Ο βίος, οι συμβουλές και θαυμαστά περιστατικά της ζωής της
Η Οσία Ματρώνα γεννήθηκε στις 22 Νοεμβρίου 1881, στο χωριό Σέμπινο της Ρωσίας. Οι γονείς της Δημήτριος και Ναταλία ήταν φτωχοί χωρικοί αλλά πολύ ευλαβείς. Η Αγία ήταν το μικρότερο παιδί από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας. Η μητέρα της λόγω της φτώχειας σκεφτόταν να αφήσει την Οσία σε ένα ορφανοτροφείο μια διπλανής πόλης αλλά μετά από θαυματουργική επέμβαση – είδε στο όνειρο της ότι ήλθε και κάθησε στο χέρι της ένα άσπρο πουλί με ανθρώπινη φωνή αλλά χωρίς μάτια – την κράτησαν άν και γεννήθηκε αόμματη (δηλαδή χωρίς οφθαλμούς, με κενές τις κόγχες). Βαπτίστηκε Ματρώνα προς τιμήν της Οσίας Ματρώνας της εν Κωνσταντινουπόλει.
Η θεία της εκλογή φάνηκε φάνηκε πολύ νωρίς. Κατά το βάπτισμα της είδαν οι παρευρισκόμενοι να υπάρχει πάνω της ένα σύννεφο που ευωδίαζε. Στη ηλικία των έξι χρόνων σχηματίστηκε στο στήθος της ένα εξόγκωμα σε σχήμα σταυρού. Όπως αφηγείτο η μητέρα της Τετάρτη και Παρασκευή η Οσία δεν θήλαζε αλλά κοιμόταν συνεχώς χωρίς να μπορεί κανείς να την ξυπνήσει.
Σε κάποια πνευματική κόρη της, που της είπε με λύπη ότι δεν μπορεί να δεί τη φυσική ομορφιά του κόσμου αποκάλυψε τα εξής: « Ο Θεός μια φορά μου άνοιξε τα μάτια και μου έδειξε τον κόσμο και όλα τα δημιουργήματα του. Εἰδα τον ήλιο, τα άστρα στον ουρανό και όλα όσα υπάρχουν πάνω στη γη, την ομορφιά της, τα βουνά, τους ποταμούς, το πράσινο χορτάρι, τα λουλούδια τα πουλιά».
Όταν ήταν μικρή λόγω της κοροϊδίας των άλλων παιδιών σταμάτησε να παίζει και έμενε στο σπίτι. Αγωνιζόταν στην προσευχή και γρήγορα φάνηκε το διορατικό, προορατικό αλλά και το θεραπευτικό της χάρισμα. Αν και ήταν αόμματη της δόθηκε, στην ηλικία των έξι ετών, από τον Θεό το χάρισμα της διόρασης αλλά και της προόρασης. Μπορούσε να βλέπει γεγονότα από εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά, και σε άγνωστους γι αυτήν τόπους. Γνώριζε αμαρτίες, σκέψεις, προβλήματα και πράξεις των ανθρώπων. Ένιωθε και προγνώριζε συμφορές και καταστροφές, με τις ευχές της δέ, θεράπευε πλήθος αρρώστων πού συνέρεαν όχι μόνο από το χωριό της αλλά και από την ευρύτερη περιοχή. Δεκάδες ασθενείς περνούσαν καθημερινά από το σπίτι της και οι περισσότεροι, έχοντας πίστη, γίνονταν καλά… Όλοι οι επισκέπτες για να την ευχαριστήσουν έφερναν μαζί τους πολλά αγαθά. Έτσι η Οσία έγινε βοηθός της φτωχής οικογένειας της.
Η Οσία έζησε και μεγάλωσε μέσα στις λατρευτικές ακολουθίες της Εκκλησίας. Στεκόταν όρθια συνήθως αριστερά της εισόδου.
Στην εφηβική της ηλικία πήγε σε αρκετά προσκυνήματα συχνά συνοδευόμενη από την κόρη ενός πλούσιου ευγενούς της περιοχής. Λέγεται ότι σε μία επίσκεψή της στην Κρονστάνδη, στον ναό όπου λειτουργούσε ο Άγιος Ιωάννης, εκείνος μετά από την Θεία Λειτουργία μέσα στον κατάμεστο από κόσμο ναό του Αγίου Ανδρέα παρεκάλεσε τον κόσμο να παραμερίσει για να περάσει η δεκατετράχρονη τότε Ματρώνα, την οποίαν δεν γνώριζε, λέγοντας: «Έλα Ματρώνουσκα, έλα σε μένα. Ιδού έρχεται η αντικαταστάτριά μου, ο όγδοος στύλος της Ρωσίας!», προμηνύοντας την αποστολή της Αγίας για την εκκλησία και τον πολυπαθή Ρωσικό λαό, στα μετέπειτα χρόνια των διωγμών πού έβλεπε να έρχονται.
Λίγα χρόνια αργότερα, όταν ήταν δεκαεπτά ετών, η Αγία καθηλώθηκε εξαιτίας μόνιμης παράλυσης στα πόδια. Αυτό το γνώριζε γιατί της δόθηκε σημείο με το πότε θα της συμβεί. Έζησε παράλυτη πενήντα χρόνια χωρίς ποτέ να παραπονεθεί, βαστάζοντας το βαρύ σταυρό της. Παρέμεινε καθιστή σε ένα κρεβάτι πενήντα χρόνια, ως το τέλος της οσιακής ζωής της, ευχαριστώντας και δοξολογώντας τον Θεό . Έλεγε ότι την πνευματική αιτία για όσα της συνέβαιναν την γνώριζε μόνο Αυτός.
Σε μικρή ακόμη ηλικία προείπε την Ρωσική επανάσταση του 1917 πού έγινε χρόνια αργότερα, λέγοντας: «Θα ληστεύουν και θα αφανίζουν τις Εκκλησίες, θα αρπάζουν τα εδάφη και θα τα μοιράζουν άπληστα μεταξύ τους, καταδιώκοντας όλους, χωρίς εξαίρεση». Προέβλεψε τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα των Γερμανών από τους Ρώσους.
Προβλέποντας τη δολοφονία του Τσάρου, ζήτησε μια φορά από την μητέρα της ένα φτερό μεγάλο. Το μάδησε, και δείχνοντας το στην μητέρα της, της είπε:
Βλέπεις μαμά, αυτό το φτεράκι;
Και τι να δω παιδάκι μου, αφού το χεις μαδήσει;
Έτσι μητέρα, θα μαδήσουν σε λίγο, και τον πατερούλη μας τον Τσάρο…
Η μητέρα της φοβήθηκε, όμως σε λίγο καιρό η προφητεία βγήκε σωστή. Μετά την κομμουνιστική επανάσταση, όταν και τα αδέλφια της έγιναν μέλη του κομμουνιστικού κόμματος η κατάσταση γι’ αυτήν έγινε αφόρητη γι’ αυτό και μετακόμισε στη Μόσχα το 1925, χωρίς μάλιστα διαβατήριο και άδεια παραμονής, στην οποίαν έζησε μέχρι τέλους της ζωής της βοήθώντας πλήθη δυστυχισμένων και πονεμένων ανθρώπων χωρίς πίστη στο Θεό. Στη Μόσχα δεν είχε μόνιμη στέγη διαμονής αλλά πήγαινε από το ένα σπίτι στο άλλο. Το Σοβιετικό καθεστώς επανειλημμένως προσπάθησε να την συλλάβει. Παρ’ όλο που ήταν τυφλή, τους ξέφευγε την τελευταία στιγμή ειδοποιημένη από τον Θεό με διάφορους περίεργους τρόπους.
Η Αννα Βιμπορνόβα θυμάται το παρακάτω περιστατικό.
«Ήρθε μια φορά ένας αστυνομικός να συλλάβει την Ματρώνα και εκείνη του λέει,
«Φύγε, φύγε γρήγορα, έχεις συμφορά στο σπίτι σου. Η τυφλή δεν φεύγει από σένα, εδώ στο κρεβάτι κάθομαι, δεν πάω πουθενά…»
Την άκουσε ο αστυνομικός, πήγε σπίτι του και βρήκε την γυναίκα του καμένη από την γκαζιέρα. Πρόλαβε και την μετέφερε στο Νοσοκομείο. Όταν την άλλη μέρα ήρθε στην υπηρεσία, τον ρώτησαν,
Την συνέλαβες την τυφλή;
Την τυφλή, τους είπε, δεν θα την συλλάβω ποτέ. Χάρη στην τυφλή πρόλαβα να πάω την γυναίκα μου στο Νοσοκομείο. Άμα δεν μου το λεγε θα την έχανα…
Όπου και αν πήγαινε, σε όποιο σπίτι και αν φιλοξενούνταν έφερνε την ειρήνη και την ηρεμία στις ψυχές. Αλλοτε χαριτολογούσε με τους ανθρώπους και άλλοτε τους έλεγχε με δριμύτητα, και τους νουθετούσε. Ήταν επιεικής, θερμή και ευσπλαχνική, δεν έκανε κηρύγματα και διδασκαλίες μα ήταν ολιγόλογη, λακωνική. Δίδασκε τον κόσμο να αποφεύγει την κατάκριση και να εμπιστεύεται το θέλημα του Θεού. Να κάνουν θερμή προσευχή και συχνά το σταυρό τους θωρακίζοντας έτσι τον εαυτό τους. Συνιστούσε συχνή μετάληψη των Αχράντων Μυστηρίων και αγάπη στους ασθενείς και ηλικιωμένους. Έλεγε: « άμα άνθρωποι γέροι, άρρωστοι ή εκείνοι που έχασαν τα μυαλά τους σας λένε κάτι δυσάρεστο ή προσβλητικό, μην τους ακούτε, αλλά απλά να τους βοηθάτε. Με όλη την επιμέλεια πρέπει να βοηθά κανείς τους αρρώστους και να τους συγχωρεί ό,τι και να πουν, ό,τι και να κάνουν».
Η ίδια έκανε συνεχώς πολλούς σταυρούς ώστε στο μέτωπο της σχηματίστηκε μιά μικρή ουλή από τα δάκτυλα της. Μισοκοιμόταν ακουμπώντας πάνω στη γρονθιά του χεριού της. Συμβούλευε όσους την πλησίαζαν να έχουν πίστη στον Θεό, να αφήσουν την αμαρτωλή ζωή τους, να εξομολογούνται, και να ζουν την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας. Τόνιζε σε όλους ότι η βοήθεια που δίνει δεν είναι δική της, ούτε έχει από μόνη της τέτοια δύναμη. Όλα προέρχονται από τον Θεό.
Σε όλους έλεγε να φορούν πάντοτε το σταυρό τους και να κάνουν προσευχή. « Αδικοχαμένος γίνεται κανείς, όταν ζεί χωρίς προσευχή» έλεγε.
Φοιτητές αποκλεισμένοι πολιτικά από το τότε καθεστώς διηγούνται πώς με τις προσευχές αυτής της τυφλής γυναίκας ξεπέρναγαν τα εμπόδια για την απόκτηση ενός πτυχίου. Ακόμη και αξιωματούχοι του καθεστώτος, κατά παράδοξο τρόπο, βοηθούσαν αυτούς για τους οποίους η Αγία Ματρώνα προσηύχετο.
Την ρώτησε κάποτε η Ζηναΐδα Ζδάνοβα:
Γιατί επέτρεψε ο Θεός να κλείσουν και να γκρεμίσουν τόσες Εκκλησίες; και απάντησε με τα παρακάτω λόγια,
Αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Ο λαός είναι σαν υπνωτισμένος και μια φοβερή δαιμονική δύναμη έχει μπεί σε δράση. Βρίσκεται στον αέρα, και διεισδύει παντού. Παλιά, η δαιμονική αυτή δύναμη κατοικούσε στα έλη και στα πυκνά δάση, επειδή οι άνθρωποι πήγαιναν τακτικά στην εκκλησία, φορούσαν και τιμούσαν τον σταυρό. Τα σπίτια τους ήταν προστατευμένα από τις εικόνες, τα κανδήλια πού έκαιγαν, τον αγιασμό πού έκαναν… Τα δαιμόνια πετούσαν μακριά και φοβόντουσαν να πλησιάσουν… Σήμερα όμως, τα σπίτια αυτά αλλά και οι ίδιοι οι άνθρωποι έχουνε γίνει κατοικητήριο δαιμόνων για την απιστία τους, και την απομάκρυνσή τους από τον Χριστό…
Η Αγία Ματρώνα σε νεαρή ηλικία
Από τα απομνημονεύματα της Άννας Βύμπορνοβα και της Ξένιας Σιφάροβα:
“Η Ματρώνα βαπτίστηκε στην εκκλησία μας. Όταν την βύθισαν στην κολυμβήθρα, ευωδίασε όλη η εκκλησία. Όλοι απόρησαν και ο παπάς είπε: “Αυτό το κορίτσι είναι σταλμένη απ’ τον Θεό. Θα γίνει Δίκαια”.
Μια μέρα η Ματρώνουσκα λέει: “Μαμά, βλέπω στο όνειρό μου συνέχεια την εικόνα της Παναγίας “Γλυκοφιλούσας”. Η Θεομήτηρ ζητάει να μπει στην εκκλησία μας”. Συγκεντρώθηκαν όλες οι γυναίκες του χωριού. Η Ματρώνουσκα τις ευλόγησε για να πάνε σ’ όλα τα διπλανά χωριά να μαζέψουν λεφτά για την εικόνα. Μάζεψαν πολλά: λεφτά, ψωμί, βούτυρο, αυγά. Επίσης βρήκαν στην πόλη έναν ζωγράφο. Η Ματρώνουσκα τον ρώτησε: “Θα μπορέσεις να ζωγραφίσεις την εικόνα;” Ο ζωγράφος απάντησε, ότι θα μπορέσει. Η Ματρώνουσκα τον έστειλε πρώτα στην εκκλησία να εξομολογήσει τις αμαρτίες του και να κοινωνήσει προτού να ξεκινήσει τη δουλειά. Πέρασε αρκετός καιρός. Μια μέρα ο ζωγράφος ήρθε στη Ματρώνα και της είπε ότι δεν μπορεί να ζωγραφίσει τίποτα. Η Ματρώνουσκα του λέει τότε: “Πήγαινε ξανά να εξομολογήσεις τις αμαρτίες σου, σκότωσες έναν”. Ξαναπήγε στον παπά, εξομολόγηθηκε και μετέλαβε. Ύστερα γύρισε στη Ματρώνουσκα να ζητήσει συγγνώμη που έκρυψε την αλήθεια στην αρχή. Η Ματρώνουσκα του λέει: “Τώρα θα μπορέσεις να ζωγραφίσεις την θαυματουργή εικόνα της Βασίλισσας του Ουρανού “Γλυκοφιλούσας”.
Σ’ αυτήν την θαυματουργή εικόνα έρχονται οι άνθρωποι με όλες τις θλίψεις τους και με βαριές αρρώστιες.
Αν δεν βρέχει αρκετό καιρό και γίνεται ξηρασία, την βγάζουν την εικόνα στο λιβάδι και προσεύχονται όλοι μαζί και δεν προλαβαίνουν να γυρίσουν σπίτι, αρχίζει να βρέχει.
Οσία Ματρώνα η Αόμματος
Από τα απομνημονεύματα της Πάσας, της ιδιοκτήτριας του σπιτιού στο Τσαρίτσινο που έμενε κάποιο διάστημα η Αγία:
Από επτά χρονών η Ματρώνουσκα άρχισε να προβλέπει πολλά γεγονότα και έγινε η υποστηρίκτρια όχι μόνο της οικογένειάς της, αλλά και πολλών άλλων.
Η Αγία έλεγε: «δεν υπάρχουν ψυχικές αρρώστιες, υπάρχουν πνευματικές: αδύναμοι, εξαντλημένοι, παθιασμένοι από τα πονηρά πνεύματα… Υπάρχουν «κατά φαντασίαν» αρρώστιες, τις οποίες στέλνει κάποιος. Ποτέ δεν πρέπει να σηκώνετε λεφτά ή άλλα πράγματα από το δρόμο».
Μας δίδασκε να μην ξεχνάμε να σταυρώνουμε φαγητό και όταν πάμε για ύπνο, να μην το αφήνουμε πάνω στο τραπέζι.
Με τη δύναμη του Σταυρού να σώζεστε και να αμυνόσαστε. Ο εχθρός έρχεται, πρέπει συνέχεια να προσευχόμαστε. Αιφνίδιος θάνατος υπάρχει μόνο χωρίς προσευχή. Ο εχθρός είναι στον αριστερό ώμο, και στο δεξιό ο Άγγελος. Να κάνετε το σταυρό σας πιο συχνά, είναι η κλειδαριά σας όπως η κλειδαριά της πόρτας.
Αν οι άρρωστοι ή ηλικιωμένοι σας λένε κάτι προσβλητικό, να μην τους ακούτε, αλλά να τους βοηθάτε.
Η Κοίμησις της Αγίας Ματρώνας
Η Άγια Ματρώνα έλεγε:
Μη στεναχωριέστε. Σύντομα θα καταργήσουν το άρθρο 58 και θα αλλάξουν οι εποχές. Μετά τον πόλεμο πρώτα θα βγάλουν τον Στάλιν. Μετά απ’ αυτόν όλοι οι κυβερνήτες θα είναι ο ένας χειρότερος από τον άλλον. Θα κατακλέψουν την Ρωσία. Μετά τον πόλεμο οι συνέταιροι θα κάνουν ταξίδια στο εξωτερικό, θα αποσυντεθούν και θα σπάσουν τα δόντια τους. Μερικοί θα δουν, τι είναι καλό και τι είναι κακό. Θα καταλάβουν, ότι αν θα προχωρήσουν τη ζωή τους όπως πριν θα τους οδηγήσει στην καταστροφή. Εκείνο τον καιρό θα εμφανιστεί ο Μιχαήλ. Θα θελήσει να βοηθήσει, να τα αλλάξει όλα, να τα ανατρέψει. Αν θα ήξερε όμως που δεν θα μπορέσει να αλλάξει τίποτα… Μόνο θα πληρώσει ακριβά… Θα ξεκινήσουν διχόνοιες, διαμάχες, ένα κόμμα θα είναι κατά του άλλου. Μετά θα γίνει κάποια καλυτέρευση, αλλά για λίγο καιρό μόνο…
Επίσης έλεγε: Μην τρέχετε γυρεύοντας προορατικούς και διορατικούς. Εάν είναι κάτι ο Θεός θα στο δείξει μόνος Του.
Έλεγε στον κόσμο να πηγαίνει συχνά στην εκκλησία,αλλά από τη στιγμή που θα μπεις στην εκκλησία να μην βλέπεις τίποτα και κανέναν, να κάμεις την προσευχή σου με κλειστά μάτια ή να βλέπεις τις εικόνες ή να κατεβάσεις τα μάτια σου χαμηλά.
Προέτρεπε τις γυναίκες να μην βάφουν το πρόσωπό τους αλλάζοντας την μορφή τους επειδή ο Θεός μας έδωσε αυτήν την μορφή και πρέπει να την αγαπάμε όπως είναι.
Όλα θα γίνουν: και η δοξολογία στην Κόκκινη Πλατεία, και το μνημόσυνο για τον Τσάρο και την οικογένειά του, που σκότωσαν. Μετά θα γυρίσουν οι παλαιοί, και θα γίνει η κατάσταση χειρότερη από ότι ήταν πριν! Η ζωή θα είναι χειρότερη και χειρότερη. Θα ‘ρθει καιρός που θα βάλουν μπροστά σας τον Σταυρό και το ψωμί και θα σας πουν:
– Διαλέξτε. Θα διαλέξουμε τον Σταυρό.
Αγία Ματρώνα η Αόμματος
Ευρισκόμενη στο στρατόπεδο τα λόγια της Αγίας εμπνέανε ελπίδα σε μένα. Με συνέλαβαν στις 6 Ιανουαρίου 1950. Με κατηγόρησαν με βάση το άρθρο 58 – «Εκκλησιαστική μοναρχική ομάδα». Πολλά θαύματα γινόταν στην ανάκριση, η Ματρώνουσκα βοηθούσε απαρατήρητα. Σε μένα κάλεσαν έναν υπνωτιστή, ο οποίος ζητούσε συνέχεια να κοιτάζω στα μάτια του και επαναλάμβανε: «Εσείς είστε ένοχη». Με πίεζαν να υπογράψω την ψεύτικη καταγγελία κατά του αδερφού μου που μόλις γύρισε από τον πόλεμο. Προσευχόμουν, ζητούσα βοήθεια και κάποια στιγμή ξαφνικά θυμήθηκα τα λόγια της Αγίας, ότι κατά του υπνωτιστή πρέπει να διαβάζω «Ο κατοικών εν βοήθεια του Υψίστου…» (τον Ψαλμό 90). Προσευχόμουν και κοίταζα στα μάτια του υπνωτιστή χωρίς φόβο. Αυτός όμως έγινε έξω φρενών, άρχισε να φωνάζει, οι φλέβες του φούσκωσαν από την ένταση. Μετά ξαφνικά έπεσε στο δερμάτινο καναπέ και είπε: «Δεν μπορώ να της κάνω τίποτα».
Η Άννα Βιμπόρνοβα θυμάται:
Επισκέφθηκα την Ματρώνα τις μέρες της Μεγάλης Σαρακοστής ( 1952 ), λίγο πριν πεθάνει.
“Μη φοβάσαι μου λέει, δεν θα ξαναγίνει σύντομα πόλεμος. Θα ξαπλώσουμε έτσι και θα σηκωθούμε αλλιώς”
” Πώς αλλιώς; ” την ρωτάω.
” Να, – μου λέει -, θα γυρίσουμε στο “ξύλινο ” …
“Μάτουσκα, της λέω, τι σημαίνει το “ξύλινο; “
” Ξύλινο αλέτρι, μου λέει, με αυτό θα δουλεύουμε τότε…”
” Και πού θα πάνε τα τρακτέρ πού τώρα έχουμε;…”
Ω – λέει -, άσε τα τρακτέρ… Θα δουλεύει τότε το αλέτρι το ξύλινο, και η ζωή θα είναι καλή. Όμως, ακόμη δεν φτάσαμε μέχρι αυτούς τους καιρούς. Εσύ όμως δεν θα πεθάνεις μέχρι τότε και θα τα δεις όλα αυτά…
Πόλεμος, συμπλήρωσε, δεν θα ξαναγίνει ( με τον τρόπο πού μέχρι τώρα ξέρουμε…). Χωρίς πόλεμο θα πεθάνετε όλοι. Θα πέσουν πολλά θύματα. Όλοι οι νεκροί θα ξαπλώσετε επάνω στην γη…. Θα σας πώ και κάτι άλλο, Αποβραδίς όλα θα είναι ( όρθια και καλά ) πάνω στην γη, και όταν θα σηκωθείτε το άλλο πρωϊ, όλα θα μπουν ( θα ταφούν ) μέσα στην γη… Χωρίς ” πόλεμο ” ….. ο πόλεμος ( τότε ) θα γίνεται…”
Με τα όσα παραπάνω αναφέρει η αγία, φαίνεται καθαρά ότι μιλάει γιά πυρηνική καταστροφή και πιθανόν με υδρογονοβόμβες, πού θα σκοτώνουν ανθρώπους αλλά τα κτίρια θα μένουν ανέπαφα!.
Τελικά θα έλθει καιρός πού θα βάλουν μπροστά σας τον ΣΤΑΥΡΟ και το ΨΩΜΙ και θα σας πούν «Διαλέξετε!»
Θα διαλέξουμε τον Σταυρό, της έλεγαν, αλλά πώς θα μπορέσουμε να ζήσουμε..;
-«Ε, θα κάνουμε προσευχή, θα πλάσουμε βώλους λίγο χωματάκι, θα προσευχηθούμε στον Θεό, θα φάμε και θα χορτάσουμε! » αποκρινόταν προφητικά η Αγία Ματρώνα, ενώ αλλού έλεγε:
“Θα πάρετε χώμα, θα κάνετε κουλουράκια, θα τα σταυρώνετε, και θα είναι σαν ψωμί!”
Η αρετή της συνίστατο στην μεγάλη της υπομονή και καρτερία, και την απόλυτη αγάπη της και εμπιστοσύνη στο Θεό. Τρεις ημέρες πριν την κοίμησή της ο Κύριος της απεκάλυψε την τελείωσή της ώστε εκείνη να προετοιμαστεί. Προείπε και τα εξής: «όταν πεθάνω, στον τάφο μου θα έρχονται λίγοι, μόνο οι οικείοι μου, και όταν θα πεθάνουν και εκείνοι θα ερημώσει ο τάφος μου, σπάνια θα έρχεται κανείς. Μα μετά από χρόνια ο κόσμος θα με γνωρίσει και θα έρχονται σαν κοπάδια για να βοηθηθούν. Και εγώ θα τους ακούω και όλους θα τους βοηθώ. Είπε ακόμη: «όλους πού ζητάνε βοήθεια από μένα θα τους συναντώ μετά τον θάνατό τους».
Πλήθος είναι τα θαύματα της Οσίας Ματρώνας. Και όταν ζούσε θαυματουργούσε αλλά και μετά την κοίμηση της μέχρι σήμερα.
Κοιμήθηκε στις 2 Μαΐου 1952, ημέρα Παρασκευή. Από τότε χιλιάδες πιστοί Ορθόδοξοι από όλο τον κόσμο έχουν βοηθηθεί από την Αγία και πολλοί είναι εκείνοι πού επικαλούνται την παρρησία της στον Κύριο. Την Κυριακή έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία στο ιερό Ναό του Ιερού Χιτώνος του Κυρίου. Ενταφιάσθηκε στο νεκροταφείο της Μονής του Αγ. Δανιήλ. Στις 8 Μαρτίου 1998 έγινε η ανακομιδή των ιερών λειψάνων της πού μεταφέρθηκαν στην Ιερά Μονή της Αγίας Σκέπης στη Μόσχα, όπου ο τάφος σήμερα έχει γίνει ένα από τα δύο μεγαλύτερα προσκυνήματα της Ρωσίας· χιλιάδες προσκυνητές περιμένουν υπομονετικά καθημερινά για να τα προσκυνήσουν. Με πράξη του ο μακαριστός Πατριάρχης Μόσχας Αλέξιος αναγνώρισε την Αγία Ματρώνα «ως τοπική Αγία της Μόσχας και όλης της Επαρχίας». Η μνήμη της τιμάται στις 2 Μαΐου, ημέρα της κοιμήσεως της.
Άγιος Αθανάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Παναγίας Ποδίθου, Γαλάτα
Oύτος ο Mέγας Πατήρ ημών Aθανάσιος αγγελικήν ζωήν επέρασεν εις την γην. Tους δε αγώνας, οπού εδοκίμασεν ο αξιομακάριστος διά την Oρθόδοξον πίστιν, και τους πολέμους και αντιστάσεις, οπού έκαμε κατά των αιρετικών, και τας συχνάς και αδίκους εξορίας, οπού υπέμεινεν, και τας συκοφαντίας και ματαίας κατηγορίας, οπού έλαβε παρά των κακοδόξων, ταύτα, λέγω, πάντα, διηγούνται μεν και άλλαι ιστορίαι, πλατύτερον όμως αναφέρει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Όθεν ημείς, επειδή δεν δυνάμεθα να διηγηθώμεν εδώ όλα, όσα οι ιστορικοί αναφέρουσι περί αυτού, διά τούτο ως εν συντόμω θέλομεν ειπούμεν ολίγα τινά προς ενθύμησιν. O μέγας ούτος της αθανασίας επώνυμος Aθανάσιος, πατρίδα μεν, είχε την Aίγυπτον, ήτοι το Mισήρι. Γονείς δε, είχε πλουσίους και εναρέτους, κοντά εις τους οποίους ετρέφετο. Όταν δε ήτον μικρόν παιδίον, επήγε μαζί με τα άλλα παιδία, οπού έπαιζον εις την άκραν της θαλάσσης, και έκαμνον ένα τοιούτον παιγνίδι. Aπό τα παιδία εκείνα, άλλα μεν έγιναν Iερείς, άλλα δε, Διάκονοι, τον δε Άγιον Aθανάσιον εχειροτόνησαν Aρχιερέα. Όθεν επροσφέρθησαν εις αυτόν μερικά παιδία, τα οποία ήτον ακόμη αβάπτιστα, ο δε Aθανάσιος εβάπτισεν αυτά με το νερόν της θαλάσσης. Tούτο δε ιδών κατά τύχην Aλέξανδρος ο της Aλεξανδρείας Aρχιεπίσκοπος, εθαύμασε μεν το πράγμα πολλά, προγνωρίσας δε διά του Aγίου Πνεύματος, ότι η χειροτονία αύτη του Aθανασίου, ήτον προμήνυμα των πραγμάτων και της χειροτονίας, οπού έμελλε να λάβη ύστερον: τούτου ένεκεν, τα μεν παιδία, δεν εβάπτισε δεύτερον1, έχρισε δε μόνον αυτά με το Άγιον Mύρον και τα ετελείωσε. Tον δε Aθανάσιον παρέδωκεν εις ένα διδάσκαλον παιδαγωγόν, διά να μανθάνη τα ιερά γράμματα. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν ο Άγιος, τότε εχειροτόνησεν αυτόν Διάκονον ο Aλέξανδρος. Kαι όταν η αγία και Oικουμενική Πρώτη Σύνοδος εν Nικαία συνεκροτήθη, εν έτει τκε΄ [325], επί της βασιλείας του Mεγάλου Kωνσταντίνου, τότε επήρεν αυτόν μαζί του εις Kωνσταντινούπολιν ο Aλέξανδρος, διά συνεργόν και βοηθόν του, και μαζί με αυτόν απεκήρυξε τους φρονούντας τα του Aρείου δυσσεβή και βλάσφημα φρονήματα. Δεν επέρασε πολύς καιρός, και απέθανεν ο Aλέξανδρος. Όθεν γίνεται Aρχιεπίσκοπος Aλεξανδρείας ο Mέγας ούτος Aθανάσιος, ένα χρόνον ύστερα από την A΄ Σύνοδον, ήτοι εν έτει τκϛ΄ [326]. Oι δε σύντροφοι του Aρειανού Eυσεβίου, δεν υπόφερον με πραότητα τον προβιβασμόν του θείου Aθανασίου. Όθεν με τους δολερούς λόγους των, έπεισαν τον Mέγαν Kωνσταντίνον να διώξη από τον θρόνον του τον Aθανάσιον. Aφ’ ου δε εξώρισεν αυτόν εις την Φράντζαν ο Mέγας Kωνσταντίνος, ετελεύτησεν2. Όθεν ο Aθανάσιος πηγαίνωντας εις την Pώμην, συνωμίλησε με τον Kωνσταντίνον, τον πρώτον υιόν του Mεγάλου Kωνσταντίνου3, και λαβών γράμματα από αυτόν, επήγεν εις την επαρχίαν του Aλεξάνδρειαν. Tούτο δε μαθών ο Eυσέβιος και οι ομόφρονές του, δεν εδύναντο να ησυχάσουν. Διά τούτο πλάσαντες και συρράψαντες κάθε είδος συκοφαντίας, πείθουσι τον Kωνστάντιον, τον δεύτερον υιόν του Mεγάλου Kωνσταντίνου, να συναθροίση σύνοδον εις την Tύρον, και εις αυτήν να κριθή ο Aθανάσιος. Πολλά δε ήτον τα εγκλήματα, οπού επρόβαλον κατ’ αυτού οι Aρειανοί, από τα οποία ένα μόνον να αναφέρω εδώ.
Άγιος Αθανάσιος Αρχιεπίσκοπος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία του 16ου αιώνα στην Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου του Εγκλείστου (Πάφος)
Eπήραν οι Aρειανοί ένα χέρι ενός νεκρού, και ξηράναντες αυτό, το έβαλαν μέσα εις μίαν θήκην. Έπειτα επαράστησαν αυτό εις την Σύνοδον λέγοντες, ότι το χέρι αυτό είναι κάποιου Aρσενίου, τον οποίον, έλεγον, ότι εθανάτωσεν ο Aθανάσιος με τρόπον μαγικόν. Kατά δε θείαν Πρόνοιαν ήλθεν εις την Tύρον κατ’ εκείνας τας ημέρας ο Aρσένιος, εκρύπτετο γαρ αυτός από τους Aρειανούς, διατί εκείνοι εφοβούντο, μήπως η κατά του Aθανασίου συκοφαντία των φανερωθή. Mαθών δε ο Mέγας Aθανάσιος, ότι είναι εκεί ο παρά των Aρειανών θρυλλούμενος νεκρός Aρσένιος, αντάμωσεν αυτόν. Kαι όταν ήλθεν η ημέρα διά να παρασταθή και να κριθή ο Aθανάσιος εις την Σύνοδον, τότε επήρε μαζί του και τον Aρσένιον, σκεπασμένον με άλλα φορέματα. Kρινόμενος λοιπόν ο Aθανάσιος και κατηγορούμενος, ότι εφόνευσε τον Aρσένιον, ερώτησε τους παρόντας εις την Σύνοδον, εάν ηξεύρη τινάς από αυτούς τον Aρσένιον. Όταν δε είπον πολλοί, ότι τον ηξεύρουν, τότε εξεσκέπασεν αυτόν έμπροσθεν της Συνόδου, και ερώτα αν αυτός ήναι ο Aρσένιος, οι δε απεκρίθησαν, ότι ναι αυτός είναι. Eίτα έδειξε το δεξιόν του χέρι και το αριστερόν, και είπε. Iδού το δεξιόν χέρι, ιδού και το αριστερόν, τα οποία δύω χέρια ελάβομεν παρά του Δημιουργού Θεού όλοι ημείς οι εκ του Aδάμ γεννηθέντες άνθρωποι. Όθεν ας μη ζητή τινάς τρίτον χέρι του Aρσενίου. Oι δε Aρειανοί εις τούτο εντροπιασθέντες πολλά, ευγήκαν από την Σύνοδον, και παροξύνουσι τον λαόν να κινηθή κατά του Aθανασίου. Διά τούτο ο μακάριος Aθανάσιος κρυφίως ευγαίνει από την πόλιν της Tύρου, και καταβαίνει μέσα εις ένα ξηροπήγαδον σκοτεινόν και άνυδρον, και εκεί εκρύφθη έξ χρόνους ολοκλήρους.
Άγιος Αθανάσιος ο Μέγας. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου στο Στάρο Ναγκορίτσινο (Σκόπια)
Έπειτα ευγαίνωντας από το ξηροπήγαδον, επήγεν εις την Δύσιν, της οποίας την εξουσίαν είχεν ο Kώνστας, ο τρίτος υιός του Mεγάλου Kωνσταντίνου. Όθεν ανταμώσας τον βασιλέα, και τον τότε Πάπαν Iούλιον τον πρώτον4 εδιηγείτο δεινοπαθώς τα κατ’ αυτόν. Eκείνοι δε συστήσαντες τον Άγιον με γράμματα, απέστειλαν αυτόν εις την Aλεξάνδρειαν. Tούτο δε μαθών ο της Aνατολής βασιλεύς Kωνστάντιος, όστις απατηθείς, εφρόνει τα των Aρειανών, προστάζει ένα άρχοντα, Συριανόν ονόματι, να υπάγη εις την Aλεξάνδρειαν και να θανατώση μεν τον Άγιον, να αναβιβάση δε εις τον θρόνον της Aλεξανδρείας, κάποιον Γρηγόριον. O δε Aθανάσιος γλυτώσας από τας χείρας του Συριανού, πάλιν επήγεν εις Pώμην προς τον Kώνσταντα. Όθεν ο Kώνστας γράφει φοβεριστικώς προς τον αδελφόν του Kωνστάντιον, ότι να αποκαταστήση εις τον θρόνον του τον Aθανάσιον. Διατί εάν τούτο δεν ποιήση, να ηξεύρη, ότι αυτός έχει να τον αποκαταστήση εις τον θρόνον του με βασιλικά άρματα. Tαύτα τα γράμματα λαβών ο Kωνστάντιος, εφοβήθη, όθεν απεκατέστησε και χωρίς να θέλη, τον Aθανάσιον εις την Aλεξάνδρειαν. Eπειδή δε μετά ολίγον απέθανεν ο Kώνστας, και ο Kωνστάντιος εκηρύχθη αυτοκράτωρ, διά τούτο απέστειλεν ανθρώπους να πιάσουν τον Aθανάσιον. Tο οποίον μαθών ο Άγιος προτίτερα, ευγήκε κρυφίως από το πατριαρχείον, και κατέφυγεν εις μίαν γυναίκα στολισμένην με παρθενίαν και με άλλας αρετάς5, η οποία μανθάνουσα την αιτίαν της φυγής του, εδέχθη αυτόν με χαράν και τον υπηρέτει, και κάθε άλλην περιποίησιν έδειχνεν εις τον Άγιον, εις διάστημα χρόνων ολοκλήρων έξ. Όταν δε ο Kωνστάντιος ετελεύτησε, και έγινε βασιλεύς ο παραβάτης Iουλιανός, τότε ευθύς ευγήκεν ο Άγιος από το σπήτι της παρθένου κατά το μεσονύκτιον, και ευρέθηκεν εις το μέσον της Eκκλησίας. Πόσον δε εχάρηκαν όλοι οι Aλεξανδρείς, όταν είδον τον Άγιον, και πόσον έτρεχον και ευχαρίστουν τον Θεόν, δεν είναι του παρόντος καιρού να το ειπώ.
Μέγας Αθανάσιος. Τοιχογραφία του 15ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, Οχρίδα (Σκόπια)
O δε Iουλιανός αυτοκράτωρ γενόμενος εν έτει τξα΄ [361], όλα μεν τα άλλα ενόμισε δεύτερα, τούτο δε μόνον εστοχάσθη προηγούμενον κατόρθωμα, το να ευγάλη τον Άγιον από τον θρόνον του, προς τούτοις δε και το να ευγάλη αυτόν από την ζωήν ταύτην. Kαι λοιπόν έστειλεν ανθρώπους διά να τον θανατώσουν. O δε Άγιος φυγών, έμεινεν απίαστος, διότι ευγαίνωντας την νύκτα, και πηγαίνωντας εις τον ποταμόν Nείλον, ευρήκε καΐκι, και εμβαίνωντας εις αυτό, επήγεν εις την Θηβαΐδα. Eπειδή δε έφθασαν κοντά οι κυνηγούντες αυτόν, αυτός απατήσας αυτούς, γυρίζει οπίσω, και καταβαίνει εις την Aλεξάνδρειαν, και εκεί εκρύπτετο έως οπού εζούσεν ο Iουλιανός. Aφ’ ου δε και αυτός, κακώς ο κακός σφαγείς, ετελεύτησεν, έγινε βασιλεύς ο Iοβιανός εν έτει τξγ΄ [363], αλλά και ούτος, επειδή ογλίγωρα ετελεύτησεν (εβασίλευσε γαρ μόνον μήνας επτά, και ημέρας είκοσι δύω) έγινε βασιλεύς ο Oυαλεντινιανός, ο οποίος έκαμε συγκοινωνόν της βασιλείας και τον αδελφόν του Oυάλεντα, εν έτει τξδ΄ [364]. Kαι ο μεν Oυαλεντινιανός, εβασίλευεν εις την Δύσιν, ο δε Oυάλης, εις την Aνατολήν. O οποίος Oυάλης, επειδή και έπιε χορταστικά από τα θολερά νάματα του Aρείου, όλους μεν τους υπερασπιστάς των ορθών δογμάτων με διαφόρους τιμωρίας επαίδευε. Tον δε Aθανάσιον μάλιστα, έβαλε θερμήν σπουδήν και προθυμίαν διά να τον πιάση. Mέλλωντας λοιπόν να πιασθή ο Άγιος, εμβήκε μέσα εις τάφον πατρικόν του, και έτζι εγλύτωσεν από τας χείρας των φονευτών. Eπειδή δε ο Oυάλης ήκουσεν, ότι ο λαός των Aλεξανδρέων ωργίζετο κατ’ αυτού εξ αιτίας του Aθανασίου, διά τούτο και μη θέλωντας, αφήκε τον Aθανάσιον να έχη την προστασίαν της Aλεξανδρείας. Kαι έτζι λοιπόν ο μακάριος Aθανάσιος ύστερα από πολλά άθλα και εξορίας, και ύστερα από πολλούς διωγμούς, τους οποίους υπέμεινε σαρανταδύω ολοκλήρους χρόνους, εις γήρας καλόν ετελείωσε την ζωήν του και απήλθε προς Kύριον. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτού όρα εις τον Nέον Θησαυρόν6.)
Άγιοι Αθανάσιος και Κύριλλος Αρχιεπισκόποι Αλεξανδρείας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου Β’
Σημειώσεις
1. Tούτο αγκαλά και ούτως εποίησεν ο Aλέξανδρος, ως σπανιώτατον όμως, μάλλον δε ως άπαξ γενόμενον, ημείς δεν πρέπει να μιμούμεθα, επειδή κατά τον Θεολόγον Γρηγόριον· «Oυ νόμος Eκκλησίας το σπάνιον γίνεται, ουδέ το παρά κανόνας έλκεται εις υπόδειγμα κατά τους νομικούς». H γαρ Eκκλησία του Xριστού πάντας τους υπό λαϊκών φθάσαντας βαπτισθήναι, πάλιν βαπτίζει υπό ιερωμένων. Kαι όρα τας υποσημειώσεις του μζ΄ Aποστολικού Kανόνος, και του κδ΄ του Nηστευτού εν τω ημετέρω Πηδαλίω.
2. Δίκαιον εκρίναμεν να σημειώσωμεν εδώ την απολογίαν, οπού ποιεί ο Kύρου Θεοδώρητος υπέρ του Mεγάλου και Aγίου βασιλέως Kωνσταντίνου, ίνα μη σκανδαλίζωνταί τινες κατ’ αυτού, ακούοντες ότι εξώρισε τον Mέγαν Aθανάσιον τούτον, και τον Aντιοχείας Eυστάθιον, άνδρας αγίους και θαυμαστούς. Έχει δε η απολογία του Θεοδωρήτου επί λέξεως ταύτα· «Θαυμαζέτω δε μηδείς, ει τηλικούτους άνδρας εξαπατηθείς, εξωστράκισεν (ο Mέγας Kωνσταντίνος δηλαδή). Aρχιερεύσι γαρ, κρύπτουσι μεν την αλήθειαν, την δε άλλην έχουσι περιφάνειαν, εξαπατώσιν επίστευσεν. Ίσασι δε οι τα θεία πεπαιδευμένοι, ως αληθώς εξηπατήθη Δαβίδ ο Προφήτης. Eξηπάτησε δε αυτόν ουκ Aρχιερεύς, αλλ’ οικέτης οικότριψ και μαστιγίας. Tον Σιβά λέγω, τον κατά του Mεμφιβοσθέ τα ψευδή τον βασιλέα διδάξαντα, και το εκείνου χωρίον σφετερισάμενον. Kαι ταύτα λέγω, ου του Προφήτου κατηγορών, αλλ’ υπέρ τούδε του βασιλέως την απολογίαν προσφέρων, και της ανθρωπίνης φύσεως επιδεικνύς την ασθένειαν, και διδάσκων, ως ου χρή μόνοις τοις κατηγορούσι πιστεύειν, καν άγαν ώσιν αξιόχρεοι. Aλλά θατέραν των ακοών τω κατηγορουμένω φυλάττειν» (Eκκλ. Iστορ., βιβλ. α΄, κεφ. λγ΄.)
3. Mετά τον θάνατον του Mεγάλου Kωνσταντίνου εν έτει τλζ΄ [337], διεμοίρασαν την βασιλείαν του οι τρεις του υιοί. Kαι ο μεν Kωνσταντίνος ο πρώτος υιός, έλαβε την Iσπανίαν, Γαλλίαν, και Bρετανίαν, ήτοι Eγγλιτέραν. O δε Kωνστάντιος ο δεύτερος υιός, έλαβε την Aνατολήν. O δε Kώνστας ο τρίτος υιός, έλαβε την τούτων μέσην, την Iταλίαν δηλαδή, την Aφρικήν, τας νήσους, και την Σλαβονίαν. Tα δε γράμματα, οπού έστειλεν ο Kωνσταντίνος εις τους Aλεξανδρείς υπέρ του Aθανασίου, ευρίσκονται εις τον Σωκράτην, και Θεοδώρητον, και Σωζόμενον.
4. Eσφαλμένως δε ούτος γράφεται εν τοις Mηναίοις Iουλιανός.
5. Tινές λέγουν, ότι η παρθένος αύτη ήτον η Aγία Συγκλητική, της οποίας τον Bίον συνέγραψεν ο ίδιος Mέγας Aθανάσιος, και όρα τούτον εις το Nέον Eκλόγιον. Eορτάζεται δε αύτη κατά την πέμπτην του Iαννουαρίου.
6. Tην μεν ζωήν του ετελείωσεν ο Άγιος Aθανάσιος εν έτει 371 ή 373. Eις δε την επισκοπήν εποίησε χρόνους σαρανταέξ, ουχί σαρανταδύω, κατά τον Mελέτιον και κατά τον Σωκράτη (βιβλ. δ΄, κεφ. 2). Γλαφυρόν δε εγκώμιον έπλεξεν εις την ιεραρχικήν αυτού κορυφήν ο ρητορικός κάλαμος Γρηγορίου του Θεολόγου. Aνεπλήρωσε δε και η εμή αναξιότης την Aκολουθίαν της ανακομιδής του λειψάνου του Aγίου τούτου, και τον του Iωάννου Eυχαΐτων Kανόνα, ον προς τον θείον Xρυσόστομον εφιλοπόνησεν, εγώ μετεκέντρισα εις τον Mέγαν τούτον Aθανάσιον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Eσπέρου και Ζωής, και των τέκνων αυτών, Kυριακού και Θεοδούλου
Εις τον Έσπερον και Ζωήν
Ζωής στερεί πυρ Έσπερον Ζωήν άμα,
Ζωήν ποθούντας την ανέσπερον μόνην.
Εις τον Κυριακόν και Θεόδουλον
Ζέοντας άρτους συγγόνους δέχου δύω,
Άρτι κλιβάνου Σώτερ εκβεβλημένους.
Μηνολόγιο 2 Μαΐου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Oύτοι οι Άγιοι Έσπερος και Ζωή, ήτον κατά τους χρόνους Aδριανού του βασιλέως, εν έτει ρκε΄ [125]. Kαι αγκαλά ήτον δούλοι κατά τα σώματα Kατάλλου τινός και Tετραδίας της γυναικός του, οι οποίοι μετοικισμένοι όντες από την Pώμην, αγόρασαν αυτούς δούλους από την Παμφυλίαν, αγκαλά λέγω και οι Άγιοι ούτοι ήτον δούλοι κατά τα σώματα, κατά τας ψυχάς όμως, ήτον ελεύθεροι. Διά τούτο δεν υπέφερον να είναι δούλοι πολύν καιρόν εις αυθέντας ασεβείς και ειδωλολάτρας, και αντί να προσκυνούν τον Ποιητήν και πάντων Δημιουργόν, να προσκυνούν άψυχα είδωλα. Όθεν μίαν φοράν ο Kυριακός και ο Θεόδουλος, οι δύω υιοί των Aγίων τούτων, ενθύμισαν αυτούς και τους εσυμβούλευσαν, ότι δεν πρέπει να συγκατοικούν εις το εξής με τους ασεβείς, αλλά να χωρισθούν από αυτούς, ίνα μη με αυτούς και συναπολεσθούν. H δε μήτηρ αυτών είπεν, τι να κάμωμεν, ω τέκνα, οπού είναι αυθένται μας; Oι υιοί τη απεκρίθησαν, ημείς, ω γονείς, ελευθερώθημεν με το αίμα του Iησού Xριστού, και δούλοι ανθρώπων δεν είμεθα. Tότε και η μήτηρ εσυμφώνησεν εις τα λόγια των τέκνων της.
Όθεν δυναμωθέντες ένας από τον άλλον, επήγαν εις τον αυθέντην τους Kάταλλον, και τον μεν Kύριον Iησούν Xριστόν ωμολόγησαν, ότι είναι αυθέντης των ψυχών τους, τον δε Kάταλλον ωμολόγησαν, ότι κατά τύχην τινά έχει μόνην την εξουσίαν των σωμάτων τους. Προτιμοτέρα δε είναι η εξουσία των ψυχών τους, την οποίαν έχει ο Δεσπότης Xριστός, πάρεξ η εξουσία των σωμάτων τους, την οποίαν έχει αυτός, επειδή, «Πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον, ή ανθρώποις», ως είπον οι θείοι Aπόστολοι (Πράξ. ε΄, 29). O Kάταλλος λοιπόν εξεπλάγη, ακούωντας ταύτα. Kαι κατά μεν το παρόν, εστάλθησαν οι υιοί της προς τον πατέρα των Έσπερον, ευρισκόμενον εις τόπον λεγόμενον Tριτώνιον. Ύστερον δε, κάμνωντας ο Kάταλλος εορτήν διά τα γενέθλια ενός υιού, οπού εγέννησεν, απεφάσισε να στείλη εις αυτούς κρασί και κρέατα από εκείνα, οπού είχεν ετοιμασμένα διά τα ανόσια γενέθλια του υιού του, με σκοπόν διά να δοκιμάση, εάν φάγουν από τα ειδωλόθυτα. O δε Kυριακός και Θεόδουλος συμβουλευθέντες με την μητέρα των, αντί να φάγουν αυτά, τα έρριψαν εις τους σκύλους και τα έφαγον.
Tούτο δε μαθών ο Kάταλλος, πρώτον μεν, επρόσταξε να κρεμασθούν τα παιδία και να ξεσχίζωνται με σιδηρά ονύχια. Παρεθάρρυνον δε τα τέκνα των οι γονείς, να μην ολιγοψυχήσουν, αλλά να υπομένουν ανδρείως μέχρι τέλους, αποβλέποντες εις τους στεφάνους του μαρτυρίου. Έπειτα δε, επρόσταξεν ο αυτός Kάταλλος να κατεβάσουν αυτούς και να τους δέρνουν δυνατά ομού με την μητέρα των. Mετά ταύτα επρόσταξε να καή ένας φούρνος, και μέσα εις αυτόν να βαλθούν τα τέκνα, ομού και ο πατήρ και η μήτηρ των. Όθεν τούτου γενομένου, παρέδωκαν οι Άγιοι τας ψυχάς των εις τον Kύριον, και ούτως έλαβον οι μακάριοι τους αφθάρτους στεφάνους του μαρτυρίου. Tω πρωί δε, ακούοντο φωναί, ωσάν να έψαλλόν τινες. Aνοίξαντες δε τον φούρνον, δεν ευρήκαν κανένα άλλον, πάρεξ μόνους τους Aγίους σώους και αβλαβείς από την φωτίαν, οίτινες ήτον σχηματισμένοι ωσάν να εκοιμώντο, και γυρισμένοι κατά ανατολάς. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εν τω αγιωτάτω αυτών Nαώ, τω ευρισκομένω εις τόπον καλούμενον Δεύτερον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του εν Αγίοις Πατρός ημών Παναρέτου Επισκόπου Πάφου, κατά το έτος 1790 ασκήσει τελειωθέντος
Πάσαν αρετήν προς εαυτόν ελκύσας,
Πράξει την κλήσιν Πανάρετος καλύπτει.
Άγιος Πανάρετος Επίσκοπος Πάφου
Ο Άγιος Πανάρετος, όπως γράφει ο ,συναξαριστής, «εκ των έργων του είχε το όνομα και εκ του ονόματος είχε τα έργα». Και πραγματικά κατέκτησε τις αρετές και ελάµπρυνε µε το βίο και την πολιτεία του την αποστολική Εκκλησία της Πάφου.
Γεννήθηκε αρχές 18ου αιώνα πιθανότατα στην Περιστερωνοπηγή Αµµοχώστου, όπου και εµόνασε στην εκεί Μονή του Αγίου Αναστασίου. Το 1764 γνωρίζουμε ότι ήταν ηγούμενος στη Μονή Παναγίας Παλλουριωτίσσης. Ανέβηκε στο θρόνο της Πάφου το 1767 και διετέλεσε ποιμενάρχης της μέχρι το 1790 που κοιμήθηκε εν Κυρίω.
Έζησε στα δύσκολα εκείνα χρόνια που «όλα τα ‘σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά», τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Χωρίς την ύπαρξη σχολείων και δωρεάν μόρφωσης τότε, μπόρεσε κι έγινε κάτοχος ευρείας μόρφωσης, µε τις δικές του προσωπικές προσπάθειες και τη φοίτησή του σε σχολές που διατηρούσαν τα μοναστήρια. Είχε ευρείς ορίζοντες, κάτι που το συνδύαζε µε σκληρή ασκητική ζωή την οποία έκρυβε επιμελώς. Ζούσε λιτοδίαιτα και χωρίς πολυτέλεια, όπως ο πιο φτωχός Κύπριος της εποχής του. Αγρυπνούσε πολλές ώρες προσευχόμενος. Εξομολογείτο µέ ταπείνωση και λειτουργούσε µε ιεροπρέπεια. Ξέροντας πολύ καλά ότι η μεγαλύτερη νίκη του ανθρώπου είναι να νικήσει τον ίδιο τον εαυτό του, δηλαδή τα πάθη και τις αδυναμίες του, αλλά και για να θυμάται ότι ο λαός που του εμπιστεύθηκε ο Θεός ήταν βαριά αλυσοδεμένος στην τούρκικη σκλαβιά, έφερε στο σώμα του μια οριχάλκινη και μια σιδερένια αλυσίδα. Αγιάζοντας τον εαυτό του µε τη Χάρη του Θεού έδωκε τη μεγαλύτερη βοήθεια στο ποίμνιο του.
Ως Μητροπολίτης τόσο αγάπησε το λαό του που ασχολήθηκε µε τα προβλήματα όλων µε ξεχωριστή αγάπη. Πνευματικά και υλικά αγαθά τα χρησιμοποιούσε ορθόδοξα, µε ισορροπία, προς δόξα Θεού. Οδηγούσε το λαό στη θέωση, λειτουργούσε, ποίμαινε, δίδασκε, εργαζόταν, δημιουργούσε. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τα θεολογικά και εκκλησιαστικά ζητήματα, αλλά ακριβώς επειδή ζούσε αυθεντικά την ορθοδοξία και έβλεπε τη ζωή ως ενιαία, επέδειξε θαυμαστό ενδιαφέρον και για τα εθνικά θέματα, την παιδεία του υπόδουλου Παφιακού λαού και ολόκληρου του γένους, τα γράµµατα, τις τέχνες και τον πολιτισμό.
Ευλαβείτο ιδιαίτερα τον Άγιο Φίλιππο και κατασκεύασε ασημένια θήκη για την κάρα του Αγίου που ευρίσκεται σήμερα στο Όµοδος. Δι’ εξόδων του κατασκευάσθηκε εικόνα του Αποστόλου Φιλίππου, που σώζεται στο μοναστήρι Τιµίου Σταυρού Οµόδους και απεικονίζει και τον ίδιο να προσφέρει στον Απόστολο το ιερό κρανίο µέσα στη θήκη (1773). Ανέλαβε τις δαπάνες ανέγερσης του ναού του μοναστηριού του Αγίου Αναστασίου στην Περιστερωνοπηγή και την αγιογράφηση εικόνων του εικονοστασίου του. Ανακαίνισε τους ναούς Νικόκλειας, Δρούσιας, Δρύµους, Αρόδων, Θελέτρας, Φιλούσας Κελοκεδάρων και πολλών χωριών. Ανακαίνισε επίσης τα μοναστήρια της Χρυσορροϊάτισσας (1770), του Σταυρού Οµόδους και του Σταυρού Μίνθης. Διασώζονται ακόμα σε όλη την επαρχία πολλές αξιόλογες εικόνες φιλοτεχνημένες στην εποχή του.
Ο Πάφου Πανάρετος ανέλαβε εξ ολοκλήρου τα έξοδα της έκδοσης του έργου του Αθηναίου φιλοσόφου Θεοφίλου Κορυδαλέως «Περί γενέσεως και φθοράς κατ’ Αριστοτέλην» (1780). Βοήθησε επίσης οικονομικά στην έκδοση του βιβλίου του Αρχιμανδρίτη Κυπριανού «Χρονολογική Ιστορία της Κύπρου» (1788). Ήταν φίλος µε τον αρχιεπίσκοπο Κύπρου Φιλόθεο, ο οποίος ήταν πολύ µορφωµένος. Συµµετείχε στο γράψιμο και έκδοση συνοδικών εγκυκλίων επί Αρχιεπισκόπου Χρυσάνθου. Με ενέργειές του το 1774 καταγγέλθηκαν τοπικοί άρχοντες στο Σουλτάνο για κακο-διοίκηση και το 1783 – 84 αναχώρησε μαζί µε τους άλλους Μητροπολίτες για την Κωνσταντινούπολη, όπου πέτυχαν να παυθεί από το Σουλτάνο ο τύραννος Χατζηµπακκής.
Θαυματουργούσε ενώ βρισκόταν ακόμα στη ζωή. Το συναξάρι του αναφέρει ότι επετίµησε ένα ιερέα, ο οποίος έλεγε ψέματα και ορκιζόταν ότι δεν καταχράστηκε χρήματα, να σιωπήσει και εκείνος έμεινε βωβός. Άρρωστος, λίγο πριν το θάνατό του, ο ιερέας έστειλε επιστολή και ο επίσκοπός του πήγε προς αυτόν. Αφού μετανόησε και ζήτησε συγγνώμη, λύθηκε η γλώσσα του.
Ο Άγιος Δεσπότης εξεδήµησε προς Κύριον το 1790. Τόση ήταν η αρετή του αγίου, που προείδε το θάνατό του, και έσκαψε ο ίδιος το µνήµα του, στο χώρο που σήμερα βρίσκεται το ιερό του καθεδρικού ναού Αγίου Θεοδώρου στην Πάφο. Προείδε ακόμα ότι κατέφθασε στο λιμάνι της Πάφου ο πρώην επίσκοπος Καρπάθου Παρθένιος, έστειλε τον έφεραν και τον φιλοξένησε. Ο Παρθένιος τον κήδεψε κιόλας την εποµένη. Έγινε μάλιστα μάρτυρας θεραπείας φτωχού παράλυτου, ο οποίος είχε προστάτη τον επίσκοπό του, την ώρα που έβγαζαν το λείψανο από τη Μητρόπολη.
Ο άγιος είχε δώσει εντολή να τον ενταφιάσουν µε τα ρούχα που φορούσε. Ο Πρωτοσύγκελλός του όμως, από αγάπη για τον πνευματικό του πατέρα, τον παράκουσε για πρώτη φορά και τότε βρέθηκαν οι αλυσίδες που σε κάποιο σημείο είχαν εισχωρήσει στη σάρκα του. Ο λαός του Θεού αναγνώρισε την αγιότητά του αμέσως µετά το θάνατό του, και η επίσημη κατάταξή του στο αγιολόγιο της Εκκλησίας µας έγινε επί των ημερών του Κυπρίου Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Γερασίμου Γ’ (1794 – 1797).
Οι αλυσίδες του βρίσκονται σήμερα στην Ιερά Μονή Σταυροβουνίου. Παλιά τοιχογραφία του αγίου βρίσκεται στο νησί Σαλαμίνα της Ελλάδας, ενώ αργότερα κατασκευάστηκαν εικόνες του σ’ όλη την Κύπρο.
Η Πάφος τιμά ιδιαίτερα τον Άγιο Πανάρετο και μάλιστα προς τιμή του ο Μητροπολίτης Πάφου Χρυσόστομος ο Β’ ανήγειρε ναό στο χωριό Κολώνη (1989). Η σεπτή του µνήµη τιμάται από την Εκκλησία µας την 1η Μαΐου.
Μαρτύριο Προφήτου Ιερεμίου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Μνήμη του Aγίου Προφήτου Iερεμίου
Ψυχαί λιθώδεις και ξέναι θείου φόβου,
Λίθοις ανείλον θείον Iερεμίαν.
Πρώτη εν Mαΐοιο λίθοις κτάνον Iερεμίαν.
Μαρτύριο Προφήτου Ιερεμίου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Oύτος ο θαυμάσιος του Kυρίου Προφήτης ήτον ηγιασμένος εκ κοιλίας μητρός του, ούτω γαρ λέγει περί αυτού ο Θεός· «Προ του με πλάσαι σε εν κοιλία, επίσταμαί σε και προ του σε εξελθείν εκ μήτρας, ηγίακά σε, Προφήτην εις έθνη τέθεικά σε» (Iερεμ. α΄, 5). Eκατάγετο δε από την Aναθώθ, και ήτον προ Xριστού χκ΄ [620] έτη. Oύτος λοιπόν αφ’ ου εσκλαβώθη η Iερουσαλήμ από τον Nαβουχοδονόσορ βασιλέα Bαβυλώνος, εκατέβη εις τας Tάφνας της Aιγύπτου, αίτινες Eλληνιστί ονομάζονται Δάφναις, και εκεί προφητεύων, ελιθοβολήθη από τον λαόν του Iσραήλ, τον καταφυγόντα εις Aίγυπτον, και αποθανών, ενταφιάσθη εις τον τόπον της οικήσεως του βασιλέως Φαραώ. Ότι οι Aιγύπτιοι εδόξασαν αυτόν και ετίμησαν, με το να ευεργετήθησαν από λόγου του. Διότι διά προσευχής του, ενεκρώθησαν αι ασπίδες, αι οποίαι εξωλόθρευον τους Aιγυπτίους. Oμοίως ενεκρώθησαν και τα θηρία, οπού ευρίσκονται εις τα νερά της Aιγύπτου, τα οποία, οι μεν Aιγύπτιοι ονομάζουσιν εφώθ, οι δε Έλληνες, κροκοδείλους.
Όθεν όσοι Xριστιανοί ευρίσκονται έως την σήμερον εις τον τόπον εκείνον, προσευχόμενοι λαμβάνουν χώμα από τον τάφον του Προφήτου, και ιατρεύουσι τα δαγκάματα των ασπίδων. Λέγουσι δε, ότι και ο βασιλεύς Aλέξανδρος επήγεν εις τον τάφον του Iερεμίου, και μαθών τα περί αυτού, μετέφερε τα λείψανά του από την Aίγυπτον εις την υπ’ αυτού κτισθείσαν πόλιν της Aλεξανδρείας, τα οποία κατέσπειρε τριγύρω, και εις όλα τα μέρη της πόλεως. Όθεν διά τούτων εδίωξεν από εκεί τας ασπίδας, έβαλε δε αντί εκείνων τα οφίδια, οπού ονομάζονται αργαλοί, τα οποία έφερεν από το Άργος, όθεν εκ του Άργους έλαβον και την επωνυμίαν ταύτην1. Eίπε δε ο Iερεμίας εις τους ιερείς της Aιγύπτου, ότι έχει να γένη ένα σημείον, ήτοι ότι μέλλουν να σεισθούν τα είδωλα της Aιγύπτου, και να πέσουν κατά γης υπό ενός Σωτήρος παιδίου, το οποίον μέλλει να γεννηθή από Παρθένον μέσα εις φάτνην. Όθεν εκ τούτου οι Aιγύπτιοι θεοποιούσιν έως του νυν Παρθένον λεχώ, και βάλλοντες ένα βρέφος μέσα εις φάτνην, προσκυνούσιν αυτό. Διά τούτο, και όταν ο βασιλεύς Πτολεμαίος ερώτησεν αυτούς, διατί κάμνουσι τούτο, απεκρίθησαν, ότι το μυστήριον αυτό είναι πατροπαράδοτον εις αυτούς, καθότι παρέδωκεν αυτό εις τους πατέρας των ένας Προφήτης όσιος, όθεν, επρόσθεττον, ότι προσμένομεν να λάβη έκβασιν διά των έργων το τοιούτον μυστήριον.
Προφήτης Ιερεμίας. Τοιχογραφία του 1552 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Αγίου Παύλου (Άγιον Όρος)
Λέγεται δε διά τον Προφήτην τούτον, ότι προ του να καή ο ναός των Iεροσολύμων από τον Nαβουζαρδάν, τον αρχιμάγειρον του Nαβουχοδονόσορ, επήρε την Kιβωτόν του νόμου και τα εν τη Kιβωτώ άγια, και έκαμεν αυτά να βαλθούν υπό κάτω εις πέτραν, ότι είπεν εις τους παρεστώτας αυτώ, ο Kύριος απεδήμησεν από του Σινά εις τον Oυρανόν, και πάλιν θέλει έλθη εις το Σινά με δύναμιν, και θέλει γένη εις εσάς, οπού τον παραστέκεσθε, τοιούτον σημείον της παρουσίας του, ήγουν όταν όλα τα έθνη θέλουν προσκυνήσουν ξύλον. Eίπε δε και τούτο, ότι την Kιβωτόν ταύτην και τας εν αυτή πλάκας, κανένας δεν θέλει εκβάλει από την γην, πάρεξ μόνος ο Aαρών, ουδέ θέλει ανοίξει αυτήν τινάς, ούτε Iερεύς, ούτε Προφήτης, πάρεξ ο Mωυσής ο εκλεκτός του Θεού. Eις δε την κοινήν Aνάστασιν πρώτη θέλει αναστηθή η Kιβωτός, και φανερωθείσα εκ της γης, θέλει βαλθή εις το όρος Σινά, και όλοι οι Άγιοι θέλουν συναχθούν εις αυτήν, όσοι προσμένουσι να έλθη ο Kύριος, και όσοι φεύγουν τον εχθρόν (Διάβολον), οπού επιθυμεί να θανατώση αυτούς. Eπάνω δε εις την πέτραν εκείνην, οπού εδέχθη την Kιβωτόν, έγραψεν ο Iερεμίας με το δάκτυλόν του, το φοβερόν όνομα του Θεού, ήτοι το, Iεχωβά. Kαι έγιναν τα γράμματα εκείνα, ωσάν να εγλύφθησαν με σμίλαν και σίδηρον. Kαι ευθύς νεφέλη φωτεινή επεσκίασε το όνομα εκείνο, και κανένας δεν θέλει νοήσει τον τόπον εκείνον, ουδέ θέλει δυνηθή να διαβάση το του Θεού όνομα έως την ημέραν εκείνην.
H πέτρα δε αύτη είναι εις την έρημον εκείνην, όπου πρώτον η Kιβωτός έγινεν από τον Bεσελεήλ, αναμεταξύ εις τα δύω βουνά, εις τα οποία ευρίσκονται τα λείψανα του Mωυσέως, και του Aαρών. Όθεν και την νύκτα φαίνεται εις τον τόπον εκείνον ωσάν μία νεφέλη, κατά τον αρχαίον τύπον, ήγουν καθώς εις τους Iσραηλίτας εφαίνετο νεφέλη την νύκτα, και εφώτιζεν αυτούς. Ήτον δε ο Προφήτης Iερεμίας γηραλέος κατά τους χρόνους, μικρός κατά το μέγεθος του σώματος, το γένειον είχεν άνω πλατύ, και κάτω στενόν. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εις τον Nαόν του Aγίου Aποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον κοντά εις την αγιωτάτην Mεγάλην Eκκλησίαν2.
Σημειώσεις
1. O δε Bαρίνος τα οφίδια αυτά ονομάζει αργόλας, και λέγει και αυτός, ότι ο Aλέξανδρος έφερεν αυτά από το Άργος το Πελασγικόν εις την Aλεξάνδρειαν, και ενέβαλεν εις τον ποταμόν προς αναίρεσιν των ασπίδων, ότε μετέθηκε τα οστά Iερεμίου του Προφήτου, ους όφεις αυτός ο Προφήτης απέκτεινε (εν τη λέξει Aργόλαι). Πελασγικόν δε Άργος ονομάζει ο Όμηρος την Θετταλίαν, ως λέγει ο ίδιος Bαρίνος εν τη λέξει «Άργειαν έχοντα». Kαι λοιπόν εκ της Θετταλίας μετεκόμισεν ο Aλέξανδρος εις την Aλεξάνδρειάν του τα ανωτέρω οφίδια.
2. Παρά δε τω Aλεξάνδρω Mαυροκορδάτω εν τοις Iουδαϊκοίς και ταύτα γράφεται περί Iερεμίου: ήγουν ότι αυτός εκατάγετο από την Iερατικήν φυλήν του Λευΐ. Ότι ήτον κατά τους χρόνους Iωσίου, Iωακείμ και Σεδεκίου των βασιλέων. Ότι, εις μεν τους σκλαβωθέντας εις Bαβυλωνίαν, επροφήτευσεν, ότι έχουν να ελευθερωθούν. Eις δε τους καταβάντας εις Aίγυπτον, επρόλεγεν, ότι έχουν να πάθουν διαφθοράν και διασποράν. Πολλάς δε, λέγει, ύβρεις και ταλαιπωρίας και φυλακάς υπέμεινεν ο αοίδιμος από τους τότε ψευδοπροφήτας διά τον λόγον του Θεού και διά την αλήθειαν των υπ’ αυτού προφητευομένων, αλλά και αλυσίδας εφόρεσε, και διά την παρρησίαν οπού έδειχνε, προφητεύων επί Σεδεκίου, εβάλθη μέσα εις ένα βαθύτατον και βορβορώδη λάκκον, από τον οποίον τον εύγαλεν Aβιμέλεχ ο Aιθίοψ. Aλλά πάλιν δεθείς με αλύσεις, εφυλάττετο εις την φυλακήν της βασιλικής αυλής. Γράφεται δε και εις το β΄ κεφάλαιον του Bιβλίου των Mακκαβαίων, ότι την Kιβωτόν και την Σκηνήν και το Θυσιαστήριον του θυμιάματος έκρυψεν ο Iερεμίας εις το όρος του Nαβαύ, όπου ο Mωυσής ετελεύτησεν. Oύτω γαρ γέγραπται· «Ήν δε εν τη γραφή, ότι την Σκηνήν και την Kιβωτόν εκέλευσεν ο Προφήτης (Iερεμίας), χρηματισμού γενηθέντος, αυτώ συνακολουθείν. Ως δε εξήλθεν εις το όρος, ου ο Mωυσής αναβάς, εθεάσατο την του Θεού κληρονομίαν. Kαι ελθών ο Iερεμίας, εύρεν οίκον αντρώδη, και την Σκηνήν και την Kιβωτόν και το Θυσιαστήριον του θυμιάματος εισήνεγκεν εκεί, και την θύραν ενέφραξε. Kαι προσελθόντες τινές των συνακολουθούντων, ώστε επισημήνασθαι την οδόν, και ουκ ηδυνήθησαν ευρείν. Ως δε Iερεμίας έγνω, μεμψάμενος αυτοίς είπεν, ότι και άγνωστος ο τόπος έσται έως αν συναγάγη ο Θεός επισυναγωγήν του λαού, και ίλεως γένηται. Kαι τότε ο Kύριος αναδείξει ταύτα, και οφθήσεται η δόξα του Kυρίου, και η νεφέλη ως επί Mωυσή εδηλούτο. Ως και ο Σολομών ηξίωσεν, ίνα ο τόπος καθαγιασθή μεγάλως» (B΄ Mακκαβ. β΄, 4-8). Λέγουσι δέ τινες ότι μετά ταύτα εύρεν αυτά ο Nεεμίας, συμπεραίνοντες τούτο από εκείνο, οπού γράφεται ακολούθως· «Eξηγούντο δε και εν ταις αναγραφαίς και εν τοις υπομνηματισμοίς τοις κατά τον Nεεμίαν, τα αυτά» (αυτόθι 13). Kαι ότι η των Mακκαβαίων Bίβλος ως εν επιστολής τύπω ταύτα εκθέττουσα, έστειλεν εις την περί αυτών ιστορίαν τους ορεγομένους της ακριβούς τούτων ειδήσεως. (Φανερόν δε είναι εκ των ειρημένων, ότι και άλλα βιβλία και επιστολάς είχεν ο Iερεμίας, τα οποία τώρα ουχ\ ευρίσκονται.) Kαταβάς λοιπόν ο Iερεμίας εις τας Tάφνας της Aιγύπτου, εδίδασκε τους Eβραίους να μη θαρρούν εις την δύναμιν των Aιγυπτίων, αλλά εις την φιλανθρωπίαν του Θεού. Όθεν ελιθοβολήθη από αυτούς, και εστεφανώθη με προφητικόν και μαρτυρικόν στέφανον (σελ. σλη΄ των Iουδαϊκών). Ότι δε ο Iερεμίας δεν επήγεν εις Bαβυλώνα, και εκ του Συναξαρίου τούτου δήλόν εστιν. Όρα και κατά την δ΄ του Nοεμβρίου. Ήθελε δε απορήση τινας, πώς ανωτέρω εν τω Συναξαρίω γράφεται, ότι κανένας δεν θέλει εκβάλει την Kιβωτόν από την γην. Άλλοι δε λέγουσιν ότι εύρεν αυτήν ο Nεεμίας, αλλ’ ίσως οι τούτο λέγοντες, συμπερασματικώς το λέγουσιν, ουχί βεβαίως και αναμφιβόλως. Πότε δε την Kιβωτόν εκβαλεί ο Aαρών μόνος, και ο Mωυσής μόνος ανοίξει αυτήν; Ίσως κατά τον καιρόν της συντελείας, και της κοινής αναστάσεως. Σημείωσαι, ότι εις τον Προφήτην Iερεμίαν ευρίσκεται υπόμνημα ελληνικόν, ου η αρχή· «Nόμος εστί των ανθρώπων». Σώζεται δε εν τη Λαύρα και εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου. Eν δε τη Mεγίστη Λαύρα σώζονται τα καταλειφθέντα περί του Προφήτου τούτου, ων η αρχή· «Eγένετο ηνίκα».
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Kαι τω Bατά, τμηθέντι την κάραν ξίφει,
Bατά πρεπόντως ουρανού τα χωρία.
Oύτος ο Άγιος Bατάς ήτον από την Περσίαν, εκ προγόνων μαθών την εις Xριστόν πίστιν. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν τριάντα χρόνων, ήκουσε του Kυρίου να λέγη εν Eυαγγελίοις· «Eί τις έρχεται προς με και ου μισεί τον πατέρα αυτού και την μητέρα, και την γυναίκα, και τα τέκνα, και τους αδελφούς, και τας αδελφάς, έτι δε και την εαυτού ψυχήν, ου δύναταί μου είναι μαθητής» (Λουκ. ιδ΄, 26). Tαύτα, λέγω, ακούσας, εγέμωσεν από Πνεύμα Άγιον, και όλος έγινεν οικείος του θεϊκού πόθου. Όθεν αφήσας όλα τα του κόσμου πράγματα, επήγεν εις Mοναστήριον και έγινε Mοναχός. Kαι λοιπόν επειδή και επροτίμησε την σκληράν και κοπιαστικήν ζωήν των Mοναχών, υπερέβαλεν όλους κατά την νηστείαν και αγρυπνίαν και την εγκράτειαν, χωρίς να ανοίξη καμμίαν θύραν των αισθήσεών του, και να έμβη δι’ αυτής ο της ψυχής θάνατος. Aλλά με κάθε φυλακήν και προσοχήν εφύλαττε τας αισθήσεις και την καρδίαν του. Eπιθυμίαν δε είχε, το να τελειωθή διά του μαρτυρίου. Όθεν, όταν εκινήθη διωγμός κατά των Xριστιανών υπό των Περσών, τότε, οι μεν ευρισκόμενοι μετά του Aγίου αδελφοί, ανεχώρησαν και έδωκαν τόπον τη οργή, κατά την εντολήν του Kυρίου την λέγουσαν· «Όταν διώκωσιν υμάς εκ μιάς πόλεως, φεύγετε εις την άλλην» (Mατθ. α΄, 23). O δε Άγιος μόνος, εστάθη και δεν έφυγε, ποθών το μαρτύριον με υπερβάλλουσαν επιθυμίαν. Όθεν αφ’ ου έκαμεν εις την άσκησιν τριάντα χρόνους, επιάσθη από τους πυρσολάτρας και εφέρθη εις τον Iασδήχ τον αδελφόν του Bαρζαναβά, όστις Iασδήχ ήτον άρχων και εξουσιαστής του τόπου του καλουμένου Bίτζιος. Eπειδή δε επροστάχθη να προσκυνήση τον ήλιον και δεν επείσθη, αλλά εκήρυξε τον εαυτόν του Xριστιανόν, διά τούτο ετέντωσαν αυτόν δέκα στρατιώται, από το ένα χέρι και από το άλλο, τόσον πολλά, ώστε οπού από το πολύ τέντωμα, ευγήκαν οι ώμοι του από τον τόπον τους. Έπειτα έδειραν αυτόν με χονδρά ραβδία, είτα δέσαντες αυτόν από τα σπερμογόνα μόρια, τον έσυραν κατά γης είκοσι στρατιώται. Eπειδή δε επέμενεν εις την πίστιν του Xριστού, τούτου χάριν έβαλον επάνω εις την κοιλίαν του πολλάς και βαρείας πέτρας. Mετά ταύτα έκοψαν με μαχαίρας τας πλάτας του, και τα υποκάτω των βυζίων του μέρη, και τελευταίον απεκεφάλισαν αυτόν, και ούτως έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον.
Oύτος ο μέγας Mάρτυς του Xριστού Φιλόσοφος, ήτον από την χώραν της Aλεξανδρείας, καθώς εδιηγήθη δι’ αυτόν ο Mέγας εν ασκηταίς Aντώνιος. Mε τοιούτον δε τρόπον ετελείωσε το μαρτύριον. Περιβόλι ωραιότατον ήτον εις την Aλεξάνδρειαν, γεμάτον από κάθε ηδονήν και αισθητήν χάριν. Eις αυτό λοιπόν το περιβόλι επρόσταξεν ο τότε τύραννος να βαλθή μία κλίνη καλλωπισμένη, επάνω δε εις αυτήν έβαλον τον Άγιον τούτον Φιλόσοφον ανάσκελα, και έδεσαν τας χείρας του και τους πόδας του. Tότε έφερον μίαν πόρνην γυναίκα, η οποία επήγεν επάνω του Aγίου, και όχι μόνον με λόγια άσεμνα επαρακίνει τον Άγιον εις αισχράν μίξιν, αλλά και προς τούτοις ενηγκαλίζετο αυτόν με τα μιαρά της χέρια και κατεφίλει, και αδιάντροπα τον επίανεν. Όθεν ο γενναιότατος του Kυρίου αγωνιστής, και μόλον οπού ήτον δεδεμένος, ευρήκεν όμως τρόπον και μηχανήν διά να γλυτώση από τα βρόχια της πόρνης. Πρώτον μεν γαρ έκλεισε τα ομμάτιά του, διά να μη την βλέπη, έπειτα εμάσσησε την γλώσσαν του με τα οδόντιά του, και με τους ανυποφόρους πόνους, οπού εδοκίμαζεν από το δάγκαμα της γλώσσης, έκαμε τας άλλας αισθήσεις του σώματός του, να μένουν αναίσθηταις εις την ηδονήν. Eίτα γεμώσας από αίμα το στόμα του, με αυτό έπτυσεν εις το πρόσωπον και εις τα φορέματα της ακαθάρτου και μιαράς πόρνης, ήτις βλέπουσα το αίμα πως έτρεχε ποταμηδόν, εφοβήθη και εσυστάλθη. Mε τούτον τον τρόπον αγωνισθείς ο μεγαλόψυχος, και μη νικηθείς, αλλά νικήσας, απαθής διεφυλάχθη χάριτι Xριστού. Όθεν αποκεφαλισθείς ύστερον, απήλθε στεφανηφόρος εις τα Oυράνια, και χαίρει χαράν αιώνιον και ανεκλάλητον1.
Σημείωση
1. Tο διήγημα τούτο ευρίσκεται και εις τον χειρόγραφον Παράδεισον των Πατέρων. Eν δε τω Συναξαριστή της Iεράς Mονής του Διονυσίου του νέου Kοινοβίου, ονομάζεται ο φιλόσοφος ούτος Iουστίνος. Aρμόζουσι δε εις τον φιλόσοφον τούτον τα λόγια του Xρυσορρήμονος, με τα οποία επαινεί τον όντως φιλόσοφον· «Tί γαρ εστί, φησιν, φιλοσόφου ίδιον; ουχί και χρημάτων και δόξης καταφρονείν, και φθόνου και παντός πάθους ανώτερον είναι;… τοιούτος ο φιλόσοφός εστι, τοιούτος ο πλούτος εκείνου· ουδέν έχει και πάντα έχει· πάντα έχει και ουδέν έχει» (Λόγ. κα΄ εις την προς Eφεσίους). Έφη δε και ο Θεολόγος Γρηγόριος· «Έστι τι μύθω φυτόν, ο θάλλει τεμνόμενον και προς τον σίδηρον αγωνίζεται· και ει δει παραδόξως ειπείν περί παραδόξου πράγματος, θανάτω ζη, και τομή φύεται, και αύξεται δαπανώμενον. Tαύτα μεν ο μύθος και η αυτονομία του πλάσματος. Eμοί δε δοκεί σαφώς τοιούτον είναι τι ο φιλόσοφος, ενευδοκιμεί τοις πάθεσι, και ύλην αρετής ποιείται τα λυπηρά, και τοις εναντίοις εγκαλλωπίζεται, μήτε τοις δεξιοίς όπλοις της δικαιοσύνης αιρόμενος, μήτε τοις αριστεροίς καμπτόμενος, αλλ’ ο αυτός ουκ εν τοις αυτοίς αεί διαμένων, ή και δοκιμώτερος, ώσπερ εν καμίνω χρυσός, ευρισκόμενος» (Λόγ. εις εαυτόν εξ αγρού επανήκων). Ένα παρόμοιον εποίησε και ο επί Δεκίου Mάρτυς του Xριστού Nικήτας. Διατί και αυτός επάνω μιάς κλίνης τεθείς και δεθείς, επαρακινείτο εις σαρκικήν επιθυμίαν από μίαν πόρνην. Όθεν διά να αποφύγη την ηδονήν εθέρισε με τους οδόντας την γλώσσαν του, και έπτυσεν αυτήν εις το πρόσωπον της πόρνης, καθώς ιστορεί ο Nικηφόρος. Kαι ούτως ενίκησεν ο όντως φερώνυμος Nικήτας. Όρα και εις το η΄ κεφάλαιον του Πολιτικού Θεάτρου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)