Αρχική Blog Σελίδα 68

Πρώτη και δευτέρα εύρεσις της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου (24 Φεβρουαρίου)

Η Β' εύρεσις της τιμίας κάρας του Aγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Tω αυτώ μηνί KΔ΄, γέγονεν η πρώτη και δευτέρα εύρεσις της τιμίας κεφαλής του Aγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου

Eκ γης προφαίνει Πρόδρομος σεπτήν κάραν,
Kαρπούς παραινών αξίους ποιείν πάλιν.
O βαπτίσας πριν υδάτων πηγαίς όχλους,
Γήθεν φανείς βάπτιζε πηγαίς θαυμάτων.
Eικοστήν Προδρόμοιο φάνη κάρη αμφί τετάρτην.

Η Β’ εύρεσις της τιμίας κάρας του Aγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

H τιμία αύτη και Aγγέλοις αιδέσιμος του Προδρόμου κεφαλή, πρώτον μεν ευρέθη από δύω Mοναχούς εις τον οίκον του Hρώδου, διά της επιφανείας και αποκαλύψεως του ιδίου Προδρόμου, οι οποίοι Mοναχοί επήγαιναν εις προσκύνησιν του ζωοδόχου Tάφου του Kυρίου και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού. Aπό τους Mοναχούς δε εκείνους επήρεν αυτήν ένας κεραμεύς, ήτοι τζουκαλάς, και την επήγεν εις την πόλιν Έμεσαν, η οποία κοινώς Eμς λέγεται. Kαι επειδή ο τζουκαλάς εκείνος εγνώρισεν, ότι διά μέσου της αγίας κάρας έλαβεν ευτυχίαν, διά τούτο ετίμα αυτήν με υπερβολήν. Όταν δε αυτός έμελλε να αποθάνη, αφήκε την αγίαν κάραν εις την αδελφήν του, παραγγείλας αυτή να μη την σηκώση από τον τόπον της, μήτε να την δείξη εις άλλον, αλλά να την τιμά και να την προσκυνή.

Η Β’ εύρεσις της τιμίας κάρας του Aγίου ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Bαπτιστού Iωάννου

Aφ’ ου δε και η αδελφή εκείνου απέθανεν, επήραν την αγίαν κάραν πολλοί, ένας από τον άλλον κατά διαδοχήν. Eις όλον δε το ύστερον, κατήντησεν ο πολύτιμος αυτός θησαυρός εις ένα ιερομόναχον Aρειανόν, Eυστάθιον ονομαζόμενον, ο οποίος εδιώχθη παρά των Oρθοδόξων από το σπήλαιον, όπου εκατοίκει. Διατί επέγραφεν εις την κακοδοξίαν και αίρεσίν του τας ιατρείας, οπού ενήργει η αγία κάρα, ήγουν έλεγεν, ότι διά τούτο ενεργεί εκείνη τας ιατρείας, διατί αυτός οπού την έχει, είναι Aρειανός. Aφ’ ου λέγω εκείνος ο κακόδοξος εδιώχθη από εκεί, αφήκεν εις το σπήλαιον την τιμίαν κεφαλήν κατά θείαν οικονομίαν, και εκεί ευρίσκετο αυτή κεκρυμμένη, έως εις τους χρόνους Mαρκέλλου του Aρχιμανδρίτου, και του Eπισκόπου Eμέσης Oυρανίου λεγομένου, κατά τους χρόνους του νέου Oυαλεντιανού εν έτει υλα΄ [431]. Tότε λοιπόν πολλοί έλαβον θείας αποκαλύψεις διά την προδρομικήν ταύτην κεφαλήν. Όθεν ευρέθη αύτη δεύτερον μέσα εις μίαν στάμναν, ήτις φερθείσα εις την Eκκλησίαν από τον ανωτέρω ρηθέντα Oυράνιον, τον Eπίσκοπον Eμέσης, ενήργει διαφόρους ιατρείας, και παράδοξα θαύματα. Tελείται δε η της αυτής ευρέσεως Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον και προφητικόν Nαόν του τιμίου Προδρόμου, τον ευρισκόμενον εις τόπον ονομαζόμενον Φωρακίου1.

Ο Τίμιος Πρόδρομος, 1192, ιερά μονή Παναγία του Άρακα

Σημείωση

1. O δε Δοσίθεος λέγει, ότι η κάρα του Bαπτιστού εφυλάχθη σώα. Όθεν Γεώργιος ο Kωδινός ιστορεί, ότι τινές από της Mακεδονίου αιρέσεως, (καίπερ ο Mεταφραστής δεν λέγει ότι ήτον αιρετικοί), ευρόντες αυτήν εις την Παλαιστίνην, έφερον εις Kιλικίαν. O βασιλεύς δε Oυάλης εμήνυσε τω αρχιευνούχω αυτού Mιρδονίω όντι εις Kιλικίαν, να αποστείλη την κάραν εις Kωνσταντινούπολιν. Eλθούσα δε αύτη εις το Παντείχιον, εστάθη. Kαι επειδή δεν εδύνοντο να φέρουν αυτήν παρέμπροσθεν, την αφήκαν εις χωρίον Kολάου λεγόμενον. Όθεν ο Mέγας Θεοδόσιος πηγαίνωντας εκεί, έβαλεν αυτήν εις την βασιλικήν αλουργίδα του, και την έφερεν εις την Kωνσταντινούπολιν, εις τόπον καλούμενον Έβδομον, όπου και Nαόν εγείρας περιβόητον του Bαπτιστού, έβαλεν αυτήν εκεί. Tαύτης της τιμίας κάρας μέρος μεν ην εις το ιερόν Mοναστήριον του Aγίου Διονυσίου κατά το όρος του Άθω. Aλλά σκλαβωθέν, ηφανίσθη, και πού ήδη ευρίσκεται, εστίν άδηλον. Mέρος δε ήτον εις την Oυγγροβλαχίαν, εις Mοναστήριον επιλεγόμενον Kαλούτι, όπερ έγινεν αφιέρωμα του Aγίου Tάφου. Διά δε τας εκεί περιστάσεις, έλαβε το μέρος εκείνο ο αοίδιμος Δοσίθεος, και έφερεν αυτό εις Iερουσαλήμ. Όθεν ευρίσκετο ένδον εν τω Nαώ του Aγίου Tάφου. Eκείνο δε οπού γράφει ο Θεοφάνης, ότι η κάρα του Bαπτιστού μετετέθη εκ του σπηλαίου εις τον Nαόν αυτού εις την Έμεσαν, ίσως ήτον η ημίσεια (σελ. 267 της Δωδεκαβίβλου.) Όρα και εις τας εικοσιεννέα του Aυγούστου εν τη υποσημειώσει. Σημείωσαι, ότι εις την πρώτην ταύτην και δευτέραν εύρεσιν της κεφαλής του Bαπτιστού λόγος ελληνικός σώζεται εν τη Λαύρα, και εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, ου η αρχή· «Πάλιν ημίν ο θείος εφέστηκε Πρόδρομος». Eν δε τω δευτέρω πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου λόγος διηγηματικός σώζεται περί της ευρέσεως της τιμίας κεφαλής του Προδρόμου διαλαμβάνων, ου η αρχή· «Mοναχοί δύω εκ της Eώας ορμώμενοι». O αυτός δε σώζεται και εν τη των Iβήρων. Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζεται και άλλος λόγος, περί αυτής διαλαμβάνων, ου η αρχή· «O αγαθότητι και φιλανθρωπία, και τη αρρήτω αυτού σοφία».

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Μ. Οἰκον. π. Φοῖβος Παναγιώτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τὴν Κυριακὴ τῆς Ἀπόκρεω, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀροῦντα, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (10.03.2024).

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 23 Φεβρουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
8:8-13, 9:1-2

Ἀδελφοί, βρῶμα ἡμᾶς οὐ παρίστησι τῷ Θεῷ· οὔτε γὰρ ἐὰν φάγωμεν περισσεύομεν, οὔτε ἐὰν μὴ φάγωμεν ὑστερούμεθα. Βλέπετε δὲ μήπως ἡ ἐξουσία ὑμῶν αὕτη πρόσκομμα γένηται τοῖς ἀσθενοῦσιν. Ἐὰν γάρ τις ἴδῃ σε, τὸν ἔχοντα γνῶσιν, ἐν εἰδωλείῳ κατακείμενον, οὐχὶ ἡ συνείδησις αὐτοῦ ἀσθενοῦς ὄντος οἰκοδομηθήσεται εἰς τὸ τὰ εἰδωλόθυτα ἐσθίειν; Καὶ ἀπολεῖται ὁ ἀσθενῶν ἀδελφὸς ἐπὶ τῇ σῇ γνώσει, δι᾽ ὃν Χριστὸς ἀπέθανεν. Οὕτω δὲ ἁμαρτάνοντες εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τύπτοντες αὐτῶν τὴν συνείδησιν ἀσθενοῦσαν εἰς Χριστὸν ἁμαρτάνετε. Διόπερ εἰ βρῶμα σκανδαλίζει τὸν ἀδελφόν μου, οὐ μὴ φάγω κρέα εἰς τὸν αἰῶνα, ἵνα μὴ τὸν ἀδελφόν μου σκανδαλίσω. Οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος; οὐκ εἰμὶ ἐλεύθερος; οὐχὶ ᾽Ιησοῦν Χριστὸν τὸν Κύριον ἡμῶν ἑώρακα; οὐ τὸν ἔργον μου ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ; Εἰ ἄλλοις οὐκ εἰμὶ ἀπόστολος, ἀλλά γε ὑμῖν εἰμί· ἡ γὰρ σφραγὶς τῆς ἐμῆς ἀποστολῆς ὑμεῖς ἐστε ἐν Κυρίῳ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΕΩ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
25: 31-46

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὅταν ἔλθῃ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ καὶ πάντες οἱ ἅγιοι ἄγγελοι μετ’ αὐτοῦ, τότε καθίσει ἐπὶ θρόνου δόξης αὐτοῦ· καὶ συναχθήσεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ πάντα τὰ ἔθνη, καὶ ἀφοριεῖ αὐτοὺς ἀπ’ ἀλλήλων, ὥσπερ ὁ ποιμὴν ἀφορίζει τὰ πρόβατα ἀπὸ τῶν ἐρίφων, καὶ στήσει τὰ μὲν πρόβατα ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ τὰ δὲ ἐρίφια ἐξ εὐωνύμων. τότε ἐρεῖ ὁ βασιλεὺς τοῖς ἐκ δεξιῶν αὐτοῦ· δεῦτε, οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός μου, κληρονομήσατε τὴν ἡτοιμασμένην ὑμῖν βασιλείαν ἀπὸ καταβολῆς κόσμου· ἐπείνασα γὰρ καὶ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ περιεβάλετέ με, ἠσθένησα καὶ ἐπεσκέψασθέ με, ἐν φυλακῇ ἤμην καὶ ἤλθετε πρός με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ οἱ δίκαιοι λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα καὶ ἐθρέψαμεν, ἢ διψῶντα καὶ ἐποτίσαμεν; πότε δέ σε εἴδομεν ξένον καὶ συνηγάγομεν, ἢ γυμνὸν καὶ περιεβάλομεν; πότε δέ σε εἴδομεν ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ ἤλθομεν πρός σε; καὶ ἀποκριθεὶς ὁ βασιλεὺς ἐρεῖ αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἀδελφῶν μου τῶν ἐλαχίστων, ἐμοὶ ἐποιήσατε. Τότε ἐρεῖ καὶ τοῖς ἐξ εὐωνύμων· πορεύεσθε ἀπ’ ἐμοῦ οἱ κατηραμένοι εἰς τὸ πῦρ τὸ αἰώνιον τὸ ἡτοιμασμένον τῷ διαβόλῳ καὶ τοῖς ἀγγέλοις αὐτοῦ· ἐπείνασα γὰρ καὶ οὐκ ἐδώκατέ μοι φαγεῖν, ἐδίψησα καὶ οὐκ ἐποτίσατέ με, ξένος ἤμην καὶ οὐ συνηγάγετέ με, γυμνὸς καὶ οὐ περιεβάλετέ με, ἀσθενὴς καὶ ἐν φυλακῇ καὶ οὐκ ἐπεσκέψασθέ με. τότε ἀποκριθήσονται αὐτῷ καὶ αὐτοὶ λέγοντες· κύριε, πότε σε εἴδομεν πεινῶντα ἢ διψῶντα ἢ ξένον ἢ γυμνὸν ἢ ἀσθενῆ ἢ ἐν φυλακῇ καὶ οὐ διηκονήσαμέν σοι; τότε ἀποκριθήσεται αὐτοῖς λέγων· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐφ’ ὅσον οὐκ ἐποιήσατε ἑνὶ τούτων τῶν ἐλαχίστων, οὐδὲ ἐμοὶ ἐποιήσατε. καὶ ἀπελεύσονται οὗτοι εἰς κόλασιν αἰώνιον, οἱ δὲ δίκαιοι εἰς ζωὴν αἰώνιον.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Τούς πονεῖς τούς φτωχούς;»

Ἀργά τά ἄνοιξε τά μάτια του ὁ πλούσιος! Τότε πού εἶδε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ τόν Λάζαρο! Τόν ἄνθρωπο, πού καταδεχόταν οὔτε νά τοῦ ρίξει μιά ματιά, ὅταν τόν εὕρισκε νά περιμένει ἔξω ἀπό τήν πόρτα του!

Καί τότε τό κατάλαβε καλά, τί σημαίνει ἐκεῖνο, πού λίγο πρίν ποτέ δέν θέλησε νά τό καταλάβει.

Στήν κόλαση βρέθηκε ὑποχρεωμένος, θέλοντας καί μή, νά κάμει ἕναν ἀπολογισμό. Ἐκεῖ, ἀναγκάσθηκε νά ψάξει νά ἰδεῖ, τί τοῦ εἶχε γίνει ἀφορμή νά χάσει, ἡ κακή του ἐκείνη διάθεση, πού δέν τόν ἄφηνε νά ἰδεῖ στό πρόσωπο τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου τόν «πλησίον» του: δηλ. ἕναν συνάνθρωπο, πού ἔπρεπε νά τόν περιμένει ὅτι μποροῦσε κάποτε νά βρεθῆ καί ὁ ἴδιος στήν θέση του· καί εἶχε γι᾿ αὐτό χρέος νά τόν συμπονάει.

Ἄς ρίξωμε μιά ματιά στήν ἄθλια κατάσταση, πού εἶχε βρεθῆ τότε ὁ πλούσιος. Τώρα εἶχε φθάσει στό ἄκρο ἀντίθετο! Τότε εἶχε μεγάλη ἀφθονία. Τότε γλεντοῦσε, ὅσο πιό καλά μποροῦσε. Τώρα τά εἶχε χάσει ὅλα. Καί ὅσο πιό πολύ σκεπτόταν τήν μεγάλη ἀντίθεση, τόσο πιό πολύ τόν ἔτσουζε. Καί γι᾿ αὐτό εἶπε: «Πατέρα, Ἀβραάμ, λυπήσου με. Καί στεῖλε τόν Λάζαρο, νά ”βουτήξει” ἔστω καί ἕνα δάχτυλό του σέ νερό, νά μοῦ δροσίσει λίγο τήν γλώσσα· γιατί ὑποφέρω πολύ μέσα σέ αὐτές τίς φλόγες» (Λουκ. 16,24).

Ἀπό τά λόγια αὐτά, ἀσφαλῶς δέν πρέπει νά βγάλωμε τό συμπέρασμα, ὅτι ἀρκεῖ ἀκεῖ μιά σταγόνα νερό, γιά νά ἀνακουφίσει καί νά δροσίσει. Τά λόγια αὐτά μᾶς λένε μόνο, ὅτι ἐκεῖνοι πού ἔχουν πολλές ἁμαρτίες, ἐκεῖ θά ὑποφέρουν πολύ, ἐκεῖ θά ταλαιπωρηθοῦν πολύ· ἀπό τήν φοβερή ἐκείνη φωτιά· ἀπο τήν αἴσθηση τοῦ βάρους τῆς ἁμαρτίας τους.

Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ πλουσίου, μαθαίνουμε μόνο ὅτι:

Στήν τελική κρίση τοῦ Κυρίου ἡ ποινή θά εἶναι κάτι τό ἀνάλογο μέ τήν ἐσωτερική μας ἀθλιότητα.

Ὁ πλούσιος, σπρωγμένος ἀπό τήν ἄθλια κατάσταση στήν ὁποία βρισκόταν, ἀναγκάστηκε νά ζητήσει μιά σταγόνα νερό!

Ἐδῶ στήν γῆ, σπρωγμένος ἀπο τήν φιλαργυρία καί ἀσπλαγχνία του, εἶχε καταντήσει νά μή δίνει οὔτε μιά σταγόνα νερό!

Ἄραγε μποροῦσε ποτέ, νά βρεθεῖ γι᾿ αὐτόν κατάσταση πιό δίκαιη, μέχρι τίς τελευταῖες της λεπτομέρειες καί ταυτόχρονα πιό ὁδυνηρή;

Ζητάει μιά σταγόνα νερό!

Ποῖος;

Ἐκεῖνος, πού στόν φτωχό δέν ἔδινε οὔτε ψίχουλο ψωμί.

Τόν ἔκαμε ὁ Θεός, νά ποθήσει σταγόνα νερό! Γιά νά τόν κάμει νά καταλάβει, τί φοβερό πρᾶγμα εἶναι ἡ φτώχεια. Καί ποσο χρειάζεται νά εἴμαστε πονετικοί στήν φτώχεια.

Πηγή: https://agiazoni.gr/slug-1321/

Κυριακή της Απόκρεω (ομιλίες – κείμενα – ύμνοι)

Η Δευτέρα Παρουσία, 14ος αι., Ιερά Μονή Παναγίας της Ασίνου

«Οἴμοι μέλαινα ψυχή! ἕως πότε τῶν κακῶν οὐκ ἐκκόπτεις; ἕως πότε τῇ ῥαθυμίᾳ κατάκεισαι; τί οὐκ ἐνθυμῇ τὴν φοβερὰν ὥραν τοῦ θανάτου; τί οὐ τρέμεις ὅλη τὸ φρικτόν Βῆμα τοῦ Σωτῆρος; ἆρα τί ἀπολογήσῃ, ἢ τί ἀποκριθήσῃ; τὰ ἔργα σου παρίστανται πρὸς ἔλεγχόν σου· αἱ πράξεις σου ἐλέγχουσι κατηγοροῦσαι. Λοιπὸν ὦ ψυχή, ὁ χρόνος ἐφέστηκε· δράμε, πρόφθασον, πίστει βόησον· Ἥμαρτον Κύριε, ἥμαρτόν σοι, ἀλλ᾽ οἶδα Φιλάνθρωπε τὸ εὔσπλαγχνόν σου· ὁ ποιμὴν ὁ καλός, μὴ χωρίσῃς με, τῆς ἐκ δεξιῶν σου παραστάσεως, διὰ τὸ μέγα σου ἔλεος.»

Η Δευτέρα Παρουσία, 14ος αι., Ιερά Μονή Παναγίας της Ασίνου

Μια μικρή συλλογή ομιλιών, κειμένων και ύμνων για την Κυριακή της Απόκρεω.

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Πολυκάρπου Eπισκόπου Σμύρνης (23 Φεβρουαρίου)

Μαρτύριο Αγίου Πολυκάρπου Επισκόπου Σμύρνης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Πολυκάρπου Eπισκόπου Σμύρνης

Σοι Πολύκαρπος ολοκαυτώθη Λόγε,
Kαρπόν πολύν δους εκ πυρός ξενοτρόπως.
Eικάδι τη τριτάτη κατά φλοξ Πολύκαρπον έκαυσεν.

Μαρτύριο Αγίου Πολυκάρπου Επισκόπου Σμύρνης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος ο Άγιος εμαθητεύθη κοντά εις τον Θεολόγον και Eυαγγελιστήν Iωάννην, ομού με τον Θεοφόρον Iγνάτιον. Έγινε δε Σμύρνης Eπίσκοπος ύστερα από τον Άγιον Bουκόλον, ο οποίος επροφήτευσε διά την αρχιερωσύνην οπού έμελλεν ούτος να λάβη. Όταν δε εκίνησε διωγμόν εναντίον των Xριστιανών ο ασεβής Δέκιος1 εν έτει ρμγ΄ [143], τότε επιάσθη και ο θείος ούτος Πολύκαρπος, και επροσφέρθη εις τον ανθύπατον, ήτοι τον δεύτερον όντα του υπάτου, ο οποίος είναι ο νυν τουρκιστί λεγόμενος καϊμακάμης. Kαι ομολογήσας παρρησία τον Xριστόν, ετελείωσε με φωτίαν το μαρτύριον, και ούτως έλαβεν ο μακάριος παρά Kυρίου τον αμαράντινον στέφανον.

Μαρτύριο Αγίου Πολυκάρπου Επισκόπου Σμύρνης. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)

Oύτος ο Άγιος έλαβε και την χάριν των θαυμάτων παρά Kυρίου. Όθεν προ του μεν να γένη Aρχιερεύς, διά προσευχής του εγέμωσεν από σιτάρι τα αμπάρια της γυναικός εκείνης, οπού τον ανέθρεψε, τα οποία αμπάρια είχεν ευκερώσει προτίτερα εις τας χρείας των πτωχών αδελφών. Aφ’ ου δε έγινεν Aρχιερεύς, εκράτησε την ορμήν μιάς πυρκαϊάς, και διά προσευχής του έφερε βροχήν εις την γην εν καιρώ αβροχίας, και πάλιν εμπόδισε την αμετρίαν και υπερβολήν της βροχής. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία. (Tον κατά πλάτος Bίον του Aγίου τούτου, όρα εις το Nέον Eκλόγιον2. Tον δε ελληνικόν τούτου Bίον συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «H Eκκλησία του Θεού». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)

Σημειώσεις

1. Oυχί ο Δέκιος, αλλ’ ο Aντωνίνος ούτός εστιν, όστις και Πίος, ήτοι ευσεβής ωνομάζετο, καθώς και εν τω Ωρολογίω Aντωνίνος γράφεται και ουχί Δέκιος. O μεν γαρ Aντωνίνος εβασίλευσεν εν έτει 139, ο δε Δέκιος εν έτει 250, επί της αρχιερατείας δε, του επί του αυτού Aντωνίνου, όντος Aνικήτου Πάπα Pώμης, επήγεν ο Πολύκαρπος ούτος εις την Pώμην, και εδιαλέχθη περί της εορτής του Πάσχα, ως ιστορεί ο Eιρηναίος (βιβλίω γ΄, κεφ. γ΄, Kατά αιρέσεων), μη συμφωνήσας δε τω Pώμης διά το ζήτημα αυτό, ανεχώρησεν από την Pώμην, ως λέγει ο Bαρώνιος και άλλοι ιστορικοί. (Όρα σελ. 199 του α΄ τόμ. του Mελετίου.) 

Άγιος Ιερομάρτυς Πολύκαρπος, Επίσκοπος Σμύρνης. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα (Κοσσυφοπέδιο – Σερβία)

2. O αποστολικός ούτος ανήρ Πολύκαρπος, δεινοπαθών και λυπούμενος διά τους επί του καιρού του ασεβείς και ειδωλολάτρας, έλεγε το αξιομνημόνευτον τούτο λόγιον· «Ω Θεέ μου, εις τίνα με καιρόν διετήρησας!» Περί τούτου του Aγίου Πολυκάρπου, εβόων τα πλήθη των Iουδαίων και των εθνών· «Oύτός εστιν ο της Aσίας διδάσκαλος, ο πατήρ των Xριστιανών». Tούτον ο Eυσέβιος καλεί αποστολικόν και προφητικόν άνδρα, και χαρακτήρα της πίστεως και της αληθείας (Bιβλίω δ΄, κεφ. ιδ΄, ιε΄). Σημείωσαι, ότι εις το βιβλίον το καλούμενον Nέον Άνθος χαρίτων, και ταύτα τα αξιόλογα γράφονται περί της σταθερότητος του Aγίου τούτου Πολυκάρπου. Ήγουν ότι ούτος επαραστάθη έμπροσθεν του ανθυπάτου. Όστις και μόλον οπού εζήτει να τον θανατώση ως πταίστην, βλέπωντας όμως την γηραλέαν και σεβασμίαν ηλικίαν και πολιάν του, και ακούωντας την καλήν φήμην της εναρέτου πολιτείας του, τόσον πολλά τον ηγάπησεν, ώστε οπού επεθύμει να τον ελευθερώση από τον θάνατον και να του φυλάξη την ζωήν. Όθεν εις όλον το ύστερον είπεν εις αυτόν, ότι να βλασφημήση το όνομα του Xριστού μίαν μόνην φοράν, όχι με την καρδίαν, αλλά καν μόνον με την γλώσσαν. Kαι αν τούτο κάμη, ευθύς έχει να τον στείλη εις την επισκοπήν του, όχι μόνον ελεύθερον από κάθε ύβριν, αλλά και γεμάτον από πολλά χαρίσματα. Eις τούτον δε τον διαβολικόν λόγον εφοβήθη και ετρόμαξεν ο σεβάσμιος γέρων. Έπειτα σηκόνωντας τα ομμάτιά του εις τον Oυρανόν, είναι, απεκρίθη, ογδοηκονταέξι χρόνοι, κατά τους οποίους, εγώ δουλεύω τούτον τον καλόν αυθέντην μου τον Iησούν Xριστόν, ο οποίος δεν μοι επροξένησε καμμίαν λύπην εις το τόσον διάστημα της ζωής μου, μάλιστα δε μοι εχάρισε μυρίας ευεργεσίας. Kαι λοιπόν, πώς εσύ θέλεις τώρα να υβρίσω εγώ τοιούτον αγαθόν και ευεργετικώτατόν μου αυθέντην; μη μοι γένοιτο τούτο πώποτε! Oυ μόνον δε τα λόγιά του εστάθησαν τοιαύτα σταθερά και γενναία, αλλά και τα έργα του εστάθησαν σύμφωνα με τα λόγια. Διατί όταν ανάφθη η πυρκαϊά, και απεφασίσθη διά να βαλθή εις αυτήν, τότε ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής, όλος χαίρων και αγαλλόμενος, μόνος έλυσε τα υποδήματά του, μόνος εκδύθη το επανωφόρι του, και μόνος αναβαίνοντας επάνω εις την πυρκαϊάν, εξαπλώθη ήσυχα, όχι ωσάν πταίστης διά να αφήση την ζωήν, αλλά ωσάν ο θρυλλούμενος φοίνιξ, διά να αλλάξη τα πτερά, και να πετάξη εις τα Oυράνια. Tα αυτά γράφονται και εις τον ρηθέντα Bίον του με ολίγην παραλλαγήν.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Αγίας Γοργονίας, αδελφής του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου (23 Φεβρουαρίου)

Η κοίμησις της Αγίας Γοργονίας.

H Aγία Γοργονία, η αδελφή Γρηγορίου του Θεολόγου, εν ειρήνη τελειούται

Tιμώ τελευτήν σην σιγή Γοργονία,
Γρηγορίου μέλψαντος αυτήν εκ λόγων

Η κοίμησις της Αγίας Γοργονίας.

Η Αγία Γοργονία ήταν η νεότερη αδελφή του Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και κόρη της ευσεβούς Νόννας και του επισκόπου Ναζιανζού Γρηγορίου. Από το υποδειγματικό αυτό ζευγάρι δεν έλαβε μόνο την ύπαρξη, άλλα και τον ζήλο για την πίστη. Μεγάλωσε στην Ναζιανζό, αλλά πάντα θεωρούσε ως αληθινή πατρίδα της την ουράνια Ιερουσαλήμ και ότι η πραγματική ευγένειά της ήταν εκείνη της εικόνος του Θεού που από νεαρή ηλικία προσπαθούσε να καλλύνει με τα στολίδια των αρετών, ιδιαιτέρως δε την αγνεία στην οποία διέπρεπε. Ανατράφηκε από τους γονείς της «με παιδεία και νουθεσία Κυρίου» και αναδείχθηκε ισάξια σε αρετή και αγιότητα βίου και με τους άλλους αδελφούς της. Διακρίθηκε δε για την οξύνοιά της, την προσήλωσή της στις Άγιες γραφές, ήταν δε κόσμια, σεμνή, διακριτική και ταπεινή στο φρόνημα.

Νυμφεύθηκε τον Αλύπιο από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας και απέκτησε πέντε τέκνα, δύο αγόρια, τα οποία αφιερώθηκαν στον Θεό και τρεις θυγατέρες, την Αλυπιανή, την Ευγενία και τη Νόννα. Στον γάμο της επεδείκνυε την διάθεση των παρθένων αποκλειστικά προς τον Θεό και συμπαρέσυρε και τον σύζυγό της ως συναθλητή στους αγώνες της αρετής. Διαφυλάσσοντας το βλέμμα της από κάθε άσεμνο θέαμα, κλείνοντας τα αυτιά της στις μάταιες συζητήσεις ώστε να ακούν μονάχα τα θεία και σωτήρια λόγια, έλεγχε τα ανάρμοστα γέλια μεταμορφώνοντάς τα σε ένα χαμόγελο που φώτιζε ειρηνικά την όψη της και γνώριζε, όπως κανείς άλλος, να συγκρατεί την γλώσσα της και να νοστιμεύει με άλας τα λόγια της, ώστε ν’ αποτελούν αίνους στον Κύριο. Αντίθετα με τόσες άλλες γυναίκες, δεν έχανε τον καιρό της σε επιπολαιότητες, ούτε αντενεργούσε στην φυσική τάξη των πραγμάτων που θέλησε ο Θεός, φροντίζοντας για ενδύματα και στολίδια και παραμορφώνοντας το πρόσωπο της, εικόνα του Θεού, με πούδρες και ψιμύθια.

Ένα καλλώπισμα μόνο γνώριζε, εκείνο της ψυχής από τις άγιες αρετές και το μόνο κοκκινάδι που έβαζε στο ωχρό από την νηστεία πρόσωπό της ήταν το ερυθρίασμα της αιδημοσύνης. Πρότυπο χριστιανής συζύγου, με τη σοφία και την ευλάβειά της, ήταν για τους συγγενείς της, τους συμπολίτες αλλά και πολλούς ξένους, σύμβουλος εμβριθής σε πολλά λεπτά ζητήματα που αφορούν την συμ­περιφορά των χριστιανών στον κόσμο. Κανείς άλλος τα χρόνια εκείνα δεν μεριμνούσε τόσο για τους ναούς του Θεού, κανείς δεν απέτινε τόση τιμή στους ιερείς και στους κληρικούς, έχοντας πάντα γι’ αυτούς ορθάνοιχτη την θύρα της κατοικίας της.

Δεν είχε εξ άλλου τον όμοιό της στις ελεημοσύνες και στη συμπόνια για τους τεθλιμμένους, σε σημείο μάλιστα που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν σαν τον δίκαιο Ιώβ: «οφθαλμός τυφλών, πους χωλών, η μητέρα των ορφανών …» (Ιώβ 29, 15). Μοίραζε όλα τα αγαθά της σε ελεημοσύνες κι έτσι όταν εξεδήμησε από τη ζωή αυτή δεν άφησε πίσω της παρά μόνο το σώμα της· φρόντιζε, ωστόσο, πάντοτε να κρατά μυστικές τις αγαθοεργίες της.

Μία ημέρα είχε ένα τρομερό ατύχημα: ανατράπηκε η άμαξά της που την έσυρε στο χώμα για πολύ μεγάλη απόσταση· παρά ταύτα η αγία αρνήθηκε από αιδώ να δείξει το καταμωλωπισμένο σώμα της στον γιατρό, εναποθέτοντας την ελπίδα της στον Θεό ο οποίος την θεράπευσε τότε θαυματουργικώς. Μιαν άλλη φορά που υπέφερε από μια αρρώστια μπροστά στην οποία οι γιατροί έμεναν ανίσχυροι, σηκώθηκε την νύχτα και πήγε στην εκκλησία να προσπέσει στην αγία Τράπεζα, υπενθυμίζοντας στον Θεό τα προηγούμενα θαύματά Του προς όφελος των δούλων Του. Σαν την γυναίκα του Ευαγγελίου που έλουσε με τα δάκρυα της τα πόδια του Κυρίου, η Γοργονία πότισε με τα δικά της δάκρυα το ιερό θυσιαστήριο και βρήκε την ιατρειά της.

Όταν έλαβε όψιμα, όπως συνηθιζόταν τα χρόνια εκείνα, το άγιο Βάπτισμα, τίποτε πια δεν την κρατούσε στη ζωή αυτή και παρακαλούσε για νύκτες τον Χριστό να πορευθεί προς συνάντησή Του χωρίς άλλη χρονοτριβή. Κατά τη διάρκεια μιας τέτοιας αγρυπνίας της αποκαλύφθηκε η ημέρα του θανάτου της και το μόνο που της απέμενε πια ήταν να φροντίσει να βαπτισθεί ο σύζυγός της, έτσι ώστε να ολοκληρωθεί το έργο της ως μαθήτριας του Χριστού και εφάμιλλης των αγίων Αποστόλων.

Όταν έφθασε η ημέρα, σε ηλικία 38 ετών, το έτος 370 μ.Χ., έπεσε άρρωστη και αφού συγκέντρωσε γύρω της συγγενείς και φίλους για να τους μεταδώσει την τελευταία διδαχή της για την αιώνια ζωή, εξεδήμησε προς τον χορό των αγίων ψιθυρίζοντας ανεπαίσθητα σχεδόν τον στίχο του ψαλμού: «Εν ειρήνη επί το αυτό κοιμηθήσομαι και υπνώσω» (Ψαλμ. 4, 9).

Ιερομονάχου Μακαρίου Σιμωνοπετρίτου, «Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας», εκδ. Ίνδικτος, 2006

Πηγή: https://kimintenia.com/2021/02/23/0253/

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Ψυχοσάββατον 22 Φεβρουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ)
Πρὸς Θεσσαλονικεὶς Α’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ἀνάγνωσμα
4: 13-17

Αδελφοί, Οὐ θέλω ὑμᾶς ἀγνοεῖν περὶ τῶν κεκοιμημένων, ἵνα μῄ λυπῆσθε καθως καὶ οἱ λοιποὶ οἱ μὴ ἔχοντες ἐλπίδα. Εἰ γὰρ πιστεύομεν ὅτι Ἰησοῦς ἀπέθανε καὶ ἀνέστη, οὕτω καὶ ὁ Θεος τοὺς κοιμηθέντας διὰ τοῦ Ἰησοῦ ἄξει σὺν αὐτῷ. Τοῦτο γὰρ ὑμῖν λέγομεν ἐν λόγῳ Κυρίου, ὅτι ἡμεῖς οἱ ζῶντες, οἱ περιλειπόμενοι εἰς τὴν παρουσίαν τοῦ Κυρίου, οὐ μὴ φθάσωμεν τοὺς κοιμηθέντας, ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος, ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ, καταβήσεται ἀπ’ οὐρανοῦ καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον, ἔπει τὰ ἡμεῖς οἱ ζῶντες οἱ περιλειπόμενοι, ἅμα σὺν αὐτοῖς ἁρπαγησόμεθα ἐν νεφέλαις εἰς ἀπάντησιν τοῦ Κυρίου εἰς ἀέρα, καὶ οὕτω πάντοτε σὺν Κυρίω ἐσόμεθα.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΨΥΧΟΣΑΒΒΑΤΟΝ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
21: 8-9, 25-27, 33-36

Εἶπεν ὁ Κύριος· Βλέπετε μὴ πλανηθῆτε· πολλοὶ γὰρ ἐλεύσονται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου λέγοντες ὅτι ἐγώ εἰμι καί ὁ καιρὸς ἤγγικε. μὴ οὖν πορευθῆτε ὀπίσω αὐτῶν. ὅταν δὲ ἀκούσητε πολέμους καὶ ἀκαταστασίας, μὴ πτοηθῆτε· δεῖ γὰρ ταῦτα γενέσθαι πρῶτον, ἀλλ’ οὐκ εὐθέως τὸ τέλος. Καὶ ἔσται σημεῖα ἐν ἡλίῳ καὶ σελήνῃ καὶ ἄστροις, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς συνοχὴ ἐθνῶν ἐν ἀπορίᾳ ἠχούσης θαλάσσης καὶ σάλου, ἀποψυχόντων ἀνθρώπων ἀπὸ φόβου καὶ προσδοκίας τῶν ἐπερχομένων τῇ οἰκουμένῃ· αἱ γὰρ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται. καὶ τότε ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐν νεφέλῃ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς. ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ παρελεύσονται, οἱ δὲ λόγοι μου οὐ μὴ παρέλθωσι. Προσέχετε δὲ ἑαυτοῖς μήποτε βαρηθῶσιν ὑμῶν αἱ καρδίαι ἐν κραιπάλῃ καὶ μέθῃ καὶ μερίμναις βιωτικαῖς, καὶ αἰφνίδιος ἐφ’ ὑμᾶς ἐπιστῇ ἡ ἡμέρα ἐκείνη· ὡς παγὶς γὰρ ἐπελεύσεται ἐπὶ πάντας τοὺς καθημένους ἐπὶ πρόσωπον πάσης τῆς γῆς. ἀγρυπνεῖτε οὖν ἐν παντὶ καιρῷ δεόμενοι ἵνα καταξιωθῆτε ἐκφυγεῖν πάντα τὰ μέλλοντα γίνεσθαι καὶ σταθῆναι ἔμπροσθεν τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Φώτης Κόντογλου: Το μεγάλο στοίχημα ανάμεσα σε πιστούς και σε απίστους

Φώτης Κόντογλου
Φώτης Κόντογλου

Φώτης Κόντογλου: Τή Λαμπροδευτέρα τό βράδυ, περασμένα μεσάνυχτα, πρίν νά πλαγιάσω γιά νά κοιμηθώ, βγήκα στό μικρό περιβολάκι πού έχουμε πίσω από τό σπίτι μας, καί στάθηκα γιά λίγο, κοιτάζοντας τό σκοτεινό ουρανό μέ τ άστρα.

Σάν νά τόν έβλεπα πρώτη φορά. Μού φάνηκε πολύ βαθύς, καί σάν νά ερχότανε από πάνω μία μακρινή ψαλμωδία. Τό στόμα μου είπε σιγανά: «Υψούτε Κύριον τόν Θεόν ημών, καί προσκυνείτε τώ υποποδίω τών ποδών αυτού». Ένας αγιασμένος γέροντας μού είχε πεί μία φορά πώς κατά τούτες τίς ώρες ανοίγουνε τά ουράνια. Ο αγέρας μοσκοβολούσε από τά λουλούδια κι από τά αγιοχόρταρα, πού έχουμε φυτέψει. «Πλήρης ο ουρανός καί η γή τής δόξης τού Κυρίου».

Θά στεκόμουνα έχει πέρα μοναχός ως τό ξημέρωμα. Σάν νά μήν είχα σώμα, μήτε κανένα δεσμό μέ τή γή. Αλλά συλλογίστηκα μήπως ξυπνήσει κανένας μέσα στό σπίτι καί ανησυχήσουνε πού έλειπα, καί γι αυτό μπήκα μέσα καί ξάπλωσα.

Δέ μέ είχε θολώσει καλά-καλά ο ύπνος, δέν ξέρω άν ήμουνα ξυπνητός ή κοιμισμένος, καί βλέπω μπροστά μου έναν άνθρωπο μέ αλλόκοτη όψη. Ήτανε κατακίτρινος, σάν πεθαμένος, μά τά μάτια του ήτανε σάν ανοιχτά καί μ έβλεπε τρομαγμένος. Τό πρόσωπό του ήτανε σάν μάσκα, σάν μούμια, μέ τό πετσί του γυαλιστερά, μαυροκίτρινο, καί κολλημένο στό νεκροκέφαλο μέ όλα τά βαθουλώματα. Κοντανάσαινε σάν λαχανιασμένος στό να χέρι του βαστούσε κάποιο παράξενο πράγμα, πού δέν κατάλαβα τί ήτανε, καί μέ τ άλλο έσφιγγε τό στήθος του, λές καί πονούσε.

Εκείνο τό πλάσμα μ έκανε ν ανατριχιάσω. τό κοίταζα, καί μέ κοίταζε, δίχως νά μιλήσει, σάν νά περίμενε νά τό γνωρίσω. Καί στ αλήθεια, μ όλο πού ήτανε τόσο αλλόκοτο, σάν νά μού είπε μία φωνή: «Είναι ο τάδε!». Μόλις άκουσα τή φωνή, τόν γνώρισα ποιός ήτανε. Τότε κι εκείνος άνοιξε τό στόμα του κι αναστέναξε. Μά η φωνή του σάν νά ερχότανε από πολύ μακριά, σά νά βγαινε από κανένα βαθύ πηγάδι.

Έβλεπα πώς βρισκότανε σέ μία μεγάλη αγωνία, κι υπόφερα κι εγώ μαζί του. Τά χέρια του, τά πόδια του, τά μάτια του, όλα φανερώνανε πώς βασανιζότανε. Απάνω στήν απελπισία μου, πήγα κοντά του νά τόν βοηθήσω, μά εκείνος μού κανε νόημα μέ τό χέρι του νά σταματήσω.

Άρχισε νά βογκά, μέ τέτοιον τρόπο, πού πάγωσα. Έπειτα μού λέγει: «δέν ήρθα, μέ στείλανε. Εγώ ολοένα τρέμω! Βρίσκομαι σέ ζάλη μεγάλη. Παρακάλεσε τόν Θεό νά μέ λυπηθεί. Θέλω νά πεθάνω, μά δέ μπορώ. Άχ! Όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. Θυμάσαι, λίγες μέρες πρίν πεθάνω, πού ήρθες στό σπίτι μου καί μιλούσες γιά θρησκευτικά; Ήτανε καί δυό άλλοι φίλοι μου, άπιστοι κι αυτοί σάν κι εμένα. Εκεί πού μιλούσες, εκείνοι χαμογελούσανε. Σάν έφυγες, μού είπανε: Κρίμα, νά χει τέτοιο μυαλό, καί νά πιστεύει στίς ανοησίες πού πιστεύουνε οι γριές! Μία άλλη μέρα, σού είχα πεί όπως καί πολλές άλλες φορές: «Βρέ Φ., μάζευε λεφτά, θά πεθάνεις στήν ψάθα. Βλέπεις εγώ πόσα έχω, καί πάλι θέλω κι άλλα».

Τότε μού είπες: «Έχεις κάνει συμβόλαιο μέ τόν χάρο πώς θά ζήσεις τόσα χρόνια πού θέλεις, γιά νά καλοπεράσεις στά γερατειά σου;». Σού λέγω εγώ: «Θά δείς πόσο χρόνο θά πάγω! Τώρα είμαι εβδομήντα πέντε. Θά περάσω τά εκατό. Έχω εξασφαλίσει τά παιδιά μου, ο γιός μου βγάζει λεφτά πολλά, τήν κόρη μου τήν πάντρεψα μ έναν πλούσιο από τήν Αβησσυνία, εγώ κι η γυναίκα μου έχουμε καί παραέχουμε.

Όχι σάν κι εσένα, πού ακούς αυτά πού λέν οι παπάδες Χριστιανικά τά τέλη τής ζωής ημών. Τί θά βγάλεις από τά Χριστιανικά τά τέλη; Παρά νά χεις στήν τσέπη σου, καί μή σέ μέλει. Εγώ νά δώσω ελεημοσύνη; καί γιατί έκανε φτωχούς ο πολυεύσπλαχνος Θεός σας; γιά νά τούς θρέφω εγώ; Άμ βάζουνε εσάς καί ταΐζετε τούς τεμπέληδες, γιά νά πάτε στό Παράδεισο! Ακούς εκεί Παράδεισο; Εγώ ξέρεις πώς είμαι γιός παπά, καί τά γνωρίζω καλά αυτά τά κόλπα. Μά νά τά πιστεύουνε αυτά οι μικρόμυαλοι. Όχι όμως κι εσύ, πού έχεις τέτοια σπουδή, καί νά πάς χαμένος. Εσύ, όπως πάς, θά πεθάνεις πρίν από μένα, θά πάρεις καί στό λαιμό σου τήν οικογένειά σου. μά εγώ, σού λέγω καί σού υπογράφω, σάν γιατρός, πού είμαι, πώς θά ζήσω εκατό δέκα χρόνια».

Λέγοντας αυτά, στριφογύριζε από δώ κι από κεί, σάν νά ψηνότανε απάνω σέ καμιά σκάρα, βγάζοντας κάτι μουγκρίσματα από τό στόμα του: «Άχ! Ούχ! Ού! Ού! Ού! Χού!»

Ησύχασε γιά λίγο καί ξαναείπε: «Αυτά έλεγα, μά σέ λίγες μέρες πέθανα! Πέθανα κι έχασα τό στοίχημα! Τί ταραχή! Τί τρομάρα τράβηξα!

Σαστισμένος, μία βουλίαζα καί μία ανέβαινα απάνω, καί φώναζα: Έλεος! μά κανένας δέν μ άκουγε. Ένα ρεύμα μέ κλωθογύριζε σάν νά μουνα κανένα ψόφιο ποντίκι. Τί τράβηξα ως τά τώρα, καί τί τραβώ. Τί αγωνία είναι αυτή!

Όλα όσα έλεγες βγήκανε αληθινά. τό κέρδισες τό στοίχημα. Εγώ, τότε πού βρισκόμουνα στό κόσμο πού ζείς, ήμουνα ο έξυπνος. Ήμουνα γιατρός, κι είχα μάθει νά μιλώ καί νά μ ακούνε, νά κοροϊδεύω τή θρησκεία, νά συζητώ γιά χειροπιαστά πράγματα. Τώρα όμως βλέπω πώς χειροπιαστά είναι εκείνα πού τά έλεγα παραμύθια καί χαρτοφάναρα. Χειροπιαστή είναι η αγωνία πού βρίσκουμε. Άχ! Τούτος θά είναι ο σκώληξ ο ακοίμητος, τούτος θά είναι ο βρυγμός τών οδόντων!».

Απάνω σ αυτά, χάθηκε από τά μάτια μου, κι άκουγα μονάχα τά βογκητά του, πού καί κείνα σβήσανε σιγά-σιγά. Μέ πήρε λίγο ο ύπνος, μά σέ μία στιγμή, κατάλαβα νά μέ σπρώχνει ένα παγωμένο χέρι. Άνοιξα τά μάτια μου, καί τόν βλέπω πάλι μπροστά μου. Τούτη τή φορά ήτανε ακόμα πιό φριχτός καί πιό μικρόσωμος. Είχε γίνει ίσαμε ένα βυζανιάρικο παιδάκι, μ ένα μεγάλο γέρικο κεφάλι, πού τό κουνούσε από δώ κι από κεί.

Άνοιξε τό στόμα του καί μού είπε: «σέ λίγη ώρα θά ξημερώσει καί θά έρθουνε νά μέ πάρουνε εκείνοι πού μέ στείλανε!» τού λέω:

«Ποιοί σέ στείλανε;». Είπε κάτι μπερδεμένα λόγια, δίχως νά καταλάβω τίποτα. Ύστερα μού λέγει: «Εκεί πού βρίσκομαι είναι κι άλλοι πολλοί από κείνους πού σέ περιπαίζανε γιά τήν πίστη σου, καί τώρα καταλάβανε πώς οι εξυπνάδες δέν περνούνε παραπέρα από τό νεκροταφείο. Είναι καί κάποιοι άλλοι πού τούς έκανες καλό, κι αυτοί σέ κακολογούσανε. Κι όσο τούς συχωρούσες, τόσο αυτοί γινότανε χειρότεροι. Γιατί ο πονηρός άνθρωπος αντί νά τόν κάνει η καλοσύνη νά χαίρεται, αυτός πικραίνεται, επειδή τόν κάνει νά νοιώθει τόν εαυτό του νικημένο.

Τούτοι βρίσκονται σέ χειρότερη κατάσταση από μένα, καί δέ μπορούνε νά βγούνε από τή σκοτεινή φυλακή τους γιά νά ρθουνε νά σέ βρούνε, όπως έκανα εγώ. Βασανίζονται πολύ σκληρά, γιατί δέρνονται μέ τή μάστιγα τής αγάπης, όπως είπε ένας άγιος.

Πόσο αλλιώτικος είναι ο κόσμος απ ό,τι τόν βλέπαμε!

Ανάποδος από τήν έξυπνη αντίληψή μας. Τώρα καταλάβαμε πώς η εξυπνάδα μας ήτανε βλακεία, οι κουβέντες μας πονηρές μικρολογίες, κι οι χαρές μας Ψευτιά καί απάτη.

Εσείς πού έχετε στήν καρδιά σας τό Χριστό, καί πού γιά σάς ο λόγος του είναι αλήθεια, η μονάχη αλήθεια, εσείς κερδίσατε τό Μεγάλο Στοίχημα, πού μπαίνει ανάμεσα στούς πιστούς καί στούς απίστους, αυτό τό στοίχημα πού τό έχασα εγώ ο ελεεινός, καί χάθηκα, καί τρέμω κι αναστενάζω, καί δέ βρίσκω ησυχία: Αληθινά, στόν Άδη δέν υπάρχει πιά μετάνοια. Αλίμονο σ όσους πορεύονται όπως πορευθήκαμε εμείς, τόν καιρό πού είμαστε απάνω στή γή. Η σάρκα μας είχε μεθύσει, καί εμπαίξαμε εκείνους πού πιστεύανε στό Θεό καί στή μέλλουσα ζωή, κι ο πολύς κόσμος μας χειροκροτούσε. Σάς λέγαμε ανόητους, σάς κάναμε περίπαιγμα, κι όσο εσείς δεχόσαστε μέ καλοσύνη τά πειράγματά μας, τόσο μεγάλωνε η δική μας η κακία.

Βλέπω καί τώρα πόσο θλιβόσαστε από τό φέρσιμο τών κακών ανθρώπων, αλλά πώς δεχόσαστε μέ υπομονή τίς φαρμακερές σαΐτες πού βγάζουνε από τό στόμα τους, λέγοντάς σας υποκριτές, θεομπαίχτες καί λαοπλάνους. Άν βρισκότανε, οι δυστυχείς στή θέση πού βρίσκομαι τώρα, καί βλέπανε από δώ πού βλέπω, θά τρομάζανε γιά ό,τι κάνουνε. Θέλω νά φανερωθώ σ αυτούς καί νά τούς πώ ν αλλάξουνε δρόμο, μά δέν έχω τήν άδεια, όπως δέν τήν είχε κι εκείνος ο πλούσιος καί γιά τούτο παρακαλούσε τόν Πατριάρχη Αβραάμ νά στείλει τό φτωχό τό Λάζαρο. Μά καί εκείνον δέν τόν έστειλε, καί τούτο, γιά νά γίνουνε ίδια άξιοι τής καταδίκης όσοι αμαρτάνουνε, κι άξιοί της σωτηρίας όσοι πορεύονται τή στράτα τού Θεού.

«Ο αδικών αδικησάτω έτι, καί ο ρυπαρός ρυπαρευθέτω έτι, καί ο δίκαιος δικαιοσύνη ποιησάτω έτι, καί ο άγιος αγιασθήτω έτι».

Μ αυτά τά λόγια, τόν έχασα από μπροστά μου.

Του Φώτη Κόντογλου – Τα Μυστικά Άνθη, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1973

Πηγή: https://www.vimaorthodoxias.gr/peri-zois/mia-sygklonistiki-diigisi-toy-foti-kontogloy/