὰ χάρη, καὶ μὲ αὐτὴ τὴ γνώση ὑποδεχόμαστε κατὰ τὴ μελλοντικὴ κατάπαυση τὴν πάνω ἀπὸ τὴ φύση θέωση ποὺ πραγματοποιεῖται ἀδιάκοπα. Καὶ ἡ σχετικὴ βέβαια γνώση, ἐπειδὴ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς ἔννοιες, λένε ὅτι κινεῖ τὴν ἐπιθυμία πρὸς τὴν μεθεκτικὴ κατὰ τὴν πράξη γνώση. ᾿Ενῶ ἡ γνώση μὲ τὴν ἐνέργεια ποὺ ἀπὸ τὴν πείρα καὶ μὲ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ παρέχει τὴν αἴσθηση, ἀπωθεῖ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ τὶς ἔννοιες.

Γιατὶ εἶναι ἀδύνατο, λένε οἱ σοφοί, νὰ συνυπάρχουν ἡ ἐμπειρία τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ λόγος περὶ Θεοῦ ἢ ἡ αἴσθηση τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ νόηση γι᾿ αὐτόν. Καὶ λόγο περὶ Θεοῦ ἀποκαλῶ τὴν γνωστικὴ θεωρία γι᾿ αὐτὸν ποὺ ἀναλογεῖ στὰ ὄντα, αἴσθηση τὴν μεθεκτικὴ πείρα τῶν πέρα ἀπὸ τὴ φύση ἀγαθῶν, καὶ νόηση τὴν ἁπλὴ καὶ ἑνιαία γνώση περὶ Θεοῦ μέσῳ τῶν ὄντων. Τὸ ἴδιο ἴσως μπορεῖ νὰ διαπιστωθεῖ καὶ σὲ κάθε ἄλλο πράγμα, ἂν ἡ ἐμπειρία αὐτοῦ τοῦ πράγματος σταματᾶ τὸ λόγο γι᾿ αὐτὸν καὶ ἡ αἴσθηση αὐτοῦ τοῦ πράγματος κάνει ἀργὴ τὴν νόηση περὶ αὐτοῦ. Πείρα λέγω τὴν ἴδια τὴ γνώση ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, ποὺ πραγματοποιεῖται ἔπειτα ἀπὸ κάθε λόγο, καὶ αἴσθηση, τὴν ἴδια τὴ μέθεξη αὐτοῦ ποὺ ἔγινε γνωστὸ καὶ ποὺ ἐκδηλώνεται ἔπειτα ἀπὸ ὅλη τὴ νοητικὴ διαδικασία. Κι ἴσως αὐτὸ διδάσκει μυστικὰ ὁ μέγας ᾿Απόστολος λέγοντας, «εἴτε προφητεῖες εἶναι θὰ καταργηθοῦν, εἴτε ὁμιλίες σὲ διάφορες γλῶσσες θὰ πάψουν, εἴτε γνώσεις θὰ καταργηθοῦν»5, ἐννοώντας ὁλοφάνερα γιὰ τὴ γνώση ποὺ βρίσκεται στὸ λόγο καὶ στὶς  ἔννοιες.

Τὸ μυστήριο τοῦτο [τοῦ Χριστοῦ] προγνώριζε ὁ Πατέρας καὶ ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα.

῾Ο Πατέρας γιατὶ ἔτσι εὐδόκησε, ὁ Υἱὸς γιατὶ ἦταν ὁ αὐτουργός, καὶ τὸ Πνεῦμα γιατὶ συνεργαζόταν σ᾿ αὐτό. Γιατὶ εἶναι μία ἡ γνώση τοῦ Πατέρα καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐπειδὴ εἶναι μία καὶ ἡ οὐσία καὶ ἡ δύναμη. Δὲν ἀγνοοῦσε δηλαδὴ ὁ Πατέρας ἢ τὸ ἅγιο Πνεῦμα τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, γιατὶ ὑπῆρχε σὲ ὁλόκληρο τὸν Υἱό, ποὺ αὐτουργοῦσε τὸ μυστήριο τῆς σωτηρίας μας μὲ τὴ σάρκωσή του, ὅλος κατὰ τὴν οὐσία του ὁ Πατέρας, ὄχι βέβαια μὲ σάρκωσή του, ἀλλὰ εὐδοκώντας γιὰ τὴ σάρκωση τοῦ Υἱοῦ, καὶ ὁλόκληρο τὸ ἅγιο Πνεῦμα κατὰ τὴν οὐσία του ὑπῆρχε στὸν Υἱό, ὄχι λαμβάνοντας σάρκα, ἀλλὰ συνεργώντας μὲ τὸν Υἱὸ στὴν ἀπόρρητη γιὰ μᾶς σάρκωσή του.

Εἴτε λοιπὸν πεῖ κάποιος Χριστό, εἴτε μυστήριο τοῦ Χριστοῦ, τὴν πρόγνωση γι᾿ αὐτὸ κατὰ τὴν οὐσία τὴν ἔχει μόνη ἡ ἁγία Τριάδα, ὁ Πατέρας, ὁ Υἱὸς καὶ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Κι ἄς μὴν ἀναρωτηθεῖ  κανένας πῶς ὁ Χριστός, ἐνῶ εἶναι ἕνας ἀπὸ τὴν ἁγία Τριάδα, γίνεται ἀντικείμενο πρόγνωσής της, ἔχοντας ὑπόψη ὅτι δὲν ἔγινε πρόγνωση τοῦ Χριστοῦ ὡς Θεοῦ, ἀλλὰ ὡς ἀνθρώπου, ἔγινε δηλαδὴ πρόγνωση τῆς κατ᾿ οἰκονομίαν σάρκωσής του γιὰ χάρη τοῦ ἀνθρώπου. Γιατὶ ὅ,τι ὑπάρχει αἰώνια ποτὲ δὲν προγνωρίζεται ἀπὸ ἕνα ἄλλο αἰώνιο. Γιατὶ ἡ πρόγνωση γίνεται γιὰ ὅσα ἔχουν ἀρχὴ στὸ εἶναι καὶ γιὰ κάποια αἰτία. Προγνωρίσθηκε λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἀπὸ πρὶν ὄχι γι᾿ αὐτὸ ποὺ ἦταν κατὰ φύση γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ γι᾿ αὐτὸ ποὺ φάνηκε ὅτι ἔγινε ἀργότερα γιὰ μᾶς κατ᾿ οἰκονομία. ῎Επρεπε δηλαδὴ ἀληθινὰ ὁ φυσικὸς δημιουργὸς τῆς  οὐσίας τῶν ὄντων νὰ γίνει αὐτουργὸς καὶ τῆς κατὰ χάρη θέωσης τῶν δημιουργημάτων, ὥστε ὁ δωρητὴς τοῦ εἶναι νὰ φανεῖ δωρεοδότης καὶ τῆς μακαριότητας. ᾿Επειδὴ λοιπὸν κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν γνωρίζει καθόλου τὸν ἑαυτό του ἢ κάποιο ἄλλο τί εἶναι ὡς πρὸς τὴν οὐσία, εἶναι εὔλογο ὅτι κανένα ἀπὸ τὰ ὄντα δὲν ἔχει κατὰ τὴ φύση τὴν ἱκανότητα πρόγνωσης κανενὸς ἀπὸ ὅσα θὰ γίνουν, πλὴν μόνο ὁ Θεὸς ὁ πάνω ἀπὸ τὰ ὄντα, ποὺ καὶ τὸν ἑαυτό του γνωρίζει τί εἶναι κατὰ τὴν οὐσία καὶ γιὰ ὅλα ὅσα δημιούργησε καὶ πρὶν ἀκόμα γίνουν εἶχε ἀπὸ πρὶν τὴ γνώση τῆς ὕπαρξής τους κι ἔμελλε κατὰ χάρη νὰ φιλοδωρήσει τὰ ὄντα μὲ τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ τους καὶ τῶν ἄλλων, τί εἶναι στὴν οὐσία τους, καὶ νὰ φανερώσει τοὺς λόγους ποὺ ὑπάρχουν ἑνιαῖα σ᾿ αὐτὸν ἀπὸ πρίν.

Τὸ νὰ λένε μερικοὶ ὅμως πὼς ὁ Χριστὸς εἶχε προγνωσθεῖ πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου ἀπὸ ἐκείνους στοὺς ὁποίους φανερώθηκε ὕστερα τοὺς τελευταίους καιρούς, ἐπειδὴ ἐκεῖνοι οἱ ἴδιοι ὑπῆρχαν πρὶν ἀπὸ τὴν καταβολὴ τοῦ κόσμου μαζὶ μὲ τὸν προεγνωσμένο Χριστό, αὐτὸν τὸ λόγο σὰν ἐντελῶς ἄσχετο μὲ τὴν ἀλήθεια, ἐπειδὴ κάνει συναΐδια μὲ τὸν Θεὸ τὴν οὐσία τῶν λογικῶν ὄντων, τὸν ἀπορρίπτουμε. Γιατὶ εἶναι τελείως ἀδύνατο νὰ βρίσκονται μὲ τὸ Χριστό, ἔτσι ὅπως αὐτὸς εἶναι, καὶ πάλι νὰ λείψουν τελείως κάποτε ἀπὸ αὐτόν, ἂν βέβαια εἶναι φυσικὸ νὰ γίνει σ᾿ αὐτὸν ἡ ἀποπεράτωση τῶν αἰώνων καὶ ἡ στάση ὅσων κινοῦνται, μέσα στὴν ὁποία κανένα ἀπολύτως ἀπὸ τὰ ὄντα δὲ θὰ ὑπόκειται σὲ μεταβολή. ῾Ο λόγος τῆς Γραφῆς κάλεσε τὸν Χριστὸ ἄμωμο καὶ ἄσπιλο, ἐπειδὴ εἶναι κατὰ τὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀπὸ τὴ φύση του τελείως ξένος ἀπὸ τὴ φθορὰ τῆς ἁμαρτίας. Γιατὶ ἡ ψυχή του δὲν εἶχε μῶμο κακίας οὔτε τὸ σῶμα του σπίλο τῆς ἁμαρτίας.

Σημειώσεις

(*)῾Αγίου Μαξίμου ῾Ομολογητοῦ, Πρὸς Θαλάσσιον Περὶ Διαφόρων ᾿Απόρων τῆς ῾Αγίας Γραφῆς, ᾿Ερώτησις Ξʹ. Τὸ ἀρχαῖο κείμενο: PG τ. 90, στλ. 620Β-625Β. Νεο-ελληνικὴ ἀπόδοσις: Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καὶ ᾿Ασκητικῶν, Ε.Π.Ε. τ. 14Γ, σελ. 186-195, Θεσσαλονίκη 1992

1.Αʹ Πέτρ. αʹ 19, 20.
2.Κολ. αʹ 26.
3.᾿Εφεσ. αʹ 10, 11.
4.῾Ησ. θʹ 6.
5.Αʹ Κορ. ιγʹ 8.
 
 
Πηγή: www.imaik.gr