Αρχική Blog Σελίδα 68

Νίκος Αναδιώτης για τις αμβλώσεις: «Ο καθένας με τη συνείδησή του. Να πηγαίνεις στον γιατρό και να αφαιρείς είναι δολοφονία»

Νίκος Αναδιώτης
Νίκος Αναδιώτης

Νέα τοποθέτηση για τις αμβλώσεις: «Από πότε βάζουμε το πορτοφόλι πάνω από μία ζωή; H δύσκολη οικονομική κατάσταση είναι υποκειμενική, θεωρούν ότι αν δε μπορούν να πάνε να φτιάξουν τα νύχια τους και τα αγόρια να παίξουν 5Χ5, είναι δύσκολο».

Σε νέες διευκρινιστικές δηλώσεις προχώρησε ο Νίκος Αναδιώτης, μετά τον σάλο που προκάλεσε η τοποθέτησή του στο Ευρωκοινοβούλιο την προηγούμενη εβδομάδα σχετικά με το ζήτημα των αμβλώσεων.

Ο ευρωβουλευτής του κόμματος Νίκη μίλησε στην κάμερα του #HappDay και τον ρεπόρτερ Δημήτρη Σιδηρόπουλο, που τον συνάντησε στο αεροδρόμιο Ελευθέριος Βενιζέλος.

«Δεν αναφέρθηκα σε καμία άμβλωση και δεν περίμενα ότι θα σηκωθεί τέτοια θύελλα αντιδράσεων. Εγώ ανάρτησα την ομιλία μου, που είναι ενός λεπτού και αναφέρθηκα σε συγκεκριμένα πράγματα που προτείνουμε για να λυθεί το δημογραφικό πρόβλημα», είπε αρχικά ο Νίκος Αναδιώτης.

«Κάποιοι κράτησαν τα δύο δευτερόλεπτα από τα υπόλοιπα 58 της κουβέντας μου, επειδή έτσι τους συμφέρει. Επέλεξα να μην βγω live σε καμία εκπομπή, γιατί δεν ήθελα μέσα στο Σαββατοκύριακο να κλέψω ούτε λεπτό δημοσιότητας από το έγκλημα των Τεμπών», επισημαίνει ο ευρωβουλευτής για τη στάση του.

«Η κοπέλα που θα μείνει έγκυος έχει την ελευθερία να κάνει ό,τι θέλει με το παιδί της. Καθένας πορεύεται με τη συνείδησή του, να πηγαίνει στον γιατρό της και να το αφαιρεί. Δεν θεωρείς ότι φέρει μέσα της μια ζωή; Η πράξη της αφαίρεσης μιας ζωής πώς λέγεται; Δεν λέγεται δολοφονία; Οι πράξεις μας, καλές ή κακές, έχουν συνέπειες», προσθέτει στη νέα του τοποθέτηση ο Νίκος Αναδιώτης.

«Είμαι υπεύθυνος για αυτά που λέω και όχι για αυτά που καταλαβαίνουν οι άλλοι για μένα. Το θέμα είναι να μπορεί ο άνθρωπος να κοιμάται ήσυχος. Εγώ δεν θα μπορούσα να το κάνω».

«Από πότε βάζουμε το πορτοφόλι πάνω από μια ζωή; Δε ζούμε πριν 50 χρόνια σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες που τρώγανε μόνο φακές οι άνθρωποι. Τώρα η δύσκολη οικονομική κατάσταση είναι υποκειμενική, πολλοί θεωρούν ότι είναι δύσκολα αν δε μπορούν οι κοπέλες να πάνε να φτιάξουν τα νύχια τους και τα αγόρια να παίξουν 5Χ5. Δεν είναι η ζωή πάνω από τα χρήματα. Αυτό πιστεύω, αυτό πρεσβεύω και αυτό θα μεταδώσω στο παιδί μου» ανέφερε.

Τέλος, σχολιάζοντας τις δηλώσεις του Άρη Σερβετάλη, ο Νίκος Αναδιώτης είπε: «Γι’ αυτό ασχολήθηκα με την πολιτική, γιατί οραματίζομαι στο μέλλον να υπάρχει ένα κράτος πρόνοιας που θα μπορούσε όλες αυτές τις γυναίκες που πιστεύουν ότι δε μπορούν να ανταπεξέλθουν στη μητρότητα, να τους εξασφαλίζει και σε όλη την περίοδο της εγκυμοσύνης και να έβρισκε τρόπο ώστε όλες αυτές οι ζωές να μην πετιούνται στα σκουπίδια και να μπορούσαν να έρθουν στη ζωή με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Κανείς δε ξέρει το μέλλον του καθενός».

Ο γνωστός σχεδιαστής κοσμημάτων Περικλής Κονδυλάτος μίλησε για το θέμα των αμβλώσεων, με φόντο τις δηλώσεις, από το βήμα του Ευρωκοινοβουλίου, του ευρωβουλευτή της Νίκης, Νίκου Αναδιώτη.

«Εννοείται ότι έχει δίκιο ο κ. Αναδιώτης. Εννοείται ότι ένα πλάσμα που το έχει δημιουργήσει ο Θεός και είναι αποτέλεσμα μιας πολύ ανώτερης ευφυΐας από τη δικιά μας δεν μπορούμε να το καταστρέψουμε, σε κανένα του στάδιο και σε καμία του μορφή. Αυτό δεν θα το καταλάβετε που λέω γιατί ο άνθρωπος είναι αλαζονικός και νομίζει ότι είναι ο Θεός. Δεν είναι ο Θεός. Πρέπει να έχει φόβο Θεού».

Όπως λέει ο ίδιος:

«Δεν είναι ελεύθερη να αποφασίσει για το σώμα της μια γυναίκα. Δεν είναι δικό της το παιδί, το παιδί το φέρνει ο Θεός».

«Ο καθένας να είναι σίγουρος ότι στο ουράνιο βασίλειο θα έχει την αμοιβή που του αξίζει, γιατί το να παίρνεις μια ζωή είναι μεγάλη αμαρτία», συμπληρώνει.

Πηγή: https://pantokrator.info/nikos-anadiotis-o-kathenas-me-ti-syneidisi-tou-na-pigaineis-ston-giatro-kai-na-afaireis-einai-dolofonia/

Εὐχὴ εἰς τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν. Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

Κριε Θες μου, μγας κα φοβερς κα νδοξος, πσης ρωμνης κα νοουμνης κτσεως δημιουργς, φυλσσων τν διαθκην σου κα τ λες σου τος γαπσ σε κα φυλσσουσι τ προστγματ σου· κα νν κα πντοτε εχαριστ σοι πασν νεκα τν ες μ γενομνων εεργεσιν σου φανερν κα φανν. Κα μχρι το νν αν κα δοξζω κα μεγαλνω σε, νθ’ ν θαυμστωσας π’ μο τ λη σου τ πλοσια κα τος οκτιρμος σου, ντιλαβμενς μου κ γαστρς μητρς μου, κα π πσι προνοησμενος, συντηρσας τε κα διακυβερνσας σως τ κατ’ μ δι μνην χρησττητα κα φιλανθρωπαν σου.

Ο γρ δι τ νξιν μου κα μπαθς περεδες τν μν ταπενωσιν, λλ δι τ φιλνθρωπν σου κα συμπαθς εεργετν κα προνοομενος ο διλειπες· Κα ως γρως κα πρεσβεου Θες μου μ γκαταλπς με, ησο Χριστ, τ καλν νομα, γλυκασμς μου, κα πιθυμα μου, κα λπς μου· νανθρωπσας δι’ μς, κα τν δι σταυρο θνατον πομενας, κα πντα ν σοφίᾳ οκονομσας κα διαθμενος τς μν νεκα σωτηρας.

ξομολογομαί σοι, Κύριε Θεός μου, ν λ καρδί μου, κλίνω γόνυ σώματος κα ψυχς, ξαγορεύων σο τ Θε μου πάσας τς μαρτίας μου. Κλνον κα ατς τ ος σου ες τν μν δέησιν, κα φες τν σέβειαν τς καρδίας μου. μαρτον, νόμησα, πλημμέλησα, παρώξυνα, παρεπίκρανα τν μν γαθν εσπότην κα τροφέα κα κηδεμόνα· οκ στιν εδος κακίας ητν ἄῤῥητον, οκ ποίησα κα ργ κα λόγ, κα γνώσει κα γνοί, κα νθυμήμασι κα νοήμασι, καθ’ περβολν ες περβολν μαρτήσας· κα πολλάκις μετανοεν ποσχόμενος, τοσαυτάκις τος ατος περιέπεσα. Εκοπτερον σταγνες ετο ριθμηθσονται, τν μν μαρτημτων πληθς· περραν γρ τν κεφαλν μου, κα σε φορτον βαρ βαρνθησαν. π γρ νετητς μου κα μχρι το νν τας τποις πιθυμαις θραν νοξας, χαλιντοις κα τκτοις χρησμην ρμας, μολνας τν χιτνα τν νωθεν φαντν το γου μου βαπτσματος, τν ναν μου το σματος κηλιδσας, τν ταλαπωρν μου ψυχν τος πθεσι τς τιμας καταμινας, κα πσαν λλην παρανομαν κα δικαν διαπραξμενος· ν ἐὰν κατ μρος πιμνησθναι θελσω, πιλεψει με διηγομενον χρνος.

πε δ πντα οδας ατς (οδ γρ στι κτσις φανς νπιν σου, πντα δ γυμν κα τετραχηλισμνα τος φθαλμος σου), τ δε πρς εδτα λγειν τ μ γνοομενα παρ σο; μο δ συντρβεται καρδα κα τ στ τς ψυχς, κα λος ες πορας καταδομαι βθος, νθυμομενος τι τηλικατα κα τοσατα μαρτηκς, οδ μικρν τι μεταμελεας ργον νεδειξμην· κα καιρς τς τομς γγς, κα προθεσμα το θαντου παρστηκεν, δ τς μετανοας καιρς οδαμο. ι τοτο τετρακται ψυχ μου, κα κατδυνς στι κα κατηφεας πλρης· ντοιμος γρ κα παρσκευος ν, διαλογιζμενς τε κα νακρνων τ κατ’ μαυτν, οδν κανν πρς πολογαν ερσκω, οδ τινα τρπον κα μηχανν, δι’ ν το αωνου πυρς υσθσομαι. Ε γρ δκαιος μλις σζεται, μαρτωλς γ πο φανομαι; Κα ε δι πολλν θλψεων βασιλεα τν ορανν τος ξοις κατακληροται, κα στεν κα τεθλιμμνη δς τς ζως, πς γ καθηδυπαθν κα κολαστανων διαπαντς τς σωτηρας ξιωθσομαι; Κα ε πσα δικαιοσνη νθρπου, ς ῥάκος ποκαθημνης, τοσοτος βρβορος κα δικα τ λογισθσεται; Ε κα πρ ργο λγου πολογσασθαι πρκειται, πρ τοσοτων γ μαρτημτων τνα επρσωπον ξω τν πολογαν;

Ομοι ψυχ! τι οτω τ καθ’ μς προεχρησε. Βραχς βος κα επερστατος, ξως παροδεων κα πρς τν θνατον παραπμπων· αωνα τν μαρτωλν τιμωρα, σπερ κα τν δικαων βασιλεα, κα ζω μφοτρων μ κοπτομνη θαντ. Τ ον ποισω; τ διαπρξωμαι; ες ποον χος μαυτν κοντσω; Φοβερς γρ κα θνατος, κα μλιστα τν μαρτωλν, πε κα πονηρς· Θνατος γρ μαρτωλν πονηρς· φοβερ δ κα τ μετ θνατον δεματα, φοβερτερον δ πολλ μλλον τ μπεσεν ες χερας Θεο ζντος, ξ ν οκ στιν ξελσθαι δυνμενος. ταν ον λθ νδοξασθναι ν τος γοις ατο, κα ποδοναι κστ κατ τ ργα ατο· ταν θρνοι τεθσι, κα δκαστος Κριτς φοβερς καθιεται, κα ποταμς το πυρς λκων μπροσθεν, κα λαμπρτης κα χαρ τν δικαων τοιμασμνη, κα πσαι α τν γγλων μυριδες, κα πντες ο π’ αἰῶνος νθρωποι, κα πσα μο κτσις, τε ρωμνη κα νοουμνη πτρομος παρσταται· τ γ ττε διαπρξωμαι ασχνης πεπληρωμνος, π το συνειδτος κατεγνωσμνος, παῤῥησας πσης κα πολογας στερημνος; Στεναγμο πντοθεν. Ομοι τν κακν! τ πρτον θρηνσω; τ δετερον στενξω; τ πολοφρωμαι; τν στρησιν τν γαθν, τν δνην τν λγεινν; τ πραντον τς τιμωρας, τν π Θεο χωρισμν; κλασον, θλα ψυχ, νθυμουμνη τατα, κα ποα μετ τν ξοδον παντσετα σοι, ς λαν παχθ κα πδυνα, κα βησον· Θες τν δυνμεων, Θες αἰώνιος, Θες το λους κα τν οκτιρμν, μ γκαταλπς με, μ περδς με, μ ποστσς π’ μο τ λες σου· Πρσχες ες τν βοθειν μου, Κριε τς σωτηρας μου.

Κα γρ οτως χων κα οτω διανοομενος οκ παγορεω τς γαθς λπδος, οδ πογινσκω τς σωτηρας μου. Οδα γρ το μο εσπτου τ εσυμπθητον, οδα το φιλανθρπου τ μνησκακον, κα τι θελητς λους στ, μ θλων τν θνατον το μαρτωλο, ς τ πιστρψαι κα ζν ατν, θλων δ πντας σωθναι, κα ες πγνωσιν ληθεας λθεν, κα μλιστα τος π μαρτας πιστρφοντας. Ο γρ λθες καλσαι δικαους, λλ μαρτωλος ες μετνοιαν. Ο γρ χρεαν χουσιν ο γιανοντες ατρο, λλ’ ο κακς χοντες. Νν ρξμην λαλσαι πρς τν Κριν μου· γ δ εμι γ κα σποδς, σκληξ κα οκ νθρωπος, νειδος νθρπων κα ξουθνημα λαο. ∆ός μοι λγον ν νοξει το στματς μου, διδος εχν τ εχομν, τι παρ σο πσα δσις γαθ, κα πν δρημα τλειον νωθν στι καταβανον κ σο το Πατρς τν φτων· να κα δεηθ ξως κα κετεσω συμφερντως.

Μ ποστραφ τεταπεινωμνος, κατσχυμμνος, λλ τυχν ν λπισα· κα οτως πελεσομαι χαρων ν πληροφορίᾳ καρδας μου. λησν με, Θες, κατ τ μγα λες σου, τι π σο πποιθεν ψυχ μου· λησν με, Κριε, τι σθενς εμι, ατρς τν ψυχν κα τν σωμτων. ς π το φοβερο σου παριστμενος βματος, ς τν χρντων σου ποδν φαπτμενος, οτω παρακαλ κα δομαι κα ντιβολ μετ συντετριμμνης καρδας κα τεταπεινωμνης· λσθητ μοι τ μαρτωλ, συγχρησν μοι τ χρείῳ κα ταπειν, πιδε ξ γου κατοικητηρου σου π τν μν θλιτητα, πβλεψον ξ γων σου ψωμτων π τν προσευχν το ταπεινο δολου σου, κα μ περδς τν δησν μου· νες μοι, να ναψξω, πρ το με πελθεν, θεν οκ τι λοιπν πιστρψω. ς νθρωπος μαρτον, ς Θες συγχρησον· σ γρ οδας, ∆έσποτα, τ εὐόλισθον τς νθρωπνης φσεως, κα τι γκειται δινοια το νθρπου πιμελς π τ πονηρ κ νετητος. Μνσθητι τι χος σμεν· μνσθητι τι σ μνος καθαρς κα χραντος κα μαντος, πντες δ μες ν πιτιμοις· μνσθητι τν π’ αἰῶνος οκτιρμν σου κα το λους σου, κα μ συγκαταδικσς με τας νομαις μου, μηδ κατ τς μαρτας μου νταποδς μοι. Οδας τ πλθος τν νομιν μου, τι πολ κα ριθμ μ ποκεμενον· λλ’ οδα κα τ πλαγος τς φιλανθρωπας σου, τι νεκαστον κα νκητον. Σ γρ ε αρων τν μαρταν το κσμου, π το ορανο καταβς π τς γς, το ζητσαι τ πλανηθν πρβατον κα πολωλς· ποιμν καλς, τιθες τν ψυχν πρ τν προβτων, κα λθν ες τν κσμον μαρτωλος σσαι, ν πρτς εμι γ. λησον, λησον τ ποημα τν χειρν σου· μ βδελξ με τν νξιον, λλ’ οκτερησον τ ποημ σου, δι’ μ σταυρν πομενας, κα τ τν μωλπων καταδεξμενος στγματα, λλ’ ασμενος, ξλειψον πντα φαρμκ συμπαθεας, κα σπγγ φιλανθρωπας σου· Πντα γρ δνασαι, δυνατε δ σοι οδν.

Κατνυξν μου τν πεπωρωμνην καρδαν, λφρυνον τ βρος το συνειδτος, δξαι μου τ δκρυα κα τν στεναγμν, ς τς πρνης, ς το κορυφαου τν ποστλων Πτρου· δξαι μου τν μικρν τατην ξομολγησιν κα μετνοιαν, προσδεξμενος το λστο τν εγνωμοσνην ν τ σταυρ· δξαι μου τν π τν χειλων καρπν, ς θυσαν ζσαν, εὐάρεστον, ες σμν εωδας. Παρακαλ, παρακλθητι· δυσωπ, δυσωπθητι. μαρτε κα Μανασσς κενος βασιλες, λλ’ οκ πλετο μετανοσας· μαρτε κα αυδ πρ κενου, λλ τν μαρταν ποκλαυσμενος λεθη. Πολλ χω τοιατα παραδεγματα παρηγοροντα κα παραμυθομεν μου τν θυμαν, ποδικοντα τν πγνωσιν π’ μο, κα τρφοντ μου τν λπδα τς σωτηρας. Παρακλεσν μου κα σ τν καρδαν, Πατρ τν οκτιρμν κα Θες πσης παρακλσεως· ψυχαγγησον κα γθυνον, πηγ το λους κα τν γαθν. Πολλ ποησας π το αἰῶνος μεγλα κα θαυμαστ, νδοξ τε κα ξασια, ν οκ στιν ριθμς· λλ’ ε μ τν σωτον σσεις, ε μ τν νξιον παραστσεις, πλεω κα μεζω θαυμαστωθσ· τι τοσατη σου τς λεημοσνης κα τς φιλανθρωπας δναμις, στε κα π βορβρου μαργαρτην ποιεν, κα π το εναι υἱὸν γεννης, υἱὸν βασιλεας ποτελεν.

Κα τι κεκρξομαι πρς τν Κριν μου, κα πρς τν Θεν μου δεηθσομαι· κυβρνησον τ πλοιπν μου τς ζως κατ τ θλημ σου· στριξν με ες τν φβον σου· στερωσν με ν τ γπ σου, κα ν τ πλθει τς χρησττητς σου· χρηστν μοι τλος κα ξιον τς φιλανθρωπας σου δρησαι, κα τ στ κα τς ρμονας μου κα πσαν τν σνθεσιν τς ποστσες μου ν λει κα φιλανθρωπίᾳ σου πιδε, κα ες νσεως κα ες ναπασεως τπον τν θλαν μου ψυχν δηγσας, ποκατστησον, τι πολλα μονα παρ σο κστ κατ’ ξαν διανεμμεναι. τι δομαι κα παρακαλ, δς δ, Κριε, κα χριν συνσεως τ μ ναξιτητι το διανοεσθαι τ σο εὐάρεστα, κμο συμφροντα, κα μ μνον διανοεσθαι, λλ κα διαπρττεσθαι, τ μ συναρπζεσθαι κα συναπγεσθαι τος ματαοις, τ μ διαπρττεσθαι τ μ δοντα, τ κενοδξως ταπεινοσθαι τος ταπεινος, κα τος πσχουσι συμπαθεν, κα τος μαρτνουσι συγχωρεν. Οδα γρ ς, ε μ φσω, οκ φεθσομαι.

ι τοτο, παρακαλ, συγχρησον πντα πσι τος μαρτνουσιν ες μ· ο γρ εσιν οτοι ατιοι, λλ’ γ θλιος, μ ποιν τ θλημ σου, κα μ φυλττων τ προστγματ σου. Τος δ γαπντας μς ντμειψαι τας πλουσαις σου δωρεας· τν δ πνευματικν μου πατρα, κα τος δελφος, ος σ δδωκας, εσπλαγχνε, κρμασιν ος πστασαι σν μο φιλανθρπως οκτειρσας, λησον. Τατ μου τς προσευχς τ ῥήματα στωσαν περεντυγχνοντ μου κα ζντος κα θανντος· ατη ξομολγησις κα τ δκρυα ς θυμαμα νπιν σου κατευθηνθτωσαν· γ δ καθ’ κστην ναμνω το θαντου τ παρατητον. Κα τ μν σμ μου τ θλιον ταφ παραδοθν διαφθαρσεται, κα ες τ ξ ν συνετθη ναλυθσεται, περ ναστσεις ζωοδτης φθαρτον ν τ τς παλιγγενεσας καιρ· τ δ πνεμ μου ες χερς σου παρατθημι. νπαυσον, γιε ∆έσποτα, ν φωτ ζντων, κα ν τ κατοικίᾳ τν εφραινομνων, κα τος μος γενντορας, προγνους, κα δελφος, σος δ οκτας εγνμονας· τι, ε κα μρτομεν, λλ’ οκ πστημεν π σο, οδ διεπετσαμεν χερας μν πρς Θεν λλτριον, λλ σ γνωμεν, κα σ γαπκαμεν, κα σο πεπιστεκαμεν, κα σ προσκυνομεν τν να ν Τριδι Θεν, ν σο τε προσευχμεθα, κα ν σο τς τς σωτηρας ναρτμεν λπδας.

λησον μς κατ τ μγα σου λεος, κα σσον ες τν πουρνιον κα αἰώνιν σου βασιλεαν. Να δ, Κρι μου, Κριε, οτω γενσθω τατα ν μν τος λπζουσιν π σ δι τν πολλν σου κα νυπρβλητον γαθτητα, κα δι τν φατν σου εσπλαγχναν κα φιλανθρωπαν, πρεσβεαις τς πανενδξου, πανυμντου, περευλογημνης, κα κεχαριτωμνης δεσπονης μν, περαγας θεοτκου κα ειπαρθνου Μαρας, τν πουρανων κα νοερν δυνμεων, κα πντων τν π’ αἰῶνς σοι εαρεστησντων. μν.

Μνήμη των εν Aγίοις Πατέρων ημών και οικουμενικών Διδασκάλων, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου (30 Ιανουαρίου)

Μνήμη των εν Aγίοις Πατέρων ημών και οικουμενικών Διδασκάλων, Βασιλείου του Μεγάλου, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Oμού δίκαιον τρεις σέβειν εωσφόρους,
Φως τρισσολαμπές πηγάσαντας εν βίω.
Κοινόν τον ύμνον προσφέρειν πάντας θέμις,
Τοις εκχέασι πάσι κοινήν την χάριν.
Έαρ χελιδών ου καθίστησι μία,
Aι τρεις αηδόνες δε, των ψυχών έαρ.
Την μεν νοητήν η Τριάς λάμπει κτίσιν,
Τριάς γε μην αύτη δε, την ορωμένην.
Aπώλεσαν μεν οι πάλαι Θεού σέβας,
Eξ ηλίου τε και σελήνης αφρόνως.
Κάλλος γαρ αυτών θαυμάσαντες και τάχος,
Ώσπερ θεοίς προσήγον ουκ ορθώς σέβας.
Eκ των τριών τούτων δε φωστήρων πάλιν,
Hμείς ανηνέχθημεν εις Θεού σέβας.
Κάλλει βίου γαρ τη τε πειθοί των λόγων,
Πείθουσι πάντας τον μόνον Κτίστην σέβειν.
Κτίσιν συνιστά την δε την ορωμένην,
Το πυρ, αήρ, ύδωρ τε και γης η φύσις.
Οι δ’ αυ συνιστώντές τε κόσμον τον μέγαν,
Την προς Θεόν τε πίστιν, ως άλλην κτίσιν,
Στοιχειακής φέρουσι Τριάδος τύπον.
Mέλει γαρ αυτοίς ουδενός των γηΐνων,
Και γήινον νουν έσχον ουδέν εν λόγοις.
O γρήγορος γαρ πυρ πνέει νους τον λόγον,
Προς ύψος αυ πείθοντα πάντας εκτρέχειν.
Τοις λειποθυμήσασι δ’ εκ παθών πάλιν,
Aναπνοή τις οι Βασιλείου λόγοι.
Μιμούμενος δε την ροήν των υδάτων,
O καρδίαν τε και στόμα χρυσούς μόνος,
Τους εκτακέντας εκ παθών αναψύχει.
Ούτω προς ύψος την βροτών πάσαν φύσιν,
Eκ της χθονός φέρουσι τοις τούτων λόγοις.
 
Λάμψεν ενί τριακοστή χρυσοτρισήλιος αίγλη.

Τρείς Ιεράρχες, Μουσείο Ζακύνθου, Τοιχογραφία από το ναό της Παναγίας Πικριδιώτισσας. Αρχές 18ου αιώνα

H αιτία διά την οποίαν έγινεν η εορτή αύτη των Τριών Ιεραρχών, εστάθη έτζι. Eις τον καιρόν της βασιλείας Aλεξίου του Κομνηνού, όστις έγινε βασιλεύς μετά τον Βοτανειάτην περί τους ‚αρ΄ [1100] χρόνους από Χριστού, εις τον καιρόν, λέγω, τούτου, έγινεν εν Κωνσταντινουπόλει διαφορά και φιλονεικία αναμεταξύ εις τους ελλογίμους και εναρέτους άνδρας. Άλλοι μεν γαρ από αυτούς, έλεγον ανώτερον τον Μέγαν Βασίλειον, επειδή με τους λόγους του μεν, ερεύνησε την φύσιν των όντων, με τας αρετάς του δε, ωμοίαζε και εσυνερίζετο με τους Aγγέλους. Καθότι δεν εσυγχωρούσε προχείρως τους αμαρτάνοντας, αλλά ήτον σοβαρός κατά το ήθος, και δεν είχεν εις τον εαυτόν του κανένα γήινον. Κατώτερον δε του Βασιλείου, έλεγον τον θείον Χρυσόστομον. Eπειδή εκείνος τρόπον τινα είχε τρόπον εναντίον εις τον του Βασιλείου, και ευκόλως εσυγχώρει τους αμαρτάνοντας, και το ήθος του ήτον ελκυστικόν εις μετάνοιαν.

Άλλοι δε πάλιν εκ του εναντίου, ύψοναν τον θείον Χρυσόστομον και έλεγον αυτόν του Βασιλείου και Γρηγορίου ανώτερον, καθότι μεταχειρίζεται διδασκαλίας συγκαταβατικωτέρας, και οδηγεί όλους με το σαφές και εύκολον της φράσεώς του, και τραβίζει τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν. Και καθότι υπερβαίνει τους ανωτέρω δύω Πατέρας με το πολύ πλήθος των μελιρρύτων του συγγραμμάτων, και με το ύψος και πλάτος των νοημάτων. Άλλοι δε προσπάθειαν έχοντες εις τα του Θεολόγου Γρηγορίου συγγράμματα, έλεγον αυτόν ανώτερον Βασιλείου και Χρυσοστόμου, καθότι αυτός με το κομψόν και πεποικιλμένον της φράσεώς του, και με το υψηλόν και δυσνόητον των λόγων του, και με το ανθηρόν των λέξεων, υπερέβηκεν όλους τους σοφούς, τόσον τους παλαιούς και περιβοήτους εις την εξωτερικήν και ελληνικήν σοφίαν, όσον και τους νεωτέρους και καθ’ ημάς εκκλησιαστικούς. Όθεν εκ της τοιαύτης διαφοράς και φιλονεικίας, εσχίσθησαν εις τρία μέρη τα πλήθη των Χριστιανών, και άλλοι μεν, ελέγοντο Ιωαννίται, άλλοι δε Βασιλείται, και άλλοι Γρηγορίται.

Τρείς Ιεράρχες. Ιερός Ναός Αγίων Ανδρόνικου και Αθανασίας, Ευρύχου

Eπειδή λοιπόν έτζι ήτον σχισμένοι οι Χριστιανοί, και έτζι εδιαφέροντο οι ελλόγιμοι άνδρες, διά τούτο εφάνηκαν κατά το όνειρον οι τρεις ούτοι Ιεράρχαι και Διδάσκαλοι, πρώτον μεν, ο καθ’ ένας χωριστά χωριστά, έπειτα δε, και οι τρεις ενωμένοι ομού, εις τον τότε Ιωάννην τον Eπίσκοπον της πόλεως Ευχαΐτων, (ήτις και Ευτικατία λέγεται και κοινώς Εφλεέμ, εν τη Γαλατία ευρισκομένη, και υποκειμένη υπό τον Μητροπολίτην Γαγγρών). Ήτον δε ο Ιωάννης ούτος άνδρας ελλόγιμος, και έμπειρος της ελληνικής παιδείας, καθώς μαρτυρούσι τα παρ’ αυτού πονηθέντα συγγράμματα, και προς τούτοις ήτον και άνδρας, οπού είχε φθάση εις το άκρον της αρετής. Eις τούτον, λέγω, φανέντες, με ένα στόμα του λέγουσι και οι τρεις. Hμείς ένα είμεθα κοντά εις τον Θεόν, καθώς βλέπεις, και καμμίαν εναντιότητα ουδέ μάχην έχομεν, αλλά κατά τους διαφόρους καιρούς οπού ετύχομεν, έτζι ο καθ’ ένας από ημάς υπό του θείου κινούμενος Πνεύματος, διαφόρους και τας διδασκαλίας συνέγραψε. Και εκείνα οπού εδιδάχθημεν υπό του Aγίου Πνεύματος, ταύτα και εξεδώκαμεν διά την σωτηρίαν των ανθρώπων. Και πρώτος ανάμεσα εις ημάς δεν είναι, ούτε δεύτερος, αλλά εάν τον ένα ειπής, ευθύς και οι άλλοι δύω ακολουθούν.

Διά τούτο πρόσταξον τους φιλονεικούντας, να μη χωρίζωνται εξ αιτίας εδικής μας. Eις ημάς γαρ ήτον και είναι σπουδή και προθυμία, τόσον όταν είμεθα ζωντανοί, όσον και τώρα οπού μετέστημεν, το να ειρηνεύωμεν και να φέρωμεν τον κόσμον εις γνώσιν και ομόνοιαν, και όχι να τον χωρίζωμεν. Aλλά και εις ημέραν μίαν ένωσον και τους τρεις ημάς, και σύνθεσον τα της εορτής μας τροπάρια και άσματα, καθώς είναι πρέπον εις την εδικήν σου σύνεσιν, και ακολούθως παράδοσαι εις τους Χριστιανούς, ότι ένα είμεθα κοντά εις τον Θεόν. Βέβαια δε και ημείς θέλομεν συμβοηθήσομεν εις την σωτηρίαν εκείνων, οπού εκτελούσι την κοινήν μνήμην μας. Eπειδή και ημείς φαινόμεθα, ότι έχομεν κάποιαν παρρησίαν και δύναμιν κοντά εις τον Θεόν. Ταύτα ειπόντες οι Άγιοι, εφάνηκαν ότι ανέβηκαν πάλιν εις τους ουρανούς, καταλαμπόμενοι από φως άπειρον, και ένας τον άλλον καλούντες κατ’ όνομα.

Τρεις Ιεράρχες, Βημόθυρα, Μητρόπολη Μόρφου

Αφ’ ου λοιπόν εσηκώθη από τον ύπνον ο ιερός Ιωάννης, έκαμε καθώς τον εδιώρισαν οι θείοι Ιεράρχαι. Και το μεν πλήθος του λαού κατεσίγασε, τους δε φιλονεικούντας ειρήνευσεν (ήτον γαρ περιβόητος κατά την αρετήν ο ανήρ, όθεν και ο λόγος του είχε δύναμιν και πειθώ). Και την εορτήν ταύτην παρέδωκε να εορτάζεται από την Eκκλησίαν του Θεού. Και βλέπε, ω αναγνώστα, την σύνεσιν και διάκρισιν του θείου τούτου ανδρός. Eπειδή γαρ ευρήκε τον Ιαννουάριον τούτον μήνα, οπού είχε και τους τρεις τούτους Ιεράρχας εορταζομένους, τον μεν Μέγαν Βασίλειον, κατά την πρώτην, τον δε Θεολόγον Γρηγόριον, κατά την εικοστήν πέμπτην, και τον θείον Χρυσόστομον, κατά την εικοστήν εβδόμην: τούτου χάριν πάλιν ήνωσεν αυτούς, κατά την τριακοστήν ταύτην του αυτού μηνός. Και τόσον εστόλισε την Aκολουθίαν τούτων, με κανόνας, και τροπάρια, και με λόγον εγκωμιαστικόν, καθώς έπρεπεν εις τοιούτους μεγάλους Πατέρας της Eκκλησίας, ο χαριτώνυμος ούτος Ιωάννης, ώστε οπού φαίνονται ότι κατά νεύσιν και φωτισμόν, ως νομίζω, των τριών Aγίων Ιεραρχών συνετέθησαν τα άσματα της Aκολουθίας ταύτης. Τελείως γαρ δεν έχουσι καμμίαν έλλειψιν από τα επιχειρήματα εκείνα οπού αποβλέπουν εις έπαινον των Aγίων. Όθεν τα τροπάρια αυτά είναι ανώτερα από όσα άλλα τροπάρια έγιναν έως του νυν, και από όσα εις το μέλλον έχουν να γένωσιν.

Ήτον δε κατά την θέσιν του σώματος και τον χαρακτήρα του προσώπου τοιούτοι, οι τρεις Ιεράρχαι, αγκαλά και είπομεν περί τούτου, και εις την ξεχωριστήν εορτήν του κάθε ενός. Ο μεν θείος Χρυσόστομος, ήτον μικρός κατά το ανάστημα του σώματος, είχε μεγάλην κεφαλήν, ήτον ξηρός και πολλά λεπτόσαρκος, ήτον μακρομύτης, και πλατέα έχων τα ρωθώνια, ήτον κίτρινος ομού και άσπρος, είχε βαθουλωτούς τους οφθαλμούς, και μεγάλους τους βολβούς. Όθεν εκ τούτων ηκολούθει να λάμπη με χαριέστερα όμματα, αγκαλά και κατά τα άλλα μέλη του σώματος, έδειχνε πως ήτον λυπηρός. Eίχε μεγάλον το μέτωπον και χωρίς τρίχας, χαραγμένον με πολλάς χαραγάς. Eίχεν αυτία μεγάλα, και το γένειον μικρόν και ωραιότατον, ανθισμένον με ολίγας άσπρας τρίχας. Aπό δε την νηστείαν είχε τα σιαγόνια εις το άκρον βαθουλωμένα.

Οι Τρείς Ιεράρχες. Βημόθυρα Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Ακάκι

Τόσον δε είναι αναγκαίον να ειπούμεν διά τούτον τον Άγιον, ότι με τους λόγους, και την ρητορικήν του ευφράδειαν, υπερέβαλεν όλους τους σοφούς και ρήτορας των Ελλήνων. Μάλιστα δε και εξαιρέτως, με το πλάτος των νοημάτων, και με το σαφές και ανθηρόν της φράσεως. Τόσον δε πολλά εσαφήνισε και εξήγησε την θείαν Γραφήν, ως ουδείς άλλος, και με τας τοιαύτας διδασκαλίας του, τόσον πολλά εβοήθησε και αύξησε το κήρυγμα του Ευαγγελίου, ώστε οπού, αν ο Άγιος ούτος δεν εχρημάτιζεν, (αγκαλά και είναι τολμηρόν να το ειπή τινας) έπρεπε πάλιν να γένη μία δευτέρα παρουσία του Xριστού εις την γην. Τόσον δε μέγας έγινεν ο χρυσορρήμων ούτος κατά την πρακτικήν και θεωρητικήν φιλοσοφίαν, εις τρόπον ότι, όλους ομού υπερέβαλε τους εναρέτους, πηγή χρηματίσας της αγάπης και ελεημοσύνης. Και όλος ων αυτόχρημα φιλαδελφία τε και διδασκαλία. Ούτος λοιπόν ζήσας χρόνους εξηντατρείς, και ποιμάνας την Eκκλησίαν του Xριστού, προς αυτόν εξεδήμησεν.

O δε Μέγας Βασίλειος ήτον κατά την θέσιν και το ανάστημα του σώματος, πολλά μακρύς. Ήτον ξηρός και ολιγόσαρκος, μαύρος ομού και κίτρινος κατά το χρώμα, ήτον μακρομύτης, είχε τα οφρύδια στρογγυλά. Το δε δέρμα το επάνω των οφρυδίων, το είχε συμμαζωμένον, εφαίνετο όμοιος με ένα οπού συλλογίζεται και προσέχει εις τον εαυτόν του. Eίχε το πρόσωπον ζαρωμένον με ολίγας χαραγάς, είχε τα μάγουλα μακρά και τους μήνιγγας δασείς από τρίχας συνεστραμμένας και κυκλοειδείς. Eφαίνετο εις την επιφάνειαν, πως είχεν ολίγον κουρευμένας τας τρίχας. Το γένειον είχε μακρόν αρκετά, και τας τρίχας είχε μεμιγμένας, ήτοι μαύρας ομού με άσπρας. Ούτος ο Άγιος υπερέβαλε κατά την παιδείαν των λόγων, όχι μόνον τους σοφούς και ελλογίμους οπού ήτον εις τον καιρόν του, αλλά και αυτούς ακόμη τους παλαιούς. Φθάσας γαρ εις κάθε είδος παιδείας, εις κάθε μίαν από αυτάς το κράτος και την νίκην απόκτησεν. Ου μόνον δε ταύτα, αλλά και την διά πράξεως ήσκησε φιλοσοφίαν, και διά της πράξεως, ανέβη εις την θεωρίαν των όντων. Eκ τούτων δε, ανέβη και εις τον θρόνον της αρχιερωσύνης, γενόμενος δε χρόνων τεσσαράκοντα, και εις πέντε χρόνους ποιμάνας την Eκκλησίαν1, προς Κύριον εξεδήμησεν.

Δέηση. Μέγας Βασίλειος, Ιωάννης Χρυσόστομος, Γρηγόριος Θεολόγος. Τρίπτυχο του 18ου αιώνα στο Άγιο Όρος

O δε Θεολόγος Γρηγόριος ήτον, μέτριος μεν κατά την θέσιν, και το ανάστημα του σώματος, ολίγον δε κίτρινος, ομού και χαρίεις. Eίχε κολοβήν και πλατείαν την μύτην, είχε τα οφρύδια ίσα, έβλεπεν ήμερα και καταδεκτικά, είχε το δεξιόν ομμάτι ξηρότερον από το αριστερόν, και εφαίνετο ένα σημάδι πληγής εις το ένα άκρον του οφθαλμού του2. Είχε το γένειον, δασύ μεν αρκετά, όχι δε και μακρόν. Ήτον φαλακρός και άσπρος εις την κεφαλήν, έδειχνεν ότι τα άκρα του γενείου του ήτον ωσάν καπνισμένα. Είναι δε άξιον να ειπούμεν περί του Θεολόγου τούτου, ότι ανίσως έπρεπε να γένη ένας στύλος έμψυχος και ζωντανός, συνθεμένος από όλας τας αρετάς, τούτο ήτον ο Μέγας ούτος Γρηγόριος. Υπερνικήσας γαρ με την λαμπρότητα της ζωής του τους ευδοκιμούντας κατά την πράξιν, εις τόσην ακρότητα της θεωρίας ανέβη, ώστε οπού όλοι ενικώντο από την σοφίαν οπού είχε, τόσον εις τους λόγους, όσον και εις τα δόγματα. Όθεν απόκτησε κατ’ εξαίρετον τρόπον, και το να επονομάζεται Θεολόγος. Eποίμανε δε και την εν Κωνσταντινουπόλει Eκκλησίαν δώδεκα χρόνους, ζήσας επί γης χρόνους όλους ογδοήκοντα. (Όρα περί τούτων και εις τον Νέον Παράδεισον, και εις την Σάλπιγγα, και εις τον Χρύσανθον3.)

Τρείς Ιεράρχες. Εικόνα του 7ου αι. Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

Σημειώσεις

1. Κατά δε τον Θεολόγον Γρηγόριον, οκτώ χρόνους, και ουχί πέντε, εποίμανε την Eκκλησίαν. «Οκταετή λαοίο θεόφρονος ηνία τείνας». Ώστε άπαντα τα έτη της ζωής του θείου Βασιλείου είναι 49 και ουχί 40 ή 45. Και αφίνω να λέγω, ότι κατά μεν τον νεώτερον Γαρνέρον, έζησεν έτη 60, κατά δε τον Οουδίνον, έτη 50.
 
2. Διά το σημάδι τούτο οπού είχεν ο Θεολόγος εις το ένα άκρον του οφθαλμού του, είπομεν εις το ξεχωριστόν Συναξάριον αυτού κατά την εικοστήν πέμπτην του παρόντος Ιαννουαρίου, και όρα εκεί, ίνα μη τα αυτά αναφέροντες και εδώ, περιττολογώμεν.
 
3. Σημείωσαι, ότι εις τους τρεις τούτους Ιεράρχας εγκώμια δύω γλαφυρά συνέταξεν ο θείος Ιωάννης ο Ευχαΐτων, ο και την Aκολουθίαν αυτών άριστα συγγράψας, ων του μεν ενός η αρχή έστιν αύτη· «Τρεις με προς τριώνυμον παροτρύνουσι κίνησιν», του δε ετέρου, αύτη· «Πάλιν Ιωάννης ο την γλώτταν χρυσούς». Ομοίως και Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ου η αρχή· «Έδει μεν έδει ω Ιωάννη». (Σώζονται και τα τρία εν τη Μεγίστη Λαύρα, <και> εν τω Κοινοβίω του Διονυσίου. Eν τη Ιερά Μονή δε του Βατοπαιδίου, τα δύω του Ευχαΐτων, ομοίως και εν τη των Ιβήρων.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

24 σύντομες προσευχές του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος
Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος

1. Κύριε, μη στερήσης με των επουρανίων σου και αιωνίων αγαθών.

2. Κύριε, λύτρωσαί με των αιωνίων κολάσεων.

3. Κύριε, είτε λόγω είτε έργω είτε κατά νουν και διάνοιαν ήμαρτον, συγχώρησόν μοι.

4. Κύριε, λύτρωσαί με από πάσης ανάγκης και αγνοίας και λήθης και ραθυμίας και της λιθώδους αναισθησίας.

5. Κύριε, λύτρωσαί με από παντός πειρασμού και εγκαταλείψεως.

6. Κύριε, φώτισον την καρδίαν μου, ην εσκότισεν η πονηρά επιθυμία. 

7. Κύριε, εγώ μεν ως άνθρωπος αμαρτάνω, συ δε ως Θεός ελέησόν με.

8. Κύριε, ίδε την ασθένεια της ψυχής μου και πέμψον την χάριν σου εις βοήθειάν μου, ίνα εν εμοί δοξασθή το όνομά σου το άγιον.

9. Κύριε Ιησού Χριστέ, έγγραψον το όνομα του δούλου σου εν βίβλω ζωής, χαριζόμενός μοι και τέλος αγαθόν.

10. Κύριε ο Θεός μου, ουκ εποίησα ουδέν αγαθόν, αλλ’ αρξαίμην ποτέ τη ευσπλαγχία σου.

11. Κύριε, βρέξον εις την καρδίαν μου την δρόσον της χάριτός σου.

12. Κύριε ο Θεός του ουρανού και της γης, μνήσθητί μου του αμαρτωλού, του αισχρού, του πονηρού και βεβήλου κατά το μέγα έλεός σου, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου.

13. Κύριε, εν μετανοία με παράλαβε και μη εγκαταλίπης με.

14. Κύριε, μη εισενέγκης με εις πειρασμόν.

15. Κύριε, δος μοι έννοιαν αγαθήν.

16. Κυριε, δος μοι δάκρυον και μνήμην θανάτου και κατάνυξιν.

17. Κύριε, δος μοι των λογισμών μου εξαγόρευσιν.

18. Κύριε, δος μοι ταπείνωσιν, εκκοπήν θελήματος και υπακοήν.

19. Κύριε, δος μοι υπομονήν, μακροθυμίαν και πραότητα.

20. Κύριε, εμφύτευσον εν εμοί την ρίζαν των αγαθών, τον φόβον σου.

21. Κύριε, αξίωσόν με αγαπάν σε εξ όλης της ψυχής μου και της διανοίας μου και της καρδίας, και τηρείν εν πάσει το θέλημά σου.

22. Κύριε, σκέπασόν με από τε ανθρώπων πονηρών και δαιμόνων και παθών και από παντός μη προσήκοντος πράγματος.

23. Κύριε, ως κελεύεις, Κύριε, ως γινώσκεις, Κύριε, ως βούλει, γενηθήτω το θέλημά σου εν εμοί.

24. Κύριε, το σον θέλημα γενέσθω και μη το εμόν, πρεσβείαις και ικεσίαις της Παναγίας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων σου, ότι ευλογητός ει εις τους αιώνας. Αμήν.

Πηγή: https://trelogiannis.blogspot.com/2023/01/24.html

Προσευχὴ γιὰ ἐχθροὺς καὶ φίλους. Μεγάλου Βασιλείου

Μέγας Βασίλειος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα
Μέγας Βασίλειος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

νεξκακε βασιλε κα ἀίδιε, δι τν κ ξλου κατκρισιν π ξλου ρθες, κα τος κολουθεν σου τος χνεσιν αρουμνοις μακροθυμας σαυτν πδειγμα παρασχμενος, ς πρ τν σταυροντων σε θεομχων ντευξιν προσγαγες τ συνανρχ Γενντορι ατς· φιλνθρωπε Κριε, κα ος δι’ πεχθεας σμν πιβουλεουσιν, λοιδορουμνοις, πηρεζουσιν, βασκανουσιν, καθ’ οον δ τινα τρπον ξ πιβουλς κα πηρεας το φιλαπεχθμονος δαμονος μισοσι κα ποστρεφομνοις, συγχρησον τ τς ες μς παροινας πλημμλημα, μετβαλε τς γνμας ατν κ κακοηθεας ες πιεκειαν.

 μβαλε τας καρδαις ατν δολον γπην κα νυπκριτον· σνδησον μν ατος ν ἀῤῥήκτοις δεσμος ενοας πνευματικς· κα τς κηρτου σου ζως, ος οδας λγοις, κοινωνος ποτλεσον· τος δ γαπντας μς, κα ες τς σωματικς χρεας δι τ σν διακονοντας γιον νομα, τας πλουσαις σου δωρεας ντμειψαι, κα τς λξεως τν πιστν κα φρονμων οκονμων ξωσον. 

Κα τος τς σθενεας μν ν γαθ διαθσει μεμνημνοις, κα περευχομνοις, δαψιλ τν χριν σου πιβρβευσον· τος ντειλαμνοις τ μετρ ταλαιπρ ναξιτητι πρ ατν εχεσθαι τ φλιμα χρισαι, κα τ πρς σωτηραν ατματα παρσχες, κα πλοσια τ λη σου κα τος οκτιρμος ατος ξαπστειλον. Πντας, εσπλαγχνε, τος π σο πεποιθτας λησον, πντας ες τν θεαν σου γπην λκυσον. Πρστηθι πντων, κα ντιλβου, σν μν τος μαρτωλος κα χρεοις δολοις σου, κα τς σς βασιλεας κληρονμους πργασαι. Σν γρ στι τ λεεν κα σζειν μς, Θες μν, τι σο στι τ κρτος ες τος αἰῶνας. μν.

Οι Τρεις Ιεράρχες (Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου)

Οι Τρείς Ιεράρχες. Βημόθυρα Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Ακάκι

Ομιλία του  Μητροπολίτου  Μόρφου Νεοφύτου στο Ακάκι (28.01.2009)

Οι Τρείς Ιεράρχες. Βημόθυρα Ιερού Ναού Μεταμορφώσεως του Σωτήρος, Ακάκι

Το να μιλά κανείς για τους Τρεις Ιεράρχες είναι εγχείρημα δύσκολο, καθότι οι τρεις αυτοί Μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας, παρόλο που μας κληροδότησαν ένα λόγο γεμάτο φως, ήσαν πρωτίστως άνθρωποι των έργων.

Δηλαδή πραγμάτωσαν εδώ στη γη την εν Χριστώ ζωή με τα έργα και τη βιοτή τους, αφιερώνοντας όλες τους τις δυνάμεις, ψυχικές και σωματικές, στη διακονία της Εκκλησίας και του λαού του Θεού. Τα μεγάλα και ποικίλα χαρίσματα, που έλαβαν δωρεάν από το Θεό, τα έδωσαν με τη σειρά τους στον κόσμο, δοξάζοντας έτσι εκείνον, που τους τα έδωσε και ανακουφίζοντας και στηρίζοντας τους ανθρώπους.
Σπάνια συναντάμε, ακόμα και σε αγιασμένους ανθρώπους, τέτοιο φρόνημα και τέτοιο πλούτο χαρισμάτων. Όπως πολύ ορθά σημειώνουν οι μελετητές του Μεγάλου Βασιλείου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου και του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, η πολυσχιδής προσωπικότητα τους συγκέντρωνε και συνδύαζε θαυμαστές ικανότητες διαποτισμένες από αγιότητα, ασκητικότητα, θεολογία, ακαδημαϊκή γνώση, κοινωνική ευαισθησία, ποιμαντική μέριμνα, συγγραφικό ταλέντο και διοικητική μέριμνα. Άλλωστε, δεν είναι τυχαίο, που ο υμνωδός της Εκκλησίας τους ονομάζει «μεγίστους φωστήρας της τρισηλίου Θεότητος» και αλλού του «Χριστού μας το στόμα». Επομένως, θα μιλήσουμε για τους τρεις αυτούς Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας μας, έχοντας κατά νουν ότι έβαλαν τα θεμέλια για την ορθή λατρεία του Τριαδικού Θεού σε όλη την οικουμένη και μας κληροδότησαν τα αθάνατα συγγράμματα τους, που παραμένουν μέχρι σήμερα ένα βασικό εργαλείο για οιονδήποτε θέλει να μελετήσει την Ορθόδοξη πατερική και θεολογική παράδοση.
Προτού προχωρήσουμε, όμως, ας ρίξουμε μια σύντομη ματιά στη ζωή τους, κάνοντας αρχή με τον Μέγα Βασίλειο.
Μέγας Βασίλειος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Ο Μέγας Βασίλειος γεννήθηκε στη Νεοκαισάρεια του Πόντου περί το 330 από γονείς ευσεβείς, τον Βασίλειο και την Εμμέλεια, που είχαν ακόμα πέντε κόρες και τρεις γιους. Τα πρώτα μαθήματα του ο άγιος τα παρακολούθησε κοντά στον πατέρα του, που ήταν ρήτορας και διδάσκαλος εγκυκλίων μαθημάτων. Ακολούθως, φοίτησε στις περίφημες σχολές της Καισάρειας, της Κωνσταντινούπολης και της Αθήνας, σπουδάζοντας ρητορική, φιλοσοφία, γραμματική, διαλεκτική, αστρονομία, γεωμετρία και ιατρική. Στην Αθήνα αναπτύσσει με τον συμφοιτητή του, άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, πνευματική και αδελφική φιλία, η οποία θα διατηρηθεί σ’ όλη τους τη ζωή. Παρόλο δε, που είχε μελετήσει σε βάθος όλους τους μέχρι την εποχή του Πατέρες και διδασκάλους της Εκκλησίας, δήλωνε υπερήφανα ότι τη θεολογική του σκέψη τη διαμόρφωσαν η μητέρα και η γιαγιά του. Η μητέρα του Εμμέλεια, που του εμφύσησε την αίσθηση περί του ενός και μόνου Θεού,  και η γιαγιά του Μακρίνα, που κατά την παιδική του ηλικία αύξησε αυτή την αίσθηση περί του Θεού.

Ήταν άνθρωπος πολυσχιδής,   ακαταπόνητος και υπερδραστήριος, ηγέτης σπάνιος. Με ότι ασχολείτο το έφερνε εις πέρας. Ήταν πρότυπο μοναχού ασκητή. Οργάνωσε τον μοναχικό βίο με αξιοθαύμαστο τρόπο, έτσι ώστε να διακονείται η Εκκλησία και το κοινωνικό σύνολο, χωρίς να παρεμποδίζεται το πνευματικό, ησυχαστικό και δοξολογικό έργο των μοναχών. Ήταν κοινωνικός μεταρρυθμιστής. Αγωνίστηκε όσο κανένας άλλος άνθρωπος στην ιστορία για την αναμόρφωση της κοινωνίας και την οργάνωση της κοινωνικής και νοσοκομειακής πρόνοιας με τα λίγα μέσα που διέθετε, ιδρύοντας στα προάστεια της Καισάρειας την περίφημη «πολιτεία του ελέους», που θα γίνει μεταγενέστερα γνωστή με το όνομα Βασιλειάδα. Ήταν μέγας θεολόγος. Προσέφερε την οριστική λύση στο τριαδολογικό πρόβλημα, που συντάρασσε την Εκκλησία κατά τον 4ον αιώνα. Το σχετικό θεολογικό του έργο υιοθετήθηκε επίσημα από την Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδο, την οποία οραματιζόταν και ανέμενε, αλλά δεν πρόλαβε, καθότι εκοιμήθη δύο χρόνια πριν. Κατέστη πρότυπο ποιμενάρχη, συγγραφέα και θεολόγου. Συνδύαζε πρακτική ιδιοφυία, φιλοσοφική σκέψη και θεολογική ακρίβεια. Για μια περίοδο 18 ετών, μέχρι το τέλος του βίου του, παράλληλα με την ποιμαντική του απασχόληση και παρά την ασθένεια του σώματος του, παρήγαγε συγγραφικό έργο σε έκταση και ποιότητα, που τον τοποθετεί στην πρώτη γραμμή των Πατέρων όλων των εποχών.

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γεννήθηκε γύρω στο 328 στην Αριανζό της Καππαδοκίας, που βρίσκεται κοντά στη Ναζιανζό, γι’ αυτό και ονομάζεται Ναζιανζηνός. Καταγόταν από οικογένεια γαιοκτημόνων της Καππαδοκίας. Η μητέρα του, η Νόννα, αναγνωρίστηκε ως αγία της Εκκλησίας μας, ενώ ο πατέρας του, ο Γρηγόριος, διετέλεσε επίσκοπος Ναζιανζού. Μετά τις σπουδές του στην Καισάρεια και την Αλεξάνδρεια, μεταβαίνει στην Αθήνα και λαμβάνει και αυτός την ίδια ακαδημαϊκή γνώση, που έλαβε και ο Μέγας Βασίλειος. Ήταν άνθρωπος ασθενικός, ήσυχος και ήρεμος. Προτιμούσε να ζει μακριά από τον κόσμο και να ασχολείται με το γράψιμο. Όποτε αναγκάστηκε να ζήσει σε μεγάλες πόλεις, το έκανε για χάρη της Εκκλησίας. Εξαιτίας του χαρακτήρα του, προτιμούσε την αναχώρηση, τη φυγή. Γι’ αυτό όλη του η ζωή ήταν γεμάτη από συνεχείς μετατοπίσεις. Ενώ η μόρφωση του, το ενδιαφέρον του για τα εκκλησιαστικά πράγματα και η φωνή της θείας χάριτος που συχνά άκουε εντός του, τον έσπρωχναν προς τις διοικητικές ευθύνες, από την άλλη το φιλάσθενο σώμα του και η επιθυμία του για ησυχία, τον απομάκρυναν.

Ωστόσο, στα λίγα χρόνια που διακόνησε την Εκκλησία από τη θέση του ποιμένα, άλλαξε την πορεία των εκκλησιαστικών πραγμάτων. Αν και θεωρείται ο ποιητικότερος των Τριών Ιεραρχών, ως συγγραφέας δεν εργαζόταν μεθοδικά και συστηματικά, αλλά ανάλογα με τις περιστάσεις. Το έργο του είναι πολύ μεγάλο σε όγκο και θεωρείται ο πιο μυστικός από την τριάδα των Ιεραρχών. Τα δε κείμενα του χρησιμοποιήθηκαν πάρα πολύ ως μαρτυρίες της ορθοδόξου πίστεως και ζωής καθ’ όλους τους αιώνες. Η Εκκλησία του απένειμε τον τίτλο Θεολόγος ως κυριώνυμο, για τον ιδιάζοντα, βαθύ και υψηλό χαρακτήρα της θεολογίας του.

Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας του Άρακα

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος ανήκει στους αγίους Πατέρες, που λόγω της τεράστιας συμβολής του στα διοικητικά της Εκκλησίας, του μεγάλου κοινωνικού και πνευματικού του έργου και της συμβολής του στην ανάπτυξη της θεολογίας, η μνήμη του διατηρήθηκε ζωντανή σε όλους τους αιώνες. Είναι ο μόνος από τους Τρεις Ιεράρχες, που δεν κατάγεται από την Καππαδοκία, αλλά από την Αντιόχεια της Συρίας. Ήταν παιδί επιφανούς οικογενείας, του Σεκούνδου και της αγίας Ανθούσης, της οποίας την αρετή και την πίστη εγκωμίασε ο δάσκαλος του αγίου, ο ονομαστός φιλόσοφος Λιβάνιος, λέγοντας ότι είναι η αξιότερη των χριστιανών. Ο άγιος γεννήθηκε μεταξύ των ετών 344 και 354 και, όπως προαναφέραμε, φοίτησε κοντά στον σοφό Λιβάνιο. Μετά την κοίμηση της μητέρας του, ασκήτεψε για τέσσερα χρόνια κοντά σε Σύριο Γέροντα και άλλα δύο μόνος σε σπήλαιο. Στη συνέχεια χειροτονήθηκε διάκονος και μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, όπου δίδαξε και επιδόθηκε στη συγγραφή. Χειροτονείται ιερέας και επιστρέφει στην Αντιόχεια, όπου αναπτύσσει μεγάλο πνευματικό έργο. Κηρύττει κάθε Παρασκευή και Κυριακή και τη Μεγάλη Σαρακοστή περιέρχεται όλους τους ναούς της πόλης και κηρύττει καθημερινά, προφυλάσσοντας και με αυτόν τον τρόπο τον λαό από τις διάφορες αιρέσεις. Το 398 εκλέγεται αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως και ασκεί συνεχή κριτική κατά των ατασθαλιών των βασιλέων, των αρχόντων και της πολιτικής βίας. Επιδίδεται σε τεράστιο κοινωνικό και ποιμαντικό έργο, κτίζοντας νοσοκομεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία και οργανώνοντας υποδειγματικά το έργο της κοινωνικής πρόνοιας. Αναπτύσσει το αίσθημα της σοβαρότητας της ιερωσύνης και συμβάλλει και απαιτεί από τους ιερείς του να είναι ολιγαρκείς, λιτοί και με ήθος. Κατά τη διάρκεια της επισκοπικής του διακονίας δέχθηκε πολλές ταλαιπωρίες, εξορίες και διώξεις. Το συγγραφικό του έργο είναι ογκώδες και θεωρείται ο ρητορικώτερος των Τριών Ιεραρχών.

Η εποχή, που έζησαν οι Τρεις Ιεράρχες, ήταν περίοδος ταραχών και ριζικών αλλαγών, αν και ο αρχαίος κόσμος παρέμενε ακόμα πολύ ισχυρός και η Εκκλησία είχε να αντιμετωπίσει τα βέλη και τους πειρασμούς των ποικίλων αιρέσεων. Η δε αυτοκρατορική μοναρχία ήταν τόσο ισχυρή, που είχε τη δύναμη να αλλάζει μέσα σε μια μέρα αποφάσεις που αφορούσαν την Εκκλησία και την Παιδεία, με αποτέλεσμα να διώκονται άγιοι ιεράρχες και σημαντικές προσωπικότητες από τους θρόνους και τις θέσεις τους.

Τρείς Ιεράρχες. Ιερός Ναός Αγίου Παντελεήμονος, Κακοπετριά

Η αυτοκρατορική αυλή ήταν ευάλωτη στις επιρροές κακών συμβούλων, αλλά και ιεραρχών, που ήθελαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να υπηρετήσουν τα ιδιοτελή συμφέροντα τους. Το κλίμα αυτό δεν δίστασαν να στηλιτεύσουν οι Τρεις Ιεράρχες, και ιδιαιτέρως ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, που δέχθηκε περισσότερο από τους υπόλοιπους τον πόλεμο των αυλοκολάκων. Πέραν τούτου, οι Τρεις Ιεράρχες είχαν να αντιμετωπίσουν και τους φανατικούς χριστιανούς, που δημιουργούσαν προβλήματα και προχωρούσαν σε βανδαλισμούς εναντίον ειδωλολατρικών ναών ή στο κάψιμο βιβλίων αρχαίων συγγραφέων.

Ειδικά, ο Μέγας Βασίλειος κατέβαλε μεγάλη προσπάθεια να τιθασεύσει μερικούς μοναχούς, που επιδίδονταν σε τέτοιου είδους καταστροφές, διότι ως άριστος γνώστης της αρχαίας γραμματείας ήξερε ότι η παιδεία της εποχής του ήταν στηριγμένη στα κείμενα των αρχαίων συγγραφέων. Επομένως, εκείνο που χρειαζόταν δεν ήταν η σύγκρουση και η απόρριψη, ούτε και η πλήρης αποδοχή, αλλά η διάκριση, η ανάλυση και η αφομοίωση του αρχαίου κόσμου, όχι ως περιεχομένου, αλλά ως ενδύματος του ορθοδόξου χριστιανικού λόγου.

Οι Τρεις Ιεράρχες έβλεπαν ότι την εποχή, που έζησαν, η αρχαιοελληνική παράδοση ήταν ζώσα και πραγματική, όχι μόνο για τους ειδωλολάτρες, αλλά και για πολλούς χριστιανούς, που αισθάνονταν κληρονόμοι των δύο πολιτισμών, του ελληνικού και του χριστιανικού και ήθελαν να παραλάβουν από τον ελληνισμό ένα περίλαμπρο ένδυμα κι από τον χριστιανισμό μια υψηλή θρησκευτική και ηθική διδασκαλία. Μέσα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, οι Καππαδόκες Πατέρες, και ειδικά ο Μέγας Βασίλειος, προσέφεραν το μέτρο της διακρίσεως, που προέτρεπε μεν τους χριστιανούς να σπουδάζουν τη φιλοσοφία και τις συναφείς επιστήμες, αλλά να προφυλάγονται από την κενή απάτη των ειδώλων, έχοντας για οδηγό τους την αποκάλυψη της εν Χριστώ αλήθειας.

Τρείς Ιεράρχες, Μουσείο Ζακύνθου, Τοιχογραφία από το ναό της Παναγίας Πικριδιώτισσας. Αρχές 18ου αιώνα

Η φιλοσοφία μπορούσε να είναι ένα όργανο επεξεργασίας και διατύπωσης των θεολογικών και ηθικών αντιλήψεων, αλλά το ζητούμενο ήταν η διατήρηση της σχέσης με τον ένα και μόνο Θεό. Η χρησιμοποίηση των όρων και μεθοδολογίας της ελληνικής φιλοσοφίας θεωρήθηκε αναγκαία, για να διατυπωθεί και να κατανοηθεί σε όρους δογματικούς η χριστιανική πίστη. Αξίζει εδώ να προσέξουμε το εξής: Οι Τρεις Ιεράρχες δεν έπαιρναν, όπως πολλοί πιστεύουν, ό,τι τους άρεσε από την αρχαία γραμματεία για να το προσαρμόσουν στη χριστιανική πίστη. Ούτε και συνέχισαν το έργο μερικών απολογητών, που υποστήριζαν ότι κάποια αρχαία κείμενα προετοίμαζαν την έλευση του Χριστού. Αντιθέτως, έχοντας ξεκάθαρη άποψη, αντιμετώπισαν τον αρχαίο κόσμο στο σύνολο του. Και έχοντας ως αφετηρία τον βαθύ συγκλονισμό που ένοιωθαν οι Έλληνες απέναντι στο απρόβλεπτο της ζωής, το οποίο τους ενέπνεε την αίσθηση της τραγωδίας, αντιπρότειναν στην εποχή τους ως λύση το απέραντο έλεος του Θεού, ο οποίος σαρκώθηκε για να προσλάβει τη ζωή και να θεραπεύσει την ιστορία. 

Στον τομέα της παιδείας, οι Τρεις Ιεράρχες αναδεικνύονται πρωτοπόροι αφού, σε μια εποχή συγκρούσεων και ταραχών, είχαν το σθένος και την τόλμη να υποστηρίζουν και να επιμένουν ότι θα πρέπει να μορφώνονται όλοι, ανεξαρτήτως τάξεως και όχι μόνο οι ανώτερες τάξεις του λαού. Κατάφεραν, λόγω της προσωπικότητας τους, της μεγάλης ακαδημαϊκής μόρφωσης και της ευρύτητας του πνεύματός τους, να καθορίσουν την παιδεία της εποχής τους. Έτσι στα σχολεία διδάσκονταν και αρχαιοελληνικά κείμενα και συγγραφείς, όπως ο Όμηρος, οι αρχαίοι τραγικοί Αισχύλος, Σοφοκλής και Ευριπίδης, ιστορικοί και ρήτορες, ακόμα και μερικές κωμωδίες του Αριστοφάνη. Πολλοί ερευνητές συμφωνούν ότι τα κείμενα αυτά δεν θα σώζονταν, εάν οι Τρείς Ιεράρχες δεν τα ενέτασσαν στην εκπαίδευση. Και αν σήμερα θεωρούνται προστάτες της παιδείας και των γραμμάτων, είναι γιατί, όχι μόνο διέσωσαν τα αρχαία γράμματα σε μια εποχή φανατισμού και μισαλλοδοξίας, αλλά και γιατί η βαθιά τους πίστη τους επέτρεψε να είναι επιλεκτικοί, διακριτικοί, ανοικτοί και κριτικοί προς κάθε κατεύθυνση. 

Γνώριζαν δηλαδή, ότι η γνώση δεν αρκεί από μόνη της για να κατευθύνει τους νέους προς την οδό της αλήθειας. Επιθυμούσαν να διαμορφώσουν τους νέους με τρόπο ώστε να αναπτύξουν το δώρο της ελευθερίας που είχαν από τον Θεό δημιουργικά κι όχι φοβισμένα και καχύποπτα, γιατί μόνο έτσι θα μπορούσαν να αγαπήσουν πραγματικά τον Δημιουργό και το δημιούργημα Του, τον άνθρωπο. Ήθελαν τα παιδιά να είναι μέτοχοι της αγάπης του Θεού, που εκβάλει έξω κάθε φόβο, ώστε ο άνθρωπος να αισθάνεται την ανάγκη να διακονεί τον αδελφό του και όχι να τον υποτάσσει. Έτσι, οι Τρεις Ιεράρχες είδαν την παιδεία ως καλλιέργεια της ψυχής και κοινωνία με τον Θεό, ως διαμόρφωση καλών και ενάρετων χαρακτήρων και ομαλή ένταξη τους στην κοινωνία. Γιατί, όπως λέει αφοπλιστικά ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «οι άνθρωποι πρέπει να ζουν ο ένας για τον άλλο και όλοι για όλους».
Τρείς Ιεράρχες. Εικόνα του 7ου αι. Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά

Η κοινωνική ευαισθησία των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική και αξεπέραστη σε εύρος και δημιουργικότητα. Πρώτοι οι Τρεις Ιεράρχες τόνισαν ότι, παράλληλα με την ασκητική και ησυχαστική ζωή, θα έπρεπε να λειτουργεί και η διακονία προς τον συνάνθρωπο μας, δηλαδή η συμπαράσταση και η βοήθεια προς κάθε πάσχοντα, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος και θρησκείας. Είναι γνωστά τα οργανωμένα συσσίτια του Μεγάλου Βασιλείου, στα οποία προσέρχονταν και Εβραίοι και Αρειανοί, καθώς είναι γνωστή και η κριτική, που ασκούσε στους τοκογλύφους και όσους εκμεταλλεύονταν τους ανθρώπους στη δουλειά. Ο άγιος Γρηγόριος σημειώνει ότι κανένας δεν είναι εκ φύσεως δούλος, ανατρέποντας τη σχετική άποψη, τόσο του αρχαίου, όσο και του ιουδαϊκού κόσμου. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος με τη σειρά του παραχωρεί εκκλησία στους Γότθους, για να τελούν τη λατρεία στη δική τους βαρβαρική γλώσσα. Όλα αυτά δείχνουν αγίους, που εφάρμοζαν στην πράξη και στην κυριολεξία τις εντολές του Χριστού. Δεν ήσαν χριστιανοί κατ’ όνομα, αλλά κατ’ ουσίαν.

Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών είναι υποδειγματική αφού συνδιαλέγονταν με όλα και με όλους, χωρίς να αποκλίνουν από την Αλήθεια του Τριαδικού Θεού. Η ζωή τους ήταν διαποτισμένη από μια οικουμενική αντίληψη, η οποία αποτυπώθηκε και στο απολυτίκιο τους, το οποίο λέει: «τους την οικουμένην ακτίσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας». Δηλαδοί, οι Τρεις Ιεράρχες είναι αυτοί, που έδωσαν φως σ’ ολόκληρη την οικουμένη, με τις ακτίνες των θείων δογμάτων.
Η εποχή τους ήταν εποχή πολυπολιτισμικότητας, όπως θα λέγαμε σήμερα. Οι ίδιοι μαθήτευσαν σε εθνικούς και ιουδαίους δασκάλους και έτσι από νωρίς αντιλήφθηκαν ότι η Εκκλησία του Χριστού είναι οικουμενική και ότι ο αληθινός Θεός έπρεπε να γίνει κατανοητός σε όλον τον κόσμο, όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας, φύλου, χρώματος ή κοινωνικής θέσης. Το μήνυμα της Αναστάσεως, της νίκης κατά του θανάτου, έπρεπε να φτάσει σε κάθε γωνιά της γης. Η οικουμενικότητα των Τριών Ιεραρχών δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή παγκοσμιότητα, που ισοπεδώνει τα πάντα, γιατί εκείνη ήταν θεμελιωμένη στην ελευθερία και τον σεβασμό της διαφορετικότητας. Για τους Τρεις Ιεράρχες η οικουμενικότητα δεν ήταν σχήμα λόγου αλλά πράξη καινοδιαθηκική. Ο πλησίον είναι ο αδελφός μου, το άλλο μου μισό. Έτσι, μπορούμε χωρίς υπερβολή να πούμε ότι οι Τρεις Ιεράρχες είναι αυτοί, που ένωσαν την Ανατολή με τη Δύση και τον αρχαίο κόσμο με τον νέο κόσμο της χριστιανικής πίστης.
Τρεις Ιεράρχες, Βημόθυρα, Μητρόπολη Μόρφου

Η σκέψη των Τριών Ιεραρχών αποτελεί σήμερα το κλειδί για την ελληνική παιδεία. Διότι προσφέρει το οικουμενικό μήνυμα της αγάπης και της συνδιαλλαγής, αλλά και προβάλλει τον άνθρωπο ως κέντρο της δημιουργίας, που έχει την ευθύνη της διαχειρίσεως του κτιστού κόσμου αλλά και τη δυνατότητα να συνομιλεί και να κοινωνεί με τον Θεό, ως πρόσωπο ανεπανάληπτο και μοναδικό.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να αναφερθώ και στη τεράστια συμβολή του Μεγάλου Βασιλείου και του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου στη θεία λατρεία, με τη διαμόρφωση του τυπικού της θείας Λειτουργίας, που είναι το κορυφαίο λατρευτικό γεγονός των χριστιανών, το οποίο κορυφώνεται με την τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Η θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, που είναι προγενέστερη εκείνης του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, είναι μεγαλοπρεπής και μακροσκελής και τελείται δέκα φορές τον χρόνο. Ενώ η θεία Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου είναι στηριγμένη στην αποστολική θεία Λειτουργία, που αποδίδεται στον Ιάκωβο τον Αδελφόθεο, αλλά αποτελεί και μια συνοπτικότερη απόδοση της θείας Λειτουργίας του Μεγάλου Βασιλείου.
Εύχομαι, η χάρη και η βοήθεια των αγίων αυτών Πατέρων, να είναι πάντα μαζί με όσους αγωνίζονται τον καλό αγώνα της παιδείας, δασκάλους και μαθητές. Η εποχή μας, με τον έντονο συγκρητισμό, την παγκοσμιοποίηση, τη συνύπαρξη των πιο αντιφατικών πολιτιστικών στοιχείων, θυμίζει σε πολλά τη δική τους εποχή. Γι’ αυτό, η παρουσία τους είναι και σήμερα επίκαιρη, όπως ήταν στη δική τους εποχή. Είθε το παράδειγμα, η διδασκαλία τους, αλλά κυρίως η μεσιτεία τους προς τον Χριστό, να βοηθούν όλους μας να δούμε κι εμείς «το φως το της γνώσεως».

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιππολύτου Πάπα Ρώμης και των συν αυτώ μαρτυρησάντων (30 Ιανουαρίου)

Μαρτύριο του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιππολύτου Πάπα Ρώμης και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Τη αυτή ημέρα, άθλησις του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιππολύτου Πάπα Ρώμης, και των συν αυτώ, Κενσουρίνου, Σαβαΐνου, Χρυσής και των λοιπών

Εις τον Ιππόλυτον
Τόλμη θάλασσαν Ιππόλυτος εισδύνει,
Οία κροαίνων ίππος εν λείω πέδω.

Εις τον Κενσουρίνον
Τείνων τράχηλον τω ξίφει Κενσουρίνος,

Ην οίον ξυρώ τοις συνάθλοις ακόνη.

Εις τον Σαβαΐνον
Σπλάγχνα φλέγουσι Σαβαΐνου λαμπάσι,

Τα παμπόνηρα τέκνα της ασπλαγχνίας.

Εις την Χρυσήν
Χρυσή βυθώ βληθείσα παστώ του πόλου,

Νύμφη πρόσεισι προσφάτως λελουμένη.

Ιππόλυτον πόντους τριακοστή έκτανε ρεύμα.

Μαρτύριο του Αγίου Ιερομάρτυρος Ιππολύτου Πάπα Ρώμης και των συν αυτώ μαρτυρησάντων. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Κλαυδίου, ηγεμόνος δε Βικαρίου του και Ουλπίου Ρωμύλου καλουμένου, εν έτει σξθ΄ [269]. Aπό τούτους δε, ο Άγιος Κενσουρίνος ήτον πρώτος της Συγκλήτου βουλής, μάγιστρος κατά το αξίωμα. Ούτος λοιπόν διαβαλθείς ως Χριστιανός και ερωτηθείς, ωμολόγησε παρρησία τον Χριστόν. Όθεν βάλλεται εις την φυλακήν. Επειδή δε έγιναν πολλά θαύματα από αυτόν, και νεκρός ανέστη, διά τούτο όλοι οι παρευρεθέντες στρατιώται επίστευσαν εις τον Χριστόν. Όθεν και όλοι απεκεφαλίσθησαν, τον αριθμόν όντες είκοσιν. H δε μακαρία Χρυσή, διέλαμπε και κατά το γένος, και κατά την ευσέβειαν. Χριστιανή γαρ ήτον. Όθεν κρεμάται από τόπον υψηλόν, και με τα βούνευρα ξεσχίζεται εις τας πλευράς. Έπειτα εξαπλωθείσα κατά γης ανάσκελα, δέρνεται με χονδρά ραβδία, και κατακαίεται εις τα πλευρά με λαμπάδας αναμμένας, και έτζι ρίπτεται εις την φυλακήν. Ύστερον ευγάνουσιν αυτήν από την φυλακήν, και τζακίζουν με πέτρας τα σιαγόνιά της, και με μπάλλας μολυβένας συντρίβουν την ράχιν της. Μετά ταύτα κρεμώσιν από τον τράχηλόν της μίαν πέτραν, και ρίπτουσιν αυτήν εις τον βυθόν της θαλάσσης, και ούτως απέλαβεν η μακαρία του μαρτυρίου τον στέφανον.

Ο δε Άγιος Σαβαΐνος, και αυτός ομολογήσας τον Χριστόν, δέρνεται εις τον λαιμόν με μπάλλας βαρείας, έπειτα κρεμάται από ξύλον και δέρνεται με βούνευρα, και με αναμμένας λαμπάδας καίεται εις τα σπλάγχνα. Μέσα δε εις αυτά τα βάσανα ευρισκόμενος, και ευχαριστών τω Κυρίω, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας αυτού. Ταύτα δε τα μαρτύρια μαθών ο Άγιος Ιππόλυτος ο Πάπας Ρώμης, εκινήθη από ζήλον θείον, και επήγε και ήλεγξε τον ηγεμόνα. O δε ηγεμών θυμωθείς, επρόσταξε και έδωκαν ραπίσματα εις το πρόσωπον του Aγίου. Και άλλα δε πολλά βάσανα εδοκίμασεν ο μακάριος, ομού με τους ακολουθούντας αυτώ Πρεσβυτέρους και Διακόνους. Τελευταίον, έδεσαν αυτών τας χείρας και τους πόδας, και έρριψαν αυτούς εις τον βυθόν της θαλάσσης, και ούτως έλαβον οι αοίδιμοι τους αμαραντίνους στεφάνους του μαρτυρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Αγίου Μάρτυρος Θεοφίλου του Νέου (30 Ιανουαρίου)

Μαρτύριο Αγίου Θεοφίλου του Νέου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'

Μνήμη του Aγίου Μάρτυρος Θεοφίλου του Νέου

O Θεόφιλος την φίλην τμάται κάραν,
Θεούς φιλήσαι μη θελήσας βαρβάρων.

Μαρτύριο Αγίου Θεοφίλου του Νέου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στό Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’

Oύτος γέγονεν επί Κωνσταντίνου και Ειρήνης των Oρθοδόξων βασιλέων εν έτει ψπε΄ [785], γεννηθείς και ανατραφείς μέσα εις την Κωνσταντινούπολιν. Προχειρισθείς δε στρατηγός εις τον τόπον των καλουμένων Κιβυρραιωτών, επήγε μαζί με την αρμάδαν των Ρωμαίων, ήτις ευγήκεν εναντίον της αρμάδας των τότε Σαρακηνών, ταυτόν ειπείν των Aγαρηνών. Eίχε δε μαζί του και δύω άλλους στρατηγούς εις βοήθειάν του, οι οποίοι τον εφθόνουν. Όταν λοιπόν ήλθον οι Σαρακηνοί κοντά, τότε αυτός ευγήκε με την αρμάδαν εις το να τους πολεμήση, ομού και οι δύω στρατηγοί. Και πρώτος ορμήσας εμβήκεν εις το μέσον της αρμάδας των Σαρακηνών, και με μηχανάς και τέχνας κατέβαλεν αυτούς, και έκαμεν ανδραγαθίαν. Οι δε φθονούντες αυτόν δύω στρατηγοί, τον αφήκαν και έφυγον.

Όθεν επειδή τα καΐκια των Σαρακηνών ήτον περισσότερα από τα εδικά του, διά τούτο επερικύκλωσαν αυτόν, και τον επίασαν ζωντανόν. Έπειτα φέροντες αυτόν εις τον τόπον τους, τον έβαλαν εις φυλακήν, και εκεί έμεινε τέσσαρας χρόνους. Ύστερον δε εύγαλαν αυτόν από την φυλακήν. Eις καιρόν δε οπού οι Σαρακηνοί έκαμναν θυσίας, επαρακίνουν και τον Άγιον να θυσιάση και να αρνηθή τον Χριστόν, πότε με κολακείας, και πότε με φοβερισμούς. Eπειδή δε ο του Xριστού Μάρτυς δεν επείσθη, ούτε εις τας κολακείας, ούτε εις τους φοβερισμούς των, διά τούτο απεκεφαλίσθη, και έλαβεν ο μακάριος τον του μαρτυρίου αμάραντον στέφανον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Β´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: «Καλύτερα να προσεύχεται ο άνθρωπος και να συνομιλεί με το Θεό, παρά ν’ αναπνέει…»

Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα μ.Χ. Ιερός Ναός Παναγίας Καρδιοβαστάζουσας, Καμινάρια
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα μ.Χ. Ιερός Ναός Παναγίας Καρδιοβαστάζουσας, Καμινάρια

«Ηράσθης της όντως σοφίας Θεού και των λόγων το κάλλος ηγάπησας και πάντων προτετίμηκας τερπνών των επί γης…» (Κανών β’, Ωδή ε’)

Η αλλαγή του κόσμου αρχίζει από την εσωτερική μας αλλαγή κατά τον Ιερό Γρηγόριο:

“Καθαρθῆναι δεῖ πρῶτον, εἶτα καθᾶραι∙ σοφισθῆναι καί οὕτω σοφίσαι∙ γενέσθαι φῶς καί φωτίσαι∙ ἐγγίσαι Θεῷ καί προσαγαγεῖν ἄλλους∙ ἁγιασθῆναι καὶ ἁγιάσαι,“
(Λόγος 3. 71. PG 35. 480 B)

Πρέπει νά καθαρίσουμε πρῶτα τόν ἑαυτό μας, ἔπειτα νά καθαρίσουμε ἄλλους. Νά ἀποκτήσουμε σοφία καί ἔπειτα νά κάνουμε καί τούς ἄλλους σοφούς. Νά γίνουμε φῶς, γιά νά φωτίσουμε. Νά πλησιάσουμε τόν Θεό οἱ ἴδιοι, γιά νά φέρουμε κοντά καί τούς ἄλλους. Νά ἁγιασθοῦμε, γιά νά ἁγιάσουμε.

Ζʹ. Οὐδὲν γὰρ ἐδόκει μοι τοιοῦτον οἷον μύσαντα τὰς αἰσθήσεις, ἔξω σαρκὸς καὶ κόσμου γενόμενον, εἰς ἑαυτὸν συστραφέντα, μηδενὸς τῶν ἀνθρωπίνων προσαπτόμενον, ὅτι μὴ πᾶσα ἀνάγκη, ἑαυτῷ προσλαλοῦντα καὶ τῷ Θεῷ, ζῇν ὑπὲρ τὰ ὁρώμενα, καὶ τὰς θείας ἐμφάσεις ἀεὶ καθαρὰς ἐν ἑαυτῷ φέρειν ἀμιγεῖς τῶν κάτω χαρακτήρων καὶ πλανωμένων, ὄντως ἔσοπτρον ἀκηλίδωτον Θεοῦ καὶ τῶν θείων καὶ ὂν καὶ ἀεὶ γινόμενον, φωτὶ προσλαμβάνοντα φῶς, καὶ ἀμαυροτέρῳ τρανότερον, ἤδη τὸ τοῦ μέλλοντος αἰῶνος ἀγαθὸν ταῖς ἐλπίσι καρπούμενον, καὶ συμπεριπολεῖν ἀγγέλοις, ἔτι ὑπὲρ γῆς ὄντα καταλιπόντα τὴν γῆν, καὶ ὑπὸ τοῦ πνεύματος ἄνω τιθέμενον. Εἴ τις ὑμῶν τούτῳ τῷ ἔρωτι κάτοχος, οἶδεν ὃ λέγω, καὶ τῷ τότε πάθει συγγνώσεται·

 Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Τίποτα δεν ποθούσα περισσότερο από το να κλείσω τη θύρα των αισθήσεων, να εξέλθω της σαρκός και του κόσμου, να συγκεντρωθώ εις εαυτόν, διακόπτοντας κάθε δεσμό με τα ανθρώπινα, πέρα από τα απολύτως αναγκαία, να συνδιαλεχθώ με τον εαυτό μου και μετά του Θεού, ώστε να ζήσω υπεράνω των ορατών, με τρόπο ώστε να φέρω επάνω μου τις θεϊκές εμφάσεις, χωρίς αλλοίωση ή ανάμειξη με τις παγιωμένες μορφές του ενθάδε. Να καταστώ αληθινά και συνεχώς να καθίσταμαι αληθής ακηλίδωτος καθρέπτης του Θεού και των ουρανίων, προσθέτοντας φως στο φως, υποκαθιστώντας την ασάφεια με την ευκρίνεια, απολαμβάνοντας ήδη από τον παρόντα βίο την ελπίδα των αγαθών της μέλλουσας ζωής, ώστε να συνοδοιπορήσω μετά των Αγγέλων, παραμένοντας στη γη, την οποία προηγουμένως άφησα και ανήλθα εις τα άνω διά του Αγίου Πνεύματος. Αν κάποιος από εσάς κατέχεται από αυτόν τον πόθο, γνωρίζει τι θέλω να πω και θα μου συγχωρήσει αυτό που ένιωσα τότε…» («Λόγοι» 2, 7· PG 35, 413C-416A· ΕΠΕ 1, 83).

 Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος: Αν δεν ήμουν δικός Σου, Χριστέ μου, θά ’μουν, αδικημένος

ΙΘ’. Η ανθρώπινη ζωή

Μια ρόδα π’ άτσαλα την έχουν στήσει
ετούτη η σύντομη και πολυδαίδαλη ζωή.
Εκεί πού τείνει προς τα πάνω, κατρακυλά στα χαμηλά-
κι αν φαίνεται πώς στέριωσε δεν μένει ωστόσο σταθερή
Θαρρεϊς πώς φεύγει κι είναι στάσιμη, θαρρείς πώς στέκει κι όμως τρέχει.
Κάνει άλματα συχνά, μα δεν μπορεί να ξεκολλήσει. Σέρνει και παρασέρνει αυτοκινούμενη τη στασιμότητα.
“Ενα διάγραμμα του τίποτα η ζωή, Καπνός ή κι όνειρο ή κι ένα αγριολούλουδο.

***

ΞΘʹ. Δέηση προς τον Χριστό

Μια τρικυμία, Κύριε, τρομερή ταράζει
το μαθητή σου. Ξύπνησε προτού χαθώ.
Η εντολή σου αρκεί τα κύματα να πέσουν.
Τολμώ ένα ψέλλισμα: Χριστέ, μη με πιέζεις,
μη μ’ αφανίσεις με των θλίψεων το φορτίο.
Δεν είναι λίγοι, και χειρότεροι από μένα,
Πού τους σπλαχνίστηκες. Μη μ’ επικρίνεις όσο αξίζω.
Παρακαλώ σε, λάφρυνε από το καντάρι το περσότερο.
Το βάρος και μιας μονάχα μέρας ποιός τ’ αντέχει;
Σέ ποιόν να τρέξω να σωθώ πού οι πίκρες με βαραίνουν;
Βίβλος β’. Έπη ιστορικά. Τομή α’. Περί εαυτού. (PG 37, σελ. 969 – 1.452).

***

ΛΖʹ. Στην υπομονή

Ευτυχισμένο αν βρεις μες στους κακούς
του τέλους ξέρε η ελπίδα τον κρατεί.
Κι αν κάποιο βρεις καλό μες στα δεινά,
άγνισμα η λύπη ξέρε• κι αν μικρό
ίχνος πηλού έχει, πρέπει με τους πόνους
να σβήσει, να μή μείνει τίποτα για τη φωτιά.
Η του εχθρού είναι πειρασμός και πάλι
απ’το Θεό ευκαιρία να δειχτείς μεγάλος.
Ο Ιώβ ο νικηφόρος ας σε πείσει.
Αγ. Γρηγορίου του Θεολόγου, ΕΠΕ 9- Έπη ηθικά. (PG 37, σελ. 521 – 968).

***

ΟΔ’. Προς Χριστόν

Προς τί η τυραννία; ήρθα στη ζωή, καλώς.
Γιατί χτυπιέμαι από τις τρικυμίες της ζωής;
Θα πω έναν λόγο, θρασύ μεν, αλλά θα τον πω:
Αν δεν ήμουν δικός Σου, θά’μουν, Χριστέ μου, αδικημένος.

Γεννιόμαστε, λιώνουμε, ολοκληρωνόμαστε,
νυστάζω, κοιμάμαι, αγρυπνώ, περπατώ,
αρρωσταίνουμε, είμαστε υγιείς, απολαύσεις, πόνοι.
Να ζεις τους κύκλους του ήλιου, όσους είναι της γης,
να πεθάνεις, να σαπίσει η σάρκα σου. Αυτά περνάν και τα ζώα,
που είναι μεν άτιμα, αλλ’όμως ανεύθυνα.
Τί είμαι εγώ λοιπόν παραπάνω; Τίποτα, εκτός απ’τον Θεό.
Αν δεν ήμουν δικός Σου, θά’μουν, Χριστέ μου, αδικημένος.

***

Ο άγιος Γρηγόριος, ένας πληγωμένος ποιητής, ένας αποτραβηγμένος στην ερημιά πατέρας, για την ειρήνη της Εκκλησίας. Εξυμνώντας σε μια ομιλία του την ειρήνη, αναφωνεί: «Ειρήνη φίλη, το γλυκύ και πράγμα και όνομα… Ειρήνη το εμόν μελέτημα και καλλώπισμα… Ειρήνη φίλη, το παρά πάντων μεν επαινούμενον αγαθόν, υπ’ ολίγων δε φυλασσόμενον..». Σε επιστολή (20) προς τον αδελφό του Καισάριο, που πέρασε κάποια δοκιμασία, γράφει: «Κάμνουσα… ψυχή εγγίζει Θεώ». Το κέρδος του πόνου είναι ότι η ψυχή στον πόνο της προσεγγίζει το Θεό. Και αλλού γράφει: Η μόνωση, είναι η συνεργός και η μητέρα της θείας και θεοποιού αναβάσεως. Μόνο έτσι η ψυχή θα μπορέσει να προσεγγίσει το Θεό. «Εμοί δε μεγίστη πράξις εστιν η απραξία». Απεχώρησε για να πάη να βρη “την φίλη του ησυχία”. Έγραψε στον Βοσπόριο, επίσκοπο Καισαρείας, «θα αποσυρθώ στο Θεό, που είναι ο μόνος καθαρός και χωρίς δολιότητα. Θα αποσυρθώ στον εαυτό μου. Η παροιμία λέγει ότι μόνον οι ανόητοι σκοντάφτουν δυο φορές στην ίδια πέτρα». «Είναι καλό να ακολουθείς το Χριστό, όταν εκείνος διώκεται». «Καλύτερα να προσεύχεται ο άνθρωπος και να συνομιλεί με το Θεό, παρά ν’ αναπνέει• και αν μπορεί κανείς να πει και τούτο, πως πρέπει κανείς να μην κάνει τίποτε άλλο παρά τούτο μονάχα το έργο, δηλαδή να προσεύχεται».

«Τι είναι αυτό που έπαθα, φίλοι και μύστες και συνεραστές της αλήθειας; Έτρεχα για να κατανοήσω τον Θεό και έτσι ανέβηκα στο όρος (την θεολογία) και πέρασα μέσα από τη νεφέλη και βρέθηκα μέσα… Όταν δε κοίταξα, μόλις και είδα τα οπίσθια του Θεού… και εκεί έσκυψα». (28ο λόγο). Και λέγει ο υμνωδός σε ένα τροπάριο «Τω της θεολογίας όρει προσέβης, τα θεία μυσταγωγούμενος, θεοφάντορ Γρηγόριε∙ και τον άδυτον υπελθών γνόφον, την θεοτύπωτον εδέξω νομοθεσίαν, ομοούσιον, εγγεγραμμένην Τριάδα» (Ανέβηκες στο όρος της θεολογίας, οδηγούμενος στη μύηση των θείων, θεοφάντορ Γρηγόριε. Κι αφού μπήκες μέσα στο μυστήριο του φωτός του Θεού, δέχτηκες την θεοτύπωτη νομοθεσία, γραμμένη ως ομοούσια Τριάδα). Οπως παλιά ο Μωυσής, πόθησες και αυτός να δει τον αιώνιο Θεό. Και αξιώθηκε να δει τα «οπίσθια» Αυτού.

Αποσύρθηκε για τέσσερα περίπου χρόνια στη Σελεύκεια (Ισαυρίας) στον εκεί ναό της αγίας Θέκλας, πραγματοποιώντας το παλαιό του όνειρο για μοναστική ζωή, νηπτικό βίο, ησυχία και θεωρία. Εκεί τον βρήκε ο θάνατος του αγαπημένου φίλου του Βασιλείου και η λύπη του υπήρξε άρρητη, γιατί λόγω ασθενείας δεν μπόρεσε να τον προπέμψει.

Γράφει προς τον φίλο του τον ρήτορα Ευδόξιο αυτήν την εποχή: «Ερωτάς, πώς τα ημέτερα. Και λίαν πικρώς. Βασίλειον ουκ έχω, Καισάριον ουκ έχω, τον πνευματικό αδελφό και σωματικόν. «Ο πατήρ μου και μήτηρ μου εγκατέλειπόν με;» μετά του Δαβίδ φθέγγομαι. Τα του σώματος πονηρώς έχει, το γήρας υπέρ κεφαλής, φροντίδων επιπλοκαί, πραγμάτων επιδρομαί, τα των φίλων άπιστα, τα της Εκκλησίας αποίμαντα. Έρρει τα καλά, γυμνά τα κακά, ο πλους εν νυκτί, πυρσός ουδαμού, Χριστός καθεύδει. Τί χρη παθείν; Μία μοι των κακών λύσις, ο θάνατος. Και τα εκείθεν μοι φοβερά, τοις εντεύθεν τεκμαιρομένω». (Βλ. Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου συγγράμματα, ἐκδ. ΕΠΕ, 7, σ. 152). Δηλαδή, «Ρωτάς, πώς πάνε τα δικά μου; Πολύ άσχημα! Δεν έχω τον Βασίλειο, δεν έχω τον Καισάριο, τον πνευματικό μου αδερφό, και το σωματικό. Ο πατέρας και η μητέρα μου μ’ εγκαταλείψαν, λέγω κι εγώ μαζί με το Δαυίδ. Το σώμα μου είναι σε κακή κατάσταση, το γήρας βαραίνει το κεφάλι μου, οι φροντίδες περιπλέκονται, τα ζητήματα επιτίθενται, η φιλία δεν έχει εμπιστοσύνη, η Εκκλησία χωρίς ποιμένες. Έφυγαν τα καλά, τα δεινά προκαλούν, το ταξίδι μας μέσα στη νύχτα, φάρος πουθενά, ο Χριστός κοιμάται. Τι μου μέλλεται τάχα; Μια μόνο βλέπω λύση των συμφορών, το θάνατο. Και τα εκεί όμως τα βλέπω ζοφερά, συμπεραίνοντας από τα εδώ».

Πώς να μην αγαπήσεις αυτόν τον αγιασμένο άνθρωπο της λεπτότητας, τον τρυφερό και ευαίσθητο ποιητή, τον αληθινό και στοργικό φίλο, τη βαθειά ευγενική ψυχή, που ολόκληρη είναι ένας πόνος, μια πληγή για όλους μας και για όλα!!! Αετός υψιπέτης του πνεύματος και της Θεολογίας αλλά και τόσο ανθρώπινος!

Πηγή: https://trelogiannis.blogspot.com/2022/01/blog-post_729.html

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 29 Ἰανουαρίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση: Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΛΒ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Καθολικῆς Ἐπιστολῆς Ἰακώβου τὸ Ἀνάγνωσμα
3:11-18, 4:1-6

Ἀδελφοί, μήτι ἡ πηγὴ ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς βρύει τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν; Μὴ δύναται, ἀδελφοί μου, συκῆ ἐλαίας ποιῆσαι ἢ ἄμπελος σῦκα; οὕτως οὐδεμία πηγὴ ἁλυκὸν καὶ γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρ. Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας. Εἰ δὲ ζῆλον πικρὸν ἔχετε καὶ ἐριθείαν ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν, μὴ κατακαυχᾶσθε καὶ ψεύδεσθε κατὰ τῆς ἀληθείας. Οὐκ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία ἄνωθεν κατερχομένη, ἀλλ’ ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης. Ὅπου γὰρ ζῆλος καὶ ἐριθεία, ἐκεῖ ἀκαταστασία καὶ πᾶν φαῦλον πρᾶγμα. Ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνή ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καὶ ἀνυπόκριτος. Καρπὸς δὲ τῆς δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνην. Πόθεν πόλεμοι καὶ μάχαι ἐν ὑμῖν; οὐκ ἐντεῦθεν, ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν; Ἐπιθυμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε· φονεύετε καὶ ζηλοῦτε, καὶ οὐ δύνασθε ἐπιτυχεῖν· μάχεσθε καὶ πολεμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε, διὰ τὸ μὴ αἰτεῖσθαι ὑμᾶς· αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε. Μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! Οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; Ὃς ἂν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται. Ἢ δοκεῖτε ὅτι κενῶς ἡ γραφὴ λέγει· Πρὸς φθόνον ἐπιποθεῖ τὸ πνεῦμα ὃ κατῴκησεν ἐν ἡμῖν; μείζονα δὲ δίδωσι χάριν· διὸ λέγει· ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ)
Πρὸς Ἑβραίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
10: 32-38

Ἀδελφοί, ἀναμιμνήσκεσθε τὰς πρότερον ἡμέρας, ἐν αἷς φωτισθέντες πολλὴν ἄθλησιν ὑπεμείνατε παθημάτων, τοῦτο μὲν ὀνειδισμοῖς τε καὶ θλίψεσι θεατριζόμενοι, τοῦτο δὲ κοινωνοὶ τῶν οὕτως ἀναστρεφομένων γενηθέντες. καὶ γὰρ τοῖς δεσμοῖς μου συνεπαθήσατε καὶ τὴν ἁρπαγὴν τῶν ὑπαρχόντων ὑμῶν μετὰ χαρᾶς προσεδέξασθε, γινώσκοντες ἔχειν ἐν ἑαυτοῖς κρείττονα ὕπαρξιν ἐν οὐρανοῖς καὶ μένουσαν. Μὴ ἀποβάλητε οὖν τὴν παρρησίαν ὑμῶν, ἥτις ἔχει μισθαποδοσίαν μεγάλην. Ὑπομονῆς γὰρ ἔχετε χρείαν, ἵνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ποιήσαντες κομίσησθε τὴν ἐπαγγελίαν. ἔτι γὰρ μικρὸν ὅσον ὅσον, ὁ ἐρχόμενος ἥξει καὶ οὐ χρονιεῖ. ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΕΤΑΡΤΗ ΙΕ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
6: 7-13

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, προσκαλεῖται ὁ Ἰησοῦς τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ, καὶ ἤρξατο αὐτοὺς ἀποστέλλειν δύο δύο, καὶ ἐδίδου αὐτοῖς ἐξουσίαν τῶν πνευμάτων τῶν ἀκαθάρτων, καὶ παρήγγειλεν αὐτοῖς ἵνα μηδὲν αἴρωσιν εἰς ὁδὸν εἰ μὴ ῥάβδον μόνον, μὴ πήραν, μὴ ἄρτον, μὴ εἰς τὴν ζώνην χαλκόν, ἀλλ’ ὑποδεδεμένους σανδάλια, καὶ μὴ ἐνδεδύσθαι δύο χιτῶνας. καὶ ἔλεγεν αὐτοῖς· Ὅπου ἐὰν εἰσέλθητε εἰς οἰκίαν, ἐκεῖ μένετε ἕως ἂν ἐξέλθητε ἐκεῖθεν· καὶ ὅσοι ἐὰν μὴ δέξωνται ὑμᾶς μηδὲ ἀκούσωσιν ὑμῶν, ἐκπορευόμενοι ἐκεῖθεν ἐκτινάξατε τὸν χοῦν τὸν ὑποκάτω τῶν ποδῶν ὑμῶν εἰς μαρτύριον αὐτοῖς· ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἀνεκτότερον ἔσται Σοδόμοις ἢ Γομόρροις ἐν ἡμέρᾳ κρίσεως ἢ τῇ πόλει ἐκείνῃ. Καὶ ἐξελθόντες ἐκήρυσσον ἵνα μετανοήσωσι, καὶ δαιμόνια πολλὰ ἐξέβαλλον, καὶ ἤλειφον ἐλαίῳ πολλοὺς ἀρρώστους καὶ ἐθεράπευον.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΝΑΚΟΜΙΔΗ ΛΕΙΨΑΝΩΝ ΑΓΙΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΤΟΥ ΘΕΟΦΟΡΟΥ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Μάρκον
9: 33-41

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἦλθεν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ εἰς Καπερναούμ· καὶ ἐν τῇ οἰκίᾳ γενόμενος ἐπηρώτα αὐτούς· Τί ἐν τῇ ὁδῷ πρὸς ἑαυτοὺς διελογίζεσθε; οἱ δὲ ἐσιώπων· πρὸς ἀλλήλους γὰρ διελέχθησαν ἐν τῇ ὁδῷ τίς μείζων. καὶ καθίσας ἐφώνησε τοὺς δώδεκα καὶ λέγει αὐτοῖς· Εἴ τις θέλει πρῶτος εἶναι, ἔσται πάντων ἔσχατος καὶ πάντων διάκονος. καὶ λαβὼν παιδίον ἔστησεν αὐτὸ ἐν μέσῳ αὐτῶν, καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτὸ εἶπεν αὐτοῖς· Ὃς ἐὰν ἓν τῶν τοιούτων παιδίων δέξηται ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται· καὶ ὃς ἐὰν ἐμὲ δέξηται, οὐκ ἐμὲ δέχεται, ἀλλὰ τὸν ἀποστείλαντά με. Ἀπεκρίθη αὐτῷ ὁ Ἰωάννης λέγων· Διδάσκαλε, εἴδομέν τινα ἐν τῷ ὀνόματί σου ἐκβάλλοντα δαιμόνια, ὃς οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν, καὶ ἐκωλύσαμεν αὐτόν, ὅτι οὐκ ἀκολουθεῖ ἡμῖν. ὁ δὲ Ἰησοῦς εἶπε· Μὴ κωλύετε αὐτόν· οὐδεὶς γάρ ἐστιν ὃς ποιήσει δύναμιν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου καὶ δυνήσεται ταχὺ κακολογῆσαί με· ὃς γὰρ οὐκ ἔστι καθ’ ἡμῶν, ὑπὲρ ἡμῶν ἐστιν. ὃς γὰρ ἂν ποτίσῃ ὑμᾶς ποτήριον ὕδατος ἐν τῷ ὀνόματί μου, ὅτι Χριστοῦ ἐστε, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, οὐ μὴ ἀπολέσῃ τὸν μισθὸν αὐτοῦ.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ