Ἰωάννου Φουντούλη: Μεσοπεντηκοστή
Μακαριστός
Σὲ λίγους πιστοὺς εἶναι γνωστὴ ἡ ἑορτή, μὲ τὴν ὁποία θὰ ἀσχοληθοῦμε τώρα. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς καὶ μερικοὺς ἄλλους χριστιανούς, ποὺ ἔχουν ἕνα στενότερο σύνδεσμο μὲ τὴν Ἐκκλησία μας, οἱ περισσότεροι δὲν γνωρίζουν κἄν τὴν ὕπαρξί της. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι ποὺ ἐκκλησιάζονται κατ’ αὐτὴ καὶ οἱ περισσότεροι δὲν ὑποπτεύονται κἄν ὅτι τὴν Τετάρτη μετὰ τὴν Κυριακή τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς.
Καὶ ὅμως κάποτε ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτὴ τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καὶ συνέτρεχαν κατ’ αὐτὴ στὸν μεγάλο ναὸ πλήθη λαοῦ. Δὲν ἔχει κανεὶς παρὰ νὰ ἀνοίξη τὴν Ἔκθεσι τῆς Βασιλείου Τάξεως (1) τοῦ Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου γιὰ νὰ ἰδῆ τὸ ἐπίσημο τυπικό τοῦ ἑορτασμοῦ, ὅπως ἐτελεῖτο μέχρι τὴν Μεσοπεντηκοστὴ τοῦ ἔτους 903 στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου στὴν Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδὴ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε ἡ ἀπόπειρα κατὰ τῆς ζωῆς τοῦ αὐτοκράτορος Λέοντος ς΄ τοῦ Σοφοῦ (11 Μαΐου 903) . Ἐκεῖ ὑπάρχει μία λεπτομερὴς περιγραφὴ τοῦ λαμπροῦ πανηγυρισμοῦ, ποὺ καταλαμβάνει ὁλόκληρες σελίδες καὶ καθορίζει μὲ τὴν γνωστὴ παράξενη βυζαντινὴ ὁρολογία, πῶς ὁ αὐτοκράτωρ τὸ πρωὶ τῆς ἑορτῆς μὲ τὰ ἐπίσημα βασιλικά του ἐνδύματα καὶ τὴν συνοδεία του ξεκινοῦσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ παλάτιο γιὰ νὰ μεταβῆ στὸν ναὸ τοῦ ἁγίου Μωκίου, ὅπου θὰ ἐτελεῖτο ἡ θεία λειτουργία. Σὲ λίγο ἔφθανε ἡ λιτανεία μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν πατριάρχη, καὶ βασιλεὺς καὶ πατριάρχης εἰσήρχοντο ἐπισήμως στὸν ναό. Ἡ θεία λειτουργία ἐτελεῖτο μὲ τὴν συνήθη στὶς μεγάλες ἑορτὲς βυζαντινὴ μεγαλοπρέπεια. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ αὐτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στὸ ὁποῖο παρεκάθητο καὶ ὁ πατριάρχης. Καὶ πάλι ὁ βασιλεὺς ὑπὸ τὶς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους «Εἰς πολλοὺς καὶ ἀγαθοὺς χρόνους ὁ Θεὸς ἀγάγοι τὴν βασιλείαν ὑμῶν» καὶ μὲ πολλοὺς ἐνδιαμέσους σταθμοὺς ἐπέστρεφε στὸ ἱερὸ παλάτιο.
Ἀλλὰ καὶ στὰ σημερινά μας λειτουργικὰ βιβλία, στὸ Πεντηκοστάριο, βλέπει κανεὶς τὰ ἴχνη τῆς παλαιᾶς της λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σὰν μία μεγάλη δεσποτικὴ ἑορτή, μὲ τὰ ἐκλεκτά της τροπάρια καὶ τοὺς διπλούς της κανόνες, ἔργα τῶν μεγάλων ὑμνογράφων, τοῦ Θεοφάνους καὶ τοῦ Ἀνδρέου Κρήτης, μὲ τὰ ἀναγνώσματά της καὶ τὴν ἐπίδρασί της στὶς πρὸ καὶ μετὰ ἀπὸ αὐτὴν Κυριακὲς καὶ μὲ τὴν παράτασι τοῦ ἑορτασμοῦ τῆς ἐπὶ ὀκτὼ ἡμέρες κατὰ τὸν τύπο τῶν μεγάλων ἑορτῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἔτους.
Ποιὸ ὅμως εἶναι τὸ θέμα τῆς ἰδιορρύθμου αὐτῆς ἑορτῆς; Ὄχι πάντως κανένα γεγονὸς τῆς εὐαγγελικῆς ἱστορίας. Τὸ θέμα της εἶναι καθαρὰ ἑορτολογικὸ καὶ θεωρητικό. Ἡ Τετάρτη τῆς Μεσοπεντηκοστῆς εἶναι ἡ 25η ἀπὸ τοῦ Πάσχα καὶ ἡ 25η πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς ἡμέρα. Σημειώνει τὸ μέσον τῆς περιόδου τῶν 50 μετὰ τὸ Πάσχα ἐορτασίμων ἡμερῶν. Εἶναι δηλαδὴ ἕνας σταθμός, μία τομή. Ὡραία τὸ τοποθετεῖ τὸ πρῶτο τροπάριο τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς:
Πάρεστιν ἡ μεσότης ἡμερῶν, τῶν ἐκ σωτηρίου ἀρχομένων Ἐγέρσεως, Πεντηκοστῇ δὲ τῇ θείᾳ σφραγιζομένων, καὶ λάμπει τὰς λαμπρότητας, ἀμφοτέρωθεν ἔχουσα, καὶ ἑνοῦσα τὰς δύο, καὶ παρεῖναι τὴν δόξαν προφαίνουσα, τῆς δεσποτικῆς, Ἀναλήψεως σεμνύνεται.
Χωρὶς δηλαδὴ νὰ ἔχη δικό της θέμα ἡ ἡμέρα αὐτὴ συνδυάζει τὰ θέματα, τοῦ Πάσχα ἀφ’ ἑνὸς καὶ τῆς ἐπιφοιτήσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἀφ’ ἑτέρου, καὶ «προφαίνει» τὴν δόξαν τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, ποὺ θὰ ἑορτασθῆ μετὰ ἀπὸ 15 ἡμέρες. Ἀκριβῶς δὲ αὐτὸ τὸ μέσον τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν ἔφερνε στὸ νοῦ καὶ ἕνα ἑβραϊκὸ ἐπίθετο τοῦ Κυρίου, τὸ «Μεσσίας». Μεσσίας στὰ ἑλληνικὰ μεταφράζεται Χριστός. Ἀλλὰ ἠχητικὰ θυμίζει τὸ μέσον. Ἔτσι καὶ στὰ τροπάρια καὶ στὸ συναξάριο τῆς ἡμέρας ἡ παρετυμολογία αὐτὴ γίνεται ἀφορμὴ νὰ παρουσιασθῆ ὁ Χριστὸς σὰν Μεσσίας – μεσίτης Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, «μεσίτης καὶ διαλλάκτης ἡμῶν καὶ τοῦ αἰωνίου αὐτοῦ Πατρός». «Διὰ ταύτην τὴν αἰτίαν τὴν παροῦσαν ἑορτὴν ἑορτάζοντες καὶ Μεσοπεντηκοστὴν ὀνομάζοντες τὸν Μεσσίαν τε ἀνυμνοῦμεν Χριστόν», σημειώνει ὁ Νικηφόρος Ξανθόπουλος στὸ συναξάριο.
Σ’ αὐτὸ βοήθησε καὶ ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ ἐπιλέγη γιὰ τὴν ἡμέρα αὐτή. (2) Μεσούσης τῆς ἑορτῆς τοῦ ἰουδαϊκοῦ Πάσχα ὁ Χριστὸς ἀνεβαίνει στὸ ἱερὸ καὶ διδάσκει. Ἡ διδασκαλία Του προκαλεῖ τὸν θαυμασμὸ, ἀλλὰ καὶ ζωηρὰ ἀντιδικία μεταξὺ αὐτοῦ καὶ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν διδασκάλων. Εἶναι ὁ Μεσσίας ὁ Ἰησοῦς ἢ δὲν εἶναι; Εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἰησοῦ ἐκ Θεοῦ ἢ δὲν εἶναι; Νέο λοιπὸν θέμα προστίθεται: ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ διδάσκαλος. Αὐτὸς ποὺ ἐνῶ δὲν ἔμαθε γράμματα κατέχει τὸ πλήρωμα τῆς σοφίας, γιατί εἶναι ἡ Σοφία τοῦ Θεοῦ ἡ κατασκευάσασα τὸν κόσμον. Ἀκριβῶς ἀπὸ αὐτὸν τὸν διάλογο ἐμπνέεται μεγάλο μέρος τῆς ὑμνογραφίας τῆς ἑορτῆς. Ἐκεῖνος ποὺ διδάσκει στὸν ναό, στὸ μέσον τῶν διδασκάλων τοῦ ἰουδαϊκοῦ λαοῦ, στὸ μέσον της ἑορτῆς, εἶναι ὁ Μεσσίας, ὁ Χριστός, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸς ποὺ ἀποδοκιμάζεται ἀπὸ τοὺς δῆθεν σοφούς τοῦ λαοῦ Του εἶναι ἡ Θεοῦ Σοφία.
Ἐκλέγομε ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ χαρακτηριστικὰ τροπάρια, τὸ δοξαστικὸ τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τοῦ πλ. δ΄ ἤχου:
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς, διδάσκοντός σου Σωτήρ, ἔλεγον οἱ Ἰουδαῖοι· Πῶς οὗτος οἶδε γράμματα, μὴ μεμαθηκώς; ἀγνοοῦντες, ὅτι σὺ εἶ ἡ σοφία, ἡ κατασκευάσασα τόν κόσμον· Δόξα σοι.
Λίγες σειρὲς πιὸ κάτω στὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννου, ἀμέσως μετὰ τὴν περικοπὴ ποὺ περιλαμβάνει τὸν διάλογο τοῦ Κυρίου μὲ τοὺς Ἰουδαίους «τῆς ἑορτῆς μεσούσης», ἔρχεται ἕνας παρόμοιος διάλογος, ποὺ ἔλαβε χώραν μεταξύ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῶν Ἰουδαίων «τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς», δηλαδὴ κατὰ τὴν Πεντηκοστή. Αὐτὸς ἀρχίζει μὲ μία μεγαλήγορο φράσι τοῦ Κυρίου· «Ἐὰν τὶς διψᾷ, ἐρχέσθω πρὸς με καὶ πινέτω· ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφὴ, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος». (3) .Καὶ σχολιάζει ὁ εὐαγγελιστής· «Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος , οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν». (4)
Δὲν ἔχει σημασία ὅτι οἱ λόγοι αὐτοὶ τοῦ Κυρίου δὲν ἐλέχθησαν κατὰ τὴν Μεσοπεντηκοστή. Ταιρίαζαν ἐξ ἄλλου τόσο πολὺ μὲ τὸ θέμα τῆς ἑορτῆς. Δὲν μποροῦσε νὰ βρεθῆ πιὸ παραστατικὴ εἰκόνα γιὰ νὰ δειχθῆ ὁ χαρακτὴρ τοῦ διδακτικοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ. Στὸ διψασμένο ἀνθρώπινο γένος ἡ διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἦλθε σὰν ὕδωρ ζῶν, σὰν ποταμὸς χάριτος ποὺ ἐδρόσισε τὸ πρόσωπο τῆς γῆς. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ πηγὴ τῆς χάριτος, τοῦ ὕδατος τοῦ ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον, ποὺ ξεδιψᾶ καὶ ἀρδεύει τὶς συνεχόμενες ἀπὸ βασανιστικὴ δίψα ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων. Ποὺ μεταβάλλει τοὺς πίνοντας σὲ πηγές· «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσι ὕδατος ζῶντος». (5) «Καὶ γενήσεται αὐτῷ πηγὴ ὕδατος ἀλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον», εἶπε στὴν Σαμαρείτιδα. (6) Ποὺ μετέτρεψε τὴν ἔρημο τοῦ κόσμου σὲ θεοφύτευτο παράδεισο ἀειθαλῶν δένδρων φυτευμένων παρὰ τὰς διεξόδους τῶν ὑδάτων τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
Τὸ γόνιμο αὐτὸ θέμα ἔδωσε νέες ἀφορμὲς στὴν ἐκκλησιαστικὴ ποίησι καὶ στόλισε τὴν ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς μὲ ἐξαιρέτους ὕμνους. Διαλέγομε τρεῖς, τοὺς πιὸ χαρακτηριστικούς: Τὸ κάθισμα τοῦ πλ. δ΄ ἤχου πρὸς τὸ «Τὴν Σοφίαν καὶ Λόγον», ποὺ ψάλλεται μετὰ τὴν γ΄ ὠδὴ τοῦ κανόνος στὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου:
Τῆς σοφίας τὸ ὕδωρ καὶ τῆς ζωῆς ἀναβρύζων τῷ κόσμῳ, πάντας Σωτήρ, καλεῖς τοῦ ἀρύσασθαι, σωτηρίας τὰ νάματα· τὸν γὰρ θεῖον νόμον σου, δεχόμενος ἄνθρωπος, ἐν αὐτῷ σβεννύει, τῆς πλάνης τοὺς ἄνθρακας· ὅθεν εἰς αἰῶνας, οὐ διψήσει, οὐ λήψει, τοῦ κόρου σου Δέσποτα βασιλεῦ ἐπουράνιε. Διὰ τοῦτο δοξάζομεν, τὸ κράτος σου, Χριστὲ ὁ Θεός, τῶν πταισμάτων ἄφεσιν αἰτούμενοι, καταπέμψαι πλουσίως τοῖς δούλοις σου.
Τὸ ἀπολυτίκιο καὶ τὸ κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, τὸ πρῶτο του πλ. δ΄ καὶ τὸ δεύτερό τοῦ δ΄ ἤχου:
Μεσούσης τῆς ἑορτῆς, διψῶσάν μου τὴν ψυχήν, εὐσεβείας πότισον νάματα ὅτι πᾶσι Σωτὴρ ἐβόησας· ὁ διψῶν, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω· Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεὸς δόξα σοι.
Τῆς ἑορτῆς τῆς νομικῆς μεσαζούσης, ὁ τῶν ἁπάντων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, πρὸς τοὺς παρόντας ἔλεγες, Χριστὲ ὁ Θεός· Δεῦτε καὶ ἀρύσασθε, ὕδωρ ἀθανασίας· ὅθεν σοι προσπίπτομεν, καὶ πιστῶς ἐκβοῶμεν· Τοὺς οἰκτιρμούς σου δώρησαι ἡμῖν· σὺ γὰρ ὑπάρχεις πηγὴ τῆς ζωῆς ἡμῶν.
Καὶ τέλος τὸ ἀπαράμιλλο ἐξαποστειλάριο τῆς ἑορτῆς: Ὁ τὸν κρατῆρα ἔχων, τῶν ἀκενώτων δωρεῶν, δός μοι ἀρύσασθαι ὕδωρ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, ὅτι συνέχομαι δίψῃ, εὔσπλαγχνε μόνε οἰκτίρμον.
Αὐτὴ μὲ λίγα λόγια εἶναι ἡ ἑορτὴ τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Ἡ ἔλλειψις ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς στέρησε τὸν ἀπαραίτητο ἐκεῖνο λαϊκὸ χαρακτήρα, ποὺ θὰ τὴν ἔκανε προσφιλῆ στὸν πολὺ κόσμο. Καὶ τὸ ἐντελῶς θεωρητικό της θέμα δὲν βοήθησε τοὺς χριστιανοὺς, ποὺ δὲν εἶχαν τὶς ἀπαραίτητες θεολογικὲς προϋποθέσεις, νὰ ξεπεράσουν τὴν ἐπιφάνεια καὶ νὰ εἰσδύσουν στὴν πανηγυριζόμενη δόξα τοῦ διδασκάλου Χριστοῦ, τῆς Σοφίας καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, τῆς πηγῆς τοῦ ἀκενώτου ὕδατος. Συνέβη μὲ αὐτὴ κάτι ἀνάλογο μὲ ἐκεῖνο ποὺ συνέβη μὲ τοὺς περιφήμους ναοὺς τῆς τοῦ Θεοῦ Σοφίας, ποὺ ἀντὶ νὰ τιμῶνται στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ὡς Σοφίας τοῦ Θεοῦ, πρὸς τιμὴν τοῦ ὁποίου ἀνηγέρθησαν, κατήντησαν, γιὰ τοὺς ἰδίους λόγους, νὰ πανηγυρίζουν στὴ ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς ἢ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἢ τῆς ἁγίας Τριάδος ἢ τῶν Εἰσοδίων ἢ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου ἢ καὶ αὐτῆς τῆς μάρτυρος Σοφίας καὶ τῶν τριῶν θυγατέρων τῆς Πίστεως, Ἐλπίδος καὶ Ἀγάπης.
(23 Μαΐου 1970)
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Κεφ. 26.
2. Ἰω. 7, 14 – 30.
3. Ἰω. 7, 37 – 38.
4. Ἰω. 7, 39.
5. Ἰω. 7, 38.
6. Ἰω. 4, 14.
Πηγή: https://trelogiannis.blogspot.com/2024/05/blog-post_101.html?m=1
Ὁ ἅγιος Θεοφάνης (17/5), ἐπίσκοπος Σολίας καὶ πρόεδρος Ῥωμαίων Λευκωσίας κατὰ τὴν ἐν Κύπρῳ Ἐνετοκρατία
Ὁ ἅγιος Θεοφάνης (17/5), ἐπίσκοπος Σολίας καὶ πρόεδρος Ῥωμαίων Λευκωσίας κατὰ τὴν ἐν Κύπρῳ Ἐνετοκρατία1
Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

Ἡ κατάληψη τῆς Κύπρου ἀπὸ τὸν Ριχάρδο Α΄ τὸν Λεοντόκαρδο κατὰ τὸ 1191, ἡ πώλησή της στοὺς Ναΐτες ἱππότες καὶ ἡ μετὰ τὴν ἐπιστροφή της στὸν Ριχάρδο πώλησή της ἀπ᾽ αὐτὸν τὸ 1192 στὸν Γάλλο εὐγενὴ Γουΐδο ντὲ Λουζινιάν, πατριάρχη τοῦ οἴκου τῶν Λουζινιανῶν κυριάρχων τοῦ νησιοῦ, σημάδεψε τὴν ἀπαρχὴ μιᾶς σειρᾶς ἀπὸ δεινὰ γιὰ τὸ δύστυχο νησί μας.
Μὲ τὴν ἐγκατάσταση μάλιστα ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τῆς Φραγκοκρατίας λατινικοῦ κλήρου στὸ νησὶ καὶ μὲ τὶς συνδυασμένες προσπάθειες τῆς κρατικῆς παπικῆς ἐξουσίας καὶ τῶν παπικῶν ἐκπροσώπων της, ἄρχισε μιὰ συστηματικὴ προσπάθεια, μὲ ποικίλα μέσα, γιὰ ἐκλατίνιση τοῦ τοπικοῦ Ὀρθοδόξου πληθυσμοῦ. Ἀνάμεσα στὰ μέσα τοῦτα ἦταν καὶ ἡ βίαιη προσπάθεια γιὰ ὑπαγωγὴ τῆς τοπικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴ λατινικὴ ἱεραρχία, ποὺ ἐγκαταστάθηκε στὸ νησί. Μὲ σχετικὴ βούλλα τοῦ πάπα Ἰννοκεντίου Γ΄, οἱ 14 ἐπισκοπὲς τῆς Κύπρου μειώνονται σὲ 4 (μὲ ἕδρα τὶς πόλεις Λευκωσία, Ἀμμόχωστο, Λεμεσὸ καὶ Πάφο) καί, ἀργότερα, οἱ 4 Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἐξορίζονται σὲ χωριὰ τῶν ἐπαρχιῶν τους. Καταργεῖται ἐπίσης ὁ τίτλος καὶ θεσμὸς τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου γιὰ τοὺς Κυπρίους ἀρχιερεῖς, πρῶτος δὲ τῇ τάξει Κύπριος ἱεράρχης θεωρήθηκε ὁ ἐπίσκοπος Λευκωσίας, μὲ τὸν τίτλο τοῦ ἐπισκόπου Σολίας, ποὺ ἐγκαθίσταται στὴν περιοχὴ τῆς ἀρχαίας Σολίας. Βραδύτερα ὅμως, ἐπὶ τῆς ὕστερης Φραγκοκρατίας καὶ κυρίως ἐπὶ Ἑνετοκρατίας, οἱ ὡς ἄνω τέσσερεις Ὀρθόδοξοι ἐπίσκοποι ἐπανέρχονται στὶς κεντρικὲς πόλεις τῆς ἐπαρχίας τους (Λευκωσία, Ἀμμόχωστο, Πάφο καὶ Λεμεσό). Εἶναι γιὰ τοῦτο ποὺ καὶ ὁ τίτλος τῶν ἐπισκόπων Σολίας κατὰ τὴν Ἑνετοκρατία, σύμφωνα μὲ σωζόμενες σχετικὲς χειρόγραφες ἐνθυμήσεις, διαφοροποιεῖται σὲ «ἐπίσκοπον Σολίας καὶ πρόεδρον Ῥωμαίων Λευκωσίας», δηλαδὴ τῶν Ὀρθοδόξων Ῥωμηῶν τῆς πόλης καὶ ἐπαρχίας Λευκωσίας2 .
Κατὰ τὸν 16ο αἰώνα κόσμησε τὸν ἐπισκοπικὸ θρόνο τῆς Σολίας ὁ ἅγιος Θεοφάνης. Ὁ ἅγιος γεννήθηκε κατὰ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 15ου αἰώνα καὶ ἔγινε ἀρχικὰ μοναχὸς στὴ μονὴ τοῦ ἁγίου Γεωργίου τῶν Μαγγάνων3 . Ἡ μονὴ αὐτὴ ἀποτελοῦσε μετόχι τῆς ὁμώνυμης μονῆς στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ πρέπει νὰ ἱδρύθηκε μεταξὺ τοῦ δευτέρου μισοῦ τοῦ 11ου αἰ. καὶ τῶν ἀρχῶν τοῦ 12ου αἰ. Κατὰ τὴν παράδοση, ἀνακαινίστηκε καὶ προικοδοτήθηκε ἀπὸ τὴν Ἑλένη Παλαιολογίνα, Ἑλληνίδα σύζυγο τοῦ Φράγκου βασιλιᾶ τῆς Κύπρου Ἰωάννου Β΄, πρὸς ἐγκατάσταση Ὀρθοδόξων μοναχῶν, ποὺ εἶχαν καταφύγει στὴν Κύπρο ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη μετὰ τὴν ἅλωσή της ἀπὸ τὸν Μωάμεθ Β΄ (1453). Δυστυχῶς, κατὰ τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν τειχῶν τῆς Λευκωσίας ἐνόψει τῆς ἀναμενομένης εἰσβολῆς τῶν Τούρκων (πού, ὡς γνωστόν, πραγματοποιήθηκε τὸ 1570), οἱ Ἑνετοὶ -μεταξὺ ἄλλων ναῶν καὶ μονῶν ποὺ βρέθηκαν ἐκτὸς τῶν τειχῶν-, κατέστρεψαν καὶ τὴν ἐν λόγῳ μονή. Στὴ μονὴ λοιπὸν αὐτὴ ὁ Θεοφάνης διέπρεψε στὰ ἔνθεα ἔργα τῆς μοναχικῆς πολιτείας, διάγοντας μὲ νηστεία, ἀγρυπνία, προσευχὴ καὶ ὑπακοή, καὶ κατέστη σκεῦος ἐκλογῆς καὶ δοχεῖο τῆς Χάρης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἕνεκα τῆς ἁγιότητας καὶ τοῦ ἄμεμπτου βίου του, ἐξελέγη κατόπιν καὶ παρὰ τὴ θέλησή του ἐπίσκοπος Σολίας. Δὲν εἶναι γνωστὸ τὸ ἀκριβὲς ἔτος ἐκλογῆς τοῦ ἁγίου ὡς ἐπισκόπου καὶ κατὰ πόσον ὑπῆρξε ἄμεσος διάδοχος τοῦ Σολίας Ἰωάννη, ποὺ ἐκοιμήθη τὸ 15094 . Σύμφωνα μὲ ἔγγραφο τοῦ κρατικοῦ ἀρχείου Βενετίας, ὁ Θεοφάνης τὸ ἔτος 15325 ἦταν ἤδη ἐπίσκοπος, καθότι παρέστη ὡς ἐκπρόσωπος τῶν ἐνετικῶν πολιτικῶν καὶ θρησκευτικῶν ἀρχῶν στὴν ἐκλογὴ τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς Παναγίας Ἀχειροποιήτου τοῦ Καραβᾶ στὶς 10 Ἀπριλίου 1532 . Στὸν κώδ. Parisinus Craecus 645, φ. 47r, στὴν δεξιὰ (ἐξωτερικὴ) ὤα (περιθώριο) τοῦ ἐν λόγῳ φύλλου καὶ μὲ κατεύθυνση ἀπὸ τὰ ἄνω τὰ κάτω, ὑπάρχει ἡ σημείωση, «ὢ χαρὰς τὴς χάρ(ι)τ(ος) ταύτης», καὶ δίπλα της, μὲ διαφορετικὸ προφανῶς γραφικὸ χαρακτήρα, ἡ ὑπογραφή, «Θεοφάνης ἐλέῳ Θεοῦ ἐπίσκοπος ρωμαίων λευκοσίας», ποὺ πολὺ ὀρθὰ ἀπεδόθη στὸν ἡμέτερο ἅγιο Θεοφάνη6 .
Κάποια μέρα ὁ ἅγιος ἤλεγξε τὸν οἰκονόμο τῆς ἐπισκοπῆς του γιὰ κάποιο σφάλμα του. Αὐτὸς ὅμως, ἄνθρωπος αὐθάδης καὶ θρασύς, σὲ ἀπάντηση ράπισε μπροστὰ καὶ σὲ ἄλλους τὸν ἐπίσκοπό του! Ὁ ταπεινὸς καὶ πρᾶος Θεοφάνης, βλέποντας τὸν ὀλίγο σεβασμὸ πρὸς τὸ πρόσωπό του καὶ κρίνοντας τὸν ἑαυτό του ἀνάξιο γιὰ τὸ ὑψηλὸ ἐπισκοπικὸ λειτούργημα, ζήτησε ἀπὸ τοὺς ἀντιπροσώπους τῶν ἐνετικῶν ἀρχῶν στὸ νησὶ νὰ τοῦ ἐπιτρέψουν τὴν παραίτησή του ἀπὸ τὸν θρόνο. Παρὰ τὴν ἀρχική τους ἄρνηση, βλέποντας τὴν ἐπιμονὴ τοῦ ἁγίου, τελικὰ οἱ ἀρχὲς τοῦ ἔδωσαν τὴν ποθούμενη ἄδεια νὰ παραιτηθεῖ κατὰ τὶς ἀρχὲς τοῦ 1543, σύμφωνα μὲ τὸ σχετικὸ ἔγγραφο ἐκλογῆς τοῦ διαδόχου του ἐπισκόπου Σολίας Νεοφύτου Λογαρᾶ (1543-1568), ποὺ ἔγινε πρόσφατα γνωστό7 .
Κατόπιν ὁ Θεοφάνης ἀποσύρθηκε στὴ γνωστὴ μονὴ τοῦ Μέσα Ποταμοῦ8 , ποὺ βρίσκεται στοὺς πρόποδες τοῦ Τροόδους καὶ εἶναι ἀφιερωμένη στὸν Τίμιο Πρόδρομο, ὅπου ἔζησε μὲ μεγάλη ἄσκηση τὸ ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του. Σύμφωνα μὲ τὴ ζῶσα παράδοση, περὶ τὰ 90 μέτρα πρὸς τὰ βόρεια τῆς μονῆς ὑπῆρχε τὸ σπήλαιο, ὅπου ἀποσυρόταν κατὰ καιροὺς ὁ ἅγιος γιὰ μεγαλύτερη ἡσυχία καὶ αὐστηρότερη ἄσκηση. Ἐνῶ ἦταν ἐκεῖ στὴ μονὴ ὁ ἅγιος, εἶδε μία νύκτα ὄνειρο ὅτι κάποιος φίλος του τοῦ ἔφερε ἕνα ἀγγεῖο μὲ μέλι, πράγμα ποὺ συνέβηκε τὴν ἑπομένη τὸ πρωί. Τότε, παίρνοντας τὸ δῶρο τοῦ φίλου του, ἔχυσε μπροστά του τὸ μέλι, λέγοντας ὅτι δὲν ἤθελε νὰ συνηθίσει νὰ πιστεύει, μὲ σατανικὴ ἐνέργεια, στὰ ὄνειρα.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἔφθασε σὲ μέτρα τελειότητος, ὁ ἅγιος Θεοφάνης ἐκοιμήθη ἐν εἰρήνῃ τὸ ἔτος 1550. Περὶ τὰ 5 χρόνια μετὰ τὴν κοίμησή του, ὅταν ἔγινε ἡ ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, βρέθηκαν μερικῶς ἄφθαρτα καὶ εὐωδιάζοντα. Αὐτόπτης μάρτυρας τῆς ἀνακομιδῆς τῶν ἱερῶν του λειψάνων ὑπῆρξε καὶ ὁ βιογράφος του, Στέφανος Λουζινιανός. Ἡ κάρα του, ποὺ τοποθετήθηκε στὴ συνέχεια ἀπὸ τοὺς μοναχοὺς τῆς μονῆς τοῦ Μέσα Ποταμοῦ σὲ ἀργυρὴ λειψανοθήκη στὸ καθολικὸ τῆς μονῆς, μαρτυρεῖται ὅτι ἐνήργησε ποικίλα θαύματα.
Κατὰ τὸ ἔτος 1999, ὁ Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος ἐντόπισε στὸν ναὸ τῆς Παναγίας Χρυσοσώτειρας τοῦ χωριοῦ Τρεῖς Ἐληὲς τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου εἰκόνα τοῦ ἔτους 1689, ἔργο τοῦ ζωγράφου Λεοντίου ἐκ Λεμεσοῦ, μὲ τὴν ἐπιγραφή, «Ὁ ἅγιος Θεοφάνης ὁ Νέος», ποὺ προφανῶς εἰκονίζει τὸ ἅγιο Θεοφάνη Σόλων, ὡς τοπικὸ ἅγιο9 . Ἡ εἰκόνα αὐτὴ βρίσκεται σήμερα στὸ Ἐπισκοπεῖο τῆς Μητροπόλεως Μόρφου στὴν Εὐρύχου καὶ ἔχει ἤδη τύποις ἐκδοθεῖ.
Ἡ ἀρχικὴ ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου Θεοφάνους δὲν διασώθηκε, προφανῶς λόγῳ τῶν δίσεκτων χρόνων ποὺ ἀκολούθησαν πολὺ σύντομα μετὰ τὴν ἀνακομιδὴ τῶν λειψάνων του, δηλαδὴ τῆς τουρκικῆς εἰσβολῆς τῶν ἐτῶν 1570-1571 καὶ τῶν φοβερῶν της συνεπειῶν γιὰ τὸν πολύκλαυστο λαὸ καὶ κλῆρο τῆς νήσου. Κατὰ τὸ ἔτος 2000, ὡς ἡμέρα μνήμης τοῦ ἁγίου Θεοφάνους καθιερώθηκε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία Κύπρου ἡ 17η Μαΐου, μὲ τὴν ἔνταξη νέας πλήρους ᾀσματικῆς Ἀκολουθίας πρὸς τιμή του στὴ σειρὰ Κύπρια Μηναῖα τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου10 .
Μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ προγραμματίζεται ἡ ἀνέγερση νέου, μεγάλου ἐνοριακοῦ ναοῦ πρὸς τιμὴν τοῦ ἁγίου Θεοφάνους στὸ χωριὸ Κοράκου τῆς Μητροπόλεως Μόρφου. Εἶναι γιὰ τοῦτο, ποὺ κατὰ τὰ τελευταῖα χρόνια ἡ μνήμη τοῦ ἁγίου πανηγυρίζεται στὸν ναὸ τῆς Παναγίας Ἐλεούσης τῆς Κοράκου.
*******
[1]Τὸ κείμενο ποὺ ἀκολουθεῖ προέρχεται ἀπὸ τὸ ὑπὸ ἔκδοση βιβλίο τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου Οἱ ἐν τῇ ἐπισκοπῇ Σόλων-Μητροπόλει Μόρφου διαλάμψαντες καὶ ἐξαιρέτως τιμώμενοι ἅγιοι. Τὰ σχετικὰ μὲ τὸν βίο τοῦ ἁγίου Θεοφάνους, ἐπισκόπου Σολίας, μᾶς διέσωσε ὁ Στέφανος Λουζινιανὸς (Étienne Lusignan) στὰἔργα του Chorograffia, IV, φ.55v, Corone, IV, φ. 51β καί, Description, φφ. 59v-60r, καθὼς καὶ οἱ μεγανέστεροι τοπικοὶ χρονογράφοι –ποὺ ἐν προκειμένῳ ἀντιγράφουν τὸν Λουζινιανό–, Νεόφυτος Ροδινὸς (ΠερὶἩρῴων…, σσ. 97-99) καὶ Ἀρχιμ. Κυπριανὸς (Ἱστορία Χρονολογική…, σ. 351). Περαιτέρω βιβλιογραφία βλ. στά: Χαρίτων μοναχὸς Σταυροβουνιώτης, «Οἱ Ἅγιοι τῆς Μητροπολιτικῆς περιφερείας Μόρφου», Τόμος Μόρφου, σσ. 218-219· Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Κύπρου, Κύπρια Μηναῖα, τόμ. Ζ´(Μάιος), Λευκωσία 2000, σσ. 129-131. Ὁρισμένα νεώτερα δεδομένα ἀπὸ ἔγγραφα τοῦ κρατικοῦ ἀρχείου τῆς Βενετίας, ποὺ παραθέτουμε ἐδῶ, ὀφείλονται στὴν ἱστορικὸ-ἐρευνήτρια Νάσα Παταπίου, ποὺ τὰ παραχώρησε στὴν Ἱερὰ ΜονὴΤιμίου Προδρόμου Μέσα Ποταμοῦ πρὸς δημοσίευση ἢ δημοσίευσε ἤδη καὶ ἡ ἴδια. Εὐχαριστοῦμε κα ὶἐντεῦθεν ἀμφοτέρους.
[2] Βλ. σχετικὰ στό: Jean Darrouzès, «Évêques inconnus ou peu connus de Chypre», Byzantinische Zeitschrift, 44 (1951), σσ. 98 καὶ 100-101.
[3]Βλ. σχετικά, Δέσποινα Πηλείδου, «Μαγγάνων Γεωργίου αγίου μονή, Λευκωσία (Κύπρος)», ΜΟΧΕ, τόμ. 11, σσ. 181-182.
[4]Βλ. Ἐκκλησία Κύπρου, Διοικητικὴ Συγκρότησις τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου καὶτῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, Ἔτος 2017, Λευκωσία 2016, σ. 39.
[5]Βλ. Gilles Griveaud, «ἩΒενετία καὶ οἱ ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις στὴν Κύπρο: Ἡδιαμάχη τῆς Μονῆς Παναγίας Ἀχειροποιήτου (1527-1534)», ΕΚΜΙΜΚ, τόμ. 2, Λευκωσία 1993, σσ. 235-237 (ἔγγραφο 4).
[6]Ἡ ἐπισήμανση καὶ ἡ ἔκδοση τῆς ὑπογραφῆς αὐτῆς ὀφείλονται στὸν μακαριστὸ Jean Darrouzès, «Évêques inconnus ou peu connus de Chypre», Byzantinische Zeitschrift, 44 (1951), σσ. 98 καὶ 101, ποὺ ἀποδίδει εὔλογα τὴν ἐν λόγῳ ὑπογραφὴ στὸν ἡμέτερο ἅγιο Θεοφάνη Σολίας, λόγῳ κυπριακῆς προέλευσης τοῦ ὡς ἄνω κώδικα καὶ παλαιογραφικῆς χρονολόγησης τῆς ὑπογραφῆς αὐτῆς. Ἡ ἐκεῖ ὅμως ἔκδοση τῆς ἐνθύμησης καὶ ὑπογραφῆς περιέχει σφάλματα.
[7]Νάσα Παταπίου, «Συμεὼν ἡγούμενος Κύκκου: Ἡἐκλογή του ὡς ἀρχιεπισκόπου Κύπρου (1568)»,ΕΚΜΙΜΚ, τόμ. 11, Λευκωσία 2016, σσ. 197-198.
[8]Γιὰ τὴ μονὴ αὐτὴ γενικὰ βλ. στό: Ἱερὰ Μονὴ Τμίου Προδρόμου Μέσα Ποταμοῦ. Ἕνα Ὁδοιπορικὸ στὸν χρόνο, (ἐκδ.) Ἱερὰ Μονὴ Μέσα Ποταμοῦ, Λεμεσὸς 2017, ὅπου καὶ συναφὴς βιβλιογραφία.
[9]Βλ. Τόμος Μόρφου, σσ. 342-343.
[10]Κύπρια Μηναῖα, τόμ. Ζ´ (Μάιος), σσ. 120-1
Μνήμη των Αγίων Αποστόλων Ανδρονίκου και Ιουνίας. Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Σολόχωνος και των συν αυτώ Παμφαμήρ και Παμφυλών (17 Μαΐου)

Μνήμη των Aγίων Aποστόλων Aνδρονίκου και Iουνίας1
Εις τον Ανδρόνικον
Έθνη διδάξας Aνδρόνικος μυρία,
Προς Xριστόν ήλθεν, ος καλεί προς φως έθνη.
Εις την Ιουνίαν
Ιουνία τέθνηκε μηνί Mαΐω,
Oς πρώτός εστιν εισιών Iουνίου.
Εβδομάτη δεκάτη θάν’ Iουνίη Aνδρόνικός τε.
Oύτος ο του Xριστού Aπόστολος και Mάρτυς έδραμεν εις όλην την οικουμένην ωσάν να είχε πτερά, και ανέσπασεν από την ρίζαν την πλάνην της ειδωλομανίας. Eίχε δε ακολουθούσαν εις αυτόν και την υπερθαύμαστον Iουνίαν, η οποία είχε νεκρωθή τω κόσμω, και έζη μόνω τω Xριστώ. Όθεν και οι δύω πολλούς απίστους ετράβιξαν εις την θεογνωσίαν. Kαι τους μεν ναούς των ειδώλων, κατέστρεψαν. Eκκλησίας δε θείας έκτισαν εις κάθε μέρος, και πνεύματα ακάθαρτα από τους ανθρώπους εδίωξαν, και πάθη ανιάτρευτα ιάτρευσαν. Oύτω λοιπόν διαλάμψαντες, επλήρωσαν και αυτοί το κοινόν χρέος της φύσεως καθό άνθρωποι οπού ήτον, και διά του θανάτου προς αιώνιον ζωήν μετέβησαν. Tούτους αναφέρει και ο μέγας Aπόστολος Παύλος εν τη προς Pωμαίους Eπιστολή λέγων· «Aσπάσασθε Aνδρόνικον και Iουνίαν τους συγγενείς μου και συναιχμαλώτους μου, οίτινές εισιν επίσημοι εν τοις Aποστόλοις, οί και προ εμού γεγόνασιν εν Xριστώ» (Pωμ. ιϛ΄, 7).
Σημείωση
1. Eν δε τω χειρογράφω Συναξαριστή Iουνία γράφεται, αρσενικώς λαμβανομένου παρ’ αυτώ το όνομα της Iουνίας. Περί της ευρέσεως των λειψάνων του Aγίου τούτου Aνδρονίκου και Iουνίας, όρα εις τας εικοσιδύω Φευρουαρίου.
Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Σολόχωνος και των συν αυτώ Παμφαμήρ και Παμφυλών1
Εις τον Σολόχωνα
Φυγών Σολόχων του Σατανά τους λόχους,
Άτρωτος ήκει προς τον ύψιστον Λόγον.
Εις τον Παμφαμήρ και Παμφυλών
Θαρσείτε καν τύπτησθε Mάρτυρες δύω,
Θήσει Θεός μάλαγμα ταις πληγαίς στέφη.
Oύτος ο Άγιος ήτον μεν, κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟη΄ [298]. Eκατάγετο δε, από την Aίγυπτον, στρατιώτης ων κατά το επάγγελμα υποκάτω εις τον τριβούνον Kαμπανόν ονομαζόμενον, ομού με χιλίους άλλους στρατιώτας. Aναχωρήσας δε από την Aίγυπτον μαζί με τον Kαμπανόν, επήγεν εις την Xαλκηδόνα. Eπειδή δε ο βασιλεύς επρόσταξεν, ότι κάθε αρχιστράτηγος να αναγκάζη τους στρατιώτας του διά να θυσιάζουν εις τα είδωλα, διά τούτο ο Kαμπανός εβίαζε τους εδικούς του στρατιώτας να τελειώσουν την βασιλικήν προσταγήν. Όλοι λοιπόν οι στρατιώται επείσθησαν, τρεις δε μόνοι αντιστάθησαν, ο Σολόχων, ο Παμφαμήρ, και ο Παμφυλών, κηρύττοντες εαυτούς Xριστιανούς, και λέγοντες με βεβαιότητα, ότι εί τι βάσανον και αν λάβουν, δεν αρνούνται τον Xριστόν, αλλά μέχρι θανάτου επιμένουν εις την πίστιν αυτού. Όθεν διά τούτο, τόσον πολλά εδάρθησαν και ετιμωρήθησαν οι αοίδιμοι, ώστε οπού επρίσθησαν η πλάταις των, και το πρίσμα εφούσκωσε και ανέβη παράνω από την κεφαλήν τους. Όθεν μέσα εις τον δαρμόν αυτόν παρέδωκαν τας ψυχάς των εις τον Θεόν ο Παμφαμήρ και ο Παμφυλών. O δε Άγιος Σολόχων ολίγον ενδυναμωθείς, επικαλείτο παρρησία το όνομα του Xριστού, και εκατηγόρει τον Kαμπανόν διά την αγνωσίαν του, επειδή και ωνόμαζε θεούς τα άψυχα είδωλα. Eκ τούτου λοιπόν ο Kαμπανός θυμωθείς, επρόσταξε να ανοίξουν με το σπαθί το στόμα του Mάρτυρος, και να χύσουν μέσα εις αυτό κρασί, το οποίον είχε προσφερθή ως θυσία εις τους θεούς. O δε Άγιος εδάγκασε με τα οδόντιά του το σπαθί, και έκοψε μέρος από αυτό. Kόψας δε και τα δεσμά οπού εφόρει, εστάθη έμπροσθεν του Kαμπανού, μεγαλύνων μεν την θεότητα του Xριστού, περιπαίζων δε την κακοδαιμονίαν του άρχοντος. Tότε ήκουσε και μίαν φωνήν ελθούσαν εξ Oυρανού, η οποία επαρακίνει και εδυνάμονεν αυτόν εις το μαρτύριον.
Mετά ταύτα εσκόρπισαν κεραμίδια τραχέα εις τον τόπον του σταδίου, έπειτα δέσαντες τον Άγιον από τους πόδας, έσυραν αυτόν επτά φοραίς, επάνω εις τα τραχέα εκείνα και σκληρά κεραμίδια, από τα οποία κατατριβόμεναι αι πληγαί του Aγίου, επροξένουν εις αυτόν δριμυτάτους πόνους. Ύστερον έδεσαν τον Mάρτυρα από το δεξιόν χέρι, και εκρέμασαν αυτόν από ένα δοκάρι του οσπητίου. Aπό δε το αριστερόν του πόδι εκρέμασαν μίαν βαρείαν πέτραν. Όθεν ο Άγιος βασανιζόμενος με την βάσανον ταύτην από την έκτην ώραν έως την δεκάτην, δεν επείθετο να αρνηθή τον Xριστόν. Ύστερον δε έκοψαν το σχοινίον με δρεπάνι, και πεσών ο Άγιος κάτω, εστάθη όρθιος εις τους πόδας του. Όταν δε ενύκτωσεν, εθυμώθη πολλά ο Kαμπανός, πως δεν εδυνήθη να καταπείση τον Άγιον. Όθεν πέρνωντας ένα καλάμι, με το οποίον έγραφεν, έμπηξεν αυτό μέσα εις το αυτί του Aγίου, και σπρώξας με βίαν, διεπέρασεν αυτό έως εις το ενδότερον μέρος της κεφαλής του. Kαι αυτός μεν επήγε διά να μοιράση το σιτηρέσιον εις τους στρατιώτας του, οι δε παρευρεθέντες εκεί Xριστιανοί, επήραν τον Άγιον επάνω εις ξυλοκρέββατον, επειδή παρελύθησαν όλα τα μέλη του, και δεν εδύνετο πλέον να περιπατή, και έτζι επήγαν εις ένα οσπήτιον μιάς χήρας. Eκεί λοιπόν ο Άγιος φαγών ολίγον ψωμί, ευχήθηκε τους παρεστώτας Xριστιανούς, έπειτα αναβλέψας εις τον ουρανόν, παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν του εις χείρας Θεού, παρ’ ου και τον στέφανον έλαβε της αθλήσεως2.
Σημειώσεις
1. Eν άλλοις δε ούτος γράφεται, Παμφαλιών.
2. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις τετυπωμένοις Mηναίοις, η μνήμη Hρακλείου, Παυλίνου, και Bενεδίμου, επειδή αυτοί εορτάζονται κατά την δεκάτην ογδόην του παρόντος Mαΐου, όπου και το Συναξάριον αυτών γράφεται. Oμοίως περιττώς γράφεται και η μνήμη των δύω Aλεξάνδρων, δύω Διονυσίων, Aγαπίου, Tιμολάου, Pωμύλου και Πλησίου. Oύτοι γαρ εορτάζονται κατά την δεκάτην πέμπτην του Mαρτίου, όπου γράφεται και το τούτων Συναξάριον. Oμοίως περιττώς γράφεται εδώ η ανάδειξις της εν Kαμουλιανοίς αχειροποιήτου εικόνος. Tαύτης γαρ η εύρεσις και το Συναξάριον γράφεται κατά την ενάτην του Aυγούστου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 16 Μαΐου 2025

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
10: 44-48; 11: 1-10
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, λαλοῦντος τοῦ Πέτρου τὰ ῥήματα ταῦτα ἐπέπεσε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐπὶ πάντας τοὺς ἀκούοντας τὸν λόγον. Καὶ ἐξέστησαν οἱ ἐκ περιτομῆς πιστοὶ ὅσοι συνῆλθον τῷ Πέτρῳ, ὅτι καὶ ἐπὶ τὰ ἔθνη ἡ δωρεὰ τοῦ ᾿Αγίου Πνεύματος ἐκκέχυται· ἤκουον γὰρ αὐτῶν λαλούντων γλώσσαις καὶ μεγαλυνόντων τὸν Θεόν. Τότε ἀπεκρίθη ὁ Πέτρος· μήτι τὸ ὕδωρ κωλῦσαι δύναταί τις τοῦ μὴ βαπτισθῆναι τούτους, οἵτινες τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔλαβον καθὼς καὶ ἡμεῖς; Προσέταξέ τε αὐτοὺς βαπτισθῆναι ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου. Τότε ἠρώτησαν αὐτὸν ἐπιμεῖναι ἡμέρας τινάς. ῎Ηκουσαν δὲ οἱ ἀπόστολοι καὶ οἱ ἀδελφοὶ οἱ ὄντες κατὰ τὴν Ἰουδαίαν ὅτι καὶ τὰ ἔθνη ἐδέξαντο τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ. Ὅτε δὲ ἀνέβη Πέτρος εἰς Ἰερουσαλήμ, διεκρίνοντο πρὸς αὐτὸν οἱ ἐκ περιτομῆς λέγοντες ὅτι· πρὸς ἄνδρας ἀκροβυστίαν ἔχοντας εἰσῆλθες καὶ συνέφαγες αὐτοῖς. Ἀρξάμενος δὲ Πέτρος ἐξετίθετο αὐτοῖς καθεξῆς λέγων· Ἐγὼ ἤμην ἐν πόλει Ἰόππῃ προσευχόμενος καὶ εἶδον ἐν ἐκστάσει ὅραμα, καταβαῖνον σκεῦός τι ὡς ὀθόνην μεγάλην τέσσαρσιν ἀρχαῖς καθιεμένην ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἦλθεν ἄχρις ἐμοῦ· εἰς ἣν ἀτενίσας κατενόουν καὶ εἶδον τὰ τετράποδα τῆς γῆς καὶ τὰ θηρία καὶ τὰ ἑρπετὰ καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ. Ἤκουσα δὲ φωνῆς λεγούσης μοι· Ἀναστάς, Πέτρε, θῦσον καὶ φάγε. Εἶπον δέ· Μηδαμῶς, Κύριε, ὅτι πᾶν κοινὸν ἢ ἀκάθαρτον οὐδέποτε εἰσῆλθεν εἰς τὸ στόμα μου. Ἀπεκρίθη δὲ μοι φωνὴ ἐκ δευτέρου ἐκ τοῦ οὐρανοῦ· Ἃ ὁ Θεὸς ἐκαθάρισε σὺ μὴ κοίνου. Τοῦτο δὲ ἐγένετο ἐπὶ τρίς, καὶ πάλιν ἀνεσπάσθη ἅπαντα εἰς τὸν οὐρανόν.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Δ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
8: 21-30
Εἶπεν ὁ Κύριος πρὸς τοὺς ἐληλυθότας πρὸς αὐτὸν Ἰουδαίους· Ἐγὼ ὑπάγω καὶ ζητήσετέ με, καὶ ἐν τῇ ἁμαρτίᾳ ὑμῶν ἀποθανεῖσθε· ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν. ἔλεγον οὖν οἱ Ἰουδαῖοι· Μήτι ἀποκτενεῖ ἑαυτόν, ὅτι λέγει, ὅπου ἐγὼ ὑπάγω, ὑμεῖς οὐ δύνασθε ἐλθεῖν; καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Ὑμεῖς ἐκ τῶν κάτω ἐστέ, ἐγὼ ἐκ τῶν ἄνω εἰμί· ὑμεῖς ἐκ τοῦ κόσμου τούτου ἐστέ, ἐγὼ οὐκ εἰμὶ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. εἶπον οὖν ὑμῖν ὅτι ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν· ἐὰν γὰρ μὴ πιστεύσητε ὅτι ἐγώ εἰμι, ἀποθανεῖσθε ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. ἔλεγον οὖν αὐτῷ· Σὺ τίς εἶ; καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Τὴν ἀρχὴν ὅ,τι καὶ λαλῶ ὑμῖν. πολλὰ ἔχω περὶ ὑμῶν λαλεῖν καὶ κρίνειν· ἀλλ’ ὁ πέμψας με ἀληθής ἐστι, κἀγὼ ἃ ἤκουσα παρ’ αὐτοῦ, ταῦτα λέγω εἰς τὸν κόσμον. οὐκ ἔγνωσαν ὅτι τὸν πατέρα αὐτοῖς ἔλεγεν. εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· Ὅταν ὑψώσητε τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τότε γνώσεσθε ὅτι ἐγώ εἰμι, καὶ ἀπ’ ἐμαυτοῦ ποιῶ οὐδέν, ἀλλὰ καθὼς ἐδίδαξέ με ὁ πατὴρ μου, ταῦτα λαλῶ. καὶ ὁ πέμψας με μετ’ ἐμοῦ ἐστιν· οὐκ ἀφῆκέ με μόνον ὁ πατὴρ, ὅτι ἐγὼ τὰ ἀρεστὰ αὐτῷ ποιῶ πάντοτε. Ταῦτα αὐτοῦ λαλοῦντος πολλοὶ ἐπίστευσαν εἰς αὐτόν.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Πάπας και Ορθοδοξία
Πηγή: trelogiannis.blogspot.com
Λουκάς Αθανασιάδης: Πάπας και Ορθοδοξία
Με αφορμή την επίσκεψη του ποντίφηκος Ρώμης
στη Νήσο των Αγίων και την Ελλάδα (πρώτη δημοσίευση: Δεκέμβριος 2021)
Δεν γνωρίζω τι σημασία μπορεί να έχει το κείμενό μου αυτό, ενόψει της μετάβασης του ποντίφηκα Ρώμης στην Κύπρο και την Ελλάδα μας —για λόγους καθαρά πολιτικούς και propaganda fidei—, μέσα σε μιά κοινωνία εκκοσμικευμένη, δογματικά αποχρωματισμένη και, τα τελευταία δύο χρόνια, ιδιαίτερα ταλαιπωρημένη, απογοητευμένη και συγχυσμένη… Θεώρησα όμως καλό, με αφορμή το γεγονός αυτό, που κινητοποίησε Κυβερνήσεις, αστυνομίες, κόσμο, να χαράξω τις γραμμές αυτές, μάλλον να πω δυο λόγια προοιμιάζοντας ένα ωραιότατο, τεκμηριωμένο και θεολογικώτατο κείμενο της σοφής και σεβαστής Γερόντισσας μοναχής Ευθυμίας, Ηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας. Κι αυτά πάλιν τα προιμιακά μου είναι… κλεψιμέϊκα —η μόνη κλοπή που, όχι μονάχα επιτρέπεται, αλλ᾽ είναι και ευλογημένη!— δηλαδή παραθέματα αγίων Πατέρων σχετικά με τους Δυτικούς χριστιανούς, τις πλάνες και αιρέσεις τους.
Ίσως τα παρόντα θεωρηθούν υπερβολής φθόγγοι, κακίας τόνοι και ψεκασμένου ψεκάδες… Όμως, μιλώντας όχι συναισθηματικά αλλά θεολογικά, πατερικά και ιστορικά, η αλήθεια είναι πικρή, πικρότατη: Οι Δυτικοί ή, ορθότερα, παπικοί —που κάκιστα και αυτόβουλα οικειοποιήθηκαν το όνομα «Καθολικοί» ή «Ρωμαιοκαθολικοί», καθώς καθολικοί είναι πράγματοι οι Ορθόδοξοι χριστιανοί και μόνον, ως μέλη της μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας— έχουν περιπέσει διαχρονικά σε πλείστες όσες αιρέσεις, κακοδοξίες, αλλοδοξίες και έχουν διαπράξει πλείστα όσα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, εξαιρέτως κατά των Ορθοδόξων χριστιανών, για τα οποία «επιλείψει με ο χρόνος διηγούμενον». Στα πάμπολλα όσα της σχετικής βιβλιογραφίας παραπέμπω τον φιλομαθή αναγνώστη στα εξής τρία σημαντικά, αποκαλυπτικά και συνοπτικά νεώτερα βιβλία, όπου θα πιστωθεί αναμφιβόλως του λόγου το ασφαλές: α. Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός, Ἀθῆναι 1988· β. Σ. Νόσωφ, Ὁ Παπισμὸς καὶ οἱ ἀγῶνες του κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας, μετάφρ. Χαρ. Ἰ. Ἀσιώτη 1997· γ. Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, Πῶς ἔγινε ὁ Πάπας ἀλάθητος, Ἀθῆναι-Τρίκαλα 2002.
Μόνο επιγραμματικώτατα, για να μην ξεφύγω από το θέμα μου, να σημειώσω τις παπικές αιρέσεις και πλάνες: Του Filioque (δηλ. της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού, δόγμα που εισάγει δυαρχία στην Αγία Τριάδα), του πλαστού «Πρωτείου» και του «αλαθήτου» του εκάστοτε πάπα, με την κατάργηση έτσι του Ορθοδόξου Συνοδικού θεσμού, του «καθαρτηρίου πυρός», της «άσπιλης σύλληψης» της Θεοτόκου και της Μαριολατρείας ευρύτερα, που όχι μόνον δεν τιμά τη Θεοτόκο αλλά τη βλασφημεί, την τέλεση της Θ. Λειτουργίας με άζυμο άρτο αντί με ένζυμο όπως την τέλεσε και παρέδωσε ο ίδιος ο Χριστός κατά το Μυστικό Δείπνο, την υποχρεωτική αγαμία του κλήρου, την κατάργηση και αλλοίωση των νηστειών, την κατά το δοκούν απόρριψη αγίων η ένταξη οικειοβούλως αγίων στο αγιολόγιο κ.λπ., κ.λπ. κ.λπ. Και ο κατήφορος δεν έχει, αλίμονο, τελειωμό…
Αλλά, ας δανεισθούμε μικρά αποσπάσματα από τον θεοφόρο κάλαμο των αγίων της Εκκλησίας μας Πατέρων, σχετικά με το θέμα μας:
α. Μέγας Βασίλειος (ο άγιος αναφέρεται στην πολεμική κατά των Ορθοδόξων και την εις μάτην —ως αείποτε— αναμενόμενη εκ Δύσεως βοήθεια): «Εάν συνεχισθή η εναντίον μας οργή του Θεού, ποια βοήθεια μπορεί να μας προσφέρη η Δυτική αλαζονεία και υπεροψία; Αυτοί ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε θέλουν και ανέχονται να την μάθουν, αλλά καθώς είναι προκατειλημμένοι από αστηρίκτους υποψίας… εμάχοντο εκείνους που τους έλεγαν την αλήθειαν και εστήριζαν την αίρεσιν με την στάσιν τους. Εγώ μάλιστα σκέπτομαι να γράψω προς τον πρώτον (τον τότε πάπα Ρώμης Δάμασον) και κορυφαίον από αυτούς… ότι ούτε την αλήθειαν γνωρίζουν, ούτε καταδέχονται να ακολουθήσουν την οδόν δια της οποίας θα ηδύναντο να την μάθουν… και να μην θεωρούν ως αρετήν την υπερηφάνειαν, η οποία είναι αμάρτημα αρκετόν να δημιουργήση, από μόνον του αυτό, έχθραν προς τον Θεόν» (Μεγάλου Βασιλείου, Έργα, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, 1, σ. 304).
Άγιος Μάρκος ο Ευγενικός: «Εμείς δι’ ουδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων, αλλά διότι είναι όχι μόνον Σχισματικοί, αλλά και Αιρετικοί. Δια τούτο σας παρακαλώ· αποφεύγετε τους Παπικούς όπως φεύγει κάποιος από φίδι και από προσώπου πυρός, αλλά και τους ‘‘Ορθοδόξους’’ που σχετίζονται με παπικούς. Όσο πιο μακρυά φεύγει κανείς απ’ αυτούς τους ‘‘Ορθοδόξους’’, τόσο πιο κοντά έρχεται εις τους Αγίους Πατέρες. Ενώ όσο πιο κοντά τους έρχεται, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται από τους Αγίους μας. Δεν χωρεί καμμία συγκατάβασις σε ό,τι έχει σχέση με την Ορθόδοξη Πίστη μας.»
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: «Ο ένας αντίχριστος είναι ο Πάπας, και ο άλλος είναι αυτός που είναι στο κεφάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του (εννοούσε ο άγιος τον Μωάμεθ και τους Οθωμανούς κατακτητές)· το καταλαβαίνετε, μα λυπηρόν είναι να σας το ειπώ, διότι αυτοί οι αντίχριστοι είναι εις την απώλειαν, καθώς το έχουν» (Διδαχή 8η). «Τον Πάπα να καταράσθε, διότι αυτός θα είναι η αιτία του κακού» (90ή Προφητεία).
Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς: «Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: Του Αδάμ, του Ιούδα και του Πάπα» (Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς, Άνθρωπος και Θεάνθρωπος).
Πριν παραθέσουμε το προαναφερθέν άρθρο της Γερόντισσας Ευθυμίας, πρέπει να τονίσουμε πως δυστυχώς ορισμένοι νεοέλληνες θεολόγοι και διαβασμένοι θέλησαν κατά το πρόσφατο παρελθόν να αμφισβητήσουν την αυθεντικότητα της ανωτέρω προφητείας του αγίου Κοσμᾶ του Αιτωλού («Τον Πάπα να καταράσθε, διότι αυτός θα είναι η αιτία του κακού»), πιθανώτατα από δογματικές προϋποθέσεις, ή και άλλες. Όμως εν προκειμένω η ζώσα μας παράδοση, προφορική και γραπτή, μέσω δηλαδή της ευλογημένης χειρόγραφης παράδοσης, διακηρύττει στεντορίᾳ τη φωνή την αυθεντικότητα της αληθέστατης τούτης προφητικής ρήσης του θεόπτου και θεοφόρου Πατροκοσμά.
Όμως οι συκοφάντες ξεσκεπάζονται και γελοιοποιούνται και από ένα αγνό ήρωα της πίστης και της πατρίδας, τον ευλογημένο Μακρυγιάννη, σχεδόν σύγχρονο με τον άγιο Κοσμά, που και επαναλαμβάνει την προφητική του ρήση, «τον πάπα να καταράσθε». Παραθέτουμε αμέσως στη συνέχεια το σχετικό απόσπασμα των λόγων του Μακρυγιάννη:
«…Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον.
Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας».
Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα.
Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι: «Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω».
Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν. Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του.
«τον Πάπαν να καταράσθε ως αίτιον».
Θέλω να το βλέπω κοντά στα’ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας. Τρομάρα τους!!!
Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί.
Και βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες…».
Μήπως κι ο Μακρυγιάννης λέει ψέματα;
Μοναχής Ευθυμίας, Ηγουμένης της Ιεράς Μονής Αγίου Κοσμά Θέρμου Αιτωλοακαρνανίας
Η διδαχή του αγίου Κοσμά «τον Πάπα να καταράσθε»
(Πηγή: Εφημερ. Ορθόδοξος Τύπος, έτος Ν´, αρ. Φύλ. 1842, 30.07.2010, σ. 7)
Ἂν ἀπὸ ὁποιοδήποτε ὑμνολόγημα πρὸς τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλὸ ἀφαιρεθῆ ἡ δύναμις τῆς ὀρθοδόξου βιωτῆς καὶ ὁμολογίας του, τὸ ὑμνολόγημα τοῦτο καὶ ὁ ἔπαινος πρὸς αὐτὸν καταντᾶ ἕνας ἀνάλατος ἄρτος ἢ ὅπως λέγει τὸ Εὐαγγέλιο “ἄναλον ἅλας” (Μᾶρκ. θ´ 50). Πρὸ ὀλίγων ἡμερῶν ἔλαβα γνῶσι γιὰ δύο ἐπιστολές, ποὺ εἶναι καταχωρημένες στὸ περιοδικὸ “Τὰ Νιάτα” ποὺ ἐκδίδεται στὴν Ἀθήνα (φ. Σεπτ. – Ὀκτ. 2009, σελ. 168) καὶ διαλέγονται διὰ τὴν μὴ ἐγκυρότητα τῆς προφητείας τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ “τὸν Πάπαν νὰ καταρᾶσθε, διότι αὐτὸς θὰ εἶναι ἡ αἰτία” (Συλλογὴ Καντ. 90). Τὶς ἐπιστολὲς αὐτὲς ἀναδημοσίευσε τὸ περιοδικὸ “Σπίθα” (φ. 683/Ἀπρίλιος 2010). Κάποιος γνωστός μου μοῦ ἔδωσε τὸ φύλλο τοῦτο καὶ μὲ ὤθησε νὰ γράψω ἕνα ἄρθρο σχετικὰ μὲ αὐτὸ τὸ θέμα, διότι γνωρίζει ὅτι ἔχω ἀσχοληθῆ ἰδιαίτερα μὲ τὶς Προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ στὴ μελέτη μου “Οἱ Προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ μέσα στὴν Ἱστορία” (2004, ἐκδ. “Τῆνος”).
Σκέφθηκα μάλιστα νὰ στείλω τὸ παρὸν ἄρθρο νὰ δημοσιευθῆ στὸ περ. “Χριστιανικὴ Βιβλιογραφία” (ἕνεκα τῆς συνεργασίας μου διὰ τὶς ἐκδόσεις τῶν βιβλίων μου μὲ τὸν ἐκδ. οἶκο “Τῆνος”) ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες χριστιανικὲς ἐφημερίδες καὶ περιοδικά• καὶ τοῦτο, διότι αἰσθάνομαι τὸν ἑαυτό μου ὑποχρεωμένο ἀπέναντι τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, τοῦ Ἰσαποστόλου καὶ Διδάχου.
Κατ᾽ ἀρχὴν ὁ π. Εἰρηναῖος, προκειμένου νὰ ἀμφισβήτηση τὴν ἐγκυρότητα τῆς προφητείας αὐτῆς τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, κάνει μιὰ ἀναφορὰ στοὺς λόγους τοῦ Κυρίου, ὅταν συμπλήρωνε τὸν παλαιὸ νόμο: “Ἠκούσατε τί ἐρρέθη τοῖς ἀρχαίοις ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου καὶ μισήσεις τὸν ἐχθρόν σου. Ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν, ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, εὐλογεῖτε τοὺς καταρωμένους ὑμᾶς…” (Ματθ. ε´ 4)• καὶ στοῦ Ἀποστόλου Παύλου τὴν διδαχὴ πρὸς Ρωμαίους (ιβ´ 14): “εὐλογεῖτε τοὺς διώκοντας ὑμᾶς, εὐλογεῖτε καὶ μὴ καταρᾶσθε”. Ὅμως ξεχνᾶ ὁ π. Εἰρηναῖος ὅτι καὶ στὶς δύο αὐτὲς περιπτώσεις θίγονται οἱ διαπροσωπικὲς σχέσεις τῶν χριστιανῶν μετὰ τῶν συνανθρώπων τους. Ἀφοροῦν ἀκόμα καὶ στὴ στάσι τῶν χριστιανῶν κατὰ τοὺς διωγμοὺς ἐναντίον τους, ὅταν θὰ ἄγωνται μπρός σὲ βασιλεῖς καὶ ἡγεμόνες, γιὰ νὰ ὁμολογήσουν Χριστόν. Τὰ ἴδια λέγει στὴν διδαχή του καὶ ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς. Τονίζει τὴν ὀφειλομένη ἀγάπη πρὸς ὅλους, Ἕλληνες, Τούρκους, πρὸς κάθε ἄνθρωπο, ἄλλα καὶ τὴν ὑποχρέωση τῆς τηρήσεως τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἔστω κι ἂν ὁδηγηθοῦν στὸ μαρτύριο οἱ χριστιανοὶ γιὰ τὴν πίστι τους.
Ὅταν ὅμως πρόκειται καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπο νὰ βλαβῆ, νὰ ἀλλοιωθῆ, νὰ δεχθῆ παραφθορά, νὰ νοθευθῆ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα, τὸ Εὐαγγέλιο δηλ. τῆς Ἀληθείας, τὰ πράγματα ἀλλάζουν. Μήπως δὲν γνωρίζη ὁ ἐπιστολογράφος τί ἔκανε ὁ ὑμνογράφος τῆς ἀγάπης (Α´ Κορ. ιβ´ 1 κ.ἑ.) Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν εἶδε ὅτι κάποιοι ἐπεδίωκαν “μεταστρέψαι τὸ Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ”; Ἔγραψε στοὺς Γαλάτες (Γαλ. Α´ 7–10): “εἴ τις ὑμᾶς εὐαγγελίζεται παρ᾽ ὃ παρελάβετε, ἀνάθεμα ἔστω”. Ἀναθεμάτισε.Τὴν ἀγάπη ἔλυσε ἢ μήπως διεφύλαξε τὴν ἀκεραιότητα τῆς πίστεως δι᾽ ἀναθέματος; Μόνο κατάρα εἶναι τὸ ἀνάθεμα; Καὶ τοῦτο διότι τὸ κήρυγμα τῶν Ἀποστόλων ἦταν Πνευματέμφορον “…ἡ δὲ τοῦ Πνεύματος βλασφημία οὐκ ἀφεθήσεται τοῖς ἀνθρώποις” (Ματθ. ιβ´ 31). “Οὐκ ἀφεθήσεται” ἡ διαστροφὴ τῆς Ἀληθείας.
Ὁ ἴδιος πάλι Ἀπόστολος δίδει ἐντολὴ στὸν μαθητή του Ἀπόστολο Τίτο: “αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος” (Τίτ. ι´ 10). “Οὐκ ἀνέγνωτε τί ἐποίησε” ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ὅταν Ἐλύμας ὁ Μάγος ἐμπόδιζε τοὺς Ἀποστόλους Βαρνάβα καὶ Παῦλον νὰ κηρύξουν τὸ Εὐαγγέλιο στὸν ἀνθύπατο Σέργιο Παῦλο, ποὺ ἐζήτησε νὰ ἀκούση τὸν λόγο τοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος; Ἀφοῦ τὸν ἤλεγξε πρῶτα ὅτι “διαστρέφει τὰς ὁδοὺς τοῦ Κυρίου τὰς εὐθείας” προσέθεσε: “καὶ νῦν ἰδοὺ χεὶρ τοῦ Κυρίου ἐπί σε καὶ ἔσῃ τυφλός, μὴ βλέπων τὸν ἥλιον… καὶ ἔπεσεν ἐπ᾽ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος…” (Πρ. ιγ´ 4–13).
Καὶ ὁ Ἀπόστολος Πέτρος, ὅταν κατεδίκασε εἰς ἀπώλειαν τὸν Σίμωνα τὸν μάγο, διότι τὴν δωρεὰν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐθεώρησε “διὰ χρημάτων κτᾶσθαι” (Πρ. η´ 20 κ.ἑ.), ἀγάπη δὲν εἶχε ἢ ὤφειλε νὰ διαφύλαξη ἀλώβητη τὴν Κυριακὴ ἐντολὴ πρὸς τοὺς Ἀποστόλους; (Ματθ. ι´ 9κ.ἑ.).
Προηγεῖται πάντα ἡ ἀκεραιότης τῶν δογμάτων τῆς Πίστεως. Ἢ, ὅταν ὁ ἴδιος ἐτιμώρησε διὰ θανάτου τὸ ζεῦγος Ἀνανία καὶ Σαπφείρας, ἐπειδὴ ἐψεύσθησαν εἰς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, (Πρ. ε´ 1–12) τὸ ἔκανε ἀπὸ ἔλλειψι ἀγάπης;
Διὰ τὴ διαφύλαξι τῆς Ἀλήθειας οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι κατεδίκασαν τοὺς αἱρετικοὺς τῆς ἐποχῆς τους. Διὰ τὴν διαφύλαξι τῆς Ἀληθείας (Ὀρθοδόξου Πίστεως) κατεδίκασαν οἱ Ἱ.Σύνοδοι ὅλους τοὺς Αἱρετικοὺς (Διόσκουρο, Σαβέλλιο, Σεβῆρο, Νεστόριο, Ἄρειο καὶ λοιπούς). Ἀκόμα καὶ συγγραφὲς ἀποκλίνουσες ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξο Ἀλήθεια, διάφορες διδασκαλίες, ποὺ νόθευαν τὴν παραδοθεῖσα διὰ τῶν Ἁγίων Ἀπόστολων πίστι, κατεδίκασαν οἱ Οἰκουμενικὲς ἢ καὶ οἱ τοπικὲς Σύνοδοι.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι ὁ Ἅγιος Νικόλαος κατὰ τὴν Α´ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο ἐρράπισε τὸν Ἄρειο. Τὸ μεγαλύτερο ράπισμα ὅμως τοῦ τὸ ἔδωσε ὁ Θεὸς μὲ τὸν τρόπο, ποὺ ἐτελείωσε τὴ ζωή του. Ἡ “κατάρα” λοιπὸν διὰ τὸν Πάπα, ποὺ δίδαξε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς, δὲν εἶναι ἔλλειψι ἀγάπης ἀλλὰ ὤθησι διαφυλάξεως ἀλωβήτου τοῦ Ἀποστολικοῦ Εὐαγγελικοῦ κηρύγματος τῆς Ὀρθόδοξου Πίστεως τῆς Μιᾶς Ἐκκλησίας. Αὐτὲς οἱ ἐνστάσεις δείχνουν μόνο φιλοπαπικίζοντα φρονήματα, τὰ ὁποῖα ἐξ ἄλλου τὰ γνωρίσαμε σὲ διάφορες καταστάσεις, τῶν προμηνυμάτων “τοῦ χαλασμοῦ”…
Ἄλλο ἕνα σημεῖο, ποὺ ἐνόχλησε τὸν πρῶτο ἐπιστολογράφο, εἶναι ἡ καταγραφὴ τοῦ χειρογράφου τῆς Διδαχῆς τοῦ Κώδικος 29 τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης, στὸ ὁποῖον ἀναφέρεται ὅτι ὁ ἕνας Ἀντίχριστος εἶναι ὁ Πάπας καὶ ὁ ἄλλος “αὐτὸς ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας”, δηλ. ὁ Μωάμεθ– Τοῦρκος. Καὶ δὲν ἀποδέχεται τὸ πρῶτο μέρος τῆς προτάσεως, διότι δῆθεν ἔχει προστεθῆ ἐκ τῶν ὑστέρων, διότι ὅπως σημειώνει, ἡ διδαχὴ ἔχει ἀπὸ μνήμης γραφῆ μετὰ 30–40 χρόνια. Δὲν μοῦ λέτε, τὰ ἱστορικὰ γεγονότα, ποὺ κατεγράφησαν στὴν ὁποιαδήποτε ἱστορία, κατεγράφησαν τὴν ὥρα τῆς ἐξελίξεως τῶν διαφόρων γεγονότων (πολέμων κ.λπ.) ἢ ἐκ τῶν ὑστέρων; Ἡ Ἱστορία λοιπὸν βασίζεται στὴ μνήμη καὶ στὴν παράδοσι τῶν γεγονότων, ποὺ γράφτηκαν λίγο ἢ πολὺ μεταγενέστερα ἀπὸ μνήμης ἢ ἀπὸ παράδοσι ἢ ἀπὸ κάποια στοιχεῖα ποὺ διαφυλάχτηκαν σὲ ἀρχεῖα κ.λπ.. Ἔτσι γράφτηκε ἡ Ἱστορία ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὴν συγγραφὴ τῶν τεσσάρων Ἱερῶν Εὐαγγελίων.
Σαράντα χρόνια μετὰ τὴν Ἀνάστασι τοῦ Κυρίου ἐγράφη ἕνα ἐξ αὐτῶν καὶ ἀκολούθησε ἡ συγγραφὴ καὶ τῶν λοιπῶν Εὐαγγελίων, διὰ τῆς Πνευματοκίνητης γραφίδος τῶν Ἁγίων Εὐαγγελιστῶν, αὐτοπτῶν μαρτύρων τῆς Ἀλήθειας. Σχετικὰ πρὸς τὴν συγγραφὴ ἢ, καλύτερα, καταγραφὴ τῶν διδαχῶν τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ θέλω νὰ σημειώσω ὅτι αὐτὴ ἔγινε ἀπὸ τοὺς ἄμεσους μαθητὲς τοῦ Μεγάλου Διδάχου, ἐνόσω αὐτὸς δίδασκε. Εἶναι γνωστὸ δὲ ὅτι τὸ ἱεραποστολικὸ “καραβάνι” τῆς ὀργανωμένης ἱεραποστολῆς τοῦ Ἰσαποστόλου, μαζὶ μὲ ὅσα ἄλλα πράγματα μετέφερε, χρήσιμα γιὰ τὴν ἀποστολικὴ ἐργασία τοῦ Πατροκοσμᾶ, μετέφερε καὶ χαρτιὰ καὶ μολύβια, ποὺ ὁ Ἅγιος τὰ ἔδινε σὲ μαθητές του γιὰ τὴν καταγραφή. Ζηλευτὴ ὀργάνωσι ἱεραποστολικοῦ σταθμοῦ! Πρέπει δὲ ὁ ἴδιος νὰ ἔλεγχε τὶς ἄμεσες αὐτὲς καταγραφές, οἱ ὅποιες στέλνονταν γιὰ νὰ διαβαστοῦν σὲ διάφορους Ἱ. Ναοὺς τῆς Στερεᾶς καὶ τῆς Πελοποννήσου, ὅπως μᾶς πληροφορεῖ ὁ Σάθας.
Μάλιστα ἀπὸ τὰ Γενικὰ Ἀρχεῖα τοῦ Βενετικοῦ Κράτους μαθαίνομε πὼς ἕνα τέτοιο γραπτὸ κήρυγμα τοῦ Διδάχου κάποιας καταγραφῆς κατόρθωσε ὁ Προβλεπτὴς τῶν Ἰονίων νήσων νὰ μὴ διαβαστῆ σὲ Ἱ. Ναὸ τῆς Πρέβεζας. Οἱ Βενετοὶ δὲν ἐπέτρεπαν στὸν Διδάχο νὰ πλησίαση στὶς κτήσεις τους, εἶχαν μάλιστα βάλει κατάσκοπο, τὸν Ἀνδρέα Μαμωνᾶ τὸν Κερκυραῖο, νὰ τὸν δολοφονήση. Προσπάθησε ἐπὶ διετία, ἄλλα δὲν τὸ κατάφερε, μόνο βρῆκε καὶ παρέδωσε μιὰ καταγεγραμμένη διδαχὴ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ στοὺς Βενετούς, ποὺ εἶναι καταχωρημένη στὸ ἐν λόγῳ Ἀρχεῖο. Μᾶλλον τοὺς ἐνοχλοῦσε ἡ περὶ Πάπα προφητεία–διδαχὴ τοῦ Ἰσαποστόλου.
Ἀπὸ τὰ ἴδια Ἀρχεῖα ἀντλοῦμε πληροφορίες διὰ τὴν ἐξαιρετικῆς τέχνης διδαχικὴ ἱκανότητα τοῦ Ἁγίου, γιὰ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ ἀκροατῶν τοῦ (6.000, 10.000, 11.000, 15.000 ἄνθρωποι) καὶ γιὰ τὴν ἐπίδραση ποὺ εἶχε στὰ πλήθη. Τὰ σαγήνευε. Ὅ,τι τοὺς ζητοῦσε τὸ ἔκαναν παρευθύς. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς συντηροῦσε πάντα κοντά του μιὰ ἄτυπη Σχολὴ Ἱεροκηρύκων, τὰ μέλη τῆς ὁποίας μόνιμα τὸν ἀκολουθοῦσαν, γιὰ νὰ μαθαίνουν νὰ κηρύττουν. Αὐτοὺς τοὺς ἔστελνε νὰ κηρύττουν ἢ νὰ διαβάζουν στοὺς Ἱ. Ναοὺς τὶς διάφορες καταγραφόμενες διδαχές. Αὐτὰ ποὺ σημειώνω εἶναι τεκμηριωμένα1.
Ἐπανέρχομαι στὴ διδαχὴ τοῦ Κώδικα 29 τῆς Φιλοσοφικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης. Πιστεύω πὼς ὁ πάπα–Στάμος ἐκ Κλαποῦς Καλαμπάκας διάβασε, μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου, κήρυγμα–διδαχὴ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ ἀπὸ καταγραφή, ποὺ εἶχε γίνει κατὰ τὴν διάρκεια τῆς διδαχῆς, ποὺ ἔκανε ὁ Διδάχος, ὅταν πέρασε ἀπὸ κεῖνα τὰ μέρη. Ἡ καταγραφὴ ἔγινε εἴτε ἀπὸ τὸν πάπα-Στάμο εἴτε ἀπὸ καταγραφέα μαθητὴ τοῦ Ἁγίου. Τὰ δύο σημειώματα ἀνήκουν στὸν πάπα–Στάμο2.
Ἀπὸ τὴν ὡραία φιλολογικὴ ἐργασία τοῦ κ. Ἰωάννου Μενούνου βλέπομε πὼς ἡ διδαχὴ αὐτὴ συγγενεύει μὲ τὴν δ´ διδαχὴ ἐκδόσεως Ἀποστολιᾶ, μὲ τὸ χειρόγρ. 12 Λευκοπηγῆς καὶ ἄλλους κώδικες. Τὴν φιλολογικὴ ἐργασία τοῦ Ἰω. Μενούνου “Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ Διδαχὲς καὶ βιογραφία” (2002 Ἀθήνα, ἐκδ. “Ἀκρίτας”) χρησιμοποιήσαμε καὶ ἐμεῖς στὴ βιβλιογραφία μας γιὰ τὶς ἐργασίες, ποὺ κάναμε γιὰ τὸν Ἅγιο Κοσμᾶ τὸν Αἰτωλό. Ὅμως ξαφνικὰ ὁ β´ ἐπιστολογράφος, ὁ κ. Ἰωάννης Μενοῦνος μᾶς ἐκπλήττει, διότι μᾶς λέγει ὅτι σχετικὰ μὲ τὴ διδαχὴ τοῦ Ἁγίου περὶ Πάπα [δηλ. ὅτι ὁ ἕνας ἀντίχριστος εἶναι ὁ Πάπας καὶ περὶ τῆς Προφητείας “τὸν Πάπα νὰ καταριέστε” κ.λπ.] ὑποψιάζεται ὅτι φέρει ἐπιπρόσθετα μεταγενέστερα στοιχεῖα καὶ μάλιστα πιθανολογεῖ παρέμβασι στὸ κείμενο τοῦ Ἀρχιμανδρίτη (τότε) πατρὸς Αὐγουστίνου Καντιώτη, τοῦ μετέπειτα Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Φλωρίνης. Καὶ ὅμως δὲν εἶναι ἔτσι.
Ἡ προφητεία αὐτὴ ὑπάρχει σὲ πολὺ παλαιὰ συλλογὴ προφητειῶν τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ. Εἶναι καταχωρημένη καὶ μάλιστα περισσότερο ὁλοκληρωμένη ἀπὸ τὴν ἐν λόγῳ προφητεία τῆς συλλογῆς 90 Καντ. Βρίσκεται στὴ συλλογὴ τοῦ Ἀλβανικοῦ χειρογράφου 6(δ) Ἀλβ: “Τὸν Πάπα νὰ τὸν καταριέστε, γιατί αὐτὸς θὰ εἶναι αἴτιος τοῦ χαλασμοῦ τοῦ τόπου”.
Τὶς προφητεῖες τοῦ Ἀλβανικοῦ χειρογράφου τὶς ἀνακάλυψαν σ᾽ ἕνα Ἀλβανικὸ σπίτι στὸ Προγονάτι τοῦ Κουρβελεσίου τῆς Β. Ἠπείρου, τὸ 1941 δύο ἀξιωματικοὶ ἔφεδροι, δάσκαλοι (Ἰω. Τσακαλῶζος ἐκ Μεσολογγίου καὶ Θ. Ἀναστασίου βορειοηπειρωτικῆς καταγωγῆς), ὅταν εἶχαν ἐγκαταστήσει στὸ σπίτι αὐτὸ τὸ τηλεγραφικὸ συνεργεῖο τοῦ Ἑλληνικοῦ στρατοῦ. Ἦταν χειρογράφως καταχωρημένες στὰ ὀπισθόφυλλα ἑνὸς βιβλιοδετημένου παλαιοῦ τόμου Κορανίου, ποὺ ἀνῆκε στὴ μουσουλμανική, Ἀλβανικὴ οἰκογένεια τοῦ Φερὰτ Ζώλη. Τὸ κείμενο τοῦ Κορανίου ἦταν χωρισμένο σὲ δύο στῆλες: ἡ μία εἶχε τὸ κείμενο σὲ παλιὰ τουρκικὴ γλῶσσα καὶ ἡ ἄλλη εἶχε τὴ μετάφρασί του στὴν ἀλβανικὴ γλῶσσα.
Οἱ δύο ἀξιωματικοὶ ρώτησαν τὸν Ζώλη γιὰ τὸ χειρόγραφο τῶν ὀπισθόφυλλων καὶ τοὺς εἶπε πὼς εἶναι προφητεῖες τοῦ Τζιομπὰν–Μπαμπὰ Κοσμᾶ (=τοῦ Μεγάλου Ἀφέντη Κοσμᾶ). Ἀμέσως οἱ δύο ἀξιωματικοὶ ἔκαναν τὴν μετάφρασι τῶν προφητειῶν αὐτῶν ἀπὸ τὴν ἀλβανικὴ στὴν ἑλληνικὴ γλῶσσα (ὁ Θ. Ἀναστασίου γνώριζε τέλεια τὴν ἀλβανικὴ) καὶ τὶς πῆραν μαζί τους ὡς πολύτιμο θησαυρό. Παρέδωσαν τὴ μετάφρασι τῶν χειρογράφων τους στὸν καθηγητὴ Κ. Κώνστα, ὁ ὅποιος τὰ δημοσίευσε στὸ περιοδικὸ τῶν Ἰωαννίνων “Ἠπειρωτικὴ Ἑστία” τὸ 1956 (τεῦχος 51–53, σελ. 678–682)3. Ἡ καταγραφὴ τοῦ Ἀλβανικοῦ τούτου χειρογράφου πρέπει νὰ ἔγινε στὶς μέρες, ποὺ δίδασκε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς. Ἕλληνες, Τοῦρκοι, Ἀλβανοὶ χριστιανοὶ καὶ μουσουλμάνοι σέβονταν πολὺ τὸν “Τζιομπὰν– Μπαμπὰ Κοσμᾶ” τὸν πίστευαν, τὸν θαύμαζαν. Ποιὸς μεταγενέστερος μουσουλμάνος θὰ κατέγραφε στὸ ἱερὸ βιβλίο του, τὸ Κοράνιο, τὶς προφητεῖες ἑνὸς χριστιανοῦ δασκάλου–προφήτη, ὁ ὁποῖος μάλιστα εἶχε προφητέψει καὶ καταστάσεις ἐναντίον τῶν μουσουλμάνων Τούρκων, ποὺ εἶναι καταχωρημένες στὸ Ἀλβανικὸ χειρόγραφο; Ἰδοὺ πόσο παλιότερα ἔχει καταγραφεῖ ἡ προφητεία αὐτὴ [6(δ) Ἄλβ.] ἀπὸ τὴν 90 Κάντ., ἡ ὁποία βέβαια καὶ αὐτὴ βασίζεται σὲ κώδικες κ.λπ. Ἀκόμη, πῶς λέγει ὁ κ. Μενοῦνος πὼς στὶς Διδαχὲς τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, τὶς ὁποῖες ἔχει καταχωρήσει στὸ βιβλίο του, δὲν βρῆκε τίποτε περὶ Πάπα;
Ὅταν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς δίδασκε ὅτι γιὰ τὶς ἁμαρτίες τῶν χριστιανῶν τοῦ Βυζαντινοῦ κράτους, ὁ Θεὸς ἀφαίρεσε τὸ βασίλειο ἀπὸ αὐτοὺς καὶ τὸ ἔδωσε στὸν Τοῦρκο, συμπληρώνει τὸ ἑξῆς στὴν Ε´ διδαχή του (Ἰω. Μενοῦνος, ἐ.ἀ., σελ. 186): ≪…Καὶ τί; Ἄξιος ἦτον ὁ Τοῦρκος νὰ ἔχη βασίλειον; Ἀλλὰ ὁ Θεὸς τοῦ τὸ ἔδωκε διὰ τὸ καλό μας. Καὶ διατὶ δὲν ἤφερεν ὁ Θεὸς ἄλλον βασιλέα, ποὺ ἦτον τόσα ρηγᾶτα ἐδῶ κοντὰ νὰ τοὺς τὸ δώση, μόνον ἤφερε τὸν Τοῦρκον μέσαθε ἀπὸ τὴν Κόκκινην Μηλιὰ4 καὶ τοῦ τὸ ἐχάρισε; Διατὶ ἤξευρεν ὁ Θεὸς πὼς τὰ ἄλλα ρηγᾶτα μᾶς βλάπτουν εἰς τὴν πίστιν καὶ ὁ Τοῦρκοςδὲν μᾶς βλάπτει, ἄσπρα (= χρήματα) δῶσ᾽ του καὶ καβαλίκευσέ τον ἀπὸ τὸ κεφάλι. Καὶ διὰ νὰ μὴ κολασθοῦμεν, τὸ ἔδωκε τοῦ Τούρκου καὶ τὸν ἔχει ὁ Θεὸς ὡσὰν σκύλον νὰ μᾶς φυλάη”. Δηλαδή, φυλάγοντας τὶς κτήσεις του, προστατεύει τὴν πίστι μας, ὅσο κι ἂν αὐτὸ φαίνεται παράξενο. Τὸν Τοῦρκο τὸν ἐνδιέφερε ἡ φορολογία. Ἂν ἐξισλαμίζονταν καὶ τούρκευαν οἱ ὑπόδουλοι, μὲ τί χρήματα θὰ ζοῦσαν οἱ κατακτητές; Παρὰ ταῦτα ὑπῆρξε μεγάλος ἐξισλαμισμός. Κυρίως ἦταν ὑποχώρησι τῶν χριστιανῶν ἕνεκα τῶν φόρων. Βεβαίως ὑπῆρξε καὶ ἡ πίεσι ἡ φανατικὴ πρὸς ἀσπασμὸν τοῦ Μωαμεθανισμοῦ. Ἕνεκα τούτου ἔχομε καὶ τόσους Νεομάρτυρες. Ἀλλὰ μεγάλο πλῆθος ἐξ αὐτῶν εἶχαν ἐξωμόσει γενόμενοι μωαμεθανοὶ οἰκειοθε λῶς, ἀλλά, ἐπειδὴ μετενόησαν καὶ ἐπανῆλθαν στὴν ὀρθόδοξη χριστιανική τους πίστι, τὸ ἐδήλωσαν μάλιστα στοὺς Τούρκους, διὰ τοῦτο ὡδηγήθηκαν στὸ μαρτύριο.
Ἦταν ἕνα θαῦμα τῆς Θείας Χάριτος πῶς κρατήθηκε ἡ Ὀρθόδοξη Πίστι κατὰ τὰ 400 χρόνια δουλείας στὸν Τοῦρκο. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς σαφῶς λέγει πώς τὰ ἄλλα ρηγᾶτα, τὰ κοντινά μας, θὰ μᾶς ἔβλαπταν στὴν πίστι. Ποιὰ ὅμως ἦταν αὐτὰ τὰ κοντινὰ “ρηγᾶτα”;Ἦταν τὰ Ρωμαιοκαθολικὰ ἔθνη, τὰ ὑπὸ τὴν θρησκευτικὴ ἐξουσία τοῦ Πάπα, ποὺ θὰ ἀλλοίωναν τὴν Ὀρθόδοξη πίστι τῶν Ὀρθοδόξων, ποὺ θὰ ἦταν κάτω ἀπὸ τὴν ἐξουσία τους.
Ἡ Ἱστορία ἔχει καταγράψει σὲ τί ἀπέβλεπαν οἱ Σταυροφορίες καὶ τὰ ἐγκλήματά τους. Στὴ συνέχεια βλέπομε πώς, ὅταν ἀπέτυχε ἡ βία, ὁ Πάπας ἐξαπέστειλε τὰ ρωμαιοκαθολικὰ μοναχικὰ τάγματα νὰ ἱδρύουν σχολεῖα, νοσοκομεῖα, ἱδρύματα διάφορα στὶς Ὀρθόδοξες χῶρες. Π.χ. στὶς Κυκλάδες διὰ τῆς Παιδείας ἔγινε μεγάλη διάβρωσι τῶν Ὀρθοδόξων πληθυσμῶν, χωρὶς νὰ γίνεται ὁ κίνδυνος ἄμεσα ἀντιληπτός. Σὲ μιὰ τέτοια κατάστασι ἦρθε ἀντιμέτωπος πρὸς τοὺς “πτωχοὺς Λατίνους”, ὁ Ἅγιος Χρύσανθος ὁ Αἰτωλός, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ, στὴ Νάξο ἱδρύοντας ὀρθόδοξα Σχολεῖα καὶ προστατεύοντας δι᾽ αὐτῶν τὶς Κυκλάδες. Μάλιστα οἱ “πτωχοὶ Λατῖνοι” ἀντέδρασαν ἐναντίον του5.
Ἀλλοῦ κόλλαγαν τὸ δικό τους ναὸ πλάϊ στὸν Ὀρθόδοξο (“Δίδυμοι ναοί”), ὥστε νὰ μπερδεύωνται οἱ Ὀρθόδοξοι καὶ νὰ νομίζουν πὼς ἦταν ὀρθόδοξη ἡ λατρεία. Παράδειγμα διδύμων ναῶν ἔχομε στὴν Παλιὰ Χώρα Αἰγίνης. Ἐξ ἄλλου οἱ Οὑνίτες ἱερεῖς φοροῦν ἄμφια, ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι, γιὰ νὰ παραπλανοῦν ὅσους δὲν τὸ γνωρίζουν. Τὸ πόσο μᾶς βλάπτουν τὴν πίστι τὰ δυτικὰ ρωμαιοκαθολικὰ “ρηγᾶτα” φαίνεται ἔντονα στὴν ἑξῆς ἐνέργεια τῶν Βενετῶν, ποὺ ἔλαβε χώρα στὴ Λευκάδα (Βενετικὴ κτῆσι): Ὁ κατακτητὴς ἐπέβαλε τὸν γάμο ὀρθοδόξου ἀνδρὸς μετὰ καθολικῆς γυναικὸς καὶ ὤφειλε ὁ ἄνδρας νὰ γίνη καθολικός• καὶ τὸν γάμο ὀρθοδόξου γυναικὸς μετὰ καθολικοῦ ἀνδρὸς καὶ ὤφειλε ἡ γυναίκα νὰ γίνη καθολική. Καὶ τὰ παιδιὰ ὁπωσδήποτε καθολικά. Ἀκόμα, ἐὰν ἕνας νέος ὀρθόδοξος ἤθελε νὰ γίνη ἱερεύς, ἔπρεπε πρῶτα νὰ ἀναγνωρίση τὸν Πάπα ὡς ἀρχηγὸ τῆς Ἐκκλησίας6.
Δηλαδὴ γιὰ ὅλα τοῦτα δὲν εὐθύνεται ὁ Πάπας; Τίνος ἐργασία εἶναι αὐτὰ ἐναντίον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας; Ἤξερε τὶ ἔλεγε ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καὶ ἡ ἀναφορά του αὐτή, γιὰ τὴ βλάβη τῆς Ὀρθόδοξου Πίστεως ἀπὸ τὰ ρηγᾶτα, ποὺ κατευθύνει ὁ Πάπας, εἶναι βέβαια καταχωρημένη μέσα στὴν Ε´ διδαχὴ τοῦ βιβλίου τοῦ κ. Μενούνου.
Ὁ κ. Μενοῦνος ἀκόμα ἀναφέρεται στὴ διδαχὴ τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ: “…τώρα δὲν καρτεροῦμε μήτε προφήτην Ἠλίαν μήτε ἀντίχριστον. Ὁ ἀντίχριστος εἶναι(τος)• ὁ ἕνας εἶναι ὁ Πάπας καὶ ὁ ἕτερος εἶναι αὐτὸς ὁπού εἶναι εἰς τὸ κεφάλι μας”. Ναὶ βέβαια, ἔτσι εἶναι. Ὁ Ἅγιος τοὺς διδάσκει ὅτι στὴν ἐποχὴ τὴ δική τους (ΙΗ´ αἰῶνα) δὲν περιμένουν τὸν ἐσχατολογικὸ Ἠλία οὔτε τὸν ἐσχατολογικὸ Ἀντίχριστο. Ἦταν πολὺ φυσικό, ἕνεκα καταστάσεων, νὰ ἐφοβοῦντο οἱ ραγιάδες πὼς ἦρθε τὸ τέλος τοῦ κόσμου καὶ νὰ περίμεναν τὰ δυὸ αὐτὰ ἐσχατολογικὰ πρόσωπα.
–Ὄχι, λέγει ὁ Διδάχος. Μὴ τοὺς περιμένετε τώρα. Τώρα ὁ ἀντίχριστος εἶναι ἄλλος: ὁ ἕνας εἶναι ὁ Πάπας• ὁ ἄλλος εἶναι αὐτὸς ποὺ ἔχομε πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι μας. Τοὺς ἐξηγεῖ πὼς κατὰ τὴν ἐσχατολογικὴ ἐποχὴ καὶ ὁ προφήτης Ἠλίας τὰ ἴδια θὰ διδάσκη ὅπως τώρα αὐτός• δηλ. νὰ μὴ ἀρνηθοῦν τὴν ὀρθόδοξη πίστι τους. Καὶ τοὺς ὑπογραμμίζει νὰ τηροῦν αὐτά, ποὺ τώρα αὐτὸς τοὺς διδάσκει. Γιατί νὰ περιμένωμε νὰ διαβάσωμε τὸ ὄνομα ΕΝΟΣ ἀντίχριστου; Καὶ πόσο ἀσύνταχτος εἶναι πιὰ αὐτὸς ὁ προφορικὸς λόγος, ὥστε νὰ χρειαζόμαστε συντακτικὸ γιὰ νὰ τὸν ἐννοήσωμε; Συχνὰ σὲ προφητικὰ βιβλία τῆς Ἁγίας Γραφῆς παρατηροῦμε ἀσυνταξίες, ὅπως π.χ. στὸ βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου.
Ὅσον ἀφορᾶ γιὰ τὸ θέμα περισσότερων ἀντιχρίστων τοῦ ΕΝΟΣ, μήπως ὁ κ. Μενοῦνος δὲν διάβασε στὴν Α´ Ἐπιστολὴ τοῦ Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου ὅτι “ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται (= θὰ ἔρθη – ἐνεστὼς μὲ σημασία μέλλοντος• – γίνεται ἐδῶ ἀναφορὰ στὸν ἐσχατολογικὸ Ἀντίχριστο) καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ” (Α´, β´, 18)7. Ἑπομένως ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς μιλάει γιὰ τὴν ἐσχατολογικὴ ἐποχὴ τῆς Τουρκοκρατίας (ἔβλεπε ὅτι αὐτὴ τελειώνει), μέσα στὴν ὁποία δροῦν ὁ Πάπας καὶ τὸ Ἰσλάμ.
Γιατί κακοφαίνεται σὲ κάποιους, ὅταν ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὀνοματίζη τὸν Πάπα ἀντίχριστο; Κανεὶς αἱρετικὸς δὲν τόλμησε νὰ θεσπίση διὰ τὸν ἑαυτό του, ὅσα ἐθέσπισε ὁ Πάπας δι᾽ ἑαυτόν. Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς τὸν ὠνομάτισε ἀντίχριστο 200 χρόνια, πρὶν ὁ ἴδιος ὁ Πάπας διὰ τῶν δύο Βατικανίων Συνόδων καθιερώση τὸν ἑαυτό του ὡς τὸ μοναδικὸ πρόσωπο, τὸ ὅποιο φέρει τὰ χαρακτηριστικὰ καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ἀντιχρίστου. Ἄρα ὁ ἴδιος ὁ Πάπας ἐπικύρωσε στὴν πρᾶξι τὴν περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του προφητεία τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
Ἰδοὺ ἡ ἀπόδειξι διὰ τῶν ἄρθρων τῶν Βατικανίων δογματικῶν Συνοδικῶν ἀποφάσεων:
“Ὁ Πάπας… εἶναι ἄνθρωπος Θεός… ἡ δὲ ἐξουσία του εἶναι ἀπεριόριστη… (ἡ ὁποία) ἐκτείνεται στὰ οὐράνια, τὰ γήϊνα καὶ τὰ καταχθόνια…”.
“Ὁ Πάπας… εἶναι ἀλάθητος ὅπως ὁ Θεός… ἔχει τὴ δύναμη νὰ κάνει καθετί, ποὺ ὁ Θεὸς κάνει… Τοποτηρητὴς τοῦ Θεοῦ”.
“Ἔχει τὸ δικαίωμα νὰ διορθώνει καθετί, τὸ ὁποῖον θεωρεῖ ἀναγκαῖο μέσα στὴν Καινὴ Διαθήκη. Δύναται νὰ μεταβάλλει καὶ τὰ ἴδια τὰ Μυστήρια, ποὺ ἔχουν ὁριστεῖ ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Χριστό”.
“ Ὁ Πάπας εἶναι πιὸ ψηλὰ ἀπ’ ὅλους τοὺς νόμους”.
“Ἂν ὁ Πάπας ἀποφασίσει ἐνάνtια στὴν κρίση τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ πρέπει νὰ διορθωθεῖ, νὰ μεταβληθεῖ”.
“Ὁ Πάπας εἶναι τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας καὶ ἀνταύγειά της. Ὁ Πάπας εἶναι τὸ πᾶν ἐπὶ πάντων καὶ πάντα δύναται”8. (!)
Μήπως εἴπατε τίποτα;»
Ἐπισημειώσεις:
1. Οἱ πηγὲς καταχωροῦνται στὸ βιβλίο μου «Τῶν Πανελλήνων ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς» (2009), Κεφ. Ἀπόπειρα δολοφονίας, σελ. 176. Στὸ κεφ. «Κινητὴ Σχολὴ Ἱεροκηρύκων», σελ. 59 βλ. μερικὰ ὀνόματα μαθητῶν ἱεροκηρύκων, σελ. 64. Διεσώθησαν καὶ κάποια ὀνόματα τέτοιων ἱεροκηρύκων.
2. Βλ. λεπτομέρειες καὶ πηγές, ἐ.ἀ., σελ. 63.
3. Εὐθυμίας Μοναχῆς «Οἱ Προφητεῖες τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ μέσα στὴν Ἱστορία» (2004 Ἀθῆναι), σελ 25 κ.ἑ.
4. Δηλ. ἀπὸ τὴν κοιτίδα του στὰ βάθη τῆς Ἀσίας.
5. Εὐθυμίας Μοναχῆς, «Ἱερὸς Χρύσανθος ὁ Αἰτωλός, ὁ Διδάσκαλος τοῦ Γένους» (2002 Ἀθῆναι).
6. Περιοδ. «Ἐφημέριος», 1–15 Σεπτεμβρίου 1997, σελ. 251. –βλ. σχετικὰ καὶ στὸ βιβλίο τοῦ Νικολάου Παραλίκα «Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἀδικημένος τῆς Ἱστορίας καὶ ὁ περιφρονημένος τῆς Πολιτείας», Ἀθήνα 2005, σελ. 130.
7. Ἐπὶ αὐτοῦ τοῦ θέματος ἀσχολοῦμαι ἀρκετὰ στὸ ὑπὸ ἔκδοσι βιβλίο μου «Ὁ Ἀποστολικὸς Ἄμβωνας τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ», στὸ κεφ.: «Ἡ ἐσχατολογία τοῦ νῦν» καὶ σὲ ἄλλα κεφάλαια.
8. –Σ. Νόσωφ, «Ὁ Παπισμὸς καὶ οἱ ἀγῶνες του κατὰ τῆς Ὀρθοδοξίας». Μετάφρ. Χαρ. Ἰ. Ἀσιώτη 1997, σελ. 23, 24, 25, 27. –Ἀρχιμ. Σπυρίδωνος Μπιλάλη, «Ὀρθοδοξία καὶ Παπισμός», Ἀθῆναι 1988, βλ. τὰ κεφάλαια περὶ τῶν δύο Βατικανίων Συνόδων – Πρωτ. Γεωργίου Μεταλληνοῦ, «Πῶς ἔγινε ὁ Πάπας ἀλάθητος», Ἀθῆναι–Τρίκαλα 2002. Εἶναι λάθος μας ποὺ δὲν μεταφράστηκαν στὰ Ἑλληνικὰ ὅλα τὰ ἄρθρα τῶν δύο Βατικανίων Συνόδων, ὥστε νὰ ἀντικρουστοῦν ὅλες οἱ αἱρετικὲς πλάνες περὶ Πρωτείου καὶ ἀλαθήτου τοῦ Πάπα, περὶ καταργήσεως τοῦ Συνοδικοῦ πολιτεύματος τῆς Ἐκκλησίας, περὶ καταργήσεως βασικὰ τῆς Ἐκκλησίας.
Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς: Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα και του Πάπα
Εις την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους υπάρχουν τρεις κυρίως πτώσεις: του Αδάμ, του Ιούδα και του πάπα. Η ουσία της πτώσεως εις την αμαρτίαν είναι πάντοτε η ίδια: το να θέλη κανείς να γίνη καλός δια του εαυτού του· το να θέλη κανείς να γίνη τέλειος δια του εαυτού του·
Αλλά τοιουτοτρόπως ο άνθρωπος ασυναισθήτως εξισούται με τον διάβολον. Διότι και αυτός ήθελε να γίνη Θεός δια του εαυτού του, να αντικαταστήση τον Θεόν με τον εαυτόν του. Και εις την υψηλοφροσύνην του αυτήν δια μιάς έγινε διάβολος, τελείος κεχωρισμένος από τον Θεόν και όλος εναντίον του Θεού.
Η ουσία της αμαρτίας, λοιπόν, πάσης αμαρτίας συνίσταται εις αυτήν την αλαζονικήν αυταπάτην. Αυτή είναι η ουσία και αυτού του διαβόλου, του Σατανά. Αυτό δεν είναι άλλο τι παρά το να θέλη κανείς να μένη εις την φύσιν του, το να μη θέλη εντός του τίποτε, εκτός του εαυτού του. Ο διάβολος ευρίσκεται όλος εις αυτό: εις το να μη θέλη καθόλου τον Θεόν μέσα του, εις το να θέλη να είναι πάντοτε μόνος, πάντοτε να ανήκη εις μόνον τον εαυτόν του, πάντοτε όλος εις τον εαυτόν του, όλος δια τον εαυτόν του, πάντοτε ερμητικώς κλειστός έναντι του Θεού και παντός ότι ανήκει εις τον Θεόν. Και τι είναι αυτό;
Ο εγωισμός και η φιλαυτία ενηγκαλισμένα εις όλην την αιωνιότητα, δηλαδή η κόλασις. Τοιούτος είναι κατ’ ουσίαν και ο ουμανιστικός άνθρωπος: όλος μένει εις τον εαυτόν του, με τον εαυτόν του, δια τον εαυτόν του· πάντοτε πεισμόνως κλειστός έναντι του Θεού. Εις αυτό έγκειται ο κάθε ουμανισμός, ο κάθε χομινισμός. Κορύφωμα του διαβολοποιημένου ουμανισμού είναι το να θέλη κανείς να γίνη καλός δια του κακού, να γίνη θεός δια του διαβόλου. Εντεύθεν και η υπόσχεσις του διαβόλου προς τους προπάτορας μας μέσα εις τον Παράδεισον, ότι δηλαδή με την βοήθειάν του «έσονται ως θεοί» (Γεν. 3,5).
Ο άνθρωπος εδημιουργήθη από τον φιλάνθρωπον Θεόν ως δυνάμει θεάνθρωπος, δια να οικοδομήση εκουσίως δια του Θεού τον εαυτόν του εις θεάνθρωπον επί τη βάση της θεοειδείας της φύσεώς του. Αλλ’ ο άνθρωπος με την ελευθέραν εκλογήν του επεζήτησε την αναμαρτησίαν δια της αμαρτίας, τον Θεόν δια του διαβόλου. Και ασφαλώς ακολουθών την οδόν αυτήν θα εγίνετο ιδιότυπος διάβολος, εάν ο Θεός κατά την άμετρον φιλανθρωπίαν Του και κατά «το μέγα έλεος» Του δεν επενέβαινε.
Γενόμενος άνθρωπος, δηλαδή Θεάνθρωπος, ωδήγησεν ούτω τον άνθρωπον προς τον Θεάνθρωπον· τον εισήγαγε δια της Εκκλησίας, του σώματός Του, εις τον άθλον της θεανθρωποιήσεως δια των αγίων μυστηρίων και των αγίων αρετών. Και τοιουτοτρόπως έδωσεν εις τον άνθρωπον την δυνατότητα να φθάση «εις άνδρα τέλειον, εις μέτρον ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» (Εφ. 4, 11). Να επιτύχη δηλαδή τον θείον προορισμόν του, να γίνη εκουσίως Θεάνθρωπος κατά χάριν.
Η πτώσις του Πάπα έγκειται εις το να θέλη να αντικαταστήση τον Θεάνθρωπον με τον άνθρωπον.
Από το βιβλίο του Αγίου Ιουστίνου Πόποβιτς «Η ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ», σελ. 212-213, Έκδοσις Ιεράς Μονής Αρχαγγέλων Τσέλιε, Βάλιεβο, Σερβία.
Βίντεο – Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης για την συναναστροφή με αιρετικούς: «Αιρετικόν άνθρωπον μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, διότι μπορεί να μας μολύνει την ψυχή μας…»
Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης:
Με συγχωρείτε. Λέει ο Απόστολος, ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και ο Απόστολος Παύλος, «αιρετικόν άνθρωπον μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού», διότι μπορεί να μας μολύνει την ψυχή μας. Θα πιστεύουμε Ιησού Χριστό και τούτον Εσταυρωμένον. Εύχομαι την ευλογία του Αγίου Δαβίδ. Εμείς να προσέχουμε τον εαυτό μας, γιατί εκάστω αποδούναι κατά τα έργα αυτού (δηλαδή στον καθένα θα αποδοθεί αναλόγως των δικών του έργων).