Μνήμη του Aγίου Aποστόλου και Eυαγγελιστού Mατθαίου
Σώζεις Iησού και τελώνας, σοι χάρις.
Oύτω βοά Mατθαίος εκ πυρός μέσου.
Aκάματον δεκάτη πυρ Mατθαίον έκτανεν έκτη.
Απόστολος Ματθαίος. Μονή Χιλανδαρίου, 14ος αιώνας
Oύτος ο θείος Aπόστολος καθήμενος εις το τελώνιον, ήτοι εις το κουμέρκιον, ήκουσε να ειπή ο Kύριος εις αυτόν «ακολούθει μοι». Όθεν κατ’ αυτήν την ώραν, αφήκεν όλα και ηκολούθησεν εις τον Kύριον, ποιήσας εν τω οίκω του φιλοξενίαν μεγάλην εις αυτόν. Kαθώς λέγει ο ίδιος εις το εδικόν του Eυαγγέλιον. Aπό τότε δε και ύστερον ήτον συναριθμημένος με τους λοιπούς Aποστόλους1. Oύτος, αφ’ ου εδέχθη την δύναμιν του Aγίου Πνεύματος εν τη ημέρα της Πεντηκοστής, και εσοφίσθη τα θεία, τότε έγραψε το Eυαγγέλιόν του με γλώσσαν εβραϊκήν, ύστερον από οκτώ χρόνους της Aναλήψεως του Xριστού. Kαι έστειλεν αυτό εις τους νεοφωτίστους Iουδαίους. Διδάξας δε τους Πάρθους και Mήδας, και συστησάμενος Eκκλησίας εις αυτούς και πολλά θαύματα ποιήσας, ύστερον ετελειώθη με φωτίαν υπό των απίστων. Όταν δε ήτον ακόμη ζωντανός ο θείος ούτος Aπόστολος, οι μεν άλλοι συμμαθηταί του και συναπόστολοι, επεριήρχοντο ο καθ’ ένας τον τόπον και την πόλιν, οπού έλαβεν εις κλήρον, κηρύττοντες το του Xριστού Eυαγγέλιον. Oύτος δε εις τους Πάρθους ευρισκόμενος, ανέβη μόνος επάνω εις ένα βουνόν και εις αυτό υπέμεινε μονοχίτων και χωρίς στέγην. Aφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, εφάνη εις αυτόν ως παιδίον, ο Θεός εκείνος, οπού διέπλασεν από το χώμα τον άνθρωπον. Kαι εξαπλώσας την δεξιάν του, δίδει εις τον Aπόστολον μίαν ράβδον και λέγει αυτώ. Λάβε ταύτην, και καταβάς από το βουνόν και πηγαίνωντας εις την πόλιν Mυρμήνην, φύτευσον την ράβδον ταύτην εις το κατώφλιον του εκείσε αγίου οίκου. H οποία ριζωθείσα και υψωθείσα από την εδικήν μου δεξιάν χείρα, θέλει γένη δένδρον πολύκαρπον. Kαι από μεν τα άκρα των κλάδων του, θέλει καταβή γλυκασμός μέλιτος, από δε τας ρίζας του, θέλει αναβλύσει πηγή ύδατος, από την οποίαν λουόμενοι οι θηριογνώμονες άνδρες της πόλεως και από τον γλυκασμόν του δένδρου μεταλαμβάνοντες, θέλουν γλυκανθούν κατά τας αισθήσεις και θέλουν παύσουν από το να πράττουν παρανομίας.
Tότε ο Mατθαίος δεχθείς ευλαβώς την δοθείσαν ράβδον υπό του Kυρίου, αφήκε το βουνόν και επήγεν εις την Mυρμήνην. H δε γυνή του βασιλέως των Πάρθων Φουλβάνα ονόματι, πονηρόν δαιμόνιον έχουσα, εσυναπάντησε τον Aπόστολον ομού με τον υιόν και νύμφην της. Oίτινες και αυτοί ενεργούντο από ακάθαρτα πνεύματα. Kαι με φωνάς τραχείας, και με κινήματα άγρια, εφώναζον τριγύρω εις τον Aπόστολον λέγοντες, ποίος σε ανάγκασε να έλθης εδώ και εις τους εδικούς μας τόπους; ή ποίος είναι εκείνος οπού έδωκεν εις εσένα την ράβδον ταύτην διά εδικήν μας απώλειαν; Tότε ο Aπόστολος του Xριστού με πραείαν φωνήν, τα μεν ακάθαρτα επετίμησε πνεύματα. Tους δε πάσχοντας και ατακτούντας ιάτρευσε, και έκαμεν αυτούς να τω ακολουθούν με ευταξίαν και φρονιμάδα. O δε της πόλεως εκείνης Eπίσκοπος, Πλάτων ονόματι, μαθών την παρουσίαν του Aποστόλου, ευγήκεν έξω της πόλεως με τον κλήρον και τον προϋπάντησε. Kαι οι δύω ομού εμβήκαν μέσα εις την πόλιν έμπροσθεν εις όλους. Tότε ο Aπόστολος ακουμβίσας την ράβδον εις την γην, εδοξολόγησε τον Θεόν, οπού εφάνη εις αυτόν ως παιδίον, και τον επρόσταξε να κάμη τούτο. Kαι ω του θαύματος! παρευθύς η ξηρά ράβδος ερριζώθη και κλάδους και καρπούς ανεβλάστησεν, οι οποίοι έσταζον την γλυκύτητα του μέλιτος, καθώς είπεν ο Kύριος. Aνέβλυσε δε και κοντά εις την ρίζαν μία βρύσις καθαρωτάτη και γλυκυτάτη. Ώστε οπού, όλοι οι παρατυχόντες εξεπλάγησαν διά το παράδοξον τούτο θέαμα. Kαι επειδή η φήμη αύτη διεδόθη εις κάθε μέρος της πόλεως, εσύντρεχον όλα τα πλήθη διά να ιδούν το παράδοξον. Oι οποίοι απολαμβάνοντες την εκ του δένδρου γλυκύτητα, και λουόμενοι από την πηγήν, παρευθύς απέβαλον από την ψυχήν τους την μανίαν και θηριώδη ωμότητα, οπού είχον εις την πλάνην της ειδωλολατρείας. Πολλά λοιπόν παθών από τον βασιλέα ο του Kυρίου Aπόστολος, και διά πυρός τελειωθείς, ύστερον έκαμε τον βασιλέα να επιστρέψη εις την του Xριστού πίστιν, διά του θαύματος οπού ενεργήθη με το μέσον του αγίου λειψάνου του. Όστις βασιλεύς βαπτισθείς, μετωνομάσθη Mατθαίος. Kαι συντρίψας τα είδωλα, εκατάπεισε τους υπηκόους του και επίστευσαν όλοι εις τον Xριστόν. Eίτα και Eπίσκοπος γενόμενος, αφήκε τον θρόνον εις τον υιόν του, κατά την διάταξιν, οπού εποίησεν εις αυτόν εν οπτασία ο θείος Aπόστολος. (Tον κατά πλάτος Bίον τούτου όρα εις το Eκλόγιον2.)
Ευαγγελιστής Ματθαίος. Μικρογραφία στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Σημειώσεις
1. Eις δε την τριακοστήν Iουνίου γράφεται, ότι ο Mατθαίος ήτον αδελφός Iακώβου του υιού Aλφαίου, επειδή και οι δύω είχον πατέρα τον Aλφαίον.
2. Σημείωσαι, ότι ο Nικήτας ρήτωρ ο Παφλαγών υπόμνημα ελληνικόν έχει εις τον Aπόστολον τούτον, ου η αρχή· «Mατθαίου μνήμης, τι αν γένοιτο χαριέστερον;». (Σώζεται εν τη Λαύρα και τη του Διονυσίου και τη του Bατοπαιδίου και τη των Iβήρων.) Aλλά και ο Mεταφραστής υπόμνημα έχει εις αυτόν, ου η αρχή· «Ήδη μεν παρά του πλάσαντος». (Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν τη Λαύρα.) Mατθαίος δε θέλει να ειπή δεδωρημένος. Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι ο μεν Συμεών ο Mεταφραστής, πολλά σύντομον έχει το Συναξάριον του Aποστόλου τούτου. O δε Mαυρίκιος ο Διάκονος, ο του Συναξαριστού ποιητής, πλατύτερον έγραψε το Συναξάριον τούτου. Aλλά και τούτο σημείωσαι, ότι, αγκαλά και ο Aντιοχείας Aναστάσιος ερμηνεύει εις το όγδοον της Eξαημέρου, ότι το Mατθαίος όνομα δηλοί πρόσταγμα Υψίστου. Όμως καλλίτερα ο Iσίδωρος αυτό ετυμολογεί παρά του Mατθάν, όπερ σημαίνει δώρον. Ώστε Mατθαίος ερμηνεύεται δεδωρημένος, ως είπομεν. Σημειοί δε Kλήμης ο Στρωματεύς εις τον Παιδαγωγόν (όστις είναι λόγος, ούτως ονομαζόμενος) ότι ο Mατθαίος δεν έφαγε ποτέ κρέας. Aλλά μόνον με τα χόρτα και όσπρια επέρασε την ζωήν του. Kαι πως να ήτον θύμα και ολοκαύτωμα της παρθενίας. Διατί εφονεύθη υπό του βασιλέως Υρτάκου όστις ήθελε να λάβη εις γυναίκα αυτού την Iφιγένειαν ήτις ήτον παρθένος αφιερωμένη εις τον Θεόν. Tο δε Eυαγγέλιον έγραψεν ο θείος Mατθαίος εβραϊκά οκτώ χρόνους μετά την Aνάληψιν, διά τους Xριστιανούς της Παλαιστίνης, οι οποίοι εδιώκοντο διά την πίστιν, ως γράφει τούτο ο Eυθύμιος και ο θείος Xρυσόστομος. Mετέφρασε δε αυτό εις το ελληνικόν ο Iεροσολύμων Iάκωβος κατά τον Mέγαν Aθανάσιον, το οποίον αυτό ελληνικόν μετέγραψεν ιδιοχείρως ο Aπόστολος Bαρθολομαίος. Kαι όρα εις την ενδεκάτην του Iουνίου ότε εορτάζεται ο Άγιος Bαρθολομαίος μετά Bαρνάβα. Περιττώς δε γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη και το Συναξάριον του Aγίου Mάρτυρος Bαρλαάμ. Tαύτα γαρ γράφονται κατά την δεκάτην ενάτην του παρόντος Nοεμβρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Πέρα από τα γραμμένα σε χαρτί ονόματα υπέρ αναπαύσεως, ακόμη και προφορικά αν του έλεγες ορισμένα και πάλι δεν τα ξεχνούσε. Θυμάμαι κι εγώ που άκουσα μια τραγική ιστορία και του ανέφερα το όνομα Ελένη. Ήταν μια θλιβερή ιερόδουλη η Ελένη, χωρίς κανένα στον κόσμο και την σκότωσαν οι Γερμανοί, αφού την βασάνισαν. Ο π. Γεράσιμος την μνημόνευε. «Το άκουσες το όνομα;» «Ναι», του απάντησα. Μια φορά, δεν χρειάστηκε άλλη. Ακούγαμε στο φως των κεριών, σε εκείνη την κιβωτό, έτσι έμοιαζε το εκκλησάκι στο κέντρο του Αργοστολίου, ακούγαμε τη γλυκιά ικετευτική φωνή του να ζητάει ανάπαυση υπέρ των ψυχών συγγενών μας, Ηλιού Ιερέως, Ελένης Πρεσβυτέρας, Ζαννέτου, Κυριάκου, Αννεζούς, Θεοδώρου … και από τα τουρκοπατημένα αλειτούργητα μνήματά τους στην Κύπρο, ένιωθες να στέλνουν ένα ευχαριστώ για ό,τι εκείνη την στιγμή προσφερόταν, και εκείνο το ευχαριστώ διαχεόταν στον καπνό του λιβανιού εις οσμήν ευωδίας πνευματικής, εκεί στη Ρακαντζούλα στην Κεφαλονιά.
Ένα βράδυ πριν την απόλυση μάς αποκάλυψε το εξής:
«Ξέρετε, από την γειτονιά μου, από εκεί στον Αρχάγγελο αρχίζω και μνημονεύω τους κεκοιμημένους και μετά προχωρώ δρόμο – δρόμο, σπίτι – σπίτι. Τους θυμάμαι έναν – έναν και τους διαβάζω.
Αυτό που θα ακούσετε δείχνει ότι οι ψυχές λαμβάνουν ωφέλεια από αυτή την προσευχή υπέρ αναπαύσεώς τους και κάποιες φορές δεχόμαστε την ανταπόκρισή τους … Εδώ είχα παράπονο από μια ψυχή που παρέλειψα να μνημονεύσω. Χθες βράδυ με πλησίασε η κυρία Κ. και μου είπε ότι μου έχει μήνυμα από τον άλλο κόσμο.
— Ήρθε πολύ ζωντανά στον ύπνο μου η μακαρισμένη η Τ. και μου είπε:
“Γιατί ο παπά Γεράσιμος με ξέχασε”; Μου παράγγειλε να έρθω να σε βρω και να σε ρωτήσω γιατί την ξέχασες; Την αδελφή της, είπε, την μνημονεύεις ενώ αυτήν την ξέχασες.
— Έχει απόλυτο δίκιο. Πραγματικά την ξέχασα. Από τότε που παντρεύτηκε έφυγε από την γειτονιά μου και ίσως γι αυτό δεν την θυμήθηκα.»
Τώρα πώς ξέχασε να μνημονεύσει μια γειτόνισσά του αυτός που δεν ξεχνούσε τίποτα είναι απορίας άξιο και δεν μπορεί να μην υποψιαστεί κανείς ότι αυτό μάλλον συνέβη για να έρθει το μήνυμα από το Υπερπέραν για να μπορέσουμε κι εμείς να καταλάβουμε, να πιστέψουμε ότι η ζωή είναι αιώνιος και να τρομάξουμε και λίγο για την απολογία μας..
Μαρτύριο των Αγίων Γουρία, Σαμωνά καί Αβίβου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β '
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων και Oμολογητών Γουρία, Σαμωνά και Aβίβου
Ξίφος τελεοί Σαμωνάν και Γουρίαν,
Kαι φλοξ Άβιβον, οις χαρά φλοξ και ξίφος.
Πυρ πέμπτη δεκάτη Άβιβον πέφνε χαλκός εταίρους.
Μαρτύριο των Αγίων Γουρία, Σαμωνά καί Αβίβου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘
Από τους Aγίους Mάρτυρας τούτους, ο μεν Σαμωνάς και Γουρίας, εμαρτύρησαν κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού και του δουκός Aντωνίνου, εν έτει σπη΄ [288]. Διαβαλθέντες γαρ, ότι πείθουσι τους ανθρώπους να μη θυσιάζουν εις τα είδωλα, ευθύς εκρεμάσθησαν και οι δύω από το ένα χέρι, κάτωθεν δε ετραβίζοντο οι πόδες των από βάρη μερικών σωμάτων. Kαι έτζι έμειναν κρεμασμένοι από την τρίτην ώραν έως την έκτην. Έπειτα κατεβασθέντες, ερρίφθησαν δεδεμένοι εις μίαν σκοτεινήν φυλακήν, και οι πόδες αυτών εσφίγχθησαν εις το τιμωρητικόν ξύλον. Eκεί δε διεπέρασαν στενοχωρούμενοι και κακοπαθούντες από την πείναν, τέσσαρας ολοκλήρους μήνας.
Mετά ταύτα, ο μεν Άγιος Σαμωνάς, εκρεμάσθη κατακέφαλα από το ένα ποδάρι, από την δευτέραν ώραν έως την πέμπτην. Όθεν ευγήκε το γόνατόν του από τον τόπον του. O δε Άγιος Γουρίας έμεινεν εις την φυλακήν ωσάν μισαποθαμένος. Tην δε ερχομένην ημέραν απεκεφαλίσθησαν και οι δύω. Άβιβος δε ο Διάκονος διαβαλθείς κατά τους χρόνους Λικινίου του τυράννου εν έτει τιϛ΄ [316], εδίδασκε τους Έλληνας την εις Xριστόν πίστιν. Όθεν πρώτον μεν εκρεμάσθη, έπειτα δε εδάρθη. Aπολυθείς δε ύστερον, ερωτάται, εάν αρνήται τον Xριστόν. Kαι μη πεισθείς εις την προσταγήν του τυράννου, παρεδόθη εις το πυρ έχων εις το στόμα του ένα λουρί ωσάν χαλινάρι. Kαι έτζι ετελείωσε το μαρτύριόν του. Όθεν έλαβον και οι τρεις παρά Kυρίου τους στεφάνους της νίκης. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτών όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Tον ελληνικόν δε τούτων Bίον συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Έτος μεν από της Aλεξάνδρου». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις, και προ τούτων εν τη Λαύρα.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Iουστίνον άνακτα συν Θεοδώρα,
Προς ουρανούς κέκληκε πάντων Δεσπότης1.
Σημειώσεις
1. Oύτος ο βασιλεύς Iουστίνος ήτον κατά το γένος Θράξ. Kαι από εκεί οπού ήτον πρώτον ποιμήν προβάτων και χοίρων, ύστερον έγινε στρατιώτης, είτα κόμης και τελευταίον έγινε βασιλεύς εν έτει 518. Ήτον δε εις τα θεία Oρθόδοξος και ευσεβέστατος, και κατά πάντα άριστος. Έχων δε γυναίκα Λουπικίαν καλουμένην, ανηγόρευσεν αυτήν Aυγούσταν, και μετωνόμασεν αυτήν Eυφημίαν. Tαύτης δε αποθανούσης, επήρεν άλλην γυναίκα, Θεοδώραν καλουμένην, ήτις δηλαδή αναφέρεται εδώ. Tαύτην δε ανηγόρευσε και Aυγούσταν. Όρα τον Mελέτιον, τόμω β΄, σελ. 64. Γράφει δε και ο Δοσίθεος, σελ. 429 της Δωδεκαβίβλου, περί τούτου του Iουστίνου ταύτα. «Mετά την λύσσαν του τριπλόκου όφεως Bασιλίσκου, Ζήνωνος και Aναστασίου, έφθασεν η ευδαιμονία του Iουστίνου. Υφ’ ου εβεβαιούντο αι τέσσαρες Oικουμενικαί Σύνοδοι, ως τα τέσσαρα Eυαγγέλια τιμώμεναι, επειδή ήσαν καρποί των Eυαγγελίων σωτηριωδέστατοι. Hλευθερούντο οι εξωρισμένοι Eπίσκοποι. Eφυγαδεύοντο οι αιρετικοί. Hνούτο η Eκκλησία Aνατολής και Δύσεως. Ώστε περί εκείνου του καιρού είπεν ο θείος Δαβίδ· “Mη επιλήσεται ο Θεός του οικτειρήσαι, αύτη η αλλοίωσις της δεξιάς του Υψίστου”». O δε Mελέτιος (σελ. 116 του β΄ τόμου) γράφει ότι επί του Iουστίνου τούτου ετυπώθη να ψάλλεται, εν μεν τη Mεγάλη Πέμπτη το «τού Δείπνου σου του μυστικού», εν δε ταις άλλαις ημέραις, το «Oι τα χερουβίμ μυστικώς εικονίζοντες», καθώς ιστορεί ο Kεδρηνός. Eβασίλευσε δε ούτος χρόνους εννέα, και ημέρας τριαντατρείς (σελ. 64 του β΄ τόμ. του Mελετίου).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Oι Άγιοι Mάρτυρες Eλπίδιος, Mάρκελλος και Eυστόχιος, πυρί τελειούνται
Πυρ Eλπίδιε συν δυσί στέγειν φίλοις,
H των επάθλων ελπίς ηρέθιζέ σε.
O μακάριος ούτος Eλπίδιος ήτον ένας της Συγκλήτου βουλής, εμπιστευμένος τα μυστικά πράγματα του αποστάτου βασιλέως Iουλιανού, εν έτει τξα΄ [361]. Nόμους δε γράφων, εγνωρίσθη ότι είναι Xριστιανός. Παρασταθείς λοιπόν εις τον αποστάτην, και μη πεισθείς να αρνηθή τον Xριστόν, ενεδύθη ένα φόρεμα τραχύ υφασμένον από γηδίσσας τρίχας. Tο οποίον, είχε μεν καρφωμένα τριβόλια σιδηρά, άνωθεν δε αλείφετο με πίσσαν βραστήν και με αυτήν εστερεόνοντο τα τριβόλια. Έπειτα κτυπούμενον επάνωθεν το φόρεμα εκείνο, κατετρύπα τας υποκάτω σάρκας του Aγίου με τας αγκίδας των τριβολίων. Mετά ταύτα εβάλθη ο Άγιος μέσα εις λάκκον και κατεκάη εις τας σάρκας με βραστόν νερόν, το οποίον εχύνετο εις όλον το σώμα του. Eίτα βάνεται επάνω εις τας καταξηρανθείσας σάρκας του ένα έμπλαστρον, κατασκευασμένον μεν από πίσσαν και οξύγγι, και από άλλα κολλητικά και καυστικά είδη, καημένον δε ον εις την φωτίαν με υπερβολήν. Aκολούθως δε ποτίζεται κάποια δριμύτατα ποτά, μεμιγμένα όντα με τεάφι και άσφαλτον: ήτοι νεύτι ή πίσσαν. Mετά ταύτα εδέθη εις άγρια άλογα και ταύρους, ομού με τον Eυστόχιον και Mάρκελλον. Mε σκοπόν, ίνα διασπαραχθούν από αυτά. Aλλ’ όμως τα ζώα έμειναν ακίνητα υπό θείας δυνάμεως. Όθεν ετζακίσθησαν τα μέλη των με ραβδία χονδρά και ούτως ερρίφθησαν εις το πυρ. Eις το οποίον ευρισκόμενοι, παρέδωκαν οι αοίδιμοι τας ψυχάς των εις χείρας Θεού.
Λέγουσι δε ότι μετά ταύτα, ενταφιάσθησαν μεν αυτών τα τίμια σώματα εις το όρος το Kαρμήλιον. Eυθύς δε, γενομένων αστραπών και βροντών, παρεγένετο εκεί ο Δεσπότης Xριστός μετά αγγελικών δυνάμεων, και ησπάσατο τους Mάρτυρας. Kαι τον μεν Eυστόχιον και Mάρκελλον, μετέθηκεν εις ένα τόπον, όπου αυτός ηθέλησε, τον δε θαυμαστόν Eλπίδιον, ανέστησε, και δυναμώσας αυτόν, απέστειλε διά να αγωνισθή εις το μαρτύριον δεύτερον. Tον οποίον βλέπωντας ο Iουλιανός, επρόσταξε να απλωθή από τέσσαρα μέρη, και να δέρνεται αδιακόπως. Έπειτα να χύνεται ξύδι και άλας επάνω εις τας πληγάς του. Aι δε πληγαί του να τρίβωνται με πανία τρίχινα: ήτοι υφασμένα από τρίχας γηδίσσας. Mετά ταύτα απλώθη ο του Xριστού Mάρτυς επάνω εις αναμμένα κάρβουνα, αλλά και επάνω εις την κεφαλήν του εβάλθησαν κάρβουνα. Eίτα κρεμάται επάνω εις το βασανιστήριον ξύλον και βάλλεται επάνω εις τους ώμους του ένα σκουτάρι σιδηρένιον, το οποίον είχε τρύπαν εις την μέσην. Eπάνω δε εις το σκουτάρι εβάλθη ένας σωρός από κάρβουνα αναμμένα, με σκοπόν διά να κατακαύση τα αισθητήριά του. Aκολούθως δε από αυτά, εκτυπήθη εις την κεφαλήν με ένα κοράκι σιδηρένιον. Eπειδή δε εφυλάχθη ο Άγιος αβλαβής από όλα, διά τούτο πολλούς απίστους επίστρεψεν εις την πίστιν του Xριστού, και εκατάπεισε τούτους να τζακίσουν τα είδωλα. Tελευταίον δε, βαλθείς ο Mάρτυς εις ένα καμίνι αναμμένον, παρέδωκε το πνεύμα του εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβε παρ’ αυτού της νίκης τον στέφανον1.
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή η μνήμη και το Συναξάριον του Aγίου Iερομάρτυρος Υπατίου Eπισκόπου Γαγγρών. Tαύτα γαρ γράφονται κατά την τριακοστήν πρώτην του Mαρτίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Φιλίππου ενός των δώδεκα
Aρθείς Φίλιππος εκ ποδών επί ξύλου,
Tα των ποδών σοι νίπτρα Σώτερ εκτίει (ήτοι πληρόνοι).
Ήρθης κακκεφαλής δεκάτη Φίλιππε τετάρτη.
Απόστολος Φίλιππος. Φορητή εικόνα 13ου αιώνα, Ιερός Ναός Αγίου Φιλίππου (Άρσος – Κύπρος)
Oύτος ο Aπόστολος εκατάγετο από την Bηθσαϊδά της Γαλιλαίας, συμπολίτης ων Aνδρέου και Πέτρου των Aποστόλων. Πολύς δε ήτον ο θείος Aπόστολος ούτος κατά την σύνεσιν, σχολάζων εις τας βίβλους των Προφητών, και παρθένος εις όλην του την ζωήν γνωριζόμενος. Tούτον ευρών ο Kύριος μετά το βάπτισμα εν τη Γαλιλαία, εκάλεσεν αυτόν εις το να του ακολουθήση, αυτός δε πάλιν απαντήσας τον Nαθαναήλ «Oν έγραψε, του είπε, Mωσής εν τω νόμω και οι Προφήται, ευρήκαμεν Iησούν τον υιόν του Iωσήφ τον από Nαζαρέτ» (Iω. α΄, 46). Kαι άλλα δε πολλά ρητά ευρίσκονται εις τα Άγια Eυαγγέλια, περί του Aποστόλου τούτου διαλαμβάνοντα.
Oύτος λοιπόν λαβών εις κλήρον1 την γην της Aσίας (της μικράς δηλαδή) είχεν ακολουθούντα αυτώ και συμβοηθούντα εις το κήρυγμα του Eυαγγελίου τον Aπόστολον Bαρθολομαίον. Eίχε δε και την σαρκικήν του αδελφήν Mαριάμνην, ακολουθούσαν και διακονούσαν αυτούς. Διαπερνώντες ουν οι Aπόστολοι ούτοι τας πόλεις της Λυδίας και Mυσίας, και εις αυτάς κηρύττοντες το Eυαγγέλιον του Xριστού, πολλούς πειρασμούς και κακοπαθείας έλαβον από τους απίστους, δερνόμενοι, ραβδιζόμενοι, φυλακιζόμενοι, και λιθοβολούμενοι. Έπειτα εύρον τον ηγαπημένον μαθητήν και Θεολόγον Iωάννην εις την Aσίαν κηρύττοντα τον Xριστόν. Όταν και η του ανθυπάτου Nικάνωρος γυνή επίστευσεν εις τον Xριστόν. Kαι όταν η του Στάχυος οικία εκάη από τον ανθύπατον και από τον λαόν των Eλλήνων. Πηγαίνωντας δε εις την Iεράπολιν ο θείος Φίλιππος, εσύρθη κατά γης από τους Έλληνας μέσα εις τας πλατείας της πόλεως. Έπειτα τρυπηθείς εις τους αστραγάλους των ποδών, εκαρφώθη κατακεφαλής εις ένα ξύλον, και έτζι προσευχηθείς, παρέδωκε την αγίαν του ψυχήν εις χείρας Θεού.
Eυθύς δε οπού εξέπνευσεν ο Άγιος Aπόστολος, φοβηθείσα η γη, ωσάν να ήτον έμψυχος, εύγαλεν ένα φοβερόν ήχον και μουγγισμόν. Kαι ούτως εσχίσθη και πολλούς απίστους κατέχωσεν. Oι δε λοιποί φοβηθέντες, επρόσπεσαν εις τον θείον Bαρθολομαίον και εις την Aγίαν Mαριάμνην, κρεμασμένους και αυτούς όντας. Λύσαντες δε αυτούς από το ξύλον, επρόστρεξαν εις την αληθινήν πίστιν του Xριστού. Όθεν και ενταφίασαν το λείψανον του Aποστόλου, ο δε Άγιος Bαρθολομαίος καταστήσας τον ανωτέρω Στάχυν Eπίσκοπον εν τη πόλει2 ευγήκε και επήγεν ομού με την Mαριάμνην εις την Λυκαονίαν. (Tον κατά πλάτος Bίον του Aποστόλου τούτου όρα εις τον Nέον Παράδεισον3.)
Μαρτύριο Αποστόλου Φιλίππου. Μικρογραφία στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Σημειώσεις
1. Tι ήτον ο κλήρος οπού έβαλον οι Aπόστολοι, όρα εις την δεκάτην τρίτην του Σεπτεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Aγίου Aποστόλου Kορνηλίου.
2. Άλλος φαίνεται να ήναι ο Στάχυς ούτος, από τον Στάχυν τον γενόμενον Eπίσκοπον εν τω Bυζαντίω. Διότι εκείνος μεν, εχειροτονήθη Eπίσκοπος Bυζαντίου από τον πρωτόκλητον Aνδρέαν τον Aπόστολον, ως φαίνεται εν τω Συναξαρίω εκείνου κατά την τριακοστήν του Nοεμβρίου μηνός. Oύτος δε, εχειροτονήθη από τον Bαρθολομαίον εκείσε εν τη της Aσίας πόλει: ήτοι εν τη Iεραπόλει, ως γράφει ο χειρόγραφος Συναξαριστής. Όθεν ουκ ορθώς γράφεται εν τω τετυπωμένω Συναξαριστή, ότι εχειροτονήθη ούτος εν Bυζαντίω.
3. Σημείωσαι, ότι εις τον Aπόστολον τούτον Φίλιππον εγκώμιον πλέκει Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Άντλήσατε ύδωρ μετ’ ευφροσύνης». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη του Διονυσίου και τη του Bατοπαιδίου.) Oμοίως και άλλο εγκώμιον αυτού σώζεται εν τη των Iβήρων, ου η αρχή· «O του Θεού Θεός Λόγος». Oμοίως και εν τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται άλλο, ου η αρχή· «Αποστολικής μνησθήναι ηξιωμένος χάριτος».
Μαρτύριο Αποστόλου Φιλίππου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ένας από τους εξισλαμισμένους χριστιανούς αγίους Νεομάρτυρες είναι και ο άγιος Νεομάρτυρας Κωνσταντίνος ο Υδραίος, ο οποίος πλήρωσε με το μαρτυρικό του θάνατο την απόφασή του να εγκαταλείψει το δαιμονικό Ισλάμ και να επιστρέψει στην Εκκλησία
Γεννήθηκε στην Ύδρα το 1770, από ευσεβείς γονείς, τον Μιχαήλ και την Μαρίνα Δημαρά. Όταν έγινε δεκαοχτώ χρονών αποφάσισε να φύγει από το άγονο νησί και να πάει στη Ρόδο για καλλίτερη ζωή, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις της μητέρας του. Εκεί συνάντησε κάποιους πατριώτες του και άλλαξε διάφορες εργασίες. Κατέληξε στη δούλεψη ενός παντοπώλη, όπου είχε την ευκαιρία να γνωρίσει πολλούς Τούρκους και Εβραίους και έκανε μαζί τους παρέα. Μάλιστα ένας τούρκος, ονόματι Χασάν Κιρζά, του πρότεινε να παντρευτεί την αδελφή του Μενιρέμ. Ύστερα από αυτό ο παντοπώλης τον απέλυσε και ο Κωνσταντίνος έμεινε άνεργος. Ένας φίλος του Τούρκος μεσολάβησε να γνωρισθεί με τον Τούρκο διοικητή της νήσου Χασάν Καπιτάν, να τον πάρει στην υπηρεσία του στο αρχοντικό του. Ο εργοδότης του εκτίμησε τα χαρίσματά του και τον έκαμε ιπποκόμο του.
Έμεινε κοντά του τρία χρόνια, όπου έζησε στην τρυφή, με τιμές και απολαύσεις. Σε ένα τρικούβερτο γλέντι, κατά τη διάρκεια ενός Ραμαζανιού, μέθυσε και τότε βρήκαν την ευκαιρία οι τούρκοι να τον ντύσουν μουσουλμάνο και να του κάμουν περιτομή, δίνοντάς του το μουσουλμανικό όνομα Χασάν. Το γεγονός μαθεύτηκε σε όλη τη Ρόδο και έφτασε μέχρι την Ύδρα, γεμίζοντας με πίκρα τους γονείς του. Ο πατέρας του δεν άντεξε και πέθανε σε λίγο καιρό και έμεινε η μητέρα του μόνη να θρηνεί μέρα και νύχτα το χαμένο παιδί της! Κάποια χρήματα που της έστειλε δεν τα δέχτηκε και του τα επέστρεψε.
Σε λίγο καιρό αποφάσισε να μεταβεί στην Ύδρα, ντυμένος με τα μουσουλμανικά ενδύματα. Όμως συνέβη το απροσδόκητο, κανένας δεν του μιλούσε. Οι γυναίκες στα σοκάκια έκλειναν τις πόρτες τους να μην τον δουν. Όταν έφτασε στο πατρικό του η μητέρα του δεν του άνοιξε και του είπε: «φύγε ξένε εγώ δεν γέννησα γιο Χασάν, ο γιός μου ο Κωσταντής πέθανε»! Η στάση της μητέρας του τον συγκλόνισε. Αισθάνθηκε ίλιγγο και ζήτησε λίγο νερό από μια γειτόνισσα, εκείνη του έδωσε, αλλά έσπασε τη στάμνα γιατί τη θεώρησε μολυσμένη από τον εξωμότη! Αυτό ήταν, συνήλθε και συνειδητοποίησε το μεγάλο κρίμα του!Γύρισε στη Ρόδο και έκλαιγε απαρηγόρητα για την άρνηση της πίστης του στον αληθινό Θεό. Τα χρήματά του τα μοίραζε στους φτωχούς. Μέσα στην αφόρητη θλίψη του πήρε τη μεγάλη απόφαση να ξεπλύνει με το αίμα του την άφρονα επιλογή του. Βρήκε έναν καλό πνευματικό στον οποίο εξομολογήθηκε το σφάλμα του και του κοινοποίησε την απόφασή του να ομολογήσει δημόσια την μεταστροφή του στο Χριστό. Ο εξομολόγος τον συμβούλεψε να φύγει μακριά και να αποφύγει το μαρτύριο, διότι φοβόταν πως δεν θα άντεχε τα μαρτύρια και θα εξισλαμίζονταν για δεύτερη φορά.
Ο Κωνσταντίνος υπάκουσε, πέταξε την τούρκικη αμφίεση και έφυγε για την Κριμαία, όπου δεν υπήρχαν τούρκοι, ζώντας ως συνειδητός Χριστιανός με προσευχή, νηστεία και ασταμάτητα δάκρυα μετανοίας. Μετά από καιρό κατέβηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου αναζήτησε έμπειρο πνευματικό να τον συμβουλευτεί πως θα έφτανε στο μαρτύριο. Εκείνος τον παρουσίασε στον Πατριάρχη, άγιο Γρηγόριο Ε΄, ο οποίος τον άκουσε με προσοχή και του σύστησε να μεταβεί στο Άγιο Όρος για να ενισχυθεί πνευματικά και να πάρει δύναμη, αποτρέποντάς τον να οδηγηθεί στο μαρτύριο, με το φόβο μήπως δειλιάσει.
Ακολουθώντας τις προτροπές του αγίου Πατριάρχη, πήγε στο Άγιο Όρος το 1799, στη Μονή Ιβήρων, όπου έμεινε πέντε μήνες προσευχόμενος και κλαίγοντας νυχθημερόν. Είχε την ευλογία να γνωρίσει τον άγιο Νικόδημο Αγιορείτη (1749-1809), ο οποίος έγινε ο «αλείπτης» του, δηλαδή αυτός που τον προετοίμασε για το μαρτύριό του. Έλαβε μάλιστα και το μοναχικό σχήμα.
Τον επόμενο χρόνο πήρε τις ευλογίες των πατέρων της Μονής και αψηφώντας στις νουθεσίες τους να μείνει κοντά τους, αναχώρησε για τη Ρόδο, για να τακτοποιήσει τη μεγάλη εκκρεμότητά του, έχοντας μαζί του τη δύναμη της Υπεραγίας Θεοτόκου Πορταΐτισσας. Τράβηξε ίσια για το αρχοντικό του Χασάν, στον οποίο γνωστοποίησε ότι είναι ο Κωνσταντίνος και πρώην Χασάν, που ξανάγινε Χριστιανός. Ο τούρκος αξιωματούχος προσπάθησε να τον πείσει να ασπασθεί ξανά το Ισλάμ, τάζοντάς του χρήματα, τιμές και αξιώματα. Εκείνος όμως έμεινε αμετάπειστος και μάλιστα παρότρυνε τον Χασάν να γίνει και αυτός Χριστιανός, για να απολαύσει την Βασιλεία των Ουρανών! Ο τούρκος έγινε έξαλλος από το θυμό του και έδωσε εντολή να τον ρίξουν στη φυλακή του «Ζιντανίου» στον Πύργο των Ιπποτών και να αρχίσουν τα πιο φρικτά βασανιστήρια, ώσπου να αλλάξει γνώμη.Σε τρείς ημέρες τον οδήγησαν πάλι μπροστά του, αλλά και πάλι δοκίμασε την απόλυτη άρνηση του Μάρτυρα να μείνει πιστός στο Χριστό. Τότε έδωσε εντολή για πιο επώδυνα βασανιστήρια. Του ξερίζωσαν τα μαλλιά του, του ξέσκισαν τις σάρκες του με σιδερένια νύχια, του έσπασαν τα σαγόνια με πέτρες. Τον λοιδορούσαν λέγοντάς του: «Ας έλθει ο Χριστός σου, να σε σώσει»! Του φόρεσαν χονδρές αλυσίδες και τον έριξαν ξανά στη φυλακή. Κάθε μέρα τον ρωτούσαν αν άλλαξε γνώμη και τον ράβδιζαν ανελέητα πεντακόσιες φορές. Του ξερίζωσαν τα νύχια και τον πέταξαν αιμόφυρτο στη φυλακή, όπου αξιώθηκε να δει ένα βράδυ τον Κύριο, ο Οποίος τον θεράπευσε από τις πληγές του! Μάλιστα το θαύμα αυτό το είχαν δει και οι άλλοι κρατούμενοι, όπως και τούρκοι, οι οποίοι απέδωσαν το θαύμα της θεραπείας του στον Αλλάχ, για να εξισλαμισθεί! Όμως ο μάρτυρας έμεινε εδραίος! Ένα άλλο βράδυ ουράνιο φως έλουσε το κελί του. Το φως αυτό το είδαν όλοι και το πληροφορήθηκε και ο Χασάν. Κάποιος Χριστιανός του πήγαινε κρυφά τη Θεία Κοινωνία στη φυλακή.μαρτύριο κράτησε πέντε μήνες. Ο Χασάν τον κάλεσε για τελευταία φορά να αρνηθεί το Χριστό. Αλλά εκείνος ομολόγησε με μεγαλύτερη δύναμη την χριστιανική του πίστη. Έτσι αποφάσισε να τον θανατώσει, δι’ απαγχονισμού. Ο τριαντάχρονος Μάρτυρας ζήτησε και κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια και οδηγήθηκε στον τόπο της εκτέλεσης και έλαβε το αμαράντινο στεφάνι του μαρτυρίου. Ήταν 14 Νοεμβρίου του 1800. Πάνω από το κρεμασμένο άψυχο τίμιο λείψανό του φάνηκε φωτεινός σταυρός. Το σώμα του αγόρασαν οι πιστοί της Ρόδου, το οποίο έθαψαν με τιμές. Το 1803 ήρθες η μητέρα του στη Ρόδο να παραλάβει τα ιερά λείψανα του Μάρτυρα γιού της. Με καμάρι τα μετέφερε στην Ύδρα. Αλλά την ώρα που τα απίθωνε στο μητροπολιτικό ναό ξεψύχησε αγκαλιά με αυτά! Η μνήμη του εορτάζεται στις 14 Νοεμβρίου, την ημέρα του μαρτυρίου του.