Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΑΥΞΙΒΙΟΥ Α΄ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΟΛΩΝ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
13: 17-21

Ἀδελφοί, πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καὶ ὑπείκετε· αὐτοὶ γὰρ ἀγρυπνοῦσιν ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν ὡς λόγον ἀποδώσοντες· ἵνα μετὰ χαρᾶς τοῦτο ποιῶσι καὶ μὴ στενάζοντες· ἀλυσιτελὲς γὰρ τοῦτο. Προσεύχεσθε περὶ ἡμῶν· πεποίθαμεν γὰρ ὅτι καλὴν συνείδησιν ἔχομεν, ἐν πᾶσι καλῶς θέλοντες ἀναστρέφεσθαι. Περισσοτέρως δὲ παρακαλῶ τοῦτο ποιῆσαι, ἵνα τάχιον ἀποκατασταθῶ ὑμῖν. Ὁ δὲ Θεὸς τῆς εἰρήνης, ὁ ἀναγαγὼν ἐκ νεκρῶν «τὸν ποιμένα τῶν προβάτων» τὸν μέγαν «ἐν αἵματι διαθήκης αἰωνίου», τὸν κύριον ἡμῶν ᾿Ιησοῦν, καταρτίσαι ἡμᾶς ἐν παντὶ ἔργῳ ἀγαθῷ εἰς τὸ ποιῆσαι τὸ θέλημα αὐτοῦ, ποιῶν ἐν ὑμῖν τὸ εὐάρεστον ἐνώπιον αὐτοῦ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων· ἀμήν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΑΥΞΙΒΙΟΥ Α΄ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΣΟΛΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
10: 9-16

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ἐγώ εἰμι ἡ θύρα· δι᾽ ἐμοῦ ἐάν τις εἰσέλθῃ σωθήσεται καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται καὶ νομὴν εὑρήσει. Ὁ κλέπτης οὐκ ἔρχεται εἰ μὴ ἵνα κλέψῃ καὶ θύσῃ καὶ ἀπολέσῃ· ἐγὼ ἦλθον ἵνα ζωὴν ἔχωσιν καὶ περισσὸν ἔχωσιν. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός· ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων·ὁ μισθωτὸς καὶ οὐκ ὢν ποιμήν, οὗ οὐκ ἔστιν τὰ πρόβατα ἴδια, θεωρεῖ τὸν λύκον ἐρχόμενον καὶ ἀφίησιν τὰ πρόβατα καὶ φεύγει καὶ ὁ λύκος ἁρπάζει αὐτὰ καὶ σκορπίζει τὰ πρόβατα. Ὁ δὲ μισθωτὸς φεύγει ὅτι μισθωτός ἐστιν καὶ οὐ μέλει αὐτῷ περὶ τῶν προβάτων. ᾽Εγώ εἰμι ὁ ποιμὴν ὁ καλός, καὶ γινώσκω τὰ ἐμὰ καὶ γινώσκομαιὑπὸ τῶν ἐμῶν,καθὼς γινώσκει με ὁ πατὴρ κἀγὼ γινώσκω τὸν πατέρα· καὶ τὴν ψυχήν μου τίθημι ὑπὲρ τῶν προβάτων. Καὶ ἄλλα πρόβατα ἔχω ἃ οὐκ ἔστιν ἐκ τῆς αὐλῆς ταύτης· κἀκεῖνα δεῖ με ἀγαγεῖν, καὶ τῆς φωνῆς μου ἀκούσουσιν, καὶ γενήσονται μία ποίμνη, εἷς ποιμήν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: Ν’ ἀγαπήσουμε τὸν σταυρό μας … (13.09.2025)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ποὺ τελέσθηκε στὸν ἱερὸ ναὸ Ὁσίων Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος τῆς κοινότητας Περιστερώνας τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (13.09.2025). Κατὰ τὴν ἡμέρα αὐτὴν πανηγυρίζει στὴν προσφυγιὰ ἡ κατεχόμενη ἀπὸ τοὺς Τούρκους κοινότητα τῆς Κάτω Ζώδιας, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.

Τὸ ἀπολυτίκιον τῆς ἑορτῆς ψάλλει ὁ Δῆμος Κωνσταντίνου, πρωτοψάλτης τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ὁσίων Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος στὴν Περιστερώνα καὶ τὸ Δοξαστικὸ τῶν Αἴνων τῆς ἑορτῆς ψάλλει ἄρχων πρωτοψάλτης τῆς Ἱ. Μ. Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου (ἠχητικὰ ντοκουμέντα ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες τοῦ Ἑσπερινοῦ καὶ τοῦ Ὄρθρου).

Αφιέρωμα στον Άγιο Αυξίβιο Α’ Επίσκοπο Σόλων (17 Σεπτεμβρίου / 17 Φεβρουαρίου)

Βίος καὶ πολιτεία τοῦ ἁγίου καὶ ἐνδόξου πατρὸς ἡμῶν Αὐξιβίου Α’ Ἐπισκόπου Σόλων τοῦ θαυματουργοῦ (17/9 και 17/2)

Ἅγιος Αὐξίβιος Α' Ἐπίσκοπος Σόλων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β'

πτβιβλίο: Ὁ ἅγιος Αξίβιος Α΄ πίσκοπος Σόλων, κδ. Θεομόρφου, 2015

Ἅγιος Αὐξίβιος Α’ Ἐπίσκοπος Σόλων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β’

1.  πιθυμ ν σς διηγηθ τ θαυμαστ κα λαμπρ πολιτεία το θαυμαστοκασίου πατρς μν κα διατελέσαντος ρχιεπισκόπου τς πόλης τν Σολίων Αξιβίου. Γιατ πρτος ατός, σν λαμπρς λιος, νέτειλε στν πόλη ατή, φωτίζοντας μ τς κτίνες τς θείας διδασκαλίας του σους βρίσκονταν στ σκοτάδι τς πλάνης τν εδώλων.  Ατς λαμπε πάνω π τν πόλη ατή, πως φέγγει στ σκοτάδι να λυχνάρι γεμτο μ θεϊκ λάδι, μέχρι τ στιγμή, πο Χριστς φώτισε τος κατοίκους της κα σν Αγερινς νέτειλε στς καρδιές τους. 

Ὁ ἅγιος Αὐξίβιος, ἐπίσκοπος Σόλων, φορητὴ προσκυνηματικὴ εἰκόνα (2016), ἔργο τοῦ κυπριακοῦ ἐργαστηρίου ἁγιογραφίας «Ἀντιφωνητής», φυλασσόμενη στὸ ἐπισκοπεῖο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου στὴν Εὐρύχου

2.  λλ συγχωρέστε με, σς παρακαλ. Γιατ  γώ, καθς εμαι κα στν λόγο κα στ γνώση δύνατος, θεώρησα τι εναι ναγκαο, ν χει ν παρουσιάσει πολλ θαυμαστ ργα, ν σς διηγηθ μόνο λίγες π τς ρετς το μακαρίου Αξιβίου, πως τς κουσα κα τς διδάχθηκα π νδρες προχωρημένης λικίας· πως γράφει κα Θεία Γραφή: Ρώτησε τν πατέρα σου κα θ σο τ μάθει κα τος μεγαλύτερούς σου κα θ σο τ πον. ς ρχίσουμε, λοιπόν, μ τ βοήθεια το Θεο, τν φήγηση.

3. Αξίβιος καταγόταν π τ μεγαλούπολη τν Ρωμαίων. Ο γονες του ταν πλούσιοι κα στ θρήσκευμα εδωλολάτρες, πέκτησαν δδύο υούς, τν μακάριο Αξίβιο κα τν δελφό του, τν Θεμισταγόρα.  μακάριος Αξίβιος ταν πολ χαριτωμένος.  ταν προς πως Μωυσς κα σώφρων στος λογισμούς του πως μακάριος ωσφ κα γενικά, καθς μεγάλωνε, στολιζόταν μ κάθε εδους ρετή. πατέρας του κόμη τν μόρφωσε μ λη τ θύραθεν παιδεία.

4.  ταν φτασε στ νόμιμη λικία, ο γονες του θέλησαν ν τν νυμφεύσουν.  Ατός, μως, πειδ εχε νθεο νο, κέραιο λογισμ κα νάρετη ζωή, φερνε ντιρρήσεις.  Γιατ κουε σα λέγονταν γι τν Χριστ κα εχε πόθο ν γίνει χριστιανός.  ταν τ κουσαν ατ ο γονες του, γανάκτησαν μαζί του καί, μν πατέρας του τν ξανάγκαζε ν προχωρήσει σ γάμο μ πειλές, ν   μητέρα του τν συμβούλευε ν τ κάνει μ τς κολακεες της.

5.  Βλέποντας μακάριος Αξίβιος, τι ατή τους πιλογ ταν παγίδα καμπόδιο στ δική του γαθ πιλογή, θέλησε ν ναχωρήσει κρυφ π τ Ρώμη.  τσι, λοιπόν, φο διατράνωσε τν πόφασή του, χωρς ν πε σ κανένα τίποτα, μετ π λίγες μέρες, φυγε κρυφ π τος γονες του καί, κατεβαίνοντας στ λιμάνι, βρκε να πλοο, τ ποο πρόκειτο ν ποπλεύσει πρς τ νατολικά.  Κι τσι, γκαταλείποντας τ πάντα, παίρνοντας μόνο λίγα χρήματα μαζί του γι λόγους διατροφς, μπκε στ πλοο.  

6.  φο πέπλευσαν π τ Ρώμη, μετ π λίγες μέρες φτασαν στ Ρόδο.  π κε, διασχίζοντας τ πέλαγος τς Παμφυλίας, φτασαν στν Κύπρο, κα κατέπλευσαν σ κάποια κώμη μ τ νομα Λιμνήτης, πο πεχε περίπου τέσσερα ρωμαϊκμίλια π τν πόλη τν Σολίων.  Μ ατ τν τρόπο πρόνοια το Θεο καθοδηγοσε τν μακάριο Αξίβιο πρς σωτηρία πολλν ψυχν.  ταν βγκε π τ πλοο, παρέμεινε γι κάποιο χρόνο στν Λιμνήτη γι ν συνέλθει, γιατ ταν πολ ζαλισμένος π τ ταξίδι καὶ ὀλιγοψύχησε. 

7.  Στν Κύπρο, τότε, λθε κα Βαρνάβας, πόστολος το Χριστο, κατ τ δεύτερη περιοδεία του, φο ποχωρίστηκε π τν πόστολο Παλο μ τ σμα, λλ χι μ τν καρδιά.  Μαζί του, μάλιστα, εχε λάβει κα τν Μρκο, κα κατέπλευσαν στ Λάπηθο.  πειτα, περιερχόμενοι λο τ νησί, φτασαν στ Σαλαμίνα, τ σημεριν Κωνσταντία, πως ναφέρει Μρκος.  κε βρκαν τν ρακλείδη, τν ρχιεπίσκοπο το νησιο, τν ποο, φο ναγνώρισαν, δίδαξαν πς πρέπει ν κηρύττει τ εαγγέλιο το Χριστο, ν δρύει κκλησίες κα ν χειροτονε τος λειτουργούς τους. φολοιπν τν σπάστηκαν, τν πέστειλαν στν προορισμό του μερήνη. ταν δ Βαρνάβας λοκλήρωσε τν δικό του δρόμο κα γωνίστηκε τν καλ γνα τς πίστης καστέφθηκε μ τν στέφανο το μαρτυρίου στν Κωνσταντία, ο παράνομοι ουδαοι ναζητοσαν κα τν Μρκο, γι ν τν  θανατώσουν.  Μρκος, μως, διέφυγε κα τν καταδίωξαν μέχρι τος Λέδρους (σημ. Λευκωσία). Βρίσκοντας κεμι σπηλιά, μπκε μέσα κα μεινε κρυμμένος γι τρες μέρες.    Μετ π τρες μέρες φυγε π τν τόπο κενο καί,  περνώντας μέσα π τ βουνά, ρθε στν Λιμνήτη.  Μαζί του ταν Τίμων κα Ρόδων.

8.  ταν φτασαν στν κώμη το Λιμνήτη, συνάντησαν τν μακάριο Αξίβιο, ποος πρόσφατα εχε φτάσει κε π τ Ρώμη.  ταν, λοιπόν, συναντήθηκαν, ρώτησε Μρκος τν Αξίβιο: «π ποιά πόλη κατάγεσαι;»  Ατςπάντησε: «π τ μεγάλη πόλη τς Ρώμης, κα χω λθει δ, γι ν γίνω χριστιανός.»  πόστολος, βλέποντας τι εχε πόθο γι τν Χριστ κα τι ταν νδρας πιστς κα λόγιος, τν κατήχησε παρκς. Καί, φο τν δίδαξε τν λόγο τς ληθείας το Θεο, κατέβηκε στν πηγ κα τν βάπτισε ες τ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος.  ταν τν βάπτισε, πέθεσε τ χέρια του πάνω του κα το δωσε τ Πνεμα τ γιο.  πειτα τν χειροτόνησε πίσκοπο καί, φοτν δίδαξε πς πρέπει ν κηρύττει τ εαγγέλιο το Χριστο, τν στειλε στν πόλη τν Σολίων, δίνοντάς του τς ξς  δηγίες: «πειδ πόλη εναι γεμάτη εδωλα κα ο κάτοικοι δν δέχτηκαν κόμη τν λόγο το Θεο, λλ βρίσκονται στ σκοτάδι τς πλάνης τν εδώλων, ν κάνεις ατ πο σο λέω: Κανες ν μ μάθει γι να χρονικ διάστημα τι εσαι χριστιανός, λλ ν ποκριθες τι σπάζεσαι τ θρησκεία τους. Καί, καθς περν καιρός, ν ρχίσεις ν τος μιλς συγκεκαλυμμένα σν σ νήπια, προσφέροντάς τους γάλα, σπου ν ριμάσουν πνευματικ κα ν μπορον ν πάρουν στέρεη  τροφή.»  φο επε ατ κα περισσότερα πόστολος στν Αξίβιο, τν χαιρέτησε κα ναχώρησε ερηνικά. δΜρκος, βρίσκοντας κάποιο πλοο αγυπτιακό, νέβηκε σαττσυνοδεία του), πέπλευσαν κα φτασαν στν λεξάνδρεια.  κε κήρυττε τεαγγέλιο καδίδασκε γι τ Βασιλεία το Θεο.

9.  μακάριος Αξίβιος φυγε π τν Λιμνήτη κα κατ τν πορεία του ζητντας διαρκς δηγίες φτασε στος Σόλους. Κοντ στς πύλες τς πόλης, πρς τ δυτικά, πρχε νας νας το Δία, το ψεύτικου θεο τους, στν ποο κατοικοσε κα νας ερέας.  Καθς λοιπν περνοσε μακάριος Αξίβιος π τν τόπο κενο, τν εδε ερέας το Δία τι ταν ξένος, τν πρε στ σπίτι του, τν φιλοξένησε μ καλοσύνη κα το κανε τ τραπέζι.  Αξίβιος, λοιπόν, τ μέρα κείνη μεινε κοντά του.  Τν πόμενη μέρα ερέας τν ρώτησε: «π πο ρχεσαι κα γι ποιό λόγο λθες στ μέρη μας;»  γιος Αξίβιος το πάντησε: «Εμαι  π τ Ρώμη. πειδὴ ὅμως μο παρουσιάστηκε νάγκη ν μεταβ στν Παλαιστίνη, φθασα καθοδν στν Λιμνήτη καί, μαθαίνοντας τι διαμον στος Σόλους εναι καλ κα τσι ζητώντας δηγίες, φθασα δ κα σκοπεύω ν μείνω μετ χαρς.  λλά, ν θέλεις ν μ βοηθήσεις, φησέ με ν μείνω κοντά σου, μέχρι ν βρ τόπο, γι ν κατοικήσω.»  Ατς το επε: «Μενε, ν εσαι καλά.»        

10.  μεινε, λοιπόν, σκενο τν τόπο, ποὺ ὀνομαζόταν το Δις γι ρκετ καιρό, χωρς ν φανερώσει τι εναι χριστιανός, λλ ποκρινόταν τι σπαζόταν τ θρησκεία τους, σκεπτόμενος μέσα του: «Ἐὰν διάβολος μετασχηματίζεται σ γγελο φωτός, γι ν παρασύρει πρς τν αυτό του σους τν πιστέψουν κα ν τος μεταφέρει π τ φς στ σκοτάδι λέγοντάς τους ραα καπλαστλόγια, πως κριβς κάνουν κα ο πηρέτες του, πόσο μλλον μες χουμε ποχρέωση ν γινόμαστε μοιοι μ τος μοιοπαθες μ᾽ ἐμς νθρώπους, γι ν τος πομακρύνουμε π τν ξουσία το σκότους κα το διαβόλου κα ν τος μεταθέσουμε στ θαυμαστ φς τς πιγνώσεως το Κυρίου μν ησο Χριστο το Υο το Θεο;» Ατ σκεπτόμενος κα πράττοντας πηρέτης το Θεο Αξίβιος, μενε στν προαναφερθέντα τόπο.

11.  φο πέρασαν λίγες μέρες, μακάριος Αξίβιος λέει στν ερέα: «χω ν σο π κάτι, δελφέ.»  Ατς το παντ: «Πές μου».  Κα το λέει: «Γι ποιό λόγο λατρεύετε ς θεος πράγματα, πο εναι ξύλα κα πέτρες;  Παρόλο πο χουν στόμα, ντούτοις δν μιλον, ν κα χουν μάτια δν βλέπουν, ν κα χουν ατι δν κονε κα οτε μπορον ν σφρανθον τ θυσία πο τος προσφέρετε. Ατς μως, τν ποο ο χριστιανο λατρεύουν, εναι ληθινς Θεός, πως χω κούσει π κάποιους χριστιανούς.  Διότι, πως κούω, κάνει πολλ θαύματα.» φο τ κουσε ατ ερέας, νιωσε κατάνυξη π τ λόγια το Αξιβίου κα π κείνη τ στιγμ δν θυσίαζε στ εδωλα, λλ στ ξς δεχόταν κατήχηση π τν μακάριο Αξίβιο. Γι ρκετ χρόνο Αξίβιος νεργοσε μ τν κόλουθο τρόπο: μπαινε στν πόλη κρυφά, δίδασκε μυστικά, βγαινε πάλι κα μενε ξω π τν πόλη, στν προαναφερθέντα τόπο το Δία.           

12.  ν λοιπν Αξίβιος ζοσε σκενο τν τόπο, πόστολος Μρκος κήρυσσε στν λεξάνδρεια τ εαγγέλιο το Χριστο.  φο πίστεψαν κα βαπτίστηκαν πολλοί, Μρκος φυγε π τν πόλη σ ναζήτηση το ποστόλου Παύλου.  ταν τν βρκε, ποκλίθηκε μπροστά του κα Παλος τν δέχτηκε μ πολ μεγάλη χαρά.  Τότε Μρκος διηγήθηκε στν Παλο μ λεπτομέρειες τ σχετικ μ τν Βαρνάβα κα μ ποιό τρόπο λοκλήρωσε τν καλ δρόμο, μαρτυρώντας στ Σαλαμίνα.  Τ γεγονός, τι Παλος δέχτηκε μ χαρ τν Μρκο, τ μαρτυρε διος, γράφοντας τ ξς στν πρς Κολοσσαες πιστολή του: «Σς στέλλει χαιρετισμος Μρκος, νεψις το Βαρνάβα.» κόμα στν πρς Τιμόθεον πιστολή του ναφέρει: «Πρε τν Μρκο κα φέρε τον μαζί σου, γιατί μοεναι χρήσιμος σὲ ὑπηρεσία.» Μρκος μεινε, λοιπόν, μ τν Παλο ς τν θάνατο το τελευταίου. 

13.  ταν Παλος πληροφορήθηκε, τι Βαρνάβας κοιμήθηκε κα ταν συνειδητοποίησε τι δν πάρχει κανένας πόστολος στν Κύπρο, γι ν διδάσκει κα ν εαγγελίζεται τν Χριστό, στειλε τν παφρ, τν Τυχικ κα κάποιους λλους στν Κύπρο, στν ρχιεπίσκοπο το νησιο, τν ρακλείδη, στν ποο γραψε ν τοποθετήσει τν παφρ πίσκοπο στν Πάφο, τν Τυχικ στ Νεάπολη κα τν καθένα π τος λλους σ διάφορες πόλεις.  «Πήγαινε κα στν πόλη τν Σολίων», τοῦ ἔγραφε πίσης, «κα ναζήτησε κε να Ρωμαο νδρα, πο νομάζεται Αξίβιος.  Ατν ν καταστήσεις πίσκοπο τν Σόλων, λλά, πρόσεξε, ν μν πιθέσεις πάνω του τ χέρια σου προκειμένου ν τν χειροτονήσεις, γιατ χει δη ξιωθε τς ερωσύνης, καθς χειροτονήθηκε π τν Μρκο.»

14.  ταν μακάριος ρακλείδης παρέλαβε τν πιστολή, πο το στειλαν ο πόστολοι κα τ διάβασε, μέσως χωρς καμμία καθυστέρηση κανε σα το ποδεικνύονταν.  Κατέβηκε, λοιπόν, στν πόλη τν Σόλων, ναζήτησε τν μακάριο Αξίβιο κα το επαν σ ποιό τόπο μένει.  Βγαίνοντας τότε π τν πόλη, πγε στν τόπο τν καλούμενο το Δις κα τν βρκε κε.  φο σπάστηκε νας τν λλο, μακάριος ρακλείδης, παίρνοντας πρτος τν λόγο, το λέει: «Αξίβιε, παιδί μου, κοντά σου μ χουν στείλει ο πόστολοι το Χριστο.  Μέχρι πότε θ κρύβεσαι σατ τν τόπο κα δν θ μφανίζεσαι;  Μέχρι πότε θ κρύβεις τ λυχνάρι κάτω π τν μόδιο κα δν τ τοποθετες πιτέλους πάνω στν λυχνοστάτη το σταυρο, γι ν φωτίσει λους τος νθρώπους ατς τς πόλης;   λα, λοιπόν, ν φωτίσεις σους βρίσκονται στ σκοτάδι τς πλάνης τν εδώλων.  λα, ν γίνεις κήρυκας τς λήθειας.  Μέχρι πότε θ κρύβεις τ τάλαντο, πο λαβες π τν Κύριό σου; Κέρδησε πταπλάσια π ατό, πο λαβες. γωνίσου κι σύ, γινὰ ἀξιωθες νὰ ἀκούσεις (πτν Κύριο): Εγε, καλ κα μπιστε δολε! ποδείχτηκες ξιόπιστος στλίγα χαρίσματα ποσοῦ ἔδωσα, γιατ θ σο δώσω πολλά.  Δέν κουσες ατό, πο λέει γία Γραφή, τι, σοι σπέρνουν μ δάκρυα, θ χαίρονται στν θερισμό;  Σπερε, λοιπόν, στν τωρινκακοχειμωνιά, γι ν θερίσεις μ χαρ κα ερήνη. Μ φοβηθες ατούς, πο σκοτώνουν τ σμα, λλά, ντίθετα, ατόν, πο μπορε ν τιμωρήσει καψυχ κα σμα στν κόλαση.  Γιατ ατς επε: ‘‘Σς στέλλω σν πρόβατα νάμεσα  στος λύκους’’. λλο πάλιν λέει: ‘‘κόμα κι ταν σς σύρουν στ δικαστήρια νώπιον ρχόντων κα βασιλιάδων, μν γωνιτε γι τ τί θ πετε πς θ τ πετε.  Γιατ τ γιο Πνεμα θ σς φωτίσει τί θ πρέπει νπετε’’φο επε ατ γιος ρακλείδης, πρε τν σιο πατέρα Αξίβιο κα μπκαν στν πόλη. Καί,  φο προσευχήθηκε, χάραξε στ γ να σχεδιάγραμμα κκλησίας, μικρς μν στ μέγεθος, λλ μεγάλης μτ χάρη το Χριστο. φο λοιπν το δίδαξε λο τν κκλησιαστικ κανόνα, πως τν εχε διδαχτε κι ατς π τος ποστόλους, τν μπιστεύτηκε στν Κύριο. Κι φοτν σπάστηκε, πρε τν δρόμο γι τν πόλη του.        

15.  γιος Αξίβιος μέσως, χωρς καμμία καθυστέρηση, ρχισε ν οκοδομε τν κκλησία.  ταν τν τέλειωσε, μπαίνοντας μέσα κα πέφτοντας μπρούμυτα στ δάπεδο,  ρχισε ν βο κα ν λέει μ δάκρυα: «Δέσποτα Θε παντοκράτορα, σύ, πο δημιούργησες τν ορανκα τ γ, τ θάλασσα κα λα σα πάρχουν σατά, σύ, πο πλασες τν νθρωπο παίρνοντας χμα τς γς κα πο τν τίμησες, δίνοντάς του την εκόνα Σου κα πού, ταν πατήθηκε κα νεκρώθηκε π τν φθόνο το διαβόλου, δν τν γκατέλειψες ποτέ, γαθέ, λλ πέστειλες σ᾽ ἐμς τν Υό σου τν μονογεν, γι ν σώσει τ γένος τν νθρώπων.  Κα σύ, Κύριε ησο Χριστέ, πού, δι το Τιμίου σου Σταυρο νίκησες τς ρχς κα τς ξουσίες το διαβόλου, πο δωσες δύναμη ξ ψους στος γίους σου ποστόλους, κα τος δωσες ξουσία ν πατον πάνω σ φίδια κα σκορπιος κα ν κυριαρχον πάνω σ λη τ δύναμη το χθρο, δυνάμωσε κα μένα τν δολο σου, κα δσε μου πολ θάρρος, ν κηρύττω φοβα τν λόγο σου.  μφύτευσε, Δέσποτα, στν καρδι ατο το λαο σου τν θεο φόβο σου.  Φώτισέ τους μ τ χάρη Σου, στε, φο ποδεσμευτον π τν πλάνη το διαβόλου, νγνωρίσουν σένα τν μόνο ληθιν Θεό, καθς κι κενον, πο στειλες στν κόσμο, τν ησο Χριστό.  Στελε, Δέσποτα, τ γιο σου Πνεμα, ν κατοικήσει στν γιο τοτο οκο, πο οκοδομήθηκε στ νομά σου τ γιο.  Κράτησε ατ τν οκο στερε στν πίστη σου μέχρι τ συντέλεια το κόσμου.  Διότι, σ επες Κύριε: Πάνω σατ τν πέτρα θ οκοδομήσω τν κκλησία μου κα δν θ τν κατανικήσουν ο δυνάμεις το δη.  Φέρε, Κύριε, τν ποίμνη σου, πο πλανήθηκε, πίσω στν γία σου ατμάνδρα, σ καλς ποιμένας, ποος θυσίασες τ ζωή σου γι χάρη τν προβάτων σου.  πλωσε τν παντοδύναμή σου δεξιά, τν βραχίονά σου τν δυνατό κα φοβερ κα όρατο, κα μ τράβδο το τιμίου σου σταυρο δίωξε τν αμοβόρο λύκο π τν γέλη σου, Δέσποτα.  σους χουν πλανηθε συγκέντρωσέ τους, γι ν γίνει μία ποίμνη, νας ποιμένας. δοποίησε δκαγιμένα τν δρόμο τοεαγγελικοκηρύγματος μ τν εσπλαχνία σου, μτν  πλώνω τ χέρι μου καν νεργονται σημεα καθαύματα, στ νομα το μονογενος σου Υο, ησο Χριστο το Κυρίου μν, μτν ποο, μαζμτὸ Ἅγιο καὶ ἀθάνατό σου Πνεμα, σοῦ ἁρμόζει δόξα, τιμκακράτος, τώρα, καπάντοτε, καστος αἰῶνες τν αώνων· μήν.» 

16.  ταν τελείωσε τν προσευχή του καὶ ἀφοσηκώθηκε π τ δάπεδο, πγε σ δημόσιο χρο τς πόλης κα ρχισε ν διδάσκει γι τ Βασιλεία το Θεο.  Γύρω του τότε συγκεντρώθηκε πολς κόσμος, καί, παίρνοντας τν λόγο μακάριος Αξίβιος, τος δίδασκε μ τ ξς: «νδρες, δελφο κα πατέρες, κοστε με κα πιστέψετε στν Κύριό μας ησο Χριστό, τν ποο σς κηρύττω.  Διότι ατς σώζει λους σοι πιστεύουν σατόν.  Λάβετε φς γνώσεως Θεο. Σηκστε ψηλ τ μάτια τς ψυχς σας.  γκαταλεψτε τν τρόπο ζως, πο κληρονομήσατε π τος προγόνους σας, κα γνωρίστε τν ληθιν Θεό, τν δημιουργ τν πάντων, ατόν, πο μπορε ν σώσει τς ψυχές σας.»  Ατ διδάσκοντας κα κηρύσσοντας δημόσια, πεισε πολλος μ τν καλή του διδασκαλία, ν γκαταλείψουν τ μάταια πλάνη τν εδώλων κα ν πιστέψουν στν Κύριο μν ησο Χριστό. Το δόθηκε μάλιστα χάρη π τν Θεό, ν θεραπεύει τος σθενες κα ν διώχνει δαιμόνια.  μέρα μ τν μέρα λοιπν αξανόταν   κόσμος, πο πίστευε στν Κύριο, κα βαπτίζονταν στ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος, ξομολογούμενοι τς μαρτίες τους.  σοι μάλιστα εχαν ρρώστους, τος φερναν στν μακάριο Αξίβιο κι κενος κουμποσε τ χέρια του πάνω τους κα τος θεράπευε στ νομα το ησο Χριστο το Κυρίου μας.  ταν τ μαθαν ατ ο νθρωποι τν περιχώρων, πήγαιναν στν πόλη, παίρνοντας μαζτος σθενες τους, κα τος θεράπευε λους μ τν πίκληση τς χράντου κα ζωοποιο Τριάδος.  Ατοί, στ συνέχεια, πίστευαν κα βαπτίζονταν.     

17. ταν τότε κάποιος νδρας π τχωριό, ποὺ ἐκαλετο Σολοποτάμιο, μ τ νομα Αξίβιος. Ατός, πειδ κουσε γι τν μακάριο Αξίβιο, γι τ διδασκαλία κα τν ρετή του, πγε σατόν, πρόσπεσε στ πόδια του κα τν παρακαλοσε λέγοντας: «Πάτερ, δσε μου τ σφραγίδα το Χριστο  δτίμιος καὶ ὅσιος ρχιερέας τοΧριστοΑξίβιος, ντλώντας χωρία π τς θεες Γραφές, τν δίδαξε γι τν Πατέρα, τν Υἱὸ κα τ γιο Πνεμα κα τν βάπτισε στ νομα τς γίας καμοουσίου Τριάδος.  κτοτε, Αξίβιος π τ Σολοποταμία μεινε μαζ μ τν σιο πατέρα Αξίβιο λο τν χρόνο τς ζως του κα διδασκόταν π ατόν.  γινε δκι ατς θαυμαστς νδρας, προκόπτοντας στ σοφία κα τ χάρη το Θεο, κολουθώντας τ χνη το καλο διδασκάλου, πορευόμενος μ τν φόβο τοΘεοκα μιμούμενος τν διδάσκαλό του σ λα.

18.  Μι μέρα Αξίβιος, μαθητς το γίου Αξιβίου, βγκε ξω π τν πόλη πρς τ νατολικά, κατευθυνόμενος γιτν τόπο, τν καλούμενο «το Ταρίχου», πρς ναψυχή.  Καί, πηγαίνοντας κοντ σνα δέντρο, κάθισε στ σκιά του, καί, ξαπλώνοντας, κοιμήθηκε.  Ξαφνικ πλθος μυρμήγκια σχημάτισαν κύκλο γύρω πτν κεφαλή του, σν ν τν στεφάνωναν. ρχόμενος λοιπν μακάριος Αξίβιος κα βλέποντας τοτο, θαύμασε.  Κα κράτησε μέσα στν καρδιά του λα ατά, πο εδε.  Γιατ τ μυρμήγκια σημαίνουν τ διέγερση το κνηρο νο πρς τν πιθυμία γαθν ργων, πως λέει Σολομών: «Πήγαινε, τεμπέλη, στ μυρμήγκι, κα μιμήσου τς πράξεις του.» Κι κενο τ στεφάνι προμήνυε τν ξία τς ερωσύνης. Γιατ μαθητς πρόκειτο ν καθίσει στν θρόνο το καλο διδασκάλου κα ποιμένα.  Καί, φο ξύπνησε τν μαθητή, μπκε στν κκλησία. Κι μαθητς πάκουε σ λα στν διδάσκαλό του κα τν πηρετοσε πως καλς δολος τν κύριό του.

19.  μακάριος Αξίβιος δν σταματοσε ν προσεύχεται στν Θε μέρα κα νύχτα γι τ σωτηρία κα τ μετάνοια το λαο κα δίδασκε διαλείπτως.  τσι, ποίμνη το Χριστο προόδευε κα αξανόταν μέρα μ τ μέρα, ν ποίμνη το χθρο μέρα μ τ μέρα λαττωνόταν.

20.  ταν τ πληροφορήθηκε ατ Θεμισταγόρας, δελφς το μακαρίου Αξιβίου, πγε στος Σόλους μαζ μ τ γυναίκα του, τ μακαρία Τιμώ.  ταν δκα ατ θαυμαστ κα νάρετη.  φο νέβηκαν στν κκλησία, σπάστηκαν τν Αξίβιο κα χάρηκαν πολύ, πο τν συνάντησαν.  Παρέμειναν λοιπν στ πισκοπεο κα διδάσκονταν π τν μακάριο Αξίβιο, ποος κα τος βάπτισε κατόπιν στ νομα το Πατρς κα το Υο κα το γίου Πνεύματος. Χειροτόνησε δδιάκονο τς γίας κκλησίας τν μακάριο Θεμισταγόρα, καθς κα τ γυναίκα του διακόνισσα.  Διότι, π τ στιγμή, πο λαβαν τ γιο βάπτισμα, χώρισαν κ συμφώνου μεταξύ τους πτσαρκικμείξη χάρη τς Βασιλείας τν ορανν, κα στ ξς ζοσαν σν δέλφια, φτάνοντας κα ο δύο στν πάθεια.

21. φοπλέον πιφοίτησε χάρη το Θεο στν πόλη τν Σολίων κα σχεδν λοι πίστεψαν στν Κύριό μας ησο Χριστό, δι μέσoυ τς διδασκαλίας το σίου πατέρα μας κα ρχιεπισκόπου Αξιβίου κα τσυνέργεια το γίου Πνεύματος, γιος Αξίβιος συνειδητοποίησε τι κκλησία ταν πιμικρ γι τος πιστούς. Σκέφτηκε τότε ν οκοδομήσει μεγαλύτερη κκλησία στ νομα το Θεο καί, γονατίζοντας, προσευχήθηκε ν τν βοηθήσει Θεός. Κι φοσηκώθηκε, κανε εχ  κα χάραξε τ σχεδιάγραμμα τς γίας κκλησίας. Μ τν ελογία λοιπν κα τ βοήθεια το Θεο νήγειρε ατ τν μεγάλο κα θαυμαστ ναό, ατ τν γία καθολικ κα ποστολικ κκλησία, στολίζοντάς την μ κάθε στολίδι, σν νύμφη ΧριστοτοΘεομας.

22.  Τ καλς ποιμένας κα διδάσκαλος, πο ποίμανε καλ τ ποίμνιο το Χριστο!  Τ φωτεινς φωστήρας, πο φώτισε ατος πο κατοικοσαν στ σκοτάδι τς πλάνης τν εδώλων!  Τ μπειρος γιατρός, πο γιάτρεψε μ τν πίκληση τς γίας Τριάδος σους πληγώθηκαν π τν διάβολο!  Διότι δν γιάτρευε μόνο τ σωματικ πάθη, λλ γιάτρευε μ τ γιο Πνεμα κα τ κρυφ τραύματα τς ψυχς, διορθώνοντας τος μαρτωλος λογισμος κα καθετί, πο ρθώνεται μ λαζονεία ναντίον τς γνώσης του Θεο, μιμούμενος τν Παλο, ποος γι τος πάντες γινε τ πάντα, τσι στε ν τος σώσει λους, ντικρίζοντας τν θάνατο κάθε μέρα γι χάρη το Χριστο, πο πέθανε κα ναστήθηκε γιατόν. μακάριος ατς νθρωπος σκησε τν παρθενία, σταματώντας τν δρόμο το λιου (νακόπτοντας δηλ. τσυνηθισμένη πορεία τς νθρώπινης ζως). Τν παρθενικζωή του νίσχυσε μ προσευχ κα  νηστεία, νδυναμωμένος π τν πίστη κα καθοδηγούμενος π τν λπίδα, κα τν  τελειοποίησε μτν γάπη. Ατν παρθενία) γάπησε Αξίβιος, τν τίμησε κα π ατ τιμήθηκε κα τρύγησε τος καρπος τν κόπων του κα στν πίγεια ζωή. πειδ τίμησε τν ερωσύνη, το δόθηκε π τν Θε ψηλς ατς θρόνος (τς πισκοπς τν Σόλων). Φόρεσε χιτώνα, πο φτανε ς τ πόδια του, πως δολος. κεφαλή του στολίσθηκε μ τ στεφάνι τς επρεπείας.  Θες το μπιστεύτηκε τν κκλησία, ς νύμφη παρθένο, κα τσι γίνεται νυμφίος της κατ χάριν.  σπειρε στν γρ το γίου Πνεύματος, κα γιατ θερίζει ς καρπτο Πνεύματος τν αώνια ζωή.   

23.  Ποιός λοιπν δν θ θαυμάσει, γαπητοί, κα δν θ παινέσει τν γενναο θλητ το Χριστο, πς μόνος πυγμάχησε κα νίκησε τν χθρ κα ρπαξε π τ χέρια του μεγάλο τρόπαιο;  Γιατ χθρς τος εχε λους πόδουλους.  Διότι, ταν γιος μπκε στν πόλη, δν πρχε κανένας χριστιανς κα τος κανε λους χριστιανος μ τ χάρη το Θεο.  πως νας στρατηγός, σταλμένος π τν βασιλι νάντια σ πόλη πο χει ξεγερθε, πρτα στέλλει κατασκόπους, μετ νεδρεύει ξω π τν πόλη, παρατηρώντας τ χαρακτηριστικά της, μέχρι ν τν κατακτήσει κα ν τν ποτάξει στν βασιλιά, τσι κανε κα μακάριος Αξίβιος. Γιατί, ταν στάλθηκε π τν πουράνιο βασιλι σατ τν πόλη, γι ν πολεμήσει τν χθρό, στν ρχ δν μπαινε φανερ στν πόλη, λλ μπαινε ς κατάσκοπος, φορώντας τ διο νδυμα μ τος λλόθρησκους, χοντας μως μέσα στ φαρέτρα τς καρδις κρυμμένο τ πλο το σταυρο καί, περιερχόμενος τος χώρους λατρείας τους, μέσως πειτα ναχωροσε π τν πόλη. Ατ τ κανε γι ρκετ χρόνο.  Κατ πι θαυμαστ ταν τι, ν διέμενε στν να το χθρο, δηλαδ το Δία, π κε κριβς κανε τν ρχ τς νίκης του.  Γιατ πράγματι κατήχησε τν ερέα το Δία κα τν βάπτισε κρυφ κα κατέστρεψε τν να τν εδώλων.  πειτα, μ παρρησία πλέον, μπαίνοντας στν πόλη σν γενναος στρατιώτης, σήκωσε τ χέρια στν ορανό, ναδεικνύοντας τν αυτό του τύπο το Τιμίου Σταυρο, πως κανε μέγας Μωυσς, καί,   κατατρόπωσε πτμιτν νοητ μαλήκ, δηλαδ τν διάβολο, λευθέρωσε δκα πολύτρωσε ατούς, πο ταν κάτω π τν ξουσία του, δηγώντας τους π τ σκοτάδι στ θαυμαστ φς τς  βαθεις γνώσης  το Υο του Θεο κα τος πέταξε στν πουράνιο βασιλιά.   

24.  φολοιπν κατόρθωσε τ πάντα μ καλ τρόπο κι γινε κήρυκας τς λήθειας κα τίμησε τν ερωσύνη γιπενήντα περίπου χρόνια, κι φο φώτισε πολλος μ τν πίστη στν Χριστό, φθασε κοντ στ τέλος τς ζως του.  φο τότε προσκάλεσε λο τν τίμιο του κλρο, τος επε: «Πατέρες κα δελφο κα παιδιά μου γαπημένα, προσέξτε ατά, πο τώρα θ σς π.  γ τώρα πιπαίρνω τν δρόμο τν πατέρων μου (πρόκειται νὰ ἀποθάνω), πως λοι πο ζησαν πάνω στγ.  Προσέχετε τν αυτό σας, παιδιά μου. Μείνετε στέρεοι στν πίστη.  Μν φήσετε κανένα ν σς ξαπατήσει μ κούφια λόγια.  σες ο διοι γνωρίζετε, πόσες θλίψεις πέμεινα στν πόλη ατή, προσευχόμενος στν Θε νύχτα κα μέρα ν μο δώσει χάρη στν λόγο, στε φοβα καμσαφήνεια ν διακηρύττω τ μυστήριο τς σωτηρίας, πο προσφέρει Χριστός. Καὶ ὁ ψευδς Θες δν μ γνόησε, λλ μ βοήθησε.  Τώρα, δελφοί, σς μπιστεύομαι στν Κύριο κα στ κήρυγμα πο σς ποκάλυψε χάρη Του.  Ατς μπορε ν σς κάνει ριμους στν πίστη κα ν σς δώσει τν πουράνια ζω μαζ μ λους κείνους πο χουν γίνει δικοί Του. Ν εστε σταθερο κα ν μείνετε πιστο στς διδασκαλίες, τς ποες παραλάβατε π μένα. Κι ατόν, ποδιάλεξε Θες γι ερέα, π σς προλθε κα μαζί σας μένει, γι ν σς πηρετε  φο επε ατ κα περισσότερα π ατά, πρε κοντά του τν θεοτίμητο μαθητή του Αξίβιο, τν σπάστηκε κα επε: «σένα διάλεξε Θες γι ερέα (πίσκοπο)· σ θ εσαι ποιμένας τς ποίμνης του Χριστο, πο τν κανε δική Του μ τ αμα Του.» πειτα τος σπάστηκε να πρς να.  Τν τρίτη μέρα κούστηκε σ λη τν πόλη, τι « πατρ μν Αξίβιος πρόκειται ν γκαταλείψει τν νθρώπινο βίο», κα συγκεντρώθηκαν λοι μ κλάματα κα δυρμος στν κκλησία.  φο λοιπν τος σπάστηκε λους, παρέδωσε τ πνεμα ν ερήν στν Κύριο.

25. φολοιπν τέλεσαν τν κηδεία του μ κάθε πιμέλεια,λαβαν τ λείψανο τοσίου κα  παμμακάριστου πατρς μν κα ρχιερέως Αξιβίου ντρες ελαβες κα τ τοποθέτησαν στ λάρνακα, τν ποία εχε τοιμάσει διος μακάριος γι τν αυτό του κα ξω π τν ποία εχε γράψει τ ξς: «Σς ξορκίζω στ γιο σμα κα αμα το ησο Χριστο: κανες ν μν ξεσκεπάσει τ λάρνακα ατή, μέχρις του κοιμηθε δελφός μου Θεμισταγόρας.» Μετ τν κατάθεση λοιπν το λειψάνου το σίου πατρς στ λάρνακα, χάρη το Θεο πιφοίτησε μέσως στ για λείψανά του κα νέβλυσαν πηγςάσεων.  Πολλο πράγματι θεραπεύτηκαν κείνη τν μέρα π ποικίλες ρρώστειες κα π κάθαρτα πνεύματα.      

26.  ταν κουσαν καοκάτοικοι τν περιχώρων, νδρες καγυνακες, γιτδωρετν θεραπειν, πογίνονταν  πτλείψανα τοῦ ὁσίου πατρς μν, ρχονταν στν πόλη χωρς καθυστέρηση, κεῖ ὅπου βρισκόταν τὸ ἅγιο λείψανο τοῦ ὁσίου πατρός, καὶ ὅλοι θεραπεύονταν μτχάρη τοΘεοκατοῦ ἁγίου.  κουσαν καοἱ ἄνδρες κάτοικοι τς Πάφου,τι γίνονται πολλς θεραπεες διτοῦ ἁγίου παμμάκαρος πατρς μν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αξιβίου. Μαζεύτηκαν λοιπν σαράντα νδρες, ποτος βασάνιζαν πονηρπνεύματα καί, ξεκιννταςπτν Πάφο, ρχισαν νβαδίζουν πρς τν πόλη τν Σολίων. Κι ταν εχαν φθάσει σκάποιο τόπο, ποὺ ἀπεχε περτδεκαπέντε ρωμαϊκμίλια πτν πόλη, τος μφανίστηκε ὁ ἅγιος Αξίβιος καί, κδιώκοντας πατος τπονηρπνεύματα, τος γιάτρεψελους μτχάρη, ποτοῦ ἔδωσε Θεός. Οἱ ἄνδρες ατοί, ταν ασθάνθηκαν τθεραπεία τους, τι δηλαδεχαν καθαρισθεῖ ἀπτὰ ἀκάθαρτα πνεύματα μτν πισκίαση τοΑξιβίου, πγαν τρέχοντας στος Σόλους καδιηγήθηκαν λα σα τος συνέβησαν στν δρόμο.  λοι, σοι τ  κουσαν ατά, δόξασαν τν Θεό, ποὺ ἔδωσε τέτοια χάρη στν δολο του. φολοιπν φθασαν οἱ ἄνδρες πογιατρεύτηκαν στν τόπο,που βρίσκεται τλείψανο τοῦ ὁσίου πατρς καί,φογονάτισαν μπροστστσορκα προσκύνησαν,νέπεμψαν εχαριστήριους μνους στν Θεό, ποδόξασε τν πηρέτη του.  Στσυνέχεια ναχώρησαν μερήνη γιτν πόλη τους.  ξαιτίας ατοτογεγονότος, οΠάφιοι τιμον τν γία μνήμη τοῦ ὁσίου πατρς μέχρι σήμερα.   

27.  Βλέποντας μακάριος Θεμισταγόρας τθαύματα, πογίνονταν στν τόπο που βρίσκεται τλείψανο τοῦ ἁγίου πατρς μν καὶ ἀρχιεπισκόπου Αξιβίου καὶ ὅτι νάβλυζε σταμάτητα (άσεις) ἡ ἁγία του λάρνακα σν στείρευτη πηγή, θεώρησε τν αυτό του νάξιο ντοποθετηθεμαζμτν μακάριο Αξίβιο στλάρνακα καγιατὸ ἐξόρκισε τος κληρικος τς γίας κκλησίας, λέγοντας:  «Μεττν θάνατό μου, κανες νμν τολμήσει νὰ ἀνοίξει  τλάρνακα τοῦ ὁσίου πατρς μν Αξιβίου γιχάρη μου.»  ξαιτίας ατομέχρι σήμερα μεινε ς εχε ἡ ἁγία λάρνακα, χωρς ντν νοίξουν, λλσφραγισμένη μτσημεο τοΧριστο, ποδόξασε τν Αξίβιο.

28.  Τμακαρία λάρνακα, στν ποία βρίσκεται θησαυρς σύλητος καὶ ἀπτν ποία ναβλύζουν συνεχς θεραπεες!  Ὤ ἁγία λάρνακα, ποὺ ἑλκύεις πιστλαπρς τιμκαδόξα Θεοκαες μνήμην τοτιμίου λειψάνου, ποβρίσκεται ντός σου καες δόξαν Θεο, ποτν τίμησε!  Τπατέρας καποιμένας, διδάσκαλος καὶ ἰατρς τοΧριστο, πομνημονεύεται μὲ ἐγκώμια ες τν αἰῶνα! πόλη τν Σολίων, ποιό προστάτη καθησαυρὸ ἀδαπάνητοχεις, σβεστο φωστρα,  πιλαμπρὸ ἀπτν λιο! Γιατὶ ὁ ἥλιος συχνκαλύπτεται πνέφη κασκοτάδι, ν  ὁ ἀστέρας τομακαρίου Αξιβίου χει λάμψη συνεχκανύχτα καὶ ἡμέρα, ποφωτίζει ατος ποβρίσκονται στσκοτάδι, λαμπρύνει κάθε πόλη καθεραπεύει τος σθενες διτοῦ ἸησοΧριστο, ποδοξάζει τος σίους του.  λλ᾽ ἐγμέχρι ποιο σημείου καμποιτρόπο νὰ ἐγκωμιάσω τν γιο;  Γιατί,σα κιν π, δν θμπορέσω νὰ ἀνυμνήσω πάξια τν σιο πατέρα.  Σαττσημεο, λοιπόν, ς σταματήσουμε τν λόγο, δοξάζοντας τν Πατέρα κατν Υἱὸ κατὸ Ἅγιο Πνεμα, τν Θεό, στν ποο νήκει δόξα κατκράτος ες τος αἰῶνας τν αώνων. μήν.

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου: Ο Άγιος Αυξίβιος Α΄ Επίσκοπος Σόλων (17/9 και 17/2)

Ο Άγιος Αυξίβιος Α΄ Επίσκοπος Σόλων

Αυξίβιος ο πρώτος Επίσκοπος Σόλων και φωτιστής της θεοσώστου επαρχίας Μόρφου, πατρίδα του είχε τη μεγαλούπολη της Ρώμης. Οι γονείς αυτού ήσαν πλούσιοι στα υλικά αγαθά ειδωλολάτρες όμως στη θρησκεία. Ο άγιος είχε αδελφό και τ’ όνομα αυτού Θεμισταγόρας.

Ο μακάριος Αυξίβιος ήταν ωραίος στην όψη, πράος στο πνεύμα και σώφρονας στον λογισμό. Όταν, λοιπόν, έφτασε σ’ έννομο ηλικία, ηθέλησαν οι γονείς του να τον συζεύξουν με γυναίκα. Ο νέος στην ηλικία και γέροντας στο φρόνημα Αυξίβιος έχοντας νουν ένθεο και τέλειο λογισμό, στον έρωτα της σαρκός απαντούσε με έρωτα θείο. ΄Ηκουεν περί του Χριστού και πόθον είχε μεγάλο να γενεί χριστιανός.

Βλέποντας, λοιπόν, την προαίρεση των γονέων του, να τον δεσμεύσουν με τα δεσμά του γάμου, τον έκαναν ν’ αναχωρήσει από τη Ρώμη για τα μέρη της Ανατολής. Διέπλευσε τη Ρόδο, το πέλαγος της Παμφυλίας και έφθασε στην Κύπρο, στην κώμη του Λιμνίτη. Το χωρίον αυτό ευρίσκεται παρά την θάλασσα, απέχει δε από την πόλη των Σόλων τέσσερα σημεία (στάδια).

Εκείνον τον καιρό ήταν η εποχή που ο Απόστολος του Χριστού Βαρνάβας ήλθε στην πατρίδα του την Κύπρο μαζί με τον ανιψιό του Μάρκο κατά τη δεύτερη του περιοδεία, αφού χωρίστηκε από τον Παύλο. Περιερχόμενοι όλη την Κύπρο, ήλθαν στη Σαλαμίνα όπου βρήκαν τον Ηρακλείδιο, τον Αρχιεπίσκοπο της νήσου. Ο Βαρνάβας τέλεσε τον καλό δρόμο της πίστεως και εδέχθη τον στέφανο του μαρτυρίου στην Κωνσταντία. Οι Ιουδαίοι όμως αναζητούσαν και τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Αφού κατεδίωξαν αυτόν μέχρι τη Λήδρα – τη σημερινή Λευκωσία – εκρύβη ο Ευαγγελιστής του Χριστού για τρεις μέρες σ’ ένα σπήλαιο. Ήταν μαζί του οι Απόστολοι Τίμων και Ρόδων. Διέβησαν τα βουνά του Χιονώδους όρους – του Τροόδους – και έφτασαν στην παραθαλάσσια κώμη του Λιμνίτη, όπου συνάντησαν εκεί τον μακάριο Αυξίβιο. Τους αποκάλυψε ο άγιος μας ότι πόθον έχει να γίνει χριστιανός.

Ο Μάρκος βλέποντας ότι ο Αυξίβιος είναι άντρας πλήρης πίστεως και λόγιος, αφού τον κατήχησε, τον βάφτισε στην πηγή του τόπου εκείνου και τον χειροτόνησε Επίσκοπο Σόλων. Τον δίδαξε δε πώς να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην πόλη των Σόλων: «Επειδή η πόλις είναι γεμάτη από το σκότος των ειδώλων, δεν θα δεχθεί αμέσως το φως του Χριστού. Μην φανερώσεις στην αρχή ότι είσαι χριστιανός, αλλά να υποκριθείς τη θρησκεία των ειδώλων, διαλεγόμενος μαζί τους σαν να είναι νήπια γαλακτοτροφούμενα. Όταν γίνουν τέλειοι, τότε να μετάσχουν και της στερεάς τροφής της πίστεως». Και ο μεν Ευαγγελιστής Μάρκος απέπλευσε για την Αλεξάνδρεια, ο δε Αυξίβιος ανεχώρησε για την πόλη των Σόλων.Ο σοφός Αυξίβιος όταν έφτασε στους Σόλους, επέλεξε ως τόπο κατοικίας του την έξω της πόλεως περιοχή του Διός. Εφιλοξενείτο στον οίκου τού ιερέως των ειδώλων, υποκρινόμενος τη θρησκεία εκείνου. Πέρασε ικανός χρόνος και με την προσευχή του και τη διάκρισή του, εκατανύχθη ο ιερέας των ειδώλων και εφωτίσθη πρώτος την αλήθεια του Χριστού. Με τούτον τον τρόπο συνέχισε αρκετό χρόνο και σε άλλους κατοίκους της πόλεως, έως έφτασε ο αρχιεπίσκοπος της νήσου Ηρακλείδιος.Εκείνες τις μέρες περιήρχετο ολόκληρη τη νήσο ο αγιότατος Αρχιεπίσκοπος αυτής Ηρακλείδιος και εγκαθιστούσε επισκόπους στις πόλεις κατόπιν γραπτής εντολής του Αποστόλου των εθνών Παύλου. Το μεν Επαφρά στην Πάφο, τον δε Τυχικόν στη Νεάπολη – Λεμεσό. Εις τους Σόλους δεν έπρεπε να χειροτονήσει τον Αυξίβιο, γιατί αυτός κατηξιώθη της αρχιεροσύνης από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Μάρκο. Ο άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο και Ευαγγελιστή ΜάρκοΟ άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο να εισέλθει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Εκεί ο Ηρακλείδιος «διεχάραξεν τύπον εκκλησίας επί της γης». Μικρά στο μέγεθος, μεγάλη όμως σε χάριν του Χριστού. Αφού τον δίδαξε κάθε εκκλησιαστικό κανόνα, όπως αυτός διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάσθηκε «εν φιλήματι αγίω» και επορεύθη στη δική του πόλη.

Ο Άγιος Αυξίβιος ευθέως, χωρίς ν’ αμελήσει, άρχισε την οικοδομή της εκκλησίας. Μετά την τελείωση αυτής εισήλθε και έρριψε τον εαυτό του εις το έδαφος και άρχισε να βοά στον Χριστό μετά δακρύων: «Δέσποτα Θεέ Παντοκράτωρ, δυνάμωσον και εμέ τον σον οικέτην και δος μοι μετά παρρησίας αφόβως κηρύξαι τον σον λόγον. Έμβαλε, Δέσποτα, εις την καρδίαν του λαού τούτου τον φόβον σου, φώτισον αυτούς τη ση χάριτι, όπως επιστρέψαντες εκ της πλάνης του διαβόλου επιγνώσουσιν δε τον μόνον αληθινόν Θεόν. Και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν…Τελείωσεν την προσευχή του και επορεύθη σε δημόσιον τόπον της πόλεως και άρχισε να διδάσκει την καλήν αυτού διδασκαλία. Εδόθη δε σ’ αυτόν η χάρις της ιάσεως των ασθενών και εξεδίωκεν τ’ ακάθαρτα πνεύματα. Όσοι δε είχον αρρώστους, τους έφερον προς αυτόν και τους εθεράπευε με τη δύναμη του ονόματος του Χριστού. Εξήλθε η αγία φήμη του εις τα περίχωρα των Σόλων και μετέφερον τους ασθενείς των χωρίων εις την πόλη και, αφού τους εθεράπευε τας νόσους, επίστευαν και τους εβάπτιζε εις τ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.

Ένας τέτοιος αγαθός άνθρωπος από το χωριόν Σολοποτάμιον, που ονομάζετο και αυτός Αυξίβιος, ήλθε και έρριψε τον εαυτό του στα πόδια του Αγίου Ιεράρχου, ζητώντας του τη σφραγίδα του Χριστού. Εβαπτίσθη, εφωτίσθη και έμεινε για πάντα στον Επίσκοπο του, προκόπτοντας σε σοφία και χάρη, μιμούμενος κατά πάντα τον διδάσκαλό του. Αργότερα, η κατά Θεόν προκοπή του νεότερου Αυξιβίου, φανερώθηκε στον μεγάλο ιεράρχη με τούτο το σημείο. Ενώ ύπνωσε στο ύπαιθρο ο νεότερος να ξεκουρασθεί στη σκιά ενός δέντρου, πέρασε ο Επίσκοπος Αυξίβιος και είδε πλήθος μυρμήγκων να έχουν σχηματίσει ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του νεότερου Αυξιβίου. Εθαύμασε ο ιεράρχης το γεγονός και αντελήφθη ότι ο στέφανος των μυργήκων προεμήνυε την αξία της ιεροσύνης, ότι έμελλε ο μαθητής να καθίσει εις τον θρόνο του καλού διδασκάλου. Μετά από αυτά έφτασαν από τη μεγάλη πόλη της Ρώμης ο Θεμισταγόρας – αδελφός του αγίου Αυξιβίου – μαζί με τη γυναίκα του τη μακαρία Τιμώ.

Αφού τους βάπτισε και αυτούς, τους χειροτόνησε και τους δύο διακόνους της Εκκλησίας. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι των Σόλων επίστευσαν στον Θεόν του Αυξιβίου και έβλεπε ο άγιος ότι ο πρώτος ναός ήταν μικρός για το μεγάλο του ποίμνιο. Συνεργούντος του Θεού, ανήγειρε ναό μέγα και θαυμαστό, που έγινε ονομαστός σ’ ολόκληρη την Κύπρο.Αφού όλα καλώς τα έκανε και την αρχιεροσύνη ετίμησε για πενήντα ολόκληρα χρόνια, έφτασε ο Μέγας Αυξίβιος στο τέλος του βίου του. Ο μεγάλος φωτιστής της επαρχίας των Σόλων και κατοπινής Θεομόρφου – Μόρφου, εκάλεσε κοντά του τον θεοτίμητο Αυξίβιο, τον πιστό μαθητή του, στον οποίο ανέθεσε την επισκοπή των λογικών προβάτων λέγοντας: «Σε εξελέξατο ο θεός ιερέα. Συ έση ποιμαίνων την ποίμνην του Χριστού».Την Τρίτη ημέρα «ακοή εγένετο εις πάσαν την πόλιν ότι Αυξίβιος ο πατήρ ημών μέλλει καταλύειν τον ανθρώπινον βίον».Συναθροίσθησαν όλοι στην Επισκοπή μετά κλαυθμού και οδυρμού μεγάλου και, αφού ασπάσθηκε έναν έκαστο, εν ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριον και Θεό του Ιησού Χριστό.

Ο Άγιος Ηρακλείδιος (17 Σεπτεμβρίου)

Του π. Παναγιώτη Ματθαίου 

 

Ο Άγιος Ηρακλείδιος είναι αποστολικός άγιος, διάδοχος του Αποστόλου Βαρνάβα. Γεννήθηκε στο χωριό Λαμπαδού της Σολέας κοντά στα χωριά Γαλάτα – Σινά Όρος. Σχετικά με την καταγωγή τόσο του Αγίου Ηρακλειδίου όσο και του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, ο μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ Κιεβοπολίτης το 1735 καταγράφει τη μαρτυρία ότι ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, ”ὠνομάσθη Λαμπαδιστὴς ἐκ τοῦ χωρίου Λαμπαδίς, ὅπου ἐγεννήθη ὁ ἅγιος, ὡς ἀναφέρεται ἐν τῇ βιογραφίᾳ του. Τὸ χωρίον ἔχει τώρα ἐγκαταλειφθεῖ ὡς διεπίστωσα ὅταν ἤμην εἰς τὴν Σολέαν…”. Το ότι η Λαμπαδού βρισκόταν στα όρια Σινά Όρους – Γαλάτας το μαρτυρούν και πολλές τοπικές παραδόσεις.

Ο Άγιος Ηρακλείδιος, λοιπόν, στην αρχή ονομαζόταν Ηρακλέων, αλλά μετά ονομάστηκε Ηρακλείδιος από τούς Αποστόλους Παύλο, Βαρνάβα και Μάρκο, κατά την πρώτη τους αποστολική περιοδεία στην Κύπρο γύρω στο 45-46μ.Χ. που με βάση την παράδοση μετά τη Σαλαμίνα πρέπει να πήγαν στο Κίτιον όπου χειροτόνησαν τον Άγιο Λάζαρο ως πρώτο επίσκοπο της πόλης.
 

Ἡ βάπτιση τοῦ ἁγίου Ἡρακλειδίου, φορητὴ εἰκόνα (2015), ἔργο τοῦ ἀρχιμ. Ἀμβροσίου Γκορελὼβ

Μετά όπως φαίνεται μέσα από τον βίο τού Αγίου Ηρακλειδίου, ακολούθησαν ορεινή διαδρομή, περνώντας μέσα από τα χωριά τής οροσειράς τού Τροόδους όπως τη Λαμπαδού κοντά στη σημερινή Γαλάτα τής Σολέας, έφτασαν στη Μαραθάσα στο ποταμό Σέτραχο όπου βάφτισαν τον Άγιο Ηρακλείδιο, πέρασαν από το Χιονώδες Όρος (Τρόοδος) στη Χιονίστρα, ή κοντά από αυτό και έφτασαν μέσα από διάφορα χωριά στην Πάφο.

Ο πατέρας του, ο Ιεροκλής, ιερέας των ειδώλων, τον παρέδωσε ως οδηγό και συνοδοιπόρο στους Αποστόλους Βαρνάβα, Παύλο και Μάρκο, όταν αυτοί περιόδευαν στην Κύπρο και έφτασαν στο χωριό Λαμπαδού.

Στη διάρκεια της πεζοπορίας οι απόστολοι διέκριναν στον Ήρακλείδιο καλή διάθεση για την αλήθεια του Χριστού. Τού μίλησαν για την απάτη των ειδώλων, τούς ψεύτικους θεούς και άρχισαν να τον κατηχούν στην πίστη του αληθινού Θεού.

Αφού δέχθηκε το κήρυγμα από τον Απόστολο Παύλο, και πόθησε πολύ τον Χριστό, βαπτίστηκε στα νερά του ποταμού της Μαραθάσας Σέτραχου, που τρέχουν δίπλα από τη σημερινή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού.

Μετά το βάπτισμα του ακολούθησε την οδό των αποστόλων και χρημάτισε για αρκετό διάστημα μαθητής και ακόλουθος τους.

Αργότερα οι απόστολοι τον χειροτόνησαν και έγινε ο πρώτος επίσκοπος Ταμασσού, με έδρα το σημερινό χώρο της μονής του, το χωριό Πολιτικό. Ή Ταμασσός ήταν μέχρι τότε κέντρο λατρείας τής θεάς Άρτεμης και των άλλων θεών του Ολύμπου, γι αυτό αναλαμβάνει να οδηγήσει τούς ειδωλολάτρες στο δρόμο του Θεού.

Άγιο Μανδήλιον και Άγιος Ηρακλείδιος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού, Καλοπαναγιώτης

Μαζί με τον Άγιο Ηρακλείδιο ήταν και ο Άγιος Μνάσων. Αυτοί συγκέντρωναν και δίδασκαν τούς πιστούς σ’ ένα υπόγειο σπήλαιο το οποίο χρησιμοποιείτο και ως ναός.

Ως επίσκοπος υπήρξε ακούραστος εργάτης του θείου λόγου. Ποίμανε και στήριξε τούς πιστούς, έτσι πού ή πόλη της Ταμασσού κατάφερε να γίνει ένα περίλαμπρο χριστιανικό κέντρο, σ’ αυτό συνέβαλε και ή θαυματουργική δύναμη του αγίου.

Μετά όμως από το λιθοβολισμό του Αποστόλου Βαρνάβα ο Απόστολος Παύλος του αποστέλλει επιστολή και ουσιαστικά τον τοποθετεί διάδοχο του Βαρνάβα.

Τότε ο άγιος περιέρχεται ολόκληρη τη νήσο και εγκαθιστά επισκόπους. Στην Πάφο τον Επαφρά και στη Νεάπολη (Λεμεσό) τον Τυχικό. Όταν έφτασε στους Σόλους δεν χρειάστηκε να χειροτονήσει επίσκοπο τον Άγιο Αυξίβιο, γιατί αυτός καταξιώθηκε να χειροτονηθεί από τον Απόστολο Μάρκο.

Ο Άγιος Ηρακλείδιος όμως παρότρυνε τον Άγιο Αυξίβιο να μπει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Στον τόπο που συναντήθηκαν ο Άγιος Ηρακλέιδιος χάραξε στο έδαφος μια μικρή εκκλησία και αφού δίδαξε στον Αυξίβιο τους εκκλησιαστικούς κανόνες, όπως αυτός του διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάστηκε και ξεκίνησε για τη δική του πόλη.

Έφτασε όμως ο καιρός που ο άγιος έπρεπε να εγκαταλείψει τον φθαρτό τούτο κόσμο. Αρρώστησε βαριά και προαισθανόμενος το τέλος του και μη θέλοντας να αφήσει το ποίμνιό του χωρίς ποιμένα, καλεί τον Ιερέα Μνάσωνα, τον μέχρι τότε στενό του συνεργάτη και τον χειροτονεί επίσκοπο και διάδοχό του.

Οι ειδωλολάτρες δεν έπαψαν ποτέ να αντιμάχονται την αληθινή πίστη και τα καλά έργα τού αγίου. Γεμάτοι μανία και μίσος όρμησαν εκεί πού έμενε ο Άγιος Ηρακλείδιος τον βασάνισαν τον έσυραν στην πλατεία τής Ταμασσού και τον αποκεφάλισαν. Μετά έριξαν το σεπτό σώμα του πάνω στη φωτιά. Τότε αρκετοί πιστοί μαζί με τον νέο επίσκοπο τον Άγιο Μνάσωνα, διέσωσαν το άγιο λείψανό του και το ενταφίασαν μέσα στο σπήλαιο όπου προηγουμένως ο άγιος τελούσε τη Θεία Λειτουργία.

Το σπήλαιο, καθώς και ή λάρνακα πού έφερε τα άγια λείψανα τού αγίου σώζονται μέχρι σήμερα. Ό άγιος και μετά τον θάνατό του παρέχει ιάσεις προς τούς πάσχοντες από κάθε νόσο και εκβάλλει τα δαιμόνια από τους κακώς έχοντας.

Ή σορός του παρέχει πλούσια τα ιάματα και ή κάρα τού είναι τοποθετημένη στο καθολικό τής μονής πού είναι κτισμένη στο όνομα του δίπλα στο χωριό Πολιτικό.

Στην Ιερά Μονή του Λαμπαδιστή σώζεται η παλαιά εκκλησία του 11ου αιώνος, η οποία είναι αφιερωμένη στο όνομα του αγίου και αποτελεί το παλαιό καθολικό της Μονής. Διασώζεται επίσης στην κοίτη του ποταμού Σέτραχου Μαραθάσας ο τόπος της βαπτίσεως του αγίου. Στον τόπο της καταγωγής του μεταξύ των χωριών Τεμβριάς και Καλλιανών διασώζεται γέφυρα με την επωνυμία «Το γεφύρι του Αγίου Ηρακλειδίου». Ο Άγιος Ηρακλείδιος συνεορτάζει με τον Φωτιστή των Σόλων Άγιο Αυξίβιο τη 17η Σεπτεμβρίου.

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας (17 Σεπτεμβρίου)

Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας

Eις την Πίστιν, Eλπίδα και Aγάπην
Tη προς σε πίστει Πίστις Eλπίς Aγάπη,
Aι τρεις, Tριάς, κλίνουσιν αυχένας ξίφει.

Eις την Σοφίαν
Eυφραίνεται νυν ως Δαβίδ ψάλλων λέγει,
Mήτηρ κατ’ ευχάς η Σοφία εν τέκνοις.

Eβδομάτη δεκάτη Aγάπην τάμον Eλπίδα Πίστιν.

Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Aύται ήτον κατά τους χρόνους Aδριανού του βασιλέως, εν έτει ρκβ΄ [122], από γένος περιφανές και λαμπρόν της χώρας Iταλίας. Eυσεβείς μεν ούσαι εκ προγόνων, πολιτευόμεναι δε θεοφιλώς με πίστιν και ελπίδα και αγάπην και σοφίαν, καθώς και τα ονόματά των φανερόνουσιν. Aύται λοιπόν πηγαίνουσαι μίαν φοράν εις την Pώμην, επειδή και ήτον φημισμέναι και περιβόητοι διά την λαμπρότητα του γένους, και διά την εις Xριστόν ευσέβειαν, εδιαβάλθησαν εις τον βασιλέα Aδριανόν. Kαι ευθύς φέρονται έμπροσθέν του διά μέσου των προτικτόρων. Iδών δε αυτάς ο βασιλεύς, εθαύμασεν. Όθεν χωρίσας την μητέρα Σοφίαν από τας θυγατέρας της, εδιαλέχθη με μόνην αυτήν περί πίστεως. Γνωρίσας δε αυτήν άφοβον, φέρει έμπροσθέν του και τας τρεις ομού θυγατέρας της. Kαι άρχισε να τας κολακεύη με διαφόρους τρόπους. Eπειδή δε εγνώρισε, πως ήτον από κάθε κολακείαν ανώτεραις, διά τούτο εδοκίμασε την κάθε μίαν χωριστά χωριστά.

Όθεν παραστέκεται εις τον τύραννον η Πίστις, η πρώτη από τας άλλας. Ήτις ήτον δώδεκα χρόνων κατά την ηλικίαν. Kαι επειδή ήλεγξε με γενναιότητα τας κακοτεχνίας και μηχανάς του τυράννου, διά τούτο έγδυσαν αυτήν και έδεσαν οπίσω τας χείρας της. Eίτα την έδειραν με ραβδία βαρύτατα. Mετά ταύτα έκοψαν τα βυζία της, και αντί να ευγάλουν αίμα, εύγαλαν γάλα. Ύστερον άπλωσαν αυτήν επάνω εις μίαν σκάραν πυρακτωμένην. Kαι επειδή έμεινεν αβλαβής με την θείαν βοήθειαν, διά τούτο έβαλον αυτήν μέσα εις ένα τηγάνι αναμμένον και γεμάτον από πίσσαν και άσφαλτον1. Φυλαχθείσα δε αβλαβής και από την βάσανον ταύτην, διά τούτο κατεδικάσθη να θανατωθή με το ξίφος. Πηγαίνουσα δε εις τον τόπον της καταδίκης, επροπέμπετο από την μητέρα της Σοφίαν, ήτις επαρακίνει αυτήν και επαραθάρρυνε να δεχθή μετά χαράς τον υπέρ Xριστού θάνατον. Kαι έτζι αποκεφαλισθείσα η μακαρία, έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.

Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Έπειτα παραστέκεται εις τον τύραννον η Eλπίς, η δευτέρα αδελφή, ούσα χρόνων δέκα. Kαι επειδή έδειξε τον εαυτόν της στερεόν και αμετάθετον εις την πίστιν, διά τούτο δέρνεται με ραβδία και αύτη ως η πρώτη. Eίτα βάλλεται μέσα εις αναμμένον καμίνι, το οποίον ευθύς έδειξεν ανενέργητον με την θείαν δύναμιν. Έπειτα κρεμασθείσα επάνω εις ξύλον ξέεται με σιδηρά ονύχια. Mετά τούτο βάλλεται μέσα εις αναμμένον καζάνι γεμάτον από πίσσαν και ρετζίνην. Kαι αυτή μεν, αβλαβής διαφυλάττεται. Πολλοί δε από τους απίστους εθανατώθησαν, με το να εχύθη αιφνιδίως έξω του καζανίου η πίσσα και η ρετζίνη. Tελευταίον δε και αυτή αποκεφαλίζεται, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον.

Έπειτα παραστέκεται εις τον τύραννον η τρίτη αδελφή Aγάπη, εννέα χρόνων ούσα κατά την ηλικίαν. Kαι επειδή με φρονιμάδα μεγάλην ωμολόγησε την ευσέβειαν, τον δε τύραννον εξέπληξεν εν ταυτώ και εις θυμόν εκίνησε· διά τούτο κρεμάται επάνω εις ξύλον, και δέρνεται με λωρία τόσον πολλά, έως οπού διεχωρίσθησαν αι αρμονίαι του σώματός της. Yγιής δε πάλιν γενομένη διά της θείας χάριτος, βάλλεται μέσα εις καμίνι, το οποίον εκάη από διαφόρους ύλας. Mε επιστασίαν δε θείου Aγγέλου, την μεν Aγίαν διεφύλαξεν η κάμινος αβλαβή, τους δε παρεστώτας και αυτόν ακόμη τον τύραννον, χυθείσα εις τα έξω η φλοξ, άρπασε και μισοκαημένους αυτούς εποίησεν. O δε αφρονέστατος Aδριανός, και μόλον οπού ήτον μισοκαημένος, πάλιν δεν έπαυσεν ο απανθρωπότατος. Aλλά επρόσταξε να διατρυπήσουν με περόνην το σώμα της μάρτυρος. Έπειτα απεκεφάλισε και αυτήν, ως και τας άλλας δύω της αδελφάς.

Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα, Κοσσυφοπέδιο

H δε μήτηρ αυτών Σοφία, ευφρανθείσα μεγάλως, διατί εγέννησε τοιαύτα ευλογημένα τέκνα, και ευχαριστήσασα υπέρ τούτου τον Kύριον, εκήδευσε τα των θυγατέρων της τίμια λείψανα, και μεγαλοπρεπώς αυτά ενταφίασεν. Έπειτα μετά τρεις ημέρας, περιχυθείσα και εναγκαλιζομένη τον τάφον των θυγατέρων της, παρεκάλεσε τον Θεόν διά να αποθάνη και αυτή. Kαι έτζι παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Όθεν κοντά εις τας θυγατέρας επροστέθη και η μήτηρ, τόσον κατά τας ψυχάς, όσον και κατά τα σώματα. Kοντά γαρ εις τους τάφους των θυγατέρων της ενταφιάσθη και αυτή η αοίδιμος2.

Σημειώσεις

1. H άσφαλτος είναι ύλη ξηρά θρεπτική του πυρός, ομοία με την πίσσαν, ή το τεάφι. Άλλοι δε λέγουσιν, ότι είναι η νάφθα. Όρα τον Bαρίνον εν τη λέξει ασφαλτίτις.

2. Σημείωσαι, ότι το Mαρτύριον τούτων συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mετά το διαγγελθήναι το σωτήριον κήρυγμα». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΕΥΦΗΜΙΑΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β’  Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
6: 1-10

Ἀδελφοί, συνεργοῦντες παρακαλοῦμεν μὴ εἰς κενὸν τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ δέξασθαι ὑμᾶς – λέγει γὰρ· «Καιρῷ δεκτῷ ἐπήκουσά σου καὶ ἐν ἡμέρᾳ σωτηρίας ἐβοήθησά σοι»· ἰδοὺ νῦν «καιρὸς εὐπρόσδεκτος», ἰδοὺ νῦν «ἡμέρα σωτηρίας» – μηδεμίαν ἐν μηδενὶ διδόντες προσκοπήν, ἵνα μὴ μωμηθῇ ἡ διακονία, ἀλλ᾿ ἐν παντὶ συνιστῶντες ἑαυτοὺς ὡς Θεοῦ διάκονοι, ἐν ὑπομονῇ πολλῇ, ἐν θλίψεσιν, ἐν ἀνάγκαις, ἐν στενοχωρίαις, ἐν πληγαῖς, ἐν φυλακαῖς, ἐν ἀκαταστασίαις, ἐν κόποις, ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι, ἐν γνώσει, ἐν μακροθυμίᾳ, ἐν χρηστότητι, ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ, ἐν ἀγάπῃ ἀνυποκρίτῳ, ἐν λόγῳ ἀληθείας, ἐν δυνάμει Θεοῦ, διὰ τῶν ὅπλων τῆς δικαιοσύνης τῶν δεξιῶν καὶ ἀριστερῶν, διὰ δόξης καὶ ἀτιμίας, διὰ δυσφημίας καὶ εὐφημίας, ὡς πλάνοι καὶ ἀληθεῖς, ὡς ἀγνοούμενοι καὶ ἐπιγινωσκόμενοι, ὡς ἀποθνήσκοντες καὶ ἰδοὺ ζῶμεν, ὡς παιδευόμενοι καὶ μὴ θανατούμενοι, ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΟΣ ΚΑΙ ΠΑΝΕΥΦΗΜΟΥ ΕΥΦΗΜΙΑΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
7: 36-50

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἠρώτα τις τῶν Φαρισαίων τὸν Ἰησοῦν ἵνα φάγῃ μετ’ αὐτοῦ· καὶ εἰσελθὼν εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Φαρισαίου ἀνεκλίθη. καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε, καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ. ἰδὼν δὲ ὁ Φαρισαῖος ὁ καλέσας αὐτὸν εἶπεν ἐν ἑαυτῷ λέγων· Οὗτος εἰ ἦν προφήτης, ἐγίνωσκεν ἂν τίς καὶ ποταπὴ ἡ γυνὴ ἥτις ἅπτεται αὐτοῦ, ὅτι ἁμαρτωλός ἐστι. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπε πρὸς αὐτόν· Σίμων, ἔχω σοί τι εἰπεῖν. ὁ δέ φησί· Διδάσκαλε, εἰπέ. δύο χρεοφειλέται ἦσαν δανειστῇ τινι· ὁ εἷς ὤφειλε δηνάρια πεντακόσια, ὁ δὲ ἕτερος πεντήκοντα. μὴ ἐχόντων δὲ αὐτῶν ἀποδοῦναι, ἀμφοτέροις ἐχαρίσατο. τίς οὖν αὐτῶν, εἰπέ, πλεῖον ἀγαπήσει αὐτόν; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Σίμων εἶπεν· Ὑπολαμβάνω ὅτι ᾧ τὸ πλεῖον ἐχαρίσατο. ὁ δὲ εἶπεν αὐτῷ· Ὀρθῶς ἔκρινας. καὶ στραφεὶς πρὸς τὴν γυναῖκα τῷ Σίμωνι ἔφη· Βλέπεις ταύτην τὴν γυναῖκα; εἰσῆλθόν σου εἰς τὴν οἰκίαν, ὕδωρ ἐπὶ τοὺς πόδας μου οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ τοῖς δάκρυσιν ἔβρεξέ μου τοὺς πόδας καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμαξε. φίλημά μοι οὐκ ἔδωκας· αὕτη δὲ ἀφ’ ἧς εἰσῆλθεν οὐ διέλιπε καταφιλοῦσά μου τοὺς πόδας. ἐλαίῳ τὴν κεφαλήν μου οὐκ ἤλειψας· αὕτη δὲ μύρῳ ἤλειψέ μου τοὺς πόδας. οὗ χάριν λέγω σοι, ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ· ᾧ δὲ ὀλίγον ἀφίεται, ὀλίγον ἀγαπᾷ. εἶπε δὲ αὐτῇ· Ἀφέωνταί σου αἱ ἁμαρτίαι. καὶ ἤρξαντο οἱ συνανακείμενοι λέγειν ἐν ἑαυτοῖς· Τίς οὗτός ἐστιν ὃς καὶ ἁμαρτίας ἀφίησιν; εἶπε δὲ πρὸς τὴν γυναῖκα· Ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ανακοίνωση: Έλευσις τίμιας κάρας οσίου Δαυίδ του γέροντος από την Εύβοια (3 Οκτωβρίου 2025)

Άγιος Δαυίδ ο εν Ευβοία, Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης, Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Η Ιερά Μητρόπολις Μόρφου και η ανεγερτική επιτροπή του προσκυνηματικού Ναού Αγίου Ιακώβου του με Συγχωρείτε του Θαυματουργού στο Ακάκι, σας ενημερώνουν και σας προσκαλούν:

Α) Στην επίσημη υποδοχή της τιμίας κάρας του οσίου Δαυίδ από την Εύβοια, η οποία θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 3 Οκτωβρίου το απόγευμα στις 5:30 μ.μ. (παρά τον κυκλικό κόμβο Ακακίου-Μενίκου).

Β) Την Κυριακή 5 Οκτωβρίου το απόγευμα στις 6:00 μ.μ.: στην τελετή καταθέσεως του θεμέλιου λίθου του παρεκκλησίου, το οποίο θα είναι αφιερωμένο στους δύο μεγάλους και θαυματουργούς αγίους της Εύβοιας, στον όσιο Δαυίδ τον γέροντα και στον όσιο Ιωάννη τον Ρώσο.

Ενημερώνουμε πως με δωρεές 1000 (χίλιων) ευρώ και άνω, ο δωρητής θα αναγράφεται στους θεμελιωτές και το όνομά του θα καταγραφεί στον κατάλογο ο οποίος κατά την τελετή τοποθέτησης του θεμέλιου λίθου τοποθετείται κάτω από την Αγία Τράπεζα.

Εννοείται πως η κάθε εισφορά είναι καλοδεχούμενη και πως όλοι οι δωρητές θα μνημονεύονται ως κτήτορες του ναού εις αεί.

Τηλέφωνο επικοινωνίας: 99958538 (π. Φοίβος)

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ: Ἀναβάλλεται ἡ προγραμματισμένη γιὰ τὴν Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου, 2025 πνευματικὴ σύναξη διαλόγου μὲ τὸν Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο στὸ Ἀκάκι

Φέρεται εἰς γνῶσιν τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ προγραμματισμένη γιὰ τὴν Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου, 2025  45η πνευματικὴ σύναξη διαλόγου μὲ τὸν Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεόφυτο στὸ πλαίσιο τῆς σειρᾶς τῶν πνευματικῶν συνάξεων «Ἀνάβοντας τον ἀναπτήρα τῶν ἁγίων» στὴν κοινότητα Ακακίου, ἀναβάλλεται.  Ἡ ἑπόμενη πνευματικὴ σύναξη θ’ ἀνακοινωθεῖ ἀπὸ τὴν ἱστοσελίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου.