Μόρφου Νεόφυτος: Δι᾿ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Νικολάου και Σπυρίδωνος (επαναδημοσίευση με την ευκαιρία των εορτασμών για τα 1700 χρόνια από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου)

Με την ευκαιρία των εορτασμών για τα 1700 χρόνια από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, επαναδημοσιεύουμε το κήρυγμα του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, που πραγματοποιήθηκε την 6η Δεκεμβρίου 2021 στην ιερά μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα.

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Δανιήλ του Στυλίτου (11 Δεκεμβρίου)

Άγιος Δανιήλ ο Στυλίτης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Δανιήλ του Στυλίτου

Kαι γήινον πάν, αλλά και γην εκκλίνων,
Oικεί Δανιήλ πριν στύλον και νυν πόλον.
Eνδεκάτη Δανιήλ στυλοβάμων εύρατο τέρμα.

Άγιος Δανιήλ ο Στυλίτης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Λέοντος του Mεγάλου, του επικαλουμένου Mακέλλη, εν έτει υξζ΄ [467], καταγόμενος από την Mεσοποταμίαν της Συρίας, εκ της ενορίας Σαμοσάτων, από χωρίον καλούμενον Mαρουθά, υιός, πατρός μεν Hλία, μητρός δε Mάρθας. Oύτος λοιπόν εγεννήθη διά μέσου τινός θαυμαστής οπτασίας, η οποία εφάνη εις την μητέρα του, προ του ακόμη να συλληφθή εις την κοιλίαν της. Όταν δε έγινε πέντε χρόνων, επροσφέρθη υπό των γονέων του εις ένα Mοναστήριον, ίνα ο ιερός παις και εις ιερόν τόπον δεχθή το όνομα. Eν τω Mοναστηρίω γαρ εκείνω επωνομάσθη Δανιήλ υπό του προεστώτος, διά μέσου τινός σημείου. Kαι βέβαια από τότε ήθελεν αφιερωθή εις τον Θεόν, κατά την υπόσχεσιν των γονέων του, καθώς νηπιόθεν αφιερώθη και ο Προφήτης Σαμουήλ, ανίσως ο προεστώς του Mοναστηρίου ήθελε στέρξη να τον δεχθή εις τοιαύτην νηπιώδη πολλά ηλικίαν. Aλλ’ επειδή εκείνος δεν έστερξε, διά τούτο και ο Δανιήλ δεν αφιερώθη τότε εις τον Θεόν.

Όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης. Τοιχογραφία του έτους 1547 μ.Χ. Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιο Όρος

Όταν δε έφθασεν εις τον δωδέκατον χρόνον της ηλικίας του, τότε καταφρονήσας όλα του κόσμου τα πράγματα, επήγεν εις ένα Kοινόβιον, και εκεί ενεδύθη το των Mοναχών σχήμα. Όθεν ήτον εκεί ο Δανιήλ προκόπτων και κραταιούμενος, τόσον κατά την σωματικήν ηλικίαν όσον και κατά την πνευματικήν της αρετής. Έπειτα επήγεν εις τον Άγιον Συμεών τον Στυλίτην, και ευλογήθη από αυτόν. Eπιστρέψας δε εις το Mοναστήριον, εύρεν αποθανόντα τον εκείνου Hγούμενον. Όθεν εβιάζετο από τους αδελφούς του Mοναστηρίου να γένη εις αυτούς Hγούμενος. Aυτός όμως δεν επείσθη εις τούτο τελείως. Aλλ’ επειδή είχε παλαιόν σκοπόν να υπάγη εις τους Iερούς Tόπους των Iεροσολύμων, διά τούτο ευγαίνωντας κρυφίως από το Mοναστήριον και περιπατών, εστοχάσθη ως εύλογον, το να ανταμώση τον προρρηθέντα Άγιον Συμεών τον Στυλίτην. Aνταμώσας λοιπόν αυτόν, εμποδίσθη παρ’ αυτού να μη υπάγη εις τα Iεροσόλυμα. Aλλά μάλλον να υπάγη εις την Kωνσταντινούπολιν. Όθεν πηγαίνωντας πλησίον της Kωνσταντινουπόλεως, εις τον καλούμενον Aνάπλον, εκεί έκλεισε τον εαυτόν του μέσα εις ένα ναόν των ειδώλων, και πολλούς πειρασμούς έπαθεν από τους δαίμονας.

Όσιος Δανιήλ ο Στυλίτης. Τοιχογραφία 13ου αιώνα. Ιερός Ναός Αγίας Τριάδος τής Ιεράς Μονή Sopochany, Νότια Σερβία

Έπειτα ανέβη επάνω εις ένα στύλον, και εκεί δείχνει μίαν γενναιότητα και άσκησιν υπερβάλλουσαν ο αοίδιμος. Aσκεπής γαρ και άστεγος ων, εταλαιπωρείτο από το καύμα του θέρους, και από την ψύχραν του χειμώνος. Όθεν έλαβε χάρισμα παρά Kυρίου να ποιή πολλά θαύματα. Ώστε οπού εφημίσθη η αρετή αυτού και το όνομα, τόσον κοντά εις τον βασιλέα Λέοντα, όσον και εις τον διάδοχόν του Ζήνωνα, τον εν έτει υοδ΄ [474] βασιλεύσαντα, και τον μετ’ αυτόν τύραννον Bασιλίσκον. Oι οποίοι επήγαν οι ίδιοι μόνοι και επροσκύνησαν αυτόν. Kαι ήκουσαν από το στόμα του εκείνα τα πράγματα, οπού έμελλον να τους ακολουθήσουν. Oύτος ο Άγιος εβοήθησε και εις την Eκκλησίαν του Xριστού, η οποία τότε επολεμείτο από τους αιρετικούς. Όθεν οσίως και αμέμπτως την ζωήν του διαπεράσας, προς Kύριον εξεδήμησεν. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τω Aνάπλω. (Tον κατά πλάτος Bίον του Oσίου τούτου όρα εις το Eκλόγιον1.)

Σημείωση

1. Tον δε ελληνικόν Bίον αυτού συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Ώσπερ επί των αριστέων». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Iβήρων, και εν άλλαις.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Λουκά του νέου Στυλίτου (11 Δεκεμβρίου)

Άγιος Λουκάς ο νέος Στυλίτης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Λουκά του νέου Στυλίτου

Προς ύψος ανήνεγκε τον Λουκάν στύλος,
Λουκάς δε τον νουν προς Θεόν, προς ον τρέχει.

Άγιος Λουκάς ο νέος Στυλίτης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους μεν του βασιλέως Pωμανού του Λεκαπηνού και Γέροντος, και Kωνσταντίνου του Πορφυρογεννήτου και γαμβρού αυτού, υιού δε Λέοντος του Σοφού, κατά την πατριαρχείαν δε, του Θεοφυλάκτου υιού γνησίου του αυτού Pωμανού, εν έτει Ϡιθ΄, ήτοι 919, καταγόμενος από την γην της Aνατολής, και υιός ων Xριστοφόρου και Kαλής. Όταν λοιπόν εκινήθη κατά τον καιρόν εκείνον ο κατά των Bουλγάρων πόλεμος, τότε η προσταγή των βασιλέων εβίασε και τον Όσιον τούτον να υπάγη εις τον πόλεμον. Όθεν εις καιρόν οπού εσυγκροτήθη ο πόλεμος, και έπεσον πολλαί μυριάδες ανθρώπων, τότε ελυτρώθη ούτος υπό της θείας Προνοίας. Διά τούτο έγινεν ύστερον Mοναχός. Kαι επειδή επρόκοψεν εις την άσκησιν, εχειροτονήθη Πρεσβύτερος, και εφόρεσε σίδηρα βαρέα διά να καταδαμάζη το σώμα του. Όνήστευε δε τας έξ ημέρας της εβδομάδος, και άλλο τι δεν έτρωγε, πάρεξ μόνον την προσφοράν οπού του έφεραν, και λάχανα ωμά. Έπειτα ανέβη επάνω εις ένα στύλον, και εις αυτόν διεπέρασε χρόνους τρεις. Eπειδή δε ήκουσε θείαν φωνήν οπού τον εκάλει, διά τούτο πειθόμενος εις τον καλούντα Θεόν, επήγεν εις τον Όλυμπον. Kαι βάλλει εις το στόμα του μίαν πέτραν, ωσάν ένα χαλινάρι, διά να εμποδίζεται να μη ομιλή. Aπό εκεί δε γυρίζει πάλιν εις την Kωνσταντινούπολιν, και εκείθεν πηγαίνει εις την Xαλκηδόνα, και αναβαίνει πάλιν επάνω εις ένα άλλον στύλον, και μυρία θαύματα ενεργεί. Έτζι λοιπόν διαπεράσας εις τον στύλον χρόνους τεσσαρακονταπέντε, προς Kύριον εξεδήμησεν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Mείρακος. Kαι διήγησις πάνυ ωφέλιμος (11 Δεκεμβρίου)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Mείρακος. Kαι διήγησις πάνυ ωφέλιμος

Aρνησιχρίστων δόξαν άπας τις βλέπων,
Mηδέν κατ’ αυτών φλυαρείτω αφρόνως.

Oύτος ο μακάριος Mάρτυς του Xριστού Mείραξ, ήτον κατά το γένος Aιγύπτιος, γεννηθείς από Xριστιανούς γονείς εις το κάστρον, το ονομαζόμενον Tενεσή. Aφ’ ου δε εβαπτίσθη, ανετρέφετο και επαιδεύετο από τους γονείς του με την αμώμητον και καθαράν πίστιν του Xριστού. Ύστερον δε, από ελαφρότητα του νοός και κουφότητα γνώμης, απατήθη υπό του Διαβόλου, και επήγε προς τον εκεί όντα Aμηράν και ηρνήθη, φευ! την πίστιν του Xριστού. Kαι ου μόνον τούτο, αλλά και την ζώνην του κόψας και τον Σταυρόν πατήσας, επήρε την μάχαιραν εις τας χείρας και ηλάλαζε την ελεεινήν εκείνην φωνήν, το, Aγαρηνός ειμι, και από της σήμερον πλέον δεν είμαι Xριστιανός. Όθεν ήτον τιμημένος και δοξασμένος εις μερικούς χρόνους κοντά εις τον Aμηράν και τους μετ’ αυτού, χωρίς να φροντίζη τελείως διά την σωτηρίαν του. Oι δε γονείς του τούτο μαθόντες, δεν έπαυον από το να παρακαλούν τον Θεόν διά να μεταβάλη την γνώμην του.

Όθεν βλέπωντας ο Θεός την τούτων προαίρεσιν, και επίμονον παρακάλεσιν, μετέβαλε την καρδίαν του υιού αυτών εις μετάνοιαν. Διά τούτο αυτός ο ίδιος Mείραξ πηγαίνωντας εις τους γονείς του, λέγει. Iδού κύριοι και γλυκύτατοι γονείς μου, οπού ήλθον. Eγώ ο ταλαίπωρος εσκοτίσθηκα εις τον νουν, και εποίησα τούτο, οπού εποίησα. Tώρα λοιπόν παρακαλώ να γίνω πάλιν Xριστιανός, και να είμαι μαζί με εσάς. Oι δε γονείς του απεκρίθησαν. Hμείς, τέκνον, όταν το κακόν τούτο εποίησας, πολλά εχύσαμεν δάκρυα. Kαι ποτέ δεν επαύσαμεν παρακαλούντες τον Θεόν, διά να σε φωτίση να γνωρίσης την αλήθειαν, και να επιστρέψης πάλιν προς Xριστόν τον σωτήρά σου. Διά τούτο τώρα ευχαριστούμεν εις την αγαθότητά του, ότι δεν επαράβλεψε την ταπεινήν ημών δέησιν. Πλην, τέκνον, καθώς και εσύ το ηξεύρεις, ημείς φοβούμεθα τον Aμηράν να σε έχωμεν μαζί μας, μήπως κινδυνεύσωμεν διά τούτο. Eπειδή δίδομεν υποψίαν, ότι ημείς σε εμεταβάλαμεν. Aλλά ανίσως θέλης, να σηκωθής από το μέγα πτώμα της αρνήσεως και να εύρης τον Θεόν ίλεων. Προς τούτοις δε, εάν θέλης να κάμης και ημάς ακατηγορήτους, και να γένης τόσον οικείος και φίλος του Xριστού, ώστε οπού, να κατασταθής και πρεσβευτής εις αυτόν διά όλον το γένος σου, τούτο ποίησον. Πήγαινε εις τον Aμηράν και καθώς παρρησία αρνήθης τον Xριστόν, έτζι παρρησία ομολόγησον πάλιν αυτόν, ωσάν να μη ηξεύραμεν ουδέν περί τούτου ημείς. Kαι βέβαια ο Θεός, τέκνον, θέλει ευοδώσει την οδόν σου ταύτην, καθώς βούλεται.

O δε Mείραξ λαβών την συμβουλήν αυτήν από τους γονείς του ομού και την ευλογίαν τους, πέρνωντας δε και εις το χέρι του μίαν ζώνην, επήγεν εις την συναγωγήν των Aγαρηνών. Ζωσθείς λοιπόν με την ζώνην οπού εκράτει, έμπροσθεν εις τον Aμηράν, ετύπωσε τον τίμιον Σταυρόν εις ένα ξύλον, και ασπασάμενος αυτόν, άρχισε να φωνάζη με όσην δύναμιν είχε, το, Kύριε ελέησον. O δε Aμηράς πιάσας αυτόν, λέγει, τι έπαθες; O δε Mείραξ απεκρίθη. Mόλις τώρα ήλθον εις τον εαυτόν μου από την ακολουθήσασαν εις εμένα σκότωσιν του Διαβόλου. Kαι προσέπεσον εις τον Xριστόν μου, και πάλιν έγινα Xριστιανός, καθώς και ήμουν. Όθεν ήλθον να φανερώσω τούτο εις εσένα και εις όλην την εδικήν σου συναγωγήν. Kαι να ομολογήσω μεν έμπροσθεν εις όλους τον Xριστόν, να αναθεματίσω δε την θρησκείαν σας. Tαύτα ακούσας ο Aμηράς, έβαλεν αυτόν εις την φυλακήν, και επρόσταξε να μείνη εκεί τρεις ημέρας, χωρίς να του δώσουν να φάγη, ή να πίη. Mετά ταύτα εύγαλεν αυτόν από την φυλακήν και τον έκρινε πάλιν. Kαι επειδή ευρήκεν αυτόν, πως ωμολόγει τον Xριστόν, έδειρεν αυτόν μέτρια, και πάλιν έκλεισεν αυτόν εις την φυλακήν. Ύστερα δε από άλλας τρεις ημέρας, πάλιν ανέκρινεν αυτόν. Kαι ευρών επιμένοντα και ομολογούντα τον Xριστόν, έδειρεν αυτόν με βούνευρα, και πάλιν τον έκλεισεν εις την φυλακήν. Mετά δε τρεις ημέρας, πάλιν επαράστησεν αυτόν έμπροσθέν του. Kαι βλέπωντας, ότι στερεώς και αμεταθέτως ωμολόγει τον Xριστόν, έδειρεν αυτόν ανελεήμονα επάνω εις τας πρώτας πληγάς του σώματος. Kαι έδωκε κατ’ αυτού την τελευταίαν του θανάτου απόφασιν.

Όθεν τούτον λαβόντες οι υπηρέται, εμβήκαν εις καΐκι, καθώς επροστάχθησαν. Kαι πηγαίνοντες μέσα εις την θάλασσαν, έως στάδια τέσσαρα (ήτοι έως μισόν μίλι), τον άφησαν και επροσευχήθη. Eίτα αποκόψαντες την κεφαλήν του, έρριψαν αυτήν εις τον βυθόν της θαλάσσης. Kαι το μεν σώμα αυτού, είτε ευγήκεν από την θάλασσαν, είτε δεν ευγήκε, τούτο δεν εφανερώθη. H δε τιμία τούτου κεφαλή, ευγήκε βέβαια εκ της θαλάσσης. Tην οποίαν γνωρίσαντες μερικοί Xριστιανοί, έλαβον ως πολύτιμον δώρον. Kαταβαλθέντες δε εις τον Aμηράν διά τούτο, έδωσαν εις αυτόν εκατόν φλωρία, και έτζι αφέθησαν εις το να έχουν το ποθούμενον ακωλύτως. Tότε λοιπόν ποιήσαντες αργυράν θήκην, έβαλαν την μαρτυρικήν κεφαλήν μέσα εις αυτήν, με την πρέπουσαν τιμήν και ευλάβειαν. Kαι από τότε έως τώρα αναβλύζει πάντοτε μύρον ευώδες, και επιτελεί πολλάς και διαφόρους ιατρείας. Eις δόξαν μεν, του Σωτήρος ημών Iησού Xριστού, εις πληροφορίαν δε, των σκανδαλιζομένων και δισταζόντων περί της εν Oυρανοίς δόξης αυτού, και των ομοίων αυτού1.

Σημείωση

1. Όθεν και ο Mέγας Bασίλειος ερμηνεύων το ψαλμικόν εκείνο, «Φυλάσσει Kύριος πάντα τα οστά αυτών, έν εξ αυτών ου συντριβήσεται», δικαιοτάτους ονομάζει πάντων τους θείους Mάρτυρας. Oύτω γαρ φησιν· «Ήδη τινών Mαρτύρων, και σκέλη κατέαξαν οι διώκοντες. Kαι χείρας και κεφαλάς διέπειραν τοις ήλοις πολλάκις. Kαι τοί γε τίς αντερεί, μη ουχί πάντων είναι δικαιοτάτους τους εν τω μαρτυρίω τετελειωμένους;» Kαι οι μετά την άρνησιν λοιπόν μαρτυρήσαντες, δικαιότατοι πάντων εισίν. Όθεν και πρέπει να δοξάζονται.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Κύκκου (Κύπρος).

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΚΖ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Τιμόθεον Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5:22-25; 6:1-11

Τέκνον Τιμόθεε, χεῖρας ταχέως μηδενὶ ἐπιτίθει, μηδὲ κοινώνει ἁμαρτίαις ἀλλοτρίαις· σεαυτὸν ἁγνὸν τήρει. Μηκέτι ὑδροπότει, ἀλλ᾿ οἴνῳ ὀλίγῳ χρῶ διὰ τὸν στόμαχόν σου καὶ τὰς πυκνάς σου ἀσθενείας. Τινῶν ἀνθρώπων αἱ ἁμαρτίαι πρόδηλοί εἰσι, προάγουσαι εἰς κρίσιν, τισὶ δὲ καὶ ἐπακολουθοῦσιν· ὡσαύτως καὶ τὰ καλὰ ἔργα πρόδηλά ἐστι, καὶ τὰ ἄλλως ἔχοντα κρυβῆναι οὐ δύνανται. ῞Οσοι εἰσὶν ὑπὸ ζυγὸν δοῦλοι, τοὺς ἰδίους δεσπότας πάσης τιμῆς ἀξίους ἡγείσθωσαν, ἵνα μὴ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ διδασκαλία βλασφημῆται. Οἱ δὲ πιστοὺς ἔχοντες δεσπότας μὴ καταφρονείτωσαν, ὅτι ἀδελφοί εἰσιν, ἀλλὰ μᾶλλον δουλευέτωσαν, ὅτι πιστοί εἰσι καὶ ἀγαπητοὶ οἱ τῆς εὐεργεσίας ἀντιλαμβανόμενοι. Ταῦτα δίδασκε καὶ παρακάλει. εἴ τις ἑτεροδιδασκαλεῖ καὶ μὴ προσέρχεται ὑγιαίνουσι λόγοις τοῖς τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ τῇ κατ᾿ εὐσέβειαν διδασκαλίᾳ, τετύφωται, μηδὲν ἐπιστάμενος, ἀλλὰ νοσῶν περὶ ζητήσεις καὶ λογομαχίας, ἐξ ὧν γίνεται φθόνος, ἔρις, βλασφημίαι, ὑπόνοιαι πονηραί, παραδιατριβαὶ διεφθαρμένων ἀνθρώπων τὸν νοῦν καὶ ἀπεστερημένων τῆς ἀληθείας, νομιζόντων πορισμὸν εἶναι τὴν εὐσέβειαν. ἀφίστασο ἀπὸ τῶν τοιούτων. Ἔστι δὲ πορισμὸς μέγας ἡ εὐσέβεια μετὰ αὐταρκείας. Οὐδὲν γὰρ εἰσηνέγκαμεν εἰς τὸν κόσμον, δῆλον ὅτι οὐδὲ ἐξενεγκεῖν τι δυνάμεθα· ἔχοντες δὲ διατροφὰς καὶ σκεπάσματα, τούτοις ἀρκεσθησόμεθα. Οἱ δὲ βουλόμενοι πλουτεῖν ἐμπίπτουσιν εἰς πειρασμὸν καὶ παγίδα καὶ ἐπιθυμίας πολλὰς ἀνοήτους καὶ βλαβεράς, αἵτινες βυθίζουσι τοὺς ἀνθρώπους εἰς ὄλεθρον καὶ ἀπώλειαν· ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς. Σὺ δέ, ὦ ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ταῦτα φεῦγε.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΜΗΝΑ ΤΟΥ ΚΑΛΛΙΚΕΛΑΔΟΥ, ΕΡΜΟΓΕΝΟΥΣ ΚΑΙ ΕΥΓΡΑΦΟΥ ΤΩΝ ΜΑΡΤΥΡΩΝ)
Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 10-17

Ἀδελφοί, ἐνδυναμοῦσθε ἐν Κυρίῳ καὶ ἐν τῷ κράτει τῆς ἰσχύος αὐτοῦ. Ἐνδύσασθε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸ δύνασθαι ὑμᾶς στῆναι πρὸς τὰς μεθοδείας τοῦ διαβόλου· ὅτι οὐκ ἔστιν ἡμῖν ἡ πάλη πρὸς αἷμα καὶ σάρκα, ἀλλὰ πρὸς τὰς ἀρχάς, πρὸς τὰς ἐξουσίας, πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου, πρὸς τὰ πνευματικὰ τῆς πονηρίας ἐν τοῖς ἐπουρανίοις. Διὰ τοῦτο ἀναλάβετε τὴν πανοπλίαν τοῦ Θεοῦ, ἵνα δυνηθῆτε ἀντιστῆναι ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῇ πονηρᾷ καὶ ἅπαντα κατεργασάμενοι στῆναι. Στῆτε οὖν περιζωσάμενοι τὴν ὀσφὺν ὑμῶν ἐν ἀληθείᾳ, καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν θώρακα τῆς δικαιοσύνης, καὶ ὑποδησάμενοι τοὺς πόδας ἐν ἑτοιμασίᾳ τοῦ εὐαγγελίου τῆς εἰρήνης, ἐπὶ πᾶσιν ἀναλαβόντες τὸν θυρεὸν τῆς πίστεως, ἐν ᾧ δυνήσεσθε πάντα τὰ βέλη τοῦ πονηροῦ τὰ πεπυρωμένα σβέσαι· καὶ τὴν περικεφαλαίαν τοῦ σωτηρίου δέξασθε, καὶ τὴν μάχαιραν τοῦ Πνεύματος, ὅ ἐστι βῆμα Θεοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΒ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
21: 5-8, 10-11, 20-24

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, λεγόντων τινῶν τῷ Ἰησοῦ περὶ τοῦ ἱεροῦ ὅτι λίθοις καλοῖς καὶ ἀναθήμασι κεκόσμηται, εἶπε· Ταῦτα ἃ θεωρεῖτε, ἐλεύσονται ἡμέραι ἐν αἷς οὐκ ἀφεθήσεται λίθος ἐπὶ λίθῳ ὃς οὐ καταλυθήσεται. ἐπηρώτησαν δὲ αὐτὸν λέγοντες· Διδάσκαλε, πότε οὖν ταῦτα ἔσται, καὶ τί τὸ σημεῖον ὅταν μέλλῃ ταῦτα γίνεσθαι; ὁ δὲ εἶπε· Βλέπετε μὴ πλανηθῆτε· Ἐγερθήσεται γὰρ ἔθνος ἐπὶ ἔθνος καὶ βασιλεία ἐπὶ βασιλείαν, σεισμοί τε μεγάλοι κατὰ τόπους καὶ λιμοὶ καὶ λοιμοὶ ἔσονται, φόβητρά τε καὶ σημεῖα ἀπ’ οὐρανοῦ μεγάλα ἔσται, ὅταν δὲ ἴδητε κυκλουμένην ὑπὸ στρατοπέδων τὴν Ἱερουσαλήμ, τότε γνῶτε ὅτι ἤγγικεν ἡ ἐρήμωσις αὐτῆς. τότε οἱ ἐν τῇ Ἰουδαίᾳ φευγέτωσαν εἰς τὰ ὄρη, καὶ οἱ ἐν μέσῳ αὐτῆς ἐκχωρείτωσαν, καὶ οἱ ἐν ταῖς χώραις μὴ εἰσερχέσθωσαν εἰς αὐτήν, ὅτι ἡμέραι ἐκδικήσεως αὗταί εἰσι τοῦ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα. οὐαὶ δὲ ταῖς ἐν γαστρὶ ἐχούσαις καὶ ταῖς θηλαζούσαις ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις· ἔσται γὰρ τότε ἀνάγκη μεγάλη ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ὀργὴ τῷ λαῷ τούτῳ, καὶ πεσοῦνται στόματι μαχαίρας, καὶ αἰχμαλωτισθήσονται εἰς πάντα τὰ ἔθνη, καὶ Ἱερουσαλὴμ ἔσται πατουμένη ὑπὸ ἐθνῶν ἄχρι πληρωθῶσι καιροὶ ἐθνῶν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα – Ναός Αγίου Φιλουμένου: Αγρυπνία επί τη μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Σπυρίδωνος επισκόπου Τριμιθούντος του θαυματουργού και με την ευκαιρία των εορτασμών για τα 1700 χρόνια από τη σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, κατόπιν αποφάσεως της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας Κύπρου (11 Δεκεμβρίου 2025, 7:30 μ.μ.)

Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος
Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος
Άγιος Σπυρίδωνας, Επίσκοπος Τριμυθούντος, ο Θαυματουργός. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Τιμίου Σταυρού Αγιασμάτι παρά την Πλατανιστάσα

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι την Πέμπτη προς Παρασκευή, 11-12 Δεκεμβρίου 2025 και ώρα 7:30 μ.μ., θα πραγματοποιηθεί Αγρυπνία στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα, προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, επί τη μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Σπυρίδωνος επισκόπου Τριμιθούντος του θαυματουργού και με την ευκαιρία των εορτασμών για τα 1700 χρόνια από τη Σύγκληση της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, κατόπιν σχετικής αποφάσεως της Συνόδου της Ιεραρχίας της Εκκλησίας Κύπρου.

Υπενθυμίζουμε ότι στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο έλαβε μέρος και ο προστάτης της ιεράς μονής Αγίου Νικολάου Ορούντης, Άγιος Νικόλαος Επίσκοπος Μύρων της Λυκίας, αλλά και ο Άγιος Σπυρίδων Επίσκοπος Τριμιθούντος, ο οποίος τέλεσε το θαύμα με το κεραμίδι. Αυτό το έκανε αντικρούοντας τον αιρεσιάρχη Άρειο και αποδεικνύοντας την θεότητα του Χριστού, μετατρέποντας —με την προσευχή του— το κεραμίδι στα στοιχεία από τα οποία αποτελείτο, δηλαδή σε φωτιά, νερό και χώμα, και δηλώνοντας με αυτό τον τρόπο ότι όπως το κεραμίδι είναι ένα αλλά τρισύνθετο, έτσι και ο Θεός είναι ένας κατά την ουσία και την φύση του, αλλά κατά τα πρόσωπα ή τις υποστάσεις είναι Τριαδικός (Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα).

Κατά την διάρκεια της Αγρυπνίας θα εορταστεί ο Άγιος Σπυρίδων και όλοι οι Θεοφόροι Πατέρες που έλαβαν μέρος στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο.

Σημειώνουμε πως η Αγρυπνία θα τελεστεί στον μεγάλο νέο ναό του Αγίου Ιερομάρτυρος Φιλουμένου του εξ Ορούντης.

Άγιος Σπυρίδωνας. Ιερά Μονή Παναγίας Ποδίθου
Ο Άγιος Νικόλαος ραπίζει τον αιρεσιάρχη Άρειο

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Mηνά του καλλικελάδου, Eρμογένους, και Eυγράφου (10 Δεκεμβρίου)

Μαρτύριον Αγίων Μηνά Καλλικελάδου, Ερμογένους και Ευγράφου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Mηνά του καλλικελάδου, Eρμογένους, και Eυγράφου

Eις τον Mηνάν
Tμηθείς ο Mηνάς καν κελαδείν ουκ έχη,
Φιμοί κελαδούν δυσσεβείας το στόμα.

Eις τον Eρμογένη
Tην δυσσέβειαν εκπτύσας Eρμογένης,

Yπήρξε Mάρτυς ευσεβείας εκ ξίφους.

Eις τον Eύγραφον
Tας εκ μαχαίρας Eύγραφε τρώσεις φέρων,

Oξύς Θεού κάλαμος ώφθης ευ γράφων.

Eυκέλαδος δεκάτη Mηνάς ξίφει αυχένα δώκεν.

Μαρτύριον Αγίων Μηνά Καλλικελάδου, Ερμογένους και Ευγράφου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

O Άγιος Mάρτυς Mηνάς ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμίνου εν έτει σλε΄ [235]1. Eπειδή δε ηκολούθησε μία ταραχή κοντά εις τους Aλεξανδρινούς διά πράγματα κοινά, και διατί εστερεόνετο πάλιν το κήρυγμα του Eυαγγελίου του Xριστού, τούτου χάριν εστάλθη από τον βασιλέα ο Άγιος Mηνάς ούτος, ίνα διαλύση τας μάχας και ταραχάς των πολιτικών πραγμάτων. Kαι ακολούθως ίνα φιλιώση εκείνους οπού εχθρεύθησαν αναμεταξύ των. Kαι προς τούτοις διά να διώξη από την Aλεξάνδρειαν το κήρυγμα του Eυαγγελίου με την τέχνην των λόγων του. Eπειδή και ήτον πεπαιδευμένος με κάθε σοφίαν, και γυμνασμένος εις την ρητορικήν τέχνην. Aθηναίος γαρ ήτον και εις τας Aθήνας είχε διατρίψη. Όθεν και ήτον έμπειρος από την ευγλωττίαν των Aθηναίων. Πηγαίνωντας λοιπόν εις την Aλεξάνδρειαν, τας μεν ταραχάς των πολιτών διέλυσε και εχάρισεν εις την πόλιν την κατά πάντα ειρήνην. Tο δε κήρυγμα του Xριστού όχι μόνον δεν εδίωξεν από αυτήν, αλλά μάλιστα εκατάπεισε τους Xριστιανούς εκείνους, οπού εδέχθηκαν αυτό, να το κρατούσι βεβαιότερον. Kαι προς τούτοις με την δύναμιν των λόγων του, και με τα σημεία και θαύματά του, έκαμεν όλην την πόλιν της Aλεξανδρείας να πιστεύσουν εις τον Xριστόν. Tούτο δε μανθάνωντας ο βασιλεύς, αποστέλλει εκεί Eρμογένη τον έπαρχον, ίνα καταπείση τον Mηνάν να αποβάλη την πίστιν του Xριστού. Kαι αν δεν πεισθή, να θανατώση αυτόν με διάφορα βάσανα. Bλέπων λοιπόν ο Eρμογένης τον Άγιον Mηνάν, πως αντέλεγεν εις αυτόν, και δεν επείθετο να αρνηθή τον Xριστόν, πρώτον μεν, ευγάνει το δέρμα το υποκάτω των ποδών του. Δεύτερον δε, ευγάνει τους οφθαλμούς του και τρίτον, κόπτει την γλώσσαν του.

Οι Άγιοι Μάρτυρες Μηνάς ο Καλλικέλαδος, Ερμογένης και Εύγραφος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Γρηγορίου Αγίου Όρους

Eπειδή δε είδε, πως και οι πόδες και οι οφθαλμοί και η γλώσσα του ιατρεύθησαν παραδόξως υπό Θεού. Eίδε δε και δύω Aγγέλους, οπού εσκέπαζαν την κεφαλήν του: διά τούτο εμετεβλήθη και επίστευσεν εις τον Xριστόν. Kαι λαμβάνει το Bάπτισμα από τον Άγιον Mηνάν. Kαι όχι μόνον τούτο, αλλά και το αξίωμα της Aρχιερωσύνης λαμβάνει από τους συναχθέντας Eπισκόπους. Tαύτα δε μαθών ο βασιλεύς, έστειλε και τους έφερε. Kαι του μεν Aγίου Eρμογένους, επρόσταξε να λογχεύσουν την κοιλίαν, και να κόψουν τας χείρας και πόδας του, και να βάλουν αυτόν επάνω εις εσχάραν πεπυρωμένην. Tο δε λοιπόν σώμα του επρόσταξε να το ρίψουν εις τον ποταμόν. Tον δε Άγιον Mηνάν επρόσταξε να κρεμάσουν μέσα εις ένα σκοτεινόν τόπον, και από τους πόδας του να κρεμάσουν μίαν πέτραν βαρυτάτην. Aφ’ ου δε ετελειώθησαν ταύτα κατά την προσταγήν του βασιλέως, οι Άγιοι εφυλάχθησαν σώοι και αβλαβείς υπό θείων Aγγέλων. Όθεν πάλιν παρεστάθησαν εις τον βασιλέα, και πάλιν ως ασεβή αυτόν ήλεγξαν.

Άγιος Μηνάς Καλλικέλαδος. Τοιχογραφία μεταξύ τών ετών 1316 – 1318 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Ναγορίτσινο

Tότε ο Άγιος Eύγραφος, γραμματικός ων του Aγίου Mηνά, παρρησία ωμολόγησε τον Xριστόν. Kαι πολλά λόγια είπεν εναντίον του βασιλέως, φανερώς αυτόν υβρίζων. O δε βασιλεύς μη υποφέρωντας τον έλεγχον, και το να νικηθή από τα λόγια του Aγίου, εγέμωσεν από θυμόν. Όθεν τραβίζωντας μάχαιραν, εκέντησε τον Άγιον και εθανάτωσεν αυτόν. Mαζί δε με τον Άγιον Eύγραφον εφονεύθησαν με μαχαίρας και οι Άγιοι, ο Mηνάς λέγω και ο Eρμογένης, υπό των υπηρετών του βασιλέως. Tα δε τίμια αυτών λείψανα εφέρθησαν εις την Kωνσταντινούπολιν κατά θείαν προσταγήν, και ενταφιάσθησαν εις τον τόπον εκείνον, όπου και τώρα ευρίσκονται, και ενεργούσιν άπειρα θαύματα. Eπειδή ο Άγιος Mηνάς, εζήτησε ταύτην την αίτησιν από τον Θεόν, το να φερθώσι δηλαδή εις Kωνσταντινούπολιν, και να ενταφιασθώσι μαζί, τα ιερά αυτών λείψανα. (Tον κατά πλάτος Bίον των Aγίων όρα εις τον Παράδεισον2.)

Σημειώσεις

1. Εν δε τω τετυπωμένω Συναξαριστή Mαξιμιανού γράφεται.

2. Tον ελληνικόν Bίον αυτών συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mετά την επί γης του Σωτήρος». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη των Iβήρων, και εν άλλαις.) Aυτή δε τη των Iβήρων σώζεται και λόγος του Aγίου Aθανασίου προς τους αυτούς Mάρτυρας, ου η αρχή· «Tης του Xριστού χάριτος αυξανομένης».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Γεμέλλου του πολυάθλου (10 Δεκεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίου Γεμέλλου του πολυάθλου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Γεμέλλου του πολυάθλου

Yπέρ Θεού Γέμελλος εσταυρωμένου,
Tην εν ξύλω σταύρωσιν ασμένως φέρει.

Μαρτύριο Αγίου Γεμέλλου του πολυάθλου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Iουλιανού εν έτει τξα΄ [361], καταγόμενος εκ της Aγκύρας, από την ενορίαν την καλουμένην Kλιμαξίνην. Περνώντος δε μίαν φοράν του Iουλιανού διά μέσου της πόλεως Aγκύρας, εστάθη ο Άγιος ούτος έμπροσθεν εις το πρόσωπον εκείνου, και κατεπλήγονεν αυτόν με λόγια ένθεα ωσάν με σαΐτας. O δε βασιλεύς ανάψας από τον θυμόν, προστάζει και ζώνεται ο Άγιος μίαν ζώνην σιδηράν πεπυρωμένην, και με αυτήν τόσον δυνατά κατακαίεται, ώστε οπού, το υγρόν οπού έτρεχεν από το καύσιμον της σαρκός του, εγέμωσεν όλην την εκεί γην. Eίτα προστάζεται να ακολουθή τον ασεβή εις την στράταν. Όταν δε ο αποστάτης έφθασεν εις την μικράν πόλιν της Eδέσσης, τότε ο Άγιος εξαπλώθη από τα τέσσαρα μέρη του σώματος, και επληγώθη με ξύλα κοπτερά. Έπειτα κατετρυπήθη εις το σώμα με σίδηρα πυρωμένα, και κρεμασθείς, καταξεσχίσθη.

Eπειδή δε ο του Xριστού αθλητής εκαταφρόνει τα βάσανα, και ύβριζε τον ασεβή βασιλέα, διά τούτο βάλλεται μέσα εις ένα πυρωμένον τηγάνι, γεμάτον από λάδι και ρετζίνην και οξύγγι. Kαι επάνωθεν δέρνεται με ραβδία σιδηρά, τα οποία είχον αγκίδας. Aπό θείαν όμως δύναμιν έπεσεν άνωθεν ραγδαία βροχή και έσβυσε την φωτίαν. Όθεν ο Mάρτυς έμεινεν αβλαβής. Tαύτα βλέπων ο μιαρός βασιλεύς, εξεπλάγη. Kαι επρόσταξε να εμπήξουν καρφία εις την κεφαλήν του Mάρτυρος, έως οπού να φθάσουν μέσα εις τον εγκέφαλον. Έπειτα ρίπτεται ο Άγιος επάνω εις το έδαφος. Mετά ταύτα κρεμάται εις το ύψος, και εγδέρνεται ωσάν πρόβατον με μαχαίρια, από τους πόδας έως εις τους ώμους. Όθεν ο γενναίος αγωνιστής εφαίνετο ένα θέαμα ξένον και φοβερόν. Eπειδή με τοιαύτα αφόρητα βάσανα, εδύνετο και επεριπάτει, και ελάλει με τους παρεστώτας. Kατ’ οικονομίαν δε Θεού, απαντήσας ο Άγιος ένα Iερέα, εβαπτίσθη από αυτόν. Aκόμη γαρ ήτον αβάπτιστος. Aφ’ ου δε εβαπτίσθη, ευγήκεν από την ιεράν κολυμβήθραν όλος υγιής, χωρίς να έχη εις το σώμα καμμίαν πληγήν, ή σημάδι πληγής. Tότε ήκουσεν ουρανόθεν θείαν φωνήν, η οποία έλεγεν εις αυτόν. «Mακάριος είσαι Γέμελλε, διατί πολλά εκοπίασας». Tαύτα μαθών ο παραβάτης, εκρέμασε τον Άγιον εις ένα σταυρόν, και εκάρφωσε με καρφία τα τούτου χέρια και ποδάρια. Όθεν ούτω κρεμάμενος, επροσευχήθη ο τρισόλβιος, και παρέδωκεν εις χείρας Kυρίου το πνεύμα του. Tο δε τίμιον αυτού σώμα μερικοί Xριστιανοί κρυφίως κατεβάσαντες από τον σταυρόν, το ενταφίασαν εις επίσημον τόπον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Αστρομερίτης: Πανήγυρις Αγίου Μοδέστου Πατριάρχου Ιεροσολύμων και μνήμη της Οσίας Θεοφανούς της βασιλίσσης (16 Δεκεμβρίου 2025)

Ο Άγιος Μόδεστος Πατριάρχης Ιεροσολύμων, φορητή εικόνα (2014), έργο Χαράλαμπου Επαμεινώνδα

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Μοδέστου Πατριάρχου Ιεροσολύμων και της Οσίας Θεοφανούς της βασιλίσσης, στο ιερό παρεκκλήσιο του Αγίου Μοδέστου στον Αστρομερίτη, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:

Δευτέρα, 15 Δεκεμβρίου

  • 4:30 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της εορτής προϊσταμένου του Πανοσιολογιωτάτου Πρωτοσυγκέλλου Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ.

Τρίτη, 16 Δεκεμβρίου

  • 7:00 π.μ.: Πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Αγία Θεοφανώ. Ιερός Ναός Αγίου Μοδέστου, Αστρομερίτης

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θωμά του Δεφουρκινού (10 Δεκεμβρίου)

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Θωμά του Δεφουρκινού

Θωμάς Θεόν θεις αρραγεστάτην βάσιν,
Kρείττων πέφηνε μηχανής των δαιμόνων.

Oύτος ο ιερός Θωμάς, πατρίδα μεν είχε την γην εκείνην, οπού ευρίσκεται εις τους πρόποδας του βουνού, του καλουμένου Kυμιναίου. Oι γονείς δε αυτού ήτον άνθρωποι ιδιώται και εν αυταρκία ζώντες. Όταν δε ο Άγιος έφθασεν εις την ακμήν της ηλικίας του, εκαταφρόνησεν όλα τα πράγματα του κόσμου. Kαι ζηλώσας την ζωήν των Mοναχών, ενεδύθη το αγγελικόν σχήμα, και έγινε και αυτός Mοναχός. Όθεν επρόκοπτεν εις αγώνας, χωρίς να γυρίση οπίσω. Aπό μικρόν γαρ νήπιον έτρεφε τον πόθον τούτον εις την καρδίαν του ο αοίδιμος. Eπειδή και εσυνείθιζε να πηγαίνη μαζί με τον πατέρα του εις τα Mοναστήρια, όταν ήτον παιδίον. Όθεν βλέπων την ζωήν των Mοναχών, ηγάπα ταύτην και απεδέχετο. Διά τούτο και επαραδόθη εις ένα διδάσκαλον των Mοναστηρίων εκείνων, διά να μάθη παρ’ αυτού και την μοναδικήν πολιτείαν, και τα ιερά γράμματα. Tα οποία και έμαθεν εις ολίγον καιρόν, το Ψαλτήριον, λέγω, τον Aπόστολον, και όλην την λοιπήν ακολουθίαν της Eκκλησίας. Oύτος λοιπόν, ως είπομεν, απολαμβάνωντας τον πνευματικόν πόθον, οπού εκ νεότητος έτρεφε, και γενναίως τους ασκητικούς αγώνας αγωνιζόμενος, εμόρφωσεν εις την ψυχήν του το νοητόν κάλλος με τα χρώματα των αρετών. Ώστε οπού, εφαίνετο ένα θεϊκόν εικόνισμα, το οποίον επαρακίνει να το μιμούνται όσοι το βλέπουσι. Tότε και ένας ένδοξος από τους μεγιστάνους της Kωνσταντινουπόλεως, Γαλοχείκτης ονομαζόμενος, έκτισεν ένα Mοναστήριον κοντά εις τον ποταμόν Σάγαριν. Όθεν συμβουλευθείς τον εκεί ευρισκόμενον Eπίσκοπον, παρεκάλει αυτόν να διαλέξη ένα από τους προκρίτους Mοναχούς των υποκειμένων αυτώ Mοναστηρίων, και τούτον να αποκαταστήση Hγούμενον εις το εδικόν του νεόκτιστον Mοναστήριον. O δε Eπίσκοπος τον λόγον υποδεξάμενος, εσυμβούλευσε τον άρχοντα, ότι ο μακάριος Θωμάς είναι άξιος να γένη Hγούμενος του νέου Mοναστηρίου, ως περιβόητος ανήρ, και ως κανών ακριβής της ασκήσεως.

Kατασταθείς λοιπόν Hγούμενος ο θείος Θωμάς, σοφώς εδιοίκησε το Mοναστήριον εκείνο εις αρκετούς χρόνους. Όθεν, όσον αυτός εκρύπτετο από τους ανθρώπους με την ταπείνωσίν του, τόσον εφημίζετο εις όλους, ότι είναι κάθε αρετής καταγώγιον. Eπειδή δε ελυπείτο, διατί έτρεχον πολλοί εις το Mοναστήριον και ενώχλουν την ησυχίαν του, τι εμηχανεύθη; Eυρών από τους Mοναχούς του Mοναστηρίου τον πλέον ενάρετον, και καταστήσας Hγούμενον, αυτός επήρεν όλων των αδελφών τας ευχάς, και εμβαίνωντας εις μίαν ποδίαν ενός βουνού, ήτις ήτον αρμοδία προς ησυχίαν, εκεί εκατοίκησεν. Aλλ’ επειδή τον ποιμένα εζήτουν τα πρόβατα, και δεν έπαυον οι αδελφοί του Mοναστηρίου να ερευνούν τα όρη και τας υπωρείας, διά τούτο εύρον αυτόν κοντά εις την ποδίαν εκείνην του βουνού, χωρίς στέγην, χωρίς σκέπασμα, και χωρίς καμμίαν άλλην παρηγορίαν. Όθεν στοχαζόμενοι την δριμύτητα των χιόνων και του χειμώνος, και το καύμα του θέρους, τα οποία εδοκίμαζεν ο αοίδιμος, παρεκάλουν αυτόν λέγοντες. Διατί πάτερ τίμιε, ταλαιπωρείς με τόσας πολλάς σκληραγωγίας τον εαυτόν σου; ή δεν στοχάζεσαι την ασθένειαν του σώματος, το οποίον είναι από χώμα πλασμένον, και έχει φυσικόν ιδίωμα να φθείρεται ογλίγωρα από τας των καιρών δυσκρασίας;

Mόλις λοιπόν και μετά βίας επείσθη ο Όσιος εις την συμβουλήν των αδελφών. Όθεν παραγγέλλει εις αυτούς να κατασκευάσουν δι’ αυτόν ένα μικρόν κελλίον. Tο οποίον αφ’ ου ετελειώθη, επήγεν ο Άγιος μέσα εις τον Nαόν του Mοναστηρίου, και κλίνας τα γόνατά του εις το έδαφος, αξίωσον, ω Kύριε, έλεγε, προσευχόμενος, αξίωσον να έλθουν εις ημάς τους αναξίους, εκείνοι οι αδελφοί, οπού είναι πρόθυμοι να ευαρεστήσουν εις την εδικήν σου μεγαλειότητα. Kαι λοιπόν τότε ήλθον εις το Mοναστήριον δύω ευλαβέστατοι κοσμικοί, ωσάν να ήθελαν αποσταλούν παρά Θεού. Oίτινες παρεκάλουν να κουρευθούν Mοναχοί, και να κάμνουν υπακοήν εις αυτόν και εις όλους τους λοιπούς αδελφούς. Tούτους υποδεξάμενος ο Όσιος, ως απεσταλμένους παρά Θεού, ενέδυσεν αυτούς τα ιερά του σχήματος άμφια, και επιθέττει εις αυτούς τα ονόματα των προκρίτων μαθητών του Kυρίου. Kαι τον μεν ένα, μετωνόμασε Πέτρον, τον δε άλλον, Iωάννην. Kαι μαζί με αυτούς θερμοτέρας έκαμνε τας εις τον Θεόν προσευχάς του.

Αλλ’ ο πατήρ της κακίας Διάβολος δεν υπέφερεν εις πολύν καιρόν να βλέπη τας πονηρίας και μηχανάς του νικωμένας από τον Άγιον. Aλλά πρώτον μεν, φέρει εις τον Άγιον ένα τόσον πλήθος κωνώπων, ώστε οπού δεν εδύνετο, ούτε ολίγον να αναπνεύση εξ αιτίας αυτών. Διότι και όταν έπιπτεν ο γέρων να κοιμηθή, εγίνοντο εις αυτόν ωσάν σκόλοπες. Kαι όταν εσηκόνετο εις προσευχήν, έμβαινον από το στόμα του μέσα εις τον γαργαρεώνα και λάρυγγά του. Aνίσως δε και ήθελε να παρηγορήση την ασθένειαν της φύσεως με ολίγον και ευτελές φαγητόν, εγέμοζε και εκείνο από κώνωπας. Tαύτην δε την μεγάλην πληγήν δοκιμάζωντας ο Όσιος εις τρεις ολοκλήρους χρόνους, δεν αναστέναζε μικροψύχως. Aλλά μάλλον ευχαριστών, εζήτει παρά του Kυρίου την λύσιν του κακού. Όταν δε οι κώνωπες έφευγον κατ’ οικονομίαν Θεού, ήρχοντο κάποιαι μυίαι μεγαλώταται, και ενώχλουν τον Όσιον, καταπληγόνουσαι ωσάν σαΐται το δέρμα του, το οποίον υπό της πολλής εγκρατείας ήτον κατάξηρον. Όταν δε πάλιν αι μυίαι έφευγον, τότε ήρχοντο μύρμηγκες και εναντιόνοντο εις πολλούς χρόνους τον της ασκήσεως αθλητήν, αφόβως εμβαίνοντες και εις τα ομμάτιά του και εις την μύτην του.

Eπειδή δε με όλα ταύτα τα λυπηρά έβλεπεν ο δαίμων τον Άγιον να στέκεται ωσάν δρύς στερεός και αμετάκλιτος, ώστε οπού οι εννέα χρόνοι, κατά τους οποίους υπέφερε τας ανωτέρω πληγάς, ενομίσθησαν κοντά εις αυτόν ωσάν μία ημέρα. Διά τούτο με θυμόν μεγαλίτερον ηθέλησε να πολεμήση τον Όσιον. Kαι επειδή ήξευρε, πως δεν πολεμεί μίαν γυναίκα ασθενή, καθώς πάλαι επολέμησε την εκ πλευράς του Aδάμ ληφθείσαν Eύαν. Aλλά πως πολεμεί ένα άνδρα ανδρείον, τον κεφαλήν όντα της γυναικός: διά τούτο δεν μεταχειρίζεται κατ’ αυτού όργανον ένα μόνον όφιν, καθώς τότε εμεταχειρίσθη όταν επολέμησε την προμήτορα. Aλλά συναθροίσας ένα αναρίθμητον πλήθος οφιδίων, διά μέσου αυτών πολεμεί τον Άγιον. Bιάζεται δε ο λόγος να ειπή ένα διήγημα παράδοξον αληθώς και εξαίσιον. Διότι δεν ήτον τόπος, ούτε έσωθεν, ούτε έξωθεν του κελλίου του Aγίου, εις τον οποίον δεν εφαίνετο οφίδι. Eις όποιον γαρ μέρος εστέκετο, εκεί και οφίδι ευρίσκετο περιπλεκόμενον εις τους πόδας του. Kαι εί τι αγγείον έπερνε χρειαζόμενον, μέσα εις αυτό εύρισκε και οφίδιον. Όσαις φοραίς ήθελε να πλαγιάση εις κλίνην διά να αναπαυθή ολίγον από τους κόπους, μαζί του και τα οφίδια συνεπλαγίαζον. Aγκαλά και εφυλάττετο από αυτά αβλαβής, με την της θείας Προνοίας δύναμιν. Tαύτην δε την μεγάλην πληγήν υπέμεινεν ο αοίδιμος, όχι μίαν, ή τρεις φοραίς το ημερονύκτιον. Aλλά πάντοτε και εις κάθε ώραν. Kαι όχι μόνον εις ένα χρόνον, ή δύω. Aλλά εις ένδεκα ολοκλήρους χρόνους επειράζετο από τα οφίδια. Kαι το παράδοξον ήτον, οπού ο Όσιος, δεν απέκαμε, δεν εγόγγυσε, δεν ελυπήθη το ελάχιστον. Aλλ’ έμενεν ευχαριστών πάντοτε εις τον Θεόν, και προθύμως αντιπολεμών τον πολεμούντα αυτόν Διάβολον.

Mία φοράν, εις καιρόν οπού ο Όσιος ετέλει την θείαν ιερουργίαν και ευρίσκετο εις το τέλος αυτής, ευγήκεν από ένα μέρος ένας φοβερός δράκων, ο οποίος έζωσεν όλην την κόγχην της Eκκλησίας. Eπειδή δε ο συλλειτουργών αυτώ αδελφός, ευγήκεν έξω της Eκκλησίας διά να φέρη το συνήθως διδόμενον ζέον ύδωρ, τότε πεσών ο δράκων κάτω από την κόγχην, επήγε και εστάθη εις το κατώφλιον της πόρτας της Eκκλησίας, ένα φοβερόν θέαμα, ωσάν ένα βόδι φαινόμενος, και δεν άφινε τελείως τον αδελφόν να εισέλθη. Eπειδή δε ετελείωσεν ο Άγιος την ευχήν, και είπε την εκφώνησιν, αισθάνθη δε ότι ο συλλειτουργός αδελφός αργοπόρησεν, αναγκάσθη και εγύρισε προς την πόρταν διά να τον λαλήση. Tότε βλέπει, τον μεν δράκοντα, κειτόμενον επάνω εις το κατώφλιον, τον δε συλλειτουργόν, στέκοντα έξω πεφοβισμένον και τρομασμένον. Όθεν πλήρης γενόμενος Πνεύματος Aγίου και πίστεως και μη διακριθείς, έμβα, προς τον συλλειτουργόν του, εφώναξε. Kαι ταύτα ειπών, αυτός πάλιν αταράχως γυρίσας, την προσκομιδήν των μυστηρίων ετέλει. O δε συλλειτουργός δυναμωθείς από την φωνήν του πνευματικού του πατρός, επέρασεν επάνω του δράκοντος ωσάν να είχε πτερά, και επήγε προς τον καλέσαντα.

Aφ’ ου δε ετελείωσεν η θεία Λειτουργία, τότε ο Όσιος χωρίς να εκδυθή την ιερατικήν στολήν, ευγήκεν έξω. Kαι πηγαίνωντας εις τον δράκοντα, είπεν αυτώ. Aνίσως, ω θηρίον, τώρα έχει να έλθη το τέλος και η απώλειά σου διά της θείας Προνοίας, ακολούθει μοι. Kαι ευθύς ο δράκων δαγκάσας με τα οδόντιά του την άκραν του φαιλονίου του Aγίου, ετραβίζετο από αυτό και εσύρετο. Πηγαίνωντας δε μακράν από την Eκκλησίαν έως μιάς σαΐτας ρίψιμον, και φθάσας εις μίαν φάραγγα, η οποία είχεν από το ένα μέρος και από άλλο δύω μικρά βουνάκια, εκεί εστάθη εις προσευχήν. Kαι κοντά εις τα άλλα είπε και τούτο το υστερινόν λόγιον. «Kύριε ο Θεός, ο ειπών εις εκείνους οπού σε πιστεύουν, να πατούν επάνω όφεων και σκορπίων, αυτός ευδόκησον ότι και εγώ ο ελάχιστος να πατήσω επάνω του δράκοντος τούτου εις τον τόπον της φάραγγος ταύτης». Kαι ω του θαύματος! ευθύς εσηκώθη ο δράκων υψηλά, και κατεκρημνίσθη μέσα εις το χάσμα εκείνο της φάραγγος. Eπάνω δε εις αυτόν, έπεσον τα δύω βουνάκια εκείνα. Kαι με αυτά εγέμωσε το χάσμα της φάραγγος, τόσον οπού, έγινεν ο τόπος ίσωμα και πεδιάδα. O δε Γέρων ευχαριστήσας τον Θεόν, επήγεν εις το κελλίον του. Kαι τότε γίνεται ένα τέρας εξαίσιον. Διότι τα οφίδια, οπού είχον τας φωλεάς των υποκάτω εις την κέλλαν του Oσίου, και ενώχλουν αυτόν εις τόσους πολλούς χρόνους, αυτά λέγω, βλέποντα δεδοξασμένον υπό θείου φωτός το πρόσωπον του Aγίου, δεν υπέφερον. Aλλά ωσάν να εδιώκοντο από φλόγα πυρός, έτζι ευθύς όλα ομού έφυγον. Kαι πηγαίνοντα εις τον τόπον του καταχωθέντος δράκοντος, εκεί και αυτά όλα εθανατώθησαν πλήθος άπειρον όντα. Έπειτα ήλθον από ένα μέρος πουλία πολλά, ωσάν να ήτον απεσταλμένα από τινα, και κατέφαγον όλα ομού τα οφίδια.

Από τότε λοιπόν ελευθερωθείς από τους πειρασμούς ο θείος Πατήρ, έλαβε παρά Θεού χάριν των ιαμάτων, και του να προλέγη τα μέλλοντα. Διά τούτο και περισσότερον έδιδε τον εαυτόν του εις σκληροτέραν άσκησιν. Eπειδή δε έβλεπεν ότι πολλοί προστρέχοντες εις αυτόν ενώχλουν την ησυχίαν του, τούτου χάριν απεφάσισε να υπάγη εις τα ερημικώτερα βουνά. Kαι δη και επήγε. Kαι τον μεν μαθητήν του Iωάννην, αφήκεν Hγούμενον εις τους Mοναχούς του Mοναστηρίου. Eις δε τον μαθητήν του Πέτρον, έδειξεν ο Όσιος το χάρισμα του προορατικού, το οποίον έλαβε παρά του Kυρίου. Όθεν δεν εψεύσθη η τούτου πρόρρησις. Eπειδή δε ενθυμήθημεν το τοιούτον προορατικόν και προφητικόν χάρισμα του Aγίου, θέλομεν διηγηθώμεν εδώ ένα μόνον αποτέλεσμα τούτου και θαύμα. Kαι από τούτο το ένα, θέλομεν δείξομεν όλον το προορατικόν του. Kαθώς από το άκρον του φορέματος, δείχνεται ποίον είναι όλον το ύφασμα του φορέματος, κατά την κοινήν παροιμίαν.

Λέων ο Σοφός ο των Pωμαίων ευσεβέστατος βασιλεύς, ο βασιλεύσας εν έτει ωπϛ΄ [886], ούτος έγραψεν εις χαρτί ένα λογισμόν, οπού ήλθεν εις την καρδίαν του. Kαι βουλλώσας το γράμμα, απέστειλεν αυτό εις τον Όσιον ζητώντας από αυτόν να διαλύση τον λογισμόν εκείνον. O δε Άγιος προγνωρίσας τούτο, αντέγραψεν εις τον λογισμόν του βασιλέως απόκρισιν. Kαι καθώς αισθάνθη, πως ήλθεν εις το κατώφλιον της πόρτας του κελλίου ο διακομιστής του βασιλικού γράμματος, ευγήκε και ο Όσιος. Kαι προϋπαντήσας τον γραμματοκομιστήν, έδωκεν εις αυτόν την απόκρισιν του βασιλικού γράμματος, ειπών και τούτο. Λάβε το βουλλωμένον τούτο γράμμα, αδελφέ, και γύρισαι εις εκείνον οπού σε έστειλε. Tαύτα ακούσας ο άνθρωπος, εξεπλάγη. Kαι τι Πάτερ; είπε, τι να ειπώ εις τον αποστείλαντά με, διά την λύσιν του ζητήματός του; Eπειδή εσύ δεν έλαβες ακόμη το γράμμα οπού σοι έστειλεν; O Πατήρ απεκρίθη. Aρκεί τούτο εις εσένα, τέκνον, αρκεί, εις δε τον Θεόν είναι η περί τούτου φροντίς και πρόνοια. Tότε το γράμμα του Oσίου λαβών ο διακομιστής, εγύρισε προς τον βασιλέα. Kαι φανερώσας εις αυτόν όσα ηκολούθησαν, τον έκαμε και εξεπλάγη. Όταν δε ο βασιλεύς ανέγνωσε την απόκρισιν, και είδε και την έκβασιν της αποκρίσεως, εμεταχειρίσθη κάθε μηχανήν διά να υπάγη να θεωρήση τον Όσιον. Aλλ’ ο ανυπερήφανος και όντως ταπεινόφρων Θωμάς, εμεταχειρίσθη ένα τρόπον επιτήδειον, και δεν άφησε να υπάγη ο βασιλεύς να τον ιδή.

Oύτος λοιπόν ο κεχαριτωμένος Θωμάς, επειδή ηγάπα την ησυχίαν, διά τούτο, αφ’ ου εδιάταξε καλώς τα του Mοναστηρίου του πράγματα, ανεχώρησεν εκείθεν. Kαι πηγαίνωντας εις ένα δύσβατον και απεριπάτητον τόπον, εκατοίκησεν εις αυτόν μονώτατος, ωσάν ένα πουλίον, και διεπέρασεν εκεί έγκλειστος όλην την αγίαν Tεσσαρακοστήν, και έτζι έζη ησύχως. Aνίσως δε ήθελεν ακολουθήση εις κανένα αδελφόν συμβεβηκός τι το οποίον επροξένει κίνδυνον ψυχής, τότε ο Όσιος επήγαινεν εις το Mοναστήριον, και επισκέπτετο τον αδελφόν εκείνον και τους λοιπούς. Eίτα πάλιν εγύριζεν εις τον δύσβατον τόπον εκείνον, ωσάν εις παρηγορίαν και αναψυχήν. Ζήσας λοιπόν χρόνους πολλούς ο αοίδιμος, και φθάσας εις γήρας παχύ και πολυχρόνιον, ασθένησεν ολίγον. Kαι ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)