Αρχική Blog Σελίδα 8

Μπορούσε να αποφευχθεί η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως;

Ηρακλής Ρεράκης, Καθηγητής ΑΠΘ
Πρόεδρος της Πανελλήνιας Ενώσεως Θεολόγων

Μπορούσε να αποφευχθεί η Άλωση της Κωνσταντινουπόλεως;

Είναι βέβαιο ότι παρά τις αξιόλογες προσπάθειες ορισμένων Αυτοκρατόρων, που διακυβέρνησαν τη Ρωμιοσύνη τα τελευταία χρόνια πριν την Πτώση της, οι συνέπειες της κατάκτησής της από τους Φράγκους (1204) και των μεγάλων καταστροφών που ακολούθησαν, αποδυνάμωσαν την Αυτοκρατορία.

Τα γεγονότα ήταν ισχυρότερα από τη θέληση των Αυτοκρατόρων. Το κράτος της Ρωμιοσύνης, προχωρούσε σταθερά προς τη δύση του και, αν και φαινόταν παράδοξο, σε όσους πίστευαν το αντίθετο, δεν είχε τις απαιτούμενες στρατιωτικές και οικονομικές δυνάμεις πλέον για να σωθεί.

Ο Γεννάδιος Σχολάριος, παρά τον βαθύτατο πατριωτισμό του, αναφέρει ότι όλοι συνειδητοποιούσαν πως η δύναμη των εχθρών αυξανόταν ταχύτατα και πως η πατρίδα, εξασθενημένη καθώς ήταν από τις δυνάμεις της, είχε φτάσει στο έσχατο γήρας και δεν θα άντεχε ακόμη πολύ.

Το μόνο που έμενε άγνωστο ήταν το ακριβές έτος της Πτώσεώς της. Η Αυτοκρατορία περιοριζόταν πλέον στην πρωτεύουσά της και στις παραλιακές πόλεις της Προποντίδας και της Δυτικής Μαύρης θάλασσας. Η Καλλίπολη είχε πέσει στα χέρια των Οθωμανών, από το 1354 και η Αδριανούπολη, από το 1368. Στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, μόνο μερικές πόλεις και λίγα νησιά ανήκαν πλέον στον Αυτοκράτορα.

Τα έσοδα του κράτους, ήταν τόσο ελάχιστα, ώστε ήταν αδύνατο να διατηρεί παντού στρατό, ικανό να αντιμετωπίσει τους Τούρκους, που όλο και περισσότερο δυνάμωναν τις απειλές τους σε όλο το μήκος των συνόρων του.

Όμως, εκτός από αυτές τις αντικειμενικές αδυναμίες της Αυτοκρατορίας, είχαν αρχίσει να διαφαίνονται στην κοινωνία της και ιδιαίτερα στους ανώτερους εκκλησιαστικούς και πολιτικούς κύκλους κάποιες αντιμαχόμενες μερίδες.

Οι διαφορές τους εντοπίζονταν στον τρόπο αντιμετωπίσεως του τουρκικού κινδύνου και σχετίζονταν, αφενός, με καιροσκοπικούς υπολογισμούς και ατομικά συμφέροντα, αφετέρου, με τον τρόπο βίωσης της εθνικής συνείδησης και της θρησκευτικής πίστεως.

Σύμφωνα με τις θέσεις της πρώτης τάσεως, της φιλενωτικής, η αποτροπή της τουρκικής απειλής θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνον με τη συμμαχία της Παπικής Δύσεως, η οποία, όμως, για να βοηθήσει την Ορθόδοξη Ανατολή, ζητούσε, ως αντάλλαγμα, την ένωση, δηλαδή την υποταγή των Ορθοδόξων στους δογματικούς νεωτερισμούς του Πάπα. Προς τούτο, η ομάδα αυτή, θεωρούσε μικρότερο κακό την υποταγή της Ορθοδοξίας στον Πάπα, από την υποδούλωση στους αλλόθρησκους Τούρκους.

Η δεύτερη ομάδα, η Ορθόδοξη, πίστευε ότι η Δύση ούτε μπορούσε ούτε ήθελε να βοηθήσει την Αυτοκρατορία και υποστήριζε ότι η θρησκευτική υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στον Πάπα, θα είχε, ως αποτέλεσμα, αφενός, τον κλονισμό της πίστεως των Ορθοδόξων, αφετέρου, την υποχώρηση και μείωση της εθνικής συνειδήσεως.

Θεωρούσαν ότι η Πτώση της Πόλεως ήταν αναπόφευκτη και πλησίαζε και ότι ήταν λάθος να εμπιστεύονται τους Παπικούς, καθώς η ιστορική εμπειρία της Φραγκοκρατίας έδειξε πως ο Λατινισμός, ως απώλεια της ελευθερίας της πίστεως, ήταν χειρότερη υποδούλωση από εκείνη στους Τούρκους. Ήλπιζαν, μάλιστα, ότι η επικράτηση των Τούρκων θα ήταν πρόσκαιρη, γιατί θα διαφύλαττε αλώβητη την πίστη του λαού, ο οποίος, με την καθοδήγηση και την προστασία της Εκκλησίας του, θα μπορούσε να ανασυγκροτηθεί, να εκμεταλλευθεί την αναμενόμενη φθορά των Τούρκων και να αποκτήσει πάλι την ενότητα και την πολιτική του ανεξαρτησία.

Από την άλλη πλευρά, υπήρχε η εμπειρία του παρελθόντος, καθώς όσες φορές έγιναν διαπραγματεύσεις με την Δύση για βοήθεια κατά των Τούρκων, η Δύση έβαζε ως προϋπόθεση την ένωση Ανατολής – Δύσεως, πάντοτε βέβαια με τη μορφή της δογματικής υποχώρησης της Ανατολής.

Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έρχονταν από τη Δύση για διαπραγματεύσεις δύο αντιπροσωπείες, καθώς η Παποσύνη είχε χωριστεί στα δύο: Η μία εκπροσωπούσε τον Πάπα Ευγένιο Δ’ και η άλλη εκπροσωπούσε τη Σύνοδο της Βασιλείας (1431 – 1439), που τον είχε ήδη καθαιρέσει.

Κατά συνέπεια, οι υποσχέσεις, που δίνονταν από τον Πάπα στους Ανατολικούς για βοήθεια, δεν ίσχυαν, διότι ήταν φανερό ότι ο Πάπας δεν μπορούσε, στη χρονική αυτή συγκυρία, να διεγείρει ούτε τον ελάχιστο ενθουσιασμό στους Δυτικούς του συμμάχους για να τους πείσει να σπεύσουν να βοηθήσουν την Κων/πολη.

Επομένως, φαινόταν πιο πιθανή η υστεροβουλία του να εκμεταλλευτεί την επιτυχία του για την Ένωση με την Ορθόδοξη Ανατολή, ως μέσον συσπείρωσης και ενότητας των Λατίνων υπηκόων του και επανόδου του στον Παπικό Θρόνο.

Μάλιστα, ο Γερμανός Norden, αποδεικνύει, από έγγραφα Παπών και Δυτικών Ηγεμόνων, ότι σταθερή επιδίωξή τους δεν ήταν η παροχή βοήθειας προς την Ανατολή, αλλά η υποταγή, η κατάκτηση και ο εκλατινισμός της, όπως ακριβώς είχε συμβεί και με τις προηγούμενες Σταυροφορίες.

Από την πλευρά τους, οι Ανατολικοί πολιτικοί παράγοντες, αγωνιούσαν για τη σωτηρία τους από τον Τουρκικό κίνδυνο, υποσχόμενοι την Ένωση, που, όμως, δεν μπορούσαν να επιβάλουν, μπροστά στο άκαμπτο αίσθημα του ορθόδοξου λαού.

Ωστόσο, ο Αυτοκράτορας Ιωάννης Η’, ο Παλαιολόγος, προσπαθώντας να κάνει τα αδύνατα δυνατά, θεώρησε καθήκον του να επιχειρήσει μια ακόμη απέλπιδα απόπειρα Ενώσεως, αποδεχόμενος, εκ των προτέρων, τους επώδυνους όρους της Ρώμης, χάριν του εθνικού κινδύνου.

Ο ιστορικός της Αλώσεως Φραντζής αναφέρει ότι ο πατέρας του Ιωάννη, Μανουήλ ο Παλαιολόγος είπε κάποτε στον γιό του πως οι Τούρκοι φοβούνται την Ένωση με τους Δυτικούς, γιατί πιστεύουν πως αυτό θα είναι μεγάλο κακό γι’ αυτούς, συστήνοντάς του να μελετά και να επιδιώκει τη Σύνοδο για την Ένωση με τον Πάπα, προκειμένου να εκφοβίζει τους Τούρκους, ποτέ, όμως, να μην την πραγματοποιήσει, γιατί διέβλεπε ότι κάτω από τις υπάρχουσες συνθήκες δεν υπήρχε περίπτωση να βρεθεί βιώσιμη ενωτική λύση.

Τελικά, το 1438, οι πολιτικοί και εκκλησιαστικοί παράγοντες της Ανατολής προσήλθαν στη Σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας (1438 -1439), παρά τις αντιρρήσεις της Ορθόδοξης Μερίδας, η οποία είχε ηγέτη τον Άγιο Μάρκο τον Ευγενικό, που είχε οριστεί και ως εκπρόσωπος της ανατολικής αντιπροσωπείας στη Σύνοδο.

Μετά από δογματικές συζητήσεις ενός χρόνου περίπου, η μεν μερίδα του Αγίου Μάρκου του Ευγενικού αρνήθηκε να υπογράψει την Ένωση, αλλά ο Πατριάρχης Ιωσήφ με την πλειονότητα των Επισκόπων που ήταν φιλενωτικοί και με την προτροπή και ίσως την πίεση του Αυτοκράτορα υπέγραψαν τις δογματικές αιρέσεις της Παπικής Εκκλησίας, που υπήρξαν η αιτία του Σχίσματος Ανατολής – Δύσεως, από το 1054, και έτσι επετεύχθη η Ένωση.

Όμως, εφόσον η μικρή μερίδα του Αγίου Μάρκου επηρέαζε βαθύτατα τον λαό, με αποτέλεσμα η ενωτική απόφαση της Συνόδου να απορριφθεί από τον λαό της Ρωμιοσύνης, παρά τις πολιτικές πιέσεις.

Από την άλλη πλευρά, ο Πάπας Ευγένιος Δ’, αν και οι Πατέρες της Βασιλείας δεν προσήλθαν τελικά στη Σύνοδο της Φεράρας – Φλωρεντίας, με τη νίκη που πέτυχε, να υποτάξει την Ορθόδοξη Ανατολή, κατάφερε να ανακαταλάβει τον θρόνο του, που του είχε αφαιρέσει η Σύνοδος της Βασιλείας. Επιπλέον, όμως, πάνω στην απόφαση της Ενώσεως στηρίχτηκαν οι μετέπειτα καθοριστικές Σύνοδοι, Τριδέντου (1545-1563) και Α’ Βατικανού (1870), που δογμάτισαν το Πρωτείο και το Αλάθητο.

Ως προς τη βοήθεια που είχε υποσχεθεί ο Πάπας, όταν κήρυξε Σταυροφορία εναντίον των Τούρκων, οι μόνοι που συμμετείχαν ήταν οι Ρουμάνοι, οι Πολωνοί, οι Ούγγροι και οι Σέρβοι, οι οποίοι, όμως, στη μάχη της Βάρνας (1444), ηττήθηκαν κατά κράτος από τους Τούρκους και έτσι χάθηκε και η τελευταία ελπίδα για τη σωτηρία της Πόλης και της Αυτοκρατορίας.

Με αυτή την ήττα σταμάτησε οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια παρεμπόδισης της διείσδυσης της οθωμανικής αυτοκρατορίας στην ανατολική Ευρώπη, για αρκετές δεκαετίες.

Σε τίποτα, τελικά, δεν βοήθησε η διπλωματική δραστηριότητα και η απέλπιδα υποχώρηση στις παπικές κακοδοξίες της φιλενωτικής μερίδας του Αυτοκράτορα, που για ένα χρόνο, στη Φεράρα και στη Φλωρεντία, πίεζε υπερβολικά τους Ορθοδόξους αντιπροσώπους της Εκκλησίας να υποχωρήσουν και να αποδεχτούν τα δόγματα του Παπισμού.

Όλες οι λαμπρές υποσχέσεις για αποστολή δυτικής στρατιωτικής βοήθειας, για νίκες και τρόπαια, αποδείχτηκαν φρούδες ελπίδες.

Ο Γεννάδιος Σχολάριος, μάλιστα, σε επιστολή του, που τοιχοκόλλησε το 1452, λίγο πριν την Άλωση, στην πόρτα του κελιού του, έγραφε:

«Άθλιοι Ρωμαίοι, πώς πλανηθήκατε και απομακρυνθήκατε από την ελπίδα στον Θεό, ελπίζοντας στη δύναμη των Φράγκων και, μαζί με την πόλη, που πρόκειται να χαθεί, θα χάσετε και την ευσέβειά σας».

Πηγή: enromiosini.gr/

Θρηνητικὸν Συναξάρι Κωνσταντίνου τοῦ Παλαιολόγου, Φωτίου Κόντογλου Κυδωνιέως

Τὸ “Θρηνητικόν Συναξάρι” τοῦ Φωτίου Κόντογλου, ὅπως αὐτὸ πρωτοδημοσιεύθηκε στὸ περιοδικό ΚΙΒΩΤΟΣ τὸ 1953, στὴν εἰδικὴ ἔκδοσή του γιὰ τὰ 500 χρόνια μετά τὴν Ἅλωσιν. Ὁ Φώτης Κόντογλου ἱστόρησε τὴν ἔκδοση αὐτή μὲ δικές του βυζαντινές ἁγιογραφίες καὶ καλλιγράφησε ὸο κείμενο που ὁ ἴδιος συνέγραψε. Ἡ ὀπτικοποίηση ἔγινε από την ομάδα Rumorthodox, μὲ τὸν Κώστα Χαραλαμπίδη νά ἀναγινώσκει τὸ κείμενο καὶ τὸν Χριστόδωρο Μνάσωνος νὰ ἔχει τὴν μουσικὴν ἐκτέλεση και ἐπιμέλεια.

Πηγή: RumOrthodox

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 30 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
19: 1-8

Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, ἐγένετο ἐν τῷ τὸν ᾿Απολλὼ εἶναι ἐν Κορίνθῳ Παῦλον διελθόντα τὰ ἀνωτερικὰ μέρη ἐλθεῖν εἰς ῎Εφεσον· καὶ εὑρὼν μαθητάς τινας εἶπε πρὸς αὐτούς· εἰ Πνεῦμα ῞Αγιον ἐλάβετε πιστεύσαντες; οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν· ἀλλ᾿ οὐδὲ εἰ Πνεῦμα ῞Αγιόν ἐστιν ἠκούσαμεν. Εἶπέ τε πρὸς αὐτούς· εἰς τί οὖν ἐβαπτίσθητε; οἱ δὲ εἶπον· εἰς τὸ ᾿Ιωάννου βάπτισμα. Εἶπε δὲ Παῦλος· ᾿Ιωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ᾿ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ᾿ ἔστιν εἰς τὸν ᾿Ιησοῦν Χριστόν. Ἀκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ. Καὶ ἐπιθέντος αὐτοῖς τοῦ Παύλου τὰς χεῖρας ἦλθε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτούς, ἐλάλουν τε γλώσσαις καὶ προεφήτευον. Ἦσαν δὲ οἱ πάντες ἄνδρες ὡσεὶ δεκαδύο. Εἰσελθὼν δὲ εἰς τὴν συναγωγὴν ἐπαρρησιάζετο ἐπὶ μῆνας τρεῖς διαλεγόμενος, καὶ πείθων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΤΩΝ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΜΑΜΑΝΤΟΣ ΜΟΡΦΟΥ)
Πρὸς Τιμόθεον Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 1-10

Τέκνον Τιμόθεε, ἐνδυναμοῦ ἐν τῇ χάριτι τῇ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, καὶ ἃ ἤκουσας παρ᾿ ἐμοῦ διὰ πολλῶν μαρτύρων, ταῦτα παράθου πιστοῖς ἀνθρώποις, οἵτινες ἱκανοὶ ἔσονται καὶ ἑτέρους διδάξαι. Σὺ οὖν κακοπάθησον ὡς καλὸς στρατιώτης ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Οὐδεὶς στρατευόμενος ἐμπλέκεται ταῖς τοῦ βίου πραγματείαις, ἵνα τῷ στρατολογήσαντι ἀρέσῃ. Ἐὰν δὲ καὶ ἀθλῇ τις, οὐ στεφανοῦται, ἐὰν μὴ νομίμως ἀθλήσῃ. Τὸν κοπιῶντα γεωργὸν δεῖ πρῶτον τῶν καρπῶν μεταλαμβάνειν. Νόει ὃ λέγω· δῴη γάρ σοι ὁ Κύριος σύνεσιν ἐν πᾶσι. Μνημόνευε ᾿Ιησοῦν Χριστὸν ἐγηγερμένον ἐκ νεκρῶν, ἐκ σπέρματος Δαυΐδ, κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου, ἐν ᾧ κακοπαθῶ μέχρι δεσμῶν ὡς κακοῦργος· ἀλλ᾿ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται. Διὰ τοῦτο πάντα ὑπομένω διὰ τοὺς ἐκλεκτούς, ἵνα καὶ αὐτοὶ σωτηρίας τύχωσι τῆς ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ μετὰ δόξης αἰωνίου.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
14: 1-11

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαὐτοῦ Μαθηταῖς· Μὴ ταρασσέσθω ὑμῶν ἡ καρδία· πιστεύετε εἰς τὸν Θεόν, καὶ εἰς ἐμὲ πιστεύετε. ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν· εἰ δὲ μή, εἶπον ἂν ὑμῖν. πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καὶ ἐὰν πορευθῶ καὶ ἑτοιμάσω ὑμῖν τόπον, πάλιν ἔρχομαι καὶ παραλήψομαι ὑμᾶς πρὸς ἐμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμὶ ἐγὼ, καὶ ὑμεῖς ἦτε. καὶ ὅπου ἐγὼ ὑπάγω οἴδατε, καὶ τὴν ὁδόν οἴδατε. Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· καὶ πῶς δυνάμεθα τὴν ὁδὸν εἰδέναι; λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Ἐγώ εἰμι ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή· οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι’ ἐμοῦ. εἰ ἐγνώκειτέ με, καὶ τὸν πατέρα μου ἐγνώκειτε ἄν· καὶ ἀπ’ ἄρτι γινώσκετε αὐτὸν καὶ ἑωράκατε αὐτόν. Λέγει αὐτῷ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα καὶ ἀρκεῖ ἡμῖν. λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· Τοσοῦτον χρόνον μεθ’ ὑμῶν εἰμι, καὶ οὐκ ἔγνωκάς με, Φίλιππε; ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα· καὶ πῶς σὺ λέγεις, δεῖξον ἡμῖν τὸν πατέρα; οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστι; τὰ ῥήματα ἃ ἐγὼ λαλῶ ὑμῖν, ἀπ’ ἐμαυτοῦ οὐ λαλῶ· ὁ δὲ πατὴρ ὁ ἐν ἐμοὶ μένων αὐτὸς ποιεῖ τὰ ἔργα. πιστεύετέ μοι ὅτι ἐγὼ ἐν τῷ πατρὶ καὶ ὁ πατὴρ ἐν ἐμοί ἐστιν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΝΕΟΜΑΡΤΥΡΩΝ ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ ΤΩΝ ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΜΑΜΑΝΤΟΣ ΜΟΡΦΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
15:17 – 16:2

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· ταῦτα ἐντέλλομαι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Εἰ ὁ κόσμος ὑμᾶς μισεῖ, γινώσκετε ὅτι ἐμὲ πρῶτον ὑμῶν μεμίσηκεν. εἰ ἐκ τοῦ κόσμου ἦτε, ὁ κόσμος ἂν τὸ ἴδιον ἐφίλει· ὅτι δὲ ἐκ τοῦ κόσμου οὐκ ἐστέ, ἀλλ’ ἐγὼ ἐξελεξάμην ὑμᾶς ἐκ τοῦ κόσμου, διὰ τοῦτο μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος. μνημονεύετε τοῦ λόγου οὗ ἐγὼ εἶπον ὑμῖν· οὐκ ἔστι δοῦλος μείζων τοῦ κυρίου αὐτοῦ. εἰ ἐμὲ ἐδίωξαν, καὶ ὑμᾶς διώξουσιν· εἰ τὸν λόγον μου ἐτήρησαν, καὶ τὸν ὑμέτερον τηρήσουσιν. ἀλλὰ ταῦτα πάντα ποιήσουσιν ὑμῖν διὰ τὸ ὄνομά μου, ὅτι οὐκ οἴδασι τὸν πέμψαντά με. εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχον· νῦν δὲ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περὶ τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. ὁ ἐμὲ μισῶν καὶ τὸν πατέρα μου μισεῖ. εἰ τὰ ἔργα μὴ ἐποίησα ἐν αὐτοῖς ἃ οὐδεὶς ἄλλος πεποίηκεν, ἁμαρτίαν οὐκ εἴχον· νῦν δὲ καὶ ἑωράκασι καὶ μεμισήκασι καὶ ἐμὲ καὶ τὸν πατέρα μου. ἀλλ’ ἵνα πληρωθῇ ὁ λόγος ὁ γεγραμμένος ἐν τῷ νόμῳ αὐτῶν, ὅτι ἐμίσησάν με δωρεάν. ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ· καὶ ὑμεῖς δὲ μαρτυρεῖτε, ὅτι ἀπ’ ἀρχῆς μετ’ ἐμοῦ ἐστε. Ταῦτα λελάληκα ὑμῖν ἵνα μὴ σκανδαλισθῆτε. ἀποσυναγώγους ποιήσουσιν ὑμᾶς· ἀλλ’ ἔρχεται ὥρα ἵνα πᾶς ὁ ἀποκτείνας ὑμᾶς δόξῃ λατρείαν προσφέρειν τῷ Θεῷ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μόρφου Νεόφυτος: Οἱ Νεομάρτυρες Διάκονοι τοῦ Ἁγίου Μάμα στὴ Μόρφου (29.05.2022)

Κήρυγμα Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὸν Ἑσπερινὸ τῆς ἑορτῆς τῶν ἁγίων νεομαρτύρων τῆς Μορφου Γαβριὴλ (Μακρύδιακου) καὶ Χριστοφόρου ἱεροδιακόνων, ποὺ τελέσθηκε στὸ ἱερὸ παρεκκλήσιο Ἁγίου Νεκταρίου Ἐπισκόπου Πενταπόλεως τοῦ θαυματουργοῦ τοῦ Πολυδύναμου Κέντρου ἡ «Σολέα» στὴν κοινότητα Εὐρύχου, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (29.05.2022).

Τὸ ἀπολυτίκιο τῶν Νεομαρτυρων ψάλλει ὁ Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος.

Οἱ ἅγιοι νεομάρτυρες καὶ διάκονοι τῆς Μονῆς Ἁγίου Μάμαντος Μόρφου Γαβριὴλ Μακρύδιακος καὶ Χριστοφόρος (30 Μαΐου)

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ, Πρωτοσυγκέλλου τῆς Ἱ. Μ. Μόρφου

Α. Γαβριὴλ Μακρύδιακος, μοναχὸς καὶ διάκονος τῆς ἱερᾶς μονῆς Ἁγίου Μάμαντος, νεομάρτυς, ὁ ἐκ Μόρφου (†1750)

Βασικὴ γραπτὴ πηγὴ γιὰ τὰ λιγοστὰ ἀλλὰ σημαντικὰ διασωζόμενα στοιχεῖα τοῦ βίου καὶ τοῦ μαρτυρίου τοῦ ἁγίου ἐνδόξου νεομάρτυρος Γαβριὴλ Μακρυδιάκου ἀποτελεῖ σχετικὴ διήγηση σὲ σητόβρωτο χειρόγραφο βιβλίο χρονογραφίας ἱερέως τινὸς ἀπὸ τὸ χωριὸ Ἀργάκι Μόρφου (ἀγνώστων στοιχείων καὶ χρονολογίας), τὸ ὁποῖο ἀνεῦρε ὁ διανοούμενος ἀγρότης Χατζηματθαῖος Χατζηνικολάου, ἐπίσης ἀπὸ τὸ Ἀργάκι, καὶ ἐξέδωσε ὁ Μορφίτης διδάσκαλος καὶ μουσικὸς Κώστας Καλαθᾶς. Παράλληλα, ἐπέζησε καὶ ἡ ἀνάλογη προφορικὴ παράδοση, τὴν ὁποία κατέθεσεν ἀρχικὰ ὁ δημοσιογράφος Γεώργιος Λαντίδης σὲ συνέντευξή του στὸ Ραδιοφωνικὸ Ἵδρυμα Κύπρου τὸ 1988, κατὰ τὸν Αὔγουστο δὲ τοῦ 2020, ὁ ἐπίσκοπος Κυρήνης Ἀθανάσιος (Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας), ὁ ὁποῖος εἶχε τὴν εὐγενὴ καλωσύνη νὰ γνωστοποιήσει στὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ Ἔνταξης Ἁγίων στὸ Ἁγιολόγιο, κατόπιν παράκλησης τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου, στοιχεῖα σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο καὶ τὸ μαρτύριο τοῦ νεομάρτυρος αὐτοῦ.

*   *   *

Ὁ ἅγιος καλλίνικος νεομάρτυς τοῦ Χριστοῦ Γαβριήλ, ποὺ παρέμεινε γνωστὸς στοὺς πολλοὺς ὡς Μακρύδιακος, ἔζησε καὶ μαρτύρησε κατὰ τὸν 18ο αἰώνα, τὴν ἐποχὴ τῆς πολυώδυνης γιὰ τὴ νῆσο περιόδου τῆς Τουρκοκρατίας. Τὸ ὄνομά του Γαβριὴλ μᾶς κοινοποίησε ὁ ἀνωτέρω ἐκ Μόρφου καταγόμενος ἐπίσκοπος Κυρήνης Ἀθανάσιος. Ὁ Γαβριὴλ ὑπῆρξε γόνος τῆς κωμοπόλεως Μόρφου, ὅπου γεννήθηκε περὶ τὸ 1730, ἀπὸ ἐνάρετους γονεῖς χριστιανούς. Ὁ πατέρας του ἦταν πρεσβύτερος, ὀνόματι παπᾶ-Νικόλας. Ὑπῆρξε πρόπαππος τοῦ δικαστῆ Χριστοπούλου καὶ τοῦ Νικόλα τοῦ Διάκου, τῶν ὁποίων ὁ δεύτερος εἶχε υἱοὺς τοὺς Γεώργιο, Πολύκαρπο, Χρῆστο, Βασίλειο, Σωκράτη καὶ Ἄριστο, μὲ τὸ ἐπώνυμο Γαβριηλίδη [1]. Καὶ ἀπὸ τὸ ἐπώνυμο τῆς οἰκογένειας αὐτῆς πιστοῦται τὸ ὄνομα τοῦ Μακρυδιάκου ὡς Γαβριήλ. Περαιτέρω, στὴ Χάρτα ποὺ ὑπογράφουν Κύπριοι στὴ Βενετία τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1821, περιλαμβάνεται καὶ ὁ «Ταξίαρχος Μιχαὴλ Μακρύδιακος» [2], προφανῶς ἀπόγονος τοῦ νεομάρτυρος.

Ὁ Θεὸς εἶχε προικίσει τὸν νεομάρτυρα μὲ πλούσια καὶ ἐπίζηλα φυσικὰ χαρίσματα: Ἦταν ἄνδρας ὑψηλοῦ ἀναστήματος (ὕψους ἕξι ποδῶν), ἰσχυρῆς σωματικῆς διάπλασης, ὡραίας κατατομῆς, κοσμημένος μὲ γλυκύτατη φωνή, ἔφερε δὲ κόμην πλουσίαν μέχρι τῆς ὀσφύος. Ἕνεκα λοιπὸν τοῦ ἰδιαίτερα ὑψηλοῦ γιὰ τὴν ἐποχή του παραστήματος, παρέμεινε γνωστὸς μὲ τὸ ὄνομα Μακρύδιακος, δηλαδὴ ὁ ὑψηλὸς διάκονος. Δὲν ὑπῆρξε ὅμως μονάχα σωματικὰ τόσο πλούσια προικισμένος, ἀλλ᾽ εἶχε συνακόλουθα καὶ τὰ ψυχικὰ χαρίσματα, δηλ. σεμνότητα, ἁγνότητα, εὐλάβεια καὶ πίστη θερμὴ πρὸς τὸν Χριστό, ἕνεκα τῶν ὁποίων καὶ πόθησε νὰ ἀφιερωθεῖ στὴν ὁλόψυχη διακονία τοῦ Κυρίου. Ἔτσι, σὲ νεαρὴ ἡλικία, περίπου τῶν εἴκοσι ἐτῶν, ἔγινε μοναχὸς καὶ χειροτονήθηκε διάκονος στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος στὴ Μόρφου, ὅπου διακονοῦσε μὲ εὐλάβεια, κοσμώντας τὶς ἱερὲς Ἀκολουθίες μὲ τὸ ἱεροπρεπές του παράστημα καὶ τὴν ἀγγελική του μελῳδία. 

Ἀλλ᾽ ἐπέπρωτο τὰ ἀνωτέρω πλούσια φυσικά του χαρίσματα νὰ γίνουν καὶ ἡ ἀφορμὴ τοῦ μαρτυρίου του. Διότι οἰ ἐγχώριοι Τοῦρκοι, γοητευμένοι ἀπὸ αὐτά, πρότειναν στὸν ἐνάρετο διάκονο νὰ ἀλλαξοπιστήσει καὶ νὰ τὸν στείλουν στὴ συνέχεια στὴν Κωνσταντινούπολη, νὰ σπουδάσει ἱεροδιδάσκαλος (χότζας). Ἐδῶ φάνηκε ἡ ὄντως πνευματικὴ τοῦ Μακρυδιάκου λεβεντιά, διότι μὲ παρρησία καὶ σταθερότητα ἀπέρριψε τὶς βδελυρὲς τῶν ἀλλοπίστων προτάσεις. Ἔντρομη ἡ οἰκογένειά του γιὰ τὰ ἀναμενόμενα ἐπακόλουθα, προσπάθησε νὰ φυγαδεύσει κρυφὰ τὸν νέο ὁμολογητὴ τοῦ Χριστοῦ. Οἱ Τοῦρκοι ὅμως τὸν ἐντόπισαν στὸ ὄχι μακρυὰ ἀπὸ τὴ Μόρφου εὑρισκόμενο χωριὸ Ἁγία Εἰρήνη, τὸν συνέλαβαν καὶ τὸν ἔθεσαν ὑπὸ κράτηση κατὰ τὸ ἔτος 1750. Νὰ σημειωθεῖ ὅτι πολλὲς οἰκογένειες Μορφιτῶν εἶχαν κτήματα στὸ χωριὸ τοῦτο Ἁγία Εἰρήνη, γεγονὸς ποὺ δικαιολογεῖ τὸ γιατί ὁ Γαβριὴλ διωκόμενος βρῆκε ἐκεῖ καταφύγιο.

Ὑπενθυμίζουμε στὸν φιλάγιο ἀναγνώστη πὼς ἐκείνη ἡ χρονικὴ περίοδος ὑπῆρξε ἰδιαίτερα δύσκολη γιὰ τὸν ὑπόδουλο λαὸ τῆς Κύπρου, καθὼς καὶ τὸν τότε ἐνάρετο καὶ ἀγωνιστὴ ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου Φιλόθεο τὸν ἐκ Γαλάτας (1734-1759), ὁ ὁποῖος ποικιλότροπα διώχθηκε, συκοφαντήθηκε, παύθηκε τοῦ θρόνου καὶ φυλακίσθηκε γιὰ κάποια χρονικὴ περίοδο. 

Ὁ κατὰ τὸ διάστημα ἐκεῖνο πασᾶς τῆς Μόρφου Σαλὶχ καὶ οἱ ἄνθρωποί του προσπάθησαν, ἄλλοτε μὲ ὑποσχέσεις ἐπιγείων ἀγαθῶν, ἄλλοτε μὲ ἀπειλὲς καὶ ἄλλοτε μὲ διάφορα τεχνάσματα νὰ κάμψουν τὴ θέληση τοῦ θεοφιλοῦς Γαβριὴλ καὶ νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ τουρκέψει. Ἀλλά, μὲ τὴ χάρη τοῦ Παντοδυνάμου Κυρίου, ὁ νεαρὸς διάκονος τοῦ Χριστοῦ παρέμεινε σταθερὸς στὴν ὁμολογία τῆς Πίστης του, ἀπορρίπτοντας μεγαλόψυχα καὶ τάματα καὶ ἀπειλὲς τῶν ἀπίστων τυράννων. Ἕνα μόνο ποθοῦσε, σὲ ἕνα μόνο ἀπέβλεπε, στὴ διακονία στὸ ἐπουράνιο θυσιαστήριο, στὴ μετοχὴ στὴ δόξα τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.

Ἀπελπισμένος ὁ Σαλὶχ πασᾶς, διέταξε πρῶτα τὸν βασανισμὸ καὶ κατόπιν τὴ θανάτωση τοῦ ὁμολογητῆ διακόνου μὲ ἀποκεφαλισμό, καὶ ὅρισε νὰ γίνει ἡ ἐκτέλεσή του στὴ μεγάλη πλατεία τῶν ἁλωνιῶν τῆς ἱερᾶς μονῆς τοῦ Ἁγίου Μάμαντος, ἀπέναντι ἀπὸ τὰ πρὸ τῆς εἰσβολῆς τοῦ 1974 κυβερνητικὰ γραφεῖα τῆς πόλης. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ τόπος τοῦ μαρτυρίου του εἶναι ὁ αὔλειος χῶρος τοῦ Ἐπισκοπείου τῆς Μητροπόλεως Μόρφου, ὁ λεγόμενος κῆπος της. Μάλιστα παλαιότερα σωζόταν ἐκεῖ καὶ ὑπόλειμμα τοῦ κορμοῦ, ἐπάνω στὸν ὁποῖο καρατομήθηκε ὁ μάρτυρας. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Φιλόθεος, μὲ τὴν ἰδιότητα τοῦ Ἐθνάρχη καὶ ἐκπροσώπου τῶν Ρωμηῶν τῆς νήσου, μεσολάβησε γιὰ τὴ ματαίωση τῆς θανάτωσης τοῦ Μακρυδιάκου, ἀλλὰ χωρὶς ἀποτέλεσμα. 

Ἦταν Μάιος τοῦ 1750, ὅταν ὁ Γαβριὴλ Μακρύδιακος «ἐπορεύθη ὡς πρόβατον ἐπὶ σφαγὴν» γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πιθανὸν περὶ τὰ μέσα τοῦ μηνός [3]. Ὅπως μάλιστα διασώζει ἡ τοπικὴ παράδοση, ἐκείνη τὴν ἡμέρα τῆς τελείωσης τοῦ νέου τούτου ἀθλητῆ τῆς Πίστης, ὅσοι ἀσχολοῦνταν μὲ ἀγροτικὲς ἐργασίες, τὶς ἐγκατέλειψαν, ἔκαναν ἀργία, καὶ ἐπέστρεψαν στὰ σπίτια τους. Ὁδηγήθηκε λοιπὸν ὁ νέος χριστομάρτυς μὲ τὰ χέρια του δεμένα ὀπισθάγκωνα στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου. Ἐκεῖ, τὸν γονάτισαν, τοποθέτησαν τὴν κεφαλή του ἐπάνω σὲ ἕνα κομμένο κορμὸ δένδρου συκομορέας, καὶ τὸν ἐρώτησαν τρεῖς φορὲς ἐὰν τουρκεύει. Αὐτὸς ἀπάντησε ἐπανειλημμένα μὲ ἕνα ὄχι καὶ τότε ἕνας μαῦρος (Αἰθίοπας) δήμιος ἀπέτεμε τὴ μαρτυρική του κεφαλὴ διὰ πελέκεως. 

Ἡ εὐλογημένη πρεσβυτέρα, ἡ μητέρα τοῦ μάρτυρος, «περίλυπος ἕως θανάτου», ἐπὶ τριάντα ἡμέρες ἔπινε μονάχα νερὸ χωρὶς νὰ τρώει καὶ τὴν τεσσαρακοστὴ ἡμέρα παρέδωσε τὴν ψυχή της στὸν Κύριο.

Ἡ ὀργὴ τοῦ Κυρίου γιὰ τὸ ἀνοσιούργημα τοῦ Σαλὶχ πασᾶ ἀκολούθησε ἀναπόδραστα μετὰ ἀπὸ λίγα χρόνια. Κατὰ τὸ μεγάλο σεισμὸ τοῦ 1756, ἡ Μόρφου σείσθηκε ἐκ θεμελίων καὶ ἔγιναν ἀρκετὲς καταστροφές. Μεταξὺ ἄλλων, ὁ αἱμοβόρος Σαλὶχ πασᾶς καταπλακώθηκε μὲ ὅλο τὸ χαρέμι του, ἀποτελούμενο ἀπὸ ἕξι γυναῖκες. Πάνω στὰ ἐρείπια τῆς οἰκίας αὐτῆς ἀνοικοδομήθηκε διώροφο κονάκι γιὰ τὸν νέο πασᾶ, ποὺ σωζόταν μέχρι τὸ 1958 καὶ στέγαζε τὶς ταχυδρομικὲς ὑπηρεσίες, τὸ κτηματολογικὸ γραφεῖο καὶ τὸ διοικητήριο τῆς Μόρφου.

Ἡ μνήμη τοῦ νεομάρτυρος Γαβριὴλ Μακρυδιάκου στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μόρφου τελεῖται μὲ αὐτὴ πάντων τῶν ἐν Μόρφου ἁγίων τὴν Β´ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου. Εἰκόνες του (τοιχογραφίες), ποὺ ἁγιογραφήθηκαν μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου, κοσμοῦν τὸν ναὸ τοῦ Ἁγίου Κυπριανοῦ Μενίκου καὶ τὸ σχολικὸ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Γεωργίου στὸ Γυμνάσιο Ἀκακίου.

Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου, πέραν τοῦ ἐν λόγῳ τοπικοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ νεομάρτυρος Γαβριήλ, εἰσηγεῖται τὸν ἑορτασμό του κατὰ τὸν μῆνα τοῦ μαρτυρίου του, συγκεκριμένα στὶς 30 Μαΐου, καὶ ὅπως συνεορτάζεται κατὰ τὴν αὐτὴ ἡμέρα μὲ τὸν ἐφεξῆς νεομάρτυρα Χριστοφόρο, καὶ αὐτὸν χρηματίσαντα διάκονον τῆς μονῆς τοῦ Ἁγίου Μάμαντος στὴ Μόρφου.

Βιβλιογραφία: ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΝΤΙΔΗΣ, «Μόρφου, ἱστορικὴ διαδρομή», Δῆμοι τῆς Κύπρου (περιοδικὴ ἔκδοση), τεῦχ. 5 (Ἰανουάριος- Μάρτιος 1985, σσ. 15-16· ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΛΑΘΑΣ, Μυθιστορία τοῦ Μόρφου, Λευκωσία 2002, σσ. 27-29· ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΜΟΡΦΟΥ ΝΕΟΦΥΤΟΣ, Ἡ Μόρφου ὡς Θεομόρφου. Ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπὴ Σόλων στὴ Μητρόπολη Μόρφου, (ἐκδ.) Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα Τραπέζης Κύπρου καὶ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου, Λευκωσία 2001, σσ. 38-39· ΚΩΣΤΗΣ ΚΟΚΚΙΝΟΦΤΑΣ, «Ἡ συμβολὴ τῶν νεομαρτύρων καὶ τῶν ἐθνομαρτύρων στὴ διατήρηση τῆς ἑλληνορθόδοξης συνείδησης τῶν Κυπρίων», στό: Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ὁ μάρτυρας τῆς Πίστεως καὶ τῆς πατρίδος (ἐπιστημονικὸς τόμος), (ἐκδ.) Ἱερὰ βασιλικὴ καὶ σταυροπηγιακὴ Μονὴ Μαχαιρᾶ, Λευκωσία 2012, σσ. 710-711· Μητροπολίτης Κυρήνης Ἀθανάσιος (Πατριαρχεῖο Ἀλεξανδρείας), Μαρτυρία περὶ μάρτυρος καρατομηθέντος ἐν Μόρφου ὑπὸ τῶν Τούρκων (ἐπιστολιμαῖο κείμενο, ἡμερ. 20.08.2020, καταρτισμένο ἀπὸ τὶς προσωπικὲς ἔρευνες τοῦ ἁγίου Κυρήνης, τὸ ὁποῖο κατέθεσε στὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπὴ Εἰσήγησης Ἔνταξης Ἁγίων στὸ Ἁγιολόγιο, κατόπιν παράκλησης τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου).

Β. Ὁ ἅγιος νεομάρτυς Χριστοφόρος διάκονος

Σχετικὰ μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Χριστοφόρου δυστυχῶς δὲν διασώθηκαν ἰδιαίτερα βιογραφικὰ στοιχεῖα. Σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τῆς ζώσας τοπικῆς παράδοσης, κατὰ τὶς ἀποφράδες ἡμέρες τοῦ κυπριακοῦ 1821 ὑπηρετοῦσε ὡς διάκονος στὴν ἱερὰ μονὴ τοῦ Ἁγίου Μάμαντος στὴ Μόρφου. 

Μέσα στὸ φοβερὸ ἐκεῖνο κλίμα τῶν ἀνηλεῶν σφαγῶν ἀπὸ τοὺς Τούρκους πολλῶν ἀπὸ τοὺς ὑποδούλους Κυπρίους ἀπὸ τὴν 9η Ἰουλίου 1821 κ. ἑξ., ἀρκετοὶ ἀναδεικνύονται μάρτυρες τῆς Πίστεως. Ὁ τότε πρωθιερέας τοῦ Ἁγίου Μάμαντος Μόρφου Νικόλαος δειλίασε, ἀλίμονο, μπροστὰ στὸ σπαθὶ τῶν κατακτητῶν καὶ ἀλλαξοπίστησε, μετονομασθεὶς σὲ Ντερβὶς Χασάν. Ὁ γενναῖος ὅμως διάκονος καὶ θεοφόρος Χριστοφόρος, στὴν πρόταση ποὺ τοῦ ἔκαναν οἱ Τοῦρκοι νὰ ἀπαρνηθεῖ τὸν Χριστὸ καὶ νὰ γίνει μωαμεθανός, ἀρνήθηκε μεγαλόψυχα καί, κατὰ τὴ μαρτυρία ποὺ διασώζει ὁ Γεώργιος Κηπιάδης, ἀπαγχονίσθηκε στὶς 10 Ἰουλίου, λαμβάνοντας τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου.

Ἡ μνήμη τοῦ νεομάρτυρος Χριστοφόρου τελεῖται στὴν Ἱερὰ Μητρόπολη Μόρφου μὲ αὐτὴ πάντων τῶν ἐν Μόρφου ἁγίων κατὰ τὴ Β´ Κυριακὴ τοῦ Ματθαίου. Περαιτέρω, ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου εἰσηγεῖται τὸν συνεορτασμό του μὲ τὸν ὡσαύτως διάκονο στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Μάμαντος Μόρφου Γαβριὴλ Μακρύδιακο στὶς 30 Μαΐου.

Βιβλιογραφία: ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΛΟΣ, ᾎσμα Ἀρχιερέων, σ. 29.122: «᾽τούρκισεν ὁ Πρωτόπαπας, λέγω, ἀπὸ τοῦ Μόρφου. Ἐπιάσαν τον καὶ ᾽δῆσάν το κι᾽ ἐμπάσαν τον τὴν Χώραν, εἶδεν τὸν φόβον τὸν πολλὺν καὶ ᾽τούρκισεν τῆς ὥρας»· ἡ αὐτὴ ἀναφορὰ στὴν Παραλλαγὴ Β2, σσ. 35-36.124-126· ΚΗΠΙΑΔΗΣ, Ἀπομνημονεύματα 1821, σ. 19· ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΛΟΣ, Κυπριακαὶ θυσίαι 1821, σ. 150· Ζῶσα προφορικὴ τοπικὴ παράδοση, ἡ ὁποία κατατέθηκε στό: Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος, Ἡ Μόρφου ὡς Θεομόρφου. Ἀπὸ τὴν Ἐπισκοπὴ Σόλων στὴ Μητρόπολη Μόρφου, (ἐκδ.) Πολιτιστικὸ Ἵδρυμα Τραπέζης Κύπρου καὶ Ἱερὰ Μητρόπολις Μόρφου, Λευκωσία 2001, σ. 39. Περαιτέρω, βλ. Ἀνωνύμου, λῆμμα «Μόρφου», Μεγάλη Κυπριακὴ Ἐγκυκλοπαίδεια, 13, σ. 220.


Σημειώσεις:

[1] Εἶναι γνωστοὶ μέχρι σήμερα οἱ ἐκ Μόρφου ἀπόγονοι τοῦ νεομάρτυρος, τοὺς ὁποίους καὶ καταγράφει ὁ ἅγιος Κυρήνης στὸ ὡς ἄνω Ὑπόμνημά του πρὸς τὴ Συνοδικὴ Ἐπιτροπή.

[2] «Ἔγγραφον τῶν ἐν Εὐρώπῃ διασωθέντων Κυπρίων, κληρικῶν καὶ λαϊκῶν», ἡμερ. 6 Δεκέμβριος 1821, ἔκδοση στό: ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΣ ΑΓΑΘΩΝΟΣ, οἰκονόμος (ἐπιμ.), Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου Κυπριανός. Ὁ μάρτυρας τῆς Πίστεως καὶ τῆς πατρίδος. Ἀρχεῖον Κειμένων, (ἐκδ.) Ἱερὰ βασιλικὴ καὶ σταυροπηγιακὴ Μονὴ Μαχαιρᾶ, Λευκωσία 2009, σσ. 376-378.

[3] Γιὰ τὸ ἀβέβαιο ἀφενὸς τῆς ἡμέρας τελείωσης τοῦ νεομάρτυρος Γαβριήλ, ἀφετέρου γιὰ τὸ ὅτι περὶ τὰ μέσα τοῦ μηνὸς Μαΐου ἑορτάζονται ἀρκετοὶ ἅγιοι, ἰδιαιτέρως τιμώμενοι, ὁ Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος εἰσηγήθηκε νὰ ὅπως τελεῖται ἡ μνήμη του στὶς 30 Μαΐου. 

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iσακίου ή Iσαακίου, Hγουμένου της Mονής των Δαλμάτων, του Oμολογητού (30 Μαΐου)

Άγιος Ισαάκιος Hγούμενος της Mονής των Δαλμάτων, ο Ομολογητής

Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Iσακίου ή Iσαακίου, Hγουμένου της Mονής των Δαλμάτων, του Oμολογητού

Ψήφω Θεού προς θείον ήρθη χωρίον,
Γης Iσάκιος εκλιπών το χωρίον.
* Γην λίπεν Iσακίου τριακοστή κυδάλιμον κηρ.

Άγιος Ισαάκιος Hγούμενος της Mονής των Δαλμάτων, ο Ομολογητής

Kατά τας ημέρας του βασιλέως Oυάλεντος του Aρειανού, εν έτει τξδ΄ [364], επικρατούσα η αίρεσις των Aρειανών, έκαμε να αποκλεισθούν αι Eκκλησίαι των Oρθοδόξων, οι οποίοι όλοι εθρήνουν και έκλαιον. Kατά δε τον καιρόν εκείνον εσυνάχθη εις τον ποταμόν Δούναβιν πλήθος πολύ βαρβάρων, Γότθων καλουμένων, οίτινες εμελέτων να ορμήσουν εναντίον της Kωνσταντινουπόλεως. Όθεν ο Oυάλης συνάξας τα στρατεύματά του, ευγήκε διά να τους πολεμήση. Tότε και ο Όσιος ούτος Iσάκιος εν καιρώ τω πρέποντι ευγήκεν από την Aνατολήν, και προϋπαντήσας τον βασιλέα, είπε προς αυτόν. Bασιλεύ, πρόσταξον να ανοιχθούν αι Eκκλησίαι των Xριστιανών. Eάν γαρ τούτο ποιήσης, ήξευρε, ότι θέλεις γυρίσεις νικητής από τους εχθρούς. O δε βασιλεύς πεπωρωμένος ων, ενόμισεν ως φλυαρίας τα λόγια του Oσίου. Όθεν επήγε πάλιν την δευτέραν ημέραν ο Όσιος προς τον βασιλέα και είπεν αυτώ. Bασιλεύ άνοιξον τας Eκκλησίας, και ήξευρε ότι θέλεις γυρίσεις νικητής εν ειρήνη. O δε βασιλεύς καταφρονήσας τον Όσιον, επεριπάτει τον δρόμον του. Kατά δε την τρίτην ημέραν επήγε και τρίτον ο Όσιος προς αυτόν, και πιάσας το χαλινάρι του αλόγου του, άρχισε ποτέ μεν, να τον ελέγχη, ποτέ δε, και να τον παρακαλή. Λέγοντος δε ταύτα του Aγίου, ήλθον εις ένα βαθύν και φοβερόν φάραγγα, ο οποίος ήτον γεμάτος από ακάνθια οξύτατα. O δε βασιλεύς έκαμε νεύμα εις τους στρατιώτας να ρίψουν τον Άγιον μέσα εις τον φάραγγα.

Πεσών δε ο Άγιος επάνω εις τας ακάνθας, και νομίζων ότι ευρίσκεται επάνω εις στρώμα απαλόν, ευχαρίστει τον Kύριον. Kαι παρευθύς ιδού ήλθον δύω ασπροφόροι και χαριέστατοι άνδρες1, οι οποίοι ανεβίβασαν τον Άγιον από τον φάραγγα αβλαβή, και στήσαντες αυτόν μέσα εις το παζάρι έμπροσθεν του βασιλέως, ανεχώρησαν. Bλέπωντας δε αυτόν ο βασιλεύς, εξεπλάγη και είπε, δεν είναι ούτος εκείνος οπού ερρίφθη εις τον φοβερόν φάραγγα; O δε Άγιος είπε πάλιν εις τον βασιλέα, άνοιξον τας Eκκλησίας, σε παρακαλώ, και θέλεις γυρίσεις από τον πόλεμον με χαράν. Aνίσως όμως δεν κάμης τούτο, ήξευρε, ότι όταν ο πόλεμος συγκροτηθή με τους βαρβάρους, εσύ θέλεις φύγης με ένα άνθρωπον, και μέλλεις να κρυφθής μέσα εις ένα αχυρώνα, και εκεί θέλεις καής από τους εχθρούς. O δε βασιλεύς, αγκαλά και εις πολλά πράγματα εξεπλάγη και έφριξε τον Άγιον τούτον, μόλον τούτο τότε εκαταφρόνησεν αυτόν ως ασύνετος. Kαι όχι μόνον τούτο, αλλά και τον παρέδωκεν εις δύω στρατιώτας, Σατόρνικον και Bίκτωρα ονομαζομένους, και επρόσταξεν αυτούς να τον φυλάττουν ασφαλώς, έως ου να γυρίση από τον πόλεμον. Tότε γαρ είπεν, ότι θέλει θανατώσει αυτόν με φωτίαν. O δε Άγιος απεκρίθη, εάν εσύ γυρίσης από τον πόλεμον υγιής και ειρηνικός, βέβαια εις εμένα δεν ελάλησεν ο Θεός2.

Όταν λοιπόν εσυγκροτήθη ο πόλεμος, δεν εδυνήθη να αντισταθή ο βασιλεύς, αλλά έφυγεν ομού με τον πραιπόσιτον αυτού, ο οποίος πάντοτε επαρακίνει τον βασιλέα εναντίον των Xριστιανών, και μαζί με αυτόν εκρύφθη μέσα εις ένα αχυρώνα. Oι δε βάρβαροι κυνηγήσαντες αυτούς κατόπιν, έβαλαν φωτίαν εις τον αχυρώνα, και κατέκαυσαν αυτόν ομού με τον βασιλέα και τον πραιπόσιτον. Tα δε στρατεύματα του βασιλέως εγύρισαν από τον πόλεμον, και θέλοντα να πειράξουν τον Όσιον Iσάκιον, ετοιμάσου, του έλεγον, να δώσης απολογίαν εις τον βασιλέα, ο οποίος έρχεται διά να τελειώση εκείνο, οπού είπεν εναντίον σου. O δε Άγιος απεκρίθη, επτά ημέραι τώρα απέρασαν, αφ’ ου εγώ ωσφράνθηκα την βρώμαν των κοκκάλων του βασιλέως, τα οποία κατεκάησαν από την φωτίαν. Oι δε στρατιώται ακούσαντες ταύτα, έγιναν έμφοβοι, επειδή και ο Θεός εφανέρωσεν εις αυτόν όλα τα γενόμενα. Όθεν πεσόντες εις τους πόδας του Oσίου, παρεκάλουν αυτόν να κατοικήση εις την Kωνσταντινούπολιν. O δε Άγιος είπεν, αφήσετέ με επτά ημέρας να παρακαλέσω τον Θεόν, διά να μοι φανερώση, αν τούτο ήναι θέλημά του. Παρακαλέσας λοιπόν τον Θεόν, έμαθεν ότι είναι θέλημά του να μείνη εις την πόλιν, όθεν και ανήγγειλε τούτο εις τους παρακαλέσαντας. Όλοι λοιπόν οι πολίται εσυνερίζοντο να κτίσουν Mοναστήριον διά να κατοικήση ο Άγιος. Ένας δε εξ αυτών Σατορνίλος ονομαζόμενος, αυτός φανείς προθυμότερος από τους άλλους, επρόλαβε και έκτισε Mοναστήριον εις τόπον σεμνόν και αρμόδιον. Tότε ο Άγιος εμβήκεν εις αυτό και εδόξασε τον Θεόν. Oι δε προρρηθέντες άνθρωποι, οπού επαρακάλουν τον Άγιον, αφιέρωσαν εις το Mοναστήριον σιτηρέσια και υποστατικά αρκετά. Όθεν εσυνάχθησαν εκεί πολλοί Xριστιανοί και έγιναν Mοναχοί, σπουδάζοντες να ποιμαίνωνται από τοιούτον ποιμένα και διδάσκαλον, και να οδηγούνται εις την εργασίαν των του Θεού εντολών. Tραφείς λοιπόν ο Άγιος με γήρας καλόν, και την κοίμησιν αυτού προγνωρίσας εκ του Θεού, εσύναξεν όλους τους αδελφούς και τους εκατήχησε. Eίτα διαλέξας ένα από αυτούς, Δαλμάτον ονομαζόμενον, εκατάστησεν αυτόν Hγούμενον αντί διά λόγου του, και έτζι απήλθε προς Kύριον3.

Σημειώσεις

1. Ίσως ούτοι ήτον οι δύω Aρχάγγελοι, ο Mιχαήλ και ο Γαβριήλ, καθώς και εις πολλούς άλλους ούτως εφάνησαν.

2. O δε Θεοδώρητος, εξ ου το Συναξάριον τούτο ερανίσθη, ου λέγει ούτως, αλλά άλλως· «Aπόδος (είπεν ο Iσάκιος) ταις ποίμναις τους αρίστους νομέας, και λήψει την νίκην απονητί, ει δε τούτων μηδέν δεδρακώς, παρατάξαιο, μαθήση τη πείρα, όπως σκληρόν το προς κέντρα λακτίζειν. Oύτε γαρ επανήξεις, και προσαπολέσεις την στρατιάν. Oργισθείς δε ο βασιλεύς, και επανήξω, έφη, και κατακτενώ σε, και της ψευδούς προαγορεύσεως εισπράξομαι δίκας. O δε, ήκιστα δείσας την απειλήν, έφη βοών, κτείνον, ει φωραθείη των λόγων το ψεύδος» (Eκκλησιαστ. Iστορ., βιβλ. Δ΄, Λόγ. λα΄).

3. Tο Συναξάριον τούτο του Aγίου Iσακίου διηγείται ο Kύρου Θεοδώρητος εν κεφαλ. λ΄, λα΄ και λβ΄ του τετάρτου Bιβλίου της Eκκλησιαστικής Iστορίας. Προσθέττει δε και ταύτα, ότι μαζί με τον Άγιον Iσάκιον ήλεγξε τον Oυάλεντα και Bρετανίων ο της Σκυθίας Aρχιερεύς, παντοδαπή λαμπρυνόμενος αρετή. «Πυρσεύσας γαρ ούτος τω ζήλω το φρόνημα, την των δογμάτων διαφθοράν, και τας κατά των Aγίων παρανομίας του Oυάλεντος ήλεγξε, και μετά του θειοτάτου Δαβίδ εβόα: Eλάλουν εν τοις μαρτυρίοις σου εναντίον βασιλέων και ουκ ησχυνόμην». Λέγει δε και τούτο, ότι επειδή ο Oυάλης εκατηγόρει τον στρατηγόν Tραϊανόν, πως ενικήθη από τους Γότθους διά δειλίαν, εκείνος απεκρίθη με παρρησίαν· «Oυκ εγώ, έφη, ω βασιλεύ, ήττημαι αλλά συ πρόη την νίκην, κατά του Θεού παραταττόμενος, και την εκείνου ροπήν προξενών τοις βαρβάροις. Παρά σού γαρ πολεμούμενος, εκείνοις συντάττεται. Tω Θεώ η νίκη έπεται, και τοις υπό του Θεού στρατηγουμένοις προσγίνεται. Ή ουκ οίσθα, έφη, τίνας των Eκκλησιών, τίσι παραδέδωκας ταύτας; Tαύτα δε και Aρίνθεος και Bίκτωρ (στρατηγοί γαρ ήσαν και αυτοί) συνωμολόγησαν ούτως έχειν, και τω βασιλεί μη χαλεπαίνειν παρήνεσαν».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (Η ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 1-12

Τὸν μὲν πρῶτον λόγον ἐποιησάμην περὶ πάντων, ὦ Θεόφιλε, ὧν ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς ποιεῖν τε καὶ διδάσκειν ἄχρι ἧς ἡμέρας ἐντειλάμενος τοῖς Ἀποστόλοις διὰ Πνεύματος Ἁγίου οὓς ἐξελέξατο ἀνελήφθη· οἷς καὶ παρέστησεν ἑαυτὸν ζῶντα μετὰ τὸ παθεῖν αὐτὸν ἐν πολλοῖς τεκμηρίοις, δι΄ ἡμερῶν τεσσαράκοντα ὀπτανόμενος αὐτοῖς καὶ λέγων τὰ περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ. Καὶ συναλιζόμενος παρήγγειλεν αὐτοῖς ἀπὸ Ἱεροσολύμων μὴ χωρίζεσθαι, ἀλλὰ περιμένειν τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πατρὸς ἣν ἠκούσατέ μου· ὅτι Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισεν ὕδατι, ὑμεῖς δὲ ἐν πνεύματι βαπτισθήσεσθε ἁγίῳ οὐ μετὰ πολλὰς ταύτας ἡμέρας. Οἱ μὲν οὖν συνελθόντες ἐπηρώτων αὐτὸν λέγοντες· Κύριε, εἰ ἐν τῷ χρόνῳ τούτῳ ἀποκαθιστάνεις τὴν βασιλείαν τῷ Ἰσραήλ; Εἶπεν δὲ πρὸς αὐτούς· Οὐχ ὑμῶν ἐστιν γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ· ἀλλὰ λήψεσθε δύναμιν ἐπελθόντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος ἐφ΄ ὑμᾶς, καὶ ἔσεσθέ μου μάρτυρες ἔν τε Ἰερουσαλὴμ καὶ ἐν πάσῃ τῇ Ἰουδαίᾳ καὶ Σαμαρείᾳ καὶ ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς. Καὶ ταῦτα εἰπὼν βλεπόντων αὐτῶν ἐπήρθη καὶ νεφέλη ὑπέλαβεν αὐτὸν ἀπὸ τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν. Καὶ ὡς ἀτενίζοντες ἦσαν εἰς τὸν οὐρανὸν πορευομένου αὐτοῦ, καὶ ἰδοὺ ἄνδρες δύο παρειστήκεισαν αὐτοῖς ἐν ἐσθῆτι λευκῇ, οἳ καὶ εἶπον· Ἄνδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τὸν οὐρανόν; Οὗτος ὁ ᾿Ιησοῦς ὁ ἀναληφθεὶς ἀφ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὃν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτὸν πορευόμενον εἰς τὸν οὐρανόν. Τότε ὑπέστρεψαν εἰς ῾Ιερουσαλὴμ ἀπὸ ὄρους τοῦ καλουμένου ἐλαιῶνος, ὅ ἐστιν ἐγγὺς ῾Ιερουσαλήμ, σαββάτου ἔχον ὁδόν.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (Η ΑΝΑΛΗΨΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
24: 36-53

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἀναστὰς ὁ Ἰησοῦς ἐκ νεκρῶν ἔστη ἐν μέσῳ τῶν μαθητῶν αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἰρήνη ὑμῖν. πτοηθέντες δὲ καὶ ἔμφοβοι γενόμενοι ἐδόκουν πνεῦμα θεωρεῖν. καὶ εἶπεν αὐτοῖς· Τί τεταραγμένοι ἐστέ, καὶ διατί διαλογισμοὶ ἀναβαίνουσιν ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν; ἴδετε τὰς χεῖράς μου καὶ τοὺς πόδας μου, ὅτι αὐτὸς ἐγώ εἰμι· ψηλαφήσατέ με καὶ ἴδετε, ὅτι πνεῦμα σάρκα καὶ ὀστέα οὐκ ἔχει καθὼς ἐμὲ θεωρεῖτε ἔχοντα. καὶ τοῦτο εἰπὼν ἐπέδειξεν αὐτοῖς τὰς χεῖρας καὶ τοὺς πόδας. ἔτι δὲ ἀπιστούντων αὐτῶν ἀπὸ τῆς χαρᾶς καὶ θαυμαζόντων εἶπεν αὐτοῖς· Ἔχετέ τι βρώσιμον ἐνθάδε; οἱ δὲ ἐπέδωκαν αὐτῷ ἰχθύος ὀπτοῦ μέρος καὶ ἀπὸ μελισσίου κηρίου, καὶ λαβὼν ἐνώπιον αὐτῶν ἔφαγεν. εἶπε δὲ αὐτοῖς· Οὗτοι οἱ λόγοι οὓς ἐλάλησα πρὸς ὑμᾶς ἔτι ὢν σὺν ὑμῖν, ὅτι δεῖ πληρωθῆναι πάντα τὰ γεγραμμένα ἐν τῷ νόμῳ Μωϋσέως καὶ προφήταις καὶ ψαλμοῖς περὶ ἐμοῦ. τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς, καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὅτι Οὕτω γέγραπται καὶ οὕτως ἔδει παθεῖν τὸν Χριστὸν καὶ ἀναστῆναι ἐκ νεκρῶν τῇ τρίτῃ ἡμέρᾳ, καὶ κηρυχθῆναι ἐπὶ τῷ ὀνόματι αὐτοῦ μετάνοιαν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν εἰς πάντα τὰ ἔθνη, ἀρξάμενον ἀπὸ Ἱερουσαλήμ. ὑμεῖς δέ ἐστε μάρτυρες τούτων. καὶ ἰδοὺ ἐγὼ ἀποστέλλω τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ πατρός μου ἐφ’ ὑμᾶς· ὑμεῖς δὲ καθίσατε ἐν τῇ πόλει Ἱερουσαλήμ ἕως οὗ ἐνδύσησθε δύναμιν ἐξ ὕψους. Ἐξήγαγε δὲ αὐτοὺς ἔξω ἕως εἰς Βηθανίαν, καὶ ἐπάρας τὰς χεῖρας αὐτοῦ εὐλόγησεν αὐτούς. καὶ ἐγένετο ἐν τῷ εὐλογεῖν αὐτὸν αὐτοὺς διέστη ἀπ’ αὐτῶν καὶ ἀνεφέρετο εἰς τὸν οὐρανόν. καὶ αὐτοὶ προσκυνήσαντες αὐτὸν ὑπέστρεψαν εἰς Ἱερουσαλὴμ μετὰ χαρᾶς μεγάλης, καὶ ἦσαν διὰ παντὸς ἐν τῷ ἱερῷ αἰνοῦντες καὶ εὐλογοῦντες τὸν Θεόν. Ἀμήν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μἠν μᾶς ἀφήσεις ὀρφανοὺς Χριστέ μου… (Τῆς Ἀναλήψεως 28.5.2020)

Ὁμιλία τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου κατὰ τὴν Ἀγρυπνία τῆς Ἀναλήψεως ἡ ὁποία τελέσθηκε στὶς 27/28 Μαΐου 2020 στὸ ἱερὸ ἡσυχαστήριον Ὁσίου Σεραφεὶμ τοῦ Σαρὼφ στὴ Σκουριώτισσα τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου.

Πηγή: RumOrthodox

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁμιλία στὴν ἑορτὴ τῆς ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου

Η Ανάληψη του Κυρίου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Η ανάληψη του Χριστού

Μεγάλη ἡ σημερινὴ ἑορτή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί. Σὰν σήμερα, σαράντα ἡμέρες μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία δοξάζει καὶ τιμᾶ μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικὲς τὸ τελευταῖο θαυμαστὸ γεγονὸς τῆς ἐπὶ γῆς ζωῆς τοῦ ἀναστάντος Σωτῆρος. Σήμερα ἑορτάζουμε τὴν ἀνάληψη στοὺς οὐρανοὺς τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ.

Ὅπως μᾶς ἀναφέρουν τὰ ἅγια Εὐαγγέλια, καθὼς καὶ ἄλλα βιβλία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ὁ Κύριος, μετὰ τὴν ἐκ νεκρῶν τριήμερη ἔγερσή Του, ἐμφανίστηκε πολλὲς φορὲς στοὺς ἀγαπημένους Του μαθητὲς καὶ μαθήτριες, εἴτε χωριστὰ σὲ ὁρισμένους, εἴτε σὲ περισσότερους, κάποτε σὲ μεγάλο ἀριθμὸ ἀπ᾽ αὐτούς, ἀκόμη καὶ σὲ ὅλη τὴν ὁμήγυρη τῶν μαθητῶν. Καὶ ὁ λόγος φανερός: Γιὰ νὰ πιστοποιήσει στοὺς θλιμμένους αὐτοὺς καὶ πιστοὺς ἀλλὰ ἀκόμη ἀδύνατους καὶ ἀστήρικτους ἀκολούθους Του τὸ ὑπερθαύμαστο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασής Του. Ὅτι δηλαδὴ εἶχε πραγματικὰ ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν μὲ τὸ θεωμένο ἄχραντο Σῶμα Του.

Ἡ περικοπή, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καὶ τὸ τέλος τοῦ κατὰ Λουκᾶν ἁγίου Εὐαγγελίου, μᾶς ἐξιστορεῖ τὴν τελευταία φανέρωση τοῦ Ἰησοῦ, σαράντα ἀκριβῶς ἡμέρες μετὰ τὴν Ἀνάστασή Του, σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους ἀποστόλους καὶ τὴν Παναγία Του Μητέρα, ποὺ ἦσαν συναθροισμένοι στὸ ἀνώγαιο ἐκεῖνο τῆς Σιών, στὰ Ἱεροσόλυμα. Καί, ἐπειδὴ ἐμφανίσθηκε ξαφνικὰ ἀνάμεσά τους καὶ αὐτοὶ εὔλογα ταράχθηκαν, φοβήθηκαν καὶ θεώρησαν πὼς ἦταν ἕνα ἄσαρκο πνεῦμα, Αὐτὸς τότε, ὡς καρδιογνώστης καὶ χορηγὸς τῆς εἰρήνης, ἀμέσως τοὺς καθησυχάζει καὶ τοὺς χορηγεῖ τὴν εἰρήνη Του, «τὴν πάντα νοῦν ὑπερέχουσαν». Καὶ στὴ συνέχεια, τοὺς δείχνει τὰ τεκμήρια τοῦ ἁγίου Του Πάθους, τὰ χέρια καὶ πόδια Του μὲ τοὺς τύπους τῶν ἥλων, γιὰ νὰ τοὺς πιστοποιήσει ὅτι αὐτὸς ἦταν ἀληθινὰ ὁ σαρκωμένος Μεσσίας καὶ Ἐσταυρωμένος γιὰ χάρη τους καὶ γιὰ χάρη ὅλου τοῦ κόσμου, ὁ Λυτρωτὴς καὶ ἀγαπημένος τους Διδάσκαλος. Καὶ ἐπειδὴ ἐκεῖνοι, ἀπὸ τὴν πολλή τους χαρὰ στὸ ἀνέλπιστο θέαμα, ἀπιστοῦσαν, γιὰ νὰ τοὺς ἀποδείξει περίτρανα πὼς δὲν ἦταν μόνο ἕνα ἄυλο πνεῦμα, ἀλλὰ ἔφερε καὶ σάρκα, ἂν καὶ ἐξαϋλωμένη καὶ θεωμένη, ζήτησε νά τοῦ δώσουν κάτι νὰ φάγει. Κι αὐτοὶ τοῦ ἔδωσαν ἕνα κομμάτι ψάρι ψητὸ καὶ λίγο κηρόμελο. Οἱ πρώην ψαράδες τῶν ἀφώνων ψαριῶν ἔδωσαν στὸν Μεγάλο Ἁλιέα τῶν ψυχῶν ψάρι —σ᾽ Αὐτὸν ποὺ τοὺς ἀνέδειξε μὲ τὴ Χάρη του ψαράδες λογικῶν ἀνθρώπων— καὶ κηρόμελο, σύμβολο τῆς γλυκύτητας τῆς οὐράνιας ζωῆς καὶ διδασκαλίας καὶ τοῦ Θείου φωτισμοῦ. Τὰ ὁποῖα ὁ Θεάνθρωπος, ποὺ τὰ πάντα οἰκονομεῖ γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἔλαβε καὶ ἔφαγε μπροστά τους. Κι ἀσφαλῶς τοῦτο ἔπραξε ἀπὸ ἄκρα συγκατάβαση, γιατὶ τὸ ἀναστημένο καὶ θεωμένο Του Σῶμα δὲν εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ βρώση καὶ πόση. Κι ἐκείνη ἡ λίγη τροφὴ ποὺ ἔλαβε, χωνεύθηκε στὸ πῦρ τῆς Θεότητας καὶ χάθηκε, ὅπως ὅταν ρίξουμε μία τρίχα σὲ ἀναμμένο καμίνι.

Στὴ συνέχεια, τοὺς ὑπενθύμησε ὅσα τοὺς εἶχε διδάξει γιὰ τὸ Πρόσωπό του, καὶ ὅτι ἔτσι ἔπρεπε νὰ ἐκπληρωθοῦν οἱ προφητικὲς ρήσεις τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, γιὰ τὸ Πάθος καὶ τὴν Ἀνάστασή Του, καὶ τοὺς ἔδωσε τὸ χάρισμα τῆς βαθύτερης κατανόησης τοῦ «κεκαλυμμένου γράμματος» τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Κι ἀκόμη τόνισε στοὺς μαθητές Του τὸ ἔργο τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος, ποὺ θὰ ἀναλάμβαναν,  καὶ τὸ τί καὶ σὲ ποιοὺς ἔπρεπε νὰ κηρύττουν: Ἱεραποστολὴ στὸ ὄνομά Του σὲ ὅλα τὰ ἔθνη, ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἁγία πόλη Ἱερουσαλήμ, μὲ ἐπίκεντρο τοῦ κηρύγματος τὴν ἀνάγκη γιὰ μετάνοια καὶ τὴ συνεπαγόμενη ἀληθινὴ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, ποὺ πήγασε ἀπὸ τὸ λυτρωτικό Του ἔργο. Καὶ τοὺς προλέγει κατόπιν τὴν ἀποστολὴ σ᾽ αὐτοὺς τὴ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ ἐκπορεύεται ἀπὸ τὸν Πατέρα Του, κι ὅτι ἔπρεπε νὰ παραμείνουν στὰ Ἱεροσόλυμα, μέχρι νὰ ἐνδυθοῦν αὐτὴ τὴν «ἐξ ὕψους δύναμιν» τῆς ἁγιαστικῆς ἐνέργειας τοῦ Πνεύματος. Κι ἀφοῦ πορεύθηκε μαζί τους μέχρι τὴν πλησιόχωρη Βηθανία, στὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, σήκωσε τὰ ἄχραντα χέρια Του καὶ τοὺς εὐλόγησε. Καί, καθὼς τοὺς εὐλογοῦσε, ἅγιοι ἄγγελοι, μὲ τὴ μορφὴ νεφέλης φωτεινῆς, ἄρχισαν νὰ τὸν σηκώνουν καὶ τὸν μετέφεραν, τὸν Κύριο καὶ Θεό τους, στοὺς οὐρανούς. Καὶ ἐκεῖ εὑρίσκεται, στὰ δεξιὰ τοῦ Πατέρα, Θεάνθρωπος στοὺς αἰῶνες! Καὶ πάλιν θὰ κατέλθει ἐν δόξῃ, κατὰ τὴν πρόρρηση τῶν παρισταμένων στὴν Ἀνάληψη δύο ἀγγέλων, κατὰ τὴ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Κρίσεως, γιὰ νὰ κρίνει τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων κατὰ τὰ ἔργα μας.

Μέγα τὸ μυστήριο τῆς σημερινῆς ἡμέρας, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί. Γιατὶ μὲ τὴν ἐν σώματι Ἀνάληψή του στοὺς οὐρανοὺς ὁ Δεσπότης Χριστός, ὁ φαινόμενος μέχρι τότε ἀπὸ συγκατάβαση ταπεινὸς Θεάνθρωπος ὄχι μόνο ξαναέλαβε τὴ δόξα τῆς Θεότητος, ἄφησε δηλαδὴ νὰ διαφανεῖ πλέον καὶ σὲ ἀγγέλους καὶ  σὲ ἀνθρώπους ἡ δόξα τῆς Θεότητός Του, ποὺ οὐδέποτε τὸν εἶχε ἐγκαταλείψει, ἀλλὰ καὶ συνανύψωσε μὲ τὴ θεωμένη του ἀνθρωπότητα τὴν πεσμένη ἀπὸ τὴν παρακοὴ καὶ τὴν ἁμαρτία ἀνθρώπινη φύση ὑψηλότερα καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους, καὶ τὴν ἔκανε συγκάθεδρη μὲ τὸν Θεό! ῍Ω βάθος καὶ ὕψος ἀγάπης καὶ φιλανθρωπίας Θεοῦ! Πῶς νὰ ἀνταποδώσουμε ἐπάξια τὴν εὐχαριστία στὸν ἀναληφθέντα Κύριο ἐμεῖς οἱ εὐτελεῖς χοϊκοί, γιὰ τὶς ἀνέκφραστες καὶ ἀκατάληπτες στὸν ἀνθρώπινο μας νοῦ δωρεὲς καὶ χάριτες; Καὶ ποιά εὐθύνη ἐπωμισθήκαμε ἐμεῖς οἱ γηγενεῖς, γιὰ νὰ κρατοῦμε καθαρὸ καὶ ἁγνὸ καὶ ἄξιο τῆς κλήσεώς μας τὸ σῶμα μας, ποὺ ἁγίασε καὶ θέωσε καὶ συνανέλαβε ὁ Θεάνθρωπος; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μία: Νὰ στοιχοῦμε στὸ κήρυγμα καὶ θέλημα τοῦ Φιλανθρώπου Θεανθρώπου καὶ τῶν μαθητῶν Του, ποὺ εἶναι διὰ βίου ἀγώνας γιὰ μετάνοια καὶ ἀνακαίνιση τῆς καρδίας καὶ τοῦ νοῦ μας, ποὺ πρέπει νὰ γίνει νοῦς Χριστοῦ, καὶ ἐπάξια συμμετοχή, κοινωνία τοῦ ἀναστημένου ἁγίου Σώματος καὶ Αἵματός Του, εἰς «ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν τὴν αἰώνιον», κατὰ τὴν ἀψευδή του ἐπαγγελία. Γένοιτο, Κύριε!

Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: Περὶ τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Χριστοῦ

Η Ανάληψις του Κυρίου
Η Ανάληψις του Κυρίου

Βλέπετε αὐτὴ τὴ κοινὴ γιὰ μᾶς ἑορτὴ καὶ εὐφροσύνη, τὴν ὁποία ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστὸς ἐχάρισε μὲ τὴν ἀνάσταση καὶ ἀνάληψή του στοὺς πιστούς; Ἐπήγασε ἀπὸ θλίψη.

Βλέπετε αὐτὴ τὴ ζωή, μᾶλλον δὲ τὴν ἀθανασία; Ἐπιφάνηκε σὲ μᾶς ἀπὸ θάνατο.

Βλέπετε τὸ οὐράνιο ὕψος, στὸ ὁποῖο ἀνέβηκε κατὰ τὴν ἀνύψωσή του ὁ Κύριος καὶ τὴν ὑπερδεδοξασμένη δόξα ποὺ δοξάσθηκε κατὰ σάρκα; Τὸ πέτυχε μὲ τὴ ταπείνωση καὶ τὴν ἀδοξία. Ὅπως λέγει ὁ ἀπόστολος γι’ αὐτόν, «ἐταπείνωσε τὸν ἑαυτὸ του γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, καὶ μάλιστα σταυρικοῦ θανάτου, γι’ αὐτὸ κι’ ὁ Θεὸς τὸν ὑπερύψωσε καὶ τοῦ χάρισε ὄνομα ἀνώτερο ἀπὸ κάθε ὄνομα, ὥστε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ νὰ καμφθεῖ κάθε γόνατο ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων καὶ νὰ διακηρύξει κάθε γλώσσα ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς εἶναι ὁ Κύριος σὲ δόξα Θεοῦ Πατρός».(Φιλιπ. 2: 8-11).

Ἐὰν λοιπὸν ὁ Θεὸς ὑπερύψωσε τὸ Χριστό του γιὰ τὸ λόγο ὅτι ταπεινώθηκε, ὅτι ἀτιμάσθηκε, ὅτι πειράσθηκε, ὅτι ὑπέμεινε ἐπονείδιστο σταυρὸ καὶ θάνατο γιὰ χάρη μας, πῶς θὰ σώσει καὶ θὰ δοξάσει καὶ θὰ ἀνυψώσει ἐμᾶς, ἂν δὲν ἐπιλέξωμε τὴ ταπείνωση, ἂν δὲν δείξουμε τὴ πρὸς τοὺς ὁμοφύλους ἀγάπη, ἂν δὲν ἀνακτήσωμε τὶς ψυχές μας διὰ τῆς ὑπομονῆς τῶν πειρασμῶν, ἂν δὲν ἀκολουθοῦμε διὰ τῆς στενῆς πύλης καὶ ὁδοῦ, ποὺ ὁδηγεῖ στὴν αἰώνια ζωή, τὸν σωτηρίως καθοδηγήσαντα σ’ αὐτήν; «διότι, καὶ ὁ Χριστὸς ἔπαθε γιά μᾶς, ἀφήνοντάς μας ὑπογραμμὸ (παράδειγμα), γιὰ νὰ παρακολουθήσουμε τὰ ἴχνη του». (Α’ Πέτρ. 2:21).

Ἡ ἐνυπόστατος Σοφία τοῦ ὑψίστου Πατρός, ὁ προαιώνιος Λόγος, ποὺ ἀπὸ φιλανθρωπία ἑνώθηκε μ’ ἐμᾶς καὶ μᾶς συναναστράφηκε, ἀνέδειξε τώρα ἐμπράκτως μία ἑορτὴ πολὺ ἀνώτερη καὶ ἀπὸ αὐτὴ τὴν ὑπεροχή. Γιατί τώρα γιορτάζουμε τὴ διάβαση, τῆς σ’ αὐτὸν εὑρισκομένης φύσεώς μας, ὄχι ἀπὸ τὰ ὑπόγεια πρὸς τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γῆ πρὸς τὸν οὐρανὸ τοῦ οὐρανοῦ καὶ πρὸς τὸν πέρα ἀπὸ αὐτὸν θρόνο τοῦ δεσπότη τῶν πάντων.

Σήμερα ὁ Κύριος ὄχι μόνο στάθηκε, ὅπως μετὰ τὴν ἀνάσταση, στὸ μέσο τῶν μαθητῶν του, ἀλλὰ καὶ ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καί, ἐνῶ τὸν ἔβλεπαν, ἀναλήφθηκε στὸν οὐρανὸ καὶ εἰσῆλθε στ’ ἀληθινὰ ἅγια τῶν ἁγίων «καὶ ἐκάθησε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρὸς πάνω ἀπὸ κάθε ἀρχὴ καὶ ἐξουσία καὶ ἀπὸ κάθε ὄνομα καὶ ἀξίωμα, ποὺ γνωρίζεται καὶ ὀνομάζεται εἴτε στὸν παρόντα εἴτε στὸν μέλλοντα αἰώνα».(Ἔφ. 1:20)

Γιατί λοιπὸν στάθηκε στὸ μέσο τους κι’ ἔπειτα τοὺς συνόδευσε; «Τοὺς ἐξήγαγε, λέγει, ἔξω ἕως τὴ Βηθανία», ἀλλὰ «καὶ ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια του, τοὺς εὐλόγησε». (Λουκᾶ 24:50). Τὸ ἔκαμε γιὰ νὰ ἐπιδείξει τὸν ἑαυτὸ του ὁλόκληρο σῶο καὶ ἀβλαβῆ, γιὰ νὰ παρουσιάσει τὰ πόδια ὑγιῆ καὶ βαδίζοντα σταθερά, αὐτὰ ποὺ ὑπέστησαν τὰ τρυπήματα τῶν καρφιῶν, τὰ ὁμοίως ἐπὶ τοῦ σταυροῦ καρφωμένα χέρια, τὴν ἴδια τὴ λογχισμένη πλευρά, ἂν ἔφεραν πάνω τους, τοὺς τύπους τῶν πληγῶν, πρὸς διαπίστωση τοῦ σωτηριώδους πάθους.

Ἐγὼ δὲ νομίζω ὅτι διὰ τοῦ «στάθηκε στὸ μέσο τῶν μαθητῶν» δεικνύεται καὶ τὸ ὅτι αὐτοὶ στηρίχθηκαν στὴ πίστη πρὸς αὐτόν, μὲ αὐτὴ τὴ φανέρωση καὶ εὐλογία του. Γιατί δὲν στάθηκε μόνο στὸ μέσο ὅλων αὐτῶν, ἀλλὰ καὶ στὸ μέσο τῆς καρδιᾶς τοῦ καθενός, γιατί ἀπὸ ἐκείνη τὴν ὥρα οἱ ἀπόστολοι τοῦ Κυρίου ἔγιναν σταθεροὶ καὶ ἀμετακίνητοι.

Στάθηκε λοιπὸν στὸ μέσο τους καὶ τοὺς λέγει, «εἰρήνη σὲ σᾶς», τούτη τὴ γλυκιὰ καὶ σημαντικὴ καὶ συνηθισμένη του προσφώνηση. Τὴν διπλὴ εἰρήνη, πρὸς τὸ Θεὸ ποὺ εἶναι γέννημα τῆς εὐσέβειας καὶ αὐτὴ ποὺ ἔχουμε οἱ ἄνθρωποι μεταξύ μας. Καὶ καθὼς τοὺς εἶδε φοβισμένους καὶ ταραγμένους ἀπὸ τὴν ἀνέλπιστη καὶ παράδοξη θέα, γιατί νόμισαν ὅτι βλέπουν πνεῦμα – φάντασμα, αὐτὸς τοὺς ἀνέφερε πάλι τοὺς διαλογισμοὺς τῆς καρδιᾶς των, καὶ ἀφοῦ ἔδειξε ὅτι εἶναι αὐτὸς ὁ ἴδιος, πρότεινε τὴ διαβεβαίωση διὰ τῆς ἐξετάσεως καὶ ψηλαφήσεως. Ζήτησε φαγώσιμο, ὄχι γιατί εἶχε ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλὰ γιὰ ἐπιβεβαίωση τῆς ἀναστάσεώς του.

Ἔφαγε δὲ μέρος ψητοῦ ψαριοῦ καὶ μέλι ἀπὸ κηρύθρα, ποὺ εἶναι καὶ αὐτὰ σύμβολα τοῦ μυστηρίου του. Δηλαδὴ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ ἕνωσε στὸν ἑαυτὸ του καθ’ ὑπόσταση τὴ φύση μας, ποὺ σὰν ἰχθὺς κολυμποῦσε στὴν ὑγρότητα τοῦ ἡδονικοῦ καὶ ἐμπαθοῦς βίου, καὶ τὴν καθάρισε μὲ τὸ ἀπρόσιτο πῦρ τῆς Θεότητός του. Μὲ κηρύθρα δὲ μελισσιοῦ μοιάζει ἡ φύση μας γιατί κατέχει τὸ λογικὸ θησαυρὸ τοποθετημένο στὸ σῶμα σὰν μέλι στὴ κηρύθρα. Τρώγει ἀπὸ αὐτὰ εὐχαρίστως γιατί καθιστᾶ φαγητὸ του τὴ σωτηρία τοῦ καθενὸς ἀπὸ τοὺς μετέχοντας τῆς φύσεως. Δὲν τρώει ὁλόκληρο, ἀλλὰ μέρος «ἀπὸ κηρύθρα μέλι» ἐπειδὴ δὲν πίστευσαν ὅλοι καὶ δὲν τὸ παίρνει μόνος του, ἀλλὰ προσφέρεται ἀπὸ τοὺς μαθητές, γιατί τοῦ φέρνουν μόνο τοὺς πιστεύοντες σ’ αὐτόν, χωρίζοντάς τους ἀπὸ τοὺς ἀπίστους.

Κατόπιν τοὺς ὑπενθύμισε τοὺς λόγους του πρὶν τὸ πάθος, ποὺ ὅλοι πραγματοποιήθηκαν. Τοὺς ὑποσχέθηκε νὰ τοὺς στείλει τὸ ἅγιο Πνεῦμα, τοὺς εἶπε νὰ καθίσουν στὴν Ἱερουσαλὴμ μέχρι νὰ λάβουν δύναμη ἀπὸ ψηλά. Μετὰ τὴ συζήτηση ὁ Κύριος τοὺς ἔβγαλε ἀπὸ τὸ σπίτι καὶ τοὺς ὁδήγησε ἕως τὴ Βηθανία καὶ ἀφοῦ τοὺς εὐλόγησε, ὅπως ἀναφέραμε, ἀποχωρίσθηκε ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἀνυψώθηκε πρὸς τὸν οὐρανό, χρησιμοποιώντας νεφέλη σὰν ὄχημα καὶ ἀνῆλθε ἐνδόξως στοὺς οὐρανούς, στὰ δεξιὰ τῆς μεγαλοσύνης τοῦ Πατρός, καθιστώντας ὁμόθρονο τὸ φύραμά μας.

Καθὼς οἱ Ἀπόστολοι δὲν σταματοῦσαν νὰ κοιτάζουν τὸν οὐρανό, μὲ τὴ φροντίδα τῶν ἀγγέλων πληροφοροῦνται ὅτι ἔτσι θὰ ἔλθει πάλι ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ «θὰ τὸν ἰδοῦν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς, νὰ ἔρχεται πάνω στὶς νεφέλες τοῦ οὐρανοῦ». (Ματθ. 24: 30). Τότε οἱ μαθητὲς ἀφοῦ προσκύνησαν ἀπὸ τὸ Ὄρος τῶν Ἐλαιῶν, ἀπὸ ὅπου ἀναλήφθηκε ὁ Κύριος, ἐπέστρεψαν στὴν Ἱερουσαλὴμ χαρούμενοι, αἰνώντας καὶ εὐλογώντας τὸ Θεὸ καὶ ἀναμένοντες τὴν ἐπιδημία τοῦ θείου Πνεύματος.

Ὅπως λοιπὸν ἐκεῖνος ἔζησε καὶ ἀπεβίωσε, ἀναστήθηκε καὶ ἀναλήφθηκε, ἔτσι κι’ ἐμεῖς ζοῦμε καὶ πεθαίνουμε καὶ θὰ ἀναστηθοῦμε ὅλοι. Τὴν ἀνάληψη ὅμως δὲν θὰ πετύχουμε ὅλοι, ἀλλὰ μόνο ἐκεῖνοι γιὰ τοὺς ὁποίους ζωὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ ὁ θάνατος εἶναι κέρδος, ὅσοι πρὸ τοῦ θανάτου σταύρωσαν τὴν ἁμαρτία διὰ τῆς μετανοίας, μόνο αὐτοὶ θὰ ἀναληφθοῦν μετὰ τὴν κοινὴ ἀνάσταση σὲ νεφέλες πρὸς συνάντηση τοῦ Κυρίου στὸν ἀέρα. (Α’ Θεσ. 4:17).

Ἂς ἔρθουμε στὸ ὑπερῶο μας, στὸ νοῦ μας προσευχόμενοι, ἂς καθαρίσουμε τοὺς ἑαυτούς μας γιὰ νὰ πετύχουμε τὴν ἐπιδημία τοῦ Παρακλήτου καὶ νὰ προσκυνήσουμε Πατέρα καὶ Υἱὸ καὶ Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο».

Πηγή: https://www.imaik.gr/?p=3360#more-3360