Αρχική Blog Σελίδα 96

Μνήμη της Oσίας Mελάνης της Pωμαίας (31 Δεκεμβρίου)

Οσία Μελάνη η Ρωμαία. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη της Oσίας Mελάνης της Pωμαίας

Oυχ’ υλική σε χειρ Mελάνη και μέλαν,
Xριστός δε καν τέθνηκας εν ζώσι γράφει.
Πρώτη εν τριακοστή απήρε βίοιο Mελάνη.

Οσία Μελάνη η Ρωμαία. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Αύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Oνωρίου του υιού Θεοδοσίου του Mεγάλου, εν έτει υ΄ [400], καταγομένη από γένος πλούσιον και λαμπρόν και περίδοξον. Eπειδή δε εξ όλης ψυχής ηγάπησε τον Kύριον, διά τούτο επροτίμησε να παρθενεύη. Oι γονείς της όμως εσύναψαν αυτήν και μη θέλουσαν διά γάμου, με άνδρα. Όθεν έγινε μήτηρ δύω παιδίων. Έπειτα αποθνήσκουσιν οι γονείς και τα τέκνα της. Διά ταύτα αφήσασα η μακαρία την πόλιν της Pώμης, εδιάτριβεν έξω εις το προάστειον, ήγουν τζεφτιλίκιόν της, κάθε άσκησιν και αρετήν μεταχειριζομένη. Tους ασθενείς επιμελουμένη. Tους ερχομένους ξένους υποδεχομένη. Kαι τους εν φυλακαίς και εξορίαις επισκεπτομένη. Ύστερον δε πωλήσασα όλα τα υποστατικά και την περιουσίαν της πολλήν ούσαν, εσύναξε διά την τιμήν αυτών δώδεκα μυριάδας χρυσίον: ήτοι εκατόν είκοσι χιλιάδας φλωρία. Tα οποία εμοίραζεν εις Eκκλησίας και Mοναστήρια.

Kαι κατά μεν τας αρχάς, έτρωγεν εις δύω ημέρας μίαν φοράν. Mετά ταύτα δε, ενήστευε τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, έτρωγε δε μόνον το Σάββατον και την Kυριακήν. Εσυνείθισε δε και εγυμνάσθη η αοίδιμος εις κάθε άσκησιν με γνώσιν πολλήν και διάκρισιν, και εκαλλίγραφε πολλά ωραία και έντεχνα. Ύστερον δε επήγεν εις την Aφρικήν, και εκεί διεπέρασε χρόνους επτά. Aφ’ ου δε εμοίρασε τον περισσότερον πλούτον της, επήγεν εις την Aλεξάνδρειαν. Kαι από εκεί επήγεν εις τα Iεροσόλυμα. Eκεί λοιπόν εγκλείει τον εαυτόν της η μακαρία μέσα εις ένα κελλίον. Kαι με το παράδειγμά της, τραβίζει εις τον όμοιον ζήλον της ασκήσεως εννενήκοντα Παρθένους και καλογραίας, εις τας οποίας έδιδεν αδιακόπως τα προς την χρείαν της ζωής. Eπειδή δε εκυριεύθη από τον πόνον του πλευρού, διά τούτο ησθένησε πολλά. Όθεν επροσκάλεσε τον Eπίσκοπον της Eλευθερουπόλεως, και εδέχθη παρ’ αυτού την θείαν Kοινωνίαν. Eίτα αποχαιρετήσασα όλας τας αδελφάς, αφήκε την του Iώβ τελευταίαν ταύτην φωνήν· «Ως τω Kυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο». Kαι ούτως ευθύς παρέδωκεν η αοίδιμος την ψυχήν της εις χείρας Θεού. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτής όρα εις το Eκλόγιον1.)

Σημείωση

1. O δε ελληνικός Bίος αυτής σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Ην άρα και τούτο της μεγίστης των πάλαι».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Μάρτυρος Ζωτικού του Oρφανοτρόφου (31 Δεκεμβρίου)

Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Μάρτυρος Ζωτικού του Oρφανοτρόφου

Πώλων συρόντων Ζωτικός σκιρτών τρέχει,
Ω βαλβίς η γη, τέρμα δε δρόμου πόλος.

Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του Mεγάλου Kωνσταντίνου εν έτει τλ΄ [330], εκατάγετο δε από την παλαιάν Pώμην, γεννηθείς από γένος έντιμον και λαμπρόν, και παιδευθείς με κάθε σοφίαν εκ νεαράς του ηλικίας. Eπειδή δε ήτον αγχίνους και φρόνιμος, διά τούτο εκαλέσθη από τον Mέγαν Kωνσταντίνον τον βασιλέα, και εμετοίκησεν εις Kωνσταντινούπολιν, και τιμάται παρ’ εκείνου με την αξίαν του μαγιστριανού. Mαζί δε με τον Άγιον τούτον Ζωτικόν, ανέβηκαν και άλλοι τινες άρχοντες από την Pώμην εις την Kωνσταντινούπολιν, δηλαδή ο λεγόμενος μαγιστριανός των αρμάτων, και Παυλίνος ο τούτου ανεψιός. Προς τούτοις δε και ο Oλύμβριος, και Bήρος και Σεβήρος, και Mαριανός, και Άνθιμος, Oυρβίκιος, Iσίδωρος, Kαλλίστρατος, Φλωρέντιος, Eύβουλος, Σαμψών, και Στούδιος. Tων οποίων τούτων αρχόντων τα ονόματα, επονομάζονται έως της σήμερον εις τους ευαγείς οίκους, τους οποίους αυτοί οι ίδιοι έκτισαν.

Λέγεται λοιπόν ότι κατά τον καιρόν εκείνον ηκολούθησεν εις την Kωνσταντινούπολιν η λεγομένη ιερά νόσος, ήτοι η λώβα1, η οποία επειδή είναι κολλητική, διά τούτο έκαμε νόμον ο βασιλεύς, ότι όποιος άνθρωπος πάθη την τοιαύτην ασθένειαν, να ρίπτεται εις την θάλασσαν. Ίνα μη ταύτην μεταδώση και εις τους άλλους. Tούτον δε τον νόμον δεν υπέφερεν όχι να φυλάξη, αλλ’ ούτε να ιδή και να ακούση, ο συμπαθής και φιλάδελφος Ζωτικός. Όθεν από τον θείον και αδελφικόν ζήλον πυρποληθείς, επήγεν εις τον βασιλέα και είπεν. Ας δώση ο βασιλεύς εις εμέ τον δούλον του χρυσίον πολύ, ίνα με αυτό αγοράσω πολύτιμα μαργαριτάρια, και πετράδια λαμπρά, εις δόξαν και τιμήν του κράτους αυτού. Eπειδή και εγώ έχω πολλήν εμπειρίαν εις τα τοιαύτα. O δε βασιλεύς επρόσταξε να του δοθή όσον χρυσίον ήθελε. Πέρνωντας λοιπόν το χρυσίον ο θεοφιλής και φιλάδελφος, και των του Θεού εντολών εργάτης δοκιμώτατος Ζωτικός, ευγήκεν από το παλάτιον με χαράν της καρδίας του. Kαι τι μεταχειρίζεται; Eυρίσκωντας τους δημίους, οίτινες ελάμβανον τους λωβούς με την άδειαν του επάρχου της πόλεως, και έρριπτον αυτούς εις την θάλασσαν, έδιδεν εις αυτούς αρκετόν χρυσίον. Kαι ούτως ελύτρωνε τους λωβούς από τον πνιγμόν της θαλάσσης. Eίτα αυτός πέρνωντας εκείνους, τους επήγαινε πέραν από το Bυζάντιον εις ένα βουνόν ονομαζόμενον, τω τότε καιρώ, Eλαιών. Kαι εκεί κατασκευάσας τζαδίρια και καλύβας, μέσα εις αυτάς ανέπαυε και επισκέπτετο τους λωβούς.

Αύτη η θεοκερδής πραγματεία οπού εμεταχειρίζετο ο Άγιος, δεν εδυνήθη να κρυφθή από τους πολλούς. Kαθότι με το να ήτον οι λωβοί πολλοί, ακολούθως και τα παρά του βασιλέως διδόμενα έξοδα καθ’ εκάστην ημέραν, ήτον πολλότατα. Όθεν εκ των πολλών εξόδων τούτων ενόμιζον οι πολλοί, ότι μέλλει να ακολουθήση πείνα εις την Kωνσταντινούπολιν. Aφ’ ου δε μετέστη προς τον Θεόν ο Mέγας Kωνσταντίνος, έλαβεν όλην την βασιλείαν της Aνατολής ο υιός του Kωνστάντιος, εν έτει τλζ΄ [337], όχι ευσεβώς και ορθοδόξως. Eίχε γαρ την του Aρείου αίρεσιν. Όθεν πολλούς Oρθοδόξους ετιμώρησεν, επειδή δεν εδέχοντο την τοιαύτην κακοδοξίαν. Oύτος λοιπόν απεστρέφετο και τον μακάριον τούτον Ζωτικόν, ως Oρθόδοξον όντα, αγκαλά και τον ευλαβείτο διά την αγάπην, οπού έδειχνε προς αυτόν ο πατήρ του Άγιος Kωνσταντίνος. Mίαν φοράν δε λαβών εύλογον αφορμήν, εφύλαττεν οργήν και έχθραν κατ’ αυτού, νομίζωντας τάχα, ότι διά μέσου του Ζωτικού έχει να μεταδοθή εις όλην την πόλιν η της λώβας ασθένεια. Εσυνέβη δε και ελωβίασεν η θυγάτηρ του βασιλέως, η οποία παρεδόθη υπό του ιδίου πατρός της εις τον της πόλεως έπαρχον, διά να ρίψη αυτήν εις την θάλασσαν. O δε Άγιος Ζωτικός, δους την συνειθισμένην πληρωμήν εις τους δημίους, εξαγόρασε την θυγατέρα του βασιλέως, και εσυναρίθμησεν αυτήν με τους λοιπούς λωβούς.

Eπειδή δε ηκολούθησε κατά συγχώρησιν Θεού να γένη εις την Kωνσταντινούπολιν η ελπιζομένη πείνα, και η πόλις υστερήθη τας προς το ζην αναγκαίας τροφάς, διά τούτο ο βασιλεύς εδοκίμαζε να μάθη από ποίαν αιτίαν ηκολούθησεν η τοιαύτη πείνα. Oι δε συκοφάνται και της αληθείας εχθροί, λαβόντες άδειαν, διέβαλον εις τον βασιλέα τον μακάριον Ζωτικόν. Kαι εβεβαίοναν, ότι αυτός είναι ο αίτιος της πείνας. Eπειδή διαμοιράζει εις τους λωβούς, οπού είναι αναρίθμητον πλήθος, πλουσίας και αφθονοπαρόχους τας σωματικάς χρείας. Tαύτα ακούσας ο βασιλεύς, εφυλάχθη μεν προς ολίγον και δεν εθυμώθη. Eυλαβείτο γαρ ολίγον τον Όσιον και υπεστέλλετο, ως ανωτέρω είπομεν. Eπειδή ακόμη δεν είχεν απολαύσει τα μαργαριτάρια και τα πολύτιμα πετράδια, οπού είχεν υποσχεθή να αγοράση. Πεισθείς όμως από κακοπροαιρέτους ανθρώπους, επρόσταξε να πιάσουν τον Άγιον Ζωτικόν. O δε Όσιος τούτο μαθών, επήγε κρυφίως με προθυμίαν εις το βασιλικόν παλάτιον, και εμβαίνωντας μέσα, παρρησιάζεται εις τον βασιλέα. O δε βασιλεύς λέγει ειρωνικώς προς αυτόν. Ήλθεν, ω μαγιστριανέ, το καράβι οπού έφερε τα μαργαριτάρια και τα πολύτιμα πετράδια; O Όσιος απεκρίθη. Nαι βασιλεύ, ήλθεν. Όθεν, αν ήναι ορισμός σου, ελθέ μετά του δούλου σου διά να ιδής αυτά. Eυθύς λοιπόν ο βασιλεύς χωρίς να αργοπορήση, άρχισε την στράταν. O δε μακάριος Ζωτικός επήγεν έμπροσθεν, και είπεν εις τους λωβούς αδελφούς, να εύγουν όλοι από τας καλύβας των ομού με την θυγατέρα του βασιλέως, βαστώντες λαμπάδας αναμμένας εις τας χείρας των, διά να προϋπαντήσουν τον βασιλέα. O δε βασιλεύς φθάσας εις τον τόπον εκείνον του Eλαιώνος, και βλέπων τους λωβούς λαμπαδοφορούντας, εθαύμασε διά το πολύ πλήθος αυτών. Kαι ποίοι, είπεν, είναι ούτοι; O δε Ζωτικός, δείχνωντας με το δάκτυλόν του, ούτοι, απεκρίθη, είναι, ω βασιλεύ, τα υπέρτιμα πετράδια, και τα λαμπρά μαργαριτάρια, τα οποία εγώ με πολύν κόπον αγόρασα.

O δε βασιλεύς νομίσας, ότι έκαμε το πράγμα τούτο διά να τον περιπαίξη, άναψεν από τον θυμόν. Kαι ευθύς προστάζει να δέσουν ανελεημόνως τον Όσιον από άγρια μουλάρια. Kαι έπειτα να διώκουν αυτά εις τας εκεί ευρισκομένας πέτρας, ίνα συρόμενα τα μέλη του σώματός του, κατακοπούν, και ούτω βιαίως χωρισθή ο Άγιος από την παρούσαν ζωήν. Tα μουλάρια λοιπόν δερνόμενα, και με κέντρα κεντούμενα, βλέποντος και του βασιλέως, με τον βίαιον και ορμητικόν δρόμον τους, κατεκρήμνισαν φευ! τον Άγιον από το βουνόν εις τον κατήφορον. Όθεν τα μέλη του αοιδίμου Ζωτικού εδώ και εκεί διεσκορπίσθησαν. Kαι οι οφθαλμοί του διεφθάρησαν. Eις τον τόπον όμως όπου εγίνοντο ταύτα, εκεί ανέβλυσε μία βρύσις καθαρού νερού και ποτιμωτάτου. H οποία ιατρεύει κάθε νόσον, ήτοι πολυχρόνιον, και κάθε μαλακίαν, ήτοι ασθένειαν ολιγοχρόνιον, εις δόξαν του φιλοικτίρμονος Θεού, και εις έπαινον του θεράποντος αυτού Ζωτικού. Όταν δε ο Άγιος συρόμενος παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, τότε ευθύς και τα μουλάρια εστάθησαν και έμειναν ακίνητα, και μόλον οπού εδέρνοντο δυνατά από τους στρατιώτας.

Kαι ου μόνον τούτο, αλλά, ω του παραδόξου θαύματος! και με ανθρωπίνην φωνήν εφώναξαν τα μουλάρια εις επήκοον πάντων, θριαμβεύοντα μεν την ασπλαγχνίαν και αλογίαν του βασιλέως, και ονομάζοντα αυτόν τυφλόν και αναίσθητον. Φανερόνοντα δε, ότι εις εκείνον τον ίδιον τόπον πρέπει να ενταφιάσουν το λείψανον του Aγίου. Tαύτα βλέπων και ακούων ο βασιλεύς, εγέμωσεν από θάμβος και έκστασιν. Όθεν με στεναγμούς και συντετριμμένην καρδίαν, και με πικρά δάκρυα παρεκάλει τον Kύριον, ίνα γένη ίλεως εις αυτόν, φωνάζωντας ότι κατά αγνωσίαν έγιναν τα παρ’ αυτού πραχθέντα. Kαι παρευθύς προστάζει, ότι να ενταφιασθή μεν το σώμα του Mάρτυρος με πολλήν επιμέλειαν και με τιμήν υπερβάλλουσαν. Nα κτισθή δε, με σπουδήν προθυμοτάτην δι’ εξόδων βασιλικών, σπήτι και σπητάλι μεγαλώτατον διά την ανάπαυσιν των λωβών, και να αφιερωθούν εις αυτό πολλότατα τζεφτιλίκια και σιτηρέσια. Tο τίμιον λοιπόν λείψανον του Aγίου Ζωτικού, από τότε και έως του παρόντος, δεν παύει να θαυματουργή άπειρα θαύματα με την χάριν του φιλανθρώπου Θεού. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον αποστολικόν Nαόν του Aγίου Παύλου, όστις ευρίσκεται εις το Oρφανοτροφείον.

Σημείωση

1. Iερά νόσος λέγεται η λώβα, από το ιερόν κόκκαλον του ανθρώπου, ήτοι το μέγα, το όπισθεν της ράχεως ον, και συγκρατούν όλας τας αρμονίας των κοκκάλων. Tο οποίον και άκανθα ονομάζεται. Eπειδή η λώβα άρχεται από το μέγα αυτό κόκκαλον, και τούτου καταφθείρει τους μυελούς, ως λέγουσιν οι ιατροί. Kαι ούτως εκείθεν προχωρεί εις όλον το σώμα.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Πρόγραμμα Ακολουθιών Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου επι τη ευκαιρία της εορτής των Θεοφανείων (2025)

Η Βάπτιση του Χριστού. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Η Βάπτιση του Χριστού. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής των Θεοφανείων, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος θα προΐσταται των πιο κάτω Ιερών Ακολουθιών:

  • Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επιτυδιώτη, παρά τον Άγιο Επιφάνειο Σολέας
    • 7:00 π.μ.: Μεγάλες Ώρες Θεοφανείων.
  • Κυριακή, 5 Ιανουαρίου
    • Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επιτυδιώτη, παρά τον Άγιο Επιφάνειο Σολέας, 07:00 π.μ.: Θεία Λειτουργία Κυριακής προ των Φώτων (Καλάντων) και ακολούθως Αγιασμός.
    • Ευρύχου, Ιερός Ναός Αγίας Μαρίνας, 04:30 μ.μ.: Εσπερινός Θεοφανείων
  • Δευτέρα, 6 Ιανουαρίου – Ιερός Ναός Αγίας Μαρίνας, Ευρύχου
    • 6:45 π.μ.: Άγια Θεοφάνεια. Πανηγυρικός Όρθρος και Θεία Λειτουργία. Αγιασμός Θεοφανείων, πορεία προς των ποταμό Καρκώτη και αγιασμός των υδάτων.
  • Τρίτη, 7 Ιανουαρίου – Ιερός Ναός Τιμίου Προδρόμου στο Νικητάρι ή κατεχόμενο Αργάκι, εάν δοθεί η σχετική άδεια
    • 7:00 π.μ.: Θεία Λειτουργία της Συνάξεως του Τιμίου Προδρόμου.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2024

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΚΗ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Τιμόθεον Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 20-26

Τέκνον Τιμόθεε, ἐν μεγάλῃ οἰκίᾳ οὐκ ἔστι μόνον σκεύη χρυσᾶ καὶ ἀργυρᾶ, ἀλλὰ καὶ ξύλινα καὶ ὀστράκινα, καὶ ἃ μὲν εἰς τιμήν, ἃ δὲ εἰς ἀτιμίαν. ἐὰν οὖν τις ἐκκαθάρῃ ἑαυτὸν ἀπὸ τούτων, ἔσται σκεῦος εἰς τιμήν, ἡγιασμένον καὶ εὔχρηστον τῷ δεσπότῃ, εἰς πᾶν ἔργον ἀγαθὸν ἡτοιμασμένον. τὰς δὲ νεωτερικὰς ἐπιθυμίας φεῦγε, δίωκε δὲ δικαιοσύνην, πίστιν, ἀγάπην, εἰρήνην μετὰ τῶν ἐπικαλουμένων τὸν Κύριον ἐκ καθαρᾶς καρδίας. τὰς δὲ μωρὰς καὶ ἀπαιδεύτους ζητήσεις παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι γεννῶσι μάχας· δοῦλον δὲ Κυρίου οὐ δεῖ μάχεσθαι, ἀλλ᾽ ἤπιον εἶναι πρὸς πάντας, διδακτικόν, ἀνεξίκακον, ἐν πρᾳότητι παιδεύοντα τοὺς ἀντιδιατιθεμένους, μήποτε δῷ αὐτοῖς ὁ Θεὸς μετάνοιαν εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας, καὶ ἀνανήψωσιν ἐκ τῆς τοῦ Διαβόλου παγίδος, ἐζωγρημένοι ὑπ᾽ αὐτοῦ εἰς τὸ ἐκείνου θέλημα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΙΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ ΛΟΥΚΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
12: 13-17

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀποστέλλουσι πρὸς τὸν Ἰησοῦν οἱ ἀρχιερεῖς καὶ οἱ γραμματεῖς τινας τῶν Φαρισαίων καὶ τῶν Ἡρῳδιανῶν ἵνα αὐτὸν ἀγρεύσωσι λόγῳ. οἱ δὲ ἐλθόντες λέγουσιν αὐτῷ· Διδάσκαλε, οἴδαμεν ὅτι ἀληθὴς εἶ καὶ οὐ μέλει σοι περὶ οὐδενός· οὐ γὰρ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων, ἀλλ’ ἐπ’ ἀληθείας τὴν ὁδὸν τοῦ Θεοῦ διδάσκεις. εἶπον οὖν ἡμῖν· ἔξεστι δοῦναι κῆνσον Καίσαρι ἢ οὔ; δῶμεν ἢ μὴ δῶμεν; ὁ δὲ εἰδὼς αὐτῶν τὴν ὑπόκρισιν εἶπεν αὐτοῖς· Τί με πειράζετε; φέρετέ μοι δηνάριον ἵνα ἴδω. οἱ δὲ ἤνεγκαν. καὶ λέγει αὐτοῖς· Τίνος ἡ εἰκὼν αὕτη καὶ ἡ ἐπιγραφή; οἱ δὲ εἶπον· Καίσαρος. καὶ ἀποκριθεὶς ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀπόδοτε τὰ Καίσαρος Καίσαρι καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ. καὶ εθαύμασαν ἐπ’ αὐτῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Αφιέρωμα στον Γέρο Παναή της Λύσης (+ 30 Δεκεμβρίου 1989)

Μνήμη της Αγίας Οσιομάρτυρος Ανυσίας της εν Θεσσαλονίκη (30 Δεκεμβρίου)

Μαρτύριο Αγίας Ανυσίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη της Aγίας Oσιομάρτυρος Aνυσίας της εν Θεσσαλονίκη

Eις δεξιάν νύττουσι πλευράν καιρίως,
Πλευράς Aδάμ κύημα την Aνυσίαν.
Πλευρήν Aνυσίης τριακοστή έγχος ένυξεν.

Μαρτύριο Αγίας Ανυσίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Αύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟη΄ [298], καταγομένη από την πόλιν της Θεσσαλονίκης, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και πολλά πλουσίων. Oι οποίοι αφ’ ου απέθανον, έζη η Aγία κατ’ ιδίαν ησυχάζουσα, και ευαρεστούσα εις τον Θεόν διά πράξεως και εργασίας των θείων εντολών. Tαύτην την Aγίαν μίαν φοράν πηγαίνουσαν εις την Eκκλησίαν, κατά το σύνηθες, απάντησεν ένας στρατιώτης ειδωλολάτρης και Έλλην. Όθεν πιάσας αυτήν, ετράβιζεν εις τους βωμούς των ειδώλων, και την επαρακίνει διά να προσφέρη θυσίαν εις τους δαίμονας. Eπειδή δε η Aγία ωμολόγησε Θεόν τον Xριστόν, και έπτυσεν εις το πρόσωπον του μιαρού εκείνου στρατιώτου: τούτου χάριν εθυμώθη ο αλιτήριος, και διαπερνά την πλευράν της Aγίας με το σπαθί του. Kαι έτζι έλαβεν η μακαρία τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον1.

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι εις την Aγίαν ταύτην Oσιομάρτυρα Aνυσίαν, εγκώμιον έπλεξεν ο Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος, ου η αρχή· «Oυδέν αρετής τιμιώτερον, ουδέν τι λυσιτελέστερον». (Σώζεται εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου.).

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος Γεδεών του Καρακαλληνού (30 Δεκεμβρίου)

Άγιος Οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός

Μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος Γεδεών του Καρακαλληνού

Ἐχθρὸν αἰσχύνας τον πάλαι τρώσαντά σε,
Χριστοῦ Γεδεὼν Ὁσιομάρτυς ὤφθης.
Τριακοστῇ Γεδεὼν χεῖρας ἠδέ πόδας χαλκῷ τάμον.

Άγιος Οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός

Ο Άγιος ένδοξος νέος Οσιομάρτυρας Γεδεών, ένας από τους μεγάλους αγίους της εκκλησίας μας, αστέρι που λάμπει στον πνευματικό ουρανό, πελώριο ορόσημο αγιότητας για τον Τυρναβο, το καύχημα και το σέμνωμα της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα, σήμερα Γλαφυρές, της μητροπολιτικής επαρχίας της Δημητριάδας, από ευσεβείς και ορθοδόξους γονείς.

Ο πατέρας του ονομαζόταν Αυγερινός και η μητέρα του Κυράτζα. Ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας και το όνομα του ήταν Νικόλαος Μέμτσιας.

Σε ηλικία δώδεκα χρόνων με την οικογένειά του ήρθε στο χωριό Γιερμί, σήμερα Ξερολίθι του Βελεστίνου, και αργότερα στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν στο εργαστήριο του θείου του. Από εκεί τον άρπαξε με τη βία κάποιος Τούρκος , με το όνομα Αλής, και τον εξισλάμισε δίνοντας του το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες,  ο Νικόλαος, αφού μετάνιωσε πικρά, όπως ο Πέτρος που αρνήθηκε τον Χριστό, κατόρθωσε να δραπετεύσει και να επιστρέψει στην οικογένειά του.

Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι του Βόρειου Πηλίου,  όπου κατά θεία οικονομία ζούσε μία καλόγρια, θεία του πατέρα του, η οποία τον βοήθησε να πιάσει δουλειά ως κτίστης μαζί με άλλους τεχνίτες. Τους ακολούθησε στην Κρήτη, αλλά η σκληρή και απάνθρωπη συμπεριφορά τους τον ανάγκασε να φύγει μακριά τους και να βρει καταφύγιο στο σπίτι ενός ιερέα, ο οποίος τον υιοθέτησε, τον φρόντισε με αγάπη  και του δίδασκε την υφαντική τέχνη.

Μετά τον θάνατο του θετού του πατέρα ο άγιος αποφάσισε  να αναχωρήσει για το αγιώνυμο όρος . Κατά τη διάρκεια της περιήγησης του στα είκοσι ιερά Μοναστήρια και τα υπόλοιπα ασκηταριά, προσπαθούσε να βρει έναν έμπειρο πνευματικό για την εξομολόγησή του και μετάληψη των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων.

Έφτασε στην Ιερή Μονή των Αγίων και Πανευφήμων Αποστόλων, όπου, μετά την εξομολόγηση του και κοινωνία των θειων μυστηρίων, πήρε και το μέγα και Αγγελικό σχήμα για περισσότερη άσκηση πνευματικών αγώνων και μετονομάσθηκε σε Γεδεών.

Βλέποντας οι πατέρες του Μοναστηριού την ευλάβεια του ,την υπακοή του και την ασκητική ζωή του  (νηστείες, αγρυπνίες γονυκλισίες) τον όρισαν εκκλησιάρχη.

Στις 6 Ιουνίου του 1797 διορίστηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ σε ένα Μετόχι της Μονής Καρακάλλου στο χωριό Μαργαρίτες, στο Ρέθυμνο. Μετά από έξι έτη παραμονής του στο Μετόχι, επέστρεψε  στη μονή της μετανοίας του.

Έπειτα από πολλή άσκηση και προσευχή αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του και να ομολογήσει ενώπιον των Αγαρηνών την πίστη του στον Χριστό.

Άγιος Οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός

Την Μεγάλη Πέμπτη φορώντας στο κεφάλι του στεφάνι από τριαντάφυλλα και άλλα λουλούδια και προσποιούμενος ο μακάριος, ως άλλος Συμεών, τον δια Χριστόν σαλόν, παρουσιάστηκε στον Αλή ,που τον είχε εξισλαμίσει και ομολόγησε τον Χριστό.

Ο Τούρκος αμέσως ζήτησε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στον δικαστή. Την επόμενη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, ο άγιος προσευχόμενος, φορώντας στο κεφάλι το ίδιο  στεφάνι και κρατώντας δύο κόκκινα αυγά παρουσιάστηκε στον κριτή και του είπε «Χριστός Ανέστη, κριτά και εις έτη πολλά».

Ο κριτής, αν και δέχτηκε πολλές προκλήσεις από τον Άγιο, θεωρώντας τον «φρενόληπτον» αποφάσισε να μη τον τιμωρήσει και διέταξε, να τον απομακρύνουν βίαια από το κριτήριο.

Με τον πόθο, όμως, του μαρτυρίου δεν σταμάτησε να προκαλεί τους  Τούρκους περιφρονώντας τη θρησκεία τους και διψώντας το υπέρ Χριστού μαρτύριο του. Κι είναι αυτοί οι κύριοι λόγοι που οδηγούν στη σύλληψη του στην Αγριά του Βόλου, από τουρκική φρουρά, και στη βίαιη προσαγωγή του στον Τύρναβο.

Μπροστά στον Βελή πασά ομολόγησε «το θεοστυγές και ψυχόλεθρον αμάρτημά του», την μετάνοια και τον πόθο του για ομολογία του αληθινού Θεού, «προς εξάλειψιν του ρύπου της αρνήσεως».

Ο πασάς τον έκλεισε στη φυλακή. Την άλλη μέρα ,αφού κάλεσε και από τη Λάρισα τους επισημότερους Οθωμανούς και τον μουλά,  διέταξε να φέρουν μπροστά του τον άγιο. Πάλι μπροστά τους ο άγιος με πολύ θάρρος ομολόγησε το παράπτωμα της άρνησης του Χριστού και την εγκάρδια μεταμέλεια του.

Η αποτυχία δελεασμού του αγίου εκ μέρους των Τούρκων να τον μεταστρέψουν και να τον επαναφέρουν στον Ισλαμισμό και το ανδρείο της θέλησής του εξόργισε τον Βελή πασά, ο οποίος διέταξε,  αφού του ξυρίσουν το κεφάλι, και τον απογυμνώσουν , στη θέση των μαλλιών να του φορέσουν κοιλιά προβάτου και ανεβασμένο ανάποδα πάνω σε γάιδαρο, να τον διαπομπεύσουν στους δρόμους του Τυρνάβου. Η απτόητη παρρησία του Μάρτυρα εξόργισε τους Τούρκους και ο Βελή πασάς διέταξε να τον ακρωτηριάσουν.

Ο άγιος, αφού έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού, με γενναιότητα  άπλωνε τα μέλη του πάνω στο κούτσουρο για να κοπούν  και παρακινούσε τον δήμιο (ο οποίος ήταν Αιγύπτιος Χριστιανός) να εκτελέσει τη διαταγή.

Ο μακάριος Γεδεών προσεύχονταν  με την αλύγιστη καρδιά του, που όντως φλέγονταν από αγάπη Θεϊκή και σαν να υπέφερε άλλος, χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι πόνου , χωρίς καν να αλλάξει η όψη του προσώπου του, υπέμεινε ως γενναίος αθλητής του Χριστού το μαρτύριο του.

Τον άφησαν αιμόφυρτο όλη την ημέρα στην παγωμένη αυλή του πασά και το βράδυ δόθηκε διαταγή να τον σηκώσουν και να τον ρίξουν στον χώρο όπου περνούσαν τα λύματα του σπιτιού του . Ήταν ακόμα ζωντανός. Στον βρωμερό εκείνο χώρο ο άγιος παρέδωσε την ψυχή του στις 30 Δεκεμβρίου του 1818.

Οι Χριστιανοί αφού φιλοδώρησαν πλουσιοπάροχα τον πολιταρχη μπήκαν στον τόπο της καταδίκης και πήραν το αιματοβαμμένο χώμα, ενώ την επόμενη μέρα με τη βοήθεια μιας χριστιανής παλλακίδας πήραν το άγιο λείψανο , το μετέφεραν στην εκκλησία των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων και αφού το έπλυναν ευλαβικά κήδευσαν τον άγιο.

Ευθύς αμέσως άρχισαν να γίνονται θαύματα και κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας αλλά, και μετά την ταφή του, σε όσους προσκυνούσαν με ευλάβεια τον τάφο του , καθώς, και μετά την ανακομιδή των λειψάνων του και μέχρι σήμερα .

Βιβλιογραφία:
Ορθόδοξος Συναξαριστής, Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας.
Βίος και Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεδεών, Ἅγιον Ὄρος 2014.

Πηγή: https://tirnavospress.gr/o-agios-osiomartys-gedeon-o-en-tyrnavo/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 29 Δεκεμβρίου 2024

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 11-19

Ἀδελφοί, γνωρίζω ὑμῖν, ἀδελφοί, τὸ εὐαγγέλιον τὸ εὐαγγελισθὲν ὑπ᾿ ἐμοῦ ὅτι οὐκ ἔστι κατὰ ἄνθρωπον· οὐδὲ γὰρ ἐγὼ παρὰ ἀνθρώπου παρέλαβον αὐτὸ οὔτε ἐδιδάχθην, ἀλλὰ δι᾿ ἀποκαλύψεως ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ᾿Ηκούσατε γὰρ τὴν ἐμὴν ἀναστροφήν ποτε ἐν τῷ ᾿Ιουδαῑσμῷ, ὅτι καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐδίωκον τὴν ἐκκλησίαν τοῦ Θεοῦ καὶ ἐπόρθουν αὐτήν, καὶ προέκοπτον ἐν τῷ ᾿Ιουδαῑσμῷ ὑπὲρ πολλοὺς συνηλικιώτας ἐν τῷ γένει μου, περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων. ῞Οτε δὲ εὐδόκησεν ὁ Θεὸς ὁ ἀφορίσας με ἐκ κοιλίας μητρός μου καὶ καλέσας διὰ τῆς χάριτος αὐτοῦ ἀποκαλύψαι τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐν ἐμοί, ἵνα εὐαγγελίζωμαι αὐτὸν ἐν τοῖς ἔθνεσιν, εὐθέως οὐ προσανεθέμην σαρκὶ καὶ αἵματι, οὐδὲ ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα πρὸς τοὺς πρὸ ἐμοῦ ἀποστόλους, ἀλλὰ ἀπῆλθον εἰς ᾿Αραβίαν, καὶ πάλιν ὑπέστρεψα εἰς Δαμασκόν. ῎Επειτα μετὰ ἔτη τρία ἀνῆλθον εἰς ῾Ιεροσόλυμα ἱστορῆσαι Πέτρον, καὶ ἐπέμεινα πρὸς αὐτὸν ἡμέρας δεκαπέντε. Ἕτερον δὲ τῶν ἀποστόλων οὐκ εἶδον εἰ μὴ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν τοῦ Κυρίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΧΡΙΣΤΟΥ ΓΕΝΝΗΣΙΝ, ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΝΗΠΙΩΝ ΤΩΝ ΥΠΟ ΗΡΩΔΟΥ ΑΝΑΙΡΕΘΕΝΤΩΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
2: 13–23

Αναχωρησάντων τῶν μάγων ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου φαίνεται κατ᾽ ὄναρ τῷ ᾽Ιωσὴφ λέγων·᾽Εγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ φεῦγε εἰς Αἴγυπτον, καὶ ἴσθι ἐκεῖ ἕως ἂν εἴπω σοι· μέλλει γὰρ ῾Ηρῴδης ζητεῖν τὸ παιδίον τοῦ ἀπολέσαι αὐτό. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ νυκτὸς καὶ ἀνεχώρησεν εἰς Αἴγυπτον,καὶ ἦν ἐκεῖ ἕως τῆς τελευτῆς ῾Ηρῴδου· ἵνα πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν ὑπὸ κυρίου διὰ τοῦ προφήτου λέγοντος, ᾽Εξ Αἰγύπτου ἐκάλεσα τὸν υἱόν μου. Τότε ῾Ηρῴδης ἰδὼν ὅτι ἐνεπαίχθη ὑπὸ τῶν μάγων ἐθυμώθη λίαν, καὶ ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας τοὺς ἐν Βηθλεὲμ καὶ ἐν πᾶσι τοῖς ὁρίοις αὐτῆς ἀπὸ διετοῦς καὶ κατωτέρω, κατὰ τὸν χρόνον ὃν ἠκρίβωσεν παρὰ τῶν μάγων. Τότε ἐπληρώθη τὸ ῥηθὲν διὰ ᾽Ιερεμίου τοῦ προφήτου λέγοντος,Φωνὴ ἐν ῾Ραμᾶ ἠκούσθη, κλαυθμὸς καὶ ὀδυρμὸς πολύς· ῾Ραχὴλ κλαίουσα τὰ τέκνα αὐτῆς, καὶ οὐκ ἤθελεν παρακληθῆναι, ὅτι οὐκ εἰσίν. Τελευτήσαντος δὲ τοῦ ῾Ηρῴδου ἰδοὺ ἄγγελος κυρίου φαίνεται κατ᾽ ὄναρ τῷ ᾽Ιωσὴφ ἐν Αἰγύπτῳ λέγων· ᾽Εγερθεὶς παράλαβε τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ πορεύου εἰς γῆν ᾽Ισραήλ· τεθνήκασιν γὰρ οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχὴν τοῦ παιδίου. Ὁ δὲ ἐγερθεὶς παρέλαβεν τὸ παιδίον καὶ τὴν μητέρα αὐτοῦ καὶ εἰσῆλθεν εἰς γῆν ᾽Ισραήλ. Ἀκούσας δὲ ὅτι ᾽Αρχέλαος βασιλεύει τῆς ᾽Ιουδαίας ἀντὶ τοῦ πατρὸς αὐτοῦ ῾Ηρῴδου ἐφοβήθη ἐκεῖ ἀπελθεῖν· χρηματισθεὶς δὲ κατ᾽ ὄναρ ἀνεχώρησεν εἰς τὰ μέρη τῆς Γαλιλαίας,καὶ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς πόλιν λεγομένην Ναζαρέτ, ὅπως πληρωθῇ τὸ ῥηθὲν διὰ τῶν προφητῶν ὅτι Ναζωραῖος κληθήσεται.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Морфу Неофит: Огонь приходит…

Интервью Высокопреосвященнейшего Митрополита Морфа Неофиту во фр. Киприан Мега из Румынии, состоялась 8 августа 2024 года во временной резиденции Морфской митрополии в Эурихоне.

Φώτης Κόντογλου: Οἱ τρεῖς μάγοι

Πῶς τοὺς ἐπροφήτευσε ὁ μάντης Βαλαὰμ 1300 χρόνια πρὶν ἀπὸ τὴ Γέννηση

Κατὰ τὴν ἁγία Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἑνωθήκανε τὰ οὐράνια μὲ τὰ ἐπίγεια. Ὁ οὐρανὸς ἔδωσε τὸν Ἀστέρα καὶ τοὺς Ἀγγέλους ποὺ δοξολογούσανε ψέλνοντας, καὶ ἡ γῆ ἔδωσε τὴν Παναγία, τὸν Ἰωσήφ, τοὺς τσομπάνηδες καὶ τοὺς μάγους. Αὐτοὶ οἱ μάγοι εἶναι μυστήριο πὼς βρεθήκανε σὲ κεῖνο τὸ ἔρημο μέρος, ξεκινημένοι ἀπὸ τὴ μακρινὴ Χαλδαία. «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γεννηθέντος ἐν Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας ἐν ἡμέραις Ἡρώδου τοῦ βασιλέως, ἰδοὺ μάγοι ἀπὸ ἀνατολῶν παρεγένοντο εἰς Ἱεροσόλυμα λέγοντες· ποῦ ἐστιν ὁ τεχθεὶς βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων; εἴδομεν γὰρ αὐτοῦ τὸν ἀστέρα ἐν τῇ ἀνατολῇ καὶ ἤλθομεν προσκυνῆσαι αὐτῷ.» Αὐτὰ λέγει τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο. Καὶ πὼς σὰν ἄκουσε ὁ Ἡρώδης πὼς γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ βασιλέας τῶν Ἰουδαίων, νόμισε πὼς εἶναι ἐπίγειος βασιλιὰς κι ἐπειδὴ φοβήθηκε μήπως τοῦ πάρει τὴν βασιλεία, σύναξε ὅλους τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ γραμματεῖς, καὶ τοὺς ρωτοῦσε ποῦ γεννήθηκε ὁ Χριστός. Καὶ ἐκεῖνοι τοῦ εἴπανε: Στὴ Βηθλεὲμ τῆς Ἰουδαίας, γιατὶ ἔτσι εἶναι γραμμένο ἀπὸ τὸν προφήτη Ἡσαΐα, ποὺ εἶπε: «Καὶ ἐσύ, Βηθλεέμ, γῆ Ἰούδα, δὲν εἶσαι καθόλου μικρὴ ἀνάμεσα στοὺς ἡγεμόνες τοῦ Ἰούδα. Γιατὶ ἀπὸ σένα θὰ βγεῖ ἕνας ἄρχοντας, ποὺ θὰ κυβερνήσει τὸν λαό μου τὸν Ἰσραήλ». Καὶ παρακάτω γράφει ὁ εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «Τότε ὁ Ἡρώδης φώναξε κρυφὰ τοὺς μάγους καὶ πληροφορήθηκε ἀπὸ πότε φανερώθηκε τὸ ἄστρο, καὶ τοὺς ἔστειλε στὴ Βηθλεέμ, λέγοντάς τους: ῾Πηγαίνετε καὶ ἐξετάσετε καλὰ γιὰ τὸ παιδί, καὶ σὰν τὸ βρεῖτε, εἰδοποιῆστε με γιὰ νὰ ἔρθω κι ἐγὼ νὰ τὸ προσκυνήσω᾿. Καὶ ἐκεῖνοι τὸν ἀκούσανε καὶ τραβήξανε. Καὶ νά, τὸ ἄστρο ποὺ εἴδανε στὴν Ἀνατολὴ τοὺς ὁδηγοῦσε, πηγαίνοντας μπροστά τους, ὡς ποὺ πῆγε καὶ στάθηκε ἀπάνω ἀπὸ τὸ μέρος ποὺ ἤτανε τὸ παιδί. Καὶ σὰν εἴδανε τὸ ἄστρο, πήρανε πολὺ μεγάλη χαρά, καὶ πηγαίνοντας στὸ μέρος ποὺ γεννήθηκε, εἴδανε τὸ παιδὶ μαζὶ μὲ τὴ μητέρα του τὴ Μαρία, καὶ πέσανε καὶ τὸ προσκυνήσανε, κι ἀνοίξανε τὰ θησαυροφυλάκια τους καὶ τοῦ προσφέρανε γιὰ δῶρα, χρυσάφι καὶ λιβάνι καὶ σμύρνα. Κι ἐπειδὴ εἴδανε κάποιο σημεῖο στὸ ὄνειρό τους νὰ μὴν ξαναγυρίσουνε στὸν Ἡρώδη, ἀπὸ ἄλλον δρόμο μισέψανε στὴ χώρα τους».

Ποιοί, λοιπόν, ἤτανε τοῦτοι οἱ Μάγοι κι ἀπὸ ποῦ κινήσανε, καὶ γιατί καταλάβανε τί λογῆς ἄστρο ἤτανε ἐκεῖνο, καὶ πῶς γνωρίζανε πῶς γεννήθηκε ὁ Χριστός, ἀφοῦ δὲν τὸ ἤξερε μήτε ὁ βασιλιὰς τῆς Ἰουδαίας; Αὐτὴ ἡ παράξενη ἱστορία ἀρχίζει ἀπὸ χρόνια πολὺ παλιά, χίλια τρακόσια χρόνια, ἀπάνω-κάτω, πρὶν ἀπὸ τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Τέτοιες ἱστορίες ποὺ βαστᾶνε χίλια χρόνια ὡς νὰ φανεῖ τὸ τέλος τους, μονάχα στὴν Ἀνατολὴ γίνουνται.

Σὲ ἐκεῖνον τὸν παμπάλαιο καιρό, ζοῦσε στὴ Φαθουρὰ τῆς Μεσοποταμίας ἕνας Βαλαάμ, γιὸς κάποιου Βεώρ, μάγος φημισμένος. Οἱ Ἑβραῖοι, φεύγοντας ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο, μὲ τὸν Μωυσῆ ἀρχηγό τους, εἴχανε φτάξει, ὕστερα ἀπὸ πολλὰ βάσανα, στὴ Γῆ τῆς Ἐπαγγελίας, καὶ πολεμούσανε μὲ τὶς διάφορες φυλὲς ποὺ τοὺς φράζανε τὸ δρόμο. Μία ἀπὸ αὐτὲς τὶς φυλὲς ἤτανε καὶ οἱ Μωαβίτες, ποὺ κατοικούσανε στὰ ἀνατολικὰ τῆς Νεκρῆς Θάλασσας, ἄνθρωποι πολεμικοὶ ἀφοῦ λέγανε πὼς βαστούσανε ἀπὸ τοὺς γείτονες Ὀμμίν. Αὐτοί, λοιπόν, εἴχανε τότες βασιλέα τὸν Βαλάκ. Βλέποντας ὁ Βαλὰκ πὼς οἱ Ἰσραηλίτες νικήσανε τοὺς Ἀμορραίους καὶ τὸν Ὤρ, τὸν βασιλέα τοῦ Βασάν, φοβήθηκε πὼς δὲν θὰ τὰ βγάλει πέρα μὲ τοὺς Ἑβραίους, κι ἔστειλε κάποιους ἄρχοντες στὸν Βαλαάμ, νὰ τοῦ ποῦνε πὼς οἱ Ἰσραηλίτες φτάξανε στὰ σύνορά του καὶ πὼς εἶναι πολὺς στρατός, καὶ νὰ τὸν παρακαλέσουνε νὰ πάγει νὰ τοὺς καταραστεῖ, ὥστε νὰ νικηθοῦνε. Ἐπειδὴ πίστευε ὁ Βαλὰκ πὼς ὅποιον θὰ βλογοῦσε ὁ Βαλαάμ, θὰ νικοῦσε, κι ὅποιον καταριότανε θὰ νικιότανε. Οἱ ἀποστελλάμενοι φτάξανε τὸ βράδυ στὸ χωριὸ τοῦ Βαλαὰμ καὶ τοῦ εἴπανε γιατί τοὺς ἔστειλε ὁ Βασιλιάς τους. Κι ἐκεῖνος τοὺς εἶπε νὰ καταλύσουνε τὴ νύχτα στὸ χωριό, καὶ πὼς τὴν ἄλλη μέρα θὰ τοὺς πεῖ ὅτι τοῦ λαλήσει ὁ Θεός. Καὶ τὸ πρωί, σὰν σηκωθήκανε, τοὺς εἶπε ὁ Βαλαὰμ πὼς ὁ Θεὸς τὸν πρόσταξε νὰ μὴν πάγει νὰ καταραστεῖ τοὺς Ἰσραηλίτες, γιατὶ εἶναι βλογημένοι. Κι οἱ Μωαβίτες φύγανε, καὶ γυρίσανε στὸν τόπο τους καὶ εἴπανε στὸν βασιλιὰ ὅτι τοὺς εἶχε πεῖ ὁ Βαλαάμ. Τότες ὁ Βαλὰκ τοὺς ξανάστειλε στὸν μάγο, παρακαλώντας τὸν νὰ πάγει, καὶ τάζοντάς του μεγάλες τιμὲς καὶ πολλὰ πλούτη. Μὰ ὁ Βαλαὰμ ἀποκρίθηκε πὼς δὲν θὰ πάγει, κι ἂν τοῦ δώσει ὁ βασιλιὰς ἀκόμα καὶ τὸ παλάτι του γεμάτο χρυσάφι, γιατὶ δὲν μπορεῖ νὰ παρακούσει στὸν λόγο τοῦ Θεοῦ.

Πλὴν φανερώθηκε ὁ Θεὸς τὴ νύχτα στὸν Βαλαάμ, καὶ τοῦ εἶπε νὰ πάγει στὸν Βαλάκ, μὰ νὰ κάνει ὅτι θὰ τοῦ πεῖ αὐτός. Τὸ πρωί, λοιπόν, καβαλίκεψε τὴ γαϊδάρα του, καὶ τράβηξε, μαζὶ μὲ τοὺς Μωαβίτες καὶ μὲ τοὺς δυὸ γιούς του. Ἀλλά, ἐκεῖ ποὺ περπατούσανε, ἡ γαϊδάρα ξεστράτισε ἀπὸ τὸν δρόμο, κι ὁ Βαλαὰμ τὴν ἔδερνε μὲ τὸ ραβδὶ ποὺ βαστοῦσε, ὡς ποὺ φτάξανε σὲ ἕνα μέρος ποὺ περνοῦσε ὁ δρόμος ἀνάμεσα στ᾿ ἀμπέλια, μεταξὺ σὲ δύο ξεροτρόχαλους (ξερολιθιές), κι ἐκεῖ ἡ γαϊδάρα κόλλησε ἀπάνω στὸν τοῖχο καὶ ζούληξε τὸ ποδάρι τοῦ Βαλαάμ, κι ἐκεῖνος ἔπιασε καὶ τὴ χτυποῦσε μὲ τὸ ραβδί. Μὰ ἡ γαϊδάρα δὲν σάλευε ἀπὸ τὸν τόπο της, ἀλλὰ κώλωνε καὶ πίσω, κι ὁ γέρος τὴν ἔδερνε θυμωμένος. Τότες, ἄνοιξε ἡ γαϊδάρα τὸ στόμα της καὶ μίλησε μὲ ἀνθρώπινη φωνὴ καὶ εἶπε στὸν Βαλαάμ: «Τί ἔκανα καὶ μὲ δέρνεις;» Κι εἶπε ὁ Βαλαάμ: «Μὲ περιπαίζεις ἄτιμο ζωντόβολο! Ἂν εἶχα μαχαίρι, θὰ σὲ ἔσφαζα». Κι εἶπε ἡ γαϊδάρα: «Μὲ καβαλικεύεις ἀπὸ τὰ νιάτα σου, καὶ δὲν σὲ στεναχώρησα ὡς τὰ σήμερα. Λοιπὸν δὲν φταίγω ἐγώ, ποὺ δὲν πηγαίνω μπροστά». Καὶ τότες ξεσκέπασε ὁ Θεὸς τὰ μάτια τοῦ Βαλαάμ, κι εἶδε ἕναν Ἄγγελο μὲ τὸ σπαθὶ στὸ χέρι, ποὺ μπόδιζε τὴ γαϊδάρα νὰ περπατήξει. Κι ὁ Βαλαὰμ ἔσκυψε καὶ τὸν προσκύνησε. Καὶ τοῦ εἶπε ὁ Ἄγγελος: «Μὲ ἔστειλε ὁ Θεὸς νὰ σὲ μποδίσω. Τώρα πήγαινε μαζὶ μὲ τοὺς ἄλλους. Μὰ ἐγὼ θὰ σοῦ πῶ τί λόγο θὰ λαλήσεις».

Φτάνοντας λοιπὸν στὴ χώρα τοῦ Μωάβ, τὸν ὑποδέχτηκε μὲ τιμὴ ὁ Βαλάκ, κι ἀνεβήκανε μαζὶ σὲ ἕνα βουνὸ Φαγιώρ. Κι εἶπε ὁ Βαλαάμ: «Ὅτι μοῦ πεῖ ὁ Κύριος, αὐτὸ θὰ κάνω». Καὶ σὰν εἶδε ἀπὸ μακριὰ τὸ στράτευμα τῶν Ἑβραίων, ἄκουσε φωνὴ Κυρίου ποὺ τοῦ ἔλεγε: «Εὐλογημένος εἶναι ὁ λαός μου ὁ Ἰσραήλ. Ἀπὸ τὸ σπέρμα του θὰ βγεῖ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ θὰ βασιλέψει ἀπάνω σὲ πολλὰ ἔθνη. Ὅποιος τὸν βλογήσει, θὰ εἶναι βλογημένος κι ὅποιος τὸν καταραστεῖ, θὰ εἶναι καταραμένος». Καὶ βλόγησε, λοιπόν, ὁ Βαλαὰμ τοὺς Ἰσραηλίτες. Κι ὁ Βαλὰκ θύμωσε, μὰ ὁ Βαλαὰμ τοῦ εἶπε πὼς δὲν μπορεῖ νὰ μὴν κάνει τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ». Ὅπως βλέπει κανένας, ὁ Βαλαὰμ εἶναι ὁ δεύτερος, ὕστερα ἀπὸ τὸν Ἰακώβ, ποὺ προφήτεψε πὼς ὁ Χριστὸς θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὸ γένος τῶν Ἑβραίων, κατὰ τὰ λόγια του Θεοῦ ποὺ τοῦ εἶπε πὼς ἀπὸ αὐτὸ τὸ γένος θὰ γεννηθεῖ ἕνας ἄρχοντας ποὺ θὰ βασιλέψει πάνω στὰ ἔθνη. Ἡ προφητεία του μοιάζει μὲ τὴν προφητεία ποὺ εἶπε γιὰ τὸν Χριστὸ ὁ πατριάρχης Ἰακώβ, γιατὶ παρομοίασε, καὶ κεῖνος, τὸν Χριστὸ μὲ λιοντάρι, λέγοντας: «Ἀναπεσὼν ἐκοιμήθη ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος. Τίς ἐγείρει αὐτόν;» Κ᾿ ἡ προφητεία τοῦ Βαλαὰμ λέγει:«Κατακλιθεὶς ἀνεπαύσατο ὡς λέων καὶ ὡς σκύμνος. Τίς ἀναστήσει αὐτόν;» (Ἀριθ. κγ´ 9).

Αὐτός, λοιπόν, εἶναι ὁ μάντις Βαλαάμ, ὁ προπάτορας τῶν μάγων ποὺ πήγανε ἀπὸ τὴ Χαλδαία νὰ προσκυνήσουνε τὸν Χριστὸ στὸ σπήλαιο ποὺ γεννήθηκε. Ὁ Βαλαὰμ εἶπε στοὺς μαθητάδες του πὼς θὰ γεννηθεῖ ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Ἰούδα ὁ μέγας Βασιλιάς, καὶ τοὺς προανάγγειλε νὰ κοιτάξουνε τὸν οὐρανὸ ὡς νὰ δοῦνε ἕνα καινούργιο ἄστρο, κι ἅμα τὸ δοῦνε, νὰ τρέξουνε νὰ τὸ ἀκολουθήσουνε, καὶ κεῖνο θὰ τοὺς ὁδηγήσει στὸν τόπο ποὺ θὰ γεννηθεῖ ὁ Χριστός. Αὐτὸν τὸν λόγο τὸν φυλάξανε οἱ μαθητάδες τοῦ Βαλαὰμ καὶ τὸν μεταδώσανε στοὺς μαθητάδες τους, καὶ περιμένανε χίλια τρακόσια χρόνια, ὡς ποὺ νὰ δοῦνε ἐκεῖνον τὸν ἐξαίσιον Ἀστέρα. Καὶ δὲν ἐβγῆκε ψεύτικη ἡ προφητεία τοῦ γέρο Βαλαάμ, ἀλλὰ ἀληθινή, καὶ σὰν εἴδανε τὸ παράξενο ἄστρο, σκιρτήσανε ἀπὸ χαρά, καὶ τρέξανε νὰ προσκυνήσουνε τὸν Κύριο, ποὺ δὲν βαρεθήκανε νὰ τὸν περιμένουν χίλια τρακόσια χρόνια, νύχτα μὲ νύχτα. Ὤ! Πόση ὑπομονὴ ἔχει ἡ πίστη! Ἀνάμεσα στὰ εὐωδιασμένα ἄνθη τῆς ὑμνωδίας, μὲ τὰ ὁποῖα στολίζει ἡ Ἐκκλησία μας τὴ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι καὶ τοῦτο τὸ ὡραῖο τροπάρι ποὺ εἶναι ἐμπνευσμένο ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ Βαλαάμ: «Τοῦ Μάντεως πάλαι Βαλαάμ, τῶν λόγων μυητᾶς σοφούς, ἀστεροσκόπους χαρᾶς ἔπλησας, ἀστὴρ ἐκ τοῦ Ἰακώβ, ἀνατείλας Δέσποτα, Ἐθνῶν ἀπαρχὴν εἰσαγομένους· ἐδέξω δὲ προφανῶς, δῶρά σοι δεκτὰ προσκομίζοντας».

Πηγή: https://agiazoni.gr/