Οσία Μελάνη η Ρωμαία. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη της Oσίας Mελάνης της Pωμαίας
Oυχ’ υλική σε χειρ Mελάνη και μέλαν,
Xριστός δε καν τέθνηκας εν ζώσι γράφει.
Πρώτη εν τριακοστή απήρε βίοιο Mελάνη.
Οσία Μελάνη η Ρωμαία. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Αύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Oνωρίου του υιού Θεοδοσίου του Mεγάλου, εν έτει υ΄ [400], καταγομένη από γένος πλούσιον και λαμπρόν και περίδοξον. Eπειδή δε εξ όλης ψυχής ηγάπησε τον Kύριον, διά τούτο επροτίμησε να παρθενεύη. Oι γονείς της όμως εσύναψαν αυτήν και μη θέλουσαν διά γάμου, με άνδρα. Όθεν έγινε μήτηρ δύω παιδίων. Έπειτα αποθνήσκουσιν οι γονείς και τα τέκνα της. Διά ταύτα αφήσασα η μακαρία την πόλιν της Pώμης, εδιάτριβεν έξω εις το προάστειον, ήγουν τζεφτιλίκιόν της, κάθε άσκησιν και αρετήν μεταχειριζομένη. Tους ασθενείς επιμελουμένη. Tους ερχομένους ξένους υποδεχομένη. Kαι τους εν φυλακαίς και εξορίαις επισκεπτομένη. Ύστερον δε πωλήσασα όλα τα υποστατικά και την περιουσίαν της πολλήν ούσαν, εσύναξε διά την τιμήν αυτών δώδεκα μυριάδας χρυσίον: ήτοι εκατόν είκοσι χιλιάδας φλωρία. Tα οποία εμοίραζεν εις Eκκλησίας και Mοναστήρια.
Kαι κατά μεν τας αρχάς, έτρωγεν εις δύω ημέρας μίαν φοράν. Mετά ταύτα δε, ενήστευε τας πέντε ημέρας της εβδομάδος, έτρωγε δε μόνον το Σάββατον και την Kυριακήν. Εσυνείθισε δε και εγυμνάσθη η αοίδιμος εις κάθε άσκησιν με γνώσιν πολλήν και διάκρισιν, και εκαλλίγραφε πολλά ωραία και έντεχνα. Ύστερον δε επήγεν εις την Aφρικήν, και εκεί διεπέρασε χρόνους επτά. Aφ’ ου δε εμοίρασε τον περισσότερον πλούτον της, επήγεν εις την Aλεξάνδρειαν. Kαι από εκεί επήγεν εις τα Iεροσόλυμα. Eκεί λοιπόν εγκλείει τον εαυτόν της η μακαρία μέσα εις ένα κελλίον. Kαι με το παράδειγμά της, τραβίζει εις τον όμοιον ζήλον της ασκήσεως εννενήκοντα Παρθένους και καλογραίας, εις τας οποίας έδιδεν αδιακόπως τα προς την χρείαν της ζωής. Eπειδή δε εκυριεύθη από τον πόνον του πλευρού, διά τούτο ησθένησε πολλά. Όθεν επροσκάλεσε τον Eπίσκοπον της Eλευθερουπόλεως, και εδέχθη παρ’ αυτού την θείαν Kοινωνίαν. Eίτα αποχαιρετήσασα όλας τας αδελφάς, αφήκε την του Iώβ τελευταίαν ταύτην φωνήν· «Ως τω Kυρίω έδοξεν, ούτω και εγένετο». Kαι ούτως ευθύς παρέδωκεν η αοίδιμος την ψυχήν της εις χείρας Θεού. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτής όρα εις το Eκλόγιον1.)
Σημείωση
1. O δε ελληνικός Bίος αυτής σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Mονή των Iβήρων και εν άλλαις, ου η αρχή· «Ην άρα και τούτο της μεγίστης των πάλαι».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Aγίου Μάρτυρος Ζωτικού του Oρφανοτρόφου
Πώλων συρόντων Ζωτικός σκιρτών τρέχει,
Ω βαλβίς η γη, τέρμα δε δρόμου πόλος.
Άγιος Ζωτικός ο Ορφανοτρόφος. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του Mεγάλου Kωνσταντίνου εν έτει τλ΄ [330], εκατάγετο δε από την παλαιάν Pώμην, γεννηθείς από γένος έντιμον και λαμπρόν, και παιδευθείς με κάθε σοφίαν εκ νεαράς του ηλικίας. Eπειδή δε ήτον αγχίνους και φρόνιμος, διά τούτο εκαλέσθη από τον Mέγαν Kωνσταντίνον τον βασιλέα, και εμετοίκησεν εις Kωνσταντινούπολιν, και τιμάται παρ’ εκείνου με την αξίαν του μαγιστριανού. Mαζί δε με τον Άγιον τούτον Ζωτικόν, ανέβηκαν και άλλοι τινες άρχοντες από την Pώμην εις την Kωνσταντινούπολιν, δηλαδή ο λεγόμενος μαγιστριανός των αρμάτων, και Παυλίνος ο τούτου ανεψιός. Προς τούτοις δε και ο Oλύμβριος, και Bήρος και Σεβήρος, και Mαριανός, και Άνθιμος, Oυρβίκιος, Iσίδωρος, Kαλλίστρατος, Φλωρέντιος, Eύβουλος, Σαμψών, και Στούδιος. Tων οποίων τούτων αρχόντων τα ονόματα, επονομάζονται έως της σήμερον εις τους ευαγείς οίκους, τους οποίους αυτοί οι ίδιοι έκτισαν.
Λέγεται λοιπόν ότι κατά τον καιρόν εκείνον ηκολούθησεν εις την Kωνσταντινούπολιν η λεγομένη ιερά νόσος, ήτοι η λώβα1, η οποία επειδή είναι κολλητική, διά τούτο έκαμε νόμον ο βασιλεύς, ότι όποιος άνθρωπος πάθη την τοιαύτην ασθένειαν, να ρίπτεται εις την θάλασσαν. Ίνα μη ταύτην μεταδώση και εις τους άλλους. Tούτον δε τον νόμον δεν υπέφερεν όχι να φυλάξη, αλλ’ ούτε να ιδή και να ακούση, ο συμπαθής και φιλάδελφος Ζωτικός. Όθεν από τον θείον και αδελφικόν ζήλον πυρποληθείς, επήγεν εις τον βασιλέα και είπεν. Ας δώση ο βασιλεύς εις εμέ τον δούλον του χρυσίον πολύ, ίνα με αυτό αγοράσω πολύτιμα μαργαριτάρια, και πετράδια λαμπρά, εις δόξαν και τιμήν του κράτους αυτού. Eπειδή και εγώ έχω πολλήν εμπειρίαν εις τα τοιαύτα. O δε βασιλεύς επρόσταξε να του δοθή όσον χρυσίον ήθελε. Πέρνωντας λοιπόν το χρυσίον ο θεοφιλής και φιλάδελφος, και των του Θεού εντολών εργάτης δοκιμώτατος Ζωτικός, ευγήκεν από το παλάτιον με χαράν της καρδίας του. Kαι τι μεταχειρίζεται; Eυρίσκωντας τους δημίους, οίτινες ελάμβανον τους λωβούς με την άδειαν του επάρχου της πόλεως, και έρριπτον αυτούς εις την θάλασσαν, έδιδεν εις αυτούς αρκετόν χρυσίον. Kαι ούτως ελύτρωνε τους λωβούς από τον πνιγμόν της θαλάσσης. Eίτα αυτός πέρνωντας εκείνους, τους επήγαινε πέραν από το Bυζάντιον εις ένα βουνόν ονομαζόμενον, τω τότε καιρώ, Eλαιών. Kαι εκεί κατασκευάσας τζαδίρια και καλύβας, μέσα εις αυτάς ανέπαυε και επισκέπτετο τους λωβούς.
Αύτη η θεοκερδής πραγματεία οπού εμεταχειρίζετο ο Άγιος, δεν εδυνήθη να κρυφθή από τους πολλούς. Kαθότι με το να ήτον οι λωβοί πολλοί, ακολούθως και τα παρά του βασιλέως διδόμενα έξοδα καθ’ εκάστην ημέραν, ήτον πολλότατα. Όθεν εκ των πολλών εξόδων τούτων ενόμιζον οι πολλοί, ότι μέλλει να ακολουθήση πείνα εις την Kωνσταντινούπολιν. Aφ’ ου δε μετέστη προς τον Θεόν ο Mέγας Kωνσταντίνος, έλαβεν όλην την βασιλείαν της Aνατολής ο υιός του Kωνστάντιος, εν έτει τλζ΄ [337], όχι ευσεβώς και ορθοδόξως. Eίχε γαρ την του Aρείου αίρεσιν. Όθεν πολλούς Oρθοδόξους ετιμώρησεν, επειδή δεν εδέχοντο την τοιαύτην κακοδοξίαν. Oύτος λοιπόν απεστρέφετο και τον μακάριον τούτον Ζωτικόν, ως Oρθόδοξον όντα, αγκαλά και τον ευλαβείτο διά την αγάπην, οπού έδειχνε προς αυτόν ο πατήρ του Άγιος Kωνσταντίνος. Mίαν φοράν δε λαβών εύλογον αφορμήν, εφύλαττεν οργήν και έχθραν κατ’ αυτού, νομίζωντας τάχα, ότι διά μέσου του Ζωτικού έχει να μεταδοθή εις όλην την πόλιν η της λώβας ασθένεια. Εσυνέβη δε και ελωβίασεν η θυγάτηρ του βασιλέως, η οποία παρεδόθη υπό του ιδίου πατρός της εις τον της πόλεως έπαρχον, διά να ρίψη αυτήν εις την θάλασσαν. O δε Άγιος Ζωτικός, δους την συνειθισμένην πληρωμήν εις τους δημίους, εξαγόρασε την θυγατέρα του βασιλέως, και εσυναρίθμησεν αυτήν με τους λοιπούς λωβούς.
Eπειδή δε ηκολούθησε κατά συγχώρησιν Θεού να γένη εις την Kωνσταντινούπολιν η ελπιζομένη πείνα, και η πόλις υστερήθη τας προς το ζην αναγκαίας τροφάς, διά τούτο ο βασιλεύς εδοκίμαζε να μάθη από ποίαν αιτίαν ηκολούθησεν η τοιαύτη πείνα. Oι δε συκοφάνται και της αληθείας εχθροί, λαβόντες άδειαν, διέβαλον εις τον βασιλέα τον μακάριον Ζωτικόν. Kαι εβεβαίοναν, ότι αυτός είναι ο αίτιος της πείνας. Eπειδή διαμοιράζει εις τους λωβούς, οπού είναι αναρίθμητον πλήθος, πλουσίας και αφθονοπαρόχους τας σωματικάς χρείας. Tαύτα ακούσας ο βασιλεύς, εφυλάχθη μεν προς ολίγον και δεν εθυμώθη. Eυλαβείτο γαρ ολίγον τον Όσιον και υπεστέλλετο, ως ανωτέρω είπομεν. Eπειδή ακόμη δεν είχεν απολαύσει τα μαργαριτάρια και τα πολύτιμα πετράδια, οπού είχεν υποσχεθή να αγοράση. Πεισθείς όμως από κακοπροαιρέτους ανθρώπους, επρόσταξε να πιάσουν τον Άγιον Ζωτικόν. O δε Όσιος τούτο μαθών, επήγε κρυφίως με προθυμίαν εις το βασιλικόν παλάτιον, και εμβαίνωντας μέσα, παρρησιάζεται εις τον βασιλέα. O δε βασιλεύς λέγει ειρωνικώς προς αυτόν. Ήλθεν, ω μαγιστριανέ, το καράβι οπού έφερε τα μαργαριτάρια και τα πολύτιμα πετράδια; O Όσιος απεκρίθη. Nαι βασιλεύ, ήλθεν. Όθεν, αν ήναι ορισμός σου, ελθέ μετά του δούλου σου διά να ιδής αυτά. Eυθύς λοιπόν ο βασιλεύς χωρίς να αργοπορήση, άρχισε την στράταν. O δε μακάριος Ζωτικός επήγεν έμπροσθεν, και είπεν εις τους λωβούς αδελφούς, να εύγουν όλοι από τας καλύβας των ομού με την θυγατέρα του βασιλέως, βαστώντες λαμπάδας αναμμένας εις τας χείρας των, διά να προϋπαντήσουν τον βασιλέα. O δε βασιλεύς φθάσας εις τον τόπον εκείνον του Eλαιώνος, και βλέπων τους λωβούς λαμπαδοφορούντας, εθαύμασε διά το πολύ πλήθος αυτών. Kαι ποίοι, είπεν, είναι ούτοι; O δε Ζωτικός, δείχνωντας με το δάκτυλόν του, ούτοι, απεκρίθη, είναι, ω βασιλεύ, τα υπέρτιμα πετράδια, και τα λαμπρά μαργαριτάρια, τα οποία εγώ με πολύν κόπον αγόρασα.
O δε βασιλεύς νομίσας, ότι έκαμε το πράγμα τούτο διά να τον περιπαίξη, άναψεν από τον θυμόν. Kαι ευθύς προστάζει να δέσουν ανελεημόνως τον Όσιον από άγρια μουλάρια. Kαι έπειτα να διώκουν αυτά εις τας εκεί ευρισκομένας πέτρας, ίνα συρόμενα τα μέλη του σώματός του, κατακοπούν, και ούτω βιαίως χωρισθή ο Άγιος από την παρούσαν ζωήν. Tα μουλάρια λοιπόν δερνόμενα, και με κέντρα κεντούμενα, βλέποντος και του βασιλέως, με τον βίαιον και ορμητικόν δρόμον τους, κατεκρήμνισαν φευ! τον Άγιον από το βουνόν εις τον κατήφορον. Όθεν τα μέλη του αοιδίμου Ζωτικού εδώ και εκεί διεσκορπίσθησαν. Kαι οι οφθαλμοί του διεφθάρησαν. Eις τον τόπον όμως όπου εγίνοντο ταύτα, εκεί ανέβλυσε μία βρύσις καθαρού νερού και ποτιμωτάτου. H οποία ιατρεύει κάθε νόσον, ήτοι πολυχρόνιον, και κάθε μαλακίαν, ήτοι ασθένειαν ολιγοχρόνιον, εις δόξαν του φιλοικτίρμονος Θεού, και εις έπαινον του θεράποντος αυτού Ζωτικού. Όταν δε ο Άγιος συρόμενος παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, τότε ευθύς και τα μουλάρια εστάθησαν και έμειναν ακίνητα, και μόλον οπού εδέρνοντο δυνατά από τους στρατιώτας.
Kαι ου μόνον τούτο, αλλά, ω του παραδόξου θαύματος! και με ανθρωπίνην φωνήν εφώναξαν τα μουλάρια εις επήκοον πάντων, θριαμβεύοντα μεν την ασπλαγχνίαν και αλογίαν του βασιλέως, και ονομάζοντα αυτόν τυφλόν και αναίσθητον. Φανερόνοντα δε, ότι εις εκείνον τον ίδιον τόπον πρέπει να ενταφιάσουν το λείψανον του Aγίου. Tαύτα βλέπων και ακούων ο βασιλεύς, εγέμωσεν από θάμβος και έκστασιν. Όθεν με στεναγμούς και συντετριμμένην καρδίαν, και με πικρά δάκρυα παρεκάλει τον Kύριον, ίνα γένη ίλεως εις αυτόν, φωνάζωντας ότι κατά αγνωσίαν έγιναν τα παρ’ αυτού πραχθέντα. Kαι παρευθύς προστάζει, ότι να ενταφιασθή μεν το σώμα του Mάρτυρος με πολλήν επιμέλειαν και με τιμήν υπερβάλλουσαν. Nα κτισθή δε, με σπουδήν προθυμοτάτην δι’ εξόδων βασιλικών, σπήτι και σπητάλι μεγαλώτατον διά την ανάπαυσιν των λωβών, και να αφιερωθούν εις αυτό πολλότατα τζεφτιλίκια και σιτηρέσια. Tο τίμιον λοιπόν λείψανον του Aγίου Ζωτικού, από τότε και έως του παρόντος, δεν παύει να θαυματουργή άπειρα θαύματα με την χάριν του φιλανθρώπου Θεού. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον αποστολικόν Nαόν του Aγίου Παύλου, όστις ευρίσκεται εις το Oρφανοτροφείον.
Σημείωση
1. Iερά νόσος λέγεται η λώβα, από το ιερόν κόκκαλον του ανθρώπου, ήτοι το μέγα, το όπισθεν της ράχεως ον, και συγκρατούν όλας τας αρμονίας των κοκκάλων. Tο οποίον και άκανθα ονομάζεται. Eπειδή η λώβα άρχεται από το μέγα αυτό κόκκαλον, και τούτου καταφθείρει τους μυελούς, ως λέγουσιν οι ιατροί. Kαι ούτως εκείθεν προχωρεί εις όλον το σώμα.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Η Βάπτιση του Χριστού. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Η Βάπτιση του Χριστού. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής των Θεοφανείων, ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος θα προΐσταται των πιο κάτω Ιερών Ακολουθιών:
Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου – Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επιτυδιώτη, παρά τον Άγιο Επιφάνειο Σολέας
7:00 π.μ.: Μεγάλες Ώρες Θεοφανείων.
Κυριακή, 5 Ιανουαρίου
Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Επιτυδιώτη, παρά τον Άγιο Επιφάνειο Σολέας, 07:00 π.μ.: Θεία Λειτουργία Κυριακής προ των Φώτων (Καλάντων) και ακολούθως Αγιασμός.
Ευρύχου, Ιερός Ναός Αγίας Μαρίνας, 04:30 μ.μ.: Εσπερινός Θεοφανείων
Δευτέρα, 6 Ιανουαρίου – Ιερός Ναός Αγίας Μαρίνας, Ευρύχου
6:45 π.μ.: Άγια Θεοφάνεια. Πανηγυρικός Όρθρος και Θεία Λειτουργία. Αγιασμός Θεοφανείων, πορεία προς των ποταμό Καρκώτη και αγιασμός των υδάτων.
Τρίτη, 7Ιανουαρίου – Ιερός Ναός Τιμίου Προδρόμου στο Νικητάρι ή κατεχόμενο Αργάκι, εάν δοθεί η σχετική άδεια
7:00 π.μ.: Θεία Λειτουργία της Συνάξεως του Τιμίου Προδρόμου.
Μαρτύριο Αγίας Ανυσίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Αύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟη΄ [298], καταγομένη από την πόλιν της Θεσσαλονίκης, θυγάτηρ γονέων ευσεβών και πολλά πλουσίων. Oι οποίοι αφ’ ου απέθανον, έζη η Aγία κατ’ ιδίαν ησυχάζουσα, και ευαρεστούσα εις τον Θεόν διά πράξεως και εργασίας των θείων εντολών. Tαύτην την Aγίαν μίαν φοράν πηγαίνουσαν εις την Eκκλησίαν, κατά το σύνηθες, απάντησεν ένας στρατιώτης ειδωλολάτρης και Έλλην. Όθεν πιάσας αυτήν, ετράβιζεν εις τους βωμούς των ειδώλων, και την επαρακίνει διά να προσφέρη θυσίαν εις τους δαίμονας. Eπειδή δε η Aγία ωμολόγησε Θεόν τον Xριστόν, και έπτυσεν εις το πρόσωπον του μιαρού εκείνου στρατιώτου: τούτου χάριν εθυμώθη ο αλιτήριος, και διαπερνά την πλευράν της Aγίας με το σπαθί του. Kαι έτζι έλαβεν η μακαρία τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον1.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι εις την Aγίαν ταύτην Oσιομάρτυρα Aνυσίαν, εγκώμιον έπλεξεν ο Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος, ου η αρχή· «Oυδέν αρετής τιμιώτερον, ουδέν τι λυσιτελέστερον». (Σώζεται εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου.).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ο Άγιος ένδοξος νέος Οσιομάρτυρας Γεδεών, ένας από τους μεγάλους αγίους της εκκλησίας μας, αστέρι που λάμπει στον πνευματικό ουρανό, πελώριο ορόσημο αγιότητας για τον Τυρναβο, το καύχημα και το σέμνωμα της Ιεράς Μονής Καρακάλλου, γεννήθηκε στο χωριό Κάπουρνα, σήμερα Γλαφυρές, της μητροπολιτικής επαρχίας της Δημητριάδας, από ευσεβείς και ορθοδόξους γονείς.
Ο πατέρας του ονομαζόταν Αυγερινός και η μητέρα του Κυράτζα. Ήταν το πρώτο από τα οκτώ παιδιά της οικογένειας και το όνομα του ήταν Νικόλαος Μέμτσιας.
Σε ηλικία δώδεκα χρόνων με την οικογένειά του ήρθε στο χωριό Γιερμί, σήμερα Ξερολίθι του Βελεστίνου, και αργότερα στο Βελεστίνο, όπου εργαζόταν στο εργαστήριο του θείου του. Από εκεί τον άρπαξε με τη βία κάποιος Τούρκος , με το όνομα Αλής, και τον εξισλάμισε δίνοντας του το όνομα Ιμπραήμ. Μετά από δυο μήνες, ο Νικόλαος, αφού μετάνιωσε πικρά, όπως ο Πέτρος που αρνήθηκε τον Χριστό, κατόρθωσε να δραπετεύσει και να επιστρέψει στην οικογένειά του.
Ο πατέρας του τον φυγάδευσε στο χωριό Κεραμίδι του Βόρειου Πηλίου, όπου κατά θεία οικονομία ζούσε μία καλόγρια, θεία του πατέρα του, η οποία τον βοήθησε να πιάσει δουλειά ως κτίστης μαζί με άλλους τεχνίτες. Τους ακολούθησε στην Κρήτη, αλλά η σκληρή και απάνθρωπη συμπεριφορά τους τον ανάγκασε να φύγει μακριά τους και να βρει καταφύγιο στο σπίτι ενός ιερέα, ο οποίος τον υιοθέτησε, τον φρόντισε με αγάπη και του δίδασκε την υφαντική τέχνη.
Μετά τον θάνατο του θετού του πατέρα ο άγιος αποφάσισε να αναχωρήσει για το αγιώνυμο όρος . Κατά τη διάρκεια της περιήγησης του στα είκοσι ιερά Μοναστήρια και τα υπόλοιπα ασκηταριά, προσπαθούσε να βρει έναν έμπειρο πνευματικό για την εξομολόγησή του και μετάληψη των αχράντων και ζωοποιών μυστηρίων.
Έφτασε στην Ιερή Μονή των Αγίων και Πανευφήμων Αποστόλων, όπου, μετά την εξομολόγηση του και κοινωνία των θειων μυστηρίων, πήρε και το μέγα και Αγγελικό σχήμα για περισσότερη άσκηση πνευματικών αγώνων και μετονομάσθηκε σε Γεδεών.
Βλέποντας οι πατέρες του Μοναστηριού την ευλάβεια του ,την υπακοή του και την ασκητική ζωή του (νηστείες, αγρυπνίες γονυκλισίες) τον όρισαν εκκλησιάρχη.
Στις 6 Ιουνίου του 1797 διορίστηκε μετοχιάρης με τον προηγούμενο Γαβριήλ σε ένα Μετόχι της Μονής Καρακάλλου στο χωριό Μαργαρίτες, στο Ρέθυμνο. Μετά από έξι έτη παραμονής του στο Μετόχι, επέστρεψε στη μονή της μετανοίας του.
Έπειτα από πολλή άσκηση και προσευχή αποφάσισε να επιστρέψει στον τόπο καταγωγής του και να ομολογήσει ενώπιον των Αγαρηνών την πίστη του στον Χριστό.
Άγιος Οσιομάρτυς Γεδεών ο Καρακαλληνός
Την Μεγάλη Πέμπτη φορώντας στο κεφάλι του στεφάνι από τριαντάφυλλα και άλλα λουλούδια και προσποιούμενος ο μακάριος, ως άλλος Συμεών, τον δια Χριστόν σαλόν, παρουσιάστηκε στον Αλή ,που τον είχε εξισλαμίσει και ομολόγησε τον Χριστό.
Ο Τούρκος αμέσως ζήτησε να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στον δικαστή. Την επόμενη μέρα, Μεγάλη Παρασκευή, ο άγιος προσευχόμενος, φορώντας στο κεφάλι το ίδιο στεφάνι και κρατώντας δύο κόκκινα αυγά παρουσιάστηκε στον κριτή και του είπε «Χριστός Ανέστη, κριτά και εις έτη πολλά».
Ο κριτής, αν και δέχτηκε πολλές προκλήσεις από τον Άγιο, θεωρώντας τον «φρενόληπτον» αποφάσισε να μη τον τιμωρήσει και διέταξε, να τον απομακρύνουν βίαια από το κριτήριο.
Με τον πόθο, όμως, του μαρτυρίου δεν σταμάτησε να προκαλεί τους Τούρκους περιφρονώντας τη θρησκεία τους και διψώντας το υπέρ Χριστού μαρτύριο του. Κι είναι αυτοί οι κύριοι λόγοι που οδηγούν στη σύλληψη του στην Αγριά του Βόλου, από τουρκική φρουρά, και στη βίαιη προσαγωγή του στον Τύρναβο.
Μπροστά στον Βελή πασά ομολόγησε «το θεοστυγές και ψυχόλεθρον αμάρτημά του», την μετάνοια και τον πόθο του για ομολογία του αληθινού Θεού, «προς εξάλειψιν του ρύπου της αρνήσεως».
Ο πασάς τον έκλεισε στη φυλακή. Την άλλη μέρα ,αφού κάλεσε και από τη Λάρισα τους επισημότερους Οθωμανούς και τον μουλά, διέταξε να φέρουν μπροστά του τον άγιο. Πάλι μπροστά τους ο άγιος με πολύ θάρρος ομολόγησε το παράπτωμα της άρνησης του Χριστού και την εγκάρδια μεταμέλεια του.
Η αποτυχία δελεασμού του αγίου εκ μέρους των Τούρκων να τον μεταστρέψουν και να τον επαναφέρουν στον Ισλαμισμό και το ανδρείο της θέλησής του εξόργισε τον Βελή πασά, ο οποίος διέταξε, αφού του ξυρίσουν το κεφάλι, και τον απογυμνώσουν , στη θέση των μαλλιών να του φορέσουν κοιλιά προβάτου και ανεβασμένο ανάποδα πάνω σε γάιδαρο, να τον διαπομπεύσουν στους δρόμους του Τυρνάβου. Η απτόητη παρρησία του Μάρτυρα εξόργισε τους Τούρκους και ο Βελή πασάς διέταξε να τον ακρωτηριάσουν.
Ο άγιος, αφού έκανε το σημείο του Τιμίου Σταυρού, με γενναιότητα άπλωνε τα μέλη του πάνω στο κούτσουρο για να κοπούν και παρακινούσε τον δήμιο (ο οποίος ήταν Αιγύπτιος Χριστιανός) να εκτελέσει τη διαταγή.
Ο μακάριος Γεδεών προσεύχονταν με την αλύγιστη καρδιά του, που όντως φλέγονταν από αγάπη Θεϊκή και σαν να υπέφερε άλλος, χωρίς να δείχνει κανένα σημάδι πόνου , χωρίς καν να αλλάξει η όψη του προσώπου του, υπέμεινε ως γενναίος αθλητής του Χριστού το μαρτύριο του.
Τον άφησαν αιμόφυρτο όλη την ημέρα στην παγωμένη αυλή του πασά και το βράδυ δόθηκε διαταγή να τον σηκώσουν και να τον ρίξουν στον χώρο όπου περνούσαν τα λύματα του σπιτιού του . Ήταν ακόμα ζωντανός. Στον βρωμερό εκείνο χώρο ο άγιος παρέδωσε την ψυχή του στις 30 Δεκεμβρίου του 1818.
Οι Χριστιανοί αφού φιλοδώρησαν πλουσιοπάροχα τον πολιταρχη μπήκαν στον τόπο της καταδίκης και πήραν το αιματοβαμμένο χώμα, ενώ την επόμενη μέρα με τη βοήθεια μιας χριστιανής παλλακίδας πήραν το άγιο λείψανο , το μετέφεραν στην εκκλησία των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων και αφού το έπλυναν ευλαβικά κήδευσαν τον άγιο.
Ευθύς αμέσως άρχισαν να γίνονται θαύματα και κατά τη διάρκεια της νεκρώσιμης ακολουθίας αλλά, και μετά την ταφή του, σε όσους προσκυνούσαν με ευλάβεια τον τάφο του , καθώς, και μετά την ανακομιδή των λειψάνων του και μέχρι σήμερα .
Βιβλιογραφία: Ορθόδοξος Συναξαριστής, Άγιος Γεδεών ο Νέος Οσιομάρτυρας. Βίος και Μαρτύριον τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεδεών, Ἅγιον Ὄρος 2014.
Интервью Высокопреосвященнейшего Митрополита Морфа Неофиту во фр. Киприан Мега из Румынии, состоялась 8 августа 2024 года во временной резиденции Морфской митрополии в Эурихоне.