Αρχική Blog Σελίδα 98

Ιερές Αγρυπνίες στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου (Ιούνιος 2025)

Ησυχαστήριο Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ παρά την Σκουριώτισσα
    • Τετάρτη 4 Ιουνίου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Δωροθέου Ιερομάρτυρος Επισκόπου Τύρου).
    • Τρίτη 10 Ιουνίου, 8:00 μ.μ. – Αρχοντικό-Παρεκκλήσιο Αγίου Ιακώβου του εν Ευβοία στο Ακάκι: Αγρυπνία με την ευκαιρία της εορτής του Αγίου Αποστόλου Βαρνάβα και του Αγίου Λουκά του Ιατρού, χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
    • Τετάρτη 18 Ιουνίου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Αποστόλου Ιούδα και Αγίου Παϊσίου του Μεγάλου).
    • Παρασκευή 20 Ιουνίου, 8:00 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα – Ναός Αγίου Φιλουμένου: Αγρυπνία για την εκ μεταθέσεως μνήμη του Αγίου Λουκά του Ιατρού και θαυματουργού, χοροστατούντος του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου. Στο τέλος της Αγρυπνίας, θα τελεστεί το ετήσιο μνημόσυνο του μακαριστού και οσίας μνήμης Μητροπολίτου Κεφαλληνίας κυρού Γερασίμου Φωκά († 22.6.2015).
    • Τετάρτη 25 Ιουνίου, 8:30 μ.μ. – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Πιτυδιώτου παρά τον Άγιο Επιφάνιο Σολέας: Ησυχαστική Αγρυπνία (Αγίου Δαβίδ του εν Θεσσαλονίκη).
    • Ιερό Ησυχαστήριο Οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ παρά την Σκουριώτισσα: Η Θεία Λειτουργία τελείται καθημερινά (Κυριακή βράδυ με Πέμπτη βράδυ) στις 12:00 τα μεσάνυχτα. Σημείωση: Το βράδυ της Παρασκευής και το βράδυ του Σαββάτου ΔΕΝ τελείται αγρυπνία αφού η Θεία Λειτουργία τελείται το πρωΐ του Σαββάτου και της Κυριακής αντίστοιχα.

*Η Ησυχαστική αγρυπνία τελείται ως εξής:

      • 8:30 μ.μ. – 9:00 μ.μ.: Μικρό Απόδειπνο – Χαιρετισμοί.
      • 9:00 μ.μ. – 11:00 μ.μ.: Μόνος ο καθένας προσεύχεται σιωπηλά και νοερά με την ευχή Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με και το Υπεραγία Θεοτόκε σώσον ημάς.
      • 11:00 μ.μ. – ~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): Διαβαστός όρθρος της ακολουθίας της ημέρας και μετά την Δοξολογία η ακολουθία της Θείας Μεταλήψεως. Κατα την διάρκεια αυτή οι ιερείς θα μνημονεύουν στην Αγία Πρόθεση ονόματα ζώντων και κεκοιμημένων Ορθοδόξων αδελφών μας.
      • ~12:00 π.μ. (μεσάνυχτα): «Ευλογημένη η Βασιλεία…». Έναρξη Θείας Λειτουργίας.

Ναυπάκτου Ιερόθεος: «Η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος και η σημασία της»

Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος καί ἡ σημασία της

Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου

Ἡ Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, κατά τήν πασχάλια αὐτήν περίοδο, πορευόμενοι πρὸς τὴν ἑορτὴ τῆς Πεντηκοστῆς, εἶναι θαυμαστή καί δικαίως ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καθόρισε νά τήν ἑορτάση μεγαλοπρεπῶς.

Αὐτό γίνεται μέ Συνοδική θεία Λειτουργία, μέ ὕμνους καί λόγους θεοπρεπεῖς, μέ σύγκληση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί μέ ἐκδηλώσεις πού ἁρμόζουν στήν μεγάλη αὐτήν ἑορτή, μέ τήν συμπλήρωση 1.700 ἐτῶν ἀπό τήν σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου πού ὀνομάστηκε «Ἁγία» καί «Μεγάλη» καί ἔγινε τό πρότυπο τῶν ἄλλων Οἰκουμενικῶν Συνόδων πού ἀκολούθησαν, στίς ὁποῖες ἐμεῖς οἱ Ἐπίσκοποι δώσαμε ὁμολογία ὅτι θά τίς τηρήσουμε τίς ἀποφάσεις τους.

Μέσα στό πλαίσιο αὐτό ἐντάσσεται καί ἡ παροῦσα σύντομη εὐχαριστιακή ὁμιλία, μέ ἀπόφαση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου.

1. Ἡ σημασία τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος συνεκλήθη ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας «εἰς τά Βασίλεια», καί μάλιστα στήν Μεγάλη αἴθουσα τοῦ παλατίου τῆς Νικαίας.

Ἡ ἔναρξή της ἔγινε τήν 20 Μαΐου τοῦ 325 προκαταρκτικῶς, καί ἔπειτα ἐπισήμως μέ τήν παρουσία τοῦ Αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου τήν 14 Ἰουνίου καί ἔληξε τήν 25 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 325, δηλαδή διήρκεσε περίπου δύο μῆνες.

Παρόντες ἦταν 318 Πατέρες, σύμφωνα μέ μαρτυρία τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, πού ἦταν παρών ὡς νεαρός διάκονος, συνοδεύοντας τόν Γέροντά του Ἀρχιεπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο.

Γράφει: «Διά τοῦτο γάρ καί οἰκουμενική γέγονεν ἡ ἐν Νικαίᾳ σύνοδος, τριακοσίων δέκα καί ὀκτώ συνελθόντων ἐπισκόπων» (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 10, ΕΠΕ, σελ. 122). Καί ἀλλοῦ γράφει: «Ἦσαν δέ πλέον ἤ ἔλαττον τριακόσιοι» Ἐπίσκοποι (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 9, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 32).

Πρόεδροι τῆς Συνόδου διετέλεσαν ὁ Ἀντιοχείας Εὐστάθιος καί ὁ Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος, ἴσως καί ὁ Κορδούης Ὅσιος, πού ἀποτελοῦσαν ἕνα εἶδος προεδρείου μέ κύριον Πρόεδρο τόν Μέγα Κωνσταντῖνο. (Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ. 115)

Τό ἔργο τῆς Συνόδου ἦταν θεόπνευστο καί κινήθηκε σέ δύο περιοχές.

Πρῶτον, στό θεολογικό μέρος (οἱ ὅροι), ὅπως φαίνεται στά πρῶτα ἄρθρα τοῦ «Συμβόλου τῆς Πίστεως».

Στήν ἀρχή τὸ Σύμβολο τῆς Πίστεως ἀρνεῖται τόν γνωστικισμό, ὁ ὁποῖος ὑποστήριζε ὅτι ὁ κόσμος δημιουργήθηκε ἀπό ἕναν κατώτερο Θεό, τόν Λόγο, γι’ αὐτό ἐξηγοῦσε τό κακό πού ὑπάρχει σέ αὐτόν.

Στήν συνέχεια κατεδικάζει τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου ὁ ὁποῖος ἠρνεῖτο τήν θεότητα τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, διδάσκοντας ὅτι ὁ Υἱός εἶναι τό πρῶτο κτίσμα μεταξύ Θεοῦ καί ὕλης, ὅτι εἶναι «ἑτερούσιος» ἀπό τόν Πατέρα, ὅτι εἶναι «τρεπτός» καί ἀγνοεῖ τόν Πατέρα καί ὅτι καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι «δεύτερη δημιουργημένη δύναμη καί τό πρῶτο διά τοῦ Υἱοῦ κτίσμα» (Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, ἐν Ἀθήναις, 1960, σελ. 53-56).

Δεύτερον ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν τό κανονικό, μέ τό ὁποῖο ρυθμίστηκαν τά σχετικά μέ τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἀφοῦ μέ τήν θεολογική ἀπόφαση ἐτέθησαν τά ὅρια μεταξύ ὀρθοδόξου πίστεως καί αἱρέσεως, μέ τούς κανόνες ρυθμίστηκαν διάφορα ζητήματα πού καθορίζουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἐξέδωσε εἴκοσι (20) ἱερούς κανόνες πού ρυθμίζουν κανονικά ζητήματα, ὅπως ἡ εἰσαγωγή τοῦ Μητροπολιτικοῦ Συστήματος στήν Ἐκκλησία, τό πότε συγκαλοῦνται οἱ ἐπαρχιακές Σύνοδοι, γιά τήν χειροτονία τῶν Ἐπισκόπων, γιά τούς καθαρούς καί Παυλικιανούς, τούς παραπεπτωκότας, γιά τούς ἀκοινωνήτους, γιά τό «μή κλίνειν γόνυ τῇ Κυριακῇ καί τῇ Πεντηκοστῇ» κ.ἄ.

Σχετικά μέ τό θέμα πότε θά ἑορτάζεται τό Πάσχα, δέν ἀναφέρεται μέν στούς κανόνες τῆς Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά καταγράφεται σέ διάφορες ἱστορικές πηγές (Ἰωάννου Ν. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ. 121) καθώς ἐπίσης περιγράφεται στήν ἐπιστολή τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, τήν ὁποία ἀπέστειλε «ἐκκλησίαις καί ἐπισκόποις τοῖς τῆς ἁγίας καί μεγάλης ἐν Νικαίᾳ συνόδου ἀπολειφθεῖσι», ὅπου γράφει ὅτι «περί τῆς τοῦ Πάσχα ἁγιωτάτης ἡμέρας γενομένης ζητήσεως ἔδοξε κοινῇ γνώμῃ καλῶς ἔχειν, ἐπί μιᾶς ἡμέρας ἅπαντας τούς ἀπανταχόσε Χριστιανούς τήν σωτήριον ἑορτήν ἐπιτελεῖν τοῦ ἁγιωτάτου πάσχα» (Πρακτικά τῶν ἁγίων καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων, Τόμος Α΄ ἔκδοσις Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγιον Ὄρος, σελ. 193/281-194/282).

Ὁ Ματθαῖος Βλάσταρις στό «Σύνταγμά» του κάνει εὑρύτατη ἀνάλυση «περί τοῦ ἁγίου Πάσχα» καί καταγράφει τούς τέσσερις «διορισμούς», ἀπό τούς ὁποίους οἱ δύο πρῶτοι καθορίζονται ἀπό τούς κανόνας τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων (Ζ΄) καί οἱ ἄλλοι «ἐξ ἀγράφου παραδόσεως».

Πρῶτον, νά ἑορτάζεται μετά τήν ἑαρινή ἰσημερία, δεύτερον νά μή συνεορτάζεται μέ τούς Ἰουδαίους, τρίτον νά ἑορτάζεται μετά τήν πρώτη πανσέληνον μετά τήν ἑαρινή ἰσημερία, καί τέταρτον νά ἑορτάζεται τήν πρώτη Κυριακή μετά τήν πανσέληνον τῆς ἑαρινῆς ἰσημερίας (Ράλλη καί Ποτλῆ, Σύνταγμα θείων καί ἱερῶν Κανόνων, Τόμ. Στ΄, ἐκδ. Βασιλείου Ρηγοπούλου, σελ. 420).

Καί ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἔχει ἕνα εὑρύτατο σχόλιο γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα (Πηδάλιον, ἐκδ. Παπαδημητρίου, Ἀθήνα 1970, σελ. 8-11).

Ἀπό αὐτά φαίνεται καθαρά ὅτι τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγκεκριμένα, καί ὅσοι βρίσκονται σέ αὐτά τά ὅρια εἶναι μέλη τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ οἱ ἔξω ἀπό αὐτά τά ὅρια εἶναι ἐκτὸς τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί ὅσοι ζοῦν μέσα στήν Ἐκκλησία, ὁμολογώντας τήν ὀρθόδοξη πίστη πρέπει νά γνωρίζουν «πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ Θεοῦ ἀναστρέφεσθαι, ἥτις ἐστίν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας» (Α΄ Τιμ. γ΄, 15).

Αὐτό εἶναι σημαντικό, διότι ἀκοῦμε ἀπό πολλές πλευρές τήν ἄποψη ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἀποφαίνεται ποιά εἶναι τά μέλη της καί δέν ἀποφαίνεται γιά τούς ἐκτός αὐτῆς.

Ὅμως, μέλη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅσοι ὁμολογοῦν τήν ἴδια πίστη, ἀγωνίζονται νά τηροῦν τούς ἱερούς Κανόνες, ὅσοι δέ εἶναι ἐκτός τῶν ὁρίων πού καθορίζουν οἱ ὅροι-δόγματα τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων εἶναι αἱρετικοί.

Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος, ὅπως καί οἱ ἑπόμενες ἔθεσαν σαφῶς καί τά ὅρια καί τίς προϋποθέσεις γιά τήν ἀλήθεια καί τήν πλάνη.

2. Τά δύο θεολογικά ρεύματα στήν Α΄Οἰκουμενική Σύνοδο

Ἐκεῖνο πού εἶναι σημαντικό καί ἀξιοπρόσεκτο, καθώς μελετᾶμε τά ὅσα ἔγιναν στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, εἶναι ὅτι σέ αὐτήν ἐκφράσθηκαν δύο θεολογικά ρεύματα, τό ἕνα εἶναι τό φιλοσοφικοθεολογικό ρεῦμα τῶν Ἀρειανῶν πού καταδικάστηκε, καί τό ἄλλο τό ἐμπειρικό ρεῦμα τό ὁποῖο ἐξέφραζαν οἱ ἅγιοι Πατέρες καί στηρίζονταν στήν Ἀποκάλυψη τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες, Ἀποστόλους καί Ἁγίους, καί εἶναι τό ὀρθόδοξο. Αὐτό δείχνει καί τίς προϋποθέσεις τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς.

Γιά νά τό δοῦμε αὐτό πρέπει νά ἐξετάσουμε ὅτι στό θέμα πού ἀντιμετώπισε ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος γιά τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, μέ τίς δύο ἑρμηνεῖες, τήν μία φιλοσοφική καί τήν ἄλλη θεολογική-ἐμπειρική, πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι προηγήθηκε διεξοδική συζήτηση, καί μάλιστα οἱ ἀποφάσεις τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου βασίσθηκαν στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου τῆς Ἀντιοχείας τό 268/269 μ.Χ.

Ὅταν ἐξῆλθαν οἱ Ἀπόστολοι ἀπό τήν Παλαιστίνη καί ὁ Χριστιανικός κόσμος εἰσῆλθε σέ περιοχές ὅπου ἐπικρατοῦσε ἡ ἑλληνική φιλοσοφία, ἰδίως ἡ ἀριστοτελική, ἀμέσως ἄρχισε μιά συζήτηση γιά τό ποιός ἦταν Αὐτός πού ἀποκαλυπτόταν στούς Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί ἄν Αὐτός ἦταν ἄκτιστος ἤ κτιστός.

Στήν Ἀντιόχεια τῆς Συρίας, πού ἦταν κέντρο σπουδῶν τῆς Ἑλληνικῆς φιλσοφίας, ὁ Ἐπίσκοπός της Παῦλος Σαμοσατεύς ἠρνεῖτο τήν θεότητα τοῦ Λόγου, χρησιμοποιώντας τήν Ἀριστοτελική φιλοσοφία.

Τότε συνῆλθε Σύνοδος τό 268/269 στήν Ἀντιόχεια, ἡ ὁποία κατεδίκασε τόν Παῦλο Σαμοσατέα καί ἐξέφρασε τήν ἀλήθεια ὅτι ὅλες οἱ ἀποκαλύψεις τοῦ Θεοῦ στήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν ἀποκαλύψεις τοῦ Λόγου χωρίς σάρκα. Καί Αὐτός ὁ Ἄσαρκος Λόγος ἐνηνθρώπησε, γι’ αὐτό ὁ Χριστός εἶναι Θεός.

Τό σημαντικό εἶναι ὅτι αὐτή ἡ Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας εἶναι τό θεμέλιο τόσο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ὅσο καί τῶν μεταγενεστέρων, καί προσέφερε τό ὑλικό θεολογήσεως τῶν Πατέρων (Γεωργίου Σίσκου, τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ στήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας [1ος -3ος αἰ.], Ἡ Σύνοδος τῆς Ἀντιοχείας τοῦ 268/269 μ.Χ. Ostracon, Ἰούλιος 2020). Τίς ἀπόψεις τοῦ καταδικασθέντος Παύλου Σαμοσατέως συνέχισε, κάπως διαφοροποιημένες, ὁ Λουκιανός καί ἀκολούθως ὁ Ἄρειος.

Ἔτσι, ἤδη ἀπό τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. φάνηκαν στήν Ἐκκλησία αὐτοί οἱ δύο τρόποι θεολογήσεως, ὁ φιλοσοφικός πού κατέληξε σέ αἱρέσεις, καί ὁ ἐμπειρικός πού εἶναι οἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Αὐτό φαίνεται ἀπό τά μέλη πού συγκρότησαν τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ἀπό τήν μία πλευρά ἦταν ἅγιοι Πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μεταξύ τῶν ὁποίων ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ ἅγιος Σπυρίδων, ὁ ἅγιος Νικόλαος καί ἄλλοι ὁμολογητές τῆς πίστεως.

Μάλιστα, ὁ ἅγιος Γερμανός Κωνσταντινουπόλεως στό ἔργο του «περί τῶν ἁγίων Συνόδων καί αἱρέσεων» γράφει: «Πολλοί δέ τῶν ἐκεῖσε συνδεδραμηκότων ἐπισκόπων ὁμολογηταί τῆς πίστεως ἐτύγχανον, ἐν τοῖς διωγμοῖς ἀκρωτηριασθέντες ὑπό τῶν ἀσεβῶν καί ἀνόμων βασιλέων, καί τῶν μέν τά νεῦρα τῶν ποδῶν, τῶν δέ οἱ ὀφθαλμοί, καί ἑτέρων ἄλλα μέλη τοῦ σώματος ἀποτετμημένα ἐτύγχανον ὑπέρ τῆς εἰς Χριστόν αὐτῶν πίστεως καί ὁμολογίας».

Καί ἀπό τήν ἄλλη πλευρά ἦταν ὁ Ἄρειος καί μερικοί συνήγοροί του Ἐπίσκοποι, περίπου δέκα ἑπτά τόν ἀριθμό, στούς ὁποίους πρέπει νά προστεθοῦν καί φιλόσοφοι καί ρήτορες μέ τόν σοφιστή Ἀστέριο (Ἰωάνou N. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμος I, σελ. 114-115).

Ἑπομένως, ἀπό τά μέλη πού συγκρότησαν τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο φαίνονται τά δύο αὐτά θεολογικά ρεύματα, ἤτοι ἡ θεολογία πού στηρίζεται στήν Ἀποκάλυψη-φανέρωση τοῦ Ἀσάρκου Λόγου τοῦ Θεοῦ στούς Προφῆτες καί τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου στούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους, καί ἡ θεολογία πού στηρίζεται στήν φιλοσοφία πού εἶναι ἐκτός τῆς ὀρθοδόξου παραδόσεως καί αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού πρέπει νά ὑπογραμμίζεται ἰδιαιτέρως.

Ὁ πρωταγωνιστής στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο, Μέγας Ἀθανάσιος, στά κείμενα πού συνέταξε, μετά τό πέρας τῆς Συνόδου, ἀναφέρεται στά θέματα αὐτά. Ἀπό τά τέσσερα κείμενά του «κατά Ἀρειανῶν» ἀντλοῦμε ἐνδιαφέρουσες πληροφορίες γιά τό ὑπόβαθρο τῆς Ἀρειανικῆς αἱρέσεως.

Στήν ἀρχή τοῦ Α΄ κειμένου «κατά Ἀρειανῶν» γράφει ὅτι οἱ αἱρέσεις πού «τῆς ἀληθείας ἀπέστησαν» ἐπινόησαν τήν «μανίαν» καί ἡ ἀσέβειά τους «πάλαι πᾶσιν ἔκδηλος γέγονε». Αὐτοί οἱ αἱρετικοί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό ἐμᾶς καί «τῶν τοιούτων οὔτε ἦν, οὔτε νῦν ἐστι μεθ’ ἡμῶν τό φρόνημα».

Μία ἀπό τίς αἱρέσεις αὐτές εἶναι «ἡ ἐσχάτη», ἡ αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ἡ ὁποία ἑρμηνεύθηκε ὡς πρόδρομος τοῦ ἀντιχρίστου, εἶναι «δόλιος» καί «πανοῦργος», ἐπειδή παρετήρησε ὅτι οἱ παλαιότερες «ἀδελφές» αἱρέσεις καταδικάστηκαν, «ὑποκρίνεται περιβαλλομένη τάς τῶν Γραφῶν λέξεις, ὡς ὁ πατήρ αὐτῆς διάβολος», ἐνδύεται ἀπό ἁγιογραφικά ρητά καί προσπαθεῖ πάλιν νά εἰσέλθη στόν παράδεισο τῆς Ἐκκλησίας «πλήσασα ἑαυτήν ὡς Χριστιανήν», γιά νά ἀπατήση κάποιους πού φρονοῦν κατά Χριστόν «τῇ πιθανότητι τῶν παραλογισμῶν».

Καί πιό κάτω γράφει: «Τί γάρ ὅμοιον ἑωρακότες τῆς αἱρέσεως πρός τήν εὐσεβῆ πίστιν φλυαροῦσιν ὡς μηδέν κακόν λεγόντων ἐκείνων;» (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 2, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 28-30).

Εἶναι φανερόν ὅτι ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ἀναφέρεται σέ αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι καταδικάστηκαν συνοδικῶς, καί ὅτι ἡ «ἀρειανική αἵρεση», ἐνῶ χρησιμοποιεῖ τόν φιλοσοφικό τρόπο σκέψεως, προσπαθεῖ νά τόν ἐπενδύση μέ ἁγιογραφικά χωρία. Ἀναφέρεται στόν Παῦλο τόν Σαμοσατέα, τοῦ ὁποίου ἡ διδασκαλία δέν εἶναι τῆς Ἐκκλησίας (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 2, ἔνθ. ἀν. σελ. 102,1. 136,15. 250, 21. 334,17). Μάλιστα, σέ κάποιο σημεῖο, ἀναφερόμενος στούς Ἀρειανούς γράφει: «Τοῦτο μέντοι τοῦ Σαμοσατέως ἐστιν τό φρόνημα, ὅ τῇ μέν δυνάμει καί ὑμεῖς φρονεῖτε τῷ δέ ὀνόματι μόνον ἀρνεῖσθε διά τούς ἀνθρώπους» (Μ. Ἀθανασίου, ἔργα 3, ΕΠΕ, Θεσσαλονίκη 1975, σελ. 150).

Ἀπό τά ἀνωτέρω ἐξάγεται ὅτι στά ὅσα προηγήθηκαν τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, στά ὅσα ἔγιναν κατ’ αὐτήν, καί στά ὅσα ἀκολούθησαν διακρίνονται σαφῶς οἱ δύο αὐτές θεολογικές τάσεις.

Ἡ πρώτη στηριζόταν στήν ἑρμηνεία τῆς Ἁγίας Τριάδος μέ φιλοσοφικούς στοχασμούς, πού προέρχονταν, ἄλλοτε ἀπό τόν Πλάτωνα, ἄλλοτε ἀπό τόν Ἀριστοτέλη, ἄρα ἀπό τήν κλασσική μεταφυσική, καί ἡ δεύτερη στηριζόταν στήν ἐμπειρική διδασκαλία τῶν Προφητῶν, Ἀπόστόλων καί Πατέρων.

Εἶναι χαρακτηριστική ἡ φράση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως ὅτι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι «φῶς ἐκ φωτός». Αὐτό σαφέστατα παραπέμπει στήν ἀποκάλυψη τοῦ Ἀσάρκου Λόγου στούς Προφῆτες καί τοῦ Σεσαρκωμένου Λόγου στούς Ἀποστόλους καί τούς Ἁγίους στό Φῶς. Ἄρα συγκρούστηκαν ὁ φιλοσοφικός στοχασμός μέ τήν ἐμπειρική-ἀποκαλυπτική θεολογία τῶν ἁγίων.

Καί αὐτό εἶναι ἕνα μάθημα γιά ὅλους ἐμᾶς τούς συγχρόνους Ἐπισκόπους καί θεολόγους, οἱ ὁποῖοι πρέπει νά θεολογοῦμε κατά τόν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὁ ὁποῖος ὑπερμάχησε γιά τήν ἐπικύρωση τῶν ἀποφάσεων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, «ἁλιευτικῶς, οὐκ Ἀριστοτελικῶς» (Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, ἔργα 1, ΕΠΕ, σελ. 378), δηλαδή σύμφωνα μέ τήν Ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ πού δόθηκε στούς ἁλιεῖς-Ἀποστόλους καί ὄχι σύμφωνα μέ αὐτούς πού ἀκολουθοῦν τόν Ἀριστοτελικό-φιλοσοφικό τρόπο σκέψεως στό μυστήριο τῆς Ἁγίας Τριάδος καί στό μυστήριο τῆς θείας Οἰκονομίας, τῆς ἐνανθρωπήσως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ. Αὐτό πρέπει νά εἶναι τό σημαντικότερο συμπέρασμα ἀπό τήν σημερινή ἑορτή τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τῆς Συνοδικῆς αὐτῆς θείας Λειτουργίας.

Καί αὐτό συνδέεται μέ τό ὅτι, δυστυχῶς, σήμερα κυριαρχεῖ παντοῦ, ἀκόμη καί στόν Χριστιανισμό, ὁ ὀρθολογισμός, ἡ λογικοκρατία.

Εἶναι εὐνόητον ὅτι δέν εἴμαστε ἐναντίον τοῦ ὀρθοῦ λόγου καί τῆς λογικῆς, ἀλλά ἐναντίον τοῦ ὀρθολογισμοῦ καί τῆς λογικοκρατίας, πού παραθεωροῦν τόν Θεάνθρωπο Χριστό καί τόν θεούμενον ἄνθρωπο καί ὑπερυψώνουν τόν ἄνθρωπο, μέχρι τόν ὑπεράνθρωπο καί τόν μετάνθρωπο.

Εὐχηθῆτε, Μακαριώτατε Δέσποτα, καί Σεβασμιώτατοι ἀδελφοί Ἀρχιερεῖς, Μέλη τῆς Ἱερᾶς Συνόδου, νά μήν εἴμαστε τυπικοί ἑορταστές τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἀλλά «δέκτες, φύλακες καί μεταδότες» τόσο τῶν προϋποθέσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων ὅσο καί τῶν ἀποφάσεων αὐτῶν.

Πηγή: https://www.romfea.gr/katigories/10-apopseis/70077-nafpaktou-ierotheos-i-a-oikoumeniki-synodos-kai-i-simasia-tis

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 2 Ἰουνίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Ζ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
21: 8-14

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐξελθόντες οἱ ἀπόστολοι ἀπὸ Τύρου ἤλθομεν εἰς Καισάρειαν, καὶ εἰσελθόντες εἰς τὸν οἶκον Φιλίππου τοῦ εὐαγγελιστοῦ, ὄντος ἐκ τῶν ἑπτά, ἐμείναμεν παρ᾿ αὐτῷ. Τούτῳ δὲ ἦσαν θυγατέρες παρθένοι τέσσαρες προφητεύουσαι. Ἐπιμενόντων δὲ ἡμῶν ἡμέρας πλείους κατῆλθέ τις ἀπὸ τῆς ᾿Ιουδαίας προφήτης ὀνόματι ῎Αγαβος, καὶ ἐλθὼν πρὸς ἡμᾶς καὶ ἄρας τὴν ζώνην τοῦ Παύλου, δήσας τε αὐτοῦ τοὺς πόδας καὶ τὰς χεῖρας εἶπε· Τάδε λέγει τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον· τὸν ἄνδρα οὗ ἐστιν ἡ ζώνη αὕτη, οὕτω δήσουσιν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ οἱ ᾿Ιουδαῖοι καὶ παραδώσουσιν εἰς χεῖρας ἐθνῶν. Ὡς δὲ ἠκούσαμεν ταῦτα, παρεκαλοῦμεν ἡμεῖς τε καὶ οἱ ἐντόπιοι τοῦ μὴ ἀναβαίνειν αὐτὸν εἰς ῾Ιερουσαλήμ. Ἀπεκρίθη τε ὁ Παῦλος· Τί ποιεῖτε κλαίοντες καὶ συνθρύπτοντές μου τὴν καρδίαν; Ἐγὼ γὰρ οὐ μόνον δεθῆναι, ἀλλὰ καὶ ἀποθανεῖν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἑτοίμως ἔχω ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Μὴ πειθομένου δὲ αὐτοῦ ἡσυχάσαμεν εἰπόντες· Τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου γινέσθω.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ᾽Ανάγνωσμα
8: 1-6

Ἀδελφοί, τοιοῦτον ἔχομεν ἀρχιερέα, ὃς ἐκάθισεν ἐν δεξιᾷ τοῦ θρόνου τῆς μεγαλωσύνης ἐν τοῖς οὐρανοῖς, τῶν ῾Αγίων λειτουργὸς καὶ τῆς σκηνῆς τῆς ἀληθινῆς, «ἣν ἔπηξεν ὁ Κύριος», καὶ οὐκ ἄνθρωπος. Πᾶς γὰρ ἀρχιερεὺς εἰς τὸ προσφέρειν δῶρά τε καὶ θυσίας καθίσταται· ὅθεν ἀναγκαῖον ἔχειν τι καὶ τοῦτον ὃ προσενέγκῃ. Εἰ μὲν γὰρ ἦν ἐπὶ γῆς, οὐδ᾿ ἂν ἦν ἱερεύς, ὄντων τῶν ἱερέων τῶν προσφερόντων κατὰ τὸν νόμον τὰ δῶρα, οἵτινες ὑποδείγματι καὶ σκιᾷ λατρεύουσι τῶν ἐπουρανίων, καθὼς κεχρημάτισται Μωϋσῆς μέλλων ἐπιτελεῖν τὴν σκηνήν· «Ὅρα» γάρ φησι, «ποιήσεις πάντα κατὰ τὸν τύπον τὸν δειχθέντα σοι ἐν τῷ ὄρει»· νυνὶ δὲ διαφορωτέρας τέτευχε λειτουργίας, ὅσῳ καὶ κρείττονός ἐστι διαθήκης μεσίτης, ἥτις ἐπὶ κρείττοσιν ἐπαγγελίαις νενομοθέτηται.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Ζ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
14: 27-31; 15: 1-7

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία μηδὲ δειλιάτω. ἠκούσατε ὅτι ἐγὼ εἶπον ὑμῖν, ὑπάγω καὶ ἔρχομαι πρὸς ὑμᾶς· εἰ ἠγαπᾶτέ με, ἐχάρητε ἄν ὅτι εἶπον, πορεύομαι πρὸς τὸν πατέρα· ὅτι ὁ πατὴρ μου μείζων μού ἐστι. καὶ νῦν εἴρηκα ὑμῖν πρὶν γενέσθαι, ἵνα ὅταν γένηται πιστεύσητε. οὐκέτι πολλὰ λαλήσω μεθ’ ὑμῶν· ἔρχεται γὰρ ὁ τοῦ κόσμου ἄρχων, καὶ ἐν ἐμοὶ οὐκ ἔχει οὐδέν· ἀλλ’ ἵνα γνῷ ὁ κόσμος ὅτι ἀγαπῶ τὸν πατέρα, καὶ καθὼς ἐνετείλατό μοι ὁ πατήρ, οὕτω ποιῶ. ἐγείρεσθε, ἄγωμεν ἐντεῦθεν. Ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή, καὶ ὁ πατήρ μου ὁ γεωργός ἐστι. πᾶν κλῆμα ἐν ἐμοὶ μὴ φέρον καρπόν, αἴρει αὐτό, καὶ πᾶν τὸ καρπὸν φέρον, καθαίρει αὐτὸ, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρῃ. ἤδη ὑμεῖς καθαροί ἐστε διὰ τὸν λόγον ὃν λελάληκα ὑμῖν. μείνατε ἐν ἐμοί, κἀγὼ ἐν ὑμῖν. καθὼς τὸ κλῆμα οὐ δύναται καρπὸν φέρειν ἀφ’ ἑαυτοῦ, ἐὰν μὴ μένῃ ἐν τῇ ἀμπέλῳ, οὕτως οὐδὲ ὑμεῖς, ἐὰν μὴ ἐν ἐμοὶ μένητε. ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα. ὁ μένων ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν αὐτῷ, οὗτος φέρει καρπὸν πολύν, ὅτι χωρὶς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν. ἐὰν μή τις μένῃ ἐν ἐμοί, ἐβλήθη ἔξω ὡς τὸ κλῆμα καὶ ἐξηράνθη, καὶ συνάγουσιν αὐτὰ καὶ εἰς τὸ πῦρ βάλλουσι, καὶ καίεται. ἐὰν μείνητε ἐν ἐμοὶ καὶ τὰ ῥήματά μου ἐν ὑμῖν μείνῃ, ὃ ἐὰν θέλητε αἰτήσασθε, καὶ γενήσεται.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
12: 8-12

Εἶπεν ὁ Κὐριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁμολογήσει ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ·ὁ δὲ ἀρνησάμενός με ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων ἀπαρνηθήσεται ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων τοῦ Θεοῦ. Καὶ πᾶς ὃς ἐρεῖ λόγον εἰς τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἀφεθήσεται αὐτῷ· τῷ δὲ εἰς τὸ ἅγιον πνεῦμα βλασφημήσαντι οὐκ ἀφεθήσεται. Ὅταν δὲ εἰσφέρωσιν ὑμᾶς ἐπὶ τὰς συναγωγὰς καὶ τὰς ἀρχὰς καὶ τὰς ἐξουσίας, μὴ μεριμνήσητε πῶς ἢ τί ἀπολογήσησθε ἢ τί εἴπητε·τὸ γὰρ ἅγιον πνεῦμα διδάξει ὑμᾶς ἐν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἃ δεῖ εἰπεῖν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Nικηφόρου Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως του Oμολογητού (2 Ιουνίου)

Άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο Ομολογητής

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Nικηφόρου Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως του Oμολογητού

Tου Πατριάρχου Πατριάρχης πλησίον,
Θείου γέροντος Aβραάμ Nικηφόρος.
Δευτερίη Nικηφόρος εις Eδέμ εύρατο μοίρην.

Άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, ο Ομολογητής

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Kωνσταντίνου του Kοπρωνύμου, του και Kαβαλίνου επονομαζομένου και εικονομάχου γενομένου εν έτει ψμδ΄ [744], γέννημα και θρέμμα της βασιλευούσης των πόλεων. Oι δε γονείς αυτού ήτον ευγενείς και ονομαστοί, Θεόδωρος και Eυδοκία ονομαζόμενοι. O γαρ πατήρ του Θεόδωρος, ήτον υπογραφεύς και νοτάριος των προσταγμάτων και ορισμών του βασιλέως. Διαβαλθείς δε εις τον βασιλέα, ότι προσκυνεί τας θείας εικόνας, κατεξεσχίσθη με δαρμούς και μάστιγας, και εξωρίσθη εις την Mύλασσαν, ήτις είναι κάστρον σκληρόν, και δεινότατον παραθαλάσσιον, και ευρίσκεται εις την εν τη μικρά Aσία Kαρίαν, κοινώς δε ονομάζεται Mεσσί, με θρόνον Eπισκόπου τετιμημένην υπό τον Σταυρουπόλεως Mητροπολίτην. Mετά ταύτα δε ανακληθείς από την εξορίαν, και μη υπακούσας εις τα παράνομα του βασιλέως προστάγματα, πάλιν εξωρίσθη εις την Nίκαιαν, την τουρκιστί καλουμένην Iσνίκ, και εκεί διαπεράσας χρόνους έξ με πολλάς κακοπαθείας, ετελείωσε την ζωήν του ο αξιομακάριστος. O δε τούτου υιός, ο τίμιος, λέγω, ούτος Nικηφόρος, από αυτήν σχεδόν την γέννησίν του ετειλίχθη με τα σπάργανα της Oρθοδοξίας. Aφ’ ου δε επέρασε την νηπιώδη ηλικίαν, και επαιδεύθη καλώς τα ιερά γράμματα, έγινε βασιλικός γραμματικός. Ύστερον δε στοχασθείς όλα τα πράγματα του κόσμου, ως σκύβαλα και υφάσματα της αράχνης, ανεχώρησεν από την Kωνσταντινούπολιν, και επήγεν εις την αυτής Προποντίδα. Eκεί δε μόνος ευρισκόμενος, μόνω επρόσεχε και εσχόλαζε τω Θεώ, μεταχειριζόμενος πόνους πολλούς και ταλαιπωρίας της ασκήσεως. Eπειδή δε ο μέγας Tαράσιος ο Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως ετελεύτησε, διά τούτο ο τότε βασιλεύς Nικηφόρος ο Πατρίκιος και γενικός λογοθέτης ο εν έτει ωβ΄ [802] βασιλεύσας, εβίασε τον Άγιον τούτον Nικηφόρον και έγινε Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως, εν τω τετάρτω έτει της βασιλείας του, ήτοι εν έτει ωϛ΄ [806] κατά την Kυριακήν του Πάσχα.

Άγιος Νικηφόρος Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ο Ομολογητής. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίου Νικήτα στο Chucher-Sandevo, Σκόπια

Eπειδή δε μετά ολίγον αναπαύθη ο βασιλεύς Nικηφόρος, διά τούτο έγινε διάδοχος της βασιλείας Σταυράκιος ο υιός του, εν έτει ωια΄ [811]. Aποθανόντος δε και αυτού ογλίγωρα (δύω μήνας γαρ μόνον εβασίλευσε) διεδέχθη την βασιλείαν Mιχαήλ ο Kουροπαλάτης και Pαγκαβέ επονομαζόμενος, ο ευσεβέστατος εκείνος αυτοκράτωρ, εν έτει ωια΄ [811]. Tούτον δε καταβιβάσας από τον βασιλικόν θρόνον Λέων ο πέμπτος, ήτοι ο Aρμένιος, έγινε βασιλεύς εν έτει ωιγ΄ [813]. Kαι εκινήθη ο αλιτήριος κατά των αγίων εικόνων, και κατά της ευσεβούς ημών πίστεως. Όσα δε λόγια και ελεγμούς είπεν ο σεβάσμιος Πατήρ και Άγιος ούτος Nικηφόρος, προς τον δυσσεβή τούτον βασιλέα, περί της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, αδύνατον είναι και να τα ειπή τινας και να τα γράψη. Όθεν ο θεομισής τύραννος θυμωθείς, εκατέβασε τον Άγιον από τον Πατριαρχικόν θρόνον, και εξώρισεν αυτόν, και εις φυλακήν έκλεισε, προστάξας, ότι να μη λάβη ο αοίδιμος από κανένα άνθρωπον ουδεμίαν παρηγορίαν. Mε τοιούτον λοιπόν τρόπον διεπέρασεν ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής, κακοπαθών και ταλαιπωρούμενος εν τη εξορία, έως οπού ο δείλαιος βασιλεύς απέρριψε την ψυχήν του, κατακοπείς μεληδόν, μέσα εις αυτό το θυσιαστήριον του εν τω Φάρω Nαού κατά την εορτήν των Xριστού Γεννών από τους οικείους του, και μάλιστα από Mιχαήλ τον Tραυλόν. O δε μακάριος Nικηφόρος καταπονηθείς από τας πολυχρονίους ταλαιπωρίας, και εις εβδομήντα χρόνους φθάσας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού. Eννέα μεν γαρ χρόνους, επέρασεν εν τη Πατριαρχεία, δεκατρείς δε, εν τη εξορία. Kατά δε τον χαρακτήρα του σώματος ήτον κατά πάντα όμοιος με τον Άγιον Kύριλλον τον Aλεξανδρείας, έξω από τα σκαντζουρά μαλλία οπού είχεν ο θείος Kύριλλος, και έξω από την γενειάδα εκείνου, και το παρδαλόν των μαλλίων. O γαρ Άγιος Nικηφόρος ήτον όλος άσπρος εις τα μαλλία, και ούτε μακράν είχε την μύτην, ούτε παχέα τα χείλη, καθώς τα είχεν ο μέγας Kύριλλος. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον σεπτόν Nαόν των Aγίων Aποστόλων των μεγάλων, όπου και το τίμιον αυτού ευρίσκεται λείψανον. (Tου οποίου η ανακομιδή εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Mαρτίου1.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Ιερομάρτυρος Εράσμου του εν τη Χερμελία της Αχρίδος (2 Ιουνίου)

O Όσιος Iερομάρτυς Έρασμος ο εν τη Xερμελία της Aχρίδος, εν ειρήνη τελειούται

Έρασμον αθλήσαντα σην Σώτερ χάριν,
Eρασμίως τρέχοντα εις πόλον, δέχου.

Oύτος ο Άγιος, εκατάγετο μεν από την Aντιόχειαν, ήκμαζε δε κατά τους χρόνους Διοκλητιανού και Mαξιμιανού, εν έτει σθ΄ [209]. Aσκητικήν δε ζωήν ζήσας πρότερον, εις τόσην τελειότητα έφθασεν, ώστε οπού ελάμβανε τροφήν διά μέσου των κοράκων, και χαρισμάτων πολλών παρά Θεού ηξιώθη, διό και χωρίς να θέλη έγινεν Aρχιερεύς. Eίτα ζήλον θείον λαβών εις την ψυχήν του, επεριπάτει εις κάθε μέρος αποστολικώς, κηρύττων τον λόγον του Eυαγγελίου, και ποιών θαυμάσια πάμπολλα. Kαταντήσας γαρ εις την εν τη Aχρίδι πόλιν Λυχνιδών, εκεί ανέστησεν ένα παιδίον αποθαμένον, και τον πατέρα του παιδίου, Aναστάσιον ονόματι, εβάπτισεν ομού με άλλους πολλούς· και τα εκείσε ευρισκόμενα είδωλα συντρίψας, εις διάστημα επτά ημερών εδίδασκε τον λαόν, οδηγών αυτόν εις το φως της θεογνωσίας. Eπειδή δε τότε ευρίσκετο ο Mαξιμιανός εις την Eρμούπολιν την εν τω Iλλυρικώ κειμένην, διά τούτο επήγεν ένας και εφανέρωσεν αυτώ, ότι οι θεοί μας εσυντρίφθησαν από ένα άνθρωπον Aντιοχέα, όστις κηρύττει Θεόν, Iησούν τον εσταυρωμένον. O δε βασιλεύς έστειλεν ανθρώπους, και έφερον τον Άγιον έμπροσθέν του. Eρώτησεν αυτόν λοιπόν, ποίος είναι, και ποίον Θεόν προσκυνεί. Eπειδή δε ο Άγιος εσιώπα, διά τούτο ο τύραννος θυμωθείς, επρόσταξε να δείρουν αυτόν εις το πρόσωπον. O δε Άγιος ερώτα να μάθη την αιτίαν, διά την οποίαν δέρνεται. O τύραννος απεκρίθη· διατί δεν προσκυνείς τους θεούς. Kαι ποίους θεούς λέγεις μοι να προσκυνήσω; αντέφησεν ο Mάρτυς. Eγώ γαρ προσκυνώ και λατρεύω τον Kύριόν μου Iησούν Xριστόν. Πλην ειπέ μοι, ποίον θεόν να προσκυνήσω; O βασιλεύς εχαροποιήθη διά τον λόγον τούτον. Όθεν επήρε τον Mάρτυρα, και επήγαν μαζί εις τον ναόν του Διός. O δε Άγιος προσευχηθείς εις τον Θεόν, λέγει εις τον βασιλέα. Ποίον θεόν λέγεις μοι να προσκυνήσω; O βασιλεύς έδειξεν αυτώ το είδωλον του Διός, το οποίον ήτον χάλκινον, δώδεκα ποδαρίων εις το ύψος, και έξι εις το πλάτος. Tότε ο Άγιος είδεν αυτό με βλοσυρόν όμμα, και ω του θαύματος! παρευθύς έπεσε και συνετρίβη εις λεπτά. Aπό δε το είδωλον ευγήκεν ένας δράκων φοβερός, όστις αφάνισε πολύ πλήθος ανθρώπων. Kαι ο μεν βασιλεύς εγύρισεν εις το παλάτιον με καταισχύνην. O δε λαός φοβηθέντες από τον δράκοντα, επρόσπεσαν εις τους πόδας του Mάρτυρος, και πιστεύσαντες τω Xριστώ, εβαπτίσθησαν από τον Άγιον είκοσι χιλιάδες άνθρωποι.

Ύστερον εθανάτωσεν ο Άγιος τον δράκοντα, και πιασθείς από τους στρατιώτας ομού με όλον τον λαόν, οπού εβαπτίσθησαν, παρεστάθη εις τον βασιλέα. Όστις τας μεν είκοσι χιλιάδας των βαπτισθέντων απεκεφάλισε, τον δε Άγιον ένδυσε με ένα ρούχον χάλκινον πεπυρωμένον, αλλ’ υπό της θείας χάριτος εις ψυχρότητα κρυστάλλου το πυρ μετεβλήθη. Eίτα κλείεται ο Άγιος εις φυλακήν, δι’ επιφανείας όμως του Tαξιάρχου Mιχαήλ λυτρόνεται από την φυλακήν, καθώς ποτε διά του αυτού ελυτρώθη εκ της φυλακής του Hρώδου και ο Kορυφαίος Πέτρος. Eλευθερώσας δε τον Άγιον ο Aρχάγγελος, επήγεν αυτόν εις την Kαμπανίαν, εις πόλιν ονομαζομένην Φρυμόν, διά να κηρύξη και εκεί τον λόγον του Eυαγγελίου, και να επιστρέψη πολλούς προς τον Θεόν, ο δη και εποίησε. Tελευταίον πηγαίνωντας ο του Xριστού αθλητής και Iσαπόστολος εις την πόλιν Xερμελίαν, εκεί εκατοίκησεν. Όταν δε ήλθεν ο καιρός της αυτού τελειώσεως, επροσκύνησε κατά ανατολάς τρεις φοραίς, και παρακαλέσας τον Θεόν, να χαρίζη άφεσιν αμαρτιών και ζωήν αιώνιον εις όλους εκείνους, οπού ήθελαν επικαλεσθούν μετά πίστεως το όνομά του, και εκτελούν την μνήμην του, ήκουσε θείαν φωνήν άνωθεν λέγουσαν· «Oύτως έσται ως προσηύξω, και περισσότερον γενήσεται, εμού θεράπον Έρασμε». Tαύτα ακούσας ο Άγιος, εχάρη πολλά, είτα θεωρήσας εις τον Oυρανόν, είδεν ένα υπέρλαμπρον στέφανον, οπού εκατέβαινεν εις αυτόν. Oμοίως είδε τάγματα Aγγέλων, χορούς Προφητών και Aποστόλων, δήμους Mαρτύρων, και τας των δικαίων απάντων τάξεις, οίτινες ήρχοντο διά να τον υπαντήσουν. Όθεν ειπών· «Kύριε Iησού δέξαι το πνεύμα μου», ανήλθε χαίρων εις τα Oυράνια. (Tον κατά πλάτος Bίον και την τούτου ασματικήν Aκολουθίαν, όρα εν ιδία φυλλάδι τυπωθείση εν Mοσχοπόλει.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 1η Ἰουνίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
20: 16-18, 28-36

Εν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἔκρινεν ὁ Παῦλος παραπλεῦσαι τὴν ῎Εφεσον, ὅπως μὴ γένηται αὐτῷ χρονοτριβῆσαι ἐν τῇ ᾿Ασίᾳ· ἔσπευδε γάρ, εἰ δυνατὸν ἦν αὐτῷ, τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς γενέσθαι εἰς ῾Ιεροσόλυμα ᾿Απὸ δὲ τῆς Μιλήτου πέμψας εἰς ῎Εφεσον μετεκαλέσατο τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας. Ὡς δὲ παρεγένοντο πρὸς αὐτόν, εἶπεν αὐτοῖς· Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καὶ παντὶ τῷ ποιμνίῳ ἐν ᾧ ὑμᾶς τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καὶ Θεοῦ, ἣν περιεποιήσατο διὰ τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγὼ γὰρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετὰ τὴν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς μὴ φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καὶ ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τοὺς μαθητὰς ὀπίσω αὐτῶν. Διὸ γρηγορεῖτε, μνημονεύοντες ὅτι τριετίαν νύκτα καὶ ἡμέραν οὐκ ἐπαυσάμην μετὰ δακρύων νουθετῶν ἕνα ἕκαστον. Καὶ τὰ νῦν παρατίθεμαι ὑμᾶς, ἀδελφοί, τῷ Θεῷ καὶ τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ τῷ δυναμένῳ ἐποικοδομῆσαι καὶ δοῦναι ὑμῖν κληρονομίαν ἐν τοῖς ἡγιασμένοις πᾶσιν. Ἀργυρίου ἢ χρυσίου ἢ ἱματισμοῦ οὐδενὸς ἐπεθύμησα· αὐτοὶ γινώσκετε ὅτι ταῖς χρείαις μου καὶ τοῖς οὖσι μετ᾿ ἐμοῦ ὑπηρέτησαν αἱ χεῖρες αὗται πάντα ὑπέδειξα ὑμῖν ὅτι οὕτω κοπιῶντας δεῖ ἀντιλαμβάνεσθαι τῶν ἀσθενούντων, μνημονεύειν τε τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ, ὅτι αὐτὸς εἶπε· μακάριόν ἐστι μᾶλλον διδόναι ἢ λαμβάνειν. Καὶ ταῦτα εἰπών, θεὶς τὰ γόνατα αὐτοῦ σὺν πᾶσιν αὐτοῖς προσηύξατο.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ ΕΝ ΝΙΚΑΙΑ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
17: 1-13

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανὸν, εἶπε· Πάτερ, ἐλήλυθεν ἡ ὥρα· δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα καὶ ὁ υἱὸς σου δοξάσῃ σέ, καθὼς ἔδωκας αὐτῷ ἐξουσίαν πάσης σαρκός, ἵνα πᾶν ὃ δέδωκας αὐτῷ δώσῃ αὐτοῖς ζωὴν αἰώνιον. αὕτη δέ ἐστιν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσιν σὲ τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν. ἐγώ σε ἐδόξασα ἐπὶ τῆς γῆς, τὸ ἔργον ἐτελειώσα ὃ δέδωκάς μοι ἵνα ποιήσω· καὶ νῦν δόξασόν με σύ, πάτερ, παρὰ σεαυτῷ τῇ δόξῃ ᾗ εἶχον πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι παρὰ σοί. Ἐφανέρωσά σου τὸ ὄνομα τοῖς ἀνθρώποις οὓς δέδωκάς μοι ἐκ τοῦ κόσμου. σοὶ ἦσαν καὶ ἐμοὶ αὐτοὺς δέδωκας, καὶ τὸν λόγον σου τετηρήκασι. νῦν ἔγνωκαν ὅτι πάντα ὅσα δέδωκάς μοι παρὰ σοῦ εἰσιν· ὅτι τὰ ῥήματα ἃ ἔδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, καὶ αὐτοὶ ἔλαβον καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας. ἐγὼ περὶ αὐτῶν ἐρωτῶ· οὐ περὶ τοῦ κόσμου ἐρωτῶ ἀλλὰ περὶ ὧν δέδωκάς μοι, ὅτι σοί εἰσι, καὶ τὰ ἐμὰ πάντα σά ἐστιν καὶ τὰ σὰ ἐμά, καὶ δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς. καὶ οὐκέτι εἰμὶ ἐν τῷ κόσμῳ, καὶ αὐτοὶ ἐν τῷ κόσμῳ εἰσί, καὶ ἐγὼ πρὸς σὲ ἔρχομαι. Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς. ὅτε ἤμην μετ’ αὐτῶν ἐν τῷ κόσμῳ, ἐγὼ ἐτήρουν αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι ἐφύλαξα, καὶ οὐδεὶς ἐξ αὐτῶν ἀπώλετο εἰ μὴ ὁ υἱὸς τῆς ἀπωλείας, ἵνα ἡ γραφὴ πληρωθῇ. νῦν δὲ πρὸς σὲ ἔρχομαι, καὶ ταῦτα λαλῶ ἐν τῷ κόσμῳ ἵνα ἔχωσι τὴν χαρὰν τὴν ἐμὴν πεπληρωμένην ἐν αὑτοῖς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Κυριακή τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου

Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Κυριακῆς τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Τὴ σημερινὴ Κυριακή, ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν Πέμπτη τῆς Ἀναλήψεως, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τὴν ἔχει ἀπὸ ἀρχαιότατους χρόνους ἀφιερώσει στὴ μνήμη τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων, οἱ ὁποῖοι, μὲ τὴν πρωτοβουλία καὶ πρόσκληση τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, συγκρότησαν στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ ἔτος 325 μ.Χ. τὴν Α΄ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, μὲ κύρια ἀφορμὴ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, ποὺ συντάρασσε τότε τὸ πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. 

Οἱ ἅγιοι αὐτοὶ Πατέρες δὲν ἦσαν μόνο ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ καὶ ἱερεῖς καὶ διάκονοι καὶ μοναχοί. Κάποιοι δὲ ἀπ᾿ αὐτοὺς ἦσαν ὁμολογητὲς τῆς πίστεως, ποὺ ἐπέζησαν δηλ. τῶν μαρτυρίων τῶν τυράννων, ἄλλοι δὲ ἦσαν καὶ θαυματουργοί, καθὼς οἱ ἅγιοι Νικόλαος ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας, Σπυρίδων ἐπίσκοπος Τριμιθοῦντος, κ.ἄ.

Ὅλοι τοῦτοι, μὲ ἕνα στόμα καὶ μία φωνή, τὸν μὲν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ἀνεκήρυξαν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸν ἀληθινὸν ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ, συγγράφοντες τὰ ἑπτὰ πρῶτα ἄρθρα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεώς μας, δηλ. τοῦ Πιστεύω, τὸν δὲ δυσσεβῆ καὶ κακόφρονα Ἄρειον καθῄρεσαν καὶ ἀναθεμάτισαν καὶ αὐτὸν καὶ τὴ βλάσφημη διδασκαλία του.

Ἡ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, καθορίστηκε νὰ διαβάζεται σήμερα, διότι ἀκριβῶς ἔχει ἄμεση καὶ οὐσιώδη σχέση μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἁγίων τούτων Πατέρων, ἀλλὰ καὶ τὸ ἔργο τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ἡ περικοπὴ αὐτὴ ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς λεγομένης «ἀρχιερατικῆς προσευχῆς» τοῦ Κυρίου μας, δηλ. τῆς προσευχῆς, ποὺ ἀνέπεμψε ὁ Χριστὸς πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα Του στὸν κῆπο τῆς Γεθσημανῆ λίγο πρὶν τὸ ἄχραντο Πάθος Του, γιὰ τὸν ἑαυτό Του, καθὼς καὶ γιὰ τοὺς μαθητές Του, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους ὅσους ἐπρόκειτο νὰ πιστεύσουν σ᾿ αὐτὸν μὲ τὸ κήρυγμα τῶν μαθητῶν Του.

Πολλὰ καὶ ὑψηλὰ εἶναι τὰ θεολογικὰ νοήματα τῆς περικοπῆς αὐτῆς καὶ τὰ αἰτήματα τοῦ Κυρίου στὴν προσευχή Του τούτη. Τὰ πιὸ βασικά Του αἰτήματα, ὡς πρὸς τοὺς μαθητές Του, θὰ λέγαμε ὅτι εἶναι δύο. Πρῶτο, ἡ ἀρραγὴς ἑνότητα τῶν μαθητῶν Του καὶ ὅλων ἐκείνων ποὺ θὰ πίστευαν μελλοντικὰ στὸ ὄνομά Του. Ἡ ἑνότητα αὐτὴ τοῦ πληρώματος τῶν πιστῶν θὰ ἀπεδείκνυε τὴ θεϊκὴ προέλευση τῆς ἀποστολῆς Του καὶ τὴ δύναμη τῆς Χάριτός Του. Τὸ δεύτερό Του αἴτημα εἶναι ἡ ἀνάγκη νὰ διαφυλαχθεῖ καθαρὴ καὶ ἀνόθευτη ἡ πίστη, ἡ θεϊκὴ δηλ. Ἀλήθεια, ποὺ ἀποκάλυψε στοὺς ἀνθρώπους, γιατὶ μόνο ἔτσι ἐξασφαλίζεται ἡ δυνατότητα σωτηρίας ὅλων μας. Τὰ δύο αὐτὰ αἰτήματα συνδέονται ἄμεσα καὶ μὲ τὸ ἔργο τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, δηλ. μὲ τὸν ἀγώνα ποὺ διεξήγαγαν, προκειμένου νὰ διαφυλάξουν τὴν καθαρότητα τῆς διδασκαλίας της, ποὺ κινδύνευε ἀπὸ τὴν αἵρεση τοῦ Ἀρειανισμοῦ.

Τὸ σημερινὸ ὅμως Εὐαγγέλιο, θέτει εὐρύτερα ἐνώπιόν μας καὶ τὸ σπουδαιότατο θέμα τῆς προσευχῆς, ἐπειδὴ ὅσα ἔπραξε ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, τὰ ἔπραξε «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα τοῖς αὐτοῦ ἴχνεσιν ἀκολουθήσωμεν». Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἡ προσευχή Του, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα, καὶ τὴν ὁποία ἀπεύθυνε ὡς ἄνθρωπος-Θεάνθρωπος πρὸς τὸν Θεὸ Πατέρα Του, ἀποτελεῖ τύπο καὶ παράδειγμα τέλειο, τὸ ὁποῖο καλούμαστε κατὰ δύναμη καὶ κατὰ ἀναλογία νὰ ἀκολουθήσουμε.

Σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων μας -διδασκαλία, ποὺ πηγάζει ἀπὸ τὸ ἐπὶ γῆς παράδειγμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν Ἱερὰ Παράδοση, ἀλλὰ καὶ τὴν προσωπικὴ τῶν ἁγίων μας πνευματικὴ ἐμπειρία-, τέσσερα πρέπει νὰ εἶναι τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς προσευχῆς μας: Πρῶτα ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ, ὕστερα ἡ εὐχαριστία Του γιὰ ὅλες τὶς γνωστὲς καὶ ἄγνωστες σ᾿ ἐμᾶς εὐεργεσίες Του, κατόπιν ἡ ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν μας καί, τέλος, ἡ δέησή μας, δηλ. ἡ αἴτηση γιὰ ὅσα χρειαζόμαστε καὶ ἔχουμε ἀνάγκη γιὰ τὴν ἐπίγεια ζωή μας καὶ τὴ σωτηρία τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας.

Ἡ προσευχὴ εἶναι ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα δῶρα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο. Εἶναι τὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς. Εἶναι ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ἐπι-κοινωνεῖ, κοινωνεῖ, δηλ. ἑνώνεται μὲ τὸν ἄκτιστο Θεό. Κατὰ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακας, ἡ προσευχὴ εἶναι, «σύσταση καὶ διατήρηση τοῦ κόσμου, συμφιλίωση μὲ τὸν Θεό,… συγχώρηση τῶν ἁμαρτημάτων μας, γέφυρα ποὺ μᾶς σώζει ἀπὸ τοὺς πειρασμούς, τεῖχος ποὺ μᾶς προστατεύει ἀπὸ τὶς θλίψεις, ἔργο τῶν Ἀγγέλων, ἡ εὐφροσύνη τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, ἡ πηγὴ τῶν ἀρετῶν, ἡ πρόξενος τῶν πνευματικῶν χαρισμάτων, τροφὴ τῆς ψυχῆς, φωτισμὸς τοῦ νοῦ, πέλεκυς ποὺ κτυπᾶ τὴν ἀπελπισία, διάλυση τῆς λύπης».  Οἱ Πατέρες τὴν ὀνομάζουν μητέρα τῶν ἀρετῶν. Γι᾿ αὐτὸ ὁ ὅσιος Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος συμβουλεύει: «Αἰχμαλώτισε τὴ μητέρα, καὶ θὰ σοῦ δώσει τὰ παιδιά της», δηλ. ἐξάσκησε τὴν ἀληθινὴ προσευχή, καὶ θὰ ἀποκτήσεις ὅλες τὶς ἀρετές. Ἀλλά, γιὰ νὰ κάνουμε θεάρεστη προσευχή, χρειάζεται παράλληλα καὶ πνευματικὸς ἀγώνας. Χρειάζεται νὰ ἔχουμε τὴ διπλῆ ἀγάπη, στὸν Θεὸ καὶ τὸν συνάνθρωπό μας. Ἂν διατηροῦμε λύπη καὶ μνησικακία μέσα μας γιὰ τὸν πλησίον, ἡ προσευχή μας δὲν γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Ἀκόμη, χρειάζεται νὰ ἔχουμε καθημερινὴ μετάνοια γιὰ τὰ πάθη καὶ τὰ λάθη μας καὶ ταπείνωση καὶ νὰ ἐξομολογούμαστε στὸν πνευματικό μας πατέρα τὰ τυχὸν ἁμαρτήματά μας. Νὰ συναισθανόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς ἔκανε τὰ πάντα γιὰ τὴ σωτηρία μας, κι ἐμεῖς τίποτε δὲν κάναμε ἀντάξιο τῆς τόσης ἀγάπης Του πρὸς ἐμᾶς.

Στὴν προσευχὴ δὲν χρειάζεται νὰ λέμε πολλὰ λόγια, γιὰ νὰ μὴν σκορπίζεται ὁ νοῦς μας. «Μὴ βαττολογήσητε ἐν τῇ προσευχῇ», μᾶς διδάσκει ὁ Κύριος. Γι᾿ αὐτὸ καὶ οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς παρέδωσαν μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μία σύντομη, ἀλλὰ καὶ ἰσχυρότατη προσευχή, ποὺ μποροῦμε νὰ λέμε παντοῦ καὶ πάντοτε, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ, δηλ. τό, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν». Ἡ μικρὴ τούτη προσευχὴ τὰ περιλαμβάνει ὅλα. Καὶ τὴν Πίστη στὸν Ἰησοῦ, καὶ στὴν ἁγία Τριάδα, καὶ τὴν ἀναγνώριση τῆς ἁμαρτωλότητάς μας, καὶ τὴν αἴτηση, τέλος, τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ, στὸ ὁποῖο ἐμπεριέχονται ὅλα ὅσα ἔχουμε ἀνάγκη. Βεβαίως, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς καθιερωμένες ἐκκλησιαστικὲς προσευχές, ποὺ εἶναι καλὸ νὰ οἰκονομοῦμε χρόνο καὶ νὰ ἔχουμε κατάλληλο χῶρο γιὰ νὰ τὶς λέμε, στὴν προσωπική μας προσευχὴ θὰ ὑπάρχει μία ἐλευθερία ἔκφρασης, νὰ εὐχόμαστε δηλαδὴ ὅπως αἰσθανόμαστε, κατὰ τὴν περίσταση. Φθάνει νὰ γίνεται πάντοτε ἡ προσευχὴ καὶ μὲ τὶς ὀρθὲς προϋποθέσεις: «Μνημονευτέον Θεοῦ μᾶλλον ἢ ἀναπνευστέον», μᾶς παραγγέλλει ὁ Θεολόγος Γρηγόριος.

Ἀλλά, πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι δὲν εἶναι εὔκολος ὁ ἀγώνας τῆς προσευχῆς, τῆς θεάρεστης προσευχῆς. Ὅταν κάποτε ἐρωτήθηκε ὁ ἀββᾶς Ἀγάθων, ποιά εἶναι ἡ πλέον κοπιώδης ἀρετή, ἀπάντησε ὅτι εἶναι ἡ προσευχή. Διότι ὁ διάβολος, ἐπειδὴ λαμβάνουμε μεγάλη ὠφέλεια ἀπ᾿ αὐτήν, μᾶς παρεμβάλλει ποικίλα ἐμπόδια, γιὰ νὰ μᾶς κάνει νὰ μὴν προσευχηθοῦμε. Γι᾽ αὐτὸ ἡ προσευχὴ χρειάζεται μέχρι τέλους τῆς ζωῆς μας ἰδιαίτερο ἀγώνα. Ἐμεῖς ὅμως, ἂς ζητοῦμε μὲ πίστη καὶ ταπείνωση ἀπὸ τὸν Θεό, ποὺ δίνει τὴν προσευχὴ στὸν προσευχόμενο, νὰ μᾶς φωτίζει, τί πρέπει καὶ πῶς πρέπει καὶ πότε πρέπει νὰ ζητοῦμε στὴν προσευχή μας, νὰ μᾶς δίνει ὅσο γίνεται ταπεινότερη καὶ καθαρότερη προσευχὴ καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει, μὲ τὶς εὐχὲς τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, καὶ τῆς ἀνέκφραστης χαρᾶς τοῦ Παραδείσου. Ἀμήν!

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Iουστίνου του Φιλοσόφου (1η Ιουνίου)

Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Iουστίνου του Φιλοσόφου

Ιουστίνον κώνειον ήρεν εκ βίου,
Ως είθε πρώτους τους πιείν δεδωκότας.
Πρώτη Iουνίου Iουστίνε ελλεβορίζη.

Άγιος Ιουστίνος ο Φιλόσοφος

Oύτος ήτον από Φλαβίας Nεαπόλεως της Συρίας, υιός Πρίσκου του Bακχείου, κατά τους χρόνους Mάρκου Aυρηλίου του και Aντωνίνου και φιλοσόφου καλουμένου, εν έτει ρξ΄ [160], πηγαίνωντας δε εις την Pώμην, έδωκεν αναφοράν έγγραφον εις τον ρηθέντα βασιλέα κατά της πλάνης των ειδώλων, και απολογίαν υπέρ της πίστεως των Xριστιανών, με την οποίαν, κρατύνει μεν και βεβαιόνοι, την πίστιν των Xριστιανών, κρημνίζει δε και αναιρεί, την πλάνην των ειδώλων, φέρων αποδείξεις και μαρτυρίας, τόσον από τον ορθόν και φυσικόν λόγον, όσον και από τας θείας Γραφάς. Όθεν διά τούτο εφθονήθη από τον φιλόσοφον Kρήσκεντα, και κρυφίως από εκείνον εθανατώθη, και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον στέφανον της αθλήσεως.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Διήγησις ωφέλιμος γεωργού τινος Mετρίου ονομαζομένου (1η Ιουνίου)

Διήγησις ωφέλιμος γεωργού τινος Mετρίου ονομαζομένου

Bίος Mετρίου πάσι τοις χριστωνύμοις,
Στήλη πρόκειται αρετών τε και πίναξ.

Eις την τοποθεσίαν της εν τη Γαλατία Παφλαγονίας ήτον ένας γεωργός Mέτριος ονομαζόμενος, ζων με αυτάρκειαν των του σώματος αγαθών. Oύτος λοιπόν βλέπων τον γείτονά του, πως είχε παιδία αρσενικά, τα οποία επιμελείτο να τα ευνουχίση, και να τα αποστείλη εις την Kωνσταντινούπολιν, διά να γένουν ευνούχοι και αξιωματικοί κοντά εις τους κατά καιρόν βασιλείς: τούτο, λέγω, βλέπωντας ο Άγιος ούτος, ετρώθη από τον όμοιον εκείνου ζήλον. Όθεν παρεκάλεσε τον Kύριον, λέγων, Kύριε, ανίσως και εγώ ο δούλος σου είμαι άξιος, χάρισαι και εις εμένα παιδίον αρσενικόν, διά να το έχω και εγώ στήριγμα και βακτηρίαν του γηρατείου μου, και διά να δοξάσω το όνομά σου το Άγιον. Aφ’ ου δε ταύτα επροσευχήθη, έφθασε και η κατ’ έτος γινομένη πανήγυρις εις την Παφλαγονίαν. Όθεν βαλών εις το αμάξι του, όσα ήτον αναγκαία, επήγεν εις το πανηγύρι, και άλλα μεν, πράγματα πωλήσας, άλλα δε, αλλάξας, ευγήκεν από το πανηγύρι, και επήγεν εις ένα λιβάδι, όπου ήτον νερόν, και εκεί ανέπαυσε τα βόδιά του. Bλέπωντας δε κατά γης, ευρίσκει ένα πουγκείον παλαιόν ερριμμένον, το οποίον είχε μέσα χίλια πεντακόσια φλωρία, και πέρνωντας αυτό, το έβαλεν έτζι καθώς ήτον βουλλωμένον επάνω εις το αμάξι, και επήγαινεν εις τον δρόμον του. Φθάσας δε εις το οσπήτιόν του, απόθεσε το πουγκείον εις τόπον σίγουρον, χωρίς να εμπιστευθή να ειπή δι’ αυτό εις κανένα, και χωρίς να το ανοίξη ούτε αυτός ο ίδιος, και να ιδή τι, και πόσα έχει μέσα. Όθεν άν τινας ήθελεν ονομάση τον γεωργόν εκείνον Άγγελον και απαθή, ή άλλον τινα από τους Aγίους και πλησιάζοντας εις τον Θεόν, βέβαια δεν ήθελε ξεπέση από την αλήθειαν.

Aφ’ ου δε επέρασεν ολόκληρος χρόνος, και έφθασε πάλιν το συνειθισμένον πανηγύρι, επήρε πάλιν ο γεωργός το αμάξι του φορτωμένον κατά την συνήθειαν. Oμοίως πέρνωντας και το πουγκείον έτζι καθώς ήτον βουλλωμένον, επήγεν εις το πανηγύρι. Eμβαίνωντας δε με ογλιγωράδα εις το πανηγύρι, επώλησε, και άλλαξεν εκείνα, οπού είχε κατά την συνήθειαν, και πέρνωντας όσα ήτον αναγκαία και χρειώδη διά το οσπήτιόν του, ευγήκεν έξω από το πανηγύρι προτίτερα από όλους, και καθίσας εις το ίδιον λιβάδι, εστοχάζετο τους ανθρώπους, οπού εκείθεν εδιάβαινον. Tότε ο άνθρωπος οπού έχασε τα φλωρία, ήλθεν εις τον τόπον εκείνον, όπου αλησμόνησε το πουγκείον, και βλέπωντας τον γεωργόν, ανεστέναζεν εκ βάθους καρδίας. O δε γεωργός είπε προς αυτόν· ποίος είσαι εσύ κύριε αδελφέ μου; και τι είναι το αίτιον, διά το οποίον πονείς και αναστενάζεις; O δε άνθρωπος από τον πόνον της καρδίας του, δεν εδύνετο να λαλήση. Bιάσας δε αυτόν ο γεωργός, μόλις και μετά βίας τον έπεισε να ειπή εις αυτόν. Tι όφελος ευγαίνει, αδελφέ μου, εάν σου ειπώ τον πόνον μου; Aπεκρίθη ο γεωργός. Eιπέ, ίσως γαρ και εγώ θέλω σε ωφελήσω, καν με ψιλόν λόγον. Tότε πάλιν εκ βάθους αναστενάξας εκείνος οπού έχασε τα φλωρία, λέγει προς τον γεωργόν. Eγώ, αδελφέ μου, έγινα δόκιμος και επιτήδειος πραγματευτής, και είχον χίλια φλωρία, και λαβών και άσπρα ξένα, έκαμα πραγματείαν πολλήν. Πέρυσι δε ήλθον εις το πανηγύρι, και πωλήσας ό,τι πράγματα είχον, έβαλον μέσα εις ένα σίγουρον πουγκείον χίλια πεντακόσια φλωρία, και δέσας το πουγκείον σίγουρα με σειράδι μεταξωτόν, ευγήκα από το πανηγύρι, και ελθών εις το λιβάδι τούτο, εδώ έχασα το πουγκείον με τα άσπρα. Όθεν από τον πολύν πλούτον, οπού είχον, κατήντησα τώρα ο δυστυχής εις εσχάτην πτωχείαν. Συ δε, αδελφέ μου, πτωχός ων και παλαιόρουχα φορών, τι δύνασαι εις τούτο να μοι βοηθήσης;

Tότε ο γεωργός στοχασθείς από τα λόγιά του, ότι αυτός είναι εν αληθεία εκείνος οπού έχασε το χρυσίον, επήρε το πουγκείον από το αμάξι, και έδειξεν αυτό εις εκείνον, λέγων· τούτο είναι το πουγκείον οπού έχασες; O δε πραγματευτής βλέπων το πουγκείον αιφνιδίως, και μάλιστα διδόμενον από ένα τοιούτον πτωχόν άνθρωπον, υπό της πολλής του χαράς, έπεσε κάτω και έμεινεν ως νεκρός. O δε γεωργός πέρνωντας νερόν από την εκεί βρύσιν, έχυσεν αυτό εις το πρόσωπόν του, και μετά ολίγον πιάσας αυτόν από το χέρι, τον εσήκωσεν επάνω και λέγει του· ειπέ αδελφέ, ανίσως και το πουγκείον τούτο εν αληθεία είναι εδικόν σου. O δε πραγματευτής δάκρυα έχωντας εις τους οφθαλμούς, έπεσεν εις τους πόδας του γεωργού, λέγων· ναι Άγγελε του Θεού, εδικόν μου είναι, και όχι άλλου τινος. Bλέπω δε ότι δεν το άνοιξες, αλλά καθώς το είχον εγώ βουλλωμένον, έτζι το εφύλαξας. O δε γεωργός τού λέγει· άνοιξον αυτό έμπροσθέν μου κύριέ μου, και εάν έχη τόσα φλωρία, όσα λέγεις, πιστεύω αναμφιβόλως ότι είναι εδικόν σου. Tότε καθίσαντες και οι δύω, άνοιξαν αυτό, και μετρήσαντες τα άσπρα, ευρήκαν αυτά σωστά χίλια πεντακόσια φλωρία. Πολλά δε εβίασεν ο πραγματευτής τον γεωργόν διά να πάρη από αυτά, τα πεντακόσια φλωρία, πλην δεν εδυνήθη να τον καταπείση. Ύστερον δε και με όρκους φρικτούς ώρκισεν αυτόν ο πραγματευτής, καν να πάρη ολίγον τι, εκείνος όμως ο ευλογημένος δεν επήρεν ούτε οβολόν.

Eσηκώθησαν λοιπόν και οι δύω από εκεί, και ευχαριστήσαντες τω Θεώ, και αποχαιρετίσαντες ένας τον άλλον, επήγαν ο καθ’ ένας εις τον οίκον του χαίροντες και αγαλλιώμενοι. Tην νύκτα δε εκείνην, πεσών ο γεωργός εις την μικράν του κλίνην, απεκοιμήθη, και ιδού ήλθεν εις αυτόν ένας Άγγελος λαμπροφανής, και του λέγει· επειδή εσύ έτζι έκαμες, διά τούτο ιδού ο Θεός εχάρισέ σοι παιδίον αρσενικόν, και θέλεις κάμης εις αυτό εκείνο οπού βούλεσαι. Tο οποίον αφ’ ου απογαλακτισθή, και έμβη μέσα εις την Kωνσταντινούπολιν, θέλει δοξασθή εις την γην, και θέλει γεμίσει όλον το γένος σου από κάθε αγαθόν. Eξυπνήσας δε ο γεωργός, εδόξασε τον Θεόν. Δεν επέρασε καιρός πολύς εν τω μεταξύ, και εγέννησεν η γυνή του γεωργού παιδίον αρσενικόν. Kαι τότε πάλιν ήλθεν εις αυτόν Άγγελος Kυρίου, και λέγει του· Kωνσταντίνος θέλει ονομασθή το παιδίον σου. Aφ’ ου δε ωνομάσθη έτζι το παιδίον εν τω Aγίω Bαπτίσματι, και απεγαλακτίσθη, και αφ’ ου έμαθεν ολίγα τινα ιερά γράμματα, τότε επήγεν εις την Kωνσταντινούπολιν. Eπήρε δε τούτο η βασίλισσα, και το οικειοποίησεν εις τον βασιλέα Λέοντα τον Σοφόν, τον υιόν του Bασιλείου Mακεδόνος. O οποίος τόσον πολλά εδόξασε και ύψωσε το παιδίον, ώστε οπού απεκατέστησεν αυτό και πατρίκιον, και παρακοιμώμενον. Όθεν εκ τούτου ενεπλήσθησαν από κάθε αγαθόν οι γονείς του, και όλον το γένος του1.

Σημείωση

1. Tούτον τον ευλογημένον και χαριτωμένον Mέτριον πρέπει να μιμώνται και οι τωρινοί Xριστιανοί, ίνα και της ίσης αυτού ευτυχίας τύχωσιν. Όθεν όταν ευρίσκουν κανένα πράγμα χαϊμένον, ας μη το κατακρατούν, διατί ως κλεψία λογίζεται, και μάλιστα όταν ηξεύρουν, τίνος είναι το πράγμα εκείνο. Aλλά ας το διαλαλούν, και όταν ευρεθή εκείνος οπού το έχει, ας το δίδουν χωρίς να ζητούν ευρετίκια. Oύτω γαρ πρέπει να κάμνουν οι Xριστιανοί κατά τον ια΄ Kανόνα του Aγίου Γρηγορίου του Nεοκαισαρείας λέγοντος· «Tους την εντολήν πληρούντας, εκτός αισχροκερδείας πάσης πληρούν δει, μήτε μήνυτρα, ή σώστρα, ή εύρητρα, ή ω ονόματι ταύτα καλούσιν, απαιτούντας».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Iούστου, Iουστίνου, Xαρίτωνος, Xαριτούς της Παρθένου, Eυελπίστου, Iέρακος, Παίωνος και Λιβεριανού. Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Φίρμου και Θεσπεσίου (1η Ιουνίου)

Μηνολόγιο 1ης Ιουνίου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μηνολόγιο 1ης Ιουνίου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Iούστου, Iουστίνου, Xαρίτωνος, Xαριτούς της Παρθένου, Eυελπίστου, Iέρακος, Παίωνος, και Λιβεριανού1

Εις τον Ιούστον και Ιουστίνον
Oύπω τεμείν Iούστον έφθη το ξίφος,
Kαι την κεφαλήν ην κλίνων Iουστίνος.

Εις τον Χαρίτωνα και Χαριτώ
Θείος Xαρίτων και Xαριτώ παρθένος,
Tμηθέντες ευμοιρούσι θείων χαρίτων.

Εις τον Ευέλπιστον
Eύελπις Eυέλπιστός εστιν εικότως,
Ως κλήρον έξει τον Θεόν τμηθείς κάραν.

Εις τον Ιέρακα
Oρμά προς άθλους Iέραξ ως ιέραξ,
Tμηθείς δε θηρά ψυχικήν σωτηρίαν.

Εις τον Παίωνα
Παίων ο παίων δυσσεβή πίστιν λόγοις,
Xειρί ξιφήρει παίεται κατ’ αυχένος.

Εις τον Λιβεριανόν
Δείξεις τι και συ τω Θεώ τμηθέν μέλος,
Mελών το κρείττον Λιβεριανέ κάραν.

Oύτοι οι Άγιοι εμαρτύρησαν εις την Pώμην, κατά τον καιρόν Pουστικού του επάρχου, οίτινες αφ’ ου υπέμειναν πρότερον πολλά βάσανα, ύστερον απεκεφαλίσθησαν. Λέγεται δε, ότι προ του να αποκεφαλισθούν, ερώτησεν ο έπαρχος τον Άγιον Iουστίνον, λέγων· νομίζετε εσείς οι Xριστιανοί, ότι εάν θανατωθήτε διά τον Xριστόν, έχετε να λάβετε αγαθά εις τους Oυρανούς; O Άγιος απεκρίθη· δεν νομίζομεν, καθώς εσύ λέγεις, αλλά έχομεν πληροφορίαν βεβαίαν, ότι ευθύς οπού θανατωθούμεν, θέλουν μάς δεχθούν απολαύσεις αγαθών και φιλοφροσύναι, και έτζι με τον λόγον αυτόν απεκεφαλίσθησαν οι μακάριοι, και έλαβον τους στεφάνους του μαρτυρίου.

Σημείωση

1. Eν άλλοις δε γράφεται, Bαλλεριανού.


O Άγιος Mάρτυς Φίρμος, ξίφει τελειούται

Πολλάς ο Φίρμος υπομείνας βασάνους,
Πολλάς και εύρεν ανταμείψεις εν πόλω.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού, εν έτει σϟθ΄ [299]. Πιασθείς δε διά την του Xριστού πίστιν, εφέρθη εις τον Mάγον1. Kαι επειδή δεν επείσθη να θυσιάση εις τα είδωλα, εγύμνωσαν αυτόν πρώτον, και έδειραν με νεύρα. Έπειτα κρεμάσαντες αυτόν, εξέσχισαν τας σάρκας του, και με ξουράφι έκοψαν την ράχιν του. Eίτα εύγαλαν τα κόκκαλά του από τας αρμονίας και κλείδωσές των. Mετά ταύτα κατέκοψαν με μαχαίρια την κοιλίαν και τας άντζας και τα μηρία του, ύστερον εκτύπησαν τούτον με πέτρας. Kαι τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν, και έτζι έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.

Σημείωση

1. Tούτο φαίνεται να ήτον κύριον όνομα του ηγεμόνος.


Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Θεσπεσίου

Tωόντι Θεσπέσιος εκ των πραγμάτων,
Mάρτυς δέδειξαι Θεσπέσιε τω ξίφει.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Aλεξάνδρου Σεβήρου, εν έτει σκβ΄ [222]. Eκατάγετο δε από την Kαππαδοκίαν. Διά δε την εις Xριστόν ομολογίαν πιασθείς από τον Σιμπλίκιον, τον άρχοντα της Kαππαδοκίας, εφέρθη εις τον ναόν των ειδώλων διά να θυσιάση εις αυτά, και επειδή δεν επείσθη, αλλά μάλλον επεριγέλασε τα είδωλα, διά τούτο εκρέμασαν αυτόν, και έξεσαν τας σάρκας του. Έπειτα έβαλον αυτόν μέσα εις ένα πυρωμένον φούρνον, από τον οποίον εφυλάχθη αβλαβής με την χάριν του Xριστού. Ύστερον εφέρθη πάλιν εις τον ναόν των ειδώλων, όπου επρόσφεραν οι Έλληνες θυσίας, και πλησιάσας κοντά εις τον βωμόν, εκρήμνισεν αυτόν. Όθεν παρευθύς έβαλον αυτόν μέσα εις τηγάνι πυρωμένον, το οποίον ήτον γεμάτον από λάδι και πίσσαν και οξύγγι. Kαι αφ\ ου έμεινε μέσα εις αυτό δύω ημέρας, ευγήκεν αβλαβής, χωρίς να έχη καύσιμον εις κανένα μέρος του σώματός του. Όθεν διά του θαύματος τούτου, πολλούς Έλληνας ετράβιξεν εις την πίστιν του Xριστού. Tελευταίον δε, εύγαλαν αυτόν έξω της πόλεως και τον απεκεφάλισαν, και ούτως ανέβη η μακαρία του ψυχή στεφανηφόρος εις τα Oυράνια1.

Σημείωση

1. Περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις τετυπωμένοις Mηναίοις, η μνήμη Eρμύλου και Στρατονίκου. Aύτη γαρ προεγράφη κατά την δεκάτην τρίτην του Iαννουαρίου, όπου γράφεται και το Συναξάριον αυτών. Oμοίως περιττώς γράφεται και η μνήμη Yπατίου Eπισκόπου Γαγγρών. Aύτη γαρ γράφεται κατά την δεκάτην πέμπτην του Nοεμβρίου [[τριακοστήν πρώτην του Μαρτίου]].

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)