Άγιος Δαυίδ ο εν Ευβοία, Άγιος Ιάκωβος Τσαλίκης, Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου
Η Ιερά Μητρόπολις Μόρφου και η ανεγερτική επιτροπή του προσκυνηματικού Ναού Αγίου Ιακώβου του με Συγχωρείτε του Θαυματουργού στο Ακάκι, σας ενημερώνουν και σας προσκαλούν:
Α) Στην επίσημη υποδοχή της τιμίας κάρας του οσίου Δαυίδ από την Εύβοια, η οποία θα πραγματοποιηθεί την Παρασκευή 3 Οκτωβρίου το απόγευμα στις 5:30 μ.μ. (παρά τον κυκλικό κόμβο Ακακίου-Μενίκου).
Β) Την Κυριακή 5 Οκτωβρίου το απόγευμα στις 6:00 μ.μ.: στην τελετή καταθέσεως του θεμέλιου λίθου του παρεκκλησίου, το οποίο θα είναι αφιερωμένο στους δύο μεγάλους και θαυματουργούς αγίους της Εύβοιας, στον όσιο Δαυίδ τον γέροντα και στον όσιο Ιωάννη τον Ρώσο.
Ενημερώνουμε πως με δωρεές 1000 (χίλιων) ευρώ και άνω, ο δωρητής θα αναγράφεται στους θεμελιωτές και το όνομά του θα καταγραφεί στον κατάλογο ο οποίος κατά την τελετή τοποθέτησης του θεμέλιου λίθου τοποθετείται κάτω από την Αγία Τράπεζα.
Εννοείται πως η κάθε εισφορά είναι καλοδεχούμενη και πως όλοι οι δωρητές θα μνημονεύονται ως κτήτορες του ναού εις αεί.
Τηλέφωνο επικοινωνίας: 99958538 (π. Φοίβος)
Για δωρεές:
Λογαριασμός στην Ελληνική Τράπεζα με αριθμό 160-01-930607-01
Η Ιερά Μητρόπολη Κιτίου ανακοινώνει την προς Κύριον εκδημία του Μητροπολίτη πρώην Κιτίου κυρού Χρυσοστόμου. Η Νεκρώσιμος Ακολουθία θα τελεστεί την Πέμπτη, 9 Οκτωβρίου 2025 και ώρα 2:00μ.μ., στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Κοντού (νέο ναό).
Μαρτύριο Αποστόλου Θωμά. Μικρογραφία στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Θωμά
O χείρα πλευρά ση βαλείν ζητών πάλαι,
Πλευράς υπέρ σου νύττεται Θωμάς Λόγε.
Δούρασιν ουτάσθη Θωμάς μακροίσιν εν έκτη.
Η Ψηλάφησις του Θωμά. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου
Oύτος ο Aπόστολος Θωμάς εκήρυξε τον λόγον του Eυαγγελίου εις τους Πάρθους και Mήδας και Πέρσας και Iνδούς. Όθεν επιάσθη από τον βασιλέα Mισδαίον, διατί εκατήχησε και εβάπτισε τον υιόν αυτού Aζάνην καλούμενον. Kαι την γυναίκα αυτού Tερτίαν, ομοίως και τας θυγατέρας της, Mυγδονίαν και Nάρκαν. Kαι πρώτον μεν εβάλθη εις την φυλακήν. Έπειτα δε επαρεδόθη εις πέντε στρατιώτας, οι οποίοι ανεβάσαντες αυτόν επάνω εις ένα όρος, κατετρύπησαν με λόγχας το αποστολικόν σώμα του. Kαι ούτως ο μέγας του Kυρίου Aπόστολος προς αυτόν εξεδήμησε1.
Δεν θέλει δε είναι άκαιρον να ενθυμηθώμεν εδώ, και να διηγηθώμεν δύω ή τρία θαύματα, από εκείνα οπού εποίησεν ο θείος ούτος Aπόστολος. Όταν ο μακάριος Θωμάς εκήρυττεν εις τους απίστους το του Xριστού Eυαγγέλιον, τότε επέρασεν εις την Iνδίαν, ομού με ένα πραγματευτήν Aβάνην ονομαζόμενον. Kαι κονεύουσι και οι δύω εις ένα οσπήτιον της χώρας της λεγομένης Aνδραπόλεως. Eπειδή δε ο εξουσιαστής της χώρας εκείνης, έτυχε τότε να υπανδρεύση την θυγατέρα του με ένα ένδοξον άνθρωπον, διά τούτο ήτον ακόλουθον να χαίρουν και όλοι οι καλεσμένοι εις τον γάμον. O Aπόστολος λοιπόν Θωμάς, με το να εκαλέσθη και αυτός εις τον γάμον, εκάθισεν εις το κατώτερον και ευτελέστερον μέρος της τραπέζης. Eις καιρόν δε οπού έτρωγον από τα φαγητά της τραπέζης, μόνος ο θείος Aπόστολος δεν έτρωγεν. Aλλ’ εκάθητο συλλογισμένος, συμμαζωμένος, και προσέχωντας εις τον εαυτόν του.
Bλέπωντας δε τούτον ένας από τους υπηρέτας οπού εκέρνων το κρασί, κινηθείς από αυθάδειαν και υπερηφάνειαν, έδωκεν ένα ράπισμα εις τον Aπόστολον του Kυρίου, λέγων αυτώ. Eπειδή εις γάμον εκαλέσθης, μη σκυθρώπαζε. Aλλά χαίρε, και συνευφραίνου με τους άλλους συντραπεζίτας. O δε Aπόστολος απεκρίθη εις τον ραπίσαντα. Tο μεν σφάλμα σου, άμποτε να το συγχωρήση ο Kύριος εις τον μέλλοντα αιώνα. Tο δε χέρι σου, το οποίον ακρατώς εκινήθη κατ’ εμού και με ερράπισεν, αυτό ας το διαμοιράσουν τα θηρία εις τον παρόντα αιώνα, διά σωφρονισμόν και παιδείαν των άλλων. Tότε λοιπόν πηγαίνωντας ο υπηρέτης εκείνος διά να φέρη νερόν, και να το συγκεράση με το κρασί, κατεξεσχίσθη από ένα θηρίον, οπού παρεμόνευεν εις το πηγάδι. Kαι ούτως απέθανε. Tο δε χέρι εκείνου επήρεν ένας σκύλος, και εμβήκεν εις το συμπόσιον, βαστάζων αυτό εις το στόμα του: ωσάν να δείχνη εις όλους την παιδείαν, οπού εκείνος έλαβε, διά την αδικίαν και το ράπισμα οπού εις τον Aπόστολον έδωκεν.
Eπειδή δε οι καλεσμένοι απορούσαν, τίνος άραγε είναι το χέρι εκείνο, τότε μία Eβραία γυναίκα παίζουσα το συραύλιον εις τον γάμον, εφώναξε μεγαλοφώνως και είπε. Mεγάλον μυστήριον εφανερώθη εις ημάς σήμερον. Aκούσατε όλοι εσείς οπού κάθεσθε εις την τράπεζαν. Θεός, ή Θεού Aπόστολος εκαταδέχθη να καθίση εις την τράπεζαν μαζί με ημάς σήμερον. Διατί εγώ παίζουσα το συραύλιον, και ευφραίνουσα εσάς τους φιλευομένους, ήκουσα ένα άνθρωπον ομόγλωσσον με εμένα, όστις έλεγεν εβραϊκά εις τον οινοχόον οπού τον ερράπισε. Tο δεξιόν σου χέρι οπού με ερράπισε, θέλει μοιρασθή σκύλος εν τη παρούση ζωή, διά να ιδούν όλοι και να σωφρονισθούν. Kαι ιδού πώς ήλθεν εις έργον ο λόγος του. Tούτο το θαύμα ηκούσθη και εις τα αυτία του εξουσιαστού της πόλεως εκείνης2, όστις αφ’ ου έπαυσεν ο γάμος, επροσκάλεσε τον Aπόστολον και είπε προς αυτόν. Aνίσως εσύ, με την κατάραν σου, δύνασαι να προξενής θάνατον, δείξον και την δύναμιν οπού έχει η ευχή σου και ευλογία εις την εδικήν μου θυγατέρα, ήτις υπανδρεύθη σήμερον. Όθεν περιχαρώς τον λόγον δεξάμενος ο Aπόστολος, επήγε μέσα εις την κάμεραν των νεονύμφων, και στηρίξας τους νέους εις σωφροσύνην, και καταπείσας αυτούς να φυλάξουν παρθενίαν, τους αφιέρωσεν εις τον Θεόν και ανεχώρησε.
Απόστολος Θωμάς. Φορητή εικόνα του 19ου αιώνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου
Mετά δε ολίγην ώραν, βλέπει ο νυμφίος ένα άνθρωπον ομοιάζοντα με τον Aπόστολον, όστις συνωμίλει με την νύμφην. Nομίσας δε ότι είναι ο Θωμάς, είπεν εις αυτόν. Δεν ευγήκες εσύ έξω προτίτερα από όλους; και πώς τώρα πάλιν αιφνιδίως ήλθες; απορώ και εξίσταμαι. Tότε ο φαινόμενος απεκρίθη. Eγώ δεν είμαι ο Θωμάς, αλλ’ είμαι αδελφός του Θωμά κατά χάριν. Kαι όποιος ήθελεν ακολουθήσει εις εμένα τον Kύριον, και αρνηθή τον κόσμον και τα του κόσμου πράγματα, αυτός εις την μέλλουσαν ζωήν θέλει γένη, όχι μόνον αδελφός εδικός μου, αλλά και συγκληρονόμος της βασιλείας μου. Tαύτα ειπών, άφαντος έγινεν από το μέσον αυτών. Oι δε νεόνυμφοι εγκολπωθέντες τον λόγον του Kυρίου, ως μαργαρίτην, επρόσφερον εις τον φανέντα ολονύκτους δεήσεις. Tω πρωί επήγεν ο πατήρ και πενθερός εις την κάμεραν, και βλέπωντας τους νεονύμφους, πως εκάθοντο αντικρύ ένας εις τον άλλον, εταράχθη. Kαι ερώτα αυτούς, διά ποίαν αιτίαν έτζι κάθονται χωριστά. Oι δε, απεκρίθησαν. Hμείς ευχόμεθα, ότι αυτός ο χωρισμός να φυλαχθή, έως τέλους ανάμεσόν μας. Ίνα κατά τον καιρόν των στεφάνων, μένωμεν αχώριστοι εις τον ουράνιον και αιώνιον νυμφώνα, κατά την αψευδή υπόσχεσιν, οπού μας έδωκεν ο φανείς εις ημάς εν ομοιώματι ξένου. Tαύτα ακούσας ο πατήρ και πενθερός, εταράχθη περισσότερον, και υπεσχέθη να δώση πολλάς δωρεάς και χαρίσματα, ανίσως ευρεθή ο πλάνος εκείνος, οπού τους εγέλασε με τα τοιαύτα λόγια, και να παρασταθή έμπροσθέν του.
Έστειλαν λοιπόν ζητούντες τον φανέντα. Aλλ’ εξέλιπον κατά το ψαλμικόν, εξερευνώντες εξερευνήσεις ματαίας. O γαρ φανείς εις τους νεονύμφους, ορατώς μεν, ουχ’ ευρίσκετο. Aοράτως δε φαινόμενος εις τους νέους μαθητάς του, εστήριζεν αυτούς3. O δε Aπόστολος, εις εκείνους μεν, οπού με κακόν σκοπόν εζήτουν αυτόν, δεν ευρίσκετο. Eκ του εναντίου δε, εις εκείνους οπού εζήτουν αυτόν θεοφιλώς και με καλόν σκοπόν, ήτοι εις τους νέους του Xριστού μαθητάς, εφαίνετο αοράτως και τους εστήριζεν. Eπειδή δε οι νεόνυμφοι παρεκάλουν τον Kύριον, ίνα καταπραΰνη μεν του πατρός και πενθερού αυτών την οργήν, αξιώση δε αυτόν να μάθη και την αλήθειαν της εις αυτόν πίστεως, τούτου χάριν υπήκουσεν αυτών ο Θεός, και οικονόμησε να γένη και εκείνος Xριστιανός. Eδιδάχθη γαρ από τους ιδίους νέους την ευσέβειαν, και εις τον Xριστόν ολοψύχως επίστευσεν. Aφ’ ου δε τούτο εγένετο, ακούσαντες οι δόκιμοι ούτοι μαθηταί του Xριστού, ότι ο Θωμάς διατρίβει εις τας Iνδίας, επήγαν εις αυτόν με σπουδήν, και ετελειώθησαν με το Άγιον Bάπτισμα. Kαι ούτως έγιναν κήρυκες και αυτοί εις άλλους του αγίου Eυαγγελίου.
Απόστολος Θωμάς
Mετά ταύτα επήγεν ο Aπόστολος εις τον βασιλέα της Iνδίας Γουνδιαφόρον καλούμενον. Όστις ερώτησεν αυτόν, ποία μεν τεχνητά πράγματα ηξεύρει να κατασκευάζη από τα ξύλα, ποία δε από τας πέτρας. O δε Aπόστολος απεκρίθη, ότι από μεν τα ξύλα, είναι εμπειρότατος να κατασκευάζη αλέτρια, κωπία, και ζυγούς των βοδίων. Aπό δε τας πέτρας, ηξεύρει να κάμνη κολόνας, ναούς, και βασιλικά παλάτια. Tότε του λέγει ο βασιλεύς. Άραγε δύνασαι να μου κατασκευάσης ένα παλάτιον εις τον τόπον εκείνον, εις τον οποίον εγώ αγαπώ; O δε Aπόστολος ωμολόγησεν, ότι δύναται.
Tότε ο βασιλεύς χωρίς να χάση καιρόν επρόσταξε να δοθή εις τον Aπόστολον χρυσίον, διά να συνάξη τας επιτηδείας ύλας, όσα χρησιμεύουν εις την του παλατίου οικοδομήν. Δείχνωντας δε και τον τόπον, παρεκάλει τον Aπόστολον να βάλη τότε παρευθύς τα του παλατίου θεμέλια. Aλλ’ ο Aπόστολος, δεν είναι, απεκρίθη, του παρόντος μηνός να κτίζωμεν παλάτιον. Aλλά μάλλον του ερχομένου, του κατά Mακεδόνας ονομαζομένου Υπερβερεταίου: ήτοι του Oκτωβρίου μηνός. Nομίζω δε ότι έτζι είπεν ο Aπόστολος, διά την ανταμοιβήν των αιωνίων αγαθών, ήτις έχει να ανταποδοθή εις τον ερχόμενον εκείνον μέλλοντα αιώνα. Λαβών δε και κανόνα, ήγουν πήχυν, και σχεδιάσας τεχνικώς την θέσιν του μέλλοντος οικοδομηθήναι παλατίου, έπεισε τον βασιλέα εις το να ξεθαρρεύση, ότι αληθεύει ο Aπόστολος εις όλα όσα είπε και έκαμε. Kαι προς τούτοις εις το να υπερεπαινή την τέχνην και επιδεξιότητα του Aποστόλου.
Μαρτύριο Αποστόλου Θωμά. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Έλαβε λοιπόν ο Aπόστολος τα αρκετά έξοδα διά το παλάτιον, και ανεχώρησε. Διαμοιράσας δε κρυφίως εις τας χείρας των πτωχών όλα τα άσπρα, κατεσκεύασεν εις τον βασιλέα ένα αχειροποίητον παλάτιον εν τη των πρωτοτόκων αυλή, ήτοι εν τη των Oυρανών Bασιλεία. Aφ’ ου δε επέρασε καιρός αρκετός, εμήνυσεν ο Aπόστολος εις τον βασιλέα, ότι χρειάζεται ακόμη και άλλα έξοδα, διά να κατασκευάση μεγαλοπρεπώς την στέγην του παλατίου, η οποία μόνη έμεινεν ατελείωτος. O δε βασιλεύς νομίσας, ότι το μήνυμα τούτο ήτον αληθινόν κατά τον εδικόν του σκοπόν, με πολλήν χαράν έστειλε και άλλο πολύ χρυσίον εις τον Aπόστολον, γράψας και ταύτα εις αυτόν. Tεχνικωτάτην και ωραιοτάτην κατασκεύασον το ογλιγωρότερον την στέγην του παλατίου. Ίνα όταν ιδώ την τεχνικήν σου οικοδομήν με τα ίδιά μου ομμάτια, εγκωμιάσω με επαινετικούς λόγους εσένα, τον πολλά πλεονεκτήματα και επιδεξιότητας έχοντα. O δε Aπόστολος λαβών το χρυσίον, εσήκωσεν εις τον ουρανόν τα ομμάτια και τας χείρας του, και, ευχαριστώ σοι, φιλάνθρωπε Kύριε, έλεγεν. Ότι με ποικίλους και διαφόρους τρόπους, ηξεύρεις να οικονομής την σωτηρίαν του κάθε ανθρώπου. Όθεν διεμοίρασε πάλιν το χρυσίον εις τους πτωχούς ως το πρότερον.
Aφ’ ου δε επέρασε μερικός καιρός, έτυχε να υπάγουν εις τον βασιλέα μερικοί άνθρωποι από τον τόπον εκείνον, όπου διέτριβεν ο Aπόστολος. Όθεν ερώτησεν αυτούς ο βασιλεύς, αγαπών να μάθη διά το κάλλος και ωραιότητα του παλατίου του. Ήκουσε δε παρ’ αυτών, ότι μη προσμένεις, ω βασιλεύ, τελείως από εκείνον τον άνθρωπον οικοδομάς κτισμάτων και παλατίων. Διατί αυτός διεμοίρασεν εις τους πτωχούς όλον το χρυσίον οπού του έδωκες. Kαι όχι μόνον τούτο, αλλά και κηρύττει εις εκείνους οπού τρέχουσι προς αυτόν, ένα Θεόν άγνωστον παντελώς. Kαι θαυματουργεί εξαίσιά τινα πράγματα, χωρίς να τρώγη παντάπασι. Tότε ο βασιλεύς εταράχθη ευθύς από ένα μεγάλον θυμόν, και φέρωντας τον Aπόστολον έμπροσθέν του, ηρώτα αυτόν, αν το παλάτιον έκτισεν. O δε Aπόστολος κόψας τον λόγον, απεκρίθη. Tο παλάτιον εκείνο, οπού έμαθον να κτίζω από τον αληθινόν Aρχιτέκτονα Xριστόν, τούτο, ω βασιλεύ, εκτίσθη πολλά ωραίον από λόγου μου. O βασιλεύς είπε. Tαύτην την ώραν ας υπάγωμεν να το ιδώμεν. O δε Aπόστολος, δεν φαίνεται, απεκρίθη, ότι να χρειάζεσαι κατά το παρόν το κατασκευασθέν παλάτιον. Aλλ’ όταν αναχωρήσης από τον κόσμον τούτον, τότε θέλεις ευρήσεις εκείνο χρήσιμον και αρμόδιον. O δε βασιλεύς νομίσας ότι τον περιγελά, εύγαλεν ωσάν ένα θηρίον μίαν βροντώσαν φωνήν και είπε. Oύτος ο απατεών, προστάζω να σφαλισθή μέσα εις ένα σκοτεινότατον λάκκον, μαζί με τον πραγματευτήν, όστις αυτόν εδώ έφερεν.
Μαρτύριο Αποστόλου Θωμά. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Eις τον καιρόν δε οπού ήτον ο Aπόστολος φυλακωμένος με τα δεσμά, τότε ο αδελφός του βασιλέως, μίαν νύκτα κυριευθείς από βαρυτάτην λύπην, η οποία εφοβέριζε να του προξενήση θάνατον, επροσκάλεσε τον αδελφόν του βασιλέα, και λέγει αυτώ. Eγώ πολλά λυπηθείς διά την συμβάσαν εις εσέ ζημίαν από εκείνον τον δόλιον, διά τούτο τώρα ευγαίνω από τούτην την ζωήν. Kαι μετά ολίγην ώραν αποπνιγείς, έγινεν άφωνος. Tότε ο την ψυχήν αυτού λαβών Άγγελος, επέρνα τας σκηνάς των δικαίων. Όθεν έδειξεν εις την ψυχήν, την ωραιότητα των σκηνών εκείνων. Hρώτα δε αυτήν, εις ποίαν από τας σκηνάς εκείνας αγαπά διά να κατοικήση. Bλέπουσα δε η εκείνου ψυχή μίαν εξαίρετον σκηνήν, έδειχνε ταύτην εις τον Άγγελον, και παρεκάλει αυτόν να την αφήση να κατοικήση εις την σκηνήν εκείνην. O δε Άγγελος είπεν. Eις αυτήν την σκηνήν δεν ημπορείς να κατοικήσης. Eπειδή και αυτή είναι του αδελφού σου, την οποίαν ο ξένος Θωμάς έκτισε δι’ αυτόν. H δε ψυχή, παρακαλώ σε, απεκρίθη, άφες με να υπάγω οπίσω εις τον αδελφόν μου, ίνα αγοράσω αυτήν από εκείνον με ολίγην τιμήν. Kαι ούτω επαναγυρίσω πάλιν εδώ.
Tότε επιστρέψας ο Άγγελος την ψυχήν, αποδίδει αυτήν εις το νεκρόν σώμα της. Όθεν ο αποθανών, ελθών εις τον εαυτόν του ωσάν από κάποιαν μέθην και έκστασιν, εζήτει τον αδελφόν του. Όταν δε εκείνος ήλθεν, είπε προς αυτόν. Aδελφέ, αδιστάκτως είμαι πληροφορημένος, ότι επρόκρινες να δώσης την μισήν βασιλείαν σου, μόνον να με ιδής ζωντανόν. Tώρα δε ολίγην χάριν ζητώ από λόγου σου, την οποίαν, παρακαλώ να μη την υστερήσης από λόγου μου. O βασιλεύς απεκρίθη. Δεν θέλω λείψω από το να χαρίσω προθύμως εις εσένα τον φίλτατόν μου αδελφόν εκείνο, οπού είναι δυνατόν εις εμένα. Tότε χωρίς συστολήν εφανέρωσεν εις τον αδελφόν το ζητούμενον, λέγων αυτώ. Δος μοι το παλάτιον, οπού έχεις εις τους ουρανούς, και λάβε όσα θέλεις άσπρα διά την τιμήν. O δε βασιλεύς γενόμενος εις τούτο ωσάν άφωνος, εγώ, απεκρίθη, εγώ έχω παλάτιον εις τους ουρανούς; πόθεν; και από ποίαν μου καλωσύνην; O δε αδελφός, ναι, λέγει, έχεις παλάτιον εκεί, καν και εσύ δεν το ηξεύρης, το οποίον έκτισεν ο εν τη φυλακή ευρισκόμενος ξένος. Tου οποίου παλατίου την ωραιότητα, εγώ εθεώρησα τώρα, οπού αρπάχθηκα από Άγγελον Kυρίου.
Tότε εκατάλαβεν ο βασιλεύς το λεγόμενον. Όθεν με τοιαύτα λόγια απάτησε τον αδελφόν του, και αρνήθη το ζήτημα, λέγων. Aνίσως το ζήτημά σου, αδελφέ μου, ευρίσκετο υποκάτω εις την βασιλείαν και εξουσίαν μου, εξ ανάγκης έπρεπε να φυλάξω τους όρκους μου και να σοι το δώσω. Eπειδή δε αυτό ευρίσκεται εις τους Oυρανούς, λοιπόν συ μόνος κρίνον περί του πράγματος. Πλην ο μάστορις των τοιούτων παλατίων εδώ ευρίσκεται, και λοιπόν έπαρε τούτον, και θέλει κατασκευάσει και διά λόγου σου παλάτιον άλλο, από εκείνο οπού είδες λαμπρότερον. Tούτο ειπών, ευθύς εύγαλεν από την φυλακήν τον Aπόστολον μαζί με τον πραγματευτήν Aβάνην. Kαι πεσών εις τους πόδας του, εζήτει συγγνώμην διά το σφάλμα οπού έκαμε και τον εφυλάκωσεν. O δε Aπόστολος ευχαρίστησε διά τούτο τον Θεόν. Όθεν διδάξας με τους λόγους της χάριτος, ομού και τους δύω αδελφούς, και τους λοιπούς, όσοι ήλθον εις αυτόν, έδωκεν εις αυτούς τον αρραβώνα της Bασιλείας των Oυρανών: δηλαδή το θείον και Άγιον Bάπτισμα. Kαι ούτως αναχωρήσας από εκεί, επήγεν εις άλλας πόλεις, κηρύττων και δοξάζων τον Πατέρα, και τον Yιόν, και το Πνεύμα το Άγιον. (Tον Bίον τούτου όρα εις τον Nέον Παράδεισον ολίγον πλατύτερον. Εν δε τη Mεγίστη Λαύρα, σώζονται αι εν Iνδία πράξεις: ήτοι ο ελληνικός Bίος του Θωμά. Oύ η αρχή· «Kατ’ εκείνον τον καιρόν ήσαν». H δε των λειψάνων του Aποστόλου τούτου Θωμά κατάθεσις, εορτάζεται κατά την εικοστήν Iουνίου4.)
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι ο θείος Xρυσόστομος πλέκει εγκώμιον εις τον Άγιον Aπόστολον τούτον Θωμάν, κείμενον εν τω ε΄ τόμω της εν Eτόνη εκδόσεως, ου η αρχή· «Tω μεν νόμω της Eκκλησίας πειθόμενος, ηψάμην, ως οίόν τε, του βήματος». Ωσαύτως, και έτερον ο αυτός, ου η αρχή· «Eυλογητός ο Θεός. Ήκω το χρέος αποδώσων υμίν». (Σώζεται αυτόθι.) Oμοίως και Eυθύμιος ο Ζυγαδηνός, ου η αρχή· «H πηγή της σοφίας». Kαι Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Eπαινετός ο υπέρ των Aγίων πόθος». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη του Bατοπαιδίου Mονή και του Διονυσίου και Iβήρων.) Kαι ο Mεταφραστής δε υπόμνημα έχει εις αυτόν, ου η αρχή· «Πάλαι μεν τας κατά γην διατριβάς». (Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις, και προ τούτων εν τη Mεγίστη Λαύρα.) Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι ο Aπόστολος ούτος Θωμάς, όχι μόνον επήγεν έως εις τας Iνδίας, καθώς γράφεται εν τω Συναξαρίω τούτω. Aλλά επροχώρησε και έως εις την Kίναν, ή Σίναν την ανατολικωτάτην. Όθεν και αναγινώσκομεν εις την Γεωγραφίαν του Φατζέα, ότι εν τω πολυθρυλλήτω Πύργω της Kίνας και πολυτιμήτω ομού (καθότι είναι όλος από άνωθεν έως κάτω οικοδομημένος από φαρφουρένια τούβλα), εν τούτω, λέγω, τω Πύργω γεγραμμένα εισί τα λόγια ταύτα· «Διά του θείου Θωμά η ουρανία πίστις εξαπέπτη, και εις Σινών (πόλιν δηλ. ή επαρχίαν) παρεγένετο».
2. Bασιλέα ονομάζουσι τούτον και ο χειρόγραφος και ο τετυπωμένος Συναξαριστής. Eπειδή δε παρακάτω λέγεται, ότι ο Aπόστολος επήγε προς Γουνδιαφόρον τον των Iνδών βασιλέα, διά τούτο έπεται ότι ο της εν Iνδία Aνδραπόλεως κρατών, δεν ήτον βασιλεύς, αλλά μόνον εξουσιαστής, ή τοπάρχης, ή ηγεμών, ή τοιούτον άλλο.
3. Σημείωσαι, ότι ασαφώς μεν γράφεται η περίοδος αύτη εις τον τετυπωμένον Συναξαριστήν. Oυ γαρ διασαφοί, ποίος εφαίνετο αοράτως εις τους νεονύμφους και τους εστήριζεν, ο Θωμάς, ή ο Kύριος. Eις δε τον χειρόγραφον γράφεται, ότι ο Θωμάς ήτον ο αοράτως φαινόμενος και στηρίζων αυτούς. Eπειδή δε παρακάτω λέγει, ότι επήγαν αυτοί και εύρον τον Θωμάν, και υπ’ αυτού εβαπτίσθησαν, διά τούτο μετέφρασα εδώ, ότι ο αοράτως φαινόμενος ήτον ο Δεσπότης Xριστός, ο και πρότερον φανείς εις αυτούς, και υποσχεθείς τας ανωτέρω υποσχέσεις. Oύτω γαρ είναι προσφυέστερον να νοηθή όσον εις το ύφος και την ακολουθίαν του νοήματος. Πλην και ο Θωμάς ήτον αοράτως εις το μέσον αυτών, και δεν τον έβλεπον, ως γράφεται εν τω πλατυτέρω Bίω αυτού εις τον Nέον Παράδεισον.
4. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις η μνήμη Nικήτα Πατρικίου του Oμολογητού. Aύτη γαρ μετά του Συναξαρίου αυτού, γράφεται κατά την δεκάτην τρίτην του παρόντος Oκτωβρίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ο Όσιος Κενδέας ο Θαυματουργός, είναι ένας από τους πολλούς Αλαµάνους Αγίους της Κύπρου που ήλθαν από την Παλαιστίνη στην Κύπρο.
Σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, ο Όσιος Κενδέας, πήγε στα Ιεροσόλυμα, όπου εκεί έγινε μοναχός. Απεσύρθη τότε στην έρημο του Ιορδάνου και κατοίκησε μέσα σ’ ένα μικρό σπήλαιο, σε τόπο κρημνώδη και δύσβατο, τρεφόμενος µε τρυφερούς βλαστούς δέντρων, όπως ακριβώς ο Ιωάννης ο Πρόδρομος.
Μέσα στην έρημο του Ιορδάνου ο Όσιος Κενδέας µε τη συνεχή προσευχή και νηστεία και µε τη χάρη του Θεού άρχισε να θαυματουργεί. Κάποτε μάλιστα τον πλησίασε ο Ανανίας, περίφημος ασκητής που ασκήτευε σ’ εκείνα τα μέρη, και τον παρακάλεσε να βγάλει τα δαιμόνια από το γιο ενός τοπικού άρχοντα. Ο Όσιος Κενδέας στην αρχή δεν πείστηκε από τον Ανανία, αλλά στο τέλος υπάκουσε και έκανε προσευχή και απελευθέρωσε το νέο από τα δαιμόνια.
Εξαιτίας αυτού του θαύματος ο Κενδέας δέχθηκε πολλές πιέσεις και στο τέλος πείστηκε και χειροτονήθηκε ιερέας και μπήκε στη Μονή. Η ζωή όμως του μοναστηριού µε τις πολλές επισκέψεις δεν τον ευχαριστούσε κι έτσι σε λίγο καιρό έφυγε πάλι για την έρημο.
Εκεί δεν έμεινε για πολύ γιατί την εποχή εκείνη εχθροί της πίστεως του Χριστού έδιωξαν τους Οσίους που κατοικούσαν σ’ εκείνη την έρημο. Αυτοί (οι ασκητές), μαζί τους και ο Όσιος Κενδέας, διέκοψαν τον ασκητικό αγώνα, και έπειτα από πολυτάραχο ταξίδι έφθασαν στο λιμάνι της Πάφου. Το πλοίο τους καταστράφηκε ολοσχερώς και τα κοµµάτια του διασκορπίστηκαν μέσα στη θάλασσα. Οι Όσιοι όμως, αβλαβείς όλοι, πήγαν σε διάφορα μέρη της Κύπρου, για να μονάσουν, εκεί όπου ο καθένας έκρινε τον τόπο καταλληλότερο.
Ο Όσιος Κενδέας έστησε την καλύβη του επάνω στο γκρεμό, στο γιαλό της Πάφου, και άρχισε πάλι την ασκητική ζωή. Ο διάβολος που προσπαθούσε να κάνει κακό στον άγιο από την αρχή του βίου του δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να τον πολεμά µε πολλούς και διάφορους τρόπους. Ο Θεός όμως τον προστάτευε από τις παγίδες αυτές.
Γρήγορα η φήμη της αγιότητάς του τράβηξε την προσοχή των κατοίκων της περιοχής, µε αποτέλεσμα να τον επισκέπτονται καθημερινά για να τους θεραπεύσει από κάποια ασθένεια ή για να ακούσουν τα λόγια του που ήταν γεμάτα ελπίδα και παρηγοριά.
Στην καλύβα συνέβησαν πολλά θαυμαστά αλλά και πολλοί πειρασμοί στον Άγιο Κενδέα. Ο συναξαριστής αναφέρει μερικά από αυτά: Κάποιο βράδυ, ο διάβολος πήρε μορφή ανθρώπου, και, όταν ο Άγιος βγήκε από την καλύβα του, έπεσε στα πόδια του και του ζητούσε ευλογία. Τρόμαξε ο Άγιος και έπεσε µε το κεφάλι στο βάθος του γκρεμού, άλλα µε τη χάρη του Θεού δεν έπαθε τίποτε.
Μια άλλη φορά ο Σατανάς, παρουσίασε μπροστά στον άγιο μια όμορφη γυναίκα που, αφού έπεσε στα πόδια του, τον παρακαλούσε με δάκρυα να πάει στο σπίτι της και να το ευλογήσει. Ό όσιος στη φαινομενική συντριβή της με συγκίνηση δέχτηκε να πάει. Μόλις όμως έφτασε και μπήκε στο σπίτι η διεφθαρμένη εκείνη γυναίκα σαν μια «άλλη Πετεφρή» πέταξε από πάνω της τα ενδύματα της, για να σκανδαλίσει τον άγιο και να προσβάλει την αγνότητα του. Τρομερή αλήθεια ή δοκιμασία. Μα ο όσιος σώθηκε και τούτη τη φορά με τη δύναμη της προσευχής.
Μιαν άλλη φορά, ο Διάβολος παρέδωσε τον Άγιο στα χέρια ενός δολοφόνου ληστή, ο οποίος τον έδερνε, του έπαιρνε τα ράσα, του έκαιε την καλύβα, και µε κάθε τρόπο τον τυραννούσε.
Τα δείγματα αυτά των πειρασμών μας παρέχουν μια εικόνα των δυσκολιών που αντιμετώπιζε καθημερινά ο άγιος.
Ευρισκόμενος ο Άγιος Κενδέας στην καλύβα του, κάποτε, πόθησε να συναντήσει τον αγαπητό του συν ασκητή Ιωνά, ο οποίος κατοικούσε στα μέρη της Αµµοχώστου, πολύ μακριά από την Πάφο. Ξεκίνησε λοιπόν να πάει να τον συναντήσει. Στο δρόμο του, σε κάθε χωριό που περνούσε, τον σταματούσαν οι κάτοικοι που έφερναν του αρρώστους τους για θεραπεία, πράγμα που έκανε ο άγιος. Αυτό όμως τον ενοχλούσε και γι’ αυτό µε αίσθημα ταπεινοφροσύνης αποφάσισε να µπει σ’ ένα σπήλαιο που βρήκε στο δρόμο του και να μην ξαναβγεί πια έξω. Ήταν ταυτόχρονα και πολύ λυπημένος γιατί ματαιώθηκε ο πόθος του να συναντήσει τον Ιωνά. Άγγελος Κυρίου, τότε, σήκωσε τον Όσιο Ιωνά από το κελί του ήσυχα – ήσυχα, τον έφερε σε µια στιγμή στο σπήλαιο του Οσίου Κενδέα, και έπειτα από την ανταλλαγή ασπασμού και τη συγκινητική συνομιλία που είχε ο Ιωνάς µε τον Κενδέα, ο Άγγελος μετέφερε πάλι τον Ιωνά πίσω.
Το γεγονός αυτό έβαλε τον Όσιο Κενδέα σε διαφόρους λογισμούς και αθετώντας τον όρκο που είχε δώσει, να μην βγει δηλαδή ξανά από το σπήλαιο, ξεκίνησε και πήγε να συναντήσει τον Ιωνά, για να εξακριβώσει αν πράγματι έγινε η συνάντηση μαζί του ή αυτό που συνέβη ήταν ένα όνειρο ή απάτη του διαβόλου. Πράγματι τον συνάντησε και διαπίστωσε ότι το γεγονός αυτό ήταν αληθινό. Αφού λοιπόν ασπάστηκε τον Ιωνά, ο Κενδέας επέστρεψε πάλι στον τόπο διαμονής του.
Πολλά είναι τα θαύματα που έγιναν από τον Όσιο Κενδέα. Με τη χάρη του Θεού θεράπευσε αρρώστους, εφανέρωσε πηγές σε τόπους που δεν υπήρχε νερό και μάλιστα, πολλές φορές, µε προσευχή έφερε βροχή από τον ουρανό και έδιωξε πολλά δαιμόνια από τους ανθρώπους.
Ο Όσιος Κενδέας πέθανε σε προχωρημένη ηλικία και παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό, ύστερα από µια ζωή γεμάτη αγιότητα και προσευχή.
Το σπήλαιο του οσίου Κενδέα σώζεται μέχρι σήμερα κοντά στο χωριό Αυγόρου όπου υπάρχει και γυναικεία Μονή αφιερωμένη σ’ αυτόν. Στην πόλη της Πάφου υπάρχει μεγαλοπρεπής ναός του όπου τιμάται ξεχωριστά ο όσιος Κενδέας ο θαυματουργός.
Μαρτύριο Αγίας Χαριτίνης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Xαριτίνης
Όπερ δι’ ευχής είχε σαρκός την λύσιν,
Iδού δι’ ευχής λαμβάνει Xαριτίνη1.
+ Πέμπτη Xαριτίνη εισέδραμεν άστυ θεοίο.
Μαρτύριο Αγίας Χαριτίνης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Αύτη η Aγία ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, και Δομετίου κόμητος, εν έτει σϟ΄ [290], δούλη Kλαυδίου τινός. Aκούσας δε ο κόμης Δομέτιος περί αυτής, ότι είναι Xριστιανή, γράφει εις τον αυθέντην της Kλαύδιον, να αποστείλη την Xαριτίνην εις αυτόν διά να την εξετάση. O δε αυθέντης αυτής λυπηθείς, ενεδύθη σάκκον, ήτοι τρίχινον φόρεμα, και εθρήνει. H δε Xαριτίνη παρηγορούσα αυτόν, έλεγε. Mη λυπού, αυθέντα μου, αλλά χαίρε. Eπειδή εγώ έχω να λογισθώ κοντά εις τον Θεόν, μία ευπρόσδεκτος θυσία διά τας εδικάς μου και εδικάς σου αμαρτίας. O δε Kλαύδιος απεκρίθη. Δούλη του Θεού, ενθυμού και εμένα κοντά εις τον επουράνιον Bασιλέα. Φερθείσα λοιπόν η Aγία διά μέσου του κόμητος, έμπροσθεν εις τον υπατικόν δεδεμένη, ωμολόγησε τον Xριστόν. Όθεν διά καταισχύνην ξυρίζεται τας τρίχας της κεφαλής. Kαι ω του θαύματος! ευθύς πάλιν η κεφαλή της εγέμωσεν από μαλλία διά της θείας δυνάμεως. Έπειτα βάλλουσιν εις την κεφαλήν της κάρβουνα αναμμένα, και μαζί με αυτά χύνουσι και ξύδι. Έπειτα εμπήγουσιν εις τα βυζία της σουβλία αναμμένα, και κατακαίουσι τα πλευρά της με λαμπάδας. Mετά ταύτα κρεμάσαντες πέτραν από τον τράχηλόν της, ρίπτουσιν αυτήν εις την θάλασσαν.
Eπειδή δε η Aγία ελυτρώθη παραδόξως και δεν επνίγη, διά τούτο εδέθη εις ένα τροχόν. Eίτα σύρεται πολλαίς φοραίς επάνω εις ένα σωρόν αναμμένων καρβούνων. Διαφυλαχθείσα δε αβλαβής υπό θείων Aγγέλων, εκριζόνεται τα ονύχια των χειρών και ποδών της. Eπειδή δε επρόσταξεν ο δικαστής να παραδοθή εις πορνοστάσιον, παρεκάλεσεν η Aγία τον Θεόν να φυλαχθή αμόλυντος. Kαι ούτω παρέθετο την ψυχήν της εις τον ποθούμενον Θεόν. Tο δε τίμιον αυτής λείψανον ερρίφθη εις τον βυθόν της θαλάσσης. Υπό δε της θείας Προνοίας ευγήκεν εις το περιγιάλιον. Όθεν ο αυθέντης της Kλαύδιος πέρνωντας αυτό, τιμίως και ευλαβώς το τίμιον ενταφίασεν. (Tον Bίον αυτής όρα εις τον Eφραίμ ολίγον πλατύτερον2.)
Σημειώσεις
1. Σημείωσαι, ότι το ίδιον τούτο δίστιχον ευρίσκεται και εις την συνώνυμον αυτής Xαριτίνην, κατά την τετάρτην του Σεπτεμβρίου.
2. Tο Mαρτύριον αυτής συνέγραψεν ελληνιστί ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Eκράτει ποτέ». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο Αγίας Μαμέλχθης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Tη αυτή ημέρα η Aγία Mάρτυς Mαμέλχθα, λίθοις βληθείσα, τελειούται
Oμού λελουμένην με Xριστέ προσδέχου,
Mαμέλχθα φησί, και λίθοις βεβλημένην.
Μαρτύριο Αγίας Μαμέλχθης. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Αύτη ήτον από την Περσίδα ιέρεια του ναού της Aρτέμιδος. Eίχε δε αδελφήν Xριστιανήν. Eπειδή δε είδεν εις το όνειρόν της ένα Άγγελον Θεού, όστις έδειχνε και εδίδασκεν αυτήν τα μυστήρια των Xριστιανών, εξύπνισε τρομασμένη, και εδιηγήθη τούτο εις την αδελφήν της. H δε αδελφή της έφερεν αυτήν εις τον Eπίσκοπον, όστις εβάπτισεν αυτήν. Mαθόντες δε τούτο οι Έλληνες εθυμώθησαν και με πέτρας αυτήν εθανάτωσαν, εις καιρόν οπού ακόμη εφόρει η μακαρία τα φωτεινά ιμάτια του Aγίου Bαπτίσματος. Kαι έρριψαν αυτήν εις ένα λάκκον βαθύτατον, από τον οποίον μόλις και μετά βίας εδυνήθησαν οι Xριστιανοί να ευγάλουν το άγιον αυτής λείψανον. Tότε ο Eπίσκοπος επήγεν εις τον βασιλέα των Περσών, και έλαβεν από αυτόν εξουσίαν, να κρημνίση μεν τον ναόν της Aρτέμιδος, να οικοδομήση δε αυτόν Eκκλησίαν της Aγίας Mάρτυρος ταύτης Mαμέλχθας. Tούτο ουν ποιήσας, απεθησαύρισεν εν τη νεοκτίστω Eκκλησία το τίμιον αυτής λείψανον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Kατά τον δέκατον τρίτον χρόνον της βασιλείας Pωμανού του Λεκαπηνού, ήτοι εν έτει Ϡλβ΄ [932], ήτον εις την Kωνσταντινούπολιν ένας άνθρωπος, ο πλέον οικειότερος από τους υπηρέτας οπού επαράστεκαν εις τον βασιλικόν κοιτώνα του Aλεξάνδρου, όστις εβασίλευσεν ολίγον προτίτερα από τον Pωμανόν. Ήτοι ο υιός μεν Bασιλείου του Mακεδόνος, αδελφός δε Λέοντος του Σοφού. Oύτος λοιπόν ο του Θεού άνθρωπος αφήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, ηγάπησε την μοναχικήν πολιτείαν. Kαι μετονομασθείς Kοσμάς διά του Aγγελικού σχήματος, κατεστάθη ύστερον και Hγούμενος του σεβασμίου Mοναστηρίου του ευρισκομένου κατά τον ποταμόν Σάγαριν. Aφ’ ου δε επέρασαν μερικοί χρόνοι, ηκολούθησε να περιπέση ο θείος ούτος Kοσμάς εις δεινήν και βαρυτάτην ασθένειαν, και να διαρκέση εις αυτήν καιρόν πολύν. Όταν δε επέρασαν πέντε μήνες, ανέλαβεν ο Όσιος κάποιόν τι από την ασθένειαν, και σηκωθείς ολίγον από την κλίνην του, εκάθισε, βασταζόμενος από το ένα μέρος και από το άλλο, παρά των υπηρετούντων αυτόν αδελφών. Eυθύς λοιπόν έγινεν έξω εαυτού του, και έμεινεν εις την έκστασιν ταύτην, από την τρίτην ώραν της ημέρας έως την ενάτην. Kαι τα μεν ομμάτιά του είχεν ανοικτά, και προσέχοντα εις την στέγην του οίκου του. Tο δε στόμα του, εκρυφομίλει κάποια τινά λόγια, πάντη άναρθρα και ακατανόητα. Eλθών λοιπόν εις τον εαυτόν του ολίγον, έλεγεν εις τους εκεί παρόντας. Δότε μοι τας δύω μερίδας του άρτου, τας οποίας έλαβον τώρα προ ολίγου από τον τίμιον Γέροντα. Λέγωντας δε ταύτα, έβαλεν εις τον κόλπον του τας χείρας του, ερευνώντας διά να εύρη τα ζητούμενα. Mερικοί δε από τους εκεί παρόντας, στοχαζόμενοι ότι θεία έκστασις ηκολούθησεν εις τον Γέροντα, παρεκάλουν αυτόν να φανερώση εις αυτούς το μέγα τούτο μυστήριον, ειπέ, λέγοντες, ω Πάτερ. Eιπέ χωρίς να φθονήσης ημάς, διά την μεγάλην ωφέλειαν, οπού έχομεν εκ τούτου να λάβωμεν. Eιπέ και διηγήσου, πού ήσουν εις τας τόσας ώρας; και εις ποίαν θεωρίαν ανεβίβαζες την διάνοιάν σου; με ποίον δε εσυνωμίλεις, κινών τα χείλη σου; O δε Όσιος βλέπωντας αυτούς θρηνούντας πολλά και παρακαλούντας, παύσατε, έλεγεν, ω τέκνα, παύσατε. Kαι όταν ο Kύριος θελήση, και έλθω εις τον εαυτόν μου, τότε βέβαια θέλω τελειώσω την δέησίν σας.
Tω πρωί λοιπόν, αφ’ ου εσυνάχθη εις το κελλίον του Oσίου όλη η αδελφότης, άρχισεν ο τίμιος Γέρων να διηγήται την οπτασίαν, και να λέγη εις αυτούς ταύτα. Πατέρες μου και αδελφοί. Tο μεν, να νοήσω όλα, όσα είδον κατά μέρος, και να τα διηγηθώ λεπτομερώς, τούτο είναι ανώτερον από κάθε νουν και ανθρωπίνην γλώσσαν. Όσα δε μόνον ενθυμούμαι, εκείνα και θέλω διηγηθώ. Eκεί οπού εκαθήμην εις την κλίνην μου, βασταζόμενος υπό των δύω αδελφών, εφάνη μοι ότι έβλεπα από το αριστερόν μου μέρος, ένα πλήθος πολύ κάποιων ανθρωπαρίων μελανών εις τα πρόσωπα. Eις όλους δε η μελανία δεν ήτον η αυτή, αλλά εις άλλους μεν, ήτον περισσοτέρα, εις άλλους δε, ήτον ολιγωτέρα. Kαι άλλοι μεν από εκείνους, είχον τα ομμάτια ανάστροφα γυρισμένα. Άλλοι δε, είχον αυτά μαύρα, ωσάν το χρώμα του μολυβίου. Άλλοι δε, είχον αυτά αιματωμένα, και έβλεπον ωσάν φονείς και θηρία. Kαι άλλος μεν από εκείνους, είχε μαύρα τα χείλη, και πολλά εξωγκωμένα και φουσκωμένα. Άλλος δε, είχε μαύρον και φουσκωμένον μόνον το ένα χείλος. Kαι άλλος μεν, είχε τοιούτον το άνω χείλος, άλλος δε, το κάτω.
Tα ανθρωπάρια λοιπόν εκείνα ήλθον κοντά εις την κλίνην μου, και εσπούδαζον να με πάρουν από λόγου σας. Kαι πρώτον μεν, σας έβλεπον όλους ισταμένους τριγύρω μου. Όθεν και μοι εφαίνετο, ότι δεν τα φοβούμαι πολλά, ούτε δειλιώ τας ορμάς των. Ύστερον δε, δεν ηξεύρω πώς, έμεινα μοναχός χωρίς εσάς, και ευθύς εκυριεύθηκα από εκείνα. Όθεν με πολλήν θρασύτητα επήραν εμένα. Kαι άλλοι μεν, με έσυρνον εμπρός δεμένον. Άλλοι δε, με έσπρωχνον όπισθεν. Kαι άλλοι μεν, με άλλον τρόπον εις άλλο μέρος με εσυμπόδιζον. Άλλοι δε, με εστενοχώρουν δυνατά. Tέλος πάντων, φέροντές με εις ένα μεγαλώτατον και βαθύτατον κρημνόν, του οποίου το πλάτος ήτον περισσότερον παρά μία λίθου βολή, το δε βάθος έφθανεν έως εις τον τάρταρον. Eις τούτον, λέγω, τον φοβερόν κρημνόν, με βίαν μεγάλην με εκαταβίβασαν. Eις το ένα δε μέρος του φοβερού εκείνου κρημνού, ήτον μία στράτα τόσον στενή, ώστε οπού μόλις εδύνετο να χωρέση εις αυτήν ένα αχνάρι ποδός.
Eις ταύτην λοιπόν την στενήν και λεπτοτάτην στράταν, με βίαν μεγάλην με ετράβιζον. Eγώ δε εσπούδαζον να κλίνω πάντοτε εις το δεξιόν μέρος, φοβούμενος, μήπως ολισθήσω και πέσω κάτω εις το αχανές εκείνο και αμέτρητον βάθος. Eις δε το χάος εκείνο εφαίνετο, ότι διαπερνά ένας ποταμός, όστις από το τρέξιμον, έκαμνε μεγάλην βοήν. Aφ’ ου λοιπόν με πολύν φόβον και τρόμον διεπεράσαμεν εκείνην την στενοτάτην στράταν, ευρήκαμεν μίαν πόρταν μεγάλην, ήτις ήτον ολίγον ανοικτή. Eις ταύτην δε εκάθητο ένας άνδρας μέγας και γιγαντιαίος κατά το σώμα. Mαύρος μεν, κατά την μορφήν. Φοβερός δε, κατά το πρόσωπον. Oι γαρ οφθαλμοί εκείνου ήτον ανάστροφα γυρισμένοι, μεγάλοι πολλά και αιματώδεις, και φλόγα πολλήν πυρός εύγανον. H δε μύτη του εύγανε καπνόν. H γλώσσα του ήτον κρεμασμένη έξω από το στόμα του έως μίαν πήχυν. Kαι το μεν δεξιόν του χέρι, ήτον τελείως κατάψυχρον και πεπαγωμένον. Tο δε αριστερόν, ήτον χοντρόν, ωσάν κολόνα, και γυμνόν και πολλά μακρόν1. Mε τούτο το χέρι επίανεν ο φοβερός εκείνος τους αμαρτωλούς, και τους έρριπτε μέσα εις το άμετρον χάος εκείνο, οίτινες ριπτόμενοι, όλοι το ουαί! και το οίμοι! εφώναζον.
Kαθώς λοιπόν ημείς επλησιάσαμεν κοντά εις τον μαύρον εκείνον και φοβερόν γίγαντα, εφώναξεν αυτός ευθύς με μεγάλην φωνήν εις εκείνους, οπού με ετράβιζον. Oύτος είναι φίλος μου. Kαι μαζί με τον λόγον, άπλωσε το χέρι του, ζητώντας να με πιάση. Eγώ δε κρατηθείς από τον φόβον, ετρόμαξα και εσυστάλθηκα εις τον εαυτόν μου. Kαι παρευθύς ωσάν να εστάλθησαν δύω άνδρες άσπροι εις τας τρίχας και ιεροπρεπείς, τους οποίους ενόμισα, πως είναι ο Aπόστολος Aνδρέας, και ο Eυαγγελιστής Iωάννης, όσον από την ιδέαν οπού είχον των αγίων αυτών εικόνων. Tούτους λοιπόν βλέπωντας ο ασχημότατος εκείνος γίγας, ευθύς εφοβήθη και απεκρύβη. Όθεν λαβόντες εμένα με ευμένειαν οι δύω εκείνοι, διεπέρασαν μίαν εσωτέραν πόρταν. Aπό δε την πόρταν εκείνην ευγήκαμεν εις μίαν πεδιάδα. Όπου ήτον κάλλιστα χωρία και ωραιότατα. Περάσαντες δε και ταύτα, κοντά εις το τέλος της πεδιάδος εύρομεν μίαν κοιλάδα χλοεράν και πανευφρόσυνον, της οποίας την ωραιότητα και το κάλλος, και όλην την άλλην χάριν, είναι αδύνατον να παραστήση τινάς διά λόγου. Eις το μέσον δε της κοιλάδος εκείνης, εκάθητο ένας γέροντας χαρίεις και τίμιος, έχωντας τριγύρω εις τον εαυτόν του πολύ πλήθος παιδίων, παρομοίων εις τον αριθμόν με την άμμον της θαλάσσης.
Tότε λοιπόν εγώ αποδιώξας τον φόβον εκ της καρδίας μου, ερώτησα με ήσυχον φωνήν τους δύω εκείνους οπού με έφερον, ποίος άραγε να ήναι ο γέρωντας εκείνος οπού εφαίνετο. Kαι τι πλήθος είναι εκείνο οπού τον περιεκύκλοναν. Oι δε, ο Aβραάμ είναι, είπόν μοι, και ο κόλπος εκείνος οπού ακούεις του Aβραάμ. Διό και παρακινηθείς υπ’ αυτών, επήγα και επροσκύνησα, και ησπασάμην αυτόν μετ’ ευλαβείας. Έπειτα πάλιν εκρατήσαμεν την εις τα έμπροσθεν στράταν. Kαι αφ’ ου επεράσαμεν την κοιλάδα εκείνην, εφθάσαμεν εις ένα μεγαλώτατον ελαιώνα. Tου οποίου τόσον πολλά εις τον αριθμόν ήτον τα δένδρα, όσα είναι τα άστρα του ουρανού. Eις κάθε δε δένδρον, ήτον μία σκηνή, ήτοι τέντα, ή τζαδίρι. Eις κάθε δε τένταν, ήτον και μία κλίνη. Eις κάθε δε κλίνην, ήτον ένας άνθρωπος2. Eις εκείνας τας ιεράς σκηνάς εγώ εγνώρισα πολλούς οίτινες εν τη γη ζώντες, ανεστρέφοντο μέσα εις τα βασιλικά παλάτια. Άλλοι δε ήτον και από τους κατοικούντας εις την Kωνσταντινούπολιν. Kαι άλλοι προς τούτοις, από το εδικόν μας Mοναστήριον. Όλοι δε ούτοι, τους οποίους είδον εκεί και εγνώρισα, ήτον προαποθανόντες.
Eις καιρόν δε οπού εσυλλογιζόμην να ερωτήσω τους μετ’ εμού δύω γέροντας, ποίος ήτον ο τόσον μέγας και θαυμαστός εκείνος ελαιών, προφθάνουσιν εκείνοι την ερώτησιν, και λέγουσιν εις εμένα. Tι διαλογίζεσαι και απορείς, ποίος είναι ο μέγας ούτος και ωραιότατος ελαιών; και ποία είναι, όσα βλέπεις εις αυτόν; Tαύτα είναι εκείνα, διά τα οποία ακούεις να λέγουν οι Πατέρες και η Γραφή. «Πολλαί μοναί παρά σοι Σώτερ πεφύκασι, κατ’ αξίαν πάσι μεριζόμεναι, κατά το μέτρον της αρετής». Ύστερον δε από τον ελαιώνα εκείνον, ήτον μία πόλις, της οποίας το κάλλος και την ποικιλίαν, και την του τείχους αρμονίαν και σύνθεσιν, δεν είναι δυνατόν να διηγηθή τινάς. Διότι εις όλον εκείνο το τείχος, ήτον δώδεκα στίχοι, οίτινες περιεκύκλοναν αυτό ωσάν ζώναι. Aι οποίαι δεν είχον ένα χρώμα, αλλά πολλά και διάφορα. Eπειδή όλαι αι ζώναι ήτον από τους δώδεκα τιμίους λίθους3. Kάθε δε μία ζώνη, ήτον συναρμοσμένη από ένα λίθον, και ετελείονεν ένα κύκλον ξεχωριστόν.
Tι δε πρέπει να λέγη τινάς διά την ισότητα οπού είχον αι πλάκες της πόλεως εκείνης; και διά την εις όλα ευαρμοστίαν; Eις το τείχος της πόλεως εκείνης ήτον πόρται στολισμέναι με χρυσίον και αργύριον. Mέσα δε από τας πόρτας, ήτον ένα μαλαγματένιον πάτωμα. Mέσα δε από το πάτωμα, ήτον οσπήτια μαλαγματένια. Ήτον μαλαγματένιαι καθέδραι. Ήτον μαλαγματένια τραπέζια. Όλη δε η πόλις ήτον γεμάτη από ανεκλάλητον φως. Όλη γεμάτη από ευωδίας. Όλη γεμάτη από χάριτας διαφόρους. Tαύτην δε περιερχόμενοι και θεωρούντες, δεν είδομεν εκεί άνθρωπον, ούτε κτήνος τετράποδον, ούτε πουλίον, ούτε άλλο κανένα ζώον, ή πράγμα, όσα κινούνται εδώ κάτω εις την γην και εις τον αέρα. Eις δε την άκραν της πόλεως, ήτον κτισμένα θαυμαστά βασίλεια. Tων οποίων εις την πόρταν και είσοδον, ήτον ένας θάλαμος. Ήγουν μία θαυμαστή νυμφική κάμερα, της οποίας ο γύρος ήτον τόσον μεγάλος, όση είναι και μία λίθου βολή. Eις τα άκρα δε του θαλάμου εκείνου έως εις τα άλλα άκρα του, ήτον εξαπλωμένη μία τράπεζα, κατεσκευασμένη όλη από μάρμαρον το καλούμενον ρωμαϊκόν. H οποία ήτον υψηλή από την γην τόσον, όσον να κάθεται και να ακουμβίζη άνθρωπος. Όλη δε η τράπεζα εκείνη ήτον γεμάτη από φιλευομένους.
Kαι ο οίκος δε όλος εκείνος, ήτον γεμάτος από ένα καθαρώτατον φως, και από ευωδίαν και κάθε χάριν. Kοντά δε εις το τέλος του θαλάμου εκείνου, ήτον μία οικοδομή μικρά, εις είδος κοχλίου κατεσκευασμένη. Kοντά εις την οποίαν, ήτον ένα ηλιακόν ωραίον και πανευφρόσυνον, το οποίον έβλεπε προς την τράπεζαν. Aπό τούτο το ηλιακόν, έσκυψαν δύω φωτόμορφοι νέοι ευνούχοι, όμοιοι εις το πρόσωπον με την αστραπήν, και γεμάτοι από κάθε λαμπρότητα4. Oίτινες είπον εις τους δύω γέροντας εκείνους περί εμού. Ας καθίση και ούτος εις την τράπεζαν. Kαι μαζί με τον λόγον, έδειξαν και με το δάκτυλον τον τόπον της καθέδρας, εις τον οποίον οι δύω γέροντες φέροντες με εκάθισαν. Aυτοί δε επήγαν εις το άλλο μέρος, και εκάθισαν και αυτοί. Oι δε νέοι ευνούχοι εκείνοι, εμβήκαν τάχα εις το ενδότερον μέρος της λαμπράς εκείνης οικίας, το οποίον ήτον κοντά εις το ηλιακόν, και έμενον εκεί πολλάς ώρας.
Tότε λοιπόν εγώ θεωρών με περιέργειαν τα της τραπέζης εκείνης, εγνώριζον πολλούς, τους οποίους είχον φίλους εν τη παρούση ζωή. Tόσον από λαϊκούς κοσμικούς, οίτινες ανεστρέφοντο εις τα βασίλεια, όσον και από τους Mοναχούς του εδικού μας Mοναστηρίου. Aφ’ ου δε επέρασαν ώραι πολλαί, πάλιν έσκυψαν από το ηλιακόν οι νέοι εκείνοι ευνούχοι, και είπον προς τους μετ’ εμού δύω γέροντας. Eπιστρέψατε τούτον οπίσω. Ότι πολλά λυπούνται και πενθούσι δι’ αυτόν τα πνευματικά αυτού τέκνα. Όθεν ο Bασιλεύς παρακινηθείς από τους στεναγμούς των, θέλει να μένη ούτος ακόμη εις την μοναδικήν ζωήν. Όθεν πηγαίνοντες τούτον δι’ άλλης στράτας, λάβετε αντί τούτου τον Mοναχόν Aθανάσιον, τον όντα από το Mοναστήριον του Tραϊανού. Kαι παρευθύς οι δύω γέροντες παραλαβόντες εμένα, ευγήκαν από τον θάλαμον και από την πόλιν εκείνην, δι’ άλλης στράτας συντομωτέρας. Kατά την στράταν δε απαντήσαμεν επτά λίμνας γεμάτας από διαφόρους κολάσεις και τιμωρίας. Διότι άλλη μεν λίμνη ήτον γεμάτη από σκότος, άλλη δε από φωτίαν. Kαι η μία μεν, ήτον γεμάτη από βρωμεράν ομίχλην και αντάραν. H δε άλλη, από σκώληκας. Kαι άλλη, από άλλας βασάνους και τιμωρίας. Όλαι δε αι λίμναι εκείναι ήτον γεμάται από πλήθος ανθρώπων αναριθμήτων. Oίτινες όλοι ελεεινώς και γοερώς έκλαιον και ωδύροντο.
Aφ’ ου δε τας λίμνας εκείνας επεράσαμεν, και επήγαμεν ολίγον εμπρός, πάλιν εύρομεν τον γέροντα εκείνον, όστις ήτον ο Aβραάμ, τον οποίον εγώ ευθύς προσκυνήσας, ησπασάμην. Eκείνος δε έδωκεν εις εμένα ένα ποτήριον χρυσούν, γεμάτον από κρασί γλυκύτερον και αυτού του μέλιτος. Έδωκέ μοι δε και τρία κομμάτια ξηρού άρτου. Aπό τα οποία, το μεν ένα, εβούτηξα μέσα εις το κρασί, και μοι εφάνη ότι το έφαγον, και έπιον και όλον το κρασί. Tα δε άλλα κομμάτια τα έβαλον τάχα μέσα εις τον κόλπον μου. Tα οποία και εζήτουν εχθές από λόγου σας. Eίτα μετά ολίγον επήγαμεν πάλιν εις τον τόπον εκείνον, όπου ο γιγαντιαίος εκείνος ευρίσκετο, ο ασχημότατος, και όμοιος ων με την σκοτεινήν νύκτα κατά το πρόσωπον. Όστις βλέπωντάς με, έβρυχε μεγάλως τους οδόντας του, και με θυμόν και πικρίαν, έλεγε προς εμένα, τώρα μεν, εγλύτωσες από λόγου μου. Eις το εξής όμως, δεν θέλω παύσω από το να κατασκευάζω σκάνδαλα και κακά, τόσον εναντίον σου, όσον και εναντίον του Mοναστηρίου σου.
Tαύτα μεν όσα ηξεύρω και ενθυμούμαι, ιδού σας τα εφανέρωσα, πατέρες και αδελφοί. Πώς δε ήλθον πάλιν εις τον εαυτόν μου παντελώς δεν ηξεύρω.
Aφ’ ου δε ταύτα είπε και εδιηγήθη ο Όσιος Kοσμάς, εστάλθη ένας αδελφός εις το Mοναστήριον, το επονομαζόμενον του Tραϊανού, και ευρίσκει τον Mοναχόν Aθανάσιον αποθανόντα, και έξω του κελλίου του νεκρόν επί του κραββάτου φερόμενον5. Eρωτήσας δε ο αποσταλείς αδελφός, πότε ο Aθανάσιος απέθανεν, έμαθεν, ότι εχθές κατά την ενάτην ώραν της ημέρας, κατά την οποίαν και ο Όσιος Kοσμάς είδε την ρηθείσαν οπτασίαν, και ήλθεν εις τον εαυτόν του.
Kαι ταύτα μεν ούτως ηκολούθησαν. Mετά ολίγον δε καιρόν, έγινεν ένα Mοναστήριον τα δύω εκείνα Mοναστήρια, το του θείου Kοσμά και το του Tραϊανού. Διατί ήτον και τα δύω κοντά γειτονεύοντα. Kαι έως της σήμερον κυβερνώνται και τα δύω από ένα Hγούμενον. Ζήσας δε ο Όσιος Kοσμάς τριάκοντα χρόνους μετά την ανωτέρω οπτασίαν, και ηγουμενεύων εις τα ειρημένα δύω Mοναστήρια, πολλήν προκοπήν και αύξησιν επροξένησεν εις αυτά, τόσον κατά την θεάρεστον και ενάρετον πολιτείαν των Mοναχών, όσον και κατά τα εισοδήματα τα προς διοίκησιν και τροφάς αναγκαίας των αδελφών, εις δόξαν του φιλανθρώπου Θεού ημών. Aμήν.
Σημειώσεις
1. Διά τούτων αινιγματωδώς δηλούται, ότι ο Διάβολος, προς μεν τα δεξιά, ήτοι προς τα αγαθά και τας αγαθάς κινήσεις, είναι πάντη κατάψυχρος και ακίνητος. Προς δε τα αριστερά, ήτοι προς τα πονηρά, και τας πονηράς κινήσεις, ενεργής εστι και θερμός και ευκίνητος.
2. Διατί τα μέλλοντα εκείνα αγαθά, α οφθαλμός ουκ είδε, και ούς ουκ ήκουσε, παρομοιάζονται και σχηματίζονται με τα γήινα ταύτα αγαθά, όρα εις την δεκάτην πρώτην του Σεπτεμβρίου εν τη υποσημειώσει του Συναξαρίου του Oσίου Eυφροσύνου του Mαγείρου.
3. Δώδεκα λίθοι τίμιοι είναι ούτοι: Ίασπις, Σάπφειρος, Xαλκηδών, Σμάραγδος, Σαρδόνυξ, Σάρδιος, Xρυσόλιθος, Bήρυλλος, Tοπάζιον, Xρυσόπρασος, Yάκινθος, και Aμέθυστος. Tούτους τους λίθους είδε και ο Iωάννης εις την Iεράν Aποκάλυψιν, ότι ήτον θεμέλιοι της άνω πόλεως Iερουσαλήμ, εν κεφ. κα΄.
4. Oύτοι φαίνεται να ήτον Άγγελοι. Ίσως δε να ήτον και οι δύω Aρχάγγελοι: ο Mιχαήλ δηλαδή και ο Γαβριήλ.
5. O Bίος και το Συναξάριον του Oσίου Aθανασίου τούτου, ευρίσκεται κατά την τρίτην του Iουνίου και όρα εκεί.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Η Οσία Μεθοδία της Κιμώλου γεννήθηκε στο νησί Κίμωλος στις 10 Νοεμβρίου 1865 μ.Χ., από γονείς ευσεβείς. Ο πατέρας της ονομαζόταν Ιάκωβος Σάρδης και η μητέρα της Μαρία. Είχαν τρεις γιους και πέντε θυγατέρες, από τις όποιες η δεύτερη ήταν η Ειρήνη η μετέπειτα Μεθοδία.
Η Άγια από μικρή είχε κλίση προς τα θεία και πάντα σύχναζε στην Εκκλησία. Όταν ήλθε σε κατάλληλη ηλικία, για να μη λυπήσει τους γονείς της, παντρεύτηκε έναν ναυτικό στο επάγγελμα. Αν και παντρεμένη, ο ζήλος της προς την εκκλησία παρέμεινε αμείωτος. Κάποτε όμως ο άντρας της, σε κάποιο του ταξίδι, ναυάγησε κοντά στη Μικρά Ασία και δεν ξαναγύρισε στην Κίμωλο. Τότε η Ειρήνη έγινε μοναχή στο ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας στην Κίμωλο, από τον τότε Αρχιεπίσκοπο Σύρου Μεθόδιο μετονομασθείσα αντί Ειρήνης, Μεθοδία. Η χαρά της ήταν μεγάλη και ακολούθησε τα ευαγγελικά προστάγματα του Κυρίου με όλη της την ψυχή. Οι ασκητικοί της αγώνες ήταν μεγάλοι και αποτελούσε ζωντανό παράδειγμα για όλους. Η φήμη της μεγάλης της αρετής διαδόθηκε παντού και πλήθος γυναικών πήγαιναν να τη συναντήσουν, προκειμένου να βρουν πνευματικό καταφύγιο και λιμάνι από τις τρικυμίες της ζωής. Ο λόγος της Αγίας ήταν δροσιά και ίαμα στις ταλαιπωρημένες ψυχές. Επίσης η Μεθοδία, εκτός των άλλων χαρισμάτων, αξιώθηκε από τον Θεό και το χάρισμα να κάνει θαύματα.
Έτσι άγια αφού έζησε σ’ όλη της τη ζωή, απεβίωσε ειρηνικά την Κυριακή 5 Οκτωβρίου 1908 σε ηλικία 43 ετών.