Αρχική Blog Σελίδα 78

Ὁμιλία στὴ μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου (17 Ἰανουαρίου)

Ὁμιλία, σὺν Θεῷ ἁγίῳ, στὴ μνήμη τοῦ ὁσίου Πατρὸς ἡμῶν Ἀντωνίου τοῦ Μεγάλου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Μέγας Αντώνιος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους

Ἀντώνιος ὁ μέγας Πατὴρ ἡμῶν, ὁ πρῶτος πολιστὴς τῆς ἐρήμου, ὁ γενάρχης τοῦ μοναχισμοῦ, τὸ κλέος τῶν Ὀρθοδόξων, τὸ καύχημα τῆς οἰκουμένης, ἡ δόξα τῶν πιστῶν, ἡ ἐπισφράγιση τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ κληρονόμος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, τὸ στήριγμα τῆς οἰκουμένης, ἡ δόξα τῶν πιστῶν, ἡ ἐπισφράγιση τοῦ Εὐαγγελίου, ὁ κληρονόμος τῶν αἰωνίων ἀγαθῶν, τὸ στήριγμα τῆς οἰκουμένης -ὅπως ψάλλουμε στὸ ὡραῖο του ἀπολυτίκιο- καὶ πολιοῦχος τοῦ χωριοῦ τῶν Σπηλιῶν, μᾶς συνεκάλεσε κι ἐφέτος, ἀγαπητοί μου ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, στὸν εὐλογημένο τοῦτο ναό του, στὴν πανήγυρη τῆς περίλαμπρης μνήμης του, γιὰ νὰ τὸν τιμήσουμε εὐφρόσυνα μὲ ὕμνους καὶ ψαλμοὺς καὶ ᾠδὲς πνευματικὲς καὶ νὰ ἀντιλάβουμε τὴ Χάρη καὶ εὐλογία του, δοξάζοντας τὸν μόνο ἀληθινὸ ἐν Τριάδι Θεόν, «τὸν ἐνδοξαζόμενον ἐν τοῖς ἁγίοις Αὐτοῦ».

Ὁ οὐρανοπολίτης τοῦτος ὅσιος καὶ ἐπίγειος ἄγγελος, ποὺ ἀξιώθηκε, ὅπως λιγοστοὶ στὴν ἱστορία, τοῦ ἐπίζηλου τίτλου τοῦ Μεγάλου γιὰ τὰ ὄντως μεγάλα θεϊκά του ἔργα, ἀξιώθηκε ἀπὸ τὴ θεία Πρόνοια καὶ γιὰ ὠφέλεια τῶν μεταγενεστέρων, νὰ βιογραφηθεῖ ἀπὸ ἕνα ἄλλο Μεγάλο τῆς Ἐκκλησίας ἄνδρα, τὸν Μέγαν Ἀθανάσιο, τὸν ὁποῖο εἶχε γιὰ ἕνα διάστημα μαθητή του. Τὸν θαυμάσιο τοῦτο Βίο τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου ἔγραψε ὁ Μέγας Ἀθανάσιος ὡς ἀρχιεπίσκοπος τῆς κλεινῆς μεγαλούπολης Ἀλεξάνδρειας, καὶ τὸν ἀπέστειλε ἀρχικὰ σὲ μοναχοὺς τῆς Αἰγύπτου, γιὰ νὰ τὸν μελετοῦν καὶ νὰ τὸν ἔχουν ὡς πρότυπο ζωῆς. Ἀπ᾿ αὐτὸ τὸν θαυμαστὸ βίο ἀντλοῦν καὶ τὰ μεταγενέστερα Συναξάρια τοῦ Μ. Ἀντωνίου, καὶ ἀπ᾿ αὐτὸν θὰ σταχυολογήσουμε κι ἐμεῖς τὰ βασικώτερα ἀπὸ τὴν ἰσάγγελη ζωὴ τοῦ ἑορταζομένου μας ἁγίου.

Ἅγιος Ἀντώνιος, 1192 μ.Χ., Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας τοῦ Ἄρακα, Λαγουδερά

Ὁ ἅγιος Ἀντώνιος πατρίδα ἐπίγεια εἶχε τὴν Αἴγυπτο, ὅπου γεννήθηκε περὶ τὸ 251 στὸ χωριὸ Κόμα τῆς Ἄνω Αἰγύπτου, κοντὰ στὴν ἀρχαία Μέμφιδα. Οἱ γονεῖς του, εὐσεβεῖς καὶ πλούσιοι Χριστιανοί, τὸν ἀνέθρεψαν μὲ πίστη καὶ φόβο Θεοῦ. Ἀπὸ μικρὸς ἦταν ὀλιγαρκὴς καὶ ἐσωστρεφής, καὶ δὲν θέλησε νὰ μάθει γράμματα σὲ σχολεῖο, οὔτε νὰ συναναστρέφεται μὲ ἄλλα παιδιά, γιὰ νὰ μὴν αἰσθάνεται σύγχυση καὶ ἀνάγκη φροντίδας. Μετέβαινε ὅμως συχνὰ στὴν ἐκκλησία, ὅπου παρακολουθοῦσε προσεκτικὰ τὴν ἀνάγνωση τῶν ἱερῶν βιβλίων καὶ τὴν ἐξιστόρηση τῆς ζωῆς τῶν ἁγίων. Ὅταν ἦταν εἴκοσι περίπου ἐτῶν, ἐκοιμήθησαν οἱ γονεῖς του καὶ παρέμεινε κληρονόμος τῆς μεγάλης τους περιουσίας καὶ κηδεμόνας τῆς μικρότερης ἀδελφῆς του. Μιὰ μέρα, συλλογιζόμενος τὴν ἀμέριμνη ζωὴ τῶν ἀποστόλων καὶ τῶν πρώτων Χριστιανῶν, ἄκουσε στὴν ἐκκλησία τὴν προτροπὴ τοῦ Κυρίου στὸν πλούσιο νέο, ποὺ ἐπιζητοῦσε τὴν ἠθικὴ τελειότητα: «εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι». Συγκινημένος καὶ πεπεισμένος ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τοῦ ἀπηύθυνε προσωπικὰ αὐτὴ τὴν ἐντολή, πώλησε τὰ ὑπάρχοντά του (εἶχε 300 τόσα εὔφορα κτή–ματα), διένειμε τὰ χρήματα σὲ πτωχοὺς καί, ἀφοῦ ἐμπιστεύθηκε τὴν ἀδελφή του σὲ ἕνα παρθενώνα, ἀποφάσισε νὰ ἀποταχθεῖ ὁριστικὰ τὸν κόσμο καὶ νὰ ἀσπασθεῖ τὸν ἀσκητικὸ βίο.

Ἅγιος Ἀντώνιος 18ος αἰ. Λεμίθου

Ἐπειδὴ τότε δὲν ὑπῆρχαν ἀκόμη μοναστήρια, οὔτε καὶ ὀργανωμένος μοναχικὸς βίος, μιμούμενος κάποιο Γέροντα ἀσκητὴ ποὺ ἔμενε κοντὰ στὸ χωριό του, ἔκτισε καὶ ὁ ἴδιος ἕνα κελλὶ σὲ ἀπομονωμένο μέρος ἔξω ἀπ᾿ τὸ χωριό του, ὅπου ἔστησε τὴν ἀσκητική του παλαίστρα. Μὲ τὸν νοῦ ἀπαλλαγμένο ἀπὸ κοσμικὲς φροντίδες, ἐργαζόταν χειρωνακτικὰ γιὰ τὸν βιοπορισμό του, ἐλεώντας ἀπὸ τὰ ἔσοδά του αὐτὰ καὶ τοὺς πτωχούς, μελετοῦσε τὰ ἱερὰ βιβλία καὶ προσπαθοῦσε νὰ φυλάξει ἀδιατάραχη προσευχὴ στὴν καρδιά του. Ἀκόμη, σὰν σοφὴ μέλισσα, ὅπου ἄκουγε ὅτι ὑπῆρχαν ἐνάρετοι ἀσκητές, ἔτρεχε μὲ πόθο κοντά τους καὶ συνέλεγε τὸ πνευματικὸ νέκταρ τῆς ἀρετῆς τοῦ καθενὸς ἀπ᾿ αὐτούς. Ἀλλά, δὲν ἄργησε ὁ διάβολος νὰ φθονήσει τὸν ἐνάρετο βίο του, καὶ ἄρχισε νὰ τὸν ἐνοχλεῖ μὲ ποικίλους πειρασμοὺς καὶ λογισμούς, τόσο σαρκικούς, ὅσο καὶ ψυχικούς, ὑποβάλλοντάς του μικροψυχία, ὀλιγοπιστία, δειλία καὶ ἄλλα πάθη, μὲ τὸ σκοπὸ νὰ τὸν κάνει νὰ ἐγκαταλείψει τὴ ἰσάγγελη πολιτεία του. Καὶ ὁ Κύριος ἐπέτρεπε νὰ δοκιμάζεται ὁ ἀθλητής του, γιὰ νὰ δείξει τὴν πίστη καὶ ὑπομονή του, νὰ γίνει ἔμπειρος τοῦ πνευματικοῦ πολέμου καὶ νὰ μπορεῖ στὸ μέλλον νὰ βοηθήσει ὁ ἴδιος ἄλλους, ποὺ θὰ πειράζονταν ἀπὸ τὸν κοινὸ ἐχθρὸ τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Κι ὁ γενναῖος νέος Ἀντώνιος νίκησε μὲ τὴ Χάρη τοῦ Κυρίου τὶς πρῶτες ἐκεῖνες δαιμονικὲς προσβολές, σκληραγωγούμενος μὲ νηστεία, ἀγρυπνία καὶ προσευχὴ καὶ ταπεινώνοντας συνεχῶς τὸν ἑαυτό του. Προοδεύοντας λοιπὸν στὴν ἀσκητικὴ ζωή, μετέβη καὶ κατοίκησε σ᾿ ἕνα ἀρχαῖο ὑπόγειο τάφο. Μὴ ὑποφέροντας τὴ γενναιότητά του ὁ σατανᾶς, πῆγε ἕνα βράδυ μὲ ὁλόκληρη λεγεώνα δαιμόνων, οἱ ὁποῖοι -πάντοτε κατὰ παραχώρηση τοῦ Θεοῦ-, τόσο πολὺ τὸν ἔδειραν, ποὺ τὸν ἄφησαν καταγῆς καταπληγωμένο. Ὁ φίλος του, ποὺ τὸν φρόντιζε καὶ τοῦ μετέφερε κατὰ διαστήματα λιγοστὴ τροφή, ὅταν τὸν βρῆκε ἔτσι ἡμιθανῆ, τὸν μετέφερε στὸν ναὸ τοῦ χωριοῦ. Ἀλλά, μόλις συνῆλθε ὁ ἀτρόμητος Ἀντώνιος, παρεκάλεσε καὶ τὸν ξαναμετέφερε ὁ γνωστός του στὸν τάφο, γιὰ νὰ καταισχύνει τοὺς δαίμονες, ποὺ δὲν ἔπαυσαν νὰ τὸν πολεμοῦν. Μετὰ ἀπὸ μιὰ ἄλλη μάχη μὲ τοὺς δαίμονες, ἐμφανίσθηκε μέσα σὲ φῶς ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καί, ἀφοῦ τὸν ἐνίσχυσε στὸν ἀγώνα του, τοῦ ὑποσχέθηκε πὼς θὰ καταστοῦσε τὸ ὄνομά του ἔνδοξο σ᾿ ὅλη τὴ γῆ· πρᾶγμα πού, ὅπως γνωρίζουμε, ἔγινε! Στὰ τριανταπέντε του χρόνια ὁ ὅσιος ἀποφάσισε νὰ ἀποσυρθεῖ ὁλομόναχος στὴν ἔρημο, καὶ ἐγκλείστηκε σ᾿ ἕνα παλιὸ φρούριο ἐπάνω σὲ βουνὸ στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τοῦ Νείλου, ὅπου παρέμεινε ἀγωνιζόμενος ὑπεράνθρωπα γιὰ εἴκοσι χρόνια. Κατόπιν, ἔχοντας πληροφορία ἀπὸ τὸν Θεό, δὲν ἔδιωχνε πιὰ αὐτοὺς ποὺ προσέτρεχαν κοντά του νὰ τὸν συμβουλευθοῦν καὶ μιμηθοῦν, κι ἄρχισε νὰ δέχεται μαθητές, ποὺ συνεχῶς αὐξάνονταν. Ἵδρυσε στὴ συνέχεια δύο μονὲς καί, μὲ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δίδασκε τοὺς ὑποτακτικοὺς του «τὴν τέχνην τῶν τεχνῶν καὶ ἐπιστήμην τῶν ἐπιστημῶν», τὴν πνευματικὴ ζωή. Χάρη στὸν ὅσιο, ἡ ἔρημος μετεβλήθη σὲ πόλη, ὅπου πολυάριθμες κοινότητες μοναχῶν δοξολογοῦσαν ἀκατάπαυστα τὸν Θεό.

Μέγας Αντώνιος. Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου παρά την Ορούντα

Κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ μεγάλου διωγμοῦ τοῦ Μαξιμίνου Δάϊα (308), ὁ Μέγας Ἀντώνιος μετέβη στὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου ἐνίσχυε τοὺς μάρτυρες καὶ ὁμολογητὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ ποθοῦσε κι αὐτὸς νὰ τύχει τοῦ μαρτυρίου. Ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ ὅμως τὸν διαφύλαξε τότε εἰς πολλῶν ὠφέλειαν. Ἐπέστρεψε λοιπὸν ὁ ἅγιος στὴ μοναστική του κοινότητα, συνεχίζοντας νὰ ἀθλεῖ τὸ ἀναίμακτο μαρτύριο τῆς συνειδήσεως. Λόγῳ τῶν θαυμάτων καὶ τῆς φήμης του, αὐξήθηκαν οἱ ἐπισκέπτες του, γι᾿ αὐτὸ μετέβη στὴν ἐσώτερη ἔρημο, στὸ ὄρος, ποὺ μέχρι σήμερα ἐπονομάζεται «Ὄρος τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου», γιὰ νὰ ζήσει πλέον ἀπερίσπαστα τὴν πνευματικὴ θεωρία. Κατέστη δὲ τόσο ὀνομαστός, ποὺ τὸν ἐπισκέπτονταν ὑψηλοβάθμιοι ἀξιωματοῦχοι νὰ ὠφε-ληθοῦν ἀπὸ τὶς συμβουλές του. Ἀκόμη καὶ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος καὶ οἱ υἱοί του ἔγραψαν ἐπιστολὲς στὸν ταπεινὸ τοῦτο μὰ ἔνδοξο κατὰ Θεὸν μοναχό, ὡς πρὸς πατέρα τους, ζητώντας τὶς ἅγιες εὐχές του. Ἀφοῦ ἐπισκέφθηκε γιὰ τελευταία φορὰ τοὺς μοναχούς του, ἐπέστρεψε στὴ βαθύτερη ἔρημο μὲ δύο μαθητές του, ὅπου, στὶς 17 Ἰανουαρίου τοῦ 356, σὲ ἡλικία 105 ἐτῶν, παρέδωσε ἐν εἰρήνῃ τὸ πνεῦμα του στὰ χέρια τοῦ Θεοῦ, ποὺ τόσο ἀπὸ τὴ νεότητά του ἀγάπησε καὶ τόσους ἀγῶνες διήνυσε γι᾿ αὐτή του τὴ θεία ἀγάπη. Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἔλεγε σὲ ὥριμη πιὰ ἡλικία: «Ἐγὼ δὲν φοβοῦμαι πλέον τὸν Θεό, ἀλλὰ τὸν ἀγαπῶ.»

Μέγας Αντώνιος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου στην Πάφο

Παρόλο ποὺ τὸ ἅγιο λείψανό του, σύμφωνα μὲ προσταγή του, ἐνταφιάστηκε σὲ ἄγνωστο μέρος ἀπὸ τοὺς δύο πιὸ πάνω μαθητές του, κατὰ τὸ ἔτος 561 ἀποκαλύφθηκε μετὰ ἀπὸ ὀπτασία θεϊκὴ καὶ μεταφέρθηκε στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἐνῶ κατὰ τὸ 635, ἐνόψει τῆς ἀραβικῆς κατάκτησης τῆς πόλης, μετακομίστηκε στὴν Κωνσταντινούπολη. Σύμφωνα δὲ μὲ τὴν παράδοση, τὸ 1070 μεταφέρθηκε ἀπὸ Γάλλο εὐγενὴ στὴν πόλη Ντωφινὲ τῆς Γαλλίας, ὅπου ἀποτελεῖ ἕως σήμερα ἀντικείμενο μεγάλου προσκυνήματος.

Μέγας Αντώνιος (κοίμησις). Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Καὶ ἕνα τελευταῖο πνευματικὸ… ἐπιδόρπιο! Κάποτε ἕνας Γέροντας στὴν ἔρημο, λίγο μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ ἁγίου, παρακαλοῦσε θερμὰ τὸν Κύριο, νὰ τοῦ δείξει τὴ δόξα τῶν ἁγίων στοὺς οὐρανούς. Ὁ Θεός, εἰσακούοντας τὸν θεοφιλή του πόθο, ἔστειλε ἅγιο ἄγγελο, ποὺ τὸν μετέφερε στὸν χῶρο ποὺ τὰ διάφορα τάγματα τῶν ἁγίων δοξολογοῦσαν τὸν Θεό. Ἀλλά, παραδόξως, ἔλειπε ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἀπὸ ἐκείνη τὴν οὐράνια συναυλία! Καὶ στὴν εὔλογη σχετικὴ ἀπορία τοῦ ἀσκητῆ, ἀπάντησε ὁ ἄγγελος, ὅτι ὁ ἅγιος Ἀντώνιος ἀπουσίαζε, διότι βρισκόταν (καὶ βρίσκεται!) δίπλα στὸν θρόνο αὐτῆς τῆς Ἁγίας Τριάδος, μεσιτεύοντας γιὰ ὅλο τὸν κόσμο! Ἀσφαλῶς, «ἐπιλήψει ἡμᾶς ὁ χρόνος», νὰ διηγούμαστε τὰ τῆς θαυμαστῆς πολιτείας τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου. Σᾶς συνιστοῦμε νὰ διαβάσετε ὁλόκληρο τὸν βίο του, ποὺ κυκλοφορεῖ σὲ διάφορους συναξαριστές, καθὼς καὶ τὸ σπουδαῖο βιβλίο «Γεροντικό», μία ἀρχαία θαυμάσια συλλογὴ μὲ ἀποφθέγματα ἁγίων Γερόντων τῆς ἐρήμου, κυρίως τῆς Αἰγύπτου, ὅπου καὶ ἀρκετὰ ἀναφέρονται στὸν Μέγαν Ἀντώνιο.

Άγιος Αντώνιος και Άγιος Παύλος ο Θηβαίος. Ιερά Mονή Ξηροποτάμου, Άγιον Όρος (17ος αι.)

Νὰ παρακαλοῦμε πάντοτε τὸν Μεγάλο Ἀντώνιο, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, μὲ ὅλους τοὺς ἁγίους, νὰ μᾶς δίνει ὁ Θεὸς μετάνοια, πόθο καὶ φόβο Του, ἀγάπη σ᾿ Αὐτὸν καὶ τὸν πλησίον μας, νὰ μᾶς δίνει τὴ δύναμη νὰ μιμηθοῦμε κάτι ἀπὸ τὴν ζωὴ τῶν ἁγίων μας, ὁ καθένας τὸ κατὰ δύναμη. Γιατὶ μόνο ἔτσι θὰ ἔλθει καὶ πάλιν πλούσιο τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ σὲ τοῦτο τὸν τόπο, καὶ θὰ εὐλογήσει ὁ Κύριος καὶ τὴν πρόσκαιρη αὐτὴ ζωή μας, καὶ θὰ μᾶς ἀξιώσει τῆς αἰώνιας ζωῆς, ὅπου χοροὶ ἁγίων καὶ ἀγγέλων ἀνυμνοῦν ἀκατάπαυστα τὴν Παναγία Τριάδα. Ἀμήν!

Η συνάντηση του Μεγάλου Αντωνίου με τον όσιο Παύλο τον Θηβαίο

Άγιος Αντώνιος και Άγιος Παύλος ο Θηβαίος. Τοιχογραγία του 17ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Mονή Ξηροποτάμου, Άγιον Όρος
Ἅγιος Ἀντώνιος, 1192 μ.Χ., Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας τοῦ Ἄρακα, Λαγουδερά

Ο αββάς Παύλος έφτασε στην ηλικία των εκατό και δεκατριών ετών. Τότε και ο Μέγας Αντώνιος ήταν ενενήντα χρόνων και πολλές φορές σκεπτόταν και απορούσε λέγοντας. Άραγε θα υπάρχη άλλος Μοναχός στην πιο βαθειά έρημο; Μια νύκτα ήλθε Άγγελος Κυρίου και του λέγει: Πήγαινε γρήγορα στο βάθος της ερήμου, να βρεις τον Αββά Παύλο, ο οποίος είναι πιο ενάρετος από σένα και θα λάβεις μεγάλη ωφέλεια από αυτόν. Όταν άκουσε αυτά δεν καθυστέρησε καθόλου, αλλά αφού περιφρόνησε την αδυναμία των γηρατειών, την μεγάλη οδοιπορία και όλα τα άλλα εμπόδια, ξεκίνησε το πρωί και περπατώντας όλη την ημέρα εκαίγετο από τον καφτερό ήλιο. Είχε όμως την ελπίδα στον Κύριο ότι θα του δείξει τον έμψυχο θησαυρό, και δεν σκεπτόταν καθόλου τις δυσκολίες του δρόμου.

Μέγας Αντώνιος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου στην Πάφο

Την τρίτη ημέρα είδε ένα λιοντάρι, που ανέβαινε βιαστικά σε ένα βουνό. Ο δε Όσιος γνωρίζοντας ότι ο Θεός τον άκουσε, ακολούθησε το θηρίο και έτσι έφθασε στο σπήλαιο. Τότε το μεν λιοντάρι μπήκε στο σπήλαιο, ο δε όσιος έμεινε απ’ έξω. Έτσι, αφού άφησε για την αγάπη κάθε δειλία και φόβο, ξεκίνησε γρήγορα να μπει μέσα σε αυτό και από την βιασύνη του σκόνταψε σε μια πέτρα και κτύπησε λίγο το πόδι του. Ακούγοντας τον θόρυβο ο ευρισκόμενος μέσα στο σπήλαιο Όσιος Παύλος, έκλεισε την πόρτα, ο δε όσιος Αντώνιος τον παρακαλούσε από έξω λέγοντας: ”Σε παρακαλώ για τον Κύριο, Όσιε Πάτερ, άνοιξέ μου για να δω το σεβάσμιο πρόσωπο σου.” Ο δε Όσιος Παύλος, θέλοντας να τον δοκιμάσει δεν άνοιγε. Έτσι, επειδή δεν μπορούσε ο μακάριος Αντώνιος από τον κόπο της οδοιπορίας και το κτύπημα να στέκεται όρθιος, έπεσε με το πρόσωπο στην γη και έμεινε έτσι εξ ώρες να τον παρακαλεί.

Άγιος Παύλος ο Θηβαίος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. στον Ιερό Ναό τού Αγίου Νικολάου του Ορφανού στην Θεσσαλονίκη

Βλέποντας τον ήλιο να πλησιάζει την δύση του, παρακαλούσε πιο θερμά τον Όσιο να του ανοίξει την είσοδο. Ο δε Όσιος τον ρώτησε από μέσα ποιος ήταν, από που ήλθε και τι ζητούσε. Ο Αντώνιος του αποκρίθηκε λέγοντάς του την αλήθεια και πρόσθεσε: Άνθρωπε του Θεού, γνωρίζω πως δεν είμαι άξιος να σε δω και να συναντηθούμε, αλλά μάθε ότι δεν φεύγω από δω αν δεν απολαύσω την ποθούμενη μου θέα σου και τα γλυκύτατα σου λόγια. Γι’ αυτό περπάτησα ο γηραιός τόσο δρόμο ,και δεν λογάριασα τόση ταλαιπωρία, και βάσανα και τον φόβο των θηρίων, ω επώνυμε και μιμητά του Παύλου, τα άγρια θηρία φιλοξενείς και τον κατ’ εικόνα Θεού άνθρωπο, αν και αμαρτωλό και ανάξιο αποστρέφεσαι; …αλλά δεν φεύγω από εδώ έως να μου ανοίξεις , ακόμα και να πεθάνω έξω από την πόρτα σου, κι έτσι νεκρός να ελέγχω και να κατηγορώ αφώνως την ασπλαχνία σου. Αυτά έλεγε ο Αντώνιος κλαίγοντας.

Όσιος Παύλος ο Θηβαίος

Και απαντώντας του ο Παύλος “χαριέντως” του λέγει: Όποιος ζητεί δεν φοβερίζει κι όποιος κατηγορεί δεν δακρύζει. Και ανοίγοντάς του τον υποδέχεται εγκάρδια: “Καλώς ήρθες αδελφέ και συνεργάτα Αντώνιε”. Έτσι αφού κατασπάσθηκε ο ένας τον άλλο εν φιλήματι αγίω και αφού συνομιλούσαν με λόγια θεϊκά, αισθάνθηκαν μεγάλη πνευματική ευφροσύνη και αγαλλίαση. Έπειτα είπε ο Παύλος προς τον Αντώνιο: Τι ανάγκη είχες αδελφέ να κακοπαθήσεις τόσο να έλθεις έως εδώ , για να δεις έναν σαπρό και άχρηστο γέροντα ο οποίος πρόκειται σε λίγο να πεθάνει;… Κι ενώ συνομιλούσαν οι Άγιοι, βλέπουν πάνω σε ένα κλαδί δένδρου, κόρακα να βαστάζει ένα ολόκληρο άρτο, ο οποίος αφού πέταξε από το δένδρο τοποθέτησε τον άρτο ανάμεσα τους. Ενώ θαύμαζε ο Όσιος Αντώνιος αυτό το παράδοξο του είπε ο Όσιος : Στα αλήθεια, αδελφέ Αντώνιε, πολύ φιλάνθρωπος και Ελεήμων είναι ο Κύριος χορηγώντας σπόρο σε αυτόν που σπέρνει και άρτο για τροφή. Εξήντα χρόνια είναι όπου μου φέρνει την τροφή ο κόρακας αυτός, όπως είδες και όχι ένα άρτο, αλλά το μισό και σήμερα για την παρουσία σου διπλασίασε ο αγαθός Τροφεύς και Δεσπότης την τροφή.

Άγιος Αντώνιος και Άγιος Παύλος ο Θηβαίος. Τοιχογραγία του 17ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Mονή Ξηροποτάμου, Άγιον Όρος

Ευχαρίστησαν τον Θεό και οι δυο και πήγαν στην πηγή να δειπνήσουν («παξιμαδήσουσι»). «Και φιλονικούντες ώραν πολλήν ως ταπεινόφρονες, συνερίζουνταν τις να κόψη τον άρτον, να ευλογήση την τράπεζαν, κι επροτίμα ένας τον άλλον τους»… «Τέλος, συμφώνως έλαβε πας ένας τον άρτον από το ένα μέρος.» Και τον έκοψαν μαζί εις το Όνομα του Κυρίου. …Αφού έφαγαν, έκαναν αγρυπνία όλη την νύκτα, προσευχόμενοι και δοξολογούντες τον Κύριο, και το πρωί είπε ο Παύλος προς τον Αντώνιο. Είναι πολλές μέρες, όπου μου απεκάλυψε ο Κύριος μας, ότι κατοικείς σε αυτή την έρημο, και μου υποσχέθηκε ότι θα σε ιδώ προτού τελειώσει η ζωή μου. Τώρα λοιπόν κατά την υπόσχεση σε απέστειλε να ενταφιάσεις το σώμα μου.

Όσιος Παύλος ο Θηβαίος

Όταν άκουσε αυτά ο Μέγας Αντώνιος, έτρεχαν τα δάκρυα του σαν ποτάμι, κλαίοντας για τον χωρισμό και τον παρακαλούσε θερμά να κάνη δέηση προς τον Κύριο, για να πάει και αυτός στην συνοδεία του. Σε παρακαλώ για την αγάπη μου, να μην βαρεθείς μέσα στους άλλους κόπους σου, αλλά να μου φέρεις τον μανδύα που σου έδωσε ο Επίσκοπος (Μέγας) Αθανάσιος, διότι έχω πολλή ευλάβεια να ενταφιάσεις με εκείνον το λείψανό μου. Αυτό, βέβαια, το έλεγε ο Παύλος μόνον ως πρόφαση, ώστε να μην είναι παρών κατά την κοίμησή του ο Αντώνιος και λυπηθεί περισσότερο. Και ούτε είχε ανάγκη από το ιμάτιο κατά τον θάνατο. Θαυμάζοντας ο Αντώνιος το «προορατικόν πνεύμα» του Οσίου, τον ευλαβείτο ως Άγγελο και δακρύζοντας του φίλησε τα χέρια και τα μάτια. Και ζητώντας του συγχώρεση, έφυγε γρήγορα για το κελί του.

Όσιος Παύλος ο Θηβαίος

Αφού πήρε λίγη τροφή επήρε τον μανδύα που του είπε και έτρεχε γρήγορα προς αυτό που επιθυμούσε, διψώντας τον Παύλο, βλέποντας προς τον Παύλο, “τον οποίον είχεν τροφήν σώματος, πνοήν και αναψυχήν της ψυχής του”.. Προσπαθούσε όσο μπορούσε πιο γρήγορα να περπατήσει, επειδή φοβόταν μήπως και δεν τον φθάσει ζωντανό για να πάρει την ευλογία του.

Αφού περπάτησε όλη την πρώτη ημέρα και μέρος από την δεύτερη, είδε στο δρόμο με τους νοερούς οφθαλμούς της ψυχής του τάγματα, Αγγέλων, Προφητών και χορούς Αποστόλων, στρατεύματα Μαρτύρων και Όσιων και μαζί με αυτούς, την ψυχή του Παύλου να λάμπει περισσότερο από το χιόνι, την οποίαν πήγαιναν με πολλή χαρά στα ουράνια. Όταν είδε αυτά έπεσε με το πρόσωπο στην γη, και αφού έβαλε άμμο στο κεφάλι του, κτυπούσε το πρόσωπο του “οδυρόμενος”. Αφού έκλαψε πολλή ώρα, έτρεχε και αισθανόταν τόσο δύναμη στο σώμα του, σαν να ήταν νέος και ακόμη περισσότερο.

Μέγας Αντώνιος και Όσιος Παύλος ο Θηβαίος. Φορητή εικόνα του 16ου αιώνα

Όταν έφθασε στο σπήλαιο, βρήκε τον Όσιο γονατιστό και είχε προς τον ουρανό υψωμένα τα χέρια του και το πρόσωπο. Επειδή νόμισε λοιπόν ότι ήταν ακόμη ζωντανός και προσευχόταν, συμπροσευχόταν και αυτός πολλή ώρα και έβλεπε με προσοχή εάν κουνηθεί κάποιο μέλος του Αγίου ή αν στενάξει ή αν κάνη κάτι που κάνουν οι ζωντανοί, για να γνωρίσει την αλήθεια. Αφού πέρασε πολύ ώρα και καθόλου δεν κινήθηκε, κατάλαβε ότι τελείωσε προσευχόμενος. Τότε πήγε με πολλή ευλάβεια και αγκάλιασε εκείνο το σεβασμιότατο λείψανο και συνεχώς το ασπάζονταν, κλαίοντας επειδή δεν τον γνώρισε πολύ πιο μπροστά για να απολαύσει την συνομιλία του προς ψυχική του ωφέλεια.
Αφού τύλιξε αυτό με τον μανδύα, που έφερε, είπε τους συνήθεις ψαλμούς και όσα τροπάρια ήξευρε και θέλοντας να τον ενταφιάσει δεν ήξερε πως να σκάψει την γη επειδή δεν πήρε μαζί του κάποιο εργαλείο όταν αναχώρησε από το κελί του.

Άγιος Αντώνιος και Άγιος Παύλος ο Θηβαίος

Στεκόταν λοιπόν στεναχωρημένος, σκεπτόμενος να μην φύγει “έως να του στείλη ο Κύριος εξ ύψους βοήθειαν”. Τότε βλέπει να έρχονται τρέχοντας προς αυτόν δύο “φοβερώτατοι” λέοντες από το βάθος της έρημου . Στην αρχή μεν φοβήθηκε σαν άνθρωπος. Αλλά στήριξε την καρδιά του προς τον Κύριο κι έμεινε χωρίς φόβο. Τα δε λιοντάρια αφού πλησίασαν πρώτα στον μακάριο Παύλο κουνούσαν τις ουρές τους και με τις γλώσσες τους, έγλειφαν τα πόδια του, σαν να ήταν ζωντανός. Έπειτα όταν κατάλαβαν ότι ο Άγιος είχε τελειώσει, μούγκρισαν πέφτοντας στα πόδια του με πολλή θλίψη σαν άνθρωποι. Ο δε Όσιος θαύμασε βλέποντας ότι και τα θηρία είχαν στεναχωρηθεί για την αναχώρηση του Παύλου. “Αφού δε επέρασεν ολίγον η λύπη τους, ηγέρθησαν” και έσκαψαν την γη με τα νύχια τους κάνοντας τάφο ίσα ακριβώς με το λείψανο, και έβγαλαν το χώμα με τα πόδια τους. Έπειτα πήγαν στον Αντώνιο σαν να του ζητούσαν ευλογία “δια τον μισθόν του κόπου τους”, κουνώντας τις ουρές τους και τα αυτιά τους και έβαλαν κάτω το κεφάλι τους και έκαναν και άλλα τέτοια σχήματα.

Άγιος Παύλος ο Θηβαίος (κοίμησιος). Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β ‘

Ο δε Όσιος Αντώνιος αφού ύψωσε τα χέρια του προς τον ουρανό αυτά προσευχήθηκε: «Κύριε ο Θεός που τα γνωρίζεις όλα, που χωρίς την εντολή Σου ούτε φύλλο από το δένδρο δεν πέφτει, ούτε πουλί στην γη δεν κατεβαίνει, Συ Κύριε, όπως γνωρίζεις, δώσε και τον μισθό στα θηρία αυτά». Αυτά αφού είπε ο θείος Αντώνιος, έκανε με το χέρι του σημείο στα λιοντάρια για να αναχωρήσουν. Αυτά αφού πήγαν πάλι στο ιερό λείψανο του Παύλου και κατεσπάσθηκαν αυτό αναχώρησαν.

Ο δε Αντώνιος, βαστάζοντας το ιερό λείψανο το ενταφίασε το έτος 341, στις 15 Ιανουαρίου. Ο Άγιος Παύλος γεννήθηκε το έτος 227 στην Θηβαΐδα της Αιγύπτου, το δε έτος 250 έφυγε στην έρημο. Έζησε δε στο σπήλαιο 91 έτη, όλα δε τα χρόνια του ήσαν 114.

Μέγας Αντώνιος. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Παντοκράτορος Αγίου Όρους

Περίμενε δε ο Μέγας Αντώνιος ακόμη μία ημέρα, για να δη εάν έλθει πάλι ο κόρακας με τον άρτο, αλλά δεν φάνηκε. Και αφού έγινε κληρονόμος της στολής του Οσίου Παύλου, επήρε εκείνο το ένδυμα των φοινίκων και επέστρεψε στο Μοναστήρι διηγούμενος στους Μοναχούς όλα τα προηγούμενα, την δε στολή του Οσίου Παύλου την είχε σε τόση μεγάλη τιμή και καύχημα, ώστε την φορούσε το Άγιον Πάσχα και τις άλλες μεγάλες εορτές.

Πηγή: https://iconandlight.wordpress.com

Μνήμη τοῦ Ἁγίου ἐνδόξου Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ θαυματουργοῦ του ἐν Ἰωαννίνοις ἐν ἔτει ͵αωλη´ (1838) ἀθλήσαντος (17 Ἰανουαρίου)

Γεώργιος γῆν τῆς ψυχῆς γεωργήσας
Ξένον στάχυν ἤμησεν ἄφθιτον κλέος.
Ἕν δεκάθ’ ἐβδομάτη τε Γεώργιος τέτληκε βρόχον.

Ὁ Ἅγιος Γεώργιος γεννήθηκε τό 1808 στό χωριό Τσούρχλι τῆς ἐπαρχίας Γρεβενῶν (σήμερα φέρει τήν ὀνομασία Ἅγιος Γεώργιος) ἀπό γονεῖς πτωχούς, τόν Κωνσταντῖνο καί τή Βασίλω, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνταν μέ τή γεωργία. Λόγῳ τῆς πτωχείας τῆς οἰκογένειάς του παρέμεινε ἀγράμματος∙ ἀνετράφη, ὅμως, «ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου». Σέ μικρή ἡλικία, μόλις 8 ἐτῶν, ὀρφάνεψε καί ἔμεινε ὑπό τήν προστασία τοῦ μεγαλύτερου ἀδερφοῦ καί τῆς ἀδερφῆς του, πτωχῶν καί τούτων γεωργῶν. Ὅταν ἐνηλικιώθηκε, πῆγε στά Ἰωάννινα, ὅπου ὁ Γεώργιος, ἔρημος καί άπροστάτευτος, προσκολλήθηκε σέ διάφορους ἀγάδες γιά να καταλήξει ἱπποκόμος τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀξιωματικοῦ τοῦ ᾿Ιμίν Πασᾶ τῶν Ἰωαννίνων, κοντά στόν ὁποῖο παρέμεινε γιά ὀκτώ χρόνια.

Ὁ Ἀβδουλά εἶχε ὅλον τόν καιρό νά ἐκτιμήσει τόν ὑπηρέτη του ὡς ἁπλό, πρᾶο, ἄκακο, αὐθεντικό, ἠθικά ἀκέραιο. Τόν ἐμπιστεύτηκε καί τόν περιέβαλε μέ τή στοργή καί τήν ἀγάπη του, ἐνῷ τοῦ ἐπέτρεπε νά ἐκτελεῖ ἀκώλυτα τά θρησκευτικά του καθήκοντα καί νά συχνάζει στούς ναούς τῶν Ἰωαννίνων.

Ἡ ὁλοφάνερη εὔνοια τοῦ Ἀβδουλᾶ πρός τόν χριστιανό Γεώργιο προκάλεσε τή ζηλοφθονία τῶν συνυπηρετῶν του, οἱ ὁποῖοι τόν ἀποκαλοῦσαν «γκιαβούρ Χασάν», δηλαδή ἄπιστο Χασάν. Ἔτσι, μέ τον καιρό καί τή συνήθεια ἑδραιώθηκε ἡ πίστη ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν μουσουλμάνος. Ὁ ἴδιος, βέβαια, παρέμενε στέρεος στήν ὁμολογία τῆς ἁγίας καί ἀμωμήτου πίστεως.

Τό 1836 ὁ Ἰμίν πασᾶς ἔγινε γιά δεύτερη φορά ἡγεμόνας τῶν Ἰωαννίνων. Μεταξύ τῶν ἀξιωματικῶν τοῦ ἐπιτελείου του καί ὁ ἔμπιστός του Χατζή Ἀβδουλά μέ τόν δικό του ὑπομίσθιο, τόν Γεώργιο. Ἦταν τότε πού κάποιοι φίλοι του τόν παρακίνησαν νά ἀρραβωνιασθεῖ μιά νέα ἐνάρετη Γιαννιώτισσα, τήν Ἑλένη. Ἀλλά τήν ἡμέρα τῶν ἀρραβώνων τοῦ Γεωργίου καί τῆς Ἑλένης ἕνα σοβαρό ἐπεισόδιο σκίασε τό εὐτυχές γεγονός. Ἕνας Τουρκογιαννιώτης χότζας, γνωρίζοντας τόν ἱπποκόμο τοῦ Ἀβδουλᾶ καί στηριζόμενος περισσότερο στήν ὀνομασία του ὡς Γκιαούρ Χασάν παρά στήν πραγματικότητα, τόν κατέδωσε στόν μεχκεμέ (=δικαστήριο) ὅτι εἶχε ἐξισλαμισθεῖ κατά τά προηγούμενα χρόνια καί ἐπανῆλθε στήν ὀρθόδοξη πίστη. Προσαχθείς στό κριτήριο ἀπολογήθηκε καί μέ πνευματική ἀνδρεία ὑποστήριξε ὅτι οὐδέποτε ἔγινε ἀρνησίθρησκος. Ὁ κατής, μαθαίνοντας ὅτι ὁ Γεώργιος ἦταν ὑπηρέτης τοῦ Χατζῆ Ἀβδουλᾶ, ἀνθρώπου ἰσχυροῦ κοντά στόν ἡγεμόνα, σκέφτηκε νά καλέσει καί τόν ἴδιο τόν Ἀβδουλά. Κατ’ ἄλλη μαρτυρία, ὁ Ἀβδουλά, μαθαίνοντας ὁ ἴδιος τήν περιπέτεια τοῦ ἱπποκόμου του, ἔσπευσε αὐτόκλητος στό δικαστήριο. Ἤλεγξε τότε ὀργισμένος τόν κατή λέγοντας ὅτι αὐτός γνώριζε πάντα ὅτι ὁ Γεώργιος δέν ἦταν μουσουλμάνος ἀλλά χριστιανός καί ὡς χριστιανός ἦταν ἀπερίτμητος. Μετά ἀπό αὐτά, καί ἐπειδή τόν βρῆκαν καί ἀπερίτμητο, τόν ἄφησαν ἐλεύθερο καί καταχώρησαν τό ὄνομά του στόν κώδικα τῶν χριστιανῶν.

Ἀργότερα, ὁ Γεώργιος νυμφεύθηκε τήν ῾Ελένη. Οἱ μαρτυρίες γιά τόν χρόνο τέλεσης τῶν γάμων τοῦ Γεωργίου καί τῆς Ἑλένης δέν συμπίπτουν. Κατ’ ἄλλους οἱ γάμοι τελέσθηκαν τόν Αὔγουστο τοῦ 1836, κατ’ ἄλλον τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1836 καί κατ’ ἄλλους τόν Ἰανουάριο τοῦ 1837.

Ἕνα περίπου μήνα μετά τό γάμο του ὁ Γεώργιος ἔφυγε ἀπό τά Γιάννινα καί ἐπέστρεψε τόν Ἰούνιο τοῦ 1837.

Κατόπιν, ὁ ἅγιος προσκολλήθηκε, ὡς ἱπποκόμος πάντα, στόν μουσελίμη τῶν Φιλιατῶν, ἀπ’ ὅπου ἐπέστρεψε κατά τά τέλη Δεκεμβρίου, ἡμέρα Τετάρτη. Ξημερώνοντας, ἡ Ἑλένη γέννησε ἀγόρι. «Ἐχάρη ὁ εὐλογημένος ὅτι ἠξιώθη νά γίνῃ πατήρ» καί ζήτησε ἀπό τόν κύριό του τήν ἄδεια νά παραμείνει στά Ἰωάννινα γιά μερικές ἡμέρες, ὥστε νά παραστεῖ καί στή βάφτιση τοῦ γιοῦ του.

Ἡ βάφτιση τοῦ νεογέννητου ἔγινε στίς 7 Ἰανουαρίου 1838, ἀνήμερα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου. Ὁ νεοφώτιστος ἔλαβε τό ὄνομα Ἰωάννης.

Τή Δευτέρα, 10 Ἰανουαρίου 1838, ὁ μουσελίμης τῶν Φιλιατῶν ἀνεχώρησε ἀπό τά Ἰωάννινα, γιά νά ἐπιστρέψει στήν ἕδρα του. Ὁ Γεώργιος προτίμησε αὐτή τή φορά νά μήν ἀκολουθήσει τόν κύριό του, ἀλλά νά παραμείνει στά Ἰωάννινα, κοντά στήν οἰκογένειά του.

Τήν Τρίτη, 11 Ἰανουαρίου 1838, «ἔλαβε οἱονεί προαίσθησιν τοῦ στεφανίτου ἀγῶνος του». Ὁ Γεώργιος παραδόθηκε σ’ ἕνα ἰσοθάνατο, ὁλοήμερο ὕπνο. Πολλές φορές προσπάθησαν νά τόν ξυπνήσουν, ἄλλ’ ὁ ἅγιος δέν αἰσθανόταν τό παραμικρό. Ξύπνησε, τελικά, ἀργά τό βράδυ.

Τήν Τετάρτη, 12 Ἰανουαρίου, ὁ Γεώργιος ζήτησε ἀπό τή γυναίκα του τά καλά του ἐνδύματα καί ξεκίνησε γιά τήν ἀγορά πρός ἀναζήτηση ἐργασίας. Καταγράφεται ὅτι τρείς φορές γύρισε πίσω για νά χαιρετήσει τή γυναίκα του καί τόν νεογέννητο, νεοφώτιστο γιό του. Κάποια ἐνόραση  καθοδηγοῦσε πλέον τόν Γεώργιο. Ἡ πορεία του πρός τό μαρτύριο ἄρχιζε…

Κατευθύνθηκε στήν πλατεῖα τοῦ Πλατάνου (σημ. Πλατεῖα Γεωργίου Σταύρου), στό Γυαλί καφενέ. Ἐκεῖ τόν ἅρπαξε ὁ χότζας πού τόν εἶχε κατηγορήσει καί στό παρελθόν, φωνάζοντάς του ὅτι ἐμπαίζει τή μουσουλμανική θρησκεία. Οἱ φωνές τοῦ χότζα συγκέντρωσαν πολύ κόσμο, μουσουλμάνους καί χριστιανούς. Ὁ Γεώργιος παρακάλεσε τόν Χότζα νά τόν ἀφήσει ἀλλά μάταια. Ἀκόμα καί ὁ ἀδελφός τῆς Ἑλένης, ὁ Ἀλέξιος, πού τυχαῖα διερχόταν ἀπό τόν τόπο τῆς σύλληψης, προσπάθησε ἀνεπιτυχῶς νά ἀποσπάσει ἀπό τά χέρια τοῦ φανατικοῦ χότζα τόν γαμβρό του.

Τό ἐπεισόδιο ἐκτυλισσόταν ἀπέναντι ἀπό τό σπίτι τοῦ Νταούτ πασᾶ, ὁ ὁποῖος ἀκούγοντας τό θόρυβο καί τήν ταραχή πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἔστειλε ἀνθρώπους του νά ὁδηγήσουν τόν Γεώργιο ἐνώπιόν του. Ὁ Γεώργιος ἐξακολουθοῦσε νά ὁμολογεῖ θαρραλέα: «Χριστιανός γεννήθηκα, Χριστιανός εἶμαι καί χριστιανός πεθαίνω». Τότε ὁ παριστάμενος μπουλούκμπασης ἔδωσε ἐντολή νά δέσουν τά χέρια τοῦ Γεωργίου καί νά τόν ὁδηγήσουν στόν μεχκεμέ. Ὁ δικαστής ἀναγνώρισε τόν ἅγιο ἀπό τήν πρώτη του ἐμφάνιση στό δικαστήριο καί προσπάθησε μέ διάφορους τρόπους νά τόν ἐκβιάσει νά ἀλλαξοπιστήσει. Ὁ Γεώργιος παρέμεινε, ὅμως, σταθερός στήν πίστη του καί ὁδηγήθηκε στή φυλακή.

Ὁ τότε Μητροπολίτης Ἰωαννίνων, Ἰωακείμ ὁ Χῖος, μόλις πληροφορήθηκε τά διαδραματισθέντα, ἔσπευσε στόν μεχκεμέ (δικαστήριο) πρῶτα καί κατόπιν στό Διοικητήριο ζητώντας τήν ἀπόλυση τοῦ Γεωργίου, ἀλλά οἱ λόγοι του δέν ἔπιασαν τόπο.

Τό πρωΐ τῆς Πέμπτης ὁ Γεώργιος ὁδηγεῖται καί πάλι στό δικαστήριο. Ὁ δικαστής μετέρχεται τώρα κολακεῖες καί νουθεσίες καί ὑποσχέσεις γιά νά πείσει τόν Γεώργιο νά ἐξομόσει μέ ἀντάλλαγμα ὑψηλά ἀξιώματα. Ὁ Γεώργιος φώναζε μόνο: «Χριστιανός εἶμαι».

Οἱ Μουσουλμάνοι μαίνονται, μαστιγώνουν ἀνελέητα τόν Γεώργιο καί τόν ξανακλείνουν στή φυλακή. Ἀσφαλίζουν τά πόδια του στη φοβερή ποδοκάκη. Βάζουν βαριά πέτρα στό στῆθος του, τόν πιέζουν ποικιλοτρόπως νά ἐξομόσει. Παρά τά πολυειδῆ μαρτύρια ὁ Γεώργιος κοιμήθηκε γαλήνιος.

Ἡ Παρασκευή πέρασε γιά τόν Γεώργιο ἐν μέσῳ πολυειδῶν βασάνων: βραστό λάδι, πυρακτωμένα περόνια στά ἀπόκρυφα μέλη του, ἀκίδες στά νύχια του.

Ξημερώνοντας Σάββατο ὁδηγεῖται πάλι στόν κατή. Πλῆθος φανατικῶν Ὀθωμανῶν ἔχουν συγκεντρωθεῖ ἔξω ἀπό τό δικαστήριο, ὅπου τοῦ ἔθεσαν τό δίλημμα ἤ νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του καί νά λάβει ἐπιβράβευση ἤ νά παραμείνει πιστός καί νά θανατωθεῖ. Ὁ Γεώργιος ἔδειξε ἀνδρεία ψυχή καί ὁμολόγησε εὐθαρσῶς μπροστά σέ ὅλους τους ἀσεβεῖς πού εἶχαν συγκεντρωθεῖ: «Χριστιανός ἤμουν ἀπ’ τήν ἀρχή, χριστιανός εἶμαι καί θα εἶμαι μέχρι τήν τελευταία μου πνοή». Τρείς φορές εἰσήχθη στόν κριτή καί τρείς φορές ἐξήχθη παραμένοντας σταθερός στήν ὁμολογία του. Τότε δόθηκε ἡ ἀπόφαση γραμμένη ἀπό τό χέρι τοῦ κριτῆ νά θανατωθεῖ.

Ὑπέρ τοῦ Γεωργίου παρενέβησαν καί οἱ μητροπολῖτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καί Γρεβενῶν, καθώς καί προύχοντες τῆς πόλεως καί συγγενεῖς του, χωρίς ἀποτέλεσμα.

Τόσο οἱ ἀρχιερεῖς ὅσο καί κάποιοι ἄλλοι Ἰωαννῖτες δέν παρέλειπαν νά στέλνουν ἀνθρώπους στό δεσμωτήριο προκειμένου νά στηρίξουν τόν Γεώργιο. Σύμφωνα μέ μαρτυρίες τῶν συγκρατουμένων καί τῆς ἰδίας τῆς συζύγου του, τῆς Ἑλένης, ὁ Γεώργιος ἦταν ἠρεμώτατος.

Στίς 17 Ἰανουαρίου 1838, ἡμέρα Δευτέρα, ὁ Ἅγιος ἀπαγχονίσθηκε στό Κουρμανιό, περιοχή τῆς ἀγορᾶς κοντά στήν κεντρική πύλη τοῦ φρουρίου, καί δέχθηκε ἀπό τόν Σταυρωθέντα Κύριο τό στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Ἀπό τή νύχτα ἐκείνη καί ἐνόσῳ τό σκήνωμα τοῦ νεομάρτυρα παρέμενε στήν ἀγχόνη, φῶς ἐν εἴδει στεφάνου κατέβαινε στήν κεφαλή τοῦ Αγίου.

Τό σκήνωμα τοῦ ἁγίου παρέμεινε κρεμασμένο μέχρι τήν Τετάρτη, 19 Ἰανουαρίου, καί κατόπιν δωρήθηκε ἀπό τόν Μουσταφά πασᾶ στόν Μητροπολίτη Ἰωαννίνων Ἰωακείμ (ἤ ἐξαγοράστηκε ἀπό τόν Μητροπολίτη σύμφωνα μέ ἄλλη μαρτυρία) καί μεταφέρθηκε στόν δεύτερο ἐξώστη τοῦ Μητροπολιτικοῦ ναοῦ, στό παρεκκλήσιο τῆς Ἁγίας Μαρίνας. Ἐκεῖ τόν σαβάνωσαν καί τόν κατέβασαν στό μέσον τοῦ νεότευκτου τότε ναοῦ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ὅπου ἀνέμεναν οἱ μητροπολῖτες Ἰωαννίνων, Ἄρτης καί Γρεβενῶν, τό ἱερατεῖο τῆς πόλεως καί πλῆθος χριστιανῶν. Μετά τό τέλος τῆς πάνδημης ἐντάφιας ἀκολουθίας, ἡ σορός μεταφέρθηκε καί κατατέθηκε σέ τάφο κοντά στή δυτική πύλη τοῦ ἱεροῦ βήματος.

Μετά τό μαρτύριο καί τήν ταφή τοῦ Γεωργίου ἕνας καταιγισμός θαυμάτων πλημμύρισε τήν πόλη. Πλῆθος παραλύτων καί πασχόντων ἀπό ποικίλες ἀσθένειες προστρέχοντας στόν ἅγιο λάμβαναν τή θεραπεία τους. Ἀκόμη καί «μιά Τούρκα (Τουρκάλα) ἄρπαξε τήν κάλτσα ἀπό τό πόδι τοῦ ἁγίου καί ἔτρεξεν εἰς μίαν ἄρρωστη Τούρκα, ἥτις ἐθεραπεύθη ἀμέσως». Γι’ αὐτό καί στίς εἰκόνες ὁ ἅγιος εἰκονίζεται κρεμασμένος καί φορώντας κάλτσα μόνο στό ἕνα πόδι. Ἡ πρώτη μάλιστα εἰκόνα του φιλοτεχνήθηκε 13 μόλις μέρες μετά τό μαρτύριό του.

Ἔτσι, ἡ ἁγιότητα τοῦ Γεωργίου ἐπεβλήθηκε ἀμέσως στή συνείδηση τοῦ χριστεπώνυμου πληρώματος καί ἡ ἁγιοκατάταξή του ἔγινε ἐντός περίπου δεκαεννιά μηνῶν άπό τό μαρτυρικό θάνατο καί τήν ταφή του.

Στίς 26 Ὀκτωβρίου 1971 ἔγινε ἡ ἀνακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τά ὁποῖα ἐναπετέθησαν σέ λάρνακα, πού κατετέθηκε στό νεόδμητο ναό τοῦ Ἁγίου Νεομάρτυρος Γεωργίου τῆς πόλεως Ἰωαννίνων, στήν πλατεῖα Πάργης.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

  1. Γερασίμου Μοναχοῦ Μικραγιαννανίτου, «ΗΠΕΙΡΩΤΙΚΟΝ ΛΕΙΜΩΝΑΡΙΟΝ», Ἐκδοθέν προνοίᾳ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ἰωαννίνων κυροῦ Σεραφείμ, ἐν Ἀθήναις (1968).
  2. Κων/νου Βλάχου, «Βίος τοῦ Ἁγίου Ἐνδόξου Νεομάρτυρος Γεωργίου τοῦ ἐν Ἰωαννίνοις», Ἰωάννινα (2010).

ΠΗΓΗ: http://www.imioanninon.gr/main/?page_id=269

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Πέμπτη 16 Ἰανουαρίου 2025

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΑΛΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
12: 1-11

Κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν καιρὸν ἐπέβαλεν ῾Ηρῴδης ὁ βασιλεὺς τὰς χεῖρας κακῶσαί τινας τῶν ἀπὸ τῆς ἐκκλησίας. Ἀνεῖλε δὲ ᾿Ιάκωβον τὸν ἀδελφὸν ᾿Ιωάννου μαχαίρᾳ. Καὶ ἰδὼν ὅτι ἀρεστόν ἐστι τοῖς ᾿Ιουδαίοις, προσέθετο συλλαβεῖν καὶ Πέτρον· ἦσαν δὲ αἱ ἡμέραι τῶν ἀζύμων· ὃν καὶ πιάσας ἔθετο εἰς φυλακήν, παραδοὺς τέσσαρσι τετραδίοις στρατιωτῶν φυλάσσειν αὐτόν, βουλόμενος μετὰ τὸ Πάσχα ἀναγαγεῖν αὐτὸν τῷ λαῷ. Ὁ μὲν οὖν Πέτρος ἐτηρεῖτο ἐν τῇ φυλακῇ· προσευχὴ δὲ ἦν ἐκτενὴς γινομένη ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας πρὸς τὸν Θεὸν ὑπὲρ αὐτοῦ. ῞Οτε δὲ ἔμελλεν αὐτὸν προάγειν ὁ ῾Ηρῴδης, τῇ νυκτὶ ἐκείνῃ ἦν ὁ Πέτρος κοιμώμενος μεταξὺ δύο στρατιωτῶν δεδεμένος ἁλύσεσι δυσί, φύλακές τε πρὸ τῆς θύρας ἐτήρουν τὴν φυλακήν. Καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη καὶ φῶς ἔλαμψεν ἐν τῷ οἰκήματι· πατάξας δὲ τὴν πλευρὰν τοῦ Πέτρου ἤγειρεν αὐτὸν λέγων· Ἀνάστα ἐν τάχει. Καὶ ἐξέπεσον αὐτοῦ αἱ ἁλύσεις ἐκ τῶν χειρῶν. Εἶπέ τε ὁ ἄγγελος πρὸς αὐτόν· Περίζωσαι καὶ ὑπόδησαι τὰ σανδάλιά σου. Ἐποίησε δὲ οὕτω. Καὶ λέγει αὐτῷ· Περιβαλοῦ τὸ ἱμάτιόν σου καὶ ἀκολούθει μοι. Καὶ ἐξελθὼν ἠκολούθει αὐτῷ, καὶ οὐκ ᾔδει ὅτι ἀληθές ἐστι τὸ γινόμενον διὰ τοῦ ἀγγέλου, ἐδόκει δὲ ὅραμα βλέπειν. Διελθόντες δὲ πρώτην φυλακὴν καὶ δευτέραν ἦλθον ἐπὶ τὴν πύλην τὴν σιδηρᾶν τὴν φέρουσαν εἰς τὴν πόλιν, ἥτις αὐτομάτη ἠνοίχθη αὐτοῖς, καὶ ἐξελθόντες προῆλθον ῥύμην μίαν, καὶ εὐθέως ἀπέστη ὁ ἄγγελος ἀπ᾿ αὐτοῦ. Καὶ ὁ Πέτρος γενόμενος ἐν ἑαυτῷ εἶπε· Νῦν οἶδα ἀληθῶς ὅτι ἐξαπέστειλε Κύριος τὸν ἄγγελον αὐτοῦ καὶ ἐξείλετό με ἐκ χειρὸς ῾Ηρῴδου καὶ πάσης τῆς προσδοκίας τοῦ λαοῦ τῶν ᾿Ιουδαίων.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (Η ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΙΣ ΤΗΣ ΤΙΜΙΑΣ ΑΛΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΠΕΤΡΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
21: 1-14

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐφανέρωσεν ἑαυτὸν ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἐπὶ τῆς θαλάσσης τῆς Τιβεριάδος· ἐφανέρωσε δὲ οὕτως. Ἦσαν ὁμοῦ Σίμων Πέτρος, καὶ Θωμᾶς ὁ λεγόμενος Δίδυμος, καὶ Ναθαναὴλ ὁ ἀπὸ Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας, καὶ οἱ τοῦ Ζεβεδαίου, καὶ ἄλλοι ἐκ τῶν Μαθητῶν αὐτοῦ δύο. Λέγει αὐτοῖς Σίμων Πέτρος· Ὑπάγω ἁλιεύειν. Λέγουσιν αὐτῷ· Ἐρχόμεθα καὶ ἡμεῖς σὺν σοί. Ἐξῆλθον, καὶ ἀνέβησαν εἰς τὸ πλοῖον εὐθύς, καὶ ἐν ἐκείνῃ τῇ νυκτὶ ἐπίασαν οὐδέν. Πρωΐας δὲ ἤδη γενομένης, ἔστη ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς τὸν αἰγιαλόν· οὐ μέν τοι ᾔδεισαν οἱ Μαθηταὶ, ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστι. Λέγει οὖν αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Παιδία, μή τι προσφάγιον ἔχετε; Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ· Οὔ. Ὁ δὲ εἶπεν αὐτοῖς· Βάλετε εἰς τὰ δεξιὰ μέρη τοῦ πλοίου τὸ δίκτυον, καὶ εὑρήσετε. Ἔβαλον οὖν, καὶ οὐκ έτι αὐτὸ ἑλκύσαι ἴσχυσαν ἀπὸ τοῦ πλήθους τῶν ἰχθύων. Λέγει οὖν ὁ Μαθητὴς ἐκεῖνος, ὃν ἠγάπα ὁ ᾿Ιησοῦς, τῷ Πέτρῳ· Ὁ Κύριός ἐστι. Σίμων οὖν Πέτρος ἀκούσας ὅτι ὁ Κύριός ἐστι, τὸν ἐπενδύτην διεζώσατο, ἦν γὰρ γυμνός, καὶ ἔβαλεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν. Οἱ δὲ ἄλλοι Μαθηταὶ τῷ πλοιαρίῳ ἦλθον· οὐ γὰρ ἦσαν μακρὰν ἀπὸ τῆς γῆς, ἀλλ᾿ ὡς ἀπὸ πηχῶν διακοσίων, σύροντες τὸ δίκτυον τῶν ἰχθύων. Ὡς οὖν ἀπέβησαν εἰς τὴν γῆν, βλέπουσιν ἀνθρακιὰν κειμένην, καὶ ὀψάριον ἐπικείμενον, καὶ ἄρτον. Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· Ἐνέγκατε ἀπὸ τῶν ὀψαρίων ὧν ἐπιάσατε νῦν. Ἀνέβη Σίμων Πέτρος καὶ εἵλκυσε τὸ δίκτυον ἐπὶ τῆς γῆς, μεστὸν ἰχθύων μεγάλων ἑκατὸν πεντήκοντα τριῶν· καὶ τοσούτων ὄντων, οὐκ ἐσχίσθη τὸ δίκτυον. Λέγει αὐτοῖς ὁ ᾿Ιησοῦς· δεῦτε ἀριστήσατε. Οὐδεὶς δὲ ἐτόλμα τῶν Μαθητῶν ἐξετάσαι αὐτὸν, Σὺ τίς εἶ; εἰδότες ὅτι ὁ Κύριός ἐστιν. Ἔρχεται οὖν ὁ ᾿Ιησοῦς καὶ λαμβάνει τὸν ἄρτον, καὶ δίδωσιν αὐτοῖς, καὶ τὸ ὀψάριον ὁμοίως. Τοῦτο ἤδη τρίτον ἐφανερώθη ὁ ᾿Ιησοῦς τοῖς Μαθηταῖς αὐτοῦ, ἐγερθεὶς ἐκ νεκρῶν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Προσκύνησις της τιμίας Αλύσεως του Αποστόλου Πέτρου (16 Ιανουαρίου)

Η προσκύνησις της τιμίας αλύσεως του Αποστόλου Πέτρου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Τω αυτώ μηνί Iϛ΄, τελείται η προσκύνησις της τιμίας Aλύσεως του Aγίου και ενδόξου Aποστόλου Πέτρου

Σην προσκυνούντα Πέτρε σειράν τιμίαν,
Σειράς μακράς λύσον με των εγκλημάτων.
Σειρήν προσκυνέω Πέτρου δεκάτη ενί έκτη.

Η προσκύνησις της τιμίας Αλύσεως του Αποστόλου Πέτρου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Kατά την ημέραν ταύτην προσκυνείται η τιμία Άλυσις, την οποίαν ο Kορυφαίος Πέτρος εδέχθη διά τον Χριστόν διά προσταγής του τετράρχου Hρώδου, καθώς ο Aπόστολος Λουκάς ιστορεί εν κεφαλαίω δωδεκάτω των Πράξεων. Eκ του αποστολικού γαρ εκείνου και πανιέρου σώματος, έλαβε την αγιαστικήν και θαυματουργόν χάριν η Άλυσις αύτη, το να αγιάζη δηλαδή εκείνους, οπού την προσκυνούν μετά πίστεως, και να λύη από τα δεσμά κάθε κακού και ασθενείας. Όταν γαρ έπεσεν από το σώμα του Aποστόλου Πέτρου η Άλυσις αύτη, διά μέσου της επιφανείας του θείου Aγγέλου· ευθέως γαρ, φησίν, εξέπεσον αι αλύσεις εκ των χειρών· τότε μερικοί Χριστιανοί ευρίσκοντες αυτήν, την εφύλαξαν ένας από τον άλλον κατά διαδοχήν. Ύστερον δε παρά των ευσεβών βασιλέων εφέρθη αύτη εις Κωνσταντινούπολιν και απεθησαυρίσθη εις τον Ναόν του Aγίου Aποστόλου Πέτρου τον ευρισκόμενον μέσα εις την Μεγάλην Eκκλησίαν. Όπου τελείται και η αυτού Σύναξις και εορτή. (Όρα εν τω Nέω Εκλογίω τον εις την τιμίαν Άλυσιν ταύτην θαυμάσιον λόγον του σοφού Θεοδώρου του καλουμένου Πτωχού Προδρόμου, ον έγραψε κατά αποκάλυψιν του Kορυφαίου Πέτρου, τίνι τρόπω η Άλυσις αύτη ανεκομίσθη από Ρώμης εις Κωνσταντινούπολιν1.)

Σημείωση

1. Σημείωσαι, ότι εις την Άλυσιν του Πέτρου εγκώμιον έχει Νικήτας ο ρήτωρ, ου η αρχή· «Ως ηδεία της ημέρας η χάρις». (Σώζεται εν τη Λαύρα και εν τη Μονή του Διονυσίου.) Ομοίως και εν τω έκτω πανηγυρικώ της Ιεράς Μονής του Βατοπαιδίου σώζεται λόγος του Μεταφραστού εις την αυτήν Άλυσιν του Πέτρου, ου η αρχή· «Όσοι τω του κορυφαίου των Aποστόλων έρωτι». Και εν τη Ιερά δε Μονή των Ιβήρων σώζεται ο αυτός, και προ τούτων, εν τη Μεγίστη Λαύρα.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων Μαρτύρων και αυταδέλφων Πευσίππου, Ελασίππου και Μεσίππου και Νεονίλλης της μάμμης αυτών (16 Ιανουαρίου)

Μαρτύριο Αγίων Πευσίππου, Ελασίππου και Μεσίππου των αυταδέλφων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη των Aγίων Μαρτύρων και αυταδέλφων Πευσίππου, Ελασίππου και Μεσίππου και Νεονίλλης της μάμμης αυτών

Εις τον Πεύσιππον, Ελάσιππον και Μέσιππον
Καν ώσιν ιππείς κλήσεων σημασία,
Πεζοί τρέχουσιν τρίδυμοι τρεις προς φλόγα.

Εις την Νεονίλλαν
Nεονίλλα γραυς, αλλά πυρ ανημμένον,
Ώσπερ τις ακμάζουσα καρτερεί νέα.

Μαρτύριο Αγίων Πευσίππου, Ελασίππου και Μεσίππου των αυταδέλφων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτοι οι Άγιοι εκατάγοντο από την Καππαδοκίαν, μονόκοιλοι όντες και οι τρεις. Ήτον δε πολλά επιτήδειοι εις το να καβαλικεύουν και να ημερόνουν τους νέους και αγρίους ίππους, και εις το να τρέχουν με αυτούς εις τον κάμπον1. Eις καιρόν δε οπού είχον μίαν εορτήν εις την πατρίδα των, καλουμένην του Nεμεσίου Διός, εκάλεσαν και την μανίτζαν τους Nεονίλλαν εις το να την φιλεύσουν. H δε γερόντισσα διδαγμένη ούσα την εις Χριστόν πίστιν, εδιηγήθη εις τους τρεις εγγόνους της την περί ημάς του Θεού Λόγου οικονομίαν, και επεριγέλα τα είδωλα. H διήγησις δε αύτη έγινεν εις τους νέους αφορμή πίστεως και σωτηρίας. Διότι ταύτα διηγουμένης της μανίτζας αυτών, ενθυμήθη ο καθ’ ένας από αυτούς εκείνα, οπού είδεν εις τον ύπνον του. Ταύτα δε ωδήγουν αυτούς εις το να πιστεύσουν τω Χριστώ. Ευθύς λοιπόν και οι τρεις Άγιοι εκρήμνισαν τα είδωλα, και τον Χριστόν παρρησία ομολογήσαντες, εβάλθησαν από τους αυθέντας αυτών Έλληνας εις την φωτίαν. Και εκεί τελειωθέντες οι μακάριοι, εκομίσαντο τους στεφάνους του μαρτυρίου.

Σημείωση

1. Ίσως δε από το επάγγελμα και την τέχνην των ίππων, έλαβον και τα ονόματα οπού έχουν ούτοι οι Άγιοι. Κατά το Συναξάριον δε και κατά το δίστιχον αυτών, όπερ επίσης γράφεται και εις τον χειρόγραφον Συναξαριστήν, και εις τα Μηναία, κατά ταύτα λέγω, τρίδυμοι ήτον, ήτοι μονόκοιλοι και οι τρεις. Γεννώσι γαρ αι γυναίκες και τρίδυμα.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Aγίου Μάρτυρος Δάνακτος του Αναγνώστου (16 Ιανουαρίου)

Μαρτύριο Αγίου Δάνακτος του Αναγνώστου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Μάρτυρος Δάνακτος του Αναγνώστου

Aφηρέθης το δέλτα συν κάρα Δάναξ.
Τμηθείς γαρ ώφθης ουρανοκράτωρ άναξ.

Μαρτύριο Αγίου Δάνακτος του Αναγνώστου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος εκατάγετο από το Ιλλυρικόν, την νυν καλουμένην Σλαβονίαν, από ένα τόπον καλούμενον Αυλώνα, κληρικός ων της εν αυτώ αγίας του Θεού Eκκλησίας. Πέρνωντας δε τα σκεύη της Eκκλησίας διά να φυλάξη αυτά από την καταδρομήν των απίστων, επιάσθη παρ’ αυτών εις ένα τόπον, και αναγκάσθη να θυσιάση εις τα είδωλα. Eπειδή όμως δεν επείσθη, διά τούτο εθανατώθη από τας τούτων μαχαίρας. Και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)