Ο πατήρ Νικηφόρος (κατά κόσμο Νικόλαος Τζανακάκης) γεννήθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό των Χανίων, στο Σηρικάρι, καστανοχώρι στα δυτικά του Νομού με υγιεινό κλίμα, με όμορφα δάση, πλούσια νερά, φαράγγια και σπήλαια. Το χωριό αυτό έχει μια ιδιομορφία που δεν την συναντούμε συχνά: είναι χωρισμένο σε ένδεκα γειτονιές, οι οποίες πήραν και το όνομα τους από τις οικογένειες που πρωτοκατοίκησαν εκεί.
Έτσι ο Άγιος μας γεννήθηκε στην γειτονιά των Κωστογιάννηδων. Οι γονείς του ήταν απλοί και ευλαβείς χωρικοί, οι οποίοι ενώ ακόμη ήταν μικρό παιδί πέθαναν και τον άφησαν ορφανό. Έτσι, σε ηλικία 13 ετών, έφυγε από το σπίτι του. Ο παππούς του που είχε αναλάβει να τον μεγαλώσει τον πήγε στα Χανιά να εργαστεί εκεί σ’ ένα κουρείο για να μάθει την δουλειά. Τότε εμφάνισε και τα πρώτα σημεία της νόσου του Χάνσεν δηλ. την λέπρα. Εκείνη την εποχή, τους λεπρούς τους απομόνωναν στο νησί Σπιναλόγκα, διότι η λέπρα ως μεταδοτική αρρώστια αντιμετωπίζονταν με φόβο και αποτροπιασμό.
Ο Νικόλαος όταν έγινε 16 ετών και όταν τα σημάδια της νόσου άρχισαν να γίνονται πιο εμφανή, για να αποφύγει τον εγκλεισμό του στην Σπιναλόγκα έφυγε με κάποιο καράβι για την Αίγυπτο. Εκεί έμενε εργαζόμενος στην Αλεξάνδρεια, πάλι σ’ ένα κουρείο, όμως τα σημάδια της νόσου γίνονταν όλο και πιο εμφανή, ιδίως στα χέρια και στο πρόσωπο. Γι’ αυτό με την μεσολάβηση ενός κληρικού κατέφυγε στην Χίο, όπου υπήρχε τότε ένα λεπροκομείο, στο όποιο ήταν ιερεύς ο πατήρ Άνθιμος Βαγιανός, ο μετέπειτα Άγιος Άνθιμος.
Ο Νικόλαος έφτασε στη Χίο το 1914 σε ηλικία 24 ετών. Στο λεπροκομείο της Χίου, που ήταν ένα συγκρότημα με πολλά ομοιόμορφα σπιτάκια, υπήρχε το εκκλησάκι του Άγιου Λαζάρου, όπου φυλάσσονταν η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Υπακοής. Σ’ αυτόν τον χώρο άνοιξε το στάδιο των αρετών για τον Νικόλαο. Μέσα σε 2 χρόνια ο Άγιος Άνθιμος τον έκρινε έτοιμο για το αγγελικό σχήμα και τον έκειρε μοναχό με το όνομα Νικηφόρο. Η νόσος προχωρούσε και εξελίσσονταν και ελλείψει καταλλήλων φαρμάκων, επέφερε πολλές και μεγάλες αλλοιώσεις (το φάρμακο βρέθηκε αργότερα το 1947).
Ο π. Νικηφόρος ζούσε με αδιάκριτη, γνήσια υπακοή, με νηστεία αυστηρή, εργαζόμενος στους κήπους. Μάλιστα κατέγραψε σε ένα κατάλογο και τα θαύματα του Άγιου Ανθίμου, τα όποια είχε δει «ιδίοις όμμασιν» (πολλά αφορούσαν θεραπείες δαιμονιζόμενων).
Υπήρχε μια ιδιαίτερη πνευματική σχέση του Άγιου Άνθιμου με τον μοναχό Νικηφόρο, ο οποίος «ουδέ εν βήμα εμάκρυνεν απ’ αυτού», όπως αναφέρει ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης στο βιβλίο του «Ο Άγιος Άνθιμος της Χίου». Ο π. Νικηφόρος προσευχόταν τη νύχτα ώρες ατελείωτες, κάνοντας μετάνοιες αμέτρητες, δεν είχε λογοφέρει με κανένα ούτε χάλασε την καρδιά κάποιου κι ήταν ο κύριος ψάλτης του ναού. Εξ αιτίας της ασθενείας του όμως, σιγά-σιγά έχασε το φως του κι έτσι έψαλλε τα περισσότερα τροπάρια και απήγγειλε τους Αποστόλους από στήθους.
Το 1957 έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου και τους εναπομείναντες ασθενείς μαζί με τον πατέρα Νικηφόρο τους έστειλαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, στο Αιγάλεω. Την εποχή εκείνη ο πατήρ Νικηφόρος ήταν περίπου 67 ετών. Τα μέλη του και τα μάτια του είχαν τελείως αλλοιωθεί και παραμορφωθεί από την νόσο.
Εκεί, στον αντιλεπρικό σταθμό ζούσε και ο πατήρ Ευμένιος, ο οποίος είχε κι αυτός προσβληθεί από την νόσο του Χάνσεν, αλλά με την επιτυχή φαρμακευτική αγωγή θεραπεύτηκε τελείως. Απεφάσισε όμως να μείνει όλο το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στον αντιλεπρικό σταθμό κοντά στους συνασθενείς του, τους οποίους φρόντιζε με πολλή αγάπη. Έτσι έγινε και υποτακτικός στον πατέρα Νικηφόρο, στον οποίο ως ανταμοιβή της υπομονής του ο Κύριος του είχε δώσει πολλά χαρίσματα. Πλήθος κόσμου συνέρρεε στο ταπεινό κελλάκι του λεπρού μοναχού Νικηφόρου, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, για να πάρει την ευχή του. Παραθέτομε μερικές μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν:
«Ενώ ο ίδιος του ήταν κατάκοιτος, με πληγές και πόνους, δεν γόγγυζε αλλά έδειχνε μεγάλη καρτερία». «Είχε το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων.Τα μάτια του ήταν μονίμως ερεθισμένα, η όραση του ελαχίστη, είχε αγκυλώσεις στα χέρια και παράλυση στα κάτω άκρα. Παρ’ όλα αυτά ήταν γλυκύτατος, μειλίχιος, χαμογελαστός, διηγείτο χαριτωμένα περιστατικά, ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος.» « Το πρόσωπο του, που ήταν φαγωμένο από τα στίγματα της ασθένειας, και τις πληγές, έλαμπε κι έπαιρναν χαρά όσοι τον έβλεπαν αυτόν τον πάμπτωχο και φαινομενικά ασθενή άνθρωπο που έλεγε: Ας είναι δοξασμένο το άγιο Όνομα Του».
Σε ηλικία 74 ετών, στις 4 Ιανουαρίου του 1964, κοιμήθηκε ο πατήρ Νικηφόρος. Μετά την εκταφή, τα άγια του λείψανα ευωδίαζαν. Ο πατήρ Ευμένιος*, και άλλοι πιστοί ανέφεραν πολλές περιπτώσεις, όπου έγιναν θαύματα με την επίκληση των πρεσβειών προς τον Θεό, του πατρός Νικηφόρου. Λαμπρό παράδειγμα και πρότυπο για όλους μας ο βίος του Οσίου Νικηφόρου, ήταν ευάρεστος στο Θεό διότι υπέμεινε πολλά. Για το λόγο αυτό και έχουμε πολλές μαρτυρίες: ότι ο Άγιος μας είχε δεχθεί από το Πανάγιο Πνεύμα το χάρισμα της διορατικότητας καθώς και πλήθος άλλων χαρισμάτων. Χρειάζεται επίσης να σημειώσομε ότι πλείστα είναι τα θαύματα που είναι καταγραμμένα καθώς μέχρι και σήμερα ο άγιος δίδει απλόχερα βοήθεια σε όποιον έχει ανάγκη. Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλα πολλά θαυμαστά που δεν θα έχουν έρθει στην επιφάνεια.
3 Ιανουαρίου 1911 φεύγει από τη ζωή ο «άγιος των Ελληνικών γραμμάτων», ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η κάρα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη φυλάσσεται στον Ι. Ναό Γεννήσεως της Θεοτόκου Παναγίας της Λιμνιάς Σκιάθου.
***
Τα χριστιανικά «τέλη»του Παπαδιαμάντη..
…Την τρίτην ημέραν της ασθενείας του ελιποθύμισε. Όταν δε συνήλθε,
-«Τι μου συνέβη;» είπε.
-«Δεν είναι τίποτε, μια λιποθυμία μικρά», του είπον αι περιστοιχίζουσαι αυτόν τρεις αδελφαί του.
-«Τόσα έτη», λέγει ο Αλέξανδρος, «εγώ δεν ελιποθύμισα, δεν εννοείτε ότι αυτά είναι προοίμια του θανάτου μου;
-Φέρετε αμέσως τον παπά και μην αναβάλλετε».
Μετ’ ολίγον κληθέντες ήλθον συγχρόνως και ο ιερεύς και ο ιατρός. Ο Παπαδιαμάντης προ πάντων ήτο χριστιανός και χριστιανός ευσεβής. Μόλις λοιπόν είδε τον ιατρόν, είπε εις αυτόν:
-«Τι θέλεις εσύ εδώ;».
-«Ήρθα να σε ιδώ», του λέγει ο ιατρός.
-«Να ησυχάσης», του λέγει ο ασθενής.
-«Εγώ θα κάμω πρώτα τα εκκλησιαστικά (δηλ. θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του Θεού) και ύστερα ναρθής εσύ»
…Ο νους του μέχρι της τελευταίας του αναπνοής ήτο αφιερωμένος εις τον Θεόν. Μόνος του ολίγας ώρας πριν αποθάνη έστειλε να κληθή ο ιερεύς δια να κοινωνήση. «Ξεύρεις! μήπως αργότερα δεν καταπίνω!», έλεγε.
…Την εσπέραν της 2ας Ιανουαρίου, παραμονήν του θανάτου του, παρακάλεσε:
-«Ανάψτε ένα κηρί», είπε. «Φέρτε μου ένα βιβλίο» (εννοούσε Εκκλησιαστικό).
Το κηρίον ηνάφθη. Επρόκειτο δε να έλθη και το βιβλίον. Αλλά πάλιν αποκαμών ο Παπαδιαμάντης είπε: «Αφήστε το βιβλίο, απόψε θα ειπώ, όσα ενθυμούμαι απ’ όξω». Και ήρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά!
«Την χείρα σου την αψαμένην» (σημ. Είναι τούτον τροπάριον της ενάτης Ώρας της παραμονής των Φώτων). Αυτό ήτο και το τελευταίον ψάλσιμον του Παπαδιαμάντη, διότι την ιδίαν νύκτα κατά την 2αν μετά το μεσονύκτιον ώραν εξημέρωνε η 3η Ιανουαρίου παρέδωκεν την ψυχήν εις χείρας του Πλάστου.
“Είχα γνωριμία και φιλία με
τον αείμνηστο Παπαδιαμάντη.
Τον γνώρισα στο εκκλησάκι
του Προφήτου Ελισαίου.
Από αυτόν έμαθα να ψάλλω συνετά , με κατάνυξη, φόβο Θεού ,ταπεινά…
Όταν έψελνε ήταν σαν να βρισκόταν μπροστά στο φοβερό βήμα της δευτέρας παρουσίας του Χριστού.
Ο Παπαδιαμάντης αγαπούσε
το Θεό, αγρυπνούσε πρόθυμα, έψελνε, υμνούσε, ευλογούσε
το Θεό χαρμόσυνα.
Ήταν ακτήμων όπως οι
Άγιοι Απόστολοι.
Μισούσε τον πλούτο, ως επιβλαβή και μάταιο.
Θα μπορούσε να γίνει βαθύπλουτος, αλλά προτίμησε να μένει πάμπτωχος.
Ό,τι του έδιναν για τον κόπο
του το μοίραζε στους φτωχούς αδελφούς.
Πολλές φορές έμενε χωρίς χρήματα.
Δεύτερη ενδυμασία δεν είχε!
Εγύρισα όλα τα μοναστήρια
της Ελλάδας, του Αγίου Όρους, της Παλαιστίνης, του Σινά. Ακτήμονες σαν τον Παπαδιαμάντη, βρήκα λίγους”..
Έλεγεν ο Γερό – Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος, ο Γέροντας της Καλύβας “Εισόδια της Θεοτόκου” Γρηγόριος Ιερομόναχος, είχε υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο, Θεοφύλακτο ονομαζόμενον.
Ο Μοναχός Θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανείων, που γίνεται ο μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τις ευχές που ψάλλει η Εκκλησίας μας και τα οποία λένε: “Σήμερον αγιάζεται η φύσις των υδάτων….”, του φάνηκε κάπως περίεργο και όταν τελείωσε η τελετή, ρώτησε το Γέροντά του Παπα-Γρηγόρη: “Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς “Σήμερον αγιάζεται η φύσις των υδάτων…”, πώς γίνεται αυτό το πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της θαλάσσης;”
Ο Γέροντας του Παπα-Γρηγόρης σ’αυτά απάντησε: “Αδερφέ Θεοφύλακτε, ο Πανάγαθος Θεός, με τις προσευχές των ανθρώπων, που γίνονται με ταπείνωσι, από αδιάκριτη και ακλόνητη πίστι, με την επιφοίτησι της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ’αυτά τους πιστούς δούλους του.
Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο Βάπτισμα, και απαλλάσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από το προπαρτορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και έτσι βγαίνει από την Αγία Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος χριστιανός.
Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, που προσφέρει θυσία των χριστιανών ο ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, τα κάνει απο ψωμί – Σώμα και από κρασί – Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ’αυτά όταν άξιοι και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγησι τα παίρνουν, αγιάζονται και θεοποιούνται.
Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι αγαπητέ Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και η φύσι των υδάτων.
Ο Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το Γέροντα του και του είπε:
– Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι αυτό;
– Ναι αδερφέ, άκουσε και γι’αυτό: Όταν ο πρωτάγγελος Εωσφόρος, από την υπερηφάνειά του, ξέπεσε από τους ουρανούς και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της γής, εκεί που είναι τα τάρταρα του Άδη, τότε πέφτωντας αυτός, παρέσυρε με την πτώσι του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους, που κι αυτοί έγιναν όπως κι ο αρχηγός τους Δαίμονες.
Πέφτωντας αυτοί, οι πρώην Άγγελοι, από τους ουρανούς πρός τη γή και επειδή εξακολοθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ο μέγας Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους τους Αγγέλους και είπε: “Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού” και με τη φωνή αυτή συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν να πέφτουν.
Εκείνοι όμως που είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί που βρέθηκαν, άλλοι στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γή, κι έγιναν οι πειρασμοί και εξουσιαστές της γής, κι άλλοι στα ύδατα των ποταμών της γής και της θαλάσσης, όπου πειράζουν, δοκιμάζουν και πνίγουν τους διερχομένους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου “Απ’αρχής ο διάβολος ανθρωποκτόνος έστι” (Ιωάν. Η΄ 44).
Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινεν άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της θείας ενσάρκου Αυτού οικονομίας, με τη κάθοδο Του από τους ουρανούς αγιάσε τον αέρα, τη γή, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα “τα εν αυτοίς”, και με τον αγιασμόν και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος κατήργησε την δύναμι και την εξουσία του Σατανά που είχε, πριν να σαρκωθεί ο Δεσπότης Χριστός επάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ο αέρας, η γη και το νερό αγιάσθηκαν, από την παρουσία του Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.
Η ημέρα αυτή των Θεοφανείων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου γίνεται ο Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται η ανάμνησις της του Χριστού παρουσίας και της θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, που σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάστηκε ο ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ο οποίος με την επιφοίτησι του Αγίου Πνεύματος, που το έστειλε σαν ένα περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ’αυτό δείχνοντάς μας, το Χριστό, είπε: “Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός ενώ ηυδόκησα….” δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ο μονογενής, με τον οποίον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ’αυτόν και το Άγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον Αυτού να σωθεί ο κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με το άγιο Βάπτισμα.
Γλυκύτερο το νερό της θάλασσας
Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών που σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα σήμερα, να ιδείς πως το νερό είναι γλυκό και πίνεται.
Ο απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ’όλο τον κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα, η οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωσι και τυφλή υπακοή, πήρε νερό από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πως το νερό ήταν γλυκό και πίνονταν με ευχαρίστησι. Γέμισε το δοχείο του και γύρισε στο Γέροντά του, τον οποίον αφού ευχαρίστησε του έδωκε να πιεί κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και δόξασαν “τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις αγίοις αυτού” (Ψαλμ. ΞΖ΄ 36).
Πέρασαν περισσότερα απο τριάντα χρόνια, ο Γέροντας Παπα-Γρηγόρης, πλήρης ημερών, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Ο υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να παίρνει κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων, νερό από τη θάλασσσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό και πόσιμο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντά του, ο πάτερ Θεοφύλακτος, μετά την αγρυπνία των Θεοφανείων, όταν βγήκαν οι Πατέρες από το “Κυριακό” βλέπουν τον αδερφό Θεοφύλακτο να πηγαίνει περισσότερο κατώ από την Καλύβα που έμενε. Οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν: -Για που πηγαίνεις πάτερ Θεοφύλακτε; Δε θα πάς να ξεκουραστείς σπίτι σου;
Ο πάτερ Θεοφύλακτος για απάντησι, τους φανέρωσε το μέχρι άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πως δηλαδή την ημέρα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης γίνεται γλυκό και πίνεται.
Οι πατέρες, επειδή γνώριζαν πως ο αδερφός αυτός ήταν απλός και άκακος, δεν πίστεψαν τα λόγια του και τον ειρωνεύτηκαν. – Άϊντε καημένε να ξεκουραστείς και πάς μετά να μας φέρεις κι εμάς να πιούμε… θάλασσα! Ο πάτερ Θεοφύλακτος όμως δεν έδωκε καμία σημασία στα λόγια τους, πήγε στη θάλασσα ήπιε, όπως έκανε μέχρι τότε, νερό που ήταν γλυκό, γέμισε και το δοχείο του και το πήγε να πιούν και οι άλλοι Πατέρες.
Εκείνοι με ειρωνία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να πιούν, αλλά το μέχρι τότε κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία τους έγινε αλμυρώτερο και πικρότερο από το νερό της θάλασσας.
Τότε ο αδερφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πως επί τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντά του το γλυκύτατο και νοστιμώτατο, για την ημέρα εκείνη νερό της θαλάσσας. Και έτσι από την ημέρα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να γίνεται το θαύμα αυτό!
Η Γερόντισσα Μακαρία (κατά κόσμον Μαργαρίτα Δεσύπρη) γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1911 στο χωριό Φαλάταδο στη Τήνο. Όταν έγινε δεκαεννέα ετών πήρε την απόφαση να γίνει μοναχή.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πήγαινε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ και εκεί με περισσή αγάπη φρόντιζε τα παιδιά των κρατουμένων. Το 1945, επισκέφθηκε την τότε σταυροπηγιακή ανδρική μονή στο Όρος Αμώμων, όπου εκεί για αρκετά χρόνια διαβίωσε κάτω από δύσκολες συνθήκες. Ήταν τότε που η υγεία της δοκιμάστηκε πολλές φορές. Κοιμόταν στα ερείπια του μοναστηριού, χωρίς παράθυρα και σκεπάσματα και υπέμενε με κάθε δοκιμασία.
Από θεία παρόρμηση, διαμόρφωσε ένα κελάκι εκεί και άρχιζε να καθαρίζει τα ερείπια του παλαιού Ναού για να τον ανακατασκευάσει. Πολλές φορές διαλογιζόταν ότι σε εκείνα τα χώματα είχαν ζήσει κατά την πάροδο των αιώνων μοναχοί και προσευχόταν να γνωρίσει ή να της φανερωθεί κάποιος από αυτούς.
Μια φωνή, αρχικά σιγανή αλλά με τον καιρό δυνατότερη στην ψυχή της, της έλεγε: «Σκάψε και θα βρεις αυτό που επιθυμείς», μέχρι τη στιγμή που της είχε φανερωθεί ένα σημείο στο προαύλιο του μοναστηριού.
Στις 3 Ιανουαρίου 1950 μ.Χ. ανέθεσε σε εργάτη το σκάψιμο του συγκεκριμένου σημείου που της υποδείκνυε η ίδια η ψυχή της. Αν και ο εργάτης ήταν αρνητικός και ήθελε να σκάψει οπουδήποτε αλλού παρά σε αυτό το σημείο, τελικά, μετά από τις εκκλήσεις και τις προσευχές, ο εργάτης πείστηκε και ξεκίνησε να σκάβει.
Το σημείο είχε ένα μισογκρεμισμένο τζάκι, τοίχο και πράγματα που καταδείκνυαν ότι εκεί κάποτε υπήρχε κελί κάποιου μοναχού. Το πρώτο εύρημα, ένα κεφάλι. Μάλιστα, ο χώρος ανέδυε μια ευωδιά.
«Γονάτισα με ευλάβεια και ασπάστηκα το σκήνωμα του Αγίου και αισθάνθηκα βαθιά την έκταση του μαρτυρίου του. Η ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση, απέκτησα μεγάλο θησαυρό, και παίρνοντας το χώμα με προσοχή έβλεπα την αρμονία του σκηνώματός του, που, αν και τόσους αιώνες μέσα στη γη, δεν είχε αλλοιωθεί», έγραψε η Γερόντισσα Μακαρία περιγράφοντας τα όσα συνταρακτικά τής συνέβησαν.
Με προσοχή, η Ηγουμένη Γερόντισσα Μακαρία έβγαλε όλο το σκήνωμα και το τοποθέτησε σε μία θυρίδα που ήταν πάνω από τον τάφο. Ήταν φανερό ότι επρόκειτο για κληρικό καθώς το ράσο του είχε παραμείνει άθικτο.
Το βράδυ, διαβάζοντας τον εσπερινό, η Γερόντισσα Μακαρία άκουσε βήματα. Ο ήχος ερχόταν από τον τάφο, αντηχώντας έως την πόρτα της εκκλησίας. Εκεί τον πρωτοαντίκρισε. Ήταν ψηλός με μάτια μικρά στρογγυλά, με μακριά μαύρα γένια που έφταναν στο λαιμό, ντυμένος με τη μοναχική αμφίεση.
Στο ένα χέρι είχε μία φλόγα και με το άλλο ευλογούσε. Ζήτησε να τον βγάλουν από αυτήν τη θυρίδα που τον είχαν. Την επόμενη κιόλας μέρα η Ηγουμένη καθάρισε τα οστά και τα τοποθέτησε σε μια θυρίδα στο Ιερό του Ναού.
Το ίδιο βράδυ ο Άγιος φανερώθηκε στον ύπνο της, την ευχαρίστησε και της φανέρωσε και το όνομά του: Εφραίμ. Το λείψανο του Αγίου Εφραίμ φυλάσσεται εκεί από τότε και καθημερινά εκατοντάδες πιστών το επισκέπτονται ζητώντας από τον Άγιο την ευλογία και τη βοήθειά του. Ο Άγιος με τη χάρη του Θεού έχει κάνει χιλιάδες θαύματα.
Στον περίβολο της Μονής, και προστατευμένη από κτίσμα που κτίστηκε γύρω της, υπάρχει η μουριά πάνω στην οποία ο Άγιος Εφραίμ άφησε την τελευταία του πνοή.
Χωρίς οικονομικούς πόρους συντηρεί μέχρι το 1980 ορφανοτροφείο με περίπου 70 παιδιά σχολικής ηλικίας, στα οποία παρείχε στέγη, τροφή, ενδυμασία και παιδεία στοιχειώδους βαθμίδος, όσα δε πρόκοπταν στα γράμματα, τα έφτασε μέχρι των Ανωτάτων εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και σήμερα ομολογούν ότι τα «εχόρταινεν εκ του μηδενός».
Αν και δεν είχε Πανεπιστημιακή μόρφωση, προέβη σε έκδοση Πατρικών κειμένων, «Λόγοι ασκητικοί του Μεγάλου Βασιλείου» και σε σύνταξη Παρακλητικού Κανόνος και Ακολουθίας Χαιρετισμών προς τον Άγιόν της Εφραίμ, τον οποίον υπεραγαπούσε. Τα θαύματα δε του οποίου κατέγραφε και εξέδωσε σταδιακά σε δεκαέξι τόμους προς στήριξιν και ενδυνάμωση των πιστών.
Ο Κύριος της Δόξης επέτρεψε σε βαθύτατο γήρας στη Γερόντισσα Μακαρία να σηκώσει μεγάλο σταυρό. Τον σήκωσε με καρτερία και σιωπή.
Αντιμετώπισε την δοκιμασία με υπομονή, ως ευλογία του Θεού. Η τελευτή της υπήρξε απολύτως ήρεμη και οσιακή, άλλωστε την είχε προείπει προ 20ετιας και πλέον.
Η Αγία ψυχή της, ασφαλώς χειραγωγημένη από τον Άγιόν της Μεγαλομάρτυρα Εφραίμ, αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων επέταξε στους Ουρανούς, όπου και ανήκε. Ήταν Παρασκευή, εορτή του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοπόρου 23/4/1999.
Προφήτης Μαλαχίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Αγίου Προφήτου Μαλαχίου
O κλήσιν αυχών Aγγέλου Μαλαχίας,
Aυχεί μάλιστα, την μετ’ Aγγέλων στάσιν.
Eκ ρεθέων Μαλαχίου απέπτατο εν τρίτη ήτορ.
Προφήτης Μαλαχίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ο θείος Προφήτης εγεννήθη εκ φυλής Λευΐ, εν τόπω καλουμένω Σοφερώ, κατά τους χρόνους εκείνους, κατά τους οποίους εγύρισαν οι Εβραίοι εις Ιερουσαλήμ από την σκλαβίαν της Βαβυλώνος. Εις καιρόν δε οπού ήτον ακόμη νέος, απόκτησε πολιτείαν ενάρετον και αρίστην. Έλαβε δε το όνομα να λέγεται Μαλαχίας (το οποίον ελληνικά ερμηνεύεται Άγγελος) διά δύω αίτια. Ένα μεν, διατί ήτον ωραίος και ευπρεπής. Και άλλο δε, διατί όσα ο Προφήτης ούτος επροφήτευεν, ευθύς ελάμβανον την βεβαίωσιν διά μέσου θείου Aγγέλου, όστις έλεγε ταύτα εις αυτόν. Και τον μεν Άγγελον, δεν έβλεπον οι ανάξιοι, αλλά μόνον οι άξιοι. Την δε φωνήν αυτού, όλοι ήκουον, και οι άξιοι, και οι ανάξιοι. Ήκμασε δε κατά τον καιρόν του Έσδρα1 τετρακοσίους χρόνους προ του Χριστού. Ήτον δε ως είπομεν, εν τη νεότητι της ηλικίας του, ωραίος εις την όψιν. Eίχε το πρόσωπον, όχι στρογγυλόν, αλλά μακρόν. Και τας τρίχας συνεστραμμένας και κυκλοειδείς, και ωσάν κουρευμένας. Την δε κεφαλήν είχε πλατείαν και μεγάλην.
1. Ου καλώς δε γράφεται εις τους Συναξαριστάς, τόσον τον τετυπωμένον, όσον και τον χειρόγραφον, ότι ο Προφήτης ούτος ήτον κατά τους χρόνους της αναρχίας, ήτις ηκολούθησεν εν τω καιρώ των Κριτών. Ψευδέστατον γαρ τούτό εστι, έξω μόνον αν θέλη τινάς να νοήση αναρχίαν, την εις Βαβυλώνα αιχμαλωσίαν, ότε οι Εβραίοι αρχήν και βασιλείαν δεν είχον. Ότι δε ήτον εις τον καιρόν του Έσδρα, μαρτυρεί και ο Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά (σελ. σπδ΄). Όθεν και ο Ιερώνυμος υπέλαβεν, ότι ο Μαλαχίας ούτος είναι ο ίδιος Έσδρας, ως ένα τους δύω λογιζόμενος. Και ότι ωνομάσθη Μαλαχίας, ήτοι άγγελος, διά το προφητικόν χάρισμα, και διά το λαμπρόν και ακέραιον του βίου. Εν τέσσαρσι δε κεφαλαίοις η προφητεία αυτού διαιρείται, και πολλά κατηγορεί εν αυτοίς τους αθεμίτους γάμους. Ομοίως και τους ιερείς εκείνους, οπού αμελούν εις τας του Θεού διακονίας και λειτουργίας. Προφητεύει δε και διά την έλευσιν του Χριστού, και την έλευσιν του Θεσβίτου Ηλιού.
Σημείωσαι δε, ότι οι τρεις Προφήται, ο Αγγαίος, ο Ζαχαρίας, και ο Μαλαχίας ούτος, λέγονται Προφήται του δευτέρου Ναού. Επειδή και ήκμασαν, όταν έκτισεν ο Ζοροβάβελ τον δεύτερον Ναόν μετά την αιχμαλωσίαν της Βαβυλώνος. Επροφήτευσε δε ο Μαλαχίας ολίγους χρόνους μετά τον Αγγαίον και Ζαχαρίαν, τους διά της προτροπής αυτών πείσαντας τους Ιουδαίους ανακαινίσαι τον Ναόν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο Αγίου Γορδίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Aγίου Μάρτυρος Γορδίου1
Και τίς παρέλθη Γόρδιον τον οπλίτην,
Προς φρικτόν όπλον στερρόν άνδρα το ξίφος;
Μαρτύριο Αγίου Γορδίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως, εν έτει τιδ΄ [314], καταγόμενος από την Καισάρειαν της Καππαδοκίας, στρατηγός και πρώτος επάνω εις εκατόν στρατιώτας. Oύτος λοιπόν μη υποφέρωντας να βλέπη την παρρησίαν των ασεβών Ελλήνων, και να ακούη τας βλασφημίας, οπού έλεγον κατά του Χριστού, εμακρύνθη από την πόλιν. Και αναχωρήσας εις τα βουνά, ευρίσκετο με τα θηρία και άλογα ζώα. Eκεί λοιπόν ησυχάζωντας, άναψεν ο αοίδιμος από τον του Χριστού πόθον και έρωτα. Και ενδυναμωθείς υπό Θεού και θάρρος λαβών κατά της πλάνης των Ελλήνων, ώρμησεν από την έρημον εις την πόλιν, ωσάν δυνατόν λεοντάρι. Eμβαίνωντας δε μέσα εις το παζάρι και θέατρον, εκήρυξε τον Χριστόν. Όθεν με την θεωρίαν του εγύρισεν όλον το πλήθος των παρεστώτων εις τον εαυτόν του. Aλλά και αυτόν τον άρχοντα της πόλεως προκαθήμενον εκεί, τον εκατάπληξε με την παρρησίαν του. Όθεν εκείνος εις άκρον θυμόν κινηθείς, επρόσταξε και απέκοψαν την τιμίαν του κεφαλήν. Και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
Σημείωση
1. Τούτον τον Μάρτυρα Γόρδιον ετίμησε με εγκώμιον ο Μέγας Βασίλειος, ου η αρχή· «Νόμος εστί φύσεως». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)