Εισήγηση στην ΣΤ΄ συνάντηση (29.05.2017) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ακαδημαϊκού Έτους (2016-2017)
Εισηγητής: Πρεσβύτερος Αθανάσιος Βουδούρης
Πρεσβύτερος Αθανάσιος Βουδούρης
Παρουσίαση του σχετικού κεφαλαίου από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικὲς παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Β´, 2η έκδοση, σελ. 287- 368).
Πανιερώτατε,
Αγαπητοί εν Κυρίω πατέρες και αδελφοί,
Ο όρος «πνευματική τελείωση» των χριστιανών στην ορθόδοξη θεολογία δηλώνει τη σωτηριολογική πορεία του πεπτωκότος ανθρώπου προς το αρχέτυπο κάλλος της δημιουργίας, δηλαδή την πορεία από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν» του Δημιουργού. Η πορεία αυτή αποτελεί τον τελικό σκοπό της πορείας του ανθρώπου της πτώσης, ο οποίος καλείται να επανέλθει στην οντολογική κατάσταση της Δημιουργίας, που πραγματώνεται εντός της Εκκλησίας, ως του κατεξοχήν σωτηριώδους Θεανθρώπινου οργανισμού.
Η πτώση των πρωτοπλάστων από την κατάσταση του φωτισμού της Δημιουργίας προς το σκοτάδι της αγνωσίας και του εγωκεντρισμού, οδήγησε τελικά τον άνθρωπο στην αυτόβουλη υποδούλωσή του στα πάθη, τις επιθυμίες και τη λογική, σκοτίζοντας τον νου, που αποτελεί το μέσο και το αισθητήριο κοινωνίας του με τον Θεό. Με τον τρόπο αυτό, ο άνθρωπος αποποιήθηκε την ελευθερία του και έγινε δούλος της ύλης και του περιβάλλοντος κόσμου. Εντούτοις, η κατάσταση της υποδούλωσης του ανθρώπου στον κόσμο της πτώσης αντίκειται στην οντολογική του υπόσταση, που έχει ως βάση την ελευθερία που εκπηγάζει από την «κατ’ εικόνα Θεού» δημιουργία του.
Η ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, εντασσόμενη στο πλαίσιο της προαιώνιας Θείας Οικονομίας, αποσκοπεί στην κατάργηση της κατάστασης της δουλείας και τη «συμφιλίωση» του ανθρώπου με τον Θεό. Για τον λόγο αυτό, σύμφωνα με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, ο άνθρωπος καλείται να διέλθει από το στάδιο και την κατάσταση του δούλου στην προπτωτική κατάσταση του φίλου – υιού (κατά Χάρη) του Θεού. Σε αυτό το πλαίσιο, ο άνθρωπος, με τη Χάρη του Θεού, ζώντας εντός της Εκκλησίας, καλείται να διέλθει από τρείς πνευματικές καταστάσεις: από δούλος να γίνει μισθωτός και στη συνέχεια υιός του Θεού. Η διδασκαλία αυτή συναντάται σε ολόκληρη την αγιογραφική και πατερική διδασκαλία της Εκκλησίας. Ως δούλος, ο άνθρωπος αγωνίζεται να τηρήσει τις εντολές του Θεού, για να αποφύγει την Κόλαση, ως μισθωτός τηρεί το θέλημα του Θεού για να κερδίσει τον Παράδεισο, και ως υιός και φίλος του Θεού εφαρμόζει τις εντολές Του από αγάπη σε Αυτόν, χωρίς να αναμένει κάποια ανταπόδοση.
Τα τρία αυτά στάδια, συνδέονται παράλληλα και με τις τρεις βαθμίδες της πνευματικής πορείας των χριστιανών προς τον αρχέτυπο και τελικό τους προορισμό, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και τελικά η θέωση (ή δοξασμός). Η πορεία αυτή επιτυγχάνεται εντός της Εκκλησίας, η οποία αποτελεί τον σωτηριώδη «χώρο» περιχώρησης Θεού και ανθρώπου. Ο Θεός χαρίζει στον άνθρωπο τα αποτελέσματα της καθαρτικής και ζωοποιού του ενέργειας, αρκεί ο άνθρωπος αυτοπροαιρέτως να συναισθανθεί την πτωτική του κατάσταση και να ομολογήσει την αδυναμία του να ανταπεξέλθει στις δυσκολίες των πειρασμών, προσφέροντας ταπεινά προς τον Σωτήρα και Δημιουργό την καρδιά και την ελπίδα του. Η συνέργεια Θεού και ανθρώπου, αναλόγως βεβαίως της οντολογικής κατάστασης του καθενός και όχι ισόρροπα, αποτελεί βασική προϋπόθεση της πορείας του ορθόδοξου πνευματικού αγώνα.
Ωστόσο, η πορεία προς τη θέωση, την ένωση του ανθρώπου με τον Θεό, αποτελεί κατ’ ουσία δωρεά του Θεού προς τον άνθρωπο, μέσω της «υιοθεσίας» του πεπτωκότος Αδάμ που πραγματοποιείται με την ενσάρκωση του Θεού, και δεν αποκτάται ως επιβράβευση του όποιου πνευματικού αγώνα. Κατά συνέπεια, οι διαστάσεις του πνευματικού αγώνα των χριστιανών δεν σχετίζονται με ηθικά και δεοντολογικά δεδομένα, ούτε σχετίζονται με ανταποδοτικά αποτελέσματα, αλλά καθορίζονται με άξονα τη συντριβή και την ποιότητα της ταπείνωσης του ανθρώπου ενώπιον του Θεού. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, «η μεταβολή του ανθρώπου από την δουλεία στην κατά Χάρη υιοθεσία και η κατάργηση του θανάτου είναι η ουσία της ενανθρωπήσεως του Χριστού και η παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο. Αυτό, στην πραγματικότητα, γίνεται με την μεταβολή της φιλαυτίας του ανθρώπου σε φιλοθεΐα, της ιδιοτελούς αγάπης σε ανιδιοτελή». «Οι θεούμενοι είναι οι κατ’ εξοχήν φίλοι του Θεού, γιατί υπερέβησαν τις δουλικές εξαρτήσεις και καταστάσεις οδηγηθέντες προς την ‘‘ατέλεστη τελειότητα”».
Βασικό πυλώνα της ορθόδοξης ασκητικότητας, ο οποίος συνδέεται με την κατά Χάρη υιοθεσία του Θεού, αποτελεί η νοερά προσευχή, η οποία μεταβάλλεται σταδιακά (με τη Χάρη του Θεού) σε καρδιακή. Η προσευχή θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως πρωταρχικός κώδικας κοινωνίας και επικοινωνίας του ανθρώπου με τον Θεό, αλλά και ως ένας δίαυλος μετοχής του ανθρώπου στη Χάρη των ακτίστων θείων ενεργειών. Κοινό γνώρισμα όλων των Προφητών, Αποστόλων και αγίων είναι η νοερά και καρδιακή προσευχή, η οποία αποτελεί απόδειξη ότι ο άνθρωπος έχει καταστεί κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος. Ο χαρακτήρας και η ποιότητα της νοεράς προσευχής συνδέεται και μεταβάλλεται ανάλογα με την πορεία και τα στάδια της πνευματικής τελειώσεως των χριστιανών.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι «όταν κάνουμε λόγο για στάδια τελειώσεως δεν εννοούμε κάποια σταθερά και αμετάβλητα σημεία, αλλά αναφερόμαστε στον τρόπο με τον οποίο ενεργεί η Χάρη του Θεού στον άνθρωπο, ανεξαρτήτως χρονικών ή τοπικών συμβάσεων και περιορισμών. Οι άκτιστες ενέργειες του Θεού, ενεργούν σε ολόκληρη την κτίση, συγκροτώντας και διέποντας τα δημιουργήματα, αναλόγως της υποστατικής τους δεκτικότητας. Το ίδιο συμβαίνει και με το τελειότερο δημιούργημα του Θεού, τον άνθρωπο. Όταν η Χάρη του Θεού καθαρίζει τον άνθρωπο από την αμαρτία και τα πάθη λέγεται καθαρτική, όταν φωτίζει το σκότος του νοός λέγεται φωτιστική, και όταν τον οδηγεί στη θέωση λέγεται θεοποιός». «Ο άνθρωπος στην πορεία του προς την θέωση κατ’ αρχάς μετέχει της καθαρτικής ενέργειας, έπειτα της φωτιστικής και τέλος της θεοποιού ενέργειας του Θεού. Ασφαλώς υπάρχουν αυξομειώσεις στην πορεία αυτή, καθότι η θέωση του ανθρώπου αποτελεί διάσταση με τελολογική προοπτική, συνδέεται δηλαδή με την αιώνια βασιλεία του Θεού.»
Η κάθαρση συνίσταται στην αποβολή των πτωτικών λογισμών και ενθυμήσεων του ανθρώπου, ώστε να παραμείνει στον νου και στην καρδιά του μόνο η μνήμη του Θεού, το ζωοποιό όνομα του Σωτήρος Χριστού. Συγχρόνως, στην κατάσταση αυτή καθαρίζεται το παθητικό της ψυχής, δηλαδή το θυμικό και επιθυμητικό του πεπτωκότος ανθρώπου, αυτό που θα λέγαμε με απλά λόγια, τα ανθρώπινα πάθη. Ο νους του ανθρώπου είναι το κέντρο των αισθήσεων, ο οποίος στην προπτωτική κατάσταση δεχόταν τη φωτιστική ενέργεια του Θεού. Εντούτοις, διαχεόμενος στον κόσμο της πτώσης και συνδεόμενος με τις ανθρώπινες αισθήσεις, αναπόφευκτα έχει μολυνθεί. Όταν όμως καθαρισθεί από τις προλήψεις και τους λογισμούς, τότε όλες οι αισθήσεις ενοποιούνται και πραγματοποιείται αυτό που ονομάζεται ενοειδής συνέλιξη του νου. Αυτό οδηγεί, με τη Χάρη του Θεού, στην κάθαρση του νοός. Στην καρδιά του ανθρώπου (με την αγιογραφική και πατερική έννοια του όρου) εδράζεται το παθητικό, το επιθυμητικό και το θυμικό μέρος της ψυχής. Ο κεκαθαρμένος νους ενεργεί στην καρδιά μεταφέροντας εικόνες και προσλήψεις των αισθητών πραγμάτων. Μέσω της νοεράς προσευχής, ο νους κινεί την καρδιά σε αγάπη και ζήλο προς τον Θεό, μεταβάλλοντάς την σε κέντρο της προσευχής, η οποία από νοερά μεταβάλλεται σε καρδιακή.
Ο φωτισμός του ανθρώπου βιώνεται ως χωρισμός και ως απελευθέρωση του νου από τη λογική και ταυτόχρονα ως έλλαμψη (φωτισμός του νοός) από τη Χάρη του Θεού. Στο στάδιο αυτό η νοερά προσευχή αυτενεργεί υπερβατικά και ανεξάρτητα από τη λογική, η οποία αποτελεί την κατευθυντήρια δύναμη του ανθρώπινου παθητικού, καθώς ο φωτισμένος νους, δηλαδή η Χάρη του Θεού, διέπει και κατευθύνει το παθητικό μέρος της ψυχής». Με τον τρόπο αυτό ο φωτισμένος νους μπορεί να παρακολουθεί ανεξάρτητα τις κινήσεις της λογικής, αντιλαμβανόμενος τη συμβατικότητά της. Ωστόσο, η λογική δεν παύει να κινείται προσευχητικά.
Στη διάρκεια της θεώσεως η νοερά προσευχή μεταβάλλεται ανασταλτικά, καθώς ο νους του ανθρώπου βιώνει πλέον και βλέπει τη δόξα του Θεού, χωρίς όμως να καταργείται και η λογική του ενέργεια και προσευχή. Ο θεόπτης μπορεί να βρίσκεται στη θεία Λειτουργία και συγχρόνως να βλέπει ρεαλιστικά την άκτιστη πραγματικότητα, όχι όμως εκστασιαζόμενος (όπως συμβαίνει π.χ. με διάφορες ανατολικές θρησκείες και φιλοσοφίες), αλλά συνεχίζοντας να αντιλαμβάνεται την πτωτική του κατάσταση ως ανάγκη για μετάνοια και προσευχή. Στο στάδιο της θεώσεως, αν και δεν πραγματοποιείται αναστολή της λογικής ενέργειας του ανθρώπου, εντούτοις αναστέλλονται οι σωματικές του ενέργειες και λειτουργίες. Οι άγιοι μας διδάσκουν ότι κατά τη διάρκεια της θεοπτίας αναστέλλονται τα φυσικά αδιάβλητα πάθη (π.χ. πείνα, κόπωση, νύστα κ.ο.κ.) και ότι ο διάβολος καθίσταται παντελώς ανίσχυρος. Ο θεούμενος, ευρισκόμενος στην κατάσταση της θέωσης, ζει μέσα στη δόξα του Θεού, βιώνει την αναστολή των φυσικών ενεργειών του σώματος, όχι της ψυχής, συνεχίζοντας όμως να αποτελεί μία αδιάσπαστη ψυχοσωματική οντότητα, να είναι αυτό που θα λέγαμε με βάση τα κοσμικά κριτήρια «φυσιολογικός». Με τον τρόπο αυτό ο θεόπτης γίνεται αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας του Θεού, καθώς η θεοπτία-θεωρία προσφέρει την αληθινή θεολογία. Με άλλα λόγια, η αληθινή θεολογία είναι έκφραση της θεοπτικής εμπειρίας, έκφραση και διατύπωση της άκτιστης πραγματικότητας με κτιστά ρήματα και νοήματα. Επιπρόσθετα, η αφθαρτοποιός ενέργεια του Θεού, μέσω της μετοχής του θεουμένου στη δόξα της Αγίας Τριάδος, διέπει ολόκληρο τον ψυχοσωματικό άνθρωπο, αφθαρτοποιώντας τόσο την ψυχή όσο και το σώμα του. Τα λείψανα δηλαδή των αγίων, αποτελούν αποτέλεσμα (αν θέλετε και απόδειξη) της κατά Χάρη θεώσεώς τους.
Όπως προαναφέραμε, ομιλώντας για την πνευματική πορεία του ανθρώπου οφείλουμε να έχουμε υπόψη μας ότι δεν ομιλούμε για μία γραμμική και αμετάβλητη πορεία, καθώς αυτή μπορεί να ακολουθεί κυμαινόμενες, ακόμη και καθοδικές κατευθύνσεις. «Ενώ υπάρχει μία πορεία ανόδου από την κάθαρση στον φωτισμό και τη θέωση, μπορεί αντιστρόφως να υπάρξει και μία πορεία καθόδου των σταδίων αυτών. Η θέωση, η οποία βιώνεται ως θεοπτική εμπειρία, συνήθως διαρκεί για μικρό χρονικό διάστημα (τουλάχιστον όπως ο άνθρωπος μπορεί να αντιληφθεί την έννοια του χρόνου), ενώ μετά από αυτή ακολουθεί η κάθοδος στην κατάσταση του φωτισμού. Ακόμη όμως και η διατήρηση του ανθρώπου στο στάδιο του φωτισμού δεν αποτελεί ενιαία και αμετάβλητη ποιοτικά κατάσταση, καθώς η Χάρη του Θεού μπορεί να αποκρύβεται και να επανέρχεται στον άνθρωπο, μη θέλοντας να καταργήσει το ανθρώπινο αυτεξούσιο και την προοπτική της συνέργειας στην εκπλήρωση της τελείωσης του πνευματικού αγώνα. Αυτό μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε πνευματικές μεταπτώσεις, καταβιβάζοντάς τον από την κατάσταση του φωτισμού στην τάξη των μετανοούντων, ενίοτε μάλιστα και σε ακόμη χαμηλότερα πνευματικά επίπεδα σύγχυσης και αμαρτίας. Η έπαρση και η αλαζονεία οδηγούν σε καταστάσεις φαντασιακής πλάνης, παρασύροντας τον άνθρωπο σε αναπόφευκτη πτωτική και εωσφορική κατακρήμνιση.
Κομβικό σημείο για να κατανοήσουμε την πορεία αυτή, είτε προς την ανοδική είτε προς την καθοδική της κατεύθυνση, αποτελεί η έννοια της μετάνοιας του ανθρώπου, η οποία θα πρέπει να είναι συνεχής και ανατροφοδοτούμενη. Η έννοια της μετάνοιας είναι κατ’ εξοχήν έννοια με θεολογικές και όχι με ψυχολογικές διαστάσεις, τουλάχιστον όπως αυτές προβάλλονται από διάφορες επιστημονικοφανείς ιδεολογίες, όπως η λεγόμενη επιστήμη της ψυχολογίας. Στην Ορθόδοξη θεολογία, ως μετάνοια δεν χαρακτηρίζεται ούτε αυτό που ονομάζεται ενοχικό σύνδρομο, ούτε μία συναισθηματικού τύπου αναθεώρηση πράξεων και συμπεριφορών, αλλά η αλλαγή του νοός, ο αγώνας δηλαδή του ανθρώπου να οδηγηθεί από την κάθαρση προς τον φωτισμό και τη θέωση. Χωρίς την καλλιέργεια της μετάνοιας, ο μεταπτωτικός άνθρωπος (ο άνθρωπος δηλαδή της πτώσης) είναι καταδικασμένος να διέπεται από τις μεταπτώσεις του αναλαμβανόμενου πνευματικού του αγώνα, καθώς στο πλαίσιο της συνέργειας Θεού και ανθρώπου με σκοπό την πνευματική τελείωση των χριστιανών το μόνο συστατικό που μπορεί να συνεισφέρει ο άνθρωπος είναι η συντετριμμένη καρδιά του και ο σκοτισμένος του νους, προκειμένου να θεραπευθούν, να φωτιστούν και να θεωθούν.
Η Ορθόδοξη ασκητικότητα, η πορεία δηλαδή του ανθρώπου προς τον Θεό, συντελείται αποκλειστικά και μόνο εντός της Εκκλησίας. Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία δεν είναι μία ανθρωποκεντρική οργάνωση, όπως συμβαίνει με τις διάφορες αιρετικές εκκλησιοφανείς οργανώσεις της Δύσης, αλλά αποτελεί το τεθεωμένο Σώμα του Χριστού και κοινωνία θεώσεως. Κεφαλή της είναι ο Χριστός, και μέλη της οι κατά διαφόρους βαθμούς μετέχοντες της θεώσεως, που ονομάζονται θεούμενοι. Οι άγιοι της πίστης μας αποτελούν την κατεξοχήν απόδειξη της παρουσίας του Αγίου Πνεύματος στην Εκκλησία, αλλά και τους ζώντες μεσίτες και πρεσβευτές των πιστών προς τον Σωτήρα Χριστό. Εκκλησία που δεν γεννά αγίους δεν είναι τίποτε άλλο από μία στείρα παρασυναγωγή.
Στον Χώρο της Εκκλησίας τα προσωπικά μας πάθη μεταποιούνται, με τη Χάρη του Θεού, σε δυνατότητες και ευκαιρίες συνάντησής μας με τον Πατέρα, που μας περιμένει, σαν τον άσωτο υιό, με ανοιχτές αγκάλες. Δεν μας κρίνει, δεν μας επιπλήττει, δεν μας κατηγορεί, ούτε μας απορρίπτει, δεν επιδιώκει να μας εξουθενώσει κουνώντας επιδεικτικά το δάκτυλο και λέγοντάς μας «σου τά ᾽λεγα Εγώ!»· αλλά αναμένει το πρώτο μας μικρό βήμα, για να ανοίξει διάπλατα την απέραντη αγκαλιά Του, χωρίς να το αξίζουμε, χωρίς προϋποθέσεις και κανόνες, να μας σκεπάσει, να μας κατανοήσει, να μας καλύψει, να μας δεχθεί μετανοιωμένους, έχοντας συνειδητοποιήσει την αδυναμία μας να πορευθούμε μόνοι μας σε αυτή τη ζωή, δίχως την προσωπική μας σχέση μαζί Του. Να μας οδηγήσει τελικά στον σκοπό για τον οποίο μας έχει δημιουργήσει: από το «κατ’ εικόνα» στο «καθ’ ομοίωσιν».
Εισήγηση στην Ε΄ συνάντηση (27.04.2017) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ακαδημαϊκού Έτους (2016-2017)
Εισηγητής: Οικονόμος Παναγιώτης Ματθαίου
Οικονόμος Παναγιώτης Ματθαίου
Παρουσίαση του σχετικού κεφαλαίου από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικὲς παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Β´, 2η έκδοση, σελ. 251- 286).
Πανιερώτατε,
Θα ήθελα καταρχήν να σας ευχαριστήσω πού δείξατε εμπιστοσύνη σε μένα, έτσι ώστε να μού αναθέσετε να παρουσιάσω το ανωτέρω θέμα, αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
Ο Υιός και Λόγος του Θεού με την ενανθρώπησή Του εισήλθε στην ιστορία, η Θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση στην υπόστασή Του, ατρέπτως, αναλλοιώτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως, και μέσα στο Σώμα Του ενεργείται η σωτηρία του ανθρώπου. Ο άσαρκος Λόγος της Παλαιάς Διαθήκης σαρκούται· «ο Λόγος σάρξ εγένετο και εσκήνωσεν εν ημίν» ( Ιω. α´, 14).
Η Εκκλησία υπήρχε και πρίν τη δημιουργία των Αγγέλων και των ανθρώπων. Μετά την πτώση του Αδάμ και της Εύας, η Εκκλησία διασώζεται στα πρόσωπα των Πατριαρχών και των δικαίων της Παλαιάς Διαθήκης, που έφθασαν μέχρι την όραση του Θεού. Στην Παλαιά Διαθήκη η Εκκλησία ήταν πνευματική, ενώ με την ενανθρώπηση του Χριστού γίνεται σαρκική -Σώμα Χριστού. Κέντρο τώρα της Εκκλησίας είναι αφ’ενός μέν η Θεία Ευχαριστία, κατά την οποία εσθίουμε και πίνουμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, αφ’ετέρου δε όλη η εκκλησιαστική ζωή, ήτοι τα Μυστήρια, η προσευχή, τα δόγματα, η διδασκαλία. Πτυχές αυτού του μυστηρίου της Εκκλησίας, ως Σώματος του Χριστού και ως κοινωνίας θεώσεως, θα εντοπισθούν στην συνέχεια.
Πρώτη πτυχή είναι: Άκτιστη και κτιστή Εκκλησία
Η Εκκλησία είναι ένα μυστήριο και μόνον έτσι μπορεί να την προσεγγίσει κανείς. Δεν είναι μια ανθρώπινη οργάνωση, αλλά ο Θεανθρώπινος οργανισμός. Εμείς γνωρίζουμε την Εκκλησία, κατά την διδασκαλία του Αποστόλου Παύλου, ως Σώμα Χριστού. Πέρα όμως από αυτό η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα και Βασιλεία, όπου κατοικεί ο Θεός και καλούνται να κατοικήσουν μέσα σε αυτήν και οι φίλοι Του. Έτσι, η Εκκλησία είναι άκτιστη και κτιστή, η οποία όμως κτιστότητα δέχεται την άκτιστη Χάρη του Θεού.
Κατ΄αρχάς η Εκκλησία είναι η άκτιστη δόξα του Θεού. «Και πρό της δημιουργίας υπήρχε η Εκκλησία η άκτιστη, ως κεκρυμμένη εν Θεώ βασιλεία και δόξα, στην οποία κατοικεί ο Θεός με τον Λόγο και το Άγιον Πνεύμα». Στην περίπτωση αυτή η Εκκλησία είναι άκτιστη, δηλαδή είναι η άκτιστη δόξα του Τριαδικού Θεού, η άνω Ιερουσαλήμ, ως μητέρα πάντων ημών (Γαλ. δ´, 26). Γι᾽ αυτό και το πολίτευμά μας «εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλ. γ΄ 20) και, επομένως, όπως η Βασιλεία του Θεού, έτσι και η Εκκλησία «ούκ έστιν εκ του κόσμου τούτου» (Ιω. ιη´ 36). Στη συνέχεια διά της ακτίστου αυτής δόξης του Τριαδικού Θεού, δημιουργήθηκε ο κόσμος, στον οποίο φανερώνεται η εν ουρανοίς άκτιστη Εκκλησία.
«Διά του βουλεύματος του Θεού εκτίσθησαν οι αιώνες και οι εν αυτοίς ουράνιες δυνάμεις και οι ασώματοι νόες οι άγγελοι, και στη συνέχεια ο χρόνος και ο εν αυτώ κόσμος, στον οποίο δημιουργήθηκε και ο άνθρωπος».
Ο Αδάμ και η Εύα στον Παράδεισο, προ της πτώσεως, όπως είδαμε σε προηγούμενη Συνάντησή μας, ζούσαν μέσα σε αυτή την άκτιστη Βασιλεία του Τριαδικού Θεού-Εκκλησία. Όμως, μετά την πτώση τους έχασαν την μέθεξη της Βασιλείας του Θεού, οπότε η Εκκλησία διασώζεται στους δικαίους και Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Αλλά αυτοί, συγχρόνως, βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του θανάτου.
Η ενανθρώπηση του Χριστού φανέρωσε αυτή την άκτιστη Εκκλησία στο τεθεωμένο Σώμα του Χριστού, το οποίο καθίσταται πηγή της ακτίστου Χάριτος και ενεργείας του Θεού.
Πάντως, όσοι ζουν μέσα στην άκτιστη Εκκλησία, που τώρα φανερώνεται τελειότερα στην σάρκα του Χριστού, αγιάζονται, μετέχοντας στην άκτιστη Χάρη του Θεού, και μεταβαίνουν στην άκτιστη Βασιλεία του Θεού, στον Παράδεισο, την ουράνια Εκκλησία, την άκτιστη δόξα της Αγίας Τριάδος. Με αυτές τις προϋποθέσεις λέμε ότι η Εκκλησία είναι η Βασιλεία του Θεού. Δεν πρόκειται για μια κτιστή πραγματικότητα, αλλά για άκτιστη δόξα
Επομένως, η Εκκλησία είναι άκτιστη και κτιστή, επειδή είναι η άκτιστη δόξα και η ανθρώπινη κτιστή φύση που προσέλαβε ο Χριστός. Αλλά και αυτή η κτιστή ανθρώπινη φύση, που προσέλαβε ο Χριστός και θέωσε, μετέχει της ακτίστου Χάριτος της Θείας φύσεως δυνάμει της υποστατικής ενώσεως Θείας και ανθρωπίνης φύσεως στην υπόστασή Του, και γίνεται και αυτή πηγή της ακτίστου Χάριτος. Και όσοι συνδέονται με τον Χριστό γίνονται μέτοχοι της ακτίστου δόξης του Θεού και Θεώνονται κατά χάρη, οπότε γίνονται άναρχοι και άκτιστοι κατά χάρη. Αυτό γίνεται με το Μυστήριο της Πεντηκοστής.
Δεύτερη πτυχή του θέματος είναι: Το μυστήριο της Πεντηκοστής
Ο Χριστός μετά την Ανάληψή του στους ουρανούς, έστειλε το Άγιο Πνεύμα το οποίο εκπορεύεται από τον Πατέρα. Η έλευση του Αγίου Πνεύματος στους Μαθητές έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής (Πράξ. β΄, 1-13 ). Η Πεντηκοστή υπήρξε καίριο στάδιο στη ζωή των Αποστόλων.
Κατά την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα κατέστησε τους Μαθητές μέλη του Θεανθρωπίνου Σώματος του Χριστού. Ενώνονται με τον Χριστό και ως μέλη του Σώματος του Χριστού μετέχουν του ακτίστου Φωτός. Αυτή η διαφορά υπάρχει και μεταξύ Παλαιάς Διαθήκης και Πεντηκοστής.
Γιατί όμως συνηθίζουμε να λέμε ότι η Εκκλησία ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής; Η Εκκλησία δεν ιδρύθηκε την ημέρα της Πεντηκοστής! Η Εκκλησία ιδρύθηκε από τον καιρό που ο Θεός κάλεσε τον Αβραάμ και τους Πατριάρχες και τους Προφήτες. Από τότε ιδρύθηκε η Εκκλησία. Η Εκκλησία υπάρχει ήδη στην Παλαιά Διαθήκη. Αλλά γίνεται μία διαμόρφωση της Εκκλησίας εδώ. Δηλαδή ιδρύεται Εκκλησία υπό την έννοια ότι ιδρύεται Εκκλησία ως Σώμα Χριστού.
Αυτό το σημείο είναι σημαντικό, γιατί δείχνει ότι η Πεντηκοστή είναι η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας ως Σώματος του Χριστού.
Πεντηκοστή τι είναι; Η αποκάλυψη πάσης της αληθείας. Τότε η Εκκλησία γίνεται το Σώμα του Χριστού, γι’ αυτό και γιορτάζουμε το γενέθλιο της Εκκλησίας, της αναστημένης εν Χριστώ, την ημέρα της Πεντηκοστής. Την ημέρα της Πεντηκοστής έρχεται ο Χριστός εν Αγίω Πνεύματι.
Ο Θεός μέσα στις ενέργειές Του μερίζεται αμερίστως και πολλαπλασιάζεται απολλαπλασιάστως, δηλαδή, ο καθένας που έχει κοινωνία με τον Θεό, δεν έχει ένα κομμάτι του Θεού. Ο Θεός όλος είναι παρών σε κάθε άνθρωπο και είναι πανταχού παρών σ’ όλο τον κόσμο.
Αυτή είναι η Εκκλησία, που ο κάθε πιστός είναι ναός, όχι μόνο ναός του Αγίου Πνεύματος, αλλά και Σώμα Χριστού, έχοντας μέσα του ολόκληρο τον Χριστό δηλαδή. Και είναι ο καινούριος τρόπος παρουσίας της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού μέσα στον κόσμο. Γι’ αυτό και θεωρείται και η ημέρα ιδρύσεως της Εκκλησίας η Πεντηκοστή. Σ’ αυτή την εμπειρία της Πεντηκοστής μετέχουν όλοι όσοι φθάνουν στην θέωση, αγιότητα.
«Το μυστήριο της παρουσίας του Θεού στον κόσμο, όπως περιγράφεται από τους Πατέρες, είναι ότι η άκτιστη ενέργεια του Θεού μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς, μερίζεται στον καθένα, αλλά αμερίστως εν μεριστοίς. Σημαίνει ότι μερίζεται όπως ο Άρτος της Θείας Ευχαριστίας. Λέμε, ‘‘ο μελιζόμενος και μη διαιρούμενος, ο πάντοτε εσθιόμενος και μηδέποτε δαπανώμενος’’ κ.τ.λ. Είναι ακριβώς το ίδιο πράγμα. Αυτό που γίνεται στη Θεία Ευχαριστία όσον αφορά στο Σώμα του Χριστού, είναι ακριβώς αυτό που γίνεται και στην ενέργεια του Θεού, δηλαδή μερίζεται αμερίστως εν μεριστοίς.
Γι΄αυτό τον λόγο στη Θεία Ευχαριστία, όταν κοινωνούμε, δεν παίρνουμε ο ένας το δάκτυλο, ο άλλος το ποδαράκι, ο άλλος τη μύτη κ.λπ., αλλά στη Θεία Ευχαριστία καθένας παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα του.
Αυτό είναι το μυστήριο της Πεντηκοστής και γι΄ αυτό τον λόγο θεωρείται η Πεντηκοστή η γενέθλια ημέρα της Εκκλησίας. Αυτή είναι η Εκκλησία της Πεντηκοστής που γεννιέται, ενώ υπήρχε Εκκλησία στην Παλαιά Διαθήκη. Διότι η Εκκλησία, η κατεξοχήν Εκκλησία, είναι η άκτιστη, είναι η δόξα του Θεού, είναι η άκτιστη μονή, στην οποία μένει ο Θεός και στην οποία πρέπει και εμείς να μένουμε.
Την ημέρα της Πεντηκοστής οι Μαθητές γνώρισαν ολόκληρη την αλήθεια. Επομένως εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει η πλήρης αλήθεια. Και η Εκκλησία έχει την αλήθεια, διότι είναι Σώμα Χριστού και κοινωνία Θεώσεως.
Ο Χριστός δεν απεκάλυψε πριν την Ανάστασή Του την «πάσαν αλήθειαν» στους Αποστόλους. Γιατί; Διότι δεν μπορούσαν να βαστάξουν την «πάσαν αλήθειαν». Δεν ήταν καταλλήλως προετοιμασμένοι ακόμη. Ποια είναι αυτή η «πάσα αλήθεια»; Στην Παλαιά Διαθήκη έχουμε άσαρκο Χριστό πού αποκαλύφθηκε. Έχουμε μετά ένσαρκο Χριστό που αποκαλύπτεται και με λόγια ανθρώπινα αποκαλύπτει τον εαυτό Του.
Με την Πεντηκοστή γίνεται το μοίρασμα των ενεργειών του Αγίου Πνεύματος, ώστε ολόκληρος η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος να βρίσκεται σε κάθε Απόστολο. Μια γλώσσα σε κάθε Απόστολο. Αλλά με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος έχουμε και την κάθοδο του Χριστού. Δηλαδή είναι σαν μια δεύτερη ενσάρκωση. Η Εκκλησία μεταβάλλεται σε Σώμα Χριστού.
Γι’ αυτό έχουμε και μια αντανάκλαση αυτής της πραγματικότητος στο Μυστήριο Της Θείας Ευχαριστίας. Εκεί μεταβάλλεται ο άρτος και ο οίνος σε Σώμα και Αίμα Χριστού, αλλά είναι ολόκληρος ο Χριστός παρών σε κάθε μόριο του άρτου και του οίνου. Αλλά ο κοινωνών δεν παίρνει ένα κομμάτι του Χριστού, όταν κοινωνεί. Παίρνει ολόκληρο τον Χριστό μέσα του.
Όποιος γνωρίσει τον Χριστό εκ πείρας, «πρόσωπον προς πρόσωπον», και έχει μέσα του αδιάλειπτη προσευχή, αυτός διαβάζοντας την Παλαιά Διαθήκη βλέπει παντού τον Χριστό και τους Προφήτες να έχουν εμπειρία της νοεράς προσευχής και της θεωρίας του Μεγάλης Βουλής Αγγέλου της δόξης. Και αυτός είναι ικανός να ερμηνεύσει την Παλαιά Διαθήκη, δηλαδή αυτός, στον οποίο έχει «μορφωθεί» ο Χριστός. Ο Απόστολος Παύλος αυτόν τον όρο χρησιμοποιεί. «Μορφώνεται» ο Χριστός στον καθένα.
Επομένως, εκείνος έχει τον Χριστό μέσα του και είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και είναι Σώμα Χριστού και μετέχει στο χάρισμα της Πεντηκοστής. Γι’ αυτό τον λόγο αυτός ο άνθρωπος διαβάζει την Παλαιά Διαθήκη και την καταλαβαίνει. Διότι βλέπει ό,τι και οι Προφήτες. Ο κάθε προφήτης είχε αυτή την προσωπική επαφή με τον Χριστό, αλλά πάλι διά της προσευχής, οπότε αυτό είναι το Προφητικό χάρισμα.
Κατά την Πεντηκοστή οι Απόστολοι είδαν την δόξα του Θεού, ως μέλη του Σώματος του Χριστού, που έγιναν εν Αγίω Πνεύματι, και έλαβαν τις δωρεές του Αγίου Πνεύματος. Έλαβαν τις πύρινες γλώσσες και απέκτησαν το χάρισμα της διδασκαλίας. Ομιλούσαν στον λαό και ο λαός άκουε στη γλώσσα του την αποκαλυπτική διδασκαλία. Η εμπειρία της Πεντηκοστής είναι η μεγαλύτερη Θεοπτική εμπειρία. Είναι η ανώτατη εμπειρία της Θεώσεως πρό της Δευτέρας Παρουσίας.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο που συνδέεται με το μυστήριο της Πεντηκοστής είναι ότι η εμπειρία της Πεντηκοστής, ενώ είναι άπαξ γεγονός στην ιστορία της Εκκλησίας, εν τούτοις οι άνθρωποι με κατάλληλες προϋποθέσεις ανέρχονται στο ίδιο ύψος της εμπειρίας της Πεντηκοστής. Οπότε το μυστήριο της Πεντηκοστής επαναλαμβάνεται διά μέσου των αιώνων.
Και είναι από την εμπειρία αυτή του μυστηρίου της Πεντηκοστής που βγαίνουν τα άγια λείψανα, όλη η λατρεία και ευσέβεια της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κάτι, πού, συχνά το καταλαβαίνουν καλύτερα οι απλοί πιστοί από μερικούς θεολόγους… Αυτοί που έχουν την ευλάβεια για τα άγια λείψανα, κάτι καταλαβαίνουν ή κάτι αισθάνονται από αυτό το φαινόμενο των αγίων λειψάνων. Λοιπόν, η επανάληψη αυτή της εμπειρίας της Πεντηκοστής μέσα στην ιστορία της Εκκλησίας, αυτή είναι η σπονδυλική στήλη και της Εκκλησιαστικής Ιστορίας και της Ιστορίας των Δογμάτων στην Ορθόδοξη Εκκλησία.
Η Αγία Γραφή μαρτυρεί ότι μετά την Πεντηκοστή υπάρχει Πεντηκοστή και είναι στη ζωή αυτών των ανθρώπων που φθάνουν στη θέωση. Καθ’ όλη τη διαδρομή της ιστορίας της Εκκλησίας έχουμε αναρίθμητα παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων όπως είναι οι Απόστολοι, ο εκατόνταρχος Κορνήλιος κ.ο.κ. Αυτά συμβαίνουν όχι μόνο στην Ανατολή, αλλά και στη Δύση, διότι η εμπειρία της Πεντηκοστής υπάρχει και στη Δύση, τουλάχιστον μέχρι τον Μεσαίωνα.
Έχουμε το παράξενο φαινόμενο, ότι ενώ έχουμε ιερά λείψανα στη Δύση, έχουμε αντιθέτως μια σχολαστική Θεολογία των Φράγκων του Μεσαίωνος, που δεν συμβαδίζει ολότελα με αυτή την εμπειρία της Θεώσεως. Βέβαια, η εμπειρία της Πεντηκοστής είναι μυστήριο και δεν συνδέεται με την λογική.
Η Ορθόδοξη Θεολογία έχει κυκλικό χαρακτήρα. Είναι σαν ένας κύκλος. Όπου και αν ακουμπήσεις πάνω στον κύκλο, ξέρεις όλο τον κύκλο, γιατί όλος ο κύκλος ο ίδιος είναι. Όλα ανάγονται στην Πεντηκοστή, δηλαδή τα Μυστήρια της Εκκλησίας, η Ιερωσύνη, ο Γάμος, το Βάπτισμα, η Εξομολόγηση κ.λπ., αλλά και οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, εν γένει η Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας. Εκείνο είναι το κλειδί της Ορθοδόξου Θεολογίας, η Πεντηκοστή. Γι’ αυτό και εκείνος που φθάνει στη θέωση μετά την Πεντηκοστή οδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν».
Και ποιά είναι η «πάσα αλήθεια»; Είναι κάτι, που υπερβαίνει τη λογική του ανθρώπου. Συμπεριλαμβάνει την ανθρώπινη φύση του Χριστού και κατοικεί μέσα στον άνθρωπο που έχει φθάσει στο φωτισμό και στη θέωση… Όταν σε μιά εποχή υπάρχουν άγιοι που φθάνουν στη θέωση, στην εμπειρία της Πεντηκοστής, τότε αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται «χρυσούς αιών» της Εκκλησίας.
Όταν η πλειοψηφία των χριστιανών φθάνουν στον φωτισμό, στην κάθαρση της καρδιάς και πολλοί εξ αυτών στη θέωση, έχουμε «χρυσούν αιώνα». Αυτό είναι και το κριτήριο για το πού βρισκόμαστε
Επομένως, κέντρο της αποκαλύψεως-Πεντηκοστής είναι ο Χριστός, που βίωσαν οι Προφήτες ασάρκως και οι Απόστολοι και Πατέρες σεσαρκωμένο, και αυτή είναι η ουσία της Ορθοδόξου παραδόσεως.
Τρίτη πτυχή του θέματος είναι: Η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία
Στο Σύμβολο της Πίστεως ομολογούμε ότι η Εκκλησία είναι «Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική».
Είναι Μία, γιατί είναι το Σώμα του Χριστού· είναι Αγία, γιατί αγιάζεται από την Κεφαλή της και όσοι συνδέονται με αυτή αγιάζονται· είναι Καθολική, γιατί αυτή διαθέτει «πάσαν την αλήθειαν» και την ολοκληρωμένη πράξη, αλλά και γιατί βρίσκεται απλωμένη σε όλον τον κόσμο· και είναι Αποστολική, γιατί στηρίζεται στους Αποστόλους, και όσοι είναι μέλη της Εκκλησίας έχουν την αποστολική παράδοση και οι Κληρικοί έχουν την αποστολική διαδοχή.
«Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού, το οποίο αποτελείται από τους πιστούς, που μετέχουν στην πρώτη ανάσταση, έχουν τον αρραβώνα του Πνεύματος ή και προγεύονται τη θέωση».
Πρώτη ανάσταση είναι η μέθεξη της ακτίστου Χάριτος του Θεού διά των αγίων Μυστηρίων, ενώ ο άνθρωπος ακόμη ζει τη βιολογική ζωή και είναι μέλος της Εκκλησίας, και δεύτερη ανάσταση είναι η βίωση της θεοποιού ενεργείας του Θεού μετά θάνατο.
«Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι έχουν τον αρραβώνα του Πνεύματος και οι θεούμενοι».
Στην Εκκλησία ανήκουν οι ζώντες χριστιανοί, που λαμβάνουν την Χάρη του Αγίου Πνεύματος ως σε αρραβώνα, και οι κεκοιμημένοι άγιοι, που βιώνουν τον πνευματικό γάμο και λέγονται θεούμενοι.
«Η Εκκλησία ως Σώμα Χριστού είναι το κατοικητήριο της ακτίστου δόξης του Θεού. Δεν μπορούμε να ξεχωρίσουμε τον Χριστό από την Εκκλησία, ούτε την Εκκλησία από τον Χριστό. Στον Παπισμό και Προτεσταντισμό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του Σώματος και της Εκκλησίας. Μπορεί κανείς να μετέχει του Σώματος του Χριστού, χωρίς να είναι μέλος της Παπικής Εκκλησίας. Αυτό για την Ορθόδοξη Εκκλησία είναι αδύνατον».
Γι’ αυτό δεν υπάρχουν Εκκλησίες έξω από την Μία Εκκλησία. Όπως δεν μπορεί να ζή ένα μέλος του σώματος όταν αποκοπεί από όλον τον οργανισμό του σώματος.
«Η Εκκλησία είναι ορατή και αόρατη. Στους Διαμαρτυρομένους επικρατεί η γνώμη ότι η Εκκλησία είναι μόνο αόρατη, τα δε Μυστήρια του Βαπτίσματος και της Θείας Ευχαριστίας είναι μόνο συμβολικές πράξεις και ότι μόνον ο Θεός γνωρίζει τα πραγματικά μέλη της. Αντίθετα η Ορθόδοξη Εκκλησία τονίζει και το ορατό της Εκκλησίας».
Οι άγιοι γνωρίζουν εκ πείρας την συνύπαρξη ορατού και αοράτου στοιχείου της Εκκλησίας. Η εμφάνιση πολλών αγίων σε ζώντα θεούμενα μέλη της Εκκλησίας δείχνει αυτή την πραγματικότητα. Γι’ αυτό και αληθινή γνώση του τι είναι Εκκλησία έχουν όσοι έχουν προσωπική εμπειρία.
Κατά τους Καλβινιστές, ο Χριστός μετά την Ανάληψή του κατοικεί στον ουρανό και, επομένως, είναι αδύνατη η μετατροπή του άρτου και του οίνου σε πραγματικό Σώμα και Αίμα του Χριστού. Υφίσταται παντελής απουσία του Χριστού. Το ίδιο περίπου τονίζεται και στην Παπική Εκκλησία, διότι διά της ευχής του ιερέως, ενώ ο Χριστός δεν ήταν παρών, τώρα κατέρχεται εκ των ουρανών και γίνεται παρών. Άρα ο Χριστός απουσιάζει από την Εκκλησία.
Στον Παπισμό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ του Σώματος του Χριστού, στο οποίο αντιπρόσωπος του Χριστού είναι ο Πάπας, και του ευχαριστιακού Άρτου. Αυτή όμως η άποψη δεν ευσταθεί κατά την πατερική παράδοση. Κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας υπάρχει ταυτότητα μεταξύ Σώματος της Εκκλησίας και ευχαριστιακού Άρτου.
Η καθολικότητα της Εκκλησίας εκφράζεται από κάθε τοπική Εκκλησία. Το κάθε επί μέρους είναι το όλο. Αυτό γίνεται και στο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Όταν κοινωνούμε έναν «Μαργαρίτη», ένα μέρος του ευχαριστιακού Άρτου, τότε κοινωνούμε ολόκληρο τον Χριστό. Το ίδιο συμβαίνει και με την Εκκλησία που είναι το Σώμα του Χριστού. Κάθε τοπική Εκκλησία είναι εν σμικρογραφία ολόκληρη η Εκκλησία. Βέβαια αυτό σημαίνει ότι κάθε τοπική Εκκλησία, για να είναι καθολική, πρέπει να διασώζει «την πάσαν αλήθειαν» και την πάσαν πράξιν, που επιβεβαιώνει την αλήθεια και οδηγεί στη βίωσή της.
Τοιουτοτρόπως, όταν τελούμε τη Θεία Ευχαριστία, κατά τη διδασκαλία των Πατέρων είναι παρών όχι μόνον ο Χριστός, αλλά και όλοι οι άγιοι, όπως είναι παρόντες και οι χριστιανοί όλης της οικουμένης. Όταν δε κοινωνούμε ένα μικρό τεμάχιο του αγίου Άρτου, λαμβάνουμε εντός μας ολόκληρο τον Χριστό. Συνερχόμενοι οι Χριστιανοί επί τω αυτώ, συνέρχεται ολόκληρη η Εκκλησία και όχι ένα μέρος αυτής. Για τον λόγο αυτό έχει επικρατήσει στην Πατερική παράδοση, η κεντρική εκκλησία ενός Μοναστηριού να ονομάζεται «Καθολικό».
Τα δόγματα, που είναι η διατύπωση της αποκαλυπτικής αληθείας, συνδέονται στενότατα με τα Μυστήρια. Υπάρχει μια ταυτότητα μεταξύ Ορθοδόξου Θεολογίας και Μυστηρίων.
«Όπου δεν υπάρχει το Ορθόδοξο Δόγμα, η Εκκλησία δεν είναι σε θέση να αποφανθεί περί της εγκυρότητος των Μυστηρίων. Κατά τους Πατέρες, το Ορθόδοξο Δόγμα ουδέποτε χωρίζεται από την πνευματικότητα. Όπου υπάρχει εσφαλμένο Δόγμα, υπάρχει εσφαλμένη πνευματικότητα και αντιθέτως. Πολλοί χωρίζουν το Δόγμα από την ευσέβεια. Αυτό είναι σφάλμα. Το κριτήριο της εγκυρότητας των Μυστηρίων για μας τους Ορθόδοξους είναι το Ορθόδοξο Δόγμα, ενώ για τους ετεροδόξους είναι η αποστολική διαδοχή. Για την Ορθόδοξη Παράδοση δεν αρκεί να ανάγουμε την χειροτονία στους Αποστόλους, αλλά να έχουμε Ορθόδοξο Δόγμα. Ευσέβεια και Δόγμα είναι μια ταυτότητα και δεν χωρίζεται. Όπου υπάρχει ορθή διδασκαλία, υπάρχει και ορθή πράξη. Ορθοδοξία σημαίνει ορθή δόξα και ορθή πράξη.»
Ο Χριστός σώζει τους ανθρώπους διά της Εκκλησίας Του και με οποιονδήποτε άλλον τρόπο Εκείνος γνωρίζει. Αλλά εμείς γνωρίζουμε τον τρόπο που σώζεται κανείς, ήτοι διά των Μυστηρίων της Εκκλησίας, της προσευχής και της ορθοδόξου ευσεβείας, που είναι η κάθαρση, ο φωτισμός και η θέωση ή όπως αλλιώς λέγεται, πράξη και θεωρία.
«Εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία. Ο Χριστός προσφέρει την σωστική Χάρη σε όλους τους ανθρώπους. Εάν κάποιος είναι μέλος ετερόδοξο, τότε σώζεται αυτός διότι τον σώζει ο Χριστός και όχι η «παραφυάς», στην οποία ανήκει. Η σωτηρία του, λοιπόν, δεν επιτελείται από την «ομάδα-παραφυάδα» στην οποία ανήκει, διότι μία είναι η Εκκλησία που σώζει, δηλαδή ο Χριστός.»
Τέταρτη πτυχή του θέματος είναι: Ο Σκοπός της Εκκλησίας
Ο σκοπός της Εκκλησίας δεν είναι κοινωνικός, ηθικός, φιλοσοφικός κ.λπ., αλλά κατ’ εξοχήν σωτηριολογικός και θεολογικός. Αυτό φαίνεται από την σχέση μεταξύ του Πάσχα, της Πεντηκοστής και της εορτής των αγίων Πάντων.
Ποιος είναι ο σκοπός της Ορθοδοξίας φαίνεται σαφώς από το εορτολόγιο. Το Πάσχα γίνεται το Βάπτισμα του ύδατος. Την Πεντηκοστή γίνεται το Βάπτισμα του Πνεύματος. Οπότε, μέχρι την Πεντηκοστή γίνεται η επίσκεψη του Αγίου Πνεύματος στους πιστούς. Και το αποτέλεσμα τι είναι; Η Κυριακή των Αγίων Πάντων. Να συγκαταλεγούν δηλαδή όλοι οι Ορθόδοξοι μεταξύ των αγίων. Ο καρπός του Αγίου Πνεύματος της Πεντηκοστής είναι η αγιοποίηση του ανθρώπου. Αυτός είναι ο σκοπός του Βαπτίσματος.
Ο σκοπός της Εκκλησίας, που αποβλέπει στη θέωση-αγιασμό του ανθρώπου, είναι ο αρχικός σκοπός της δημιουργίας των Πρωτοπλάστων. Αυτό φαίνεται ότι στην αγιότητα μπορούν να φθάσουν και τα μικρά παιδιά. Με τη γέννησή τους έχουν φωτισμένο νου, λειτουργεί η νοερά ενέργεια, αλλά η νοερά ενέργεια σκοτίζεται από το πνευματικό σκότος και τις συνθήκες του περιβάλλοντος.
Η Εκκλησία αποτελεί ένα πολίτευμα, μέσα στο οποίο υπάρχουν άλλοι νόμοι από εκείνους που ισχύουν στα κοσμικά πολιτεύματα. Δεν υπάρχει ισότητα των πολιτών του Σώματος του Χριστού. Υπάρχει ανισότητα. Είναι μια χαρισματούχος κοινωνία από ανθρώπους που αποτελούν το Σώμα του Χριστού. Μέσα σε αυτούς διακρίνονται Πατριάρχες, Προφήτες, Απόστολοι, Επίσκοποι, Πρεσβύτεροι, Διάκονοι και λαϊκοί. Και μετά οι θεούμενοι, οι φωτισμένοι, οι προς κάθαρση, κ.ο.κ. Έχουμε πάρα πολύ μεγάλη ποικιλία.
Μέλη της Εκκλησίας είναι όσοι βαπτίζονται και χρίονται, όσοι κοινωνούν του Σώματος και Αίματος του Χριστού και έχουν νοερά προσευχή στην καρδιά. Είναι όσοι έχουν λάβει το Άγιον Πνεύμα. Αυτό φαίνεται από το χωρίο του Αποστόλου Παύλου: «ούς μέν έθετο ο Θεός εν τη Εκκλησία, πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, έπειτα δυνάμεις, είτα χαρίσματα ιαμάτων, αντιλήψεις, κυβερνήσεις, γένη γλωσσών» (Α´ Κορ. ιβ´, 28).
Ο Θεός έθεσε-θέτει τον άνθρωπο στην Εκκλησία, διότι στην αρχαία Εκκλησία εθεωρείτο μέλος της Εκκλησίας εκείνος στον οποίο ήλθε και κατοίκησε το Πνεύμα το Άγιον. Και απόδειξη ότι κατοικεί το Πνεύμα το Άγιον μέσα στον άνθρωπο, ήταν η γλωσσολαλία. Δηλαδή, το να λαλεί μέσα στον άνθρωπο το Πνεύμα το Άγιον, να προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο, αυτό ήταν το Χρίσμα.
Έτσι, όποιος δεν έχει το Άγιον Πνεύμα, δεν συνδέεται με τον Χριστό, δεν γνωρίζει τον Χριστό και φθάνει στην άρνηση του Χριστού.
Η βασική διδασκαλία των Πατέρων για την Εκκλησία είναι ότι χαρακτηρίζεται θεραπευτήριο-νοσοκομείο που θεραπεύει τους ανθρώπους από την πτώση τους, η οποία είναι μια βαθειά πληγή. Να φανταστούμε ότι η Εκκλησία από την ίδρυσή της ήταν ένα ιατρείο, δηλαδή ένα νοσοκομείο, στο οποίο μπαίνουν οι άνθρωποι για να θεραπευτούν, και αυτή η θεραπεία ήταν η κάθαρση του νοός, μετά ο φωτισμός του νοός, μετά η θέωση του ανθρώπου, να έρχεται δηλαδή ο άνθρωπος σε μια φυσιολογική κατάσταση, να αγαπάει χωρείς να ενδιαφέρεται για τον εαυτό του, ο άνθρωπος δηλαδή να έχει την αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής» ( Α´ Κορ. ιγ´, 5).
Μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς την αρχαία Εκκλησία σαν ένα μεγάλο νοσοκομείο. Ο αρχηγός του νοσοκομείου αυτού λέγεται Επίσκοπος. Οι γιατροί λέγονται Πρεσβύτεροι και Διάκονοι. Οι Διάκονοι και οι Διακόνισσες, άς πούμε, είναι οι νοσοκόμες. Και ο Επίσκοπος είναι ο πρόεδρος του Πρεσβυτερίου. Δηλαδή του νοσοκομείου, δηλαδή της ενορίας. Οπότε το νοσοκομείο είναι η ενορία. Αυτό είναι το νοσοκομείο. Έχουμε όλα τα μέσα θεραπείας των ανθρώπων, πολύ μεγάλη επιτυχία στη θεραπεία, και λίγοι είναι αυτοί που ξεφεύγουν από το νοσοκομείο χωρίς να θεραπευτούν.
Σε κάποιες όμως περιόδους τα ποσοστά θεραπείας πέφτουν αρκετά. Αυτό σημαίνει ότι δεν πάει καλά η ιατρική, διότι δεν συνεχίζεται η ιατρική επιστήμη σωστά. Δεν υπάρχει παράδοση που να τηρείται σωστά, διότι μπήκαν μέσα μερικοί σκάρτοι γιατροί, που δεν ξέρανε καλά, περιορίστηκαν στα λίγα και δεν αυξήσανε την ικανότητά τους στην ακρίβεια και έγιναν λιγάκι τσαπατσούληδες. Ενώ υπάρχουν όλα τα απαραίτητα για να λειτουργήσει σωστά το νοσοκομείο και να θεραπεύονται οι άνθρωποι, έχουμε ένα διευθυντή του νοσοκομείου και γιατρούς, οι οποίοι δυστυχώς δεν ξέρουν να τα χειρίζονται σωστά τα πράγματα.
«Εκείνο, όμως, που έχει σημασία, είναι ότι, εάν κανείς τώρα εξετάσει την αρχαία Εκκλησία και τον κλήρο, τις σχέσεις μεταξύ Επισκόπων, Πρεσβυτέρων, Διακόνων, λαϊκών κ.ο.κ., διαπιστώνει αμέσως κάτι το παράδοξο, ότι η αρχαία Ορθόδοξη Θεολογία ομοιάζει πάρα πολύ με τη σημερινή Ψυχιατρική. Διότι ο σκοπός της Θεολογίας και της ψυχιατρικής είναι η θεραπεία του ανθρώπου. Και η θεραπεία του ανθρώπου γίνεται με συγκεκριμένη μέθοδο.»
«Η Εκκλησία, αν αφεθεί στον εαυτό της, κάνει το έργο της, που είναι να θεραπεύει τους ανθρώπους από την κατάσταση που βρίσκονται, να τους περάσει από την κάθαρση στον φωτισμό. Αυτό είναι το έργο της Εκκλησίας, να φωτίζει τον κόσμο.»
Η διδασκαλία ότι η Εκκλησία είναι πνευματικό νοσοκομείο, συνδέεται με την άλλη διδασκαλία, ότι οι Κληρικοί είναι θεραπευτές-ιατροί και εξασκούν διάγνωση και θεραπεία.
«Η Εκκλησία έχει διάγνωση-θεραπεία. Πρέπει να κάνετε αυτό και αυτό για να θεραπευθείτε. Γιατί χρειάζεται θεραπεία; Διότι θα δεις την δόξα του Θεού και αν δεν έχεις πάθει μια μετατροπή στην προσωπικότητά σου, να μεταβληθεί η ιδιοτελής αγάπη σε ανιδιοτελή αγάπη, τότε αν είσαι πωρωμένος στην καρδιά σου, αντί να δεις τον Θεό ως δόξα, θα τον δεις ως πύρ καταναλίσκον, σκότος εξώτερον.»
Όλοι θα δούμε τον Θεό, αλλά ο ένας θα τον δή έτσι και ο άλλος έτσι. Μετάνοια, τι είναι μετάνοια; Η μετάνοια σημαίνει αλλαγή του νοός, πρέπει ο νούς να αλλάξει, να καθαρισθεί. Η επιτυχία όμως της Εκκλησίας, βρίσκεται στο κατά πόσον αγιάζει τον άνθρωπο.
«Το βασικό κριτήριο αν πάει καλά η Εκκλησία, είναι η επιτυχία. Αν σε έναν αιώνα έχουμε χιλιάδες θεούμενους, τότε η Εκκλησία πάει καλά. Αν έχουμε ολιγοστεύσει, τότε κάτι δεν πάει καλά.» Επομένως, όταν κάνουμε λόγο για επιτυχία της Εκκλησίας, εννοούμε να υπάρχουν νηπτικοί και ησυχαστές Πατέρες που θεραπεύουν τους Χριστιανούς.
Μέσα σε αυτή την πορεία της Εκκλησίας, οι μεγάλοι θρίαμβοι της Εκκλησίας είναι η αγιοποίηση των ανθρώπων. Γι’ αυτό τον λόγο, μετά το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, έχουμε τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας κ.λπ., αλλά και τα ιερά λείψανα. Είναι αποδεικτικά σημεία, που αποδεικνύουν ότι η Εκκλησία βαδίζει σωστά, διότι έχει αυτούς τους ανθρώπους ως αρχηγούς και πνευματικούς οδηγούς. Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να κάνει άγια λείψανα. Δεν υπάρχει άλλος σκοπός της Εκκλησίας. Διότι μέσα στα άγια λείψανα συμπεριλαμβάνεται ολόκληρο το οικοδόμημα το δογματικό της Εκκλησίας.
«Η εμπειρία της θεώσεως συμπεριλαμβάνει ολόκληρο τον άνθρωπο. Όχι μόνο την ψυχή, αλλά και το σώμα. Και από τα λείψανα γνωρίζουμε μετά την εκδημία του προς Κύριον, ότι πρόκειται περί θεουμένου και αυτομάτως κατατάσσεται μεταξύ των αγίων της Εκκλησίας. Γι’ αυτό και εμείς δεν έχουμε παράδοση σαν τους Παπικούς, να φτιάχνουμε τους αγίους, αλλά ο Θεός μας αποκαλύπτει τους αγίους, συνήθως μέσω των λειψάνων και των θαυμάτων κ.ο.κ.».
Τα ιερά λείψανα είναι μια πραγματικότητα που δείχνει τη νίκη επί του θανάτου. Διότι το σώμα του ανθρώπου είναι ένα άθροισμα κυττάρων, που με τον θάνατο διαλύονται. Όταν όμως σε έναν άνθρωπο παραμένει αδιάφθορο το σώμα, σημαίνει ότι υπάρχει μια υπερτέρα δύναμη που δεν το αφήνει να διαλυθεί. Αυτή η δύναμη είναι η ενέργεια της ακτίστου Χάριτος του Θεού. Όλο το σώμα είναι ένα σύστημα κυττάρων. Λοιπόν, επειδή τα κύτταρα παθαίνουν διάλυση, γι’ αυτό τον λόγο εξαφανίζεται το σώμα και γίνεται χώμα κ.ο.κ. Το λείψανο τι έχει πάθει; Έχει πάθει αναστολή της διαλύσεως των κυττάρων, γι’ αυτό και βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση και ευωδιάζει.
Υπάρχουν ολόκληρα σώματα αγίων που είναι αδιάφθορα, όπως του αγίου Σπυρίδωνος, του αγίου Διονυσίου του εν Ζακύνθω, του αγίου Γερασίμου, κ.ά. Έτσι το θέμα των αγίων λειψάνων είναι ένα θεολογικό γεγονός.
Έπειτα, ο σκοπός της Εκκλησίας, που είναι η σωτηρία των μελών της, συνεχίζεται και μετά θάνατον. Γι’ αυτό η Εκκλησία προσεύχεται πάντοτε για τα μέλη της, γιατί και μετά θάνατον υπάρχει εξέλιξη στη σωτηρία, δηλαδή υπάρχει συνεχής άνοδος στην μέθεξη της Χάριτος του Θεού, αρκεί ο Χριστιανός να βρίσκεται με τη μετάνοια στην προοπτική της καθάρσεως και του φωτισμού του νοός.
Εισήγηση στην Α΄ συνάντηση (23.11.2016) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Ε΄ Ακαδημαϊκού Έτους (2016-2017)
Εισηγητής: Πρεσβύτερος Νεκτάριος Χατζημιχαήλ
Ο π. Νεκτάριος Χατζημιχαήλ
Από το έργο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου κ. Ιεροθέου Βλάχου, «Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις προφορικές παραδόσεις του π. Ιωάννου Ρωμανίδη» (τόμος Α´, 2η έκδοση: σελ. 102-269)
Πανιερώτατε,
Σας ευχαριστώ που μου εμπιστευτήκατε την παρουσίαση των θεμάτων ‘‘Δόγμα και Ηθική. Η εμπειρία της αποκαλύψεως. Οι φορείς της αποκαλύψεως’’. Σας ευχαριστώ ιδιαιτέρως, γιατί μου δώσατε το έναυσμα να μελετήσω το βιβλίο του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου Βλάχου, Εμπειρική Δογματική της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας κατά τις Προφορικές παραδόσεις του Π. Ιωάννου Ρωμανίδη και να έλθω σε μία πρώτη επαφή και γνωριμία με την Θεολογία του π. Ιωάννου Ρωμανίδη.
Αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,
Είναι αξιοσημείωτο ότι ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, ευτυχώς, αρνείται πεισματικά να διαχωρίσει την Θεολογία από τον ποιμαντικό ρόλο που έχει στην Εκκλησία, εν αντιθέσει προς την πλειοψηφία των ακαδημαϊκών διδασκάλων των Θεολογικών Σχολών.
Οι άγιοι Πατέρες, όταν διδάσκουν τους πιστούς περί Αγίας Τριάδος χρησιμοποιούν τις Θεοφάνειες, δηλαδή τις αποκαλύψεις του Θεού στην Αγία Γραφή, Παλαιά και Καινή διαθήκη. Η δογματική ορολογία ‘τρεις υποστάσεις’, ‘μία ουσία’, ‘ομοούσιος’ κ.λπ. χρησιμοποιούνται όταν εμφανίζονται οι αιρέσεις και με τη διδασκαλία τους αλλοιώνουν την αποκαλυπτική αλήθεια. Τότε συνέρχονται οι άγιοι Πατέρες σε Συνόδους και οριοθετούν την Ορθόδοξη Πίστη, διατυπώνουν δηλαδή την αποκαλυμμένη αλήθεια. Μάλιστα, δεν έκαναν αφηρημένες φιλοσοφικές συζητήσεις περί της Αγίας Τριάδος, αλλά κεντρικό Πρόσωπο για το οποίο συζητούσαν ήταν ο Χριστός, ο Οποίος εμφανίζεται στους Προφήτες και αποκαλύπτει μέσα στον εαυτό Του τον Πατέρα εν Αγίω Πνεύματι. Τα δόγματα δείχνουν τον αποκαλυπτόμενο εν δόξη Χριστό. Τα δόγματα δεν είναι μόνιμη κατάσταση: ο θεούμενος τα υπερβαίνει, αφού βλέπει τον Χριστό εν δόξη.
Είναι απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ δόγματος και μυστηρίου, αφού άλλο είναι το μυστήριο της Αγίας Τριάδος, που βιώνεται όσο είναι δυνατόν από τον θεούμενο άνθρωπο, αλλά είναι αδύνατο να διατυπωθεί ή να κατανοηθεί, και άλλο είναι το δόγμα, δηλαδή η διατύπωση περί του μυστηρίου της Αγίας Τριάδας. Ακόμα και όταν αποκαλύπτεται ο Θεός στον άνθρωπο παραμένει μυστήριο. Το δόγμα είναι η έκφραση του μυστηρίου, αλλά σίγουρα δεν είναι κατανόηση του μυστηρίου. Γιατί, όπως διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, «Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι αδυνατότερον».
Το δόγμα, αφενός αποτελεί διατύπωση της εμπειρίας της Θεώσεως που είχαν οι Θεόπτες Πατέρες -και επειδή είχαν την ίδια αποκάλυψη γι᾽ αυτό κι όταν συναντήθηκαν σε Οικουμενικές Συνόδους συμφώνησαν και στη διατύπωση του δόγματος-, αφετέρου δε οδηγεί στη Θέωση-Αγιασμό αυτούς που το αποδέχονται και γίνεται βίωμά τους. Διότι δεν αρκεί να αποδεχθούμε το δόγμα εξωτερικά, αλλά αφού το αποδεχθούμε να γίνει βίωμά μας, δηλαδή δι’ αυτού να φτάσουμε στη Θέωση-Αγιασμό και να έχουμε την ίδια εμπειρία-αποκάλυψη που είχαν οι άγιοι.
Την εμπειρία στη ζωή της Εκκλησίας αποτελούν τα στάδια της κάθαρσης, του φωτισμού και της θεώσεως-αγιασμού. Ό,τι συμφωνεί με αυτή την εμπειρία είναι Ορθοδοξία. Αυτή την εμπειρία είναι που τελικά αμφισβήτησαν οι αιρέσεις και χρειάστηκε η διατύπωση των δογμάτων ως θεραπεία. Για να ξέρουν οι πιστοί ποιοι είναι οι σωστοί δάσκαλοι που μπορούν να τους βοηθήσουν να φτάσουν στον αγιασμό.
Ο σκοπός των δογμάτων και της Θεολογίας είναι να χρησιμοποιούνται ως φάρμακα που θεραπεύουν τις αιρέσεις και τις πνευματικές αρρώστιες. Ο άνθρωπος είναι άρρωστος γιατί δεν είναι σε θέση να βλέπει τον Θεό και χρησιμοποιεί τα δόγματα-φάρμακα για να φτάσει στον αγιασμό. Το κριτήριο της Ορθόδοξης Θεολογίας είναι, όπως είπαμε, η κάθαρση, ο φωτισμός και ο αγιασμός. Τι θα ωφελούσε το Ορθόδοξο δόγμα, αν δεν οδηγούσε κανένα στον αγιασμό; Επομένως το δόγμα δεν υπάρχει απλώς για να πιστευτεί, αλλά για να βιωθεί. Γιατί δόγμα χωρίς βίωμα είναι αίρεση.
Τα δόγματα συνδέονται στενά με τη μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Όλη η Ορθόδοξη Πίστη είναι μια έκφραση της Ορθοδόξου Θεολογίας και Δογματικής. Δόγματα δεν είναι μόνο οι αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων. Είναι και το Ευαγγέλιο, η εκκλησιαστική μουσική, η εικονογραφία, η αρχιτεκτονική. Την Ορθόδοξη Παράδοση πρέπει να τη βλέπουμε ολοκληρωμένα κι όχι απομονωμένα Μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση είναι όλα τα στοιχεία που συνιστούν τη σύνθεση της όλης Εκκλησίας. Μέσα σ᾽ αυτή την προοπτική πρέπει να δούμε και την αξία των λειψάνων. Όταν φτάνει κανείς στον αγιασμό, αγιάζεται και το σώμα, το οποίο γίνεται ιερό λείψανο. Δηλαδή τα λείψανα έχουν δογματικό χαρακτήρα, είναι το αποτέλεσμα της εμπειρίας των δογμάτων.
Ιστορικά, στη διατύπωση του δόγματος συμβαίνει να προστίθενται νέες ορολογίες και μερικές φορές η αρχική σημασία μιας ορολογίας να αλλάζει, ανάλογα με την πολεμική των αιρέσεων, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι αιρέσεις. Υπάρχουν δογματικοί όροι, που χρησιμοποιούνται τον 4ο αιώνα, οι οποίοι τον 1ο αιώνα δεν είχαν την ίδια θεολογική σημασία. Το γεγονός αυτό οδήγησε τους Δυτικούς θεολόγους να μιλούν για εξέλιξη της Θεολογίας και βαθύτερη κατανόηση των δογμάτων με την πάροδο του χρόνου. Αυτό βέβαια είναι απαράδεκτο για την Ορθόδοξη Θεολογία, αφού δεν είναι δυνατόν να κατανοήσουμε ποτέ το δόγμα. Ούτε υπάρχει εξέλιξη στην Πίστη, η οποία αποκαλύφθηκε εφάπαξ, αλλά πρόκειται για εξέλιξη στη χρήση της ορολογίας.
Στην Ορθόδοξη Πίστη το δόγμα δεν είναι ποτέ προϊόν στοχασμού των αγίων Πατέρων, αλλά έκφραση της εμπειρίας και της αποκάλυψης του Θεού στους αγίους. Οι άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας ήταν Θεολόγοι-Θεόπτες κι όχι φιλόσοφοι, ούτε και χρησιμοποιούσαν τη φιλοσοφία για να κατανοήσουν με τη λογική το δόγμα. Αυτό το έκαναν οι αιρετικοί.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δεν δέχονται τη μεταφυσική, διότι η μεταφυσική είναι η ανθρώπινη σκέψη περί του αμετάβλητου. Ενώ στην Πατερική Θεολογία τα δόγματα είναι απλώς μέρος των ασκητικών μέσων, δια των οποίων ο άνθρωπος φθάνει, αν φθάσει ποτέ, στην εμπειρία του αγιασμού. Η Δυτική Θεολογία συνδέθηκε στενά με τη μεταφυσική και αμφισβητήθηκε έντονα από τον Διαφωτισμό, ο οποίος δεν δέχεται τίποτα που δεν βασίζεται στην εμπειρία του ανθρώπου. Επίσης στην Δύση ταυτίστηκε το δόγμα με το μυστήριο.
Ο ιερός Αυγουστίνος είναι ο μόνος Ορθόδοξος θεολόγος της αρχαιότητος που σύγχυσε το δόγμα με το μυστήριο και νόμισε ότι μέσω του δόγματος μπορεί να καταλάβει κανείς το μυστήριο. Στη Θεολογία του Αυγουστίνου βρίσκονται και οι βάσεις για την υιοθέτηση στη Δύση της Σχολαστικής Θεολογίας.
Βεβαίως οι δογματικές διαφορές με τη Δύση οφείλονται σε κάποιο βαθμό και σε ιστορικούς λόγους. Σήμερα γίνεται διάλογος με τους παπικούς, όσο και με τους προτεστάντες, αλλά γίνεται σε λάθος βάση. Ο διάλογος αυτός ίσως είχε κάποια ελπίδα επιτυχίας αν τονιζόταν ο θεραπευτικός χαρακτήρας του δόγματος.
Σε όλα τα φιλοσοφικά και θρησκευτικά συστήματα, εκτός από τις θεωρίες υπάρχει και η πρακτική εφαρμογή τους. Αυτό λέγεται Ηθική. Αυτή η κοσμική Ηθική μπορεί να διαπλάσει καλούς και ηθικούς ανθρώπους, αλλά δεν μπορεί να σώσει τον άνθρωπο. Η διδασκαλία του Χριστού έχει τη δική της πρακτική εφαρμογή, η οποία διασώζεται στην Ορθόδοξη Εκκλησία και συνίσταται στην ασκητική. Στις άλλες ομολογίες η Ηθική έγινε επιφανειακή και εξέπεσε σε ηθικολογία. Κατά την παπική Ηθική το έργο της Θείας Χάριτος είναι να βοηθά τον άνθρωπο να γίνει ενάρετος, όπως δίδασκαν οι αρχαίοι Έλληνες. Αυτή η Ηθική επηρεάζει εν συνεχεία πολλές προτεσταντικές παραδόσεις. Η ηθικολογία αυτή επηρέασε και τον μοναχισμό και όλη τη χριστιανική ζωή στην Δύση. Και στη σημερινή εποχή είναι υπό κατάρρευση.
Στην Ορθόδοξη ασκητική δεν μπορεί να διαχωριστεί η Θεολογία από την Ηθική. Η ασκητική έχει καθαρά δογματικό χαρακτήρα. Αν το δόγμα χωριστεί από την Ηθική, τότε επικρατεί αφ’ ενός ο στοχασμός, αφ’ ετέρου η ηθικολογία. Εκείνο που χρειάζεται δεν είναι μια εξωτερική ηθική ζωή, που καταντά ηθικολογία, αλλά η μετάνοια ως θεραπεία του ανθρώπου, που οδηγεί στην κάθαρση και τον φωτισμό.
Οι Πνευματικοί Πατέρες είναι γιατροί, δεν είναι ηθικοπατέρες. Ουσιαστικά στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχει Ηθική, που να σκοπεύει στη διάπλαση καλών και ενάρετων ανθρώπων. Υπάρχει μόνο η ασκητική, που θεραπεύει την ασθένεια της αμαρτίας. Απαλλάσσει τον άνθρωπο από την φιλαυτία και τον οδηγεί στην ανιδιοτελή αγάπη.
Οι Πατέρες έδιναν μεγάλη σημασία στον νου του ανθρώπου, που διαφοροποιείται από τη λογική, και είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Έτσι για τους Πατέρες υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι: Αυτοί που έχουν εσκοτισμένο τον νου, και αυτοί που έχουν φωτισμένο τον νου. Επομένως το κέντρο της ασκητικής είναι ο φωτισμένος ή εσκοτισμένος νους και όχι μια απλή εξωτερική συμπεριφορά του ανθρώπου. Σκοπός λοιπόν της ασκητικής είναι η κάθαρση και ο φωτισμός του νοός. Ο Χριστιανισμός υπάρχει με μοναδικό σκοπό να περνάει τους ανθρώπους από την κάθαρση και να τους οδηγεί στον φωτισμό του νοός. Αυτός είναι και ο σκοπός του Βαπτίσματος, που λέγεται καὶ Φώτισμα.
Η πτώση του ανθρώπου δεν είναι ηθική αλλά πραγματική· συντέλεσε στη διαφθορά του ανθρώπου, επηρέασε ακόμα και την κτίση. Η πτώση εκφράζεται ως σκοτασμός του νου, ως στέρηση της δόξης του Θεού. Η ασκητική δεν μπορεί να μετατραπεί σε Ηθική, αφού στη βάση της είναι θεραπευτική της όλης προσωπικότητας του ανθρώπου. Υπάρχουν δηλαδή σ᾽ αυτήν τρόποι θεραπείας του ανθρώπου. Βεβαίως δεν πρόκειται για εξωτερικούς τρόπους, αλλά για συνεργία Θεού και ανθρώπου, αφού η Χάρη ενεργεί και ο άνθρωπος συνεργεί.
Ο Θεός, σύμφωνα με την Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν ανακαλύπτεται από τον άνθρωπο, αλλά αποκαλύπτεται ο ίδιος στην καρδιά του ανθρώπου. Δηλαδή η αλήθεια περί του Θεού είναι αποκάλυψη του ίδιου του Θεού στους αγίους δια μέσου των αιώνων. Ουσιαστικά η αποκάλυψη είναι η εμπειρία της Θεώσεως. Ο θεούμενος βρίσκεται σε κατάσταση επισκέψεως του Αγίου Πνεύματος, έχει το Άγιο Πνεύμα που προσεύχεται μέσα του. Αυτή είναι εμπειρία της νοεράς προσευχής, που γίνεται με την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος. Όμως είναι δυνατόν ο άνθρωπος, έχοντας την νοερά προσευχή, να φθάσει και στην εμπειρία της θεώσεως, στην οποία μετέχει ολόκληρος ο άνθρωπος, οπότε καθίσταται πραγματικός θεόπτης και θεολόγος μέσα στην Εκκλησία.
Όλη η πνευματική ζωή του Χριστιανού έχει σχέση με την εμπειρία. Στην αρχή ο άνθρωπος δέχεται την εμπειρία των πεπειραμένων και έπειτα μπορεί να αποκτήσει κι ο ίδιος πνευματική εμπειρία, καθοδηγούμενος από αυτούς. Φυσικά, όταν γίνεται λόγος για προσωπική εμπειρία, δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος αποξενώνεται από την Εκκλησία και ζει ατομική ζωή, αλλά η εμπειρία αποκτάται μέσα στην Εκκλησία και υπάρχει συνδυασμός Μυστηρίων και ασκήσεως.
Η εμπειρία είναι η βάση της Ορθόδοξης Θεολογίας, γι’ αυτό και η Θεολογία δεν είναι θεωρητική επιστήμη αλλά θετική. Όλες οι θετικές επιστήμες στηρίζονται στην παρατήρηση. Ο αστρονόμος ξέρει να χρησιμοποιεί το τηλεσκόπιο, ξέρει να διαβάζει τον χάρτη των άστρων, παρατηρεί τα άστρα και τα περιγράφει, ώστε να γνωρίσουν και άλλοι για τα άστρα και κάποιοι διδάσκονται και οι ίδιοι να τα παρατηρούν. Έτσι και στην Πατερική παράδοση: Εκείνος που βλέπει ως φωτισμένος και έχει την εμπειρία του φωτισμού, αυτός είναι ο θεολόγος που περιγράφει όσα βλέπει, ώστε και άλλοι να έχουν την ίδια εμπειρία του φωτισμού. Η μόνη διαφορά είναι ότι η επιστήμη παρατηρεί κτιστά πράγματα, που μπορούν να περιγραφούν, ενώ η Θεολογία άκτιστα και απερίγραπτα. Γι’ αυτό η Ορθόδοξη Θεολογία είναι αποφατική. Για λόγους πνευματικής καθοδηγήσεως, μιλώντας για τον Θεό, χρησιμοποιεί την κατάφαση, αλλά για να μην ταυτιστεί ο Θεός με κτιστές περιγραφές, διορθώνονται οι καταφάσεις με αποφάσεις (δηλ. του τι δεν είναι ο Θεός).
Τα αποτελέσματα της εμπειρίας της θεώσεως είναι Θεόπνευστα και αλάθητα, οπότε οι έχοντες Θεία εμπειρία είναι Θεόπνευστοι. Η σωστή Θεολογία είναι έκφραση της εμπειρίας της θεώσεως· αυτό έκαναν οι Πατέρες. Δεν μπορεί κάποιος να θεολογεί με τη σκέψη του. Πρέπει να αποκτήσει την εμπειρία, να περάσει από την κάθαρση, να φθάσει στον φωτισμό και τότε είναι θεολόγος, αφού θα έχει τον φωτισμό. Τότε, αφού έχει την ενέργεια του Θεού μέσα του, βλέπει την δόξα του Θεού και είναι σε θέση να οδηγήσει και άλλους σε αυτή την κατάσταση. Εκεί στηρίζεται και η πνευματική πατρότητα.
Η εμπειρία της θεώσεως σημαίνει αποκάλυψη της Αγίας Τριάδος· βλέπει ο άνθρωπος τη δόξα του Θεού, μετέχει του ακτίστου φωτός και γνωρίζει από την πείρα του ότι ουδεμία ομοιότητα υπάρχει μεταξύ ακτίστου και κτιστού. Ο Θεός υπερβαίνει όλες τις δυνάμεις του ανθρώπου. Γι’ αυτό και στην ίδια την αποκάλυψη ο Θεός παραμένει μυστήριο.
Οι άγιοι είχαν ταυτότητα εμπειριών και επομένως έχουν την ίδια γνώση· αυτοί είναι η αυθεντία μέσα στην Εκκλησία. Και γίνονται γέφυρα μεταξύ Θεού και ανθρώπου. Φθάνουν βέβαια σε αυτό το σημείο γιατί υπάρχει ο Θεάνθρωπος Χριστός, στον οποίο ενώθηκε η ανθρώπινη φύσις υποστατικώς. Εμείς αποκτούμε γνώση του Θεού μέσω των εμπειριών των θεουμένων.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας γνωρίζουν εκ πείρας ότι η σχέση με τον Θεό είναι εμπειρική. Διδάσκουν ότι όλοι θα δουν τη δόξα του Θεού ή ως φως θέλγον ή ως πυρ καταφλέγον.
Όταν κανείς φθάσει στην εμπειρία των θεουμένων, γνωρίζει πλέον ακριβώς τι είναι και τι δεν είναι η εμπειρία. Έτσι λοιπόν γνωρίζει τι γνωρίζει και τι όχι κατά τρόπο σαφέστατο.
Ο άνθρωπος που εμπνέεται από το Άγιο Πνεύμα έχει πολλές και γνήσιες εμπειρίες. Όλη η χριστιανική ζωή μέσα στην Εκκλησία με τα Μυστήρια και την άσκηση είναι εμπειρική.
Γενικά, η εμπειρία των Πατέρων διακρίνεται σε εμπειρία φωτισμού και εμπειρία θεώσεως. Το στάδιο της θεώσεως δεν είναι μόνιμη κατάσταση στη ζωή αυτή, αλλά διαρκεί ένα ορισμένο διάστημα που ποικίλλει σε κάθε περίπτωση. Πάντοτε όμως ο θεούμενος επανέρχεται στην κατάσταση του φωτισμού. Η σταθερή πνευματική κατάσταση, είναι η κατάσταση του φωτισμού.
Η εμπειρία της θεώσεως έχει διάφορους βαθμούς. Είναι η έλλαμψις, η θέα, η διαρκής θέα, και ο φωτισμός (περιγράφεται και ως θεωρία, η οποία θεωρία είναι και ο φωτισμός, είναι και η θέωση).
Ένα είδος εμπειρίας είναι και η έκσταση, η οποία είναι μικρότερη εμπειρία της αρπαγής. Όταν ο άνθρωπος χάνει τον προσανατολισμό του, αυτή είναι η έκσταση. Αλλά είναι μια προσωρινή κατάσταση, όταν συνεχίζεται η αρπαγή, δεν είναι πλέον έκσταση και συμμετέχει όλος ο άνθρωπος.
Κατά τη διάρκεια της νοεράς προσευχής, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται στην κατάσταση του φωτισμού του νου, το ίδιο το Άγιο Πνεύμα προσεύχεται μέσα στον άνθρωπο. Όταν ο προσευχόμενος αξιώνεται της θέας του ακτίστου Φωτός, τότε βιώνει τον αγιασμό. Η εμπειρία της θεώσεως λέγεται δοξασμός, γιατί ο θεούμενος μετέχει στη δόξα-φως του Θεού. Δόξα του Θεού είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού που οράται ως φως. Η εμπειρία της θεώσεως-δοξασμού λέγεται και εμπειρία της Πεντηκοστής, της οποίας μετείχαν και οι απόστολοι και είναι ο μεγαλύτερος βαθμός αποκαλύψεως.
Οι άγιοι της Εκκλησίας, που μετέχουν της ακτίστου θεοποιού ενέργειας του Θεού, γνωρίζουν εκ πείρας αν κάποια εμπειρία είναι αληθινή η ψευδής. Αυτό λέγεται στην πατερική γλώσσα διάκριση.
Είναι άλλο να ακούμε από τους προφήτες, τους αποστόλους και τους αγίους να μας διδάσκουν με λέξεις τον λόγο του Θεού, και άλλο να έχει κάποιος προσωπική θεοπτική εμπειρία. Επίσης υπάρχει διάκριση μεταξύ καθάρσεως, φωτισμού και θεώσεως.
Σημαντικό είναι ότι οι άγιοι διακρίνουν σαφώς την Ορθόδοξη εμπειρία της θεώσεως-αγιασμού από τους μυστικισμούς των διάφορων θρησκειών και φιλοσοφιών. Δεν έχει καμία σχέση η θέωση με τον υπνωτισμό ή οποιαδήποτε δαιμονική εμπειρία. Άλλωστε μόνο η Ορθόδοξη εμπειρία της θεώσεως έχει ως αποτέλεσμα τα ιερά λείψανα, αφού μόνο αυτή αγιάζει τον όλον άνθρωπο
Μέσα στην Εκκλησία υπάρχει πλούσια η χάρη του Αγίου Πνεύματος, που φωτίζει και αγιάζει τον άνθρωπο. Οι Πνευματικοί Πατέρες, που έχουν την εμπειρία της πνευματικής ζωής, βοηθούν τα πνευματικά τους παιδιά να αποκτήσουν κι εκείνα πνευματική εμπειρία. Προκειμένου να φθάσει κανείς στην θεοπτία, πρέπει να καθαρισθεί τελείως ο νους του από όλους τους λογισμούς. Ακόμα και οι καλοί λογισμοί πρέπει να φύγουν και να αναπτυχθεί η νοερά προσευχή. Οι άγιοι Πατέρες καταρχήν απενεργοποιούσαν τη λογική ενέργεια με την υπακοή στις εντολές του Θεού και στον Πνευματικό τους Πατέρα. Συγχρόνως ανέπτυσσαν τη νοερά ενέργεια με την προσευχή και την άσκηση, οπότε η νοερά ενέργεια αποκτούσε εμπειρία του Θεού. Γιατί στην καρδιά πρέπει να υπάρχει ένας λόγος, η ευχή με το όνομα του Χριστού. Γι’ αυτό προηγείται η κάθαρση και ακολουθεί ο φωτισμός και η θέωση. Τον άνθρωπο που φθάνει στον αγιασμό δεν τον κυριεύει πλέον ο θάνατος και η εμπειρία της θεώσεως συνεχίζει και μετά τον θάνατο.
Ο Θεός αποκαλύπτει τον Εαυτό του στους θεούμενους, και αυτοί μεταφέρουν την εμπειρία τους, προφορικώς ή γραπτώς, στα πνευματικά τους παιδιά, για να τα οδηγήσουν στη βίωση της ίδιας εμπειρίας. Αυτός είναι ο πυρήνας της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Η ουσία της Παραδόσεως είναι η μετάδοση αυτής της εμπειρίας.
Η αποκάλυψη του Θεού δίνεται σε συγκεκριμένους ανθρώπους, οι οποίοι έφθασαν σε ένα βαθμό πνευματικής ζωής και είδαν τον Θεό και έτσι γνώρισαν την αποκάλυψη. Αυτοί οι άνθρωποι λέγονται φορείς της Θείας αποκαλύψεως. Έτσι ο Θεός δεν φανερώνεται απλώς στην ιστορία, αλλά στους αγίους που ζουν στην ιστορία.
Οι θεούμενοι, Προφήτες, Απόστολοι και άγιοι της Εκκλησίας, έχουν άμεση εμπειρία του Θεού. Αυτοί ενώνονται με τον Χριστό, ο οποίος ενώνει στην υπόστασή του το κτιστό με το άκτιστο. Έτσι διά του Χριστού και οι θεούμενοι αποκτούν εμπειρία του ακτίστου.
Ο κατεξοχήν άνθρωπος είναι ο Χριστός. Αλλά ο Χριστός είναι Θεάνθρωπος. Έτσι ο πιο φυσικός άνθρωπος είναι ο θεούμενος, διότι ο νους του λειτουργεί κατά φύση, φθάνει στον αγιασμό και επιτυγχάνει τον αρχικό σκοπό της δημιουργίας του ανθρώπου, που είναι η κοινωνία με τον Θεό.
Οι θεόπτες γνωρίζουν τον Θεό και στη συνέχεια αναδεικνύονται αληθινοί θεολόγοι μέσα στην Εκκλησία. Η γνώση του Θεού είναι πραγματική, διότι είναι μέθεξη των ενεργειών του Θεού, και σε κάθε εμπειρία μετέχεται ολόκληρος ο Θεός, όχι ως προς την ουσία Του βέβαια, αλλά ως προς τις ενέργειες Του. Όταν ο θεούμενος δει την Αγία Τριάδα, ξέρει ότι είναι άκτιστη και η δόξα, αλλά διακρίνει μεταξύ ακτίστων ενεργειών του Θεού και κτιστών ενεργειών της κτίσεως. Για να περιγράψει την εμπειρία του χρησιμοποιεί καθημερινές εικόνες των ανθρώπων, για να μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο προς τον Θεό. Βέβαια έχει εμπειρία ενός ακτίστου Θεού, ο οποίος δεν έχει ομοιότητα με τα κτίσματα. Οπόταν, όποια γλώσσα κι αν χρησιμοποιήσει ο θεόπτης, ο Θεός παραμένει απερίγραπτος. Ο Θεός δεν αποκαλύπτει τις λέξεις, οι λέξεις είναι του θεουμένου στη δική του γλώσσα. Η αποκάλυψη είναι του Ακτίστου. Γι᾽ αυτό κι ο καθένας στην Πεντηκοστή ακούει στη δική του γλώσσα.
Όλοι οι θεούμενοι έχουν την ίδια εμπειρία του Θεού, έχουν και την ίδια διδασκαλία, ακόμα κι αν διαφέρει η ορολογία. Κι εμείς παραδεχόμαστε τη διδασκαλία αυτών των ανθρώπων. Γι’ αυτό οι θεούμενοι είναι η βάση της εκκλησιαστικής ζωής.
Θεούμενοι, που είχαν μέθεξη της ακτίστου ενέργειας του Θεού, υπάρχουν τόσο στην Παλαιά όσο και στην Καινή Διαθήκη. Βέβαια υπάρχουν και σημαντικές διαφορές μεταξύ τους. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Λόγος δεν έχει προσλάβει ακόμα το σώμα και οι Προφήτες δέχονταν προσωρινή θέωση και δεν απαλλάσσονταν από το κράτος του θανάτου. Μετά την ενσάρκωση, το κέντρο της εμπειρίας είναι η ανθρώπινη φύση του Χριστού. Οι θεούμενοι βλέπουν τον Χριστό. Διότι είναι αδύνατον κανείς να βλέπει τον Πατέρα, εάν δεν βλέπει τον Πατέρα εν Χριστώ. Και αυτή η θεοπτία συνοδεύεται από την ανθρώπινη φύση του Χριστού.
Οι θεούμενοι χαρακτηρίζονται ως άγιοι, διότι ενώνονται εν Αγίω Πνεύματι με τον Χριστό και δι’ Αυτού γνωρίζουν τον Πατέρα δια της θεοποιού ακτίστου ενεργείας του. Οι άγιοι είναι δέκτες, φύλακες και μεταδότες της Ιεράς Παραδόσεως. Και χωρίζονται σε γνωστικούς και πιστούς. Γνωστικοί είναι οι αυτόπτες μάρτυρες της Θεότητος του Χριστού. Αυτοί είναι οι Προφήτες, οι Απόστολοι και οι άγιοι. Και πιστοί είναι αυτοί που αποδέχονται εν Αγίω Πνεύματι, με παιδική απλότητα, τη μαρτυρία και τη διδασκαλία των θεοπτών αγίων.
Ο μόνος Θεός που υπάρχει είναι ο Θεός που αποκαλύφθηκε στους Προφήτες, τους Αποστόλους και τους αγίους της Εκκλησίας. Βεβαίως για να φθάσουν οι άγιοι στη θεοπτία περνούν πρώτα από την εμπειρία της καθάρσεως και του φωτισμού.
Η μέθεξη της καθαρτικής και φωτιστικής χάριτος του Θεού, που καταλήγει στη Θεοποιό χάρη, είναι καρπός της ησυχαστικής ζωής. Γι’ αυτό όλοι οι Προφήτες, Απόστολοι και άγιοι ήταν ησυχαστές. Οπότε ο ησυχασμός δεν εμφανίζεται τον 13ο αιώνα, αλλά είναι στοιχείο που διακρίνει τους αγίους όλων των εποχών. Και, όλοι οι άγιοι διαχρονικά κατάλαβαν τη διάκριση Ουσίας και Ενέργειας στον Θεό, γιατί γνώριζαν ότι μετείχαν και κοινωνούσαν της ενέργειας, και όχι της ουσίας του Θεού.
Προφήτης χαρακτηρίζεται ο άγιος που έχει κοινωνία με τον Θεό, γνωρίζει δι᾽ αποκαλύψεως το θέλημά του, έχει φτάσει στη θέωση-αγιασμό και γίνεται ο αυθεντικός διδάσκαλος του λαού. Προλέγει τα μέλλοντα και διδάσκει τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού.
Οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης είναι άνθρωποι με πνευματική εμπειρία. Αρχή της πνευματικής τους εμπειρίας ήταν η ενέργεια της αδιάλειπτης προσευχής στην καρδιά. Άλλωστε ο Ν´ Ψαλμός στην πατερική παράδοση είναι περί νοεράς ευχής, οπότε ο προφητάναξ Δαυίδ είχε νοερά προσευχή. Έτσι οι Προφήτες δια της νοεράς ευχής πέρασαν από την κάθαρση και έφθασαν στον δοξασμό, δηλαδή στη θέωση. Είχαν θέα της ακτίστου δόξης του ασάρκου Λόγου, δηλαδή είχαν τη θέωση χωρίς την ανθρώπινη φύση του Χριστού. Αυτή η θέωση ήταν προσωρινή, δεν συνοδευόταν από τη σωτηρία, έτσι οι Προφήτες πεθαίνουν όπως και οι υπόλοιποι. Με την Ανάσταση του Χριστού ανίστανται και οι Προφήτες, όπως αυτό αποτυπώνεται θεολογικά και στην εικόνα της Αναστάσεως.
Με την Θέωση οι Προφήτες έγιναν φίλοι του Θεού και ο λαός τους εμπιστεύεται, τους δέχεται ως αυθεντία και τους ακολουθεί για να φτάσει κι αυτός στη θεοπτία. Γι᾽ αυτό έχουν και μαθητές οι Προφήτες, πνευματικά τέκνα δηλαδή, για να τους οδηγούν στον φωτισμό και τη θέωση. Οπότε υπάρχει πνευματική πατρότητα και στην Παλαιά Διαθήκη.
Προφήτες δεν υπάρχουν μόνο στην Παλαιά, αλλά και στην Καινή Διαθήκη. Ο Πρόδρομος ήταν ο τελευταίος προφήτης της Παλαιάς και ο πρώτος της Καινής διαθήκης. Έτσι έχουμε τον συνδετικό κρίκο, από την Παλαιά Διαθήκη στην Καινή, όχι με κείμενα αλλά με τη ζωντανή μαρτυρία της εμπειρίας της θεώσεως. Όπως στην Παλαιά έτσι και στην Καινή Διαθήκη όποιος δει τον Θεό εν δόξη γίνεται προφήτης. Αυτός στην αρχαία Εκκλησία λέγεται Θεόκλητος, γιατί σ’ αυτόν εμφανίσθηκε ο Θεός και έχει κληθεί κατευθείαν από τον Θεό. Οι Προφήτες ήταν ό,τι και οι Απόστολοι. Η διαφορά τους είναι ότι οι Προφήτες ήταν επίσκοποι μιας τοπικής Εκκλησίας, ενώ οι Απόστολοι δεν είχαν επισκοπή. Ιδρύανε επισκοπές και ήταν για όλη την Εκκλησία.
Ο απόστολος Παύλος, αναφερόμενος στην προφητεία, τη συνδέει με την ερμηνεία και τη διδασκαλία. Λέει· «θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε», δηλαδή να αποκτήσετε τη νοερά προσευχή για να μπορείτε να ερμηνεύετε. Εκείνος που γνωρίζει πρόσωπο με πρόσωπο τον Θεό και έχει την αδιάλειπτη ευχή μέσα του, αυτός διαβάζει την Παλαιά Διαθήκη και βλέπει τον Χριστό σε κοινωνία με τους Προφήτες.
Ο Χριστός με την έναρξη του έργου του εξέλεξε δώδεκα μαθητές, οι οποίοι καλούνται Απόστολοι, γιατί τους απέστειλε να κηρύξουν. Στην Παλαιά Διαθήκη ο Λόγος επικοινωνεί μέσω των Προφητών. Μετά την ενανθρώπησή του επικοινωνεί μέσω της ανθρώπινης φύσης του. Μαζεύονται οι Απόστολοι γύρω από τον σαρκωθέντα Λόγο, όπως μαζεύτηκαν οι δώδεκα φυλές γύρω από τον Θεό μέσω του Μωυσέως. Και αντί του κτιστού νόμου είναι ο ίδιος ο Χριστός, ο οποίος έδωσε τον άκτιστο νόμο και είναι παιδαγωγός του ακτίστου νόμου. Ο Χριστός καθίσταται Πνευματικός Πατέρας των Αποστόλων, οι οποίοι δια του Χριστού πέρασαν από την κάθαρση στον φωτισμό και ανυψώθηκαν στη θέωση. Γνώρισαν τον Χριστό κατά σάρκα προ της Αναλήψεως και κατά πνεύμα την Πεντηκοστή. Δηλαδή οι μαθητές του Χριστού πριν την Πεντηκοστή έβλεπαν τον Χριστό κατά σάρκα, και μερικές φορές μέσα από την ανθρώπινη σάρκα έβλεπαν ακτίνες της Θείας Δόξης. Μετά από την Πεντηκοστή βλέπουν τον Θεάνθρωπο Χριστό εν Πνεύματι μέσα στο φως.
Ο Χριστός αποκαλύπτει στους Αποστόλους τα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού με τη διδασκαλία. Στη Μεταμόρφωση οι Απόστολοι είδαν τη Βασιλεία-Δόξα του Θεού. Στην έλλαμψη του Χριστού στη Μεταμόρφωση οι μαθητές βρίσκονταν μέσα στο φως που προχεόταν από τη σάρκα του Χριστού, η οποία όμως ήταν έξω από τους μαθητές. Από την Πεντηκοστή και έπειτα οι μαθητές έγιναν μέλη του σώματος του Χριστού, οπότε το σώμα ενεργούσε έσωθεν. Έτσι μπορεί να ερμηνευτεί και η Θεοπνευστία της Αγίας Γραφής. Οι Απόστολοι ήταν Θεόπνευστοι από την ημέρα της Πεντηκοστής και ό,τι έκαναν ήταν καρπός και αποτέλεσμα της θεώσεως.
Η αποστολική ζωή, παράδοση και διαδοχή είναι η μέθεξη των δωρεών του Αγίου Πνεύματος. Όποιος βρίσκεται στην προοπτική του αγιασμού, βιώνει την αποκαλυπτική παράδοση, ενώ όποιος βρίσκεται έξω από αυτήν, περιπίπτει σε θεολογικά λάθη. Η αλήθεια βρίσκεται στη θεοπτία. Οι επίσκοποι είναι διάδοχοι των αγίων Αποστόλων, όχι μόνο από μια σειρά χειροτονιών, αλλά επειδή μετέχουν της ίδιας αποστολικής ζωής και είδαν τον Χριστό εν τη δόξη Αυτού.
Η αποστολική διαδοχή δεν είναι μόνον η Χάρη να τελεί κάποιος μυστήρια, αλλά και να είναι Πνευματικός Πατέρας και να θεραπεύει. Γιατί η ουσία της αποστολικής διαδοχής και παραδόσεως είναι ότι Πνευματικός Πατέρας μπορεί να γίνει κανείς μόνο από Πνευματικό Πατέρα και, κατ᾽ επέκταση, ο επίσκοπος είναι ο κατεξοχήν Πνευματικός Πατέρας και φορέας της διαγνωστικής και θεραπευτικής παραδόσεως της Εκκλησίας. Άλλωστε αυτός είναι και ο ρόλος των κληρικών, να κάνουν δηλ. σωστή διάγνωση και σωστή θεραπεία, αφού η Εκκλησία λειτουργεί ως πνευματικό νοσοκομείο.
Η αποστολική ζωή διασώζεται στον μοναχισμό. Εκεί καλλιεργείται η ζωή της κοινοκτημοσύνης και του ησυχαστικού αγώνα για κάθαρση, φωτισμό και θέωση.
Οι διάδοχοι των αγίων Αποστόλων είναι οι Πατέρες της Εκκλησίας. Ουσιαστικά οι Πατέρες είναι η γέφυρα που ενώνει την αποστολική εποχή με κάθε εκκλησιαστική εποχή. Γι’ αυτό η Εκκλησία είναι αποστολική, επειδή είναι πατερική. Οι Πατέρες δεν είναι σοφοί επιστήμονες που απέκτησαν την ανθρώπινη γνώση, αλλά εκείνοι που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα, είχαν μέθεξη της Θεοποιού ενέργειας του Θεού. Απέκτησαν την υπαρξιακή γνώση του Θεού και τη διατύπωσαν με τα ιδιαίτερα χαρίσματα και την παιδεία που είχαν. Οι Πατέρες, ως θεούμενοι, γέννησαν εν Χριστώ πνευματικά παιδιά για να τα οδηγήσουν προς τον αγιασμό. Έτσι οι Πατέρες γνώρισαν τη διδασκαλία περί της Αγίας Τριάδος, αλλά γνώρισαν και τον δρόμο για να οδηγήσουν τα πνευματικά τους παιδιά στην εμπειρία και τη γνώση του Τριαδικού Θεού.
Οι Πατέρες παρέλαβαν την ησυχαστική παράδοση των Προφητών και των Αποστόλων και δια της καθάρσεως έφτασαν στον φωτισμό και τη θέωση. Και αφού θεραπεύτηκαν οι ίδιοι, γνώρισαν τον Θεό και στη συνέχεια θεράπευαν την πνευματική ασθένεια των ανθρώπων. Η Πατερική Θεολογία είναι η πνευματική ιατρική.
Τα συγγράμματα των Πατέρων είναι θεόπνευστα γιατί και οι ίδιοι ήταν θεόπνευστοι και είχαν εμπειρία της Πεντηκοστής. Για τους Πατέρες της Εκκλησίας θεόπνευστος είναι εκείνος ο οποίος, ευρισκόμενος σε κατάσταση φωτισμού ή θεώσεως, αφού έχει την εμπειρία αυτή, γράφει θεοπνεύστως. Αλλά δεν γράφει θέματα που δεν έχουν σχέση με τη θεοπνευστία. Σε αυτή τη συνάφεια και η Θεοπνευστία των Οικουμενικών Συνόδων βασίζεται στο γεγονός ότι έλαβαν μέρος σε αυτές θεόπνευστοι άγιοι Πατέρες. Και οι αποφάσεις τους ήταν έκφραση της εμπειρίας θεώσεως που είχαν οι Πατέρες.
Ένα θέμα που χρήζει διευκρίνισης είναι και η περίοδος της Πατερικής παραδόσεως, πότε αρχίζει και πότε τελειώνει. Σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, η πατερική παράδοση αρχίζει από τον Αβραάμ, και οι τότε άγιοι λέγονται Πατέρες της Παλαιάς Διαθήκης, που διαχωρίζονται σε Πατέρες προ Νόμου, εν Νόμω και μετά Νόμον. Μετά έχουμε τους Αποστόλους, έχουμε την ενσάρκωση του Λόγου, την περίοδο μεταξύ ενσάρκωσης και Πεντηκοστής, μετά έχουμε τα μετά την Πεντηκοστή. Έτσι, η Πατερική παράδοση είναι συνεχής στην Εκκλησία, χωρίς να διακόπτεται.
Άγιοι λέγονται όσοι κατά διαφόρους βαθμούς μετέχουν της αγιοποιού-θεοποιού ενέργειας του Θεού. Άγιοι δεν είναι οι καλοί άνθρωποι, αλλά όσοι συνδέονται με τον άσαρκο και σεσαρκωμένο Λόγο, τον Χριστό. Η αγιότητα είναι το κοινό γνώρισμα όλων των Προφητών, Αποστόλων, Μαρτύρων, Ασκητών. Όλοι είναι άγιοι, διότι έχουν την αγιοποιό ενέργεια του Θεού, και είναι Πατέρες, διότι γεννούν πνευματικά παιδιά.
Ο σκοπός της Εκκλησίας είναι να αγιάσει τα μέλη της, αλλά και ταυτόχρονα να χρησιμοποιήσει τον κατάλληλο τρόπο για να επιτύχει αυτό τον στόχο. Η αγιότητα βιώνεται με την ενέργεια του Θεού και την συνέργεια του ανθρώπου. Ο Θεός ενεργεί και ο άνθρωπος συνεργεί.
Εισήγηση στην Στ΄ συνάντηση (24.02.2016) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Δ΄ Ακαδημαϊκού Έτους (2015-2016)
Εισηγητής: Πρεσβύτερος Μιχαήλ Νικολάου
Ο π. Μιχαήλ Νικολάου
Πανιερώτατε, αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,
Το πόσο ξεχωριστή θέση κατέχει στον εορτολογικό κύκλο της Εκκλησίας μας η εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, αλλά και ποια είναι η σωτηριολογική σημασία της, φανερώνεται εύστοχα από τους Θεοφόρους αγίους Πατέρες μας, μέσω αυτού και μόνου του απολυτικίου της εορτής. Σ’ αυτό τονίζεται πως το γεγονός που εορτάζουμε αποτελεί το κεφάλαιο, δηλ. το θεμέλιο της σωτηρίας του ανθρώπου.
Ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου αποτελεί την αρχή όλων των Δεσποτικών εορτών, αλλά και συνάμα την απαρχή όλων των σωτηριωδών γεγονότων, τα οποία έγιναν για την απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Την αγία αυτή ημέρα εορτάζουμε λαμπρώς την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού στην πάναγνη σάρκα της αγίας Παρθένου, ώστε δι’ Αυτού να πραγματοποιηθεί το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων. Αποτελεί, όπως και πάλιν ψάλλουμε στο απολυτίκιο της εορτής, την φανέρωσιν του απ᾽ αιώνος μυστηρίου του Θεού, την εκπλήρωση της πιο ελπιδοφόρας υποσχέσεως που έδωσε ο Θεός στους ανθρώπους, όταν οι πρωτόπλαστοι γενάρχες μας παράκουσαν τη θεία εντολή στην Εδέμ και προτίμησαν τον δρόμο της αμαρτίας, της φθοράς και του θανάτου.
Τότε ακριβώς, ο απόλυτα αγαθός και φιλάνθρωπος Θεός μας έδωσε τη μεγάλη υπόσχεση, το πρώτο χαρμόσυνο άγγελμα, το πρώτο Ευαγγέλιο, το λεγόμενο Πρωτευαγγέλιον, όταν, απευθυνόμενος προς τον αρχέκακον όφιν, του προλέγει: «Έχθρα θα βάλω ανάμεσα σ’ εσένα και στη γυναίκα, κι ανάμεσα στο σπέρμα σου και στο σπέρμα της. Εκείνος θα σου συντρίψει το κεφάλι κι εσύ θα του πληγώσεις τη φτέρνα» (Γεν. 3, 14-15). Με τα λόγια αυτά, όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο Θεός προαναγγέλλει τη συντριβή και ήττα του διαβόλου με την ενανθρώπηση, τη διδασκαλία, τα θαύματα , τα άγια Πάθη και την Ανάσταση του Χριστού μας.
Μετά την έξωση των πρωτοπλάστων από τον Παράδεισο άρχισε το μεγάλο δράμα του ανθρωπίνου γένους, με την αποξένωσή του από την πηγή της ζωής. Γιατί η αμαρτία τους δεν ήταν ένα απλό ηθικό ή νομικό παράπτωμα, αλλά μια καταστροφική κίνηση με οντολογικές διαστάσεις. Η απεξάρτηση του ανθρώπου από την πηγή της ύπαρξης είχε ως συνέπεια και την κίνηση και φορά του προς το μη όν, με κύριο γνώρισμα τη φθορά και τον θάνατο. Το πρόβλημα βέβαια αυτής της διακοπής της κοινωνίας Θεού και ανθρώπου θα μπορούσε εξ αρχής να λυθεί, εάν -όπως θεολογούν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας-, εκείνη την τραγική στιγμή οι προπάτορές μας μετανοούσαν ειλικρινά και ζητούσαν ταπεινά συγγνώμη από τον απόλυτα φιλάνθρωπο Θεό. Αν γινόταν αυτό, ο Κύριος θα τους αποκαθιστούσε στην προπτωτική κατάστασή τους. Δυστυχώς όμως ο θρήνος των πρωτοπλάστων δεν ήταν αποτέλεσμα επίγνωσης του μεγέθους της ανυπακοής και της ανταρσίας τους κατά του Θεού. Δεν ήταν πράξη γνήσιας μετάνοιας και αίτημα συγγνώμης προς τον Θεό, αλλά ωφελιμιστικός σπαραγμός. Δεν θρηνούσαν για τη χαμένη αθωότητα και αγιότητα, αλλά για τη χαμένη υλική ευμάρεια του παραδείσου. Ούτε ένας λόγος μετάνοιας δεν ακούστηκε από τα χείλη τους.
Έτσι ξεκίνησε η ιστορία του πεπτωκότος ανθρωπίνου γένους, με τη γεύση της αμαρτίας και με την προσμονή αυτής της καλής είδησης, της καλής αγγελίας, που φέρνει στον άνθρωπο η εορτή του Ευαγγελισμού. Η καλή αγγελία, το ευαγγέλιο, ο ευαγγελισμός, είναι διόρθωση των γεγονότων που έγιναν στην αρχή της δημιουργίας του ανθρώπου, στον αισθητό Παράδεισο της Εδέμ. Εκεί, από γυναίκα άρχισε η πτώση και τα αποτελέσματά της, εδώ από γυναίκα άρχισαν όλα τα αγαθά. Έτσι, η Παναγία μας είναι η νέα Εύα. Εκεί υπήρχε ο αισθητός Παράδεισος, εδώ η Εκκλησία. Εκεί ο Αδάμ, εδώ ο νέος Αδάμ, Χριστός. Εκεί η Εύα, εδώ η Μαρία. Εκεί ο όφις, εδώ ο Γαβριήλ. Εκεί ο ψιθυρισμός του δράκοντος-όφεως στην Εύα, εδώ ο χαιρετισμός του αγγέλου στη Μαρία. Με αυτό τον τρόπο διορθώθηκε το σφάλμα του Αδάμ και της Εύας και άνοιξε ξανά ο δρόμος για τον παράδεισο.
Το γεγονός του Ευαγγελισμού καταγράφεται από μόνο τον Ευαγγελιστή Λουκά (Λουκ. 1, 26-38). Όπως λοιπόν αυτός περιγράφει στο πρώτο κεφάλαιο του Ευαγγελίου του, κατά τον έκτο μήνα της εγκυμοσύνης της Ελισάβετ, «απεστάλη ο άγγελος Γαβριήλ υπό Θεού εις πόλιν της Γαλιλαίας, η όνομα Ναζαρέτ, προς παρθένον μεμνηστευμένην ανδρί, ω όνομα Ιωσήφ, εξ οίκου Δαυίδ· και το όνομα της παρθένου Μαριάμ· και εισελθών ο άγγελος προς αυτήν είπε· χαίρε κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά σου· ευλογημένη συ εν γυναιξί». Με τα λόγια αυτά του αγγέλου αντιλαμβανόμαστε το ύψος της καθαρότητος και το μέγεθος της ηθικής προκοπής, που είχε φθάσει η Παναγία μας μέχρι της ώρας του Ευαγγελισμού. Κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και άλλους αγίους Πατέρες, η Παναγία είχε ήδη χαριτωθεί, και δεν χαριτώθηκε την ημέρα του Ευαγγελισμού. Παραμένοντας μέσα στα άγια των αγίων του ναού του Σολομώντος, έφθασε στα άγια των αγίων της πνευματικής ζωής, που είναι η θέωση. Καί, όπως περαιτέρω θεολογεί ο άγιος Γρηγόριος Παλαμάς, η Θεοτόκος Μαρία κατάλαβε ότι δεν μπορεί κανείς να φθάσει στον Θεό με τη λογική, την αίσθηση, τη φαντασία και την ανθρώπινη δόξα, αλλά δια του νοός. Έτσι, νέκρωσε όλες τις δυνάμεις της ψυχής που προέρχονται από την αίσθηση, και δια της νοεράς προσευχής ενεργοποίησε τον νου. Με αυτό τον τρόπο έφθασε στην έλλαμψη και τη θέωση. Και γι’ αυτό αξιώθηκε να γίνη Μητέρα του Χριστού, να δανείσει τη σάρκα της στον Χριστό. Δεν είχε απλώς αρετές, αλλά τη θεοποιό Χάρη του Θεού, το πλήρωμα της Χάριτος. Γι᾽ αυτό και την αποκάλεσε ο Γαβριήλ κεχαριτωμένην.
Για την πνευματική τελειότητα και το πνευματικό ύψος της τόσο μικρής σε ηλικία Μαρίας, είναι αναμφίβολο ότι συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό η αγία καταγωγή της. Όλοι γνωρίζουμε πως η ίδια αποτέλεσε τον καρπό της προσευχής των για πολλά χρόνια άτεκνων γονέων της. Οι άγιοι θεοπάτορες Ιωακείμ και Άννα, παρόλο τον ονειδισμό που δέχονταν από το περιβάλλον τους ένεκα της ατεκνίας τους -καθότι, σύμφωνα με τα εβραϊκά ήθη εκείνης της εποχής, η ατεκνία ήταν γεγονός ατιμωτικό, σημείο θεϊκής απαρέσκειας-, δεν απελπίστηκαν, ούτε ολιγοπίστησαν, αλλά συνέχισαν να περιμένουν το θαύμα με εμπιστοσύνη στον Θεό, κάτι το οποίο συντελέστηκε στη σύλληψη και γέννηση της Θεοτόκου. Αλλά και οι γονείς της αγίας Άννας ήταν ένα επίσης άγιο ζεύγος, ο ιερέας Ματθάν, απόγονος του βασιλιά και προφήτη Δαβίδ, και η αγία Μαριάμ. Με τέτοιους λοιπόν αγίους προγόνους η Παναγία μας, και από απόψεως κληρονομικότητας, αλλά και με την αναμφισβήτητα αγία ανατροφή που της έδωσαν, είχε όλες τις προϋποθέσεις για την επίτευξη του προσωπικού της αγιασμού· κάτι το οποίο χάριτι Θεού πέτυχε στον μεγαλύτερο δυνατό για τον άνθρωπο βαθμό, ένεκα του οποίου και αξιώθηκε να καταστεί κατοικητήριο του Θεού.
Το πόσο σημαντική και καθοριστική για την προσωπική αγιότητα της Θεοτόκου υπήρξε η αγιότητα των προγόνων της, διαπιστώνεται και στις μέρες μας, με την πρόοδο της ιατρικής και ειδικώτερα της γενετικής επιστήμης. Είναι αυτό, που αποκαλεί η επιστήμη DNA, ο γενετικός κώδικας κάθε ζωντανού οργανισμού, και οπωσδήποτε και του ανθρώπου, όπου αποθηκεύονται οι βιολογικές του καθενός πληροφορίες. Ειδικώτερα, είναι αυτό που αποκαλείται κυτταρική μνήμη, η μνήμη που αποθηκεύεται στα κύτταρα του ανθρώπου με τη σύλληψή του από τους γονείς του, η κληρονομικότητα δηλαδή και των χαρακτηριστικών του σώματος αλλά και της ψυχής. Ο άνθρωπος, εξ άκρας συλλήψεως, πλάθεται συνεχώς και κουβαλά μέσα του πάθη και αρετές των προγόνων του. Είναι αυτή τη μνήμη, που τονίζει και ο σύγχρονος μεγάλος άγιος Πορφύριος, όπως μας τη μεταφέρει και ο Μητροπολίτης μας κ. Νεόφυτος μέσα από την εμπειρία του με τον άγιο. Δεδομένης λοιπόν αυτής της σύνθετης και με πάθη και αμαρτωλές ροπές κυτταρικής μνήμης, επιβάλλεται στον πιστό χριστιανό ο διηνεκής αγώνας κάθαρσης. Και ο καθαρισμός αυτός της κυτταρικής μνήμης επιτυγχάνεται με τη μετάνοια. Αυτή λοιπόν η κυτταρική μνήμη για τη Θεοτόκο ήταν αγνή και αγιασμένη, λόγων των αγίων καταβολών της και, ιδιαίτερα, λόγω των αγίων γονέων της.
Βέβαια, στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρουμε πως η Παναγία μας έφερε και αυτή το προπατορικό αμάρτημα, ως μέτοχος της ανθρωπίνης φύσεως. Ο άγιος Επιφάνιος τονίζει πως η αγία Παρθένος «ουχ ετέρως γεγεννημένη παρά την των ανθρώπων φύσιν, αλλά καθώς πάντες εκ σπέρματος ανδρός και μήτρας γυναικός». Και ο Μέγας Αθανάσιος επισημαίνει· «αδελφή γαρ ημών η Μαρία, επεί και πάντες εκ του Αδάμ εσμέν». Όταν στην Ορθόδοξη Παράδοση γίνεται λόγος για κληρονόμηση του προπατορικού αμαρτήματος, δεν εννοείται μόνον η κληρονόμηση της ενοχής της προπατορικής αμαρτίας, αλλά κυρίως οι συνέπειές της, που είναι η φθορά και ο θάνατος.
Έτσι λοιπόν, ενώ η Παναγία γεννήθηκε με το προπατορικό αμάρτημα, είχε όλες τις συνέπειες της φθοράς και του θανάτου στο σώμα της. Σε προσωπικό όμως επίπεδο, με τον πνευματικό της αγώνα, είχε την αναμαρτησία, αφού, σύμφωνα με τους αγίους Πατέρες, ούτε και με τον λογισμό είχε υποπέσει σε αμαρτία. Tη δε στιγμή, που με την δύναμη του Αγίου Πνεύματος η θεία φύση ενώθηκε με την ανθρώπινη φύση στη γαστέρα της Παναγίας, αυτή πρώτη γεύεται την απελευθέρωσή της από το λεγόμενο προπατορικό αμάρτημα και τις συνέπειές του. Από τότε η Παναγία μας είναι η κεχαριτωμένη στους αιώνες. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός χαρακτηρίζει την Παναγία ως «ιερωτάτην περιστεράν, ακεραίαν και άκακον ψυχήν και τω Θεώ καθιερωμένην Πνεύματι…, θυγάτριον ιερώτατον, το λαθόν τα πεπυρωμένα βέλη του πονηρού». Την Παναγία Παρθένο το Άγιο Πνεύμα «καθήρεν αυτήν και δύναμιν δεκτικήν της του Λόγου Θεότητος παρέσχεν, άμα δε και γεννητικήν».
Η χάρη, που δέχεται η Θεοτόκος κατά την ώρα του Ευαγγελισμού και η τιμή που αξιώνεται, την καθιστά οπωσδήποτε ανώτερη από κάθε άνθρωπο, αφού λόγω της ενώσεώς της με τον Χριστό δεν απαλλάχθηκε απλώς από το προπατορικό αμάρτημα, αλλά θεώθηκε στην ψυχή και το σώμα, γευόμενη το τέλος (τον σκοπό) της δημιουργίας του ανθρώπου. Αυτό που βίωσαν οι Απόστολοι την ημέρα της Πεντηκοστής, που έγιναν μέλη του Σώματος του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος, και αυτό που έγινε σε όλους εμάς κατά το Μυστήριο του Βαπτίσματος, έγινε για την Παναγία την ημέρα του Ευαγγελισμού.
Στη συνέχεια, για να επανέλθουμε στην ευαγγελική περικοπή για τον Ευαγγελισμό, ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει την αντίδραση της Μαρίας στον χαιρετισμό και την αποκάλυψη του Αρχαγγέλου: «Η δε ιδούσα διεταράχθη επί τω λόγω αυτού, και διελογίζετο ποταπός είη ο ασπασμός ούτος. Και είπεν ο άγγελος αυτή· μη φοβού, Μαριάμ, εύρες γαρ χάριν παρά τω Θεώ. Και ίδου συλλήψη εν γαστρί και τέξη υιόν, και καλέσεις το όνομα αυτού Ιησούν. Ούτος έσται μέγας και υιός υψίστου κληθήσεται, και δώσει αυτώ Κύριος ο Θεός τον θρόνον Δαυίδ του πατρός αυτού, και βασιλεύσει επί τον οίκον Ιακώβ εις τους αιώνας, και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος. Είπε δε Μαριάμ προς τον άγγελον· πώς έσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» Η απορία της Παρθένου Μαρίας την ώρα του Ευαγγελισμού δεν είναι αποτέλεσμα απιστίας! Το αντίθετο μάλιστα! Η άνευ σποράς σύλληψη και κυοφορία είναι μοναδικό και ανεπανάληπτο γεγονός στην ανθρώπινη ιστορία. Είναι ανατροπή των νόμων της φύσεως, είναι το θαύμα των θαυμάτων. Η ερώτησή της, «πώς εσται μοι τούτο, επεί άνδρα ου γινώσκω;» δείχνει ταπείνωση, αδυναμία της ανθρωπίνης φύσεως, αλλά και το παράδοξο του πράγματος. Επειδή, υπήρξαν μεν θαυματουργικές συλλήψεις στην Παλαιά Διαθήκη, όχι όμως ασπόρως. Γι’ αυτό η Θεοτόκος, ως άνθρωπος και αυτή, εξέφρασε τη δικαιολογημένη απορία της προς τον αρχάγγελο Γαβριήλ. Αν η απορία της ήταν απιστία, θα θεωρούσε το γεγονός ως μια ψευδαίσθηση, μια ψεύτικη οπτασία, και δεν θα έδινε τη μεγάλη συγκατάθεση.
Η αποκάλυψη του ακατάληπτου και ανερμήνευτου τρόπου της συλλήψεως, συμπληρώνεται στη συνέχεια με την ευλογημένη και σωτήρια αποδοχή του θελήματος του Θεού από την Παναγία μας. «Και αποκριθείς ο άγγελος είπεν αυτή· Πνεύμα Άγιον επελεύσεται επί σε, και δύναμις Υψίστου επισκιάσει σοι, διό και το γεννώμενον άγιον κληθήσεται υιός Θεού. Είπε δε Μαριάμ· ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου. Και απήλθεν απ᾽ αυτής ο άγγελος.»
Η καλή αγγελία της έλευσης του Μεσσία δεν της προκάλεσε ιδιαίτερη έκπληξη, διότι η αγνή Παρθένος της Ναζαρέτ ανήκε στη μικρή μερίδα των ευσεβών Ιουδαίων, οι οποίοι μελετούσαν τις προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης και περίμεναν εναγωνίως την έλευση του Λυτρωτή. Η Θεοτόκος είχε γαλουχηθεί από τους ευσεβείς γονείς της και το ευσεβές ιερατείο του Ναού, όσο καιρό βρισκόταν εκεί, στην προσδοκία της έλευσης του Σωτήρα. Ασφαλώς λοιπόν η αναγγελία του ερχομού Του γέμισε την αγνή ψυχή της με ανείπωτη χαρά και ουράνια αγαλλίαση.
Ο αποφασιστικός αυτός λόγος της Θεοτόκου, «ιδού η δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου», αποτελεί την απαρχή της υλοποιήσεως του θείου σχεδίου για τη σωτηρία του κόσμου. Αν, καθ᾽ υπόθεση, η Παρθένος Μαρία αρνιόταν να γίνει μητέρα του Θεού, θα αναστέλλετο και το έργο της σωτηρίας. Όμως εκείνη, πλημμυρισμένη από ακράδαντη πίστη, γεμάτη ταπείνωση και υπακοή στη θεία εντολή, θέλησε να γίνει «η επουράνιος κλίμαξ, δι’ ης κατέβη ο Θεός», και «η γέφυρα η μετάγουσα τους εκ γης προς Ουρανόν», δίνοντας έτσι ξανά τη δυνατότητα στον άνθρωπο να επανενωθεί με τον Ποιητή του.
Εδώ, αναδεικνύεται εμφανέστατα η υπακοή της Παναγίας στον λόγο του αρχαγγέλου, αλλά και η υπακοή της στον Θεό, στο Θείο βούλημα, για ένα γεγονός που ήταν παράδοξο και παράξενο για την ανθρώπινη λογική. Έτσι υποτάσσει τη λογική της στο θέλημα του Θεού. Και τούτο, διότι η Παναγία είχε φτάσει σε τέτοια μέτρα πνευματικής τελειότητας, που ήταν αδύνατο να αρνηθεί το θέλημα του Θεού και να μη συγκατατεθεί για την ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου Του. Και, δεν ήταν δυνατόν να αρνηθεί, όχι γιατί δεν είχε ελευθερία, αλλά γιατί ακριβώς είχε την πραγματική ελευθερία. Όπως σχετικά τονίζει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ήταν απαλλαγμένη από το λεγόμενο γνωμικό θέλημα, που οδηγεί τον άνθρωπο στην άγνοια ενός πράγματος και την αμφιβολία και, τελικά, στην αδυναμία επιλογής. Η Θεοτόκος Μαρία είχε μόνο το λεγόμενο φυσικό θέλημα, την κατάσταση δηλαδή, που κάποιος οδηγείται κατά τρόπο φυσικό, χωρίς αμφιταλαντεύσεις, χωρίς άγνοια, στην πραγματοποίηση της αλήθειας. Είχε την τέλεια ελευθερία, και γι’ αυτό η ελευθερία της ενεργούσε πάντοτε κατά φύσιν και όχι παρά φύσιν. Μέχρι ο άνθρωπος να φθάσει στην κατάσταση της θέωσης, έχει γνωμικό θέλημα και ατελή ελευθερία, γι’ αυτό και αμφιταλαντεύεται για το τι και το πώς πρέπει να πράξει.
Το ιερώτατο στόμα της Θεομήτορος τη στιγμή της εκούσιας αποδοχής του Θείου θελήματος αντιπροσώπευε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος και την αγωνία του να σωθεί από τα δεσμά της αμαρτίας και του διαβόλου. Μερικοί ισχυρίζονται ότι κατά την στιγμή εκείνη όλοι οι δίκαιοι της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και όλη η ανθρωπότητα, περίμεναν με αγωνία να ακούσουν την απάντηση της Παναγίας, έχοντας φόβο μήπως αρνηθεί και δεν υπακούσει στο θέλημα του Θεού. Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας λένε πως, αν ο Θεός προσέφερε ως υπέρτατο δώρο στην ανθρωπότητα τον Υιό Του για τη σωτηρία της, η ανθρωπότητα έδωσε ως δώρο την Παρθένο Μαρία, που σημαίνει ότι η γεμάτη ταπείνωση συγκατάθεσή της να γίνει συνεργός στο έργο της απολυτρώσεως είναι μέρος της υπέρτατης δωρεάς του Θεού για τον πεσόντα άνθρωπο.
Όλα όσα αφηγείται ο Ευαγγελιστής Λουκάς για το σωτήριο αυτό γεγονός του Ευαγγελισμού, τα προβάλλει χρωματουργικά η βυζαντινή εικόνα του Ευαγγελισμού. Η στάση των προσώπων, η έκφραση και οι χειρονομίες τους, καθώς τα χρώματα και οι λεπτομέρειες της παράστασης, υπομνηματίζουν το γεγονός. Αξίζει λοιπόν στο σημείο αυτό να προσπαθήσουμε λίγο, διαβάζοντας την παράσταση της εικόνας, να δούμε πως ο ορθόδοξος αγιογράφος προσπαθεί να αποδώσει εικονογραφικά τα όσα αναφέραμε πιο πάνω.
Αριστερά της εικόνας βλέπουμε τον αρχάγγελο Γαβριήλ, τον πρωτοστάτη άγγελο, τον αγγελιοφόρο του Θεού, που «ουρανόθεν επέφθη ειπείν τη Θεοτόκω το χαίρε». Η στάση του σώματός του εκφράζει τη χαρά που έφερε το άγγελμά του. Παρόλο που ο αρχάγγελος βρίσκεται στο έδαφος, παρουσιάζεται με ορμή κίνησης, όπως άλλωστε μαρτυρεί το άνοιγμα των ποδιών του. Η στάση του αγγέλου δίνει με αριστουργηματικό τρόπο την εντύπωση πως η πτήση του δεν έχει τελειώσει, καθώς μιλάει στη Θεοτόκο. Ο Γαβριήλ, με το αριστερό του χέρι κρατεί σκήπτρο, που συμβολίζει τον αγγελιοφόρο, και όχι κρίνο, όπως μάς έχει συνηθίσει η δυτική ζωγραφική. Το δεξί του χέρι απλώνεται με βίαιη κίνηση προς τη Θεοτόκο σε σχήμα ομιλίας. Βοά σ’ αυτήν, κατά το γνωστό τροπάριο, «ποίον σοι εγκώμιον προσαγάγω επάξιον; τι δε ονομάσω σε; απορώ και εξίσταμαι. Διό, ως προσετάγην , βοώ σοι· Χαίρε, η Κεχαριτωμένη».
Από την άλλη πλευρά, στα δεξιά της εικόνας βρίσκεται η «κεχαριτωμένη», η ευλογημένη μεταξύ των γυναικών, η Θεοτόκος. Η βυζαντινή εικόνα του Ευαγγελισμού την παρουσιάζει άλλοτε να κάθεται στο θρόνο της και άλλοτε όρθια. Στην περίπτωση που η Θεοτόκος εικονίζεται καθισμένη υπογραμμίζεται η υπεροχή της απέναντι στον αρχάγγελο. Στην Εκκλησία μας, ως γνωστό, υμνούμε τη Θεοτόκο, ως «την τιμιωτέραν των Χερουβίμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ» (όλων δηλαδή των αγγελικών ταγμάτων). Σ’ άλλες εικόνες η Θεοτόκος είναι όρθια. Με τη στάση αυτή ενωτίζεται καλύτερα, κατά κάποιο τρόπο, το θείο μήνυμα.
Σε κάποιες εικόνες ο αγιογράφος είναι συνεπής και προς τη διήγηση του απόκρυφου έργου, Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου, που γράφει πως η Παναγία «πήρε την πορφύρα, κάθισε στον θρόνο της και την έγνεθε, κατά παραγγελία των ιερέων του Ναού, ένα ύφασμα για το καταπέτασμα του Ναού. Και εκείνη τη στιγμή στάθηκε μπροστά της ένας Άγγελος». Παρουσιάζουν μάλιστα να πέφτει από το φόβο της το αδράχτι με το νήμα, που, σύμφωνα με την παράδοση, κρατούσε στο χέρι της.
Η Παναγία επίσης παρουσιάζεται να είναι σκεπτική. Σκεπτόταν τη σημασία του αγγελικού χαιρετισμού. Δεν αμφιβάλλει, δεν απιστεί στη διαβεβαίωση του αρχαγγέλου ότι θα γίνει Μητέρα του Θεού, αλλά, στολισμένη με ταπεινοφροσύνη και υπακοή στο θέλημα του Θεού, ζητάει να μάθει με πιο τρόπο θα πραγματοποιηθούν τα λόγια του αγγελιοφόρου του Θεού. Η αμηχανία και η φρόνηση της Θεοτόκου εκφράζονται σε κάποιες άλλες παραστάσεις με την ανοιχτή παλάμη του δεξιού της χεριού. Η χειρονομία αυτή της απορίας είναι σαν να λέει αυτό, που ψέλνουμε στο β’ στιχηρό προσόμοιο της Ακολουθίας του Εσπερινού του Ευαγγελισμού· «Γάμου υπάρχω αμύητος, πως ουν παίδα τέξομαι;»
Άλλες εικόνες του Ευαγγελισμού μάς τονίζουν κυρίως τη συγκατάθεση της Θεοτόκου στα λόγια του Αρχαγγέλου. Η Μητέρα του Θεού εικονίζεται με σκυμμένο το κεφάλι, έχοντας το δεξί της χέρι πάνω στο στήθος της, ή να βγαίνει από το μαφόριό της, στοιχεία που μας θυμίζουν το, «ιδού η δούλη Κυρίου…». Στην εικόνα μας ο αγιογράφος φαίνεται να συνδυάζει στη στάση της Θεοτόκου την αμηχανία με τη συγκατάθεση. Παρουσιάζει τη Θεοτόκο με ελαφρώς σκυμμένο το κεφάλι, αλλά ταυτοχρόνως να είναι και βαθιά σκεπτόμενη.
Στο πάνω μέρος της εικόνας παρατηρούμε το τμήμα του κύκλου και τις ακτίνες που εκπέμπονται από αυτό, και που καταλήγουν στο πρόσωπο της Παναγίας μας. Αυτό μαρτυρεί τη διαβεβαίωση πως η σύλληψη και ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού γίνεται «εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου». Στο δοξαστικό των αποστίχων του Εσπερινού της εορτής, η Εκκλησία μας δίκαια ψάλλει, «Άγγελος λειτουργεί τω θαύματι, παρθενική γαστήρ τον Υιόν υποδέχεται, Πνεύμα Άγιον καταπέμπεται, Πατήρ άνωθεν ευδοκεί και το συνάλλαγμα κατά κοινήν πραγματεύεται βούλησιν», γιατί η σάρκωση του Λόγου είναι έργον, όχι μόνον του Πατρός και της δυνάμεώς Του και του Πνεύματος, αλλά και της θελήσεως και της πίστεως της Παρθένου.
Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό, να αναφέρουμε συνοπτικά τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας μας για το γεγονός της συλλήψεως του Κυρίου. Αρχικά πρέπει να αναφέρουμε πως δεν μεσολάβησαν μερικές ώρες και ημέρες για να γίνει η σύλληψη, αλλά έγινε ακριβώς εκείνη τη στιγμή. Όπως ψάλλουμε στο γνωστό θεοτοκίο του πρώτου ήχου, «Του Γαβριήλ φθεγξαμένου σοι, Παρθένε, το χαίρε, σύν τη φωνή εσαρκούτο ο των όλων Δεσπότης». Η ίδια ακριβώς θεολογία αποτυπώνεται και στον πρώτο οίκο των Χαιρετισμών της Παναγίας μας, όπου επίσης ψάλλουμε· «Άγγελος πρωτοστάτης, ουρανόθεν επέμφθη, ειπείν τη Θεοτόκω το Χαίρε· και συν τη ασωμάτῳ φωνή, σωματούμενόν σε θεωρών, Κύριε…»
Επίσης η σύλληψη του Χριστού στην κοιλία της Θεοτόκου έγινε από το Πανάγιο Πνεύμα δημιουργικώς και όχι σπερματικώς, γιατί έπρεπε να αναλάβει ο Χριστός την καθαρή φύση που είχε ο Αδάμ προ της παραβάσεως. Η σάρκα δηλαδή του Χριστού από απόψεως καθαρότητος ήταν όπως το προ της παραβάσεως σώμα του Αδάμ, από απόψεως δε θνητότητος και φθαρτότητος ήταν το μετά την παράβαση σώμα του Αδάμ. Ακριβώς αυτό το γεγονός συνδέεται στενώτατα με το ότι η σύλληψη, κυοφορία και γέννηση του Χριστού από την Παναγία ήταν ανήδονος, άκοπος και ανώδινος. Εφαρμόσθηκε έτσι η προφητεία του Προφήτου Ησαΐου: «Ιδού Κύριος κάθηται επί νεφέλης κούφης» (Ησ. 19, 1), αφού η ανθρώπινη σάρκα ήταν τόσο πολύ ελαφρά, ώστε δεν προξένησε κανένα βάρος και κόπο στην Παναγία, κατά το διάστημα της εννεαμήνου κυοφορίας. Η άσπορη και ανήδονη σύλληψη της Παναγίας και η άκοπη κυοφορία συνδέεται στενά με την άφθορη και ανώδινη γέννηση του Χριστού. Η γέννηση του Χριστού δεν έφθειρε την παρθενία της Θεοτόκου, όπως ακριβώς η σύλληψη δεν έγινε με ηδονή, και η κυοφορία με βάρος και κόπο. Εκεί, που ενεργεί το Πανάγιο Πνεύμα, «νικάται φύσεως τάξις».
Όπως έχουμε αναφέρει, η σύλληψη έγινε δημιουργικώς από το Πανάγιο Πνεύμα και όχι σπερματικώς. Αυτό σημαίνει πως άμεσα με τη σύλληψη το θείο βρέφος ήταν πλήρως διαμορφωμένο. Ενώ δηλαδή άρχισε να αυξάνεται και να μεγαλώνει, εντούτοις δεν μεσολάβησε διάστημα μεταξύ σύλληψης και διαμόρφωσης των μελών του σώματος, κάτι το οποίο συμβαίνει σε κάθε φυσιολογική κυοφορία. Είναι αυτό, που τονίζει ο Μεγας Βασίλειος· «ευθύς γαρ τέλειον ην τη σαρκί το κυοφορούμενον, ου ταις κατά μικρόν διαπλάσεσι μορφωθέν».
Επίσης πολύ σημαντικό να αναφερθεί είναι το γεγονός πως από την πρώτη στιγμή που ενώθηκε η θεία με την ανθρώπινη φύση υπάρχει θέωση της ανθρωπίνης φύσεως. Συνέπεια και συνέχεια αυτού του γεγονότος είναι ότι η Παναγία πρέπει να λέγεται Θεοτόκος, αφού αυτή γέννησε πραγματικά τον Θεό, τον οποίο κυοφόρησε εννέα μήνες στην κοιλία της, και όχι έναν άνθρωπο που είχε την Χάρη του Θεού, ή που θεοποιήθηκε εκ των υστέρων. Είναι σύμφωνα με αυτή τη δογματική πίστη, που η Ορθόδοξη Εκκλησία μας στη Γ´ Οικουμενική Σύνοδο το 431 καταδίκασε την αίρεση του Νεστορίου, ο οποίος δίδασκε πως το βρέφος που κυοφορήθηκε από τη Μαρία δεν ήταν Θεός, αλλά άνθρωπος, και ότι η σάρκα του Χριστού ήταν απλώς συνημμένη με τη φύση της Θεότητος. Με τέτοιες προϋποθέσεις ονόμαζε την Παναγία Χριστοτόκο και όχι Θεοτόκο. Η Παναγία μας όμως είναι Θεοτόκος, επειδή γέννησε κατά άνθρωπο τον Θεό, αφού όπως είπαμε, η ανθρώπινη φύση θεώθηκε αμέσως με την ένωσή της με τη θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου, μέσα στην κοιλία της Θεοτόκου.
Από την στιγμή της ασπόρου συλλήψεως και για εννέα μήνες η Παναγία δίνει το αίμα της στον Χριστό, αλλά και ο Χριστός τη Χάρη και ευλογία Του σ᾽ αυτήν. Η κυοφορία του Σωτήρος Χριστού δεν επηρέασε τη Θεοτητα του. Η ανθρώπινη φύση ενώθηκε με την θεία φύση ατρέπτως, αναλλοιώτως, ασυγχύτως, αδιαιρέτως και αχωρίστως, αμέσως από τη στιγμή της συλλήψεως. Έχοντας υπόψη τη στενή και οργανική σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε κάθε κυοφορούμενο βρέφος με τη μητέρα του, κατανοούμε τις συνέπειες που είχε για το πρόσωπο της Θεοτόκου η ένωσή της με τον Θεό. Η Παναγία μας πρώτη γεύθηκε τα αγαθά της θείας ενανθρωπήσεως, τη θέωση. Αυτό, που οι Μαθητές του Χριστού γεύθηκαν κατά την Πεντηκοστή, και εμείς μετά το Βάπτισμα, όταν κοινωνούμε το Σώμα και το Αίμα του Χριστού.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, μιλώντας για τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, προχωρούν και σε μια προσωπική και υπαρξιακή προσέγγιση του γεγονότος αυτού. Γιατί, δεν αρκεί μόνο να εορτάζουμε εξωτερικά τα γεγονότα της θείας ενανθρωπήσεως, αλλά να τα πλησιάζουμε υπαρξιακά και πνευματικά. Κατά τους αγίους Πατέρες (άγιο Γρηγόριο Νύσσης, άγιο Μάξιμο τον ομολογητή, άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, κ.ά.), αυτό που συνέβη σωματικά στην Παναγία, αυτό γίνεται πνευματικά σε κάθε ένα, του οποίου η ψυχή παρθενεύει, δηλαδή καθαρίζεται από τα πάθη. Ο Χριστός, που μια φορά γεννήθηκε κατά σάρκα, θέλει να γεννάται πάντα κατά Πνεύμα από αυτούς που θέλουν, και έτσι γίνεται βρέφος, διαπλάττοντας τον εαυτό του μέσα σ’ εκείνους δια των αρετών. Για να γίνει όμως αυτό, θα πρέπει να παύουν να νικούν οι επιθυμίες για τη διάπραξη της αμαρτίας, και να μην ενεργούν τα πάθη στον άνθρωπο, να μισήσει ο άνθρωπος την αμαρτία και να θέλει διαρκώς να πράττει το θέλημα του Θεού. Τότε ο άνθρωπος γίνεται ναός του Παναγίου Πνεύματος, ναός και κατοικητήριο του Θεού.
Πανιερώτατε, σεβαστοί πατέρες,
Είναι γνωστό πως στην Κωνσταντινούπολη, ανάμεσα στα πολυάριθμα βυζαντινά προσκυνήματα της Ορθοδοξίας, ξεχωριστή θέση κατέχει -λόγω κυρίως των εξαιρετικών ψηφιδωτών της-, η γνωστή Μονή της Χώρας. Σ᾽ αυτή λοιπόν τη Μονή, όταν εισέρχεται ο προσκυνητής, βλέπει στη είσοδο του ναού να τον υποδέχεται η μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα του Χριστού, «Η χώρα των ζώντων». Προχωρώντας λίγο παρακάτω, εντός του κυρίως ναού αντικρίζει τη μεγάλη ψηφιδωτή εικόνα της Παναγίας, με την επιγραφή, «Η χώρα του Αχωρήτου». Έχοντας υπόψη αυτές τις δυο εικόνες, έχουμε την εντύπωση πως, μέσα στο το κοινό τους θεολογικό θέμα, περικλείεται και όλο το θεολογικό μήνυμα της εορτής του Ευαγγελισμού.
Είναι ξεκάθαρο ότι ο αχώρητος είναι ο Θεός, δηλ. άπειρος και απερίγραπτος, που δεν Τον χωράει τίποτε, ούτε ο ουρανός, ούτε η γη, ούτε κανένας ναός ή οτιδήποτε άλλο. Σ᾽ ένα ωραιότατο κάθισμα στην Ακολουθία του Όρθρου των Χριστουγέννων ψάλλουμε· «Ο αχώρητος παντί, πως εχωρήθη εν γαστρί; ο εν κόλποις του Πατρός, πως εν αγκάλαις της μητρός; Πάντως ως οίδεν, ως ηθέλησε και ως ηυδόκησεν.» Με την ενανθρώπησή του όμως ο Αχώρητος Θεός γίνεται «χωρητός διά φιλανθρωπίαν», όπως λέγει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και προσθέτει: «αλλ’ επειδή κατέρχεται και επειδή κενούται δι’ ημάς… διά τούτο χωρητός γίνεται». Από το γεγονός αυτό, της σαρκώσεως του Χριστού από την Παναγία Θεοτόκο και την εικονογράφηση της Παναγίας με τον Θεάνθρωπο Χριστό στους κόλπους Της, προήλθε δίκαια η ονομασία της Παναγίας και της ομωνύμου εικόνας Της «Η Χώρα του Αχώρητου».
Το πιο πάνω μπορεί να γίνει κατανοητό και να ερμηνευθεί σωστά μόνο σε συσχέτιση με το όνομα του Χριστού, στην άλλη εικόνα του Χριστού που προαναφέραμε στην είσοδο της Μονής, με την ονομασία «Η Χώρα των ζώντων». Αληθινά ζωντανός άνθρωπος είναι αυτός που ζει εντός του Θεού, ενωμένος μαζί Του. Έτσι ο Χριστός είναι η αιώνια ζωή και σωτηρία μας, το αιώνιο φως στην επουράνιο Βασιλεία, στην επουράνια χώρα η επουράνια πατρίδα όλων των τέκνων του Θεού, των σεσωσμένων από τον Χριστό και εν τω Χριστώ, χάρη στην αγάπη Του, διά της οποίας εδέχθη και ανέλαβε και εχώρησε εντός Του όλους εμάς.
Από τα πιο πάνω γίνεται κατανοητό, πως το γεγονός του Ευαγελισμού της Θεοτόκου, το σωτήριο γεγονός της Θείας Οικονομίας, είναι ότι εχώρεσε η Παναγία τον Χριστό, και έγινε χώρα του αχωρήτου, για να μπορέσει ο Χριστός να χωρέσει όλους εμάς και να γίνει για όλους μας η Χώρα των ζώντων. Αυτή η μυστηριακή πραγματικότητα βιώνεται μόνον εντός του χώρου της Εκκλησίας, αφού Εκκλησία είναι ίδιος ο Χριστός, τον οποίο εμείς κοινωνούμε και εντός του οποίου ζούμε.
Όταν σε κάθε θεία Λειτουργία, αδελφοί μου, η σύναξη των πιστών, δια στόματος ημών των λειτουργών, αιτείται και λέγει «κατάπεμψον το Πνεύμα σου το Άγιον εφ΄ημάς», κατά κάποιο τρόπο επαναλαμβάνει τα λόγια της Αειπαρθένου, «Ιδού η δούλη Κυρίου, γένοιτό μοι κατά το ρήμα σου» Και έτσι ιερουργείται ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου Εκκλησίας. Κάθε θεία Λειτουργία είναι ένας καινούργιος Ευαγγελισμός. Με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας η αγία μας Εκκλησία γίνεται Θεοτόκος Μητέρα. Ο Παράκλητος κατέρχεται σ᾽ αυτήν και στα δώρα Της. Μυστηριακά συλλαμβάνεται ο Λόγος του Θεού, γεννάται ο Άχρονος, και προσφέρεται υπέρ της του κόσμου ζωής. Η Εκκλησία δέχεται την τελείωση «τοις λελαλημένοις αυτή παρά Κυρίου»: «Τούτο εστί το σώμα μου… Τούτο εστί το αίμα μου.»
Όταν κάθε χρόνο, εορτάζουμε τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, εορτάζουμε παράλληλα και τον ευαγγελισμό όλου του ανθρωπίνου γένους, το γεγονός δηλαδή ότι ενηνθρώπησε ο Υιός και Λόγος του Θεού. Το γεγονός της εορτής αυτής δίνει τη δυνατότητα στον καθένα μας να οδηγηθούμε στον προσωπικό μας ευαγγελισμό, που δεν είναι άλλος από την ένωσή μας μαζί με το ζωηφόρο Σώμα και Αίμα του Δεσπότου Χριστού, το οποίο ομολογούμε και πιστεύουμε ότι έλαβε εκ Πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου δια την ημών σωτηρίαν .
Της παναχράντου και αειπαρθένου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου πρεσβείαις, Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν!