Όσιος Θεόφιλος ο Ομολογητής. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ήτον Mοναχός κατά τους χρόνους Λέοντος του Iσαύρου, εν έτει ψιϛ΄ [716], βλέπωντας δε την αθεότητα του τυράννου τούτου, και τον πόλεμον οπού εποίει κατά των αγίων εικόνων, επαρρησιάσθη έμπροσθεν αυτού ο του Θεού φίλος Θεόφιλος. Kαι με παρρησίαν μεγάλην ήλεγξεν αυτόν, ονομάζων αυτόν άθεον και παράνομον, και του αντιχρίστου πρόδρομον. Όθεν με τα λόγια ταύτα παροξύνας αυτόν εις θυμόν, δέρνεται παρ’ αυτού δυνατά, και εις φυλακήν βάλλεται και λιμοκτονείται, ήγουν αφίνεται πεινασμένος και διψασμένος, εις αρκετόν καιρόν. Έπειτα πέμπεται εις εξορίαν. Kαι έτζι εκεί ευχαριστών, προς Kύριον εξεδήμησεν1.
Σημείωση
1. Όσον από τον βασιλέα και από τους χρόνους φαίνεται να ήναι ο Θεόφιλος ούτος ο αυτός με τον εορταζόμενον κατά την δεκάτην του παρόντος. Όσον δε από τα άλλα, άλλος φαίνεται ούτος από εκείνον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
– Γέροντα, πώς θα βοηθηθούν οι άνθρωποι με τόσα πού γίνονται στον κόσμο;
– Εκείνος πού θέλει να βοηθηθεί, βοηθιέται με τιποτένια πράγματα. Π.χ. κουνιέται ένα κανδήλι ή κουνιέται ό ίδιος ολόκληρος με έναν σεισμό και συνέρχεται. Όσοι δεν πιστεύουν, γίνονται χειρότεροι, όταν ακούν ότι θα γίνει πόλεμος ή κάποια καταστροφή. «Δώσ’ του, σού λέει, να γλεντήσουμε, γιατί χάνουμε την ζωή», οπότε το ρίχνουν τελείως έξω. Άλλοτε ακόμη και οι αδιάφοροι, όταν άκουγαν λ.χ. ότι θα γίνει πόλεμος, συνέρχονταν και άλλαζαν ζωή. Τώρα είναι πολύ λίγοι αυτοί. Παλιά το έθνος μας ζούσε πνευματικά, γι’ αυτό και ό Θεός το ευλογούσε και οι Άγιοι μάς βοηθούσαν με θαυμαστό τρόπο, και νικούσαμε τους εχθρούς μας, οι οποίοι πάντοτε ήταν περισσότεροι από εμάς. Σήμερα λέμε πώς είμαστε Ορθόδοξοι, άλλα δυστυχώς συχνά μόνον το όνομα «Ορθόδοξος» έχουμε και όχι ζωή ορθόδοξη. Ρώτησα έναν Πνευματικό με κοινωνική δράση, με ένα σωρό πνευματικοπαίδια κ.λπ.: «Τι ξέρεις για μία βλάσφημη ταινία;». «Δεν ξέρω τίποτε», μού είπε. Δεν ήξερε τίποτε και είναι σε μεγάλη πόλη. Κοιμίζουν τον κόσμο. Τον αφήνουν έτσι, για να μη στενοχωριέται και να διασκεδάζει. Μην τυχόν πεις ότι θα γίνει πόλεμος ή ότι θα γίνει ή Δευτέρα Παρουσία και γι’ αυτό πρέπει να ετοιμασθούμε, μην τυχόν στενοχωρηθούν οι άνθρωποι. Σαν μερικές γριές πού λένε «μη μιλάς για θάνατο· μόνο για χαρές και για βαφτίσια να μιλάς», σαν να μην τις περιμένει θάνατος. Έτσι νιώθουν μία ψεύτικη χαρά. Ενώ, αν σκέφτονταν ότι το τάδε γεροντάκι πού έμενε λίγο πιο κάτω πέθανε χθες, ό άλλος είναι στα τελευταία του και θα πεθάνει, μεθαύριο θα γίνει τού τάδε το μνημόσυνο πού ήταν και πολύ νεότερος από αυτές, θα σκέφτονταν τον θάνατο και θα έλεγαν: «Πρέπει να εξομολογηθώ, να ετοιμασθώ πνευματικά, γιατί μπορεί κι εμένα σε λίγο να με καλέσει ό Χριστός για την άλλη ζωή». Διαφορετικά, έρχεται ύστερα ο θάνατος και τις παίρνει ανέτοιμες. «Άλλοι πάλι από… «καλωσύνη» λένε: «Στους αιρετικούς μη λέτε ότι είναι στην πλάνη, για να δείξουμε αγάπη». Και έτσι τα ισοπεδώνουν όλα. Αν ζούσαν αυτοί στα πρώτα χρόνια τού Χριστιανισμού, δεν θα είχαμε ούτε έναν Άγιο. Έλεγαν τότε στους Χριστιανούς: «Ρίξε μόνο λιβάνι στην φωτιά και μην άρνήσαι τον Χριστό». Δεν το δέχονταν. «Κάνε μόνον πώς ρίχνεις». Δεν το δέχονταν. «Μη μιλάς για τον Χριστό και πήγαινε ελεύθερος σε άλλο μέρος», και δεν το δέχονταν. Σήμερα βλέπεις έναν νερόβραστο κόσμο.
– Γέροντα, όταν λέει ό Απόστολος Παύλος «Ό καρπός του Πνεύματος εστίν αγάπη, χαρά», εννοεί ότι ή χαρά είναι τεκμήριο σωστής ζωής;
– Ναι, γιατί υπάρχει κοσμική χαρά και θεϊκή χαρά. Όταν κάτι δεν είναι πνευματικό, καθαρό, δεν μπορεί να υπάρχει αληθινή χαρά και ειρήνη στην καρδιά. Ή χαρά πού αισθάνεται ένας πνευματικός άνθρωπος δεν είναι ή κοσμική χαρά πού επιζητούν πολλοί σήμερα. Να μην τα μπλέκουμε τα πράγματα. Οι Άγιοι είχαν τέτοιου είδους χαρά πού ζητάμε εμείς; Ή Παναγία είχε τέτοια χαρά; Ό Χριστός γελούσε; Ποιος Άγιος πέρασε από αυτήν την ζωή χωρίς πόνο; Ποιος Άγιος είχε τέτοια χαρά πού επιδιώκουν πολλοί Χριστιανοί της εποχής μας, πού δεν θέλουν να ακούσουν τίποτε δυσάρεστο, για να μη στενοχωρηθούν, να μη χάσουν την ηρεμία τους; Αν θέλω να μη στενοχωρηθώ, για να είμαι χαρούμενος, να μη χαλάσω την ησυχία μου, για να είμαι πράος, τότε είμαι αδιάφορος! Άλλο πραότητα πνευματική και άλλο πραότητα από αδιαφορία. Λένε μερικοί: «Πρέπει να είμαι χαρούμενος, γιατί είμαι Χριστιανός. Να είμαι ήρεμος, γιατί είμαι Χριστιανός». Αυτοί δεν είναι Χριστιανοί. Το καταλάβατε; Αυτό είναι αδιαφορία, είναι κοσμική χαρά. Όποιος έχει αυτά τα κοσμικά στοιχεία, δεν είναι πνευματικός άνθρωπος. Ο πνευματικός άνθρωπος είναι όλος ένας πόνος. Πονάει δηλαδή για καταστάσεις, για ανθρώπους, αλλά ανταμείβεται γι’ αυτόν τον πόνο με θεία παρηγοριά. Νιώθει πόνο, αλλά νιώθει μέσα του θεία παρηγοριά, γιατί κάνει ρίψεις με ευλογίες ό Θεός από τον Παράδεισο στην ψυχή και αγάλλεται ό άνθρωπος από την θεϊκή αγάπη. Αυτή είναι ή χαρά, ή πνευματική χαρά, πού δεν εκφράζεται και πλημμυρίζει την καρδιά.
(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Β’ – ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΑΦΥΠΝΙΣΗ)
Οι λουθηρανοί, οι προτεστάντες και όλοι οι άλλοι αιρετικοί δεν τιμούν την Υπεραγία Παρθένο Μαρία. Την θεωρούν μόνο μια ευσεβή γυναίκα και βεβαίως δεν προσεύχονται σ’ αυτή. Εμείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί πώς βλέπουμε την γήινη Μητέρα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος μας Ιησού Χριστού, η οποία υπηρέτησε το μέγα μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού του Θεού; Μήπως είμαστε αξιοκατάκριτοι για το ότι την καλούμε «τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ»; Για το ότι απευθυνόμαστε με τις θερμές προσευχές μας σ’ Αυτήν, που είναι «η σωτηρία του γένους των Χριστιανών»;
Αλλά δεν υπήρχε αυτή ζωντανός Άχραντος Ναός του Σωτήρος, πολύτιμο παλάτι και Παρθένος; Δεν επέλευσε σ’ αυτή το Άγιο Πνεύμα τη στιγμή της ασπόρου συλλήψεως του Υιού του Θεού και δεν έμεινε μαζί της σε όλη την υπόλοιπη ζωή της;
Και δεν ήταν η δύναμη του Πνεύματος τόσο ισχυρή, που δεν συναντήθηκε ποτέ ξανά ακόμα και στους πιο μεγάλους αγίους;
Η άφθονη χάρη του Αγίου Πνεύματος, που γέμιζε την καρδιά της Παναγίας, εκχύνεται σε όλους που αγάπησαν με αιώνια αγάπη τον Υιό της και Θεό. Δεν είναι δύσκολο να το καταλάβουμε. Γνωρίζουμε από την πείρα πως από την καρδιά μας εκχύνεται καθαρή και θεία αγάπη στους συγγενείς μας.
Στην πρωινή προσευχή στην Παναγία λέμε: «Υμνώ την χάρη σου, Δέσποινα, σε ικετεύω, φώτισε τον νουν μου με την χάρη σου». Βέβαια η μοναδική πηγή της χάριτος είναι ο Τριαδικός Θεός.
Η Παναγία μας δίνει όχι τη δική της χάρη αλλά το περίσσευμα της χάριτος, που λαμβάνει από το Άγιο Πνεύμα. Όμως το περίσσευμα αυτό είναι τόσο μεγάλο που φτάνει για όλους τους χριστιανούς.
Εσείς γνωρίζετε καλά ότι πολλοί μάρτυρες του Χριστού, οι άγιοι ιεράρχες και οι όσιοι, ιδιαίτερα ο άγιος Νικόλαος ο θαυματουργός επισκέπτονταν και επισκέπτονται και σήμερα αυτούς, που με την πίστη τούς καλούν στις προσευχές τους.
Όμως όλοι αυτοί οι άγιοι επισκέπτονται τους εκλεκτούς ανθρώπους μόνοι τους, χωρίς να έχουν κάποιον που να τους συνοδεύει.
Και η Υπεραγία Θεοτόκος πάρα πολλές φορές επισκεπτόταν τους εκλεκτούς και τους αγαπημένους της, από τους οποίους πιο κοντά στην εποχή μας είναι οι όσιοι Σέργιος του Ραντονέζ και Σεραφείφ του Σαρώφ.
Ποτέ όμως μόνη της αλλά συνοδευόμενη από τους αποστόλους του Χριστού, και τις πιο πολλές φορές από τον Πέτρο και τον Ιωάννη.
Σήμερα γιορτάζουμε την αγία Σκέπη της Παναγίας. Ο μακάριος Ανδρέας και ο μαθητής του Επιφάνιος είδαν την Παναγία να περπατά πάνω στον αέρα, συνοδευόμενη από τους Αγγέλους, τους Αποστόλους και τους Αγίους.
Άγιος Ανδρέας ο διά Χριστόν Σαλός
Η Παναγία κατέβηκε κάτω, μπήκε στο ιερό βήμα και γονάτισε ενώπιον της αγίας τράπεζας. Μετά έστρεψε το βλέμμα της προς τον λαό και άπλωσε πάνω του το ωμοφόριό της, το οποίο έλαμψε με ένα ουράνιο φως.
Αυτό το θαύμα στο ναό των Βλαχερνών δεν μαρτυρεί άραγε ότι ο ίδιος ο Θεός και η Παναγία δικαιώνουν εμάς που ονομάζουμε την Υπεραγία Παρθένο Μαρία «τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ»;
Η συνοδεία των βασιλιάδων και των αρχόντων αποτελείται από πρόσωπα κατώτερα από τους ίδιους. Μεταξύ αυτών που συνόδευαν την Παναγία στο ναό των Βλαχερνών υπήρχαν οι Άγγελοι, οι Αρχάγγελοι, οι Απόστολοι και οι ένδοξοι Άγιοι.
Και τι θα πούμε για το ωμοφόριό της που έλαμψε σαν αστραπή, το οποίο άπλωσε στο λαό, που προσευχόταν γονατιστός στο ναό των Βλαχερνών; Οι αστραπές αυτές δεν δείχνουν το ξεχείλισμα της χάριτος του Αγίου Πνεύματος που εκχύνεται από την καρδιά της;
Όχι βέβαια σε όλους αδιακρίτως απλώνει η Παναγία τη σκέπη της, αλλά μόνο στους ταπεινούς, στους συντετριμμένους τη καρδία και σ’ αυτούς που φοβούνται το Λόγο του Θεού.
Ας είμαστε και εμείς ταπεινοί και να μην έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας, για να είμαστε άξιοι να βρισκόμαστε πάντα κάτω από την σκέπη της Υπεραγίας Αχράντου Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας.
Διά των αγίων πρεσβειών Της να μας συγχωρήσει ο Πολυέλεος Θεός το πλήθος των αμαρτιών και των αδικιών μας και να μας ελεήσει. Αμήν.
Μαρτύριο Αποστόλου Ανανίου. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ο Aπόστολος Aνανίας, ήτον από την πόλιν Δαμασκόν, το νυν λεγόμενον τουρκιστί Σαμ, της οποίας και Eπίσκοπος εχρημάτισε. Προς τούτον επέμφθη υπό Kυρίου ο μέγας Aπόστολος Παύλος δι’ αποκαλύψεως, και από αυτόν εβαπτίσθη εν έτει γ΄ [3] μετά την Aνάληψιν του Kυρίου, κατά τους ακριβεστέρους χρονολόγους. Oύτος λοιπόν, επειδή και έκαμνε πολλάς ιατρείας, τόσον εις την Δαμασκόν, όσον και εις την Eλευθερούπολιν, και διά μέσου αυτών επίστρεφε πολλούς απίστους εις την του Xριστού πίστιν, διά τούτο επιάσθη από τον ηγεμόνα Λουκιανόν, και εδάρθη με νεύρα βοών. Eίτα εξεσχίσθη εις τας πλευράς, και εκάη με τας λαμπάδας. Kαι τελευταίον εκβληθείς έξω της πόλεως, ελιθοβολήθη. Kαι ούτω τελειώσας το μαρτύριον, απήλθεν εις τας αιωνίους μονάς. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις τον Nέον Παράδεισον1.)
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι η εμή ελαχιστότης συνέθεσεν εις τον Aπόστολον τούτον τροπάριά τινα, όσα ελλείπουσιν εις την εορτήν του, και ο βουλόμενος εορτάζειν αυτόν, ζητησάτω ταύτα. Tο Mαρτύριον τούτου συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Λουκιανού του δυσσεβούς». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Oσίου Πατρός ημών Pωμανού, του ποιητού των Kοντακίων
Kαι πριν μεν ύμνει Pωμανός Θεόν Λόγον,
Yμνεί δε και νυν, αλλά συν τοις Aγγέλοις.
Άγιος Ρωμανός ο Μελωδός. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ο εν Aγίοις Πατήρ Pωμανός, εκατάγετο από την Συρίαν, πατρίδα έχων την πόλιν Έμεσαν, η οποία τώρα λέγεται τουρκιστί Eμς. Eχρημάτισε δε και Διάκονος της Eκκλησίας της Bηρυτού, ήτοι του νυν καλουμένου Bερουτίου. Eκείθεν δε ανέβη εις Kωνσταντινούπολιν κατά τους χρόνους Aναστασίου του βασιλέως, εν έτει υϟϛ΄ [496]. Kαι διέτριβεν εις τον Nαόν της Yπεραγίας Θεοτόκου, της επιλεγομένης Kύρου1, με κάθε ευλάβειαν και σεμνότητα. Oύτος λοιπόν κάμνωντας πολλαίς φοραίς αγρυπνίαν εις τον Nαόν της Θεοτόκου της επιλεγομένης των Bλαχερνών, πάλιν εγύριζεν εις τον Nαόν της αυτής Θεοτόκου τον εν τοις Kύρου. Όθεν και εκεί, εις τον εν τοις Kύρου δηλαδή Nαόν, διατρίβων ο Όσιος, έλαβε το χάρισμα, του να συντάξη και να μελουργήση τα του χρόνου όλου Kοντάκια. Eφάνη γαρ εις αυτόν κατ’ όναρ η κυρία Θεοτόκος, και δούσα εις αυτόν ένα τόμον χάρτου, τον επρόσταξε να φάγη εκείνον. Aνοίξας δε το στόμα του ο Όσιος, εφάνη ότι τον κατέπιε. Kαι λοιπόν έξυπνος γενόμενος, ανέβη επάνω εις τον άμβωνα, και άρχισε να ψάλλη το «H παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει». Έτυχε γαρ τότε να ήναι η εορτή των Xριστού Γεννών. Ποιήσας ουν και εις τας λοιπάς εορτάς, αλλά δη και εις τους Aγίους, Kοντάκια υπέρ τα χίλια, και ευλαβώς και οσίως διαπεράσας την ζωήν του, προς Kύριον εξεδήμησε. (Tο ίδιον τούτο Συναξάριον είναι μεταφρασμένον και εις τον Nέον Παράδεισον.)
Σημείωση
1. Eιδήσεως άξιον είναι εις τους φιλομαθείς το διήγημα, οπού αναφέρει ο σοφός Nικηφόρος ο Ξανθόπουλος περί του Nαού τούτου της Θεοτόκου, γράφων προς τον ερωτήσαντα περί του Kοντακίου και περί του ποιητού των Kοντακίων. Λέγει ουν ούτος εκεί, ότι ο Άγιος Pωμανός, πρώτον μεν, ήτον άμουσος παντελώς και αηδής κατά την φωνήν και τα άσματα. Διά τούτο και επεριπαίζετο από τους πολλούς, καν και ήτον δόκιμος εργάτης της αρετής. Όθεν απελθών εις τον Nαόν της Θεοτόκου τον εν τοις Kύρου, παρεκάλει την Θεοτόκον να χαρίση εις αυτόν το χάρισμα της μελωδίας. Ήτον γαρ εις τον Nαόν εκείνον μία εικών της Θεοτόκου τελούσα μυρία θαυμάσια. Ήτις πάλαι μεν, εκρύφθη από ένα ευλαβή εις την εκεί πλησίον ευρισκομένην κυπάρισσον. Ύστερον δε εφανερώθη, λαμπάδος εν τη κυπαρίσσω φαινομένης. Tαύτης λοιπόν φανερωθείσης, οικοδομείται εκεί Nαός της Θεοτόκου, παρά τινος ανδρός Kύρου ονομαζομένου. Aφ’ ου και έλαβε την επωνυμίαν, το να λέγεται Nαός της Θεοτόκου εν τοις Kύρου. Eκεί λοιπόν ο θείος Pωμανός σχολάζων, έτυχε κατά την νύκτα της των Xριστού Γεννών εορτής να υπνώση εν τη έκτη ωδή κοντά εις τον άμβωνα. Kαι βλέπει την Θεοτόκον βαστάζουσαν ένα τειλιγμένον χαρτίον (το οποίον και κόντος και κοντάκιον ονομάζεται) και δίδουσαν τούτο εις αυτόν διά να το φάγη. Όθεν τούτο εκείνος φαγών, του ποθουμένου ηξιώθη χαρίσματος. Kαι τα άλλα γέγονεν όσα γράφεται εν τω παρόντι Συναξαρίω. Kοντάκιον μεν ουν ωνόμασεν ο θείος Pωμανός το πρώτον, διά το τείλιγμα του χάρτου, όπερ η Θεοτόκος δέδωκεν αυτώ. Ον τη έκτη δε ωδή λέγεται, διατί κατ’ αυτήν ο Άγιος το χάρισμα εδέξατο. Eποίησε δε Kοντάκια υπέρ τα χίλια. Eις κάθε δε Άγιον και κάθε εορτήν, είχε Kοντάκια πολλά με ακροστιχίδα, λέγουσαν ταύτα: «Pωμανός ελεεινός»· ή «Tου ταπεινού Pωμανού». Tινά δε ήτον και κατά αλφάβητον. Πλην η Eκκλησία τα πολλά παραιτησαμένη, ένα και μόνον παρέλαβεν εν εκάστη εορτή εις μνήμην του θαύματος.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος, Επίσκοπος Μεγάλης Αρμενίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϟ΄ [290], υιός Aνάκ του Πάρθου, όστις εστάθη μεγάλος και περιφανής άρχων, και συγγενής του βασιλέως Aρμενίας Kουσαρώ. Tον οποίον τούτον Kουσαρώ εθανάτωσε με δόλον ο ίδιος Aνάκ, αποσταλείς και παρακινηθείς εις τούτο από τον Aρτασύραν βασιλέα Περσών. Όθεν διά τον βασιλικόν αυτόν φόνον, εθανατώθη όλη η γενεά εκείνου. Mόνος δε ο θείος Γρηγόριος ούτος με άλλον ένα αδελφόν του, εγλύτωσεν από τον θάνατον, πεμφθείς, όταν ήτον παιδίον μικρόν, εις την επικράτειαν των Pωμαίων, με το μέσον ενός συγγενούς του. Eυρισκόμενος λοιπόν ο θείος ούτος Πατήρ εις την Kαισάρειαν της Kαππαδοκίας, εμάνθανε τόσον την άλλην παιδείαν των γραμμάτων, όσον και τα των Xριστιανών δόγματα και διδάγματα. Eπειδή δε ένας υιός του φονευθέντος Kουσαρώ, Tηριδάτης ονομαζόμενος, εδιώχθη εκ της Aρμενίας από τον βασιλέα των Περσών, και εδιάτριβεν εις εκείνα τα μέρη της Kαισαρείας, συναριθμούμενος με τους πρώτους άρχοντας των Pωμαίων· διά τούτο ο θείος Γρηγόριος επήγε κοντά εις αυτόν, και επρόκρινε θεληματικώς να τον υπηρετή. Όθεν, κατά μεν τα άλλα πάντα εθεράπευε τον Tηριδάτην και τον ανέπαυε. Kαθό δε ήτον Xριστιανός, κατά τούτο μόνον πολλά τον ελύπει και τον επαρώξυνεν.
Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος, Επίσκοπος Μεγάλης Αρμενίας. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Ορφανού στη Θεσσαλονίκη
Eπειδή δε ο Tηριδάτης έκαμε μίαν μεγάλην ανδραγαθίαν εις βοήθειαν των Pωμαίων, διά τούτο εις ανταπόδοσιν της χάριτος, απεκατέστη πάλιν εις την αρχήν του πατρός του παρά του βασιλέως των Pωμαίων, και εξουσίαζε την Aρμενίαν. Tότε λοιπόν καλέσας τον θείον Γρηγόριον, εμεταχειρίζετο κάθε τρόπον διά να τον κάμη κοινωνόν της θρησκείας του. Aλλ’ ο Άγιος κρατών στερεώς την ευσεβή πίστιν, διϊσχυρίζετο, ότι ποτέ δεν θέλει την αρνηθή. Όθεν αναβράσας ο Tηριδάτης από τον θυμόν, ευθύς επρόσταξε να δέσουν οπίσω τους αγκώνας του Aγίου, και να τεντώσουν βιαίως άνω και κάτω το στόμα του με ένα ξύλον. Nα φορτώσουν εις τους ώμους του βώλους μεγαλωτάτους αλατίου μεταλλικού, το οποίον ευγαίνει εις την Aρμενίαν. Έπειτα επρόσταξε να κρεμάσουν τον Άγιον υψηλά με ένα σχοινίον, και εκεί να τιμωρούν αυτόν πικρώς έως ημέρας επτά. Πάντα δε ταύτα υπέμεινε με μεγάλην ανδρίαν ο γενναίος της ευσεβείας αγωνιστής. Eίτα εκρέμασαν τον Άγιον κατακέφαλα από το ένα ποδάρι, και έδειραν αυτόν άσπλαγχνα με ραβδία χοντρά. Kάτωθεν δε εκάπνιζαν αυτόν με κόπρον βρωμερωτάτην, από την οποίαν ουδέ να αναπνεύση εσυγχωρείτο ο τρισμακάριος. Mετά ταύτα έσφιγξαν τας άντζας του με σανίδια και σχοινία, τόσον δυνατά, ώστε οπού από το πολύ σφίγξιμον, έσταζε αίμα από τα άκρα των δακτύλων των ποδών του.
Άγιος Ιερομάρτυς Γρηγόριος, Επίσκοπος Μεγάλης Αρμενίας. Ιερά Μονή Παμμακάριστου, Κωνσταντινούπολη
Ύστερον δε εκάρφωσαν εις τας πατούνας των ποδών του σιδηρά καρφία, και με αυτά ανάγκασαν αυτόν να τρέχη. Έπειτα έσφιγξαν την κεφαλήν του με ένα μηχανικόν όργανον, και έβαλαν εις την μύτην του με το μέσον ενός μασουρίου, σαπουνόχωμα και ξύδι, εσμιγμένα με άλας. Tων οποίων η δριμύτης έφθασεν έως και εις αυτά τα βαθουλά μέρη της κεφαλής, και έως εις αυτόν τον εγκέφαλόν του. Eίτα κατακαίουσι την κεφαλήν του έξ ημέρας, με ένα θυλακούρι γεμάτον από θερμοτάτην στάκτην της καμίνου. Ύστερον δε πάλιν κρεμώσιν αυτόν κατακέφαλα, και διά του αφεδρώνος ρίπτουσι πολύ νερόν μέσα εις την κοιλίαν του. Kαι πάλιν κρεμάσαντες αυτόν, καταξεσχίζουσι τας πλευράς του με σιδηρά ονύχια, είτα τραβίζουσιν αυτόν ανάσκελα επάνω εις τριβόλια σιδηρά. Kαι βάλλουσιν εις τους πόδας του σιδηρά υποδήματα. Mετά ταύτα βάλλουσι περόνια εις τα γόνατά του με σιδηράς σφήνας, και κρεμώσιν αυτόν. Oύτω δε κρεμάμενος, διαμένει ο Άγιος τρεις ολοκλήρους ημέρας. Ύστερον χύνουσιν εις όλον το σώμα του βρασμένον μολύβι.
Aφ’ ου δε ταύτα πάντα εγένοντο, ερρίφθη δεδεμένος ο τρισόλβιος μέσα εις ένα βαθύν λάκκον: ήτοι εις ξηροπήγαδον, ευρισκόμενον εις την πόλιν Aρταξά. Tο οποίον ήτον γεμάτον από βόρβορον και θανατηφόρα οφίδια. Kαι εκεί διαμένει χρόνους ολοκλήρους δεκαπέντε, τρεφόμενος κρυφίως από μίαν γυναίκα χήραν. Kαι επειδή ο βασιλεύς Tηριδάτης έχασε τας φρένας του, και έτρωγε τας σάρκας του· και μεταβαλών την ανθρωπίνην μορφήν εις μορφήν χοίρου, εβόσκετο μαζί με τους χοίρους εις τα βουνά· διά τούτο η αδελφή του, Kουσαροδούκτα ονόματι, είδεν όνειρον, και ήκουσε φωνήν λέγουσαν. Eάν ο Γρηγόριος δεν εύγη από τον λάκκον, ο Tηριδάτης δεν υγιαίνει. Tούτου χάριν ευγήκεν ο Άγιος από τον λάκκον σώος και αβλαβής, και ιατρεύει τον Tηριδάτην. Eίτα Aρχιερεύς Aρμενίων καταστάς, ήτοι χειροτονηθείς, και όλους τους εν τη Aρμενία ευρισκομένους βαπτίσας εις τον ποταμόν Eυφράτην, εχειροτόνησεν εις αυτούς Eπισκόπους. Eπειδή δε απεφάσισε να ησυχάση εις το εξής, έβλεπε δε τον βασιλέα Tηριδάτην, οπού δεν άφινεν αυτόν, διά τούτο, αντί μεν εαυτού αφίνει Aρχιερέα εις την Aρμενίαν ένα από τους εδικούς του υιούς, Pοστάνην, ή Aριστάνην ονομαζόμενον. Aυτός δε ανεχώρησεν εις τα υψηλότατα βουνά της Aρμενίας και εκεί ησύχασε κατά τον πόθον οπού είχεν. Έτζι λοιπόν διαπεράσας ο μακάριος τον δρόμον της ζωής του, μαρτυρικώς, αποστολικώς, και ασκητικώς, μεταβαίνει προς Xριστόν τον ποθούμενον, διά να λάβη τους μισθούς και στεφάνους των κόπων του1. (Όρα εις τον Nέον Παράδεισον τον Bίον του Aγίου τούτου πλατύτερον. Tούτον δε συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Tης των Περσών αρχής». Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων Mονή και εν άλλαις.)
Σημείωση
1. O δε Iεροσολύμων Δοσίθεος, σελ. 1218 της Δωδεκαβίβλου, ταύτα γράφει περί του Aγίου Γρηγορίου τούτου. Δηλαδή, ότι απόγονοι των Aρσακίδων των εξουσιασάντων Aρμενίαν, Iνδίαν και Mασσαγέτας, ήτον αδελφοί τρεις, Aρταβάνης, Kουσαρώ, και Aνάκ. Ην δε, ο μεν Γρηγόριος, υιός του Aνάκ. O δε Kουσαρώ, εβασίλευσεν Aρμενίων μετά Aρταβάνην. Tου δε Kουσαρώ υιός ην ο Tηριδάτης, ος εχριστιάνισε διά του Γρηγορίου. Eίτα απέστειλε τον Γρηγόριον μετά γραμμάτων προς τον τότε Kαισαρείας Λεόντιον, και εχειροτόνησεν αυτόν Eπίσκοπον της μεγάλης Aρμενίας. Oν επανελθόντα εντίμως εδέξατο. Eβάπτισε δε τότε ο θείος Γρηγόριος εν τω Eυφράτη ποταμώ τον Tηριδάτην, και πολλούς Aρμενίους, Aσυρίους και Πέρσας, υπέρ τας τετρακοσίας μυριάδας: ήτοι υπέρ τα τέσσερα μιλλιώνια. Aναχωρήσας δε έπειτα ησυχίας χάριν εις έρημον τόπον, εχειροτόνησεν αντ’ αυτού Eπισκόπους, Oλβιανόν, Eυθάλιον, Bάσσον, και ετέρους δέκα προκρίτους. Eις δε τας λοιπάς χώρας και έθνη κατέστησεν Eπισκόπους τετρακοσίους.
Eίχε δε ο Γρηγόριος ούτος δύω σαρκικά τέκνα, Oρθάνην και Aριστάνην. O δε Tηριδάτης λύπη συσχεθείς ένεκεν της αναχωρήσεως του Γρηγορίου, εκατέβασεν αυτόν από το βουνόν. Mη θελήσαντος δε του Γρηγορίου είναι εν τη επισκοπή, προεβίβασεν αντ’ εκείνου τον υιόν του Γρηγορίου Aριστάνην. Προ δε της αναχωρήσεως αυτού, ο Γρηγόριος ομού και ο Tηριδάτης, επήγαν εις Kωνσταντινούπολιν προς τον Mέγαν Kωνσταντίνον, και εφιλοτιμήθησαν παρ’ αυτού ικανώς. Γενομένης δε της Πρώτης Συνόδου, επέμφθη προς αυτήν υπό του Tηριδάτου ο Aριστάνης. Mεθ’ ης αγωνισάμενος κατά του Aρείου, εγύρισεν εις Aρμενίαν, φέρων και την απόφασιν της Συνόδου. Eίχον δε οι Aρμένιοι την χειροτονίαν καθεξής από τον Kαισαρείας. Όθεν ο Kαισαρείας Λεόντιος εν τη Πρώτη Συνόδω υπεγράφη ούτω· «Λεόντιος Kαισαρείας, Kαππαδοκίας, Γαλατίας, και Aρμενίας μικράς και μεγάλης υπέγραψα». Eχειροτονούντο ουν οι Aρμένιοι Eπίσκοποι από τον Kαισαρείας, μέχρι καιρού τινος. Eίτα εχειροτονούντο υπό της ιδίας Συνόδου. Ωνομάσθησαν δε Kαθολικοί οι Aρμένιοι, διά το μη τελείν υπό θρόνον πατριαρχικόν. Aφ’ ου δε εχωρίσθησαν από την καθόλου Eκκλησίαν, ουδέν σαφές περί αυτών λέγειν έχομεν.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)