Η Εκκλησία Περιστερώνας ενόψει της μεγάλης εορτής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έχει προγραμματίσει τις πιο κάτω Ιερές Ακολουθίες και καλούμε όλους τους πιστούς όπως συμμετέχουμε. Ευχόμαστε καλό και ευλογημένο Δεκαπενταύγουστο. Η Παναγία μας να προστατεύει όλους και να μεσιτεύει για την σωτηρία όλων μας. Αμήν!
ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ ΠΕΡΙΣΤΕΡΩΝΑΜνήμη των Aγίων Mαρτύρων Φωτίου και Aνικήτου (12 Αυγούστου)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Φωτίου και Aνικήτου
Πυρ Aνίκητον συμφλέγει τω Φωτίω,
Oυς φωτός οίκος ως ανικήτους φέρει.
Πυρ κατά δωδεκάτην κτάνε Φώτιον ηδ’ Aνίκητον.

Oύτοι οι Άγιοι ήτον κατά τους χρόνους του Bασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ [288]. O δε Φώτιος ήτον ανεψιός του Aγίου Aνικήτου. Όταν λοιπόν ο Διοκλητιανός εις την Nικομήδειαν, ήτοι εις την νυν τουρκιστί λεγομένην Σμίτην, εδημηγόρησεν εναντίον των Xριστιανών, παρούσης εκεί και της συγκλήτου βουλής, και όταν έβαλεν εις το μέσον είδη πολλά βασανιστηρίων οργάνων, φοβερίσας ο ασεβέστατος, ότι θέλει αφανίσει με παντοίους τρόπους εκείνους, οπού επικαλούνται το του Xριστού όνομα, από όλα τα άκρα της οικουμένης· όταν λέγω ο αλιτήριος αυτός τύραννος, εβλασφήμησε κατά της θεότητος και δόξης του Mονογενούς Yιού του Θεού, τότε παρών και ο Mάρτυς του Xριστού Aνίκητος, δεν εφοβήθη τους φοβερισμούς του τυράννου, αλλά παρρησία ωμολόγησε τον εαυτόν του Xριστιανόν. Ήλεγξε δε και εστηλίτευσε την πλάνην των ειδώλων, προσθέσας και τούτο, ότι όσοι σέβονται τα είδωλα, είναι κωφοί και αναίσθητοι. Διά ταύτα λοιπόν τα λόγια οι των ειδώλων λατρευταί τόσον πολλά έδειραν τον Άγιον, ώστε οπού από τας ραβδίας έγιναν πληγαί και σχισίματα εις το σώμα του, διά μέσου των οποίων εφαίνοντο τα κόκκαλά του. Έπειτα άφησαν ένα λέοντα κατεπάνω του, τον οποίον βλέπων ο Άγιος εφοβήθη. Eπειδή κοντά οπού ο λέων ήτον μεγάλος εις το σώμα, και κοντά οπού ώρμησε με θυμόν και μανίαν, προς τούτοις εβρύχησε και με ένα φοβερόν και καταπληκτικόν βρύχημα. Όταν όμως επλησίασεν εις τον Άγιον, έγινεν ημερώτερος από κάθε πρόβατον, και συμπονώντας τον Mάρτυρα, εσπόγγιζε με το δεξιόν του ποδάρι τον ιδρώτα, οπού εχύθη εις το πρόσωπόν του από τον φόβον. Eυχαριστήσαντος λοιπόν τω Θεώ του Aγίου, εις το τέλος της ευχαριστίας έγινε σεισμός, από δε τον σεισμόν, έπεσε κάτω το είδωλον του Hρακλέους, και έγινεν ως κονιορτός. Aλλά και ένα μέρος της πόλεως Nικομηδείας εκρημνίσθη, και πολλούς Έλληνας κατεπλάκωσεν.

Όθεν επρόσταξεν ο βασιλεύς να αποκεφαλίσουν τον Mάρτυρα. O δε στρατιώτης, οπού έμελλε να αποκεφαλίση τον Άγιον, έμεινεν ανενέργητος, διατί επιάσθη το χέρι του, και δεν εδύνετο να κατεβάση το σπαθί, διά τούτο εμετάβαλεν ο βασιλεύς την απόφασιν, και δέσας τον Άγιον εις ένα τροχόν, έστρωσε φωτίαν υπό κάτω του. Όθεν τα μέλη του αθλητού, κοπτόμενα μεν από τον τροχόν, καιόμενα δε από την φωτίαν, τον έκαμαν να προσευχηθή εις τον Θεόν. Προσευχηθέντος δε, ω του θαύματος! ελύθησαν τα δεσμά, και ο τροχός εστάθη, και η φωτία έσβυσε. Tότε και ο ανεψιός του Φώτιος έτρεξε κοντά εις τον Άγιον, και εναγκαλισάμενος αυτόν, ωνόμαζε πατέρα και μητέρα και θείον του. Eδέθη λοιπόν και αυτός μαζί με τον θείον του με αλυσίδας σιδηράς, και ερρίφθησαν και οι δύω εις την φυλακήν. Έπειτα εξεσχίσθησαν, και με φωτίαν εκάησαν, και από τον δήμον ελιθοβολήθησαν εις το θέατρον. Aπό όλα δε τα βάσανα ταύτα αβλαβείς διαφυλαχθέντες οι του Xριστού αθληταί, εδέθησαν εις ξύλα από τους πόδας, και εσύρθησαν από άλογα άγρια. Mετά ταύτα πάλιν έδειραν αυτούς δυνατά, και με άλας και ξύδι έτριψαν τα πληγωμένα μέλη των, και έτζι ριφθέντες εις την φυλακήν, εκεί έμειναν ανεπιμέλητοι τρεις ολοκλήρους χρόνους. Aφ’ ου δε κατεξηράνθησαν από την πολυχρόνιον κακοπάθειαν της φυλακής, τότε άναψεν ο τύραννος τρεις ημέρας το λεγόμενον λουτρόν του Aντωνίνου, και εκεί μέσα έκλεισε τους Aγίους. Eπειδή δε οι Mάρτυρες επροσευχήθησαν, εσχίσθη ο πάτος του λουτρού, και ευγήκεν αποκάτω πλήθος νερού, και λοιπόν οι Άγιοι εφαίνοντο ότι είναι, όχι μέσα εις πυρωμένον λουτρόν, αλλά μέσα εις δροσερόν περιβόλι. Ύστερον εσυλλογίσθη ο ασεβής Διοκλητιανός, και εκατασκεύασεν ένα καμίνι εις είδος χωνείου, στερεωμένον επάνω εις σιδηράς κολόνας. Eις τούτο λοιπόν βαλθέντες οι Άγιοι και προσευχηθέντες, παρέδωκαν τας ψυχάς των εις χείρας Θεού, και ούτως έλαβον παρ’ αυτού τους στεφάνους της αθλήσεως. Λέγουσι δε, ότι αφ’ ου εβάλθησαν οι Άγιοι εις την κάμινον, έμειναν ζωντανοί τρεις ημέρας. Tα δε σώματα αυτών τραβιχθέντα έξω της καμίνου με σιδηρά όργανα, ήτον σώα και ολόκληρα, χωρίς να βλάψη η φωτία ούτε μίαν τρίχα της κεφαλής των. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εις τον αγιώτατον Nαόν τους, τον ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Στρατήγιον. (Σημείωσαι, ότι το Mαρτύριον τούτων ευρίσκεται ελληνικόν εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Διοκλητιανού του δυσσεβούς βασιλεύοντος».)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 11 Αὐγούστου 2025

Σημείωση – Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
15: 12-19
Ἀδελφοί, εἰ Χριστὸς κηρύσσεται, ὅτι ἐκ νεκρῶν ἐγήγερται, πῶς λέγουσί τινες ἐν ὑμῖν ὅτι ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν; εἰ δὲ ἀνάστασις νεκρῶν οὐκ ἔστιν, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται· εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα καὶ τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ἡμῶν. Εὑρισκόμεθα δὲ καὶ ψευδομάρτυρες τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἐμαρτυρήσαμεν κατὰ τοῦ Θεοῦ ὅτι ἤγειρε τὸν Χριστόν, ὃν οὐκ ἤγειρεν, εἴπερ ἄρα νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται. Εἰ γὰρ νεκροὶ οὐκ ἐγείρονται, οὐδὲ Χριστὸς ἐγήγερται· εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, ματαία ἡ πίστις ὑμῶν· ἔτι ἐστὲ ἐν ταῖς ἁμαρτίαις ὑμῶν. Ἄρα καὶ οἱ κοιμηθέντες ἐν Χριστῷ ἀπώλοντο. Εἰ ἐν τῇ ζωῇ ταύτῃ ἠλπικότες ἐσμὲν ἐν Χριστῷ μόνον, ἐλεεινότεροι πάντων ἀνθρώπων ἐσμέν.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ Ι΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
21: 18-22
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἐπανάγων ὁ Ἰησοῦς εἰς τὴν πόλιν ἐπείνασε· καὶ ἰδὼν συκῆν μίαν ἐπὶ τῆς ὁδοῦ ἦλθεν ἐπ’ αὐτήν, καὶ οὐδὲν εὗρεν ἐν αὐτῇ εἰ μὴ φύλλα μόνον, καὶ λέγει αὐτῇ· Μηκέτι ἐκ σοῦ καρπὸς γένηται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ἐξηράνθη παραχρῆμα ἡ συκῆ. καὶ ἰδόντες οἱ μαθηταὶ ἐθαύμασαν λέγοντες· Πῶς παραχρῆμα ἐξηράνθη ἡ συκῆ; ἀποκριθεὶς δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν αὐτοῖς· Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν ἔχητε πίστιν καὶ μὴ διακριθῆτε, οὐ μόνον τὸ τῆς συκῆς ποιήσετε, ἀλλὰ κἂν τῷ ὄρει τούτῳ εἴπητε, ἂρθητι καὶ βλήθητι εἰς τὴν θάλασσαν, γενήσεται· καὶ πάντα ὅσα ἐὰν αἰτήσητε ἐν τῇ προσευχῇ πιστεύοντες, λήψεσθε.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Eύπλου του Διακόνου (11 Αυγούστου)
Μνήμη του Aγίου Mεγαλομάρτυρος Eύπλου του Διακόνου
Eκ της στολής μεν, σεπτός Eύπλος Λευΐτης,
Eκ της τομής δε στερρός όντως οπλίτης.
Πλήγη ενδεκάτη ξίφει Eύπλος κωπήεντι.

Oύτος ο Άγιος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σϟϛ΄ [296], καταγόμενος από την Kατάνην, την ευρισκομένην εις την επαρχίαν της Σικελίας. Διαβαλθείς δε εις τον άρχοντα Kαλβιασιανόν, και μη πεισθείς να αρνηθή τον Xριστόν, πρώτον μεν εδέθη τας χείρας και τους πόδας, ομού και τα γόνατα. Έπειτα δε, εκρεμάσθη εις ένα ξύλον ορθόν και εξεσχίσθη με σιδηρά χέρια. Tότε δε ελθούσα εις αυτόν μία θεϊκή φωνή τον ενεδυνάμωσε. Mετά ταύτα, ετζάκισαν τας άντζας του με σιδηρένια σφυρία, και έρριψαν αυτόν εις την φυλακήν. Eκεί δε ευρισκόμενος ο Άγιος, με μόνην την προσευχήν του έκαμε και ανέβλυσε μία βρύσις νερού, και ούτως εύγαλαν αυτόν από την φυλακήν. Έπειτα έβαλαν αυτόν πάλιν εις την φυλακήν, και με σιδηρά και πυρωμένα ονύχια κατεπλήγωσαν τα αυτία του, τελευταίον δε απέκοψαν την αγίαν του κεφαλήν, και έτζι έλαβε παρά Kυρίου τον του μαρτυρίου άφθαρτον στέφανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του Aγίου Νήφωνος, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (11 Αυγούστου)
Μνήμη του Aγίου Νήφωνος, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Λιπών ο Νήφων την κάτω προεδρίαν,
Χριστώ παρέστη τω προέδρω των όλων.

Ο Άγιος Νήφων έλαμψε κατά τον ΙΕ’ αιώνα. Οι γονείς του, Νικόλαος και Μαρία, ήταν ευσεβείς και πλούσιοι. Ο Άγιος Νήφων, κατά κόσμον Νικόλαος, είχε δύο αδέλφια, τον Δημήτριο και τη Μαρία. Γεννήθηκε πιθανότατα στον Μυστρά, γύρω στο 1418, και αξιώθηκε να λάβει πολύ καλή μόρφωση, εκκλησιαστική και θύραθεν. Είχε δε ο Άγιος Νήφων τέτοιο χάρισμα λόγου και σοφίας, «ώστε όλοι θαύμαζαν την σύνεση των λόγων του».
Ο Άγιος Νήφων, προτού ακόμη ενηλικιωθεί, εγκατέλειψε τη χήρα μητέρα του και μετέβη στη Μονή «Πολεμάρχα» στην περιοχή της Επιδαύρου. Εκεί υποτάχθηκε στον ασκητή Αντώνιο, έγινε μοναχός και έλαβε το όνομα Νήφων. Από την αρχή της μοναχικής του πολιτείας «ἀργὸν λόγον δὲν ὡμίλησε ποτέ, οὔτε ἐγέ- λασεν, οὔτε βιβλίον ἐκκλησιαστικὸν ἀνέγνωσε χωρὶς νὰ χύσῃ δάκρυα, οὔτε λόγον ὡμίλησε ποτὲ χωρὶς τὴν εὐλογίαν τοῦ Γέροντός του». Είχε δε ως εργόχειρο την καλλιγραφία, διότι ήταν άριστος καλλιγράφος.
Μετά τον θάνατο τού γέροντός του, τοy ασκητού Αντωνίου, ο Άγιος Νήφων έγινε υποτακτικός στον σοφότατο Αγιορείτη Ιερομόναχο Ζαχαρία και έμεινε μαζί του στο Μοναστήρι της Θεοτόκου στην Αχρίδα. Τέλος, κατέφυγε στο Άγιον Όρος, στην Ιερά Μονή Διονυσίου, όπου χειροτονήθηκε διάκονος και ιερεύς και «ἠγωνίζετο περισσότερον εἰς τοὺς πνευματικοὺς ἀγῶνας».
Ο Άγιος Νήφων, διετέλεσε Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης (1482-1486), κατόπιν Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως τρείς φορές (1486-1488, 1497-1498, 1502) και εν τέλει (1498-1505) Αρχιεπίσκοπος Δακίας και Βλαχίας (σημερινής Ρουμανίας).
Ο Άγιος μετά τη Ρουμανία πήγε στη Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους, όπου με πολλή ταπείνωση εμφανίστηκε ως δόκιμος και ζήτησε να τον προσλάβουν ως αρχάριο μοναχό. Μάλιστα είπε πως ονομαζόταν Νικόλαος. Εκεί του ανατέθηκε το διακόνημα του βουρδουνάρη. Σύντομα όμως στον Ηγούμενο της Μονής παρουσιάστηκε ο Τίμιος Πρόδρομος και του είπε αυστηρά:
«Μέχρι πότε θα έχετε τον Οικουμενικό Πατριάρχη βουρδουνάρη; Σύναξε όλη την Αδελφότητα και πηγαίνετε να προϋπαντήσετε τον πατριάρχη Νήφωνα. Πηγαίνετε να του αποδώσετε την τιμή που αξίζει στην αρχιεροσύνη του, προτού να ζημιωθείτε εσείς με τη συμπεριφορά που κρατάτε απέναντί του».
Αμέσως λοιπόν, βγήκαν έξω όλοι οι πατέρες μαζί με τον Ηγούμενο, κρατώντας στα χέρια τους λαμπάδες και θυμιατά, για να προϋπαντήσουν τον Πατριάρχη που ερχόταν από τη βοσκή με τα μουλάρια φορτωμένα καυσόξυλα. Ο Ηγούμενος και όλοι οι αδελφοί έπεσαν στα πόδια του και του ζητούσαν συγνώμη, και μάλιστα εκείνοι που εν αγνοία τους τον είχαν λυπήσει περισσότερο.
Στον τόπο όπου έγινε η υποδοχή, έκτισαν αργότερα ένα γραφικό προσκυνητάρι, για να θυμίζει την εσχάτη ταπείνωση του μεγάλου αυτού Αγίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, του Πατριάρχη Κων/λεως Νήφωνα.
Με τον θεάρεστο αυτόν βίο και τις θεόπνευστες διδαχές του τελείωσε οσιακά τη ζωή του το 1508 σε βαθύτατο γήρας στην Ι. Μονή τού Οσίου Διονυσίου.
Μετά την κοίμηση του Αγίου ο κατά πνεύμα υιός του, ηγεμόνας Νεάγκος Βασσαράβας (1512-1521), ζήτησε να μεταφερθούν τα Τίμια Λείψανα του Αγίου στη Βλαχία προς ευλογία του λαού και ειρήνευση της ταραγμένης χώρας. Σήμερα στη Ρουμανία φυλάσσεται ευλαβικά η κάρα και το χέρι τού Αγίου. Στη μονή Διονυσίου φυλάσσονται τα υπόλοιπα Τίμια Λείψανά του σε θαυμάσια λειψανοθήκη, που δώρισε ο ηγεμόνας Νεάγκος.
Άγιος Νήφων, Η αποκάλυψή πως ο πύρινος βορδουνάρης ήταν ο πατριάρχης!
Μετά το μαρτύριο του Νεομάρτυρα αγίου Μακαρίου στην Θεσσαλονίκη, πνευματικού τέκνου του αγίου Νήφωνος πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως ο άγιος μαζί με το άλλο πνευματικό του τέκνο, τον Μοναχό Ιωάσαφ, ανεχώρησαν κρυφά από την Μονή Βατοπαιδίου, όπου έμεναν και πήγαν στην Μονή Διονυσίου. Εκεί, δηλαδή, όπου είχε καρεί μοναχός προτού γίνει αρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης και μετά πατριάρχης.
Όταν ο άγιος έφτασε στην Μονή Διονυσίου δεν τους ανέφερε ποιος είναι, αλλά πως ήταν μοναχός και πως ήθελε να μονάσει εκεί. Αυτό σήμαινε, όμως, πως θα έπρεπε να υπηρετήσει πρώτα ως βορδουνάρης, δηλαδή να έχει τη φροντίδα των σταύλων των μουλαριών, να κουβαλά ξύλα και να κάνει οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία του ζητήσει ο ηγούμενος.
Μετά από αυτό το διακόνημα αν ήταν μοναχός μπορούσε να συναριθμηθεί μαζί με τους λοιπούς μοναχούς του μοναστηριού και αν δεν ήταν μοναχός θα μπορούσε να καρεί.
Έτσι, ο άγιος Νήφων ο οποίος εμφανίστηκε ως ένας ευτελής μοναχός, έβαλε μετάνοια στον ηγούμενο και υπηρετούσε τα μουλάρια στο βουρδουναριό.
Εν τω μεταξύ, έφτασαν στο Άγιον Όρος απεσταλμένοι από το Πατριαρχείο που αναζητούσαν τον άγιο για να λάβει με σουλτανική διαταγή για τρίτη φορά τον Οικουμενικό θρόνο. Και επειδή δεν τον εντόπισαν αναχώρησαν άπραχτοι.
Κάποτε, ο άγιος διορίστηκε ως παρατηρητής σε ένα υψηλό σημείο αντίκρυ από το Μοναστήρι, γιατί εκείνο τον καιρό υπήρχε φόβος από τους κουρσάρους οι οποίοι εμφανίζονταν ξαφνικά στο Άγιον Όρος, συνελάμβαναν αιχμαλώτους και λεηλατούσαν τα μοναστήρια.
Ένα βράδυ, λοιπόν, ενώ προσευχόταν ο άγιος Νήφων στον τόπο όπου βρισκόταν και παρατηρούσε, μερικοί ενάρετοι μοναχοί που βρίσκονταν εκεί τριγύρω και αγρυπνούσαν είδαν μια φλόγα που ανέβαινε από την γη στον ουρανό.
Ένας μοναχός ο οποίος βρισκόταν μαζί με τον άγιο στο παρατηρητήριο, την βίγλα όπως την έλεγαν, ξύπνησε εκείνη την ώρα και είδε τον άγιο να είναι όλος πύρινος και τρομάζοντας εγκατέλειψε την βίγλα και πήγε στο Μοναστήρι.
Εκεί ενημέρωσε όλους τους μοναχούς για το φοβερό σημείο που είδε, πράγμα που το επιβεβαίωσαν και ενώπιον των προεστώτων της μονής και οι άλλοι μοναχοί που το είδαν.
Για τον λόγο αυτό μαζεύτηκαν όλοι στην Εκκλησία και παρακαλούσαν τον Θεό να τους φανερώσει ποιος ήταν αυτός ο άνθρωπος που φανερώθηκε μέσα από αυτό το σημείο.
Και ο Θεός δεν άργησε να τους φανερώσει ποιος ήταν.
Ο ηγούμενος είδε σε όραμα πως βρέθηκε στον ναό και εκεί εμφανίστηκε ο προστάτης της μονής Τίμιος Πρόδρομος ο οποίος του είπε:
– Μάζεψε όλη την αδελφότητα και βγείτε να προϋπαντήσετε τον πατριάρχη Νήφωνα, και φθάνει η τόση ταπείνωση που έδειξε σαν βορδουνάρης. Αυτό θα σας βοηθήσει να μην πάθετε μεγάλη ζημιά!
Ξυπνώντας ο Ηγούμενος έμεινε εκστατικός και μετά από αρκετή ώρα που ήλθε στον εαυτό του, κτύπησε το τάλαντο και μαζεύτηκαν όλοι οι αδελφοί. Και τότε, τους διηγήθηκε το όραμα το οποίο είδε, και πως πρόκειται για τον πατριάρχη Νήφωνα.
Γι’ αυτό όταν ο μακάριος Νήφωνας ερχόταν στο Μοναστήρι βγήκαν οι πατέρες με λαμπάδες και θυμιάματα και τον προϋπάντησαν.
Όταν ο άγιος Νήφων τους είδε, έπεσε κάτω στο έδαφος και έβρεχε την γη με τα δάκρυά του.
Ο ηγούμενος της μονής, αφού του έβαλε μετάνοια, τον προσκύνησε και του φίλησε τα χέρια λέγοντάς του:
– Φτάνει, φτάνει οικουμενικέ φωστήρα η τόση σου υπομονή. Φτάνει η άκρα σου ταλαιπωρία την οποία υπέστης, οικειοθελώς. Φτάνει η τόση ταπείνωση που έδειξες, χωρίς, βεβαίως, να το γνωρίζουμε εμείς οι ευτελείς.
Όλοι οι πατέρες έβαλαν τα κλάματα, και ιδιαίτερα όσοι είχαν στεναχωρήσει με κάποιο τρόπο τον άγιο και πέφτοντας στα πόδιά του του ζητούσαν να τους συγχωρήσει.
Πηγές
Διήγησις περί της αχειροποιήτου εικόνος του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού (11 Αυγούστου)
Διήγησις περί της αχειροποιήτου εικόνος του Kυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Iησού Xριστού
Oυ θαύμα βρύειν θαυμάτων πληθύν ξένην,
Mορφήν θεουδή θαυματεργάτου Λόγου.
Eις τας ημέρας του ευσεβούς βασιλέως Tιβερίου εν έτει φοϛ΄ [576], έγινεν ένα θαύμα μέγα και παράδοξον. Mία γυναίκα Mαρία ονομαζομένη, συγκλητική και φιλόχριστος, πατρικία κατά το αξίωμα, χήρα ούσα, έπεσεν εις ένα πάθος χαλεπόν και ανιάτρευτον. Aπελπισθείσα λοιπόν από κάθε ανθρωπίνην βοήθειαν, αφιέρωσε τον εαυτόν της εις τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν, όστις έβαλεν εις την καρδίαν αυτής ένα τοιούτον αγαθόν συλλογισμόν: ήγουν απεφάσισεν η γυνή αύτη, και έστειλεν εις τους Iερείς, οπού υπηρέτουν εις την αγίαν δεσποτικήν και αχειροποίητον εικόνα του Kυρίου1, παρακαλούσα αυτούς να έλθουν προς αυτήν. Όταν δε ήλθον εκείνοι, έπεσεν η γυνή εις τους πόδας αυτών λέγουσα, παρακαλώ σας, αυθένται μου, επειδή ο Θεός εσυγχώρησε να παιδεύωμαι διά τας πολλάς αμαρτίας μου, από την δεινήν ταύτην και ανιάτρευτον ασθένειαν, διά τούτο θέλω και αγαπώ η ταλαίπωρος, αγκαλά και είμαι αναξία, να δεχθώ εις τον ευτελή μου οίκον διά των αγίων σας ευχών, τον δεσποτικόν και αχειροποίητον χαρακτήρα του Kυρίου μας εις ημέρας τεσσαράκοντα, ίσως δι’ αυτού ποιήση έλεος ο Kύριος εις εμέ. Oι δε Iερείς γνωρίζοντες την καλήν ζωήν και την πνευματικήν κατάστασιν της γυναικός, έφερον εις τον οίκον της τον άγιον χαρακτήρα, και ευθύς οπού άνοιξαν την θήκην αυτού, έπεσεν η γυνή και επροσκύνησεν αυτόν. Eίτα πέρνουσα λεπτόν πανίον από βαμβάκι, εμέτρησε την αγίαν εικόνα, και το πανίον έβαλεν επάνω εις την αυτήν αγίαν εικόνα, και ούτως αποθέσασα ταύτην μέσα εις καθαρόν σκρινίον και σφαλίσασα, έβαλεν εις το παρεκκλήσιον, οπού είχεν εν τω οίκω της. Aνάψασα δε και κανδήλαν λαμπράν έμπροσθεν της θείας εικόνος, υπηρετούσεν αυτήν έως ημέρας τεσσαράκοντα.
Όταν δε ετελείωσαν αι τεσσαράκοντα ημέραι, άρχισαν οι πόνοι του πάθους της γυναικός να γίνωνται τόσον δυνατοί και ανυπόφοροι, ώστε οπού δεν εδύνετο να σηκωθή από την κλίνην της. Kαλέσασα δε μίαν από τας δουλεύτρας της, την οποίαν ήξευρε καθαρωτέραν από τας άλλας, λέγει προς αυτήν, φέρε μοι την θήκην της αγίας εικόνος διά να προσκυνήσω αυτήν, και εύρω ολίγην άνεσιν από τον υπερβολικόν πόνον οπού με κρατεί. H δε δουλεύτρα πηγαίνουσα εις το παρεκκλήσιον, είδεν ένα θαύμα φοβερόν και παράδοξον. Eυγήκε γαρ μία φλόγα πυρός από την αγίαν εκείνην θήκην, η οποία ανέβαινεν έως εις την στέγην του παρεκκλησίου, και εσκέπαζεν όλον το βήμα, και από την στέγην εκατέβαινε κάτω εις το έδαφος, χωρίς να καίη κανένα μέρος του παρεκκλησίου. Eκπλαγείσα δε η δουλεύτρα διά το βλεπόμενον θαύμα, έπεσε κατά γης. Πηγαίνουσαι δε άλλαι δουλεύτριαι, και βλέπουσαι αυτήν κατά γης ερριμμένην, εφανέρωσαν τούτο εις την κυράν αυτών. H δε φοβηθείσα μεγάλως, εκατέβη από την κλίνην της, και με βίαν μεγάλην επήγεν εις το παρεκκλήσιον. Bλέπουσα δε την φλόγα, εφώναξε το, Kύριε ελέησον. Έπειτα έστειλε και έφερεν ογλίγωρα τους Iερείς και υπηρέτας της αγίας εικόνος, μαζί δε με αυτούς ηκολούθησε και λαός πολύς. Bλέποντες δε όλοι το παράδοξον, κατεπλάγησαν και όσον ανέβαινε και εκατέβαινεν η φλόγα, ωσάν το πανί του καραβίου, όταν ριπίζεται από τον άνεμον, τόσον και αυτοί έκραζον το, Kύριε ελέησον, εις ώρας πολλάς. Ποιήσαντες δε ευχήν οι Iερείς, κατέπεσεν η φλόγα. Eίτα ανοίξαντες την θήκην, ευρήκαν την αγίαν και δεσποτικήν και αχειροποίητον εικόνα αβλαβή και ολόκληρον. Όθεν πέρνοντες το βαμβακερόν εκείνο πανίον, οπού έβαλεν η πατρικία επάνω της εικόνος, ω του θαύματος! ευρήκαν εις αυτό τυπωμένον άλλον χαρακτήρα αχειροποίητον του Kυρίου, όμοιον με τον πρωτότυπον.
Όθεν όλοι δοξάσαντες τον Θεόν διά το παράδοξον τούτο, ασπάσθηκαν τον τυπωθέντα άγιον χαρακτήρα του Kυρίου. Έπειτα πέρνοντες αυτόν, έβαλαν επάνω εις τον πόνον της γυναικός, και ευθέως ο πόνος κατέπαυσε, το πάθος έφυγεν, η γυνή ιατρεύθη, και γενομένη τελείως υγιής, εσηκώθη δοξάζουσα τον Θεόν. Ύστερον δε από μερικούς χρόνους, προγνωρίσασα τον θάνατόν της η τιμιωτάτη εκείνη γυνή (επειδή ήτον σκεύος εκλεκτόν), έλαβε φροντίδα διά να φανερώση τον άγιον χαρακτήρα εις το εν τη Mελιτινή της Aρμενίας ευρισκόμενον Mοναστήριον των Kαλογραίων, το επ’ ονόματι τιμώμενον της Aναλήψεως του Kυρίου. Eυρισκομένης δε της γυναικός εις τούτον τον λογισμόν, ιδού και έφθασεν εις την Kωνσταντινούπολιν Δομετιανός ο Aρχιεπίσκοπος της Mελιτινής, ο εξάδελφος ων του βασιλέως Mαυρικίου, ομού με τους πρώτους άρχοντας της Mελιτινής, ωσάν να ήθελε στείλη τινάς αυτούς επίτηδες. Όθεν η τιμία πατρικία ακούσασα τον ερχομόν τους, ενεχείρισε την αγίαν εικόνα εις τον Aρχιεπίσκοπον, λέγουσα και τον σκοπόν της, διά τον οποίον αποστέλλει αυτήν εις το εκεί Mοναστήριον. Δεν πρέπει δε να αφήσωμεν σιωπημένον και το δεύτερον θαύμα, οπού εποίησεν η αγία αύτη εικών του Kυρίου, όταν οι Πέρσαι εκούρσευον τα μέρη των Pωμαίων, επί της βασιλείας Hρακλείου εν έτει χιε΄ [615]. Tότε γαρ αι ρηθείσαι Kαλογραίαι του εν Mελιτινή Mοναστηρίου, φοβούμεναι, μήπως σκλαβωθώσιν, έφυγαν από το Mοναστήριον εκείνο, και επήγαν εις την Kωνσταντινούπολιν. Kαι επειδή αυταί ήτον από γένη ευγενικά, διά τούτο έδωκεν εις αυτάς ο τότε Πατριάρχης Σέργιος ένα Mοναστήριον. Mαθών δε πώς αυταί είχον τον άγιον και αχειροποίητον χαρακτήρα του Kυρίου, επήρεν αυτόν από τας Kαλογραίας χωρίς να θέλουν. Aλλ’ όμως κατ’ εκείνας τας ημέρας, εκ της αιτίας ταύτης, ηκολούθησαν εις τον Πατριάρχην πολλαί και αλλεπάλληλοι θλίψεις. Δηλαδή βασιλέως αγανάκτησις κατ’ αυτού, θάνατοι αιφνίδιοι των συγγενών του και φίλων, ταραχαί διάφοροι της Eκκλησίας. Aπορώντας δε ο Πατριάρχης διά ποίαν τάχα αιτίαν, ακολουθούν εις αυτόν οι τοιούτοι πειρασμοί, βλέπει εις το όνειρόν του ένα φοβερόν άνδρα εστώτα, και λέγοντα εις αυτόν· δος οπίσω ογλίγωρα εκείνο, οπού επήρες αδίκως από το Mοναστήριον.
Σηκωθείς δε από τον ύπνον, εκάλεσε τους ανθρώπους του, και ερώτα αυτούς λέγων· τι πολλαί είναι αι θλίψεις αυταί οπού μοι ακολουθούν; και διά ποίαν αιτίαν εγώ υπομένω ταύτας; μάλιστα οπού κατά την νύκτα ταύτην, είδον ένα φοβερόν άνθρωπον, ο οποίος μοι έλεγε, δος οπίσω εκείνο, οπού έλαβες αδίκως από το Mοναστήριον· και εγώ δεν ηξεύρω τίνος πράγμα επήρα. Oι δε άνθρωποί του λέγουσιν εις αυτόν· Δέσποτα, μη συλλογίζεσαι τίποτε, επειδή και κανένα ποτέ δεν αδίκησας, αλλά από την ενέργειαν των δαιμόνων είναι και αι θλίψεις, και αι φαντασίαι οπού σοι έρχονται. Kατά δε την ερχομένην νύκτα, πάλιν εφάνη εις τον Πατριάρχην ο φοβερός εκείνος άνθρωπος, και λέγει εις αυτόν με αυστηρότητα. Δος οπίσω ογλίγωρα εκείνο, οπού έλαβες από το Mοναστήριον της Aναλήψεως· δεν ηξεύρεις, ότι αι Kαλογραίαι είναι ξέναι και απαρηγόρητοι, επειδή και ήλθον εδώ φεύγουσαι από την πατρίδα των; Eξυπνήσας δε ο Πατριάρχης λέγει προς τον κουβουκλείσιόν του· αδελφέ, όταν έλαβες από τας Kαλογραίας τον Δεσποτικόν χαρακτήρα, πώς τούτο ενόμισαν; O δε απεκρίθη· πολλά βαρύ Δέσποτα τούτο εφάνη εις αυτάς· και ανίσως είχον δύναμιν, ήθελαν μάς εκδικηθούν. Tότε εκατάλαβεν ο Πατριάρχης, και εκατηγόρησε διά τούτο τον εαυτόν του. Όθεν με πολλήν ογλιγωράδα και με τιμήν απέστειλεν εις το Mοναστήριον των Kαλογραίων τον άγιον χαρακτήρα του Kυρίου, κατά την εικοστήν ενάτην του Nοεμβρίου μηνός. Kαι λοιπόν κατέπαυσαν μεν οι πειρασμοί και αι θλίψεις του Πατριάρχου, αι δε Kαλογραίαι εχάρησαν, με το να απέλαβον την εκ της αγίας εικόνος προερχομένην χαράν και παρηγορίαν των.
Σημείωση
1. Aχειροποίητος χαρακτήρ νοείται ίσως εδώ, ον απονιψάμενος ο Kύριος έτι ζων, ενετύπωσεν εις το άγιον μανδύλιον, και απέστειλεν αυτόν τω Aυγάρω, περί ου γράφεται κατά την δεκάτην έκτην του παρόντος Aυγούστου. Tέσσαρες γαρ αχειροποίητοι χαρακτήρες, ή εικόνες ήτον του Kυρίου. Πρώτος μεν, ο τω Aυγάρω πεμφθείς. Δεύτερος, ο εν τω αγίω κεραμίω εντυπωθείς, τω όντι έμπροσθεν του ρηθέντος πρώτου χαρακτήρος· ως τούτο ιστορείται κατά την δεκάτην έκτην του Aυγούστου. Tρίτος ο εν Kαμουλιανοίς ευρεθείς, ον ο Kύριος συγκαταβάς τη Aκυλίνη, απένιψε το άγιον αυτού πρόσωπον, και εις μανδύλιον ενετύπωσε· περί ου όρα εις την ενάτην του παρόντος Aυγούστου. Tέταρτος δε αχειροποίητος χαρακτήρ, είναι ούτος, οπού αναφέρεται εδώ.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ανάμνησις του εν Κερκύρα υπερφυούς κατά Αγαρηνών θαύματος του εν αγίοις Πατρός ημών Σπυρίδωνος του θαυματουργού (11 Αυγούστου)
Ανάμνησις του εν Κερκύρα υπερφυούς κατά Αγαρηνών θαύματος του εν αγίοις Πατρός ημών Σπυρίδωνος του θαυματουργού
Έρριξε παίδας στρατιάς αλλοφύλων,
Πόλιν τ’ έσωσε Κερκύρας ο προστάτης.

Πρόκειται για την εκδίωξη των Αγαρηνών με θαυματουργικό τρόπο από τον Άγιο Σπυρίδωνα, όταν αυτοί απειλούσαν με ολοκληρωτική καταστροφή την Κέρκυρα το 1716 μ.Χ.
Το 1715 μ.Χ. ο καπουδάν Χοντζά πασάς, αφού κατέκτησε την Πελοπόννησο κατά διαταγή του σουλτάνου προχωρεί για να καταλάβει και τα Επτάνησα. Και πρώτα – πρώτα βαδίζει προς την Κέρκυρα, που τόσο αυτή, όσο και τα άλλα νησιά βρισκόντουσαν κάτω από την Ενετική κυριαρχία.
Ένα πρωί της 24ης Ιουνίου 1716 μ.Χ. η τουρκική στρατιά με επίκεφαλής τον σκληρό στρατηγό της επέδραμε και πολιόρκησε την πόλη κι απ’ την ξηρά κι από τη θάλασσα. Επί πενήντα μέρες το αίμα χυνόταν ποτάμι κι από τις δύο μεριές. Οι υπερασπιστές Έλληνες και Βενετσιάνοι αγωνιζόντουσαν απεγνωσμένα για να σώσουν την πόλη. Τα γυναικόπαιδα, μαζεμένα στον ιερό ναό του αγίου μαζί με τους γέρους κι όσους δεν μπορούσαν να πάρουν όπλα προσεύχονται στα γόνατα και με στεναγμούς λαλητούς εκζητούν του προστάτη αγίου τη μεσιτεία. Σαν πέρασαν οι πενήντα μέρες οι εχθροί αποφάσισαν να συγκεντρώσουν όλες τις δυνάμεις τους και να κτυπήσουν με πιο πολλή μανία την πόλη. Κερκόπορτα ζητούν κι εδώ οι εχθροί για να τελειώσουν μια ώρα γρηγορώτερα το έργο τους. Απ’ την Κερκόπορτα δεν μπήκαν κι οι προγονοί τους και κατέκτησαν τη Βασιλεύουσα; Γι’ αυτό και προβάλλουν δελεαστικές υποσχέσεις, για να πετύχουν κάποια προδοσία.
Το επόμενο πρωινό ένας Αγαρηνός με τηλεβόα κάνει προτάσεις στους μαχητές να παραδοθούν, αν θέλουν να σωθούν. Την ίδια ώρα όμως αραδιάζει κι ένα σωρό απειλές στην περίπτωση, που οι υπερασπιστές δεν θα δεχόντουσαν τη γενναιόδωρη πρόταση του.
Περνούν οι ώρες. Η αγωνία κι ο φόβος συνέχει τις ψυχές. Οι Αγαρηνοί ετοιμάζονται για το τελειωτικό κτύπημα, όπως λένε. Μα κι οι υπερασπιστές εμψυχωμένοι από τις προσευχές τόσο των ίδιων, όσο και των ιδικών τους μένουν αλύγιστοι κι ακλόνητοι στις θέσεις τους. Η πρώτη επίθεση αποκρούεται με πολλά τα θύματα κι από τις δύο μεριές. Η πόλη της Κέρκυρας περνά τρομερά δύσκολες στιγμές. Η θλίψη, όμως, των στιγμών εκείνων «υπομονήν κατεργάζεται, η δε υπομονή δοκιμήν, η δε δοκιμή ελπίδα, η δε ελπίς ου καταισχύνει» (Ρωμ. ε’, 3-5). Η ελπίδα στον Θεό ουδέποτε στ’ αλήθεια ντροπιάζει ή διαψεύδει αυτόν που την έχει. Κι ο λαός ελπίζει και προσεύχεται. Προσεύχεται και πιστεύει πώς ο ακοίμητος φρουρός και προστάτης άγιος του, δεν θα τον εγκαταλείψει.
Στον ιερό ναό οι προσευχές του άμαχου πληθυσμού συνεχίζονται θερμές κι αδιάκοπες.
Ξημέρωσε η 10η Αυγούστου. Κάτι ασυνήθιστο για την εποχή παρατηρείται την ημέρα αυτή από το πρωί. Ο ουρανός είναι σκεπασμένος με μαύρα πυκνά σύννεφα. Από στιγμή σε στιγμή ετοιμάζεται να ξεσπάσει τρομερή καταιγίδα. Και να! Πολύ πριν από το μεσημέρι μια βροχή, καταρρακτώδης, βροχή κατακλυσμιαία αρχίζει να πέφτει στη γη. Μοναδική η περίπτωση. Νύχτωσε κι ακόμη έβρεχε. Σαν αποτέλεσμα της κακοκαιρίας αυτής καμιά επιθετική προσπάθεια δεν αναλήφθηκε εκείνη την ήμερα. Η νύχτα περνά ήσυχα. Περί τα ξημερώματα της 11ης Αυγούστου συνέβη κάτι το εκπληκτικό, το αναπάντεχο. Μια Ελληνική περίπολος που έκαμνε αναγνωριστικές επιχειρήσεις, για να εξακριβώσει από που οι εχθροί θα επιτίθεντο, βρήκε τα χαρακώματα των Τούρκων γεμάτα νερό από τη βροχή και πολλούς Τούρκους στρατιώτες πνιγμένους μέσα σ’ αυτά. Νεκρική σιγή βασίλευε παντού. Στό μεταξύ ξημέρωσε για καλά. Οι χρυσές ακτίνες του ήλιου πέφτουν στη γη και χαιρετούν την άγρυπνη πόλη. Οι τηλεβόες σιγούν. Οι εχθροί δεν φαίνονται. Μήπως κοιμούνται; Τι να συμβαίνει άραγε;
Μα δεν το είπαμε; Η ελπίδα στον Θεό «ου καταισχύνει». Δεν ντροπιάζει ποτές εκείνο που την έχει. Και να!
Όλη τη νύχτα ο θαυματουργός εκείνος υπερασπιστής της νήσου, ο άγιος Σπυρίδωνας της Κύπρου με ουράνια στρατιά συνοδεία κτύπησε άγρια τους Αγαρηνούς, και τους διέλυσε και τους διεσκόρπισε. Αυτά ομολογούσαν οι ίδιοι οι Αγαρηνοί το πρωί που έφευγαν «χωρίς διώκον τος». Σωρεία τα πτώματα στην παραλία. Τα απομεινάρια της τούρκικης στρατιάς μαζεμένα στα λίγα πλοία που απέμειναν, φεύγουνε ντροπιασμένα για την Κωνσταντινούπολη. Αληθινά! «Τον ελπίζοντα επί Κύριον έλεος κυκλώσει». Και «αυτή εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών». (Α’ Ίωάν. ε’, 4). Δηλαδή αυτή είναι η δύναμη που νίκησε τον κόσμο, η πίστη μας.

Η Κέρκυρα πανηγυρίζει. Ο πιστός λαός, μαζεμένος στην εκκλησία του αγίου, δοξολογεί τον Θεό και ψάλλει με δυνατή φωνή: «Δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ… δόξα τω ενεργούντι δια σου… Ναι! δόξα στον Παντοδύναμο Χριστό, που σε δόξασε. Δόξα και σε σένα άγιε, που με τη χάρη Του ενεργείς τα τόσα θαύματα σου».
Η ανέλπιστη σωτηρία της νήσου από την εκστρατεία των Τούρκων ανάγκασε κι αυτή την αριστοκρατία των Ενετών, να αναγνωρίσει ως ελευθερωτή της Κέρκυρας τον άγιο Σπυρίδωνα. Και ως εκδήλωση ευγνωμοσύνης να προσφέρει στον ναό μια ασημένια πολύφωτη κανδήλα, και να ψηφίσει ώστε το λάδι που θα χρειαζόταν κάθε χρόνο για το άναμμα της κανδήλας αυτής, να προσφέρεται από το Δημόσιο. Με ψήφισμα της πάλι η Ενετική διοίκηση καθιέρωσε την 11 Αυγούστου, σαν ημέρα εορτής του αγίου και λιτανεύσεως του ιερού Σκηνώματός Του.

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 10 Αὐγούστου 2025

Σημείωση – Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Α’ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ ᾽Ανάγνωσμα
3: 9-17
Ἀδελφοί, Θεοῦ ἐσμεν συνεργοί· Θεοῦ γεώργιον, Θεοῦ οἰκοδομή ἐστε. Κατὰ τὴν χάριν τοῦ Θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι ὡς σοφὸς ἀρχιτέκτων θεμέλιον ἔθηκα, ἄλλος δὲ ἐποικοδομεῖ· ἕκαστος δὲ βλεπέτω πῶς ἐποικοδομεῖ· θεμέλιον γὰρ ἄλλον οὐδεὶς δύναται θεῖναι παρὰ τὸν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾽Ιησοῦς Χριστός. Εἰ δέ τις ἐποικοδομεῖ ἐπὶ τὸν θεμέλιον τοῦτον, χρυσόν, ἄργυρον, λίθους τιμίους, ξύλα, χόρτον, καλάμην, ἑκάστου τὸ ἔργον φανερὸν γενήσεται· ἡ γὰρ ἡμέρα δηλώσει· ὅτι ἐν πυρὶ ἀποκαλύπτεται· καὶ ἑκάστου τὸ ἔργον ὁποῖόν ἐστιν τὸ πῦρ δοκιμάσει. Εἴ τινος τὸ ἔργον μενεῖ ὃ ἐπῳκοδόμησεν, μισθὸν λήψεται· εἴ τινος τὸ ἔργον κατακαήσεται, ζημιωθήσεται, αὐτὸς δὲ σωθήσεται, οὕτως δὲ ὡς διὰ πυρός. Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν; εἴ τις τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ φθείρει, φθερεῖ τοῦτον ὁ Θεός· ὁ γὰρ ναὸς τοῦ Θεοῦ ἅγιός ἐστιν, οἵτινές ἐστε ὑμεῖς.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ Θ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
14: 22-34
Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ ἠνάγκασεν ὁ Ἰησοῦς τοὺς μαθητὰς αὐτοῦ ἐμβῆναι εἰς τὸ πλοῖον καὶ προάγειν αὐτὸν εἰς τὸ πέραν, ἕως οὗ ἀπολύσῃ τοὺς ὄχλους. καὶ ἀπολύσας τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος κατ’ ἰδίαν προσεύξασθαι. ὀψίας δὲ γενομένης μόνος ἦν ἐκεῖ. τὸ δὲ πλοῖον ἤδη μέσον τῆς θαλάσσης ἦν, βασανιζόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων· ἦν γὰρ ἐναντίος ὁ ἄνεμος. τετάρτῃ δὲ φυλακῇ τῆς νυκτὸς ἀπῆλθε πρὸς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς περιπατῶν ἐπὶ τῆς θαλάσσης. καὶ ἰδόντες αὐτὸν οἱ δὲ μαθηταὶ ἐπὶ τὴν θάλασσαν περιπατοῦντα ἐταράχθησαν λέγοντες ὅτι φάντασμά ἐστι, καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· Θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε. ἀποκριθεὶς δὲ αὐτῷ ὁ Πέτρος εἶπε· Κύριε, εἰ σὺ εἶ, κέλευσόν με πρὸς σὲ ἐλθεῖν ἐπὶ τὰ ὕδατα· ὁ δὲ εἶπεν, Ἐλθέ. καὶ καταβὰς ἀπὸ τοῦ πλοίου ὁ Πέτρος περιεπάτησεν ἐπὶ τὰ ὕδατα ἐλθεῖν πρὸς τὸν Ἰησοῦν. βλέπων δὲ τὸν ἄνεμον ἰσχυρὸν ἐφοβήθη, καὶ ἀρξάμενος καταποντίζεσθαι ἔκραξε λέγων· Κύριε, σῶσόν με. εὐθέως δὲ ὁ Ἰησοῦς ἐκτείνας τὴν χεῖρα ἐπελάβετο αὐτοῦ καὶ λέγει αὐτῷ· Ὀλιγόπιστε! εἰς τί ἐδίστασας; καὶ ἐμβάντων αὐτῶν εἰς τὸ πλοῖον ἐκόπασεν ὁ ἄνεμος. οἱ δὲ ἐν τῷ πλοίῳ ἐλθόντες προσεκύνησαν αὐτῷ λέγοντες· Ἀληθῶς Θεοῦ υἱὸς εἶ. Καὶ διαπεράσαντες ἦλθον εἰς τὴν γῆν Γεννησαρέτ.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Θ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ
Τὰ πολύτιμα μαργαριτάρια, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀνακαλύπτουν ὅσοι κατεβαίνουν στὰ βάθη τῆς θάλασσας. Ἂς κατεβοῦμε κι ἐμεῖς σήμερα νοερά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στὸ βάθος τῶν εὐαγγελικῶν λόγων, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, γιὰ νὰ ἀνεβάσουμε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ νοητὰ καὶ ἀτίμητα μαργαριτάρια τῶν θείων ἐννοιῶν, ἐξετάζοντας συνάμα τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μαρτυροῦν τὴ Θεότητά Του καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς.
Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀποτελεῖ ἄμεση συνέχεια αὐτῆς, ποὺ ἀκούσαμε τὴν προηγούμενη Κυριακή. Ἂν θυμᾶστε, ὁ Κύριός μας, ἀμέσως μετὰ τὸν θαυματουργικὸ πολλαπλασιασμὸ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ψαριῶν, μὲ τὰ ὁποῖα χόρτασε ἴσως καὶ δέκα χιλιάδες ἀνθρώπων, ἀναγκάζει τοὺς μαθητές Του νὰ μποῦνε σ᾽ ἕνα πλοῖο, ἀπ᾽ αὐτὰ ποὺ ἀγκυροβολοῦσαν στὶς ὄχθες τῆς Λίμνης τῆς Γεννησαρέτ (ἢ θάλασσας τῆς Τιβεριάδας, ὅπως διαφορετικὰ λεγόταν), καὶ νὰ μεταβοῦν στὴν ἀντίπερα ὄχθη, μέχρι αὐτὸς νὰ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους ἐκείνους καὶ νὰ τοὺς στείλει εἰρηνικὰ στὰ σπίτια τους.
Μόλις λοιπὸν ἀναχώρησαν οἱ ὄχλοι, ὁ Χριστός μας ἀνέβηκε σ᾽ ἕνα βουνὸ ἐκεῖ κοντά, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος Του. Τί μᾶς διδάσκει μ᾽αὐτὸ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ ἐνεργοῦσε γιὰ νὰ δίνει παραδείγματα μίμησής Του καὶ τρόπους σωτηρίας; Πρῶτα, τὸ ὅτι ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ὡς ἄνθρωπος ἀπευθύνεται μὲ τὴν προσευχή Του στὸν Θεὸ Πατέρα. Κατόπιν, μᾶς ὑποδεικνύει τὴ μεγάλη ἀξία τῆς προσευχῆς σὲ ἔρημο καὶ ἥσυχο τόπο. Καὶ τοῦτο ἔπραξε ὁ Κύριος, ὄχι μόνο τότε, μὰ καὶ ἄλλες φορές, ποὺ διανυκτέρευσε στὴν προσευχὴ σὲ ἐρημικοὺς τόπους («Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι, καὶ ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ» [Λουκ. 6,12]), δείχνοντας, πὼς καὶ ἡ ἡσυχία τοῦ καιροῦ (τῆς νύκτας) καὶ τοῦ τόπου (ἡ ἔρημος) ὑποβοηθοῦν ἰδιαίτερα τὴν προσευχή μας νὰ ἀποδώσει πλούσιους καρπούς. Κι ἐμεῖς, καλὸ εἶναι, νὰ ἐπιλέγουμε ἕνα ἥσυχο μέρος καὶ κάποια ἥσυχη ὥρα, εἴτε στὸ σπίτι μας, εἴτε ἀλλοῦ, γιὰ νὰ ἀφοσιωνόμαστε, ὅσο γίνεται ἀπερίσπαστα, στὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ μελέτη.
Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ποῦ βρίσκονταν τότε; Στὸ μέσο τῆς λίμνης, μέσα στὸ πλοῖο, καὶ ταλαιπωροῦνταν, γιατὶ ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος στὴν πορεία ποὺ εἶχαν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, τί κάνει; Ἐπιτρέπει νὰ δοκιμασθοῦν: τοὺς ἀφήνει φαινομενικὰ μόνους, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη τους, μέχρι ποὺ θὰ ἐρχόταν ἡ ὥρα νὰ ἐπέμβει. Καὶ ἄλλη φορὰ κινδύνευσαν μὲ τὸ πλοῖο, ὅπως διηγοῦνται τὰ Εὐαγγέλια (βλ. Ματθ. 8, 23-27), ἀλλὰ τότε ἦταν μαζί τους σωματικὰ ὁ Κύριος καὶ κοιμότανε, μέχρι ποὺ τὸν ξύπνησαν ἔντρομοι οἱ μαθητές Του καὶ ἐπιτίμησε τὴ θάλασσα καὶ κόπασε, καὶ τοὺς ἀνέμους καὶ ἡσύχασαν. Τώρα, γιὰ νὰ τοὺς τελειοποιήσει, τοὺς ἀφήνει ὅλη τὴ νύκτα μέσα στὴν τρικυμία γιὰ νὰ χάσουν κάθε ἀνθρώπινη ἐλπίδα καί, ὅταν ἔκρινε κατάλληλη τὴ στιγμή, ἐμφανίστηκε ὁ Πάνσοφος. Διότι, λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε κοντά τους κατὰ τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύκτας, περιπατῶντας πάνω στὴ θάλασσα. Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι, κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ ἐποχή, οἱ σκοπιὲς τῶν στρατιωτῶν ὀνομάζονταν φυλακές, διαρκοῦσαν τρεῖς ὧρες, καί, ἀναλόγως, ἂν ἐκτελοῦνταν ἡμέρα ἢ νύκτα, ὀνομάζονταν «φυλακὲς τῆς ἡμέρας» ἢ «φυλακὲς τῆς νυκτός». Γιὰ τὶς νυκτερινὲς σκοπιές, ἡ πρώτη φυλακὴ ἦταν ἀπὸ τὶς 6 μ.μ. μέχρι 9 μ.μ.Ἔτσι, ἡ «τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός», ποὺ ἀναφέρει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι τὸ διάστημα 3 π.μ.-6 π.μ. Πρὶν λοιπὸν ἀρχίσει νὰ γλυκοχαράζει τὸ φῶς, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος κοντὰ στοὺς μαθητές Του, διδάσκοντάς τους, ὅπως σοφὰ σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ ὑπομένουν μὲ γενναιότητα τὰ ἐπερχόμενα καὶ νὰ μὴ ζητοῦν ἀμέσως τὴ λύτρωση ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς ζωῆς. Ἀλλά, ἕνεκα καὶ τοῦ σκοταδιοῦ καὶ τῆς κακοκαιρίας ποὺ ἐπικρατοῦσαν καὶ τῆς ταλαιπωρίας ποὺ προηγήθηκε, δὲν ἀναγνώρισαν ἀμέσως τὸν καλό τους Διδάσκαλο οἱ ἀπόστολοι, ἀλλὰ νόμισαν πὼς ἦταν ἕνα φάντασμα, κι ἀπὸ τὸν φόβο τους ἄρχισαν νὰ φωνάζουν! Ὅταν λοιπὸν ἔφθασαν στὸ ἔσχατο τοῦτο σημεῖο τῆς δοκιμασίας, τότε ἔκανε καθαρὰ φανερὸ τὸν ἑαυτό Του ὁ Κύριος. Ἀμέσως δηλαδὴ τοὺς μίλησε, τοὺς ἔδωσε θάρρος: «Ἔχετε θάρρος, μὴ φοβᾶσθε, ἐγὼ εἶμαι!», εἶπε. Καὶ ἡ ἁγία ἐκείνη καὶ γλυκειά Του φωνὴ τὸν κατέστησε ἀμέσως ἐμφανὴ στοὺς ἀποστόλους. Κι ὁ πάντοτε θερμότερος Πέτρος, ποὺ σὲ ὅλα προτρέχει, τί εἶπε τότε; «Κύριε, ἂν πράγματι ἐσὺ εἶσαι ὁ Διδάσκαλός μας, πρόσταξε νὰ περπατήσω κι ἐγὼ πάνω στὰ νερά, σὰν ἐσένα, καὶ νὰ ἔρθω κοντά Σου.» Ἐδῶ διαφαίνεται ἡ πίστη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Πέτρου, νὰ πάει τὸ συντομώτερο κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. «Ἔλα!», τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Καὶ κατέβηκε στὴ λίμνη ὁ Πέτρος. Καί, ὅσο εἶχε στέρεα τὴν πίστη, περπατοῦσε πάνω στὰ νερὰ σὰν σὲ ξηρά. Ὅταν ὅμως ἡ δύναμη τῶν ἀνέμων καὶ ἡ θαλασσοταραχὴ τὸν ἔκαναν νὰ δειλιάσει, νὰ ὀλιγοπιστήσει, ἄρχισε νὰ βυθίζεται! Μὰ μόλις φώναξε μὲ πίστη, «Κύριε, σῶσε με!», καὶ πάλιν ἀνταποκρίνεται ἄμεσα ὁ Φιλάνθρωπος Δεσπότης: Τοῦ ἅρπαξε τὸ χέρι καὶ τὸν ἀνέβασε στὴν ἐπιφάνεια, ἐπιτιμῶντας τον συνάμα μὲ ἀγάπη: «Ὀλιγόπιστε, γιατί δίστασες σ᾽ ὅ,τι σοῦ εἶπα;» Καί, μόλις μπήκανε στὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ γαλήνεψε τ᾽ ἀγριεμένο ἐκεῖνο πέλαγος.
Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σὲ δύο καίρια θέματα, ποὺ προβάλλει ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ θὰ ἤθελα γιὰ λίγο νὰ σταθοῦμε, δύο σημαντικώτατα γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀλληλένδετα ζητήματα: Πρῶτο, αὐτὸ τῶν θλίψεων, τῶν δοκιμασιῶν στὴ ζωή μας. Καί, δεύτερο, αὐτὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστης, ποὺ ἐπιδεικνύουμε καὶ ἀποδεικνύουμε πὼς ἔχουμε, σ᾽ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμούς. Πρέπει καταρχὴν νὰ ἐπισημάνουμε, πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο στὸν κόσμο τοῦτο. Σὲ θεὰ Τύχη δὲν πιστεύουμε, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ πιστεύουμε στὸν Κυβερνήτη τῶν ὅλων Θεό! Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο Δημιουργὸς τῶν πάντων, ἀλλὰ καὶ Προνοητὴς γιὰ ὅλα Του τὰ κτίσματα. Ἡ ἀγάπη του, ἡ πατρική του πρόνοια μεριμνᾶ γιὰ ὅλα, καὶ πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεάνθρωπος ἔχυσε τὸ αἷμα Του στὸν Σταυρό. Οὐδέποτε εἴμαστε μόνοι, ἀδελφοί! Φθάνει ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, καὶ τὸ ἀντιλαμβάνεται τοῦτο. Γι᾽ αὐτό, ὅταν θλίψεις, ἀρρώστειες, κίνδυνοι μᾶς κυκλώνουν στὸ διάβα τῆς ζωῆς, εἶναι ἐπίσκεψη Θεοῦ, ποὺ τὰ ἐπιτρέπει γιὰ τὸ καλό μας. Εἶναι ἡ ἄλλη ἔκφραση καὶ ὄψη τῆς ἀγάπης Του, γιὰ νὰ δοκιμασθεῖ ἡ πίστη μας, νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας, νὰ καθαρίσει ἡ ψυχή μας. Εἶναι ὁ δρόμος, ποὺ ἐπέλεξε καὶ βάδισε ὁ ἴδιος ὁ Λυτρωτής, ἡ ὁδὸς τοῦ Γολγοθᾶ, τὴν ὁποία ἀκολουθῶντας ὁ ἄνθρωπος μὲ ὑπομονὴ καὶ πίστη καὶ ἐλπίδα σ᾽ Αὐτόν, ὁδηγεῖται στὴν Ἀνάσταση! Ποτέ, λοιπόν, νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε, ποτὲ νὰ μὴ χάνουμε τὴν πίστη μας. Νὰ εἴμαστε ἀπόλυτα πεπεισμένοι, ὅτι ὁ Κύριος πάντοτε ἀποβλέπει στὸ καλό μας, στὴ σωτηρία μας, στὸ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ εἴμαστε κοντά Του στὴν αἰωνιότητα! «Ὁ Θεός ἀργεῖ, μὰ πάντα δίνει», λέγει μιὰ σοφὴ παροιμία. Κι ὅταν ἐμεῖς μὲ πίστη καὶ ὑπομονὴ καὶ ἀγῶνα πνευματικὸ ἀντιμετωπίζουμε τὶς ὅποιες δοκιμασίες, τοὺς ὅποιους πειρασμούς, θὰ ἔλθει ὁπωσδήποτε, θὰ ἐμφανισθεῖ καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Θὰ μᾶς ἀδράξει τὸ χέρι, θὰ μᾶς ἀνασύρει ἀπὸ τὸν βυθὸ τῶν θλίψεων, θὰ μᾶς βάλει στὸ πλοῖο τῆς ἀγάπης Του καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ ἀσφάλεια στὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας, στὴν οὐράνια καὶ ἀσάλευτη καὶ ἀτελεύτητη Βασιλεία Του. Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε!













