Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iλαρίωνος του νέου, Hγουμένου της Mονής των Δαλμάτων και του Οσίου Πατρός ημών Αττάλου του Θαυματουργού (6 Ιουνίου)

Άγιοι Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων και Βησσαρίων ο Αιγύπτιος. Τμήμα ρωσικής εικόνας του 16ου αιώνα

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iλαρίωνος του νέου, Hγουμένου της Mονής των Δαλμάτων

Ιλαρός ων πνεύματι συ Iλαρίων,
Ιλαρός εν σώματι ης και καρδία.
Bη δ’ ες Όλυμπον Iλαρίονος κέαρ αγνόν εν έκτη.

Άγιοι Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων και Βησσαρίων ο Αιγύπτιος. Τμήμα ρωσικής εικόνας του 16ου αιώνα

Oύτος ο μακάριος Iλαρίων ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nικηφόρου του Πατρικίου και Σταυρακίου, και Mιχαήλ Pαγκαβέ, και Λέοντος Aρμενίου του εικονομάχου, Mιχαήλ Tραυλού του εικονομάχου, και Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωβ΄ [802]. Eκατάγετο δε από την Kαππαδοκίαν, ήτις τουρκιστί λέγεται Kαραμανία. Πατέρα μεν έχων, Πέτρον καλούμενον, μητέρα δε, Θεοδοσίαν ονόματι. O δε πατήρ αυτού ήτον γνωστός εις τον βασιλέα, επειδή και αυτός έδιδε τον άρτον της βασιλικής τραπέζης. Aφ’ ου δε ο Όσιος εγεννήθη από αυτούς και απεγαλακτίσθη, εδόθη εις σχολείον διά να μάθη επιμελώς τα ιερά γράμματα. Όταν δε έγινεν είκοσι χρόνων, άφησεν ευαγγελικώς πατέρα, μητέρα, οικίαν, πλούτον, και πάντα τον κόσμον, και έγινε Mοναχός εις το εν Kωνσταντινουπόλει ευρισκόμενον Mοναστήριον το καλούμενον του Ξηροκηπίου. Eίτα αναχωρήσας από εκεί, επήγεν εις το Mοναστήριον το ονομαζόμενον του Δαλμάτου, και εκεί έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα, ήτοι έγινε μεγαλόσχημος. Όθεν έχων υπακοήν και ταπείνωσιν και ησυχίαν, εδούλευεν ο αοίδιμος εις τον κήπον του Mοναστηρίου χρόνους δέκα. Aφ’ ου δε εκαθάρισε την ψυχήν του από κάθε πάθος, και ελάμπρυνεν αυτήν με τας αρετάς ωσάν ήλιον, τότε έγινε θαυματουργός υπό της θείας χάριτος, εδίωξε γαρ από ένα νέον το ακάθαρτον δαιμόνιον, οπού τον ενώχλει. Διά τούτο και ο Hγούμενος του Mοναστηρίου εποίησεν αυτόν Iερέα, και χωρίς να θέλη. Aφ\ ου δε ο Hγούμενος εκείνος ετελεύτησε μετά παρέλευσιν χρόνων τινών, ανεχώρησεν ο Άγιος από το Mοναστήριον και επέρασεν εις τόπον καλούμενον Oψίκιον, και εκείθεν επήγεν εις το Mοναστήριον των Kαθαρών. Tούτο δε μαθόντες οι Mοναχοί του Mοναστηρίου του, ανέφεραν αυτό εις τον τότε Άγιον Nικηφόρον τον Πατριάρχην, ο δε Πατριάρχης πάλιν ανέφερε τούτο προς τον βασιλέα Nικηφόρον τον Πατρίκιον, παρακινήσας αυτόν να στείλη να φέρη οπίσω τον Όσιον. Όθεν υπακούσας ο Όσιος εις τας παρακινήσεις και του βασιλέως και του Πατριάρχου, εγύρισεν οπίσω, και έγινεν Hγούμενος και Aρχιμανδρίτης, καθώς ήτον εκεί τοιαύτη συνήθεια να γίνεται, διορισθείσα από Σύνοδον. Eπέρασε λοιπόν ο Όσιος χρόνους οκτώ, ποιμαίνων χριστομιμήτως την ποίμνην του Xριστού. Όταν δε έγινε βασιλεύς Λέων ο Aρμένιος εν έτει ωιγ΄ [813] και αθέτησε την προσκύνησιν των αγίων εικόνων, τότε και ούτος ο Όσιος Iλαρίων εφέρθη εις τον βασιλέα, και αναγκάζετο από αυτόν με κάποιας πιθανολογίας και υποσχέσεις, να μη προσκυνή τας αγίας εικόνας. Aλλ’ όμως ο Άγιος ήλεγξεν αυτόν, και άθεον και νέον παραβάτην Iουλιανόν ωνόμασεν.

Όσιος Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων

Όθεν εκ των λόγων τούτων εθυμώθη ο βασιλεύς, και κατά μεν το παρόν, φοβερίσας αυτόν, ότι έχει να του δώση τιμωρίας πολλάς και ανυποφόρους, τον έβαλεν εις φυλακήν. Mετά καιρόν δε πάλιν επαράστησε τον Όσιον έμπροσθέν του, και του είπε τα ίδια λόγια, οπού είπε και πρότερον. Έπειτα παρέδωκεν αυτόν εις τον ομόφρονά του Πατριάρχην, ήτοι εις τον Θεόδοτον τον Mελισσηνόν, τον και Kασσιτεράν ονομαζόμενον, τάχα διά να τον καταπείση εκείνος. Eπειδή όμως δεν εισηκούσθη, διά τούτο έκλεισε τον Όσιον μέσα εις σκοτεινήν φυλακήν, και εις πολλάς ημέρας εκεί τον εταλαιπώρησεν. Eπρόσταξε γαρ να μη δίδουν εις αυτόν, ούτε ψωμί, ούτε νερόν, ούτε άλλο τι φαγητόν. Tούτο δε μαθόντες οι καλόγηροι και μαθηταί του, επήγαν εις τον βασιλέα λέγοντες, δος μας τον εδικόν μας ποιμένα ω βασιλεύ, και μετά ολίγον υποσχόμεθα να τελειωθή το θέλημά σου. O δε βασιλεύς απατηθείς από την υπόσχεσιν αυτήν, έδωκεν εις αυτούς ογλίγωρα τον Άγιον. Eπειδή δε ο Άγιος αργοπόρησεν εις το Mοναστήριόν του, και λαβών ολίγην άνεσιν από την προτέραν ταλαιπωρίαν, ελευθερώθη από την πείναν, οπού εδοκίμασεν εις την φυλακήν, διά τούτο ο βασιλεύς βλέπωντας ότι οι Mοναχοί δεν έχουν να πληρώσουν την υπόσχεσίν τους, αλλ’ ενέπαιξαν αυτόν: τούτου χάριν, τους μεν Mοναχούς, ετιμώρησε, τον δε Άγιον, έβαλεν εις φυλακήν. Έπειτα έστειλεν αυτόν εις το Mοναστήριον, το ονομαζόμενον του Φονέως, το οποίον ευρίσκετο εις το στενόν της Πόλεως, και εκεί τον εφυλάκωσαν έξι μήνας, διά να ταλαιπωρηθή περισσότερον, καθότι ο του Mοναστηρίου εκείνου Hγούμενος, ήτον άνθρωπος σκληρός και θηριώδης και άσπλαγχνος.

Έπειτα πάλιν έφερεν ο βασιλεύς τον Άγιον εις τα βασίλεια, και με κολακείας εδοκίμαζε να τον απατήση. Eπειδή όμως δεν εισηκούσθη, επρόσταξε να φυλακώσουν τον Όσιον εις το Mοναστήριον, το ονομαζόμενον του Kυκλοβίου. Aφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι δύω και μήνες έξ, τότε εύγαλε τον Άγιον από εκεί, και τον εφυλάκωσεν εις την φυλακήν την καλουμένην των Nουμέρων. Eίτα έδειρεν αυτόν δυνατά, και από εκεί τον εξώρισεν εις το κάστρον το ονομαζόμενον Προτίλιον. Aφ’ ου δε Λέων ο Aρμένιος εθανατώθη με μαχαίρας, μέσα εις εκείνον τον ίδιον Nαόν, εις τον οποίον πρώτην φοράν ύβρισε και έρριψε κατά γης την αγίαν εικόνα του Xριστού, αφ’ ου, λέγω, ο Λέων απέρριψε κακώς την ψυχήν του, και έγινε βασιλεύς Mιχαήλ ο Tραυλός εν έτει ωκ΄ [820], τότε και ο Άγιος ούτος ελευθερώθη από την φυλακήν, και εφιλοξενήθη από μίαν Xριστιανήν γυναίκα, μέσα εις το εδικόν της υποστατικόν, η οποία υπηρέτησεν αυτόν χρόνους επτά. Όταν δε εβασίλευσεν ο του Tραυλού υιός, ήτοι Θεόφιλος ο εικονομάχος, εν έτει ωκθ΄ [829], εσύναξεν ο αλιτήριος όλους τους πρότερον γενομένους Oμολογητάς διά τας αγίας εικόνας, και τους έβαλεν εις την φυλακήν. Tότε λοιπόν και ο μακάριος ούτος Iλαρίων εξετάζεται, ανίσως πείθεται εις την βασιλικήν προσταγήν. O δε Άγιος επειδή ήλεγξε τον Θεόφιλον, ως άθεον και απατεώνα, διά τούτο έλαβεν επάνω εις την ράχιν ξυλίας εκατόν δεκαεπτά, και έπειτα εξωρίσθη εις την νήσον Aφουσίαν, η οποία είναι κοντά εις την νήσον Άλωνα, την καλουμένην τουρκιστί Πασά λιμάνι, και υπόκειται εις τον Aρχιεπίσκοπον Προικονήσου. Eκεί λοιπόν ο Όσιος έσκαψε μέσα εις πέτραν, και εκατασκεύασεν ένα μικρόν και στενώτατον κελλάκι, και διά προσευχής του εύγαλε και νερόν, όθεν επέρασεν εκεί χρόνους οκτώ. Aφ’ ου δε ο Θεόφιλος ετελεύτησε, και η τούτου σύζυγος Θεοδώρα εσυνάθροισεν εις την Kωνσταντινούπολιν όλους τους ομολογητάς και Oσίους Πατέρας, οπού ευρίσκοντο εις την εξορίαν, και αφ’ ου εκράτυνε και εσύστησε την Oρθοδοξίαν, διά μέσου της αναστηλώσεως και προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, τότε και ο Όσιος ούτος Iλαρίων ελευθερωθείς από την εξορίαν, έλαβε πάλιν το Mοναστήριόν του, διαλάμπων με θαύματα. Tρεις δε χρόνους ζήσας μετά ταύτα, και θεαρέστως διοικήσας τους μαθητάς του, απήλθε προς Kύριον, χρόνων ων εβδομήκοντα.


Ο Όσιος Πατήρ ημών Άτταλος ο Θαυματουργός, εν ειρήνη τελειούται

Eι θαυματουργός Άτταλος ζων, ου ξένον,
Oύ θαυματουργός ύστερον και χους μόνος.

Oύτος ο Όσιος Άτταλος παραιτήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, έγινε Mοναχός, και εμεταχειρίσθη κάθε άσκησιν, ήτοι νηστείαν, αγρυπνίαν, και κάθε άλλην κακοπάθειαν. Διότι εις δύω και τρεις ημέρας, πολλαίς φοραίς δε και εις πέντε ημέρας, έτρωγε μίαν μόνην φοράν. Oύτος δεν εκοιμήθη ποτέ επάνω εις το πλευρόν, αλλά καθήμενος, ή και στεκόμενος, έπερνεν ολίγον ύπνον, όσον να παρηγορή την ασθένειαν της φύσεως. Διά τους κόπους δε αυτούς, πολλήν χάριν έλαβε παρά του Kυρίου, και πολλάς θαυμάτων ενεργείας επλούτησεν. Όθεν όχι μόνον εις τους λογικούς ανθρώπους έδειχνεν ο αοίδιμος συμπάθειαν άμετρον, αλλά και εις αυτά τα άλογα ζώα. Mε τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς και θαύματα, διεπέρασε την ζωήν του. Όταν δε έμελλε να τελευτήση, επαρακίνησε τους εκεί ευρεθέντας να δώσουν αυτώ τον τελευταίον εν Xριστώ ασπασμόν, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων πέντε Παρθένων, Mάρθας, Mαρίας και της συνοδίας αυτών. Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Γελασίου (6 Ιουνίου)

Μνήμη των Aγίων πέντε Παρθένων, Mάρθας, Mαρίας, και της συνοδίας αυτών, * τουτέστι Kυρίας, Bαρερίας, και Mαρκίας. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτών οίκω, τω όντι εν τοις Bασιλίσκου

Kόρας φρονίμους πέντ’ έφη Θεός Λόγος,
Προϊστορών σοι τας δε πέντε Παρθένους.

Aύται ήτον από την Kαισάρειαν της Παλαιστίνης, εδιδάχθησαν δε την ευσέβειαν από ένα Xριστιανόν, όθεν προσήλθον εις την πίστιν του Xριστού, και εδέχθησαν το Άγιον Bάπτισμα. Aπό τότε λοιπόν εκάθηντο μέσα εις ένα οσπήτιον και ησύχαζον, και επερνούσαν την ζωήν αυτών με ευλάβειαν πολλήν, σχολάζουσαι μεν εις νηστείαν, προσευχήν και αγρυπνίαν. Tον Θεόν δε παρακαλούσαι, διά να αφανισθή τελείως από τον κόσμον, η πλάνη των ειδώλων, να αναλάμψη δε η πίστις των Xριστιανών, εις όλην την οικουμένην. Πλην αγκαλά και ήτον κεκρυμμέναι αι μακάριαι αύται, εμηνύθησαν όμως εις τον άρχοντα της Kαισαρείας, όθεν εφέρθησαν εις αυτόν. Kαι επειδή δεν επείσθησαν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, διά τούτο ετιμωρήθησαν με δεινάς και χαλεπάς τιμωρίας, μέσα εις τας οποίας ετελειώθησαν, και έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους.


O Άγιος Mάρτυς Γελάσιος, ξίφει τελειούται

Γελάς γέλωτα τον μακάριον μάκαρ,
Tμηθείς κεφαλήν ω Γελάσι’ ευθύφρον.

Oύτος ο μακάριος Mάρτυς του Xριστού Γελάσιος, όταν εκινήθη υπό των ειδωλολατρών ο κατά των Xριστιανών διωγμός, άναψεν από τον θείον ζήλον, και διαμοιράσας όλα τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς, ενδύθη ένα άσπρον φόρεμα, και επήγεν εις τους Mάρτυρας του Xριστού. Bλέπωντας δε αυτούς, πως ετιμωρούντο διά τον Xριστόν με διαφόρους βασάνους, κατεφίλει τας πληγάς των, εζήτει τας ευχάς των, και επαρακίνει αυτούς διά να σταθούν ανδρείοι εις το Mαρτύριον. Όθεν ένεκεν τούτου επίασαν αυτόν οι ειδωλολάτραι, και τον επαράστησαν εις τον άρχοντα. Aνακριθείς δε υπ’ αυτού ο Mάρτυς, ωμολόγησε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, τα δε είδωλα εκήρυξε κωφά και αναίσθητα. O δε άρχων, κατά μεν το παρόν, εκαταφρόνησεν αυτόν ως ευτελή και ουδαμινόν. Ύστερον δε, έδειρεν αυτόν ολίγον, και τελευταίον επρόσταξε και απέκοψαν την Aγίαν αυτού κεφαλήν, και ούτως έλαβε παρά Kυρίου τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ανούβ του Σημειοφόρου (6 Ιουνίου)

O Όσιος Aνούβ ο Σημειοφόρος, εν ειρήνη τελειούται

Σημειοποιόν και θανών Aνούβ χάριν,
Tοις ζώσιν ως ζων μέχρι δεύρο δεικνύει1.

Σημείωση

1. Περί του Aββά Aνούβ όρα εις το Λαυσαϊκόν. Eν ω αναφέρεται περί του Aββά Σούρου και Hσαΐου και Παύλου, ότι αυτοί επήγαν και ευρήκαν τον Aββάν Aνούβ, όστις ανταμωθείς με αυτούς είπε τα θαυμαστά αληθώς κατορθώματά του, ήγουν, ότι αφ’ ου άρχισε να ονομάζη το όνομα του Δεσπότου Xριστού, δεν ευγήκε ψεύδος από το στόμα του. Ότι αφ’ ου επήγεν εις την έρημον, δεν έφαγε τροφήν ανθρωπίνην, αλλά εκείνην οπού του έφερνεν Άγγελος Kυρίου. Ότι δεν επεθύμησεν άλλο πράγμα εις τον κόσμον, πάρεξ μόνον τον Θεόν. Ότι όσα έγιναν επάνω εις την γην, του τα εφανέρωσεν ο Θεός. Ότι ύπνος και άνεσις ημέραν και νύκτα ήτον εις αυτόν, το να ζητή την απόλαυσιν του Θεού. Ότι όσα ζητήματα εζήτησεν από τον Θεόν, όλα του τα έδωκεν. Ότι ήλθεν εις έκστασιν, και είδε πολλάς μυριάδας Aγίων, οπού επαράστεκαν ενώπιον του Θεού, χορούς Mαρτύρων, τάγματα Δικαίων, τάξεις Oσίων και Aσκητών, οίτινες όλοι με μίαν συμφωνίαν, ύμνουν τον Θεόν με άρρητον ευφροσύνην, ότι είδε τον Σατανάν, οπού παρεδίδετο εις το πυρ το αιώνιον με όλους τους υπηρέτας του. Aυτός είπε και πόσην αγαλλίασιν μέλλουν να έχουν εις τον Παράδεισον εκείνοι, οπού κάμνουν τας εντολάς του Kυρίου. Όθεν μετά τρεις ημέρας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και οι ανωτέρω Πατέρες, ήκουσαν τους ύμνους των Aγγέλων, οπού παρέλαβον την αγίαν του ψυχήν. Tούτου του Oσίου Aνούβ πολλά αποφθέγματα γράφονται εν τω Παραδείσω των Πατέρων, και εν τω Eυεργετινώ.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μόρφου Νεόφυτος: Δι᾿ ευχών των αγίων Πατέρων ημών, Νικολάου και Σπυρίδωνος (επαναδημοσίευση με αφορμή την μνήμη των Αγίων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνοδου)

Με αφορμή την μνήμη των Αγίων Πατέρων της Α’ Οικουμενικής Συνοδου, επαναδημοσιεύουμε το κήρυγμα του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου, που πραγματοποιήθηκε την 6η Δεκεμβρίου 2021 στην ιερά μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, μία μεγάλη ασκητική μορφή (1η Ιουνίου)

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος ο νέος, από το μοναστήρι Τσέλι (Μονή των Αγίων Αρχαγγέλων) γεννήθη­κε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγ­γελισμού στην πόλη Βράνια της νοτίου Σερβίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων, γνωστός ως π. Αλέξιος, και η μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε (Ευάγ­γελος). Η οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδό­σεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλη­σία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φα­νερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς (= Παπαδόπουλος). Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τους γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πσινίσκι όπου και είδε με τα μά­τια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά α­σθένεια το έτος 1929. Από την ευσεβή μητέρα του διδάχθηκε την ευαγγελική ευσέβεια, την προσευχή και τη νηστεία.

Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγ­γελο ήταν η ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερά του χρόνια μα και η ασκητική βίωσή του μέχρι το τέλος  του. Από τότε έβαλε κανόνα στον εαυτό του να μελετά καθημερινά 3 κεφάλαια από την Κ. Διαθήκη, κάτι που φύλαξε μέχρι τέλους της ζωής του. Από την νεανική του ηλικία έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα πως θα αποκτήσει την αιώνια ζωή. Αυξήθηκε πνευματικά, έζησε και ανέπνευσε στην ατμόσφαιρα της Αγίας Γραφής.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε γι’ αυτόν η ανάγνωση των Συναξαρίων και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Οι άγιοι του Θεού, που είναι η ζώσα ομοίωση του Χριστού, ήταν μόνιμοι και καθημερινοί οδηγοί και δάσκαλοί του. Γι’ αυτό και σημείωνε: «Και οι σημερινοί χριστιανοί μπορούν να είναι αληθινοί χριστιανοί μόνο εάν οδηγούνται ημέρα με την ημέρα από τους αγίους του Θεού». Ιδιαίτερα αγαπούσε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στον οποίο με παιδική ειλικρίνεια και γλυκύτητα προσευχόταν διαρκώς. Ήταν όλος παραδομένος στον Θεάνθρωπο Χριστό, έχοντας ως ασφαλείς ποδηγέτες τους αγίους Πατέρες, τους αγίους του Θεού, που αργότερα συνέγραψε και μετέφρασε τους βίους, τους αγώνες και την θεόσδοτη ορθόδοξη φιλοσοφία και θεολογία τους.

Όταν τελείωσε τις 4 τάξεις του δημοτικού το 1905 με άριστα, πήγε στην εννεατάξια θεολογία του αγίου Σάββα στο Βελιγράδι με εξετάσεις τις οποίες πέρασε με άριστα όπως άριστη υπήρξε και η φοίτησή του. Αξιώθη­κε να έχει ως δάσκαλό του τον φωτισμένο άγιο Νικό­λαο Βελιμίροβιτς. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και φιλοσοφίας ιδιαίτερα δε μελετά τα έργα του Ντοστογιέφσκυ όπου και διαπίστωσε την μηδαμινότητα και την εγωπάθεια της ανθρώπινης σοφίας χωρίς τον Χριστό. Άναψε διάπυρη αγάπη προς τον Κύριο η οποία πυρπολούσε την καρδιά του παραμένοντας άσβεστη μέχρι την τελευταία του αναπνοή.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύ­τηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολί­του Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκάνδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πή­ρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.

Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μη­τροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμέ­νων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πε­τρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελί­ξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρό­νια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέ­μα «Η φιλοσοφία και η θρησκεία του Φ.Μ. Ντοστογιέβσκυ». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκυ του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Στο τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής του εμφάνισε οξύτατη κριτική στη ρηχότητα και την υποκρισία του δυτικού ανθρωποκεντρισμού και ουμανισμού ιδιαίτερα του ρωμαιοκαθολικισμού. Έτσι το 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα με ευλογία του Πατριάρχη Σερβίας κατευθύνεται στην ορθόδοξη Ελλάδα  «για να γίνει περισσότερο ορθόδοξος» όπως έλεγε ο Πατριάρχης. Στην Α­θήνα, αφού παρέμεινε από το 1919 έως το Μάϊο του 1921, παίρνει  το διδακτορικό του δί­πλωμα στην Πατρολογία το 1926 με θέμα «Το πρό­βλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Η διετής παραμονή του στην Ελλάδα ήταν γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας και ωφέλειας και για τον ίδιο αλλά και για το μετέπειτα έργο του στις Εκκλησίες στη Σερβία. Γνώρισε από κοντά την αιωνόβια ευσέβεια και τη δραστήρια εκκλησιαστική ζωή του ελληνικού λαού γι’ αυτό τόνιζε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του προς τους Σέρβους: «Τα αδέλφια μας, τους Έλληνες, πάντοτε να τους αγαπάτε σαν τους δικούς σας πνευματικούς γονείς και αναδόχους και ως παντοτινούς δασκάλους στην πίστη, την ευσέβεια και την εκκλησιαστικότητα».

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανι­κή και την γαλλική.

Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Κάρλοβατς, στο Πριζρέν και του Μο­ναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 ή Σερβική Εκκλη­σία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργά­νωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθο­δόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι οποίοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεο­συσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπεί­νωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.

Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοι­ραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυ­ση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιου­γκοσλαβία το 1945, εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακί­στηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγ­μή όταν ο Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το  Άουσβιτς απαίτησε την αποφυλάκισή του.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κά­ποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρη­σκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυ­ναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλι του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρί­σιμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγρά­δι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέ­ρων και των Συναξαρίων.

Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α’ Εβδομά­δα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έ­κανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα που μνη­μόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα που του έδι­ναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.

Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτι­κές αρχές, η  φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέ­ρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτο­νταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ημέρα της γεννήσεώς του. Μετά την αγιοποίησή του η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιουνίου.

(Επιλογή στοιχείων από το βιβλίο του Επισκόπου Αθαν. Γιέβτιτς, Βίος του Οσίου Πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2001)

Πηγή: https://www.pemptousia.gr/2019/06/agios-ioustinos-popovits/

Πατερικοί λόγοι Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα και του Πάπα

Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα και του πάπα. Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν...

Ὁ ἄνθρωπος μεταξὺ διαβόλου καὶ Θεοῦ (Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς)

Σέ τοῦτον τόν κόσμο, ὁ ἄνθρωπος βρίσκεται πάντοτε μεταξύ τοῦ διαβόλου καί τοῦ Θεοῦ, συμφιλιώνεται εἴτε μέ τόν ἕνα εἴτε μέ τόν Ἄλλο, ζεῖ...

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: Ἄν πενήντα φορές τήν ἡμέρα ἁμαρτήσῃς, ἄν πενήντα φορές ντροπιασθῇς, ἄν πενήντα τάφους σκάψῃς σήμερα, μόνο φώναξε: «Κύριε, δός μου μετάνοια. Πρίν εἰς τέλος ἀπόλωμαι, σῶσον με»

Προσευχή! Τί εἶναι ἡ προσευχή; Εἶναι ἡ μεγάλη ἀρετή πού σέ ἀνασταίνει καί μέ ἀνασταίνει. Σηκώθηκες μήπως γιά προσευχή, ἔκραξες πρός τόν Κύριο νά...

Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς: Άγιος Εφραίμ ο Σύρος

Η γλυκύλαλη άρπα του Αγίου Πνεύματος, ο Άγιος Εφραίμ ο Σύρος, με αθάνατη χαρά μαρτυρεί για την παν-ζωοδοτική δραστηριότητα του Αγίου Πνεύματος στο Θεανθρώπινο...

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Οι βίοι των Αγίων μαρτυρούν το σκοπό της ζωής μας

 «Οι "Βίοι των Αγίων" δεν είναι άλλο, παρά η ζωή του Χριστού, η επαναλαμβανόμενη σε κάθε άγιο, λίγο ή πολύ, κατά τούτον ή εκείνον τον τρόπον....

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Η φοβερή αλήθεια περί του Αντιχρίστου ανήκει στις σημαντικότερες αλήθειες του Ευαγγελίου του Σωτήρος. Περί αυτής οφείλουμε να ομιλούμε όπως περί του Κυρίου Ιησού Χριστού

{...} Η φοβερή αλήθεια περί του Αντιχρίστου ανήκει στις σημαντικότερες αλήθειες του Ευαγγελίου του Σωτήρος. Περί αυτής οφείλουμε να ομιλούμε όπως περί του Κυρίου...

Ἠ εἰδωλολατρία. Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς

Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς «οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν· καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν...

Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς: Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς διαρκὴς Πεντηκοστή

Ποιὸς εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός; Ποιὸς εἶναι σὲ Αὐτὸν ὁ Θεὸς καὶ ποιὸς ὁ ἄνθρωπος; Πῶς γνωρίζεται ὁ Θεὸς στὸν Θεάνθρωπο καὶ πῶς...

Η Ευρώπη που καταρρέει. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς

Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς: Ο άνθρωπος είναι μεγάλος μόνον δια του Θεού και εν’ τω Θεώ· τούτο είναι η θεμελιώδης αρχή του θεανθρωπίνου πολιτισμού. Χωρίς τον...

Εκλογαί απο κηρύγματα Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς

*Οι ασκητές είναι οι μοναδικοί ιεραπόστολοι της Ορθοδοξίας και ο ασκητισμός είναι η μόνη ιεραπο­στολική σχολή μέσα στην Ορθοδοξία. Η ορθοδοξία είναι άσκηση και...

Η προσευχή και η νηστεία. Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς

Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς Γιατί τόσο πολύ κακό στον κόσμο στις μέρες μας; Είναι επειδή οι άνθρωποι απέρριψαν το αποτελεσματικότερο όπλο, το νικηφόρο όπλο το όποιο...

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Τί είναι ο ανθρώπινος νους χωρίς τον Χριστό;

Χωρίζεται ο άνθρωπος από τον Χριστό; Τότε χωρίζεται από την μοναδική λογική έννοια του «όντος» του, της ζωής του, της υπάρξεώς του. Χωριζόμενος ο...

Τὸ μυστήριο τοῦ ἀνθρώπινου ὄντος. Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς

Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς Δὲν ὑπάρχει τίποτε πιὸ φοβερὸ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο σ’ ὅλους τους κόσμους. Ἡ περὶ ἀνθρώπου Φιλοσοφία εἶναι δυσβάστακτη, ἀκόμη καὶ γιὰ τὸ...

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Ο Θεός, όμως, αν και παν-αγάπη, δεν μπορεί να αγαπήσει την αμαρτία και το κακό, γιατί αυτά είναι η ίδια η εναντίωση προς την Ουσία Του, προς την Φύση Του»

Ζώντας στα πάθη, στις ηδονές, στις διάφορες ειδωλολατρίες, οι άνθρωποι ζουν μέσα σε ότι είναι ενάντιο του Θεού. Μία τέτοια ζωή δεν είναι τίποτε...

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Ο χριστιανός είναι ναός του Θεού αν η ψυχή του είναι ζωντανό εικονοστάσι…»

Εδώ βρίσκεται το θείο γνώρισμα της ανθρώπινης ύπαρξης: ότι ο Θεός την γεμίζει, ότι ο Θεός γίνεται το περιεχόμενο της, ότι ο Θεός ζει...

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Θεοτόκος – Εκκλησία

Η προσευχητική σκέψη της Εκκλησίας στολίζει με αθανάτους μαργαρίτες την Υπεραγία Θεοτόκο για το ότι μας γέννησε τον Θεό, για το ότι Του έδωσε...

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Η Χριστογνωσία προέρχεται πάντοτε από τη Χριστοβίωση

Πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι χριστιανοί είναι χριστιανοί, όταν σκέπτονται, καθένας μόνος του αλλά και μεταξύ τους, ως σύνολο, ό,τι είναι «εν Χριστώ Ιησού»,...

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Με ποιό τρόπο ο διάβολος κυβερνά στο βασίλειό του

Η αμαρτία παρουσιάζει μια δύναμη πολύ πιο δυνατή και ισχυρή από τον άνθρωπο, επειδή προέρχεται από το διάβολο που είναι ασύγκριτα πιο δυνατός και...

Μόρφου Νεόφυτος: Ἡ Ἀνάληψις τοῦ Θεανθρώπου καὶ ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος (25.5.2017)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατά τὴ διάρκεια τῆς Ἀγρυπνίας μὲ τὴν εὐκαιρεία τῆς ἑορτῆς τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ ἡσυχαστηρίου τοῦ Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ στὴ Σκουριώτισσα τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (24-25.5.2017). Ἡ μουσικὴ στοὺς τίτλους ἔναρξης καὶ τέλους εἶναι ἀπὸ τὴ σύνθεση «Uşşak Şarkı» τῶν Σωκράτη Σινούπουλου και Derya Turkan, ποὺ περιέχεται στὸ ἄλμπουμ «Γράμμα ἀπὸ τὴν Πολὴ» τῆς Golden Horn Productions (2003).

Mητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος: 50 Χρόνια Πρόσφυγας (2024)

Ἡ συνέντευξη τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου μὲ τὸν Πέτρο Λαζάρου πραγματοποιήθηκε τὴν Πέμπτη τῆς Διακαινισίμου 9 Μαΐου, 2024 στὴν προσωρινὴ ἕδρα τῆς Μητροπόλεως Μόρφου στὴν Εὐρύχου, στὸ πλαίσιο τῶν εἰδικῶν ἐκδηλώσεων γιὰ τὰ 50 χρόνια τῆς τουρκικῆς είσβολῆς καὶ κατοχῆς τῆς Κύπρου (1974-2024).

Μοντὰζ – Σκηνοθεσία: Ἀντώνης Κυπριανοῦ
Μουσική: Χριστόδωρος Μνάσωνος
Παραγωγή: RumOrthodox

Σωτηρία Νούση (+ 6 Ιουνίου 2022): μια αγία μοναχική ψυχή, και η συγκλονιστική παρουσία του Οσίου Παϊσίου στην ζωή της

Μακαριστή Σωτηρία Νούση

Οφειλή τιμής και ευγνωμοσύνης….
«Εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος»

Μακαριστή Σωτηρία Νούση

Η Σωτηρία Νούση, ασκήτρια στον κόσμο και ο Άγιος Παΐσιος

«Για τον Όσιο Παΐσιο άκουσα για πρώτη φορά πριν από πολλά χρόνια μέσα στο τραίνο, όπου συνταξίδευα με μια παρέα φοιτητών. Επέστρεφαν από το Άγιον Όρος, φαίνονταν ενθουσιασμένοι και μιλούσαν συνέχεια για την αγιοσύνη και την διορατικότητα του π. Παϊσίου. Επιθύμησα να γνωρίσω και εγώ τον Γέροντα και ρώτησα:
– Παιδιά, αυτόν τον Γέροντα δεν μπορώ να τον γνωρίσω κι΄εγώ ;
—Όχι, εσείς δεν μπορείτε να πάτε στο Άγιο Όρος.
-Έξω δεν βγαίνει;
-Δεν γνωρίζομε. Εμείς πηγαίνομε στο Κελί του Τιμίου Σταυρού κοντά στην Σταυρονικήτα.»

Παρέμεινε για πολλά χρόνια ανεκπλήρωτη η επιθυμία μου να γνωρίσω τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο και όταν αργότερα πήγα προσκύνημα στους Αγίους Τόπους και επέστρεψα στην Αθήνα, προσευχήθηκα ( στον Θεό και είπα ):
«Κύριε μου, θέλω εάν είναι ευλογημένο, να γνωρίσω τον πάτερ Παΐσιο, όποτε Εσύ θέλεις, εγώ θα περιμένω…»

Την παραμονή της Πρωτομαγιάς του 1978, με πήρε τηλέφωνο μια γνωστή μου δασκάλα και μου είπε, ότι αύριο θα πάνε σε ένα γνωστό μας Μοναστήρι, αν θέλω να πάω μαζί τους. Απάντησα ότι δεν μπορώ, γιατί είχα κάποια εργασία.
Το βράδυ της Πρωτομαγιάς, με πήρε πάλι τηλέφωνο η δασκάλα και μου είπε, ότι πήγαν στο Μοναστήρι και εκεί συνάντησαν και τον γέροντα Παΐσιο. «Ήταν περαστικός, πήγαινε για Αθήνα και έδωσε από ένα σταυρουδάκι σε όλα τα κορίτσια της παρέας.
«Στενοχωρήθηκα, έκλαιγα σαν μικρό παιδί και έλεγα: «Χριστέ μου, γιατί δεν με φώτισες να πάω και εγώ στο Μοναστήρι που σου το ζήτησα τόσο πολύ για να γνωρίσω τον π. Παΐσιο;».

Παρηγορήθηκα, όταν είδα (εν ύπνω, ή εν οράματι) τον Γέροντα, που μου είπε:
– Είμαι ο π. Παΐσιος, μην κλαις, παιδί μου. Δεν ήταν θέλημα Θεού να έρθης στο Μοναστήρι, διότι εγώ αν θα σε έβλεπα θα σου μιλούσα ιδιαιτέρως και θα σκανδαλίζονταν οι άλλες κοπέλλες. Ήμουν περαστικός. Να, λοιπόν, με είδες. Μην κλαις, θα σε καλέσω να γνωριστούμε, διότι σε είδα που με ζήτησες στην προσευχή σου. Ξέρεις, παιδί μου, την αιτία που δεν μιλούσες από μικρή [1];
– Όχι, Γέροντα, ξέρω ότι μίλησα όταν έγινα επτάμισι χρονών.
—Ρώτησε την μητέρα σου να σου πεί. Πλήρωσες την αμαρτία της γιαγιάς σου. Όχι την γιαγιά που γνώρισες, αλλά την γιαγιά σου που δεν γνώρισες.

Μετά από ένα έτος, ενώ βρισκόμουν στην Εκκλησία και παρακολουθούσα το κήρυγμα, στο τέλος με πλησίασε μία άγνωστη και με ρώτησε:
-Είστε η τάδε; (είπε το όνομα μου).
-Ναι, απαντώ.
Έρχομαι από την Σουρωτή, με έστειλε ο Παππούλης, ο π. Παΐσιος, να σας βρω, θέλει να σας γνωρίσει.
-Εμένα; Εγώ δεν γνωρίζω τον γέροντα Παΐσιο.
-Μου είπε ο Παππούλης, τώρα που θα πας στην πόλη σου, θα πας στην τάδε Εκκλησία στο κήρυγμα, και θα δείς μία κοπέλλα μαυροφόρα με μαντήλι στο κεφάλι της. Κάθεται σε ένα σκαμνάκι με κομποσχοινάκι στο χέρι, κάθεται απομακρυσμένη, διότι εργάζεται την ευχή. Την λένε … (και μου είπε το όνομά σου).
Αυτά μου είπε ο Γέροντας. Σου δίνω το τηλέφωνο της Μονής. Να πάτε, διότι μετά από δύο μέρες ο Παππούλης θα μπει στο Άγιον Όρος. Εγώ έμεινα άναυδη, αλλά συνάμα δόξασα τον Κύριο.

Και θυμήθηκα την υπόσχεση που μου έδωσε όταν είδα τον Παππούλη, ότι δηλαδή θα με καλέση να γνωριστούμε.
»Πήγα παραμονή των Φώτων και μόλις τον είδα τον αναγνώρισα, διότι ήταν ο ίδιος με αυτόν που είδα στο όνειρό μου. Έπεσα να τον προσκυνήσω και μου είπε: «Όχι, παιδί μου, μόνο τον Κύριο προσκυνάμε».

Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης

Του είπα:
-Γέροντα, όπως σας είδα, ακριβώς έτσι είσαστε.
Γέλασε και μου είπε:
Παιδί μου, εμένα ο Κύριος μού ‘δωσε μια πνευματική τηλεόραση και βλέπω όλον τον κόσμο. Είδα και εσένα που έκανες την αίτηση στον Κύριο και ζήτησες να με γνωρίσεις. Σε είδα και την Πρωτομαγιά που έκλαιγες, γι’ αυτό ήρθα και με είδες. Είδες, ο καλός Χριστός μας ό,τι ζητούμε και είναι καλό μας το δίνει. Όταν η ψυχή εφαρμόζει την θεία δικαιοσύνη εισακούεται η προσευχή της. Αν ο κόσμος, παιδί μου, θα είχε την θεία δικαιοσύνη, θα είχε αλλάξει όλος ο κόσμος, αλλά δυστυχώς θα δούμε πολλά, ιδίως εσύ, αδελφή μου. Θέλω να έχομε την πνευματική επαφή. Όταν θα έρχομαι, θα σε ειδοποιώ και θα έρχεσαι να με βλέπης, αλλά θάχομε και την πνευματική επαφή.

-Πως, Γέροντα, θα έχομε την πνευματική επαφή τόσο μακριά που βρισκόμαστε; Εσείς στο Άγιο Όρος και εγώ στον κόσμο;
-Θα το καταλάβης αργότερα, θα βλεπόμαστε νοερώς, ο Κύριος έχει τον τρόπο του. Να σου πω, τη νύχτα που προσεύχομαι με κομποσχοίνι, νοερώς βλέπω και άλλους Γέροντες και προσευχόμαστε την καρδιακή νοερά προσευχή. Γνωρίζεις, παιδί μου, ότι έχεις ρίζα συγγενική Αγίου [2];
-Ε, Γέροντα, αυτό μου το είπε ο γέροντας Ιερώνυμος στην Αίγινα, όλος ο κόσμος αν πάρωμε τις ρίζες τους έχουν και Άγιο συγγενή
-Δεν θέλεις να σου πω ποιόν Άγιο έχεις συγγενή;
-Ας πούμε άλλα, Γέροντα. Εγώ δεν έδωσα σημασία, στάθηκα χαζή.
-Να πης στον Γέροντα σου, καλό είναι να κάνη ένα γυναικείο Μοναστήρι, να πάρη τις κοπέλλες που θέλουν να μονάσουν ξέρεις τι ωφέλεια θα έχη η περιοχή; Μόνο εσύ με τις κοπέλλες δεν ταιριάζεις. Αυτές είναι εξωστρεφείς, ενώ εσύ είσαι εσωστρεφής, έχεις την νοερά προσευχή. Αν θα κάνη Μοναστήρι και πας και συ, εσύ να είσαι χώρια σ’ ένα καλυβάκι, μόνο στην ακολουθία θα πηγαίνης και τον άλλο καιρό θα είσαι μόνη σου, θα τρως μόνη σου.
-Παππούλη, πήγα σε Μοναστήρι με το Παλαιό, αλλά έφυγα δεν αναπαύθηκα, κάτι έβλεπα και εγώ διαβάζοντας για την μοναχική ζωή, εγώ άλλα ήθελα…
-Καλά έκανες και έφυγες. Από δύο αιτίες μπορείς να φύγης. Από ζήτημα ηθικής και από ζήτημα πίστεως. Αφού ήταν το ένα, καλά έκανες και έφυγες, μην σ’ απασχολή. Κάπου ο Θεός έχει και για σένα, μην βιάζεσαι. Να δοκιμάσης πρώτα και μετά να αποφασίσεις. Και εγώ να σού εξομολογηθώ πήγα σε πολλά μέρη, έκανα σε Σκήτη και πήγα και στο Σινά.
-Α, Γέροντα, όταν πήγα τρεις φορές στους Άγιους Τόπους, στο Σινά δεν πήγα, γιατί δεν προλαβαίναμε.
-Θα πας και στο Σινά.
-Μπα, Γέροντα, είναι δύσκολο.
-Θα πας, παιδί μου και θα με θυμηθής. Δύο φορές θα πας.
(Και πράγματι πήγα το 1992 και 1994). Στην ζωή σου θα πέρασης πολλά, πολλές συκοφαντίες, μην στενοχωριέσαι. Και εμένα στο Όρος κάποιοι με έχουν για πλανεμένο. Άλλοι δεν έρχονται να με δουν, γιατί με έχουν για πλάνο. Ο Θεός να τους φωτίσει και να τους ελεήση…

-Γέροντα, τώρα ακολουθώ το Παλαιό εορτολόγιο, αλλά στενοχωριέμαι, διότι όλο κατηγορούν το Νέο.
-Εσύ δεν θέλω να είσαι φανατική. Στην Αθήνα που πας τακτικά, θα πηγαίνεις σε όποια Εκκλησία έχεις κοντά σου, δεν θα τρέχεις να βρης Εκκλησία με το Παλαιό.
-Γέροντα, έχω Πνευματικό με το Νέο.
-Έχεις Άγιο Γέροντα.

Εκείνη την στιγμή, θυμήθηκα ένα Μοναστήρι που επισκεπτόμουν συχνά και σκέφθηκα μήπως ήταν καλό να μονάσω εκεί. Ο Γέροντας διάβασε τον λογισμό μου και μου απάντησε:
-Αυτό που σκέφτεσαι, ξέχασε το. Σε μεγάλο Μοναστήρι θα πηγαίνει πολύς κόσμος δεν θ’ αναπαυθείς. Εσύ θ’ αναπαυθείς σε μικρό. Μου εκμυστηρεύθηκε κάτι και μου είπε, ξέρω ότι είσαι εχέμυθη”.
Πάνε, παιδί μου, τα χρόνια που όπως διαβάζομε στα Γεροντικά οι Άγιοι πατέρες είχαν στερήσεις και είχαν έργο τους την προσευχή, που είναι δώρο της Χάριτος του Θεού. Και άλλα πολλά μου είπε για την προσευχή.
-Γέροντα, σας κούρασα, ας πηγαίνω, διότι στον ξενώνα σας περιμένει πολύς κόσμος.
-Όπως θέλεις, παιδί μου. Μόνο να σου δώσω την σύσταση μου, ό,τι έχεις να μου γράφης και εγώ την ογδόη ήμερα θα έρχομαι στον ύπνο σου και θα σου απαντώ. Μόνο μια φορά θα σου γράψω, τον άλλο καιρό θα έχομε πνευματική επικοινωνία, θα φύγης σήμερα;
-Ναι, Γέροντα, διότι αύριο είναι τα Φώτα με το Παλαιό.
-Όχι, παιδί μου, δεν θα φύγης, θα μείνης εδώ σήμερα και Θεού θέλοντος θα φύγης αύριο το πρωί.
-Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα, να μείνω, αλλά επειδή σήμερα είναι νηστεία να πω στις αδελφές, ότι ακολουθώ το Παλαιό; ή να φάω ό,τι μου δώσουν;
-Ό,τι σου δώσουν θα φας και δεν θα πης τίποτε. Τώρα που είσαι νέα, να ασφαλισθής στο ΙΚΑ του Θεού.
-Πως, Γέροντα;
-Μα, τα καθήκοντα που κάνεις βάζεις μεροκάματο και όποτε μπορείς δούλεψε λίγο παραπάνω για να έχης μισθό στα γεράματα σου, δηλαδή σύνταξη, διότι τότε δεν μπορείς να δουλέψης όπως τώρα. Αυτό έκανα και εγώ και όταν είμαι άρρωστος τρώω από τα έτοιμα.

Τον χαιρέτησα και πήγα στον ξενώνα. Το βράδυ που έκανα την προσευχή μου, σκέφθηκα ότι ο Παππούλης δεν μου βρήκε αυτά που μου αποκάλυψε ο Κύριος. (Κάποια γεγονότα που συνέβησαν στην ζωή μου). Το πρωί που ξύπνησα να κάνω τον κανόνα μου, στις 5 το πρωί, χτύπησε το παράθυρο τρεις φορές λέγοντας, «Δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών, άνοιξε μου, αδελφή, είμαι ο πατήρ Παΐσιος». Του άνοιξα και απορημένη είπα:
-Γέροντα, εσείς εδώ;
-Ναι, παιδί μου, τη νύχτα μου αποκάλυψε ο Κύριος, ότι πολλά σου φανέρωσε και δεν μου ‘πες τίποτε. Σε παρακαλώ, αδελφή μου, θα πάρης ένα τετράδιο και θα μου τα γράψης όλα, θα τα διαβάσω και θα σου τα στείλω.
-Νάναι ευλογημένο, Γέροντα.

Και πράγματι, τα έγραψα και τα έστειλα. Μου απάντησε, ότι τα τρία πρώτα ήταν Οπτασία και Όραμα, αλλά μην τα δίνης σημασία. Μία άλλη φορά, που έγραψα επιστολή στον π. Παΐσιο, επάνω στην ογδόη ημέρα τον είδα στον ύπνο μου να μου λέη:
-Παιδί μου, πήρα την επιστολή σου, μην στενοχωριέσαι που σε συκοφαντούν, στεφάνι σου βάζει ο Χριστός διότι σε αδικούν, κάνε υπομονή έχεις δίκαιο, τα παραχωρεί ο Κύριος να κάνουμε υπομονή, γιατί παίρνομε μισθό.
Μετά την κοίμηση του Παππούλη, ένα βράδυ τον είδα στον ύπνο μου και μεταξύ άλλων, μου είπε:
«Αδελφή μου, αυτό που είδες το 1969, τον άγνωστο μοναχό που έλεγε την νοερά – καρδιακή προσευχή στον ύπνο του, εγώ ήμουν, όταν ήμουν στο Καλύβι του Τιμίου Σταυρού. Τότε δεν σου φανερώθηκε το όνομά μου, διότι ήμουν ακόμη εν ζωή». Ξύπνησα με μεγάλη χαρά που είδα τον Παππούλη και μου έλυσε το μυστήριο με τον άγνωστο μοναχό που ασκούσε την νοερά προσευχή.

Εξηγώ τι είδα το 1969…

Κάποια νύχτα με πανσέληνο καθόμουν έξω στην αυλή του σπιτιού μου. Έλεγα την ευχή με συγκίνηση και δάκρυα και αισθανόμουν σαν να βρισκόμουν σε άλλο πλανήτη. Δεν μπορούσα να καταλάβω, πως συμβαίνει να κοιμάται κανείς και συγχρόνως να λέη την ευχή, όπως λέγει και η Άγια Γραφή, « Εγώ καθεύδω και η καρδία μου γρηγορεί» (αγρυπνεί). Παρακαλούσα τον Κύριο να μου φανερώση πως γίνεται αυτό.
Και αισθάνθηκα η ψυχή μου να ανέβηκε ψηλά και έβλεπα διάφορα συννεφάκια από την γη να ανεβαίνουν στον ουρανό και είχα έναν οδηγό να μου λέη: «Βλέπεις αυτά τα συννεφάκια; Είναι οι προσευχές των Ορθοδόξων Χριστιανών που ανεβαίνουν ως θυμίαμα στον θρόνο του Θεού.
Τώρα έχω εντολή από τον Κύριο, να σου δείξω έναν Άγιο μοναχό, που εργάζεται μέρα και νύχτα την νοερά – καρδιακή προσευχή του Ιησού».
Είδα τον Άθωνα από την Βόρεια πλευρά και απέναντι την Θάσο και ένα καλυβάκι πολύ μικρό, όπου μέσα κοιμόταν ένας μοναχός, που στον ύπνο του έλεγε την νοερά – καρδιακή προσευχή.
Ενώ ήμουν μακριά, αισθάνθηκα σαν να ήμουν κοντά και έβλεπα σαν υπέρηχο. Έβλεπα την καρδιά του να χτυπά τακ-τακ και άκουγα την αναπνοή του και έλεγε με εισπνοή και εκπνοή την ευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Ο νεανίας οδηγός μου, μου έδειξε τους δύο φρουρούς που φύλαγαν τον μοναχό. «Είναι οι φύλακες Άγγελοι, ο ένας που πήρε όταν βαπτίσθηκε και ο έτερος όταν πήρε το Αγγελικό Σχήμα. Το όνομα του δεν έχω εντολή να σου το φανερώσω, διότι ακόμη ζει. Όταν κοιμηθεί, ο ίδιος θα ‘ ρθη να σου το πη. Είναι Άγιος».
Μου έδειχνε την καρδιά του και μου έλεγε: “Έδώ έχει το κατά Θεόν πένθος, την χαρμολύπη, μετά έρχονται τα καρδιακά δάκρυα” και μου εξηγούσε, πως έχει συνέχεια το νου στον Θεό και σκέφτεται τον Κύριο και την Παναγία.
Όταν συνήλθα, άρχισα να λέγω την ευχή με τόσο πόθο, που με συνήρπασε και έτσι από τότε, κάθε βράδυ τρεις ώρες λέω την ευχή, και δύο ώρες το πρωί.

Θυμάμαι και κάποια άλλα που μου έλεγε ο Παππούλης. Κάποτε, ήταν πολύ στενοχωρημένος που σκότωσαν το ένα από τα τρία φίδια που τάιζε. Άλλη φορά, μου έλεγε τις δοκιμασίες του από τον διάβολο. Και κάποτε, που πήγαμε με ένα φιλικό ζευγάρι και τον ρώτησαν αν πρέπει να βάλουν υπογραφή για ένα θέμα που αφορούσε έναν κληρικό, ο Παππούλης είπε:
«Να προσέχετε πολύ, μην βάζετε εύκολα υπογραφές». Και σε μένα ήρθε ένας ηγούμενος και ο Κύριος με πληροφόρησε ότι έρχεται, και αμέσως έφυγα και πήγα στο δάσος και έμεινα όλη τη νύχτα και μετά αρρώστησα. Το τι ακούγονταν στο Όρος δεν φαντάζεσθε! Αν τον δεχόμουν, οι Αγιορείτες θα με έλεγαν διπλά πλανεμένο…

[1] Από μικρή δεν μιλούσα. Μίλησα όταν έγινα επτάμισι χρονών. Όταν πήγαινα μικρή στην Εκκλησία και ο παπάς έλεγε, «Ευλογημένη η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος…» έβλεπα την σκεπή της Εκκλησίας να φεύγη και να γίνεται ένα με τον ουρανό (να ανοίγει) και άκουγα ουράνιες ψαλμωδίες. Από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο έφευγε η μορφή του και εμφανιζόταν στο τέλος της Θείας Λειτουργίας.
»Κάθε εβδομάδα η γιαγιά μου με έπαιρνε στο Κοιμητήριο. Μου έκανε εντύπωση το γεγονός, που την περίοδο του Πάσχα έβλεπα τους τάφους ανοιχτούς και τις ψυχές να κάθονται και να ζητούν ελεημοσύνη και άλλες είχαν μπροστά τους ένα πιάτο και έτρωγαν. Εγώ τους έβλεπα και έκλαιγα, δεν ήξερα πως να τους βοηθήσω.
Αναρωτιόμουν, γιατί οι τάφοι είναι όλοι ανοιχτοί ενώ τον άλλο καιρό είναι κλειστοί και έκλαιγα πολύ.Με ρωτούσε η γιαγιά μου, «γιατί κλαίς, παιδί μου» και δεν μπορούσα να της εξηγήσω, αφού δεν μιλούσα. Έκανα νοήματα, αλλά η γιαγιά μου δεν καταλάβαινε…

[2] Όπως μου έλεγαν οι γονείς μου, η ρίζα του πατέρα μου είναι από την Νάξο και ήρθε στην Εύβοια να δουλέψει ο παππούς και παντρεύτηκε εκεί, όπου γεννήθηκε ο πατέρας μου. Έχομε συγγένεια με τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο πατέρας μου, μου έλεγε το επίθετο από το γένος της καταγωγής και εγώ του έλεγα ότι θα το ξεχάσω. Και μου έλεγε ο πατέρας μου, να θυμάσαι την καλή βρύση, ταιριάζει με το επίθετο του γένους μας (Καλλιβούρτζης, ήταν το επώνυμο του Αγίου Νικόδημου).

( «Μαρτυρία ανώνυμης»: απόσπασμα από το Βιβλίο «Ο Όσιος Παΐσιος», Εκδόσεις «Ενωμένη Ρωμηοσύνη», σελ. 140 – 150 )

***

Η μακαριστή Σωτηρία Νούση
κ. Χρῆστος Νικολόπουλος, Θεολόγος – Βυζαντινολόγος

Μοῦ εἶχε ἀναφέρει πολλὲς φορὲς ὅτι εἶχε τραβήξει πολλὰ στὴν προσπάθειά της νὰ ἐκδώσει τὸ βιβλίο γιὰ τὸν γέροντά της, τὸν Ἱερώνυμο Αἰγίνης.

Γέροντας Ιερώνυμος της Αίγινας

Καθηγητὲς καὶ θεολόγοι τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τῶν Ἀθηνῶν τὴν κορόϊδευαν. Τῆς ἔλεγαν: «Τί δουλειὰ ἔχει μία γυναίκα μὲ γεροντάδες. Αὐτὰ δὲν εἶναι γιὰ σένα». Πρὶν τὸ ἐκδώσει ζήτησε τὴ γνώμη τοῦ ὁσίου Παϊσίου Ἁγιορείτη. Αὐτὸς τῆς εἶπε νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν γέροντα Πορφύριο, ἐπειδὴ ἡ πνευματικὴ εἰδικότητα τοῦ ἑνὸς ἔμοιαζε μὲ τοῦ γέροντά της.
Ὁ Ὅσιος Πορφύριος ὅμως δὲν εἶχε χρόνο καὶ ἔτσι ἡ διόρθωση ἔγινε ἀπὸ τὸ τηλέφωνο χωρὶς ποτὲ ὁ Ὅσιος νὰ παραλάβει τὸ βιβλίο της. «Διάβασέ μου», τῆς ἔλεγε «στὴ σελίδα τάδε, στὴν παράγραφο τάδε, δύο σειρὲς πρὶν ἀπὸ τὸ τέλος». Ἔτσι ἔγινε ἡ διόρθωση. Ὁ Ὅσιος Πορφύριος τῆς ἐπισήμανε νὰ σβήσει ἀπὸ ὅλο τὸ κείμενο τὴ λέξη ἄγχος. «Αὐτὴ ἡ λέξη νὰ μὴν ὑπάρχει στὸ κείμενό σου. Δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ λέξη γιὰ τὸν χριστιανό».
Ἡ Σωτηρία, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ράσα τοῦ γέροντά της, εἶχε λείψανα ἁγίων στὸ σπίτι της, ἀλλὰ καὶ τὸν σταυρὸ τοῦ πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄. Μία φορὰ μοῦ ἔδωσε νὰ προσκυνήσω ἕνα λείψανο τοῦ Ἱερωνύμου Αἰγίνης. Εὐωδίαζε ὑπερβολικὰ πολύ…Ἡ παρουσία τοῦ γέροντά της ἦταν ἐμφανὴς σὲ κάθε πτυχὴ τῆς ζωῆς της. Ὅταν ἡ Σωτηρία πέρναγε μεγάλους πειρασμούς, πήγαινε νὰ προσκυνήσει τὸν τάφο του στὴν Αἴγινα. Μοῦ ἀνέφερε ὅτι στεκόταν στὸν τάφο του καὶ ὁ ἴδιος τῆς ἐμφανιζόταν στὸ παράθυρο τοῦ κελλιοῦ του χαμογελώντας της. Αὐτὸ τῆς ἔδινε θάρρος καὶ ἤξερε ὅτι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο τῆς ἔδειχνε ὅτι στέκεται δίπλα της σὲ κάθε πειρασμό…

Ἀμέτρητες φορές μοῦ εἶχε ἀναφέρει περιστατικὰ ποὺ τὸ βιβλίο της γιὰ τὸν γέροντα Ἱερώνυμο Αἰγίνης εἶχε βοηθήσει τοὺς συνανθρώπους μας. «Εἶδες» μοῦ ἔλεγε «τί δύναμη καὶ ἁγιότητα ἔχει ὁ γέροντας, ὅλους τοὺς βοηθάει».
Μία μέρα μοῦ ἀνέφερε τὸ ἑξῆς φοβερὸ γεγονός:
«Μὲ πῆρε, Χρῆστο μου, χθὲς ἕνας ἄγνωστος τηλέφωνο καὶ μοῦ λέει: “Γιατί κυρία μου στείλατε, μὲ τὸ ταχυδρομεῖο, αὐτὸ τὸ βιβλίο σὲ μένα. Μὲ ξέρετε ἀπὸ πουθενά; Νὰ ξέρετε ὅτι τὸ διάβασα ὁλόκληρο μέσα σὲ μία νύκτα. Μὲ συγκίνησε τόσο πολὺ ποὺ μοῦ ἄλλαξε τὴ ζωή. Εἶχα ἀπελπιστεῖ μὲ τὴ ζωή μου ἀλλὰ τώρα πῆρα δύναμη. Σᾶς εὐχαριστῶ ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου. Μὲ σώσατε”».
Τελικὰ ἀποδείχθηκε ὅτι ἔγινε λάθος στὸ ταχυδρομεῖο καὶ τὸ βιβλίο ἀντὶ νὰ πάει στὸν κανονικὸ παραλήπτη ποὺ ἔλεγε ὁ φάκελος, βρέθηκε στὸ σπίτι τοῦ κυρίου. Πολλὰ παρόμοια περιστατικὰ εἶχαν συμβεῖ.

 Ἡ Σωτηρία ἦταν θυσία γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους… Κάθε ἕνας ποὺ πραγματοποιοῦσε ἐγκαίνια σὲ ἰδιωτικὸ ναὸ ζήταγε, ἀπὸ τὴ Σωτηρία, τὴ συγγραφὴ κάποιου μικροῦ βιβλίου, γιὰ τὸν ἅγιο τοῦ Ναοῦ του, γιὰ νὰ τὸ μοιράσει ἐκείνη τὴν ἡμέρα στοὺς πιστούς. Πολλοὶ ζητάγανε τέτοια χάρη, ἐπειδὴ ἡ Σωτηρία τὸ ἔκανε δωρεάν. Κάποια ἐποχὴ εἶχε κουραστεῖ μὲ τὸ νὰ γράφει τέτοια βιβλία. Μοῦ εἶχε πεῖ ὅτι θὰ ἀκύρωνε τὴ συγγραφὴ ἑνὸς βιβλίου ποὺ τελείωνε ἐκείνη τὴν ἐποχὴ γιὰ ἕνα ἅγιο.
Τὸ βράδυ ὅμως τῆς ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο της ὁ συγκεκριμένος ἅγιος καὶ τῆς χαμογελοῦσε. «Μπορῶ μετὰ τὸ συγκεκριμένο περιστατικὸ νὰ μὴ γράψω γι’ αὐτόν;», μοῦ ἀνέφερε.

Τὴν εἶχα ρωτήσει δύο διαφορετικὲς χρονικὲς στιγμὲς νὰ μοῦ πεῖ τί πίστευε γιὰ τὸν κορωνοϊό. Συνέχεια μοῦ ἔλεγε τὴ φράση: «Ὁ Θεὸς ἀπέκαμε ἐλεῶν». Καὶ τὶς δύο διαφορετικὲς χρονικὲς στιγμὲς ποὺ τὴ ρώτησα μοῦ εἶπε ὅτι ὁ Θεὸς τὸ ἐπέτρεψε αὐτὸ λόγῳ τῆς πολλῆς ὁμοφυλοφιλίας ποὺ ὑπῆρχε στὸν κόσμο.
Τὴν εἶχα ρωτήσει ἂν θὰ ἔκανε τὸ ἐμβόλιο καὶ μοῦ εἶχε ἀναφέρει ὅτι ἡ συν­είδησή της δὲν τὸ ἐπέτρεπε αὐτό.

Κάποτε τῆς εἶχα δείξει ἕνα βιβλίο ποὺ μίλαγε γιὰ ἕναν ἅγιο γέροντα ποὺ εἶχε ζήσει στὸ ἐξωτερικό. «Τὸ ξέρετε αὐτὸ τὸ βιβλίο; Τὸ ἔχετε διαβάσει;» τὴ ρώτησα. Μοῦ χαμογέλασε καὶ μοῦ ἀπάντησε: «Ἐγὼ τὸ ἔγραψα παιδί μου». «Μά, τὸ βιβλίο δὲν γράφει στὸ ἐξώφυλλο τὸ ὄνομά σας. Γράφει κάποιου ἄλλου» τῆς ἀπάντησα, μὲ κάποια ἀφέλεια, ἀλλὰ ἀμέσως κατάλαβα τί εἶχε συμβεῖ….

***

Όσιος γέροντας Ιερώνυμος της Αιγίνης

Κάθε βράδυ, να ευχαριστείς τον Θεό, με πολλήν ευγνωμοσύνην, που σε διατήρησε όλην την ημέρα καλά, και με ταπείνωσιν να Τον παρακαλής διά τα πάντα. Η αγάπη του Θεού, η πνοή Του, είναι παντού απλωμένη γύρω μας. Μας χαϊδεύει, μας παρηγορεί, μας ενισχύει, μας προστατεύει, μας φροντίζει. Δεν μας εγκαταλείπει. Πολύ να Τον αγαπώμεν…
– Γέροντα, έχετε δίκιο. Έχω δει τόσες ευεργεσίες από τον Θεόν, που πιστεύω ότι, και μέχρι τέλους, δεν θα με αφήση, μου έχει προσφέρει πάρα πολλά, ενώ το γνωρίζετε, δεν τ’ αξίζω.
– Και ακόμη πιο πολλά θα σου δώση, πιο πολλές ευεργεσίες, αρκεί εσύ να πιστεύεις και να Τον αγαπάς. Ο Θεός δεν δείχνει μόνον πολλήν αγάπην αλλά και μεγάλη στοργήν. Λέγει ο Ισαάκ ο Σύρος: ”Γενού κήρυξ της αγαθότητος του Θεού. Διότι, ενώ υπάρχεις ανάξιος σε κυβερνά και διότι, ενώ χρεωστείς εις Αυτόν άπειρον χρέος, δεν σ΄ εκδικείται, αλλά δια τα ολίγα καλά έργα, τα οποία πράττεις, σοι ανταποδίδει μεγάλους μισθούς κλπ (Λόγος ξ΄). Μεγάλην στοργήν, κόρη, καταλαβαίνεις τι εννοεί στοργήν; Με ολίγην καλήν προαίρεσιν, που δεικνύομεν, μας συντρέχει, μας βοηθά. Με ολίγην μετάνοιαν, συντριβήν κ.λ.π., μας συγχωρεί πολλά και μεγάλα αμαρτήματα. Ποταμός το έλεός Του!
Να λες εις τον Χριστόν μας: ”Σ’ αγαπώ, Κύριε. Σ’ αγαπώ, διότι είσαι Α γ ά π η!”. Μην τον αγαπάς, ούτε διά τα μέλλοντα αγαθά, ούτε δι’ όσα σε έδωκε μέχρι τώρα, αλλά να Τον αγαπάς και μόνον διότι χρεωστείς να Τον αγαπάς μόνον διότι είναι Αγάπη! Και να γνωρίζης, οι προχωρημένοι εις τα πνευματικά, αυτοί όπου κατάλαβαν τι είναι ο Θεός, όταν πίπτουν , δεν σκέπτονται την τιμωρίαν και δεν φοβούνται, αλλά πονά η ψυχή των, κλαίγουν συχνά ημέρες, μήνες, διατί να λυπήσουν τον Θεόν. Δεν τους ενδιαφέρει αν θα τους τιμωρήση, αλλά διατί να Τον λυπήσουν! Ένα μικρό δείγμα ότι αγαπάει κανείς τον Θεόν, είναι και τα δάκρυα-, ιδίως εις την προσευχήν. Όχι, κόρη, δάκρυα λύπης, όχι δάκρυα απελπισίας, όχι δάκρυα διά δυσκολίες που συναντάς και διά τούτες Τον παρακαλείς, αλλά δάκρυα από αγάπην Θεού. “Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρευσουσιν ύδατος ζώντος”, λέγει εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον (ζ’ 38). Όπως ενθυμείσαι, έλεγεν ο μακαρίτης Γέροντας μου: ”Τα μάτια μου μικρά, τα δάκρυα πολλά, δεν χωρούν“. Ναι, ποταμοί τα δάκρυά του, κόρη!
Αχ! Αχ! Μόνον οι πνευματικές χαρές μένουν και δεν φεύγουν. Να το ενθυμήσαι τούτο. Η χαρά του κόσμου, όποια και να ‘ναι, η χαρά η κοσμική, δέκα λεπτά χαρά έρχεται και μετά ξεχνιέται, φεύγει. Συχνά, αμέσως μετά έρχεται η θλίψις. Ενώ η χαρά η πνευματική σε κάνει και πετάς! Να προσπαθής, να ζητάς, μόνον αυτήν την χαράν. Όλα τα άλλα λύπην φέρνουν. (362-3)

***

Πρόσεχε, κόρη, να μη υποδουλωθή ο νους σου, εκεί θα είναι δεσμευμένος ο λογισμός σου, όπου και να πας, ό,τι και να κάνης. Δηλ. χάνεις την ελευθερίαν σου, δεν ορίζεις εύκολα τον νουν σου και θα κουρασθής, όταν θελήσης να τον ελευθερώσης…
Τον Ισαάκ μη αφήσης. Κάθε ημέρα ένα φύλλο Ισαάκ. Όχι περισσότερον. Ο Ισαάκ είναι ο καθρέπτης. Εκεί μέσα να βλέπης τον εαυτόν σου. Ο καθρέπτης είναι διά να βλέπωμεν, αν έχωμεν κανένα ελάττωμα, μουτζούρα εις την όψιν, να το βγάλωμεν, να καθαρίσωμεν. Αν έχης μίαν μουτζούραν εις το πρόσωπον η εις τους οφθαλμούς, εις τον καθρέπτην θα την δης και θα την καθαρίσης. Εις τον Ισαάκ θα βλέπης τους λογισμούς σου. Τι μελετούν; Τα πόδια σου που βαδίζουν, φως τα μάτια σου αν βλέπουν. Και εκεί θα βρης πολλούς και σωστούς τρόπους, απλανείς, διά να βοηθηθής…
Τα λόγια σου να προσέχης. Να είναι “αλάτι ηρτυμένα”. Το φαγητό χωρίς αλάτι είναι νόστιμο;
Άσχημα βλέπω τα πράγματα. Φοβάμαι. Οργή Θεού σίγουρα θα έλθη. Εις τα πολιτικά μη αναμειγνύεσαι. Αδιάφορη και ουδέτερη να είσαι. Τον Ισαάκ τον Σύρον, Γέροντα μου τον έχω. Να τον έχης και συ.
…Εσύ την τροφήν σου, να, πρόσεχε. Το σώμα σου, μη το αδικής. Να κοιμάσαι καλά. Να κοιμάσαι και το μεσημέρι και να κλέβης μίαν ώρα το πρωί για μελέτην. Θέλω να ζήσης μέχρι 90 – 95 ετών.

– Αμάν κόρη! Το επαναλαμβάνω, πρόσεχε την υγείαν σου. Το κεφάλι σου μη το βαρύνης με λύπην και έγνοιες. Θεωρώ ότι θα πληγωθής από τους ανθρώπους, διά τούτο πρέπει να γνωρίζης πώς να σκέπτεσαι, διά να μη καμφθής. Σε λέγω: Δι’ ό,τι θέλεις και εις όποιον πειρασμόν ή θλίψιν ευρεθής, παρακάλεσε τον Θεόν, εις ανθρώπους μη εμπιστεύεσαι, μη ελπίζης. Θα με ενθυμηθής αργότερα και το επιθυμώ, δηλ. να με ενθυμήσαι, διά να βοηθήσαι, να γλυτώνης. Θα δοκιμασθής και θα καταλάβης αυτά που τώρα σε λέγω. Πάντως μη φοβάσαι!

Επιθυμώ πολύ από εσένα, την φύλαξιν του νοός σου και του σώματός σου. Δεν γνωρίζομε, ημπορεί να ζήσης και να φθάσης 80 ή 90 χρονών, δεν γνωρίζομεν. Διά τούτο από τώρα να προσέχης, διά να αντέξης, να μη υποφέρης από τίποτα και αυτό σε γίνεται εμπόδιο διά πολλά.

[Από το βιβλίο: Ο Γέρων Ιερώνυμος της Αιγίνης (1883-1966), Σωτηρίας Δ. Νούση, σελ. 362-3, 330]

–Γέροντα, σᾶς παρακαλῶ πολύ, πῆτε μου, ὅταν βρεθῶ σὲ δύσκολες στιγμές, σὲ στιγμὲς σκοτίσεως τοῦ λογισμοῦ ἢ μεγάλης λύπης, γιὰ νὰ ὑπομείνω, νὰ μὴν πάθῃ τίποτα τὸ μυαλό μου, τί προσευχὴ πρέπει νὰ κάνω γιὰ νὰ βοηθηθῶ;
Τὸ «Πιστεύω» νὰ λές, κόρη. Ἀλλά, ἀργὰ καὶ νὰ τὸ αἰσθάνεσαι. Κάθε μιὰ λέξι του νὰ φθάνῃ βαθιὰ στὴν καρδιά σου, ὄχι τυπικὰ καὶ ξηρά… Ἐγὼ τὸ λέγω πολλὲς φορὲς τὴν ἡμέρα, 5-6 καὶ περισσότερες. Στὸν δρόμο, παντοῦ ὅταν περπατῶ, λέγω τὸ «Πιστεύω». Ὅταν ἕνας λογισμὸς μοῦ ἔλθῃ, τὸ «Πιστεύω» λέγω καὶ φεύγει. Τὸ «Πιστεύω», μιὰ τὸ πρωΐ, μιὰ τὸ μεσημέρι καὶ μιὰ τὸ βράδυ νὰ λέγῃς, μὴν περιμένῃς νὰ ἔρχεται ἡ ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, Ἀπόδειπνον κ.λ.π. διὰ νὰ λέγῃς. Τὸ «Πιστεύω», νὰ μὴν περνάῃ ἡμέρα ποὺ νὰ μὴν τὸ πῇς. Εἴτε στὴν Ἀκολουθία, εἴτε χωριστά.

Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com/2024/06/05/

Η Γερόντισσα Γαλακτία που γνώρισα

Ονομάζομαι… Κατάγομαι από τα Χανιά.  Είμαι παντρεμένη με δύο μεγάλα παιδιά. Ζήτησα ευλογία από τον πνευματικό μου προκειμένου να καταθέσω με απόλυτη ειλικρίνεια και φόβο Θεού την δική μου εμπειρία για την Γερόντισσα Γαλακτία.  Την μεγάλη και θαυμαστή.  Αρκετές φορές την επισκέφθηκα στο κρεβάτι της ασθενείας της.  Κάθε φορά ζούσα παράδεισο.  Επικυρώνω αυτά που δημοσίευσε τελευταία ο π. Αντώνιος Φραγκάκης.  Ήταν η αναίρεση του κυκλώματος και της νοοτροπίας των πλανεμένων και οραματιστών.  Δραστηριοποιούμαι πολλά χρόνια μέσα στην Εκκλησία και έχω συναντήσει πολλές φορές τέτοιες άρρωστες καταστάσεις… Έχουν οίηση, ψευτοταπείνωση, διαφήμιση σε συνδυασμό με καλυμμένο και ταπεινόσχημο επικοινωνιακό τρόπο, ομιλούν συνέχεια για αποκαλύψεις που έχουν, προφητείες και δεν ασχολούνται ουσιαστικά με την μετάνοια.  Με την στροφή στο μέσα της ψυχής τους, με τον εντοπισμό των παθών τους… Θέλουν να εντυπωσιάσουν, να κάνουν οπαδούς, είναι δικτυωμένοι μεταξύ τους για αλληλοστήριξη, μετά διαγκωνίζονται για το ποιος είναι σπουδαιότερος και αφηνιάζουν αν τους αμφισβητήσεις…

Η Γερόντισσα ήταν εντελώς τα αντίθετα από όλα αυτά.  Δεν περιγράφονται με λόγια τα βιώματα που δημιουργούσε.  Και η αναξιότητά μου δυσκολεύεται να παραστήσει όσα έζησε κοντά της.  Αυτά δεν λέγονται, δεν περιγράφονται, δεν σχηματίζονται εύκολα σε λόγο, δεν εντυπώνονται στο χαρτί.  Επαρκώς τουλάχιστον.  Πρέπει να τα ζήσεις.  Νοιώθω και τώρα που μιλάω γι’ αυτήν σαν ένα κακογράφο που επιχειρεί να κατασκευάσει έναν αριστουργηματικό ζωγραφικό πίνακα.  Γίνεται;  Ασφαλώς όχι.  Θα αποτολμήσω κάτι να αναφέρω με την δική της βοήθεια.

Ήταν χαρούμενη και άνετη πάντα.  Πραγματικά ταπεινή και απλή.  Δεν είχε μπερδεμένους λογισμούς που έχουν οι εγωιστές.  Οι υπερήφανοι.  Ήταν διάφανη.  Το μέσα της και το έξω της ήταν αρμονικά δεμένα.  Ήταν αληθινά μεγάλη γιατί έδινε την αίσθηση ότι ήταν μικρότερη και από τον πιο επικίνδυνο κακούργο!  Γνώριζες ότι ήξερε τα πάντα για σένα και όμως δεν φοβόσουν γιατί έλιωνες μέσα στην απέραντη αγάπη της!  Η γλυκύτητά της, το βλέμμα της, το χαμόγελό της, οι κινήσεις της, ο τρόπος συζήτησης, η τέχνη να αντιμετωπίζει κατάλληλα όλα τα προβλήματα των συνανθρώπων της, η θυσία για τους άλλους, η συμπόνοια στους αμαρτωλούς, η ενίσχυση στους αγωνιζόμενους, η καύση της καρδιάς της για όλη την δημιουργία του Θεού, η εσώψυχη καθαρότητα, η πρόσληψη των περιθωριακών της κοινωνίας, η μεταποίηση που έκανε στους κολλημένους στη λάσπη της αμαρτίας, η απόλυτη απόλυτη απόλυτη ακατακρισία της, η σκληρή της άσκηση, η αθέατη προσευχή της, ο πύρινος έρωτάς της για τον Χριστό και τόσα άλλα, παραπέμπουν στα πρώτα χρόνια της πίστης μας!  Αληθινά τα έζησα, τα είδα, τα άγγιξα, δεν μου τα είπαν, έτσι διαμορφώθηκε μέσα μου η αίσθηση του μεγαλείου της στην δική μου αντίληψη.  Τα συζήτησα και με άλλους αδελφούς και είχαμε όλοι την ίδια ακράδαντη βεβαιότητα.  Ότι δηλαδή αυτή η Γερόντισσα είναι ένα ανοιχτό παράθυρο μέσα στον κόσμο, τον πολύ ταραγμένο, σκοτεινό και βρώμικο σημερινό κόσμο, από το οποίο φανερώνεται σ’ εμάς το φως του Θεού!  Το πρόσωπο του Χριστού!

Τώρα, τα περιστατικά που έζησα κοντά της είναι πάρα πολλά.  Βιβλίο γράφουν, που λέει ο λόγος. Θα αναφέρω σύντομα κάποια ενδεικτικά:

  • Συνήθιζα να πηγαίνω με μια φίλη μου την Ελένη. Για τρεις μήνες έκανε στην Ελένη την ίδια κίνηση.  Έπιανε τα χέρια της η Γερόντισσα, τα καταφιλούσε και επαναλάμβανε με νόημα:  «Παιδί μου, να ξέρεις…οι ελεημοσύνες σώζουν»!  Κάποια φορά, θυμάμαι ζήλεψα στα κρυφά που εμένα δεν μου έλεγε τίποτα… αλλά και η ίδια η Ελένη αναρωτιόταν στην επιστροφή γιατί να κάνει αυτή την κίνηση με αυτά τα στερεότυπα λόγια η γιαγιά.  Μετά από τρίμηνο σκοτώθηκε σε τροχαίο ατύχημα ο γιος της Ελένης.  Νεότατο παλληκάρι.  Ενώ ήταν ξαπλωμένη και αποκαμωμένη η Ελένη σε ένα καναπέ πριν φέρουν το παιδί νεκρό στο σπίτι, με ρωτάει αυθόρμητα:  «Τί να κάνω για να βοηθήσω το παιδί μου εκεί που είναι»;  Αυτοστιγμεί απαντήσαμε και οι δύο μαζί, σαν να ήρθε η απάντηση μέσα στην ψυχή μας ταυτόχρονα: «ελεημοσύνες»!  Τότε θυμηθήκαμε τα λόγια της Γερόντισσας!  «Είδες τί εννοούσε η Γερόντισσα;» είπε η Ελένη. «Με προετοίμαζε γι’ αυτό το γεγονός!  Οι ελεημοσύνες σώζουν»!  Μέχρι τα σαράντα δόθηκαν γενναίες ελεημοσύνες και έγιναν πολλές προσευχές… Ο άνδρας της Ελένης και πατέρας του κεκοιμημένου παλληκαριού, δεν λάμβανε από κανέναν χρήματα στην επιχείρησή του για σαράντα ημέρες.  Όλα για την σωτηρία του παιδιού!  Όλα για την ψυχή του!  Αφού έγινε το σαρανταήμερο μνημόσυνο ζήτησε επίμονα η Ελένη να πάμε στη Γερόντισσα.  Μόλις φθάσαμε και αντίκρυσε την Ελένη, άρχισε να φωνάζει χαρούμενη η γιαγιά: «Δεν σου είπα ότι οι ελεημοσύνες σώζουν;  Έλα να σου πω πού είναι τώρα ο γιός σου…».  Άρχισε με καταπληκτική διαύγεια να περιγράφει την νέα κατάσταση του παιδιού στον ουρανό… Φυσικά, ούτε είχε ανθρωπίνως πληροφορηθεί το ατύχημα, ούτε είχε ακουστική αντίληψη, ούτε συγκρατούσε τίποτα εγκεφαλικά… Δεν φαντάζεσθε πώς φύγαμε… Με τί αναπτέρωση ψυχής… Ειδικά η Ελένη η φίλη μου, η χαροκαμένη μητέρα του παιδιού….
  • Άλλοτε πάλι είχα πάει μαζί με άλλους… Περίμενε κόσμος πολύς να την δει… Σηκώθηκα να φύγω και δεν με άφηνε… Ήμουν γονατιστή στο κρεβάτι της και μου κρατούσε σφιχτά τα χέρια… Ο π. Αντώνιος φώναζε: «Τελείωνε. Περιμένουν πολλοί απ’ έξω.  Τί θα γίνει εδώ;».  Ήμουν αμήχανη αλλά η γιαγιά δεν με άφηνε.  Αγανάκτησε ο π. Αντώνιος και μου είπε: «Τί χασομεράς; Θα σε βγάλω έξω…».  Τότε του εξήγησα ότι δεν με άφηνε.  Ο π. Αντώνιος φώναξε δυνατά στο αυτί της Γερόντισσας επειδή δεν άκουε σχεδόν καθόλου: «Άστην να φύγει».  Τότε η Γερόντισσα γύρισε, τον κοίταξε αυστηρά και του είπε: «Έ τί θές;  Να την αφήσω να σκοτωθεί αφού βλέπω τί θα γίνει στο δρόμο;».  Μετά με σταύρωσε με το χεράκι της και έφυγα.  Στην επιστροφή όντως επέζησα από θαύμα!  Μια νταλίκα μπήκε στο αντίθετο ρεύμα και ερχόταν κατά πάνω μου και αστραπιαία βρέθηκε στην κανονική της τροχιά μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου, χωρίς να μπορεί ανθρωπίνως να εξηγηθεί το πώς!  Δόξασα τον Θεό που γλίτωσα και ευχαρίστησα την Οσία Γερόντισσα για την θαυμαστή μεσολάβησή της…!
  • Μια άλλη φορά ήμουν στο αυτοκίνητο μαζί με τον άνδρα μου. Κατευθυνόμασταν από Χανιά σε προσκύνημα του Νομού Ηρακλείου.  Στο δρόμο είχα έντονη επιθυμία να περάσουμε πρώτα από την Γερόντισσα αλλά δίσταζα να το προτείνω στον άνδρα μου γιατί γνώριζα ότι θα αντιδρούσε… Είτε πηγαίναμε μέσω Ηρακλείου είτε μέσω Σπηλίου, για μας θα ήταν το ίδιο.  Έκανα σιωπηλά προσευχή και τελικά του είπα την επιθυμία μου.  Του είπα έπειτα: «Εσύ βέβαια δεν θέλεις Γαλακτίες αλλά θα γίνει ό,τι μου πεις».  Παραδόξως συμφώνησε να πάμε.  Όταν η Γερόντισσα είδε τον άνδρα μου, τον πείραξε με χιούμορ και επανέλαβε τα λόγια που του είχα πει στο δρόμο!  «Εσύ βέβαια δεν θέλεις Γαλακτίες αλλά εμείς θα κάνουμε (έβαλε και τον εαυτό της) ό,τι μας πεις»!  Τα ’χασε ο άνδρας μου.  Τον πήρε κοντά της και άρχισε να του αποκαλύπτει την ζωή του… Αναφέρθηκε στο επάγγελμά του… «Κάνεις αυτό κι αυτό… το κάνεις με προσευχή… τα τακτοποιείς ωραία… έπειτα πηγαίνεις και κάθεσαι μόνος σου και πάλι μιλάς στο Θεό…».  Ο άνδρας μου έζησε τέτοια κατάσταση, που έκτοτε στα Χανιά όταν με ρωτούσαν για την Γερόντισσα, τους έλεγα, ρωτήστε καλύτερα τον άνδρα μου ο οποίος με ενθουσιασμό φώναζε: «Είναι μεγάλη Αγία»!
  • Κάποτε βρέθηκα εκεί Κυριακή βράδυ. Ήταν γεμάτο το σπίτι.  Ήμουν με την φίλη μου την Ελένη που προανέφερα.  Δεν υπήρχε θέση να καθίσουμε.  Ο π. Αντώνιος καθόταν δίπλα στη Γερόντισσα.  Σκέφθηκα χωρίς να μιλήσω: «Θα ήταν ασέβεια άραγε να καθίσουμε λίγο δίπλα από τα ποδαράκια της στο κάτω μέρος του κρεβατιού της»;  Αυτομάτως η Γερόντισσα που δεν της ξέφευγε λογισμός, μου απάντησε με χαρά και ζωντάνια: «Καθίσετε στα πόδια μου παιδί μου!  Εσάς ο πισινός σας δεν μαγαρίζει από ανωμαλίες και βρωμιές, σαν άλλες που όπου καθίσουν και όπου φιλήσουν βρωμάει μετά ο κόσμος…»!  Βουβαμάρα έπεσε στο σπίτι.  Όλοι έμειναν άναυδοι… Προσωπικά έγινα σαν παντζάρι κόκκινη.  Ο π. Αντώνιος και η Ριρίκα ξεκαρδίστηκαν στα γέλια.  Άρχισα να γελάω κι εγώ.  Ο π. Αντώνιος μας είπε ένα λόγο του Μεγάλου Βασιλείου που τον έγραψα: «ου βούλομαι σεμνότητι λόγων καλλωπίζεσθαι, αλλά σεμνούς ποιήσαι τους ακούοντας».  Δηλαδή η απαθέστατη Γερόντισσα μιλάει όχι με σεμνοτυφία λέξεων, αλλά αποσκοπεί στο να κάνει σεμνούς όσους την ακούουν…
  • Είχα πάει προσκύνημα στο «Κεφάλι» στον τάφο του Γέροντα Νείλου. Είμασταν ολόκληρη παρέα.  Μαζί και ένας Ιερέας από το Ρέθυμνο.  Ο Ιερέας, χωρίς να το αντιληφθεί κανένας μας, πήρε πάνω από τον τάφο του Γέροντα Νείλου ένα μικρό πετραδάκι για ευλογία.  Το έβαλε στην τσέπη του αντερί του.  Φύγαμε και όταν φθάσαμε στην Γερόντισσα, λέει εκείνη στον Ιερέα:  «Τί έχεις κρύψει εδώ;  Δώσε μου το πετραδάκι να το προσκυνήσω!  Έχει μεγάλη δύναμη»!  Το είπε τρείς φορές γιατί ο Ιερέας έμεινε άναυδος… Τελικά το έδωσε, η Γερόντισσα το καταφιλούσε και έκανε σαν μικρό παιδί… Έλεγε ότι έχει την χάρη από ένα πολύ μεγάλο Άγιο…!  Περιττό να πω ότι τα μάτια του Ιερέα έτρεχαν σαν βρύσες…
  • Μετά την κοίμησή της, έζησα ένα συγκλονιστικό θαύμα της. Ένα δεκαεξάχρονο κοριτσάκι ταλαιπωρημένο από την ζωή, έπασχε από καρκίνο τελευταίου σταδίου.  Τέταρτου βαθμού.  Χωρισμένοι οι γονείς του, το ίδιο βλάσφημο, με ξενύχτια και άτακτη ζωή…  Σε μία φωτογραφία που το τράβηξαν στο κρεβάτι του νοσοκομείου, φαινόταν σαν γριά ογδόντα ετών!  Περίμεναν την κατάληξή του… Καμιά ιατρική ελπίδα δεν υπήρχε… Ζητήσαμε από την μητέρα του να αφήσει να πλησιάσει το κορίτσι ένας Ιερέας… Εκείνη αφηνίασε και έβριζε… Κρυφά έστειλα μια φωτογραφία της Αγίας Γερόντισσας.  Μια νοσηλεύτρια εξήγησε στο παιδί ποια είναι.  Του είπε να την παρακαλέσει και την τοποθέτησε κάτω από το μαξιλαράκι του…  Αμέσως κόπηκε μαχαίρι ο πυρετός του παιδιού… Το κοριτσάκι έλεγε:  «Παρακαλώ αυτήν την γιαγιά με την καρδιά μου»!  Η εξέλιξη ήταν διαρκώς βελτιούμενη!  Οι γιατροί έτριβαν τα μάτια τους…  Τώρα το παιδί είναι σε πλήρη ίαση!!! Εντελώς καλά!!!
  • Είχα επίσης μετά την κοίμησή της μια φωτογραφία της κολλημένη στο ψυγείο της κουζίνας μου. Προσευχόμουν και της μιλούσα εκεί.  Ένα πρωί μυρόβλυζε, έσταζε σε υγρή κατάσταση το μύρο.  Φοβήθηκα μήπως πλανηθώ.  Αναρωτιόμουν γιατί σε μένα την ανάξια τέτοιο σημείο.  Σκέφθηκα την εκ δεξιών επίθεση του πονηρού μέσω της πλάνης και έδωσα αμέσως σε άλλο πρόσωπο την φωτογραφία χωρίς να αναφέρω το περιστατικό.  Μετά από λίγο καιρό άρπαξε φωτιά η σόμπα μου.  Πάνω ακριβώς από το σημείο που εφάπτονταν η σόμπα με τον τοίχο του σπιτιού, ήταν κρεμασμένη μεγάλη φωτογραφία της Γερόντισσας.  Ενώ κάηκαν όλα τα παράπλευρα αντικείμενα, η φωτογραφία που ήταν πάνω ακριβώς από την εστία της φωτιάς έμεινε τελείως ανέπαφη!  Πήρα το μήνυμα… Σαν να μου έλεγες:  Με έδιωξες δίνοντας την μικρή φωτογραφία επειδή φοβήθηκες το σημείο παρουσίας μου!  Αλλά εγώ εξακολουθώ να είμαι παρούσα και σου το απέδειξα με την άκαυτη φωτογραφία μου..!

Πόσα ευχαριστώ να ψελλίσω η ανάξια;  Αντί επιλόγου επαναλαμβάνω ό,τι αναφέρει όλος ο κόσμος που την αγαπά και επωφελείται την διαρκή παρουσία της: «ταις αυτής αγίαις πρεσβείαις Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν!».

Υ.Γ. «Τα στοιχεία της συγγραφέως είναι γνωστά στο σάιτ.  Προτιμήσαμε την αποσιώπηση για να αποφευχθούν αδιάκριτα φαινόμενα του παρελθόντος όπως ενοχλήσεις στους επώνυμους συγγραφείς για περισσότερες επεξηγήσεις, έκφραση θαυμασμού και άλλα παρόμοια».

Πηγή: e-mesara.gr