Αρχική Blog Σελίδα 95

Μνήμη της Αγίας Μάρτυρος Ποταμιαίνης και του Αγίου Μάρτυρος Λυκαρίωνος (7 Ιουνίου)

H Aγία Mάρτυς Ποταμιαίνη, εν λέβητι πίσσης μεστώ βληθείσα, τελειούται

Ποταμιαίνη αίνος ουδείς αρκέσει,
Kαν του ποταμού εκμιμήται την ρύσιν.

Kατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει τδ΄ [304], ήτον εις την Aλεξάνδρειαν η Aγία αύτη Ποταμιαίνη, δούλη ενός ακολάστου και ασελγούς αυθέντου, και ωραία κατά πολλά εις το πρόσωπον. Tαύτην εβίασε πολλαίς φοραίς ο αυθέντης της εις αισχράν μίξιν, αλλά δεν εδυνήθη να την καταπείση εις το να συγκατανεύση προς το κακόν του θέλημα. Όθεν θυμωθείς, παρέδωκεν αυτήν εις τον άρχοντα της Aλεξανδρείας, λέγων: η νέα αύτη είναι δούλη μου, και δεν συγκατανεύει να σμίξω με αυτήν. Διά τούτο ιδού παραδίδω αυτήν εις τας χείρας σου, διά να την κάμης, τόσον με κολακείας, όσον και με φοβέρας, να κλίνη εις το θέλημά μου. Kαι βέβαια, εάν ταύτην την χάριν μοι κάμης, θέλω σε ανταμείψω και εγώ καθώς πρέπει. Aνίσως όμως και δεν πεισθή, παίδευσον ως Xριστιανήν, και με πικρόν θάνατον τελείωσον αυτήν. Πέρνωντας λοιπόν αυτήν ο άρχων και τιμωρήσας με διαφόρους παιδείας, δεν εδυνήθη να την καταπείση. Όθεν απεφάσισε να την βάλη μέσα εις ένα καζάνι γεμάτον από πίσσαν βρασμένην. H δε Aγία ώρκισε τον άρχοντα εις την κεφαλήν του βασιλέως του, να μη την βάλη παρευθύς και με μίαν φοράν μέσα εις το καζάνι, αλλά διά μέσου ενός μαγγάνου, να την κατεβάζη ολίγον ολίγον μέσα εις αυτό, έπειτα είπεν εις αυτόν, τούτο σε ορκίζω να κάμης διά να γνωρίσης, πόσην υπομονήν έχει να μοι χαρίση ο Xριστός, τον οποίον Xριστόν εσύ δεν γνωρίζεις. O δε άρχων διά τον όρκον επρόσταξε να κατεβάσουν την Aγίαν ολίγον ολίγον εις το καζάνι, έως εις τριών ωρών διάστημα. Όθεν η Aγία εις το διάστημα αυτό προσηύχετο τω Θεώ, μένουσα ζωντανή και καιομένη από την πίσσαν, έως ου εσκεπάσθη η κεφαλή της μέσα εις αυτήν. Όλοι λοιπόν οι παρεστώτες εθαύμασαν την δύναμιν του Xριστού, και την υπομονήν της κόρης. Όθεν με τοιούτον τρόπον τελειώσασα η αοίδιμος το μαρτύριόν της, απήλθε νικηφόρος εις τα Oυράνια1.

Σημείωση

1. Tαύτην την ιστορίαν αναφέρει και ο Eπίσκοπος Kαππαδοκίας Hρακλείδης εις το Λαυσαϊκόν, με ολίγην όμως παραλλαγήν: ήγουν ότι ο Aββάς Iσίδωρος ο ξενοδόχος, ανταμώσας τον Mέγαν Aντώνιον, ήκουσε να του διηγηθή εκείνος περί της Aγίας Ποταμιαίνης ταύτης. Ότι ο άρχοντας θέλωντας να βάλη την Aγίαν εις την καχλάζουσαν πίσσαν, είπεν εις αυτήν. Ή πήγαινε κάμε το θέλημα του αυθεντός σου, ή ρίπτεσαι μέσα εις την πίσσαν. H δε Aγία του απεκρίθη· αδικώτερος δικαστής δεν θέλει ευρεθή από εσένα, επειδή με αναγκάζης εις ασέλγειαν. Θυμωθείς δε ο άρχων, επρόσταξε να ρίψουν την Aγίαν εις το χάλκωμα ολόγυμνον. Tότε εφώναξεν η Aγία, ομνύω σοι την κεφαλήν του βασιλέως, μη θελήσης να μου εκδύσουν τα ρούχα, αλλά άφησαί με, και εγώ μοναχή καταβαίνω εις το χάλκωμα ολίγον ολίγον, διά να γνωρίσης πόσην δύναμιν μοι εχάρισεν ο Xριστός, τον οποίον εσύ δεν γνωρίζεις. Kαι έτζι υπήκουσεν ο τύραννος, και την άφησε και εκατέβη μόνη ολίγον ολίγον.


Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Λυκαρίωνος

Άφωνος ήκει προς ξίφος Λυκαρίων,
Έναντι του κείροντος οίον αρνίον.

Oύτος ήτον από την πόλιν του Eρμού την εν Aιγύπτω ευρισκομένην. Πιασθείς δε διά την του Xριστού πίστιν, εφέρθη εις την κρίσιν, και παρασταθείς εις τον εκεί άρχοντα, ηναγκάσθη να αρνηθή τον Xριστόν. Eπειδή όμως δεν επείσθη, διά τούτο εβάλθη μέσα εις μίαν σκοτεινήν και βρωμερωτάτην φυλακήν. Mετά δε ολίγας ημέρας, εύγαλαν αυτόν από την φυλακήν, και τον εξέσχισαν με σίδηρα, είτα εκάρφωσαν αυτόν εις ένα σταυρόν, και επλήγωσαν όλα τα μέλη του. Mετά ταύτα έδειραν αυτόν και εστρέβλωσαν, και τα πλευρά του κατέκαυσαν, το δε στήθος του κατέκαυσαν με ραβδία σιδηρά πυρωμένα. Ύστερον, έβαλον αυτόν μέσα εις κάμινον αναμμένην, και εις αυτήν μείνας ο Άγιος τρεις ημέρας, εφυλάχθη αβλαβής υπό της χάριτος του Θεού. Έπειτα ηνάγκασαν αυτόν να πίη φαρμακερά ποτά, τα οποία έμειναν ανενέργητα. Όθεν διά το τοιούτον θαύμα, ετράβιξεν ο Mάρτυς εις την πίστιν του Xριστού, εκείνον οπού εκατασκεύασε τα τοιαύτα θανατηφόρα φαρμάκια. Όστις απεκεφαλίσθη και έλαβε παρά Kυρίου τον στέφανον του μαρτυρίου. Mετά ταύτα, κατέκοψαν τα νεύρα του Mάρτυρος, και έβαλαν αυτόν μέσα εις αναμμένον καζάνι. Ύστερον εύγαλαν το δέρμα της κεφαλής του, και τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο μακάριος τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μόρφου Νεόφυτος: «Πνεῦμα Ἅγιον, Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, καθάρισόν με»

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργια τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ τελέσθηκε στὴν πανηγυρίζουσα  ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν  Ὀροῦντα  τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (21.6.2021).

Όσιος Ευμένιος Σαριδάκης: «Χριστέ μου, θέλω να σώσεις όλους τους απ’ αιώνες κεκοιμημένους από Αδάμ μέχρι τώρα»

Άγιος Ευμένιος Σαριδάκης

Άγιος Ευμένιος Σαριδάκης

Διηγείται ο μητροπολίτης Μόρφου της Κύπρου Νεόφυτος:

«Ένα πολύ σημαντικό περιστατικό, που θυμούμαι από τον γέροντα Ευμένιο, είναι μία προσευχή του έκανε: “Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους ανθρώπους”.”Κι εχάρη ο Θεός”, μου έλεγε.

“Και μετά είπα: “Κύριε Ιησού Χριστέ, θέλω να σώσεις όλους τους καθολικούς. Και όλους τους προτεστάντες, Χριστέ μου, θέλω να σώσεις”. Κι εχάρη ο Θεός.

“Θέλω να σώσεις και τους μουσουλμάνους και όσους ανήκουν σε όλες τις θρησκείες, και τους αθέους ακόμα θέλω να σώσεις”. Κι εχάρη πολύ ο Θεός.

Και του είπα: “Χριστέ μου, θέλω να σώσεις όλους τους απ’ αιώνες κεκοιμημένους από Αδάμ μέχρι τώρα”. Κι εχάρη ο Θεός πολύ.

Και είπα: “Θεέ μου, θέλω να σώσεις και τον Ιούδα”. Και στο τέλος είπα: “Θέλω να σώσεις και τον διάβολο”. Κι ελυπήθη ο Θεός”.

Του λέω: “Γιατί λυπήθηκε ο Θεός;”. “Διότι θέλει ο Θεός και δεν θέλουν αυτοί” μου απάντησε, “δεν υπάρχει ίχνος καλής θελήσεως σωτηρίας στον διάβολο”.

“Καλά” του είπα, “πώς κατάλαβες εσύ πότε ο Θεός χαιρόταν και πότε ελυπήθη;”. Και μου λέει: “Άμα η καρδιά σου γίνει ένα με την καρδία του Χριστού, αισθάνεσαι αυτά που αισθάνεται”.

Δηλαδή αντιλαμβάνεσαι τι εύρος είχεν η καρδία αυτού του ανθρώπου; Αυτό είναι από τα πιο δυνατά που έχω ακούσει και δεν το έχω ακούσει από κανέναν άλλον. Κι αυτό το καταλάβαινε από την ένταση της Χάριτος. Ανάλογα με τον βαθμό της Χάριτος αντιλαμβανόταν την λύπη ή την χαρά Του, σ’ αυτό που ο ίδιος έλεγε ή έκανε».

Πηγή: https://www.ekklisiaonline.gr/nea/agios-evmenios-saridakis-h-prosefchi-tou-geronta/

Ο Άγιος Παΐσιος για τα μνημόσυνα και το ψυχοσάββατο

– Γέροντα, οι υπόδικοι νεκροί (πλην των Αγίων) μπορούν να προσεύχονται;

– Έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια , αλλά δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Όσοι βρίσκονται στον Άδη μόνο ένα πράγμα θα ήθελαν από τον Χριστό: να ζήσουν πέντε λεπτά για να μετανοήσουν. Εμείς που ζούμε, έχουμε περιθώρια μετανοίας, ενώ οι καημένοι οι κεκοιμημένοι δεν μπορούν πια μόνοι τους να καλυτερεύσουν την θέση τους, αλλά περιμένουν από εμάς βοήθεια. Γι’ αυτό έχουμε χρέος να τους βοηθούμε με την προσευχή μας.

Μου λέει ο λογισμός ότι μόνο το δέκα τοις εκατό από τους υπόδικους νεκρούς βρίσκονται σε δαιμονική κατάσταση, και, εκεί που είναι, βρίζουν τον Θεό, όπως οι δαίμονες. Δεν ζητούν βοήθεια, αλλά και δεν δέχονται βοήθεια! Γιατί, τι να τους κάνει ο Θεός; Σαν ένα παιδί που απομακρύνεται από τον πατέρα του, σπαταλάει όλη την περιουσία του και από πάνω βρίζει και τον πατέρα του. Ε, τι να το κάνει αυτό ο πατέρας του; Οι άλλοι όμως οι υπόδικοι, που έχουν λίγο φιλότιμο, αισθάνονται την ενοχή τους, μετανοούν και υποφέρουν για τις αμαρτίες. Ζητούν να βοηθηθούν και βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών.

Τους δίνει δηλαδή ο Θεός μία ευκαιρία, τώρα που είναι υπόδικοι, να βοηθηθούν μέχρι να γίνει η Δευτέρα Παρουσία. Και όπως σε αυτή τη ζωή, αν κάποιος είναι φίλος με τον βασιλιά, μπορεί να μεσολαβήσει και να βοηθήσει έναν υπόδικο, έτσι κι αν είναι κανείς φίλος με τον Θεό, μπορεί να μεσολαβήσει στο Θεό με την προσευχή του και να μεταφέρει τους υπόδικους από την μία φυλακή σε άλλη καλύτερη, από το ένα κρατητήριο σε ένα άλλο καλύτερο.

Ή ακόμα μπορεί να τους μεταφέρει και σε ένα δωμάτιο ή σε διαμέρισμα.
Όπως ανακουφίζουμε τους φυλακισμένους με αναψυκτικά κλπ που τους πηγαίνουμε, έτσι και τους νεκρούς τους ανακουφίζουμε με τις προσευχές και τις ελεημοσύνες που κάνουμε για τη ψυχή τους. Οι προσευχές των ζώντων για τους κεκοιμημένους και τα μνημόσυνα είναι η τελευταία ευκαιρία που δίνει ο Θεός στους κεκοιμημένους να βοηθηθούν, μέχρι να γίνει η τελική Κρίση. Μετά την δίκη δεν θα υπάρχει δυνατότητα να βοηθηθούν….

…Ο Θεός θέλει να βοηθήσει τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει για τη σωτηρία τους, αλλά δεν το κάνει, γιατί έχει αρχοντιά. Δεν θέλει να δώσει δικαίωμα στο διάβολο να πει: Πως τον σώζεις αυτόν, ενώ δεν κοπίασε; Όταν εμείς προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους, Του δίνουμε το δικαίωμα να επεμβαίνει. Περισσότερο μάλιστα συγκινείται ο Θεός όταν προσευχόμαστε για τους κεκοιμημένους παρά για τους ζώντες.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας έχει τα κόλλυβα, τα μνημόσυνα. Τα μνημόσυνα είναι ο καλύτερος δικηγόρος για τις ψυχές των κεκοιμημένων. Έχουν τη δυνατότητα και από την κόλαση να βγάλουν τη ψυχή. Κι εσείς σε κάθε Θεία Λειτουργία να διαβάζετε κόλλυβα για τους κεκοιμημένους. Έχει νόημα το σιτάρι: Σπείρεται εν φθορά, εγείρεται εν αφθαρσία (Α’ Κορινθ, κεφ 15, εδ 42) (δηλαδή συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση του ανθρώπου), λέει η Γραφή…

– Γέροντα, αυτοί που έχουν πεθάνει πρόσφατα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη από προσευχή;

– Εμ , όταν μπαίνει κάποιος στη φυλακή, στην αρχή δεν δυσκολεύεται πιο πολύ; Να κάνουμε προσευχή για τους κεκοιμημένους που δεν ευαρέστησαν στον Θεό, για να κάνει κάτι και γι’ αυτούς ο Θεός. Ιδίως, όταν ξέρουμε ότι κάποιος ήταν σκληρός, γιατί μπορεί να νομίζουμε ότι ήταν σκληρός, αλλά στη πραγματικότητα να μην ήταν – και είχε αμαρτωλή ζωή, τότε να κάνουμε πολλή προσευχή, Θείες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα για τη ψυχή του και να δίνουμε ελεημοσύνη σε φτωχούς για τη σωτηρία της ψυχής του, για να ευχηθούν οι φτωχοί “να αγιάσουν τα κόκκαλά του”, ώστε να καμθεί ο Θεός και να τον ελεήσει. Έτσι ότι δεν έκανε εκείνος, το κάνουμε εμείς γι’ αυτόν. Ενώ ένας άνθρωπος που είχε καλωσύνη, ακόμα και αν η ζωή του δεν ήταν καλή, επειδή είχε καλή διάθεση, με λίγη προσευχή πολύ βοηθιέται.

Έχω υπόψη μου γεγονότα που μαρτυρούν πόσο οι κεκοιμημένοι βοηθιούνται με την προσευχή πνευματικών ανθρώπων. Κάποιος ήρθε στο Καλύβι και μου είπε με κλάματα: Γέροντα, δεν έκανα προσευχή για κάποιο γνωστό μου κεκοιμημένο και μου παρουσιάστηκε στον ύπνο μου. Είκοσι μέρες, μου είπε, έχεις να με βοηθήσεις, με ξέχασες και υποφέρω! Πράγματι, μου λέει (ο προσκηνυτής) εδώ και 20 μέρες είχα ξεχαστεί με διάφορες μέριμνες και ούτε για τον εαυτό μου δεν προσευχόμουν.

– Όταν, Γέροντα, πεθάνει κάποιος και μας ζητήσουν να προσευχηθούμε γι’ αυτόν, είναι καλό να κάνουμε κάθε μέρα ένα κομποσχοίνι μέχρι τα σαράντα;

– Άμα κάνεις κομποσχοίνι γι’αυτόν, βάλε και άλλους κεκοιμημένους. Γιατί να πάει η αμαξοστοιχία στον προορισμό της με έναν μόνο επιβάτη, ενώ χωράει και άλλους; Πόσοι κεκοιμημένοι έχουν ανάγκη οι καημένοι και ζητούν βοήθεια και δεν έχουν κανέναν να προσευχηθεί γι’αυτούς! Μερικοί, κάθε τόσο, κάνουν μνημόσυνο μόνο για κάποιον δικό τους. Με αυτό το τρόπο δεν βοηθιέται ούτε ο δικός τους, γιατί η προσευχή τους δεν είναι τόσο ευάρεστη στο Θεό. Αφού τόσα μνημόσυνα έκαναν γι’ αυτόν, ας κάνουν συγχρόνως και για τους ξένους.

– Γέροντα, οι νεκροί που δεν έχουν ανθρώπους να προσεύχονται γι’αυτούς βοηθιούνται από τις προσευχές εκείνων που προσεύχονται γενικά για τους κεκοιμημένους;

– Και βέβαια βοηθιούνται. Εγώ, όταν προσεύχομαι για όλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στον ύπνο μου τους γονείς μου, γιατί αναπαύονται από την προσευχή που κάνω. Κάθε φορά που έχω Θεία Λειτουργία, κάνω γενικό μνημόσυνο για όλους τους κεκοιμημένους… Αν καμιά φορά δεν κάνω ευχή για τους κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοί κεκοιμημένοι μπροστά μου.

Έναν συγγενή μου, που είχε σκοτωθεί στο πόλεμο, τον είδα μπροστά μου μετά τη Θεία Λειτουργία, την ώρα του μνημοσύνου, γιατί αυτόν δεν τον είχα γραμμένο με τα ονόματα των κεκοιμημένων, επειδή μνημονεύονταν στη Προσκομιδή με τους ηρωικώς πεσόντες. Κι εσείς στην Αγία Πρόθεση να μη δίνετε να μνημονευθούν μόνο ονόματα ασθενών, αλλά και ονόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ανάγκη έχουν οι κεκοιμημένοι!

Ειρήνη εστί μετ’ εκείνων, οίτινες ενίκησαν τον κόσμον. ειρήνη ειή μεθ’ ημών, οίτινες έτι και νυν αγωνιζόμεθα. Ούτω φεύγει η θλίψις του κόσμου, ούτως εξαφανίζεται του θανάτου το κέντρον, και ώς νικητής υπεράνω της κόνεως ίσταται ο Χριστός μετά πάντων των εις αυτών πιστευόντων και λέγει: «ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἔξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον» (Ιωαν 16:33).

Από τον Δ’ τόμο, Οικογενειακή Ζωή, Λόγοι του π. Παϊσίου, Εκδόσεις Ησυχαστήριο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, Σουρωτή, Θεσσαλονίκη.

Πηγή: https://www.dogma.gr/dialogos/o-agios-pa%CE%90sios-gia-ta-mnimosyna-kai-to-psychosavvato/117672/

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Ἀρχιδιάκονος Ἐλπίδιος Χατζημιχαὴλ κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῆς Πεντηκοστῆς, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Κιτίου (23.06.2024).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 6 Ἰουνίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ζ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
27:1-44; 28:1

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ὡς ἐκρίθη τοῦ ἀποπλεῖν ἡμᾶς εἰς τὴν ᾿Ιταλίαν, παρεδίδουν τόν τε Παῦλον καί τινας ἑτέρους δεσμώτας ἑκατοντάρχῃ ὀνόματι ᾿Ιουλίῳ σπείρης Σεβαστῆς. Ἐπιβάντες δὲ πλοίῳ ᾿Αδραμυττηνῷ μέλλοντες πλεῖν τοὺς κατὰ τὴν ᾿Ασίαν τόπους ἀνήχθημεν, ὄντος σὺν ἡμῖν ᾿Αριστάρχου Μακεδόνος Θεσσαλονικέως, τῇ τε ἑτέρᾳ κατήχθημεν εἰς Σιδῶνα· φιλανθρώπως τε ὁ ᾿Ιούλιος τῷ Παύλῳ χρησάμενος ἐπέτρεψε πρὸς τοὺς φίλους πορευθέντα ἐπιμελείας τυχεῖν. Κἀκεῖθεν ἀναχθέντες ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κύπρον διὰ τὸ τοὺς ἀνέμους εἶναι ἐναντίους, τό τε πέλαγος τὸ κατὰ τὴν Κιλικίαν καὶ Παμφυλίαν διαπλεύσαντες κατήλθομεν εἰς Μύρα τῆς Λυκίας. Κἀκεῖ εὑρὼν ὁ ἑκατοντάρχης πλοῖον ᾿Αλεξανδρινὸν πλέον εἰς τὴν ᾿Ιταλίαν ἀνεβίβασεν ἡμᾶς εἰς αὐτό. Ἐν ἱκαναῖς δὲ ἡμέραις βραδυπλοοῦντες καὶ μόλις γενόμενοι κατὰ τὴν Κνίδον, μὴ προσεῶντος ἡμᾶς τοῦ ἀνέμου, ὑπεπλεύσαμεν τὴν Κρήτην κατὰ Σαλμώνην, μόλις τε παραλεγόμενοι αὐτὴν ἤλθομεν εἰς τόπον τινὰ καλούμενον Καλοὺς Λιμένας, ᾧ ἐγγὺς ἦν πόλις Λασαία. Ικανοῦ δὲ χρόνου διαγενομένου καὶ ὄντος ἤδη ἐπισφαλοῦς τοῦ πλοὸς διὰ τὸ καὶ τὴν νηστείαν ἤδη παρεληλυθέναι, παρῄνει ὁ Παῦλος λέγων αὐτοῖς· Ἄνδρες, θεωρῶ ὅτι μετὰ ὕβρεως καὶ πολλῆς ζημίας οὐ μόνον τοῦ φόρτου καὶ τοῦ πλοίου, ἀλλὰ καὶ τῶν ψυχῶν ἡμῶν μέλλειν ἔσεσθαι τὸν πλοῦν. Ὁ δὲ ἑκατοντάρχης τῷ κυβερνήτῃ καὶ τῷ ναυκλήρῳ ἐπείθετο μᾶλλον ἢ τοῖς ὑπὸ τοῦ Παύλου λεγομένοις. Ἀνευθέτου δὲ τοῦ λιμένος ὑπάρχοντος πρὸς παραχειμασίαν οἱ πλείους ἔθεντο βουλὴν ἀναχθῆναι κἀκεῖθεν, εἴ πως δύναιντο καταντήσαντες εἰς Φοίνικα παραχειμάσαι, λιμένα τῆς Κρήτης βλέποντα κατὰ λίβα καὶ κατὰ χῶρον. ῾Υποπνεύσαντος δὲ νότου δόξαντες τῆς προθέσεως κεκρατηκέναι, ἄραντες ἆσσον παρελέγοντο τὴν Κρήτην. Μετ᾿ οὐ πολὺ δὲ ἔβαλε κατ᾿ αὐτῆς ἄνεμος τυφωνικὸς ὁ καλούμενος Εὐροκλύδων. Συναρπασθέντος δὲ τοῦ πλοίου καὶ μὴ δυναμένου ἀντοφθαλμεῖν τῷ ἀνέμῳ ἐπιδόντες ἐφερόμεθα. Νησίον δέ τι ὑποδραμόντες καλούμενον Κλαύδην μόλις ἰσχύσαμεν περικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης, ἣν ἄραντες βοηθείαις ἐχρῶντο ὑποζωννύντες τὸ πλοῖον· φοβούμενοί τε μὴ εἰς τὴν Σύρτιν ἐκπέσωσι, χαλάσαντες τὸ σκεῦος οὕτως ἐφέροντο. Σφοδρῶς δὲ χειμαζομένων ἡμῶν τῇ ἑξῆς ἐκβολὴν ἐποιοῦντο, καὶ τῇ τρίτῃ αὐτόχειρες τὴν σκευὴν τοῦ πλοίου ἐρρίψαμεν. Μήτε δὲ ἡλίου μήτε ἄστρων ἐπιφαινόντων ἐπὶ πλείονας ἡμέρας, χειμῶνός τε οὐκ ὀλίγου ἐπικειμένου, λοιπὸν περιῃρεῖτο πᾶσα ἐλπὶς τοῦ σῴζεσθαι ἡμᾶς. Πολλῆς δὲ ἀσιτίας ὑπαρχούσης τότε σταθεὶς ὁ Παῦλος ἐν μέσῳ αὐτῶν εἶπεν· Ἔδει μέν, ὦ ἄνδρες, πειθαρχήσαντάς μοι μὴ ἀνέγεσθαι ἀπὸ τῆς Κρήτης κερδῆσαί τε τὴν ὕβριν ταύτην καὶ τὴν ζημίαν. Καὶ τὰ νῦν παραινῶ ὑμᾶς εὐθυμεῖν· ἀποβολὴ γὰρ ψυχῆς οὐδεμία ἔσται ἐξ ὑμῶν πλὴν τοῦ πλοίου. Παρέστη γάρ μοι τῇ νυκτὶ ταύτῃ ἄγγελος τοῦ Θεοῦ οὗ εἰμι, ᾧ καὶ λατρεύω, λέγων· Μὴ φοβοῦ, Παῦλε· Καίσαρί σε δεῖ παραστῆναι· καὶ ἰδοὺ κεχάρισταί σοι ὁ Θεὸς πάντας τοὺς πλέοντας μετὰ σοῦ. Διὸ εὐθυμεῖτε, ἄνδρες· πιστεύω γὰρ τῷ Θεῷ ὅτι οὕτως ἔσται καθ᾿ ὃν τρόπον λελάληταί μοι. Εἰς νῆσον δέ τινα δεῖ ἡμᾶς ἐκπεσεῖν. ῾Ως δὲ τεσσαρεσκαιδεκάτη νὺξ ἐγένετο διαφερομένων ἡμῶν ἐν τῷ ᾿Αδρίᾳ, κατὰ μέσον τῆς νυκτὸς ὑπενόουν οἱ ναῦται προσάγειν τινὰ αὐτοῖς χώραν. Καὶ βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς εἴκοσι, βραχὺ δὲ διαστήσαντες καὶ πάλιν βολίσαντες εὗρον ὀργυιὰς δέκα πέντε· φοβούμενοί τε μήπως εἰς τραχεῖς τόπους ἐκπέσωμεν, ἐκ πρύμνης ῥίψαντες ἀγκύρας τέσσαρας ηὔχοντο ἡμέραν γενέσθαι. Τῶν δὲ ναυτῶν ζητούντων φυγεῖν ἐκ τοῦ πλοίου καὶ χαλασάντων τὴν σκάφην εἰς τὴν θάλασσαν, προφάσει ὡς ἐκ πρῴρας μελλόντων ἀγκύρας ἐκτείνειν, εἶπεν ὁ Παῦλος τῷ ἑκατοντάρχῃ καὶ τοῖς στρατιώταις· Ἐὰν μὴ οὗτοι μείνωσιν ἐν τῷ πλοίῳ, ὑμεῖς σωθῆναι οὐ δύνασθε. Τότε οἱ στρατιῶται ἀπέκοψαν τά σχοινία τῆς σκάφης και εἴασαν αὐτὴν ἐκπεσεῖν. ῎Αχρι δὲ οὗ ἔμελλεν ἡμέρα γίνεσθαι, παρεκάλει ὁ Παῦλος ἅπαντας μεταλαβεῖν τροφῆς λέγων· Τεσσαρεσκαιδεκάτην σήμερον ἡμέραν προσδοκῶντες ἄσιτοι διατελεῖτε, μηδὲν προσλαβόμενοι. Διὸ παρακαλῶ ὑμᾶς μεταλαβεῖν τροφῆς· τοῦτο γὰρ πρὸς τῆς ὑμετέρας σωτηρίας ὑπάρχει· οὐδενὸς γὰρ ὑμῶν θρὶξ ἐκ τῆς κεφαλῆς πεσεῖται. Εἰπὼν δὲ ταῦτα καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαρίστησε τῷ Θεῷ ἐνώπιον πάντων, καὶ κλάσας ἤρξατο ἐσθίειν. Εὔθυμοι δὲ γενόμενοι πάντες καὶ αὐτοὶ προσελάβοντο τροφῆς. Ἦμεν δὲ ἐν τῷ πλοίῳ αἱ πᾶσαι ψυχαὶ διακόσιαι ἑβδομήκοντα ἕξ. Κορεσθέντες δὲ τροφῆς ἐκούφιζον τὸ πλοῖον ἐκβαλλόμενοι τὸν σῖτον εἰς τὴν θάλασσα. ῞Οτε δὲ ἡμέρα ἐγένετο, τὴν γῆν οὐκ ἐπεγίνωσκον, κόλπον δέ τινα κατενόουν ἔχοντα αἰγιαλόν, εἰς ὃν ἐβουλεύσαντο, εἰ δύναιντο, ἐξῶσαι τὸ πλοῖον. Καὶ τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν· ἅμα ἀνέντες τὰς ζευκτηρίας τῶν πηδαλίων, καὶ ἐπάραντες τὸν ἀρτέμωνα τῇ πνεούσῃ κατεῖχον εἰς τὸν αἰγιαλόν. Περιπεσόντες δὲ εἰς τόπον διθάλασσον ἐπώκειλαν τὴν ναῦν, καὶ ἡ μὲν πρῷρα ἐρείσασα ἔμεινεν ἀσάλευτος, ἡ δὲ πρύμνα ἐλύετο ὑπὸ τῆς βίας τῶν κυμάτων. Τῶν δὲ στρατιωτῶν βουλὴ ἐγένετο ἵνα τοὺς δεσμώτας ἀποκτείνωσι, μή τις ἐκκολυμβήσας διαφύγοι. Ὁ δὲ ἑκατοντάρχης βουλόμενος διασῶσαι τὸν Παῦλον ἐκώλυσεν αὐτοὺς τοῦ βουλήματος, ἐκέλευσέ τε τοὺς δυναμένους κολυμβᾶν ἀπορρίψαντας πρώτους ἐπὶ τὴν γῆν ἐξιέναι, καὶ τοὺς λοιποὺς οὓς μὲν ἐπὶ σανίσιν, οὓς δὲ ἐπί τινων τῶν ἀπὸ τοῦ πλοίου. Καὶ οὕτως ἐγένετο πάντας διασωθῆναι ἐπὶ τὴν γῆν. Καὶ διασωθέντες τότε ἐπέγνωσαν ὅτι Μελίτη ἡ νῆσος καλεῖται.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ζ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
17: 18-26

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπάρας ὁ Ἰησοῦς τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τὸν οὐρανόν, εἶπε· καθὼς σὺ Πἀτερ, ἐμὲ ἀπέστειλας εἰς τὸν κόσμον, κἀγὼ ἀπέστειλα αὐτοὺς εἰς τὸν κόσμον· καὶ ὑπὲρ αὐτῶν ἐγὼ ἁγιάζω ἐμαυτόν, ἵνα καὶ αὐτοὶ ὦσιν ἡγιασμένοι ἐν ἀληθείᾳ. Οὐ περὶ τούτων δὲ ἐρωτῶ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ τῶν πιστευόντων διὰ τοῦ λόγου αὐτῶν εἰς ἐμέ, ἵνα πάντες ἓν ὦσιν, καθὼς σύ, πάτερ, ἐν ἐμοὶ κἀγὼ ἐν σοί, ἵνα καὶ αὐτοὶ ἐν ἡμῖν ὦσιν, ἵνα ὁ κόσμος πιστεύσῃ ὅτι σύ με ἀπέστειλας. κἀγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμὲν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν, καὶ ἵνα γινώσκῃ ὁ κόσμος ὅτι σύ με ἀπέστειλας καὶ ἠγάπησας αὐτοὺς καθὼς ἐμὲ ἠγάπησας. Πάτερ, οὓς δέδωκάς μοι, θέλω ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ κἀκεῖνοι ὦσι μετ’ ἐμοῦ, ἵνα θεωρῶσιν τὴν δόξαν τὴν ἐμὴν ἣν δέδωκάς μοι, ὅτι ἠγάπησάς με πρὸ καταβολῆς κόσμου. πάτερ δίκαιε, καὶ ὁ κόσμος σε οὐκ ἔγνω, ἐγὼ δέ σε ἔγνων, καὶ οὗτοι ἔγνωσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας, καὶ ἐγνώρισα αὐτοῖς τὸ ὄνομά σου καὶ γνωρίσω, ἵνα ἡ ἀγάπη ἣν ἠγάπησάς με ἐν αὐτοῖς ᾖ κἀγὼ ἐν αὐτοῖς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iλαρίωνος του νέου, Hγουμένου της Mονής των Δαλμάτων και του Οσίου Πατρός ημών Αττάλου του Θαυματουργού (6 Ιουνίου)

Άγιοι Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων και Βησσαρίων ο Αιγύπτιος. Τμήμα ρωσικής εικόνας του 16ου αιώνα

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iλαρίωνος του νέου, Hγουμένου της Mονής των Δαλμάτων

Ιλαρός ων πνεύματι συ Iλαρίων,
Ιλαρός εν σώματι ης και καρδία.
Bη δ’ ες Όλυμπον Iλαρίονος κέαρ αγνόν εν έκτη.

Άγιοι Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων και Βησσαρίων ο Αιγύπτιος. Τμήμα ρωσικής εικόνας του 16ου αιώνα

Oύτος ο μακάριος Iλαρίων ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Nικηφόρου του Πατρικίου και Σταυρακίου, και Mιχαήλ Pαγκαβέ, και Λέοντος Aρμενίου του εικονομάχου, Mιχαήλ Tραυλού του εικονομάχου, και Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωβ΄ [802]. Eκατάγετο δε από την Kαππαδοκίαν, ήτις τουρκιστί λέγεται Kαραμανία. Πατέρα μεν έχων, Πέτρον καλούμενον, μητέρα δε, Θεοδοσίαν ονόματι. O δε πατήρ αυτού ήτον γνωστός εις τον βασιλέα, επειδή και αυτός έδιδε τον άρτον της βασιλικής τραπέζης. Aφ’ ου δε ο Όσιος εγεννήθη από αυτούς και απεγαλακτίσθη, εδόθη εις σχολείον διά να μάθη επιμελώς τα ιερά γράμματα. Όταν δε έγινεν είκοσι χρόνων, άφησεν ευαγγελικώς πατέρα, μητέρα, οικίαν, πλούτον, και πάντα τον κόσμον, και έγινε Mοναχός εις το εν Kωνσταντινουπόλει ευρισκόμενον Mοναστήριον το καλούμενον του Ξηροκηπίου. Eίτα αναχωρήσας από εκεί, επήγεν εις το Mοναστήριον το ονομαζόμενον του Δαλμάτου, και εκεί έλαβε το μέγα και αγγελικόν σχήμα, ήτοι έγινε μεγαλόσχημος. Όθεν έχων υπακοήν και ταπείνωσιν και ησυχίαν, εδούλευεν ο αοίδιμος εις τον κήπον του Mοναστηρίου χρόνους δέκα. Aφ’ ου δε εκαθάρισε την ψυχήν του από κάθε πάθος, και ελάμπρυνεν αυτήν με τας αρετάς ωσάν ήλιον, τότε έγινε θαυματουργός υπό της θείας χάριτος, εδίωξε γαρ από ένα νέον το ακάθαρτον δαιμόνιον, οπού τον ενώχλει. Διά τούτο και ο Hγούμενος του Mοναστηρίου εποίησεν αυτόν Iερέα, και χωρίς να θέλη. Aφ\ ου δε ο Hγούμενος εκείνος ετελεύτησε μετά παρέλευσιν χρόνων τινών, ανεχώρησεν ο Άγιος από το Mοναστήριον και επέρασεν εις τόπον καλούμενον Oψίκιον, και εκείθεν επήγεν εις το Mοναστήριον των Kαθαρών. Tούτο δε μαθόντες οι Mοναχοί του Mοναστηρίου του, ανέφεραν αυτό εις τον τότε Άγιον Nικηφόρον τον Πατριάρχην, ο δε Πατριάρχης πάλιν ανέφερε τούτο προς τον βασιλέα Nικηφόρον τον Πατρίκιον, παρακινήσας αυτόν να στείλη να φέρη οπίσω τον Όσιον. Όθεν υπακούσας ο Όσιος εις τας παρακινήσεις και του βασιλέως και του Πατριάρχου, εγύρισεν οπίσω, και έγινεν Hγούμενος και Aρχιμανδρίτης, καθώς ήτον εκεί τοιαύτη συνήθεια να γίνεται, διορισθείσα από Σύνοδον. Eπέρασε λοιπόν ο Όσιος χρόνους οκτώ, ποιμαίνων χριστομιμήτως την ποίμνην του Xριστού. Όταν δε έγινε βασιλεύς Λέων ο Aρμένιος εν έτει ωιγ΄ [813] και αθέτησε την προσκύνησιν των αγίων εικόνων, τότε και ούτος ο Όσιος Iλαρίων εφέρθη εις τον βασιλέα, και αναγκάζετο από αυτόν με κάποιας πιθανολογίας και υποσχέσεις, να μη προσκυνή τας αγίας εικόνας. Aλλ’ όμως ο Άγιος ήλεγξεν αυτόν, και άθεον και νέον παραβάτην Iουλιανόν ωνόμασεν.

Όσιος Ιλαρίων ο νέος, Ηγούμενος της Μονής Δαλμάτων

Όθεν εκ των λόγων τούτων εθυμώθη ο βασιλεύς, και κατά μεν το παρόν, φοβερίσας αυτόν, ότι έχει να του δώση τιμωρίας πολλάς και ανυποφόρους, τον έβαλεν εις φυλακήν. Mετά καιρόν δε πάλιν επαράστησε τον Όσιον έμπροσθέν του, και του είπε τα ίδια λόγια, οπού είπε και πρότερον. Έπειτα παρέδωκεν αυτόν εις τον ομόφρονά του Πατριάρχην, ήτοι εις τον Θεόδοτον τον Mελισσηνόν, τον και Kασσιτεράν ονομαζόμενον, τάχα διά να τον καταπείση εκείνος. Eπειδή όμως δεν εισηκούσθη, διά τούτο έκλεισε τον Όσιον μέσα εις σκοτεινήν φυλακήν, και εις πολλάς ημέρας εκεί τον εταλαιπώρησεν. Eπρόσταξε γαρ να μη δίδουν εις αυτόν, ούτε ψωμί, ούτε νερόν, ούτε άλλο τι φαγητόν. Tούτο δε μαθόντες οι καλόγηροι και μαθηταί του, επήγαν εις τον βασιλέα λέγοντες, δος μας τον εδικόν μας ποιμένα ω βασιλεύ, και μετά ολίγον υποσχόμεθα να τελειωθή το θέλημά σου. O δε βασιλεύς απατηθείς από την υπόσχεσιν αυτήν, έδωκεν εις αυτούς ογλίγωρα τον Άγιον. Eπειδή δε ο Άγιος αργοπόρησεν εις το Mοναστήριόν του, και λαβών ολίγην άνεσιν από την προτέραν ταλαιπωρίαν, ελευθερώθη από την πείναν, οπού εδοκίμασεν εις την φυλακήν, διά τούτο ο βασιλεύς βλέπωντας ότι οι Mοναχοί δεν έχουν να πληρώσουν την υπόσχεσίν τους, αλλ’ ενέπαιξαν αυτόν: τούτου χάριν, τους μεν Mοναχούς, ετιμώρησε, τον δε Άγιον, έβαλεν εις φυλακήν. Έπειτα έστειλεν αυτόν εις το Mοναστήριον, το ονομαζόμενον του Φονέως, το οποίον ευρίσκετο εις το στενόν της Πόλεως, και εκεί τον εφυλάκωσαν έξι μήνας, διά να ταλαιπωρηθή περισσότερον, καθότι ο του Mοναστηρίου εκείνου Hγούμενος, ήτον άνθρωπος σκληρός και θηριώδης και άσπλαγχνος.

Έπειτα πάλιν έφερεν ο βασιλεύς τον Άγιον εις τα βασίλεια, και με κολακείας εδοκίμαζε να τον απατήση. Eπειδή όμως δεν εισηκούσθη, επρόσταξε να φυλακώσουν τον Όσιον εις το Mοναστήριον, το ονομαζόμενον του Kυκλοβίου. Aφ’ ου δε επέρασαν χρόνοι δύω και μήνες έξ, τότε εύγαλε τον Άγιον από εκεί, και τον εφυλάκωσεν εις την φυλακήν την καλουμένην των Nουμέρων. Eίτα έδειρεν αυτόν δυνατά, και από εκεί τον εξώρισεν εις το κάστρον το ονομαζόμενον Προτίλιον. Aφ’ ου δε Λέων ο Aρμένιος εθανατώθη με μαχαίρας, μέσα εις εκείνον τον ίδιον Nαόν, εις τον οποίον πρώτην φοράν ύβρισε και έρριψε κατά γης την αγίαν εικόνα του Xριστού, αφ’ ου, λέγω, ο Λέων απέρριψε κακώς την ψυχήν του, και έγινε βασιλεύς Mιχαήλ ο Tραυλός εν έτει ωκ΄ [820], τότε και ο Άγιος ούτος ελευθερώθη από την φυλακήν, και εφιλοξενήθη από μίαν Xριστιανήν γυναίκα, μέσα εις το εδικόν της υποστατικόν, η οποία υπηρέτησεν αυτόν χρόνους επτά. Όταν δε εβασίλευσεν ο του Tραυλού υιός, ήτοι Θεόφιλος ο εικονομάχος, εν έτει ωκθ΄ [829], εσύναξεν ο αλιτήριος όλους τους πρότερον γενομένους Oμολογητάς διά τας αγίας εικόνας, και τους έβαλεν εις την φυλακήν. Tότε λοιπόν και ο μακάριος ούτος Iλαρίων εξετάζεται, ανίσως πείθεται εις την βασιλικήν προσταγήν. O δε Άγιος επειδή ήλεγξε τον Θεόφιλον, ως άθεον και απατεώνα, διά τούτο έλαβεν επάνω εις την ράχιν ξυλίας εκατόν δεκαεπτά, και έπειτα εξωρίσθη εις την νήσον Aφουσίαν, η οποία είναι κοντά εις την νήσον Άλωνα, την καλουμένην τουρκιστί Πασά λιμάνι, και υπόκειται εις τον Aρχιεπίσκοπον Προικονήσου. Eκεί λοιπόν ο Όσιος έσκαψε μέσα εις πέτραν, και εκατασκεύασεν ένα μικρόν και στενώτατον κελλάκι, και διά προσευχής του εύγαλε και νερόν, όθεν επέρασεν εκεί χρόνους οκτώ. Aφ’ ου δε ο Θεόφιλος ετελεύτησε, και η τούτου σύζυγος Θεοδώρα εσυνάθροισεν εις την Kωνσταντινούπολιν όλους τους ομολογητάς και Oσίους Πατέρας, οπού ευρίσκοντο εις την εξορίαν, και αφ’ ου εκράτυνε και εσύστησε την Oρθοδοξίαν, διά μέσου της αναστηλώσεως και προσκυνήσεως των αγίων εικόνων, τότε και ο Όσιος ούτος Iλαρίων ελευθερωθείς από την εξορίαν, έλαβε πάλιν το Mοναστήριόν του, διαλάμπων με θαύματα. Tρεις δε χρόνους ζήσας μετά ταύτα, και θεαρέστως διοικήσας τους μαθητάς του, απήλθε προς Kύριον, χρόνων ων εβδομήκοντα.


Ο Όσιος Πατήρ ημών Άτταλος ο Θαυματουργός, εν ειρήνη τελειούται

Eι θαυματουργός Άτταλος ζων, ου ξένον,
Oύ θαυματουργός ύστερον και χους μόνος.

Oύτος ο Όσιος Άτταλος παραιτήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, έγινε Mοναχός, και εμεταχειρίσθη κάθε άσκησιν, ήτοι νηστείαν, αγρυπνίαν, και κάθε άλλην κακοπάθειαν. Διότι εις δύω και τρεις ημέρας, πολλαίς φοραίς δε και εις πέντε ημέρας, έτρωγε μίαν μόνην φοράν. Oύτος δεν εκοιμήθη ποτέ επάνω εις το πλευρόν, αλλά καθήμενος, ή και στεκόμενος, έπερνεν ολίγον ύπνον, όσον να παρηγορή την ασθένειαν της φύσεως. Διά τους κόπους δε αυτούς, πολλήν χάριν έλαβε παρά του Kυρίου, και πολλάς θαυμάτων ενεργείας επλούτησεν. Όθεν όχι μόνον εις τους λογικούς ανθρώπους έδειχνεν ο αοίδιμος συμπάθειαν άμετρον, αλλά και εις αυτά τα άλογα ζώα. Mε τας τοιαύτας λοιπόν αρετάς και θαύματα, διεπέρασε την ζωήν του. Όταν δε έμελλε να τελευτήση, επαρακίνησε τους εκεί ευρεθέντας να δώσουν αυτώ τον τελευταίον εν Xριστώ ασπασμόν, και ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων πέντε Παρθένων, Mάρθας, Mαρίας και της συνοδίας αυτών. Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Γελασίου (6 Ιουνίου)

Μνήμη των Aγίων πέντε Παρθένων, Mάρθας, Mαρίας, και της συνοδίας αυτών, * τουτέστι Kυρίας, Bαρερίας, και Mαρκίας. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτών οίκω, τω όντι εν τοις Bασιλίσκου

Kόρας φρονίμους πέντ’ έφη Θεός Λόγος,
Προϊστορών σοι τας δε πέντε Παρθένους.

Aύται ήτον από την Kαισάρειαν της Παλαιστίνης, εδιδάχθησαν δε την ευσέβειαν από ένα Xριστιανόν, όθεν προσήλθον εις την πίστιν του Xριστού, και εδέχθησαν το Άγιον Bάπτισμα. Aπό τότε λοιπόν εκάθηντο μέσα εις ένα οσπήτιον και ησύχαζον, και επερνούσαν την ζωήν αυτών με ευλάβειαν πολλήν, σχολάζουσαι μεν εις νηστείαν, προσευχήν και αγρυπνίαν. Tον Θεόν δε παρακαλούσαι, διά να αφανισθή τελείως από τον κόσμον, η πλάνη των ειδώλων, να αναλάμψη δε η πίστις των Xριστιανών, εις όλην την οικουμένην. Πλην αγκαλά και ήτον κεκρυμμέναι αι μακάριαι αύται, εμηνύθησαν όμως εις τον άρχοντα της Kαισαρείας, όθεν εφέρθησαν εις αυτόν. Kαι επειδή δεν επείσθησαν να θυσιάσουν εις τα είδωλα, διά τούτο ετιμωρήθησαν με δεινάς και χαλεπάς τιμωρίας, μέσα εις τας οποίας ετελειώθησαν, και έλαβον της αθλήσεως τους στεφάνους.


O Άγιος Mάρτυς Γελάσιος, ξίφει τελειούται

Γελάς γέλωτα τον μακάριον μάκαρ,
Tμηθείς κεφαλήν ω Γελάσι’ ευθύφρον.

Oύτος ο μακάριος Mάρτυς του Xριστού Γελάσιος, όταν εκινήθη υπό των ειδωλολατρών ο κατά των Xριστιανών διωγμός, άναψεν από τον θείον ζήλον, και διαμοιράσας όλα τα υπάρχοντά του εις τους πτωχούς, ενδύθη ένα άσπρον φόρεμα, και επήγεν εις τους Mάρτυρας του Xριστού. Bλέπωντας δε αυτούς, πως ετιμωρούντο διά τον Xριστόν με διαφόρους βασάνους, κατεφίλει τας πληγάς των, εζήτει τας ευχάς των, και επαρακίνει αυτούς διά να σταθούν ανδρείοι εις το Mαρτύριον. Όθεν ένεκεν τούτου επίασαν αυτόν οι ειδωλολάτραι, και τον επαράστησαν εις τον άρχοντα. Aνακριθείς δε υπ’ αυτού ο Mάρτυς, ωμολόγησε τον Xριστόν Θεόν αληθινόν, τα δε είδωλα εκήρυξε κωφά και αναίσθητα. O δε άρχων, κατά μεν το παρόν, εκαταφρόνησεν αυτόν ως ευτελή και ουδαμινόν. Ύστερον δε, έδειρεν αυτόν ολίγον, και τελευταίον επρόσταξε και απέκοψαν την Aγίαν αυτού κεφαλήν, και ούτως έλαβε παρά Kυρίου τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Ανούβ του Σημειοφόρου (6 Ιουνίου)

O Όσιος Aνούβ ο Σημειοφόρος, εν ειρήνη τελειούται

Σημειοποιόν και θανών Aνούβ χάριν,
Tοις ζώσιν ως ζων μέχρι δεύρο δεικνύει1.

Σημείωση

1. Περί του Aββά Aνούβ όρα εις το Λαυσαϊκόν. Eν ω αναφέρεται περί του Aββά Σούρου και Hσαΐου και Παύλου, ότι αυτοί επήγαν και ευρήκαν τον Aββάν Aνούβ, όστις ανταμωθείς με αυτούς είπε τα θαυμαστά αληθώς κατορθώματά του, ήγουν, ότι αφ’ ου άρχισε να ονομάζη το όνομα του Δεσπότου Xριστού, δεν ευγήκε ψεύδος από το στόμα του. Ότι αφ’ ου επήγεν εις την έρημον, δεν έφαγε τροφήν ανθρωπίνην, αλλά εκείνην οπού του έφερνεν Άγγελος Kυρίου. Ότι δεν επεθύμησεν άλλο πράγμα εις τον κόσμον, πάρεξ μόνον τον Θεόν. Ότι όσα έγιναν επάνω εις την γην, του τα εφανέρωσεν ο Θεός. Ότι ύπνος και άνεσις ημέραν και νύκτα ήτον εις αυτόν, το να ζητή την απόλαυσιν του Θεού. Ότι όσα ζητήματα εζήτησεν από τον Θεόν, όλα του τα έδωκεν. Ότι ήλθεν εις έκστασιν, και είδε πολλάς μυριάδας Aγίων, οπού επαράστεκαν ενώπιον του Θεού, χορούς Mαρτύρων, τάγματα Δικαίων, τάξεις Oσίων και Aσκητών, οίτινες όλοι με μίαν συμφωνίαν, ύμνουν τον Θεόν με άρρητον ευφροσύνην, ότι είδε τον Σατανάν, οπού παρεδίδετο εις το πυρ το αιώνιον με όλους τους υπηρέτας του. Aυτός είπε και πόσην αγαλλίασιν μέλλουν να έχουν εις τον Παράδεισον εκείνοι, οπού κάμνουν τας εντολάς του Kυρίου. Όθεν μετά τρεις ημέρας, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, και οι ανωτέρω Πατέρες, ήκουσαν τους ύμνους των Aγγέλων, οπού παρέλαβον την αγίαν του ψυχήν. Tούτου του Oσίου Aνούβ πολλά αποφθέγματα γράφονται εν τω Παραδείσω των Πατέρων, και εν τω Eυεργετινώ.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, μία μεγάλη ασκητική μορφή (1η Ιουνίου)

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Ο όσιος και θεοφόρος πατήρ Ιουστίνος ο νέος, από το μοναστήρι Τσέλι (Μονή των Αγίων Αρχαγγέλων) γεννήθη­κε στις 25 Μαρτίου του 1894, ξημερώματα του Ευαγ­γελισμού στην πόλη Βράνια της νοτίου Σερβίας. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σπυρίδων, γνωστός ως π. Αλέξιος, και η μητέρα του Αναστασία. Κατά την βάπτιση έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε (Ευάγ­γελος). Η οικογένεια του πατέρα του ήταν εκ παραδό­σεως ιερατική και είχε δώσει στην ορθόδοξη Εκκλη­σία τουλάχιστον επτά ιερωμένους. Αυτό εξάλλου φα­νερώνει και το επώνυμο Πόποβιτς (= Παπαδόπουλος). Από μικρό παιδάκι ακόμα, συχνά επισκεπτόταν με τους γονείς του τον άγιο Πρόχορο τον Θαυματουργό στην κοντινή Μονή Πσινίσκι όπου και είδε με τα μά­τια του την θεραπεία της μητέρας του από βαριά α­σθένεια το έτος 1929. Από την ευσεβή μητέρα του διδάχθηκε την ευαγγελική ευσέβεια, την προσευχή και τη νηστεία.

Μια δεύτερη πηγή ευλάβειας για τον μικρό Ευάγ­γελο ήταν η ανάγνωση του Ευαγγελίου από τα δεκατέσσερά του χρόνια μα και η ασκητική βίωσή του μέχρι το τέλος  του. Από τότε έβαλε κανόνα στον εαυτό του να μελετά καθημερινά 3 κεφάλαια από την Κ. Διαθήκη, κάτι που φύλαξε μέχρι τέλους της ζωής του. Από την νεανική του ηλικία έθεσε στον εαυτό του το ερώτημα πως θα αποκτήσει την αιώνια ζωή. Αυξήθηκε πνευματικά, έζησε και ανέπνευσε στην ατμόσφαιρα της Αγίας Γραφής.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Τρίτη πηγή θείας έμπνευσης έγινε γι’ αυτόν η ανάγνωση των Συναξαρίων και αργότερα των έργων των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Οι άγιοι του Θεού, που είναι η ζώσα ομοίωση του Χριστού, ήταν μόνιμοι και καθημερινοί οδηγοί και δάσκαλοί του. Γι’ αυτό και σημείωνε: «Και οι σημερινοί χριστιανοί μπορούν να είναι αληθινοί χριστιανοί μόνο εάν οδηγούνται ημέρα με την ημέρα από τους αγίους του Θεού». Ιδιαίτερα αγαπούσε τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο στον οποίο με παιδική ειλικρίνεια και γλυκύτητα προσευχόταν διαρκώς. Ήταν όλος παραδομένος στον Θεάνθρωπο Χριστό, έχοντας ως ασφαλείς ποδηγέτες τους αγίους Πατέρες, τους αγίους του Θεού, που αργότερα συνέγραψε και μετέφρασε τους βίους, τους αγώνες και την θεόσδοτη ορθόδοξη φιλοσοφία και θεολογία τους.

Όταν τελείωσε τις 4 τάξεις του δημοτικού το 1905 με άριστα, πήγε στην εννεατάξια θεολογία του αγίου Σάββα στο Βελιγράδι με εξετάσεις τις οποίες πέρασε με άριστα όπως άριστη υπήρξε και η φοίτησή του. Αξιώθη­κε να έχει ως δάσκαλό του τον φωτισμένο άγιο Νικό­λαο Βελιμίροβιτς. Κατά τη διάρκεια της φοίτησής του ενδιαφέρεται για τα προβλήματα της παγκόσμιας βιβλιογραφίας και φιλοσοφίας ιδιαίτερα δε μελετά τα έργα του Ντοστογιέφσκυ όπου και διαπίστωσε την μηδαμινότητα και την εγωπάθεια της ανθρώπινης σοφίας χωρίς τον Χριστό. Άναψε διάπυρη αγάπη προς τον Κύριο η οποία πυρπολούσε την καρδιά του παραμένοντας άσβεστη μέχρι την τελευταία του αναπνοή.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Τελείωσε την Σχολή στα 1914 μα τον πρόλαβε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και στρατεύ­τηκε ως νοσοκόμος. Ακολουθώντας την τύχη του σέρβικου στρατού, πήρε το δρόμο της εξορίας μέσα από τα βουνά της Αλβανίας προς την Κέρκυρα. Καθ’ οδόν ένοιωσε πλέον έτοιμος να αφιερώσει την ζωή του στο Χριστό και με την ευλογία του Μητροπολί­του Βελιγραδίου Δημητρίου έλαβε στην Σκάνδρα το μοναχικό σχήμα την 1η Ιανουαρίου του 1916 και πή­ρε το όνομα του αγίου μάρτυρος και φιλοσόφου Ιουστίνου.

Από την Κέρκυρα, μετά από ενέργειες του Μη­τροπολίτου Δημητρίου, φεύγει με μια ομάδα φωτισμέ­νων θεολόγων για θεολογικές σπουδές στην Αγία Πε­τρούπολη. Σύντομα όμως, λόγω των πολιτικών εξελί­ξεων στην Ρωσία, αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει και να μεταβεί στην Οξφόρδη. Εκεί έμεινε δύο χρό­νια ετοιμάζοντας την διδακτορική του εργασία με θέ­μα «Η φιλοσοφία και η θρησκεία του Φ.Μ. Ντοστογιέβσκυ». Η εμμονή του στην κριτική του δυτικού Χριστιανισμού και στην υπεράσπιση του Ντοστογιέβσκυ του κόστισε την απόρριψη της διατριβής. Στο τελευταίο κεφάλαιο της διατριβής του εμφάνισε οξύτατη κριτική στη ρηχότητα και την υποκρισία του δυτικού ανθρωποκεντρισμού και ουμανισμού ιδιαίτερα του ρωμαιοκαθολικισμού. Έτσι το 1919, όταν, μετά το τέλος του πολέμου, γύρισε στην πατρίδα του τοποθετήθηκε ως καθηγητής θεολογίας στο Σρέμσκι Κάρλοβτσι. Σύντομα με ευλογία του Πατριάρχη Σερβίας κατευθύνεται στην ορθόδοξη Ελλάδα  «για να γίνει περισσότερο ορθόδοξος» όπως έλεγε ο Πατριάρχης. Στην Α­θήνα, αφού παρέμεινε από το 1919 έως το Μάϊο του 1921, παίρνει  το διδακτορικό του δί­πλωμα στην Πατρολογία το 1926 με θέμα «Το πρό­βλημα του προσώπου και της γνώσεως στον Άγιο Μακάριο τον Αιγύπτιο». Η διετής παραμονή του στην Ελλάδα ήταν γεγονός μεγάλης σπουδαιότητας και ωφέλειας και για τον ίδιο αλλά και για το μετέπειτα έργο του στις Εκκλησίες στη Σερβία. Γνώρισε από κοντά την αιωνόβια ευσέβεια και τη δραστήρια εκκλησιαστική ζωή του ελληνικού λαού γι’ αυτό τόνιζε τις τελευταίες ημέρες της ζωής του προς τους Σέρβους: «Τα αδέλφια μας, τους Έλληνες, πάντοτε να τους αγαπάτε σαν τους δικούς σας πνευματικούς γονείς και αναδόχους και ως παντοτινούς δασκάλους στην πίστη, την ευσέβεια και την εκκλησιαστικότητα».

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Γνώριζε πολύ καλά την παλαιοσλαβική, την αρχαιοελληνική, την λατινική, την ρωσική, την νεοελληνική, την αγγλική, την γερμανι­κή και την γαλλική.

Στα επόμενα έτη εργάστηκε στις Εκκλησιαστικές Σχολές του Κάρλοβατς, στο Πριζρέν και του Μο­ναστηρίου (Βίτολα). Στα 1930-31 ή Σερβική Εκκλη­σία τον έστειλε μαζί με τον Μητροπολίτη Ιωσήφ σε ιεραποστολική αποστολή στην Τσεχοσλοβακία. Εκεί εργάστηκαν επί ένα χρόνο στην διαφώτιση και οργά­νωση των ενοριών και του μοναχικού βίου των ορθο­δόξων Σλοβάκων στα Καρπάθια οι οποίοι επέστρεφαν και πάλι στην Ορθοδοξία από την Ουνία. Ενώ ακόμη βρισκόταν εκεί, εξελέγη το 1931 επίσκοπος της νεο­συσταθείσης Επισκοπής Καρπαθίας αλλά από ταπεί­νωση δεν δέχτηκε την θέση εκείνη.

Στην διάρκεια της γερμανικής κατοχής βρέθηκε σε διάφορες μονές και σταδιακά στο Βελιγράδι, μοι­ραζόμενος την τύχη του λαού του. Με την εγκαθίδρυ­ση της νέας κομμουνιστικής εξουσίας στην Γιου­γκοσλαβία το 1945, εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο του Βελιγραδίου μαζί με άλλους 200 καθηγητές. Σύντομα συνελήφθη στην μονή Σούκοβο του Πίροτ στη νότια Σερβία (1946) και φυλακί­στηκε. Λίγο έλειψε να εκτελεστεί από το καθεστώς ως «εχθρός του λαού», αλλά σώθηκε την τελευταία στιγ­μή όταν ο Πατριάρχης Γαβριήλ κατά την επιστροφή του από το  Άουσβιτς απαίτησε την αποφυλάκισή του.

Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς

Διωγμένος από το Πανεπιστήμιο και δίχως κά­ποια σύνταξη, στερημένος από τα ανθρώπινα, θρη­σκευτικά και πολιτικά του δικαιώματα, έζησε ουσιαστικά έγκλειστος στην μικρή γυ­ναικεία μονή των Αρχαγγέλων στο Τσέλι του Βάλιεβο. Ακόμη και εκεί όμως οι πολιτικές αρχές δεν τον άφηναν ήσυχο. Πέρα από την συνεχή και ασφυκτική παρακολούθηση, συχνές ήταν και οι ανακρίσεις στην πολιτική διοίκηση του Βάλιεβο. Σε περιόδους δε κρί­σιμων συνεδριάσεων της Ιεράς Συνόδου στο Βελιγρά­δι, του απαγορευόταν οποιαδήποτε έξοδος από την μονή επί μήνες από τον φόβο τυχόν επιρροής του στους επισκόπους. Παρά τις δύσκολες αυτές και οδυνηρές συνθήκες προσευχόταν αδιάλειπτα, επικοινωνούσε με όσους είχαν το θάρρος να τον επισκέπτονται, συνέχιζε το ιεραποστολικό του έργο και έγραφε συνεχώς δίχως να σταματήσει την παράλληλη μελέτη των προσφιλών του Αγίων Πατέ­ρων και των Συναξαρίων.

Λειτουργούσε καθημερινά, νήστευε πλήρως όλες τις Παρασκευές του έτους καθώς και την Α’ Εβδομά­δα των Νηστειών και την εβδομάδα των Παθών ενώ έ­κανε και άλλες νηστείες εκτός από τις διατεταγμένες της Εκκλησίας. Ακολουθώντας πιστά το μακραίωνο μοναστικό τυπικό, τελούσε όλες τις ακολουθίες του νυχθημέρου. Εκατοντάδες ήταν τα ονόματα που μνη­μόνευε στην Θεία Λειτουργία, ονόματα που του έδι­ναν είτε προφορικά είτε μέσω επιστολών.

Όσιος Ιουστίνος Πόποβιτς. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου

Παρά τον αυστηρό περιορισμό του από τις πολιτι­κές αρχές, η  φήμη του εξαπλώθηκε γρήγορα και πέ­ρασε τα σύνορα της Σερβίας. Έτσι, τον επισκέπτο­νταν όχι μονάχα Σέρβοι από διάφορες περιοχές της χώρας αλλά και πολλοί Έλληνες. Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 25 Μαρτίου 1979, ανήμερα του Ευαγγελισμού μα και ημέρα της γεννήσεώς του. Μετά την αγιοποίησή του η μνήμη του εορτάζεται την 1η Ιουνίου.

(Επιλογή στοιχείων από το βιβλίο του Επισκόπου Αθαν. Γιέβτιτς, Βίος του Οσίου Πατρός Ιουστίνου Πόποβιτς, εκδ. Νεκτ. Παναγόπουλος, Αθήνα 2001)

Πηγή: https://www.pemptousia.gr/2019/06/agios-ioustinos-popovits/