Αρχική Blog Σελίδα 94

Πρωτοχρονιὰ μὲ τὸν Φώτη Κόντογλου: Καρδία συντετριμμένη καὶ τεταπεινωμένη…

Φώτης Κόντογλου

Ξημέρωμα 1ης Ἰανουαρίου 1950

Ἐχτές, παραμονὴ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ἤμουνα ξαπλωμένος στὸ κουβούκλι μας, περασμένα τὰ μεσάνυχτα, καὶ συλλογιζόμουνα.

Εἶχα δουλέψει νυχτέρι γιὰ νὰ τελειώσω μία Παναγία Γλυκοφιλοῦσα καὶ δίπλα μου καθότανε ἡ γυναίκα μου καί ἔπλεκε. Ὅποτε δουλεύω, βρίσκουμαι σὲ μεγάλη κατάνυξη καὶ ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα, λοιπὸν, ἐκεῖ ποὺ ζωγράφιζα τὴν Παναγία καί ἡ Μαρία ἔψελνε καὶ κείνη μαζί μου μὲ τὴ γλυκειὰ φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, ἂς εἶναι δοξασμένο τ’ ὄνομά του γιὰ ὅλα τὰ μυστήρια τῆς οἰκονομίας του. Τὸν εὐχαριστῶ γιὰ ὅσα μοῦ ἔδωσε καὶ πρῶτ’ ἀπ’ ὅλα γιὰ τὴν ἁπλή τὴ Μαρία, πού μοῦ τὴ δώρησε συντροφιὰ στὴ ζωή μου, ψυχὴ θρησκευτική, ἕνα δροσερὸ ποταμάκι ποὺ γλυκομουρμουρίζει μέρα-νύχτα δίπλα σ’ ἕναν παλιὸν καστρότοιχο…

…Κοντά μου κάθεται καὶ μὲ συντροφεύει, ἥμερος ἄνθρωπος, Μαρία ἡ Ἁπλή. Ἐκείνη πλέκει εἴτε ράβει, κι ἐγὼ δουλεύω τὴν ἁγιασμένη τέχνη μου καὶ φιλοτεχνῶ εἰκονίσματα, ποὺ τὰ προσκυνᾶ ὁ κόσμος. Τί χάρη μᾶς ἔδωσε ὁ Παντοδύναμος, ποὺ τὴν ἔχουνε λιγοστοὶ ἄνθρωποι: «Ὅτι ἐπέβλεψεν ἐπὶ τὴν ταπείνωσιν τῶν δούλων αὐτοῦ». Τὸ καλύβι μας εἶναι φτωχὸ στὰ μάτια τοῦ κόσμου καὶ μολαταῦτα, στ’ ἀληθινὰ, εἶναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ἠλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκήνωσε ἡ πίστη κι ἡ εὐλάβεια. Κι ἐμεῖς ποὺ καθόμαστε μέσα, ἤμαστε οἱ πιὸ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς φτωχούς, πλήν μᾶς πλουτίζει μὲ τὰ πλούτη του Ἐκεῖνος ποὺ εἶπε: «Πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ».

Ἀφοῦ, λοιπὸν, τελείωσα τὴ δουλειά μου κατὰ τὰ μεσάνυχτα, ξάπλωσα στὸ μεντέρι μου, κι ἡ Μαρία ξάπλωσε καὶ κείνη κοντά μου καὶ σκεπάσθηκε καὶ τὴν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἔπιασα νὰ συλλογίζουμαι τὸν κόσμο. Συλλογίσθηκα πρῶτα τὸν ἑαυτό μου καὶ τοὺς δικούς μου, τὴ γυναίκα μου καὶ τὸ παιδί μου. Γύρισα καὶ κοίταξα τὴ Μαρία ποὺ ἤτανε κουκουλωμένη καὶ δὲν φαι­νότανε, ἂν εἶναι ἄνθρωπος ἀποκάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα. Κι εἶπα: Ποιός μᾶς συλλογίζεται; Οἱ ἄνθρωποι λένε λόγια πολλά, μὰ δὲν πιστεύουνε σὲ τίποτα, γι’ αὐτὸ εἶπε ὁ Δαυίδ: «Πᾶς ἄνθρωπος ψεύστης». Γύρισα καὶ κοίταξα τὸ φτωχικό μας, ποῦνε σὰν ξωκλήσι, στολισμένο μὲ εἰκονίσματα καὶ μὲ ἁγιωτικὰ βιβλία, χωμένο ἀνάμεσα στ’ ἀρχοντόσπιτα τῆς Βαβυλώνας, κρυμένο σὰν τὸν φτωχὸ ποὺ ντρέπεται μὴ τὸν δεῖ ὁ κόσμος. Ἡ καρδιά μου ζεστάθηκε κρυμένη καὶ κείνη μέσα μου. Ἔνοιωσα πὼς ἤμουνα χωρισμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, κι οἱ λογισμοί μου πὼς ἤτανε καὶ κεῖνοι κρυμένοι πίσω ἀπὸ τὸ καταπέτασμα ποὺ χώριζε τὸν κόσμο ἀπὸ μένα καὶ πὼς ἄλλος ἥλιος κι ἄλλο φεγγάρι φωτίζανε τὸν δικό μας τὸν κόσμο. Κι ἀντὶ νὰ πικραθῶ, εὐφράνθηκε ἡ ψυχή μου πὼς μ’ ἔχουνε ξεχασμένο, κι ἡ χαρὰ ἡ μυστική ποὺ τὴ νοιώθουνε ὅσοι εἶναι παραπεταμένοι, ἄναψε μέσα μου ἥσυχα κι εἰρηνικά, κι ἡ παρηγοριὰ μὲ γλύκανε σὰν μπάλσαμο ἀνακατεμένη μὲ τὸ παράπονο. Καὶ φχαρίστησα Ἐκεῖνον, ποὺ φανερώνει τέτοια μυστήρια στὸν ἄνθρωπο καὶ ποὺ κάνει πλούσιους τοὺς φτωχούς, τοὺς χαρούμενους, τοὺς θλιμμένους, ποὺ δίνει μυστικὴ συντροφιὰ στοὺς ξεμοναχιασμένους καὶ ποὺ μεθᾶ μὲ τὸ κρασὶ τῆς τράπεζάς του, ὅσους κρεμάσανε τὴν ἐλπίδα τους σὲ Κεῖνον. Ἂν δὲν ἤμουνα φτωχὸς καὶ ξευτελισμένος, δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀξιωθῶ τούτη τὴν πονεμένη χαρά, γιατί δὲν ξαγοράζεται μὲ τίποτα ἄλλο, παρεκτὸς μὲ τὴν συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, κατὰ τὸν Δαυὶδ ποὺ λέγει: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με». Ἐπειδὴ, ὅποιος δὲν πόνεσε καὶ δὲν ταπεινώθηκε, δὲν παίρνει ἔλεος. Ἔτσι τὰ θέλησε ἡ ἀνεξιχνίαστη σοφία. Μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὰ νοιώ­θουνε αὐτά, γιατί δὲν θέλουνε νὰ πονέσουνε καὶ νὰ ταπεινωθοῦνε, ὥστε νὰ νοιώσουνε κάποιο πράγμα ποὺ εἶναι παραπέρα ἀπὸ τὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ κι ἀπὸ τὰ μάταια πάθη τους.

Ὁλοένα, χωρὶς νὰ τὸ καταλάβω, ἀνεβαίνανε τὰ δάκρυα στὰ μάτια μου, δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο καὶ δάκρυα γιὰ μένα. Δάκρυα γιὰ τὸν κόσμο, γιατί γυρεύει νὰ βρεῖ τὴ χαρὰ ἐκεῖ ποὺ δὲν βρίσκεται, καὶ δάκρυα γιὰ μένα, γιατί πολλὲς φορὲς δείλιασα μπροστὰ στὴ φτώχεια καὶ στοὺς ἄλλους πειρασμούς καὶ δικαίωσα τοὺς ἀνθρώπους, ἐνῶ τώρα ἔνοιωσα πὼς δὲν παίρνει ὁ ἄνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρὶς νὰ περάσει μεγάλον πειρασμό. Κι ἀντριεύθηκα κατὰ τὸ πνεῦμα, κι ἔνοιωσα πὼς δὲν φοβᾶμαι τὴ φτώχεια παρὰ πὼς τὴν ἀγαπῶ.

Καὶ κατάλαβα καλὰ, πὼς δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀγαπήσει ἄλλο τίποτα ἀπὸ τὸν πόνο του, γιατί ἀπὸ τὸν πόνο ἀναβρύζει ἡ ἀληθινὴ χαρὰ κι ἡ παρηγοριά, κι ἐκεῖ βρίσκουνται οἱ πηγὲς τῆς ἀληθινῆς ζωῆς.

Ἀληθινά, ἡ φτώχεια εἶναι φοβερὸ θηρίο. Ὅποιος τὸ νικήσει ὅμως καὶ φτάξει νὰ μὴν τὸ φοβᾶται, θὰ βρεῖ μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη τὴν ἀφοβία τὴ δίνει ὁ Κύριος, ἅμα ταπεινωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Σ’ αὐτὸν τὸν πόλεμο, ποὺ ἡ ἀντρεία λέγεται ταπείνωση καὶ τὰ βραβεῖα εἶναι καταφρόνεση καὶ ἐξευτελισμός, δὲν βα­στᾶνε οἱ ἀντρεῖοι τοῦ κόσμου. Ὅποιος δὲν περάσει ἀπὸ τὴ φωτιὰ τῆς δοκιμῆς, δὲν ἔνοιωσε ἀληθινὰ τί εἶναι ἡ ζωή, καὶ γιατί ὁ Χριστὸς εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι ἡ ζωή» καὶ γιατί εἶπε πάλι: «Μακάριοι οἱ πικραμένοι, γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε». Ὅποιος δὲν ἀπελπί­σθηκε ἀπὸ ὅλα, δὲν τρέχει κοντὰ στὸν Θεό, γιατί λογαριάζει πὼς ὑπάρχουνε κι ἄλλοι προστάτες γι’ αὐτόν παρεκτὸς τοῦ Θεοῦ.

Κι ἐκεῖ ποὺ τὰ συλλογιζόμουνα αὐτά, ἔνοιωσα μέσα μου ἕνα θάρρος καὶ μία ἀφοβιὰ ἀκόμα πιὸ μεγάλη, κι εἰρήνη μὲ περισκέπασε, κι εἶπα τὰ λόγια ποὺ εἶπε ὁ Ἰωνὰς μέσα ἀπὸ τὸ θεριόψαρο: «Ἐβόησα ἐν θλίψει μου πρὸς Κύριον τὸν Θεόν μου καὶ εἰσήκουσέ μου. Ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τοῦ Ἅδη ἄκουσες τὴν κραυγή μου, ἄκουσες τὴ φωνή μου. Ἀβύσσου ἄπατη μὲ ἔζωσε. Τὸ κεφάλι μου χώνεψε μέσα στὶς σκισμάδες τῶν βουνῶν, κατέβηκα στὴ γῆς ποὺ τὴν κρατᾶνε ἀμπάρες ἀκατάλυτες. Ἂς ἀνεβεῖ ἡ ζωή μου ἀπὸ τὴ φθορὰ πρὸς ἐσένα, Κύριε ὁ Θεός μου. Τὴν ὥρα ποὺ χάνεται ἡ ζωή μου, θυμήθηκα τὸν Κύριο. Ἂς ἔρθει ἡ προσευχή μου στὴν ἁγιασμένη ἐκκλησιά σου. Ὅσοι φυλάγουνε μάταια καὶ ψεύτικα, θὰ παρατηθοῦνε χωρὶς ἔλεος. Μὰ ἐγὼ θὰ σὲ φχαριστήσω καὶ μὲ φωνὴ αἰνέσεως θὰ σὲ δοξολογήσω». Καὶ πάλι δόξασα τὸν Θεὸ καὶ τὸν φχαρίστησα, γιατί μ’ ἔκανε ἀναίσθητο γιὰ τὶς ἡδονὲς τοῦ κόσμου, τόσο ποὺ νὰ συχαίνουμαι ὅσα εἶναι ποθητὰ γιὰ τοὺς ἄλλους καὶ νὰ νοιώσω πὼς εἶμαι κερδισμένος, ὅποτε οἱ ἄλλοι λογαριάζουνε πὼς εἶμαι ζημιωμένος. Καὶ γιατί πῆρα δύναμη ἀπὸ Κεῖνον νὰ καταφρονήσω τὸν σατανά, ποὺ παραφυλάγει πότε θὰ λιγοψυχήσω, κι ἔρχεται καὶ μοῦ λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θὰ γίνουνε ψωμιὰ αὐτὲς οἱ πέτρες ποὺ βλέπεις». Καὶ πάλι ξανάρχεται καὶ μοῦ λέγει: «Ἔ, πῶς χαίρεται ὁ κόσμος! Ἀκοῦς τὸν ἀλαλαγμό, τὶς φωνὲς ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ παλάτια ὅπου διασκεδάζουνε οἱ φτυχισμένοι ὑποταχτικοί μου, ἄντρες καὶ γυναῖκες; Πέσε προσκύνησέ με καὶ σὰν ἁπλώσεις μοναχὰ τὸ χέρι σου, νὰ τὰ πάρεις ὅλα. Ἐσὺ εἶσαι ἄνθρωπος τιμημένος γιὰ τὴν τέχνη σου. Γιατί νὰ ὑποφέρνεις, σὲ καιρὸ ποὺ αὐτοὶ χαίρουνται ὅλα τὰ καλὰ καὶ τ’ ἀγαθά, μ’ ὅλο πού δὲν ἔχουνε τὴ δική σου τὴν ἀξιοσύνη; Κοίταξε τὴ φτώχεια σου, κι ἂν δὲν λυπᾶσαι τὸν ἑαυτό σου, λυπήσου τὴν καϋμένη τὴ γυναίκα σου καὶ τὸ φτωχὸ τὸ παιδί σου, ποὺ ὑποφέρνουνε ἀπὸ σένα!». Ἄλλη φορᾶ τὸν ἄκουγα, μ’ ὅλο ποὺ δὲν ἔκανα ὅ,τι μούλεγε, μὰ τώρα τὸν ἄφησα νὰ λέγει χωρὶς νὰ τὸν ἀκούσω ὁλότελα. Ἔμενα ὁ νοῦς μου ἤτανε σὲ κείνους τοὺς θλιμμένους καὶ τοὺς βασανισμένους, ποὺ δὲν ἔχουνε ἐλπίδα, καὶ σὲ κείνους ποὺ τρώγανε καὶ πίνανε κείνη τὴ νύχτα καὶ ποὺ χορεύανε μὲ τὶς γυναῖκες ποὺ δὲν ἔχουνε ντροπή καὶ σὲ κείνους ποὺ μαζεύουνε πλούτη κι ἀδιαφόρετα πράματα, ποὺ δὲν μποροῦνε νὰ τ’ ἀποχωριστοῦνε σὰν σιμώσει ὁ θάνατος, καὶ ποὺ καταγίνουνται νὰ δέσουνε τὸν ἑαυτό τους μὲ πιὸ πολλὰ σκοινιά, ἀντὶς νὰ τὰ λιγοστέψουνε. Ἐπειδὴς οἱ δύστυχοι εἶναι φτωχοὶ ἀπὸ μέσα τους, κι ἀδειανοὶ καὶ τρεμάμενοι, καὶ θέλουνε νὰ ζεσταθοῦνε καὶ γι’ αὐτὸ ρίχνουνε ἀπὸ πάνω τους ὅλα αὐτὰ τὰ πράματα, σὰν τὸν θερμιασμένον ποὺ ρίχνει ἀπάνω του παπλώματα καὶ ροῦχα, δίχως νὰ ζεσταθεῖ. Λογαριάζω πὼς οἱ σημερινοὶ οἱ ἄνθρωποι εἶναι πιὸ φτωχοὶ στὸν ἀπομέσα πλοῦτο καὶ γι’ αὐτὸ ἔ­χουνε ἀνάγκη ἀπὸ τόσα πολλὰ μάταια πράματα. Αὐτὰ ποὺ λένε χαρὲς καὶ ἡδονές, τὰ δοκίμασα κι ἐγὼ σὰν ἄνθρωπος καὶ πίστευα κι ἐγὼ πὼς ἤτανε στ’ ἀληθινὰ χαρὰ κι εὐτυχία. Μὰ γλήγορα κατάλαβα, πὼς ἤτανε ψευτιὲς καὶ φαντασίες ἀσύστατες καὶ πὼς χοντραίνουνε τὴν ψυχὴ καὶ στραβώνουνε τὰ πνευματικὰ της μάτια, καὶ τότε δὲ μπορεῖ νὰ δεῖ καὶ γίνεται κακιὰ κι ἀλύπητη στὸν πόνο τ’ ἀδερφοῦ της, ἀδιάντροπη, ἀκατάδεκτη, ἄθεη, θυμώτρα, αἱμοβόρα.

Ὅσοι εἶναι σκλάβοι στὴν καλοπέραση τοῦ κορμιοῦ τους, δὲν ἔχουνε ἀληθινὴ χαρά, γιατί δὲν ἔχουνε εἰρήνη. Γιὰ τοῦτο, θέλουνε νὰ βρίσκουνται μέσα σὲ φουρτούνα καὶ νὰ ζαλίζουνται, ὥστε νὰ θαροῦνε πὼς εἶναι φτυχισμένοι. Ἡ χαρὰ ἡ ἀληθινὴ εἶναι μία θέρμη τῆς διάνοιας καὶ μίαν ἐλπίδα τῆς καρδιᾶς, ποὺ τὶς ἀξώνουνται ὅσοι θέλουνε νὰ μὴν τοὺς ξέρουνε οἱ ἄνθρωποι, γιὰ νὰ τοὺς ξέρει ὁ Θεός. Γι’ αὐτό, Κύριε καὶ Θεὲ καὶ πατέρα μου, καλότυχος ὅποιος ἔκανε σκαλούνια ἀπὸ τὴ φτώχεια κι ἀπὸ τὰ βάσανα κι ἀπὸ τὴν καταφρό­νεση τοῦ κόσμου, γιὰ ν’ ἀνεβεῖ σὲ Σένα. Καλότυχος ὁ ἄνθρωπος, ποὺ ἔνοιωσε τὴν ἀδυναμία του ἀληθινά. Ὅσο πιὸ γλήγορα τὸ κατάλαβε, τόσο πιὸ γλήγορα θὰ ἀπογευτεῖ ἀπὸ τὸ ψωμὶ ποὺ θρέφει κι ἀπὸ τὸ κρασὶ ποὺ δυναμώνει, ἂν ἔχει τὴν πίστη του σὲ Σένα. Ἀλλοιῶς θὰ γκρεμνιστεῖ στὸ βάραθρο τῆς ἀπελπισίας.

Μὲ τί λόγια νὰ φχαριστήσω τὸν Κύριό μου, ποὺ ἤμουνα χαμένος καὶ μὲ χεροκράτησε, στραβὸς καὶ μ’ ἔκανε νὰ βλέπω; Ἐκεῖνος ἔστρεψε τὴν λύπη μου σὲ χαρά. «Διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος καὶ ἐξήγαγεν ἠμᾶς εἰς ἀναψυχήν. Μακάριος ἄνθρωπος ὁ ἐλπίζων ἐπ’ Αὐτόν».

Πηγή: https://agiazoni.gr/

«When prophecies become news…». Lighting up the lighter of the Saints, 39th spiritual dialogue synaxis (06.11.2024)

The 39th Spiritual Dialogue Synaxis with Metropolitan Neophytos of Morfou took place on November 6, 2024 at the church of Theotokos in Akaki – Morfou.

***

Επίσημη ιστοσελίδα Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου: https://immorfou.org.cy

Official site of Holy Metropolis of Morfou: https://immorfou.org.cy

Официальная интернет-страница Митрополии Морфу: https://immorfou.org.cy

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στην ιστοσελίδα μας μπορείτε να βρείτε μεταφρασμένες και υποτιτλισμένες ομιλίες του Μητροπολίτη Μόρφου Νεοφύτου στα αγγλικά, ρωσικά και σε άλλες γλώσσες. Η σελίδα στην οποία θα βρείτε τις ομιλίες είναι η εξής: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/

NOTE: In our website you can find translated and subtitled homilies of Morfou Neophytos in English, Russian and other languages. Link: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/

ПРИМЕЧАНИЕ: На нашей интернет-странице вы можете найти выступления (проповеди) Митрополита Морфу Неофита, переведенные на английский, русский и иные языки, а также содержащие субтитры на означенных языках. Страница, на которой вы найдете выступления (проповеди), является следующей: https://immorfou.org.cy/homilies-and-articles-in-other-languages/

Ὁ ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ στὴν πέτρα τῆς ὑπομονῆς (1.1.2018)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὸν πανηγυρικὸ Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τοῦ ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ , ποὺ τελέσθηκε στὸ πανηγυρίζον ἱερὸ ἡσυχαστήριο Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ στὴ Σκουριώτισσα τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (1.1.2018).
 
Ψάλλει χορὸς ἱεροψαλτῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου μὲ χοράρχη τὸν πρωτοψάλτη κ. Μάριο Αντωνίου.
 
Φωτογραφίες Ἑσπερινοῦ καὶ Θείας Λειτουργίας ἑορτῆς ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ (2018), ἀρχεῖο Ἱερᾶς Μητροπόλεως Μόρφου.

Ο ναός του Αγίου Σεραφείμ και ο ναός του σώματος… (2.1.2017)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στη Θεία Λειτουργία που τελέσθηκε ανήμερα της εορτής του Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ στο ιερό ησυχαστήριο Αγίου Σεραφείμ του Σαρώφ στη Σκουριώτισσα της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου (2.1.2017).

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Σιλβέστρου Πάπα Ρώμης (2 Ιανουαρίου)

Άγιος Σιλβέστρος Πάπας Ρώμης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Σιλβέστρου Πάπα Ρώμης

Ζωοί νεκρόν βουν αισχύνων Ζαμβρήν μάγον,
Ο και νεκρός ζων Σίλβεστρος Ρώμης Πάπας.
Θυμόν αποπνείει Σίλβεστρος δευτέρη ηοί.

Άγιος Σιλβέστρος Πάπας Ρώμης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο Άγιος διά την εις το άκρον της αρετής ανάβασιν, εχειροτονήθη της πρεσβυτέρας Ρώμης Eπίσκοπος, αφ’ ου εκοιμήθη ο προκάτοχος της Ρώμης Eπίσκοπος Μιλτιάδης. Πολλά δε θαύματα ποιήσας, τον Mέγαν εν βασιλεύσι Κωνσταντίνον προς την εις Χριστόν πίστιν ωδήγησε. Και διά του θείου Βαπτίσματος, τα της ψυχής ομού και του σώματος πάθη αυτού εκαθάρισε1. Και απέδειξε τον Χριστόν, ότι επροκηρύχθη παρά του νόμου. Aυτός και τον ταύρον ανέστησε, τον οποίον ο Eβραίος Ζαμβρής, εθανάτωσε μεν, δεν εδυνήθη όμως να αναστήση. Eις πολλούς δε και άλλους ανθρώπους αίτιος σωτηρίας γεγονώς ο μακάριος ούτος Πατήρ, εις γήρας βαθύ προς Κύριον εξεδήμησε. (Τον κατά πλάτος Βίον τούτου όρα εις τον Νέον Παράδεισον.) Eν δε τη Μεγίστη Λαύρα, και τη Ιερά Μονή των Ιβήρων, σώζεται είς λόγος προς τον Άγιον τούτον Σίλβεστρον, ου η αρχή· «Oι μεν σεπτοί και θεόπται Aπόστολοι», έστι δε ποίημα Ιωάννου του Ζωναρά. Ευρίσκεται δε και εν τη Λαύρα Βίος αυτού, ου η αρχή· «Ευσέβιος ο Παμφίλου την Eκκλησιαστικήν».

Σημείωση

1. Διαφωνίαν ευρίσκω μεγάλην περί του βαπτίσματος του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ο μεν γαρ κύριος Μελέτιος Αθηνών, σελ. 309 του πρώτου τόμου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας, λέγει, ότι ο Άγιος ούτος Σίλβεστρος, κεκρυμμένος ων διά τον επικείμενον διωγμόν, εκατήχησε τον Μέγαν Κωνσταντίνον, και εβάπτισεν αυτόν. Όστις εξελθών από την κολυμβήθραν του Αγίου Βαπτίσματος, έγινεν υγιής, με το να έπεσον από το σώμα του ωσάν λεπίδες, τα εξανθήματα οπού είχε, και ότι, τούτο ιδών ο λαός, εβαπτίσθησαν πολλοί. Και ότι, όσοι λέγουσι, πως ο Κωνσταντίνος εβαπτίσθη εις την Νικομήδειαν, ων εγγύς του θανάτου, από τον Αρειανόν Ευσέβιον τον Επίσκοπον Νικομηδείας, ούτοι ψεύδονται, ως λέγουσιν οι πλείονες. Και μάλιστα ο Θεοφάνης και Μιχαήλ ο Γλυκάς.

Ο δε Ιεροσολύμων πολυμαθέστατος κύριος Δοσίθεος, σελ. 80 της Δωδεκαβίβλου, την εναντίαν δόξαν υπερασπίζεται, ότι δηλαδή δεν εβαπτίσθη ο Μέγας Κωνσταντίνος από τον Άγιον Σίλβεστρον εν τη Ρώμη. Αλλά εβαπτίσθη έν τινι προαστείω της Νικομηδείας από την κοινότητα των Επισκόπων κατά το τέλος της ζωής του. Φέρει δε μάρτυρας τον Ευσέβιον Νικομηδείας, βεβαιούντα τούτο εις το τέταρτον βιβλίον της ζωής Κωνσταντίνου, δηλαδή ότι ο Κωνσταντίνος συγκαλέσας τους Επισκόπους, κοινώς διελέχθη αυτοίς περί του βαπτίσματος. Και ότι ουκ εβαπτίσθη πρότερον. Διότι εβούλετο απελθείν και βαπτισθήναι εν τω Ιορδάνη ποταμώ. Ούτω γαρ επί λέξεως λέγει· «Επί προάστειον της Νικομηδέων αφικνείται πόλεως. Κανταύθα συγκαλέσας τους Επισκόπους, ώδε πη αυτοίς διελέξατο. Ούτος ην αυτός ο πάλαι μοι διψώντι και ευχομένω της εν Θεώ τυχείν σωτηρίας καιρός ελπιζόμενος. Ώρα και ημάς απολαύσαι της αθανατοποιού σφραγίδος. Ώρα του σωτηρίου σφραγίσματος μετασχείν. Επί ρείθρων Ιορδάνου ποταμού ενενόουν ποτέ, εφ’ ων και ο Σωτήρ εις ημέτερον τύπον, του λουτρού μετασχείν μνημονεύεται. Θεός δ’ άρα το συμφέρον ειδώς, εντεύθεν ήδη τούτων ημάς αξιοί» (κεφάλ. ξα΄).

Ομοίως φέρει μάρτυρα και τον Θεοδώρητον λέγοντα αυτολεξεί εις το λ΄ κεφ. Ι, του α΄ βιβλίου της Εκκλησιαστικής Ιστορίας. «Εν Νικομηδεία δε της Βιθυνίας διάγων, ηρρώστησεν (ο Κωνσταντίνος δηλαδή), το δε της ανθρωπίνης βιότητος άδηλον επιστάμενος, του θείου Βαπτίσματος το δώρον εδέξατο. Ανεβάλλετο δε μέχρι τούδε του χρόνου, εν Ιορδάνη τω ποταμώ τούτου τυχείν ιμειρόμενος». Φέρει δε και τον Σωζόμενον λέγοντα εν κεφ. λβ΄, του β΄ βιβλίου· «Χαλεπώτερον δε διατεθείς, (ο Κωνσταντίνος δηλαδή), διεκομίσθη εις Νικομήδειαν. Ένθα δη εν προαστείω διάγων, εμυήθη την ιεράν Βάπτισιν». Ομοίως φέρει και τον Σωκράτην τούτο μαρτυρούντα.

Ου λέγει όμως ο Δοσίθεος, ότι εβάπτισε τον Άγιον Κωνσταντίνον ο Aρειανός Ευσέβιος. Όχι. Καθότι ουδέ αυτός ο Ευσέβιος αναφέρει τούτο. Ει γαρ αυτός εβάπτισε τον Μέγαν Κωνσταντίνον, βέβαια ήθελεν ειπή τούτο εις καύχημά του. Αλλ’ ουδέ εν Νικομηδεία εβαπτίσθη, αλλ’ εν προαστείω της Νικομηδείας, υπό της κοινότητος των Επισκόπων. Ήτις ουκ ην αιρετική, αλλ’ ορθόδοξος και ομόπιστος αυτώ. Και μάλιστα οι έγκριτοι των εν Κωνσταντινουπόλει παρευρεθέντων Επισκόπων ήσαν οι ακολουθήσαντες αυτώ. Προσθέττει δε ο αυτός Δοσίθεος, ότι η κοινή γνώμη των Εκκλησιαστικών είναι, ότι προ του βαπτίσματος εφόνευσεν ο Κωνσταντίνος την γυναίκα του Φαύσταν, την θυγατέρα Μαξιμιανού, και τον υιόν του Κρίσπον. Όθεν και εις τον αργυρούν ανδριάντα επέγραψε· «Τω ηδικημένω υιώ μου». Tον μεν γαρ Κρίσπον εθανάτωσεν αδίκως, διά την κατ’ αυτού συκοφαντίαν της Φαύστας. Την δε Φαύσταν δικαίως εφόνευσεν, ως συκοφαντήσασαν τον Κρίσπον, και γενομένην αιτίαν του εκείνου θανάτου.

Εάν ουν δώσωμεν, ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος εβαπτίσθη ύστερον, διατί επρόσμενε να βαπτισθή εις τον Ιορδάνην, τούτο ουδέν παραβλάπτει την αυτού αγιότητα. Καθότι και ο Μέγας Βασίλειος, και ο Θεολόγος Γρηγόριος, και πολλοί άλλοι Άγιοι επρόσμεναν να γένουν τριάκοντα χρόνων, και ούτω να βαπτισθούν κατά μίμησιν του Κυρίου. Και αυτός δε ο Κωνστάντιος, ο υιός του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εν τω καιρώ του θανάτου του εβαπτίσθη. Όθεν και ηξιώθη να ψάλλουν οι Άγιοι Άγγελοι, αφ’ ου την ψυχήν του παρέδωκεν, ως λέγει τούτο ο Θεολόγος Γρηγόριος. Ούτω γαρ εκείνός φησιν· «Επειδή τον Ταύρον (ήτοι το όρος του Ταύρου το εν τη Ανατολή κείμενον) υπερβάλλει το σώμα, προς την πατρώαν αυτώ (τω Κωνσταντίνω δηλαδή) πόλιν διασωζόμενον… Φωνή τις εκ των άκρων έστιν, οις εξηκούετο, οίον ψαλλόντων και παραπεμπόντων, αγγελικών, οίμαι, δυνάμεων, γέρας της ευσεβείας εκείνω, και αντίδοσις επιτάφιος. Και γαρ εις την ορθήν δόξαν παρακινείν έδοξεν, αλλά και τούτο της των υποδυναστευόντων σκαιότητος και κακοδοξίας το έγκλημα. Οι απλήν και απαγή εις ευσέβειαν παραλαβόντες ψυχήν, ου προορωμένην τα βάραθρα, απήγαγον, ήπερ εβούλοντο» (Λόγω β΄ κατά Ιουλιανού).

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σαρώφ: Ἡ κατάκριση καὶ ἡ ἀνεξικακία

Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ
Άγιος Σεραφείμ του Σαρώφ

Μὴ κατακρίνεις κανένα, κι ἂν ἀκόμα τὸν βλέπεις μὲ τὰ ἴδια σου τὰ μάτια νὰ ἁμαρτάνει. Λέει ὁ Κύριος: «Μὴ κρίνετε ἵνα μὴ κριθῆτε» Γιατί κρίνουμε τοὺς ἀδελφούς μας; Διότι δὲν προσπαθοῦμε νὰ γνωρίσουμε τὸν ἑαυτό μας. Ὅποιος καταγίνεται μὲ τὴ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του δὲν προλαβαίνει νὰ παρατηρεῖ τοὺς ἄλλους.

Κατάκρινε τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ παύσεις νὰ κατακρίνεις τοὺς ἄλλους. Νὰ κρίνεις τὴν κακὴ πράξη, ὄχι αὐτὸν ποὺ τὴν ἔκανε. Πρέπει νὰ θεωροῦμε τὸν ἑαυτὸ μας ἁμαρτωλότερο ἀπ’ ὅλους. Πρέπει νὰ συγχωροῦμε κάθε κακό τοῦ πλησίον καὶ νὰ μισοῦμε μόνο τὸν διάβολο ποὺ τὸν παρέσυρε.

Συμβαίνει κάποτε νὰ μᾶς φαίνεται ὅτι ὁ ἄλλος κάνει μία κακὴ πράξη. Στὴν πραγματικότητα ὅμως ἡ πράξη αὐτὴ μπορεῖ νὰ εἶναι καλή, ἐπειδὴ γίνεται μὲ ἀγαθὴ πρόθεση.

Ἡ θύρα τῆς μετανοίας εἶναι ἀνοικτὴ γιὰ ὅλους, καὶ δὲν γνωρίζουμε ποιὸς θὰ τὴ διαβεῖ πρῶτος, ἐσὺ ἢ αὐτὸς ποὺ κατακρίνεις. «Ὅταν κατακρίνεις τὸν πλησίον, διδάσκει ὁ ὅσιος Ἀντίοχος, τότε κρίνεσαι μαζί του κι ἐσὺ γι’ αὐτὸ ποὺ τὸν κρίνεις. Ἡ κρίση καὶ ἡ κατάκριση δὲν ἀνήκουν σ’ ἐμᾶς, ἀλλὰ μόνο στὸν Θεό, τὸν μεγάλο Κριτή, ποὺ γνωρίζει τὴν καρδιά μας καὶ τὰ κρυφὰ πάθη τῆς φύσεώς μας».

Ἡ κατάκριση φέρνει τὴν ἐγκατάλειψη τοῦ Θεοῦ. Κι ὅταν ὁ Θεὸς ἐγκαταλείψει τὸν ἄνθρωπο στὶς δικές του μόνο δυνάμεις, ὁ διάβολος εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν συνθλίψει, ὅπως ἡ μυλόπετρα ἀλέθει τὸ σιτάρι. Ἂς ἔχουμε πάντοτε στὸν νοῦ μας τὰ λόγια του Ἀποστόλου: «Ὁ δοκῶν ἑστάναι βλεπέτω μὴ πέση». Γιατί εἶναι ἄγνωστο πόσο καιρὸ θὰ μπορέσουμε νὰ παραμείνουμε στὴν ἀρετή.

Ὅταν κάποιος σὲ προσβάλει μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο, δὲν πρέπει νὰ τὸν ἐκδικηθεῖς, ἀλλ’ ἀντιθέτως νὰ τὸν συγχωρήσεις ἀπὸ τὴν καρδιά σου. Κι ἂν ἡ καρδιά σου ἀντιστέκεται, νὰ τὴν κάμψεις ἔχοντας πίστη στὸ λόγο τοῦ Κυρίου: «Ἐὰν μὴ ἀφῆτε τοῖς ἀνθρώποις τὰ παραπτώματα αὐτῶν, οὐδὲ ὁ πατὴρ ὑμῶν ἀφήσει τὰ παραπτώματα ὑμῶν». Δὲν πρέπει νὰ διατηροῦμε στὴ καρδιὰ μας κακία ἢ μίσος γιὰ τὸν ἄλλο, ἔστω κι ἂν μᾶς ἐχθρεύεται. Ὀφείλουμε νὰ τὸν ἀγαπᾶμε, κι ὅσο μποροῦμε νὰ τὸν εὐεργετοῦμε σύμφωνα μὲ τὴ διδασκαλία τοῦ Κυρίου: «Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν».

Ἂν ἀγωνισθοῦμε κατὰ τὴ δύναμή μας νὰ ἐκπληρώσουμε τὴν ἐντολὴ αὐτή, τότε μποροῦμε νὰ ἐλπίζουμε ὅτι θὰ λάμψει στὴ καρδιά μας τὸ Θεῖο φῶς, ποὺ θὰ μᾶς φωτίζει τὸν δρόμο πρὸς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, Ἂς θελήσουμε νὰ μοιάσουμε στὰ ἀγαπημένα παιδιὰ τοῦ Θεοῦ.

Ἂς ζηλέψουμε τὴν πραότητα τοῦ Δαβίδ, γιὰ τὸν ὁποῖο εἶπε ὁ ὑπεράγαθος καὶ φιλάγαθος Κύριος ὅτι βρῆκε ἄνθρωπο ποὺ Τὸν εὐαρεστεῖ καὶ τηρεῖ ὅλες τὶς ἐντολές Του. Ἔτσι ἐκφράζεται γιὰ τὸν Δαβίδ, τὸν ἀμνησίκακο καὶ ἀγαθὸ πρὸς τοὺς ἐχθρούς του.

Γι’ αὐτὸ κι ἐμεῖς δὲν πρέπει μὲ κανένα τρόπο νὰ ἐκδικηθοῦμε τὸν ἀδελφό μας, ἂν θέλουμε, κατὰ τὸν ὅσιο Ἀντίοχο, νὰ μὴ συναντήσουμε ἐμπόδιο τὴν ὥρα τῆς προσευχῆς. Ὁ νόμος προστάζει νὰ μεριμνοῦμε γιὰ τὸ ὑποζύγιο τοῦ ἐχθροῦ. Γιὰ τὸν Ἰὼβ ἔδωσε μαρτυρία ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ὅτι ἦταν ἄνθρωπος ἄκακος. Ὁ Ἰωσὴφ δὲν ἐκδικήθηκε τοὺς ἀδελφούς του, ποὺ ἐπιχείρησαν νὰ τὸν σκοτώσουν. Ὁ Ἄβελ πῆγε στὸν ἀδελφό του Κάϊν μὲ ἁπλότητα καὶ χωρὶς ὑποψίες. Ὅπως μαρτυρεῖ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ὅλοι οἱ ἅγιοι ἔζησαν μὲ ἀκακία.

Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε ἐντολὴ νὰ ἔχουμε ἔχθρα μόνο ἐναντίον τοῦ «ὄφεως», ὁ ὁποῖος ἀπάτησε ἐξ ἀρχῆς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν ἔδιωξε ἀπὸ τὸν Παράδεισο, δηλαδὴ ἐναντίον τοῦ ἀνθρωποκτόνου διαβόλου.

Ἔδωσε ἐπίσης ὁ Κύριος ἐντολὴ νὰ ἔχουμε ἔχθρα ἐναντίον τῶν Μαδιανιτῶν, δηλαδὴ τῶν ἀκαθάρτων πνευμάτων τῆς ἀσωτίας καὶ ὑψηλοφροσύνης, ποὺ σπείρουν στὴν καρδιὰ τοὺς αἰσχροὺς λογισμούς.

Τὸ ὅριο τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς σοφίας εἶναι νὰ ἐνεργοῦμε πάντοτε μὲ διάκριση καὶ ἀνεξικακία, χωρὶς πονηρία καὶ ὑστεροβουλία.

 Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ὅσιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ» Ἔκδ. Ι.Μ.Παρακλήτου

Πηγή: https://www.imaik.gr/?p=3798

Το Πρωτευαγγέλιο (αρχαίο κείμενο και μετάφραση)

Για το αρχαίο κείμενο πατήστε εδώ.

ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ

1.1Στις ‘ιστορίες των δώδεκα φυλών του Ισραήλ’ γίνεται λόγος για τον Ιωακείμ, που ήταν πολύ πλούσιος και συνήθιζε να προσφέρει διπλά τα δώρα του στο Ναό, λέγοντας: «Ας είναι ένα μέρος της περιουσίας μου για το λαό και ένα άλλο αφιερωμένο στον Κύριο μου για να συγχωρεί τις αμαρτίες μου και για τον εξιλασμό μου». 2. Πλησίαζε η ημέρα τον Κυρίου η μεγάλη και οι υιοί Ισραήλ πρόσφεραν τα δώρα τους. Στάθηκε τότε μπροστά του ο Ρουβείμ και του είπε: «Δεν σου επιτρέπεται να προσφέρεις πρώτος τα δώρα σου, αφού δεν έκανες απογόνους στον Ισραήλ». 3. Ο Ιωακείμ τότε λυπήθηκε πολύ και πήγε στα βιβλία των δώδεκα φυλών του Ισραήλ μονολογώντας: «Θα κοιτάξω προσεκτικά στα βιβλία των δώδεκα φυλών του Ισραήλ, για να διαπιστώσω αν είμαι ο μόνος που δεν έκανα απογόνους στον Ισραήλ». Ερεύνησε και βρήκε οτι όλοι οι δίκαιοι ανάστησαν απογόνους στον Ισραήλ. Θυμήθηκε και τον πατριάρχη Αβραάμ που την έσχατη ώρα του χάρισε ο Θεός υιό, τον Ισαάκ. 4. Λυπήθηκε πολύ ο Ιωακείμ και δεν εμφανίστηκε στη γνναίκα του, αλλά κατευθύνθηκε στην έρημο, όπου έστησε τη σκηνή του, νήστεψε επίσης σαράντα μερόνυχτα μονολογώντας: «Δεν θα κατεβώ ούτε για φαγητό ούτε για ποτό, έως ότου με επισκεφτεί ο Κύριος, ο Θεός μου, και θα είναι τροφή και ποτό η προσευχή μου».

2. 1. Η γυναίκα του η Άννα θρηνούσε δύο θρήνους και οδυρόταν δύο οδυρμούς, έλεγε: «Θα οδύρομαι για τη χηρεία μου, θα οδύρομαι για την ατεκνία μου». 2. Πλησίαζε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και της είπε η δούλη της η Ιουδίθ: «Έως πότε θα ταπεινώνεις τον εαυτό σου; Να έφτασε η ημέρα του Κυρίου η μεγάλη και δεν επιτρέπεται να πενθείς. Πάρε, λοιπόν, αυτή τη μαντίλα που μου έδωσε η κυρία του εργαστηρίου, δεν αρμόζει άλλωστε σε εμένα να τη φορώ, γιατί εγώ είμαι δούλα, ενώ αυτή έχει βασιλικά χαρακτηριστικά». 3. Και η Άννα της αποκρίθηκε: «Φύγε από κοντά μου, και εγώ δεν τα προκάλεσα αυτά, αλλά ο Κύριος με ταπείνωσε, μήπως όμως κάποιος πανούργος σου χάρισε το μαντήλι και ήρθες να μοιραστείς μαζί μου την αμαρτία σου;” Και η Ιουδίθ απάντησε: «Γιατί να σε καταραστώ, αφού ο Κύριος έκλεισε τη μήτρα σου για να μην δώσεις καρπό στον Ισραήλ»; 4. Στεναχωρήθηκε πολύ η Άννα. Πέταξε απο πάνω της τα πένθιμα ρούχα, έλουσε το κεφάλι της και ντύθηκε τα νυφικά της φορέματα. Κατά την ένατη ώρα κατέβηκε στον κήπο να περπατήσει. Είδε μια δάφνη, κάθησε κάτω απο αυτήν και ικέτεψε με τέτοια θερμά λόγια τον Κύριο: «Θεέ των πατέρων μας, ευλόγησε με και εισάκουσε τη δέηση μου, όπως ευλόγησες τη μήτρα της Σάρρας και της έδωκες υιό, τον Ισαάκ».

3. 1. Καθώς έστρεψε τα μάτια της προς τον ουρανό, είδε μια φωλιά σπουργιτιών μέσα στη δάφνη και θρήνησε μέσα της λέγοντας: «Αλίμονο σε μένα, ποιος με γέννησε; ποιά μήτρα με έφερε στον κόσμο; Γεννήθηκα καταραμένη ανάμεσα στους υιούς Ισραήλ και με χλεύασαν στο Ναό του Κυρίου. 2. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε στα πετεινά του ουρανού, αφού ακόμη και τα πετεινά του ουρανού είναι γόνιμα ενώπιον Σου, Κύριε. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε στα θηρία της γης, γιατί ακόμη και τα θηρία είναι γόνιμα ενώπιον Σον, Κύριε. 3. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε σε αυτά τα (τρεχούμενα) νερά, αφού ακόμη και τα νερά είναι γονιμα ενώπιον Σου, Κύριε. Αλίμονο, σε ποιον έμοιασα εγώ; δεν έμοιασα ούτε σε τούτη εδώ τη γη, γιατί ακόμη και τούτη η γη προσφέρει τους καρπούς της στον κατάλληλο καιρό και Σε ευλογεί, Κύριε».

4. 1. Και να ένας άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε μπροστά της και της είπε: «Άννα, Άννα, ο Κύριος εισάκουσε τη δέηση σου, θα συλλάβεις και θα γεννήσεις και θα μιλούν για το σπέρμα σου σε όλη την οικουμένη». Και η Άννα αποκρίθηκε: «Ζει Κύριος, ο Θεός μου, εάν γεννήσω, είτε αγόρι είτε κορίτσι, θα το προσφέρω ως δώρο στον Κύριο, τον Θεό μου, να τον υπηρετεί όλες τις ημέρες της ζωής του». 2. Ήλθαν τότε δύο αγγελιοφόροι και της είπαν: «Να, ο Ιωακείμ, o άνδρας σου, έρχεται με τα πρόβατα του». Άγγελος Κυρίου είχε κατεβεί σε αυτόν και του είπε: «Ιωακείμ, Ιωακείμ, ο Κύριος, ο Θεός εισάκουσε τη δέηση σου, κατέβα λοιπόν από αυτόν τον τόπο, γιατί η γυναίκα σου θα συλλάβει». 3. Κατέβηκε τότε ο Ιωακείμ, κάλεσε τους βοσκούς του και τους παράγγειλε: «Φέρτε εδώ δέκα προβατίνες χωρίς κηλίδα ή ψεγάδι για να τις προσφέρω θυσία στον Κύριο, το Θεό μου, φέρτε μου επίσης δώδεκα μοσχάρια τρυφερά για να τα προσφέρω στους ιερείς και τη γερουσία και φέρτε μου τέλος και εκατό κατσίκια για όλο το λαό». 4. Και να ο Ιωακείμ έφθασε με τα κοπάδια του και η Άννα στάθηκε στην πύλη, σαν είδε τον Ιωακείμ να έρχεται, έτρεξε και κρεμάστηκε στο λαιμό του λέγοντας: «Τώρα ξέρω καλά ότι ο Κύριος, ο Θεός μου έδωκε πλούσια την ευλογία Του, γιατί να που η χήρα δεν θα είναι πια χήρα και να που η άτεκνος θα συλλάβει». Ο Ιωακείμ ξεκουράστηκε την πρώτη ημέρα στο σπίτι του.

5. l.Την επόμενη μέρα πρόσφερε τα δώρα του αναλογιζόμενος: «Αν ο Κύριος, ο Θεός, μου δώσει χάρη, θα μου (το) φανερώσει το πέταλο του ιερέα». Πρόσφερε, λοιπόν, ο Ιωακείμ τα δώρα του και παρατηρούσε το πέταλο του ιερέα καθώς ανέβηκε στο θυσιαστήριο του Κυρίου και δεν είδε τίποτε να μαρτυρεί αμαρτία εναντίον του. Και είπε ο Ιωακείμ: «Τώρα ξέρω ότι ο Κύριος μου έδωσε τη χάρη του και συγχώρησε όλα τα αμαρτήματα μου». Έτσι κατέβηκε δικαιωμένος απο το Ναό του Κυρίου και γύρισε στο σπίτι του. 2. Εν τω μεταξύ συμπληρώθηκαν οι μήνες της και τον ένατο μήνα η Άννα γέννησε. Ρώτησε τη μαία: «Τι γέννησα»; Και εκείνη της αποκρίθηκε: «Κορίτσι». Είπε τότε η Άννα: «Η ψυχή μου σήμερα ευφράνθηκε όσο ποτέ άλλοτε» και την έβαλε στο κρεβάτι. Όταν συμπληρώθηκαν οι μέρες της, η Άννα πλύθηκε, έδωσε στο παιδί της το μαστό της για να θηλάσει και την ονόμασε Μαριάμ.

6. 1. Μέρα με τη μέρα το κορίτσι μεγάλωνε και όταν έγινε έξι μηνών, την κράτησε η μητέρα της ορθια για να δει αν στέκεται. Η Μαριάμ έκανε επτά βήματα και έπεσε στην αγκαλιά της. Την άρπαξε τότε η Άννα, τη σήκωσε υψηλά και είπε: «Ζει Κύριος, ο Θεός μου δεν θα περπατήσεις στη γη, έως οτου σε οδηγήσω στο Ναό του Κυρίου». Και διαμόρφωσε στο υπνοδωμάτιο της ένα εξαγνισμένο χώρο, οπου τίποτε το μολυσμένο ή ακάθαρτο δεν επέτρεπε να περάσει. Κάλεσε επίσης τις αμόλυτες θυγατέρες των Εβραίων για να παίζουν μαζί της. 2. Όταν το κορίτσι έγινε ενός έτους, ο Ιωακείμ έκανε γιορτή μεγάλη. Κάλεσε τους ιερείς, τους γραμματείς, τη γερουσία και όλο το λαό του Ισραήλ. Παρουσίασε τότε ο Ιωακείμ την κόρη του στους ιερείς και την ευλόγησαν λέγοντας: «Θεέ των πατέρων μας, ευλόγησε αυτήν την κόρη και χάρισε της όνομα ξακουστό και αιώνιο σε όλες τις γενιές». Και ο λαός αποκρίθηκε: «Γένοιτο, γένοιτο, αμήν». Την παρουσίασε επίσης στους αρχιερείς και αυτοί την ευλόγησαν λέγοντας: «Θεέ των πατέρων μας, στρέψε το βλέμμα Σου σε αυτή την κόρη και ευλόγησε την με την έσχατη και ολοκληρωτική ευλογία, που ανώτερη της δεν υπάρχει». 3. Την πήρε στην αγκαλιά της η μητέρα της και την οδήγησε στον εξαγνισμένο χώρο του υπνοδωματίου της, οπου της έδωσε το μαστό της για να θηλάσει. Και έψαλε η Άννα αυτό το άσμα στον Κύριο, τον Θεό: «Θα ψάλω ένα άσμα στον Κύριο, τον Θεό μου, γιατί με σπλαχνίστηκε και με απάλλαξε από τη ντροπή των εχθρών μου. Μου έδωσε ο Κύριος καρπό της δικαιοσύνης Του, μοναδικό και πολλαπλάσιο ενώπιον Του. Ποιος θα αναγγείλει στους υιούς της φυλής Ρουβείμ ότι η Άννα θηλάζει; Ακούστε, ακούστε, οι δώδεκα φυλές του Ισραήλ ότι η Άννα θηλάζει». Κι αφού την έβαλε να αναπαυτεί στον εξαγνισμένο χώρο, βγήκε και υπηρετούσε τους καλεσμένους. Όταν τελείωσε το δείπνο, έφυγαν γεμάτοι αγαλλίαση, δοξάζοντας τον Θεό του Ισραήλ.

7. 1. Καθώς περνούσαν οι μήνες, το παιδί μεγάλωνε. Όταν έγινε δύο ετών, είπε ο Ιωακείμ στην Άννα: «Ας την οδηγήσουμε στο ναό του Κυρίου, για να εκπληρώσουμε την υπόσχεση που δώσαμε, μήπως μας στείλει ο Κύριος την οργή Του και δεν γίνει δεκτό τότε το Δώρο μας». Η Άννα τότε απάντησε: «Ας περιμένουμε το τρίτο έτος, για να μην αποζητήσει το κορίτσι τον πατέρα ή την μητέρα». Και o Ιωακείμ είπε: «Ας περιμένουμε». 2. Όταν έγινε τριών χρόνων το κορίτσι, είπε ο Ιωακείμ: «Προσκαλέστε τις αμόλυντες θυγατέρες των Εβραίων να πάρουν απο μια λαμπάδα, που θα κρατούν αναμμένη, ώστε να μην στραφεί το κορίτσι προς τα πίσω και μείνει αιχμάλωτη η καρδιά της μακριά απο το Ναό του Κυρίου». Έτσι έκαναν, λοιπόν, ώσπου ανέβηκαν στο ναό του Κυρίου, όπου ο ιερέας την υποδέχτηκε, την ασπάστηκε, την ευλόγησε και είπε: «Ο Κύριος δόξασε το όνομα σου σε όλες τις γενιές. Μέσα από εσένα θα αποκαλύψει o Κύριος στις έσχατες ημέρες τη λύτρωση Του στους Ισραηλίτες». 3. Ο ιερέας την έβαλε να καθίσει στον τρίτο αναβαθμό του θυσιαστηρίου. Ο Κύριος, ο Θεός, της έδωσε χάρη και χόρεψε (με τα πόδια της) και όλος ο λαός του Ισραήλ την αγάπησε.

8. l. Οι γονείς της επέστρεψαν γεμάτοι θαυμασμό και δοξάζοντας τον δεσπότη Θεό, γιατί η κόρη τους δεν στράφηκε προς τα πίσω. H δε Μαρία ζούσε στο Ναό του Κυρίου τρεφόμενη σαν περιστέρι και έπαιρνε την τροφή της απο το χέρι αγγέλου. 2.Όταν έγινε δώδεκα ετών, έκαναν συμβούλιο οι ιερείς συζητώντας: «Να η Μαρία έγινε δωδεκαετής ζώντας στο Ναό του Κυρίου, τι να κάνουμε λοιπόν με αυτήν για να μην μολύνει τον ιερό χώρο του Κυρίου»; Και είπαν στον αρχιερέα: «Εσύ στέκεσαι μπροστά στο θυσιαστήριο του Κυρίου, είσελθε, λοιπόν, και ό,τι σου αποκαλύψει ο Κύριος αυτό θα κάνουμε». 3. Ο αρχιερεάς φόρεσε το δωδεκακώδωνο άμφιο εισήλθε στα άγια των αγίων και προσευχήθηκε για αυτήν. Και να άγγελος Κυρίου του παρουσιάστηκε και είπε: «Ζαχαρία, Ζαχαρία, βγες έξω και συγκέντρωσε τους χήρους του λαού να φέρει ο καθένας ένα ραβδί και σε όποιον ο Κύριος δείξει κάποιο σημάδι, αυτού θα γίνει γυναίκα». Βγήκαν οι κήρυκες σε όλη την περιοχή της Ιουδαίας, ήχησε η σάλπιγγα του Κυρίου και έτρεξαν όλοι.

9. 1. Ο Ιωσήφ έριξε το σκεπάρνι και πήγε να τους συναντήσει. Όταν συγκεντρώθηκαν, πήγαν με τα ραβδιά στον αρχιερέα. Εκείνος πήρε τα ραβδιά όλων, εισήλθε στο Ναό και προσευχήθηκε. Αφού τελείωσε την προσευχή, πήρε τα ραβδιά, βγήκε και  τους τα παρέδωσε. Κανένα όμως σημάδι δεν υπήρχε σε αυτά. Το τελευταίο ραβδί το πήρε ο Ιωσήφ και να ένα περιστέρι ξεπήδηαε από το ραβδί και πέταξε πάνω στο κεφάλι του Ιωσήφ. Ο ιερέας είπε τότε  στον Ιωσήφ: «Σε σένα έλαχε ο κλήρος να παραλάβεις την παρθένο του Κυρίου υπό την προστασία σου». 2. Ο Ιωσήφ όμως απάντησε: «Έχω γιους και είμαι γέρος, ενώ αυτή είναι νεαρή, θα με περιγελάσουν οι υιοί Ισραήλ». Και ο ιερέας αποκρίθηκε στον Ιωσήφ: «Φοβήσου τον Κύριο, τον Θεό σου, και θυμήσου τι έκανε ο Θεός στον Δαθάν, τον Αβειρών και τον Κορέ, πως δηλαδή σχίστηκε η γη και τους κατάπιε εξαιτίας της αντιλογίας τους. Και τώρα φοβήσου και εσύ Ιωσήφ, μήπως συμβούν αυτά στο σπίτι σου». 3. Φοβήθηκε ο Ιωσήφ και την παρέλαβε υπό την προστασία του. Και είπε ο Ιωσήφ στη Μαρία: «Να, σε παρέλαβα απο το Ναο του Κυρίου και τώρα σε αφήνω στο σπίτι μου, πηγαίνω να χτίσω τις οικοδομές μου και θα επιστρέψω κοντά σου: Ο Κύριος θα σε διαφυλάξει».

10. 1. Συσκέφθηκαν οι ιερείς και είπαν: «Ας κάνουμε ένα παραπέτασμα για τον Ναό του Κυρίου». Και ο ιερέας πρόσταξε: «Καλέστε μου αμόλυντες παρθένες απο τη φυλή του Δαβίδ». Οι υπηρέτες πήγαν και αναζήτησαν και βρήκαν επτά παρθένες. Θυμήθηκε τότε ο ιερέας και το κορίτσι, την Μαριάμ, που καταγόταν απο τη φυλή του Δαβίδ και ήταν αμόλυντη ενώπιον του Θεού. Πήγαν τότε οι υπηρέτες και την έφεραν. 2. Τις οδήγησαν στο Ναο του Κυρίου και είπε ο ιερέας: «Ρίξτε κλήρο ποιά θα υφάνει το χρυσό και ποιά τον αμίαντο, ποιά το λινό και ποιά το μετάξι, ποιά το υακίνθινο και ποιά το κόκκινο και ποια την αληθινή πορφύρα». Κληρώθηκε στη Μαριάμ η αληθινή πορφύρα και το κόκκινο, τα πήρε και πήγε σπίτι της. Εκείνο τον καιρό έχασε τη λαλιά του ο Ζαχαρίας και τον αντικατέστησε ο Σαμουήλ, έως ότου ο Ζαχαρίας ξαναμίλησε. Η Μαρία πήρε το κόκκινο και άρχισε να κλώθει.


11. 1. Πήρε την στάμνα και πήγε να τη γεμίσει νερό. Και να μια φωνή της λέει «Χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου, ευλογημένη Συ εν γνναιξίν». Εκείνη έστρεψε το βλέμμα της δεξιά αριστερά, για να καταλάβει απο που έρχεται αυτή η φωνή. Κατατρομαγμένη γύρισε σπίτι της, τακτοποίησε τη στάμνα, πήρε την πορφύρα, κάθισε στην καρέκλα της και έκλωθε. 2. Και να άγγελος Κυρίου στάθηκε μπροστά της και της είπε: «Μη φοβάσαι Μαριάμ, βρέθηκε περίσσεια η χάρη του Θεού, που είναι Κύριος των πάντων, για σένα, γι’αυτό θα συλλάβεις απο το λόγο του». Όταν το άκουσε αυτό αναρωτήθηκε: Θα συλλάβω εγώ απο τον Κύριο, τον ζώντα Θεό, και θα γεννήσω οπως γεννά κάθε γνναίκα; 3. Και ο άγγελος Κυρίου αποκρίθηκε: «Όχι έτσι Μαριάμ, γιατί δύναμη Κυρίου θα σε καλύψει. Γι’αυτό και το άγιο παιδί θα ονομαστεί Υιός του Υψίστου και θα του δώσεις το όνομα Ιησούς, αυτός θα σώσει το λαό από τις αμαρτίες του. Και η Μαριάμ απάντησε: «Ιδού η δούλη Κυρίου ενώπιον Του, ας γίνει αυτό που λες». 12. 1. Αφού τελείωσε την πορφύρα και το κόκκινο, τα πήγε στον ιερέα, αυτός την ευλόγησε και είπε; «Μαριάμ, ο Κύριος δόξασε το όνομά σου, θα είσαι ευλογημένη σε όλες τις γενιές της γης». 2. Γεμάτη χαρά η Μαριάμ πήγε στην Ελισάβετ, τη συγγένισσα της, και χτύπησε την πόρτα. Ακούγοντας το χτύπο η Ελισάβετ, παραμέρισε το κόκκινο νήμα, έτρεξε προς την πόρτα και την άνοιξε. Όταν είδε τη Μαριάμ, την ευλόγησε και είπε: «Πώς μου έγινε αυτή η τιμή να με επισκεφτεί η μητέρα του Κυρίου μου; Γιατί να, αυτό που κρατώ στα σπλάχνα μου σκίρτησε και σε ευλόγησε. Η Μαρία, εν τω μεταξύ, είχε λησμονήσει τα μυστήρια για τα οποία της μίλησε ο αρχάγγελος Γαβριήλ και ατενίζοντας τον ουρανό είπε: «Ποία είμαι εγώ Κύριε που όλες οι γενιές με ευλογούν;». 3. Έμεινε τρεις μήνες στην Ελισάβετ. Μέρα ομως με τη μέρα η κοιλιά της μεγάλωνε. Φοβήθηκε η Μαριάμ, γύρισε στο σπίτι της και κρυβόταν απο τους υιούς Ισραήλ. Ήταν τότε δεκαέξι ετών όταν συνέβαιναν αυτά τα μυστήρια.


13. 1. Ήταν στον έκτο μήνα, οταν τελικά ήλθε ο Ιωσήφ απο τις οικοδομικές του ασχολίες και μπαίνοντας στο σπίτι του, την βρήκε έγκυο. Χτύπησε το πρόσωπο του και ρίχτηκε κάτω σε ένα σάκκο, έκλαψε πικρά και είπε: «Με τι πρόσωπο θα αντικρίσω τον Κύριο, τον Θεό μου; Ποία προσευχή να κάνω γι’αυτήν την κόρη; Παρθένο την παρέλαβα απο το Ναό του Κυρίου, του Θεού μου, και δεν την προφύλαξα. Ποιος μου έστησε παγίδα; Ποιος έκανε αυτήν την πονηρία μέσα στο ίδιο μου το σπίτι και μόλυνε την παρθένο; Μήπως σε εμένα επαναλήφθηκε η ιστορία του Αδάμ; Γιατί οπως ακριβώς την ώρα που δοξολογούσε ο Αδάμ το Θεό, ήρθε ο όφις βρίσκοντας μόνη την Εύα και την εξαπάτησε, έτσι ακριβώς συνέβη και σε μένα». 2. Σηκώθηκε ο Ιωσήφ απο το σάκκο, κάλεσε την Μαριάμ και της είπε: «Τι είναι αυτό που έκανες ξεχνώντας τον Κύριο, τον Θεό σου, που σε φρόντιζε; Γιατί ταπείνωσες τον εαυτό σου εσύ που ανατράφηκες στα άγια των αγίων και που έπαιρνες τροφή απο χέρι αγγέλου»; 3. Εκείνη έκλαψε πικρά λέγοντας: «Είμαι αμόλυντη εγώ και με άνδρα δεν είχα σχέσεις». Ρώτησε τότε ο Ιωσήφ: «Απο που λοιπόν συνέλαβες τον καρπό της κοιλίας σου;» Και αυτή απάντησε: «Ζει Κύριος ο Θεός μου, δεν ξέρω απο που είναι».


14. 1.
O Ιωσήφ φοβήθηκε πολύ, απομακρύνθηκε και έπεσε σε περισυλλογή, τι να κάνει με αυτή. Και αναλογίστηκε: «Εάν κρύψω το αμάρτημά της, θα βρεθώ να αντιμάχομαι το νόμο του Κυρίου». Εάν πάλι την φανερώσω στους υιούς Ισραήλ, φοβούμαι μήπως υπάρχει κάτι το αγγελικό σε αυτήν και βρεθώ να έχω παραδώσει έναν αθώο στο θάνατο.Τι να κάμω με αυτή; Κρυφά θα τη διώξω μακριά μου». Με τέτοιες σκέψεις τον πρόλαβε η νύκτα. 2. Και να άγγελος Κυρίου εμφανίζεται στο όνειρό του και του λέγει: «Μη φοβηθείς αυτό το κορίτσι, γιατί αυτο που βρίσκεται στα σπλάχνα της προέρχεται από το Άγιο Πνεύμα. Θα γεννήσει υιό και θα τον ονομάσεις Ιησού, γιατί αυτός θα σώσει το λαό από τα αμαρτήματα του». Σηκώθηκε τότε ο Ιωσήφ από τον ύπνο και δόξασε τον Θεό που του χάρισε την ευλογία αυτή, και πρόσεχε την Μαριάμ.


15. 1. Τον καιρό εκείνο ήρθε σ’ αυτόν ο γραμματέας Άννας και του είπε: «Τι συνέβη και δεν φάνηκες στη σύναξη μας;» Ο Ιωσήφ του απάντησε: «Ήμουν ταλαιπωρημένος από το ταξίδι και ξεκουράστηκα την πρώτη μέρα». Στράφηκε τότε και είδε ο Άννας τη Μαριάμ έγκυο. 2.Φεύγει τρέχοντας προς τον ιερέα και του λέει: «Ο Ιωσήφ, για τον οποίον εσύ δίνεις μαρτυρία, παρανόμησε πολύ σοβαρά». Ρώτησε τότε ο ιερέας: «Γιατί μου το λες αυτό;» Εκείνος αποκρίθηκε: «Την παρθένο που παρέλαβε από το Ναό του Κυρίου, τη μόλυνε, ολοκλήρωσε το γάμο με αυτήν κρυφά και δεν το φανέρωσε στους υιούς Ισραήλ». Αναρωτήθηκε τότε ο ιερέας: «Έκανε τέτοιο πράγμα ο Ιωσήφ;». «Στείλε υπηρέτες και θα βρεις έγκυο την παρθένο”, απάντησε ο Άννας ο γραμματέας. Πήγαν οι υπηρέτες και τη βρήκαν στην κατάσταση που περιέγραψε ο Άννας. Οδήγησαν τότε αυτήν και τον Ιωσήφ στο δικαστήριο. 3. Είπε ο ιερέας: «Μαρία, γιατί το έκανες αυτό; γιατί ταπείνωσες τον εαυτό σου ξεχνώντας τον Κύριο, τον Θεό σου; Εσύ που ανατράφηκες στα άγια των αγίων και λάμβανες τροφή απο χέρι αγγέλου, εσύ που άκουσες τους ύμνονς και χόρεψες μπροστά στο Θεό, γιατί το έκανες αυτό;». Εκείνη έκλαψε πικρά λέγοντας: «Ζει Κύριος ο Θεός μου, είμαι καθαρή ενώπιον Του και δεν έχω σχέση με άντρα». 4. Είπε τοτε ο ιερέας στον Ιωσήφ: «Γιατί το έκανες αυτο;» Ο Ιωσήφ απάντησε: «Ζει Κύριος, εγώ είμαι καθαρός με αυτήν». Και ο ιερέας πρόσθεσε: «Μην παίρνεις ψεύτικο όρκο αλλά φανέρωσε την αλήθεια· ολοκλήρωσες κρυφά το γάμο μαζί της, δεν το φανέρωσες στους υιούς Ισραήλ, αλλά και δεν έσκυψες το κεφάλι σου στο κραταιό (θεϊκό) χέρι, για να ευλογηθεί το σπέρμα σου». Ο Ιωσήφ έμεινε σιωπηλός.


16. 1. Είπε ο ιερέας: «Δώσε πίσω την παρθένο που παρέλαβες απο το Ναό του Κυρίου». Τότε ο Ιωσήφ άρχισε να κλαίει. Ο ιερέας συνέχισε: «Θα σας δώσω να πιείτε το ‘ύδωρ της ελέγξεως του Κυρίου’ που θα φανερώσει ενώπιον σας τις αμαρτίες σας». 2. Πήρε ο ιερέας και έδωσε στον Ιωσήφ να πιεί, στέλνοντας τον στο βουνό. Και επέστρεψε σώος. Έδωσε και στη Μαριάμ να πιει στέλνοντάς την στο βουνό. Και επέστρεψε σώα. Θαύμασε τότε όλος ο λαός , αφού δεν βρέθηκε αμαρτία σε αυτούς. 3. Και είπε ο ιερέας: «Αφού ο Κύριος δεν αποκάλυψε αμαρτίες σε σας, ούτε εγώ σας κατακρίνω» και τους άφησε ελεύθερους. Πήρε ο Ιωσήφ τη Μαριάμ και επέστρεψε στο σπίτι του χαρούμενος και δοξάζοντας το Θεό του Ισραήλ.

17. 1. Ο βασιλιάς Αύγουστος εξέδωσε διαταγή να απογραφούν όλοι όσοι κατάγονται απο τη Βηθλεέμ της Ιουδαίας. Και αναλογίστηκε ο Ιωσήφ: «Εγώ θα απογράψω τους γιους μου, με αυτό το κορίτσι όμως τι να κάνω; Πώς θα την απογράψω; Ως γυναίκα μου; Ντρέπομαι. Ως θυγατέρα μου; Μα όλοι οι υιοί Ισραήλ γνωρίζονν καλά ότι δεν είναι κόρη μου. Αυτή είναι η ημέρα του Κυρίου, ας ενεργήσει όπως θέλει». 2. Έστρωσε το υποζύγιο, την έβαλε να καθίσει, πήρε τα γκέμια ο γιος του και ο Ιωσήφ ακολουθούσε. Πορεύτηκαν κοντά τρία μίλια έτσι. Σε μια στιγμή ο Ιωσήφ στράφηκε και είδε τη Μαρία σκυθρωπή και αναλογίστηκε: «Ίσως ο καρπός της την κάνει να πονά». Γυρίζει πάλι ο Ιωσήφ και την είδε να γελά, και είπε: «Μαρία, τι συμβαίνει; Το πρόσωπο σου το βλέπω πότε γελαστό και πότε σκυθρωπό». Η Μαρία απάντησε: «Είναι επειδή βλέπω ενώπιον μον δύο λαούς, έναν που κλαίει και θρηνεί και έναν που χαίρεται και αναγαλλιάζει». 3. Είχαν διασχίσει τη μισή διαδρομή και είπε η Μαριάμ: «Κατέβασε με από το υποζύγιο, επειδή αυτό που υπάρχει μέσα μου με πιέζει να εξέλθει». Την κατέβασε από το υποζύγιο και της είπε: «Πού να σε πάω και πού να σκεπάσω τη ντροπή σου; Ο τόπος είναι έρημος».


18. 1. Εκεί βρήκε ένα σπήλαιο, την έβαλε μέσα και άφησε τους γιους του να την φροντίζουν. Κατόπιν βγήκε να αναζητήσει μαμή στα μέρη της Βηθλεέμ. 2. Εγώ ο Ιωσήφ περπατούσα και όμως δεν προχωρούσα, έστρεψα το βλέμμα μου ψηλά και είδα τον αέρα πλημμυρισμένο με φως, σήκωσα τα μάτια μου στον ουρανό και τον είδα σταματημένο και τα ουράνια πουλιά ακίνητα. Και κοίταξα προς τη γη και είδα χάμω μια σκάφη και εργάτες ανασηκωμένους με τα χέρια μέσα στη σκάφη· όσοι έτρωγαν δεν έτρωγαν και όσοι σήκωναν το κεφάλι δεν μπορούσαν να το κατεβάσουν, όσοι πάλι άνοιγαν το στόμα τους δεν μπορούσαν να το κλείσουν, αλλά ολονών τα πρόσωπα ήταν στραμμένα προς τον ουρανό. Είδα και πρόβατα να περνούν και τα πρόβατα στάθηκαν ακίνητα και, όταν σήκωσε το χέρι του ο βοσκός για να τα χτυπήσει, έμεινε υψηλά. Και έριξα τα μάτια μου στον χείμαρρο και διέκρινα τα στόματα των μικρών προβάτων ανοιχτά χωρίς να πίνονν. Και ξαφνικά όλα εξακολούθησαν την πορεία τους.


19. 1. Και να μια γυναίκα που κατέβαινε απο το βουνό με ρώτησε: «Άνθρωπε που πηγαίνεις;» Εγώ απάντησα: “Ψάχνω μαμή Εβραία». Εκείνη μου αποκρίθηκε: «Και ποια είναι η ετοιμόγεννη στο σπήλαιο;» Εγώ απάντησα: «Η μνηστή μου». Μου είπε: «Δεν είναι σύζυγός σου;» Εγώ αποκρίθηκα: «Είναι η Μαριάμ που ανατράφηκε στο Ναό του Κυρίου και μου έλαχε ως γυναίκα υπό την προστασία μου. Φυσικά, λοιπόν, δεν είναι σύζυγός μου, αλλά έχει συλλάβει καρπό απο το Άγιο Πνεύμα». «Είναι αλήθεια αυτό;». «Έλα και δες», απάντησε ο Ιωσήφ και η μαμή πήγε μαζί του. 2. Σταμάτησαν όταν έφτασαν στο χώρο του σπηλαίου και να ένα φωτεινό σύννεφο επεσκίαζε το σπήλαιο και η μαμή αναφώνησε: «Γέμισε από δόξα η ψυχή μου σήμερα, παράδοξα είδαν τα μάτια μου, γιατί σωτήρας γεννήθηκε στον Ισραήλ». Ξάφνου το σύννεφο υποχώρησε από το σπήλαιο και φως μεγάλο έλαμψε μέσα στο σπήλαιο, ώστε ήταν αδύνατον να αντέξουν τα μάτια μας. Σε λίγο και εκείνο το φως έσβησε, ώσπου φάνηκε το βρέφος που ήρθε και πήρε το μαστό της μητέρας του, της Μαρίας. Και η μαμή ανεβόησε: «Μεγάλη μέρα για μένα σήμερα που είδα το καινούργιο αυτό θέαμα». 3. Βγαίνοντας η μαμή απο το σπήλαιο συνάντησε τη Σαλώμη και της είπε: “Σαλώμη, Σαλώμη, καινούργιο θέαμα έχω να σου διηγηθώ, μια παρθένος γέννησε παιδί που δεν το χωρά η φύση της». Και η Σαλώμη απάντησε: «Ζει Κύριος ο Θεός μου, μα αν δεν βάλω το δάκτυλο μου στη φύση της για να ερευνήσω, δεν θα πιστέψω οτι μια παρθένος γέννησε».

20. 1. Μπήκε στο σπήλαιο η μαμή και είπε στη Μαριάμ: «Πάρε την κατάλληλη θέση, γιατί μεγάλη φιλονικία υπάρχει γύρω απο εσένα». Έβαλε η Σαλώμη το δάκτυλό της στη φύση και έκραξε: «Αλίμονο στην αμαρτία και στην απιστία μου που θέλησα να δοκιμάσω τη δύναμη του ζώντος Θεού και να το χέρι μου αποκόπτεται με φωτιά». 2. Έπεσε στα γόνατα τότε λέγοντας στο Δεσπότη: «Θεέ των πατέρων μου, θυμήσου ότι είμαι απόγονος του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, κατάταξε με ανάμεσα στους πτωχούς, Συ γνωρίζεις δέσποτα, ότι έκανα θεραπείες στο όνομα σου και από Εσένα λάμβανα την ανταπόδοση μου». 3. Και να άγγελος Κυρίου ήρθε και της είπε: «Σαλώμη, Σαλώμη, σε άκουσε ο Κύριος, πρόσφερε το χέρι σου στο παιδί και κράτησέ το στην αγκαλιά, έτσι θα σωθείς και θα χαρείς». 4. Προσήλθε τότε η Σαλώμη, κράτησε το παιδί και είπε: «Θα προσκυνήσω Αυτό γιατί γεννήθηκε μεγάλος βασιλιάς στον Ισραήλ». Αμέσως θεραπεύτηκε η Σαλώμη, και βγήκε συγχωρημένη απο το σπήλαιο. Και τότε φωνή ακούστηκε να λέει: «Σαλώμη, Σαλώμη, μην αναγγείλεις όσα παράδοξα είδες, μέχρι να μπει το παιδί στα Ιεροσόλυμα».


21. 1. Και να ο Ιωσήφ ετοιμάστηκε να φύγει προς την Ιουδαία και θορυβος ξέσπασε στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας· ήλθαν μάγοι ρωτώντας: «Πού βρίσκεται ο νεογέννητος βασιλιάς των Ιουδαίων; Είδαμε το αστέρι Του να ανατέλλει στην ανατολή και ήρθαμε να Τον προσκυνήσουμε». 2. Όταν το άκουσε ο Ηρώδης, ταράχτηκε και έστειλε υπηρέτες στους μάγους. Έστειλε και κάλεσε τους αρχιερείς και τους ανέκρινε ρωτώντας: «Πώς αναφέρονται τα σχετικά με τον Χριστό; Πού γεννιέται;» Εκείνοι απάντησαν: «Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, έτσι έχει γραφτεί». Αφού τους απέλυσε, ανέκρινε τους μάγους ρωτώντας: «Τι σημάδι είδατε για το γεννημένο βασιλιά;» Οι μάγοι απάντησαν: «Είδαμε ένα υπερμεγέθη αστέρα που έλαμψε και συσκότισε τους υπολοίπους, ώστε να μην φαίνονται· έτσι εμείς αντιληφθήκαμε ότι γεννήθηκε βασιλιάς στον Ισραήλ και ήλθαμε να τον προσκυνήσουμε». Είπε τότε ο Ηρώδης: «Πηγαίνετε και αναζητήστε τον και αν τον βρείτε, ειδοποιήστε και εμένα, για να τον προσκυνήσω». 3. Έφυγαν οι μάγοι και να ο αστέρας που είχαν δει στην ανατολή, τους οδηγούσε έως οτου έφτασαν στο σπήλαιο, και στάθηκε στην κορυφή του. Είδαν τότε οι μάγοι το παιδί με τη μητέρα Του και έβγαλαν από τους σάκκους τους χρυσό, λίβανο και σμύρνα. 4. Αφού οι μάγοι πήραν οδηγίες από άγγελο να μην μπούνε στην Ιουδαία, απο άλλο δρόμο πορεύτηκαν για την πατρίδα τους.


22. 1. Όταν κατάλαβε ο Ηρώδης οτι τον ξεγέλασαν οι μάγοι, οργίστηκε και έστειλε φονιάδες παραγγέλνοντας τους: «Σκοτώστε τα βρέφη απο δύο χρονών και κάτω». 2. Όταν άκουσε η Μαριάμ ότι σκοτώνονν τα βρέφη, φοβισμένη πήρε το παιδί, το σπαργάνωσε και το έκρυψε σε ένα παχνί βοδιών. 3. Η δε Ελισάβετ όταν πληροφορήθηκε ότι ψάχνονν τον Ιωάννη, τον άρπαξε και κατευθύνθηκε προς την ορεινή περιοχή, ψάχνοντας χώρο για να τον κρυψει, αλλά χώρος για κρύψιμο δεν υπήρχε. Αναστέναξε τότε η Ελισάβετ με δυνατή φωνή και είπε: «Όρος Θεού δέξου τη μητέρα με το παιδί της». Και επειδή η Ελισάβετ δεν μπορούσε να ανέβει, αμέσως σχίστηκε το όρος και την δέχτηκε. Υπήρχε φως που τους φώτιζε, γιατί άγγελος Κυρίου ήταν μαζί τους και τους προστάτευε.


23. 1. Ο Ηρώδης έψαχνε τον Ιωάννη και έστειλε υπηρέτες στον Ζαχαρία ρωτώντας: «Πού έκρυψες τον γιο σου; «Αυτός τους αποκρίθηκε: «Εγώ είμαι λειτουργός του Θεού και βρίσκομαι στο Ναό του Κυρίου, δεν ξέρω που είναι ο γιος μου». 2. Έφυγαν οι υπηρέτες και ανακοίνωσαν στον Ηρώδη όλα αυτά. Οργισμένος ο Ηρώδης είπε: «Ο γιος του θα βασιλέψει στο Ισραήλ». Έστειλε πάλι υπηρέτες σε αυτόν ρωτώντας: «Πες την αλήθεια, που είναι ο γιος σου; Γνωρίζεις καλά ότι η ζωή σου είναι στα χέρια μου». 3. Και είπε ο Ζαχαρίας: «Μάρτυρας του Θεού θα γίνω αν χύσεις το αίμα μου, γιατί την ψυχή μου θα τη δεχτεί ο Δεσπότης, αφού αίμα αθώο χύνεις στα πρόθυρα του Ναού του Κυρίου». Στο γλυκοχάραμα σκότωσαν τον Ζαχαρία, οι υιοί όμως του Ισραήλ δεν γνώριζαν το φόνο.


24. 1. Αλλά την ώρα του ασπασμού έφυγαν οι ιερείς και δεν πήραν την ευλογία του Ζαχαρία συμφωνα με την τάξη. Στάθηκαν λοιπόν οι ιερείς περιμένοντας να ασπαστούν τον Ζαχαρία κατά την διάρκεια της προσευχής και να δοξάσουν τον Ύψιστο. 2. Αργούσε να φανεί και όλοι φοβήθηκαν, ένας μάλιστα από αυτούς τόλμησε και μπήκε, και είδε δίπλα στο θυσιαστήριο ξεραμένο αίμα και ακούστηκε μια φωνή να λέει: «Ο Ζαχαρίας φονεύτηκε και δεν θα εξαλειφθεί η μνήμη του φόνου, έως ότου έρθει αυτός που θα αποδώσει δικαιοσύνη». Όταν άκουσε αυτά φοβήθηκε, βγήκε έξω και ανήγγειλε τα συμβάντα στους ιερείς. 3. Τόλμησαν τότε και εισήλθαν και είδαν τι είχε γίνει, μέχρι και οι αψίδες του Ναού γέμισαν με τους εκκωφαντικούς θρήνους των ιερέων που ξέσχισαν τα ρούχα τους απο πάνω έως κάτω. Το σώμα του όμως δεν το βρήκαν παρά μόνο το αίμα του που είχε γίνει σαν πέτρα. Έντρομοι βγήκαν έξω και ανήγγειλαν στο λαό ότι ο Ζαχαρίας είχε φονευτεί. Το έμαθαν όλες οι φυλές του λαού, τον πένθησαν και τον θρήνησαν για τρία μερόνυκτα. 4. Μετά απο τρεις ημέρες συσκέφτηκαν οι ιερείς για τον αντικαταστάτη του και ο κλήρος έλαχε στον Συμεών. Αυτός είχε πληροφορηθεί από το άγιο Πνεύμα ότι δεν θα έβλεπε θάνατο έως ότου δει τον Μεσσία σαρκωμένο.


25. Εγώ ο Ιάκωβος που έγραψα την ιστορία αυτή στην Ιερουσαλήμ, όταν δημιουργήθηκε θόρυβος με το θάνατο του Ηρώδη, αποσύρθηκα στην έρημο ώσπου καταλάγιασε ο θόρυβος στην Ιερουσαλήμ, δοξάζοντας τον Δεσπότη Θεό που μου έδωσε τη χάρη και τη σοφία να συγγράψω αυτή την ιστορία. Ας είναι η χάρις σε όσους σέβονται τον Κύριο Ιησού Χριστό του οποίου η δόξα ας παρατείνεται στους αιώνες. 
Αμήν.

Πηγή: https://www.myriobiblos.gr/bible/apocrypha/iakovos.html

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 1η Ἰανουαρίου 2025

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΕΟΡΤΗΣ (Η ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ)
Πρὸς Κολασσαεῖς Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 8-12

Ἀδελφοί, βλέπετε μή τις ὑμᾶς ἔσται ὁ συλαγωγῶν διὰ τῆς φιλοσοφίας καὶ κενῆς ἀπάτης, κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν ἀνθρώπων, κατὰ τὰ στοιχεῖα τοῦ κόσμου καὶ οὐ κατὰ Χριστόν· ὅτι ἐν αὐτῷ κατοικεῖ πᾶν τὸ πλήρωμα τῆς Θεότητος σωματικῶς, καὶ ἐστὲ ἐν αὐτῷ πεπληρωμένοι, ὅς ἐστιν ἡ κεφαλὴ πάσης ἀρχῆς καὶ ἐξουσίας, ἐν ᾧ καὶ περιετμήθητε περιτομῇ ἀχειροποιήτῳ ἐν τῇ ἀπεκδύσει τοῦ σώματος τῶν ἁμαρτιῶν τῆς σαρκός, ἐν τῇ περιτομῇ τοῦ Χριστοῦ, συνταφέντες αὐτῷ ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐν ᾧ καὶ συνηγέρθητε διὰ τῆς πίστεως τῆς ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ τοῦ ἐγείραντος αὐτὸν ἐκ τῶν νεκρῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΕΟΡΤΗΣ (Η ΚΑΤΑ ΣΑΡΚΑ ΠΕΡΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
β΄ 20- 21, 40- 52

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ὑπέστρεψαν οἱ ποιμένες δοξάζοντες καὶ αἰνοῦντες τὸν Θεὸν ἐπὶ πᾶσιν οἷς ἤκουσαν καὶ εἶδον καθὼς ἐλαλήθη πρὸς αὐτούς. Καὶ ὅτε ἐπλήσθησαν ἡμέραι ὀκτὼ τοῦ περιτεμεῖν αὐτόν, καὶ ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτοῦ ᾽Ιησοῦς, τὸ κληθὲν ὑπὸ τοῦ ἀγγέλου πρὸ τοῦ συλληφθῆναι αὐτὸν ἐν τῇ κοιλίᾳ. Τὸ δὲ παιδίον ηὔξανε καὶ ἐκραταιοῦτο πληρούμενον σοφίᾳ, καὶ χάρις Θεοῦ ἦν ἐπ᾽ αὐτό. Καὶ ἐπορεύοντο οἱ γονεῖς αὐτοῦ κατ᾽ ἔτος εἰς ᾽Ιερουσαλὴμ τῇ ἑορτῇ τοῦ πάσχα. Καὶ ὅτε ἐγένετο ἐτῶν δώδεκα, ἀναβαινόντων αὐτῶν κατὰ τὸ ἔθος τῆς ἑορτῆς καὶ τελειωσάντων τὰς ἡμέρας, ἐν τῷ ὑποστρέφειν αὐτοὺς ὑπέμεινεν ᾽Ιησοῦς ὁ παῖς ἐν ᾽Ιερουσαλήμ, καὶ οὐκ ἔγνωσαν οἱ γονεῖς αὐτοῦ. Νομίσαντες δὲ αὐτὸν εἶναι ἐν τῇ συνοδίᾳ ἦλθον ἡμέρας ὁδὸν καὶ ἀνεζήτουν αὐτὸν ἐν τοῖς συγγενεῦσιν καὶ τοῖς γνωστοῖς,καὶ μὴ εὑρόντες ὑπέστρεψαν εἰς ᾽Ιερουσαλὴμ ἀναζητοῦντες αὐτόν. Καὶ ἐγένετο μετὰ ἡμέρας τρεῖς εὗρον αὐτὸν ἐν τῷ ἱερῷ καθεζόμενον ἐν μέσῳ τῶν διδασκάλων καὶ ἀκούοντα αὐτῶν καὶ ἐπερωτῶντα αὐτούς·ἐξίσταντο δὲ πάντες οἱ ἀκούοντες αὐτοῦ ἐπὶ τῇ συνέσει καὶ ταῖς ἀποκρίσεσιν αὐτοῦ. Καὶ ἰδόντες αὐτὸν ἐξεπλάγησαν, καὶ πρὸς αὐτὸν ἡ μήτηρ αὐτοῦ εἶπεν· Τέκνον, τί ἐποίησας ἡμῖν οὕτως; ἰδοὺ ὁ πατήρ σου κἀγὼ ὀδυνώμενοι ἐζητοῦμέν σε. Καὶ εἶπεν πρὸς αὐτούς· Τί ὅτι ἐζητεῖτέ με; οὐκ ᾔδειτε ὅτι ἐν τοῖς τοῦ πατρός μου δεῖ εἶναί με;καὶ αὐτοὶ οὐ ᾔ συνῆκαν τὸ ῥῆμα ὃ ἐλάλησεν αὐτοῖς. Καὶ κατέβη μετ᾽ αὐτῶν καὶ ἦλθεν εἰς Ναζαρέτ, καὶ ἦν ὑποτασσόμενος αὐτοῖς. Ἡ δὲ μήτηρ αὐτοῦ διετήρει πάντα τὰ ῥήματα ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς. Καὶ ᾽Ιησοῦς προέκοπτεν σοφίᾳ καὶ ἡλικίᾳ καὶ χάριτι παρὰ Θεῷ καὶ ἀνθρώποις.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Εορτή της Περιτομής του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και μνήμη του Μεγάλου Βασιλείου: Συλλογή ομιλιών και κειμένων

Η Περιτομή του Κυρίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '
Η Περιτομή του Κυρίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Ἀπολυτίκιο Περιτομῆς τοῦ Κυρίου
Ἦχος α’
Μορφὴν ἀναλλοιώτως ἀνθρωπίνην προσέλαβες, Θεὸς ὢν κατ’ οὐσίαν, πολυεύσπλαγχνε Κύριε• καὶ Νόμον ἐκπληρῶν, περιτομήν, θελήσει καταδέχῃ σαρκικήν, ὅπως παύσῃς τὰ σκιώδη, καὶ περιέλῃς τὸ κάλυμμα τῶν παθῶν ἡμῶν. Δόξα τῇ ἀγαθότητι τῇ σῇ, δόξᾳ τῇ εὐσπλαγχνίᾳ σου, δόξα τῇ ἀνεκφράστῳ Λόγε συγκαταβάσει σου.


Ἀπολυτίκιο Μεγάλου Βασιλείου
Ἦχος α΄
Εἰς πᾶσαν τὴν γῆν ἐξῆλθεν ὁ φθόγγος σου, ὡς δεξαμένην τὸν λόγον σου• δι’ οὗ θεοπρεπῶς ἐδογμάτισας, τὴν φύσιν τῶν ὄντων ἐτράνωσας, τὰ τῶν ἀνθρώπων ἤθη κατεκόσμησας. Βασίλειον ἱεράτευμα, Πάτερ Ὅσιε• πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.