Λόγος δοξαστικός Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στην εξόδιο ακολουθία της μακαριστής Μάρθας Δημητριάδου, που τελέσθηκε στον ιερό ναό Παναγίας Μακεδονίτισσας της αρχιεπισκοπικής περιφέρειας (6.4.2019).
μεταβαίνει σήμερον εκ του θανάτου εις την ζωήν, ένας άνθρωπος του Θεού και δεν τολμώ να ειπώ, παρόλο που το δικαιούμαι, ένας δικός μας άνθρωπος. Διότι αυτός, ο δικός μας άνθρωπος, ανεξαρτήτως βαθμού συγγενείας, ή φιλίας, ή αγάπης, πρώτα και κύρια ήθελε πάνω από τη συγγένεια, πάνω από τη φιλία, πάνω από την αγαπητική σχέση που προέκυπτε με οποιονδήποτε άνθρωπο, να είναι άνθρωπος του Θεού.
Λίγους ανθρώπους εγνώρισα, και γνώρισα πολλούς αγίους ανθρώπους του Θεού, που να έχουν το αγωνιστικό φρόνημα της δούλης του Θεού Μάρθας. Και ξέρετε… είναι εύκολο να αγωνίζεσαι με νηστεία, με προσευχή, με αγρυπνία, με μετάνοιες, με ορθοστασίες, με διαβαστικά αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο αυτά να τα κρατήσεις μυστικά, να μην πέσεις δηλαδή στον πειρασμό της υποκρισίας και του φαρισαϊσμού.
Ο άνθρωπος του Θεού, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, που σήμερα εξοδιάζομε και κηδεύομε εντός ολίγου, εγνώρισε αυτήν την αρετή από τους ευσεβείς γονείς της Γιαννακό και Μαρία. Της εδίδαξαν ότι ζούμε τη ζωή του Χριστού, όσο γίνεται με αφάνεια να μη γνωρίζει η δεξιά τί ποιεί η αριστέρά αλλά ούτε η αριστερά τί ποιεί η δεξιά, ιδιαιτέρως στον τομέα των χρημάτων και της ελεημοσύνης. Ήθελεν ο άνθρωπος αυτός του Θεού, όλα να γίνονται μυστικά και να μην ακούγονται. Κάποιες φορές όταν έβλεπεν ανθρώπους από το οικείο της περιβάλλον ενίοτε να αποκαλύπτουν αυτούς τους τρόπους του ελέους, έβλεπες μια θλίψη και μιαν ελαφράν αυστηρότητα προς αυτούς, γιατί της χαλούσαν την παράδοση που παρέλαβε από τους πάππους και προπάππους της.
Εγεννήθηκε η Μάρθα του Πρωτόπαπα, του Γιαννακού του Πρωτόπαπα, πριν 104 χρόνια. Πριν 104 χρόνια! Όταν ακούουν ή διαβάζουν πολλοί την ηλικία της, επηρεασμένοι από το κοσμικό φρόνημα της άθεης Ευρώπης, είμαι βέβαιος ότι λέμε αφού και εμείς εμπήκαμε σ᾿ αυτόν τον πειρασμό να πούμε, ο Θεός μακαρίσει τη γιαγιά, να φτάσουμε στα χρόνια της. Λες και η ζωή τελειώνει την ημέρα που πεθαίνουμε. Η Μάρθα, δεν αγωνίστηκε στη ζωή της για να ζήσει 104 χρόνια, δεν της έφταναν.
Αυτή, ήταν από τους ανθρώπους που κατάλαβε πολύ-πολύ νωρίς ποιο είναι το νόημα της ζωής και ποιο είναι το νόημα του θανάτου. Ήθελε, όχι εκατόν χρόνια να ζήσει, που της τα έδωσε ο Θεός, ο χουβαρντάς μας Θεός αλλά ήθελε αιώνες να ζήσει και να ζήσει με τον Χριστό. Αυτή είναι η αιώνια ζωή, που ακούτε τακτικά εμείς οι ιερείς και οι διάκονοί μας και οι ιεροψάλτες μας να απαγγέλλουν «Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνια ζωή, τοῦ γνῶναί Σε τὸν ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν» και εγνώρισε τον αληθινόν Θεόν, η δούλη του Θεού Μάρθα και την εβοήθησε πολύ το οικογενειακό της περιβάλλον που την εγέννησε, αυτό του Γιαννακού του Πρωτόπαπα. Η μακαριστεί Μάρθα προήρχετο από μίαν λευιτική ιερατικήν οικογένεια της Κάτω Ζώδειας, που είχαν στες ρίζες τους από πολλών γενεών ιερείς και ιερομονάχους του Κύκκου. Ο παππούς της ήτο ο Σολωμόν ο Πρωτόπαπας και η γιαγιά της η Μυροφόρα η Πρωτοπαπαδιά της Κάτω Ζώδειας αυτοί που έκτισαν μαζί με τον Κάσινο τον Τίμιο Σταυρό της Κάτω Ζώδειας, τη μεγάλην Εκκλησία.
Την αξίωσε ο Θεός επίσης να βρει και σύζυγο αναλόγου διαμετρήματος, πολύ εργατικόν άνθρωπο και πιστόν και συνακόλουθό της σε όλην αυτή τη ζωή της ευσέβειας, της ασκήσεως, της προσευχής και ιδιαιτέρως της ελεημοσύνης, τον Αντρέα Δημητριάδη. Και τον αξίωσε και αυτόν ο Θεός να φτάσει στα εκατόν χρόνια. Αξιώθηκαν να είναι έναν ζεύγος, που να μπορούμε σήμερα εμείς οι μεταλλαγμένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί της Κύπρου, που μας έφθειρε και μας διέφθειρε εν πολλοίς η άθεη Ευρώπη, να κατανοήσουμε αυτό το ήθος το πρωτινό, τί εστί γάμος τίμιος και η κοίτη αμίαντος.
Μου έλεγεν η ίδια, μόλις άκουγα βιολί ήθελα να χορέψω τόσο μερακλής άνθρωπος ήταν. Έλεγεν η μάνα μου, που ήταν ανεψιά της η μάνα μου και πολύ κοντά οι ηλικίες τους, δεν υπήρχε πιο μερακλίνα χορευταρού γυναίκα στην Κάτω Ζώδεια, από τη Μάρθα.
Αυτή η γυναίκα, που εχόρευε τους πρωτινούς χορούς της Κύπρου με τόσην χάριν, που πολλές την εζήλευαν, έκαμνε νηστείες, που μόνον καλόγριες αυστηρές τις έκαναν, προσευχές και ορθοστασίες. Και το εκράτησε αυτό σε όλο της το διάβα της ζωής της, τής μακράς, δεν υπέστειλε καθόλου τη σημαία της ασκητικής αγωγής, που παρέλαβε από τους πάππους μας.
Την ενθυμούμαι, όταν εβγήκαμε πλέον πρόσφυγες στον Άγιο Σπυρίδωνα, στο παλαιό κοιμητήριο Λευκωσίας όρθια, Μεγάλη Βδομάδα, δεν εκάθετουν λεπτό, θα ήταν τότε σε μέσην ηλικία η Μάρθα. Όταν αργότερα εγήρασε, όπως το θέλει ο χρόνος ο βιολογικός του ανθρώπου εδώ, σ᾿ αυτό τον ναό, έτυχε να λειτουργώ ως Επίσκοπος, εδώ, σ᾿ αυτό το θρόνο και εγώ να είμαι εγγόνι της, να πονώ τα πόδια μου και να κάθομαι. Η Μάρθα απέναντι εκεί που είναι η κόρη της όρθια και να της κάμνω νόημα, να κάτσει. Και μου είπε: “Από τον αφέντη μας τον Πρωτόπαπα το Σολωμό εμάθαμε μόνον αν είμαστε άρρωστοι να καθόμαστε στην Εκκλησία. Και χάριτι Θεού, ακόμα να αρρωστήσω”. Και ήταν τότε ενενήντα ετών και ήταν σε όλη τη λειτουργία όρθια για να κρατήσει την παράδοση που παρέλαβε από τον αφέντη τον παππού της τον Πρωτόπαπα, το Σολωμό.
Αυτή η γυναίκα, αντιλαμβάνεστε ότι, με τέτοιο ασκητικό φρόνημα και ας ήταν έγγαμη γυναίκα με παιδιά, με τρεις υιούς και μίαν θυγατέρα, της έδωσεν ο Θεός δώρα. Ο Θεός μας, όταν δει ότι προσπαθούμε να τηρήσουμε τες εντολές Του, ότι έχομε μετάνοιαν, συμπόνια και έλεος εις τους συνανθρώπους μας και λειτουργικό φρόνημα, που η Μάρθα και ο Αντρέας είχαν αφού δεν έφευγαν από την Εκκλησία και ευτυχώς το μετέδωσαν αυτό το φρόνημα και στα παιδιά τους, Δόξα το Θεό, μία τέτοια ύπαρξις, βεβαίως ο Θεός, την βλέπει, την επιβλέπει, την προσέχει, την αγαπά,της δίνει δώρα και η προσευχή της εισακούεται.
Δύο τρία σύντομα θα σας ειπώ, για να καταλάβετε ότι ό προκείμενος νεκρός που σε λίγο θα ασπαστούμε, η γιαγιά Μάρθα που σήμερον ανεβαίνει εις τον ουρανόν, δεν είναι συνηθισμένος άνθρωπος. Είναι ένας αγιασμένος άνθρωπος της πρωτινής Κύπρου, πριν η Κύπρος γίνει μεταλλαγμένη, από μας τους νεοφανείς Κυπρίους.
Όταν ήταν νέα και έγγαμος ήθελε όπως όλες οι γυναίκες να γίνει μητέρα αλλά δυσκολευόταν για κάποιους λόγους βιολογικούς, το επιτρέπει ο Θεός πολλές φορές αυτό, για να είναι τα παιδιά όχι τέκνα ηδονής, αλλά τέκνα προσευχής. Και παρακαλούσε την Παναγία και μου περιέγραφε, πως άκουε, όχι σε ύπνο και σε όνειρα, εν εγρηγόρσι ευρισκόμενη το άρμα της Παναγίας να έρχεται και να το οδηγούν άγγελοι, πως άνοιξε η μεγάλη καμαρόπορτα του σπιτιού της εις την Κάτω Ζώδεια και εισήλθε το άρμα της Θεοτόκου. Η Θεοτόκος ήταν επί του άρματος με τες τρεις αστέρες της που έχει η Παναγία μας, σύμβολο του αειπάρθενού της και της είπε: ”Μάρθα, θα κάμεις παιδιά. Στο πρώτο σου παιδί να δώσεις το όνομά μου”. Και έτσι εγεννήθηκε η Παναγιώτα.
Είδε τον άγιο Φανούριο, τον άγιο Γεώργιο, τον φύλακα της άγγελο, ο πάτερ Κωνσταντίνος ήταν μάρτυρας του τελευταίου. Όταν έβλεπε το φύλακα της άγγελο περίμενε να έλθω να της διαβάσω ευχή, εγώ όως ήμουν στην κατεχόμενη Κύπρο, στον Άγιο Μάμα,έτσι είπα του πάτερ να πει της γιαγιάς, που βλέπει αυτά και εμείς οι αμαρτωλοί δεν βλέπουμε, να πει του αγγέλου της να με περιμένει δύο μέρες να τελειώσω την πανήγυρη του Αγίου Μάμα και θα έλθω, να την προπέμψω στην αιώνια ζωή. Δεν έφευγε χωρίς την ευχή μας, τέτοιο εκκλησιαστικό φρόνημα είχε! Έρχομαι μετά από δύο μέρες και τί βλέπω, η γιαγιά αντί να είναι στην κλίνη του θανάτου, ήταν στην είσοδο του σπιτιού με τα καπνιστομέρρεχα να με υποδεχτεί και έζησε και άλλα χρόνια.
Είδε τον Μακάριο τον Γ’, είδε τη γιαγιά μας τη Μυροφόρα, την μεγάλη της αδελφή, στον Παράδεισο και την επαρεκάλεσε να είναι μαζί και το ευχόμεθα τώρα, Μάρθα μου, από καρδιάς σου εύχομαι να σε αξιώσει ο Θεός, αυτό το ποθούμενο.
Μου έκαμε δώρα αυτά τα εγκόλπια όχι για περηφάνια αλλά μου είπε, για να θυμάμαι όταν λειτουργώ, να μνημονεύω Αντρέου και Μάρθας διότι ήξερε ότι η προσευχή του Επισκόπου έχει δύναμη και ήθελε αυτή τη δύναμη που μου έδωσεν ο Θεός, να ωφεληθεί και η αθάνατος ψυχή του Αντρέα της αλλά και η δική της, και των παιδιών και των εγγονών της.
Είχεν αίσθηση των αγγέλων σε όλην της τη ζωή. Εκοιμήθηκε, όπως μου λένε τα παιδιά της, με το «Πάτερ ἡμῶν», μια γυναίκα 104 ετών, που θα έπρεπε να έχει άνοια, να έχει αλτσχάιμερ κατά τη σύγχρονη γλώσσα και όμως μου λέει εδώ ο οικείος και φίλτατος πατήρ Αδαμάντιος, ηξιώθη να κοιμηθεί με όλην την διαύγεια του νοός της, δοξαστικά, δοξάζουσα τον Πατέρα, τον Υιόν και το Πνεύμα το Άγιον, την Παναγία και τον Τίμιο Σταυρό.
Για να αντιληφθήτε τί φρόνημα είχαν αυτοί οι πρωτινοί άνθρωποι ακούστε το ακόλουθω περιστατικό. Του Τιμίου Σταυρού, επανηγύριζε η Κάτω Ζώδεια και πάντοτε πηγαίναμε πηγαίναμε επειδή ήταν το χωριό της μάνας μου. Μετά τη λειτουργία πηγαίναμε στους συμπεθέρους μας τον Αντώνη τον Μουττεΐνη. Ήταν νηστεία απόλυτη δηλαδή, ούτε λάδι ετρώγαμε ούτε μαγειρεμένο φαγητό, ξηροφαγία. Εκεί στη συμπεθερά, ήταν πιο ελαστικά τα πράγματα, μας εκερνούσαν ένα τζέλλυ(ζελέ), μικρό παιδάκι εγώ δέκα χρονών ήθελα το τζέλλυ.
Μετά θα πηγαίναμε στη γιαγιά τη Μάρθα. Η μάνα μου, ήταν από την ίδια γενιά ήξερεν αυτές τις αρχές τις ασκητικές της Μάρθας και μου έλεγε,
– Γιε μου, εκεί που θα πάμε στη θεία μου τη Μάρθα, ούτε λεμονάδα να μεν ζητήσεις.
– Γιατί μανά, της έλεγα εγώ.
-Διότι, μου λέει, εν που τη γενιά της γιαγιάς σου της Μυροφόρας και αυτές σήμερα δεν τρων τίποτε. Τίποτε! Για να τιμήσουν τον Τίμιο Σταυρό. Την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού!
Και ήξερα, άμα πάμε στη γιαγιά τη Μάρθα, θα ακούσουμε μόνον θαύματα, θα ακούσουμε μόνον ωραίες ιστορίες. Μου έδινε και με πλούμιζε με την δέουσα ελεημοσύνη να πω, με την αρχοντιά που είχε μυστικά, αλλά δεν ετρώγαμε τίποτε ούτε μια σταφίδα. Τέτοιοι άνθρωποι ήταν αυτοί.
Όταν έγινα Επίσκοπος και εξομολογούσα κόσμον πολλή, ήρθε μια Μορφίτισσα να εξομολογηθεί. Με ρώτησε, από ποιά γενιάν της Ζώδειας είμαι. Όταν της εξήγησα τη γενιά της Μάρθας και αντιλήφθηκε ποιες ήταν οι αδερφές της μου είπε:”Δεσπότη μου, κατάγεσαι που τη γενιά των αγίων γυναικών.Πρόσεχε, αυτήν την καταγωγή, να μην τη λερώσεις αλλά να την καταξιώσεις”. Σκεφτήτε τί συνείδηση είχαν μέχρι του Μόρφου, γι᾿ αυτές τις γυναίκες.
Αυτά είχα να πω σήμερα στην αγάπη σας, για να δούμε και να μετρήσομε το μπόι τής δικής μας ψυχής. Η Μάρθα, αξιώθηκε μεγάλων δωρεών αφού ο μεσότοιχος ορατών και αοράτων, εκαταργήθηκε στο πρόσωπό της, τα αόρατα, ήταν ορατά. Τη Λειτουργία δεν την άκουε αλλά την έβλεπε, ήταν μυσταγωγημένη γυναίκα, τα μυστήρια του ο Χριστός, τής τα επρόσφερεν όλα εν οράσει θαυμαστή.
Και είχαμε και άλλους τέτοιους ανθρώπους στα μέρη μας και αυτό είναι έναν παράδειγμα, για το πόση μεγάλην απόστασην έχομεν εμείς να διανύσομε. Επαναλαμβάνω αυτό που είπα στην αρχή του λόγου μου, που δεν τολμώ να τον πω επικήδειο αλλά δοξαστικόν λόγο, ότι ό στόχος μας να μην είναι να φτάσομε τα εκατόν χρόνια της Μάρθας, αλλά να την βρούμε στην αιώνια ζωή του Δεσπότη Χριστού. Το εύχομαι σε σας, να το εύχεστε και σεις για μας, που λέμε τους μεγάλους λόγους.
Δι᾿ εὐχῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων ἡμῶν, Κύριε Ἰησοῦ Χριστὲ ὁ Θεός, ἐλέησον καὶ σῶσον ἡμᾶς.
Χρηστὸς ἀνὴρ ὁ οἰκτείρων καὶ κιχρῶν· οἰκονομήσει τοὺς λόγους αὐτοῦ ἐν κρίσει, ὅτι εἰς τὸν αἰῶνα οὐ σαλευθήσεται, εἰς μνημόσυνον αἰώνιον ἔσται δίκαιος.