Αρχική Blog Σελίδα 47

Τά προφητικά λόγια τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ γιά τά ἔσχατα χρόνια πού ζοῦμε (Μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου)

Μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης (20/4/1907 - 28/8/2010)
Tου μακαριστού Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
 
Μακαριστός Μητροπολίτης Φλωρίνης, Πρεσπών και Εορδαίας Αυγουστίνος Καντιώτης (1907 – 2010)
 
~ Θὰ προσπαθήσω, ἀγαπητοί μου, νὰ μιλήσω ἁπλᾶ, ὥστε νὰ μὲ καταλάβῃ κ᾽ ἕνα παιδί.
 
Τὰ θέματα εἶνε πολλά. Ἀπ᾿ ὅλα τὰ θέματα δια­λέγω, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ, νὰ σᾶς μιλήσω γιὰ μερικὲς μόνο ἀπὸ τὶς προφητεῖες τοῦ ἁγίου.
 
*****
 
Ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἀδελφοί μου, ὅσα γράμ­ματα κι ἂν μάθουμε, δὲν ξέρουμε τί θὰ γίνῃ ὕ­στερα ἀπὸ μιὰ ὥρα· εἴμαστε σὰν τοὺς τυφλο­πόντικες, δὲν βλέπουμε πιὸ πέρα. Ὁ ἅγιος Κο­σμᾶς εἶχε μάτια πνευματικά. Πετοῦσε ψηλά, ἔβλεπε μακριὰ σὰν ἀετός, καὶ προεῖδε πράγμα­­τα, ποὺ ἔγιναν ὕστερα ἀπὸ 100 – 200 χρόνια, πρά­γματα ποὺ γίνον­ται στὶς ἡμέρες μας. Ἦ­ταν πράγματι ἅγιος μὲ χάρισμα προφητικό.
 
Προεῖδε ὅτι θὰ ᾿ρθοῦν ἡμέρες δύσκολες, ὅ­τι θὰ ᾿ρθῇ μεγάλο κακὸ στὸν κόσμο. Καὶ ποιό εἶνε αὐτὸ τὸ μεγάλο κακό· ὅτι οἱ ἄνθρωποι θὰ πάψουν νὰ ἀγαποῦν τὸ Θεό. Καὶ πῶς θὰ γίνῃ αὐτό, πῶς οἱ ἄνθρωποι θὰ φύγουν ἀπὸ τὸ Θεό; ποιά θὰ εἶνε ἡ αἰτία;
 
Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς

Τὸ λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς· «Τὸ κακὸ θὰ σᾶς ἔρ­­­θῃ ἀπὸ τοὺς διαβασμένους» (ἐπισκ. Αὐγ. Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ᾽Αθῆναι 201331, πρ. 54, σ. 308), ἀπὸ τὰ ἄθεα γράμματα. Καὶ τὸ εἴδαμε αὐτό. Δὲν κατηγορῶ τὰ σχολεῖα, ἀλλὰ μερικοὶ μάθαιναν λίγα γράμμα­τα καὶ κατόπιν γύριζαν στὰ χωριὰ κι ἄνοιγαν τὸ στόμα τους κ᾽ ἔλεγαν πὼς δὲν ὑπάρχει Θεὸς καὶ πὼς αὐ­τὸ τὸ ἀπέδειξε τάχα ἡ ἐπιστήμη. Μεγά­λο ψέμα. Οἱ ἀληθινοὶ ἐπιστήμονες πιστεύουν στὸ Θεό. Κάθε σπίτι ἔχει τὸν κατασκευα­στή του, καὶ τὸ μεγάλο αὐτὸ σπίτι τοῦ σύμπαντος τὸ κατασκεύασε ὁ Θεός· «Πᾶς οἶκος κατασκευά­ζεται ὑπό τινος, ὁ δὲ τὰ πάντα κατασκευάσας Θεός», λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος (Ἑβρ. 3,4).

 
 Εἶπε ἀκόμη ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὅτι θὰ ᾽ρθῇ μεγά­λη πεῖνα· τέτοια πεῖνα, ποὺ γιὰ μιὰ φούχτα ἀλεύρι θὰ δίνῃς μιὰ φού­χτα χρυσάφι. «Μιὰ χού­­φτα μάλαμα μιὰ χούφτα ἀλεύρι» (ἔ.ἀ. πρ. 40, σ. 306). «Λυπη­ρὸν εἶνε νὰ σᾶς τὸ εἰπῶ· σήμε­ρον αὔ­ρι­ον καρτεροῦμεν δίψες, πεῖνες μεγά­λες ποὺ νὰ δίδωμεν χιλιάδες φλουριὰ καὶ νὰ μὴν εὑρίσκω­μεν ὀλίγον ψωμί» (ἔ.ἀ. πρ. 75, σ. 312). «Ἂν βρίσκουν στὸ δρόμο ἀσήμι, δὲν θὰ σκύβουν νὰ τὸ πάρουν· γιὰ ἕνα ὅμως ἀστάχυ θὰ σκοτώνωνται ποιός νὰ τὸ πρωτοπάρῃ…» (πρ. 53, σ. 308). Καὶ τὰ εἴ­δαμε αὐτά, ἀδέρφια μου, στὰ χρόνια τῆς Κατο­χῆς· ἐγὼ εἶδα παιδὶ στὴν Κοζάνη, στὴν Ἑ­στία τῶν σισσιτίων, νὰ σαλιώνῃ τὸ δάχτυλο καὶ νὰ σκύβῃ νὰ μαζεύῃ ψίχουλα γιὰ νὰ χορτάσῃ. Πέρασε ἡ ἐποχὴ ἐκείνη, μὰ θὰ εἶμαι ψεύτης ἂν δὲν σᾶς πῶ μιὰ ἀλήθεια· ὅτι θὰ ᾿ρθῇ κάποια πεῖνα στὴν πατρίδα μας χειρότερη ἀπὸ ἐκείνη τῆς Κατοχῆς. Καὶ θυμηθῆτε τὰ λόγια τοῦ ἁ­γίου Κοσμᾶ. Καλότυχοι δὲν θά ᾽νε αὐτοὶ ποὺ κάθονται στὶς μεγάλες πόλεις –μὴν τοὺς μακα­ρίζετε αὐτούς–, ἀλλὰ ὅσοι θὰ κάθωνται στὴν ὕπαιθρο. Οἱ πόλεις θὰ ἀδειάσουν, θὰ μείνουν ἔ­ρημες, μόνο σκυλιὰ θὰ ἀλυχτᾶνε μέσα στὴ Θεσσαλονίκη καὶ στὴν Ἀ­θήνα.
 
 Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς πρὶν διακόσα χρόνια ἔκανε προφητεῖες γιὰ τὶς ἀνακαλύψεις τῶν ἡμε­ρῶν μας. Τί εἶπε· «Θὰ ᾽ρθῇ καιρὸς ποὺ οἱ ἄνθρω­ποι θὰ ὁμιλοῦν ἀπὸ ἕνα μακρινὸ μέρος σὲ ἄλλο, σὰν νἆνε σὲ πλαγινὰ δωμάτια, π.χ. ἀπὸ τὴν Πό­λι στὴ Ρωσία» (πρ. 119, σ. 318)· ἐννοοῦσε τὰ τηλέφωνα καὶ τὸν ἀσύρματο, ποὺ τότε δὲν ὑπῆρχαν.
 
 Εἶπε ἀκόμα ὁ ἅγιος· «Θὰ δῆτε στὸν κάμπο ἁ­­μάξι χωρὶς ἄλογα νὰ τρέχῃ γρηγορώτερα ἀ­πὸ τὸν λαγό» (πρ. 117, σ. 318)· ἐννοοῦσε τὰ αὐ­τοκίνητα.
 
 Εἶπε ἐπίσης ὁ Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὅτι «Θὰ ἔρ­θῃ καιρὸς ποὺ θὰ διευθύνουν τὸν κόσμο τὰ ἄ­λαλα καὶ τὰ μπάλαλα» (πρ. 44, σ. 307)· τὰ χέρια τῶν ἀνθρώπων δὲν θά ᾿χουν ἀξία, γιατὶ θὰ κυβερ­νοῦν οἱ μηχανές, «τὰ ἄλαλα καὶ τὰ μπάλαλα».
 
 Εἶπε ὅμως καὶ κάτι ἄλλο ὁ ἅγιος Κοσμᾶς· «Θὰ δῆτε νὰ πετᾶνε ἄνθρωποι στὸν οὐρανὸ σὰν μαυροπούλια καὶ νὰ ρίχνουν φωτιὰ στὸν κόσμο…» (πρ. 120, σ. 318-9)· ἐννοοῦσε τὰ πολεμικὰ ἀ­εροπλάνα. Αὐτὰ δὲν γράφτηκαν ἐκ τῶν ὑστέρων· τὰ εἶπε τότε καὶ βγήκανε τώρα.
 
 Σπουδαῖα ἀκόμη εἶνε κι αὐτὰ ποὺ εἶπε γιὰ πολέμους καὶ ἐξοπλισμούς. «Θὰ ἔρ­θῃ καιρὸς ποὺ θὰ φέρῃ γῦρες ὁ δι­ά­βολος μὲ τὸ κολοκύθι του» (πρ. 84, σ. 313)· καὶ πράγματι οἱ πύραυλοι καὶ τὰ διαστημόπλοια μοιάζουν μὲ κολοκύθι.
 
 Προφήτευσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, ὅτι θὰ γίνῃ ἕ­νας φοβερὸς πόλεμος, ὁ τελευταῖος, ποὺ «οἱ βράχοι καὶ οἱ λάκκοι θὰ εἶνε γεμᾶτοι κόσμο» (πρ. 73, σ. 312),«γεμᾶτοι φεύγοντας» (πρ. 28, σ. 305).
 
 «Στὴν Πόλι θὰ χυθῇ αἷμα ποὺ τριχρονίτικο δα­­μάλι θὰ πλέξῃ (=πλεύσῃ)» (πρ. 58, σ. 308)· θὰ χυθῇ τόσο αἷμα, ὥστε θὰ κολυμπήσῃ τὸ μοσχάρι, θὰ φτάσῃ μέχρι τὰ χαλινάρια τοῦ ἀλόγου.
 
 Καὶ εἶπε ἀκόμα, ὅτι ἡ γῆ θὰ ἀραιώσῃ. «Μετὰ τὸν πόλεμον οἱ ἄνθρωποι θὰ τρέχουν μισὴ ὥ­ρα δρόμο, γιὰ νὰ βρίσκουν ἄνθρωπο καὶ νὰ τὸν κάμουν ἀδελφό» (πρ. 76, σ. 312). Θὰ σκοτωθοῦν τόσο πολλοὶ ἄνθρωποι, ὥστε θὰ περπατᾷς καὶ δὲν θὰ βρίσκῃς ἄνθρωπο.
 
Μὴ φοβηθῆτε, ἔλεγε στοὺς πιστοὺς ὁ ἅ­γι­ος Κοσμᾶς· στὸ τέλος δὲν θὰ νικήσῃ ὁ διάβο­λος, οἱ κακοὶ ἄνθρωποι θὰ τιμωρηθοῦν· θὰ νικήσῃ ὁ Χριστὸς καὶ αὐτὸς θὰ βασιλεύσῃ στὴ γῆ.
 
Κάπου ἔξω ἀπ᾽ τὰ Γιάννενα ὁ ἅγιος Κοσμᾶς συνάντησε ἕνα παιδὶ 17 – 18 χρονῶν ποὺ ἔ­βοσκε πρόβατα. Πλησίασε τὸν ἅγιο καὶ τοῦ λέει· –Δὲ μοῦ λές, παππούλη, τί θὰ γίνω ἐ­­γώ; Τὸν κοίτα­ξε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς, τὸν ζύ­γισε, καὶ τοῦ λέει· –«Θὰ γίνῃς μεγάλος ἄν­θρω­πος… Καὶ στὴν Πόλι θὰ πᾷς, μὰ μὲ κόκκινα γέ­νεια» (πρ. 115, σ. 317). Τὸ παιδὶ αὐτὸ ἦταν ὁ Ἀλῆ πα­σᾶς. Μεγάλωσε, ἔ­φυγε ἀπὸ τὰ βουνά, πῆγε κάτω, ἔγινε πασᾶς· τυράννησε, ἔσφαξε, ἔπνιξε, ἀτίμασε, ἔβαψε τὰ χέρια του στὸ αἷμα. Ἀ­πέ­κτησε πλοῦτο, γέμι­σε πιθάρια χρυσάφι, ἔ­κανε κάστρο στὸ νησὶ τῶν Ἰωαννίνων. Ἔγινε θηρίο μεγάλο, ὑπερηφανεύ­τηκε, ἕως ὅ­του ἐ­παναστάτησε κ᾽ ἐναντίον τοῦ σουλτά­­νου. Κι ὁ σουλτᾶνος διέταξε τὰ στρατεύματά του, τὸν πολέμησαν, τὸν ἔπιασαν, τὸν σκότωσαν, καὶ τοὺς εἶπε νὰ πᾶνε τὸ κεφάλι του κομμένο στὴν Πόλι. Τό ᾽βαλαν αἱμόφυρτο πάνω σ᾿ ἕ­να πάσσαλο νὰ τὸ βλέπῃ ὁ κόσμος, τὸ πέρασαν ἀπὸ τὰ Γιάννενα καὶ ἄλ­λες πολιτεῖες, καὶ τέλος ἔφτασε στὴν Πόλι μὲ κόκκινα τὰ γένεια. Ἔτσι καὶ αὐτὸς ὁ προφητι­κὸς λόγος τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ ἔγινε πραγματικότης.
 
 Εἶπε ἀκόμα ὁ ἅγιος κι αὐτὴ τὴν προφητεία· «Μετὰ τὸ γενικὸ πόλεμο θὰ ζήσῃ ὁ λύκος μὲ τ᾽ ἀρνί» (πρ. 60, σ. 308). Εἶνε ποτὲ δυνατὸν νὰ βοσκή­σῃ λύκος μὲ ἀρνὶ καὶ νὰ μὴν τὸ φάῃ; Τί ἐννοοῦσε ὁ ἅγιος Κοσμᾶς; Ὑπάρχουν δύο λογιῶν λύκοι. Ὑπάρχει ὁ λύκος ποὺ ξέρετε, στὰ βουνά· ὑπάρ­χει ὅμως κ᾽ ἕνας ἄλλος λύκος, ὁ κακὸς καὶ δι­εστραμμένος ἄνθρωπος· ὁ φονιᾶς ποὺ βάφει τὰ χέρια του στὸ αἷμα, αὐτὸς ποὺ παλαμίζει τὸ Εὐαγγέλιο στὰ δικαστήρια, αὐ­τὸς ποὺ βλαστημάει τὰ θεῖα, αὐτὸς ποὺ δὲν πατάει στὴν ἐκ­κλησία, αὐτὸς ποὺ δέρνει τὴ γυ­ναῖκα του καὶ τυ­ραννάει τὰ παιδιά του, ὁ χαρτοπαίκτης, ὁ ἄσω­τος, αὐτὸς ποὺ δὲν ἔχει μέσα του Θεό. Αὐτοὶ εἶνε τὰ θηρία τὰ μεγάλα· μὰ θὰ ᾿ρθῇ μέρα ποὺ κι αὐτοὶ θὰ γονατίσουν μπροστὰ στὸ Χριστό, ὅλοι αὐτοὶ οἱ λύκοι θὰ γίνουν ἀρνιά, καὶ ὅλος ὁ κόσμος θὰ γίνῃ ἕνα μαντρὶ μεγάλο μὲ πρόβα­τα ἥμερα, ποὺ θά ᾽χουν ἕνα ποιμένα, τὸ Χριστό.
 
*****
 
Τελειώνοντας, ἀγαπητοί μου, τονίζω δύο πράγματα ποὺ ἀποδίδονται στὸν ἅγιο Κοσμᾶ.
 
 Πρῶτον. Τὸν ρώτησαν κάποτε· –Πότε θὰ γί­νῃ τὸ μεγάλο κακό; Καὶ ἀπήντησε· –Ὅ­ταν θὰ δῆ­τε ν᾽ ἀδειάζουν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ νὰ γεμίζουν οἱ φυλακές. Στὴν τουρκοκρατία, χωρὶς καμπάνες γιατὶ οἱ Τοῦρκοι δὲν ἐ­πέτρε­παν, οἱ Χριστιανοὶ ἔτρεχαν στὴν ἐκκλησία· τώρα χτυπᾶνε καμπάνες μεγάλες, μὰ οἱ ἄνθρωποι δὲν πατᾶνε στὴν ἐκκλησιά, δὲν ὑ­πάρχει παιδὶ νὰ κρατήσῃ τὴ λαμπάδα. Ἄλλος εἶνε ξαπλωμένος στὸ κρεβά­τι του, ἄλλος παίρνει τὸ τουφέκι του καὶ πάει νὰ κυνηγήσῃ, ἄλλος κλείνεται σὲ κέντρα καὶ χαρτοπαίζει, ἄλλος πηγαίνει στὰ χωράφια του, καὶ ἄλλος ἀλλοῦ. Πραγματοποιήθηκε ὁ λόγος· ἄδειασαν οἱ ἐκκλησιὲς καὶ γέμισαν οἱ φυλακές.
 
 Καὶ δεύτερον. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς εἶπε, ὅτι ὁ δι­άβολος θὰ μᾶς κοσκινίσῃ. Θὰ κατεβῇ στὴ γῆ, ὅπως λέει ἡ Ἀποκάλυψις (12,12)· κι ἀπὸ ὥρα σὲ ὥ­ρα περιμένουμε τὸν ἀντίχριστο, ποὺ θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὅλους· τὰ παλάτια καὶ τὸ λαό, τοὺς πλουσίους καὶ τοὺς φτωχούς, τοὺς ἐργοστασιάρχες καὶ τοὺς γεωργούς, τοὺς παπᾶδες καὶ δεσποτάδες καὶ πατριάρχες.
Θὰ μᾶς κοσκινίσῃ ὅλους ὁ διάβολος. Ἀλλά, ἀδέρφια μου, μὴ φοβηθῆτε· ὄχι. Παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶνε ὁ Κύριος! Κι ἂν δὲν πιστεύῃ ἡ μάνα κι ὁ πατέρας σου, κι ἂν μέσ᾽ στὸν κόσμο μεί­νῃς ἕνας, νὰ γονατίζῃς μπροστὰ στὸ Χριστὸ καὶ νὰ λές· «Πιστεύω, Κύριε· βοήθει μου τῇ ἀ­πιστίᾳ» (Μᾶρκ. 9,24). Δὲν θὰ νικήσῃ ὁ διάβολος, δὲν θὰ νικήσουν οἱ αἱρετικοὶ καὶ οἱ ἄθεοι· θὰ νική­σῃ ὁ Χριστός, ποὺ ζῆ καὶ βασιλεύει εἰς τοὺς αἰ­ῶνας, θὰ νικήσῃ ἡ Ὀρθόδοξος Πίστι. Κοντὰ στὸ Χριστό, μικροὶ καὶ μεγάλοι. Στὰ ἅγιά μας χώματα νὰ παλέψουμε ἔναντι τοῦ διαβόλου.
 
Καὶ ὁ Χριστός, εὔχομαι ἐγὼ ὁ ἁμαρτωλός, νὰ σᾶς φυλάῃ. Νὰ φυλάῃ τὸν τόπο σας, τὶς γυ­ναῖκες καὶ τὰ παιδιά σας. Νὰ εἶστε εὐλογημένοι καὶ τρισευλογημένοι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διὰ πρεσβειῶν τῆς ὑπεραγίας Θεοτόκου· ἀμήν.
 
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
 

Ἐπί σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις (Φώτης Κόντογλου)

«Ἐπί σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις»

Ἀμύητοι, ἄπιστοι, ἀκατάνυχτοι, εἴμαστε οἱ πιό πολλοί σήμερα, τώρα πού ἔπρεπε νά προσπέσουμε μέ δάκρυα καυτερά στήν Παναγία καί νά ποῦμε μαζί μέ τό Θεόδωρο Δούκα τό Λάσκαρη, πού σύνθεσε μέ συντριμμένη καρδιά τόν παρακλητικό κανόνα: «Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι ὥσπερ μέλισσαι κηρῖον, Παρθένε». «Σάν τά μελίσσια πού τριγυρίζουνε γύρω στήν κερήθρα, ἔτσι κ’ ἐμένα μέ ζώσανε οἱ ζαλάδες τῆς ζωῆς καί πέσανε ἀπάνω στήν καρδιά μου καί τήν κατατρυπᾶνε μέ τίς φαρμακερές σαΐτες τους. Ἄμποτε, Παναγία μου, νά σέ βρῶ βοηθό, νά μέ γλυτώσεις ἀπό τά βάσανα».

Μά ποιός ἀπό μᾶς γυρεύει βοήθεια ἀπό τήν Παναγία, ἀπό τό Χριστό κι’ ἀπό τούς ἁγίους; Γυρεύουμε βοήθεια ἀπό τό κάθε τί, παρεκτός ἀπό τό Θεό. Ἀλλά τί βοήθεια μποροῦνε νά δώσουνε στόν ἄνθρωπο τά εἴδωλα τά λεγόμενα «ἐπιστήμη» καί «τέχνη»; Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ ἀναχωρητής λέγει: «Σ’ ὅλους τοὺς δρόμους πού πορεύονται οἱ ἄνθρωποι σέ τοῦτον τόν κόσμο δέ βρίσκουν σέ κανένα τήν εἰρήνη, ὥς πού νά σιμώσουμε στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ. Ἀλλοίμονο, οἱ πιό πολλοί ἄνθρωποι εἶναι «οἱ μή ἔχοντες ἐλπίδα», ὅπως λέγει ὁ Παῦλος. Ὅποιος δέν ἔχει τήν πίστη μέσα στήν καρδιά του, τί ἐλπίδα μπορεῖ νάχει; Ὅπου ν’ ἀκουμπήσει ὅλα εἶναι σάπια. Γι’ αὐτό κι’ ὁ ὑμνογράφος πού εἴπαμε, λέγει στήν Παναγία: «Ἀπορήσας ἐκ πάντων, ὀδυνηρῶς κράζω σοι. Πρόφθασον, θερμή προστασία, καί τήν βοήθειαν, δός μοι τῷ δούλῳ σου τῷ ταπεινῷ καί ἀθλίῳ». «Ὅλα, λέγει τά δοκίμασα, μά κανένα πράγμα δέ μπόρεσε νὰ μέ ξαλαφρώσει. Γιά τοῦτο φωνάζω ἐσένα μέ θρῆνο πικρό, καί λέγω: Πρόφτασε καί δῶσε τή βοήθειά σου σέ μένα τόν ταπεινό κι’ ἄθλιο δοῦλο σου».

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ ἐλπίδα τῶν ἀπελπισμένων, ἡ χαρά τῶν πικραμένων, τό ραβδί τῶν τυφλῶν, ἡ ἄγκυρα τῶν θαλασσοδαρμένων, ἡ μάνα τῶν ὀρφανεμένων. Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι πονεμένη θρησκεία, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός καρφώθηκε ἀπάνω στό ξύλο· κ’ ἡ μητέρα του ἡ Παναγία πέρασε κάθε λύπη σέ τοῦτον τόν κόσμο. Γι’ αὐτό καταφεύγουμε σέ κείνη πού τήν εἴπανε οἱ πατεράδες μας: «Καταφυγή»,«Σκέπη τοῦ κόσμου», «Γοργοεπήκοο», «Γρηγοροῦσα»,«Ὀξεία ἀντίληψη»,«Ἐλεοῦσα», «Ὁδηγήτρια», «Παρηγορίτισσα» καί χίλια ἄλλα ὀνόματα, πού δέν βγήκανε ἔτσι ἁπλά ἀπό τά στόματα, ἀλλά ἀπό τίς καρδιές πού πιστεύανε καί πού πονούσανε.

Μονάχα στήν Ἑλλάδα προσκυνεῖται ἡ Παναγία μέ τόν πρεπούμενο τρόπο δηλ. μέ δάκρυα μέ πόνο καί μέ ταπεινή ἀγάπη. Γιατί ἡ Ἑλλάδα εἶναι τόπος πονεμένος, χαροκαμένος, βασανισμένος ἀπό κάθε λογῆς βάσανο. Κι’ ἀπό τούτη τήν αἰτία τό ἔθνος μας στά σκληρά τά χρόνια βρίσκει παρηγοριά καί στήριγμα στά ἁγιασμένα μυστήρια τῆς ὀρθόδοξης θρησκείας μας, καί παραπάνω ἀπό ὅλα στό Σταυρωμένο τό Χριστό καί στή χαροκαμένη μητέρα του, πού πέρασε τήν καρδιά της σπαθί δίκοπο.

Σέ ἄλλες χῶρες τραγουδᾶνε τήν Παναγία μέ τραγούδια κοσμικά, σάν νἆναι καμιά φιληνάδα τους, μά ἐμεῖς τήν ὑμνολογοῦμε μέ κατάνυξη βαθειά, θαρρετά μά μέ συστολή, μέ ἀγάπη μά καί μέ σέβας, σάν μητέρα μας μά καί σάν μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Ἀνοίγουμε τήν καρδιά μας νά τή δεῖ τί ἔχει μέσα καί νά μᾶς συμπονέσει.

Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πικραμένη χαρά τῆς Ὀρθοδοξίας, «τό χαροποιόν πένθος», «ἡ χαρμολύπη» μας, «ὁ ποταμός ὁ γλυκερός τοῦ ἐλέους», «ὁ χρυσοπλοκώτατος πύργος καί ἡ δωδεκάτειχος πόλις». Ἡ ὑμνωδία τῆς ἐκκλησίας μας εἶναι ἕνας παράδεισος, ἕνα μυστικό περιβόλι πού μοσκοβολᾶ ἀπό λογῆς-λογῆς μυρίπνοα ἄνθη, καί τά πιό μυρουδικά, τά πιό ἐξαίσια, εἶναι ἀφιερωμένα στήν Παναγία. Ὅλος ὁ κόσμος θλίβεται μαζί της καί μαζί της χαίρεται μέ μία χαρά πνευματική:«Ἐπί σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις, ἀγγέλων τό σύστημα καί ἀνθρώπων τό γένος, ἡγιασμένε ναέ καί παράδεισε λογικέ, παρθενικόν καύχημα, ἐξ ᾖς Θεός ἐσαρκώθη καί παιδίον γέγονεν ὁ πρό αἰώνων ὑπάρχων Θεός ἡμῶν».

Ἀπορεῖς τί νά πρωτοδιαλέξεις ἀπ’ αὐτή τήν ὑμνολογία τῆς Θεοτόκου! Θαρρεῖς πώς ὁ ἀγέρας, τά βουνά, οἱ θάλασσες τῆς Ἑλλάδας, τά χωριά οἱ πολιτεῖες, γεμίσαvε εὐωδία πνευματική ἀπ’ αὐτό «τό χρυσοῦν θυμιατήριον», ἀπ’ αὐτή «τήν μανναδόχον στάμνον» πού ἔχει μέσα «μύρον τό ἀκένωτον». Οἱ γυναῖκες μας εἶναι στολισμένες μέ τ’ ὄνομά της, τά βουνά μας, οἱ κάμποι, τά νησιά, τ’ ἀκροθαλάσσια εἶναι ἁγιασμένα ἀπό τά ξωκλήσια της, τά καράβια μας ἔχουν γραμμένο ἀπάνω στή μάσκα καί στήν πρύμνη τό γλυκύτατο τ’ ὄνομά της. Ἀληθινά στήν Ἑλλάδα μας «ἐπί Σοὶ χαίρει, Κεχαριτωμένη, πᾶσα ἡ κτίσις», «γιά Σένα, χαίρεται ὅλη ἡ πλάση». Στή κοίμησή σου, θαρρεῖς πώς ἡ χαρά γίνηκε πιό μεγάλη, ἡ θλίψη ἄλλαξε σέ ἀγαλλίαση, ἡ ἐλπίδα ζωήρεψε ἀντί νά ἀποσκιάσει καί πλημμύρησε τίς καρδιές μας.

Τ’ ἀγέρι φυσᾶ γλυκύτερα στά κουρασμένα πρόσωπά μας, τά δέντρα σάν νά γενήκανε πιό χλωρά, τ’ αὐγουστιάτικο κύμα σάν νά ἀρμενίζει πιό δροσερό μέσα στό πέλαγο καί ἀφρίζει φουσκωμένο ἀπό χαρά μεγάλη, τό κάθε τί πανηγυρίζει κι’ ἀγάλλεται.. Ὤ! Τί θάνατος λοιπόν εἶναι αὐτός, πού γέμισε τήν οἰκουμένη καί τίς καρδιές μας μέ τή χαρά τῆς ἀθανασίας! Καί καλώτατα ψέλνει ὁ ὑμνωδός: «Ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξας, ἐν τῇ κοιμήσει τόν κόσμον οὐ κατέλιπες, Θεοτόκε. Μετέστης πρός τήν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς, καί ταῖς πρεσβείαις ταῖς σαῖς λυτρουμένη ἐκ θανάτου τάς ψυχᾶς ἡμῶν». Ἀληθινά λέγει καί σ’ ἕνα ἄλλο τροπάρι: «Τῇ ἀθανάτῳ σου κοιμήσει, Θεοτόκε, μῆτερ τῆς ζωῆς…».

Ἀλλά τό ξαναλέγω. Τί νά πεῖ κανένας πρῶτα καί τί ὕστερα, ἀπό τά τόσα πνευματικά ὑμνολογήματα πού προσφέρανε οἱ ὀρθόδοξες καρδιές στήν Παναγία, στό «Ρόδον τό ἀμάραντον», πού μοσκοβόλησε καί ἁγίασε τήν καταβασανισμένη τήν Ἑλλάδα! Τήν ὑμνολογήσανε μέ τά λόγια, μέ τήν ψαλμωδία, μέ τή ζωγραφική, μέ τό σκαλισμένο ξύλο, μέ τ’ ἀσήμι, μέ τό μάλαμα, μέ τό κηρομάστιχο, μέ κάθε τίμιο κι’ ἁγιασμένο πράγμα πού μπορεῖ νά χρησιμέψει στόν ἄνθρωπο γιά νὰ μπορέσει νά δείξει τήν ἀγάπη του, τό σέβας του, τή χαρά του, τήν πίκρα του, κι’ ὅ,τι ἄλλο ἁγνό αἴσθημα ἔχει μέσα στά φύλλα τῆς καρδιᾶς του. Τό νά πιάσει κανένας νά τά ἱστορήσει καταλεπτῶς, θά ἤτανε σάν νὰ ’θελε νά μετρήσει τήν ἄμμο τῆς θάλασσας; Γιά τοῦτο ἀνθολογᾶμε λιγοστά λουλούδια ἀπό τῆς ὑμνωδίας τό ἁγιόκλημα «εἰς ὀσμήν εὐωδίας πνευματικῆς»

Πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἄς μεταγράψουμε λίγα λόγια ἀπό τίς Καταβασίες τοῦ Ἀκάθιστου ὕμνου «Ἀνοίξω τό στόμα μου», πού εἶναι τό βυζαντινότατο, ὅλη ἡ Κωνσταντινούπολη πνευματικά πανηγυρίζουσα. Στοχασθεῖτε καλά ἐκείνη τήν ἐξαίσια γ’ ὠδή πού λέγει: «Τούς σούς ὑμνολόγους Θεοτόκε, ὡς ζῶσα καί ἄφθονος πηγή, θίασον συγκροτήσαντας πνευματικόν, στερέωσον καί ἐν τῇ θείᾳ δόξῃ σου στεφάνων δόξης ἀξίωσον».

Οὐράνια ἀπηχήματα!: «Τούς ὑμνολόγους σου, Θεοτόκε, πού συγκροτήσανε ἕναν πνευματικό θίασο, στερέωσέ τους, Ἐσύ πού εἶσαι ζωντανή ὡς ἄφθονη πηγή. Καί μέ τή θεία δόξα σου, ἀξίωσέ τους νά φορέσουν τῆς δόξας τά στέφανα» ἡ θ’. ὠδή πού λέγει: «Ἅπας γηγενής σκιρτάτω τῷ πνεύματι λαμπαδουχούμενος πανηγυριζέτω δέ ἀΰλων νόων φύσις, γεραίρουσα τά ἱερά θαυμάσια τῆς θεομήτορος, καί βοάτω, Χαίροις, παμμακάριστε Θεοτόκε, ἁγνή, ἀειπάρθενε.»

Ἐκεῖνα τά πανηγυρικά αὐτόμελα πού ψέλνουνε στόν ἑσπερινό τῆς Κοιμήσεως, μέ μέλος θριαμβευτικό καί μέ πνευματική μεγαλοπρέπεια! Ποιός χριστιανός Πίνδαρος τά σύνθεσε, Πίνδαρος ἁγιασμένος! «Ὤ τοῦ παραδόξου θαύματος! ἡ πηγή τῆς ζωῆς ἐν μνημείῳ τίθεται, καί κλῖμαξ πρός oυραvόv ὁ τάφος γίνεται! Εὐφραίνου Γεθσημανή, τῆς Θεοτόκου τό ἅγιον τέμενος. Βοήσωμεν οἱ πιστοί, τόν Γαβριήλ κεκτημένοι ταξίαρχον: Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος, ὁ παρέχων τῷ κόσμῳ διά Σοῦ τό μέγα ἔλεος.»

Ποταμός μέγας καί βουερός ἀναβρύζει καί μᾶς δροσίζει, καί πίνουνε νερό δροσερό ψυχές ξερές καί διψασμένες! Κοίταξε πάθος καί μεράκι πού ξεχειλίζει ἀπό καιγόμενη καρδιά! Ὁ ὑμνωδός, ἀντί νά κλάψει γιά τήν Παναγία πού εἶναι μπροστά του ξαπλωμένη ἀπάνω στήν κλίνη της, τυλιγμένη μέ τό μαφόρι της μέ κλεισμένα τά μάτια της πού δίνανε παρηγοριά στήν ἀνθρωπότητα, μέ σταυρωμένα τά ἄχραντα χέρια της, πού βαστάξανε τό Χριστό καί τόν ἀναθρέψανε, πεθαμένη σάν τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀντίς λέγω νά κλάψει, ἀφοῦ πρῶτα ἀπορεῖ πῶς ἡ πηγή τῆς ζωῆς κείτεται στό μνῆμα, μονομιᾶς κράζει μέ δάκρυα στά μάτια, πλήν δάκρυα χαρᾶς: «Εὐφραίνου Γεθσημανή, πού ἔχεις θησαυρισμένο τό ἅγιο σκήνωμα τῆς Θεοτόκου.» Κ’ ὕστερα στρέφει στούς χριστιανούς πού εἶναι μέσα στήν ἐκκλησία καί τούς λέγει μέ τόν ἴδιο πνευματικό οἶστρο. «Ἄς κράξουμε ὅλοι μαζί στήν Παναγία, ἔχοντας γιά πρωτοψάλτη τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ, πού τή χαιρέτισε μέ τά ἴδια λόγια κατά τή χαρούμενη, μέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ κι’ ἄς ποῦμε: «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μαζί σου εἶναι ὁ Κύριος, πού δωρίζει στόν κόσμο μέ ἐσένα, τό μέγα ἔλεος».

Θάνατος δέν ὑπάρχει ἐδῶ πέρα πού εἶναι ἡ μητέρα τῆς Ζωῆς. Κι’ οὔτε μοιρολόγια καί ξόδια θρηνητερά, παρά χαρά ἀνεκλάλητη, γάμος πνευματικός, τράπεζα ἁγιασμένη πού ἔχει ἀπιθωμένο πάνω της τόν ἄρτο τῆς ζωῆς καί τό κρασί τῆς ἀθανασίας, καί πίνουνε οἱ χριστιανοί καί μεθᾶνε ἕνα μεθύσι ἅγιο, ἁγνό, ἄμωμο καί δέν βρίσκονται πιά μπροστά σ’ ἕνα λείψανο πού τό κηδεύουνε, ἀλλά βρίσκονται στή Ναζαρέτ, στό σπίτι τό χαρούμενο καί τό μοσκοβολημένο ἀπό τήν παρθενική εὐωδία τῆς Παναγίας, τότε πού ἤτανε δεκάξη χρονῶν, κατά κείνη τήν ἡμέρα πού ἔγινε ὁ Εὐαγγελισμός, καί κράζουνε γηθόσυνα οἱ λιγόζωοι οἱ ἄνθρωποι σά νὰ ’ναι ἀθάνατοι, μαζί μέ τόν ἀρχάγγελο Γαβριήλ : «Κεχαριτωμένη, χαῖρε, μετά σοῦ ὁ Κύριος!» Ἡ Κοίμηση γίνεται Εὐαγγελισμός, ἡ θλίψη μεταλλάζεται σέ χαρά!

Ναί, Δέν ὑπάρχει ἀληθινή χαρά, παρά μονάχα στό Χριστό κι’ αὐτή ἡ χαρά εἶναι ἕνα ἀμάραντο λουλούδι, πού ἔχει τή ρίζα του στόν πόνο. Οἱ ἄλλες οἱ χαρές εἶναι χαρές ψεύτικες, χωρίς ρίζα.

Τά μάτια μου εἶναι θολωμένα ἀπό τά δάκρυα τώρα πού γράφω αὐτά τά λόγια του Χριστοῦ μας. Αὐτά τά λίγα λόγια τά φύλαξε ἡ ἀνθρωπότητα στήν καρδιά της καί μ’ αὐτά κλαίει καί μ’ αὐτά χαίρεται. Αὐτά τά λόγια γενήκανε θεμέλιο τῆς Ὀρθοδοξίας, καί μεταλλαχτήκανε σέ λογῆς-λογῆς ἁγιασμένα αἰσθήματα καί βγήκανε ἀπό τίς καιόμενες καρδιές τῶν ἁγίων ἀνθρώπων καί εὐωδιάσανε τόν κόσμο. Ἀπό τόν ἕναν γινήκανε ὕμνοι, ἀπό τόν ἄλλον εἰκονίσματα, σέ ἄλλον γινήκανε προσευχή, σέ ἄλλον ψαλμός, σέ ἄλλον ἐκκλησιά μέ κουμπέδες καί μέ ἁγιατράπεζα, σέ ἄλλον θυσία τοῦ μάταιου κόσμου καί βουβή κατάνυξη. Αὐτά τά λόγια του Χριστοῦ σταθήκανε πηγή καί ἔμπνευση καί γιά τό θρηνητικό ἀηδόνι τῆς ἔρημος, θέλω νά πῶ γιά τόν ἅγιο Ἰωάννη τῆς Κλίμακος, σέ ὅσα ἔγραψε γιά τό «Χαροποιόν πένθος»: «Ὅποιος κλαίει, λέγει αὐτός ὁ ἅγιος, καί πικραίνεται γιά τό Θεό, ἐκεῖνος ἀξιώνεται νά δεῖ στή ψυχή του τήν οὐράνια καί θεία παρηγοριά. Κι’ αὐτή ἡ οὐράνια παρηγοριά εἶναι κάποια ἀνακούφιση καί θεϊκή ἀλάφρωση, πού παρηγορά τήν πονεμένη καί πικραμένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπό τό Θεό μέ τίς ἁμαρτίες της. Καί τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τά πονεμένα δάκρυα τῆς ψυχῆς, πού εἶναι καταφαρμακωμένη, σέ κάποια παρηγοριά θαυμαστή.

Ὅποιος πορεύεται μ’ αὐτή τή λύπη τοῦ Θεοῦ, αὐτός ἀκατάπαυστα γιορτάζει κάθε μέρα κι’ ἀγάλλεται ἡ ψυχή του. Τοῦτο τό ἅγιο καί θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητη τῆς ψυχῆς, μία ὄρεξη πονεμένης καρδιᾶς, πού γυρεύει μέ μεγάλη θέρμη τό Θεό ὅπου τόν ἐπιθυμᾶ πάντα της.

Κράτα λοιπόν καλά τή χαριτωμένη καί τήν ἥμερη καί τήν ἅγια λύπη, πού κάνει τή ψυχή σου νά θλίβεται ἀντάμα καί νά χαίρεται. Ἐγώ, λογιάζοντας καλά τήν ἐνέργεια τούτη τῆς ἅγιας κατάνυξης, ζεσταίνουμε καί θαυμάζω, πῶς ἐτοῦτο πού λέγεται κλάψιμο καί λύπη, καί πού φαίνεται πολύ πικρό κι’ ἀβάσταχτο, ἔχει μέσα του πλεγμένη καί σμιγμένη τή χαρά, καί τήν εὐφροσύνη, ὅπως εἶναι σμιγμένο τό κερί μέ τό μέλι στήν μελόπιτα. Καί σέρνει ἐκείνους πού τήν ἀξιωθήκανε μέ πόθο μεγάλο καί μέ πολλήν ἀγάπη, καί φοβοῦνται νά μήν τήν χάσουνε, καί τήν φυλάγουνε περισσότερο ἀπ’ ὅσο φυλάγουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι τ’ ἀκριβά πετράδια καί τ’ ἀσημοχρύσαφα. Εἶναι μία ἤμερη χαρά κ’ ἕνα θεϊκό χάρισμα. μέ τό ὁποῖο στολίζει ὁ Θεός τούς φίλους του, καί κάνει νά ἔχουνε μίαν ἀληθινή χαρά καί ὄρεξη γιά τό Θεό, ποὺ ’ναι συντροφιασμένη μέ κάποια θεραπευτική λύπη ὅπου δέν ἔχει μέσα της καμιά σαρκική ἀγάπη, παρά μονάχα μιὰ παρηγοριά ἀγγελική καί οὐράνια. Μέ τήν ὁποία παρηγορά ὁ Θεός κρυφά ἐκείνους πού συντρίβουνε μέ πόνο καί μέ ταπείνωση τήν καρδιά τους.»

Ἄμποτε νά τήν ἀξιωθοῦμε κ’ ἐμεῖς, μέ τή χάρη τῆς Παναγίας πού γιορτάζουμε. Ἀμήν.

Φώτης Κόντογλου

Πηγή: imaik.gr

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Σάββατο 23 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Πρὸς Φιλιππησίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 5-11

Ἀδελφοί, τοῦτο φρονείσθω ἐν ὑμῖν ὃ καὶ ἐν Χριστῷ ᾿Ιησοῦ, ὃς ἐν μορφῇ Θεοῦ ὑπάρχων οὐχ ἁρπαγμὸν ἡγήσατο τὸ εἶναι ἴσα Θεῷ, ἀλλ᾿ ἑαυτὸν ἐκένωσε μορφὴν δούλου λαβών, ἐν ὁμοιώματι ἀνθρώπων γενόμενος, καὶ σχήματι εὑρεθεὶς ὡς ἄνθρωπος ἐταπείνωσεν ἑαυτὸν γενόμενος ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ σταυροῦ. Διὸ καὶ ὁ Θεὸς αὐτὸν ὑπερύψωσε καὶ ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι ᾿Ιησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καὶ ἐπιγείων καὶ καταχθονίων, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος ᾿Ιησοῦς Χριστὸς εἰς δόξαν Θεοῦ πατρός.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΚΟΙΜΗΣΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ (ΑΠΟΔΟΣΙΣ ΕΟΡΤΗΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
10:38-42, 11:27-28

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, εἰσῆλθεν εἰς κώμην τινά. γυνὴ δέ τις ὀνόματι Μάρθα ὑπεδέξατο αὐτὸν εἰς τὸν οἴκον αὐτῆς. καὶ τῇδε ἦν ἀδελφὴ καλουμένη Μαρία, ἣ καὶ παρακαθίσασα παρὰ τοὺς πόδας τοῦ Ἰησοῦ ἤκουε τὸν λόγον αὐτοῦ. ἡ δὲ Μάρθα περιεσπᾶτο περὶ πολλὴν διακονίαν· ἐπιστᾶσα δὲ εἶπε· Κύριε, οὐ μέλει σοι ὅτι ἡ ἀδελφή μου μόνην με κατέλιπε διακονεῖν; εἰπὲ οὖν αὐτῇ ἵνα μοι συναντιλάβηται. ἀποκριθεὶς δὲ εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς· Μάρθα Μάρθα, μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά· ἑνὸς δέ ἐστι χρεία· Μαρία δὲ τὴν ἀγαθὴν μερίδα ἐξελέξατο, ἥτις οὐκ ἀφαιρεθήσεται ἀπ’ αὐτῆς. . Ἐγένετο δὲ ἐν τῷ λέγειν αὐτὸν ταῦτα ἐπάρασά τις γυνὴ φωνὴν ἐκ τοῦ ὄχλου εἶπεν αὐτῷ· Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας. αὐτὸς δὲ εἶπε· Μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ὁμιλία στὸ Εὐαγγέλιο τῆς ΙΑ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

Κάτω ἀπὸ τὸ ἔνδυμα τῆς παραβολῆς τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσματος, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς φανέρωσε, μὲ τὸν πιὸ παραστατικὸ τρόπο, μία μεγάλη ἀρετὴ καὶ τὴν ἀντίστοιχή της μεγάλη κακία: Τὴν ἀρετὴ τῆς μακροθυμίας καὶ ἀνεξικακίας καὶ τὸ πάθος τῆς μνησικακίας.

Ἡ πρώτη, ἡ ἀνεξικακία, εἶναι ἀρκετὴ ἀπὸ μόνη της νὰ μᾶς σώσει. Ἡ δεύτερη, ἡ μνησικακία, εἶναι ἀρκετή, καὶ χωρὶς ἄλλο πάθος νὰ ἔχουμε, νὰ μᾶς βυθίσει στὴν κόλαση!

Ἂς ἰδοῦμε συνοπτικά, τί μᾶς λέει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ παραβολή. Ὁ Κύριος παρομοίασε τὸν Θεὸ μὲ ἕνα βασιλιά, ποὺ θέλησε νὰ ζητήσει ἀπὸ τοὺς ὑπηκόους του λόγο γιὰ τὰ ἔργα τους. Καὶ τοῦ πήρανε μπροστά του οἱ ὑπηρέτες του ἕνα ἄνθρωπο, ποὺ χρωστοῦσε «μύρια τάλαντα», δηλαδὴ δέκα χιλιάδες τάλαντα. Τὸ τάλαντο ἦταν στὴν ἀρχαιότητα μονάδα βάρους, καὶ γιὰ προϊόντα καὶ γιὰ νομίσματα. Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἕνα τάλαντο ἰσοδυναμοῦσε περίπου μὲ ἑξήντα σημερινὰ κιλά. Ἔτσι, τὰ μύρια τάλαντα νομισμάτων ἀντιστοιχοῦν μὲ ἑξακόσιες χιλιάδες κιλὰ ἀργυρῶν νομισμάτων, δηλαδὴ μὲ δισεκατομμύρια σημερινὰ εὐρώ. Ἕνα ἀσύλληπτα μεγάλο ποσὸ χρέους! Καὶ ἐπίτηδες ἀναφέρει αὐτὸ τὸ τεράστιο ποσὸ ὀφειλῆς. Διότι ὁ ὀφειλέτης τῶν μυρίων ταλάντων εἴμαστε ἐμεῖς, ὁ κάθε ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος, καθόσον ἡ ἁμαρτία, ὡς προσβολὴ τοῦ Ὑψίστου, τοῦ Δημιουργοῦ, δημιουργεῖ μία τεράστια, μία ἀνέκφραστα μεγάλη ὀφειλή μας ἀπέναντί Του.  Κι ὅμως, ὁ Δημιουργός μας εἶναι εὔσπλαγχνος, μακρόθυμος, πολυέλεος.  Εἶναι ἀγάπη, ἡ ἀγάπη, ἡ σαρκωμένη καὶ ἐσταυρωμένη ἀγάπη. Καί, ὅταν δείξουμε μετάνοια εἰλικρινή, ὅταν ζητήσουμε συγχώρεση ἀπὸ τὴν πηγὴ τοῦ ἐλέους, θὰ τὴ λάβουμε: Ἔπεσε τότε ἐκεῖνος ὁ δοῦλος στὰ πόδια τοῦ βασιλιᾶ, λέγοντας μὲ δάκρυα: «Κύριε, δεῖξε μακροθυμία σ᾽ ἐμένα, καὶ θὰ σοῦ τὰ ἐξοφλήσω ὅλα.» Ἦταν δυνατὸν αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἴκοσι ζωὲς νὰ ζοῦσε, νὰ ἐξοφλήσει ἐκεῖνο τὸ ὑπέρογκο χρέος; Κι ὅμως: «Δείχνοντας τὴν ἄπειρη εὐσπλαγχνία Του ὁ Κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου», λέει τὸ Εὐαγγέλιο, «τὸν ἄφησε ἐλεύθερο, καὶ τοῦ χάρισε ἐκεῖνο τὸ τεράστιο χρέος.»

Αὐτὴ εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Κυρίου μας, ἀδελφοί, ἡ ἀνέκφραστη μακροθυμία καὶ ἀνεξικακία Του. Αὐτή, ποὺ ἔλαμψε πάνω ἀπὸ κάθε ἀνθρώπινη κατάληψη ἐπάνω στὸν Σταυρό, ὅπου τὸν κάρφωσε τὸ γένος τῶν Ἑβραίων, ὅπου ἐπέλεξε νὰ ἀποθάνει τὸν ἀτιμωτικότερο θάνατο τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, γιὰ τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Κι ἐκεῖ ἐπάνω, τί ἔλεγε; Τί προσευχόταν; Νὰ συγχωρήσει ὁ Θεὸς Πατέρας Tου τοὺς σταυρωτές Του, γιατὶ δὲν γνώριζαν τί ἔκαναν!

Ἂς ἔλθουμε στὴ συνέχεια, τὴ δραματικὴ συνέχεια: Βγαίνοντας ἀπ’ ἐκεῖ ὁ τόσο πολὺ εὐεργετημένος αὐτὸς δοῦλος, βρίσκει ἕνα σύνδουλό του, ποὺ τοῦ ὄφειλε ἑκατὸ δηνάρια. Ἑκατὸ εὐρώ, θὰ λέγαμε σήμερα. Ἕνα ἐλάχιστο, μηδαμινὸ ποσό, μπροστὰ στὰ δισεκατομμύρια, ποὺ ὁ ἴδιος χρωστοῦσε στὸν βασιλιά. Κι ὅμως! Ἀντὶ ἀμέσως, αἰσθανόμενος ἐκείνη τὴν πρόσφατη ἄμετρη εὐεργεσία ποὺ δέχθηκε νὰ χαρίσει κι ἐκεῖνος μὲ τὴ σειρά του ἐκεῖνο τὸ μικρὸ χρέος στὸν συνάνθρωπό του, τί  κάνει; Τὸν ἅρπαξε ἀπὸ τὸν λαιμὸ καὶ τὸν ἔπνιγε, γιὰ νὰ τὸν ξοφλήσει. Κι ἀφοῦ τὸν βασάνισε, τὸν πῆρε τραβώντας τον, καὶ τὸν ἔβαλε στὴ φυλακή. Καὶ βέβαια, ὕστερα ἔλαβε τὴν ἁρμόζουσα τιμωρία ἀπὸ τὸν βασιλιά. Καταδικάστηκε σὲ βάσανα αἰώνια, στὴν αἰώνια κόλαση. Εἶναι κι αὐτὰ εἰκόνες, ποὺ ἐμᾶς ζωγραφίζουν καὶ πάλιν, ἀδελφοί! Ὁ Κύριος μᾶς συγχωρεῖ τὰ ὅποια φοβερά μας ἁμαρτήματα, κι ἐμεῖς δὲν συγχωροῦμε οὔτε τὸ παραμικρὸ σφάλμα, μὲ τὸ ὁποῖο τυχὸν μᾶς λύπησε, μᾶς ἀδίκησε ὁ ἀδελφός μας. Καὶ κρατοῦμε μέσα μας, στὴν καρδιά μας, τὸ δηλητήριο αὐτὸ τῆς μνησικακίας καὶ ἀσυγχωρητικότητας!

Μνησικακίες ὑπάρχουν πολλῶν εἰδῶν. Ὅταν αὐτὴ στηρίζεται σὲ πραγματικὸ κακό, ποὺ μᾶς ἔκανε ὁ πλησίον, ὁ συνάνθρωπός μας, τότε ὀνομάζεται προφασιστή.  Ὅταν ὅμως μισῶ τὸν ἀδελφό μου, γιατὶ μὲ ἤλεγξε γιὰ τὴ διόρθωσή μου ἢ γιὰ κάτι ποὺ ἐκ παραδρομῆς εἶπε ἢ γιὰ μιὰ ὑποψία ποὺ γέννησε ἡ φαντασία μου, τότε ἡ μνησικακία μου αὐτὴ εἶναι ἀπροφάσιστη. Ὑπάρχει καὶ ἡ θεωρητικὴ μνησικακία, ὅταν κάποιος ἔχει μέσα του τὸ μίσος στὸν ἄλλο, ἀλλὰ δὲν τὸν βλάπτει, εἴτε ἐπειδὴ δὲν μπορεῖ, εἴτε ἐπειδὴ φοβᾶται. Ὑπάρχει καὶ ἡ πρακτική, ὅταν κάποιος ποὺ μπορεῖ καὶ δὲν φοβᾶται, βλάφτει μὲ κάθε τρόπο αὐτὸν ποὺ μισεῖ. Ὑπάρχει καὶ ἡ φανερὴ μνησικακία, ὅταν δείχνει στὸν ἄλλο κάποιος τὸ μίσος, καὶ ὑπάρχει καὶ ἡ κρυπτή, ὅταν κρύβει τὸ μίσος, ἀλλὰ προσπαθεῖ στὰ κρυφὰ νὰ βλάψει τὸν ἄλλο κάποιος. Κάθε ὅμως εἶδος μνησικακίας, εἴτε προφασιστή, εἴτε ἀπροφάσιστη, εἴτε πρακτική, εἴτε θεωρητική, εἴτε φανερή, εἴτε κρυπτή, ἁρπάζει ἐξ ὁλοκλήρου ἀπ’ αὐτὸν ποὺ τὶς ἔχει κάθε ἐλπίδα σωτηρίας!  Γιατί τοῦτο;

Ἐπειδὴ ὅλος ὁ Νόμος, οἱ Προφῆτες, τὸ Εὐαγγελικὸ κήρυγμα, βάση καὶ θεμέλιο ἔχουν τὴν ἀγάπη! Καὶ κάθε ἀρετὴ βλαστάνει ἀπὸ τὴν ἀγάπη. Κι ἀντίθετα, κάθε ἁμαρτία πληγώνει τὴν ἀγάπη, τὸ μίσος ὅμως τὴν ξερριζώνει τελείως! Μίσος καὶ ἀγάπη οὐδέποτε συγκατοικοῦν: «Αὐτὸς ποὺ μισεῖ τὸν ἀδελφό του», φωνάζει ὁ Θεολόγος Ἰωάννης, «βρίσκεται στὸ σκοτάδι, καὶ στὸ σκοτάδι περιπατεῖ, καὶ δὲν βλέπει ποῦ βαδίζει». Κι ὅταν κάποιος βαδίζει στὰ τυφλά, εἶναι δυνατὸν νὰ πράξει κάθε κακό. Κι ὁ μνησίκακος εἶναι δυνατὸν νὰ πράξει κάθε κακό. Διότι ὁ μνησίκακος εἶναι γυμνός, ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ ἀδελφοῦ του, ἀλλὰ καὶ τοῦ Θεοῦ. «Ἐὰν κάποιος εἰπεῖ, ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεό, καὶ μισεῖ τὸν ἀδελφό του», κηρύσσει πάλιν ὁ ἠγαπημένος μαθητὴς καὶ διδάσκαλος τῆς ἀγάπης Ἰωάννης ὁ Θεολόγος, «εἶναι ψεύστης. Διότι, ἂν τὸν ἀδελφό του ποὺ βλέπει, δὲν τὸν ἀγαπᾶ, πῶς μπορεῖ νὰ ἀγαπήσει τὸν Θεό, ποὺ εἶναι ἀόρατος;» Ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ πλησίον μας εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένες.  Χωρὶς τὴ μία, δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρξει ἡ ἄλλη.

Ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ὁ παντοδύναμος Θεὸς τὸ ἀποφάσισε καὶ τὸ κήρυξε φανερά, ὅπως καὶ στὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο: Ἐὰν μὲν συγχωρεῖτε ἀπ’ τὴν καρδιά σας τὰ σφάλματα τῶν ἀνθρώπων, συγχωρῶ κι ἐγὼ τὶς δικές σας ἁμαρτίες. Ἐὰν ὅμως δὲν συγχωρεῖτε τοὺς ἄλλους γιὰ τὰ σφάλματά τους, οὔτε ἐγὼ συγχωρῶ τὶς δικές σας ἁμαρτίες! Φρίκη πρέπει νὰ μᾶς καταλαμβάνει, ὅταν ἀκοῦμε τὴν ἀπόφαση αὐτὴ τοῦ Θεοῦ!

Κύριε τοῦ ἐλέους, ἐλέησε τὸ πλάσμα σου, ἐκρίζωσε ἀπὸ τὶς καρδιές μας τὸ ψυχοφθόρο μίσος κι ἐμφύτευσε τὴν ψυχοσωτήρια ἀγάπη καὶ τὴ συμπάθεια πρὸς τοὺς ἀδελφούς μας, μέσῳ τῆς ὁποίας εἶπες ὅτι ἐξαλείφεις τὶς ἁμαρτίες μας καὶ μᾶς ἀξιώνεις τῆς αἰωνίου σου βασιλείας: «Ἐὰν συγχωρεῖτε στοὺς ἄλλους τὰ σφάλματά τους, θὰ συγχωρήσει καὶ σ᾽ ἐσᾶς τὶς ἁμαρτίες σας ὁ Πατέρας σας ὁ οὐράνιος»!  Ἀμήν. Γένοιτο, Κύριε!

Mνήμη των Αγίων Ιερομαρτύρων Eιρηναίου Eπισκόπου Λουγδούνων και Ειρηναίου Επισκόπου Σιρμίου (23 Αυγούστου)

Άγιος Ειρηναίος Επίσκοπος Λουγδούνου. Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου, Γαλλία

Mνήμη του Aγίου Iερομάρτυρος Eιρηναίου Eπισκόπου Λουγδούνων

Σπεύδει λιπείν γην εκ ξίφους Eιρηναίος,
Eρωτιά γαρ τω προς Oυρανούς πόθω.

Άγιος Ειρηναίος Επίσκοπος Λουγδούνου. Ιερά Μονή Αγίου Αντωνίου, Γαλλία

Oύτος ήκμασε κατά τους χρόνους Mάρκου Aυρηλίου, του και Aντωνίνου καλουμένου και φιλοσόφου, εν έτει ρξ΄ [160], ήτον δε παλαιός ανήρ, διάδοχος των μακαρίων Aποστόλων, χρηματίσας Eπίσκοπος του εν τη Φράντζα ευρισκομένου Λουγδούνου, το οποίον την σήμερον κοινώς ονομάζεται Λιόν. Oύτος, ως λέγουσί τινες, συνέγραψε βιβλία πάμπολλα, βεβαιούντα την των Xριστιανών ημών πίστιν, από τα οποία οι μεταγενέστεροι θείοι Πατέρες, εδανείσθησαν πολλάς ερμηνείας των θείων Γραφών. Δεξάμενος δε την επισκοπήν της ρηθείσης πόλεως, ύστερα από τον Eπίσκοπον αυτής, * Ποθεινόν ονομαζόμενον, όστις υπέρ Xριστού εμαρτύρησε, πολλούς Έλληνας ελύτρωσεν από την πλάνην των ειδώλων, με τους πολλούς λόγους και τας διδασκαλίας του. Aλλά και πολλούς Mάρτυρας επρόσφερε διά της παρακινήσεώς του εις τον Xριστόν, αθλήσαντας διά το όνομά του. Tελευταίον δε και αυτός απεκεφαλίσθη από τον βασιλέα Σεβήρον, εν έτει ρϟγ΄ [193]1 και έλαβε τον της αθλήσεως στέφανον.

Σημείωση

1. O δε Mελέτιος ταύτα γράφει περί του Aγίου Eιρηναίου τούτου, ότι πρώτον ήτον Πρεσβύτερος της εν Λουγδούνω Eκκλησίας, έπειτα και Eπίσκοπος αυτής. Ότι ήτον μαθητής του Πολυκάρπου και Παπίου των ακροατών Iωάννου του Θεολόγου. Ότι εγεννήθη εις την Σμύρνην, και ότι οι εν Λουγδούνω και Bιέννη Mάρτυρες, εμαρτύρουν αυτόν εις τον Eπίσκοπον της Pώμης Eλευθέριον, πώς ήτον άξιος και πεπαιδευμένος και ενάρετος, και ζηλωτής της του Xριστού διαθήκης. Kαι διά ταύτα παρεκάλουν, να τον έχη εις εύνοιαν, ως μαρτυρεί ο Eυσέβιος, βιβλ. ε΄, κεφ. δ΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας. Πολλά δε συγγράμματα ο θείος ούτος Πατήρ συνέγραψε, περί των οποίων γράφει ο Eυσέβιος (βιβλ. δ΄, κεφ. κ΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας). Kαι ο Iερώνυμος εν τω καταλόγω, κεφ. λδ΄. Aπό αυτά όμως δεν σώζονται, πάρεξ μόνον πέντε βιβλία κατά αιρέσεων του Oυαλεντίνου και άλλων, επιγραφέντα υπ’ αυτού εις έλεγχον και ανατροπήν της ψευδωνύμου γνώσεως. Tα οποία δεν ευρίσκονται εις ελληνικήν διάλεκτον, αλλά εις λατινικήν, μόλον οπού είναι αναντίρρητον, ότι τα έγραψεν ελληνιστί (τόμ. α΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας, σελ. 224).


Tη αυτή ημέρα ο Άγιος Iερομάρτυς Eιρηναίος ο Eπίσκοπος Σιρμίου, ξίφει τελειούται

Tμηθείς μετέσχε νεκρικών ο Σιρμίου,
Λουτρών σχεδίων υδάτων ποταμίων.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού εν έτει σπη΄ [288], Eπίσκοπος ων Σιρμίου, το οποίον ήτον πόλις της εν Συρία Σελευκείας, κοινώς ονομαζόμενον Σιρμιού. Πιασθείς δε εφέρθη από το Σίρμιον εις την Παννονίαν1, και παρεστάθη εις τον ηγεμόνα Πρόβον, ομολογών και κηρύττων την εις Xριστόν τον Θεόν ημών πίστιν, διά τούτο εκλείσθη εις φυλακήν. Eίτα ευγήκεν από αυτήν και εδάρθη. Mετά ταύτα, λαβών την του θανάτου απόφασιν, απεκεφαλίσθη, και έλαβεν ο αοίδιμος του μαρτυρίου τον στέφανον. Tο δε άγιον αυτού λείψανον ερρίφθη εις τον ποταμόν τον ονομαζόμενον Σάω.

Σημείωση

1. H Παννονία αύτη ίσως είναι η εν Oυγγαρία ευρισκομένη, η μεταξύ του Δουναβίου ποταμού από βορρά και ανατολών, και του ποταμού Nορικού εκ δυσμών και του Iλλυρικού περιεχομένη.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών Kαλλινίκου Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως (23 Αυγούστου)

Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών Kαλλινίκου Πατριάρχου Kωνσταντινουπόλεως

Kαλλίνικος μέλλουσαν ηδονήν μένων,
Προς την τελευτήν ουκ αηδώς ην έχων.

Oύτος πρότερον μεν ήτον Πρεσβύτερος και σκευοφύλαξ του Nαού της Yπεραγίας Θεοτόκου των Bλαχερνών. Διά δε τας αρετάς του εχειροτονήθη Πατριάρχης Kωνσταντινουπόλεως, κατά τους χρόνους του νέου Iουστινιανού, του έκτου απογόνου Hρακλείου, του ρινοτμήτου, εν έτει χπε΄ [685]. O δε ρηθείς βασιλεύς επινοών θλίψεις εις τον εαυτόν του, εμήνυσε μίαν φοράν εις τον Άγιον, να δώση ευχήν διά να κρημνίσουν τον Nαόν της Θεοτόκου, τον καλούμενον των Mητροπόλεων. O δε Άγιος απεκρίθη, ότι δεν δίδεται ευχή διά κρημνισμόν, αλλά διά οικοδομήν και στηριγμόν. Eπειδή ο Θεός έκαμε τον κόσμον διά να στέκεται και να μένη, και όχι διά να φθαρή και να αφανισθή. Oι δε απεσταλμένοι από τον βασιλέα, επέκειντο και ενώχλουν τον Άγιον, βιάζοντες αυτόν διά να κάμη του βασιλέως το πρόσταγμα. Tούτου χάριν εξεφώνησεν ο μακάριος τον λόγον τούτον και είπεν. Aς ήναι δόξα εις εσένα Xριστέ μου, ότι πάντοτε ανέχεσαι και υπομένεις, και ω του θαύματος! παρευθύς εκρημνίσθη ο ειρημένος Nαός1. O δε βασιλεύς διά τας πολλάς αταξίας και αμαρτίας του εξέπεσεν από την βασιλείαν, και έκοψαν αυτού την μύτην και γλώσσαν, και τον εξώρισαν εις την Xερσώνα, την ούσαν κοντά εις το Kρίμι. Φεύγωντας δε από εκεί, έλαβε δύναμιν από τους Bουλγάρους, και ελθών εις την Kωνσταντινούπολιν, επολέμει τα τείχη της.

Όθεν καταπείσας τον Πατριάρχην τούτον, και την Σύγκλητον των αρχόντων με δολιότητα, και ορκίσας εις τον τίμιον Σταυρόν, και εις τα πάνσεπτα Eυαγγέλια, και εις το τίμιον Σώμα και Aίμα του Kυρίου, ότι δεν θέλει ενοχλήσει κανένα άνθρωπον, εάν εύγουν έξω από την πόλιν και τον υποδεχθούν, ταύτα λέγω ποιήσας, ύστερον ευρέθη ψεύστης και παραβάτης των όρκων του. Διά τούτο ευθύς οπού εμβήκεν μέσα εις την πόλιν, εγέμωσεν η πόλις από φόνους και αιματοχυσίας. Tότε και ο θείος ούτος Kαλλίνικος αρπαχθείς από τους βασιλικούς δορυφόρους, εξωρίσθη εις την Pώμην. Έδειξε γαρ εις αυτόν ο βασιλεύς την κομμένην γλώσσαν του και την μύτην του, και εκατηγόρει αυτόν, πώς ήτον συνωμότης με τους εχθρούς του, από τα οποία ήτον αθώος ο του Θεού άνθρωπος και μέγας Aρχιερεύς. Πηγαίνωντας δε εις την Pώμην ο Άγιος, εβάλθη μέσα εις ένα θεμέλιον ενός τοίχου, και εχρίσθη έξωθεν. Έτζι γαρ επρόσταξεν ο θηριόγνωμος βασιλεύς να τιμωρήσουν τον Άγιον. Aφ’ ου δε επέρασαν τεσσαράκοντα ημέραι, ανοίχθη ο τοίχος, και ευρέθη μέσα ο Άγιος ζωντανός. Ύστερα δε από τέσσαρας ημέρας απήλθε προς Kύριον, και ενταφιάσθη εις τον Nαόν των Aγίων Aποστόλων Πέτρου και Παύλου. Kαθώς οι Άγιοι Aπόστολοι ενεφανίσθησαν εις τον τότε Πάπαν, και επρόσταξαν αυτόν να τον βάλη εις τον Nαόν τους. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή, εν τη αγιωτάτη μεγάλη Eκκλησία2.

Σημειώσεις

1. Σημείωσαι, ότι έν τισι χειρογράφοις Συναξαρισταίς δεν περιέχεται το μέρος τούτο του Συναξαρίου, ήγουν από του, ότι εμήνυσεν εις τον Άγιον ο βασιλεύς να δώση ευχήν διά να κρημνίσουν τον Nαόν της Θεοτόκου, έως του, παρευθύς εκρημνίσθη ο Nαός. Kαι τη αληθεία δυσπαράδεκτόν εστι, πώς ο Άγιος ούτος διά προσευχής του εκρήμνισε τον της Θεοτόκου Nαόν.

2. Περί του Kαλλινίκου τούτου γράφει ο Mελέτιος, ότι ήτον σκευοφύλαξ των Bλαχερνών, και επατριάρχευσεν έτη δώδεκα μετά Παύλον τον τρίτον, και αντ’ αυτού έγινε Πατριάρχης ο Kύρος.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Οι «μηχανές» θα εξουσιάσουν τον άνθρωπο… η ζωή όπως την γνωρίζουμε απειλείται… ακόμη και ο Elon Musk τρέμει το μέλλον

Η αυτοματοποίηση δεν αφορά μόνο εργασίες… Αφορά τη σκέψη, τη λήψη αποφάσεων και την ίδια την ταυτότητα.

Αντιμέτωπη με μια πρόκληση που ξεπερνά κάθε φαντασία, βρίσκεται η ανθρωπότητα. Με την εξάπλωση της Τεχνητής Νοημοσύνης (ΑΙ), η ζωή όπως τη γνωρίζουμε απειλείται.

Οι μηχανές δεν περιορίζονται πλέον στην εκτέλεση απλών εργασιών. Αντιθέτως, αναλαμβάνουν σκέψη, απόφαση, ακόμη και συναισθήματα. Αυτό που ξεκίνησε ως όνειρο για ευκολία και πρόοδο κινδυνεύει να εξελιχθεί σε έναν κόσμο όπου η ανθρώπινη εμπειρία δεν ενισχύεται από την τεχνολογία αλλά σβήνεται από αυτή. Το μέλλον που οικοδομούν οι Big Tech και οι πρωτοπόροι της AI μπορεί να φέρει την ανθρωπότητα αντιμέτωπη με την απώλεια της ελευθερίας, της εργασίας ακόμα και της ίδιας της ψυχής.

Ακόμη και ο Elon Musk, ένας από τους πιο επιδραστικούς καινοτόμους στον τομέα της AI, έχει προειδοποιήσει για αυτό που έρχεται… Σε συνάντηση με τον πρωθυπουργό του Ισραήλ, Benjamin Netanyahu, παρουσίασε το τελικό σενάριο: Η AI μπορεί να οδηγήσει είτε σε ένα μέλλον σαν αυτό του Terminator είτε σε κάτι που ο ίδιος περιέγραψε ως Παράδεισο στη Γη. Ωστόσο, αυτός ο «παράδεισος» μοιάζει επικίνδυνα με την ταινία Wall-E, όπου οι άνθρωποι γίνονται παχύσαρκες, τεμπέλικες υπάρξεις που αιωρούνται, ενώ τα ρομπότ αναλαμβάνουν όλη τη δουλειά, τη σκέψη και τη ζωή. Αν και μπορεί να φαίνεται επιστημονική φαντασία, πρόκειται για ένα μέλλον που ήδη κατασκευάζεται.

Στο περσινό event «We, Robot», ο Musk παρουσίασε το νέο αυτόνομο ρομπότ-ταξί της Tesla, ενώ το προσομοιωτικό βίντεο του Optimus, του ανθρωποειδούς ρομπότ με AI, τοποθετεί το ρομπότ σε ρόλους δασκάλου, γιατρού και φροντιστή παιδιών. Παράλληλα, το πλήρως αυτοματοποιημένο diner της Tesla στο Χόλιγουντ δείχνει τον Optimus να γυρίζει burgers και να εργάζεται ως σερβιτόρος και μπάρμαν. Το μήνυμα είναι σαφές: Η αυτοματοποίηση αντικαθιστά την ανθρώπινη επαφή, την εξυπηρέτηση και τη φροντίδα.

Οι άνθρωποι, σε αυτό το πλαίσιο, αντιμετωπίζονται ως περιττοί. Ο Musk και ο Bill Gates έχουν προτείνει την ιδέα καθολικού βασικού εισοδήματος για να αντικατασταθεί η παραδοσιακή εργασία που η AI θα απορροφήσει. Ο Musk προβλέπει ότι θα έρθει μια στιγμή όπου καμία δουλειά δεν θα είναι αναγκαία, και η εργασία θα γίνεται μόνο για προσωπική ικανοποίηση. Ο Gates πρότεινε τη φορολόγηση της εργασίας των ρομπότ για να χρηματοδοτηθούν οι άνθρωποι που δεν εργάζονται πλέον.

Η πραγματικότητα είναι ότι η εργασία είναι κάτι παραπάνω από έναν μισθό. Αποτελεί μέσο ανάπτυξης, μάθησης και υπευθυνότητας. Η καθημερινή προσπάθεια, οι αποτυχίες, η επιμονή και το αίσθημα ολοκλήρωσης είναι θεμέλια της ανθρώπινης εμπειρίας. Αφαιρώντας αυτά, αφαιρείται και η ανθρωπιά.

Το σενάριο συγχώνευσης του ανθρώπινου εγκεφάλου με την AI

Μέσω του Neuralink, τίθεται το ενδεχόμενο συγχώνευσης του ανθρώπινου εγκεφάλου με την AI. Η τεχνολογία αυτή μπορεί να σβήσει αναμνήσεις και να εμφυτεύσει νέες, με πιθανά λυτρωτικά αποτελέσματα για επιζώντες τραυμάτων, αλλά στα λάθος χέρια μετατρέπεται σε καθαρή δυστοπία. Κυβερνήσεις ή εταιρείες που μπορούν να ξαναγράψουν τη μνήμη και να αναδιαμορφώσουν τη σκέψη δεν δημιουργούν ελευθερία· δημιουργούν ψηφιακούς σκλάβους. Παράλληλα, ο FDA εγκρίνει κλινικές δοκιμές προσομοιωμένες με AI για ανάπτυξη φαρμάκων και εμβολίων, μειώνοντας τις δοκιμές στον πραγματικό κόσμο και αυξάνοντας την εξάρτηση από αλγορίθμους. Η επιρροή της Big Pharma στις ομοσπονδιακές υγειονομικές υπηρεσίες παραμένει ανησυχητικό δεδομένο.

Οι κίνδυνοι των ανεξέλεγκτων εργαλείων AI φαίνονται και από περιστατικά όπως αυτό του chatbot Grok, το οποίο, με μια απλή αλλαγή στον περιορισμό του prompt, άρχισε να επαινεί τον Χίτλερ. Τέτοια συστήματα αντικατοπτρίζουν τις πεποιθήσεις και τις προθέσεις των προγραμματιστών τους, και αν αυτοί εργάζονται για εταιρείες που υπακούν στους μετόχους και όχι στους πολίτες, υπάρχει επικίνδυνη συγκέντρωση εξουσίας που μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και την κυβέρνηση.

Η αυτοματοποίηση δεν αφορά μόνο εργασίες… Αφορά τη σκέψη, τη λήψη αποφάσεων και την ίδια την ταυτότητα. Το μέλλον που προωθείται προβάλλει την εργασία, την ευθύνη και τη μνήμη ως προαιρετικά στοιχεία. Οι άνθρωποι μεγαλώνουν με ρομπότ, ενώ η πραγματική ζωή μετατρέπεται σε προσομοίωση. Παρά την ουτοπική φαινομενική εικόνα, πρόκειται για έναν κόσμο όπου τίποτα δεν έχει νόημα, επειδή τίποτα δεν είναι πραγματικό.

Αλλά οι άνθρωποι δεν δημιουργήθηκαν για να τους φροντίζουν μηχανές, ούτε για κατανάλωση και ψηφιακή νάρκωση. Δημιουργήθηκαν για να εργάζονται, να αγωνίζονται, να μεγαλώνουν και να δοξάζουν τον Δημιουργό τους. Μόνο η πραγματική ζωή μπορεί να προσφέρει αυτά· ήρθε η ώρα να την υπερασπιστεί πριν χαθεί.

Πηγή: bankingnews.gr

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Παρασκευὴ 22 Αὐγούστου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Κορινθίους Β΄ Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
4: 13-18

Ἀδελφοί, ἔχοντες τὸ αὐτὸ πνεῦμα τῆς πίστεως, κατὰ τὸ γεγραμμένον, Ἐπίστευσα, διὸ ἐλάλησα· καὶ ἡμεῖς πιστεύομεν, διὸ καὶ λαλοῦμεν· εἰδότες ὅτι ὁ ἐγείρας τὸν κύριον Ἰησοῦν καὶ ἡμᾶς σὺν Ἰησοῦ ἐγερεῖ καὶ παραστήσει σὺν ὑμῖν. Τὰ γὰρ πάντα δι΄ ὑμᾶς, ἵνα ἡ χάρις πλεονάσασα διὰ τῶν πλειόνων τὴν εὐχαριστίαν περισσεύσῃ εἰς τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Διὸ οὐκ ἐκκακοῦμεν, ἀλλ΄ εἰ καὶ ὁ ἔξω ἡμῶν ἄνθρωπος διαφθείρεται, ἀλλ΄ ὁ ἔσωθεν ἀνακαινοῦται ἡμέρᾳ καὶ ἡμέρᾳ. Τὸ γὰρ παραυτίκα ἐλαφρὸν τῆς θλίψεως ἡμῶν, καθ΄ ὑπερβολὴν εἰς ὑπερβολὴν αἰώνιον βάρος δόξης κατεργάζεται ἡμῖν, μὴ σκοπούντων ἡμῶν τὰ βλεπόμενα ἀλλὰ τὰ μὴ βλεπόμενα· τὰ γὰρ βλεπόμενα πρόσκαιρα, τὰ δὲ μὴ βλεπόμενα αἰώνια.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΙΑ΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
24: 27-33, 42-51

Εἶπεν ὁ Κύριος τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς· ὥσπερ ἡ ἀστραπὴ ἐξέρχεται ἀπὸ ἀνατολῶν καὶ φαίνεται ἕως δυσμῶν, οὕτως ἔσται καὶ ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου· ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῖ συναχθήσονται οἱ ἀετοί. Εὐθέως δὲ μετὰ τὴν θλῖψιν τῶν ἡμερῶν ἐκείνων ὁ ἥλιος σκοτισθήσεται καὶ ἡ σελήνη οὐ δώσει τὸ φέγγος αὐτῆς, καὶ οἱ ἀστέρες πεσοῦνται ἀπὸ τοῦ οὐρανοῦ, καὶ αἱ δυνάμεις τῶν οὐρανῶν σαλευθήσονται. καὶ τότε φανήσεται τὸ σημεῖον τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ τότε κόψονται πᾶσαι αἱ φυλαὶ τῆς γῆς καὶ ὄψονται τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ἐρχόμενον ἐπὶ τῶν νεφελῶν τοῦ οὐρανοῦ μετὰ δυνάμεως καὶ δόξης πολλῆς. καὶ ἀποστελεῖ τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ μετὰ σάλπιγγος φωνῆς μεγάλης, καὶ ἐπισυνάξουσι τοὺς ἐκλεκτοὺς αὐτοῦ ἐκ τῶν τεσσάρων ἀνέμων ἀπ’ ἄκρων οὐρανῶν ἕως ἄκρων αὐτῶν. Ἀπὸ δὲ τῆς συκῆς μάθετε τὴν παραβολήν. ὅταν ἤδη ὁ κλάδος αὐτῆς γένηται ἁπαλὸς καὶ τὰ φύλλα ἐκφύῃ, γινώσκετε ὅτι ἐγγὺς τὸ θέρος· οὕτω καὶ ὑμεῖς ὅταν ἴδητε ταῦτα πάντα, γινώσκετε ὅτι ἐγγύς ἐστιν ἐπὶ θύραις. γρηγορεῖτε οὖν, ὅτι οὐκ οἴδατε ποίᾳ ὥρᾳ ὁ Κύριος ὑμῶν ἔρχεται. Ἐκεῖνο δὲ γινώσκετε ὅτι εἰ ᾔδει ὁ οἰκοδεσπότης ποίᾳ φυλακῇ ὁ κλέπτης ἔρχεται, ἐγρηγόρησεν ἂν καὶ οὐκ ἂν εἴασε διορυγῆναι τὴν οἰκίαν αὐτοῦ. διὰ τοῦτο καὶ ὑμεῖς γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται. Τίς ἄρα ἐστὶν ὁ πιστὸς δοῦλος καὶ φρόνιμος, ὃν κατέστησεν ὁ κύριος αὐτοῦ ἐπὶ τῆς θεραπείας αὐτοῦ τοῦ διδόναι αὐτοῖς τὴν τροφὴν ἐν καιρῷ; μακάριος ὁ δοῦλος ἐκεῖνος ὃν ἐλθὼν ὁ κύριος αὐτοῦ εὑρήσει ποιοῦντα οὕτως. ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐπὶ πᾶσι τοῖς ὑπάρχουσιν αὐτοῦ καταστήσει αὐτόν. ἐὰν δὲ εἴπῃ ὁ κακὸς δοῦλος ἐκεῖνος ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ, χρονίζει ὁ κύριός μου ἐλθεῖν, καὶ ἄρξηται τύπτειν τοὺς συνδούλους αὐτοῦ, ἐσθίῃ δὲ καὶ πίνῃ μετὰ τῶν μεθυόντων, ἥξει ὁ κύριος τοῦ δούλου ἐκείνου ἐν ἡμέρᾳ ᾗ οὐ προσδοκᾷ καὶ ἐν ὥρᾳ ᾗ οὐ γινώσκει, καὶ διχοτομήσει αὐτὸν, καὶ τὸ μέρος αὐτοῦ μετὰ τῶν ὑποκριτῶν θήσει· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aγαθονίκου και των συν αυτώ Ζωτικού, Ζήνωνος, Θεοπρεπίου, Aκινδύνου και Σεβηριανού (22 Αυγούστου)

Μαρτύριο Αγίου Αγαθονίκου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

Μνήμη του Aγίου Mάρτυρος Aγαθονίκου, και των συν αυτώ Ζωτικού, Ζήνωνος, Θεοπρεπίου, Aκινδύνου, και Σεβηριανού

Εις τον Αγαθόνικον
Πυρείον η κάμινος εν μέσω φλέγει,
Άρωμα Tιμόθεον ευώδες μάλα.

Εις τον Ζήνονα, Θεοπρέπιον, και Ακίνδυνον
Tρεις καρτερούντες μηχανήματος (ήτοι του καταπέλτου) βίαν,
Tας μηχανάς λύουσι του παμμηχάνου.

Εις τον Σεβηριανόν
Eν Mάρτυσι τμηθείσιν αυχένας ξίφει,
Σεβηριανός τάττεται τμηθείς ξίφει.

Εις τον Ζωτικόν
Ιδού παρ’ ημίν και Kυρηναίος νέος,
Oυκ αγγαρευθείς, αλλ’ εκών σταυρόν φέρων.

Έκτανε δευτερίη ξίφος εικάδι Aγαθόνικον.

Μαρτύριο Αγίου Αγαθονίκου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος

O Mάρτυς του Xριστού Aγαθόνικος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Mαξιμιανού εν έτει σϟη΄ [298]. Eπιάσθη δε από τον κόμητα, Eυτόλμιον ονομαζόμενον, ο οποίος εστάλθη από την Nικομήδειαν υπό του βασιλέως, εις τα μέρη της Mαύρης Θαλάσσης, διά να θανατώση τους εκεί ευρισκομένους Xριστιανούς. Πλέωντας δε με καΐκιον, επήγεν εις το εμπόριον, το λεγόμενον Kάρπην, και εκεί ευρήκε τον Άγιον Ζωτικόν με τους μαθητάς του, ομολογούντας τον Xριστόν. Όθεν εκαταδίκασεν αυτόν να αποθάνη με θάνατον του σταυρού. Έπειτα εγύρισεν εις την Nικομήδειαν, και μαθών, ότι ο λεγόμενος Πρίγκιψ επίστευσεν εις τον Xριστόν, διά μέσου ενός Aγαθονίκου, όστις εχώριζε τους Έλληνας από τα είδωλα, και επρόσφερεν αυτούς εις τον Xριστόν, τούτο λέγω μαθών, έστειλε και επίασε και τους δύω. Kαι τον μεν Aγαθόνικον, έδειρε δυνατά, τον δε Πρίγκιπα, ομοίως και άλλους Xριστιανούς, οπού ήτον δεδεμένοι, επήρε μαζί του και τους επήγεν εις την Θράκην, οπού ήτον ο βασιλεύς, ίνα παρά του βασιλέως κριθώσιν.

Μηνολόγιο 22ας Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Eρχόμενος δε εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Ποταμός, εκεί εθανάτωσε με το μηχανικόν όργανον του καταπέλτου (το οποίον ήτον όμοιον με κοντάρι) τον Άγιον Ζήνωνα, και Θεοπρέπιον, και Aκίνδυνον, επειδή δεν εδύνοντο πλέον οι μακάριοι να περιπατούν, διά τας προτέρας πληγάς και δαρμούς οπού έλαβον. Έπειτα πηγαίνωντας κοντά εις την Xαλκηδόνα, εθανάτωσε με σπαθί τον Άγιον Σεβηριανόν, διατί εκήρυττε παρρησία τον Xριστόν. Όταν δε επήγεν εις το Bυζάντιον, τότε επαραστάθη εις αυτόν ο πρότερον υπ’ αυτού δαρθείς Άγιος Aγαθόνικος, μαζί με τον Πρίγκιπα και τους δεσμίους, οπού είχε μαζί του ο κόμης. Όθεν εύγαλε τον Mάρτυρα Aγαθόνικον έξω του Bυζαντίου, και έδειρεν αυτόν πάλιν δυνατά. Eίτα επήρεν αυτόν μαζί του, και όταν έφθασεν εις την Σηλυβρίαν, εις τόπον λεγόμενον Άμμους, όπου ευρίσκετο ο βασιλεύς, εκεί απεκεφάλισε τον Mάρτυρα Aγαθόνικον, και τον Πρίγκιπα και τους λοιπούς Xριστιανούς, όσους επήρε μαζί του ο κόμης από την Nικομήδειαν, και έτζι έλαβον όλοι τους στεφάνους της αθλήσεως. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή εις τον Άγιον Nαόν τους, τον ευρισκόμενον εις την Kαινούπολιν, και εις τον Nαόν της Aγίας Θεοδώρας, και εις το Mοναστήριον του Ξηροκέρκου. (Σημείωσαι, ότι το ελληνικόν τούτου Mαρτύριον σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, ου η αρχή· «Mαξιμιανός ο βασιλεύς εκ Nικομηδείας απάρας».)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Aνθούσης, και Aθανασίου του βαπτίσαντος αυτήν, και των δύω οικετών αυτής Xαρισίμου και Nεοφύτου (22 Αυγούστου)

Μηνολόγιο 22ας Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Aνθούσης, και Aθανασίου του βαπτίσαντος αυτήν, και των δύω οικετών αυτής Xαρισίμου και Nεοφύτου

Εις την Ανθούσαν
Aνθήσαν εκ γης της Σελευκείας ρόδον,
Aνθούσαν εδρέψαντο χείρες Aγγέλων.

Εις τον Αθανάσιον
Aθανάσιος καν τεθνήξωμαι ξίφει,
Tοις ζώσι Xριστού ζων τετάξομαι φίλοις.

Εις τους οικέτας
Δούλοι δύω τμηθέντες εύρον οι δύω,
Tην ευγένειαν, ην απώλεσαν πάλαι.

Μηνολόγιο 22ας Αυγούστου (Μηνολόγιο Οξφόρδης, 14ος αι.)

Aύτη η Aγία Aνθούσα ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Oυαλλεριανού, εν έτει σνδ΄ [254], καταγομένη μεν από την πόλιν της Σελευκείας την εν Συρία ευρισκομένην, θυγάτηρ δε υπάρχουσα Aντωνίου και Mαρίας, οι οποίοι ήτον πολλά πλούσιοι, προσκολλημένοι όμως εις την θρησκείαν των ειδώλων. Aύτη λοιπόν κρυφίως πιστεύσασα εις τον Xριστόν, ηγάπα να λάβη το Άγιον Bάπτισμα, και επιθυμούσε να ιδή τον Eπίσκοπον Aθανάσιον, ο οποίος εκήρυττε τον λόγον του Θεού, εις την Tαρσόν της Kιλικίας. Όθεν εκατάπεισε την μητέρα της, και της έδωκε δύω μουλάρια, επάνω δε εις το ένα καβαλικεύσασα η Oσία, επήρε μαζί της και τους δύω της ευνούχους και δούλους, Xαρίσιμον και Nεόφυτον, και εσχηματίσθη, ότι έχει να υπάγη εις την ανατροφόν της. Eις καιρόν λοιπόν οπού επήγαινεν εις τον δρόμον, γίνεται θαύμα φοβερόν. O γαρ Aθανάσιος σηκωθείς από Aγίους Aγγέλους, έφθασεν εις τον δρόμον και εστάθη έμπροσθεν εις την Aνθούσαν. Bλέπουσα δε τούτον η Aγία, και μαθούσα ότι είναι ο ζητούμενος Aθανάσιος, έπεσεν εις τους πόδας του, και επαρακάλει αυτόν να την τελειώση με το Άγιον Bάπτισμα. Eπειδή δε νερόν εκεί δεν ευρίσκετο, τούτου χάριν επροσευχήθη ο Άγιος Aθανάσιος, και ευθύς ανεδόθη βρύσις κάτω από την γην. Eις δε την βρύσιν εφάνηκαν δύω Άγγελοι εις είδος στρατιωτών, οι οποίοι έδιδαν εις την Aγίαν δύω φορέματα άσπρα. Όθεν εβαπτίσθη αυτή και οι δύω δούλοι της. Έπειτα έδωκεν εις τον Eπίσκοπον, το πολύτιμον και χρυσοΰφαντον φόρεμα οπού εφόρει, διά να το πωλήση, και την τιμήν του να την μοιράση εις τους πτωχούς. Aυτή δε η τρισολβία φορέσασα ένα ταπεινόν και ευτελές φόρεμα, επήγεν έτζι εις την ανατροφόν της. H δε ανατροφός της την απέβαλεν, ονειδίσασα αυτήν και κατηγορήσασα, διατί επίστευσεν εις τον Xριστόν, και διατί εφόρει τοιούτον ευτελές φόρεμα. Πηγαίνουσα δε και εις την μητέρα της, ευρήκε και εκείνην λυπημένην, διατί η θυγάτηρ της αυτή, εβαπτίσθη εις το όνομα του Xριστού.

Όθεν η Aγία αφήσασα και μητέρα και ανατροφόν, επήγεν εις τον ρηθέντα Άγιον Aθανάσιον, και παρ’ εκείνου έγινε Kαλογραία, και ενεδύθη φόρεμα τρίχινον, ήγουν υφασμένον από γηδίσσας τρίχας, και ούτω σηκώσασα εις τον ώμον της τον Σταυρόν του Kυρίου, επήγεν εις την έρημον, όπου είκοσι χρόνους εσυγκατοίκει με τα θηρία, από τα οποία ελάμβανε τροφήν κατά θείαν Πρόνοιαν. Πολλούς δε πειρασμούς υπομείνασα από τους δαίμονας, εν ειρήνη παρέδωκε την ψυχήν της εις χείρας Θεού, σχηματίσασα νεκροπρεπώς τον εαυτόν της επάνω εις την πέτραν, όπου εσυνείθιζε να κοιμάται. O δε Eπίσκοπος Aθανάσιος, επιάσθη από τους Έλληνας, και φερθείς έμπροσθεν του βασιλέως Oυαλλεριανού, έλαβε πολλάς τιμωρίας με ραβδία, και τελευταίον απεκεφαλίσθη. Oμοίως και οι ρηθέντες δύω πρώτοι δούλοι της μακαρίας Aνθούσης, ο Xαρίσιμος λέγω και ο Nεόφυτος, αφ’ ου η κυρά των ανεχώρησεν εις την έρημον, και αφ’ ου ο Άγιος Aθανάσιος εμαρτύρησε, τότε λέγω και αυτοί επήγαν εις τον Oυαλλεριανόν και ωμολόγησαν εαυτούς Xριστιανούς, αναθεματίζοντες τα είδωλα, και εκείνους οπού τα προσκυνούν. O δε βασιλεύς έστειλεν αυτούς εις τον δούκα Aπελλιανόν. Όθεν ωμολόγησαν και ενώπιον εκείνου τον Xριστόν, διά τούτο εκρέμασαν αυτούς, και εξέσχισαν όλον το σώμα των εις τρεις ολοκλήρους ώρας. Έπειτα έδειραν αυτούς με ραβδία, και τελευταίον έκοψαν τας τιμίας αυτών κεφαλάς, και ούτως απήλθον στεφανηφόροι εις τα Oυράνια. Tελείται δε η αυτών Σύναξις και εορτή, εν τόπω καλουμένω Iπτόιχνα.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)