Αρχική Blog Σελίδα 93

Ἐκκλησία Κύπρου – Πορεία Ζωῆς: Β΄ Ἀποστολικὴ Περιοδεία. Ἑδραίωση τῆς Ἐκκλησίας (3η Ἐκπομπή)

Β΄ Ἀποστολικὴ Περιοδεία στὴν Κύπρο.

Σειρὰ συνεντεύξεων τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴν ἐκπομπὴ «Ἐκκλησία Κύπρου – Πορεία Ζωῆς», τοῦ κ. Πέτρου Πρωτοπαπᾶ, σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, οἱ ὁποῖες πραγματοποιήθηκαν τὸ 2004 καὶ μεταδόθηκαν ἀπὸ τὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ “Λόγος”.

Όσιος Νικηφόρος ο Λεπρός (4/1)

ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ
Όσιος Νικηφόρος ο λεπρός

Ο πατήρ Νικηφόρος (κατά κόσμο Νικόλαος Τζανακάκης) γεννήθηκε σ’ ένα ορεινό χωριό των Χανίων, στο Σηρικάρι, καστανοχώρι στα δυτικά του Νομού με υγιεινό κλίμα, με όμορφα δάση, πλούσια νερά, φαράγγια και σπήλαια. Το χωριό αυτό έχει μια ιδιομορφία που δεν την συναντούμε συχνά: είναι χωρισμένο σε ένδεκα γειτονιές, οι οποίες πήραν και το όνομα τους από τις οικογένειες που πρωτοκατοίκησαν εκεί.

Έτσι ο Άγιος μας γεννήθηκε στην γειτονιά των Κωστογιάννηδων. Οι γονείς του ήταν απλοί και ευλαβείς χωρικοί, οι οποίοι ενώ ακόμη ήταν μικρό παιδί πέθαναν και τον άφησαν ορφανό. Έτσι, σε ηλικία 13 ετών, έφυγε από το σπίτι του. Ο παππούς του που είχε αναλάβει να τον μεγαλώσει τον πήγε στα Χανιά να εργαστεί εκεί σ’ ένα κουρείο για να μάθει την δουλειά. Τότε εμφάνισε και τα πρώτα σημεία της νόσου του Χάνσεν δηλ. την λέπρα. Εκείνη την εποχή, τους λεπρούς τους απομόνωναν στο νησί Σπιναλόγκα, διότι η λέπρα ως μεταδοτική αρρώστια αντιμετωπίζονταν με φόβο και αποτροπιασμό.
Ο Νικόλαος όταν έγινε 16 ετών και όταν τα σημάδια της νόσου άρχισαν να γίνονται πιο εμφανή, για να αποφύγει τον εγκλεισμό του στην Σπιναλόγκα έφυγε με κάποιο καράβι για την Αίγυπτο. Εκεί έμενε εργαζόμενος στην Αλεξάνδρεια, πάλι σ’ ένα κουρείο, όμως τα σημάδια της νόσου γίνονταν όλο και πιο εμφανή, ιδίως στα χέρια και στο πρόσωπο. Γι’ αυτό με την μεσολάβηση ενός κληρικού κατέφυγε στην Χίο, όπου υπήρχε τότε ένα λεπροκομείο, στο όποιο ήταν ιερεύς ο πατήρ Άνθιμος Βαγιανός, ο μετέπειτα Άγιος Άνθιμος.
 

Ο Νικόλαος έφτασε στη Χίο το 1914 σε ηλικία 24 ετών. Στο λεπροκομείο της Χίου, που ήταν ένα συγκρότημα με πολλά ομοιόμορφα σπιτάκια, υπήρχε το εκκλησάκι του Άγιου Λαζάρου, όπου φυλάσσονταν η θαυματουργός εικόνα της Παναγίας της Υπακοής. Σ’ αυτόν τον χώρο άνοιξε το στάδιο των αρετών για τον Νικόλαο. Μέσα σε 2 χρόνια ο Άγιος Άνθιμος τον έκρινε έτοιμο για το αγγελικό σχήμα και τον έκειρε μοναχό με το όνομα Νικηφόρο. Η νόσος προχωρούσε και εξελίσσονταν και ελλείψει καταλλήλων φαρμάκων, επέφερε πολλές και μεγάλες αλλοιώσεις (το φάρμακο βρέθηκε αργότερα το 1947).

Ο π. Νικηφόρος ζούσε με αδιάκριτη, γνήσια υπακοή, με νηστεία αυστηρή, εργαζόμενος στους κήπους. Μάλιστα κατέγραψε σε ένα κατάλογο και τα θαύματα του Άγιου Ανθίμου, τα όποια είχε δει «ιδίοις όμμασιν» (πολλά αφορούσαν θεραπείες δαιμονιζόμενων).
Υπήρχε μια ιδιαίτερη πνευματική σχέση του Άγιου Άνθιμου με τον μοναχό Νικηφόρο, ο οποίος «ουδέ εν βήμα εμάκρυνεν απ’ αυτού», όπως αναφέρει ο πατήρ Θεόκλητος Διονυσιάτης στο βιβλίο του «Ο Άγιος Άνθιμος της Χίου». Ο π. Νικηφόρος προσευχόταν τη νύχτα ώρες ατελείωτες, κάνοντας μετάνοιες αμέτρητες, δεν είχε λογοφέρει με κανένα ούτε χάλασε την καρδιά κάποιου κι ήταν ο κύριος ψάλτης του ναού. Εξ αιτίας της ασθενείας του όμως, σιγά-σιγά έχασε το φως του κι έτσι έψαλλε τα περισσότερα τροπάρια και απήγγειλε τους Αποστόλους από στήθους.
Το 1957 έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου και τους εναπομείναντες ασθενείς μαζί με τον πατέρα Νικηφόρο τους έστειλαν στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αγίας Βαρβάρας Αθηνών, στο Αιγάλεω. Την εποχή εκείνη ο πατήρ Νικηφόρος ήταν περίπου 67 ετών. Τα μέλη του και τα μάτια του είχαν τελείως αλλοιωθεί και παραμορφωθεί από την νόσο.
Εκεί, στον αντιλεπρικό σταθμό ζούσε και ο πατήρ Ευμένιος, ο οποίος είχε κι αυτός προσβληθεί από την νόσο του Χάνσεν, αλλά με την επιτυχή φαρμακευτική αγωγή θεραπεύτηκε τελείως. Απεφάσισε όμως να μείνει όλο το υπόλοιπο της ζωής του μέσα στον αντιλεπρικό σταθμό κοντά στους συνασθενείς του, τους οποίους φρόντιζε με πολλή αγάπη. Έτσι έγινε και υποτακτικός στον πατέρα Νικηφόρο, στον οποίο ως ανταμοιβή της υπομονής του ο Κύριος του είχε δώσει πολλά χαρίσματα. Πλήθος κόσμου συνέρρεε στο ταπεινό κελλάκι του λεπρού μοναχού Νικηφόρου, στην Αγία Βαρβάρα του Αιγάλεω, για να πάρει την ευχή του. Παραθέτομε μερικές μαρτυρίες όσων τον γνώρισαν:
«Ενώ ο ίδιος του ήταν κατάκοιτος, με πληγές και πόνους, δεν γόγγυζε αλλά έδειχνε μεγάλη καρτερία». «Είχε το χάρισμα της παρηγοριάς των θλιβομένων.Τα μάτια του ήταν μονίμως ερεθισμένα, η όραση του ελαχίστη, είχε αγκυλώσεις στα χέρια και παράλυση στα κάτω άκρα. Παρ’ όλα αυτά ήταν γλυκύτατος, μειλίχιος, χαμογελαστός, διηγείτο χαριτωμένα περιστατικά, ήταν ευχάριστος, αξιαγάπητος.» « Το πρόσωπο του, που ήταν φαγωμένο από τα στίγματα της ασθένειας, και τις πληγές, έλαμπε κι έπαιρναν χαρά όσοι τον έβλεπαν αυτόν τον πάμπτωχο και φαινομενικά ασθενή άνθρωπο που έλεγε: Ας είναι δοξασμένο το άγιο Όνομα Του».
Σε ηλικία 74 ετών, στις 4 Ιανουαρίου του 1964, κοιμήθηκε ο πατήρ Νικηφόρος. Μετά την εκταφή, τα άγια του λείψανα ευωδίαζαν. Ο πατήρ Ευμένιος*, και άλλοι πιστοί ανέφεραν πολλές περιπτώσεις, όπου έγιναν θαύματα με την επίκληση των πρεσβειών προς τον Θεό, του πατρός Νικηφόρου. Λαμπρό παράδειγμα και πρότυπο για όλους μας ο βίος του Οσίου Νικηφόρου, ήταν ευάρεστος στο Θεό διότι υπέμεινε πολλά. Για το λόγο αυτό και έχουμε πολλές μαρτυρίες: ότι ο Άγιος μας είχε δεχθεί από το Πανάγιο Πνεύμα το χάρισμα της διορατικότητας καθώς και πλήθος άλλων χαρισμάτων. Χρειάζεται επίσης να σημειώσομε ότι πλείστα είναι τα θαύματα που είναι καταγραμμένα καθώς μέχρι και σήμερα ο άγιος δίδει απλόχερα βοήθεια σε όποιον έχει ανάγκη. Σίγουρα θα υπάρχουν και άλλα πολλά θαυμαστά που δεν θα έχουν έρθει στην επιφάνεια.


ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟ ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ ΤΟΥ ΛΕΠΡΟΥ
Ἦχος α´
Νικηφόρου Ὁσίου, τοῦ λεπροῦ τὰ παλαίσματα,
καὶ τὴν ἐν ἀσκήσει ἀνδρείαν, κατεπλάγησαν Ἄγγελοι
ὡς ἄλλος γὰρ Ἰὼβ τὰ ἀλγεινά,
ὑπέμεινε δοξάζων τὸν Θεόν,
νῦν δὲ δόξῃ ἐστεφάνωται παρ᾽ Αὐτοῦ,
θαυμάτων διακρίσεσιν.
Χαίροις τῶν Μοναστῶν χειραγωγέ,
χαίροις φωτὸς ὁ μέτοχος•
χαίροις ὁ εὐωδίας χαρμονήν, προχέων ἐκ λειψάνων σου.

* 1. Περισσότερα για τον Άγιο Ευμένιο, πατήστε εδώ


   2. Σίμωνος μοναχού, «ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Ο ΛΕΠΡΟΣ ΤΗΣ ΚΑΡΤΕΡΙΑΣ ΑΘΛΗΤΗΣ ΛΑΜΠΡΟΣ», εκδ. «ΑΓ. ΣΤΕΦΑΝΟΣ», Αθήναι 2007


ΠΗΓΗ: imks.gr (Ι. Μητρ. Κισάμου και Σελίνου)

Κοίμησις τοῦ δικαίου Ἀλεξάνδρου τοῦ ἐκ τῆς νήσου Σκιάθου ὁρμωμένου, Παπαδιαμάντη δ’ ἐπικαλουμένου (3 Ἰανουαρίου 1911)

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

3 Ιανουαρίου 1911 φεύγει από τη ζωή ο  «άγιος των Ελληνικών γραμμάτων», ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Η κάρα του Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη φυλάσσεται στον Ι. Ναό Γεννήσεως της Θεοτόκου Παναγίας της Λιμνιάς Σκιάθου.

***

Τα χριστιανικά «τέλη»του Παπαδιαμάντη..

…Την τρίτην ημέραν της ασθενείας του ελιποθύμισε. Όταν δε συνήλθε,
-«Τι μου συνέβη;» είπε.
-«Δεν είναι τίποτε, μια λιποθυμία μικρά», του είπον αι περιστοιχίζουσαι αυτόν τρεις αδελφαί του.
-«Τόσα έτη», λέγει ο Αλέξανδρος, «εγώ δεν ελιποθύμισα, δεν εννοείτε ότι αυτά είναι προοίμια του θανάτου μου;
-Φέρετε αμέσως τον παπά και μην αναβάλλετε».

Μετ’ ολίγον κληθέντες ήλθον συγχρόνως και ο ιερεύς και ο ιατρός. Ο Παπαδιαμάντης προ πάντων ήτο χριστιανός και χριστιανός ευσεβής. Μόλις λοιπόν είδε τον ιατρόν, είπε εις αυτόν:

-«Τι θέλεις εσύ εδώ;».
-«Ήρθα να σε ιδώ», του λέγει ο ιατρός.
-«Να ησυχάσης», του λέγει ο ασθενής.
-«Εγώ θα κάμω πρώτα τα εκκλησιαστικά (δηλ. θα επικαλεσθώ την βοήθειαν του Θεού) και ύστερα ναρθής εσύ»

…Ο νους του μέχρι της τελευταίας του αναπνοής ήτο αφιερωμένος εις τον Θεόν. Μόνος του ολίγας ώρας πριν αποθάνη έστειλε να κληθή ο ιερεύς δια να κοινωνήση. «Ξεύρεις! μήπως αργότερα δεν καταπίνω!», έλεγε.

…Την εσπέραν της 2ας Ιανουαρίου, παραμονήν του θανάτου του, παρακάλεσε:
-«Ανάψτε ένα κηρί», είπε. «Φέρτε μου ένα βιβλίο» (εννοούσε Εκκλησιαστικό).

Το κηρίον ηνάφθη. Επρόκειτο δε να έλθη και το βιβλίον. Αλλά πάλιν αποκαμών ο Παπαδιαμάντης είπε: «Αφήστε το βιβλίο, απόψε θα ειπώ, όσα ενθυμούμαι απ’ όξω». Και ήρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά!
«Την χείρα σου την αψαμένην» (σημ. Είναι τούτον τροπάριον της ενάτης Ώρας της παραμονής των Φώτων). Αυτό ήτο και το τελευταίον ψάλσιμον του Παπαδιαμάντη, διότι την ιδίαν νύκτα κατά την 2αν μετά το μεσονύκτιον ώραν εξημέρωνε η 3η Ιανουαρίου παρέδωκεν την ψυχήν εις χείρας του Πλάστου.

***

Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ ἡ κοίμησις τοῦ δικαίου Ἀλεξάνδρου τοῦ ἐκ τῆς νήσου Σκιάθου ὁρμωμένου, Παπαδιαμάντη δ’ ἐπικαλουμένου (1911).

“Είχα γνωριμία και φιλία με
τον αείμνηστο Παπαδιαμάντη.
Τον γνώρισα στο εκκλησάκι
του Προφήτου Ελισαίου.

Από αυτόν έμαθα να ψάλλω συνετά , με κατάνυξη, φόβο Θεού ,ταπεινά…

Όταν έψελνε ήταν σαν να βρισκόταν μπροστά στο φοβερό βήμα της δευτέρας παρουσίας του Χριστού.
Ο Παπαδιαμάντης αγαπούσε
το Θεό, αγρυπνούσε πρόθυμα, έψελνε, υμνούσε, ευλογούσε
το Θεό χαρμόσυνα.

Ήταν ακτήμων όπως οι
Άγιοι Απόστολοι.
Μισούσε τον πλούτο, ως επιβλαβή και μάταιο.
Θα μπορούσε να γίνει βαθύπλουτος, αλλά προτίμησε να μένει πάμπτωχος.

Ό,τι του έδιναν για τον κόπο
του το μοίραζε στους φτωχούς αδελφούς.
Πολλές φορές έμενε χωρίς χρήματα.

Δεύτερη ενδυμασία δεν είχε!

Εγύρισα όλα τα μοναστήρια
της Ελλάδας, του Αγίου Όρους, της Παλαιστίνης, του Σινά. Ακτήμονες σαν τον Παπαδιαμάντη, βρήκα λίγους”..

Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος

***

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

† 3 Ιανουαρίου 1911 τό ξημέρωμα, ἐκοιμήθη ἐν Κυρίω ὁ κύρ Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ἀφού ἐκοινώνησε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, ἔχοντας στά χείλη τό δοξαστικόν τῆς Ένάτης Ώρας τῶν Θεοφανείων: «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην, τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου…».

Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς κηδείας του Άλέξανδρου Παπαδιαμάντη χιόνιζε, καὶ τὸ φέρετρο, ποὺ μεταφερόταν ξεσκέπαστο ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τῶν Τριῶν Ἱεραρχῶν στὰ Μνημούρια, στρώθηκε μὲ χιόνι, σὰν σάβανο. Τὴ συνθήκη αὐτὴ εἶχε περιγράψει ὁ ἴδιος στὸ διήγημα «Ὁ Ἔρωτας στὰ χιόνια», ὅπου ὁ μπαρμπα–Γιαννιός, ὁ ἥρωας τοῦ διηγήματος, πεθαίνει σαβανομένος ἀπὸ τὸ χιόνι!

“Ἄσπρο σινδόνι… νὰ μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στὸ μάτι τοῦ Θεοῦ… ν᾽ ἀσπρίσουν τὰ σωθικά μας… νὰ μὴν ἔχουμε κακὴ καρδιὰ μέσα μας…

{…} Καὶ ὁ μπαρμπα-Γιαννιὸς ἄσπρισεν ὅλος, κ᾽ ἐκοιμήθη ὑπὸ τὴν χιόνα, διὰ νὰ μὴ παρασταθῇ γυμνὸς καὶ τετραχηλισμένος, αὐτὸς καὶ ἡ ζωή του καὶ αἱ πράξεις του, ἐνώπιον τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.”

***

Ἀναμνήσεις Γέροντος Φιλοθέου Ζερβάκου ἀπὸ τὸν Ἅγιο Νικόλαο Πλανά, τὸν Ἀλέξανδρο Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη

«Κατὰ τὸ ἔτος 1905 ‐ 1907 ὑπηρετῶν εἰς τὰς τάξεις τοῦ στρατοῦ, ἐφοίτων εἰς τὴν Βυζαντινὴν Μουσικὴν Σχολὴν «Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνος»… Ὁ συμπατριώτης μου Ἰωάννης Ἀλεξάκης… ἡμέραν τινα λέγει μοι: «Νὰ ἔλθῃς εἰς τὸν μικρὸν ναὸν τοῦ Προφήτου Ἐλισσαίου, εἰς τὸν ὁποῖον γίνονται κατανυκτικαὶ ἀγρυπνίαι καὶ ψάλλουν βυζαντινὰ οἱ Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης καὶ ἄλλοι. Θὰ ὠφεληθῆς καὶ θὰ μάθης πολλὰ ἀναγκαῖα, χρήσιμα καὶ ὠφέλιμα διὰ τὴν ἱερὰν ὑμνωδίαν».

Μετέβην εἰς μίαν ἀγρυπνίαν καὶ τόσον πολὺ ηὐχαριστήθην καὶ κατενύγην, ὥστε συχνάκις καθ ̓ ὅλην τὴν ἑβδομάδα εἶχον εἰς τὸν νοῦν μου, πότε θὰ ἔλθη ἡ εὐλογημένη ὥρα νὰ ὑπάγω εἰς τὴν ἀγρυπνίαν∙ καὶ ὅτε ἤρχετο ἡ ὥρα, ἔτρεχον μὲ χαράν, ὥσπερ τρέχει ἡ ἔλαφος ἐπὶ τὰς πηγάς, διὰ νὰ πίω ἐκ τοῦ ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον καὶ ποτίσω, δροσίσω καὶ εὐφράνω τὴν διψῶσαν μου ψυχήν. Καὶ πράγματι ᾐσθανόμην δρόσον, εὐφροσύνην καὶ ἀγαλλίασιν πνευματικὴν καὶ μοῖ ἐφαινοντο εἰς τὸν λάρυγγά μου γλυκύτερα ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, οἱ ὕμνοι, αἱ δοξολογίαι, τὰ στιχηρά, τὰ ἰδιόμελα, οἱ κανόνες, τὰ κατανυκτικὰ τροπάρια, τὰ ὁποῖα ἔψαλλον οἱ ἀείμνηστοι καθηγηταὶ ἐξάδελφοι Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὄχι μὲ φωνὰς θυμελικὰς καὶ βοὰς ἀτάκτους καὶ ἀναρμόστους, ἀλλά, ὡς λέγει ὁ Δαβίδ, μὲ σύνεσιν, μὲ συναίσθησιν, μὲ φόβον καὶ τρόμον: «ψάλατε συνετῶς, ψάλατε τῷ Κυρίῳ ἐν φὸβῳ καὶ τρόμῳ».

Ὅταν ἔψαλλον οἱ δύο Ἀλέξανδροι Παπαδιαμάντης καὶ Μωραϊτίδης, ὁ εἷς δεξιὰ καὶ ὁ ἄλλος ἀριστερά, ἔψαλλον μὲ τόσην προσοχήν, ταπείνωσιν, κατάνυξιν καὶ συντριβὴν καρδίας, ποὺ ἐνόμιζες ὅτι προσηύχοντο, ὅτι ἵσταντο ἐνώπιον τοῦ ἀοράτως παρισταμένου καὶ πανταχοῦ παρόντος Παντοδυνάμου καὶ Παντοκράτορος Θεοῦ καὶ χωρὶς νὰ θέλῃ τις ἠλαύνετο ὁ νοῦς τοῦ ὥσπερ ὑπὸ μαγνήτου, ἐπρόσεχε, ᾐσθάνετο τὰ δρώμενα καὶ ἐνόμιζεν ὅτί εὐρίσκετο εἰς τὸν Ὁὐρανόν, ὡς ψάλλει ὁ ἱερὸς ὑμνωδός…

Εἰς τὰς ἀγρυπνίας ἐγνώρισα καὶ δύο ἱἐρεῖς τὸν παπα Ἀντώνιον, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγίου Νικολάου Πευκακίων, καὶ τὸν παπα ‐ Νικόλαον Πλάνᾶ, ἐφημέριον τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Ἁγ. Ἰωάννου Κυνηγοῦ∙ καὶ οἱ δύο ἀκούραστοι, πρόθυμοι εἰς τὰς ἀγρυπνίας, καλόκαρδοι. Ἐξαιρέτως δὲ ὁ περὶ οὗ ὁ λόγος παπα‐ Νικόλας Πλανᾶς ἦτο ἁπλοῦς, ἄκακος, πρᾶος, ἀκέραιος, ἀπόνηρος, ἀόργητος, ἀμνησίκακος, πάντοτε ἱλαρός, χαροποιός, γελαστός.

Ἔἰς τὸν παπα‐ Νικόλαον, ἐπειδὴ ἦτο ταπεινός, ἐπέβλεψεν ἐπ ̓ αὐτὸν ὁ Κύριος, ὡς λέγει ὁ σοφὸς παροιμιαστής: «ἐπὶ τίνα ἐπιβλέψω, λέγει Κύριος, εἰμὴ ἐπὶ τὸν πρᾶον καὶ ταπεινὸν τῇ καρδὶᾳ καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους∙» καὶ πάλιν: « ἐν καρδίαις πραέων ἀναπαύσεται πνεῦμα Κυρίου»∙ καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰ. Χριστὸς ἐν Εὐαγγελίοις μακαρίζει αὐτούς: «Μακάριοι οἱ πραεῖς ὅτί αὐτοὶ κληρονομήσουσι τὴν γῆν».

«Μέχρι σήμερον ποὺ ἔχουν παρέλθη 45 ἔτη, ὁσάκις ἀναπολήσω εἰς τὴν μνήμην μου τὸν Παπαδιαμάντη καὶ τὸν Μωραϊτίδην καὶ τὰς κατανυκτικὰς ἐκείνας ἀγρὺπνίας καὶ ἱερὰς μυσταγωγίας, τὰς ὁποίας ἐτέλουν ὁἱ ἀείμνηστοι π. Ἀντώνιος καὶ ὁ ἁπλοῦς καὶ ἀκέραιος καὶ ταπεινὸς τῇ κὰρδίᾳ παπα- Νικόλαος ὁ Πλανᾶς, μοῖ φαίνεται ὡσὰν νὰ ἀκούω τὴν ἱἐρὰν ἐκείνην ὑμνωδίαν, ἡ ὁποία ὡμοίαζε ὡσὰν ὑμνωδία ἀγγελικὴ καὶ προσευχὴ κατανυκτική. Δὲν θὰ λησμονήσω τὴν εὐλάβειαν καὶ προσοχὴν μὲ τὴν ὁποίαν ἔψαλλον οἱ ἀείμνηστοι διδάσκαλοι Μωραϊτίδης καὶ Παπαδιαμάντης, μὲ τὴν σιγανὴν καὶ ταπεινὴν φωνήν των. Ἐφαίνοντο ὄχι ὅτι ἔψαλλον, ἀλλ’ ὅτι προσηύχοντο καὶ συνωμίλουν μὲ τὸν Θέόν.

Ὁ δὲ Παπαδιαμάντης, ὅταν ἔψαλλε τὰ τροπάρια τῆς Δευτέρας Παρουσίας: «Ὅταν μέλλεις ἔρχεσθαι κρίσιν δικαίαν ποιῆσαι, Κριτὰ δικαιότατε… Ὅταν τίθωνται θρόνοι καὶ ἀνοίγωνται βίβλοι, καὶ Θεὸς εἰς κρίσιν καθέζηται… Ἐννοῶ τὴν ἡμέραν ἐκείνην καὶ τὴν ὧραν, ὅταν μέλλομεν πάντες, γυμνοὶ καὶ ὡς κατάκριτοι τῷ ἀδεκάστῳ Κριτῇ παρίστασθαι…» τὰ ἔψαλλε μὲ τοιαύτην συναίσθησιν καὶ φόβον, ὥστε ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ ἵστατο ἔμπροσθεν τοῦ φοβεροῦ Κριτηρίου. Ὅταν δὲ ἔψαλλε τὰ τοῦ Παραδείσου τροπάρια, ἐφαίνετο ὡσὰν νὰ ἐξίστατο καὶ ἡρπάζετο ὡς εἰς Παράδεισον. Ὡσαύτως, ὅταν ἔψαλλε τὰ Ἀναστάσιμα τροπάρια καὶ κανόνας, ἐφαίνετο ὡς χαίρων καὶ ἀλλόμενος, καθὼς ὁ Θεοπάτωρ Δαυΐδ «πρὸ τῆς σκιώδου Κιβωτοῦ ἥλατο σκιρτῶν».

«Ἐπειδὴ δὲ ἔψαλλον (ὁ Παπαδιαμάντης καὶ ὁ Μωραϊτίδης) μετὰ συνέσεως καὶ εὐλαβείας, δὲν ἐπέτρεπον εἰς ψάλτας ποὺ ἤρχοντο διὰ νὰ ψάλωσι εἰς τὰς ἀγρυπνίας, ἐὰν καὶ ἐκεῖνοι δὲν ἔψαλλον συνετῶς καὶ μετεχειρίζοντο ὄχι τὰς φυσικάς των φωνάς, ἀλλὰ θυμελικάς, προσποιητὰς καὶ ἀτάκτους φωνάς. Ὁ δὲ Παπαδιαμάντης, ὅστις ἦτο καὶ εὐέξαπτος, τοὺς ἐδίωκε. Φύγετε, τοὺς ἔλεγε, ἐδῶ εἶναι τόπος προσευχῆς. Πηγαίνετε νὰ τραγουδήσετε εἰς τὰ θέατρα. Πολλάκις καὶ ἐμὲ ὅστις ἤμην βοηθός του καὶ μαθητής, ὅταν ἔκανα καμμίαν παραφωνίαν ἢ παρατονίαν, μὲ ἐδίωκεν. Φύγε, μοῖ ἔλεγε, παῦσε, κλεῖσε τὸ στόμα σου, ἀπρόσεκτε. Ἐγὼ παρεμέριζα, ἀλλὰ γρήγορα τοῦ περνοῦσε ὁ θυμὸς καὶ πάλιν μὲ ἐκάλει. Κώστα, ἔλα νὰ ψάλης. Ἐγὼ ἐπειδὴ εἶχον ζῆλον νὰ μάθω, ἀμέσως ἔτρεχον καὶ ἔψαλλον.

Ἦτο δὲ τόσο ταπεινός, ὥστε πολλάκις μετὰ τὸ τέλος τῆς ἀγρύπνίας ἔμπροσθεν πολλῶν μοῖ ἐζήτει σύγχώρησιν. Κώστα, μοῖ ἔλεγεν (τοῦτο ἦτο τὸ κοσμικὸν μου ὄνομα), νὰ μὲ συγχωρέσης, διότι σὲ ἐλύπησα. Καὶ ἐγὼ τῷ ἔλεγον: – Ἐγὼ πταίω, διδάσκαλε, διότι εἶμαι ἀπρόσεκτος. Σὲ εὐχαριστῶ δέ, διότι μὲ τὰς παρατηρήσεις ποὺ μὸῦ κάμνεις γίνομαι προσεκτικώτερος καὶ μὲ τὰς ἐπιπλήξεις μὲ διδάσκεις τὴν ὑπομονὴν τῆς ὁποίας ἔχω ἀνάγκην.

Ὀμολογῶ, ὅτι ἀπὸ τὴν τάξιν ἐκείνην ἡ ὁποία παρετηρεῖτο εἰς τὸ ἐκκλησάκι ἐκεῖνο τοῦ προφήτου Ἐλισσαίου ἔλαβον μεγάλην ὠφέλειαν».

Γέροντας Φιλόθεος Ζερβάκος

***

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης: Η δίψα του Δαυΐδ
[Σχόλιον εἰς τὴν Π. Δ.] – 1905

Ἐκεῖνος ὅστις ὡμίλει οἰκείως πρὸς τὸν Θεὸν κ᾿ ἔλεγεν: «Ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου…», ἐκεῖνος ὅστις εἶπεν: «Ἐδίψησεν ἡ ψυχή μου πρὸς τὸν Θεόν, τὸν ἰσχυρόν, τὸν ζῶντα…», πολλὰ καὶ διάφορα εἴδη δίψης ἐδοκίμασεν, ὡς εἰκός, εἰς τὴν ζωήν του τὴν πολυκύμαντον· καὶ ὄχι ὀλιγώτερον διαφέρουσα εἶναι ἐκείνη ἡ δίψα, τὴν ὁποίαν ᾐσθάνθη ποτὲ ἐν καιρῷ πολέμου, ἐνῷ ὁ ἐχθρὸς κατεῖχεν ὅλην τὴν περίχωρον τῆς Βηθλεέμ, καὶ ἠπείλει τὰ Ἱεροσόλυμα.

Ὁ πλήρης ἀντιθέσεων χαρακτήρ, ὁ Βασιλεὺς ὁ θεόπνευστος, τοῦ ὁποίου ἡ «ἰδιοτροπία» ἡ τόσον συμπαθὴς ἐφάνη εἰς τὴν τραγικὴν ἐκείνην περιπέτειαν τοῦ βίου του, καθ᾿ ὃν χρόνον ἐν ἄκρᾳ ἀσιτίᾳ προσηύχετο νυχθημερόν, παρακαλῶν νὰ τοῦ χαρίσῃ ὁ Θεὸς τὴν ζωὴν τοῦ βρέφους, τοῦ ἐκ τῆς Βηρσαβεέ, ἐζήτησε δὲ παραδόξως νὰ τοῦ δώσωσι νὰ φάγῃ, εὐθὺς ὡς ἐνόησεν ἀπὸ τοὺς ψιθυρισμοὺς τῶν ὑπηρετῶν, ὅτι τὸ παιδίον εἶχεν ἀποθάνει, εἶχε δείξει καὶ ἄλλας «ἰδιοτροπίας» εἰς τὴν ζωήν του.

Μιᾷ τῶν ἡμερῶν, εἰς τὴν λιτανείαν τῆς Κιβωτοῦ τοῦ Κυρίου, ἐν μέσῳ ἀπείρου πλήθους ὑπηκόων του, ὁ ἔνθεος ψάλτης εὐηρεστήθη νὰ δείξῃ πῶς λησμονεῖ ὅτι εἶναι βασιλεύς, καὶ ἤρχισεν αἴφνης νὰ χορεύῃ καθ᾿ ὁδόν, κρούων τὴν κινύραν· εἰς δὲ τοὺς ὀνειδισμοὺς καὶ τὰς ἐπιπλήξεις τῆς πρώτης γυναικός του, τῆς θυγατρὸς τοῦ Σαούλ, μὲ ἄκραν ἁπλότητα ἀπήντησε: «Καὶ παίξομαι καὶ ὀρχήσομαι ἐνώπιον Κυρίου τοῦ Θεοῦ μου…». Εἰς ὅλην τὴν νεότητά του εἶχε καταδιωχθῆ ἀμειλίκτως ἀπὸ τὸ Σαούλ, τὸν πενθερόν του. Αὐτὸς τοῦ εἶχε χαρίσει δὶς τὴν ζωήν, ὅταν ἔπεσεν εἰς χεῖράς του, ἐκεῖνος, κατόπιν λυκοφιλίας καὶ συνδιαλλαγῆς, παρεσπόνδει κ᾿ ἐζήτει ἐπιμόνως τὸν θάνατόν του.

Εἰς ἕνα τῶν διωγμῶν τούτων, ὁ Δαυῒδ εἶχε ζητήσει σωτηρίαν εἰς πόλιν ἀλλοφύλων. Ὁ βασιλεὺς ὁ ἐθνικός, μαθὼν ὅτι ὁ νικητὴς τοῦ Γολιάθ, ὁ κεχρισμένος Βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ, εὑρίσκετο εἰς τὴν πόλιν του, διέταξε τοὺς ἰδίους αὐλικούς του νὰ τὸν θανατώσωσιν ἄνευ ἀναβολῆς. Τότε ὁ Δαυΐδ, ἐν τῇ ἀπελπισίᾳ, προσεποιήθη τὸν τρελόν, διὰ νὰ σωθῇ ἐκ τῆς καταδίκης.

Τὸ τέχνασμα ἐπέτυχε λαμπρῶς, κατὰ θείαν νεῦσιν, καὶ ὁ λυσσωδῶς καταδιωκόμενος γαμβρὸς τοῦ Σαοὺλ ἐπέζησε διὰ νὰ τὸν διαδεχθῇ εἰς τὴν βραχεῖαν ἐκείνου βασιλείαν, νὰ βασιλεύσῃ ἐνδόξως ἐπὶ τεσσαράκοντα ἔτη, νὰ γίνῃ θεοπάτωρ, καὶ νὰ ψάλῃ θεσπέσια προφητικὰ ᾄσματα εἰς τὴν θυγατέρα τοῦ Βασιλέως, τῆς ὁποίας εἶναι «πᾶσα ἡ δόξα ἔσωθεν, ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη καὶ πεποικιλμένη».

Τίς οἶδεν ἂν ὁ μέγιστος Ἄγγλος ποιητὴς δὲν ὠφελήθη ἀπὸ τὸ ὑπόδειγμα τοῦτο τῆς προσποιητῆς τρέλας ἑνὸς ἐπιδόξου βασιλέως, διὰ νὰ πλάσῃ τὸν τύπον τοῦ ἰδικοῦ του Δανοῦ βασιλόπαιδος; – Πλὴν ἂς ἔλθωμεν τώρα εἰς τὴν δίψαν τοῦ Δαυΐδ.
Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, μετὰ τὸν οἰκτρὸν θάνατον τοῦ Σαούλ, καὶ ἀφοῦ ὁ Δαυῒδ παρέλαβε τὴν βασιλείαν – ὅστις διεξήγαγε τροπαιοῦχος πλείστους κατὰ τῶν γειτόνων ἐθνῶν πολέμους – ἡ γενέτειρα τοῦ Προφητάνακτος πόλις Βηθλεὲμ καὶ τὰ πέριξ εἶχον καταληφθῆ ἀπὸ τοὺς ἀλλοφύλους ἐχθρούς. Μίαν ἡμέραν, ὁ Δαυΐδ, εἰς τὸ στρατόπεδόν του, ἀντικρὺ τῶν βράχων τῆς Σιών, καθήμενος εἰς τὰ πρόθυρα τῆς σκηνῆς του, προσέβλεπε σιωπηλὸς τὴν ὀρεινὴν χώραν τοῦ Ἰούδα.

Τὸ ὄμμα του προσηλώθη θολόν, καὶ σχεδὸν βλοσυρὸν πρὸς τὰ βουνὰ ἐκεῖνα. Οἱ στρατηγοὶ καὶ οἱ δορυφόροι του ἀνήσυχοι τὸν ἐκοίταζον, προσπαθοῦντες νὰ μαντεύσωσι τί ἆρα ἐσυλλογίζετο ὁ Βασιλεύς.

Αἴφνης ὁ Δαυῒδ ἔστρεψε βραδέως τὴν κεφαλήν, καὶ χωρὶς νὰ τείνῃ ἀπ᾿ εὐθείας πρὸς αὐτοὺς τὸ βλέμμα ἐστέναξε καὶ εἶπε μὲ φωνὴν μόλις ἀκουομένην:

– «Τίς δώῃ μοι πιεῖν ἀπὸ τῶν λάκκων τῆς Βηθλεέμ;»

Ὁ περιπαθὴς ψάλτης ἐνθυμεῖτο τὸν καιρόν, καθ᾿ ὃν ἦτο ἁπλοῦς βοσκός, ὄγδοος υἱὸς τοῦ πατρός του, βόσκων τὰ πρόβατα εἰς τὰ περίχωρα τῆς Βηθλεέμ. Οἱ ἀδελφοί του «καλοὶ καὶ μεγάλοι σφόδρα καὶ οὐκ εὐδόκησεν ἐν αὐτοῖς ὁ Κύριος». Αὐτὸν τὸν νεαρὸν καὶ μικρόσωμον, ἐξέλεξε μεταξὺ ὅλων ὁ Σαμουήλ, ὁ Βλέπων, διὰ νὰ τὸν χρίσῃ εἰς βασιλέα τοῦ Ἰσραήλ. Καὶ οἱ ἀδελφοί του τὸν παρέβλεπον, καὶ ὁ πατήρ του τὸν ἔκρυπτε, λέγων ἀφελῶς, ὅτι δὲν εἶχεν ἄλλον υἱόν, ἀφοῦ καὶ τοὺς ἑπτὰ τοὺς εἶχεν ἀπορρίψει ὁ ἀπεσταλμένος Κυρίου!

Ὁ τραγικὸς βασιλεὺς ἴσως νὰ ἐπόθει ὡς νοσταλγὸς τὴν ἐποχὴν ἐκείνην, καθ᾿ ἣν ἔβοσκε τὸ ποίμνιόν του εἰς τὰ περίχωρα τῆς Βηθλεέμ. Ἢ ἐπεθύμει ἆρα νὰ ἐμπνεύσῃ φρόνημα εἰς τοὺς στρατιώτας του, ὅπως ριφθῶσιν ἀποφασιστικοὶ εἰς τὸν κίνδυνον, καὶ ἐξώσωσι τὸ ταχύτερον τοὺς βεβήλους ἐχθροὺς ἀπὸ τὰ ἱερὰ ἐδάφη τῆς Βηθλεέμ;

Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ τοῦτο, δύο ἀνδρεῖοι νεανίαι, ἀκούσαντες τὸν πόθον τοῦ Βασιλέως, ἐξήγησαν κατὰ γράμμα τοὺς λόγους του καὶ λαβόντες δύο ἀσκούς, ἐρριψοκινδύνευσαν ἐν καιρῷ νυκτός, διέσχισαν τὰς προφυλακὰς τοῦ ἐχθροῦ, ἔφθασαν εἰς τὴν κοιλάδα τῆς Βηθλεέμ, ἐκεῖ ὅπου ἔβοσκε τὸ πάλαι ὁ θεόπνευστος βοσκὸς τὰ ποίμνια τοῦ πατρός του, κ᾿ ἐγέμισαν τοὺς ἀσκοὺς ἀπὸ τοὺς λάκκους τοῦ νεροῦ, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐπόθει νὰ πίῃ ὁ Βασιλεύς των. Ἔφθασαν ἀσφαλῶς εἰς τὸ στρατόπεδον, κ᾿ ἐπαρουσίασαν τοὺς δύο ἀσκοὺς πλήρεις εἰς τὴν σκηνήν, ὅπου διενυκτέρευεν ἐν προσευχῇ ὁ Προφητάναξ, αὐτοσχεδιάζων ἕνα ἐκ τῶν θεσπεσίων ψαλμῶν του. «Ὁ Θεός, ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω, ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου…»

Ἐδῶ πάλιν ἀπεδείχθη ἡ «ἰδιοτροπία» τοῦ Δαυΐδ. Ὁποία ὑψηλὴ καὶ εὐγενεστάτη, ἀλλ᾿ ἀκατάληπτος εἰς τὸ κοινὸν τῶν ἀνθρώπων, ἰδιοτροπία! Ὡς εἶδε τοὺς ἀσκοὺς πλήρεις ὕδατος, κ᾿ ἔμαθε τὸ τόλμημα τῶν δύο ἀνδρείων νεανίσκων δὲν ἠθέλησε νὰ πίῃ· ἀλλ᾿ ἐξέχεεν ὅλον τὸ ὕδωρ κατα- γῆς, εἰς σπονδὴν Κυρίῳ τῷ Θεῷ.

– «Οὐ μὴ πίω ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου, ὅτι ἐν αἵματι ψυχῆς ἀνδρῶν ἐστιν· ἀλλὰ σπείσομαι αὐτὸ Κυρίῳ τῷ Θεῷ μου».

Μεγάλη τόλμη θὰ ἦτο ἂν ἀπεπειρώμεθα ἡμεῖς νὰ γράψωμεν ἐκ μέρους μας καὶ μίαν λέξιν ὡς σχόλιον ἢ ἑρμηνείαν εἰς τὸ ὡραῖον τοῦτο καὶ τόσον ποιητικὸν ἐπεισόδιον. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ σήμερον ἔχομεν Φῶτα καὶ εἶναι ἡμέρα καθ᾿ ἣν ἁγιάζεται ἡ φύσις τῶν ὑδάτων, καθ᾿ ἣν ἡ Ἐκκλησία ἀνακαλεῖ τόσα θεσπέσια ρήματα ἐκ τῶν ψαλμῶν τοῦ Προφητάνακτος· «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων, ὁ Θεὸς τῆς δόξης ἐβρόντησε· Κύριος ἐπὶ ὑδάτων πολλῶν»· ἡμέρα καθ᾿ ἣν ὁ ἱερὸς ὑμνογράφος ἐπικαλεῖται τὴν παρουσίαν του· «Δαυῒδ πάρεσο πνεύματι τοῖς φωτιζομένοις· νῦν προσέλθετε ὧδε πρὸς Θεόν…», ἂς μᾶς ἐπιτραπῇ μόνον νὰ εἴπωμεν ὅτι τὸ γεγονὸς τῆς δίψης τοῦ Δαυῒδ εὐλόγως δύναται νὰ θεωρηθῇ ὡς μία συμβολικὴ πρόρρησις· ὅτι, ὅπως ὁ Δαυῒδ ἐδίψησε τὸ ὕδωρ ἐκεῖνο, ταχέως θὰ ἤρχετο χρόνος, ὁπότε ὅλη ἡ ἀνθρωπότης ἔμελλε νὰ διψήσῃ καὶ νὰ ποθήσῃ νὰ δροσισθῇ ἀπὸ τὰ νάματα τοῦ Ἰορδάνου, καὶ «ἀπὸ τῶν λάκκων τῆς Βηθλεέμ».

***

Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην, τὴν ἀκήρατον κορυφὴν τοῦ Δεσπότου,
Μεθ’ ἧς καὶ δακτύλῳ αὐτόν, ἡμῖν καθυπέδειξας,
Ἔπαρον ὑπὲρ ἡμῶν, Βαπτιστά, ὡς παρρησίαν ἔχων πολλήν·
Καὶ γὰρ μείζων τῶν Προφητῶν ἁπάντων, ὑπ’ αὐτοῦ μεμαρτύρησαι.
Τοὺς ὀφθαλμούς σου πάλιν δέ, τοὺς τὸ Πανάγιον Πνεῦμα κατιδόντας,
ὡς ἐν εἴδει περιστερᾶς κατελθόν,
Ἀναπέτασον πρὸς αὐτὸν Βαπτιστά, ἵλεων ἡμῖν ἀπεργασάμενος.
Καὶ δεῦρο στῆθι μεθ’ ἡμῶν, Ἐπισφραγίζων τὸν ὕμνον, καὶ προεξάρχων τῆς πανηγύρεως.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 3 Ἰανουαρίου 2025

ΜΕΓΑΛΕΣ ΩΡΕΣ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

ΩΡΑ ΠΡΩΤΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων
Κεφ. 13: 25-32

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις ὡς ἐπλήρου ὁ Ἰωάννης τὸν δρόμον ἔλεγε· Τίνα με ὑπονοεῖτε εἶναι, οὐκ, εἰμὶ ἐγώ, ἀλλ᾽ ἰδοὺ ἔρχεται μέτ᾽ ἐμέ, οὗ οὐκ εἰμὶ ἄξιος τὸ ὑπόδημα τῶν ποδῶν λῦσαι, Ἄνδρες ἀδελφοὶ υἱοὶ γένους Ἀβραάμ, καὶ οἱ ἐν ὑμῖν φοβούμενοι τὸν Θεόν, ὑμῖν ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης ἀπεστάλη. Οἱ γὰρ κατοικοῦντες ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ οἱ Ἄρχοντες αὐτῶν, τοῦτον ἀγνοήσαντες, καὶ τὰς φωνὰς τῶν Προφητῶν τὰς κατὰ πᾶν Σάββατον ἀναγιγνωσκομένας, κρίναντες ἐπλήρωσαν. Καὶ μηδεμίαν αἰτίαν θανάτου εὑρόντες, ᾐτήσαντο Πιλᾶτον ἀναιρεθῆναι αὐτόν. Ὡς δὲ ἐτέλεσαν ἅπαντα τὰ περὶ αὐτοῦ γεγραμμένα, καθελόντες ἀπὸ τοῦ ξύλου ἔθηκαν εἰς μνημεῖον, ὁ δὲ Θεὸς ἤγειρεν αὐτὸν ἐκ νεκρῶν. Ὃς ὤφθη ἐπὶ ἡμέρας πλείους τοῖς συναναβᾶσιν αὐτῷ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας εἰς Ἱερουσαλήμ, οἵτινες νῦν εἰσι μάρτυρες αὐτοῦ πρός τὸν λαόν. Καὶ ἡμεῖς ἡμᾶς εὐαγγελιζόμεθα τὴν πρὸς τοὺς Πατέρας ἐπαγγελίαν γενομένην. Ὅτι ταύτην ὁ Θεὸς ἐκπεπλήρωκε τοῖς τέκνοις αὐτῶν ἡμῖν, ἀναστήσας Ἰησοῦν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἐκ τοῦ κατά Ματθαῖον

Κεφ. 3: 1-6

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, παραγίνεται ᾿Ιωάννης ὁ Βαπτιστὴς, κηρύσσων ἐν τῇ ἐρήμῳ τῆς ᾿Ιουδαίας, καὶ λέγων· Μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Οὗτος γάρ ἐστιν ὁ ρηθεὶς ὑπὸ ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου λέγοντος· Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ. Αὐτὸς δὲ ὁ ᾿Ιωάννης εἶχε τὸ ἔνδυμα αὐτοῦ ἀπὸ τριχῶν καμήλου, καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ· ἡ δὲ τροφὴ αὐτοῦ ἦν ἀκρίδες καὶ μέλι ἄγριον. Τότε ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν ῾Ιεροσόλυμα, καὶ πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία, καὶ πᾶσα ἡ περίχωρος τοῦ ᾿Ιορδάνου· καὶ ἐβαπτίζοντο ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν.


ΩΡΑ ΤΡΙΤΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων
Κεφ. 19: 1-8

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο ἐν τῷ τὸν Ἀπολλὼ εἶναι ἐν Κορίνθῳ, Παῦλον διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη, ἐλθεῖν εἰς Ἔφεσον, καὶ εὑρὼν τινας μαθητάς, εἶπε πρὸς αὐτούς. Εἰ Πνεῦμα ἅγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· Ἀλλ᾽ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα ἅγιόν ἐστιν ἠκούσαμεν. Εἶπε δὲ πρὸς αὐτούς· Εἰς τὶ οὖν ἐβαπτίσθητε; οἱ δὲ εἶπον· Εἰς τὸ Ἰωάννου βάπτισμα. Εἶπε δὲ Παῦλος· Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων, εἰς τὸν ἐρχόμενον μέτ᾽ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τουτέστιν, εἰς τὸν Χριστὸν Ἰησοῦν. Ἀκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ. Καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας, ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπ᾽ αὐτούς, ἐλάλουν τε γλώσσαις καὶ προεφήτευον. Ἦσαν δὲ οἱ πάντες ἄνδρες ὡσεὶ δεκαδύω. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν συναγωγήν, ἐπαρρησιάζετο ἐπὶ μῆνας τρεῖς διαλεγόμενος, καὶ πείθων τὰ περὶ τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
Κεφ. 1: 1-8

Ἀρχὴ τοῦ Εὐαγγελίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ· ὡς γέγραπται ἐν τοῖς Προφήταις· ᾿Ιδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὸν Ἄγγελόν μου πρὸ προσώπου σου, ὃς κατασκευάσει τὴν ὁδόν σου ἔμπροσθέν σου. Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου, εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ. Ἐγένετο ᾿Ιωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ, καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. Καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα ἡ ᾿Ιουδαία χώρα καὶ οἱ ῾Ιεροσολυμῖται· καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ ᾿Ιορδάνῃ ποταμῷ ὑπ᾿ αὐτοῦ, ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. Ἦν δὲ ὁ ᾿Ιωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου, καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ, καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. Καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ὁ ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ. Ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι· αὐτὸς δὲ βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ.


ΩΡΑ ΕΚΤΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Πρὸς Ῥωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
Κεφ. 6: 3-11

Ἀδελφοί, ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθημεν, εἰς τὸν θάνατον αὐτοῦ ἐβαπτίσθημεν. Συνετάφημεν οὖν αὐτῷ διὰ τοῦ Βαπτίσματος εἰς τὸν θάνατον, ἵνα, ὥς περ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν, διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν. Εἰ γὰρ σύμφυτοι γεγόναμεν τῷ ὁμοιώματι τοῦ θανάτου αὐτοῦ, ἀλλὰ καὶ τῆς ἀναστάσεως ἐσόμεθα. Τοῦτο γινώσκοντες, ὅτι ὁ παλαιὸς ἡμῶν ἄνθρωπος συνεσταυρώθη, ἵνα καταργηθῇ τὸ σῶμα τῆς ἁμαρτίας, τοῦ μηκέτι δουλεύειν ἡμᾶς τῇ ἁμαρτίᾳ· ὁ γὰρ ἀποθανών, δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας. Εἰ δὲ ἀπεθάνομεν σὺν Χριστῷ, πιστεύομεν, ὅτι καὶ συζήσομεν αὐτῷ, Εἰδότες ὅτι Χριστὸς ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, οὐκ ἔτι ἀποθνῄσκει, θάνατος αὐτοῦ οὐκ ἔτι κυριεύει. Ὅ γὰρ ἀπέθανε τῇ ἁμαρτίᾳ, ἀπέθανεν ἐφάπαξ· ὃ δὲ ζῇ, ζῇ τῷ Θεῷ. Οὕτω καὶ ἡμεῖς λογίζεσθε ἑαυτούς, νεκροὺς μὲν εἶναι τῇ ἁμαρτίᾳ, ζῶντας δὲ τῷ Θεῷ, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἐκ τοῦ κατά Μάρκον
Κεφ. 1: 9-11

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦλθεν ὁ ᾿Ιησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ ᾿Ιωάννου εἰς τὸν ᾿Ιορδάνην. Καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος, εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς, καὶ τὸ Πνεῦμα ὡςεί περιστερὰν, καταβαῖνον ἐπ᾿ αὐτόν. Καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· Σὺ εἶ ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ ηὐδόκησα.


ΩΡΑ ΕΝΑΤΗ

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ
Πρὸς Τίτον Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
Κεφ. 2: 11-14, 3: 4-7

Τέκνον Τίτε, ἐπεφάνη ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, ἡ σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις, παιδεύουσα ἡμᾶς, ἵνα ἀρνησάμενοι τὴν ἀσέβειαν, καὶ τὰς κοσμικὰς ἐπιθυμίας, σωφρόνως καὶ δικαίως καὶ εὐσεβῶς ζήσωμεν ἐν τῷ νῦν αἰώνι. Προσδεχόμενοι τὴν μακαρίαν ἐλπίδα, καὶ ἐπιφάνειαν τῆς δόξης τοῦ μεγάλου Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας, καὶ καθαρίσῃ ἑαυτῷ λαὸν περιούσιον, ζηλωτὴν καλῶν ἔργων. Ὅτε δὲ ἡ χρηστότης καὶ ἡ φιλανθρωπία ἐπεφάνη τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Θεοῦ, οὐκ ἐξ ἔργων τῶν ἐν δικαιοσύνῃ, ὧν ἐποιήσαμεν ἡμεῖς, ἀλλὰ κατὰ τὸν αὐτοῦ ἔλεον ἔσωσεν ἡμᾶς, διὰ λουτροῦ παλιγγενεσίας, καὶ ἀνακαινώσεως Πνεύματος ἁγίου, οὗ ἐξέχεεν ἐφ᾽ ἡμᾶς πλουσίως, διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν, ἵνα δικαιωθέντες τῇ ἐκείνου χάριτι, κληρονόμοι γενώμεθα κατ᾽ ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Ἐκ τοῦ κατά Λουκᾶν
Κεφ. 3: 1-18

Ἐν ἔτει πεντεκαιδεκάτῳ τῆς ἡγεμονίας Τιβερίου Καίσαρος, ἡγεμονεύοντος Ποντίου Πιλάτου τῆς ᾿Ιουδαίας, καὶ τετραρχοῦντος τῆς ᾿Ιουδαίας ῾Ηρῴδου, Φιλίππου δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ τετραρχοῦντος τῆς ᾿Ιτουραίας καὶ Τραχωνίτιδος χώρας, καὶ Λυσανίου τῆς ᾿Αβιληνῆς τετραρχοῦντος, 3-2 ἐπ᾿ ἀρχιερέως ῎Αννα καὶ Καΐάφα, ἐγένενο ῥῆμα Θεοῦ ἐπὶ ᾿Ιωάννην τὸν τοῦ Ζαχαρίου υἱὸν, ἐν τῇ ἐρήμῳ. Καὶ ἦλθεν εἰς πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ ᾿Ιορδάνου, κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· ὡς γέγραπται ἐν βίβλῳ λόγων ῾Ησαΐου τοῦ προφήτου, λέγοντος· Φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ· ἑτοιμάσατε τὴν ὁδὸν Κυρίου· εὐθείας ποιεῖτε τὰς τρίβους αὐτοῦ· Πᾶσα φάραγξ πληρωθήσεται, καὶ πᾶν ὄρος καὶ βουνὸς ταπεινωθήσεται· καὶ ἔσται τὰ σκολιὰ εἰς εὐθεῖαν, καὶ αἱ τραχεῖαι εἰς ὁδοὺς λείας· καὶ ὄψεται πᾶσα σὰρξ τὸ σωτήριον τοῦ Θεοῦ. ῎Ελεγεν οὖν τοῖς ἐκπορευομένοις ὄχλοις βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ· Γεννήματα ἐχιδνῶν, τίς ὑπέδειξεν ὑμῖν φυγεῖν ἀπὸ τῆς μελλούσης ὀργῆς; ποιήσατε οὖν καρποὺς ἀξίους τῆς μετανοίας· καὶ μὴ ἄρξησθε λέγειν ἐν ἑαυτοῖς, Πατέρα ἔχομεν τὸν ᾿Αβραάμ· λέγω γὰρ ὑμῖν, ὅτι δύναται ὁ Θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ ᾿Αβραάμ. Ἤδη δὲ καὶ ἡ ἀξίνη πρὸς τὴν ῥίζαν τῶν δένδρων κεῖται· πᾶν οὖν δένδρον μὴ ποιοῦν καρπὸν καλὸν, ἐκκόπτεται, καὶ εἰς πῦρ βάλλεται. Καὶ ἐπηρώτων αὐτὸν οἱ ὄχλοι, λέγοντες· Τί οὖν ποιήσομεν; Ἀποκριθεὶς δὲ λέγει αυτοῖς· Ὁ ἔχων δύο χιτῶνας, μεταδότω τῷ μὴ ἔχοντι· καὶ ὁ ἔχων βρώματα, ὁμοίως ποιείτω. Ἦλθον δὲ καὶ τελῶναι βαπτισθῆναι ὑπ᾿ αὐτοῦ, καὶ εἶπον πρὸς αὐτόν· Διδάσκαλε, τί ποιήσομεν; Ὁ δὲ εἶπε πρὸς αὐτούς· Μηδὲν πλέον παρὰ τὸ διατεταγμένον ὑμῖν πράσσετε. Ἐπηρώτων δὲ αὐτὸν καὶ στρατευόμενοι, λέγοντες· Καὶ ἡμεῖς τί ποιήσομεν; Καὶ εἶπε πρὸς αὐτούς· μηδένα διασείσητε, μηδὲ συκοφαντήσητε· καὶ ἀρκεῖσθε τοῖς ὀψωνίοις ὑμῶν. Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ, καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ ᾿Ιωάννου, μή ποτε αὐτὸς εἴη ὁ Χριστός, ἀπεκρίνατο ὁ ᾿Ιωάννης ἅπασι, λέγων· ἐγὼ μὲν ὕδατι βαπτίζω ὑμᾶς· ἔρχεται δὲ ὁ ἰσχυρότερός μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ· αὐτὸς ὑμᾶς βαπτίσει ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ καὶ πυρί. οὗ τὸ πτύον ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ, καὶ διακαθαριεῖ τὴν ἅλωνα αὐτοῦ· καὶ συνάξει τὸν σῖτον εἰς τὴν ἀποθήκην αὐτοῦ, τὸ δὲ ἄχυρον κατακαύσει πυρὶ ἀσβέστῳ. Πολλὰ μὲν οὖν καὶ ἕτερα παρακαλῶν, εὐηγγελίζετο τὸν λαόν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

«Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις….» Σχετικές διδακτικές διηγήσεις του Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτη

Έλεγεν ο Γερό – Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος, ο Γέροντας της Καλύβας “Εισόδια της Θεοτόκου” Γρηγόριος Ιερομόναχος, είχε υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο, Θεοφύλακτο ονομαζόμενον.

Ο Μοναχός Θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανείων, που γίνεται ο μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τις ευχές που ψάλλει η Εκκλησίας μας και τα οποία λένε: “Σήμερον αγιάζεται η φύσις των υδάτων….”, του φάνηκε κάπως περίεργο και όταν τελείωσε η τελετή, ρώτησε το Γέροντά του Παπα-Γρηγόρη: “Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς “Σήμερον αγιάζεται η φύσις των υδάτων…”, πώς γίνεται αυτό το πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της θαλάσσης;”

Ο Γέροντας του Παπα-Γρηγόρης σ’αυτά απάντησε: “Αδερφέ Θεοφύλακτε, ο Πανάγαθος Θεός, με τις προσευχές των ανθρώπων, που γίνονται με ταπείνωσι, από αδιάκριτη και ακλόνητη πίστι, με την επιφοίτησι της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ’αυτά τους πιστούς δούλους του.

Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο Βάπτισμα, και απαλλάσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από το προπαρτορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και έτσι βγαίνει από την Αγία Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος χριστιανός.

Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, που προσφέρει θυσία των χριστιανών ο ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, τα κάνει απο ψωμί – Σώμα και από κρασί – Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ’αυτά όταν άξιοι και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγησι τα παίρνουν, αγιάζονται και θεοποιούνται.

Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι αγαπητέ Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και η φύσι των υδάτων.

Ο Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το Γέροντα του και του είπε:
– Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι αυτό;
– Ναι αδερφέ, άκουσε και γι’αυτό: Όταν ο πρωτάγγελος Εωσφόρος, από την υπερηφάνειά του, ξέπεσε από τους ουρανούς και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της γής, εκεί που είναι τα τάρταρα του Άδη, τότε πέφτωντας αυτός, παρέσυρε με την πτώσι του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους, που κι αυτοί έγιναν όπως κι ο αρχηγός τους Δαίμονες.

Πέφτωντας αυτοί, οι πρώην Άγγελοι, από τους ουρανούς πρός τη γή και επειδή εξακολοθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ο μέγας Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους τους Αγγέλους και είπε: “Στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου Θεού” και με τη φωνή αυτή συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν να πέφτουν.

Εκείνοι όμως που είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του Αρχιστράτηγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί που βρέθηκαν, άλλοι στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γή, κι έγιναν οι πειρασμοί και εξουσιαστές της γής, κι άλλοι στα ύδατα των ποταμών της γής και της θαλάσσης, όπου πειράζουν, δοκιμάζουν και πνίγουν τους διερχομένους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου “Απ’αρχής ο διάβολος ανθρωποκτόνος έστι” (Ιωάν. Η΄ 44).

Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ο Υιός και Λόγος του Θεού έγινεν άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της θείας ενσάρκου Αυτού οικονομίας, με τη κάθοδο Του από τους ουρανούς αγιάσε τον αέρα, τη γή, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα “τα εν αυτοίς”, και με τον αγιασμόν και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος κατήργησε την δύναμι και την εξουσία του Σατανά που είχε, πριν να σαρκωθεί ο Δεσπότης Χριστός επάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ο αέρας, η γη και το νερό αγιάσθηκαν, από την παρουσία του Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.

Η ημέρα αυτή των Θεοφανείων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου γίνεται ο Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται η ανάμνησις της του Χριστού παρουσίας και της θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, που σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάστηκε ο ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ο οποίος με την επιφοίτησι του Αγίου Πνεύματος, που το έστειλε σαν ένα περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ’αυτό δείχνοντάς μας, το Χριστό, είπε: “Ούτος εστίν ο υιός μου ο αγαπητός ενώ ηυδόκησα….” δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ο μονογενής, με τον οποίον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ’αυτόν και το Άγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον Αυτού να σωθεί ο κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με το άγιο Βάπτισμα.

Γλυκύτερο το νερό της θάλασσας

Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών που σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα σήμερα, να ιδείς πως το νερό είναι γλυκό και πίνεται.

Ο απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ’όλο τον κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα, η οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωσι και τυφλή υπακοή, πήρε νερό από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πως το νερό ήταν γλυκό και πίνονταν με ευχαρίστησι. Γέμισε το δοχείο του και γύρισε στο Γέροντά του, τον οποίον αφού ευχαρίστησε του έδωκε να πιεί κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και δόξασαν “τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις αγίοις αυτού” (Ψαλμ. ΞΖ΄ 36).

Πέρασαν περισσότερα απο τριάντα χρόνια, ο Γέροντας Παπα-Γρηγόρης, πλήρης ημερών, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Ο υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να παίρνει κάθε χρόνο την ημέρα των Θεοφανείων, νερό από τη θάλασσσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό και πόσιμο.

Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντά του, ο πάτερ Θεοφύλακτος, μετά την αγρυπνία των Θεοφανείων, όταν βγήκαν οι Πατέρες από το “Κυριακό” βλέπουν τον αδερφό Θεοφύλακτο να πηγαίνει περισσότερο κατώ από την Καλύβα που έμενε. Οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν: -Για που πηγαίνεις πάτερ Θεοφύλακτε; Δε θα πάς να ξεκουραστείς σπίτι σου;

Ο πάτερ Θεοφύλακτος για απάντησι, τους φανέρωσε το μέχρι άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πως δηλαδή την ημέρα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης γίνεται γλυκό και πίνεται.

Οι πατέρες, επειδή γνώριζαν πως ο αδερφός αυτός ήταν απλός και άκακος, δεν πίστεψαν τα λόγια του και τον ειρωνεύτηκαν. – Άϊντε καημένε να ξεκουραστείς και πάς μετά να μας φέρεις κι εμάς να πιούμε… θάλασσα! Ο πάτερ Θεοφύλακτος όμως δεν έδωκε καμία σημασία στα λόγια τους, πήγε στη θάλασσα ήπιε, όπως έκανε μέχρι τότε, νερό που ήταν γλυκό, γέμισε και το δοχείο του και το πήγε να πιούν και οι άλλοι Πατέρες.

Εκείνοι με ειρωνία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να πιούν, αλλά το μέχρι τότε κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία τους έγινε αλμυρώτερο και πικρότερο από το νερό της θάλασσας.

Τότε ο αδερφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πως επί τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντά του το γλυκύτατο και νοστιμώτατο, για την ημέρα εκείνη νερό της θαλάσσας. Και έτσι από την ημέρα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να γίνεται το θαύμα αυτό!

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε την ευχή του Μεγάλου Αγιασμού του αγίου Σωφρονίου Πατριάρχου Ιεροσολύμων.

Πηγή: https://fdathanasiou.wordpress.com/2013/01/05/σήμερον-των-υδάτων-αγιάζεται-η-φύσις/

Η μακαριστή Γερόντισσα Μακαρία ομιλεί για την εύρεση των τιμίων λειψάνων του Αγίου Εφραίμ Νέας Μάκρης (3 Ιανουαρίου 1950 μ.Χ.)

Η Γερόντισσα Μακαρία (κατά κόσμον Μαργαρίτα Δεσύπρη) γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου του 1911 στο χωριό Φαλάταδο στη Τήνο. Όταν έγινε δεκαεννέα ετών πήρε την απόφαση να γίνει μοναχή.

Κατά τη διάρκεια της Κατοχής πήγαινε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ και εκεί με περισσή αγάπη φρόντιζε τα παιδιά των κρατουμένων. Το 1945, επισκέφθηκε την τότε σταυροπηγιακή ανδρική μονή στο Όρος Αμώμων, όπου εκεί για αρκετά χρόνια διαβίωσε κάτω από δύσκολες συνθήκες. Ήταν τότε που η υγεία της δοκιμάστηκε πολλές φορές. Κοιμόταν στα ερείπια του μοναστηριού, χωρίς παράθυρα και σκεπάσματα και υπέμενε με κάθε δοκιμασία.

Από θεία παρόρμηση, διαμόρφωσε ένα κελάκι εκεί και άρχιζε να καθαρίζει τα ερείπια του παλαιού Ναού για να τον ανακατασκευάσει. Πολλές φορές διαλογιζόταν ότι σε εκείνα τα χώματα είχαν ζήσει κατά την πάροδο των αιώνων μοναχοί και προσευχόταν να γνωρίσει ή να της φανερωθεί κάποιος από αυτούς.

Μια φωνή, αρχικά σιγανή αλλά με τον καιρό δυνατότερη στην ψυχή της, της έλεγε: «Σκάψε και θα βρεις αυτό που επιθυμείς», μέχρι τη στιγμή που της είχε φανερωθεί ένα σημείο στο προαύλιο του μοναστηριού.

Στις 3 Ιανουαρίου 1950 μ.Χ. ανέθεσε σε εργάτη το σκάψιμο του συγκεκριμένου σημείου που της υποδείκνυε η ίδια η ψυχή της. Αν και ο εργάτης ήταν αρνητικός και ήθελε να σκάψει οπουδήποτε αλλού παρά σε αυτό το σημείο, τελικά, μετά από τις εκκλήσεις και τις προσευχές, ο εργάτης πείστηκε και ξεκίνησε να σκάβει.

Το σημείο είχε ένα μισογκρεμισμένο τζάκι, τοίχο και πράγματα που καταδείκνυαν ότι εκεί κάποτε υπήρχε κελί κάποιου μοναχού. Το πρώτο εύρημα, ένα κεφάλι. Μάλιστα, ο χώρος ανέδυε μια ευωδιά.

«Γονάτισα με ευλάβεια και ασπάστηκα το σκήνωμα του Αγίου και αισθάνθηκα βαθιά την έκταση του μαρτυρίου του. Η ψυχή μου γέμισε από αγαλλίαση, απέκτησα μεγάλο θησαυρό, και παίρνοντας το χώμα με προσοχή έβλεπα την αρμονία του σκηνώματός του, που, αν και τόσους αιώνες μέσα στη γη, δεν είχε αλλοιωθεί», έγραψε η Γερόντισσα Μακαρία περιγράφοντας τα όσα συνταρακτικά τής συνέβησαν.

Με προσοχή, η Ηγουμένη Γερόντισσα Μακαρία έβγαλε όλο το σκήνωμα και το τοποθέτησε σε μία θυρίδα που ήταν πάνω από τον τάφο. Ήταν φανερό ότι επρόκειτο για κληρικό καθώς το ράσο του είχε παραμείνει άθικτο.

Το βράδυ, διαβάζοντας τον εσπερινό, η Γερόντισσα Μακαρία άκουσε βήματα. Ο ήχος ερχόταν από τον τάφο, αντηχώντας έως την πόρτα της εκκλησίας. Εκεί τον πρωτοαντίκρισε. Ήταν ψηλός με μάτια μικρά στρογγυλά, με μακριά μαύρα γένια που έφταναν στο λαιμό, ντυμένος με τη μοναχική αμφίεση.

Στο ένα χέρι είχε μία φλόγα και με το άλλο ευλογούσε. Ζήτησε να τον βγάλουν από αυτήν τη θυρίδα που τον είχαν. Την επόμενη κιόλας μέρα η Ηγουμένη καθάρισε τα οστά και τα τοποθέτησε σε μια θυρίδα στο Ιερό του Ναού.

Το ίδιο βράδυ ο Άγιος φανερώθηκε στον ύπνο της, την ευχαρίστησε και της φανέρωσε και το όνομά του: Εφραίμ. Το λείψανο του Αγίου Εφραίμ φυλάσσεται εκεί από τότε και καθημερινά εκατοντάδες πιστών το επισκέπτονται ζητώντας από τον Άγιο την ευλογία και τη βοήθειά του. Ο Άγιος με τη χάρη του Θεού έχει κάνει χιλιάδες θαύματα.

Στον περίβολο της Μονής, και προστατευμένη από κτίσμα που κτίστηκε γύρω της, υπάρχει η μουριά πάνω στην οποία ο Άγιος Εφραίμ άφησε την τελευταία του πνοή.

Χωρίς οικονομικούς πόρους συντηρεί μέχρι το 1980 ορφανοτροφείο με περίπου 70 παιδιά σχολικής ηλικίας, στα οποία παρείχε στέγη, τροφή, ενδυμασία και παιδεία στοιχειώδους βαθμίδος, όσα δε πρόκοπταν στα γράμματα, τα έφτασε μέχρι των Ανωτάτων εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων και σήμερα ομολογούν ότι τα «εχόρταινεν εκ του μηδενός».

Αν και δεν είχε Πανεπιστημιακή μόρφωση, προέβη σε έκδοση Πατρικών κειμένων, «Λόγοι ασκητικοί του Μεγάλου Βασιλείου» και σε σύνταξη Παρακλητικού Κανόνος και Ακολουθίας Χαιρετισμών προς τον Άγιόν της Εφραίμ, τον οποίον υπεραγαπούσε. Τα θαύματα δε του οποίου κατέγραφε και εξέδωσε σταδιακά σε δεκαέξι τόμους προς στήριξιν και ενδυνάμωση των πιστών.

Ο Κύριος της Δόξης επέτρεψε σε βαθύτατο γήρας στη Γερόντισσα Μακαρία να σηκώσει μεγάλο σταυρό. Τον σήκωσε με καρτερία και σιωπή.

Αντιμετώπισε την δοκιμασία με υπομονή, ως ευλογία του Θεού. Η τελευτή της υπήρξε απολύτως ήρεμη και οσιακή, άλλωστε την είχε προείπει προ 20ετιας και πλέον.

Η Αγία ψυχή της, ασφαλώς χειραγωγημένη από τον Άγιόν της Μεγαλομάρτυρα Εφραίμ, αφού μετέλαβε των Αχράντων Μυστηρίων επέταξε στους Ουρανούς, όπου και ανήκε. Ήταν Παρασκευή, εορτή του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοπόρου 23/4/1999.

Πηγή: https://www.vimaorthodoxias.gr

Βίος του Αγίου νέου ιερομάρτυρος Εφραίμ της Νέας Μάκρης (5 Μαΐου)

Μνήμη του Αγίου Προφήτου Μαλαχίου (3 Ιανουαρίου)

Προφήτης Μαλαχίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Αγίου Προφήτου Μαλαχίου

O κλήσιν αυχών Aγγέλου Μαλαχίας,
Aυχεί μάλιστα, την μετ’ Aγγέλων στάσιν.
Eκ ρεθέων Μαλαχίου απέπτατο εν τρίτη ήτορ.

Προφήτης Μαλαχίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο θείος Προφήτης εγεννήθη εκ φυλής Λευΐ, εν τόπω καλουμένω Σοφερώ, κατά τους χρόνους εκείνους, κατά τους οποίους εγύρισαν οι Εβραίοι εις Ιερουσαλήμ από την σκλαβίαν της Βαβυλώνος. Εις καιρόν δε οπού ήτον ακόμη νέος, απόκτησε πολιτείαν ενάρετον και αρίστην. Έλαβε δε το όνομα να λέγεται Μαλαχίας (το οποίον ελληνικά ερμηνεύεται Άγγελος) διά δύω αίτια. Ένα μεν, διατί ήτον ωραίος και ευπρεπής. Και άλλο δε, διατί όσα ο Προφήτης ούτος επροφήτευεν, ευθύς ελάμβανον την βεβαίωσιν διά μέσου θείου Aγγέλου, όστις έλεγε ταύτα εις αυτόν. Και τον μεν Άγγελον, δεν έβλεπον οι ανάξιοι, αλλά μόνον οι άξιοι. Την δε φωνήν αυτού, όλοι ήκουον, και οι άξιοι, και οι ανάξιοι. Ήκμασε δε κατά τον καιρόν του Έσδρα1 τετρακοσίους χρόνους προ του Χριστού. Ήτον δε ως είπομεν, εν τη νεότητι της ηλικίας του, ωραίος εις την όψιν. Eίχε το πρόσωπον, όχι στρογγυλόν, αλλά μακρόν. Και τας τρίχας συνεστραμμένας και κυκλοειδείς, και ωσάν κουρευμένας. Την δε κεφαλήν είχε πλατείαν και μεγάλην.

Προφήτης Μαλαχίας. Τοιχογραφία 16ου αιώνος μ.Χ. Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

Σημείωση

1. Ου καλώς δε γράφεται εις τους Συναξαριστάς, τόσον τον τετυπωμένον, όσον και τον χειρόγραφον, ότι ο Προφήτης ούτος ήτον κατά τους χρόνους της αναρχίας, ήτις ηκολούθησεν εν τω καιρώ των Κριτών. Ψευδέστατον γαρ τούτό εστι, έξω μόνον αν θέλη τινάς να νοήση αναρχίαν, την εις Βαβυλώνα αιχμαλωσίαν, ότε οι Εβραίοι αρχήν και βασιλείαν δεν είχον. Ότι δε ήτον εις τον καιρόν του Έσδρα, μαρτυρεί και ο Αλέξανδρος εις τα Ιουδαϊκά (σελ. σπδ΄). Όθεν και ο Ιερώνυμος υπέλαβεν, ότι ο Μαλαχίας ούτος είναι ο ίδιος Έσδρας, ως ένα τους δύω λογιζόμενος. Και ότι ωνομάσθη Μαλαχίας, ήτοι άγγελος, διά το προφητικόν χάρισμα, και διά το λαμπρόν και ακέραιον του βίου. Εν τέσσαρσι δε κεφαλαίοις η προφητεία αυτού διαιρείται, και πολλά κατηγορεί εν αυτοίς τους αθεμίτους γάμους. Ομοίως και τους ιερείς εκείνους, οπού αμελούν εις τας του Θεού διακονίας και λειτουργίας. Προφητεύει δε και διά την έλευσιν του Χριστού, και την έλευσιν του Θεσβίτου Ηλιού.

Σημείωσαι δε, ότι οι τρεις Προφήται, ο Αγγαίος, ο Ζαχαρίας, και ο Μαλαχίας ούτος, λέγονται Προφήται του δευτέρου Ναού. Επειδή και ήκμασαν, όταν έκτισεν ο Ζοροβάβελ τον δεύτερον Ναόν μετά την αιχμαλωσίαν της Βαβυλώνος. Επροφήτευσε δε ο Μαλαχίας ολίγους χρόνους μετά τον Αγγαίον και Ζαχαρίαν, τους διά της προτροπής αυτών πείσαντας τους Ιουδαίους ανακαινίσαι τον Ναόν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Γορδίου (3 Ιανουαρίου)

Μαρτύριο Αγίου Γορδίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Μάρτυρος Γορδίου1

Και τίς παρέλθη Γόρδιον τον οπλίτην,
Προς φρικτόν όπλον στερρόν άνδρα το ξίφος;

Μαρτύριο Αγίου Γορδίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους Λικινίου του βασιλέως, εν έτει τιδ΄ [314], καταγόμενος από την Καισάρειαν της Καππαδοκίας, στρατηγός και πρώτος επάνω εις εκατόν στρατιώτας. Oύτος λοιπόν μη υποφέρωντας να βλέπη την παρρησίαν των ασεβών Ελλήνων, και να ακούη τας βλασφημίας, οπού έλεγον κατά του Χριστού, εμακρύνθη από την πόλιν. Και αναχωρήσας εις τα βουνά, ευρίσκετο με τα θηρία και άλογα ζώα. Eκεί λοιπόν ησυχάζωντας, άναψεν ο αοίδιμος από τον του Χριστού πόθον και έρωτα. Και ενδυναμωθείς υπό Θεού και θάρρος λαβών κατά της πλάνης των Ελλήνων, ώρμησεν από την έρημον εις την πόλιν, ωσάν δυνατόν λεοντάρι. Eμβαίνωντας δε μέσα εις το παζάρι και θέατρον, εκήρυξε τον Χριστόν. Όθεν με την θεωρίαν του εγύρισεν όλον το πλήθος των παρεστώτων εις τον εαυτόν του. Aλλά και αυτόν τον άρχοντα της πόλεως προκαθήμενον εκεί, τον εκατάπληξε με την παρρησίαν του. Όθεν εκείνος εις άκρον θυμόν κινηθείς, επρόσταξε και απέκοψαν την τιμίαν του κεφαλήν. Και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.

Σημείωση

1. Τούτον τον Μάρτυρα Γόρδιον ετίμησε με εγκώμιον ο Μέγας Βασίλειος, ου η αρχή· «Νόμος εστί φύσεως». (Σώζεται εν τοις εκδεδομένοις.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἐκκλησία Κύπρου – Πορεία Ζωῆς: Α΄ Ἀποστολικὴ Περιοδεία στὴν Κύπρο (2η Ἐκπομπή)

Α΄ Ἀποστολικὴ Περιοδεία στὴν Κύπρο.

Σειρὰ συνεντεύξεων τοῦ Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου στὴν ἐκπομπὴ «Ἐκκλησία Κύπρου – Πορεία Ζωῆς», τοῦ κ. Πέτρου Πρωτοπαπᾶ, σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορικὴ πορεία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Κύπρου, οἱ ὁποῖες πραγματοποιήθηκαν τὸ 2004 καὶ μεταδόθηκαν ἀπὸ τὸν Ραδιοφωνικὸ Σταθμὸ “Λόγος”.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 2 Ἰανουαρίου 2025

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΕΜΠΤΗ ΚΗ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Τίτον Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 5-14

Τέκνον Τίτε, κατάστήσον κατὰ πόλιν πρεσβυτέρους, ὡς ἐγώ σοι διεταξάμην, εἴ τίς ἐστιν ἀνέγκλητος, μιᾶς γυναικὸς ἀνήρ, τέκνα ἔχων πιστά, μὴ ἐν κατηγορίᾳ ἀσωτίας ἢ ἀνυπότακτα. Δεῖ γὰρ τὸν ἐπίσκοπον ἀνέγκλητον εἶναι ὡς Θεοῦ οἰκονόμον, μὴ αὐθάδη, μὴ ὀργίλον, μὴ πάροινον, μὴ πλήκτην, μὴ αἰσχροκερδῆ, ἀλλὰ φιλόξενον, φιλάγαθον, σώφρονα, δίκαιον, ὅσιον, ἐγκρατῆ, ἀντεχόμενον τοῦ κατὰ τὴν διδαχὴν πιστοῦ λόγου, ἵνα δυνατὸς ᾖ καὶ παρακαλεῖν ἐν τῇ διδασκαλίᾳ τῇ ὑγιαινούσῃ καὶ τοὺς ἀντιλέγοντας ἐλέγχειν. Εἰσὶ γὰρ πολλοὶ καὶ ἀνυπότακτοι, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται, μάλιστα οἱ ἐκ περιτομῆς, οὓς δεῖ ἐπιστομίζειν, οἵτινες ὅλους οἴκους ἀνατρέπουσι διδάσκοντες ἃ μὴ δεῖ αἰσχροῦ κέρδους χάριν. Εἶπέ τις ἐξ αὐτῶν ἴδιος αὐτῶν προφήτης· Κρῆτες ἀεὶ ψεῦσται, κακὰ θηρία, γαστέρες ἀργαί. Ἡ μαρτυρία αὕτη ἐστὶν ἀληθής. δι᾿ ἣν αἰτίαν ἔλεγχε αὐτοὺς ἀποτόμως, ἵνα ὑγιαίνωσιν ἐν τῇ πίστει, μὴ προσέχοντες ᾿Ιουδαικοῖς μύθοις καὶ ἐντολαῖς ἀνθρώπων ἀποστρεφομένων τὴν ἀλήθειαν.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ)
Πρὸς Γαλάτας Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5:22 – 6:2

Ἀδελφοί, ὁ καρπὸς τοῦ Πνεύματός ἐστιν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πρᾳότης, ἐγκράτεια· κατὰ τῶν τοιούτων οὐκ ἔστι νόμος. Οἱ δὲ τοῦ Χριστοῦ τὴν σάρκα ἐσταύρωσαν σὺν τοῖς παθήμασι καὶ ταῖς ἐπιθυμίαις. Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν. Μὴ γινώμεθα κενόδοξοι, ἀλλήλους προκαλούμενοι, ἀλλήλοις φθονοῦντες. Ἀδελφοί, ἐὰν καὶ προληφθῇ ἄνθρωπος ἔν τινι παραπτώματι, ὑμεῖς οἱ πνευματικοὶ καταρτίζετε τὸν τοιοῦτον ἐν πνεύματι πρᾳότητος, σκοπῶν σεαυτόν, μὴ καὶ σὺ πειρασθῇς. Ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσατε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΡΟΕΟΡΤΙΑ ΦΩΤΩΝ, 2 ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
3: 1–15

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἄνθρωπός τις ἦν ἐκ τῶν Φαρισαίων, Νικόδημος ὄνομα αὐτῷ, ἄρχων τῶν Ἰουδαίων· οὗτος ἦλθε πρὸς αὐτὸν νυκτὸς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ραββί, οἴδαμεν ὅτι ἀπὸ Θεοῦ ἐλήλυθας διδάσκαλος· οὐδεὶς γὰρ ταῦτα τὰ σημεῖα δύναται ποιεῖν ἃ σὺ ποιεῖς, ἐὰν μὴ ᾖ ὁ Θεὸς μετ’ αὐτοῦ. ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἄνωθεν, οὐ δύναται ἰδεῖν τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος· Πῶς δύναται ἄνθρωπος γεννηθῆναι γέρων ὤν; μὴ δύναται εἰς τὴν κοιλίαν τῆς μητρὸς αὐτοῦ δεύτερον εἰσελθεῖν καὶ γεννηθῆναι; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· Ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι, ἐὰν μή τις γεννηθῇ ἐξ ὕδατος καὶ Πνεύματος, οὐ δύναται εἰσελθεῖν εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ. τὸ γεγεννημένον ἐκ τῆς σαρκὸς σάρξ ἐστιν, καὶ τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Πνεύματος πνεῦμά ἐστι. μὴ θαυμάσῃς ὅτι εἶπόν σοι, δεῖ ὑμᾶς γεννηθῆναι ἄνωθεν. τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ, καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῦ ἀκούεις, ἀλλ’ οὐκ οἶδας πόθεν ἔρχεται καὶ ποῦ ὑπάγει· οὕτως ἐστὶ πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Πνεύματος. ἀπεκρίθη Νικόδημος καὶ εἶπεν αὐτῷ· Πῶς δύναται ταῦτα γενέσθαι; ἀπεκρίθη Ἰησοῦς καὶ εἶπεν αὐτῷ· Σὺ εἶ ὁ διδάσκαλος τοῦ Ἰσραὴλ καὶ ταῦτα οὐ γινώσκεις; ἀμὴν ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ὃ οἴδαμεν λαλοῦμεν καὶ ὃ ἑωράκαμεν μαρτυροῦμεν, καὶ τὴν μαρτυρίαν ἡμῶν οὐ λαμβάνετε. εἰ τὰ ἐπίγεια εἶπον ὑμῖν καὶ οὐ πιστεύετε, πῶς ἐὰν εἴπω ὑμῖν τὰ ἐπουράνια πιστεύσετε; καὶ οὐδεὶς ἀναβέβηκεν εἰς τὸν οὐρανὸν εἰ μὴ ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ὁ ὤν ἐν τῷ οὐρανῷ. καὶ καθὼς Μωϋσῆς ὕψωσε τὸν ὄφιν ἐν τῇ ἐρήμῳ, οὕτως ὑψωθῆναι δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ’ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΓΙΟΥ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΤΟΥ ΣΑΡΩΦ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
6: 17–23

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἔστη ὁ Ἰησοῦς ἐπὶ τόπου πεδινοῦ, καὶ ὄχλος μαθητῶν αὐτοῦ, καὶ πλῆθος πολὺ τοῦ λαοῦ ἀπὸ πάσης τῆς ᾽Ιουδαίας καὶ ᾽Ιερουσαλὴμ καὶ τῆς παραλίου Τύρου καὶ Σιδῶνος,οἳ ἦλθον ἀκοῦσαι αὐτοῦ καὶ ἰαθῆναι ἀπὸ τῶν νόσων αὐτῶν· καὶ οἱ ἐνοχλούμενοι ἀπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων ἐθεραπεύοντο. Καὶ πᾶς ὁ ὄχλος ἐζήτουν ἅπτεσθαι αὐτοῦ, ὅτι δύναμις παρ᾽ αὐτοῦ ἐξήρχετο καὶ ἰᾶτο πάντας. Καὶ αὐτὸς ἐπάρας τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ εἰς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἔλεγεν, Μακάριοι οἱ πτωχοί, ὅτι ὑμετέρα ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Μακάριοι οἱ πεινῶντες νῦν, ὅτι χορτασθήσεσθε. μακάριοι οἱ κλαίοντες νῦν, ὅτι γελάσετε. Μακάριοί ἐστε ὅταν μισήσωσιν ὑμᾶς οἱ ἄνθρωποι, καὶ ὅταν ἀφορίσωσιν ὑμᾶς καὶ ὀνειδίσωσιν καὶ ἐκβάλωσιν τὸ ὄνομα ὑμῶν ὡς πονηρὸν ἕνεκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου·χάρητε ἐν ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ καὶ σκιρτήσατε, ἰδοὺ γὰρ ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τῷ οὐρανῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ