Εισήγηση στη Β΄ συνάντηση (27.10.2014) του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Γ’ Ακαδημαϊκού Έτους (2014-2015)
Εισηγητής: Δρ.Αγάθη Βαλανίδου, Ψυχίατρος
H κα. Αγάθη Βαλανίδου
Πανιερώτατε,
Σεβαστοί πατέρες,
Κυρίες και κύριοι,
Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ζήσει χωρίς τις διαπροσωπικές σχέσεις. Ορίζουμε την ταυτότητά μας μέσα από τις σχέσεις μας. Η απώλεια κάποιας σημαντικής σχέσης μπορεί να είναι πραγματική- αντικειμενική ή συμβολική, αλλά και στις δύο περιπτώσεις οδηγεί στο πένθος.
Το πένθος λοιπόν, είναι η φυσιολογική αντίδραση απέναντι στην απώλεια. Πενθούμε, θρηνούμε δηλαδή, την απώλεια αγαπημένων προσώπων, τη διακοπή σημαντικών σχέσεων, την απώλεια αγαπημένων αντικειμένων. Αν και το πένθος έχει συνδεθεί με την απώλεια λόγω θανάτου, πενθούμε και όταν χωρίζουμε, όταν χάνουμε την υγεία μας ή όταν ένα δικό μας πρόσωπο νοσεί, όταν χάνουμε μία σημαντική για εμάς δουλειά, όταν χάνουμε μία φιλία, ένα κατοικίδιο ζώο, ακόμα και όταν μία σημαντική φάση της ζωής μας τελειώνει π.χ. όταν μετακομίζουμε, όταν συνταξιοδοτούμαστε κ.α. Όσο πιο σημαντική η απώλεια τόσο πιο έντονο και «βαρύ» είναι και το πένθος.
Το πένθος, πέραν της αντικειμενικής του διάστασης, η οποία είναι η οδύνη του πενθούντα και ο πόνος του, έχει και μία εσωτερική διάσταση: αυτή της εσωτερικής διεργασίας για την αποδοχή της απώλειας όπως και μία κοινωνική διάσταση. Το πένθος είναι όλες αυτές οι εσωτερικές και εξωτερικές διεργασίες, που οδηγούν στην αποδοχή της πραγματικότητας και επιτρέπουν στον πενθούντα να αγαπήσει ξανά και να επαναδραστηριοποιηθεί στη ζωή του. Με υπομονή, υποστήριξη, βοήθεια από τους συγγενείς και φίλους, οι περισσότεροι άνθρωποι με την πάροδο του χρόνου καταφέρνουν να αντιμετωπίσουν το πλήγμα του θανάτου του αγαπημένου τους προσώπου. Ο πόνος μειώνεται και παραμένουν οι προσφιλείς αναμνήσεις.
Το πένθος περιλαμβάνει ένα μεγάλο φάσμα συναισθημάτων, όπως λύπη, θυμό, απελπισία, ενοχές, φόβο. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να παρουσιάσει ένα διαφορετικό συνδυασμό συναισθημάτων και σωματικών ενοχλήσεων.
Έχετε σκεφτεί, ότι για τη σύγχρονη κοινωνία ο θάνατος είναι ακόμα ταμπού, ότι δεν μιλάμε για τον θάνατό μας; Κατά συνέπεια, δεν αφήνουμε και τα παιδιά μας να συμμετάσχουν στο μοναδικό μάθημα ζωής, τη διαδικασία πένθους.
Ας δούμε όμως κάποιες διαφορές του χθες από το σήμερα, σχετικά με το θέμα μας:
Σήμερα
•Προσπαθούμε όπως- όπως να σταματήσουμε τον πόνο.
•Με χάπια και με παυσίπονα.
•Με το να απέχουν τα παιδιά από κηδείες και νοσοκομεία.
•Με ψέματα, για το πού πήγε η γιαγιά και ο παππούς που πέθαναν.
Παλιότερα
•Το πένθος ήταν πανηγύρι.
•Σε κάποιες πρωτόγονες φυλές θεωρούν, ότι ο πόνος είναι ψυχολογικό κομμάτι και για αυτό γελάνε στον θάνατο, ώστε να μην «πάθουν».
Ας ρίξουμε μια ματιά γενικά στα στάδια πένθους:
1ο στάδιο: Σοκ και άρνηση. Κυρίως όταν είναι κάτι ξαφνικό. Η λειτουργία αυτή προστατεύει τον πενθούντα.
2ο στάδιο: Παζάρεμα και διαπραγμάτευση. Αυτός, που πενθεί, φλερτάρει με την ιδέα να συνειδητοποιήσει την πραγματικότητα. Από εδώ και κάτω τα στάδια διαπλέκονται.
3ο στάδιο: Θυμός. Προς τον Θεό, τον απολεσθέντα και όλους.
4ο στάδιο: Ενοχές. Για όλα. Για ό,τι δεν πρόλαβε να γίνει. Για ό,τι έγινε. Για το ότι είναι ζωντανός ο πενθούντας.
5ο στάδιο: Άγχος. Τι θα ήθελε ο άλλος να κάνει; Συνειδητοποίηση της θνησιμότητάς μας.
6ο στάδιο: Κατάθλιψη. Στο γεγονός, ότι πρέπει να το αποδεχτώ.
7ο στάδιο: Συνειδητοποίηση και Αποδοχή. Ενσωμάτωση των καλών στοιχείων.
Περιπλεγμένο πένθος: Ένταση, χωρίς δυνατότητα να βγει κάποιος εύκολα από αυτό.
Ας έχουμε υπόψη μας, ότι το μη αναστρέψιμο του θανάτου το συνειδητοποιεί το παιδί γύρω στα 5 χρόνια του. Καλό είναι να αποφεύγουμε να απαντάμε γραμμικά στις ερωτήσεις των παιδιών και να τα παίρνουμε στις κηδείες, ώστε να συμφιλιωθούν με το ανθρώπινο κομμάτι του θανάτου.
Μερικές απώλειες:
•Το διαζύγιο
•Το πέρασμα στην εφηβεία και αργότερα στην ενήλικη ζωή
•Πρώτη και μετέπειτα ερωτικές απογοητεύσεις
•Χάσιμο φίλων
•Διάγνωση σωματικής ή νοητικής μειονεξίας του παιδιού
•Απόπειρα αυτοκτονίας
•Ψυχική ασθένεια
•Σωματική ασθένεια ή βλάβη
•Ανάμειξη αστυνομίας
•Αποτυχία στο σχολείο
•Βία
•Αποχώρηση από το σχολείο
H διαδικασία του πένθους
Το πένθος είναι επίπονο και ο πόνος που προκαλεί είναι πολλές φορές αφόρητος. Αυτό συμβαίνει, γιατί κατά τη διάρκεια του πένθους ανάμικτα συναισθήματα έρχονται και φεύγουν προκαλώντας συναισθηματική σύγχυση. Το πόσο διαρκεί και το μέγεθος της δυσκολίας του εξαρτάται από διάφορους παράγοντες: από τη σχέση του επιζήσαντα με αυτόν που έχασε, από τις συνθήκες του θανάτου, αλλά και τη γενικότερη κατάσταση αυτών που…έμειναν πίσω. Το πένθος μπορεί να κρατήσει εβδομάδες, μήνες, ακόμα και χρόνια. Το μόνο που είναι σίγουρο, είναι ότι δεν ακολουθεί κάποιο συγκεκριμένο…πρόγραμμα∙ ωστόσο πάντα ο πόνος απαλύνεται με την πάροδο του χρόνου.
Ακριβώς επειδή το πένθος είναι κάτι τόσο επίπονο, πολλοί άνθρωποι προσπαθούν να το «ξεπεράσουν» με το να αρνούνται τον πόνο. Όμως οι έρευνες υποστηρίζουν, πως όταν δεν δουλεύουμε τα συναισθήματά μας, τότε ο πόνος δεν εξαφανίζεται ως διά μαγείας. Απλά παραμένει και μπορεί να έρχεται στην επιφάνεια με άλλους τρόπους, με άλλα συναισθήματα και συμπτώματα.
Τα συναισθήματα του πένθους
Σύμφωνα με την Elisabeth Kübler-Ross, που πρώτη αναφέρθηκε επιστημονικά στην εμπειρία του πένθους, υπάρχουν 5 στάδια που περνά κανείς κατά τη διάρκεια του πένθους:
1. Άρνηση (Αποκλείεται, δεν μπορεί να έχασα τον αγαπημένο μου!). Οι συνηθέστερες πρωταρχικές αντιδράσεις είναι η άρνηση της πραγματικότητας. Το άτομο μπορεί να μην πιστεύει ότι συνέβη αυτό, έτσι μπλοκάρεται κάθε συναισθηματική αντίδραση. Υπάρχει ανάγκη να βρεθεί στο σημείο που συνέβη ο θάνατος του αγαπημένου προσώπου, να πάρει πληροφορίες, αναζητά συνεχώς διαβεβαιώσεις, ή αντίθετα έχει μία ανάγκη φυγής. Πολλοί άνθρωποι καθησυχάζονται αναζητώντας αγαπημένα αντικείμενα που τους θυμίζουν το πρόσωπο που έχασαν. Άλλοι μπορεί να μη νιώθουν συναισθήματα, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, περιμένουν να τον δουν ξανά, και άλλοτε να βυθίζονται στη θλίψη. Αυτή η περιστασιακή απόσταση από την πραγματικότητα λειτουργεί προστατευτικά για αυτόν που πενθεί.
2. Θυμός (Είναι άδικο, γιατί σ᾽ εμένα; Δεν πρόλαβα να ζήσω με τον άνθρωπό μου αυτά που ήθελα!). Ανάμεσα στις πρώτες αντιδράσεις είναι και ο θυμός. Ο πενθών θυμώνει και εξεγείρεται γι᾽ αυτό που συνέβη. Μπορεί να είναι εχθρικός και επιθετικός απέναντι στους άλλους, στον Θεό, στη μοίρα. Μπορεί να ψάχνει εναγωνίως να βρει υπαίτιο για αυτό που συνέβη. Άμεσα προκύπτουν και σωματικές αντιδράσεις όπως η απώλεια της όρεξης, η απώλεια ύπνου, το αίσθημα κόπωσης ή μία υπερκινητικότητα και υπερένταση. Οι πενθούντες υποφέρουν από σωματικές ενοχλήσεις, όπως πόνους στην πλάτη, το κεφάλι, πικρή γεύση στο στόμα, στεγνό λαιμό, τυμπανισμούς, δύσπνοια, απώλεια μαλλιών ή άσπρισμα μαλλιών, ταχυπαλμίες, ζαλάδες και ρίγη.
3. Διαπραγμάτευση (Τουλάχιστον, ας μην μου συμβεί κάτι άλλο κακό, δεν θα το αντέξω). Σταδιακά, ο πενθών περνάει στο στάδιο της διαπραγμάτευσης. Αρχίζει να συνειδητοποιεί και να διαπραγματεύεται την πραγματικότητα, την απώλεια.
4. Κατάθλιψη (Δεν έχω ελπίδες, απλώς θα περιμένω να πεθάνω για να πάω να βρω τον άνθρωπό μου). Η αναγνώρισης της απώλειας συνάδει με τη φάση της κατάθλιψης. Σε αυτή τη φάση, ο πενθών αναζητά να συζητά για το αγαπημένο του πρόσωπο, να βρίσκει φωτογραφίες, μουσική και ό,τι του θυμίζει τη σχέση του. Στο στάδιο αυτό το κλάμα είναι μία θετική εκτόνωση για τον πενθούντα, και είναι κυρίως οι άνδρες, που δυσκολεύονται να εκφραστούν έτσι. Παράλληλα εμφανίζονται διαταραχές του ύπνου, εφιάλτες, αφυπνίσεις, παραισθήσεις, υπνηλία, αλλά και απώλεια ή αύξηση της όρεξης. Λόγω της κακής ψυχικής διάθεσης αλλά και της διαταραχής του ύπνου, προκύπτουν και διάφορα προβλήματα υγείας. Το άτομο μπορεί να αυτοκατηγορείται για πράγματα που έκανε ή δεν έκανε, να έχει ενοχές και να παρουσιάζει μία συνεχή κόπωση. Σε αυτή τη φάση μπορεί να εκδηλώσει και άγχος, φόβο ότι τρελαίνεται, ότι θα πεθάνει και εκείνο, αγωνία για εκκρεμότητες που έχει αφήσει ο θανών. Προβλήματα, τα οποία τον απομακρύνουν από το αίσθημα οδύνης. Ταυτόχρονα μπορεί να εμφανίζει δυσκολίες συγκέντρωσης, προσοχής, μνήμης και αντίληψης. Ακόμα και ο λόγος του πενθούντα μπορεί να επιβραδύνεται. Δείχνει θλιμμένος, είναι ευσυγκίνητος, απαισιόδοξος, απελπισμένος, νιώθει μόνος, είναι συναισθηματικά ασταθής και παραπονιάρης. Μπορεί να αποφεύγει τον κόσμο και συγκεντρώσεις στο περιβάλλον του, γιατί τον βυθίζουν σε μεγαλύτερη θλίψη. Φαίνεται να χάνει τους στόχους του. Μπορεί ακόμα να νιώσει απελπισία, μέχρι τον βαθμό να σκεφτεί την αυτοκτονία. Άλλες φορές ταυτίζεται με το νεκρό, παρουσιάζει τα ίδια σωματικά συμπτώματα με εκείνον, μιμείται τη συμπεριφορά του, ακολουθεί τα ενδιαφέροντά του. Άλλοτε τον εξιδανικεύει και άλλοτε έχει αμφιθυμία απέναντί του.
5. Αποδοχή (Εντάξει, ο χρόνος θα μου δείξει πως όλα θα πάνε καλά!). Στην ουσία ο πενθών χρειάζεται με το πέρασμα του χρόνου να αναβιώσει όλες τις κοινές αναμνήσεις, ώστε να αποδεχθεί ότι έχουν παρέλθει και να αποδεσμευθεί από κάθε προσδοκία για επανένωση.
Οι έρευνες μαρτυρούν, πως οι περισσότεροι άνθρωποι περνούν από τα παραπάνω στάδια με αυτήν ακριβώς τη σειρά. Ωστόσο η εμπειρία στην ψυχοθεραπεία μιλά για μεγάλη απόκλιση, αναλόγως τον κάθε άνθρωπο και την προσωπικότητά του. Αρκετές φορές μάλιστα, όπως προείπαμε, αυτά τα συναισθήματα συνυπάρχουν, με αποτέλεσμα να οδηγούν τον άνθρωπο που πενθεί σε ψυχολογικό αδιέξοδο.
Πως μπορώ να διαχειριστώ το πένθος μου
Όπως ήδη αναφέρθηκε, το πένθος είναι μία πολύ προσωπική εμπειρία για τον καθένα. Κάθε άνθρωπος βρίσκει διαφορετικούς τρόπους να επεξεργαστεί αυτό που του συμβαίνει και να προχωρήσει στη ζωή του. Δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθούν αυτά τα δυσάρεστα συναισθήματα, αλλά σίγουρα υπάρχει τρόπος να τα διαχειριστούμε.
•Μιλήστε: Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν βοηθητικό να μιλούν για τα συναισθήματά τους και τις σκέψεις τους σε άλλους, οπότε και είναι καλό να αναζητάτε τα κοντινά σας πρόσωπα για συντροφιά. Πολλοί άνθρωποι δυσκολεύονται να εκφράζονται στους άλλους, είτε από φόβο μην τους επιβαρύνουν, είτε από φόβο μην γίνουν κουραστικοί και έτσι συσσωρεύουν τα συναισθήματά τους χωρίς να τα μοιράζονται. Είναι καλό να συζητάτε για αυτά που νιώθετε, να εκφράζεστε. Ακόμα και αν δεν έχετε ανθρώπους για να σας βοηθήσουν σε αυτό, αναζητήστε κάποια ομάδα υποστήριξης/αλληλοβοήθειας ή κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας, που μπορεί να σας βοηθήσει να εκφραστείτε.
•Πίστη: Πολλοί άνθρωποι αντλούν δύναμη από τη θρησκεία και την πίστη τους. Οι θρησκευτικές ενασχολήσεις, όπως η προσευχή, μπορούν να σας προσφέρουν την παρηγοριά και την ελπίδα που αναζητάτε.
•Γράψτε: Πολλοί άνθρωποι βρίσκουν βοηθητικό να καταγράφουν τις σκέψεις τους και τα συναισθήματά τους με μορφή ημερολογίου ή ακόμα και γράμματος. Η καταγραφή είναι ένας τρόπος να εκτονωθούν όλα τα συναισθήματα, αλλά και να «μπουν σε μία τάξη»
•Ασκηθείτε: Η φυσική άσκηση, ο σωματικός κάματος είναι πολύ βοηθητικός, καθώς μέσα από αυτή τη διαδικασία εκφορτίζεται η ένταση που νιώθετε.
•Διαβάστε: Πολλοί είναι αυτοί που παίρνουν υποστήριξη μέσα από την ανάγνωση βιβλίων που διαπραγματεύονται ανάλογα βιώματα.
•Βγείτε: Συχνά ο πενθών αποφεύγει να εμπλέκεται σε κοινωνικές δραστηριότητες, γιατί νιώθει ότι βυθίζεται περισσότερο στη θλίψη ή ακόμα ότι αποτελεί «κακή» παρέα για τους άλλους. Είναι καλό όμως να επαναδραστηριοποιηθείτε κοινωνικά, να συναντηθείτε με φίλους, στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό.
•Μην βιάζεστε: Πολλοί προσπαθούν να μην αλλάξουν καθόλου την καθημερινότητά τους, επιστρέφουν αμέσως στη δουλειά, οργανώνουν τις εκκρεμότητες, παίρνουν αποφάσεις. Η αλήθεια είναι, ότι η απασχόληση βοηθάει τον πενθούντα να αποσπάται η προσοχή του, αλλά δεν είναι απαραίτητο να πιέσετε τον εαυτό σας να γίνουν όλα αμέσως. Μην αγνοείτε την ανάγκη σας να πενθήσετε. Μην βιάζεστε να πάρετε αποφάσεις, γιατί το μυαλό δεν σκέφτεται καθαρά κάτω από την πίεση όλων αυτών των δυσάρεστων συναισθημάτων. Αναβάλετε για λίγο τις μεγάλες αποφάσεις π.χ. τη μετοίκηση, την αλλαγή εργασίας κ.τ.λ. και γίνετε λίγο πιο ευέλικτοι με το πρόγραμμά σας, γιατί σίγουρα χρειάζεστε προσωπικό χρόνο.
•Οργανώστε τις επετειακές ημερομηνίες: Γιορτές, επέτειοι, αλλά και ημερομηνίες κλειδιά για την απώλεια είναι συχνά μέρες, στις οποίες πυροδοτούνται όλα τα συναισθήματα και οι σκέψεις σας. Είναι καλό τέτοιες μέρες να έχετε προετοιμαστεί, με ποιους θα είστε και τι θα κάνετε, ώστε να έχετε την υποστήριξη που χρειάζεστε.
Τι ανάγκες έχει αυτός, που βιώνει την απώλεια
Πολλοί είναι αυτοί, οι οποίοι παραδέχονται ότι δεν ξέρουν πώς να φερθούν στον πενθούντα, και πώς να τον στηρίξουν. Σίγουρα, τα ειλικρινή συλλυπητήρια ανακουφίζουν, γιατί είναι η λεκτική έκφραση του πόσο συν-λυπούμαστε -πόσο ταυτιζόμαστε- με τον πόνο του. Βέβαια, η απώλεια και η απομόνωση γίνεται αντιληπτή μετά τη θρησκευτική τελετή, καθώς σταδιακά ο πενθών απομονώνεται κοινωνικά. Πολλές φορές η ίδια η στάση του πενθούντα (αμφιθυμία, επιθετικότητα, παράπονα) μπορεί να καθιστά δύσκολες τις κοινωνικές επαφές, όμως ακόμα και σε αυτές τις καταστάσεις απαιτείται υπομονή και συμπαράσταση ακόμα και στον πενθούντα που είναι θυμωμένους με όλους και με όλα. Η κοινωνική υποστήριξη φαίνεται να παρέχει τη συναισθηματική αλλά και πρακτική βοήθεια την οποία χρειάζεται ο πενθών, με αποτέλεσμα να παρουσιάζει μικρότερο αριθμό καταθλιπτικών φάσεων, σε αντίθεση με κάποιο μοναχικό πενθούντα. Τον ίδιο ρόλο παίζουν και οι ομάδες υποστήριξης και αλληλοβοήθειας.
•Άκου
•Πρόσφερε πρακτική βοήθεια
•Μην αποφεύγεις να αναφέρεις το όνομα του νεκρού
•Μην μειώνεις την απώλεια
Αυτό το οποίο θα πρέπει να απασχολήσει το περιβάλλον είναι όταν:
•Δεν υπάρχει εξωτερικευμένη αντίδραση απέναντι στην απώλεια και θα πρέπει να αναζητήσουν υποστήριξη από κάποιο ειδικό ψυχικής υγείας.
•Όταν για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ο πενθών δεν φαίνεται να οδηγείται στην αποδοχή της απώλειας, είναι καλό να δεχθεί υποστήριξη από κάποιον ειδικό ψυχικής υγείας.
Τα συμπτώματα του πένθους
Είναι πολύ πιθανό κατά τη διάρκεια του πένθους να προκύψουν διάφορα ψυχοσωματικά συμπτώματα, ειδικά στην περίπτωση που αυτός που πενθεί βρίσκεται σε διαρκή άρνηση. Είναι τότε, που αυξάνονται οι πιθανότητες να έρθουν στην επιφάνεια συμπτώματα σωματικά που όμως υποδηλώνουν ψυχολογική κόπωση και κατάπτωση. Για παράδειγμα, εμφανίζονται πολλές φορές τα παρακάτω: διαταραχές της όρεξης, διαταραχές του ύπνου, έντονο στρες, έντονος θυμός, που όμως έχει λάθος δέκτες (π.χ. θυμός προς τα παιδιά, ενώ πέθανε η μητέρα τους). Επειδή αυτά τα συμπτώματα μπορεί να αποβούν εξαιρετικά επιβλαβή, προτείνονται τα παρακάτω.
Πως εκφράζεται το πένθος
Ανέκαθεν και σε όλους τους πολιτισμούς το πένθος τείναμε να το διαχειριζόμαστε μέσα από την τέλεση θρησκευτικών τελετουργιών και καθηκόντων, και το εκφράζαμε μέσα από τη θλίψη, τα «μοιρολόγια» και τα συναισθηματικά ξεσπάσματα. Ο δρόμος του πένθους είναι μοναχικός και επίπονος, ιδιαίτερα στις σύγχρονες κοινωνίες, όπου οι παραδοσιακές τελετουργίες τείνουν να εξαλειφθούν και τα συναισθηματικά ξεσπάσματα τείνουν να θεωρηθούν ακατάλληλα και παλεύουμε να τα καταπνίξουμε. Όμως, το πένθος, είναι και μία διαφορετική εμπειρία για τον κάθε άνθρωπο: άλλος μπορεί να πενθεί ανοιχτά και να εκφράζεται, ενώ άλλος όχι. Για άλλους το πένθος είναι μία σύντομη διεργασία και για άλλους μπορεί να διαρκεί πολύ καιρό. Η ένταση και η βαρύτητα των συναισθημάτων εξαρτάται και από τις ιδιαίτερες συνθήκες της απώλειας. Μία ξαφνική απώλεια είναι πιο δύσκολη από μία αναμενόμενη απώλεια. Όσο πιο σημαντικό ήταν το πρόσωπο για τη ζωή του πενθούντα, τόσο πιο δύσκολη η διεργασία του πένθους. Επιπλέον, ο τρόπος που θα βιώσει ο καθένας το πένθος του εξαρτάται τόσο από τη σχέση που είχε, από την προσωπικότητά του, από την ύπαρξη υποστηρικτικού δικτύου, τις συνθήκες που ζει αλλά ακόμα και από τυχαία γεγονότα στη ζωή του. Το μόνο που είναι σίγουρο, είναι ότι χρειάζεται χρόνο και η αποδοχή έρχεται σταδιακά, και γι’ αυτό τον λόγο απαιτείται υπομονή.
Δεν υπάρχει σωστός τρόπος να πενθήσει κανείς, αλλά κάποια συναισθήματα, ανεξάρτητα από τον τρόπο που εκφράζονται, είναι κοινά σε όλους που έχουν πενθήσει ή ακόμα πενθούν. Αυτά τα κοινά συναισθήματα, σκέψεις και συμπεριφορές οι ειδικοί τα έχουν «οργανώσει» με τη μορφή σταδίων του πένθους. Τα στάδια του πένθους είναι μία γνωστή έκφραση σε πολλούς, αλλά αυτό που είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς είναι ότι τα στάδια δεν είναι σαφή «βήματα» που πρέπει κάθε ένας να κάνει. Σε πολλές περιπτώσεις κάποια στάδια εμφανίζονται ταυτόχρονα, σε άλλους ανθρώπους αυτές οι διεργασίες διαδέχονται η μία την άλλη γρήγορα, σε άλλους ανθρώπους αυτή η διεργασία μπορεί να γίνει αργά, ενώ σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να μην προκύψει η ολοκλήρωση των σταδίων και συνεπώς να μην καταλήξει το άτομο στην αποδοχή της νέας πραγματικότητας.
Τι επιπλοκές υπάρχουν στην ψυχική υγεία από το πένθος
Το πένθος μπορεί να αποτελέσει την αφορμή για την εκδήλωση ψυχιατρικών διαταραχών, όπως η κατάθλιψη. Το πένθος έχει πολλά κοινά σημεία με την κατάθλιψη και τη μελαγχολία, αλλά διαφέρει και σημαντικά από αυτή. Τα κοινά χαρακτηριστικά είναι η καταθλιπτική διάθεση, η αναστολή των καθημερινών δραστηριοτήτων, η έλλειψη ενδιαφερόντων, το κλάμα, οι διαταραχές του ύπνου (αϋπνίες, υπνηλία, αφυπνίσεις, νυχτερινοί εφιάλτες) όπως και οι διαταραχές στη διατροφή. Είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε το παθολογικό από το φυσιολογικό πένθος. Κυριότερα μπορεί να διακριθεί, όταν τα συμπτώματά του και η βαριά καταθλιπτική διάθεση συνοδεύονται από αυτοκαταστροφικές τάσεις και από σοβαρές επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής του ατόμου για παραπάνω από 6 μήνες. Το παθολογικό πένθος διακρίνεται από την αδυναμία του ατόμου να αποδεχθεί την πραγματικότητα και σταδιακά να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις τους για τις καθημερινές απαιτήσεις της ζωής. Επίσης μπορεί να παρατηρηθεί επίμονο άγχος, υποχονδρίαση, τάσεις αυτοκτονίας, άρνηση αποδοχής του θανάτου, επίμονη προσήλωση σε ό,τι αφορά τον νεκρό. Αν τα συναισθήματα του πένθους δεν υποχωρούν με το πέρασμα του χρόνου, είναι πιθανό να έχει εξελιχθεί σε κάτι πιο σοβαρό και περιπλεγμένο. Σε αυτή την περίπτωση είναι καλό να αναζητήσετε βοήθεια από κάποιο ειδικό ψυχικής υγείας.
Πως μπορεί να βοηθήσει ένας Ειδικός Ψυχικής Υγείας
Ο ειδικός μπορεί να βοηθήσει να εκφραστείτε, να σας βοηθήσει στη διεργασία αυτών των συναισθημάτων και σταδιακά να σας ενθαρρύνει να επαναδραστηριοποιηθείτε. Ειδικά στις περιπτώσεις, όπου τα συναισθήματα είναι πολύ έντονα, σας στερούν από την καθημερινότητά σας και δεν υποχωρούν με το πέρασμα του χρόνου, είναι σημαντικό να αναζητήσετε βοήθεια.
Σε περιπτώσεις βαριού πένθους, ο θεράπων ιατρός μπορεί να κρίνει ότι απαιτείται και κάποια φαρμακευτική αγωγή. Σε αυτή την περίπτωση συνήθως χορηγούνται αντικαταθλιπτικά, τα οποία μειώνουν την ένταση των δυσφορικών συμπτωμάτων και ανακουφίζουν τον πενθούντα.
Γιατί είναι σημαντικό να ξέρουν τα παιδιά για το θάνατο;
•Γιατί συμφιλιωνόμαστε με κάτι που αφορά τους πάντες
•Βάζει ένα μέτρο στη ζωή μας και δημιουργεί φιλοσοφία ζωής
•Δίνει νόημα στην αξία, την πραγματική αξία της ζωής
•Μας κάνει να κατανοούμε καλύτερα την αίσθηση της όμοιας ανθρώπινης μοίρας
Έτσι, και η Σαρακοστή και το Πάσχα είναι μια πολύ καλή ευκαιρία να μιλήσουμε στα παιδιά μας για το πένθος και την απώλεια. Λίγα παιδιά γνωρίζουν, πως η Σαρακοστή είναι περίοδος πένθους για 40 μέρες, όπως έχουμε και στον νεκρό. Αποφεύγουμε να τα ενημερώσουμε γι᾽ αυτό. Κι όμως, το πένθος είναι κάτι που το παιδί μας, όπως και εμείς, μπορεί να το ζήσει με την κάθε απώλεια. Απώλειες είναι, όταν τσακωθεί με έναν φίλο, όταν χάσει ένα αγαπημένο αντικείμενο, όταν μεγαλώσει και αποχαιρετίσει τη μία ηλικιακή φάση (παιδική προς εφηβεία) και πάει στην επόμενη, στην απώλεια ενός κατοικίδιου και, βέβαια, στην κορυφαία στιγμή πόνου, όταν χαθεί κάποιο πρόσωπο από τη ζωή του.
Είναι σημαντικό να περάσουμε στα παιδιά, ανάλογα προς την ηλικιακή τους φάση, το μήνυμα της θνησιμότητας, και να τα μάθουμε να χαίρονται τη ζωή τους μέσα στα ανθρώπινα και πραγματικά πλαίσια.
Σύντομο βιογραφικό της κ. Αγάθης Βαλανίδου
Κατάγεται από τη Μόρφου. Είναι έγγαμος, παντρεμένη με τον αρχαιολόγο-βυζαντινολόγο, κ. Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, και μητέρα 5 παιδιών.
Απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική.
Ψυχίατρος από το 1998, διορισμένη στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας.
Από το 2011 είναι Βοηθός Διευθύντρια Κλινικής /Τμήματος, Υπεύθυνη Νοσοκομείου Αθαλάσσας.
Εισήγηση στην Η΄ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Β’ Ακαδημαϊκού Έτους (2013-2014)
Η΄ Συνάντηση (28.04.2014)
Ομιλητής: Δρ. Γιάννης Κιτρομηλίδης, Ψυχίατρος
Ο κ. Γιάννος Κιτρομιλίδης Πανιερώτατε,
Σεβαστοὶ πατέρες,
Αγαπητοί αδελφοί,
Χριστός ανέστη!
Τι είναι νόσος γενικά
Νόσος είναι κάθε βλάβη και δυσλειτουργία της φυσικής και διανοητικής μας υπόστασης. Είναι συνέπεια του ότι είμαστε φυσικά φθαρτοί. Και το να είμαστε φθαρτοί, είναι συνέπεια της υψηλής οργάνωσης, συνθετότητας, διαφοροποίησης και, κατά κάποιο τρόπο, «απομάκρυνσης» από την Φύση που μας χαρακτηρίζει, και αυτό είναι αντίθετο προς την ιδιότητα της ύλης να ρέπει προς καταστάσεις ομογενοποίησης, χαμηλής ενέργειας και αταξίας. Με άλλα λόγια είμαστε, κατά κάποιο τρόπο, σαν ξένα σώματα μέσα στην φύση και, από την στιγμή που δημιουργούμαστε, αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση προς το «γῆ εἶ καὶ εἰς γῆν ἀπελεύσῃ» (Γεν. 3,19), η φύση αρχίζει να μας φθείρει, μέχρι να μας αφομοιώσει ξανά δια του θανάτου.
Είναι ενδιαφέρον, ότι σε ένα άλλο σύστημα αναφοράς η φθορά επίσης αποδίδεται σε μιαν άλλη «διαφοροποίηση», αυτήν του προπατορικού αμαρτήματος, μιας αποστασίας εκ προαιρέσεως, με την οποία διαχωρίσαμε την θέση μας από την Αρχήν την συνέχουσαν πάντα, καθιστώντας τον εαυτό μας ξένο σώμα μέσα στην Εδέμ.
Τι είναι ψυχική νόσος
Με ανάλογο τρόπο, υπόκειται στη φθορά και δυσλειτουργία και το ψυχικό όργανο, πολλώ μάλλον αφού πρόκειται για το πιο εξελιγμένο όργανο-σύνολο λειτουργιών, που μας καθιστά μοναδικούς. Και η ποικιλία νόσων και διαταραχών, που εδώ αντιμετωπίζουμε, είναι εξίσου μοναδική. Εδώ ο όρος «διαταραχή» είναι προτιμότερος, γιατί η ψυχική νόσος συνήθως δεν είναι οργανική, δεν οφείλεται σε βλάβη του φυσικού υποστρώματος, αλλά είναι λειτουργική, είναι απορύθμιση της αρμονικής συνεργασίας των διάφορων μερών του πολυσύνθετου ψυχικού οργάνου. Απορύθμιση, που γίνεται πιο πιθανή, όσο πιο σύνθετος και εξελιγμένος γίνεται ο ψυχισμός.
Τα αίτια της ψυχικής νόσου είναι ποικίλα, γιατί προέρχονται από τις διάφορες συνιστώσες που συνθέτουν το ψυχικό όργανο και αλληλοκαθορίζονται. Έτσι είναι οργανικά-γενετικά, και επομένως πιθανόν κληρονομικά, επίκτητα, που οφείλονται σε βιώματα και εμπειρίες, και εκείνα που επιβάλλονται από το περιβάλλον, τις κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες. Τέλος, είναι τα ιδιοσυγκρασιακά, που αφορούν τις ιδιαίτερες ευαισθησίες και ευαλωτότητες της προσωπικότητας του ατόμου.
Ο όρος «ψυχικές νόσοι» δεν αναφέρεται στην Ψυχή μας, που όλοι γνωρίζουμε, αλλά στις ανώτερες λειτουργίες του εγκεφάλου, που είναι η Σκέψη, ο Λόγος, το Συναίσθημα και η Συμπεριφορά. Αυτό σημαίνει, ότι τα λεγόμενα «ψυχοφάρμακα» δεν επηρεάζουν την Ψυχή, που είναι άυλη και δεν εδράζεται σε κάποια συγκεκριμένη περιοχή του σώματος, αλλά μόνο τις λειτουργίες του εγκεφάλου. Σημαίνει, ακόμα, ότι ψυχικές διαταραχές είναι δυνατό να παρουσιάσουν και άνθρωποι που πιστεύουν στον Θεό και βρίσκονται σε κατάσταση προχωρημένου πνευματικού αγώνα, ειδικά σε μεγαλύτερες ηλικίες, που η κατάθλιψη είναι συχνή και εμφανίζεται και η διανοητική έκπτωση, λόγω της φθοράς του εγκεφαλικού ιστού.
Οι ψυχικές λειτουργίες βρίσκονται σε στενή και συνεχή αλληλεπίδραση, η μια καθορίζοντας την άλλη, σε ένα δυναμικό και σε συνεχή κίνηση σύνολο που αποτελεί τον ψυχικό κόσμο, ο οποίος σε ομαλές συνθήκες βρίσκεται σε κατάσταση δυναμικής -όχι στατικής- ισορροπίας και σε θέση προσαρμογής στον περιβάλλοντα κόσμο. Κάθε ψυχική νόσος ανατρέπει αυτή την ισορροπία σε βαθμούς που κυμαίνονται από τις ήπιες μορφές –που θεωρούνται παραλλαγές του φυσιολογικού, το να θεωρείται κάποιος «εκκεντρικός» ή «ιδιόρρυθμος»- μέχρι τις πιο σοβαρές, που χαρακτηρίζονται από ακραίες διαταραχές των ψυχικών λειτουργιών, όπως αποδιοργάνωση της Σκέψης, Λόγο που απουσιάζει ή δεν επικοινωνεί, συναίσθημα σε πλήρη δυσαρμονία με το περιβάλλον, συμπεριφορά επικίνδυνη ή αυτοκαταστροφική.
Η ψυχική διαταραχή παρουσιάζει μια ρευστότητα και εξελικτικότητα, γιατί παρακολουθεί τις εξελίξεις της κοινωνίας και χρησιμοποιεί δεδομένα του πολιτισμικού περιβάλλοντος στο οποίο αναπτύσσεται. Αυτό είναι αναπόφευκτο, αφού το ψυχικό όργανο είναι το μέσον προσαρμογής μας στον κόσμο. Έτσι, μια ψυχική κατάσταση, που θεωρείται διαταραγμένη σε μια δεδομένη εποχή ή κουλτούρα, μπορεί να είναι αποδεκτή σε μια άλλη, αν είναι καλύτερα προσαρμοσμένη μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Αυτή η παρατήρηση δημιούργησε ερωτήματα για το τι είναι η ψυχική νόσος και ακόμα αν, τελικά, υπάρχει. Χαρακτηριστική ήταν και η απουσία αντικειμενικών ευρημάτων στις αιματολογικές και απεικονιστικές εξετάσεις. Μόνο πρόσφατα είναι που η προηγμένη Βιολογική Ψυχιατρική εντοπίζει συγκεκριμένες αλλαγές σε βιολογικούς δείκτες και στη λειτουργία περιοχών του εγκεφάλου, που φαίνεται να σχετίζονται με ψυχικές διαταραχές.
Αυτός είναι ο λόγος, που θα παρουσιάσω το νόημα της ψυχικής νόσου όχι στη βάση των συμπτωμάτων, τα οποία μπορεί κάποτε και να μην φαίνονται, αλλά στη βάση της συνολικής θεώρησης και εκτίμησης ενός ατόμου, που χαρακτηρίζεται ως ψυχικά πάσχον. Εκτίμησης του τρόπου, με τον οποίο υπάρχει και αλληλεπιδρά με το περιβάλλον αυτό το άτομο. Δεν θα αναφερθώ από την αρχή στη λεγόμενη κλινική εικόνα, γιατί αυτή είναι ασταθής και ποικίλλουσα, άλλοτε κραυγαλέα και πασιφανής και άλλοτε εξαιρετικά διακριτική ή συγκεκαλυμμένη. Μπορεί να υπάρχουν συμπτώματα χωρίς ουσιαστική νόσο και νόσοι χωρίς εμφανή συμπτώματα.
Θα βασιστώ λοιπόν στη φαινομενολογία της ψυχικής διαταραχής, που είναι η υπαρξιακή ουσία, ο τρόπος που διάγει ένα άτομο, που βρίσκεται πέρα από τα όποια συμπτώματα και μπορεί να είναι λιγότερο ορατός, αλλά περισσότερο αισθητός. Αυτό σημαίνει, ότι συχνά τη διαπίστωση της διαταραχής δεν την κάνουμε με αυτό που βλέπουμε, αλλά με αυτό που αυτά τα άτομα μας κάνουν να αισθανόμαστε ή από την επίδραση που βλέπουμε να έχουν στο περιβάλλον τους.
Φαινομενολογία των ψυχικών διαταραχών
Ενώ η κλινική εικόνα, δηλ. τα συμπτώματα, μπορεί να διαφέρουν και να ποικίλλουν πολύ από τη μια διαταραχή στην άλλη, αλλά και συμπτώματα μπορεί να υπάρχουν και σε καταστάσεις που συνιστούν παραλλαγές του φυσιολογικού, υπάρχει ένα σύνολο γνωρισμάτων που ανευρίσκονται και είναι κοινά σε όλες τις ψυχικές διαταραχές και που, όταν συνυπάρχουν, τότε κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται όντως για ασθένεια. Τα γνωρίσματα αυτά είναι τα εξής:
α. Διαταραχή της «κοινωνίας» (σχέσεων, συναναστροφής και επικοινωνίας).
β. Διαταραχή της αγάπης.
γ. Διαταραχή της ελευθερίας.
δ. Διαταραχή της υπευθυνότητας.
ε. Διαταραχή της περιχώρησης.
α. Διαταραχή της «κοινωνίας»
Η κοινωνία μεταξύ των ατόμων βασίζεται σε κοινά αποδεκτές έννοιες, ένα κώδικα, που αποτελείται από ένα σύνολο συμφωνημένων υπονοουμένων και μια κοινή αντίληψη της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Το ψυχικά πάσχον άτομο έχει ανώμαλες σχέσεις με τους άλλους ή είναι απομονωμένο. Οι συναναστροφές του είναι επεισοδιακές, διακεκομμένες ή παύουν να υπάρχουν, και η επικοινωνία του φτωχή, ασταθής, άλλοτε φορτική και άλλοτε ανύπαρκτη και, κυρίως, μη παραγωγική. Ο λόγος δεν εκφέρει τα φυσιολογικά αναμενόμενα μηνύματα. Δεν ανταποκρίνεται στις κοινά αναγνωριζόμενες συνθήκες, αλλά εκφράζει μια υποκειμενική ξεχωριστή πραγματικότητα, που δεν είναι κατανοητή από τους άλλους, και την οποία το άτομο επιμένει να τους επιβάλει. Στις σοβαρότερες ψυχικές διαταραχές, το άτομο κατασκευάζει και δικές του λέξεις, τους λεγόμενους «νεολογισμούς». Τον 19ο αιώνα, στις απαρχές της Ψυχιατρικής, οι ψυχίατροι λέγονταν «aliénistes», δηλαδή εκείνοι που ασχολούνταν με τους «αποξενωμένους» (aliéné), όπως χαρακτήριζαν τους ψυχασθενείς.
Το ψυχικά πάσχον άτομο βρίσκεται σε κατάσταση «ακοινωνησίας», είναι απομονωμένο, και μέρος των συμπτωμάτων του προέρχεται ακριβώς από την -συχνά αποδιοργανωμένη, ανάρμοστη, απέλπιδα και αναποτελεσματική- προσπάθεια να επικοινωνήσει με τους άλλους για να βγει από την μοναξιά του. Ο φόβος της μοναξιάς είναι θεμελιώδης σε όλους μας. «Οὐ καλὸν εἶναι τὸν ἄνθρωπον μόνον», (Γεν. 2,18), είναι το πρώτο σχόλιο που έγινε για τον άνθρωπο από τον ίδιο τον Δημιουργό, σαν προδιαγραφή της φύσης μας και της πιο θεμελιώδους υπαρξιακής μας ανάγκης.
β. Διαταραχή της αγάπης
Το ψυχικά πάσχον άτομο δεν αγαπά και δεν εμπνέει αγάπη. Στις σοβαρές ψυχικές διαταραχές, τις ψυχώσεις και παράνοιες, το άτομο νιώθει να ζει σε έναν εχθρικό κόσμο που τον καταδιώκει, τον παρακολουθεί με κάμερες και αυτοκίνητα και συνωμοτεί για να του κάμει κακό. Μέρος της συνωμοσίας γίνονται και τα πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού περιβάλλοντος, οι φίλοι και συγγενείς, ο ψυχίατρος που θα τον δηλητηριάσει με φάρμακα και, ακόμα, και ο Πνευματικός, που μέχρι χτες εμπιστευόταν. Είναι μια διαταραχή, που βασίζεται στην παντελή αποδυνάμωση κάθε πίστης σε κάτι καλό. Το μόνο που υπάρχει είναι η ακλόνητη πεποίθηση και «γνώση», ότι υπάρχει συνομωσία εναντίον του, που διευρύνεται με ολοένα περισσότερα άτομα. Το αποτέλεσμα είναι, ότι το άτομο γίνεται εχθρικό, παίρνει παράλογα μέτρα αυτοπροστασίας και απομονώνεται αποφεύγοντας τους άλλους. Οι άλλοι, μη καταλαβαίνοντας τι συμβαίνει, απομακρύνονται ή γίνονται κι αυτοί εχθρικοί. Στις βαρειές καταθλίψεις το άτομα στρέφει την εχθρότητα κατά του ίδιου του εαυτού του και μπορεί να αυτοκτονήσει, πιστεύοντας πως δεν αξίζει να ζει και θεωρώντας τον εαυτό του υπεύθυνο για όλα τα κακά στον κόσμο. Σε λιγότερο σοβαρές διαταραχές συναντούμε ανώριμα υποκατάστατα αγάπης, όπως την εξαρτητικότητα, την κτητικότητα, τη ζήλεια, τον φόβο εγκατάλειψης.
Ως Πνευματικοί, θα έχετε γνωρίσει θρήσκους ανθρώπους που βρίσκονται στην Εκκλησία, κυρίως για τον φόβο της Θείας τιμωρίας, τον υπολογισμό της κατοπινής ανταμοιβής ή για την προφύλαξη από εχθρικές δυνάμεις, όπως ο φθόνος και η βασκανία. Όχι από πραγματική αγάπη. Η πραγματική αγάπη προϋποθέτει καθαρότητα καρδίας, η οποία παρεμποδίζεται από τις πολλαπλές στιβάδες του δερμάτινου χιτώνα μας, που προκαλούν εσωτερικές συγκρούσεις με τις επιθυμίες, ανάγκες, ελλείμματα και φόβους τους η καθεμιά. (Η έννοια του δερμάτινου χιτώνα έχει το ψυχιατρικό και ψυχαναλυτικό της ανάλογο. Αναγνωρίζουμε μια τοπογραφία του ψυχικού κόσμου με περιοχές διαφορετικού αναπτυξιακού επιπέδου, που δημιουργούν συγκρούσεις.)
γ. Διαταραχή της ελευθερίας
Ο ψυχικά πάσχων είναι δέσμιος της διαταραχής του, τελεί σε κατάσταση προχωρημένης ανελευθερίας. Δεν μπορεί να προσφέρει επιλογές στον εαυτό του, δεν μπορεί να πάρει αποφάσεις ή κινείται παρορμητικά και απερίσκεπτα, με τρόπους κατά κανόνα επιζήμιους. Ο τρόπος που ζει υπαγορεύεται από τους φόβους και το άγχος και, σε πιο σοβαρές διαταραχές, επιβάλλεται από τη φανταστική πραγματικότητα του αποξενωμένου κόσμου του. Η ζωή του χαρακτηρίζεται από στερεότυπη επανάληψη των ίδιων σκέψεων και συμπεριφορών, γιατί δεν μπορεί να δει εναλλακτικές λύσεις. Τον διακρίνει μια χαρακτηριστική «ακαμψία» αντίληψης, σαν να φέρει πνευματικές παρωπίδες. Η σκέψη του είναι μονοδιάστατη και οι στερεότυπα επαναλαμβανόμενες αντιδράσεις του τον κάνουν τελείως προβλέψιμο. Ένα συχνό και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η ψυχαναγκαστική νεύρωση, που όλοι θα έχετε ακούσει, η οποία, στις σοβαρές της μορφές, φτάνει σε αυτοπεριορισμό των κινήσεων, μέχρι πλήρους εγκλεισμού στο σπίτι για τον φόβο της ακαθαρσίας και των μικροβίων, ενώ η ζωή είναι εγκλωβισμένη μέσα σε μια ατέλειωτη σειρά τελετουργιών (ορισμένος αριθμός και τρόπος πλυσιμάτων, ατέλειωτοι έλεγχοι απλών πραγμάτων, ορισμένος τρόπος να γίνονται οι απλές καθημερινές πράξεις). Το άτομο εξελίσσεται σε τύραννο της οικογένειας, η οποία συχνά νιώθει υποχρεωμένη να ζει σύμφωνα με τις απαιτήσεις του, με αποτέλεσμα να αποξενώνεται και η ίδια από τον κόσμο.
Ο περιορισμός της ελευθερίας εκφράζεται και με μια ηθική και συναισθηματική ακαμψία, όπου το άτομο φαίνεται αδιάλλακτο και σκληρό και ανίκανο να αντιληφθεί την άποψη ή την συναισθηματική κατάσταση των άλλων. Διακρίνεται από αυτό που χαρακτηρίζουμε σαν ιδιαίτερα χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη.
δ. Διαταραχή της υπευθυνότητας
Το ψυχικά πάσχον άτομο δεν αντιλαμβάνεται και δεν αναλαμβάνει τις προσωπικές του ευθύνες, τις οποίες φορτώνει συστηματικά στους άλλους. Για όλα φταίνε και πρέπει να φροντίσουν κάποιοι άλλοι, ο ίδιος δεν ευθύνεται ποτέ για τίποτε, είναι το αιώνιο θύμα των περιστάσεων και των κακών προθέσεων των άλλων. Οι άλλοι οφείλουν να του ικανοποιούν όλες τις ανάγκες και να του κάνουν όλες τις εξυπηρετήσεις, ενώ ο ίδιος δεν οφείλει τίποτε σε κανέναν. Αυτό μοιραία οδηγεί σε σχέσεις εξαρτητικές και τυραννικές προς το οικογενειακό περιβάλλον. Είμαι σίγουρος, πως τέτοιες καταστάσεις έχετε δει με εφήβους και νεαρά άτομα μέσα στις οικογένειες τους, οι οποίες πρόθυμα καλύπτουν και καλλιεργούν την παθολογία του παιδιού τους, βυθιζόμενες οι ίδιες στην παθολογία. Μια συχνή έκφραση αυτής της οικογενειακής ψυχοπαθολογίας είναι οι περιπτώσεις φυγοστρατίας και των πρόωρων διαζυγίων.
Το αντίθετο της απόλυτης ανευθυνότητας είναι η απόλυτη υπευθυνοποίηση, που συναντούμε στις βαρειές καταθλίψεις, τις Μελαγχολίες, όπου το άτομο αισθάνεται υπεύθυνο για όλα τα κακά του κόσμου και επιχειρεί να αυτοκτονήσει, για να τιμωρήσει τον εαυτό του και να απαλλάξει τον κόσμο από το βάρος και το μίασμα της ύπαρξής του.
ε. Διαταραχή της περιχώρησης
Στον κόσμο του ψυχικά πάσχοντος δεν υπάρχει θέση για άλλους, αλλά ο ψυχικά πάσχων επιζητεί κυρίαρχη θέση στον κόσμο των άλλων για να τον ελέγξει. Οι άλλοι δεν υπάρχουν ως πραγματικά, ζωντανά πρόσωπα, με τα οποία ενδιαφέρεται να επιδράσει αμοιβαία, αλλά ως αντικείμενα, τα οποία θα χρησιμοποιήσει ανάλογα σε αναπαράσταση του χαλασμένου, τρομακτικού ή κενού από ζωντανές καλές παρουσίες εσωτερικού του κόσμου. Είναι μόνος στον κόσμο του και κάθε άλλη παρουσία υποβαθμίζεται, περιφρονείται ή αποκλείεται ως επικίνδυνη, ή μετατρέπεται ο ίδιος σε αντικείμενο, για να τον χρησιμοποιήσει ο άλλος κατά το δοκούν. Έτσι είναι ανίκανος να συγχωρήσει ή, στο άλλο άκρο, με τον τρόπο του προκαλεί την επιθετικότητα των άλλων και ανέχεται πρόθυμα κάθε εκτροπή και ακόμα κακοποίηση, μπαίνοντας σε θέση μαζοχιστική.
Οι κυριότερες κατηγορίες ψυχικών διαταραχών
α. Ψυχώσεις: Σχιζοφρένεια, Παράνοια, Μανία.
Οι ψυχώσεις είναι οι πιο σοβαρές ψυχικές διαταραχές, και η σοβαρότητα τους έγκειται στο ότι συνιστούν απώλεια της επαφής με την πραγματικότητα, με αποτέλεσμα κατάργηση της επικοινωνίας με το περιβάλλον και σοβαρές διαταραχές της συμπεριφοράς. Το άτομο κλείνεται σε μια προσωπική πραγματικότητα, όπου επικρατούν τα πιο πρωτόγονα στοιχεία του ψυχισμού, κυρίως φόβοι, αγωνία αφανισμού και ιδέες μεγαλείου στην Μανία. Το κοινό γνώρισμα των ψυχώσεων είναι το λεγόμενο παραλήρημα, που είναι μια ακατάσχετη εξωτερίκευση παράλογων ιδεών.
Η σχιζοφρένεια είναι η σοβαρότερη ψυχική διαταραχή, γιατί πλήττει και διαλύει τον ψυχισμό στον πυρήνα του, αποδιοργανώνοντας όλες τις ψυχικές λειτουργίες στον μέγιστο βαθμό. Θεωρείται ότι είναι το τίμημα που πληρώνουμε ως άνθρωποι για το υπέρτατο και μοναδικό επίτευγμα της ανάπτυξης και κατοχής του λόγου, γι’ αυτό και στο επίκεντρο της βρίσκεται μια χονδροειδής διαταραχή του λόγου, κατ’ ακρίβειαν κατάργηση της ικανότητας εκφοράς λόγου και διατύπωσης νοήματος και μηνυμάτων, σε τελική ανάλυση συνολική κατάργηση της επικοινωνίας στις σοβαρότερες κλινικές μορφές της.
Στη σχιζοφρένεια χάνεται και ο ειρμός της σκέψης, και ο ασθενής κατασκευάζει δικές του λέξεις, που δεν έχουν νόημα για τους άλλους. Στη μανία έχουμε υπερκινητικότητα, σωματική διέγερση και ο ασθενής συχνά λέει ότι μιλά με τον Θεό, ο οποίος του έχει αναθέσει μια σπουδαία αποστολή, συνήθως να σώσει τον κόσμο.
Είναι αμφίβολο αν θα σας επισκεφθεί ένας σχιζοφρενής ή μανιακός στην οξεία φάση της ασθένειας, γιατί αυτές οι καταστάσεις είναι αρκετά σοβαρές ώστε να πηγαίνουν -να τους παίρνουν- απευθείας στον ψυχίατρο, και μάλιστα για νοσηλεία. Αυτός, που είναι πολύ πιθανό να σας επισκεφθεί, είναι ο παρανοϊκός, γιατί είναι ο λιγότερο αποδιοργανωμένος και είναι λογικοφανής. Θα τον καταλάβετε, όταν αρχίσει να σας μιλά για συνωμοσίες διεθνείς ή εναντίον του, ότι τον παρακολουθούν, τον ηχογραφούν, τον φωτογραφίζουν, ότι προσπαθούν να τον δηλητηριάσουν. Ένα πολύ συχνό θέμα, για το οποίο μπορεί να έρθει σε σας, είναι η παθολογική ζήλεια, ότι τον απατά η γυναίκα του, απιστία για την οποία δεν έχει σοβαρές ενδείξεις, αλλά είναι απόλυτα πεπεισμένος διαισθητικά. Συνδέει ασήμαντα καθημερινά περιστατικά, για να τα θεωρήσει ατράνταχτες αποδείξεις των ισχυρισμών του. Αυτοί οι ασθενείς μπορεί να γίνουν και επικίνδυνοι για εκείνους τους οποίους υποψιάζονται. Μπορεί να έρθει απελπισμένη η γυναίκα του να σας πει πως της έκαμε τον βίο αβίωτο με την καχυποψία του, τους ελέγχους και τις παρακολουθήσεις του. Και αν αμφισβητήσετε τα λεγόμενά του, θα γίνετε κι εσείς μέρος της συνωμοσίας, ιδίως αν τον συμβουλεύσετε να δει ψυχίατρο.
β. Κατάθλιψη
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα δημόσιας υγείας είναι η κατάθλιψη, η νόσος της σύγχρονης κοινωνίας. Είμαι σίγουρος, ότι έχετε δει πολλούς καταθλιπτικούς ανθρώπους.
Ο καταθλιπτικός αισθάνεται ότι έχει χάσει ανεπανόρθωτα κάτι ζωτικής σημασίας και θα έρθει να σας μιλήσει για τον αβάσταχτο ψυχικό του πόνο, την απελπισία του και, ακόμα, τις ιδέες αυτοκτονίας που κάνει. Δεν βλέπει νόημα στη ζωή, έχασε κάθε ενδιαφέρον και χαρά και νιώθει πως όλα έχουν χαθεί. Έχει βασανιστικές τύψεις για πραγματικές ή φανταστικές αμαρτίες και πολύ χαρακτηριστικά η Εξομολόγηση δεν τον αναπαύει, νιώθει ότι οι αμαρτίες του δεν μπορούν να συγχωρεθούν. Αν δεν έρθει ο ίδιος, θα έρθει η οικογένεια να σας εκφράσει την ανησυχία της για τη μεγάλη επιδείνωση στη διάθεσή του και την τάση του να απομονώνεται, να μένει στο κρεβάτι και να αδρανεί. Μπορεί να έχει ήδη κάμει κάποια απόπειρα να βλάψει τον εαυτό του.
Ο καταθλιπτικός, όμως, μπορεί να είναι συνεννοήσιμος και να συνεργαστεί μαζί σας, γιατί νιώθει πόνο και θα ήθελε να γίνει καλά. Έτσι, θα ακούσει τη συμβουλή σας και θα δει γιατρό. Αυτό όμως δεν γίνεται στις πολύ βαρειές καταθλίψεις, τις Μελαγχολίες, που είναι σαν τις ψυχώσεις, και στις οποίες έχει χαθεί η επαφή με την πραγματικότητα. Εδώ ο μελαγχολικός δεν θέλει να βοηθηθεί, και κρίνει πως η αυτοκτονία είναι η μόνη λογική λύση. Είναι μια σοβαρότατη κατάσταση και χρειάζεται άμεση νοσηλεία. Κάποιοι μελαγχολικοί θα αυτοκτονήσουν, χωρίς το περιβάλλον τους να καταλάβει ότι δεν ήταν καλά, ή ενώ είχαν αρχίσει θεραπεία και είχαν αρχίσει να βελτιώνονται. Είναι η πιο τραγική και ματαιωτική κατάσταση που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας ψυχίατρος και κάτι που ενοχοποιεί βαθύτατα τον περίγυρο.
Σε μοναστικούς κύκλους και περιβάλλον προχωρημένης πνευματικής άσκησης, η κατάθλιψη μπορεί να εκληφθεί ως Ακηδία και πρέπει να γίνει η διάκριση. Τα χαρακτηριστικά της ακηδίας, όπως τα συνοψίζει ο Ιωάννης της Κλίμακος, είναι: «Παράλυσις της ψυχής καί έκλυσις του νου, οκνηρία και αδιαφορία πρός την άσκησι, μίσος πρός τις μοναστικές υποσχέσεις. (Η ακηδία είναι ακόμη) αυτή που μακαρίζει τούς κοσμικούς, πού κατηγορεί τον Θεόν ότι δεν είναι ευσπλαγχνικός και φιλάνθρωπος, πού φέρνει ατονία την ώρα της ψαλμωδίας καί αδυναμία την ώρα της προσευχής» .
Τα χαρακτηριστικά αυτά γνωρίσματα μπορούν να δώσουν αυτή την διάκριση, γιατί στην ακηδία συχνά απουσιάζει ο ψυχικός πόνος και υπάρχει κάποια έπαρση, ενώ στην κατάθλιψη υπάρχει συντριβή και οδύνη -που ξεπερνούν τα όρια της πραγματικής ταπείνωσης- και παραίτηση και απελπισία, που δεν μπορούν να οδηγήσουν σε μετάνοια και ανάνηψη.
γ. Αγχώδεις διαταραχές
Τι είναι το Άγχος;
Είναι η πιο κοινή και καθολική ψυχική διαταραχή, τόσο κοινή, που θεωρείται σχεδόν φυσιολογική. Δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς άγχος. Κατ’ ακρίβειαν, η παντελής απουσία άγχους είναι παθολογική και συνιστά την ψυχική διαταραχή της αναισθησίας και αναλγησίας, ένα είδος ψυχικής αδράνειας και εγωιστικής ακοινωνησίας που δεν έχει, βέβαια, καμμιά σχέση με την Απάθεια που βρίσκεται κοντά στην αγιότητα. Και πάλι στην Κλίμακα βρίσκουμε την περιγραφή της παθολογικής αυτής αναισθησίας: «Αναισθησία και στα σώματα και στις ψυχές είναι απονεκρωμένη αίσθησις, η οποία από χρονία ασθένεια και αμέλεια κατέληξε να αναισθητοποιηθεί. Η αναλγησία είναι πολυκαιρισμένη και μονιμοποιημένη αμέλεια, ναρκωμένη σκέψις…είναι παγίδα της πνευματικής προθυμίας.»
Το άγχος είναι ένας ακαθόριστος φόβος, που δημιουργείται και συντηρείται από την αίσθηση και αναμονή των προκλήσεων της ζωής που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Αισθανόμαστε μόνοι απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις. Το άγχος είναι η ψυχική αντίδραση στην επίγνωση της ατομικότητας μας, ότι είμαστε άτομα ξεχωριστά και μοναδικά και επομένως και μόνα. Είναι η πρώτη ψυχική αντίδραση, που αναφέρεται στην ιστορία του ανθρώπου. Και είναι το πρώτο συναίσθημα που έχουμε μετά τη γέννησή μας, όταν διαπιστώσουμε ότι η μητέρα μας δεν είναι πάντα κοντά μας.
Ο άνθρωπος αγχώθηκε για πρώτη φορά μετά την προπατορική παράβαση. Τότε ανακάλυψε ότι ήταν γυμνός, δηλαδή απέκτησε επίγνωση της ατομικότητάς του. Βγήκε από την αγαπητική ένωση με τον Δημιουργό, ένιωσε μόνος και φοβήθηκε. Διαχωρίστηκε. Και τότε, «Ἀδὰμ ἔγνω Εὔαν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ» (Γεν. 4,1). Είναι ενδιαφέρον, ότι η ερωτική συνάντηση, που προϋποθέτει δυο ξεχωριστά άτομα, αποδίδεται με το «ἔγνω», αναγνωρίστηκαν μεταξύ τους ως ξεχωριστά και μεμονωμένα άτομα, που ήθελαν να ξαναενωθούν. Και από τότε, από τον διαχωρισμό εκείνο, είμαστε αγχωμένοι και αποζητούμε την επανένωση με κάθε τρόπο, μέσα από την κοινωνική και προσωπική μας ζωή.
Εδώ να αναφέρουμε και την πιο θεμελιώδη αντινομία του ανθρώπου. Η αναγκαία ψυχική ανάπτυξή μας ως προσώπων απαιτεί τον αποχωρισμό από τη μητέρα μας και την εξατομίκευσή μας, αλλά η διαδικασία αυτή κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση από τη βαθύτερη οντολογική ανάγκη μας να είμαστε ενωμένοι. Και αυτό είναι μια υπαρξιακή σύγκρουση, και επομένως μια μόνιμη πηγή άγχους.
δ. Παραλλαγές αγχωδών διαταραχών
Γενικευμένο Άγχος
Η πιο χαρακτηριστική αγχώδης διαταραχή, που, όπως λέει και το όνομα της, πρόκειται για καθημερινό συνεχές άγχος που αφορά όλες τις δραστηριότητες, ιδιαίτερα την εργασία και τη σχολική απόδοση. Το άτομο έχει διαρκώς έγνοια, γίνεται νευρικό και κουρασμένο, έχει σωματική ένταση και χαλασμένο ύπνο.
Διαταραχή Πανικού
Χαρακτηρίζεται από επεισόδια πολύ έντονου άγχους με αρχή και τέλος και έντονα σωματικά συμπτώματα, μέχρι λιποθυμίας. Αρχικά είναι αραιά, αλλά έχουν την τάση να πυκνώνουν μέσα στον χρόνο, μέχρι που γίνονται καθημερινά. Συχνά οι κρίσεις συνδυάζονται με Αγοραφοβία, δηλαδή φόβο των δημόσιων χώρων και του συνωστισμού, όπου προκαλούνται πιο εύκολα, και σταδιακά το άτομο επιλέγει να απομονώνεται.
Ιδεοψυχαναγκαστική Διαταραχή
Πολύ γνωστή κατάσταση• θα έχετε δει πολλές τέτοιες περιπτώσεις. Το άτομο μπορεί να έχει μανία με την τάξη και να επιμένει να τοποθετεί τα αντικείμενα με έναν ορισμένο τρόπο, να φοβάται τα μικρόβια, σε σημείο που δεν κυκλοφορεί και δεν αγγίζει πουθενά ή να φορά γάντια ή να πλένεται αμέτρητες φορές την ημέρα και να καταστρέφει το δέρμα των χεριών με απορρυπαντικά. Άλλοτε πάλι χάνει πολύ χρόνο ελέγχοντας ξανά και ξανά πόρτες και παράθυρα, ηλεκτρικούς διακόπτες και ό,τι άλλο φανταστείτε.
Στις πιο «καθαρές» περιπτώσεις έχουμε μόνο ιδεοληψίες, δηλαδή έμμονες ιδέες γύρο από συγκεκριμένα θέματα, οι οποίες δεν αφήνουν το άτομο να ησυχάσει. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Πνευματικό έχουν έμμονες ιδέες για θέματα ηθικής, αμαρτιών και ενοχών, που δεν κατευνάζονται όσες φορές και αν εξομολογηθούν και είναι φανερά υπερβολικές. Συχνά αυτά τα άτομα διακατέχονται από παράλογους φόβους, ότι θα κάμουν κακό στους άλλους.
Κοινωνική Φοβία
Είναι ο φόβος της επαφής με τους άλλους, της αλληλεπίδρασης με αυτούς, φόβος να μας βλέπουν και να μας παρατηρούν. Συνδυάζεται συνήθως με Αγοραφοβία, δηλαδή φόβο των δημόσιων χώρων. Φοβόμαστε να μιλήσουμε μπροστά σε ακροατήριο, φοβόμαστε μήπως δεν τα πάμε καλά σε μια συνέντευξη, όπου θα είμαστε το κέντρο του ενδιαφέροντος. Ο φόβος αυτός μπορεί να εξελιχθεί σε κρίση πανικού και οδηγεί κι αυτός σταδιακά σε απομόνωση.
Διαταραχή Μετατραυματικού Στρες
Μια αγχώδης διαταραχή, που συναντούμε ολοένα και πιο συχνά, λόγω της αύξησης των δυστυχημάτων και των περιστατικών κακοποίησης. Βλέπουμε το άτομο να περιορίζεται λειτουργικά και να αναβιώνει νοερά και δραματικά τις περιστάσεις του τραυματισμού του, σωματικού ή ψυχικού, με τρόπο ακατάσχετο, που δεν ανταποκρίνεται σε νουθεσίες και ανακινείται με κάθε νέα ψυχοπιεστική εμπειρία.
Διαταραχές Προσωπικότητας
Είναι η λιγότερο γνωστή κατηγορία ψυχικών διαταραχών, αλλά και η πιο ενδιαφέρουσα. Κατά κάποιο τρόπο, οι διαταραχές της προσωπικότητας είναι οι διαταραχές του μέλλοντος, γιατί αυξάνονται ραγδαία και τις συναντούμε καθημερινά. Αρχικά περιλάμβαναν τις ακραίες παραλλαγές του φυσιολογικού, αλλά τώρα πια θεωρούνται ψυχοπαθολογία, λόγω της αυξανόμενης σοβαρότητάς τους. Είναι οι διαταραχές, που συνδέονται περισσότερο με την εξέλιξη της Κοινωνίας και τα προβλήματα του θεσμού της οικογένειας.
Τις διαταραχές αυτές παρουσιάζουν οι προσωπικότητες με σοβαρά ελλείμματα στη δόμηση τους από ανεπαρκή και προβληματική ανατροφή, συχνά από διαλυμένες ή δυσλειτουργικές οικογένειες, όπου δεν υπάρχουν σαφείς γονεϊκές παρουσίες και ρόλοι, ή προσωπικότητες με ανάπτυξη που παρεμποδίστηκε και παραμορφώθηκε από κακοποίηση σε νεαρή ηλικία• και οι κακοποιήσεις παιδιών, φυσικές και ψυχολογικές, προσλαμβάνουν πλέον μορφή κοινωνικής επιδημίας. Σε κάθε περίπτωση ισχύει το «ἁμαρτίαι γονέων παιδεύουσι τέκνα», αλλά και τους ίδιους. Είναι ίσως οι μόνες διαταραχές, για τις οποίες ευθύνονται οι γονείς σε τόσο μεγάλο βαθμό, έχοντας αποτύχει να δώσουν αγάπη και πραγματική φροντίδα στα παιδιά τους και να τους παράσχουν ένα σταθερό και ασφαλές περιβάλλον, μέσα στο οποίο να αναπτυχθούν. Κατά κανόνα οι γονείς είναι οι ίδιοι προβληματικοί και δυσλειτουργικοί και δεν έχουν καλή σχέση μεταξύ τους, οπότε και δεν μπορούν να δώσουν στα παιδιά τους πρότυπα, τα οποία να ενσωματώσουν και να κάμουν τις απαραίτητες για την ομαλή ανάπτυξη τους ταυτίσεις.
Παραβατικότητα, βία και φυλακίσεις, ανωριμότητα, πρόωροι γάμοι και γρήγορα διαζύγια, φυγοστρατία, τοξικομανία, αδιάκριτη σεξουαλική συμπεριφορά, επανειλημμένες εκτρώσεις, απόπειρες αυτοκτονίας και αυτοτραυματισμοί είναι μερικά πολύ γνωστά συμπτώματα των διαταραχών αυτού του είδους.
Αυτά τα άτομα εκ πρώτης όψεως φαίνονται φυσιολογικά, επικοινωνούν κανονικά και μπορεί να έχουν οικογενειακή και επαγγελματική ζωή. Αν όμως δούμε από κοντά τη ζωή τους, θα διαπιστώσουμε ότι αυτή είναι επεισοδιακή, χαρακτηρίζεται από ασυνέχεια, ασυνέπεια, εντάσεις και ρήξεις στις σχέσεις τους, με συχνές αλλαγές δουλειάς και φίλων και αδυναμία διατήρησης μακροχρόνιων σχέσεων, αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές και πρόκληση δυσφορίας και δυστυχίας στον περίγυρο, ενώ αυτοί συμπεριφέρονται σαν και η κατάσταση που δημιουργούν να μην τους αφορά. Είναι χαρακτηριστικά αναξιόπιστοι, παρορμητικοί και, επομένως, απρόβλεπτοι.
Αυτά τα άτομα θα έρθουν να σας παραπονεθούν για τη συμπεριφορά των άλλων και σπάνια θα αναγνωρίσουν δικές τους ευθύνες. Ζουν σε μια κατάσταση χαρακτηριστικής ανευθυνότητας, φορτώνοντας όλη την ευθύνη της ύπαρξης τους στους άλλους, από τους οποίους αναμένουν να λύνουν όλα τα προβλήματά τους. Είναι απαιτητικοί, ανυπόμονοι, ανικανοποίητοι και καταρρέουν με την πρώτη πίεση και δυσκολία. Ένα παράδειγμα είναι οι γνωστοί «κακομαθημένοι» κάθε οικογένειας, ένας συνήθης τρόπος, με τον οποίο αρχίζει τη διαδρομή της μια διαταραχή προσωπικότητας, που είναι κατά κανόνα χρόνια.
Αυτά τα άτομα παρουσιάζουν μια εντυπωσιακή αδυναμία να μάθουν από τα λάθη και παθήματα τους και εκδηλώνουν επανειλημμένα τις ίδιες συμπεριφορές και αντιδράσεις, που είναι συνήθως αυτοκαταστροφικές.
Εκείνο, που μπορεί να σας κάμει εντύπωση με αυτά τα άτομα, είναι ότι η οικογένεια συχνά δεν αναγνωρίζει τον παθολογικό χαρακτήρα της συμπεριφοράς τους, όπως με τις άλλες ψυχικές διαταραχές, και παρασύρεται να δικαιολογεί τη συμπεριφορά τους και να τους βρίσκει άλλοθι, βουλιάζοντας η ίδια στην παθολογία. Αυτό κάνει τις διαταραχές προσωπικότητας οικογενειακή παθολογία, όπου βλέπουμε ολόκληρες οικογένειες να ζουν στον ρυθμό των αναγκών και απαιτήσεων αυτών ατόμων ή να διχάζονται σε «καλούς» και «κακούς», ανάλογα με την ανοχή που δείχνουν.
Όταν έρθουν σε σας, είναι πολύ πιθανό να σας κάμουν να νιώσετε ότι είστε σε αδιέξοδο και αδυναμία να βοηθήσετε ή να σας βάλουν στο δίλημμα να γίνετε κι εσείς «καλοί» ή «κακοί». Θα σας κάμουν να νιώσετε έντονα, να θελήσετε να γίνετε οι σωτήρες τους, να τους προστατέψετε από τους «κακούς», από τους οποίους σας έπεισαν ότι κινδυνεύουν ή βασανίζονται ή, αντίθετα, θα σας δημιουργήσουν τύψεις ότι δεν ενδιαφερθήκατε αρκετά και ίσως τους βλάψατε.
Προσοχή, λοιπόν! Έντονα συναισθήματα σημαίνουν μάλλον ότι έχετε να κάμετε με παθολογική προσωπικότητα, οπότε πρέπει να επιδιώξετε να δείτε και την οικογένεια, τους γονείς, αν πρόκειται για νεαρά άτομα, και να συστήσετε όλοι τους να δουν ειδικούς, ψυχολόγους και ψυχίατρους. Και να επιμείνετε να μάθουν να αναλαμβάνουν τις προσωπικές τους ευθύνες, έστω κι αν αυτό σας κάνει να φαίνεστε «κακοί»!
Η συνεργασία ιερέων και ιατρών
Όπως είπαμε στην περιγραφή της φαινομενολογίας, οι ψυχικά νοσούντες πάσχουν από ακοινωνησία και απουσία αλληλοπεριχώρησης. Αυτό σημαίνει, ότι εκείνοι που θα προσπαθήσουν να τους βοηθήσουν πρέπει απαραίτητα να βρίσκονται σε κοινωνία και αλληλοπεριχώρηση. Θα πρέπει, δηλαδή, να καταλαβαίνουν ο ένας τη γλώσσα του άλλου και να αναγνωρίζουν και αποδέχονται τη θέση και το λειτούργημα ο ένας του άλλου. Θα είναι πολύ καλό να γνωρίζονται και να μπορούν να επικοινωνούν, για να ανταλλάζουν απόψεις και εκτιμήσεις. Θα πρέπει ακόμα να γνωρίζουν τα όρια των δυνατοτήτων τους, και τι έχουν να προσφέρουν, ώστε να μπορούν να εκτιμήσουν πόσο μπορούν να βοηθήσουν και πόσο θα χρειαστεί η συνδρομή του άλλου. Γι’ αυτό και πρέπει οι Πνευματικοί να είναι ενήμεροι για την πραγματικότητα της ψυχικής διαταραχής και οι ψυχίατροι να καταλαβαίνουν, ακόμα κι αν δεν πιστεύουν, τη σημασία που έχει για κάποιον να έχει Πνευματικό, γιατί οφείλουν να γνωρίζουν την αξία ενός στηρικτικού πλαισίου σχέσεων, που μπορεί να προσφέρει περίεξη και συγκράτηση.
Παραδοσιακά, υπήρχε μια καχυποψία και ανομολόγητη αντιπαλότητα μεταξύ Πνευματικών και ψυχιάτρων. Οι Πνευματικοί, κάποτε όχι άδικα, επέκριναν τους ψυχίατρους, ότι μετατρέπουν αδιάκριτα τους ανθρώπους σε χρόνια ψυχιατρικά περιστατικά και είναι επιθετικοί με τα φάρμακά τους, με τα οποία αλλοιώνουν τη συνειδησιακή κατάσταση κάποιου. Ότι επιβάλλουν και διαδίδουν την ψυχική νόσο, αντί να τη θεραπεύουν. Και οι ψυχίατροι είχαν να πουν, ότι οι ιερείς είναι σκοταδιστές και παρεμποδίζουν το έργο της επιστήμης με την άγνοιά τους. Και οι δυο οχυρώνονταν πίσω από τις απόψεις και τις πεποιθήσεις του λειτουργήματός τους και ήταν εύκολο να παρασυρθούν -να παρασύρουν ο ένας τον άλλον- σε μια πολεμική, την οποία, βεβαίως, στο τέλος, να πληρώνει ο άμεσα ενδιαφερόμενος, ο εξομολογούμενος ή ο θρησκευόμενος ασθενής. Να οδηγείται σε σύγχυση και να στερείται την ευκαιρία μιας πιο ολοκληρωμένης βοήθειας, που θα λαμβάνει υπόψιν όλες του τις ανάγκες και θα αξιοποιεί καλύτερα και συνολικά τις δυνάμεις του.
Είναι τα δυο αυτά συστήματα αναφοράς ασυμβίβαστα; Πιστεύουμε και προσευχόμαστε «ὑπὲρ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως». Όλα τα συστήματα, που παράγουν πραγματική γνώση και είναι ειλικρινή, ανιδιοτελή και φιλάνθρωπα, θα συγκλίνουν νομοτελειακά και θα λένε τα ίδια πράγματα, έστω με διαφορετικές λέξεις. Οι γνήσιες κατακτήσεις μιας προσωποκεντρικής Επιστήμης θα προσεγγίζουν αυτό, που η Εκκλησία πιστεύει ότι είναι καλό για τον άνθρωπο. Και καλό για τον άνθρωπο είναι να βρίσκεται μέσα σε ένα πλαίσιο, το οποίο να είναι υποστηρικτικό και να παρέχει νόημα και προοπτική στη ζωή του.
Τις τελευταίες δεκαετίες αναπτύσσεται ένας κλάδος της Ψυχιατρικής, που λέγεται Διασυνδετική Ψυχιατρική. Είναι αποτέλεσμα της αναγνώρισης της ανάγκης να πάψει η Ψυχιατρική να ασχολείται μόνο με τις βαριές περιπτώσεις των ψυχιατρείων και να βγει στον πραγματικό κόσμο της υπόλοιπης Ιατρικής, του φυσιολογικού καθημερινού ανθρώπου και των αναγκών του. Είναι η αναγνώριση της σημασίας των σχέσεων και δεσμών μεταξύ των ανθρώπων, ως απαραίτητου υποστηρικτικού και σταθεροποιητικού παράγοντα. Ότι οι άνθρωποι έχουν ζωτική ανάγκη να μπορούν να συνδέονται με άλλους και αυτό έχει δραστική θεραπευτική επίδραση στις ψυχικές διαταραχές, που χαρακτηρίζονται από μοναξιά και ακοινωνησία.
Αυτό υποδεικνύει σε αυτούς, που φροντίζουν ανθρώπους, ότι πρέπει να συνεργάζονται αρμονικά μεταξύ τους, για να δημιουργήσουν ακριβώς το υποστηρικτικό πλαίσιο που όλοι χρειάζονται, ακόμα και αυτοί που φροντίζουν. Οι φροντιστές δεν είναι ανεξάρτητοι, ούτε ανεπηρέαστοι από τη φροντίδα που παρέχουν, γιατί αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος της σχέσης φροντίδας και αυτό τους καθιστά υπεύθυνους για την έκβαση αυτής της σχέσης. Είναι γι’ αυτό, που χρειάζονται και κάποιον συνυπεύθυνο φροντιστή, που θα τους στηρίξει και συμπληρώσει στην άσκηση της φροντίδας τους.
Είναι εξαιρετικά βοηθητικό και παρήγορο για ένα ψυχίατρο να ξέρει, ότι δεν είναι μόνος με την ψυχική διαταραχή, ότι ο ασθενής του έχει και Πνευματικό καθοδηγητή, και πιστεύω πως είναι παρόμοια χρήσιμο και για έναν Πνευματικό, να ξέρει ότι μπορεί να μοιραστεί τη φροντίδα ενός ψυχασθενή εξομολογούμενου με έναν αξιόπιστο ψυχίατρο, που σέβεται και στηρίζει την ποιμαντική σχέση. Δημιουργείται, έτσι, μια μικρή «πολυθεματική» ομάδα, που μπορεί να χειριστεί πολύ πιο αποτελεσματικά ένα διαταραγμένο άνθρωπο και να μετριάσει το άγχος αυτών που τον φροντίζουν, όταν θα ξέρουν ότι δεν είναι μόνοι μαζί του. Η σημασία μιας τέτοιας αμοιβαίας στήριξης είναι πιο εμφανής, όταν χρειάζεται να γίνουν και παρεμβάσεις προς την οικογένεια, η οποία, κατά κανόνα, χρειάζεται διαφώτιση, καθοδήγηση και στήριξη.
Από την εμπειρία μου ως ψυχιάτρου και ως ψυχοθεραπευτή -όπου ψυχοθεραπεία είναι η κατ’ εξοχήν επιστημονική καλλιέργεια υποστηρικτικής σχέσης- αντλώ την πεποίθηση, ότι μια από τις καλύτερες υπηρεσίες που Πνευματικοί και ψυχίατροι μπορούν να παρέχουν στους ανθρώπους που φροντίζουν, είναι οι Πνευματικοί να ενθαρρύνουν τη σύνδεση των πιθανών ψυχασθενών που εξομολογούν με ψυχίατρο, και στη συνέχεια να στηρίζουν αυτή τη σύνδεση, και οι ψυχίατροι να παραπέμπουν στους Πνευματικούς επιλεγμένους ασθενείς τους, σεβόμενοι και στηρίζοντας τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν πιστεύουν. Γιατί είναι εξαιρετικά σημαντικό, να αξιοποιούνται και να ενισχύονται όλα τα κοινωνικά στηρίγματα. Έτσι, στηρίζοντας ο ένας τη σύνδεση με τον άλλο, διαμορφώνεται ένα πλέγμα σχέσεων, μέσα στο οποίο η ψυχική διαταραχή μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά και να στηριχτεί και αυτός που φροντίζει. Κατευνάζεται η αγωνία της μοναχικότητας και εγκατάλειψης, που βασανίζει αυτούς τους ανθρώπους, αλλά και η δική μας αντίστοιχη αγωνία, σαν συνάνθρωποι που είμαστε και έχουμε να παλέψουμε κι εμείς και με τις δικές μας προσωπικές ανασφάλειες.
Η σχέση φροντίδας είναι πάντα ένας Σταυρός και μια δοκιμασία, που μας φέρνει αντιμέτωπους με όλες μας τις αδυναμίες. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε ο ένας τον άλλο, για να ελαφρύνουμε αυτό το φορτίο και να βοηθήσουμε καλύτερα.
Συζήτηση
Σχόλιο Μητροπολίτη Μόρφου κ. Νεοφύτου
Βρίσκω πολύ σημαντικό αυτό, που ειπώθηκε για τη σύγκλιση της αληθινής γνώσης. Είχα την τιμή να το ακούσω από ένα σύγχρονο άγιο, τον όσιο Πορφύριο, που εκοιμήθη πριν λίγα χρόνια (1991) και του οποίου η αγιότητα διακηρύχθηκε επίσημα από το Οικουμενικό Πατριαρχείο προ ολίγων μηνών. Συγκεκριμένα, έλεγε ο όσιος (κι αυτό ήταν περί το 1985), ότι όλοι οι επιστήμονες, όλων των ειδικοτήτων, έχουν προσεγγίσει την αληθινή γνώση μόνο στο τέσσερα τοις εκατόν. Και προείπε, ότι σε λίγα χρόνια το ποσοστό θα αυξηθεί, και οι επιστήμονες θα αρχίσουν να ανακαλύπτουν τις αλήθειες της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Κι όταν το ποσοστό προσέγγισης της αληθινής γνώσης αυξηθεί ακόμα περισσότερο, θα εκπλαγείτε, έλεγε, να δείτε τη σύγκλιση των επιστημών και της Ορθοδοξίας, κάτι που θα γίνει πολύ σύντομα, γιατί η Επιστήμη αναπτύσσεται με πολύ γρήγορους ρυθμούς. Και όταν η γνώση του σύμπαντος κόσμου αυξηθεί σε μεγάλο βαθμό, ο κόσμος θα θέλει να επιστρέψει στην Ορθοδοξία, έχοντας συνειδητοποιήσει, ότι η σύγκλιση με την Επιστήμη είναι το αποτέλεσμα της γνωστικής προόδου. Η ίδια η Ορθοδοξία, ως προοπτική, θα είναι αποτέλεσμα της προόδου της γνώσης.
Ερωτήσεις από το ακροατήριο
Ερ. Υπάρχουν κοπέλες, που, μόλις γεννήσουν, παρουσιάζουν μια διαταραχή. Είναι ψυχική διαταραχή και πώς αντιμετωπίζεται;
Απ. Ναι, είναι ψυχική διαταραχή, και στη συνηθέστερή της μορφή είναι μια κατάθλιψη, που λέγεται επιλόχειος κατάθλιψη. Είναι συνέπεια των πολύ μεγάλων και απότομων αλλαγών, σωματικών και ορμονικών, που υφίσταται η γυναίκα. Είναι και συναισθηματικό θέμα, λόγω του φυσικού αποχωρισμού από το μωρό, που είχε μέσα της εννέα μήνες. Πιο πιθανό είναι να εμφανίσουν επιλόχεια κατάθλιψη κοπέλες, που είχαν ξανακάμει ή που έχουν προδιάθεση προς την κατάθλιψη. Χαρακτηριστικά παρουσιάζουν μια αποστροφή προς το νεογέννητο, το οποίο απορρίπτουν και δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ασχοληθούν μαζί του. Μπορεί να είναι αρκετά σοβαρή κατάσταση και να χρειάζεται θεραπεία, ενώ υπάρχουν και ήπιες μορφές, που υποχωρούν αυθόρμητα.
Ερ. Θα λέγατε, ότι αυτή η κοπέλα πρέπει να θηλάσει;
Απ. Ναι, αν δεν θα πάρει φάρμακα. Σε περιπτώσεις που χρειάζεται φαρμακευτική θεραπεία, δεν ενθαρρύνουμε τον θηλασμό, γιατί τα φάρμακα βγαίνουν στο μητρικό γάλα και δεν είναι επιθυμητό να τα παίρνει και το βρέφος με αυτό τον τρόπο. Εκτός πια κι αν κρίνουμε, για λόγους που έχουν να κάμουν με την ψυχική οικονομία της μητέρας, ότι είναι σημαντικό για την ίδια να θηλάσει, τουλάχιστον για κάποιο διάστημα. Πάντοτε «σχοινοβατούμε», ζυγίζοντας τα υπέρ και τα κατά για κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο.
Ερ. Μπορεί να πάθει κατάθλιψη μια μητέρα, αν δεν μπορεί να θηλάσει μετά τη γέννηση;
Απ. Δεν το αποκλείω, αν και θα είναι σπάνιο. Εκτός αν μια γυναίκα έχει την προδιάθεση προς την κατάθλιψη και εκλάβει την αδυναμία της να θηλάσει ως ανεπάρκεια και αναξιότητα. Ιδίως, μάλιστα, αν δέχεται και πιέσεις και κριτική από το περιβάλλον της γι’ αυτό το θέμα, ειδικά από άλλες γυναίκες που θήλασαν.
Ερ. Ίσως η ασθένεια οφείλεται, στο ότι κάποιος βρίσκεται εκτός της θείας Χάριτος.
Απ. Η ψυχική διαταραχή δεν φαίνεται να κάνει διακρίσεις, όπως και όλες οι ασθένειες. Μπορούν να ασθενήσουν ακόμα και άγιοι, ιδίως τώρα, που με την αύξηση του μέσου όρου ζωής αυξάνονται πολύ οι περιπτώσεις άνοιας που οφείλεται σε καταστροφή του εγκεφαλικού ιστού. Αν δεχτούμε την άποψη που αναφέρατε, θα οδηγηθούμε στο αυθαίρετο και λανθασμένο συμπέρασμα, ότι οι άνθρωποι που παραμένουν υγιείς είναι γιατί είναι δίκαιοι και ζουν μέσα στη Χάρι. Και τότε «ἔσται ἡ ἐσχάτη πλάνη χείρων τῆς πρώτης»! Ξέρουμε πολύ καλά, ότι δεν είναι έτσι τα πράγματα. Γνωρίζουμε αγίους, που έπασχαν από σοβαρότατες ασθένειες, ενώ άνθρωποι χωρίς πίστη ή εγκληματίες συχνά χαίρουν άκρας υγείας. Άλλωστε, για να είναι κάποιος κακοποιός, συνήθως πρέπει να είναι και υγιής!
Μητροπολίτης. Κάνατε μια πολύ σημαντική διάκριση, τι είναι Ψυχή και τι είναι ψυχική νόσος, γιατί χωρίς αυτή την διάκριση δεν μπορούμε να καταλάβουμε τι είναι Ψυχιατρική. Όπως υπάρχουν σταυρωμένοι άνθρωποι, λόγω AIDS, καρκίνου, έτσι υπάρχουν και σταυρωμένοι άνθρωποι, λόγω νόσου στην ψυχική τους διάσταση. Και οι μεν και οι δε, λόγω αυτού του σταυρού, έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα να λάβουν τη Χάρι από τους φαινομενικά υγιείς. Και όταν λέμε Χάρις, εννοούμε την ενεργειακή παρουσία του Χριστού στον άνθρωπο, την οποία αισθάνεται κάποιος μέσα του, και ένας σωματικά ασθενής και ένας ψυχικά ασθενής. Αν πούμε ότι η νόσος είναι απουσία εφαρμογής του λόγου του Θεού, είμαστε λανθασμένοι, γιατί ξέρουμε ότι όλοι είμαστε ελλιπείς και αμαρτωλοί. «Οὐδεὶς εὑρεθήσεται καθαρὸς ἀπό ρύπου», ὅπως λέει μια ευχή στο άγιον Ευχέλαιον. Αν πούμε, ότι η ψυχική νόσος οφείλεται στην έλλειψη Χάριτος, τότε οι ψυχικά πάσχοντες είναι υποψήφιοι για την Κόλαση, όπου Κόλαση είναι η αδυναμία του ανθρώπου να δεχτεί τη Χάρι.
Απ. Ενώ ξέρουμε, ότι πολλοί εγκληματίες και, εν πάση περιπτώσει, άνθρωποι που δεν έχουν καμιά σχέση με τη Χάρι, είναι υγιέστατοι.
Μητροπολίτης. Υπενθυμίζω πως διευκρινίστηκε, ότι οι ψυχικές νόσοι είναι οι διαταραχές των ανώτερων λειτουργιών του εγκεφάλου. Του λόγου, της σκέψης, του συναισθήματος, της συμπεριφοράς. Κι όταν λέμε Ψυχή, κατά την Ορθόδοξη Ανθρωπολογία δεν εννοούμε τον εγκέφαλο.
Απ. Διότι υπάρχουν και οι κατώτερες λειτουργίες, όπως η αισθητικότητα, η κινητικότητα, τα αντανακλαστικά, οι πέντε αισθήσεις κλπ.
Μητροπολίτης. Στην Ορθόδοξη Ανθρωπολογία οι ανώτερες λειτουργίες του εγκεφάλου ονομάζονται εγκεφαλική μνήμη. Κατά τον όσιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη, υπάρχει και η κυτταρική μνήμη στον άνθρωπο, που είναι τα καλά και κακά των προγόνων μας, που γενετικά κληρονομούμε. Και, κατά τους αγίους Πατέρες, υπάρχει και μία τρίτη μνήμη, η νοερά μνήμη της καρδίας. Σ᾽ αυτή γίνεται όλη η εργασία της νήψης («καρδία νήφουσα»), εκεί φωτίζεται ο νους, η προσοχή του νου δηλαδή, και όταν ενωθούν αυτές οι τρείς μνήμες (εγκεφαλική, κυτταρική και νοερά) εν Χριστώ Ιησού, τότε προκύπτει η αγιότητα, ως ένωση Δημιουργού και δημιουργήματος, κτιστού και ακτίστου. Αυτό, που ονομάζει η Ψυχιατρική ιατρεία της ψυχής, για την Ορθόδοξη Ανθρωπολογία είναι η θεραπεία της εγκεφαλικής μνήμης, αγνοώντας τις άλλες δύο μνήμες, που στα τελευταία χρόνια άρχισε να τις υποψιάζεται.
Απ. Με αφορμή αυτό, που ειπώθηκε για τη σχέση με τη θεία Χάρι, μπορούμε να πούμε ότι κάποιος που πιστεύει πραγματικά, μπορεί να έχει καλύτερη πρόγνωση στην ασθένειά του. Αν ένας καταθλιπτικός προσεύχεται, συμμετέχει στην εκκλησιαστική ζωή, έχει τον Πνευματικό του, μπορεί να αντεπεξέλθει καλύτερα με τη διαταραχή του από κάποιον που δεν πιστεύει και πιθανόν να μην επενδύει ούτε σε άλλα αξιόπιστα κοινωνικά στηρίγματα. Πιο συγκεκριμένα, θα έλεγα ότι η πραγματική Πίστη προφυλάσσει δραστικά από την αυτοκτονία στις καταθλίψεις, αν και αυτό είναι αμφίβολο αν μπορεί να ισχύσει στις ψυχώσεις που είναι πιο σοβαρές, γιατί εκεί χάνονται όλα.
Ερ. Μπορεί να θεραπευτεί κάποιος με τα Μυστήρια της Εκκλησίας;
Απ. Δεν μπορώ να το αποκλείσω, γιατί ξέρουμε ότι υπάρχουν και περιπτώσεις ιάσεων, που είναι ανεξήγητες ιατρικά. Οπωσδήποτε, όμως, τα Μυστήρια δεν πρέπει να θεωρηθούν ως υποκατάστατο μιας θεραπείας. Σκεφτείτε, ότι στις πιο σοβαρές διαταραχές, τις ψυχώσεις, έχουμε μια συνολική αποδιοργάνωση του ψυχικού κόσμου και τότε όλα χάνονται, ακόμα και η Πίστη. Οπότε, θα έλεγα, η θεραπεία με φάρμακα, όπου χρειάζεται, αποκαθιστά την Πίστη και την επαφή με τα Θεία, γιατί επιδιορθώνει την ακοινωνησία που χαρακτηρίζει τις ψυχικές διαταραχές.
Ερ. Πού τελειώνει η φαρμακοθεραπεία και αρχίζει η ψυχοθεραπεία;
Απ. Το κριτήριο για τα φάρμακα είναι η διαταραχή της επαφής με την πραγματικότητα, οι σοβαρές διαταραχές συμπεριφοράς, η επικινδυνότητα προς εαυτόν και προς άλλους και μια κατάθλιψη ή υπερβολικό άγχος, που προκαλούν σοβαρή προσωπική δυσλειτουργία. Η ψυχοθεραπεία ενδείκνυται σε πιο ήπιες καταστάσεις, όπου υπάρχει επαρκής αντίληψη της πραγματικότητας και επιθυμία για αυτογνωσία και προσωπική αλλαγή. Στο όριο μεταξύ τους υπάρχει αλληλοεπικάλυψη, δηλαδή καταστάσεις, που χρειάζονται και τις δυο θεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως οι διαταραχές προσωπικότητας, οι αγχώδεις διαταραχές και οι αντιδραστικές καταθλίψεις, που οφείλονται στα περιστατικά της ζωής. Με δυο λόγια, τα φάρμακα χρειάζονται εκεί που υπάρχουν σοβαρά συμπτώματα, που δεν μπορούν να ελεγχθούν με προσωπική προσπάθεια. Και, όπως τα φάρμακα είπαμε ότι αποκαθιστούν την Πίστη και την κοινωνία, με ανάλογο τρόπο διευκολύνουν και την ψυχοθεραπεία, που είναι κι αυτή μια μορφή κοινωνίας. Δυστυχώς υπάρχουν ακόμα ψυχίατροι, που δεν πιστεύουν στην ψυχοθεραπεία και πιστεύουν ότι όλα μπορούν να αντιμετωπιστούν με φάρμακα. Αυτό είναι ένα γενικότερο πρόβλημα για όλη την Ιατρική, η οποία, παρασυρόμενη από ιδέες παντοδυναμίας που της δημιουργούν η εξέλιξη και ανάπτυξή της, τείνει να βλέπει τον ασθενή, όχι σαν πρόσωπο, αλλά σαν σύνολο συμπτωμάτων, τα οποία πολεμά, αγνοώντας το πρόσωπο και τις ιδιαιτερότητές του. Τι θα γίνει, όμως, με αυτό τον άνθρωπο, με τα συναισθήματα, τις επιθυμίες, τους φόβους του; Ποιος θα ασχοληθεί με αυτά; Κι αυτά πρέπει να αλλάξουν, για να γίνουν πιο λειτουργικά και να πάψουν να είναι πηγή δυστυχίας.
Μητροπολίτης. Στην Εκκλησιαστική γλώσσα, αυτά που περιγράφετε είναι μια διαδικασία μετάνοιας. Με πρώτη την επίγνωση και μετά την συντριβή. Και τα φάρμακα θα βοηθήσουν, ώστε ο άνθρωπος να έλθει στην επίγνωση.
Απ. Και να γίνει προσιτός στον λόγο, ο οποίος σε πολλές περιπτώσεις ελλείπει ή είναι βαρύτατα διαταραγμένος.
Ερ. Οι διαταραχές προσωπικότητας είναι πιο συχνές σε μικρές κοινωνίες;
Απ. Όχι, υπάρχουν και σε μεγάλες κοινωνίες. Δεν έχουν σχέση με το μέγεθος μιας κοινωνίας, αλλά με τη δομή και λειτουργικότητα της οικογένειας. Είναι διαταραχές στη δόμηση της προσωπικότητας, με ελλείμματα και πλευρές που δεν ωρίμασαν, που οφείλονται κυρίως στις πρώιμες εμπειρίες -που συχνά περιλαμβάνουν κακοποιήσεις- και στο ότι ένα άτομο μεγαλώνει σε περιβάλλον δυσλειτουργικό, νοσηρό, ασταθές και ανασφαλές. Είναι συχνές σε πολυμελείς-πολύτεκνες οικογένειες, όπου ευνοείται η παραμέληση και όπου οι μεγάλες διαφορές ηλικιών μεταξύ των παιδιών ευνοούν τις κακοποιήσεις. Ένας πολύ σημαντικός νοσογόνος παράγοντας είναι η μοναχικότητα. Ο άνθρωπος πάσχει από μοναξιά. Και σε δυσλειτουργικές οικογένειες, που δεν παρέχουν επαρκή συναισθηματική κάλυψη στα παιδιά τους, πολλά παιδιά μεγαλώνουν μόνα τους. Αναπτύσσουν έτσι σοβαρές ανασφάλειες και γίνονται εξαρτητικά ή αντικοινωνικά, με αποτέλεσμα να έχουν σοβαρές δυσκολίες σύναψης ισορροπημένων σχέσεων.
Μητροπολίτης. Με αφορμή αυτά που ακούσαμε για τις διαταραχές προσωπικότητας και ότι είναι οι ασθένειες του μέλλοντος, γιατί αυξάνονται ραγδαία, σκέφτομαι τα χωριά μας. Τα διαζύγια, τα ναρκωτικά, τις διαλυμένες οικογένειες, την παραβατικότητα… Και δεν μιλώ για τις «αμαρτωλές» μεγαλουπόλεις, μιλώ για τα «ευλογημένα» χωριά μας, ενόψει όλων αυτών των προβλημάτων, που αυξάνονται. Αυτοί που μας περιγράφετε, οι νέοι των χωριών μας, οι ναρκομανείς, οι μοναξιασμένοι άνθρωποι του διαδικτύου, όλοι αυτοί οι «άσχετοι», άσχετοι με τη φύση, άσχετοι με τον Θεό, άσχετοι με τον πατέρα και τη μάνα, που κυριολεκτικά δεν έχουν σχέση, θα είναι οι μελλοντικοί οικογενειάρχες. Θα αντέξουμε; Και τα αίτια αυτών των διαταραχών είναι εκεί και αυξάνονται.
Απ. Είναι και κάτι άλλο, που όλοι θα ξέρετε. Η αλματώδης ανάπτυξη της τεχνολογίας με το ίντερνετ, την εικονική πραγματικότητα, τα κινητά τηλέφωνα, τα λεγόμενα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (facebook), εντέλει προάγει τη μοναξιά. Τα κινητά τηλέφωνα, ενώ μπορούν να σώσουν ζωές, μπορούν και να χωρίσουν ανδρόγυνα, ανάλογα με τη χρήση που τους γίνεται. Είναι γνώριμο το θέαμα νεαρών που, ενώ κάθονται μαζί, είναι απορροφημένοι με τα κινητά τους και δεν μιλούν μεταξύ τους. Οι νέοι -και όχι μόνο-, που περνούν όλη τη μέρα στο facebook, νομίζοντας ότι επικοινωνούν, ή απομονώνονται παίζοντας βίαια παιγνίδια, είναι τελικά πολύ μοναξιασμένοι. Όλα αυτά αποτελούν επιπλέον πηγές ασθενειών και προαγωγή ακοινωνησίας. Έτσι κατασκευάζονται οι αντικοινωνικές προσωπικότητες, πρόσωπα που κρύβονται πίσω από οθόνες και εθίζονται στην ανωνυμία. Για να μην αναφέρουμε και την προσβολή και μεγάλη υποβάθμιση της γλώσσας και του λόγου, που παρατηρούμε στους τρόπους αυτούς επικοινωνίας. Η αντικατάσταση των βιβλίων από την εικονική πραγματικότητα και μια αφύσικη και φτωχή εκδοχή του γραπτού λόγου είναι επίσης παθογόνα.
Μητροπολίτης. Δεν μας απαντάτε, μάλλον επιβεβαιώνετε την αγωνία μας… Το ερώτημα είναι, πώς ο σύγχρονος ιερέας, μέσα σε όλη αυτή τη ζοφερή κατάσταση, θα αντέξει, για να μπορέσει να πει, έστω με κάποια συστολή, το «δεῦτε πρός με πάντες οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι…» .
Απ. Δύσκολη ερώτηση, γιατί δεν είμαι Πνευματικός ! Όμως, φαντάζομαι ότι τα λειτουργήματά μας έχουν κοινά σημεία, γιατί η ποιμαντική σχέση έχει μιαν έντονη ψυχοθεραπευτική πλευρά, στον βαθμό που προάγει την ενδοσκόπηση και υπευθυνοποίηση και, επομένως, την αλλαγή-μετάνοια. Πιστεύω, ότι χρειάζεται μια συνολική αντιμετώπιση κάθε περίπτωσης όπου επικρατούν στοιχεία ανευθυνότητας και αυτοκαταστροφής. Να κινητοποιηθούν όλα τα πιθανά στηρίγματα κάποιου. Να ευαισθητοποιηθεί η οικογένεια, να τεθεί προ των ευθυνών της, να μη μείνει μόνος ο Πνευματικός με το προβληματικό άτομο. Να παραπέμψει, εν ανάγκη, και σε άλλον Πνευματικό άτομα του ιδίου περιβάλλοντος, που επίσης χρειάζονται βοήθεια. Ο στόχος είναι πάντοτε να καταπολεμηθεί η ανευθυνότητα και η ακοινωνησία, να αποκατασταθούν οι δεσμοί και να ενθαρρυνθεί η επικοινωνία. Μια καλή σχέση με τον Πνευματικό, όπως και με τον ψυχοθεραπευτή, μπορεί να αποτελέσει το πρότυπο, από το οποίο θα ωφεληθούν και οι άλλες σχέσεις.
Μητροπολίτης. Μιλήσατε για καθαρότητα καρδίας, ως προϋπόθεση για την πραγματική αγάπη. Θα αναφερθώ σε ένα πρόβλημα, που κάποτε έχουμε με τους συναδέλφους σας τους ψυχιάτρους. Εμείς ασχολούμαστε πολύ με την καθαρή καρδία -«καρδίαν καθαρὰν κτίσον ἐν ἐμοὶ ὁ Θεός»-, και καρδίαν εννοούμε επιθυμίες. Όταν οι επιθυμίες γίνουν ανεξέλεγκτες, επειδή δεν υπάρχει γρήγορος νους και νήφουσα καρδία, οι επιθυμίες γίνονται λογισμοί και οι λογισμοί πράξεις. Και, ως Πνευματικοί, προσπαθούμε να βάλουμε τον άνθρωπο στη διαδικασία ελέγχου των λογισμών και επιθυμιών που σπρώχνουν προς τα πάθη -γιατί πάθη είναι η επανάληψη των επιθυμιών-, ενισχύοντας τον γρήγορο νου και την νήφουσαν καρδίαν. Δυστυχώς, ορισμένοι ψυχίατροι, άθεοι συνήθως, ενθαρρύνουν τους ανθρώπους να ικανοποιούν τις επιθυμίες τους, γιατί έτσι θα γίνουν καλά, τους λένε. «Μην ακούτε τους παπάδες, θα σας κάμουν ανέραστους ανθρώπους, γλεντήστε τις επιθυμίες σας!». Και γίνονται μετά οι άνθρωποι ερείπια…
Απ. Και βεβαίως συγχύζονται με τις συγκρουόμενες παραινέσεις. Και είναι αυτό η πηγή της καχυποψίας μεταξύ Πνευματικών και ψυχιάτρων, όταν οι γνώσεις τους αλλά και η κατανόηση των αναγκών ενός ανθρώπου δεν συναντώνται. Ο Πνευματικός δεν πρέπει να διστάσει να παραπέμψει στον ψυχίατρο, όταν κρίνει ότι χρειάζεται. Όμως καλό θα είναι να ξέρει πού παραπέμπει, να είναι ένας ψυχίατρος, ο οποίος, αν μη τι άλλο, θα σεβαστεί τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κάποιου. Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη, που μπορεί να κάνει ένας θεραπευτής ψυχικής υγείας, είναι να επιτεθεί κατά των θρησκευτικών πεποιθήσεων ενός ψυχικά πάσχοντος. Αυτές οι πεποιθήσεις είναι συχνά το μεγαλύτερο στήριγμα μέσα στην απομόνωση και την οδύνη της ψυχικής διαταραχής και η προσβολή τους είναι σοβαρό θεραπευτικό σφάλμα. Με τι θα αντικαταστήσει ο θεραπευτής ένα τέτοιο στήριγμα; Έχει κάποιο άλλο καλύτερο και πιο αξιόπιστο να εισηγηθεί; Είναι γι’ αυτό που λέω, ότι και οι θεραπευτές πρέπει να έχουν ταπείνωση στην άσκηση του λειτουργήματος. Ποιος είμαι εγώ, που θα αμφισβητήσω το στήριγμα του άλλου; Με τι θα το αντικαταστήσω;
Μητροπολίτης. Με τι θα αντικαταστήσεις την Παναγία;
Ερ. Ποιος είναι ο ρόλος των ψυχολόγων και ποιοι ασκούν την ψυχανάλυση;
Απ. Ο ψυχολόγος μπορεί να είναι μια πολύ καλή αρχή στην αντιμετώπιση μιας ψυχικής διαταραχής. Ειδικά ένας κλινικός ψυχολόγος είναι κατάλληλος, γιατί είναι σε θέση να αναγνωρίσει μια ψυχική νόσο και να παρέχει θεραπευτικές υπηρεσίες ή να κρίνει αν χρειάζεται και συνδρομή ψυχιάτρου για φαρμακευτική αγωγή. Και βεβαίως να πείσει σχετικά τον ασθενή, γιατί πολλοί προσφεύγουν στους ψυχολόγους για τον φόβο των φαρμάκων. Την ψυχανάλυση την ασκούν κλινικοί ψυχολόγοι ή ψυχίατροι, που έχουν κάμει επιπρόσθετη ειδική εκπαίδευση σ’ αυτήν, που δεν περιλαμβάνεται στον κύριο κορμό των σπουδών τους.
Μητροπολίτης. Στη διακονία σας ως ψυχίατρος, έχετε δει περίπτωση ασθενή, που έχει επιβαρυνθεί από λάθος καθοδήγηση ιερέα;
Απ. Κάπως δύσκολη ερώτηση. Όμως έτυχε να δω ενίσχυση ενοχών σε ψυχαναγκαστικούς ή καταθλιπτικούς ασθενείς, λόγω επικρίσεων και υπερτονισμού της έννοιας της αμαρτίας. Αυτοί οι άνθρωποι ήδη, λόγω της διαταραχής τους, έχουν ενοχές, οι οποίες εύκολα επιδεινώνονται από την κριτική μιας σημαντικής μορφής εξουσίας, όπως ο Πνευματικός. Κάτι άλλο, που είδα μερικές φορές, είναι να πιεστεί μια γυναίκα να υποταχθεί σε ένα δυσλειτουργικό σύζυγο, που μπορεί να είναι ψυχασθενής και αρνείται να ζητήσει βοήθεια, όπου και οι δικοί του αρνούνται την ύπαρξη της διαταραχής. Σε τέτοιες περιπτώσεις βλέπουμε να εξωθείται προς την ψυχική νόσο, κατάθλιψη συνήθως, η υγιής σύζυγος. Ίσως πιο συχνά βλέπουμε γυναίκες να πιέζονται, με ανακίνηση ενοχών περί αμαρτίας, να παραμένουν σε δυστυχισμένους γάμους όπου φθείρονται, υπολειτουργούν και παραιτούνται από τη ζωή ή εξωθούνται σε εξωσυζυγικές σχέσεις. Και, εντέλει, να απομακρύνονται και από την «καταπιεστική» Εκκλησία.
Μητροπολίτης. Τις ενοχές εμείς οι Πνευματικοί τις θέλουμε μέχρι την Εξομολόγηση. Και καλλιεργούμε τη μετάνοια, δεν θεραπεύουμε τα πάθη, αλλά δια της Εξομολογήσεως τα προσφέρουμε στον Χριστό και, ό,τι μεταμορφώνεται, το μεταμορφώνει. Έχουμε να διαχειριστούμε και την παρούσα ζωή και την αιώνια ζωή. Αν οι ενοχές επιμένουν και μετά την Εξομολόγηση, τότε υπάρχει πρόβλημα και πρέπει να σκεφτούμε τον ψυχίατρο.
Απ. Αν έχετε κάποιον, που έρχεται επανειλημμένα για να εξομολογηθεί τα ίδια πράγματα και δεν αναπαύεται με την Εξομολόγηση, τότε να έχετε κατά νουν ότι μπορεί να είναι καταθλιπτικός ή ψυχαναγκαστικός.
Περί παθών. Επειδή αναφέρθηκε η καλλιέργεια των παθών με την ελεύθερη ικανοποίηση των επιθυμιών, χρειάζεται να γίνει μια διάκριση μεταξύ των παθών, που είναι στερεότυπα επαναλαμβανόμενες, επιτακτικές και κατά κανόνα επιζήμιες επιθυμίες, από τις ρεαλιστικές και θεμιτές, συχνά επωφελείς, επιθυμίες που πρέπει να μπορούμε να ικανοποιούμε. Η ματαίωση και αδυναμία ικανοποίησης των θεμιτών επιθυμιών είναι πηγή ασθενειών, αλλά περισσότερο ακόμα παθογόνος είναι η άμεση ικανοποίηση των παθών. Τα πάθη είναι καθηλώσεις σε πρωτόγονα στάδια της ψυχικής ανάπτυξης και είναι λάθος η ενθάρρυνση της ικανοποίησης τους. Επειδή είναι καθηλώσεις, δεν ωριμάζουν, δεν εξελίσσονται και επαναλαμβάνονται με ολοένα μεγαλύτερη ένταση, ζητώντας άμεση ικανοποίηση με προσωπική συχνά ζημιά. Στη θεραπεία, προσπαθούμε να συγκρατήσουμε και να αποτρέψουμε την άμεση ικανοποίηση τους, γιατί αυτό δεν οδηγεί πουθενά, παρά μόνο στην εξαγρίωση και εξαθλίωση του ατόμου. Παράλληλα, ενθαρρύνουμε την ικανοποίηση των θεμιτών και δημιουργικών επιθυμιών, γιατί αυτό οδηγεί σε προσωπική ανάπτυξη και καλύτερη λειτουργικότητα. Τα πάθη συχνά είναι καθηλώσεις σε ένα πρώιμο στάδιο ψυχικής ανάπτυξης, που η Ψυχανάλυση ονόμασε στοματικό, και εκφράζονται, είτε άμεσα με την γαστριμαργία, είτε πιο συγκεκαλυμμένα με την απληστία, την “καταλαλιά” (δηλ. στοματική επιθετικότητα), τη χρήση ουσιών, τον αλκοολισμό, τον τζόγο, την αχαλίνωτη σεξουαλική συμπεριφορά, την προσκόλληση στο διαδίκτυο, κλπ. Και δεν είναι τυχαίο που και η Εκκλησία καθιέρωσε την νηστεία ως μέσον περισυλλογής και χαλιναγώγησης των παθών.
Ερ. Πόσο διαρκεί μια φαρμακευτική θεραπεία και μπορεί κάποτε να σταματήσει;
Απ. Μια συχνή ερώτηση και ένα μεγάλο ζήτημα. Η θεραπεία με φάρμακα σταματά μετά από την ικανοποιητική αποθεραπεία ενός πρώτου επεισοδίου ασθένειας και διαρκεί μερικούς μήνες για την κατάθλιψη και μέχρι δυο χρόνια για πρώτο επεισόδιο ψύχωσης. Επειδή όμως οι περισσότερες ψυχικές ασθένειες είναι χρόνιες, έχουν την τάση να υποτροπιάζουν μετά την διακοπή της φαρμακοθεραπείας, οπότε αναγκαζόμαστε να επαναλάβουμε τη θεραπεία. Αυτός είναι ο λόγος, που πολλοί ασθενείς καταλήγουν να παίρνουν φάρμακα για ένα μεγάλο μέρος της ζωής τους και όχι γιατί άρχισαν κάποτε τα φάρμακα. Τα φάρμακα δεν προκαλούν εξάρτηση, αντίθετα προστατεύουν τον εγκέφαλο από την τοξική επίδραση που ασκούν πάνω στα νευρικά κύτταρα οι ψυχικές διαταραχές. Μόνο τα ηρεμιστικά φάρμακα μπορούν να προκαλέσουν εξάρτηση μετά από μακρά χρήση, αλλά ούτως ή άλλως αυτά δεν είναι θεραπευτικά και συχνά δεν είναι απαραίτητα σε χρόνιες θεραπείες. Να υπενθυμίσουμε και τις βλαπτικές επιδράσεις του χρόνιου άγχους πάνω στα αγγεία και την καρδία, με την υπέρταση και τις ταχυπαλμίες που προκαλεί, πάνω στο στομάχι και το έντερο με έλκη, γαστρίτιδα και κολίτιδες. Η δε κατάθλιψη φάνηκε ότι αυξάνει τη θνησιμότητα από καρδιακά και ενδεχομένως καρκίνο, ενώ όταν είναι χρόνια φαίνεται ότι προδιαθέτει για άνοια. Πάντοτε σταματούμε τα φάρμακα μετά την αποθεραπεία του πρώτου επεισοδίου, γιατί μερικές φορές τα επεισόδια είναι μεμονωμένα και δεν επαναλαμβάνονται. Αν υπάρξει δεύτερο επεισόδιο και αποθεραπευτεί κι αυτό καλά, πάλι σταματούμε τα φάρμακα. Αν όμως υπάρξει και τρίτο, τότε σκεφτόμαστε να διατηρήσουμε τη θεραπεία προφυλακτικά επ’ αόριστον. Εδώ κρίνουμε και από τη συχνότητα και σοβαρότητα των επεισοδίων.
Μητροπολίτης. Ποιες ψυχικές διαταραχές θα λέγατε ότι είναι τόσο καθοριστικές, ώστε ένας επίσκοπος να μην πρέπει να χειροτονήσει ιερέα κάποιον, που πάσχει από αυτές;
Απ. Θα έλεγα οι ψυχώσεις, όπως η σχιζοφρένεια, και οι βαρειές διαταραχές προσωπικότητας. Στις ψυχώσεις περιλαμβάνω και τη διπολική διαταραχή, την πρώην μανιοκατάθλιψη, όπου αντένδειξη χειροτονίας μπορεί να είναι επεισόδια μανίας και συχνά επεισόδια μελαγχολίας με αυτοκτονικές τάσεις. Εδώ το κριτήριο είναι η συχνότητα και σοβαρότητα των επεισοδίων. Οι διαταραχές προσωπικότητας αποτελούν αντένδειξη, λόγω της αδυναμίας αγάπης, της παρορμητικότητας και ασυνέπειας και της απουσίας αντοχών στις πιέσεις και αντιξοότητες. Οι αγχώδεις διαταραχές και η απλή χωρίς επιπλοκές καταθλιπτική νόσος δεν θα έλεγα ότι συνιστούν αντενδείξεις.
Ερ. Σαν Πνευματικοί και στα πλαίσια μιας πολύ καλής συνεργασίας με τους ψυχιάτρους, μπορούμε να πούμε στον ασθενή ότι δεν είναι άρρωστος ή ότι η ασθένειά του είναι ευλογία και τον φέρνει πιο κοντά στον Θεό; Φαίνεται κάποτε σαν καταδίκη να του πούμε, ότι είναι ψυχασθενής, σαν να είναι «του ψυχιατρείου»!
Απ. Σαν γιατροί εμείς, δυστυχώς δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ευλογία, και εδώ έχετε ένα σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση μ᾽ εμάς, αν βέβαια και ο ασθενής είναι σε πνευματική θέση να το ακούσει. Αυτό, που προσπαθούμε να κάνουμε, όμως, είναι να βοηθήσουμε τον ασθενή να ωφεληθεί από την ασθένειά του, κάνοντας χρήσιμες παρατηρήσεις και εξάγοντας χρήσιμα συμπεράσματα. Προσπαθούμε να μετουσιώσουμε τον πόνο σε κάτι, που μπορεί να εμπλουτίσει και να δυναμώσει την ψυχή.
Ερ. Η ασθένεια μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση της ψυχής -«γιατί εγώ, Θεέ μου;»-, και πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί, και να ενθαρρύνουμε τους αρρώστους.
Απ. Ασφαλώς και θα τους ενθαρρύνουμε. Πρώτα με τη σχετικοποίηση της ασθένειας, ότι είναι κάτι συχνό, συμβαίνει σε πολλούς ανθρώπους, κάτι που θεραπεύεται πολύ καλά και, μετά, με την ανάδειξη των πιθανών ωφελημάτων από αυτήν, μέσω ενίσχυσης των υγειών πλευρών που διαθέτει ακόμα και ο πιο άρρωστος άνθρωπος. Θα του υποδείξουμε, ότι η ασθένεια μπορεί και να είναι μια χρήσιμη εμπειρία, μέσω της οποίας θα γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του και θα τον καταστήσει ικανό να βοηθήσει άλλους ανθρώπους, που θα βρεθούν σε παρόμοια κατάσταση. Το ζητούμενο δεν είναι να αρνηθούμε την ασθένεια, που θα ήταν να τη φοβηθούμε, αλλά, αναγνωρίζοντάς την, να την εντάξουμε στις εμπειρίες του ατόμου και να την αξιοποιήσουμε με τρόπο ωφέλιμο. Εσείς έχετε ακόμα ένα πλεονέκτημα σε σχέση με μας, κατά κανόνα γνωρίζετε αυτούς τους ανθρώπους πριν να ασθενήσουν. Επομένως, θα τους στηρίξετε, θυμίζοντας τους πώς ήταν πριν, ότι μπορούν να ξαναγίνουν καλά, ότι η ασθένεια δεν τους κάνει χειρότερους ανθρώπους. Και βέβαια, όχι λιγότερο υπεύθυνους. Βοηθούμε, όταν υπενθυμίζουμε, με τρόπο όχι ενοχοποιητικό, τις ευθύνες που έχουν απέναντι στην οικογένειά τους, τους βάζουμε στην ίδια θέση με όλους τους άλλους, τους ξανασυνδέουμε με το σύνολο. Μπορούμε να κάνουμε πολλά, αν δεν φοβηθούμε την ασθένεια.
Ερ. Υπάρχουν και εκείνοι, που δεν θέλουν να δουν γιατρό, αρνούνται την ιατρική βοήθεια.
Απ. Πάντοτε θα υπάρχουν και αυτοί. Δυστυχώς, θα υπάρχουν πάντα ορισμένοι, για τους οποίους δεν θα μπορούμε να κάνουμε τίποτε, εκτός, ίσως, από την υποχρεωτική νοσηλεία, αν υπάρχει εμφανής επικινδυνότητα. Αν, όμως, είναι συνεννοήσιμοι, τότε δείτε τους εσείς περισσότερο, πείτε τους να έρχονται πιο συχνά.
Ερ. Να τους επισκεπτόμαστε στο σπίτι τους…
Απ. Αυτό θα ήταν ευχής έργον, ένα ακόμα πλεονέκτημα, που έχετε απέναντί μας, η ευχέρεια να επισκεφθείτε, που δεν έχουμε εμείς. Δείτε τους στο σπίτι τους, με την οικογένειά τους. Πλαισιώστε τους! Το χρειάζονται αυτό!
Σύντομο βιογραφικό του ομιλητή
Ο κ. Γιάννης Κιτρομηλίδης γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1958. Οι γονείς του ήταν φιλόλογοι και εκπαιδευτικοί, ο Μίκης και η Μάγδα.
Αποφοίτησε από το Παγκύπριο Γυμνάσιο το 1976 και, μετά τη στρατιωτική θητεία, σπούδασε Ιατρική στην Αθήνα. Στη συνέχεια εργάστηκε σαν Αγροτικός γιατρός στον νομό και στο νοσοκομείο Πρεβέζης.
Από το 1986 μέχρι το 1991 ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική στο Μομπελιέ της Γαλλίας και από το 1992 ασκεί ιδιωτικά την Ψυχιατρική στη Λευκωσία. Παράλληλα ασκεί την Ψυχαναλυτική Ψυχοθεραπεία, στην οποία εκπαιδεύτηκε από το 1993 μέχρι το 2000 με την Ελληνική Εταιρεία Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας Παιδιού και Εφήβου, και είναι μέλος της Κυπριακής Εταιρείας Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας.
Εισήγηση στην Ζ΄ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Β’ Ακαδημαϊκού Έτους (2013-2014)
Ομιλητής: Δρ. Αγάθη Βαλανίδου, Ψυχίατρος
Η κα Αγάθη Βαλανίδου
Πανιερώτατε,
Σεβαστοὶ πατέρες,
Κυρίες και κύριοι,
Αρχίζοντας τη σημερινή μου εισήγηση, που είναι αφιερωμένη στην ψυχική διαταραχή της κατάθλιψης και τους τρόπους αντιμετώπισής της, θα ήθελα ευθύς εξαρχής να τονίσω ότι: Η κατάθλιψη είναι μια ασθένεια, που αντιμετωπίζεται, αλλά αντιμετωπίζεται καλύτερα, όταν αντιμετωπίζεται έγκαιρα.
Η κατάθλιψη είναι η ψυχική διαταραχή, που εμφανίζεται συχνότερα. Ένα στα δέκα άτομα θα νοσήσει από κατάθλιψη κάποια στιγμή στη διάρκεια της ζωής του. Από επιδημιολογικές έρευνες, υπολογίζεται ότι το 6% περίπου του γενικού πληθυσμού πάσχει από κατάθλιψη, δηλαδή περισσότεροι από 350 εκατομμύρια άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, που έχει επεξεργαστεί ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας σε συνεργασία με την Παγκόσμια Τράπεζα του ΟΗΕ, με βάση το δείκτη βαρύτητας που μετρά τη συνολική επιβάρυνση στην προσωπική επαγγελματική και κοινωνική ζωή, πέντε από τις δέκα αρρώστιες με τον υψηλότερο δείκτη είναι ψυχικές. Η κατάθλιψη καταλαμβάνει σήμερα την τέταρτη θέση και υπολογίζεται ότι θα αναρριχηθεί στη δεύτερη θέση της κατάταξης μέχρι το 2020.
Το ψυχικό τούτο νόσημα εμφανίζεται συχνότερα στους άγαμους, τους διαζευγμένους και τους κατοίκους αγροτικών περιοχών. Οι γυναίκες υποφέρουν από κατάθλιψη, σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, δύο φορές συχνότερα από τους άνδρες. Έχει διαπιστωθεί, ότι στη διάρκεια της ζωής τους στο 20% των γυναικών και στο 12% των ανδρών θα εμφανιστεί καταθλιπτικό επεισόδιο, ενώ το 10% των γυναικών και μόλις το 5,8% των ανδρών θα νοσήσουν μέσα σε ένα έτος. Παρά τις βιολογικές συνιστώσες στην αιτιολογία της κατάθλιψης και τις ορμονικές διαφορές ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες, πιστεύεται ότι οι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες και τα διαφορετικά στρεσσογόνα γεγονότα ζωής (τοκετοί, ανατροφή παιδιών), στα οποία εκτίθενται οι γυναίκες, διαμορφώνουν τα ποσοστά αυτά.
Σχεδόν οι μισές από όλες τις περιπτώσεις κατάθλιψης δεν αναγνωρίζονται και δεν υποβάλλονται σε θεραπεία, ενώ 10% περίπου των καταθλιπτικών ασθενών αυτοκτονούν. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας προβλέπει ότι μέχρι το έτος 2020 η κατάθλιψη θα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημα υγείας στον αναπτυσσόμενο κόσμο, προσβάλλοντας πιθανόν περισσότερο από το 25% του πληθυσμού και μέχρι τότε, η βαριά κατάθλιψη θα αποτελεί το δεύτερο σημαντικότερο αίτιο θανάτου και ανικανότητας, αν και η κατάθλιψη είναι θεραπεύσιμη.
Η κατάθλιψη μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία (από 15-70 χρονών), η έναρξή της, όμως, τοποθετείται συνήθως στη μέση ηλικία.
Τα τελευταία χρόνια, έχει παρατηρηθεί ότι εμφανίζεται ολοένα και συχνότερα στην εφηβική ηλικία ή την πρώιμη ενήλικη ζωή. Τα καταθλιπτικά επεισόδια, που συναντούμε σε αυτές τις ηλικιακές ομάδες, έχουν ενοχοποιηθεί για την αυξημένη χρήση αλκοόλ ή άλλων ψυχοδραστικών ουσιών.
Η βαρύτητα της νόσου ποικίλλει. Τα επεισόδια που αναδύονται κυμαίνονται από ήπια έως σοβαρά. Μπορεί να εμφανιστεί ένα και μοναδικό επεισόδιο ή η νόσος να μεταπέσει σε χρόνια ή υποτροπιάζουσα μορφή.
Με τα σύγχρονα θεραπευτικά μέσα, η κατάθλιψη είναι μια νόσος που μπορεί να αντιμετωπιστεί. Ωστόσο, μόνο το 10-25% των ασθενών υποβάλλονται σε θεραπευτική αγωγή. Η πολυμορφία, με την οποία εμφανίζεται, η άτυπη πολλές φορές συμπτωματολογία της, η ικανότητά της να υποδύεται και να μιμείται οποιαδήποτε νόσο, ξεγελούν πολλές φορές τους μη ειδικούς ιατρούς, με αποτέλεσμα μόνο στο 50% των ασθενών να γίνεται σωστή διάγνωση από τους γενικούς ιατρούς.
Επιπλέον, η προκατάληψη και ο στιγματισμός, που συνοδεύουν τις ψυχικές διαταραχές, αποθαρρύνουν ή αποτρέπουν τους πάσχοντες να απευθυνθούν στους ειδικούς. Γι’ αυτό τον λόγο συχνά δεν αναγνωρίζεται (διαγιγνώσκεται) και δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά μια νόσος, που μπορεί να επιφέρει δυσμενείς επιπτώσεις στην προσωπική ζωή του ατόμου (κατάχρηση ή εξάρτηση από ουσίες, πρόκληση τροχαίων ατυχημάτων), όπως, επίσης, στις οικογενειακές σχέσεις και στις επαγγελματικές του δραστηριότητες.
Προεξάρχει, βεβαίως, πέραν των οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων, ο κίνδυνος της αυτοκαταστροφής. Η κατάθλιψη είναι η νόσος που, συχνότερα από οποιαδήποτε άλλη, μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία. Ένας στους δέκα ασθενείς επιλέγει την αυτοχειρία ως λύση στον ψυχικό πόνο που τον κατακλύζει και τα αδιέξοδα που θεωρεί ότι τον περιβάλλουν.
Πιο συγκεκριμένα στοιχεία, για την εμφάνιση της κατάθλιψης
Φύλο: Οι γυναίκες διατρέχουν διπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν κατάθλιψη σε σύγκριση με τους άνδρες, χωρίς να γνωρίζουμε την αιτία. Οι γυναίκες εμφανίζουν κατάθλιψη δύο φορές σχεδόν πιο συχνά απ’ ότι οι άνδρες. Η διαφορά αυτή δεν έχει πλήρως εξηγηθεί. Κατ’ αρχήν, ένα μέρος της μπορεί να οφείλεται στο γεγονός, ότι οι γυναίκες μπορεί να παραδέχονται πιο εύκολα από τους άνδρες τα καταθλιπτικά τους συμπτώματα στις σχετικές εργασίες. Η διαφορά όμως είναι αρκετά μεγάλη και έτσι πιστεύεται ότι συνδυασμός βιολογικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων συμβάλλει στη μεγαλύτερη συχνότητα.
Κοινωνική – οικονομική κατάσταση: Τα ποσοστά κατάθλιψης μειώνονται ελαφρά, όσο αυξάνεται το εισόδημα και το μορφωτικό επίπεδο. Οι περισσότερο σοβαρές μορφές συσχετίζονται επίσης με την κατώτερη κοινωνική – οικονομική κατάσταση, αν και δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς αν η κατώτερη κοινωνική – οικονομική κατάσταση ευθύνεται για την κατάθλιψη ή η κατάθλιψη οδηγεί στην κατώτερη κοινωνική – οικονομική κατάσταση. Σήμερα, σε καιρούς οικονομικής κρίσης, η ανεργία και η μείωση των απολαβών συμβάλλουν πολύ στην εμφάνιση της κατάθλιψης.
Οικογενειακό ιστορικό: Η κατάθλιψη είναι δύο ή τρεις φορές πιο συχνή σε οικογένειες καταθλιπτικών ασθενών.
Διαζευγμένοι: Οι χωρισμένοι ή διαζευγμένοι έχουν τριπλάσιο κίνδυνο να εμφανίσουν κατάθλιψη απ’ ότι οι παντρεμένοι. Οι διαζευγμένοι άνδρες φαίνεται πως διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τις διαζευγμένες γυναίκες.
Ηλικία: Ο κίνδυνος της κατάθλιψης εθεωρείτο πως αυξάνεται με την ηλικία, αλλά πρόσφατες μελέτες δείχνουν σήμερα ότι όλες οι ηλικίες είναι επιρρεπείς για την εμφάνισή της. Η κατάθλιψη φαίνεται να είναι πιο συχνή στους ηλικιωμένους, αν και συχνά δεν ανιχνεύεται και δεν υποβάλλεται σε θεραπεία σε αυτή την ομάδα ασθενών. Η κατάθλιψη των ηλικιωμένων σχετίζεται επίσης με μακρύτερη χρονική διάρκεια και σημαντικότερο κίνδυνο υποτροπής και αυτοκτονίας. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς εμφανίζουν περισσότερα σωματικά συμπτώματα, όπως κόπωση, δυσκοιλιότητα και απώλεια βάρους παρά θλίψη. Οι διαταραχές μνήμης είναι επίσης συνηθισμένες και συχνά αποδίδονται εσφαλμένα σε σωματική νόσο, άνοια («ψευδοάνοια») ή τη γήρανση. Οι εκτιμήσεις αναφέρουν, ότι η κατάθλιψη είναι δύο φορές πιο συχνή σε άτομα που υποφέρουν από σωματικές παθήσεις.
Παιδιά: Τα τελευταία χρόνια αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο, πως η κατάθλιψη προσβάλλει συχνά παιδιά και εφήβους, σε ποσοστό 2% έως 5%. Ο ίδιος αριθμός κοριτσιών και αγοριών υποφέρουν από κατάθλιψη ως παιδιά, κατά τη διάρκεια όμως της εφηβείας ο αριθμός των κοριτσιών που παρουσιάζει κατάθλιψη διπλασιάζεται. Τα παιδιά χωρισμένων γονιών, αυτά έχασαν τον ένα γονιό πρόωρα στη ζωή τους και τα παιδιά που υποφέρουν από εγκατάλειψη είναι περισσότερο ευάλωτα στην κατάθλιψη. Η κατάθλιψη κατά την παιδική ηλικία μπορεί να οδηγήσει σε κακή επίδοση στο σχολείο, κακές σχέσεις με τους υπόλοιπους και κατάχρηση ουσιών.
Τι εννοούμε με τον όρο «Κατάθλιψη» στην Ψυχιατρική
Ο όρος «Κατάθλιψη» στην Ψυχιατρική υποδηλώνει μια συγκεκριμένη νόσο, δηλαδή μια διαταραχή, η οποία προκαλεί ένα συνδυασμό συμπτωμάτων, που δεν συναντάται σε άλλη νόσο (οι γιατροί συνηθίζουν να ονομάζουν αυτούς τους συνδυασμούς συμπτωμάτων, που εμφανίζονται μαζί πολύ πιο συχνά απ’ ότι θα περίμενε κανείς μόνο από τύχη, ως σύνδρομα). Ένα από τα χαρακτηριστικά του συνδρόμου της Κατάθλιψης είναι και η άσχημη διάθεση, και γι’ αυτό το σύνδρομο ονομάστηκε έτσι. Δεν είναι όμως το μοναδικό, ενώ μερικές φορές μπορεί και να απουσιάζει. Σαν αρρώστια, η Κατάθλιψη έχει κάποιους προδιαθεσικούς και αιτιολογικούς παράγοντες που συμβάλλουν στην εμφάνισή της, μια συγκεκριμένη πορεία, πρόγνωση και θεραπεία.
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ του φυσιολογικού καταθλιπτικού συναισθήματος και της κλινικής κατάθλιψης;
Είδαμε πιο πριν, ότι ένα από τα συμπτώματα της Κατάθλιψης είναι και το καταθλιπτικό συναίσθημα. Η διαφορά αυτού του συναισθήματος από το φυσιολογικό είναι ότι στην Κατάθλιψη το καταθλιπτικό συναίσθημα έχει μεγάλη ένταση και είναι μόνιμο. Δεν επηρεάζεται από τις καταστάσεις που ζει ο ασθενής, π.χ., ο ασθενής δεν θα γελάσει και δεν θα αισθανθεί παροδικά καλύτερα, όταν συμβεί κάτι χαρούμενο. Επίσης, στην κατάθλιψη το συναίσθημα μπορεί να είναι χειρότερο το πρωί σε σχέση με το βράδυ, ενώ στους φυσιολογικούς ανθρώπους, που απλά νιώθουν στενοχωρημένοι, η διάθεση είναι συνήθως καλύτερη όταν σηκώνονται το πρωί.
Πόσο συχνή είναι η Κατάθλιψη;
Από έρευνες, που έχουν γίνει, υπολογίζεται ότι σε μια δεδομένη χρονική στιγμή 5% του πληθυσμού εμφανίζει συμπτώματα κατάθλιψης, ενώ κατά την διάρκεια ενός έτους 10% του πληθυσμού θα εμφανίσει συμπτώματα κατάθλιψης. Κατά τη διάρκεια της ζωής τους, 20% των γυναικών και 12% των ανδρών εμφανίζουν συμπτώματα συμβατά με κατάθλιψη. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι τα νούμερα αυτά περιλαμβάνουν όλες τις μορφές κατάθλιψης, από τις ελαφριές μέχρι τις σοβαρές, γι’ αυτό και είναι λίγο ψηλά.
Έχω κατάθλιψη;
Όλοι θα νιώσουμε κατά καιρούς αυτά τα ενοχλήματα. Είναι φυσιολογικό. Αν έχετε διαπιστώσει, όμως, ότι μερικά από τα συμπτώματα που ακολουθούν εμφανίζονται για δύο ή τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο, επισκεφτείτε τον ψυχολόγο σας ή τον ψυχίατρο, για να αξιολογήσει αν έχετε κατάθλιψη.
Συμπτώματα της κατάθλιψης
α. Αλλαγή στη διάθεση
Νιώθετε συνεχώς λυπημένος, απογοητευμένος, απελπισμένος, άκεφος. Δακρύζετε με το παραμικρό, εκνευρίζεστε εύκολα. Είστε ανήσυχος, αγχωμένος, χωρίς πολλές φορές να ξέρετε το γιατί. Σας απασχολούν μικροπράγματα, για τα οποία στο παρελθόν θα αδιαφορούσατε. Δεν χαίρεστε, δεν απολαμβάνετε πια δραστηριότητες και χόμπι που κάποτε σας ευχαριστούσαν. Τίποτα δε σας ευχαριστεί, «σαν να στέρεψε η χαρά της ζωής».
β. Αλλαγές στη σωματική ευεξία
Δυσκολεύεστε να κοιμηθείτε, ξυπνάτε συχνά τη νύχτα ή πολύ νωρίς το πρωί ή έχετε υπερβολική υπνηλία στη διάρκεια της μέρας. Η όρεξή σας και το βάρος έχουν μειωθεί, κάποιες φορές όμως μπορεί και να αυξηθούν. Έχετε πονοκεφάλους και ναυτία, ζαλάδες, πόνους στα πόδια, στα χέρια. Δεν έχετε επιθυμία για σεξουαλικές σχέσεις. Όταν ξυπνάτε το πρωί, δεν νοιώθετε την ευεξία που επιφέρει ο ύπνος. Νοιώθετε νευριασμένος και κουράζεστε εύκολα. Δραστηριότητες, που πριν λίγο καιρό τις πραγματοποιούσατε εύκολα, τώρα σας φαίνονται «βουνό». Πολλές φορές δεν έχετε διάθεση να σηκωθείτε από το κρεβάτι.
γ. Αλλαγές στον τρόπο σκέψης
Όλα σας φαίνονται μάταια. Κατακλύζεστε από ιδέες ενοχής, τα βάζετε με τον εαυτό σας, νιώθετε ότι δεν αξίζετε, νιώθετε μόνος, αβοήθητος, εγκλωβισμένος σε αδιέξοδα. Το μέλλον σας τρομάζει, φαντάζει ζοφερό και απειλητικό. Νιώθετε τη σκέψη σας σαν να μη λειτουργεί. Δυσκολεύεστε να συγκεντρωθείτε, με πολύ κόπο ανακαλείτε πληροφορίες που προσφάτως έχετε δεχθεί. Σκέπτεστε μόνο τις δυσάρεστες πτυχές των πραγμάτων και τις διογκώνετε.
δ. Αλλαγές στην καθημερινότητα
Δεν επιθυμείτε, πλέον, τη συναναστροφή με ανθρώπους που κάποτε σας ευχαριστούσαν. Δεν έχετε διάθεση να μιλήσετε. Όλα μοιάζουν πληκτικά, ανιαρά, χωρίς νόημα. Κλείνεστε στο σπίτι. Αδιαφορείτε για την προσωπική σας υγιεινή, δεν μεριμνάτε για την εμφάνισή σας.
Έντονη θλίψη ή Κατάθλιψη;
Αρνητικά αισθήματα θλίψης, στενοχώριας και απογοήτευσης είναι κοινά σε όλους τους ανθρώπους. Αισθανόμαστε απογοήτευση μετά από μια αποτυχία ή θλίψη μετά από ένα χωρισμό ή μια απώλεια. Τα αρνητικά αυτά αισθήματα είναι φυσιολογικά και δεν επηρεάζουν σημαντικά τη δυνατότητά μας να ανταποκρινόμαστε στις καθημερινές μας υποχρεώσεις. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι είναι και χρήσιμα, στο βαθμό που μας βοηθούν να γνωρίσουμε καλύτερα κάποιες αδυναμίες του χαρακτήρα μας. Η θλίψη μας σκληραγωγεί και μας εκπαιδεύει, ώστε να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε δυναμικά τις αντιξοότητες που μπορεί να προκύψουν αργότερα στη ζωή μας. Η αυτογνωσία, που προκύπτει μέσα από τις αρνητικές εμπειρίες, μας βοηθά να κάνουμε προσπάθειες να αλλάξουμε τον εαυτό μας, ώστε να αποφεύγουμε στο μέλλον τις αρνητικές συνέπειες των ανώριμων συμπεριφορών. Όταν η θλίψη, αντί να μειώνεται με το πέρασμα του χρόνου, γίνεται πιο έντονη και διαρκεί περισσότερο από δύο εβδομάδες, εμποδίζοντας τις φυσιολογικές δραστηριότητες της ομαλής ζωής, όπως είναι η δουλειά, η διατροφή, ο ύπνος και οι στενές μας σχέσεις, τότε είναι πιθανόν να υποφέρουμε από κατάθλιψη και να χρειαζόμαστε τη βοήθεια κάποιου ειδικού για να την αντιμετωπίσουμε. Αυτό που χαρακτηρίζει την κατάθλιψη δεν είναι η παρουσία των αρνητικών αισθημάτων, αλλά η μεγάλη ένταση και η μακρά τους διάρκεια.
Η κατάθλιψη σε κάνει… αδύναμο!
Το πρόβλημα είναι ότι, όταν υποφέρουμε από κατάθλιψη, αισθανόμαστε ότι τίποτε δεν μπορεί να μας παρηγορήσει. Ακόμη και όταν γνωρίζουμε τι είναι αυτό που θα μπορούσε να ανεβάσει τη διάθεσή μας, δεν μπορούμε να το κάνουμε. Η γνώση από μόνη της δεν μπορεί να μας ελευθερώσει. Ξέρουμε, αλλά δεν μπορούμε. Οι συμβουλές που μας δίνουν τα αγαπημένα μας άτομα είναι περιττές και μάταιες. Ακόμη και όταν συμφωνούμε μαζί τους, ότι όλα όσα μας προτείνουν θα μπορούσαν πράγματι να μας φτιάξουν τη διάθεση, νιώθουμε ότι μας είναι αδύνατον να κάνουμε κάτι που θα μπορούσε να μας βοηθήσει. Αυτό που νιώθουμε περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι η αδυναμία μας να επιθυμήσουμε κάτι, να εμπνευσθούμε από κάτι, να ενδιαφερθούμε για κάτι. Σαν να έχει αρρωστήσει μέσα μας ο ψυχικός μηχανισμός, που μας βοηθά να δημιουργούμε δεσμούς νοήματος με την πραγματικότητα. Έχει διαταραχθεί η ικανότητά μας να επιθυμούμε και να προσπαθούμε να ικανοποιήσουμε τις επιθυμίες μας. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που θα έπρεπε να μας ενδιαφέρει, αλλά δεν νιώθουμε να μας ενδιαφέρει. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που θα έπρεπε να μας αρέσει, αλλά δεν μας αρέσει. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που θα έπρεπε να κάνουμε, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε. Γνωρίζουμε τι είναι αυτό, που οι άλλοι θέλουν από εμάς, αλλά δεν μπορούμε να ανταποκριθούμε. Και δεν μπορούμε ούτε να ελπίσουμε, ότι σε λίγο καιρό θα νιώθουμε καλύτερα. Έχουμε χάσει την ελπίδα ή καλύτερα η ελπίδα έπαψε να λειτουργεί μέσα μας. Η κατάθλιψη δεν επιτρέπει στην παρούσα φάση της ζωής μας να ελπίζουμε. Δεν υπάρχει μέσα μας η ελπίδα, που θα μπορούσε να κινητοποιήσει τη θεραπευτική αλλαγή. Ακριβώς επειδή έχει διαταραχθεί η ικανότητά μας να επιδιώκουμε αυτό που είναι ωφέλιμο για εμάς και για τους άλλους, νιώθουμε ενοχές και κατηγορούμε τον εαυτό μας για όσα δεν μπορούμε να καταφέρουμε. Είμαστε παγιδευμένοι ανάμεσα στην αδυναμία και την ενοχή. Νιώθουμε κατώτεροι, μειωμένοι, ανάξιοι, άχρηστοι. Είναι όμως αδύνατο να ελευθερωθούμε από την παγίδα της κατάθλιψης μόνο με τις δικές μας συνειδητές προσπάθειες. Όσο περισσότερο προσπαθούμε, τόσο περισσότερο αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να τα καταφέρουμε.
Εφόσον δεν μπορούμε να βοηθήσουμε τον εαυτό μας και όλες οι προσπάθειες που κάνουμε επιβαρύνουν τη θέση μας, το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε είναι να αποδεχτούμε όσο πιο φιλικά γίνεται αυτή την αδυναμία. Αντί να προσπαθούμε βίαια να αλλάξουμε τον εαυτό μας, να συμφιλιωθούμε με αυτό που είμαστε, με αυτό που νιώθουμε και με αυτό που μπορούμε. Η θλίψη θα μειωθεί και θα φύγει από πάνω μας, αλλά δεν μπορούμε να προβλέψουμε με ακρίβεια πότε ακριβώς θα γίνει αυτό. Η θεραπευτική μας πορεία θα εξαρτηθεί από πολλούς παράγοντες. Κάθε στιγμή κάνουμε το καλύτερο που μπορούμε, για να βοηθήσουμε τον εαυτό μας. Δεχόμαστε όμως ήσυχα και την αδυναμία μας. Ζούμε μαζί της. Συμβιώνουμε όσο πιο αρμονικά γίνεται με την κατάθλιψή μας, μέχρι να απαλλαγούμε από αυτήν. Δεν μας αρέσει η κατάθλιψη, αλλά καταλαβαίνουμε ότι είναι μάταιο να την πολεμούμε δυναμικά, αφού άλλωστε στην παρούσα φάση της ζωής μας αυτό που μας λείπει είναι η δύναμη, η αποφασιστικότητα και η αγωνιστικότητα.
Μερικοί Μύθοι και Αλήθειες σχετικά με την Κατάθλιψη
ΜΥΘΟΣ: Τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα προκαλούν εθισμό και αλλάζουν την προσωπικότητα.
ΑΛΗΘΕΙΑ: Τα αντικαταθλιπτικά δεν προκαλούν εξάρτηση και εθισμό ούτε αλλάζουν την προσωπικότητα. Όταν η θεραπεία έχει ολοκληρωθεί, ο ασθενής, με την καθοδήγηση του θεράποντος ιατρού, μπορεί να διακόψει τα φάρμακα, χωρίς να προκύψει κανένα πρόβλημα.
ΜΥΘΟΣ: Αν κάποιος, που έχει κατάθλιψη, κάνει απλά υπομονή και περιμένει, η νόσος θα περάσει.
ΑΛΗΘΕΙΑ: Η κατάθλιψη μπορεί να μην υποχωρήσει από μόνη της. Σε κάποιους ασθενείς διαρκεί χρόνια, αν δεν αντιμετωπιστεί. Η κατάθλιψη, στις σοβαρότερες τουλάχιστον μορφές της, είναι μια βιολογική νόσος, που απαιτεί βιολογικά μέσα -φάρμακα- για να αντιμετωπιστεί.
ΜΥΘΟΣ: Μόνο οι ασθενείς με ιδέες αυτοκαταστροφής (αυτοκτονίας) χρειάζονται φαρμακευτική αγωγή.
ΑΛΗΘΕΙΑ: Η φαρμακευτική αγωγή δεν απευθύνεται μόνο στους ασθενείς με ιδέες αυτοκαταστροφής. Τα αντικαταθλιπτικά μπορούν να βοηθήσουν όλους τους ανθρώπους που υποφέρουν να γίνουν καλά, να ζουν τη ζωή τους με τον τρόπο που επιθυμούν και να την απολαμβάνουν.
ΜΥΘΟΣ: Η κατάθλιψη εκδηλώνεται πάντα ως αντίδραση σ’ ένα τραυματικό ή δυσάρεστο γεγονός της ζωής, όπως το διαζύγιο, ο θάνατος ενός αγαπημένου προσώπου ή η απώλεια της εργασίας.
ΑΛΗΘΕΙΑ: Η κατάθλιψη μπορεί, πράγματι, να πυροδοτείται από δυσάρεστα ή τραυματικά γεγονότα ζωής, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Στην αιτιολογία της εμπλέκονται και βιολογικοί συντελεστές, όπως η διαταραχή της ισορροπίας βιοχημικών ουσιών του εγκεφάλου, που ονομάζονται νευροδιαβιβαστές.
ΜΥΘΟΣ: Αν κάποιος δεν καταφέρει να συνέλθει από την κατάθλιψη, αυτό σημαίνει ότι είναι αδύναμος χαρακτήρας.
ΑΛΗΘΕΙΑ: Η κατάθλιψη δεν υποδηλώνει ότι κάποιος είναι αδύναμος χαρακτήρας. Αντιθέτως, σε κάποιες μορφές της προσβάλλονται οι εξωστρεφείς, συμπαθείς, συνεπείς και δημιουργικοί συνάνθρωποί μας, άτομα, δηλαδή, με σταθερή, υγιή και λειτουργική προσωπικότητα.
Παράγοντες εμφάνισης
Δεν υπάρχει ένα και μοναδικό αίτιο, που θα μπορούσε να ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση των καταθλιπτικών επεισοδίων. Η κατάθλιψη είναι μια νόσος πολυπαραγοντική και οφείλεται στην αλληλεπίδραση γενετικών, βιολογικών και ψυχοκοινωνικών παραγόντων. Οι βαρύτερες μορφές της προκαλούνται κυρίως από βιολογικούς παράγοντες, ενώ οι ηπιότερες από ψυχοκοινωνικούς.
α. Γενετικοί Παράγοντες
Οι επιδημιολογικές έρευνες, που έχουν γίνει σε οικογένειες και διδύμους, καθώς και οι μελέτες υιοθεσίας, κατέδειξαν ότι ο κίνδυνος νόσησης (η πιθανότητα δηλαδή να νοσήσει κάποιος) από κατάθλιψη είναι: Για τους συγγενείς πρώτου βαθμού (γονείς, αδέλφια, παιδιά) περίπου τριπλάσιος από τον γενικό πληθυσμό. Για τους συγγενείς δευτέρου βαθμού (παππούδες, εγγόνια, θείοι, ανήψια, ετεροθαλή αδέλφια) διπλάσιος από τον γενικό πληθυσμό. Για τους συγγενείς τρίτου βαθμού (πρώτα ξαδέλφια) ελαφρώς αυξημένος, σε σχέση με τον γενικό πληθυσμό. Η επικρατέστερη σήμερα άποψη είναι, ότι κληρονομείται μια ευαισθησία (ευαλωτότητα) για τη νόσο, η οποία θα εκδηλωθεί, εάν επιδράσουν ψυχοκοινωνικοί στρεσσογόνοι παράγοντες.
β. Βιολογικοί Παράγοντες
Από τη δεκαετία του ’50, ήδη, έχουν προκύψει από ερευνητικά δεδομένα ισχυρές ενδείξεις, που κατοχυρώνουν τον ρόλο ουσιών, των νευροδιαβιβαστών, στην αιτιοπαθογένεια της κατάθλιψης. Οι νευροδιαβιβαστές είναι βιοχημικές ουσίες, μέσω των οποίων επικοινωνούν τα νευρικά κύτταρα του εγκεφάλου. Το ερευνητικό ενδιαφέρον έχει εστιασθεί στους νευροδιαβιβαστές σεροτονίνη και νοραδρεναλίνη, και διαπιστώθηκε ότι στην κατάθλιψη τα νευροδιαβιβαστικά αυτά συστήματα υπολειτουργούν. Ο μηχανισμός δράσης, άλλωστε, των περισσότερων αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, τα οποία δρουν ενισχύοντας τη νευροδιαβίβαση που επιτελείται μέσω της σεροτονίνης και της νοραδρεναλίνης, έρχεται να συμφωνήσει με την υπόθεση αυτή. Επίσης, μερικές μη ψυχιατρικές νόσοι του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (Κ.Ν.Σ.), όπως η νόσος του Parkinson, η επιληψία, τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια, οι όγκοι, που επηρεάζουν τη λειτουργία περιοχών του εγκεφάλου οι οποίες ρυθμίζουν το συναίσθημα, εκδηλώνονται με καταθλιπτικά συμπτώματα. Ενδοκρινικές διαταραχές (π.χ. υποθυρεοειδισμός, νόσος του Cushing), λοιμώδη και αυτοάνοσα νοσήματα (πνευμονία, λοιμώδη μονοπυρήνωση, φυματίωση, ρευματοειδής αρθρίτιδα, συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, AIDS), αναιμίες, καθώς και όγκοι του γαστρεντερικού (π.χ. καρκίνος της κεφαλής του παγκρέατος), εκδηλώνονται επίσης με καταθλιπτικά συμπτώματα. Αρκετές εξαρτησιογόνες ουσίες (ιδιαίτερα η κοκαΐνη και το αλκοόλ) και φάρμακα (αντιφλεγμονώδη, αναλγητικά, αντιυπερτασικά, κυτταροστατικά, ορμόνες και νευρολογικά) μπορεί να προκαλέσουν κατάθλιψη.
γ. Ψυχοκοινωνικοί Παράγοντες
Από ερευνητικά δεδομένα προκύπτει, ότι οι τραυματικές εμπειρίες στα πρώτα χρόνια της ζωής, ιδιαίτερα η στέρηση των γονέων, η αδυναμία τους να εκπληρώσουν τον γονεϊκό ρόλο, οι συγκρουσιακές ενδοοικογενειακές σχέσεις, η έκθεση σε σωματική ή φυσική βία, καθιστούν το άτομο επιρρεπές στο να αναπτύξει κατάθλιψη στο μέλλον. Τα στρεσσογόνα γεγονότα ζωής είναι δυνατόν να δράσουν ως εκλυτικοί παράγοντες σε άτομα με πρώιμες τραυματικές εμπειρίες ή σε άτομα εκτεθειμένα σε χρόνιες ψυχοπιεστικές καταστάσεις, οι οποίες συνιστούν προδιαθεσικούς -για την εμφάνιση της κατάθλιψης- παράγοντες. Τέτοια γεγονότα είναι αυτά που εκλαμβάνονται από το άτομο ως απειλητικά και επικίνδυνα, εκείνα που συνδέονται με απώλειες (π.χ. χωρισμός) και εκείνα που αποτυπώνουν δυσαρμονία στις σχέσεις με τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του. Ο τρόπος, τέλος, με τον οποίο οι άνθρωποι σκέφτονται, αντιλαμβάνονται και αναπαριστούν τον κόσμο και την πραγματικότητα μπορεί να οδηγήσει σε κατάθλιψη, να επιδεινώσει την συμπτωματολογία της και να επιμηκύνει τη διάρκειά της.
Η κατάθλιψη είναι ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας, που μπορεί να επηρεάσει άτομα όλων των ηλικιών, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών και των εφήβων. Το βασικό χαρακτηριστικό της κατάθλιψης είναι το επίμονο και διαρκές συναίσθημα θλίψης, η ευερεθιστότητα και η απουσία ενδιαφέροντος ή ικανοποίησης από οποιαδήποτε δραστηριότητα. Τα συμπτώματα αυτά συνοδεύονται από μια σειρά άλλων συμπτωμάτων που επηρεάζουν την όρεξη, τον ύπνο, τα επίπεδα δραστηριότητας και συγκέντρωσης, την αυτοπεποίθηση του ατόμου και την εικόνα του για τον εαυτό του. Η κλινική κατάθλιψη είναι πολύ διαφορετική από το αίσθημα κακής διάθεσης ή από τα αισθήματα λύπης ή πένθους, που συνήθως συνοδεύουν την απώλεια κάποιου αγαπημένου προσώπου. Η κατάθλιψη δεν οφείλεται σε προσωπική αδυναμία του ατόμου, ούτε σε χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς του. Πρόκειται για μια ψυχική ασθένεια, που επηρεάζει όλο το σώμα και έχει αντίκτυπο στον τρόπο που ένα άτομο αισθάνεται, σκέφτεται και συμπεριφέρεται. Τα παιδιά και οι έφηβοι με κατάθλιψη είναι συνήθως θλιμμένα, ενώ σε γενικές γραμμές βιώνουν την ασθένεια με παρόμοιο τρόπο με τα άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Η κατάθλιψη, που δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά, μπορεί να έχει σαν αποτέλεσμα τη σχολική αποτυχία, την κατάχρηση αλκοόλ και ουσιών, αλλά και την αυτοκτονία.
Στοιχεία για την κατάθλιψη σε παιδιά και εφήβους
Περίπου 2-3% των παιδιών μπορεί να εμφανίσουν κατάθλιψη.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης στα παιδιά και τους εφήβους είναι το ίδιο αποτελεσματική με την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στους ενήλικες. Η κατάθλιψη κατά ένα μεγάλο ποσοστό είναι κληρονομική, αν και τα βιώματα του κάθε παιδιού μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο. Όσο μικρότερο είναι το παιδί κατά την έναρξη της νόσου, τόσο πιο δύσκολη είναι η πρόγνωση.
Παράγοντες κινδύνου
Τα παιδιά που βρίσκονται σε κατάσταση έντονου στρες, που έχουν βιώσει μια σημαντική απώλεια, έχουν μαθησιακές δυσκολίες ή προβλήματα συμπεριφοράς, έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν κατάθλιψη. Η εφηβεία είναι ισχυρότερος παράγοντας κινδύνου για τα κορίτσια σε σύγκριση με τα αγόρια. Τα παιδιά, που εμφανίζουν κλινική κατάθλιψη, συνήθως προέρχονται από οικογένειες με ιστορικό κατάθλιψης.
Επιπτώσεις
Τα παιδιά που έχουν περάσει ένα καταθλιπτικό επεισόδιο, είναι πολύ πιθανό στα επόμενα πέντε χρόνια να εμφανίσουν ένα δεύτερο επεισόδιο. Η κατάθλιψη στην παιδική ηλικία μπορεί να προοιωνίζει σοβαρότερες καταστάσεις κατά την ενήλικη ζωή. Η κατάθλιψη σε παιδιά και εφήβους είναι συνδεδεμένη με τον αυξημένο κίνδυνο αυτοκτονίας.
Πως η κατάθλιψη επηρεάζει την οικογένεια και πως η οικογένεια επηρεάζει την κατάθλιψη
Φαίνεται πως είναι πιο πιθανό να υπάρχει σχέση μεταξύ του πόσο ευάλωτο είναι το καταθλιπτικό άτομο και της σταθερότητας της οικογένειας. Σε περίπτωση που η οικογένεια αντιμετωπίζει προβλήματα και ταυτόχρονα υπάρχουν μέλη στην οικογένεια που αντιμετωπίζουν ψυχικές ή σωματικές διαταραχές, τότε η κατάθλιψη πιθανόν να χειροτέρευσει η να αργήσει να ξεπεραστεί. Επομένως η επίδραση είναι μια αρνητική ανατροφοδότηση, όπου η τρωτότητα του ατόμου και τα οικογενειακά προβλήματα τροφοδοτούν το ένα το άλλο. Η κάθε οικογένεια έχει διάφορους βαθμούς προσαρμοστικότητας. Κάποιες προσαρμόζονται καλά και αντιμετωπίζουν τα προβλήματα και τις δυσκολίες με επιτυχία. Η δυνατότητα να προσαρμόζονται επηρεάζεται από διάφορες συνθήκες, όπως οι κοινωνικο-οικονομικές πηγές της, η σύνθεση της οικογένειας, η διαθεσιμότητα κοινωνικής υποστήριξης, η παρουσία ή η απουσία άλλων ψυχικών ή σωματικών ασθενειών και η κατάσταση της οικογένειας την κάθε στιγμή. Αν η οικογένεια μπορεί να ανταποκριθεί αποτελεσματικά, η καταθλιπτική φάση μπορεί να διαρκέσει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση μπορεί το επεισόδιο να είναι παρατεταμένο και να συμβαίνουν πολλές υποτροπές, εξασθενώντας ακόμα πιο πολύ την αποτελεσματικότητα της οικογένειας, δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο.
Τι συμβαίνει στην οικογένεια, όταν κάποιο μέλος παρουσιάσει κατάθλιψη; Όταν υπάρχει μια ασθένεια σωματική, αργά ή γρήγορα θα γίνει φανερό πως κάτι δεν πάει καλά. Η διαφορά με την κατάθλιψη είναι πως συνήθως δεν γίνεται αντιληπτή. Ένα επεισόδιο μπορεί να γίνει αντιληπτό ως απλή φάση που θα περάσει, μπορεί να ερμηνευτεί ως προβλήματα στη δουλειά ή στον γάμο. Πολλές φορές το άτομο που περνάει το επεισόδιο δεν καταλαβαίνει και το ίδιο τι συμβαίνει, κάνοντας ακόμα πιο δύσκολη την κατάσταση για το άλλο μέρος, καθώς αναρωτιέται για πιο λόγο παρουσιάζεται αυτή η αρνητική, αποτραβηγμένη, ευερέθιστη και ευέξαπτη στάση. Ταυτόχρονα το άτομο που βιώνει κατάθλιψη προσπαθεί να βγάλει την ημέρα σκεπτόμενο τι κάνει λάθος, πως ο/η σύζυγός του/της θεωρεί πως είναι απαίσια/ος και πως είναι θέμα χρόνου πότε θα θυμώσει. Έτσι, όταν εκφραστεί ο προβληματισμός για τον λόγο της απόμακρης και απαισιόδοξης στάσης, είναι δύσκολο να μην αποτραβηχτεί περισσότερο, αφού επιβεβαιώνεται ο χειρότερος φόβος του/της. Επιπλέον το καταθλιπτικό άτομο πολύ δύσκολα δέχεται υποστήριξη από τον/τη σύζυγό του/της. Όταν έχεις κατάθλιψη, δεν μετράς την αγάπη. Δεν βοηθάει η διαβεβαίωση του/της συζύγου, πως το αγαπάει και το εκτιμά. Αυτό, που σκέφτεται, είναι για ποιον λόγο τα λέει αυτά. Δεν μπορεί να βλέπει πόσο απαίσιο άτομο είμαι και να με αγαπά. Αν παρ´ όλα αυτά πειστεί, τότε αναρωτιέται τι πάει λάθος στον/στη σύζυγο, για να έχει τέτοια άποψη. Το καταθλιπτικό άτομο είναι συνεχώς βυθισμένο στις σκέψεις του βάζοντας την κατάθλιψη ανάμεσα σε εκείνο και τον/τη σύζυγό του. Έχοντας κατάθλιψη, η ικανότητα να σχετιζόμαστε με τους άλλους μειώνεται σημαντικά και η αντίληψη της σχέσης μας διαστρεβλώνεται. Οι έρευνες δείχνουν πως η κόπωση, τα συναισθήματα απελπισίας, συνεχούς ανησυχίας και η απουσία ενδιαφέροντος για κοινωνική ζωή διασπά τη σταθερότητα μιας σχέσης.
Περιέργως η θλίψη δεν είναι κάτι που θα δει κάποιος ως κάτι που επεμβαίνει στις σχέσεις, όπου ένα η περισσότερα άτομα έχουν κατάθλιψη. Στην πραγματικότητα η θλίψη εμφανίζεται στις μισές περιπτώσεις. Στις άλλες μισές το άγχος και η απάθεια κυριαρχούν. Οι καταθλιπτικοί συχνά αγχώνονται υπερβολικά με την υγεία τους ή με τα οικονομικά τους. Από την άλλη, μπορεί να μην νιώθουν τίποτα στην πραγματικότητα, ούτε θετικό ούτε αρνητικό, και να μην νοιάζονται καθόλου. Αυτά τα άτομα απλά παρατηρούν παθητικά από απόσταση τη φθορά των σχέσεων τους.
Από όσα έχουν ειπωθεί έως τώρα, είναι φανερό πως η επίδραση της κατάθλιψης έχει να κάνει με τον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα μέλη μιας οικογένειας την κατάσταση. Κάποιος ή κάποια, που συνήθως ήταν ευδιάθετος/η και είχε αυτοπεποίθηση, ξαφνικά είναι ευερέθιστος/η και πιο απαισιόδοξος/η. Το άλλο μέλος συχνά αναλαμβάνει την ευθύνη για την καταθλιπτική διάθεση του/της συντρόφου, χωρίς να γνωρίζει με ποιον τρόπο μπορεί να βελτιώσει την κατάσταση. Οι άνθρωποι με κατάθλιψη δεν έχουν την ικανότητα να συγκεντρώνονται σε μια σχέση και νιώθουν ανόητοι, ενώ δεν είναι. Δεν είναι τόσο επαρκείς, όσο ήταν, και δεν μπορούν να εκφράσουν τις επιθυμίες τους και τις ανάγκες τους με ακρίβεια. Μπορεί να νιώθουν πως είναι σε χειρότερη κατάσταση από ό,τι είναι. Όλα αυτά κάνουν τις κοντινές σχέσεις πολύ δύσκολες, καθώς η κατάθλιψη διαλύει την εγγύτητα. Συνήθως τα άτομα με κατάθλιψη ντρέπονται να πουν πως νιώθουν, φοβούμενοι πως θα ακουστούν τρελοί ή κακοί. Νιώθουν ενοχές, που επιβάλλουν στον/στη σύζυγό τους την κατάθλιψή τους, και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος απόσυρσης από τη σχέση. Έτσι η επικοινωνία μεταξύ του ζευγαριού γίνεται προβληματική, ειδικά αναφορικά με την αυτο-αποκαλυπτική δυνατότητα του καταθλιπτικού μέλους, και μάλιστα όταν το υγιές μέλος αρνείται την ύπαρξη κάποιας τριβής στη σχέση, το μέλος με κατάθλιψη νιώθει ακόμα περισσότερο θυμωμένο, ειδικά όταν υπάρχει επίγνωση της κατάστασης. Τέτοια απόκριση μπορεί να οδηγήσει σε περισσότερη καταθλιπτική διάθεση ή σε κάποιο μανιακό ξέσπασμα. Επίσης μπορεί ο θυμός να στραφεί προς τον εαυτό. Αυτή η διαδικασία κάνει πιο δύσκολη την αναγνώριση, την έκφραση και την διαχείριση των συγκρούσεων.
Άλλη μια σοβαρή επίδραση της κατάθλιψης στην οικογένεια αφορά την ικανότητα του μέλους με κατάθλιψη να είναι γονιός. Ενώ είναι πιο “εύκολο” να υπάρξει επέμβαση σε περίπτωση βαριάς κατάστασης, όπου γίνεται επαρκής διάγνωση και θεραπεία, το πρόβλημα είναι εντονότερο σε περιπτώσεις ήπιας καταθλιπτικής διαταραχής. Σε αυτές τις περιπτώσεις, δεν ζητείται βοήθεια και γίνεται προσπάθεια από το μέλος να αντιμετωπίσει μόνο του την κατάσταση. Όμως τα παιδιά και ο/η σύντροφος υποφέρουν, χωρίς να μπορούν να κατανοήσουν τον λόγο που συμβαίνει αυτό. Έχοντας αυτό στον νου, ένας γονιός που βρίσκεται σε καταθλιπτική διάθεση χρειάζεται να αναζητήσει βοήθεια. Μάλιστα δεν χρειάζεται να κρύβεται, αλλά να είναι ευθύς και ξεκάθαρος γι᾽ αυτό που συμβαίνει, χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία λεπτομερούς ανάλυσης, αλλά και να πει στα παιδιά αυτά που “χρειάζονται” να ακούσουν. Για παράδειγμα, ” είμαι λυπημένος/η, γιατί έχω μια ασθένεια και για την οποία έχω βοήθεια και θα γίνω καλά”. Τα παιδιά έχουν την τάση να παρατηρούν και να προσέχουν την απόσυρση και την ευέξαπτη, ευερέθιστη διάθεση. Ειδικά ο γονιός, που περνάει περισσότερες ώρες με τα παιδιά, θα έχει και περισσότερες ευκαιρίες να νιώσει έτσι, κάνοντας την κατάσταση αφόρητα δύσκολη για όλους.
Τι συμβαίνει όμως, όταν ένα άτομο με κατάθλιψη δέχεται μια θεραπευτική διαδικασία και ξεκινά τον δρόμο για ανάρρωση; Ξανά εξαρτάται από την οικογένεια. Αν και η κατάσταση βελτιώνεται, η οικογένεια αντιμετωπίζει περισσότερα προβλήματα από τις άλλες οικογένειες. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να εντοπίσει κάποιες αιτίες ανάπτυξης ή πρόκλησης της κατάθλιψης. Οι συζυγικοί καβγάδες μπορεί να ενταθούν μετά τη βελτίωση των συμπτωμάτων, αν το υγιές μέλος περιμένει την άμεση επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, κάτι που μπορεί να πάρει αρκετό καιρό. Αν και μπορεί να ακουστεί περίεργο, σε πολλούς ανθρώπους, ειδικά άντρες, η ανάρρωση από κατάθλιψη έχει και θετικά στοιχεία. Οι αναφορές λένε για μια θετική αύξηση στην ευαισθησία στις σχέσεις τους. Η επαφή με τη μοναξιά φαίνεται να επικεντρώνει την προσοχή στα στοιχεία της ζωής που πραγματικά έχουν αξία και στα άτομα που νοιάζονται για τα άτομα που βίωσαν κατάθλιψη. Αυτή η πτυχή έχει σημασία, καθώς δείχνει πως η κατάθλιψη δεν έχει μόνο μόνιμα καταστρεπτική επίδραση στις σχέσεις, αρκεί να γίνει από όλα τα μέλη κατανοητό το τι συμβαίνει και να ζητείται βοήθεια.
Τι μπορώ να κάνω
Το καλύτερο πράγμα που μπορείτε να κάνετε για κάποιο άτομο με κατάθλιψη στον κοντινό σας περίγυρο ή στον ευρύτερο, είναι να τον βοηθήσετε να ζητήσει θεραπεία. Αυτό μπορεί να σημαίνει να τον ενθαρρύνετε να αναζητήσει βοήθεια από κάποιον ειδικό και να παραμείνει στη θεραπεία, όταν την ξεκινήσει. Αυτό επίσης, που μπορείτε να κάνετε, είναι να του προσφέρετε συναισθηματική υποστήριξη, που σημαίνει κατανόηση, υπομονή, στοργή και ενθάρρυνση. Εμπλέξτε το άτομο σε συζητήσεις και δραστηριότητες και, σε περίπτωση που αρνηθεί, επιμείνετε, χωρίς όμως να ασκείτε πίεση. Θυμείστε στο άτομο, ότι με τον καιρό και την κατάλληλη θεραπεία, θα αισθανθεί καλύτερα.
Πριν από δυόμισι χιλιετίες, ο Ιπποκράτης αποκάλεσε την κατάθλιψη μελαγχολία. Σήμερα εκτιμάται ότι παγκοσμίως ο αριθμός των ατόμων που πάσχουν από κατάθλιψη ξεπερνά τα εκατόν εκατομμύρια. Η κοινωνική θέση και ο πλούτος δεν την αναχαιτίζουν. Ο πάσχων έχει ανάγκη από ειδικό γιατρό και από τη δέουσα συμπεριφορά των γύρω του, για να ξεπεράσει την “ανηδονία”, δηλαδή την αδυναμία για άντληση ευχαρίστησης, ή το άγχος και τον φόβο, τη λύπη και την ενοχή, τον θυμό και τη ντροπή.
Θεραπεία
Χωρίς θεραπεία, ένα επεισόδιο κατάθλιψης σε νέους ασθενείς διαρκεί κατά μέσο όρο δέκα μήνες (μπορεῖ να εκταθεί από λίγες μέρες έως πολλά χρόνια) και περίπου 2 χρόνια στους ηλικιωμένους. Η θεραπεία είναι σημαντική, όχι μόνο για την υποχώρηση ενός μεμονωμένου επεισοδίου το συντομότερο δυνατό, αλλά και για να προληφθούν μελλοντικά επεισόδια. Πολλοί άνθρωποι, που υπέστησαν ένα επεισόδιο κατάθλιψης, παρουσιάζουν και άλλα επεισόδια (δηλ. υποτροπές). Ο κίνδυνος υποτροπών αυξάνεται με τον αριθμό και τη σοβαρότητα προηγούμενων επεισοδίων.
Η Θεραπεία της κατάθλιψης συνήθως περιλαμβάνει δύο στάδια:
1. Θεραπεία του οξέος σταδίου.
2. Συντήρηση του αποτελέσματος, που επιτεύχθηκε στο στάδιο (1).
Ο στόχος του σταδίου 1 είναι να θεραπεύσει τα συμπτώματα της κατάθλιψης, έτσι ώστε ο ασθενής να αρχίσει πάλι να νιώθει καλά και να ξαναγυρίσει στις συνηθισμένες του δραστηριότητες. Συνήθως αυτό το στάδιο, όταν χρησιμοποιείται φαρμακευτική θεραπεία, κρατάει περίπου ένα μήνα. Έρευνες έδειξαν, ότι οι ασθενείς που σταματούν τη θεραπεία στο στάδιο 1 έχουν μεγάλη πιθανότητα υποτροπής τους στους αμέσως επόμενους μήνες. Αντίθετα, αυτοί που συνεχίζουν τη θεραπεία και στο στάδιο 2, θεωρείται ότι θεραπεύονται από το παρόν επεισόδιο κατάθλιψης. Η συνέχιση αυτή της θεραπείας συνήθως εκτείνεται από 3-6 μήνες. Μερικοί ασθενείς, που παθαίνουν συχνά επεισόδια κατάθλιψης στη ζωή τους, μπορεί να ωφεληθούν από τη συνεχή χορήγηση αντικαταθλιπτικής θεραπείας. Έχει βρεθεί, ότι εάν κάποιος έχει ιστορικό τουλάχιστον τριών διαφορετικών επεισοδίων κατάθλιψης στη ζωή του, τότε μπορεί να ωφεληθεί από τη χρόνια προληπτική θεραπεία, με μεγάλες πιθανότητες να μην ξαναπάθει επεισόδιο στη ζωή του.
Είδη θεραπείας
Οι κύριοι τύποι θεραπείας, που υπάρχουν για την κατάθλιψη, είναι οι εξής :
1. Ψυχοθεραπεία
2. Αντικαταθλιπτική φαρμακευτική θεραπεία
3. Συνδυασμός φαρμακευτικής θεραπείας και ψυχοθεραπείας
4. Άλλες θεραπείες (κυρίως Ηλεκτροσπασμοθεραπεία)
Για τις σοβαρές μορφές κατάθλιψης η φαρμακευτική θεραπεία είναι πολύ αποτελεσματική. Η ψυχοθεραπεία μόνη της δεν έχει δοκιμαστεί σε τέτοιες μορφές.
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς
Αν οι γονείς ή άλλα ενήλικα πρόσωπα στη ζωή του παιδιού ή του εφήβου υποψιάζονται την ύπαρξη κατάθλιψης, θα πρέπει να αναζητήσουν εξειδικευμένη βοήθεια. Η κατάθλιψη θεραπεύεται. Η έγκαιρη διάγνωση και αντιμετώπιση της κατάθλιψης στα παιδιά είναι πολύ σημαντική. Η διάγνωση γίνεται μέσα από την εκτίμηση του παιδιού και της οικογένειάς του και με τη βοήθεια ψυχολογικών tests. Γενικότερα, η συνεργασία της οικογένειας και του σχολικού περιβάλλοντος είναι απαραίτητη και αναγκαία για την αντιμετώπιση της κατάθλιψης στο παιδί. Πολλές φορές, το παιδί εκφράζει με την κατάθλιψη το πρόβλημα που υπάρχει στην οικογένεια, στο ζευγάρι των γονιών ή στα αδέλφια του. Είναι, επομένως, πολύ σημαντική η διαγνωστική εκτίμηση όλης της οικογένειας, εάν αυτό είναι εφικτό, ή η συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερων πληροφοριών για τις συνθήκες, τις σχέσεις και τη δυναμική της οικογένειας. Συχνά, η αναζήτηση βοήθειας και η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση του ζευγαριού των γονιών έχει τη δύναμη να θεραπεύει την κατάθλιψη του παιδιού. Η αλλαγή των στάσεων, των αντιλήψεων και των συμπεριφορών μέσα στην οικογένεια, μέσω οικογενειακών συναντήσεων με ειδικούς ψυχοθεραπευτές (θεραπεία οικογένειας), είναι καθοριστικής σημασίας.
Η ατομική ψυχοθεραπεία του παιδιού μπορεί να έχει επίσης καλά αποτελέσματα. Καινούργιες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις, όπως η παιγνιοθεραπεία (play therapy), μπορούν να βοηθήσουν το παιδί να επεξεργαστεί τα καταθλιπτικά συναισθήματα μέσα από το παιχνίδι. Φαρμακευτική αγωγή δίνεται σπάνια στα παιδιά, σε πολύ σοβαρές μορφές κατάθλιψης, που συνήθως συνυπάρχουν με οργανικά αίτια (άλλες ασθένειες).
——————–
Σύντομο βιογραφικό της κ. Αγάθης Βαλανίδου
Κατάγεται από τη Μόρφου. Είναι έγγαμος, παντρεμένη με τον αρχαιολόγο-βυζαντινολόγο, κ.-Χριστόδουλο Χατζηχριστοδούλου, και μητέρα 5 παιδιών.
Απόφοιτος της Ιατρικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική.
Ψυχίατρος από το 1998, διορισμένη στις Υπηρεσίες Ψυχικής Υγείας του Υπουργείου Υγείας.
Από το 2011 είναι Βοηθός Διευθύντρια Κλινικής /Τμήματος, Υπεύθυνη Νοσοκομείου Αθαλάσσας.
(Από το βιβλίο, Ἁγίου Πορφυρίου Καυσοκαλυβίτου, Βίος καὶ Λόγοι, κεφάλαιο: «Οἱ ἀκολουθίες τῆς Ἐκκλησίας νὰ γίνονται πάντα μὲ ἔρωτα», Ἱερὰ Μονὴ Χρυσοπηγῆς, Χανιὰ Κρήτης 201311, σ. 352).
Α. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΡΙΩΔΙΟΥ
Στον Εσπερινό του Σαββάτου του Τελώνου και Φαρισαίου, σύμφωνα με την αρχαία μοναστηριακή, αλλά και την ενοριακή παράδοση, ο δεξιός ιεροψάλτης, προ του «Κύριε εκέκραξα …», κατέρχεται από το αναλόγιό του και λαμβάνει το βιβλίο του Τριωδίου, που βρίσκεται κάτω από την εικόνα του Χριστού στο τέμπλο, κάνει τρεις μετάνοιες και πηγαίνει ξανά στο αναλόγιό του, όπου αποθέτει το βιβλίο αυτό.
Το Τριώδιο είναι, ως γνωστό, το λειτουργικό βιβλίο πού περιέχει τα επ´ Εκκλησίας ψαλλόμενα και αναγινωσκόμενα κατά τις ιερές Ακολουθίες της περιόδου από της Κυριακής του Τελώνου και Φαρισαίου μέχρι και του Μεγάλου Σαββάτου.
Το Τριώδιο κατά την εν λόγω περίοδο χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με το Μηναίο και την Παρακλητική.
Το Σάββατο της εβδομάδος του Ασώτου, τελείται αποτελεί ένα από τα δύο κατεξοχήν Ψυχοσάββατα του λειτουργικού έτους, κατὰ τα οποία η Εκκλησία μας εύχεται «υπέρ πάντων των απ’ αιώνος κοιμηθέντων ευσεβώς επ’ ελπίδι αναστάσεως ζωής αιωνίου…». Στον Εσπερινό της Παρασκευής, μετά το, «Νύν απολύεις …», ψάλλεται ή διαβάζεται ο Νεκρώσιμος Κανόνας του ήχου μέχρι την η΄ ωδή και ψάλλεται απαραίτητα η θ΄ ωδή του Κανόνα. Μετά το πέρας του Κανόνα λέγεται το τρισάγιο και τελείται το μνημόσυνο των κεκοιμημένων.
Σημείωση: Όπως και κάθε φορά πού έχουμε μνημόσυνα με κόλλυβα ή χωρίς κόλλυβα, η μνημόνευση γίνεται μπροστά από το τραπέζι και βλέπουμε προς ανατολάς. Ει δυνατόν, η μνημόνευση να γίνεται μπροστά από την εικόνα του Χριστού.
Στην περίπτωση που έχουμε κόλλυβα εορτής, αυτά τοποθετούνται σε άλλο τραπέζι μπροστά από την εικόνα του εορταζομένου αγίου και γίνεται η δέηση, πάλιν ισταμένου του ιερέως προ της εικόνος του αγίου και βλέποντος προς ανατολάς.
Την επομένη, Σάββατο των Ψυχών, τελείται απαραίτητα η Θεία Λειτουργία. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας ψάλλονται τα νεκρώσιμα Ευλογητάρια και γίνεται η μνημόνευση όπως και στον Εσπερινό.
Εβδομάδα των Απόκρεω:
Την Παρασκευή βράδυ προς Σάββατο της εβδομάδος αυτής τελείται στην καθ᾽ ημάς Μητροπολιτική Περιφέρεια η καθιερωμένη αγρυπνία προς τιμήν «Πάντων των εν τη Ιερά Μητροπόλει Μόρφου διαλαμψάντων αγίων» στον ιερό ναό των Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος στην Περιστερώνα.
Κατανυκτικοί Εσπερινοί
Το απόγευμα της Κυριακής της Τυρινής τελείται ο πρώτος κατανυκτικός Εσπερινός, ο «της Συγγνώμης».
Κατανυκτικός λέγεται, διότι ψάλλονται κατανυκτικά τροπάρια από το Τριώδιο, που το περιεχόμενο τους διαποτίζεται από βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητας μας, το πένθος, τη συντριβή, τη μετάνοια και θερμή ικεσία για την άφεση τῶν αμαρτιών μας.
Εσπερινός «της Συγγνώμης» λέγεται, αυτός μόνον από τους κατανυκτικούς Εσπερινούς, διότι στο τέλος της ακολουθίας ο λαός ασπάζεται το ιερό Ευαγγέλιο, ζητώντας πρώτα από τον ιερέα συγχώρεση και στη συνέχεια οι πιστοί μεταξύ τους, ώστε συγχωρεμένοι και ανάλαφροι να αρχίσουν τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή.
Αυτοί οι κατανυκτικοί Εσπερινοί τελούνται κάθε Κυριακή της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μέχρι και την Ε´ Κυριακή των Νηστειών.
Κατά τους Εσπερινούς αυτούς, όπως και σε κάθε Εσπερινό με Είσοδο, ο Ιερεύς φέρει το επιτραχήλιο και το Φαιλόνιο. Μετά την Είσοδο στους Κατανυκτικούς Εσπερινούς και το «Εσπέρας Προκείμενον» ή στο τέλος, συνηθίζεται να αλλάζει ο Ιερεύς μόνο τον διάκοσμο της αγίας Τράπεζας. Από πασχαλινή, δηλαδή, λόγω της Κυριακής, μεταπίπτει σε πένθιμη, λόγω της νηστείας της Τεσσαρακοστής, οπόταν αλλάζουν τα λευκά άμφια με πορφυρά.
Η Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου
Από την Καθαρά Δευτέρα και κάθε απόγευμα των ημερών Δευτέρας, Τρίτης, Τετάρτης και Πέμπτης ολόκληρης της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, μέχρι και την αγία και Μεγάλη Τρίτη, τελείται η Ακολουθία του Μεγάλου Αποδείπνου.
Λέγεται «Απόδειπνο», διότι είναι ακολουθία που γίνεται μετά το δείπνο, δηλ. είναι η βραδυνή προσευχή των Χριστιανών.
Λέγεται και Μέγα, λόγω της εκτάσεως του και για να διακρίνεται από το Μικρό Απόδειπνο, που τελείται τον υπόλοιπο χρόνο.
Ο Ιερεύς, φέρων το ράσο και το επιτραχήλιό του, τελεί την Ακολουθία του Αποδείπνου ευρισκόμενος έξωθεν του ιερού Βήματος, συνήθως στο δεξιό αναλόγιο.
Μετά το, «Ο Θεός οικτειρήσαι ημάς …» και πρό του «Άσπιλε, αμόλυντε…» εισέρχεται δια της βορείου πύλης στο Ιερό, ασπάζεται ως συνήθως την αγία Τράπεζα και ανοίγει την ωραία πύλη.
Την πρώτη εβδομάδα των Νηστειών αναγινώσκει και το Ευαγγέλιον της Παννυχίδος. Τις υπόλοιπες εβδομάδες ανοίγει μόνον το καταπέτασμα (βήλον) της Ωραίας Πύλης.
Να σημειώσουμε, ότι οι δύο ευχές στο τέλος του Αποδείπνου, το «Άσπιλε, αμόλυντε, άφθορε,…» προς τη Θεοτόκο και το «Και δός ημίν, Δέσποτα…» προς τον Χριστό απαγγέλλονται από τους Αναγνώστες μπροστά από τις εικόνες τους.
Ο Ιερεύς, μετά την απόλυση, λέγει τα «Ευξώμεθα» στο κέντρο του ναού.
Ψαλλομένου του τροπαρίου, «Πάντων προστατεύεις» ή «Σφαγήν σου την άδικον, Χριστέ», ο ιερεύς, όπως και οι πιστοί, στρέφονται προς ανατολάς και κάνουν τρεις μετάνοιες.
Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων
Όλες τις Τετάρτες και Παρασκευές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, καθώς και όσες μέρες συμπέσει εορτή τιμωμένου αγίου, αλλά και την Πέμπτη του Μεγάλου Κανόνος, τελείται η θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων.
Να αναφέρουμε εδώ, ότι, η Ορθόδοξη Ανατολική Εκκλησία μας έχει εν χρήσει τρεις θείες Λειτουργίες, κατά τις οποίες τελείται η αναίμακτος Θυσία:
1. Τη Λειτουργία του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου.
2. Τη Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου.
3. Τη Λειτουργία του αγίου Ιακώβου του Αδελφοθέου.
Υπάρχουν βέβαια και άλλες αρχαίες λειτουργίες ή αναφορές, όπως του αποστόλου Μάρκου, του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, οι οποίες όμως με τον χρόνο περιέπεσαν σε αχρηστία.
Όλες όμως αυτές οι Λειτουργίες έχουν πανηγυρικό και χαρμόσυνο χαρακτήρα.
Οι πρώτοι όμως χριστιανοί δεν μεταλάμβαναν των θείων Μυστηρίων μόνο κατά τα
Σάββατα και τις Κυριακές, αλλά συχνότερα.
Πώς όμως θα ήταν δυνατόν κοινωνούν συχνά οι πιστοί κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή, αφού πλήρης θεία Λειτουργία δεν επιτρέπεται να τελείται κατ᾽ αυτήν, παρά μόνο κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές;
Η Εκκλησία μας, ως φιλόστοργος μητέρα, μερίμνησε, βρήκε τρόπο: Καθόρισε από αρχαιότατους χρόνους να τελείται κατά τις καθημερινές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής μία άλλη Λειτουργία, η ως άνω Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων.
Κατά τη Λειτουργία αυτή δεν τελείται Θυσία, δεν γίνεται δηλαδή μεταβολή του άρτου και του οίνου σε Σώμα και Αίμα Χριστού.Τα Τίμια Δώρα, ο Άρτος και ο Οίνος έχουν ήδη προαγιασθεί (γι’ αυτό και λέγεται Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων) κατά την προηγηθείσα θεία Λειτουργία του Σαββάτου ή της Κυριακής. Είναι δηλαδή πλέον Σώμα και Αίμα Χριστού, και απλώς προσφέρονται προς μετάληψη στους πιστούς.
Πώς προετοιμάζεται ἡ Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων Δώρων:
Ο ιερέας από το προηγούμενο Σάββατο ή την προηγουμένη Κυριακή, αφού εξαγάγει τον «Αμνόν», δηλαδή το τετράγωνο εκείνο τεμάχιο του προσφόρου το σφραγισμένο με την επιγραφή, ΙΣ-ΧΣ ΝΙ-ΚΑ, από το οποίο θα κοινωνήσει και ο ίδιος και οι πιστοί κατά την ημέρα εκείνη και το τοποθετήσει επάνω στο ιερό Δισκάριο, θα εξαγάγει στη συνέχεια άλλους τόσους αμνούς, τον καθένα από ξεχωριστό πρόσφορο, όσες Προηγιασμένες Λειτουργίες θα τελέσει την ερχομένη εβδομάδα, τους οποίους θα θέσει επίσης πάνω στο άγιο Δισκάριο, και θα τελέσει ως σύνηθες τη θεία Λειτουργία. Μετ’ ολίγο, κατά τη στιγμή του «Σε υμνούμεν…», οι αμνοί αυτοί θα μεταβληθούν όλοι δια της ευλογίας του λειτουργού ιερέως σε αυτό τούτο το Σώμα του Κυρίου, όπως και ο οίνος, που είναι στο άγιο Ποτήριο, θα μεταβληθεί και αυτός σε αυτό τούτο το Αίμα του Κυρίου. Να σημειώσουμε, ότι την καθαγιαστική για τον άγιο άρτο ευχή τη λέγομε ενικώς, δηλ. «και ποίησον τον μεν άρτον τούτον», όσοι κι άν είναι οι προσκομισθέντες αμνοί, διότι ένας είναι ο Χριστός. Από αυτούς, ο ένας θα χρησιμοποιηθεί για τη θεία Μετάληψη της ημέρας εκείνης, οι δε άλλοι θα εμβαπτισθούν στο ιερό Ποτήριο, όπου το άγιο Αίμα του Κυρίου, και θα φυλαχθούν σε ειδικό κιβωτίδιο-αρτοφόριο, το οποίο θα βρίσκεται πάνω στην αγία Τράπεζα και καθ’ όλη τη διάρκεια της εβδομάδος μέχρι τη θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων, όπου θα υπάρχει αναμμένο καντήλι ή η ακοίμητη κανδήλα του ιερού Βήματος αναμμένη. Έτσι, κατά τη Λειτουργία των Προηγιασμένων, ο ιερέας θα μεταλάβει ο ίδιος και θα προσφέρει στους πιστούς προς μετάληψη τα Προηγιασμένα αυτά Δώρα.
Η Λειτουργία των Προηγιασμένων είναι συνυφασμένη με Εσπερινό. Οι παλαιοί Χριστιανοί κατά τις ημέρες της Μ. Τεσσαρακοστής τηρούσαν αυστηρή νηστεία μέχρι των εσπερινών ωρών. Μπορούσαν λοιπόν να εκκλησιαστούν και να κοινωνήσουν κατά τις εσπερινές ώρες.
Η Λειτουργία των Προηγιασμένων τελείται και κατά την εσπέρα. Συνηθέστερα όμως τελείται κατά τις πρωινές ώρες, προς διευκόλυνση των πιστών.
Εδώ να θυμίσουμε την περσινή μας απόφαση, πού λήφθηκε στο ιερατικό μας Σεμινάριο, και για τους ποικίλους λόγους που εκεί αναφέραμε, ότι στα όρια της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου Λειτουργία των Προηγιασμένων θα τελείται τουλάχιστο κάθε Τετάρτη και αυτή μόνον πρωί. Για να τελεσθεί απόγευμα, χρειάζεται η ευλογία του Πανιερωτάτου μας Μητροπολίτου.
Επίσης οι οφφικιάλιοι ιερείς κατά την τέλεση της Προηγιασμένης Λειτουργίας δεν φέρουν Σταυρό, ούτε επιγονάτιο.
Την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων τελείται μόνον τις τρεις πρώτες μέρες ήτοι: Το πρωί της Μεγάλης Δευτέρας, το πρωί της Μεγάλης Τρίτης καιτο πρωί της Μεγάλης Τετάρτης.
Επίσης, τελείται και κατά τις ημέρες εορτών ευρισκομένων εντός της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Δεν τελείται κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Εάν έχουν δοθεί ονόματα για μνημόνευση, ο λειτουργός ιερέας δεν θα τα μνημονεύσει στην Πρόθεση κατά τις ημέρες των Προηγιασμένων (αφού εξάλλου δεν γίνεται κατ᾽ αυτές Προσκομιδή), αλλά θα τα αφήσει για τη Λειτουργία του ερχομένου Σαββάτου ή της Κυριακής.
Επίσης, κάτι πολύ σημαντικό: κατά τη Λειτουργία των Προηγιασμένων δέν τελούνται μνημόσυνα.
Εάν υπάρχει τιμώμενος άγιος σε Προηγιασμένη, μετὰ το «Κατευθυνθήτω η προσευχή μου …» θα ειπωθεί αποστολικό ανάγνωσμα και Ευαγγέλιο. Στην «Εκτενή» μπορούμε να μνημονεύσουμε τους εορτάζοντας.
Ακολουθία των Χαιρετισμών
Το Σάββατο της Ε’ εβδομάδος των Νηστειών χαρακτηρίζεται στο εορτολόγιο της Εκκλησίας ως «Σάββατον του Ακαθίστου».
Οι Χαιρετιστήριοι Οίκοι προς τιμήν της Θεοτόκου, που απαγγέλλονται όλοι κατά το εν λόγω Σάββατον, απαγγέλλονται τμηματικώς κατά την ακολουθία του Μικρού Αποδείπνου των τεσσάρων πρώτων Παρασκευών της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Είναι μια από τις προσφιλέστερες Ακολουθίες, που συγκεντρώνουν κάθε Παρασκευή βράδυ κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής πλήθος πιστών.
Ο ύμνος λέγεται «Ακάθιστος», γιατί όταν ψάλληκε στην αγρυπνία που έγινε στον ναό των Βλαχερνών επί Ηρακλείου του βασιλέως, για τη σωτηρία της Κωνσταντινούπολης από την τότε επιδρομή των Αβάρων, οι πιστοί παρέμειναν προσευχόμενοι όρθιοι συνεχώς, χωρίς να καθίσουν. Γιατί όμως ψάλλεται τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή;
Με τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή συνεδέθη προφανώς εξ αιτίας ενός άλλου λειτουργικού λόγου: Μέσα στην περίοδο της Νηστείας αυτής εμπίπτει πάντοτε η μεγάλη εορτή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου. Είναι η μόνη μεγάλη εορτή, που λόγω του πένθιμου χαρακτήρα της Τεσσαρακοστής, στερείται προεορτίων και μεθεόρτων. Αυτήν ακριβώς την έλλειψη έρχεται να καλύψη τμηματικά κατά τα Απόδειπνα των Παρασκευών και πλήρως κατά το Σάββατο της Ε’ εβδομάδος η Ακολουθία του Ακαθίστου.
Οι Οίκοι της Θεοτόκου απαγγέλλονται από τον ιερέα εμμελώς, σε λιτό κλιτό ύφος, όπως δηλ. την άχρονη εμμελή απαγγελία του αποστολικού και ευαγγελικού αναγνώσματος, μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας στο μέσον του ναού ή κάτω από τον τρούλλο, εκεί που υπάρχει. Κατά την ακολουθία αυτή ο ιερέας φέρει επιτραχήλιο και φαιλόνιο.
Είναι γνωστό ότι στην θ΄ ωδή του Κανόνα («Άπας γηγενής») ο ιερεύς θυμιά χωρίς προηγουμένως να κάνει οποιαδήποτε εκφώνηση. Θυμιά τις εικόνες και τον λαό προ της ενάρξεως των Χαιρετισμών, καθώς επίσης και στο τέλος. Ασπάζεται την εικόνα της Θεοτόκου στην αρχή και στο τέλος κάνοντας τρεις μετάνοιες. Επίσης θυμιά 9 φορές (3Χ3) στο «Χαίρε νύμφη ανύμφευτε», κάνοντας σχήμα (ελαφρά υπόκλιση) προς την εικόνα της Θεοτόκου, και 3 στο «Αλληλούια».
Να σημειώσουμε εδώ, εξ αφορμής της Ακολουθίας του Ακαθίστου Ύμνου, ότι όλες οι Ακολουθίες, τελετές αλλά και κάποια Μυστήρια της Εκκλησίας μας τελούνται πάντοτε στο μέσον του ναού και όχι στον κατά λάθος ή κατ’ «επιβολή» σολέα, την επέκταση δηλαδή τοῦ κανονικού σολέα, που είναι τα μικρά σκαλιά μπροστά από την ωραία Πύλη.
Η καθιέρωση αυτού του εσφαλμένου τύπου σολέα έγινε επί Αρχιεπισκοπείας του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Κύπρου κυρού Χρυσοστόμου τοῦ Α΄ και επικράτησε εντεύθεν. Το αποτέλεσμα αυτής της επέκτασης του «σολέα», όπως θα έχουμε αντιληφθεί, είναι η απομάκρυνση των πιστών από τα τελούμενα.
Πού είναι η συμμετοχή των πιστών, όταν αυτοί βρίσκονται αρκετά μέτρα μακριά από τα τελούμενα; Παλαιοί ναοί δεν διέθεταν κάτι τέτοιο, παράδειγμα ο ναός της κοινότητας Περιστερώνας των Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος, πού βρισκόμαστε σήμερα.
Η εν μέσω του ναού ψαλμώδηση, μας παραπέμπει εξάλλου στην ψαλμώδηση των ύμνων κατά τη βυζαντινή περίοδο από του άμβωνος, που ακριβώς βρισκόταν εκεί.
Σημείωση: Επειδή είθισται στην Ακολουθία των Χαιρετισμών οι πιστοί να φέρνουν κόλλυβα και ονόματα κεκοιμημένων τους για μνημόνευση, αυτό θα γίνεται προ της ενάρξεως της Ακολουθίας.
Α’ Κυριακή των Νηστειών ή της Ορθοδοξίας
Η όλη Ακολουθία της Λιτής γίνεται μετά το πέρας της Θείας Λειτουργίας και τελείται σύμφωνα με την τάξη που διαλαμβάνουν οι «Τυπικαὶ Διατάξεις τῶν Ἱερῶν Ἀκουλουθιῶν» της Εκκλησίας Κύπρου.
Γ’ Κυριακή των Νηστειών (της Σταυροπροσκύνησης)
Η συνήθης τάξη της τελετής της Σταυροπροσκυνήσεως τελείται κατά το ασματικό «Άγιος ο Θεός …» της Μεγάλης Δοξολογίας, σύμφωνα πάντα με το ανωτέρω «Τυπικαὶ Διατάξεις».
Αυτό πού δεν περιλαμβάνεται εκεί, είναι μια μικρή λεπτομέρεια, ότι δηλαδή μπορούμε τον Τίμιο Σταυρό να τον έχουμε στο κέντρο του ναού ή κάτω από τον τρούλλο μέχρι την επομένη Παρασκευή, πριν αρχίσει η Ακολουθία των «Χαιρετισμών», καθότι η όλη επομένη εβδομάδα είναι και λέγεται Σταυροπροσκυνήσιμος. Ωραίο θα είναι να γίνει μέριμνα ώστε να υπάρχουν αρκετά άνθη για όλους.
ΣΤ’ Κυριακή των Νηστειών (Κυριακή των Βαΐων)
Προηγείται το Σάββατο με τη ανάσταση του Αγίου και Δικαίου Λαζάρου του τετραημέρου.
Από την ημέρα αυτή μέχρι και την Κυριακή του Θωμά, συμπεριλαμβανομένων των ημερών αυτών, δεν τελείται με κανένα τρόπο μνημόνευση κεκοιμημένων, εκτός φυσικά στην Πρόθεση.
Την Κυριακή των Βαΐων επιτελούμε ανάμνηση της θριαμβευτικής εισόδου του Ιησού στην αγία Πόλη της Ιερουσαλήμ.
Μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας τελείται η λιτή πέριξ του ναού και η ευλόγηση των βαΐων, που στην Κύπρο είθισται να είναι κλάδοι ελιάς.
Τα φύλλα της ελιάς, μετά την ευχή, με την οποία ευλογούνται, τα αφήνουν οι πιστοί στον ναό μέχρι την Πεντηκοστή.
Δεν είναι ορθό να τους λέμε να τα πάρουν πίσω μαζί τους, για διάφορους λόγους. Στο σπίτι και στα κοιμητήρια μπορούν οι πιστοί να θυμιάζουν και με την ελιά αυτή και με λιβάνι.
Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα
Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι η εβδομάδα πριν από το Πάσχα, από την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ μέχρι του Μεγάλου Σαββάτου. Ονομάζεται «Μεγάλη», όχι γιατί έχει περισσότερες μέρες ή ώρες από τις άλλες εβδομάδες, αλλά γιατί τα γεγονότα που τελούνται κατ᾽ αυτή είναι μέγιστα και κοσμοσωτήρια.
Η Εκκλησία από τη μεγάλη της φιλανθρωπία, για να μπορέσουν όσο είναι δυνατόν περισσότεροι πιστοί να συμμετέχουν στις Ακολουθίες, επέτρεψε ώστε, κατά τις πρώτες ημέρες της Μεγάλης Εβδομάδος, να ψάλλεται ο Όρθρος της επόμενης ημέρας από το βράδυ της παραμονής. Π.χ. την Κυριακή των Βαΐων το βράδυ ψάλλεται ο Όρθρος της Μεγάλης Δευτέρας.
Μεγάλη Δευτέρα (Κυριακή Βαΐων βράδυ)
Στην Ακολουθία του «Νυμφίου», όπως λέγεται διαφορετικά η Ακολουθία του Όρθρου της Μεγάλης Δευτέρας, Τρίτης και Τετάρτης, ξεχωριστό είναι η έξοδος μόνον κατά το βράδυ της Κυριακής της εικόνος του Νυμφίου Χριστού, που τοποθετείται στο μέσο του ναού, όπως αναφέραμε πιο πάνω. Δεν βγαίνει «Νυμφίος» την Δευτέρα, την Τρίτη, ούτε την Τετάρτη. Κατά την Κυριακή των Βαΐων εσπέρας προηγείται φυσικά ο εσπερινός της απόδοσης της εορτής των Βαΐων.
Μεγάλη Τρίτη και Τετάρτη (Μεγάλη Δευτέρα και Τρίτη βράδυ)
Να σημειώσουμε, ότι τη Μεγάλη Δευτέρα και Μεγάλη Τρίτη, πριν την Ακολουθία του «Νυμφίου», τελείται η Ακολουθία του «Μεγάλου Αποδείπνου» με τον κανόνα της ημέρας.
Μεγάλη Πέμπτη (Μεγάλη Τετάρτη βράδυ)
Είθισται, το βράδυ της Μεγάλης Τετάρτης να τελείται και το Μυστήριο του Ευχελαίου, κατά την περιλαμβανόμενη τάξη στο Ευχολόγιον, και στο μέσον του ναού, όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω.
Μεγάλη Πέμπτη πρωί
Κατά τη θεία Λειτουργία καθαγιάζουμε και δεύτερο «αμνό», που φυλάττουμε στο αρτοφόριο για τις έκτακτες ανάγκες των ενοριτών καθόλο το έτος. Προτού φυλάξουμε τον νέο «αμνό», καταλύουμε τον περσινό.
Μετά τη θεία Λειτουργία το πρωί της Μ. Πέμπτης, τοποθετείται το μαύρο ύφασμα σε όλες τις εικόνες του εικονοστασίου.
Μεγάλη Παρασκευή (Μεγάλη Πέμπτη βράδυ)
Την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή τελείται η «Ακολουθία των Παθών» και θυμόμαστε και βιώνουμε τα Σωτήρια και φρικτά Πάθη του Κυρίου και Θεού μας.
Κατά την Ακολουθία των Παθών εξέρχεται ο Εσταυρωμένος και τοποθετείται στο μέσο του ναού, όπως προείπαμε.
Ποιμαντικά
1. Καλό είναι κατά την προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού, εάν υπάρχει κάποιος που έχει αναλάβει τα έξοδα των λουλουδιών του κουβουκλίου, να παραστέκεται με καπνιστήρι και μυροδόχη για να ραίνει τους προσκυνητές.
2. Μετά το πέρας της Ακολουθίας γίνεται το στόλισμα του κουβουκλίου. Το στόλισμα το αναλαμβάνουν άτομα της κοινότητάς μας και όχι το ανθοπωλείο. Καλόν είναι, όπου υπάρχει δυνατότης, τα άνθη να προέρχονται από τους κήπους των σπιτιών μας.
3. Επίσης, αν είναι δυνατόν, μπορεί να παρίσταται και ο ιερεύς στον ναό κατά την ώρα του στολίσματος, ώστε παράλληλα να προετοιμάζει τη χορωδία (εν είδει πρόβας) για την ψαλμώδηση των Εγκωμίων.
4. Παρούσα θα είναι, αν είναι δυνατόν, και μάλιστα να συμμετέχει στο στόλισμα, και η οικογένεια του δωρητή των ανθέων του επιταφίου.
Μεγάλο Σάββατο (Μεγάλη Παρασκευή πρωί και βράδυ)
Τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί τελούνται οι εξής Ακολουθίες: α) Ακολουθία των Μεγάλων Ωρών, β) της Αποκαθήλωσης, δηλαδή της ανάμνησης της αποκαθήλωσης από τον Σταυρό και της Ταφής του Κυρίου από τον Ιωσήφ τον Αριμαθαίας και τον Νικόδημο τον Φαρισαίο, κρυφό μαθητή του Κυρίου.
Αποκαθήλωση:Σημειώνουμε τα ακόλουθα: Ενώ ο ιερεύς εκφωνεί την ευαγγελική περικοπή από της ωραίας πύλης, τη συγκεκριμένη ώρα γίνεται η αποκαθήλωση από λαϊκό ή τον δεύτερο ιερέα.
Αφού απλωθεί σινδόνα καθαρή στο έδαφος, κατεβάζουμε τον Χριστό (ή τον σταυρό ολόκληρο), τον τοποθετούμε «νεκρικά», να βλέπει δηλ. προς ανατολάς, και τον τυλίγουμε με την σινδόνα, και τον σηκώνουμε με τη βοήθεια και άλλων ατόμων, πού εμείς έχουμε ορίσει. Το σαβανωμένο σώμα του Κυρίου φέρουμε στο ιερό Βήμα από την ωραία Πύλη και όχι από τις πλαϊνές εισόδους του Βήματος! Τον παραλαμβάνει ο ιερεύς και τον τοποθετεί πάνω στην αγία Τράπεζα. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια της αποκαθήλωσης, μυροφόρες γυναίκες ραίνουν με ροδοπέταλα και ροδόσταγμα τον Χριστό.
Ενταφιασμός: Ενώ ψάλλονται τα απόστιχα, γίνεται η έξοδος του υφασμάτινου επιταφίου, που φέρει ο ιερεύς, από τη βόρεια είσοδο του ιερού Βήματος. Η πομπή κατευθύνεται στο κουβούκλιο όπου γίνεται ο ενταφιασμός, σύμφωνα με την τάξη του, στο ήδη δηλ. στολισμένο κουβούκλιο από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης και τοποθετημένο στο κέντρο του ναού, όπως αναφέραμε πιο πάνω.
Απόλυση:Μετά το «Δι’ ευχών …», οι πιστοί προσέρχονται και προσκυνούν τον επιτάφιο και το ιερό ευαγγέλιο.
Ο ιερεύς, ιστάμενος δίπλα στον επιτάφιο μοιράζει το αντίδωρο στο εκκλησίασμα· πρόκειται για αποξηραμμένο αντίδωρο, αυτό που μας περίσσευε από τις προηγηθείσες «Προηγιασμένες Λειτουργίες».
Δίπλα στον ιερέα στέκει και ο δωρητής των ανθέων του επιταφίου με καπνιστήρι και ραίνει με μυροδόχη τους πιστούς.
Ο ναός καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας παραμένει ανοιχτός για να μπορούν οι προσκυνητές να προσέρχονται και ασπάζονται τον επιτάφιο.
Αγία και Μεγάλη Παρασκευή βράδυ (Όρθρος Μεγάλου Σαββάτου)
Μετά τον Ν´ ψαλμό κλείνει η Ωραία Πύλη και ο Ιερεύς ενδύεται πλήρη την ιερατική του στολή. Ανοίγει στην θ΄ ωδή του κανόνα. Γίνεται η θυμίαση. Αρχίζουν τα Εγκώμια· τον πρώτο στίχο τον ψέλνει ο Ιερέας και ακολουθεί η χορωδία. Στη αρχή κάθε στάσης γίνετε θυμίαση πέριξ του κουβουκλίου. Έπεται η περιφορά του κουβουκλίου με τον επιτάφιο πέριξ του ναού ή στους κυριώτερους δρόμους των ενοριών και κοινοτήτων μας.
Διαδρομή:Στη πομπή της περιφοράς του επιταφίου προηγείται ο Τίμιος Σταυρός, τα εξαπτέρυγα, ακολουθούν ψάλλοντας τα εγκώμια τα άτομα που έψαλλαν στην Ακολουθία, ο ιερεύς με το ιερό ευαγγέλιο και το θυμιατό, ο Επιτάφιος αιρόμενος από ενορίτες και τέλος ακολουθεί ο λαός κρατώντας στο χέρι αναμμένη λαμπάδα.
Κατά τη διαδρομή του επιταφίου ο ιερεύς δύναται να μνημονεύει ζώντες και κεκοιμημένους, όπου του ζητηθεί.
Επιστροφή:Η επιστροφή στον ναό γίνεται ως εξής: Αφού φθάσει η πομπή του επιταφίου προ των πυλών του ναού, βγαίνουν έξω και οι τυχόν εναπομείναντες και αφού σηκώσουν το «ύφασμα» του επιταφίου παίρνουν το κουβούκλιο όπως είναι στολισμένο σε μια γωνιά του ναού. Σηκώνουμε το ρούχο στη είσοδο και διέρχονται όλοι από κάτω. Αφού περάσουν όλοι, συνεχίζεται η Ακολουθίαὀπως διαλαμβάνει η Τυπική Διάταξη της ημέρας.
Τώρα τι γίνεται με τα λουλούδια του επιταφίου;
Από προηγουμένως θα συστήσουμε στον κόσμο μας να μην παίρνουν τα άνθη του επιταφίου. Το κουβούκλιο θα παραμείνει στολισμένο σε κάποι χώρο του ναού, έχοντας μέσα την ορθή εικόνα της αναστάσεως, δηλ. την εις «Άδου κάθοδον» και αναμμένο κανδήλι μέχρι το Σάββατο πριν την Πεντηκοστή. Το Ψυχοσάββατο, μετά τη θεία Λειτουργία, θα πάρουμε τα ξηραμένα πλέον άνθη και θα τα τοποθετήσουμε σε σακκουλάκια, τα οποία θα προσφέρουμε μαζί με το αντίδωρο την Κυριακή της Πεντηκοστής στους εκκλησιαζομένους ως ευλογία.
Αυτά τα αποξηραμμένα πλέον άνθη θα τα χρησιμοποιούν οι πιστοί στο κοιμητήριο για να λιβανίζουν τους τάφους των κεκοιμημένων τους. Από αυτά τα άνθη θα χρησιμοποιούν και οι ιερείς, όταν τους καλούν για τρισάγια στα κοιμητήρια.
Επειδή όμως ο κόσμος θα θέλει να πάρει και αυτό το βράδυ ως ευλογία στο σπίτι άνθη από τον επιτάφιο, ο ιερεύς θα μεριμνήσει να έχει αρκετά ροδοπέταλα πάνω στο ύφασμα του επιταφίου, οπόταν μετά το πέρας της Ακολουθίας θα τους τα προσφέρει ο ίδιος. Το ίδιο συμβαίνει και με τα κεριά του επιταφίου: προσφέρονται από τον ιερέα ως ευλογία σε ειδικές περιπτώσεις ασθενών, φοιτητών, γεωργών κ.ά.
Αγία Κυριακή – Πάσχα
Το Άγιο και Μέγα Σάββατο το πρωί
Αυτό που θα σημειώναμε εδώ είναι η έξοδος μας στο «Ανάστα ο Θεός …». Βγαίνουν πρώτα, από προηγουμένως, τα εξαπτέρυγα (άνευ του σταυρού) και στέκουν ένθεν και ένθεν της ωραίας πύλης, τα υψώνουν και ταυτόχρονα τα ριπίζουν κατά την έξοδο του ιερέα και τον ακολουθούν.
Ο ιερέας ραίνει όλο το εκκλησίασμα με δάφνες, και καλόν είναι να τον ακολουθεί και η εικόνα της Αναστάσεως, η «εις άδου κάθοδος», την οποία θα τοποθετήσει ο ίδιος στο προσκυνητάρι. Μην ξεχνάμε το κτύπημα των σκάμνων (ανάμνηση του μεγάλου σεισμού κατά την ώρα της Ανάστασης του Κυρίου) και το πέσιμο των μαύρων υφασμάτων από τις εικόνες!
Ποιμαντικά
Επίσης καλόν είναι το Μεγάλο Σαββάτο μετά τη θεία Λειτουργία ο ιερέας να πηγαίνει μαζί με τους ενορίτες στο κοιμητήριο για τρισάγια. Μπορεί επίσης να γίνουν από τον ιερέα μαζί με συνεργάτες του επισκέψεις σε εμπερίστατα άτομα ή οικογένειες. Εάν χρειάζεται και στις φυλακές, στο νοσοκομείο, σε γηροκομείο ή και αλλού.
Το απόγευμα του Μεγάλου Σαββάτου σε ορισμένες ορεινές κοινότητες τελείται το μυστήριο του ιερού Ευχελαίου.
Η ΑΚΟΛΟΥΘΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Θα θέλαμε εδώ να καταθέσουμε τα εξής:
α. Κατά το εναρκτήριο «Χριστός Ανέστη…», τούτο ψάλλει ο ιερέας τρείς φορές, ευρισκόμενος εμπρός στο δισκέλιο, όπου βρίσκεται το ιερό ευαγγέλιο, έχοντας μπροστά την παράσταση της εις άδου καθόδου. Στούς στίχους, στεκόμαστε σε κάθε στίχο σε μία πλευρά του διασκελίου, και θυμιάζουμε το ευαγγέλιο 3Χ3.
β. Η ωραία και πανηγυρική είσοδος στον ναό, να γίνεται ψαλλομένου του «Άρατε πύλας …», με τις σχετικές συμβολικές ερωταποκρίσεις. Μας κάνει εντύπωση ότι τη στιγμή αυτή, αν και υπάρχει πάρα πολύς κόσμος έξω, επικρατεί τόση ησυχία, που δεν χρειάζονται ούτε μικρόφωνα.
γ. Επίσης, στο Εξαποστειλάριο προσέρχονται οι πιστοί, ασπάζονται το ιερό ευαγγέλιο και χρίονται με το ιερό ευχέλαιο.
Τα τελευταία χρόνια επανήλθε η ορθή τάξη, να διαβάζεται δηλ. ο κατηχητικός λόγος του αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου προ της θείας κοινωνίας των εκκλησιαζομένων. Αυτό μπορεί να γίνεται, είτε στο τέλος του Όρθρου, είτε στο Κοινωνικόν, αφού κοινωνήσει ο ιερεύς.
Ποιμαντικά
Μετά το πέρας της αναστάσιμης θείας Λειτουργίας, στην οποία, δόξα τω Θεώ, όλο και περισσότεροι μένουν μέχρι τέλους, εισηγούμαστε όπου είναι εφικτό να γίνεται η εξής τάξη:
Ζητάμε από τους εκκλησιαζομένους να παραμείνουν στις θέσεις τους, ώστε ο αναγνώστης να διαβάσει την ακολουθία της θείας Ευχαριστίας, για να δοθεί χρόνος στον ιερέα να καταλύσει, να εκδυθεί τα ιερά του άμφια και να γίνει απόλυση.
Ο ιερεύς μαζί με τον Πρόεδρο της κοινότητας (αφού από προηγουμένως έχουν συνεννοηθεί), βγαίνουν πρώτοι από τον ναό και στην είσοδο ανταλλάσουν τον αναστάσιμο χαιρετισμό ενώ προσφέρει ο ιερεύς, τόσο στον Πρόεδρο, όσο και στον κάθε εκκλησιαζόμενο κόκκινο αυγό. Ο κάθε εξερχόμενος στέκει στη συνέχεια δίπλα στον Πρόεδρο. Εάν υπάρχει και η δυνατότητα προσφοράς ζεστού ροφήματος, έτι καλύτερο!
Έχουμε τη γνώμη, ότι όλα αυτά τα ποιμαντικά που εισηγούμαστε γίνονται πραγματικότητα μέσα από τις καλές σχέσεις του ιερέα με όλους τους φορείς της κοινότητας (Κοινοτικό Συμβούλιο, Σύνδεσμο Αποδήμων, αλλά και τους ίδιους τους συγχωριανούς).
Μην ξεχνάμε το γεγονός, ότι η Μεγάλη Τεσσαρακοστή μας προετοίμασε με τη χάρη του Θεού στην ταπεινοφροσύνη, στη μετάνοια – εξομολόγηση, στην προσοχή, την άσκηση, τη νηστεία και προσευχή, για τη συμμετοχή μας στα τελούμενα της Εκκλησίας κατά την Αγία και Μεγάλη Εβδομάδα.
Β. ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΑΡΙΟΥ
Πεντηκοστάριο λέγεται το λειτουργικό βιβλίο, το οποίο περιέχει υμνολογικό υλικό, κυρίως του Εσπερινού και τοῦ Όρθρου, και χρησιμοποιείται μαζί με το Μηναίο στις ιερές Ακολουθίες της περιόδου, από της Κυριακής του Πάσχα μέχρι και της Κυριακής των Αγίων Πάντων.
Εκτός όμως από το βιβλίο αυτό, Πεντηκοστάριο ονομάζεται και η αναστάσιμη περίοδος, η οποία περιλαμβάνει τις επτά εβδομάδες από την Κυριακή του Πάσχα μέχρι την Κυριακή της Πεντηκοστής, καθώς και την εβδομάδα που ακολουθεί ως εβδομάδα του Αγίου Πνεύματος, που αποτελεί συνέχεια της εορτής της Πεντηκοστής, μέχρι την Κυριακή των Αγίων Πάντων.
ΠΑΣΧΑ των Χριστιανών είναι η ημέρα εξόδου μας από τη χώρα του θανάτου και από την τυραννία του Διαβόλου και αποτινάξεως του ζυγού της αμαρτίας.
Εσπερινός της «Αγάπης»
Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα οι απανταχού Ορθόδοξοι τελούν τον «Εσπερινό της Αγάπης».
Ξεκινήσαμε με τον Εσπερινό της Συγγνώμης και ολοκληρώσαμε την πορεία μας μέσα στη Μεγάλη Σαρακοστή, φθάνοντας στον Εσπερινό της Αγάπης.
Η αγάπη και η ενότητα στην Εκκλησία ξεκινά από τον Επίσκοπο, ως δοχείο πλήρες της χάριτος και των δωρεών του Αγίου Πνεύματος, το οποίο μεταδίδει την ευλογία στους ιερείς και εν συνεχεία στον λαό.
Γονυκλισία την περίοδο αυτή και τις Κυριακές
Κανόνες της Εκκλησίας μας απαγορεύουν ρητά να προσεύχονται οι ιερείς και οι πιστοί γονατιστοί τις Κυριακές, καθώς και ολόκληρη την περίοδο της Πεντηκοστής. Και τούτο, διότι ζούμε στην Αναστάσιμη ημέρα και περίοδο, κατά την οποία, με την όρθια στάση μας στη θεία Λατρεία τονίζεται η πίστη μας στην Ανάσταση του Χριστού.
Ιδιαιτερότητες
Την κατεξοχήν αναστάσιμη αυτή περίοδο ο ιερέας μετά το πέρας κάθε Ακολουθίας δεν σκεπάζει το επί της αγίας Τραπέζης ιερό Ευαγγέλιο, το οποίο έχει ορατή την αναστάσιμη πλευρά, ούτε και κλείνει τα βημόθυρα της ωραίας πύλης.
ΚΥΡΙΑΚΗΤΟΥΑΓΙΟΥ ΠΑΣΧΑ
Από σήμερα παύεται το τρισάγιο στην αρχή των ακολουθιών και επίσης το «Δι’ ευχών…» στο τέλος των ακολουθιών: τα αντικαθιστούμε με το «Χριστός Ανέστη …» μέχρι την Απόδοση της εορτής του Πάσχα (επί 39 ημέρες).
Δεν λέμε επίσης το, «Βασιλεύ ουράνιε …» μέχρι την Πεντηκοστή και το «Δεύτε προσκυνήσωμεν …» μέχρι και την απόδοση του Πάσχα.
ΔΙΑΚΑΙΝΗΣΙΜΟΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑ
Είναι η εβδομάδα που αρχίζει από την Κυριακή του Πάσχα και τελειώνει το Σάββατο προ της Κυριακής του Θωμά.
Ολόκληρη η εβδομάδα θεωρείται ως μία ημέρα, γι΄ αυτό όλες οι Ακολουθίες της εβδομάδος αυτής είναι ίδιες όπως τη νύκτα της Ανάστασης.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ
Α. Και κατά αυτή την ημέρα, όπως προείπαμε, δεν τελούνται μνημόσυνα.
Β. Από Κυριακή αυτή και μέχρι την Πεντηκοστή, κάθε Κυριακή και μετά την οπισθάμβωνο ευχή, γίνεται λιτανεία πέριξ του ναού με την εικόνα της αναστάσεως και άνευ δεήσεως.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ
Ποιμαντικά
Αξίζει εδώ να αναφέρουμε, ότι σε μερικές κοινότητες την ημέρα αυτή εορτάζουν οι γυναίκες που προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εκκλησία.
Τις τιμούν μνημονεύοντας όλων αυτών των γυναικών τα ονόματά τους κατά τη θεία Λειτουργία, κρατούν τη λαμπάδα κατά την μικρή Είσοδο, τις λαμπάδες κατά την ανάγνωση του ιερού ευαγγελίου, παίρνουν τα εξαπτέρυγα στη μεγάλη είσοδο, φέρουν την εικόνα της Αναστάσεως στη καθιερωμένη λιτανεία πέριξ του ναού, στέκουν δίπλα στο ιερέα κατά την ώρα του αντιδώρου και ραίνουν με μυροδόχη, κερνώντας μάλιστα με γλυκό το οποίο έφτιαξαν οι ίδιες στα σπίτια τους και τέλος κερνούν με πρόγευμα έξωθεν του ναού τους εκκλησιαζομένους.
ΤΕΤΑΡΤΗ – ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΑΝΑΛΗΨΕΩΣ
(Απόδοση της εορτής του ΠΑΣΧΑ)
Η Ακολουθία της ημέρας είναι όμοια προς την Ακολουθία που έγινε το βράδυ της Αναστάσεως και τις επόμενες ημέρες της Διακαινησίμου.
Το ορθό είναι η Λειτουργία αυτή να γίνεται πρωϊνή και όχι σε αγρυπνία, καθότι τούτο απάδει στην τυπική διάρθρωση της ημέρας. Εξάλλου, υποβαθμίζεται με αυτό τον τρόπο λειτουργικά η ακολουθούσα μεγάλη εορτή της Αναλήψεως του Κυρίου.
ΣΑΒΒΑΤΟΠΡΟ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
(ΣάββατοτωνΨυχών ήΨυχοσάββατο)
Είναι το δεύτερο του έτους. Το πρώτο είπαμε ότι είναι το Σάββατο προ της Απόκρεω. Ισχύουν και εδώ ακριβώς τα ίδια.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
Μετά τη θεία Λειτουργία της ημέρας, ακολουθεί ο Εσπερινός τουτου Αγίου Πνεύματος, ο οποίος για λόγους οικονομίας τελείται πρωί. Στο αρμόδιο σημείο της Ακολουθίας, μετά τη σχετική εκφώνηση, «Ἔτι καὶ ἔτι, κλίναντες τὰ γόνατα, τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν», γονατίζουμε όλοι, οι κληρικοί βλέποντες προς ανατολάς και μάλιστα προς την αγία Τράπεζα, και μαζί με τους πιστούς απευθύνουμε στην Αγία Τριάδα, στον Πατέρα, στον Υιό και στο Άγιο Πνεύμα, ευχές δοξολογίας, ικεσίας και ευχαριστίας για μας, καθὼς και δέηση για τους κεκοιμημένους μας. Όπως προείπαμε τις Κυριακές δεν γονατίζουμε. Σήμερα όμως, παρ’ ότι Κυριακή, «κλίναντες τα γόνατα» προσευχόμαστε γονατιστοί, διότι είναι Εσπερινός της επομένης, δηλ. Εσπερινός της Δευτέρας, που τελείται πρωί.
Εν κατακλείδι
Περαίνοντας, Πανιερώτατε, την αναφορά μας στα τελετουργικά και ποιμαντικά στοιχεία αυτών των δύο μεγάλων περιόδων της Εκκλησίας μας, της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και της περιόδου του Πεντηκοσταρίου, γεννάται ένα σημαντικό ερώτημα: «Τελικά, ποιός είναι άραγε ο κατεξοχήν σκοπός όλων αυτών των τελετουργικών και ποιμαντικών στοιχείων στη ζωή των χριστιανών;» Την απάντηση την παίρνουμε, ωραιότατα και θεολογικώτατα διατυπωμένη, μέσα από ένα διάλογο του οσίου Σεραφείμ του Σαρώφ με το «φίλο του Θεού», όπως τον αποκαλεί, Νικόλαο Μοτοβίλωφ. Λέει λοιπόν εκεί ο όσιος Σεραφείμ:
«Ο Κύριος μου αποκάλυψε, μου είπε, ότι στην παιδική σας ηλικία επιθυμούσατε να μάθετε ποιος είναι ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Σας συμβούλευαν να εκκλησιάζεσθε, να προσεύχεσθε, να κάνετε καλές πράξεις, διότι σ’ αυτά, σας έλεγαν, συνίσταται ο σκοπός της χριστιανικής ζωής. Αυτή η απάντηση όμως δεν μπορούσε να σας ικανοποιήσει. Όντως η προσευχή, η νηστεία, η αγρυπνία, όπως και όλη η χριστιανική άσκηση είναι καλά καθ’ εαυτά.
Αλλά ο σκοπός της ζωής μας δεν είναι μόνο να εκπληρώσουμε αυτά, διότι αυτά είναι μόνο μέσα. Ο πραγματικός σκοπός της χριστιανικής ζωής είναι να αποκτήσουμε το Άγιο Πνεύμα. Πρέπει να γνωρίζετε», συνεχίζει ο όσιος Σεραφείμ του Σαρώφ προς τον κάθε φιλόθεο, και κλείνουμε την εισήγησή μας με αυτό, «ότι μόνο εκείνο το καλό έργο που έχει γίνει από αγάπη προς τον Χριστό φέρει τους καρπούς του Αγίου Πνεύματος. Σύμφωνα λοιπόν μ’ αυτά, η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος είναι ο σκοπός της ζωής μας».
Ο ιστορικογεωγραφικός Χάρτης της Μητροπόλεως Μόρφου και η ιστορική συνείδηση του ιερέα: Εισήγηση στην Ε΄ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου (28/01/2014).
π. Ανδρέα Φιλίππου
π. Ανδρέας Φιλίππου
Στη σημερινή πέμπτη κατά σειρά συνάντηση του εφετινού ιερατικού μας Σεμιναρίου, θα γίνει η παρουσίαση του ιστορικο – γεωγραφικού Χάρτη της καθ᾽ ημάς μητροπολιτικής περιφέρειας, και εν συνεχεία θα ασχοληθούμε με το σχετικό θέμα, πως η ιστορική συνείδηση του ιερέα μπορεί να τον βοηθήσει στο εν γένει ποιμαντικό έργο του.
Δεν θα επιχειρήσω ασφαλώς να κάνω σήμερα ανάλυση της προϊστορικής και ιστορικής πορείας της μητροπολιτικής μας περιφέρειας· αυτό που θα επιχειρήσουμε, που είναι και επιθυμία του Πανιερωτάτου Μητροπολίτη μας, είναι να κάνουμε μια μικρή εισαγωγή στο μεγάλο κεφάλαιο της εκκλησιαστικής ιστορίας και γεωγραφίας της περιφέρειάς μας, ακριβώς για να δοθεί αφορμή να συζητηθούν θέσεις και προβληματισμοί σας, που θα προκύψουν από τη σημερινή ανακοίνωση και να εμπλουτισθεί περαιτέρω ή ακόμη να αναθεωρηθεί, όπου τυχόν χρειάζεται, η παρούσα εργασία.
Εν πρώτοις όμως, να μου επιτραπεί να εκφράσω τις εγκάρδιες ευχαριστίες μου στον Πανιερώτατο Μητροπολίτη μας, για την μεγάλη τιμή που μου έκανε και την εμπιστοσύνη, με την οποία με περιέβαλε, για να παρουσιάσω σήμερα ενώπιόν σας την παρούσα εισήγηση.
Χάρτης Μητροπολιτικής Περιφέρειας Μόρφου
Ο Χάρτης της μητροπολιτικής περιφέρειας Μόρφου, που σας έχει ήδη αποσταλεί και τον οποίο βλέπετε να προβάλλουμε, είναι προϊόν μακρόχρονης και επίπονης έρευνας. Σ᾽ αυτήν συνέβαλαν και συνεργάστηκαν πολλοί, και πρώτος εξ αυτών ο επίσκοπός μας, ο οποίος με την εκλογή, χειροτονία και ενθρόνισή του στη Μητρόπολη Μόρφου, άρχισε αμέσως να ερευνά και να καταγράφει την Αγιολογία, την ιστορία και τις παραδόσεις κάθε χωριού και χώρου της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Κι από τότε μέχρι σήμερα, 15 τόσα χρόνια, τόσο ο Πανιερώτατος, όσο και οι συνεργάτες του, αξιολογούσαν και κατέγραφαν κάθε ιστορική μαρτυρία που έφτανε κοντά τους. Τους συνεργούς του στο βαρυσήμαντο τούτοέργο προέτρεπε ο Πανιερώτατος να έχουμε πάντοτε κατά νουν τη σοφή ρήση του μακαριστού πατρός Παύλου Εγγλεζάκη, «η ζωντανή Κύπρος δεν είναι παρά ένας χώρος, μία ιστορία και μία Εκκλησία. Ακριβώς διότι αυτό, που προσδιορίζει την ταυτότητα της Κύπρου, είναι η γεωγραφία, η ιστορία και η Εκκλησία της.»
Όλη αυτή τη μακραίωνα και ταραχώδη εκκλησιαστική, γεωγραφική, αρχαιολογική, πολιτιστική και ιστορική ταυτότητα της Μητρόπολής μας, που πρόεκυψε από τις εν λόγῳ έρευνες και αξιολογήσεις των γραπτών πηγών, αλλά κυρίως των προφορικών ιστορικών παραδόσεων, που κινδύνευαν άμεσα να εξαφανιστούν, θελήσαμε και να τη χαρτογραφήσουμε, να την αποτυπώσουμε δηλαδή σε χάρτη, τον Χάρτη της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Κι αυτό, αφ᾽ ενός μεν για να κατευθύνουμε τον αναγνώστη της ιστορίας της Μητρόπολής μας στον χώρο των πεπραγμένων ιστορικών γεγονότων, και αφ᾽ ετέρου για να καταγραφούν και αποτυπωθούν οικισμοί, χωριά, ναοί, ερειπωμένοι ναοί, μονές, χώροι όπου αναβλύζει αγίασμα, τοπωνύμια και μάλιστα τα αγιώνυμα τοπωνύμια, μεταλλεία, κ.λπ., που όλα τούτα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την ιστορία μας και εν γένει με την Ορθόδοξη ταυτότητά μας.
Ο έντυπος αυτός Χάρτης, που έχουμε καταρχήν εκδώσει σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων, έχει διαστάσεις 70Χ70 εκατοστά και χωρίζεται σε 8 μέρη. Το μεγαλύτερο μέρος καταλαμβάνει το τμήμα της μητροπολιτικής μας περιφέρειας σε κλίμακα 1:65.000 και περιλαμβάνει 93 οικισμούς (από τους οποίους οι 24 σήμερα είναι εγκαταλελειμμένοι), 251 ναούς, παρεκκλήσια και εξωκκλήσια (50 των οποίων σώζονται μόνον τα ερείπια ή μαρτυρίες για πάλαι ποτέ ύπαρξή τους), 15 καθολικά ιερών Μονών, 5 χώροι όπου αναβλύζει αγίασμα και 302 τοπωνύμια. Ταυτόχρονα, ετοιμάστηκε και ψηφιακός χάρτης (σε μορφή pdf), για εξειδικευμένη μελέτη, αφού επιτρέπει την αυξομείωση των πραγματικών διαστάσεων, και κατ᾽ επέκταση την καλύτερη πλοήγηση στον Χάρτη.
Στη δεξιά πτέρυγα του Χάρτη τοποθετήθηκαν δύο πίνακες. Ο πρώτος πίνακας είναι το Ειδικό Υπόμνημα, ενώ ο δεύτερος πίνακας αναφέρεται στις μητροπολιτικές περιφέρειες της Κύπρου, όπως αυτές καθορίζονται από τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, όπως αυτός τροποποιήθηκε και εγκρίθηκε πρόσφατα από την Ιερά Σύνοδο (Λευκωσία 2010). Ακολουθούν 4 ένθετα, που είναι περιοχές που λήφθηκαν από τον κυρίως Χάρτη, σε μεγαλύτερη όμως κλίμακα, έτσι ώστε να είναι πιο ευδιάκριτη η ανάγνωσή τους .
Στο Γενικό Υπόμνημα, στο κάτω μέρος του Χάρτη, βρίσκεται η ταυτότητα του Χάρτη. Πιο συγκεκριμένα, εκεί αναγράφονται τα εξής: (α) Η συμβολή στην αποτύπωση του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, ως του αρμοδίου κυβερνητικού τμήματος. (β) Η επισήμανση, ότι δόθηκε, επεξεργάστηκε και χρησιμοποιήθηκε για την αποτύπωση αυτή αρχειακό υλικό, που ανήκει στην καθ᾽ ημάς Μητρόπολη. (γ) Η σαφής ένδειξη, πως στον παρόντα Χάρτη δεν υιοθετούνται τα υφιστάμενα σύνορα της κοινότητας του Ποταμού του Κάμπου, αφού μέχρι και την εκτύπωσή του δεν λήφθηκε η τελική υπουργική απόφαση περί των συνόρων Ποταμού του Κάμπου – Γαληνής – Καραβοστασίου. (δ) Όλα τα πνευματικά δικαιώματα (το λεγόμενο copyright) ανήκουν στην Ιερά Μητρόπολη Μόρφου, και ως εκ τούτου απαγορεύεται οποιαδήποτε παρέμβαση σ᾽ αυτόν ή χρήση του χωρίς τη γνώση και γραπτή συγκατάθεση της Μητροπόλεως Μόρφου. (ε) Τέλος, ένα πολύ σημαντικό στοιχείο, που καθιστά πλέον τον παρόντα Χάρτη ως γραπτή εγκεκριμένη ιστορική πηγή, είναι η γραπτή συγκατάθεση και υιοθέτηση όλων των αναγραφέντων από την Μόνιμη Κυπριακή Επιτροπή Τυποποίησης γεωγραφικών ονομάτων.
Τα πλείστα ονόματα, που αναφέρονται στον Χάρτη, προσδιορίζουν ιστορικά και αγιολογικά γεγονότα. Mεγάλος αριθμός τοπωνυμίων και χωριών εντοπίστηκαν και καταγράφτηκαν από το μεγάλο και σπουδαιότατο κεφάλαιο της Μητρόπολής μας, που είναι αυτό της Αγιολογίας. Επιγραμματικά, αναφέρω τα εξής παραδείγματα:
α. Το τοπωνύμιο «Στόμα του Ποταμού», που προσδιορίζει σημείο στην εκβολή του ποταμού Σέτραχου στο Συριανοχώρι, και πιθανώτατα ταυτίζεται με το αναφερόμενο στον παλαιό Βίο των οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος σημείο-τοπωνύμιο «Στομάτιο». Όπως δηλ. αναφέρεται εκεί, αρκετά χρόνια μετά την οσιακή βιοτή και κοίμηση των αγίων αυτών στην Καππαδοκία, κατά τους βυζαντινούς χρόνους, η τίμια σορός των λειψάνων τους, με θαυμαστό τρόπο, έφτασε στα βόρεια παράλια της Κύπρου, σε τόπο καλούμενο Στομάτιο. Αφού πέρασαν αρκετές μέρες, φαίνονται οι άγιοί μας σε κάποιο φιλόχριστο και ευσεβή άνδρα στους Σόλους, ονομαζόμενο Λεόντιο, στον οποίο φανέρωσαν τα ονόματά τους και εξιστόρησαν τα σχετικά με τη ζωή τους, και συνάμα τον πρόσταξαν να πάρει τους δύο υιούς του να τους μεταφέρει από εκεί, όπως και έπραξε και μετέφερε την τιμία λάρνακα στον χώρο που βρίσκεται σήμερα ο ναός τους στην Περιστερώνα. Πράγματι, το Στόμα του Ποταμού δεν είναι μακρυά από τους Σόλους, όπως υπονοεί ο Βίος των αγίων και για την τοποθεσία Στομάτιο.
β. Το τοπωνύμιο «Πολέμιος», που προσδιορίζει τοποθεσία στις όχθες του ποταμού Καρκώτη παρά το Καλό Χωριό Λεύκας, μας παραπέμπει στους οσίους Πολέμιο και Θεοδόσιο, που ασκήτευσαν κοντά στη Μόρφου, σύμφωνα με τους τοπικούς Χρονογράφους (Λεόντιο Μαχαιρά, κώδικα Λονδίνου κ.ά.), που αρύονται από πηγή υστεροβυζαντινών χρόνων.
γ. Ο παλαιός ναός της Αγίας Αναστασίας, που σώζεται σε ερειπιώδη κατάσταση κοντά στις Γερακιές, μπορεί να ταυτισθεί με τον ομώνυμο ναό, που αναφέρεται στον Βίο του αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή. Εκεί, ο άγιος Ιωάννης οραματίζει μετά την κοίμησή του τον πατέρα του, ιερέα Κυριακό, να πάει να δει πως είναι κτισμένος ο πλησιόχωρος στον Καλοπαναγιώτη ναός της Αγίας Αναστασίας και να έρθει να οικοδομήσει ιδίου αρχιτεκτονικού ρυθμού ναό επάνω από τον τάφο του. Ασφαλώς, μία επιτόπια έρευνα θα αποδείξει του λόγου το αληθές.
δ. Στα βόρεια της κοινότητας των Καμιναριών, πλησίον του Γεφυριού της Ελιάς, εντοπίζεται το τοπωνύμιο «Θεοφάνης». Το τοπωνύμιο αυτό ίσως να συνδέεται με τον άγιο Θεοφάνη, επίσκοπο Σολέας, ο οποίος, όπως μας πληροφορεί η τοπική παράδοση, μετά από ένα δυσάρεστο γεγονός που συνέβηκε με τον οικονόμο της επισκοπής του, αναχωρεί και πηγαίνει στη Μονή της Παναγίας της Αγρίας, που βρίσκεται στα σύνορα των κοινοτήτων Μιλικουρίου – Καμιναριών (βλ. κείμενο κ. Χριστόδουλου Χατζηχριστοδούλου στην ιστοσελίδα της Μητροπόλεώς μας).
Μεγάλη προσοχή και επιμέλεια δείξαμε και για τον εντοπισμό οικισμών, που δια μέσου των αιώνων έχουν εγκαταλειφθεί . Για τον σκοπό αυτό μελετήθηκαν πέραν των 15 χαρτών της Κύπρου, αρχίζοντας από αυτούς του 16ου αιώνα, που είναι οι αρχαιότεροι γνωστοί, μέχρι και τους σύγχρονους. Σπουδαιότατη πηγή για την εν γένει καταγραφή και αποτύπωση των περιεχομένων στον Χάρτη ήταν και η Συναγωγή Τοπωνυμίων, το ογκωδέστατο και βαρυσήμαντο γνωστό έργο των Μενέλαου Χριστοδούλου και Κώστα Κωνσταντινίδη (Menelaos Christodoulou and Konstantinos Konstantinidis, A complete Gazetteer of Cyprus, Vol. I, Nicosia 1987). Σημειώστε, ότι αυτό το έργο υποβλήθηκε στα Ηνωμένα Έθνη (όπως και όλες οι χώρες έχουν υποβάλει αντίστοιχα έργα), για κατοχύρωση των τοπωνυμίων μας, και υπήρξε το καλύτερο παγκοσμίως!
Χάρτης Λεωνίδα Αττάρ,1542
Θα αναφερθούμε εδώ σε ένα παράδειγμα εντοπισμού και αποτύπωσης στο Χάρτη μας ενός εγκαταλειφθέντος και εξαφανισθέντος παλαιού οικισμού της περιφέρειάς μας. Οοικισμός αυτός είναι της Λαμπαδούς ή Λαμπάδας, γνωστός από τους Βίους των αγίων Ηρακλειδίου και Ιωάννου του Λαμπαδιστού, αφού ήταν η γενέθλιος γη τους, καθώς ήταν και του αποστολικού άνδρα, αγίου Τίμωνος. Ο οικισμός αυτός αναφέρεται επίσης σε ένα αρχαιότατο κυπριακό αγιολογικό έργο, χρονολογούμενο στον 5ο μ.Χ. αιώνα, το αποδιδόμενο στον Ιωάννη Μάρκο απόκρυφο σύγγραμμα, «Περίοδοι καὶ μαρτύριον τοῦ ἁγίου Βαρνάβα τοῦ ἀποστόλου». Σ᾽ αυτό περιγράφονται τα σχετικά με το κήρυγμα των αποστόλων Βαρνάβα, Παύλου και Μάρκου κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία τους στην Κύπρο, και κατόπιν τα κατά τη δεύτερη αποστολική περιοδεία των αποστόλων Βαρνάβα και Μάρκου στην Κύπρο. Η σπουδαιότητα αυτού του οικισμού έγκειται και στο γεγονός, πως αποτέλεσε σταθμό των αγίων αποστόλων κατά την πρώτη αποστολική περιοδεία τους, σύμφωνα με τη μαρτυρία του ανωτέρω απόκρυφου έργου των Περιόδων του αποστόλου Βαρνάβα. Το έργο λοιπόν αυτό μας πληροφορεί, πως απαγορεύτηκε στους αποστόλους να εισέλθουν τότε στη Λάπηθο, ένεκα ειδωλολατρικών θυσιών. Έτσι οι απόστολοι βάδισαν διαμέσου των βουνών και, εισερχόμενοι στο εσωτερικό της κοιλάδας Σολέας, έφθασαν στην πόλη Λαμπάδα ή Λαμπαδιστού. Εκεί, ζήτησαν από τον ειδωλολάτρη ιερέα Ιεροκλή, να τους δώσει τον υιό του Ιερόκλεο, για να τους οδηγήσει μέσα από ένα δύσβατο μονοπάτι στο «Χιονώδες όρος», τη σημερινή δηλ. οροσειρά του Τροόδους, και από εκεί στην τότε πρωτεύουσα της Κύπρου, Πάφο. Πράγματι, ο Ιεροκλής θέτει υπό τη διάθεσή τους τον υιό του, ο οποίος στον διάλογο που είχε με τους αγίους αποστόλους καθοδόν προς την Πάφο, βεβαιώνεται για την αλήθεια της νέας θρησκείας, το Ευαγγέλιο, που του δίδαξαν οι απόστολοι, και ζητά να λάβει το άγιο Βάπτισμα. Και οι απόστολοι τον βαπτίζουν στα νερά του Σέτραχου ποταμού, πλησίον της ιεράς Μονής που οικοδομήθηκε μερικούς αιώνες αργότερα προς τιμή και μνήμη του, και του δίνουν το όνομα Ηρακλείδιος. Η Μονή του Αγίου Ηρακλειδίου αποτέλεσε και τη μονή μετανοίας ενός άλλου οσίου της Μητρόπολής μας και συγχωριανού του αγίου Ηρακλειδίου, του αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, ο οποίος έζησε κατά τον 11ο αιώνα. Ο άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, μετά από μια περιπέτεια που είχε με την μέλλουσα μνηστή του (οι γονείς της από φθόνο τον τάισαν φαγητό, που είχαν παρασκευάσει με μάγια), απώλεσε τελείως το φως των ματιών του. Αυτή η τύφλωσή του ήταν η ευκαιρία να υλοποιήσει τον διακαή πόθο του σε πραγματικότητα, να ζήσει δηλ. τη μοναχική και ασκητική πολιτεία στην περίφημη μονή του Αγίου Ηρακλειδίου. Έτσι, κατευθυνόμενος και αυτός, ένεκα της τύφλωσής του, από τον υπηρέτη, που του έδωσαν οι γονείς του, ονόματι Ιωάννη, μεταβαίνει από τη Λαμπάδα στον Καλοπαναγιώτη διαμέσου του μονοπατιού της κουφής, όπως είναι γνωστό στους Σολιάτες. Ο άγιος, θέλοντας να ξεδιψάσει και να ευχαριστήσει τον υπηρέτη και οδηγό του, ως άλλος Μωυσής στην έρημο, κτυπά τον βράχο και αμέσως αναβλύζει ύδωρ πόσιμο. Μέχρι σήμερα, στη μέση του ανωτέρω μονοπατιού της κουφής, στα όρια της κοινότητας Οίκου (περιοχή ναού Παναγίας της Αγνιώτισσας), αναβλύζει το αγίασμα του οσίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή, προς θεραπεία ψυχής τε και σώματος αυτών, που το λαμβάνουν με πίστη.
Μέχρι προσφάτως, το κομβικό σημείο των πιο πάνω θαυμαστών γεγονότων, δηλ. ο οικισμός της Λαμπάδας, δεν προσδιοριζόταν με σαφήνεια, και όσοι προσπαθούσαν να τον προσδιορίσουν χρησιμοποιούσαν πολλά διαζευτικά ῾ή᾽. Η εγκατάλειψη του οικισμού πιθανότατα επισυνέβη την περίοδο της Τουρκοκρατίας, από την θανατηφόρα ασθένεια της μαύρης πανώλης το 1692, και άφησε μεγάλο κενό και στην Αγιολογία, που δεν μπορούσε να προσδιορίσει με σαφήνεια την γενέθλια γη αυτών των μεγάλων αγίων. Ο Ρώσος Μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ αναφέρει σχετικά για την Λαμπάδα: « Ωνομάσθη Λαμπαδιστής (ο άγιος Ιωάννης) εκ του χωρίου Λαμπαδίς, όπου εγεννήθη ο άγιος, ως αναφερεται εν τη βιογραφία αυτού. Το χωρίον έχει τώρα εγκαταλειφθεί, ως διεπίστωσα, όταν ήμην εις την Σολέαν…».Χάριτι όμως Θεού, πέρυσι εντοπίστηκε από τον Πανιερώτατο Μητροπολίτη μας στον ιστορικής σημασίας Χάρτη του Λεωνίδα Αττάρ, που χρονολογείται στο 1542. Βέβαια, η λαϊκή παράδοση μας διέσωσε την ακριβή θέση της Λαμπάδας πολύ πριν εμείς εντοπίσουμε και αυτή την γραπτή τεκμηρίωση στον Χάρτη του Αττάρ. Αρκεί να αναφέρω, πως σε χειρόγραφο σημείωμα του γνωστού μάστρε Φίλιππου από τη Γαλάτα, προσδιορίζεται ήδη από το 1942 η Λαμπάδα, στό σημείο ακριβώς που την αποτυπώνουμε εμείς σήμερα χαρτογραφημένη.
Άξια ιδιαίτερης προσοχής, αλλά και που χρήζει πολλής ακόμη μελέτης, είναι και η περιοχή πέριξ της ιεράς Μονής της Ασίνου. Με τη βοήθεια παλαιών κατοίκων της γύρω περιοχής της Ασίνου, καθώς επίσης και με τον πατέρα Κυριακό Χριστοφή, μεταβήκαμε επανειλημμένως στην περιοχή, έχοντας προηγουμένως μελετήσει παλαιά τοπογραφικά σχέδια, που μας προσδιόριζαν πού ακριβώς βρίσκονται οι ερειπωμένοι ναοί. Στα δύσβατα βουνά της Ασίνου εντοπίστηκαν και καταγράφηκαν 8 συνολικά ναοί, όλοι ερειπωμένοι, που αντιστοιχούν πιθανότατα σε ισάριθμους οικισμούς. Οι οικισμοί αυτοί είναι οι εξής: 1) Άσπρους (Λαξιὲς τους Άσπρους), με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Αυξίβιο, Α´ επίσκοπο Σόλων· 2) Αγίας Παρασκευής, με ομώνυμο ναό· 3) Τζερένιες, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Ιωάννη τον Λαμπαδιστή· 4) Καψάλια, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο· 5) Μαύρα χώματα, γνωστός και ως Φτερίτζι, με εκκλησία του Αγίου Ιωάννου (για ποιό άγιο Ιωάννη ακριβώς πρόκειται, δεν υπάρχουν σαφείς μαρτυρίες ή παραδόσεις. Οι μαρτυρίες της προφορικής παράδοσης, όπως την κατέγραψε ο π. Κυριακός Χριστοφή, διίστανται μεταξύ αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού)· 6) του Καλάμου, με ναό αφιερωμένο στον Άγιο Γεώργιο· 7) του Γναφιού ή πιό γνωστός ως Μούττη του Σταυρού, με ναό αφιερωμένο στον Τίμιο Σταυρό, και βέβαια, 8) ο οικισμός που αναπτύχθηκε πέριξ της ιεράς Μονής Παναγίας της Φορβιωτίσσης – Ασίνου, όπου εντοπίστηκαν, εκτός από το καθολικό της Μονής, ακόμη δύο ναοί, του Αγίου Επιφανίου αρχιεπισκόπου Κύπρου και του αγίου Αυξιβίου. Σύμφωνα με την καταγραφή του π. Κυριακού, ο αριθμός των οικισμών σ᾽ αυτή την περιοχή πρέπει να ήταν ακόμη μεγαλύτερος.
Ιδιαίτερη χαρά μας προξένησε, όταν πληροφορηθήκαμε την πάλαι ποτέ ύπαρξη στα νότια της Ασίνου του ως άνω ναού του Αγίου Επιφανίου, αρχιεπισκόπου Κύπρου. Την πληροφορία αυτή την αντλήσαμε από τα επίσημα κατάστιχα κτηματικών περιουσιών της κοινότητας Νικηταρίου. Ο ναός αυτός, σύμφωνα με τα πιο πάνω κατάστιχα, ήταν μεγάλων διαστάσεων. Περαιτέρω, έρευνα που είναι σε εξέλιξη, και για την οποία στην παρούσα φάση δεν θα επεκταθώ περισσότερο, είναι για το θέμα της καταγωγής του χωριού Αστρομερίτης από τον ανωτέρω οικισμό Άσπρους (δηλ. το Αστρομερίτης προήλθε από το Ασπρομερίτης, τα μέρη των Άσπρων).
Ένα άλλο σημείο, που πρέπει να τονίσουμε, ασφαλώς επιγραμματικά σ᾽ αυτή την εισαγωγική μας προσέγγιση στο θέμα της σχέσης τοπωνυμίων και ιστορίας του νησιού μας, είναι και αυτό των διαχρονικών ανά τους αιώνες σχέσεων Κύπρου και Μικράς Ασίας-Συροπαλαιστίνης. Ένεκα δηλ. της άμεσης γειτνίασης της Κύπρου με τα μεσογειακά παράλια των χωρών αυτών, έχουμε από την αρχαιότητα και εφεξής μετάβαση Κυπρίων στις χώρες αυτές και τανάπαλιν έλευση Μικρασιατών και Συροπαλαιστινών στο νησί μας. Η έντονη τούτη διαχρονική σχέση αποτυπώνεται άριστα και στις κοινές παραδόσεις και στα κοινά τοπωνύμια. Στην Κύπρο δηλ. απαντώνται πλείστα όσα τοπωνύμια αλλά και πόλεις και οικισμοί, ταυτώνυμα με πόλεις και τοπωνύμια στη Μικρά Ασία, αλλά και άλλα, που δηλώνουν μετοικήσεις από τις χώρες αυτές στο νησί μας. Για παράδειγμα, όρος Καντάρα υπάρχει και στη Μικρά Ασία. Για να έρθουμε στην άμεση περιοχή μας, οι ονομασίες Συριανοχώρι και Συριάνοι υποδηλώνουν ακριβώς την έλευση και κατοίκηση στους χώρους αυτών μεταναστών από τη Συρία. Και τέτοιες μεταναστεύσεις μαρτυρούνται αρκετές στις πηγές, όπως κατά την προέλαση των Περσών και των Αράβων στις περιοχές αυτές (7ος αι.), καθώς και μετά τη μάχη στο Μαντζικέρτ (1071), με την ήττα των βυζαντινών και την προέλαση των Σελτζούκων. Ακόμη, αρχαία πόλη με το όνομα Σόλοι υπήρχε στις απέναντί μας ακτές της Κιλικίας, που αργότερα μετονομάστηκε Πομπηιούπολη.
Η προσπάθεια όσων εργαστήκαμε στην ετοιμασία αυτού του Χάρτη, ήταν να παρουσιάσουμε σήμερα ενώπιόν σας ό,τι καλύτερο μπορούσαμε. Αστοχίες και παραβλέψεις σίγουρα υπάρχουν, αφού κάθε έργο ανθρώπινο είναι σφραγισμένο με την ατέλεια· αλλά είμαι βέβαιος, πως και με τη δική σας συμβολή και, πάνω απ᾽ όλα, με την καλόβουλη κριτική σας, θα εντοπιστούν και θα διορθωθούν τυχόν παραβλέψεις και σφάλματά μας.
Επιγραμματικά, αναφέρουμε τις εξής παραβλέψεις ή, αν θέλετε, τις αστοχίες, που εντοπίσαμε:
Α) Ο ενοριακός ναός του Αποστόλου Ανδρέα της κοινότητας Νικηταρίου αναφέρεται ως μονή, ενώ ως Μονή Αποστόλου Ανδρέα θα πρέπει να καταγραφεί ο ομώνυμος ναός της κοινότητας Πολυστύπου.
Β) Το Επισκοπείο της Μητρόπολής μας στη Μόρφου αποκλείνει αρκετά από τον πραγματικό του χώρο. Βέβαια η αποτύπωσή του στην παρούσα θέση δικαιολογείται κάπως, ένεκα του πυκνοκατοικημένου της Μόρφου. Παρόλ᾽ αυτά, θα προσπαθήσουμε να βρούμε την κατάλληλη μέθοδο βελτίωσης.
Γ) Παράβλεψη έγινε και στους οικισμούς Τρουλλινός και Μάραθος, οι οποίοι δεν αναγράφηκαν.
Σ᾽ αυτή τη συνάφεια, θέλω να αναφερθώ, Πανιερώτατε, και στους πατέρες και αδελφούς, που εργάστηκαν και εργάζονται στο θέμα καταγραφής των τοπικών μας λαϊκών παραδόσεων.Διότι σε πολλούς από εμάς δόθηκε η ευκαιρία, να καταγράψουμε τις λαϊκές παραδόσεις των χωριών μας. Τα στοιχεία που συνέλεξαν οι φίλτατοι πατέρες, που ασχολήθηκαν με αυτό το θέμα, διαμέσου των προσωπικών συνεντεύξεων που είχαν με ανθρώπους που βίωσαν την ιστορία του τόπου μας, αποτελούν πλέον ιστορική πηγή, πολύ βοηθητική στην έρευνα και καταγραφή της σύνολης ιστορίας μας. Η καταγραφή των ιστορικών παραδόσεων δεν είναι δευτερευούσης σημασίας, αλλ᾽ ούτε ευτελής ιστορική πηγή, αλλά, αντιθέτως, μπορεί να αποτελέσει και αυτούσια ιστορική πηγή.Στην Ευρώπη, η καταγραφή των ιστορικών παραδόσεων ονομάζεται «άυλος πολιτισμός».
Με την άδειά σας, Πανιερώτατε, τούτη την ώρα να ευχαριστήσουμε ονομαστικά τους ιερείς μας, που είχαν την καλοσύνη, να εκπονήσουν την καταγραφή τους αυτή. Τον π. Ιάκωβο Καλογήρου, ο οποίος εργάστηκε για τα χωριά Μουτουλλάς και Πεδουλάς και βρίσκεται στο τελικό στάδιο της συγγραφής των κειμένων. Τον π. Κυριακό Χαραλάμπους, ο οποίος ήταν και ο πολυγραφότερος, αφού κατέγραψε τα σχετικά με τα χωριά Παλιόμυλος, Καμινάρια, Άγιος Δημήτριος και Γαλάτα. Τον π. Χριστοφόρο Δημητρίου, ο οποίος κατέγραψε τα Κατύδατα και ετοιμάζεται τώρα να εκπονήσει την καταγραφή που ετοίμασε για την κοινότητά του Τεμπριά. Τον π. Παρασκευά Κίκα, ο οποίος ασχολήθηκε με τις κοινότητες Δένεια και Ακάκι, και βρίσκεται στο τελικό στάδιο για να εκπονήση και την καταγραφή της κοινότητας Μενοίκου. Τέλος, τον π. Αθανάσιο Βουδούρη, ο οποίος εργάστηκε για την κοινότητα της Κακοπετριάς.
Ακόμη, θα πρέπει εδώ να αναφερθούμε και σε μία παράλληλη εργασία, που θεσμοθέτησε ο Πανιερώτατος, και που ασφαλώς έχετε υπόψη, η οποία αφορά στην καταγραφή και ψηφιοποίηση των ποικίλων παλαιών και νεωτέρων κειμηλίων της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Ο τομέας αυτός υποδιαιρείται σε δύο υποτομείς. Ο πρώτος,με υπεύθυνο τον π. Αθανάσιο Βουδούρη και συνεργάτες τον υποφαινόμενο και τον διάκονο Φοίβο, καταγράφει και ψηφιοποιεί όλα τα εκκλησιαστικά μας και ιστορικά τιμαλφή (λειτουργικά σκεύη, εικόνες, ξυλόγλυπτα, κ.ά.) των ναών μας. Μέχρι τώρα καταγράφηκαν τα τιμαλφή των ναών 14 κοινοτήτων μας, όπου περιλαμβάνονται πέρα των 1100 εικόνων και ιερών σκευών. Ο δεύτερος, με υπεύθυνο τον π. Φώτιο Ιωακείμ, καταγράφει και ψηφιοποιεί τα χειρόγραφα και παλαίτυπα της περιφέρειάς μας. Αυτά τα αναφέρω εδώ, διότι η καταγραφή αυτή έχει άμεση σχέση με την αποτύπωση της εκκλησιαστικής μας ιστορίας και παρέχει ασφαλή δεδομένα και στην χαρτογράφηση της μητροπολιτικής μας περιφέρειας. Π.χ. κειμήλια που προέρχονται από εγκαταλελειμμένους οικισμούς και μαρτυρούν γι᾽ αυτούς. Στη συζήτηση που θα επακολουθήσει, ο π. Φώτιος θα μας αναφέρει κάτι σχετικό με το θέμα αυτό, που είναι υπό διερεύνηση.
Τα τοπωνύμια ενός τόπου είναι οι βουβοί, αλλά ταυτόχρονα οι λαλίστατοι, οι ειλικρινείς και αξιόπιστοι μάρτυρες της ιστορίας του. Με τη μελέτη των τοπωνυμίων, αναπαρίσταται έγκυρα και εμπεριστατωμένα ολόκληρο το παρελθόν. Η ίδρυση οικισμών και χωριών, η προέλευση των οικιστών, η τοπογραφία και γεωμορφολογία ενός τόπου, τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα, που έλαβαν χώραν εκεί, η κοινωνική διάρθρωση, η οικονομική και παραγωγική δομή του συστήματος, η πολιτιστική ανάπτυξη και κάθε τι άλλο, που σχετίζεται με ένα χώρο, μπορούν να εξαχθούν συχνά από τα ονόματα των χωριών και των τοπωνυμίων.
Έχοντας όλα αυτά ως υπόβαθρο, θα τολμούσαμε να πούμε πως η μελέτη της ιστορίας του τόπου μας, ιδιαίτερα από εμάς τους κληρικούς, δεν είναι πολυτέλεια, ούτε άσκοπος στοχασμός, αλλά επιτακτική ανάγκη, που μας βοηθά να θωρακίζουμε την ιστορική συνείδηση μας. Κι αυτή, στη συνέχεια, θα μας οδηγήσει να γνωρίσουμε και να αναγνωρίσουμε ποιοί είμαστε, από πού ερχόμαστε και πού πάμε· κι εμείς τότε, με τη σειρά μας, να κάνουμε το αυτονόητο, να κατηχήσουμε δηλαδή και να βοηθήσουμε το ποίμνιό μας να αποκτήσει και αυτό ιστορική συνείδηση, έτσι ώστε να μην παρασύρεται τόσο εύκολα από τις διάφορες κοσμικές ιδεολογίες και πολιτικές σκοπιμότητες. Η γνώση της ιστορίας είναι ικανή να μας συγκρατήσει από τον σύγχρονο κατακλυσμό ιδεών, που πολλές απ᾽ αυτές κρίνονται άκρως επικίνδυνες, εξαιρέτως και ιδιαιτέρως για τη νέα γενιά, που έχει την τάση να θαμπώνεται από τα ευρωπαϊκά γυαλιστερά μα και κοφτερά στολίδια, τα χωρίς Πνεύμα και Χάρη.
Στην Κύπρο, όπως επισημαίνει και ο πατήρ Συμεών, ηγούμενος της ιεράς Μονής Αγίου Γεωργίου Μαυροβουνίου και διδάσκαλος του Μητροπολίτου μας, σε κείμενο-απαντήσεις σε σχετικό ερωτηματολόγιο που του θέσαμε, αφαιρέσαμε από τη ζωή μας την ιστορία του τόπου μας, αφήνοντας πολύ χώρο να εμφιλοχωρήσουν τα άκρα, δηλαδή ή ο ακραίος ζηλωτισμός ή ο επικίνδυνος φανατισμός. Τα αίτια, που μας οδήγησαν στα επικίνδυνα τούτα άκρα είναι πρώτα η επιλεκτική ιστορική ανάγνωση και κατ᾽ επέκταση η επιλεκτική γνώση, που με τον καιρό μετατράπηκε σε κακή γνώση της ιστορίας μας και, δεύτερο και πιο ανησυχητικό αίτιο, είναι η πεισματική μας άρνηση να εντρυφήσουμε σε βάθος στην ιστορική παράδοση και σοφία του τόπου μας .
Η γνώση της ιστορίας του τόπου μας, εξαιρέτως από εμάς τους ιερείς, θα μας οδηγήσει και στην πλεονεκτική θέση να διδάξουμε και να κατευθύνουμε το λογικό ποίμνιο, τους ανθρώπους, που μας έταξε ο Θεός να ποιμάνουμε, ώστε να αγαπήσουν τον τόπο τους, να αγαπήσουν τους αγίους του τόπου τους, να αγαπήσουν τις παραδόσεις του τόπου τους.
Και πάλιν όμως ηχούν στα αυτιά μου, τούτη την ώρα, τα πικραμένα λόγια του πατρός Συμεών, που, αναστενάζοντας, μου ψιθύρισε: «Αλλά, πώς να αγαπήσεις ένα τόπο, όταν δεν τον γνωρίζεις;»
Είναι οφειλή και χρέος πρώτα να γνωρίσουμε, έπειτα να αγαπήσουμε τον τόπο τούτο και τέλος να προβάλουμε την αξία του τόπου τούτου. Ασφαλώς, είναι δυσκολότερο το έργο εμάς των νεωτέρων ιερέων, που εφημερεύουμε σε κοινότητες που δεν αποτελούν τη γενέτειρά μας ή ακόμα που μεγαλώσαμε μακρυά και από τα όρια της Μητρόπολής μας, αλλ᾽ όμως από εμάς εξαρτάται να αγωνιστούμε για να επιτύχουμε τον ωραίο τούτο στόχο.
Και πρέπει νομίζω, να καυχόμαστε εν Κυρίῳ και να θεωρούμε προνομιούχους τους εαυτούς μας, που η θεία Πρόνοια μας έταξε να διακονούμε στη Νήσο τούτη των Αγίων, αλλά και ιδιαίτερα την ευλογημένη μας Μητρόπολη, με την τόσο πλούσια δισχιλιετή ιστορική πορεία. Τη Μητρόπολη, που θεμελίωσαν οι άγιοι απόστολοι Παύλος, Βαρνάβας και Μάρκος. Τη Μητρόπολη, που ποίμαναν με πολλή σοφία ο άγιος Αυξίβιος, στη συνέχεια ο μαθητής του αγίου Αυξιβίου και άξιος συνεχιστής του έργου του και ομώνυμός του άγιος Αυξίβιος ο Β´, και κατόπιν άλλοι μεγάλοι και φωτισμένοι ιεράρχες. Τη Μητρόπολη, που έχει πολιούχο και προστάτη και φύλακα, ακρίτα ψυχών και σωμάτων, τον άγιο Μάμα. Τη Μητρόπολη, που αγιάζουν με την παρουσία τους τόσοι άγιοι: Ο ιερομάρτυρας Αρτέμωνας στην Αυλώνα, οι όσιοι Πολέμιος και Θεόδοσιος παρά τη Μόρφου, ο όσιος Ειρηνικός παρά τη Ζώδια, ο όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής στη Μαραθάσα. Τη Μητρόπολη, που οι άγιοι Μάρτυρες των Σόλων Άμμων και Αλέξανδρος και άλλοι ανώνυμοι 20, που μαρτύρησαν μαζί τους, καθώς επίσης και οι διάκονοι της ιεράς Μονής Αγίου Μάμα του Μόρφου, Μακρύδιακος και Χριστοφόρος στα έσχατα χρόνια της Τουρκοκρατίας, στερέωσαν με το αίμα του μαρτυρίου τους και λάμπρυναν με τη μαρτυρική τους ομολογία την Ορθόδοξο Πίστη του τόπου τούτου. Τη Μητρόπολη, που χαριτώνεται και αγιάζεται από τα ιερά λείψανα των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, των οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος, του οσίου Κυριακού της Ευρύχου, του αγίου Χαραλάμπους, του οσίου Σωζομένου. Τη Μητρόπολη, που γέννησε και ανάθρεψε τον έσχατο μάρτυρα της πίστεώς μας, άγιο Φιλούμενο. Τη Μητρόπολη, που κάθε χωριό της έχει τους ναούς του, τις παλαιές εικόνες του, τα παρεκκλήσια του, την ιστορία του, τις παραδόσεις του. Τη Μητρόπολη, που εδώ και 40 ολόκληρα χρόνια τα 26 της χωριά και πέραν από τους 75 ναούς της βρίσκονται υπό κατοχή, καθώς είναι τετμημένη στα δύο και εσταυρωμένη, για τούτο ευλογημένη και προσδοκώσα την Ανάσταση…
Το μεγάλο έγκλημα που συντελέστηκε το 1974, με τις γνωστές ολέθριες συνέπειες, θα διαιωνιζόταν, αν ως Εκκλησία δεν προστατεύαμε τη θρησκευτική και ιστορική συνείδηση των εκτοπισμένων μας. Γι᾽ αυτό, με τη σοφία που τη διακρίνει, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Κύπρου, με απόφασή της στις 11 Σεπτεμβρίου 2008, διόρισε εκκλησιαστικούς επιτρόπους και στις κατεχόμενες ενορίες μας. Η απόφαση αυτή της Ιεράς Συνόδου δεν ήταν απλώς νομοτυπική, αλλά αποσκοπούσε στο να αφυπνίσει την ιστορικοθρησκευτική συνείδηση των προσφύγων συμπολιτών μας. Κι ας μην ξεχνούμε, ήδη στους συνοικισμούς μεγαλώνει η τρίτη γενιά προσφύγων.
Στα διαρρεύσαντα έκτοτε αυτά πέντε χρόνια, οι διορισθείσες προσφυγικές εκκλησιαστικές επιτροπές, κάτω από πραγματικά δύσκολες συνθήκες, κατάφεραν σε μεγάλο βαθμό να διασώσουν τη θρησκευτική συνείδηση αυτών των γενεών των συνοικισμών, διαμέσου των πανηγυρικών συνάξεων στη μνήμη των πολιούχων αγίων τους, με την αγιογράφηση εικόνων των τιμωμένων αγίων τους, την αποτύπωση και καταγραφή των βεβηλωμένων και συλημένων ναών τους. Σ᾽ όλη αυτή την προσπάθεια και η καθ᾽ ημάς Μητρόπολη έχει συμβάλει ποικιλοτρόπως, με αποκορύφωμα τις δύο εκθέσεις προσφυγικών εκκλησιαστικών κειμηλίων, που πραγματοποίησε σε Λευκωσία και Πάφο.
Όλα τούτα είναι η ψυχή της Μητρόπολής μας. Όλα τούτα είναι το ιστορικό υπόβαθρο και ο φωτεινός οδοδείκτης της ποιμαντικής μας διακονίας. Όσο εμείς τα περιφρονούμε και αποσιωπούμε αυτή τη λαμπρή πνευματική της ιστορία και δεν γινόμαστε παιδαγωγοί και κήρυκές της, οι νέοι μας θα έχουν κάθε δικαίωμα να νιώθουν κόμπλεξ, πρώτα για την πατρίδα τους, έπειτα για τη θρησκεία τους και, τέλος, θα τους είναι παντελώς αδιάφορη η ιστορία του τόπου τους. Και αυτό το κόμπλεξ θα αναζητήσουν να το αναπληρώσουν στα ποικίλα κατά κόσμο κατορθώματα και επιτεύγματα της εκκοσμικευμένης και άθεης Δύσης, για να κορέσουν τη δίψα τους. Μα η δίψα τούτη σβήνεται μόνο στα καθάρια νάματα της αγίας μας Εκκλησίας, της αγίας μας Παράδοσης, των οποίων εμείς οι ταπεινοί ταχθήκαμε διάκονοι και φύλακες. Στώμεν λοιπόν, καλώς, στώμεν μετά φόβου στις επάλξεις της Πίστης μας, για την ευθύνη τούτη τη μέγιστη που επωμιστήκαμε, εντρεφόμενοι στην αγιοπνευματική μας Παράδοση, διαφυλάσσοντας ως κόρην οφθαλμού ό,τι ιερό και όσιο παραλάβαμε και μεταλαμπαδεύοντάς το, ως καλοί οικονόμοι της χάριτος, στις επερχόμενες γενεές.
3. Cyril Edward Pocknee, Liturgical vesture. Its origins and development, Mowbray 1960.
4. TanoPapas[Ἀθανασίου Παπᾶ, Μητροπ. Χαλκηδόνος], Studien zur geschichte der messgewander im byzantinichen ritus, [Miscellanea Byzantina Monacensia 3], München 1965.
Το κήρυγμα του ιερέα: Εισήγηση στη Β´ συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου (30/10/2013).
Πρεσβυτέρου Μιχαήλ Νικολάου
Πανιερώτατε, αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,
Θέλω αρχικά να ευχαριστήσω για την εμπιστοσύνη και την τιμή που δείχνει προς το πρόσωπό μου η ανάθεση αυτού του μεγάλου και πολύ σοβαρού θέματος. Είναι σίγουρο, ότι για το θέμα αυτό θα μπορούσαν να αναφερθούν, αναλύοντάς το, πιο ειδικοί και καταρτισμένοι θεολόγοι, καθώς επίσης και πιο έμπειροι ιεροκήρυκες. Εκλαμβάνοντας όμως την ανάθεση αυτή ως διακονία, την έχω αποδεχθεί και έχω προσπαθήσει, ερευνώντας και μελετώντας τις διάφορες πτυχές του θέματος και συσχετίζοντάς τες με την ελάχιστη προσωπική εμπειρία μου, να παρουσιάσω την πιο κάτω εισήγηση, την οποία έχω χωρίσει σε τέσσερα βασικά μέρη.
Αρχικά, στο πρώτο μέρος παρουσιάζεται η διακονία του κηρύγματος ως έργο και αποστολή του κληρικού, στο δεύτερο μέρος τονίζεται ποιος είναι ο βασικός σκοπός και χαρακτήρας του, στο τρίτο η σχέση του με την λατρεία της Εκκλησίας και στο τέταρτο αναπτύσσονται οι βασικές αρχές για την σύνταξη και εκφώνησή του. Εκ των προτέρων ζητώ την κατανόησή σας για τυχόν λάθη και παραλείψεις, καθώς επίσης και τη συμβολή σας, μέσω μιας εποικοδομητικής συζήτησης στο πέρας της εισήγησης, για να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Α. Το κήρυγμα ως έργο και αποστολή του κληρικού
Πρώτος κήρυκας του ευαγγελίου και πρώτος διάκονος του Λόγου του Θεού είναι ο ίδιος ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, που ως Θεός Λόγος και Φως αληθινό σαρκώθηκε, για να φωτίσει και να αγιάσει «πάντα ἄνθρωπον ἐρχόμενον εἰς τὸν κόσμον» (Ἰω.1,9). Μέσα στην ακτινοβολία και τη λάμψη του ανέσπερου αυτού αληθινού φωτός κινείται κάθε προσπάθεια του οποιουδήποτε μετέπειτα εργάτη του ευαγγελίου, που δεν κάνει τίποτε άλλο από το να προσπαθεί να οδηγεί τον άνθρωπο προς Αυτόν τον Θεό Λόγο, «ἵνα μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ᾽ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς» (Ἰω.8,12).
Το χριστιανικό κήρυγμα εγκαινιάστηκε από τη στιγμή που ο Κύριος «ἤρξατο κηρύσσεινκαὶ λέγειν· μετανοεῖτε, ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Ματθ.4,17). Αυτή την ευχάριστη είδηση της έλευσης της βασιλείας του Θεού, που προϋποθέτει και έχει σαν συνέπεια την βαθιά πίστη και την αληθινή μετάνοια, είχε σαν βάση και στόχο όλο το κηρυκτικό έργο του Σωτήρος Χριστού κατά την επίγεια δράση Του και που αποτελεί ταυτόχρονα πλήρωση όλων όσων υποσχέθηκε στον περιούσιο λαό του Ισραήλ.
Στη συνέχεια οι Απόστολοι, που αποτελέσαν τους πρώτους δέκτες αυτής της μεγάλης χαράς, πήραν την εντολή και την αποστολή από τον Αναστάντα Κύριο να γίνουν συνεχιστές του Σωτηρίου έργου Του. Μαζί με την χαροποιό και ειρηνοποιό ευλογία της Αναστάσεως Του, “ἐνετείλατο αὐτοῖς”(Ματθ.17,9)· “πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτοὺς εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτοὺς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν, καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ὑμῶν εἰμι πάσας τάς ἡμέρας ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος” (Ματθ.28,19-20). Η αποστολή αυτή των Αποστολών για το κήρυγμα, ξεκινά θα λέγαμε επίσημα κατά την ημέρα της Πεντηκοστής με την χαρισματική προς αυτούς δωρεά του Παναγίου Πνεύματος. Από εκείνη τη στιγμή ήταν φυσικό οι Απόστολοι, μέσα σ’ ένα τέτοιο αποκαλυπτικά θεϊκό περιβάλλον να έχουν ως κύρια φροντίδα την εξαγγελία του “λόγου τῆς σωτηρίας”(Πράξ.13,26) και την προσφορά του ως τροφής πνευματικής και μάννα ἐξ οὐρανοῦ, σύμφωνα με όσα“εἶδον καί ἤκουσαν καί αἱ χεῖρες αὐτῶν ἐψηλάφησαν” (Πράξ.4,20).
Η εντολή αυτή υπήρξε για τους Αποστόλους ιερή. Τούτο διαπιστώνουμε από το γεγονός της εκλογής των επτά διακόνων, όταν οι Απόστολοι θεώρησαν ότι το έργο της διδασκαλίας του Ευαγγελίου ήταν πρωταρχικότερο από τη διακονία των τραπεζών, καθώς και από τη βεβαιότητα του Απ. Παύλου ότι, το βασικό έργο, για το οποίο τον είχε αποστείλει ο Χριστός στα έθνη, δεν ήταν το Βάπτισμα, αλλά ἡ διδασκαλία του Ευαγγελίου, όπως τονίζει ο ίδιος· «οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ᾿ εὐαγγελίζεσθαι, οὐκ ἐν σοφίᾳ λόγου, ἵνα μὴ κενωθῇ ὁ σταυρὸς τοῦ Χριστοῦ» (Α´Κορ. 1,17).
Είναι επομένως σαφές, ότι μόλις οι Απόστολοι έλαβαν τη χάρη της ιερωσύνης, έλαβαν ταυτόχρονα και την εντολή να γίνουν διδάσκαλοι του Ευαγγελίου και, συνεπώς, ότι το κηρυκτικό έργο αποτελεί έργο και καθήκον όλων των διαδόχων των Αποστόλων, δηλαδή των κληρικών. Ο επίσκοπος, σύμφωνα με την Β´ ευχή της χειροτονίας του, συγκαταλέγεται στους αθλητές υπέρ του κηρύγματος του Ευαγγελίου και καλείται να είναι «ὁδηγὸς τυφλῶν, φῶς ἐν τῷ σκότει, παιδευτὴς ἀφρόνων, διδάσκαλος νηπίων, φωστὴρ ἐν τῷ κόσμω». Για τον πρεσβύτερο δε, σε μια από τις ευχές της εις πρεσβύτερο χειροτονίας του, ο αρχιερέας αιτείται και παρακαλεί με τα ακόλουθα λόγια τον άγιο Θεό: “Αὐτός, Κύριε, καὶ τοῦτον, ὃν εὐδόκησας τὸν τοῦ πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δωρεᾶς· ἵνα γένηται ἄξιος … ἱερουργεῖν τόν λόγον τῆς ἀληθείας σου“.
Την ανάληψη της ευθύνης αυτής του κηρύγματος του ευαγγελίου από τον επίσκοπο και τον εκπρόσωπό του ιερέα, επιβάλλει πέρα από την αποστολική διαδοχή και η ανάγκη της εκκλησιαστικής τάξεως, αφ’ ενός για την εξασφάλιση της γνησιότητας του κηρύγματος, και αφετέρου της προστασίας του από την κατά καιρούς εμφάνιση ποικίλων αιρετικών και ετεροδιδασκάλων. Για τον λόγο αυτό οι θεοφόροι πατέρες μας κατά τη θέσπιση των ιερών κανόνων ξεκαθάρισαν ότι το κήρυγμα είναι αποκλειστικό έργο των προεστώτων των Εκκλησιών, των επισκόπων δηλαδή και των πρεσβυτέρων, καθορίζοντας μάλιστα και αυστηρές ποινές σε όσους δεν συμμορφώνονται αμελώντας το. Στον 19ον Κανόνα της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου τονίζεται ξεκάθαρα, ότι οι προεστώτες έχουν ευθύνη, «ἐν πάσῃ μὲν ἡμέρᾳ, ἐξαιρέτως δὲ ἐν ταῖς Κυριακαῖς πάντα τὸν κλῆρον καὶ τὸν λαὸν ἐκδιδάσκειν τοὺς τῆς εὐσεβείας λόγους ἐκ τῆς θείας Γραφῆς ἀναλεγομένους». Ο ίδιος Κανόνας στη συνέχεια ξεκαθαρίζει, ότι η πιο πάνω ερμηνεία των Γραφών δεν μπορεί να είναι αυθαίρετη και να στηρίζεται σε υποκειμενικές απόψεις, αλλά πρέπει να ακολουθεί την ερμηνευτική παράδοση των θεοφόρων πατέρων και να βρίσκεται σε συμφωνία με τη δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας.
Από τα πιο πάνω, πέρα από την ξεκάθαρη τοποθέτηση ότι η διδασκαλία και η διδαχή είναι έργο των κληρικών, είναι πιθανόν να μας δημιουργηθεί και η εύλογος απορία, αν το κήρυγμα απαγορεύεται να γίνεται και από τους λαϊκούς, κάτι που, όπως παρατηρούμε, συμβαίνει συχνά. Οπωσδήποτε πριν απαντήσουμε θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε, πως όλοι οι βαπτισμένοι Χριστιανοί, κληρικοί και λαϊκοί, πρέπει να έχουμε την ανάγκη να εκφράζουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου και τη χαρά της Αναστάσεως σε κάθε μας στιγμή. Πέρα όμως από την καθημερινή μαρτυρία μας ως χριστιανοί μέσα στον κόσμο, το δημόσιο επίσημο κήρυγμα δεν μπορεί να ξεφεύγει από την εποπτεία του ποιμένα της κάθε επαρχίας. Για τούτο, ως απάντηση στο ερώτημα που θέσαμε, θα λέγαμε ότι η οποιαδήποτε από λαϊκούς διδασκαλία επιβάλλεται να γίνεται κατόπιν ευλογίας και αδείας του επισκόπου, αφού τα όσα θα πει και κηρύξει δεν θα είναι αφ΄ εαυτού, αλλά εκ μέρους της Εκκλησίας, αναπληρώνοντας θα λέγαμε τα υστερήματα των αμέσων υπευθύνων για το έργο αυτό κληρικών.
Κανένας ιεροκήρυκας, αδελφοί μου, όσο τέλειος και έμπειρος στη διακονία αυτή και αν είναι, δεν μπορεί να αντικαταστήσει τον ιερέα ως διδάσκαλο. Και αυτό διότι, όπως είδαμε, η ιερωσύνη συνδέεται άρρηκτα με τη διδασκαλία του Ευαγγελίου. Ο επίσκοπος και – κατ’ εντολή του – ο Πρεσβύτερος, διδάσκει το Ευαγγέλιο όχι ως ευφυέστερος και περισσότερο μορφωμένος από ένα λαϊκό διδάσκαλο του Ευαγγελίου, αλλά ως εκείνος που έλαβε κατά τη χειροτονία του τη χάρη της ιερουργίας του λόγου και της διδαχής, δηλαδή τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος να ερμηνεύει το Ευαγγέλιο μέσα από την εμπειρία του θυσιαστηρίου. Η ερμηνεία και ευαγγελική διδαχή από τον ιερέα κατά τη Θεία Λειτουργία δεν είναι μία απλή εκπαιδευτική δραστηριότητα (όπως αυτή του δασκάλου ή του θεολόγου καθηγητή, που διδάσκει το Ευαγγέλιο), αλλά αποτελεί φανέρωση της χαρισματικής εμπειρίας της Εκκλησίας και προέκταση του αγιαστικού της έργου. Η ευαγγελική διδαχή κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας είναι μυσταγωγική κατήχηση, είναι τμήμα του έργου της σωτηρίας που επιτελείται διά της ιερατικής τελετουργίας και όχι θεωρητικός καταρτισμός των πιστών και προσθήκη θρησκευτικών και ευσεβών γνώσεων. Από την άλλη, ο ποιμένας της κάθε ενορίας είναι αυτός που γνωρίζει προσωπικά τα μέλη της, κατοικεί μαζί τους, ξέρει τις ανάγκες και τα προβλήματά τους και παρακολουθεί νυχθημερόν την πνευματική τους πορεία.
Με όσα είπαμε μέχρι στιγμής γίνεται ξεκάθαρο, ότι ο ιερέας δεν έχει το δικαίωμα να αμελεί τη διακονία του λόγου, όσο δύσκολη, όπως θα δούμε στην συνέχεια, υπόθεση κι αν είναι. Ο ιερέας είναι ο μόνος που μπορεί να μεταδώσει ζωή και προφητικό πνεύμα από τη χάρη που του έχει δοθεί άνωθεν. Είναι ο μόνος, ο οποίος, αφού έχει αφομοιώσει το μήνυμα του Χριστού, μπορεί με τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος να το προσφέρει ζωντανό και σύγχρονο, αγιάζοντάς το και μεταμορφώνοντάς το μυστηριακά διά του λόγου στον λαό του Θεού .
Β. Ο σκοπός και ο χαρακτήρας του κηρύγματος
Η Ορθόδοξη πίστη, αλλά και ολόκληρη η ζωή και η πορεία της Εκκλησίας μας, στηρίζονται και υπάρχουν, γιατί υπάρχει η Ανάσταση του Σωτήρος Χριστού. Όπως τονίζει ο Απόστολος Παύλος, «εἰ δὲ Χριστὸς οὐκ ἐγήγερται, κενὸν ἄρα τὸ κήρυγμα ἡμῶν, κενὴ δὲ καὶ ἡ πίστις ὑμῶν»(Α´ Κορ.15,12). Άρα, όπως καταλαβαίνουμε, αγαπητοί μου αδελφοί, το κήρυγμα της Εκκλησίας δεν μπορεί να είναι άλλο, παρά«τὸ φαιδρὸν τῆς ἀναστάσεως κήρυγμα», το οποίο,«ἐκ τοῦ ἀγγέλου μαθοῦσαι αἱ τοῦ Κυρίου μαθήτριαι τοῖς ἀποστόλοις», κήρυττανότι«ἐσκύλευται ὁ θάνατος, ἠγέρθη Χριστὸς ὁ Θεός, δωρούμενος τῷ κόσμῳ τὸ μέγα έλεος». Το κήρυγμα του ιερέα, από όποιο θέμα και αν λάβει αφορμή, οποιαδήποτε και αν είναι η πορεία και η μορφή του, πρέπει να έχει απαραιτήτως μέσα του τη χαρά και την ελπίδα της Αναστάσεως. Ο ιερέας καλείται να κηρύξει ό,τι κήρυξε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός με τον λόγο του, αλλά κυρίως με τη ζωή του. Καλείται να μεταφέρει στον κόσμο την καλή είδηση, το ευαγγέλιο της σωτηρίας του. Μια καλή είδηση, όμως, που προϋποθέτει άρνηση του κόσμου, Σταυρό και θάνατο. Για τούτο και πάλιν ο Απόστολος Παύλος λέγει ότι, «ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν» (Α´Κορ.15,12),καθιστώντας μας έτσι προετοιμασμένους να δεχτούμε ότι, αν έτσι είναι το κήρυγμά μας, δεν θα είναι εύκολα αποδεχτό και πιστευτό, αφού πολλές φορές ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει μέσα του μια λανθασμένη εικόνα για το τι είναι ο Θεός, ανάλογα με ό,τι τον βολεύει. Σκοπός του κηρύγματος δεν είναι να κάνει τον κόσμο πιο όμορφο και να βοηθήσει τον άνθρωπο με ηθικολογίες και αλλαγές στα κοινωνικά συστήματα, να περάσει μια πιο καλή ζωή πάνω σε αυτόν, αλλά να τον καθοδηγήσει να ζήσει σωστά πριν να πεθάνει, για να μην πεθάνει ποτέ. Να τον οδηγήσει να ενστερνιστεί την προσδοκία του μέλλοντος αιώνος και στην αναζήτησητης μέλλουσας πόλης, όπως ακριβώς το εκφράζει και πάλιν ο Απόστολος· «οὐ γὰρ ἔχομεν ὧδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν» (Ἑβρ.13,14).Με άλλα λόγια, τελικός σκοπός του κηρύγματος δεν είναι τίποτα άλλο από την κατάκτηση της αιώνιας ζωής. Και αιώνια ζωή είναι η γνώση, η γεύση, η κοινωνία του ανθρώπου μαζί με Αυτόν Τον ίδιο τον αιώνιο Χριστό, όπως ο ίδιος το μαρτυρεί στην αρχιερατική Του προσευχή· «αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν» (Ἰω. 17,3).
Από τα πιο πάνω γίνεται σαφές ποιος είναι ο σκοπός του κηρύγματος και ότι αυτό πρέπει να είναι κυρίως Χριστολογικό. Ο Χριστός αποτελεί την βασική προϋπόθεση, το μέσο, και τον στόχο κάθε κηρύγματος. Ο Χριστός, όχι ως απλός σοφός διδάσκαλος ή ως πρότυπο τέλειας και ανυπέρβλητης ηθικής ζωής, αλλά αυτός που νοηματοδοτεί την ύπαρξή μας.Καλούμε τον άνθρωπο να συνδεθεί και να ενωθεί με τον Χριστό, μεταδίδοντάς του το μήνυμα ότι αυτή η σύνδεση, η σχέση, η κοινωνία μαζί Του, δεν είναι ζήτημα νομικό, δεν είναι ζήτημα πειθαρχίας ή απειθαρχίας σε κάποιες προσταγές, αλλά είναι – πάνω απ’ όλα – ζήτημα ζωής. Για την Εκκλησία, η δημιουργία σχέσης με τον Θεό σημαίνει για τον άνθρωπο δυνατότητα να γίνει μέτοχος μιας ζωής δίχως λήξη. Μόνο στα πλαίσια μιας τέτοιας σχέσης μπορεί να γίνει λόγος και κήρυγμα για τη Χριστιανική ηθική, της οποίας κέντρο και πρότυπο είναι το θεανθρώπινο πρόσωπο του Χριστού, το οποίο ο άνθρωπος καλείται να μιμηθεί, καθιστώντας έτσι τον εαυτό του κληρονόμο της αιώνιας ζωής.
Η σχέση του ανθρώπου με το πρόσωπο του Χριστού είναι αποτέλεσμα της μετάνοιάς του. Η αγκαλιά του Χριστού ανοίγει, όταν ο άνθρωπος επιστρέφει μετανοιωμένος. Μόνο τότε είναι που δικαιούται να εισέλθει στο σπίτι του Θεού και είναι άξιος να μετέχει στο πασχαλινό τραπέζι της Θειας Ευχαριστίας. Για τούτο το κήρυγμα του ιερέα πρέπει να είναι κήρυγμα μετανοίας. Για να κηρύξει όμως μετάνοια, θα πρέπει ο ίδιος να ζει τη μετάνοια. Και η αίσθησή της βιώνεται όταν, από την μια ο ίδιος βλέπει να μειώνεται η ένταση της προσωπικής του αμαρτίας σε συγκεκριμένα πάθη, και από την άλλη όταν η καρδιά του μαλακώνει και ανοίγεται, ώστε να συγχωρέσει μέσα της τους άλλους. Ιερέας στενόκαρδος, με μνησικακία, δεν είναι άξιος, όχι μόνο να κηρύσσει, αλλά και να ιερουργεί και να μετέχει του Δείπνου, αφού ουσιαστικά είναι από μόνος του έξω από αυτήν την Θεία Κοινωνία, μοιάζοντας με τον μεγάλο αδελφό της παραβολής του ασώτου.
Βασική πηγή και βοήθημα του ιερέα στη διακονία του λόγου, έτσι ώστε να μην εκτραπεί από το πιο πάνω θεολογικό και εκκλησιαστικό υπόβαθρο, είναι οπωσδήποτε τα συγγράμματα των θεοφόρων πατέρων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι κατόρθωσαν να διεισδύσουν στο μυστήριο του Χριστού όσο κανείς άλλος και να βιώσουν τη μυστική ζωή του εν Χριστώ αναγεννημένου ανθρώπου. Βασισμένο στους πατέρες, το κήρυγμα μας γίνεται ταυτόχρονα και αγιογραφικό, αφού αυτοί, εμπνευσμένοι από την άνωθεν σοφία, ερμηνεύουν τα ιερά κείμενα της Γραφής εκφράζοντας την εμπειρία της εν Χριστώ αποκαλύψεως. Έτσι «ἑπόμενοι τοῖς θείοις Πατράσι», δίνουμε στον λόγο μας την Ορθόδοξη εγκυρότητα που διαφυλάχτηκε πιστά μέσα στην παράδοση της Εκκλησίας μας. Εδώ πρέπει να τονιστεί, ότι το κήρυγμά μας δεν γίνεται πατερικό, όταν απλά μεταφέρουμε αυτούσιο ένα πατερικό λόγο ή όταν γεμίζουμε το κήρυγμα μας με παραθέσεις πατερικών γνωμών και χωρίων ή ρήσεων, αλλά όταν αντλούμε από τη διδασκαλία τους και διαποτιζόμαστε από το αληθινό πατερικό τους πνεύμα.
Η ζωή, τα θαύματα και το μαρτύριο των αγίων της Εκκλησίας μας είναι αναμφισβήτητα επίσης μια σημαντική πηγή για το κήρυγμα του ιερέα, δίνοντας του χαρακτήρα αγιολογικό. Και τούτο, διότι οι άγιοι είναι, όπως συχνά λέμε, το Ευαγγέλιο εφαρμοσμένο στην πράξη και αποτελούν τα πρότυπα ζωής, που καλούνται οι πιστοί να μιμηθούν, αφού ουσιαστικά στόχος και σκοπός της ζωής μας δεν είναι τίποτα άλλο από την αγιότητα. Ο βίος και η τιμή ενός αγίου, όσα χρόνια και αν έχουν περάσει, στέλνει, χωρίς πολλές φορές επιπρόσθετα σχόλια, το μήνυμα ότι «ζῇ Κύριος ὁ Θεὸς εἰς τοὺς αἰῶνας καὶ τῆς βασιλείας αὐτοῦ οὐκ ἔσται τέλος». Οι άγιοι αναφωνούν με την παρουσία τους, ότι ο άδης όντως επικράνθη, αφού ο θάνατός τους όχι μόνο δεν δημιουργεί πένθος και δάκρυα, αλλά χαρά και πανηγύρια. Έχοντας υπόψη αυτό, συνειδητοποιούμε ότι η παρουσίαση μέσα στο κήρυγμα της ζωής και των θαυμάτων ενός αγίου δεν γίνονται με σκοπό τη συγκίνηση και τον θαυμασμό απλά των πιστών, αλλά παρουσιάζονται ως σημεία στήριξης της πίστης και της ελπίδας της μελλούσης ζωής και Βασιλείας.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο, που δεν πρέπει να ξεχνά ο ιερέας, είναι ότι ο λαός μας χρειάζεται κατήχηση, άρα και το κήρυγμά του πολλές φορές πρέπει να έχει κατηχητικό χαρακτήρα. Είναι γνωστό, ότι στα πρώτα χρόνια της ζωής της Εκκλησίας, πριν προσέλθει κάποιος στο Βάπτισμα προηγείτο συστηματική κατήχηση, που διαρκούσε μάλιστα 3 χρόνια. Οι δε κατηχούμενοι, ανάλογα με το στάδιο της κατήχησης, αποκαλούνταν ακροώμενοι, κατηχούμενοι και φωτιζόμενοι. Έτσι για αυτούς το κήρυγμα μετά από το Βάπτισμα είχε συμπληρωματικό και υπομνηστικό χαρακτήρα. Μετά την επικράτηση του νηπιοβαπτισμού, έχουμε μια ουσιαστική ανατροπή της σειράς αυτής, με αποτέλεσμα ο λαός μας να αγνοεί βασικά θέματα της πίστεως μας, τα οποία οπωσδήποτε θα πρέπει να μεταδώσει ο ιερέας στο ποίμνιό του. Διαφορετικά δεν θα μπορεί να στηριχτεί το κήρυγμα σε οποιοδήποτε θέμα, αφού θα απουσιάζει ουσιαστικά το βασικό θεμέλιο. Τα βασικά όμως αυτά θέματα, λόγω της ευρύτητας τους, καλό θα ήταν να προσφέρονται στον λαό πέρα από το κήρυγμα και σε προκαθορισμένες απογευματινές συνάξεις, στις οποίες θα υπάρχει και περισσότερος χρόνος αλλά και η δυνατότητα διαλόγου.
Το κήρυγμα του ιερέα πρέπει ακόμη να είναι σύγχρονο και προσαρμοσμένο στις ανάλογες περιστάσεις και συνθήκες του σήμερα. Αυτό δεν σημαίνει ότι λόγος του Χριστού δεν είναι διαχρονικός. Όπως ο Χριστός είναι «χθὲς καὶ σήμερον ὁ αὐτὸς καὶ εἰς τοὺς αἰώνας», έτσι και ο λόγος του «μένει εἰς τὸν αἰῶνα». Ο ιεροκήρυκας όμως δεν θα πρέπει να ξεχνά, ότι το κήρυγμα αλλιώς γινόταν πριν χίλια χρόνια και αλλιώς πρέπει να γίνεται σήμερα, γιατί άλλα προβλήματα απασχολούσαν τους ανθρώπους τότε και αλλιώς σκέπτονταν σε σχέση, με τους τωρινούς. Το κήρυγμα πρέπει να είναι λόγος σωτηρίας σε άμεσο σύνδεσμο με τη σημερινή πραγματικότητα και σε στενή αναφορά προς τα καθημερινά φλέγοντα θέματα των ανθρώπων. Θα πρέπει να γίνεται πολλές φορές, ιδιαίτερα στις μέρες μας, λόγος παρακλήσεως και παρηγορίας, που θα προκαλέσει την εν Χριστώ ειρήνη και την εν Αγίω Πνεύματι χαρά στις καρδίες των ανθρώπων. Ο ιερέας κηρύσσοντας, ως φορέας του λόγου του Θεού, καλείται να γίνει «τοῖς πᾶσι τὰ πάντα, ἵνα πάντως τινὰς σώσῃ» (Α´ Κορ. 9,22).
Επέλεξα να κλείσω την ενότητα αυτή για το σκοπό και τον χαρακτήρα του κηρύγματος, με το να τονίσω ίσως το πιο ουσιαστικό από όλα τα χαρακτηριστικά του. Κάτι, που αν απουσιάζει, καθιστά τα λόγια του ιερέα να μοιάζουν ως«χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον» (Α´ Κορ. 13,2). Το κήρυγμα, για να έχει απήχηση, προϋποθέτει βαθιά πίστη και προσωπική εμπειρία της χριστιανικής αλήθειας και ζωής. Τα λεγόμενα του ιεροκήρυκα ιερέα πρέπει να είναι απαύγασμα της προσωπικής του μελέτης και γνώσεως και, κυρίως, καρπός του δικού του πνευματικού αγώνα. Αν λείπει αυτός ο προσωπικός χαρακτήρας, το κήρυγμα δεν είναι πια λειτουργία του μυστικού σώματος του Χριστού, που ιερουργείται εν Αγίω Πνεύματι, ούτε ο ομιλητής στόμα Χριστού και όργανο του Αγίου Πνεύματος. Για να καταλάβουμε τι εννοώ, ας φέρουμε λίγο στη σκέψη μας τους διάφορους λόγους των πολιτικών μας προσώπων που, ενώ είναι καλογραμμένοι και προσεγμένοι με ιδιαίτερη φροντίδα από ειδικούς φιλόλογους και επικοινωνιολόγους, προκαλούν τις πλείστες φορές τη δυσφορία και την αδιαφορία μας, αφού γνωρίζουμε πολύ καλά την ασυνέπεια των λόγων και των έργων αυτών, που τους εκφωνούν. «Εἰ θεολόγος εἶ, ἀληθῶς προσεύξῃ, καί εἰ ἀληθῶς προσεύχῃ, θεολόγος εἶ», μας διαβεβαιώνει ο όσιος Νείλος ο Ασκητής. Αυτά πουαναδεικνύουν τους γνήσιους και ορθόδοξους ερμηνευτές των Γραφών και χαρακτηρίζουν τους θεολόγους και αληθινούς κήρυκες του ευαγγελικού μηνύματος είναι κυρίως η προσευχητική διάθεση, η καύση της καρδίας, ο θεϊκός έρωτας και ο θείος φωτισμός για την ιερουργία του θεϊκού λόγου, στοιχεία που οδηγούν στη θεολογική καταξίωση. Μια καταξίωση, που διέρχεται μέσα από το χώρο της μυστικής εμπειρίας.
Γ. Το κήρυγμα ως αναπόσπαστο μέρος της λατρείας
Η όλη εκκλησιαστική προσπάθεια, αφού ως στόχο έχει τη σωτηρία των πιστών, δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε ότι πρέπει να οδηγεί και να κατευθύνει τον άνθρωπο στο μυστήριο της Σωτηρίας, στη Θεία Λειτουργία, αφού εκεί θα ενωθεί με Τον Χριστό σε αληθινή κοινωνία σαρκός και πνεύματος. Αυτόν λοιπόν τον σκοπό υπηρετεί και ο λόγος της, γι’ αυτό και στην Ορθόδοξη παράδοση η Αγία Γραφή και η Λειτουργία θεσπίστηκαν για να συνυπάρχουν ενωμένες για πάντα. Η Αγία Γραφή αποτελεί την πηγή και τη βάση ολόκληρης της λειτουργικής και πνευματικής ζωής της Εκκλησίας. Τα ιερά αναγνώσματα, Ευαγγελικό και Αποστολικό, αποτελούν αδιάσπαστο τμήμα της ευχαριστιακής λειτουργίας. Δεν αποτελούν, όπως εσφαλμένα νομίζεται, εισαγωγή στο κυρίως Μυστήριο. Το «Μυστήριο του Λόγου» είναι αναπόσπαστο και αδιαίρετο από το «Μυστήριο της Ευχαριστίας». Χωρίς το πρώτο, το δεύτερο είναι ακατανόητο.
Ως λογική συνέπεια των παραπάνω, το κήρυγμα, που αποτελεί κυρίως ανάλυση του βιβλικού λόγου, αποτελεί ουσιαστικό μέρος της ορθόδοξης λατρείας και δεν πρέπει να διαχωρίζεται απ’ αυτήν. Το κήρυγμα του λόγου του Θεού προσλαμβάνει τη θεολογική του σημασία και την αξία του στη συνάθροιση και την ορατή φανέρωση της ευχαριστιακής κοινωνίας. Ο σαρκωμένος Λόγος του Θεού, που τρέφει και ζωογονεί την Εκκλησία ως κεφαλή της, προσφέρεται από την Εκκλησία με δυο θα λέγαμε μορφές, προς αντίστοιχα δυο εισόδους του σαρκικού ανθρώπου. Ως Ευαγγέλιο, δια των αυτιών του, και ως Θεία Κοινωνία, δια του στόματός του. Αυτό ακριβώς παρουσιάζεται και στη Θεία Λειτουργία με τις αντίστοιχες δυο εισόδους της. Τη μικρή είσοδο του Ευαγγελίου και τη μεγάλη Είσοδο των Τιμίων Δώρων.
Πραγματικά, δεν είναι δυνατό κάποιος να μετέχει στο ευχαριστιακό τμήμα της Θείας Λειτουργίας χωρίς να συμμετέχει στο κηρυγματικό της τμήμα. Στη Θεία Λειτουργία ο πιστός καθοδηγείται από το Βιβλίο της Ζωής καθ’ οδόν προς μια πλήρη επίγνωση της θείας αποκαλύψεως. Για τους Πατέρες, η ερμηνεία της Γραφής γίνεται μόνο μέσα στην Εκκλησία, γιατί αυτή τη δημιούργησε, αυτή τη διαφυλάσσει, αυτή μόνη είναι που μπορεί εκφράσει το αληθινό της μήνυμα και τούτο μόνο εντός της λατρείας της. Γι’ αυτό τον λόγο επαναλαμβάνουμε, ότι το κήρυγμα θα πρέπει να τελείται κανονικά μόνο από τον λειτουργό, αφού αποτελεί μυστήριο εντός του μυστηρίου. Είναι το μυστήριο της μεταβολής του ανθρωπίνου λόγου της Γραφής σε Λόγο του Θεού, για να δοθεί στον λαό.
Από τα πιο πάνω γίνεται σαφές, ότι και από θεολογικής, άλλα και από Εκκλησιολογικής απόψεως, το κήρυγμα αποτελεί και θα αποτελεί πάντοτε αναπόσπαστο μέρος της λατρείας. Πέραν τούτου, θα πρέπει να τονίσουμε ότι το κήρυγμα πολλές φορές γίνεται με στόχο την κατήχηση του πιστού για τη λατρεία και από την λατρεία, αφού η θεία λατρεία είναι μια βασική πηγή για το κήρυγμα. Ο ιερέας δηλαδή αναπτύσσει στον λαό τα νοήματα των ιερών τελετών, μυστηρίων, λειτουργικών πράξεων και συμβολισμών, με σκοπό την ενσυνείδητη συμμετοχή σε αυτά, ενώ ταυτόχρονα πολλά στοιχεία της λατρείας αποτελούν βασικά εργαλεία για το κήρυγμα, αφού προσφέρουν θέμα, υλικό και εποπτεία. Έτσι, λατρεία και κήρυγμα συμπληρώνουν και ζωντανεύουν το ένα το άλλο. Εδώ είναι απαραίτητη η γνώση της ιστορίας της λατρείας, για είναι δυνατή η διάκριση του ουσιώδους από το επουσιώδες και για την αποτροπή λανθασμένων και αυθαιρέτων ερμηνειών.
Μέσα στα ίδια πλαίσια της ένταξης του κηρύγματος στη θεία λατρεία, θα ήταν παράλειψη να μην αναφέρουμε το πόσο αυτό μπορεί να εμπλουτιστεί με θέματα που προσφέρουν πλουσιοπάροχα οι λεγόμενες εκκλησιαστικές ή λειτουργικές τέχνες. Η θεολογική ερμηνεία των εικόνων, η επεξήγηση των ύμνων, η αρχιτεκτονική του ναού καθώς επίσης και η διακόσμησή του, είναι απίστευτο πόσο μπορούν να εμπνεύσουν τον ιερέα στη διακονία του κηρύγματος. Ενδεικτικά αναφέρω την επεξήγηση στον λαό της τοποθέτησης πίσω από την Αγία Τράπεζα του ασημένιου Σταυρού και των εξαπτέρυγων και όχι του Εσταυρωμένου Χριστού της Μεγάλης Παρασκευής, με την ανάλογη εσχατολογική ερμηνεία. Με τον τρόπο αυτό οι πιστοί κατανοούν, αφενός μεν την αλήθεια που εκφράζει κάθε είδος λειτουργικής τέχνης και ευπρέπειας, και αφετέρου αποκτούν ένα υγιές κριτήριο για να μπορούν με ορθό τρόπο να αξιολογούν τα επιτεύγματα των ιερών τεχνών και να διακρίνουν το πνευματικά από το κοσμικά ωραίο. Η σωστή όμως μύηση του λαού στα θέματα αυτά, προϋποθέτει ειδικές γνώσεις και μύηση πρώτα του ιδίου του ιερέα, που αρχίζει μεν από την θεολογική του κατάρτιση, συμπληρώνεται όμως συστηματικά από το προσωπικό ενδιαφέρον και μεράκι.
Δ. Βασικές αρχές για τη σύνταξη και εκφώνηση του κηρύγματος
Όσο καλή διάθεση και αν έχει ο ιερέας για να υπηρετήσει τη διακονία του λόγου, θα πρέπει απαραιτήτως να έχει υπόψη του κάποιες βασικές αρχές, τόσο στην καταγραφή, όσο και στην εκφώνηση του κηρύγματος, που θα τον προστατέψουν από βασικά λάθη, απαράδεχτες αυθαιρεσίες ή παραλήψεις, στοιχεία που μπορεί να οδηγήσουν την προσπάθεια του στο αντίθετο από το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός πώς και μόνο η λέξη κήρυγμα για πολλούς ανθρώπους, είτε εκκλησιάζονται, είτε όχι, έχει φορτιστεί αρνητικά, με αποτέλεσμα ο κηρυγματικός λόγος να απαξιώνεται. Για τον λόγο αυτό, αφουγκραζόμενοι αυτή την απαξίωση, θα πρέπει να διερωτηθούμε γιατί αυτό συμβαίνει και, αναζητώντας τις αιτίες της, να προσπαθήσουμε να διορθώσουμε στην ουσία τον ίδιο τον εαυτό μας, ούτως ώστε να κάνουμε ξανά τους ανθρώπους να νιώσουν το κήρυγμα ως μια βασική ψυχική ανάγκη και όχι ως μια απλή ομιλία, που είναι αναγκασμένοι να ακούσουν την Κυριακή.
Κατ᾽αρχάς, θα πρέπει ο ιερέας να ασχολείται με ιδιαίτερη επιμέλεια στην προετοιμασία του για την εκφώνηση του κηρύγματος. Το να αρκείται στην έμπνευση της στιγμής ή αφήνεται στον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος δείχνει, θα λέγαμε, οκνηρία, επιπολαιότητα και έλλειψη ουσιαστικής ευθύνης απέναντι στο έργο που του έχει εμπιστευτεί η Εκκλησία. Ο ιερέας, αφού μελετήσει διεξοδικά το θέμα, στο οποίο θα αναφερθεί, θα πρέπει στη συνέχεια να προχωρήσει στην κατάστρωση του διαγράμματός του. Στα πρώτα χρόνια της διακονίας του θα πρέπει απαραιτήτως να προχωρεί και στην πλήρη σύνταξη και καταγραφή του κειμένου του κηρύγματος, το οποίο στη συνέχεια θα εκφωνήσει εκ του χειρογράφου. Αυτό πρέπει, όπως είπαμε, να συμβαίνει για ένα σχετικά άπειρο ιεροκήρυκα, ούτως ώστε να μπορεί να λαμβάνει πλήρη συνείδηση του περιεχομένου του κηρύγματος, της διαπραγματεύσεώς του, του μήκους του, της διατυπώσεως και της μορφής του. Το γραπτό κείμενο επίσης θα βοηθήσει τον νέο ιεροκήρυκα να αποκτήσει πείρα και να ξεπεράσει τη φυσιολογική ψυχολογική πίεση, που συνοδεύει την από στήθους απαγγελία. Οπωσδήποτε όμως τελικός στόχος θα πρέπει να είναι η απεξάρτηση του ιεροκήρυκα από το γραπτό κείμενο, που προϋποθέτει αναγκαστική προσκόλληση σε αυτό, αφού έτσι μειώνεται η φυσικότητα του λόγου και η άμεση επαφή με το ακροατήριο. Η δεοντολογία του κηρύγματος απαιτεί ζωντανό και φιλικό λόγο, κάτι που προσφέρει η άνευ χειρόγραφου εκφώνησή του, κατά την οποία ο ομιλητής κινείται πιο άνετα και δεν κολλά σε ένα ψυχρό ανάγνωσμα, που πολλές φορές αποκοιμίζει τον ακροατή. Πολύ βοηθητικό για τον ιεροκήρυκα, όταν κηρύσσει από στήθους, θα ήταν να έχει γραμμένο σε μια μικρή σημείωση το διάγραμμα της πορείας του κηρύγματος και να το κρατά διακριτικά στο χέρι, για να το συμβουλευτεί, αν χρειαστεί, την ώρα που θα εκφωνεί το κήρυγμα.
Η μορφή και η πορεία του κηρύγματος αποτελεί θα λέγαμε το ανθρώπινο όχημα και σκεύος, που θα μεταφέρει το θείο μήνυμα από τον Θεό στον άνθρωπο μέσω του ιερέα. Γι᾽αυτό πρέπει ο ιεροκήρυκας να λαμβάνει σοβαρά υπόψη κάποιους ομιλητικούς κανόνες, που πηγάζουν από τη μακραίωνη εξειδίκευση της Εκκλησίας στο κηρυκτικό έργο. Αυτοί θα του χαρίσουν τις τεχνικές προϋποθέσεις για τη διακίνηση του λόγου, απαλλάσσοντάς τον από πολλούς κινδύνους. Χωρίς να θέλω να επεκταθώ, θέλω να αναφερθώ με συντομία στις τρείς βασικές μορφές κηρυγμάτων, την καλούμενη κατωτέρα ομιλία, την ανωτέρα ομιλία και τον Λόγο, για τις οποίες γίνεται λόγος στο μάθημα της Ομιλητικής, που διδάσκεται στις Θεολογικές Σχολές .
Η κατωτέρα ομιλία είναι το πιο απλό είδος κηρύγματος, έχει τις λιγότερες απαιτήσεις από τον συντάκτη της και μπορεί να την κατανοήσει ο κάθε ακροατής. Δεν είναι, θα λέγαμε, τίποτα άλλο, από την ερμηνεία της περικοπής και την ανάπτυξη των διδαγμάτων της. Στην περίπτωση μάλιστα, που αυτά είναι πολλά, ο ομιλητής περιορίζεται σε κάποια από αυτά και τα υπόλοιπα τα αφήνει για να αποτελέσουν την βάση μιας άλλης παρόμοιας ομιλίας. Το είδος αυτό του κηρύγματος είναι σαφώς το πρώτο είδος, με το οποίο θα επιχειρήσει να ασχοληθεί ο ιεροκήρυκας στα πρώτα του βήματα, αλλά είναι και το πρώτο είδος, με το οποίο θα πρέπει να γαλουχηθεί ο κόσμος, αφού όπως είπαμε δεν είναι τίποτα άλλο από ένα είδος ξεναγήσεως στον Λόγο του Θεού. Χωρίς ο άνθρωπος να γνωρίζει τον Λόγο του Θεού είναι σφάλμα, θα λέγαμε, να μιλούμε σε αυτόν για οποιοδήποτε άλλο θέμα.
Η ανωτέρα ομιλία είναι τελειότερο, μπορούμε να πούμε, είδος κηρύγματος, που ενώ είναι βασισμένο πάνω σε μια ευαγγελική η αποστολική περικοπή προσφέρει τη δυνατότητα ενός πιο ελεύθερου λόγου στον ιεροκήρυκα, γύρω από όμως ένα συγκεκριμένο μήνυμα και θέμα που είναι παρμένο από την περικοπή. Έτσι, ολόκληρη η ερμηνεία της περικοπής βασίζεται πάνω σε ένα συγκεκριμένο δίδαγμα που έχει εκ των προτέρων καθορίσει ο ομιλητής ότι θέλει οι ακροατές να εισπράξουν. Έτσι, η προσοχή του ακροατή δεν διασπάται και ο ομιλητής μπορεί να αναλύσει πιο διεξοδικά ένα θέμα, αφού όλος ο χρόνος μπορεί να διατεθεί για αυτό.
Τρίτη και τελευταία μορφή κηρύγματος είναι ο Λόγος. Το κήρυγμα στη μορφή αυτή είναι πιο ελεύθερο και δεν είναι αναγκαίο να βασιστεί μόνο σε μια περικοπή από τις Γραφές, αλλά αποτελεί μια ομιλία, με βάση βέβαια ένα πάλι θέμα που επιλέγει και καθορίζει ο ομιλητής, με ένα όμως δικό του αποκλειστικά σχέδιο και τρόπο. Το είδος αυτό είναι αυτονόητο ότι προϋποθέτει πολλή κόπο και πολλές θεολογικές και πνευματικές γνώσεις και δεξιοτεχνία, που αποκτούνται με τις ανάλογες εμπειρίες. Στη μορφή του Λόγου είναι επίσης πολύ σημαντικό ο ομιλητής να έχει ώριμο εκκλησιαστικό και ποιμαντικό φρόνημα, το οποίο θα μεταδοθεί στον κόσμο μέσω του λόγου του. Θα ήταν πιστεύω περιττό να τονίσουμε πως, για να επιχειρήσει ο ιεροκήρυκας αυτό το είδος του Λόγου, θα πρέπει προηγουμένως να έχει αποκτήσει την ανάλογη εμπειρία, χρησιμοποιώντας τις δυο προηγούμενες μορφές κηρύγματος.
Εδώ πρέπει να πούμε ότι, με βάση τις πιο πάνω μορφές κηρυγμάτων, έχουν διαμορφωθεί και κυκλοφορούν πολλές εκδόσεις έτοιμων θα λέγαμε ομιλιών, λόγω κυρίως της παγίωσης του συστήματος των αναγνωσμάτων της Κυριακής. Είναι μάλιστα σε πολλούς γνωστά τα λεγόμενα Κυριακοδρόμια, των οποίων βέβαια ο αρχικός τους σκοπός δεν ήταν να χρησιμεύσουν ως βοήθημα για τους ιεροκήρυκες, αλλά προορίζονταν για την κατ’ ιδία πνευματική μελέτη των ανθρώπων του λαού. Σιγά-σιγά τα Κυριακοδρόμια έπαυσαν να είναι λαϊκό ανάγνωσμα, ή έστω έμμεσο βοήθημα των ιεροκηρύκων, και απέβησαν πηγές, ίσως και μοναδικές, για τους αμελείς εργάτες του λόγου του Θεού. Στις μέρες μας μάλιστα στο διαδίκτυο δημοσιεύονται συστηματικά και εβδομαδιαία πολλά έτοιμα κηρύγματα και ομιλίες, τα οποία βάζουν θα λέγαμε τον ιερέα σε πειρασμό, να μην καταβάλει προσπάθεια για να φτιάξει κάτι δικό του. Αυτό πρέπει να πούμε ότι είναι απαράδεκτο και χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή από τον ιερέα, ώστε να μην αντιγράφει απλώς ένα έτοιμο κήρυγμα, γιατί έτσι παύει να είναι προσωπική μαρτυρία δική του, παύει να είναι έκφραση του περισσεύματος της καρδιάς του, προσφορά της δικής του πνευματικής εμπειρίας και γνώσεως των Γραφών και των Πατέρων. Ο ιερέας παύει να είναι, όπως τον θέλει η παράδοση της Εκκλησίας, ο προφήτης, που εξαγγέλλει τον λόγο του Θεού και τον ερμηνεύει για να γίνει κατανοητός στους ανθρώπους, και καταντά φερέφωνο και μεγάφωνο λόγου ανθρωπίνου. Ως προς τα έτοιμα κηρύγματα, πρέπει να γίνει συνείδηση στους εργάτες του λόγου του Θεού, ότι μπορούν να τα χρησιμοποιούν μόνο ως έμμεσο βοήθημα, αλλά ποτέ δεν πρέπει να γίνονται άμεσες πηγές του κηρύγματος. Πρακτικά θα λέγαμε, ότι η σωστή πορεία είναι ο ιερέας, μελετώντας καλά την περικοπή με πολλή προσευχή, να βγάζει από μέσα του αυτό που η αγάπη του για το ποίμνιό του έχει να του προσφέρει. Ο λόγος του πρέπει να βγαίνει από την καρδιά του, αφού, όπως εύστοχα λέγεται συχνά, «ό,τι βγαίνει από την καρδιά μπαίνει στην καρδιά». Ο ιερέας, ως ποιμένας καλός, γνωρίζει τα πρόβατά του ονομαστικά και αυτά τον ακολουθούν, γιατί γνωρίζουν τη φωνή του και δεν ακολουθούν κανένα άλλο εκτός από αυτόν. Έτσι πρέπει να είναι ο καλός ποιμένας σύμφωνα πάντα με τον λόγο του Κυρίου. Θα πρέπει η κάθε του ενέργεια, όπως και το κήρυγμα, να μην είναι απόρροια μιας τυπικής υποχρέωσης προς το ποίμνιό του, αλλά της γνήσιας πατρικής του αγάπης. Μιας αγάπης γεμάτης πνεύμα θυσίας, αφού «ὁ ποιμὴν ὁ καλὸς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ τίθησιν ὑπὲρ τῶν προβάτων»(Ἰω. 10,11).
Από αυτή τη θυσιαστική αγάπη του ιερέα προς τον λαό πρέπει να πηγάζει και το ύφος του κατά την εκφώνηση του κηρύγματος. Πομπώδεις εκφράσεις, ρητορικές εξάρσεις, επιδείξεις γνώσεων και σοφίας, θεατρικές χειρονομίες και άλλα παρόμοια είναι τελείως απρεπή και ασυμβίβαστα με τον χαρακτήρα και σκοπό του κηρύγματος. Τα πιο πάνω είναι σίγουρο ότι αποτελούν μια βασική αιτία του γεγονότος, ότι το κήρυγμα δέχεται σήμερα απαξίωση. Ο ιερέας κηρύσσοντας, όπως είπαμε, συνεχίζει το έργο του Χριστού με ταπείνωση και σεμνότητα , χωρίς καμία επιτήδευση, χωρίς την προσδοκία εντυπωσιασμού και επαίνου, αλλά με φόβο Θεού για την αποστολή που του έχει ανατεθεί.
Η διάρκεια επίσης του κηρύγματος είναι κάτι, που πρέπει ο ιερέας να προσέξει ιδιαίτερα, εάν θέλει να είναι αποδεκτό και ωφέλιμο στον λαό. Στη Θεία Λειτουργία, την οποία ο κόσμος παρακολουθεί νηστικός, συνήθως όρθιος, και κουρασμένος ήδη από την Ακολουθία του Όρθρου, νομίζουμε ότι είναι αρκετά τα 10 λεπτά της ώρας περίπου. Είναι αφάνταστο πόσα πολλά και ωφέλιμα μπορεί να πει ο καλά προετοιμασμένος και θεολογικά συγκροτημένος ιεροκήρυκας σε τόσο λίγη ώρα. Βέβαια η ανάπτυξη του θέματος δεν θα είναι διεξοδική ούτε εξαντλητική και το κήρυγμα πρέπει να αφήνει τη δυνατότητα για αυτενέργεια των πιστών. Η «απόλυση» εξάλλου της Θειας Λειτουργίας δεν είναι το τέλος ενός τελετουργικού, στο οποίο ο πιστός οφείλει να μετέχει με μυστική απάθεια, αλλά η αρχή μιας αέναης κίνησης και δράσης για τη μεταμόρφωση του κόσμου. Για να αντεπεξέλθει όμως ο ορθόδοξος χριστιανός σ᾽αυτή την ουσιαστική αποστολή είναι απαραίτητο να έχει πλήρη επίγνωση και να έχει κατανοήσει τέλεια το μήνυμα, που ο Θεός του έχει μεταδώσει μέσω της λατρείας.
Άφησα τελευταίο ένα φλέγον θέμα, που αποτελεί πολλές φορές αντικείμενο συζητήσεων και διαφωνιών ανάμεσα στους διακόνους του κηρύγματος, και αυτό είναι η επιλογή της καταλληλότερης στιγμής εντός της Θείας Λειτουργίας για να γίνεται αυτό. Η κανονική θέση του από θεολογική άποψη είναι οπωσδήποτε μετά το ανάγνωσμα του Ευαγγελίου, αφού το πρώτο τμήμα της Θείας Λειτουργίας ανήκει στη διδαχή και το δεύτερο στην Ευχαριστία. Επιπλέον, κατά την ώρα αυτή οι μεν εκκλησιαζόμενοι έχουν πρόσφατα ακούσει τα αναγνώσματα πάνω στα οποία συχνά γίνεται το κήρυγμα και έτσι μπορούν πιο εύκολα να το κατανοήσουν, ο δε λειτουργός μπορεί στη συνέχεια απερίσπαστος να προχωρήσει στην τέλεση του μυστηρίου. Η κύρια αιτία που πολλοί ιεροκήρυκες μεταθέτουν το κήρυγμα, είτε στην ώρα του κοινωνικού, είτε προ της απολύσεως, είναι η καθυστερημένη προσέλευση του κόσμου στη Θεία Λειτουργία. Σε αυτό βέβαια δεν τους αδικούμε, αφού δεν είναι λίγες οι φορές που άνθρωποι που δεν εκκλησιάζονται τακτικά αλλά έρχονται περιστασιακά στον ναό, λόγω κάποιας μεγάλης γιορτής ή κάποιου μνημοσύνου, ωφελήθηκαν από κάποιο κήρυγμα που άκουσαν και ξεκίνησαν μια πιο πνευματική ζωή. Από την άλλη όμως θα λέγαμε πως, με το ίδιο σκεπτικό που μεταθέτουμε το κήρυγμα, θα πρέπει να μεταθέσουμε και τα αναγνώσματα στο τέλος της Λειτουργίας. Πέραν τούτου, οι δυο άλλες αυτές χρονικές επιλογές έχουν σοβαρά μειονεκτήματα. Την ώρα του Κοινωνικού η προτεραιότητα βρίσκεται στην Ευχαριστία και όχι στη διδαχή και καταστρέφει την αυτοσυγκέντρωση και προετοιμασία των χριστιανών για την προσέλευσή τους στη Θεία Κοινωνία, ενώ, επί πλέον, τα μικρά παιδιά, που έρχονται να κοινωνήσουν, μαζεύονται κοντά στην αγία πόρτα και ο ιερέας φαίνεται ότι τους ταλαιπωρεί με την καθυστέρηση που προκαλεί το κήρυγμα. Από την άλλη, την ώρα της απολύσεως ο κόσμος πλέον είναι κουρασμένος από την όλη Ακολουθία και ψυχολογικά ετοιμάζεται για να φύγει και κατεβαίνει από τα στασίδια, πολλοί εορτάζοντες ή και οι τελούντες μνημόσυνα πιστοί σπεύδουν στην προετοιμασία της διανομής των κολλύβων, και έτσι δημιουργείται μια αρνητική ατμόσφαιρα, τόσο για το ιεροκήρυκα στην εκφώνηση του κηρύγματος, όσο και για τους πιστούς στο να το ακούσουν. Αν το κήρυγμα είναι καλό, και γίνεται συνεχής διαφώτιση του λαού ότι πρέπει απαρέγκλιτα να ευρίσκονται οι πιστοί στον ναό από την αρχή της Λειτουργίας, δεν χρειάζεται θα λέγαμε να γίνει η μετάθεση αυτή και θα πρέπει να γίνεται κανονικά στην κανονική του ώρα, ακριβώς μετά το ευαγγελικό ανάγνωσμα.
Για το θέμα αυτό της επιλογής κατάλληλης χρονικής στιγμής, που πρέπει να γίνεται το κήρυγμα, όπως και για τα υπόλοιπα πρακτικά ζητήματα που το αφορούν, καλό θα ήταν στη συνεχεία να δημιουργηθεί μια εποικοδομητική συζήτηση, ούτως ώστε, τουλάχιστο τα όρια της δικής μας Μητροπόλεως, να μην παρουσιάζονται παραφωνίες.
Πανιερώτατε, αγαπητοί εν Χριστώ πατέρες και αδελφοί,
Από την πιο πάνω παρουσίαση του θέματος γίνεται σαφές το πόσο σπουδαίο είναι από την μια, αλλά και πόσο υπεύθυνο πρέπει να είναι από την άλλη το κήρυγμα του ιερέα. Η διδαχή δεν είναι κάτι το προαιρετικό στην αποστολή ενός κληρικού, αφού αυτή θα οδηγήσει τον άνθρωπο στην πίστη προς τον Θεό, στην προσευχή και στην ένωση μαζί Του. Γιατί, όπως εύστοχα παρατηρεί ο Απόστολος Παύλος, «πῶς οὖν ἐπικαλέσονται εἰς ὃν οὐκ ἐπίστευσαν; Πῶς δὲ πιστεύσουσιν ὃν οὐκ ἤκουσαν; πῶς δὲ ἀκούσουσι χωρὶς κηρύσσοντος;» (Ρωμ.10,14). Αυτό όμως που μας διασφαλίζει την κατανόηση του λόγου του Θεού, έτσι ώστε κι εμείς με τη σειρά μας να τον μεταδώσουμε απλανή στον λαό του Θεού, είναι ο φωτισμός, όχι τόσο του νου μας, όσο ο φωτισμός της καρδίας μας από το φως της Θεογνωσίας. Ας θυμηθούμε, ότι στην ευχή που διαβάζουμε πριν το ευαγγελικό ανάγνωσμα, ευχόμαστε με τα εξής λόγια: «Ἔλλαμψον ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, φιλάνθρωπε Δέσποτα, τὸ τῆς σῆς θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καὶ τοὺς τῆς διανοίας ἡμῶν διάνοιξον ὀφθαλμοὺς εἰς τὴν τῶν εὐαγγελικῶν σου κηρυγμάτων κατανόησιν». Ο φωτισμός αυτός είναι που μας οδηγεί, όχι μόνο στο φρονεῖν αλλά και στοπράττειν τον λόγο του Θεού .
Ο υπηρέτης του λόγου του Θεού, όταν κηρύσσει, παρουσιάζεται συχνά από πολλούς θεολόγους να έχει κάποια αναλογία με την ίδια την Παναγία. Γιατί, όπως αυτή δέχτηκε τον Θεό Λόγο και τον μορφοποίησε με την σάρκα και το αίμα της, έτσι και ο ιεροκήρυκας δέχεται τον λόγο του Θεού, το ευαγγέλιο, για να το μορφοποιήσει με την ύπαρξή του, ώστε να το παρουσιάσει ζωντανό στους ακροατές του. Αν αυτή η αναλογία γίνει αποδεκτή, γίνεται σαφές πως ο ποιμένας καλείται να προσπαθεί να μοιάσει το κατά δύναμη στην αγιότητα, την καθαρότητα, την ταπείνωση, την προσευχή και γενικά σε όλα τα χαρίσματα της Παναγίας μας. Θα πρέπει γίνει κατοικητήριο του Αγίου Πνεύματος και να κάνει το θέλημα του Θεού θέλημα δικό του. Θα πρέπει να έχει πάντοτε στον νου του τα εξής λόγια του Αποστόλου Παύλου, τα οποία προδιαγράφουν τον ορθό τρόπο κηρύγματος: « Οὕτω λαλοῦμεν, οὐχ ὡς ἀνθρώποις ἀρέσκοντες, ἀλλὰ τῷ Θεῷ, τῷ δοκιμάζοντι τὰς καρδίας ἡμών. Οὔτε γὰρ ποτὲ ἐν λόγῳ κολακείας ἐγεννήθημεν, καθώς οἴδατε, οὔτε ἐν προφάσει πλεονεξίας, Θεὸς μάρτυς, οὔτε ζητοῦντες ἐξ ἀνθρώπων δόξαν» (Α´ Θεσ. 4 ,2).
Κλείνω την εισήγησή μου, θυμίζοντας το γνωστό περιστατικό εκείνο από τον βίο του Μεγάλου Αντωνίου, που τον επισκέπτονταν στην έρημο κάθε χρόνο τρεις μοναχοί, και ενώ οι δύο συνομιλούσαν μαζί του, ο ένας παρέμενε σιωπηλός, βλέποντας μόνο τον Άγιο. Έτσι, μια φορά ο άγιος του είπε: «Αδελφέ, τόσες φορές εσύ, ούτε ερώτησες, ούτε είπες κάτι. Τότε γιατί έρχεσαι;» Και εκείνος απήντησε με τον πολυσήμαντο λόγο: «Μου αρκεί μόνο το ότι σε βλέπω, Πάτερ!»
Όποιος καταφέρει, αδελφοί μου, να κάνει χαρά και απόλαυση πρώτα δική του, τον λόγο και το θέλημα του Θεού, και νιώσει αυτό τον θείο έρωτα προς Αυτόν, τότε, όχι μόνο πετυχαίνει τη μετάδοσή του δια του λόγου, αλλά όλη η ζωή και παρουσία του είναι ένα αληθινό κήρυγμα.