Η ωραία των Αθηνών. 1954. Ταινία γυρισμένη σε στούντιο, γραμμένη από χέρι ταλαντούχου ανθρώπου, σκηνοθετημένη όμορφα που χάρισε απλόχερα το γέλιο διαμορφώνοντας μας νοσταλγικά εικόνες και μνήμες μιας παλιάς εποχής που δεν ζήσαμε.
Την ίδια περίοδο σε κάποια συνοικία των Αθηνών, στα Ιλίσια, μεγαλώνει και μια άλλη κυρία, η Αθηνά, η Αθηνά των ωραίων. Ζωή σαν ταινία, «γυρισμένη» ως επί το πλείστον σε ένα ισόγειο διαμέρισμα, γραμμένη λες από χέρι Θεϊκό, που χάρισε απλόχερα αγάπη, στοργή, φροντίδα, συγκινήσεις διαμορφώνοντας μας όχι απλά εικόνες, αλλά τις ζωές ολάκερες.
Η Αθηνά των ωραίων λοιπόν. Μεγαλωμένη στα δύσκολα χρόνια της κατοχής, η πείνα της οποίας την έκανε μέχρι το τέλος να θεωρεί ότι το τραπέζι δεν είναι στρωμένο εάν δεν υπάρχει ψωμί. Το τραπέζι. Αχ αυτό το τραπέζι! Πόσες χιλιάδες χόρτασε. Παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα εκ των οποίων τα βιολογικά της αποτελούν σίγουρα το μικρότερο ποσοστό. Ποτέ κανείς δεν έφυγε πεινασμένος, ποτέ δεν έλειψε φαγητό. Ακόμα κι όταν είχε προετοιμαστεί για 3-4 άτομα και κατέληγαν να τρώνε 10. Αλλά κυρίως δεν έφυγε ποτέ καμία ψυχή πεινασμένη. Κάθε κυριακάτικο τραπέζι και μια γιορτή. Το φαγητό, οι ιστορίες, οι συζητήσεις, τα γέλια, οι κιθάρες, τα τραγούδια, η παρέα, η αγάπη. Μεσημέρι δεν την θυμάμαι να ξάπλωσε σε κρεβάτι. Παρά λαγοκοιμόταν καθισμένη στην καρεκλίτσα της περιμένοντας μην τυχόν και κάποιος χτυπήσει την πόρτα για φαγητό.
Η Αθηνά των ωραίων. Που ήταν πάντα εκεί για να σε ακούσει, χωρίς να σε κρίνει, χωρίς να σε κατακρίνει, χωρίς να σε προσβάλλει.
Η Αθηνά των ωραίων. Που όχι μόνο κακή κουβέντα δεν άκουγες από το στόμα της για κανέναν, αλλά ούτε καν κακό λογισμό δεν άφηνε η αγνή καρδιά της να περάσει από την σκέψη της. Που ασχήμια σε άνθρωπο δεν είδαν ποτέ τα μάτια της, γιατί απλά τα μάτια της ήταν ο καθρέφτης της δικής της ψυχής, ψυχής καθαρής.
Η Αθηνά των ωραίων. Που μέχρι το τέλος δεν σταμάτησε να ράβει, να μπαλώνει, να γαζώνει να πλένει τα πιάτα. Η οσία Αθηνά η νεροχύτισσα όπως εύστοχα ειπώθηκε. Κι αν της έλεγες καμιά φορά να ξεκουραστεί γιατί την έβλεπες που ξεχνιόταν και κούτσαινε, η απάντηση θα ήταν ότι «φταίνε οι υγρασίες».
Η Αθηνά των ωραίων. Που το «δεν μπορώ» δεν υπήρχε στο λεξιλόγιό της. Που το «δόξα τω Θεώ» λες και ήταν ο ήχος της ανάσας της. Ένα στόμα φτιαγμένο μόνο για να μοιράζει ευχές κι ευχαριστίες. Πόση ανιδιοτέλεια, πόση δοτικότητα, πόση αγάπη. Σε έβλεπε πρώτη φορά κι όχι μόνο ένιωθε σαν να σε ξέρει χρόνια, αλλά σε έκανε να νιώσεις το ίδιο κι εσύ.
Η Αθηνά των ωραίων. Της βαθιάς και αγνής πίστης στον Θεό. Της προσευχής. Άοκνος εργάτης του Ευαγγελίου, η προσωποποίηση της προσφοράς και της θυσίας.
Η Αθηνά των ωραίων. Η γιαγιά των παραμυθιών. Σαν αυτά που μας έλεγε για να φάμε ή να κοιμηθούμε. Που πάντα στεκόταν με αγωνία στο παράθυρο όταν φεύγαμε και μας σταύρωνε τον δρόμο μέχρι να χαθούμε από το βλέμμα της.
Η Αθηνά των ωραίων. Των αυθόρμητων καθαρών δακρύων που συντρόφευαν κάθε της συναίσθημα. Κυρίως δακρύων χαράς, συγκίνησης και δοξολογίας, για κάθε ευχάριστο γεγονός που συνέβαινε, μικρό ή μεγάλο. Άνθρωπος που ένιωθες ότι έκανε την χαρά σου χαρά του και τον πόνο σου προσευχή του.
Η Αθηνά των ωραίων. Των πουλιών που δεν χόρταινε να ακούει να κελαηδούν, των λουλουδιών και των φυτών που λάτρευε να φροντίζει και να μυρίζει, των αδέσποτων ζώων που δεν παραμελούσε να ταΐζει με τα περισσεύματα. Ψίχουλο δεν έπεφτε στα σκουπίδια.
Η Αθηνά των ωραίων. Που εδώ κι 7 χρόνια που της έλειπε ο πρίγκηπάς της λες και κάθε μέρα ήταν ακόμα πιο ερωτευμένη μαζί του. Ο ορισμός του η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει, εξάλλου πάντα μας έλεγε ότι η καρδιά ποτέ δεν γερνάει. Αν και δεν χρειαζόταν να το πει, το έβλεπες σε κάθε της κίνηση και λέξη, ζωντανό παράδειγμα.
Η Αθηνά των ωραίων. Αρχόντισσα. Υπόδειγμα ταπείνωσης και υπομονής. Λες και την διάλεξε επίτηδες η αυτοκράτειρα Ελένη Παλαιολόγου (οσία Υπομονή) να την πάρει την ημέρα της μνήμης της. Και μάλιστα συνοδεία δύο λαμπρών αρχιερέων. Να την πάνε λουλούδι ολάνθιστο στα λιβάδια του παραδείσου, όπου την περιμένει ο πολυαγαπημένος της Τάσος με ένα μπουκέτο κυκλάμινα στο χέρι και να της πει, «Έλα Αθηνά μου, πόσο μου έλειψες, έλα να στρώσουμε το τραπέζι να φάνε τα παιδιά».
Τόσες λέξεις έχω γράψει και νιώθω ότι είμαι ακόμα στην εισαγωγή. Τα λόγια τόσο φτωχά, η φτώχεια που μας αφήνει το κενό σου τόσο λογική. Όμως και η χαρά μεγάλη. Η χαρά της βεβαιότητας ότι οι καρποί του Παραδείσου σε περιμένουν να τους γευτείς, είναι από τους δικούς σου σπόρους.
Η Αθηνά των υψηλών ορέων, της τρυφής του Παραδείσου.
Καλή μου γιαγιά, ξάπλωσε στην αγκαλιά του παππού, ήρθε η ώρα να ξεκουραστείς επιτέλους. Μια χάρη μόνο, συνέχισε σε παρακαλώ να στέκεσαι στην άκρη του παραθύρου να μας βλέπεις και να μας σταυρώνεις να μην χάσουμε τον δρόμο μας μέχρι να ξανανταμωθούμε…
Καλή Ανάσταση!
Το κείμενο είναι από τον εγγονό της κ. Αθηνάς, Αναστάση.
Άγιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Aλεξίου του ανθρώπου του Θεού
Άνθρωπος εν γη του Θεού κληθείς μόνος,
Έξεις τι καινόν καν πόλω Πάτερ μόνος.
Eβδομάτη δεκάτη Aλέξιε δέξαο κήρα.
Άγιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος ήτον από την παλαιάν Pώμην, υιός μονογενής γονέων ευγενών και πλουσίων, πατρός μεν, Eυφημιανού πατρικίου, μητρός δε, Aγλαΐδος, κατά τους χρόνους του Mεγάλου Θεοδοσίου εν έτει τπ΄ [380]. Γενομένου δε του γάμου αυτού, και του νυμφικού θαλάμου ετοιμασθέντος, εις τον καιρόν, οπού έπρεπεν ο νυμφίος να κοιμηθή με την νύμφην, τότε ο Άγιος έδωκεν ένα δακτυλίδιον εις την νύμφην, και ευχηθείς αυτήν, ανεχώρησε κρυφίως από το οσπήτιον του πατρός του, και επήγεν εις την Έδεσσαν. Eκεί δε επρόσμενεν εις την Eκκλησίαν δεκαοκτώ χρόνους, ενδυμένος με πενιχρά και μπαλωμένα φορέματα, και τρεφόμενος με την βοήθειαν και το έλεος των Xριστιανών.
Άγιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Οσίου Νεοφύτου του Εγκλείστου στην Πάφο (Κύπρος)
Aναχωρώντας δε από εκεί (επειδή δεν ήτον δυνατόν να κρύπτεται πάντοτε η αρετή του, με το να εσύντρεχον συχνάκις πολλοί εις αυτόν, και ενώχλουν την ησυχίαν του), αναχωρώντας, λέγω, από εκεί, επόθει να υπάγη εις Tαρσόν της Kιλικίας διά να προσμείνη εν τω Nαώ του Aποστόλου Παύλου. Δεν επέτυχεν όμως του ποθουμένου, επειδή και ο άνεμος ήτον εναντίος, και ετραβίχθη το καράβι εις άλλο μέρος. Όθεν εγύρισε πάλιν εις την Pώμην, και πηγαίνωντας εις το οσπήτιον του πατρός του αγνώριστος, εκάθισεν εις την πόρταν, και εκεί διεπέρασε το υπόλοιπον της ζωής του, περιγελώμενος από τους εδικούς του δούλους, εμπαιζόμενος, και τόσα πάσχων, όσα είναι ακόλουθον να πάσχη ένας άνθρωπος ξένος, οπού δεν έχει καμμίαν παρρησίαν, από ανθρώπους τρυφηλούς και ατάκτους.
Άγιος Αλέξιος ο άνθρωπος του Θεού. Τοιχογραφία του 15ου αιώνα μ.Χ. στον καθεδρικό ναό του Κρεμλίνου της Μόσχας
Όταν δε έφθασε το τέλος του, εζήτησε χαρτίον και έγραψεν εις αυτό, ποίος είναι, και από ποίους γονείς εγεννήθη. Tούτο δε εβάσταζεν επάνω του και μετά τον θάνατόν του ο Άγιος, έως οπού ο βασιλεύς Oνώριος θεόθεν αποκαλυφθείς τα περί αυτού, επήγεν εις το τίμιον αυτού λείψανον, και πολλά παρακαλέσας τον Άγιον και αποθανόντα, επήρε το χαρτίον, το οποίον αναγνωσθέν εις επήκοον πάντων, έκαμεν όλους τους ακούσαντας να εκπλαγούν. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ενταφιάσθη εντίμως και μεγαλοπρεπώς εις τον Nαόν του Aποστόλου και κορυφαίου Πέτρου, αναβλύζον πάντοτε μύρα ευώδη, και ιατρείας διαφόρων ασθενειών εις εκείνους, οπού πλησιάζουν αυτώ μετά πίστεως. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις το Eκλόγιον. Tον δε ελληνικόν Bίον αυτού συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mνήμη δικαίων». Σώζεται εν τη των Iβήρων Mονή και εν άλλαις. Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζονται δύω Bίοι αυτού, ων του ενός μεν η αρχή έστιν αύτη· «Έδει μεν ω Iερώτατε», του δε ετέρου, αύτη· «Eγένετο ανήρ ευσεβής εν τη Pώμη».)
Η Κοίμησις του Αγίου Αλεξίου. Από μηνολόγιο του 11ου αιώνα μ.Χ. στο Ιστορικό Μουσείο Ρωσίας στην Μόσχα
O Άγιος Mάρτυς Mαρίνος ξίφει τελειούται
Tμηθείς Mαρίνος εκτέμνει κάραν πλάνης,
Kαι συν κεφαλή των όλων Xριστώ μένει.
Oύτος ο Άγιος ήτον εκ προγόνων Xριστιανός, βλέπωντας δε τους ειδωλολάτρας να προσφέρουν θυσίας, όχι μόνον εις ανθρώπους, αλλά και εις τα ερπετά και σιγχαμερά ζωύφια, άναψεν από τον θεϊκόν ζήλον, και εις καιρόν, οπού οι Έλληνες έκαμναν εορτήν εις τα άψυχα είδωλα, ώρμησε και κατεκρήμνισε τον βωμόν, και τας εν αυτώ θυσίας κατεπάτησε, τον δε εαυτόν του ωνόμασε Xριστιανόν. Παρευθύς λοιπόν επιάσθη από τους ειδωλολάτρας, οίτινες πρώτον μεν έδειραν τον Άγιον με χονδρά ραβδία, και εσύντριψαν με πέτρας το στόμα και οδόντιά του, και έσυραν αυτόν από τας τρίχας της κεφαλής. Έπειτα δέσαντες αυτόν, παρέδωκαν εις τον άρχοντα, από τον οποίον πολλά βασανισθείς, τελευταίον απεκεφαλίσθη, και ούτως έλαβεν ο μακάριος του μαρτυρίου τον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μέγας πατήρ της Εκκλησίας και οικουμενικός διδάσκαλος. Η διδασκαλία του για τη θέωση του ανθρώπου και τη μετοχή του στις άκτιστες ενέργειες του Θεού, εκφράζει την ουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής, σε πλήρη αντίθεση με την εκκοσμικευμένη θεολογία της εποχής του, που διαμορφώθηκε με την επίδραση του σχολαστικιστικού ανθρωποκεντρισμού του ρωμαιοκαθολικισμού.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αποτελεί σπάνια περίπτωση στη ζωή της Εκκλησίας. Πρόκειται για θεολόγο θεόπτη, που εκφράζει την ουσία της ορθόδοξης πνευματικής ζωής με μοναδικό συνθετικό τρόπο. Εχει ως θεμέλιο της πνευματικής του καταρτίσεως τη βίωση της θείας χάριτος και, τη θέωση μέσα στο φως των ακτίστων ενεργειών του Θεού. Προικισμένος με οξύ νού μπόρεσε να κινηθεί άνετα στον χωρο της θεολογίας και να εκφράσει ακραιφνή τριαδολογία με τα σημαντικά έργα του.
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Γεννήθηκε το 1296 στην Κωνσταντινούπολη από επιφανείς γονείς. Ο πατέρας του Κωνσταντίνος Παλαμάς προερχόμενος από τη βαθύτερη Μικρά Ασία ήταν συγκλητικός και μέλος της αυτοκρατορικής αυλής του Ανδρονίκου Β’. Ο αυτοκράτορας τον εκτιμούσε ιδιαίτερα και γι’ αυτό του ανέθεσε την ανατροφή του Ανδρονίκου Γ’, εγγονού και διαδόχου του. Φαίνεται όμως ότι δεν τον απορροφούσαν τόσο τα πολιτικά έργα όσο τα πνευματικά, αφού κάποτε σε συνεδρίαση της συγκλήτου, θέλοντας ο αυτοκράτορας να του ζητήσει τη γνώμη του τον βρήκε αφοσιωμένο στην προσευχή και δεν τον διέκοψε, πιστεύοντας ότι βοηθεί περισσότερο με την προσευχή του παρά με τις σκέψεις του. Ο πατέρας του, αφού πρόλαβε να φορέσει το ράσο του μοναχού και να λάβει το όνομα Κωνστάντιος, εκοιμήθη σχετικά νέος, όταν ο Γρηγόριος ήταν επτά ετών. Την προστασία του ανέλαβε ο αυτοκράτορας.
Η μητέρα του Καλή και οι αδελφές του Επίχαρις και Θεοδότη κατέληξαν μοναχές, όπως και οι αδελφοί του Μακάριος και Θεοδόσιος, που τον ακολούθησαν στον μοναχικό βίο. Ο Γρηγόριος έλαβε καλή μόρφωση στο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινουπόλεως με διευθυντή τον διάσημο θεολόγο και φιλόσοφο Θεόδωρο Μετοχίτη. Σπούδασε ιδιαίτερα φιλοσοφία. Μόλις 17 ετών, ενώπιον του αυτοκράτορος Ανδρόνικου Β’ και πολλών σοφών στα ανάκτορα, σε ομιλία του για τον Αριστοτέλη κατέπληξε όλους τους ακροατές του. Ο παριστάμενος Θεόδωρος Μετοχίτης είπε θαυμάζοντας στον αυτοκράτορα για τον νεαρό ομιλητή: Αν ήταν παρών και ο ίδιος ο Αριστοτέλης θα τον επαινούσε.
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς
Εκτός της αριστοτελικής φιλοσοφίας τελείωσε μαθήματα γραμματικής και ρητορικής. Νωρίς όμως αφιερώθηκε στη μελέτη της Αγίας Γραφής, των Πατέρων της Εκκλησίας και του Συναξαριστή. Την πνευματική ζωή διδάχθηκε πρώτα από τον πατέρα του και τους μοναχούς που συναναστρεφόταν. Μεταξύ αυτών ήταν ο πρώην Αγιορείτης Θεόληπτος Φιλαδελφείας, που τον μύησε στην καθαρή προσευχή. Ο αυτοκράτορας, που ήλπιζε ότι θα τον έχει σύμβουλο, στη θέση του πατέρα του, έβλεπε να τον χάνει. Εικοσάχρονος ο Γρηγόριος αναχώρησε για το Παπίκιο όρος, σπουδαίο μοναστικό κέντρο, όπου αντέκρουσε εκεί νεώτερους Μασσαλιανούς, και στη συνέχεια για το Άγιον Όρος.
Στο Άγιον Όρος ήλθε με τους δύο αδελφούς του. Ο ίδιος υποτάχθηκε στον όσιο Νικόδημο τον Ησυχαστή, που ησκείτο σε Κελλί της μονής Βατοπαιδίου, και ήταν γνωστός σε όλους τους Αγιορείτες για τη σοφία του. Ο άγιος Γρηγόριος έκανε υπακοή «τω γενναίω ανδρί, θαυμαστώ κατά την πράξιν και θεωρίαν» κατά τον άγιο Φιλόθεο τον Κόκκινο. Από τον Νικόδημο ο Γρηγόριος έλαβε το μοναχικό σχήμα. Τα πρώτα μοναχικά του έτη τα έζησε ο άγιος στο Άγιον Όρος και κοντά στη μονή Βατοπαιδίου με αυστηρή άσκηση, νηστεία, αγρυπνία και αδιάλειπτη προσευχή. Προσευχόμενος επανελάμβανε συνεχώς το «φώτισόν μου το σκότος». Κάποτε είδε τον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο και του είπε πως τον έστειλε η Παναγία και του είπε, ότι η Θεοτόκος και ο ίδιος θα του είναι πάντα βοηθοί! Τρία έτη παρέμεινε ο άγιος Γρηγόριος στην υπακοή του οσίου Γέροντός του Νικοδήμου και πολλά διδάχθηκε κοντά του.
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Περι το 1320, μετά την οσιακή κοίμηση του γηραιού Γέροντός του αναχώρησε για την ιερά μονή της Μεγίστης Λαύρας, όπου παρέμεινε για μια τριετία. Η φήμη του τον είχε προφθάσει και οι πατέρες τον υποδέχθηκαν θερμά. Υπακούοντας διακόνησε στην τράπεζα και στο ναό. Όλοι εξεπλάγησαν από την εγκράτεια, την άσκηση και την αγρυπνία, την οποία εξασκούσε υπέρμετρα. Ο πόθος του για την ιερά ησυχία τον έκανε να αναχωρήσει και από εκεί.
Οι Λαυριώτες πατέρες λυπήθηκαν για την αναχώρησή του ενώ οι μοναχοί της σκήτης της Γλωσσίας, σημερινή Προβάτα, στην οποία κατευθύνθηκε ο άγιος, χαιρόμενοι τον υποδέχθηκαν, κατά τον όσιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Ο άγιος Γρηγόριος συναντήθηκε εκεί με τον όσιο Γρηγόριο τον Βυζάντιο, ο οποίος ήταν έξαρχος και κορυφαίος, «μέγας και περιβόητος εις την ησυχίαν, και εις την νηφίν και θεωρίαν κατ’ εκείνους τους χρόνους».
Από αυτόν διδάχθηκε ο άγιος πολλά περί των μυστηρίων της νοεράς ενεργείας και της ακροτάτης θεωρίας του Θεού και αξιώθηκε πολλών χαρισμάτων, όπως της συνεχούς κατανύξεως και των καρδιακών δακρύων. Λόγω επιδρομής Τούρκων πειρατών, μετά διετή παραμονή, αναγκάσθηκε να αναχωρήσει και από εκεί και να μεταβεί με δώδεκα μαθητές του στη Θεσσαλονίκη. Κατά μία παράδοση ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς έλαβε το μέγα και αγγελικό σχήμα στο Κελλίον Παναγίας Κρανιάς από τον Γέροντά του όσιο Νικηφόρο τον Ησυχαστή τον Ιταλό, ο οποίος βρισκόταν σε ύψος νηπτικής θεωρίας.
Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς
Στη Θεσσαλονίκη δεν έπαυσε την άσκησή του μετά της συνοδείας του. Οι κινήσεις του πραγματοποιούνταν κατόπιν προσευχής και θείας πληροφορίας. Έτσι δέχθηκε να λάβει και το αξίωμα της ιερωσύνης. Κατόπιν μετέβη στη σκήτη της Βεροίας, όπου παρέμεινε επί πενταετία (1326-1331), συνεχίζοντας τη μεγάλη του άσκηση. Εκεί κατά τις πέντε ημέρες της εβδομάδος έμενε έγκλειστος και σιωπών και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή εξήρχετο του κελλιού του, για να λειτουργεί και να διδάσκει τους αδελφούς του. Η συνεχής νήψη και προσευχή του είχε δώσει την καλή αλλοίωση και είχε γίνει όλος φως και για όλους φωτεινό παράδειγμα. Ο θάνατος της μοναχής μητέρας του Καλλίστης τον πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέλαβε τις αδελφές του, τις τοποθέτησε σε γυναικείο ησυχαστήριο και τους δίδαξε την ακρίβεια της μοναχικής πολιτείας. Σε λίγο καιρό η ενάρετη αδελφή του Επίχαρις, η κοσμημένη με πλούσιο προορατικό χάρισμα, αναπαύθηκε εν Κυρίω. Πειρατικές επιδρομές στην περιοχή ανάγκασαν τον θείο Γρηγόριο να αναχωρήσει ξανά και να επιστρέψει στο αγαπητό του Άγιον Όρος.
Προσήλθε στη Μεγίστη Λαύρα και παρά την προθυμία των πατέρων της δεν έμεινε εντός των τειχών της, αλλά αποσύρθηκε στο ησυχαστικό Κελλί του Αγίου Σάββα. Συνέχιζε και εδώ το ασκητικό του πρόγραμμα. Τις πέντε ημέρες της εβδομάδος παρέμενε έγκλειστος, σιωπών και αδιαλείπτως προσευχόμενος και μόνο το Σάββατο και την Κυριακή μετέβαινε στην πλησιόχωρη Λαύρα για να λειτουργήσει. Η ένθεη ζωή του ήταν γεμάτη από θείες οπτασίες και οράματα, πότε κατά τις λειτουργίες στη Λαύρα και πότε στις αγρυπνίες στο κελλί του, όπου του παρουσιάσθηκε η ίδια η Θεοτόκος. Η θέα του ακτίστου φωτός του ήταν συνήθης, όπου κατά τον βιογράφο του «τω θείω φωτί πλουσίως ολως περιλαμπόμενος».Η θεολογία του δόθηκε θαυμαστά άνωθεν, κατόπιν εξαισίου οράματος, και τότε άρχισε να γράφει αγιοπνευματικά τους θαυμάσιους δογματικούς λόγους του.
Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και Άγιος Δημήτριος ο Μυροβλήτης
Το 1335 ψηφίσθηκε ηγούμενος της ιεράς μονής Εσφιγμένου, όπου παρέμεινε επί τριετία. Λόγω σκανδάλων παρητήθη και επέστρεψε στην εράσμια ησυχία του. Επί των ημερών του στη μονή Εσφιγμένου ήταν διακόσιοι πατέρες, οι οποίοι υπήρξαν μάρτυρες των θαυμάτων του.
Συνεχίζοντας τη μυστική ασκητική βιοτή του ο άγιος Γρηγόριος στο Λαυριώτικο ησυχαστήριο του Αγίου Σάββα, την Πεντηκοστή του 1337 ανέγνωσε τις πραγματείες του Καλαβρού μοναχού Βαρλαάμ, οι οποίες είχαν λανθασμένες θεολογικές θέσεις περί της εκπορεύσεως του Αγίου Πνεύματος και εκ του Υιού. Ο Βαρλαάμ στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλονίκη κατηγορούσε και διέβαλλε τους ησυχαστές ως πλανεμένους και ομφαλοσκόπους. Ο μετέπειτα πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως άγιος Ισίδωρος Βουχειράς από τη Θεσσαλονίκη στέλνει στο ερημητήριο του αγίου Γρηγορίου τα λάθη τους και τις αιρετικές αποκλίσεις τους, παρακαλούμενος θερμά και προσκαλούμενος έμπιστα, προβλέποντας ότι νέα αίρεση θα συγκλονίσει την Εκκλησία. Εξήλθε του φίλτατου Αγίου Όρους στη Θεσσαλονίκη, όπου συνέχισε τη μελέτη των βαρλααμικών συγγραμάτων και με επιστολή του προσπάθησε να συνετίσει τον αταπείνωτο συγγραφέα τους, ο οποίος υποκρινόμενος απέφευγε τον δίκαιο και ορθό έλεγχο. Ο φίλος της ειρήνης Γρηγόριος συνέχισε τους αγώνες του με το σπουδαίο έργο του « Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», στο οποίο ο Βαρλαάμ απάντησε με το αντιησυχαστικό του έργο «Κατά Μασσαλιανών». Οι άγιοι Γρηγόριος και Ισίδωρος συνήργησαν για την έκδοση του περίφημου Αγιορειτικού Τόμου (1340), του οποίου συντάκτης ήταν ο θείος Γρηγόριος και τον οποίο υπέγραψαν οι πρόκριτοι των Αγιορειτών καταδικάζοντας τον βαρλααμισμό. Στη Θεσσαλονίκη αναπαύθηκε η οσία αδελφή του Θεοδότη κι ο άγιος προσκαλούμενος από τη Σύνοδο μετέβη στην Κωνσταντινούπολη προς αντιμετώπιση του τολμηρού Βαρλαάμ.
Οι θέσεις του αγίου επιδοκιμάσθηκαν και επικυρώθηκαν από τη Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως του Ιουνίου του 1341. Ο Βαρλαάμ αναγκάσθηκε να επιστρέψει στη Δύση. Ο εμφύλιος που ακολούθησε δημιούργησε ταραχές και στην Εκκλησία. Το έργο του Βαρλαάμ συνέχισε ο Γρηγόριος Ακίνδυνος, ο οποίος προστατευόταν από τον πατριάρχη Ιωάννη Καλέκα. Ο άγιος Γρηγόριος στην προσπάθειά του να ειρηνεύσει τους αντιμαχόμενους έπεσε σε περιπέτειες και μάλιστα διώχθηκε και φυλακίσθηκε από την Εκκλησία το 1344. Η άνοδος στον θρόνο του αυτοκράτορος Ιωάννου Κατακουζηνού και του πατριάρχου Ισιδώρου Βουχειρά και η Σύνοδος του 1347 δικαίωσε τον άγιο Γρηγόριο και μάλιστα εκλέχθηκε αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης. Λόγω των εκεί όμως ακόμη πολιτικών ταραχών στο θρόνο του επίσημα ανήλθε το 1350.
Πριν την ενθρόνισή του στη Θεσσαλονίκη μετέβη ξανά στο Άγιον Όρος και κατόπιν στη Λήμνο, που ήταν αποίμαντη εκείνο τον καιρό και ανέλαβε έκτακτες ποιμαντικές μέριμνες. Η είσοδος του Κατακουζηνού στη Θεσσαλονίκη επέτρεψε και την του Παλαμά στερέωση, τον οποίο ύποδέχθηκε ο πιστός λαός με μεγάλες τιμές ως πνευματοφόρο και ειρηνοδότη. Οι ομιλίες του έφεραν σε μετάνοια τους αντιπάλους του. Εμψύχωσε κι ενδυνάμωσε με συνάξεις τον ιερό κλήρο της πόλεως. Λειτουργούσε συχνά και κήρυτε πάντα άψογα. Οι σωζόμενες ομιλίες του ήταν παιδαγωγικές και ψυχωφελείς, αφορμές μετανοίας, αναιρετικές αμαρτιών, διδαχές εναρέτου βίου. Σώζονται αναφορές θαυματουργιών του της περιόδου αυτής. Η αρχιερατική του διακονία ήταν πολυκύμαντη, γιατί νέες περιπέτειες από ετεροδιδασκαλίες δεν τον άφηναν ν’ αφοσιωθεί πλήρως στο πλούσιο ποιμαντικό του έργο απέναντι στο ποίμνιο του.
Μεταβαίνοντας στην Κωνσταντινούπολη για ειρηνευτικούς σκοπούς, προς συμφιλίωση των αυτοκρατόρων Ματθαίου Κατακουζηνού και Ιωάννου Ε’ Παλαιολόγου, τον Μάρτιο του 1354, αιχμαλωτίσθηκε από τους Τούρκους στην Καλλίπολη. Μεταφέρθηκε στην Προύσα και τη Νίκαια και εκμεταλλεύθηκε την ευκαιρία ο πολύσοφος να έχει εξαιρετικά ενδιαφέρουσες θεολογικές συνομιλίες με τους Τούρκους. Την άνοιξη του 1355, με την καταβολή λύτρων, απελευθερώθηκε και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, για να συνεχίσει τους αντιαιρετικούς αγώνες, αυτή τη φορά κατά του Νικηφόρου Γρήγορά.
Οι λόγοι του «Κατά Γρηγορά» είναι τα τελευταία του γραπτά έργα. Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη συνέχισε το ποιμαντικό του έργο, το οποίο εστέφθη με πολλές θαυματουργίες. Τα τελευταία του λόγια «πυκνώς και πολλάκις» ήταν «τα επουράνια εις τα επουράνια». Εκοιμήθη το φθινόπωρο του 1359.
Η μνήμη του ετιμάτο στις 13 Νοεμβρίου μετά του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται και ως νέος Χρυσόστομος. Έτσι αναφέρεται στο παρεκκλήσιο των Αγίων Αναργύρων της ιεράς μονής Βατοπαιδίου και στον ιερό ναό των Αγίων Τριών της Καστοριάς. Το 1368 επί του φίλου και εξαίρετου εγκωμιαστού και βιογράφου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως αγίου Φιλοθέου Κοκκίνου καθιερώθηκε η μνήμη του τη Β’ Κυριακή των Νηστειών. Αυτή καθιερώθηκε ως προέκταση της Κυριακής της Ορθοδοξίας, γιατί ο άγιος θεωρήθηκε προστάτης της Ορθοδοξίας και ακραιφνής πρόμαχος της. Η μνήμη του τιμάται και στις 14 Νοεμβρίου.
Πλήθος τοιχογραφιών και φορητών εικόνων του αγίου σώζονται, αφού σύντομα μετά την κοίμησή του τιμήθηκε στη Θεσσαλονίκη, την Καστοριά, τη Βέροια και το Άγιον Όρος.
Πρώτος βιογράφος του, όπως αναφέραμε, στον οποίο βασίζονται και όλοι οι πολλοί κατοπινοί του είναι ο άγιος Φιλόθεος ο Κόκκινος, ο οποίος είναι και ο πρώτος υμνογράφος του. Έγκώμιο έγραψε ο πατριάρχης Νείλος, ενώ κανόνες συνέθεσαν ο άγιος Μάρκος ο Ευγενικός, οι οποίοι θεωρούνται απωλεσθέντες, και ο Γεννάδιος Σχολάριος. Νέα πλήρη ακολουθία συνέθεσε ο μοναχός Γεράσιμος Μικραγιαννίτης. Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για τον πολυτιμημένο άγιο με βάση τα πολύτιμα έργα του.
Τα τίμια και χαριτόβρυτα λείψανά του φυλάγονται στον προς τιμή του μητροπολιτικό ιερό ναό της Θεσσαλονίκης, της οποίας είναι συμπολιούχος με τον άγιο μεγαλομάρτυρα Δημήτριο τον Μυροβλήτη.
Ο θαυμάσιος αυτός μαθητής του Κυρίου γεννήθηκε σε ένα μικρό χωριό της Βιθυνίας περί το 1020. Προικισμένος με το φως της θείας χάριτος, έκανε λαμπρές σπουδές, στη διάρκεια των οποίων έμαθε να περιφρονεί τα πρόσκαιρα για να προτιμά τα αιώνια. Καθώς οι γονείς του είχαν κανονίσει, παρά τη θέλησή του, να αρραβωνιαστεί μια νεαρά κόρη από καλή οικογένεια, έφυγε κρυφά για το όρος Όλυμπος, όπου έγινε μαθητής ενός γέροντα, φημισμένου για τη σοφία του και άριστου γνώστη των θείων πραγμάτων. Αφού ενεδύθη το αγγελικό Σχήμα και έλαβε το όνομα Χριστόδουλος, ο νεαρός μοναχός προσπάθησε να μιμηθεί καθ’ όλα την πολιτεία του πνευματικού του πατρός, τον οποίο έβλεπε ως ζώσα εικόνα του Χριστού. Τιθάσευσε τη σάρκα με τη νηστεία και περνούσε ολόκληρες νύχτες προσευχόμενος.
Όταν ο γέροντας, ύστερα από τρία χρόνια, αναχώρησε για τις αιώνιες μονές, ο Χριστόδουλος, από φόβο μήπως οι γονείς του αποπειραθούν να τον επαναφέρουν στον κόσμο, μετέβη στη Ρώμη για να προσκυνήσει με ευλάβεια τα λείψανα των αγίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, οι οποίοι του αποκάλυψαν σε ενύπνιο τη μελλοντική σταδιοδρομία του. Από τη Ρώμη μετέβη στους Αγίους Τόπους, όπου εγκαταβίωσε με τους ασκητές στη σκληρή έρημο της Παλαιστίνης και κατόπιν εισήλθε σε μοναστήρι όπου διήγε υποδειγματική διαγωγή. Όμως αργότερα χρειάστηκε να φύγει εξαιτίας της απειλούμενης τουρκικής εισβολής. Πήρε το πλοίο με μερικούς άλλους για τη Μικρά Ασία και κατέφυγε στην ονομαστή μοναστική πολιτεία του όρους Λάτρους, όπου ξανάρχισε με θέρμη τους ασκητικούς του αγώνες, προκαλώντας τον θαυμασμό των συνασκητών του. Τρεφόταν μόνο με κρίθινο ψωμί και νερό, αλλά στις μεγάλες εορτές έτρωγε απ’ όλα, για να μη θεωρηθεί αιρετικός μανιχαίος που βδελύσσεται την τροφή. Διαπιστώνοντας τον βαθμό της διακρίσεώς του, οι μοναχοί της εκεί περιβόητης Μονής του Στύλου θέλησαν να τον εκλέξουν προεστώτα τους. Ο άγιος αρχικά αρνήθηκε, από φόβο μήπως στερηθεί το πολυτιμότερο αγαθό του, την ησυχία· τελικά όμως αποδέχθηκε τούτο το από μέρους τους κάλεσμα, ύστερα από τις παραινέσεις του πατριάρχη Κοσμά (1075-1081). Σύντομα αντιμετώπισε αντιξοότητες στη λειτουργία της μονής και, πιεζόμενος από την προέλαση των Σελτζούκων Τούρκων, που λεηλατούσαν όλη τη Μικρά Ασία ύστερα από τον θρίαμβό τους στη μάχη του Μαντζικέρτ (1071), αναγκάστηκε να παραιτηθεί μετά από τρία χρόνια ηγουμενίας και να αναχωρήσει ξανά σε αναζήτηση της ιερής ησυχίας. Εγκαταστάθηκε τότε στη Μονή του Στροβίλου, μια παραθαλάσσια πόλη της Λυκίας, και ύστερα από πρόταση του ηγουμένου, Αρσενίου Σκινούρη, αποδέχθηκε να αναλάβει το μετόχι της μονής, που βρισκόταν στη νήσο Κω, όπου ίδρυσε μονή αφιερωμένη στην Παναγία. Η αναταραχή όμως που προξενούσαν περιστασιακά οι κοσμικοί με τις επισκέψεις τους, τον ανάγκασε να αναζητήσει νέο καταφύγιο ευνοϊκότερο για τον μυστικό βίο της θεωρίας.
Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω. Φορητή εικόνα του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου στην Πάτμο
Ύστερα από πολλές αναζητήσεις, βρήκε τον τόπο που επιθυμούσε: τη νήσο Πάτμο, έρημη και γυμνή από κάθε παρηγορία, εκεί όπου είχε σταλεί σε εξορία ο άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος και όπου είχε δεχθεί τη θεία Αποκάλυψη. Χωρίς άλλη χρονοτριβή, μετέβη στην Κωνσταντινούπολη για να ζητήσει από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Α΄ Κομνηνό (1081-1118) να του εκχωρήσει την ιδιοκτησία του νησιού, ώστε να μπορέσει να οικοδομήσει μονή αφιερωμένη στον Ηγαπημένο Μαθητή του Κυρίου. Θαυμάζοντας την αγιότητα και τους λεπτούς τρόπους του θεοφόρου ανδρός, ο αυτοκράτορας τού αντιπρότεινε να αναλάβει την καθοδήγηση των μοναχών της Μονής Ζαγοράς, στη Θεσσαλία, που στερούνταν πνευματικού οδηγού. Ο άγιος τού αποκρίθηκε ότι ένα πράγμα επιθυμεί: έναν ήσυχο τόπο, μακριά από την τύρβη του κόσμου, ώστε να αφιερωθεί στην προσευχή. Από υπακοή όμως, δέχθηκε να συντάξει για τους μοναχούς αυτούς έναν «Κανόνα» κοινοβιακής ζωής και, αν συμφωνούσαν να τον τηρήσουν, θα δεχόταν να τους καθοδηγήσει. Συνέταξε λοιπόν ένα «Τυπικόν», στο οποίο όριζε στους μοναχούς να παραιτηθούν από κάθε ιδιοκτησία και από κάθε ίδιον θέλημα για να ζήσουν ακτήμονα βίο, με υπακοή και υπομονή, ελπίζοντας μόνο στη θεία χάρη. Καθώς η κλήση των μοναχών είναι να παραμένουν απερίσπαστοι, στραμμένοι στον Θεό και τους αγίους, τους όρισε να αποφεύγουν τις συναναστροφές με κοσμικούς. Συνέστησε ακόμη να εξομολογούνται λεπτομερώς όλους τους πονηρούς λογισμούς στον πνευματικό τους πατέρα και να κάνουν αρκετές μετάνοιες την ημέρα ή τη νύκτα, προσευχόμενοι με προσοχή και κατάνυξη, ωσάν να βρίσκονται ενώπιον του φοβερού Βήματος του Κυρίου. Οι άγιες αυτές παραινέσεις και προσπάθειες του οσίου, που αποτελούσαν πιστή έκφραση των πατερικών παραδόσεων, φάνηκαν πικρές σαν τον άψινθο στους αμελείς μοναχούς της Ζαγοράς και ο άγιος Χριστόδουλος είδε με χαρά και ανακούφιση να μη στέργουν να τον δεχθούν ως ηγούμενό τους. Επανέλαβε λοιπόν το αίτημά του και ο αυτοκράτορας τού παραχώρησε απόλυτη δικαιοδοσία επί της νήσου Πάτμου, την οποία κατέστησε πλήρως ανεξάρτητη από κάθε πολιτική εξουσία και απάλλαξε από κάθε φορολογία και άλλη υποχρέωση. Διέταξε επίσης να παρέχεται ετησίως η αναγκαία για τους μοναχούς ποσότητα σίτου, ώστε απερίσπαστοι να προσεύχονται υπέρ σωτηρίας του ιδίου και όλης της αυτοκρατορίας.
Μόλις ο άγιος αποβιβάστηκε στην Πάτμο, εφοδιασμένος με το πολύτιμο χρυσόβουλλο που κατοχύρωνε τα δικαιώματά του στο νησί, που εφεξής αφιερώθηκε εξολοκλήρου στον αγγελικό βίο, κατακρήμνισε ένα άγαλμα της Αρτέμιδος και άρχισε την ανοικοδόμηση ναού αφιερωμένου στον άγιο Ιωάννη τον Θεολόγο· ολημερίς βοηθούσε τους εργάτες με τα ίδια του τα χέρια και έτρωγε μια ισχνή μερίδα τροφής μόνο μετά το ηλιοβασίλεμα. Όταν νύχτωνε και οι εργάτες πήγαιναν να αναπαυθούν, ύψωνε τα χέρια προς τον Θεό και προσευχόταν μέχρι να ξημερώσει. Η φήμη του αγίου Χριστοδούλου προσείλκυσε στο νησί μεγάλο αριθμό επισκεπτών και κατοίκων γειτονικών νησιών, τα οποία τους δύσκολους εκείνους καιρούς μαστίζονταν από σιτοδεία. Μία ημέρα που είχαν προσέλθει πολλοί, ο άγιος πρόσταξε τον οικονόμο της μονής να τους δώσει φαγητό. Εκείνος αντέτεινε ότι τα αποθέματα είχαν σχεδόν εξαντληθεί. Ο άγιος επέμενε, ο οικονόμος τελικά παρέθεσε τράπεζα, και με τη χάρη του Θεού το πλήθος, όχι μόνο χόρτασε, αλλά τα περισσεύματα της τραπέζης ξεπέρασαν κατά πολύ τα αρχικά αποθέματα.
Όσιος Χριστόδουλος ο εν Πάτμω
Ο άγιος Χριστόδουλος έμεινε πέντε χρόνια στην Πάτμο, εποπτεύοντας την ανοικοδόμηση της μονής και οργανώνοντας τη ζωή του κοινοβίου σύμφωνα με την παράδοση του Μεγάλου Βασιλείου και του αγίου Σάββα του Ηγιασμένου. Επέμενε προπαντός στην αποταγή του κόσμου και την παραίτηση από κάθε άλλη μέριμνα, εκτός της μέριμνας για τη σωτηρία της ψυχής. Ο μισόκαλος όμως διάβολος, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι ο αυτοκράτορας Αλέξιος ήταν απασχολημένος στη Δύση πολεμώντας τους Νορμανδούς, υποκίνησε νέες τουρκικές επιδρομές στα παράλια της Μικράς Ασίας και στα νησιά. Το μοναστήρι είχε σχεδόν περατωθεί, οι οχυρώσεις του όμως δεν επαρκούσαν για να αντέξει σε πολιορκία, οπότε ο άγιος αποφάσισε να αναζητήσει ασφαλέστερο τόπο. Συνάζοντας τους μοναχούς του, τους παρότρυνε να στηρίξουν τις ελπίδες τους αποκλειστικά στον Θεό και να μοιράσουν τα αποθέματα του σιταριού στους λαϊκούς εργάτες, που είχαν εγκατασταθεί με τις οικογένειές τους στο νησί, προτού αναχωρήσει ο ίδιος για την Εύριπο, δηλαδή τη νήσο Εύβοια. Ο ισχυρός διοικητής της περιοχής, Ευμείθιος, ήταν πνευματικό τέκνο του αγίου και υποδέχθηκε με μεγάλη χαρά τους μοναχούς και τους προμήθευσε όλα τα χρειώδη για την επιβίωσή τους. Ο άγιος Χριστόδουλος ίδρυσε εκεί ένα προσωρινό μοναστήρι.
Ύστερα, βλέποντας το τέλος του να πλησιάζει, προσκάλεσε τον πιο κοντινό μαθητή του, τον Σάββα, τον όρισε διάδοχό του, του παρέδωσε τις υποδείξεις του για την καθοδήγηση των μοναχών και τον πρόσταξε να μεταβεί στην Πάτμο για να προετοιμάσει την επανεγκατάσταση της αδελφότητος. Όταν ήλθε η πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, ο άγιος κλείστηκε στο κελλί του για να μείνει μόνος με τον Θεό και στις αρχές της δεύτερης εβδομάδος προσκάλεσε όλους τους αδελφούς, τους ευλόγησε και υπαγόρευσε τη «Διαθήκη» του, στην οποία τους παρότρυνε να μη συσσωρεύουν τίποτε το φθαρτό σε αυτόν τον πρόσκαιρο βίο, αλλά να προτιμούν την ερημική ησυχία της Πάτμου από τις πλούσιες μονές, όπου η προσευχή των μοναχών ταράσσεται από την αδιάκριτη συντυχία με τους κοσμικούς. Έπειτα, αφού τους ζήτησε να πάρουν μαζί τους το σκήνωμά του, όταν επιστρέψουν στην Πάτμο, παρέδωσε ειρηνικά τη ψυχή του στον Κύριο στις 16 Μαρτίου του 1093. Καθώς δεν τους επέτρεψαν να πάρουν μαζί τους το τίμιο λείψανο όταν αναχώρησαν, οι μοναχοί ξαναγύρισαν στην Εύριπο αργότερα κρυφά και το άρπαξαν, διαπράττοντας ένα είδος ευλαβούς πειρατείας. Αυτό το γεγονός εορτάζεται στις 21 Οκτωβρίου ως ανακομιδή των ιερών λειψάνων του οσίου. Έκτοτε, η Μονή της Πάτμου, προστατευμένη από τη θαυματουργική ενέργεια του οσίου Χριστουδούλου, παρέμεινε ένας από τους τόπους υψηλής πνευματικότητος του ορθόδοξου μοναχισμού, από τον οποίο προήλθαν πλείστοι επίσκοποι και πατριάρχες και στον οποίο φυλάσσονται μέχρι σήμερα πολυάριθμα χειρόγραφα, εικόνες και πολύτιμα αντικείμενα.