Αρχική Blog Σελίδα 47

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τρίτη 10 Ἰουνίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Α΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Πρὸς Ρωμαίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
1: 1-7, 13-17

Παῦλος, δοῦλος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, κλητὸς ἀπόστολος, ἀφωρισμένος εἰς εὐαγγέλιον Θεοῦ, ὃ προεπηγγείλατο διὰ τῶν προφητῶν αὐτοῦ ἐν γραφαῖς ἁγίαις περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ, τοῦ γενομένου ἐκ σπέρματος Δαυῒδ κατὰ σάρκα, τοῦ ὁρισθέντος υἱοῦ Θεοῦ ἐν δυνάμει κατὰ πνεῦμα ἁγιωσύνης ἐξ ἀναστάσεως νεκρῶν, ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, δι᾿ οὗ ἐλάβομεν χάριν καὶ ἀποστολὴν εἰς ὑπακοὴν πίστεως ἐν πᾶσι τοῖς ἔθνεσιν ὑπὲρ τοῦ ὀνόματος αὐτοῦ, ἐν οἷς ἐστε καὶ ὑμεῖς κλητοὶ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, πᾶσι τοῖς οὖσιν ἐν ῾Ρώμῃ ἀγαπητοῖς Θεοῦ, κλητοῖς ἁγίοις· χάρις ὑμῖν καὶ εἰρήνη ἀπὸ Θεοῦ πατρὸς ἡμῶν καὶ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Οὐ θέλω δὲ ὑμᾶς ἀγνοεῖν, ἀδελφοί, ὅτι πολλάκις προεθέμην ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς, καὶ ἐκωλύθην ἄχρι τοῦ δεῦρο, ἵνα τινὰ καρπὸν σχῶ καὶ ἐν ὑμῖν καθὼς καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ἔθνεσιν. ῞Ελλησί τε καὶ βαρβάροις, σοφοῖς τε καὶ ἀνοήτοις ὀφειλέτης εἰμί· οὕτω τὸ κατ᾿ εμὲ πρόθυμον καὶ ὑμῖν τοῖς ἐν ῾Ρώμῃ εὐαγγελίσασθαι. Οὐ γὰρ ἐπαισχύνομαι τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ· δύναμις γὰρ Θεοῦ ἐστιν εἰς σωτηρίαν παντὶ τῷ πιστεύοντι, ᾿Ιουδαίῳ τε πρῶτον καὶ ῞Ελληνι. Δικαιοσύνη γὰρ Θεοῦ ἐν αὐτῷ ἀποκαλύπτεται ἐκ πίστεως εἰς πίστιν, καθὼς γέγραπται· «Ὁ δὲ δίκαιος ἐκ πίστεως ζήσεται».

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΤΡΙΤΗ Α΄ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
4: 23-25; 5: 1-13

Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ περιῆγεν ὁ Ἰησοῦς ὅλην τὴν Γαλιλαίαν, διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. καὶ ἀπῆλθεν ἡ ἀκοὴ αὐτοῦ εἰς ὅλην τὴν Συρίαν· καὶ προσήνεγκαν αὐτῷ πάντας τοὺς κακῶς ἔχοντας ποικίλαις νόσοις καὶ βασάνοις συνεχομένους καὶ δαιμονιζομένους καὶ σεληνιαζομένους καὶ παραλυτικούς, καὶ ἐθεράπευσεν αὐτούς· καὶ ἠκολούθησαν αὐτῷ ὄχλοι πολλοὶ ἀπὸ τῆς Γαλιλαίας καὶ Δεκαπόλεως καὶ Ἱεροσολύμων καὶ Ἰουδαίας καὶ πέραν τοῦ Ἰορδάνου. Ἰδὼν δὲ τοὺς ὄχλους ἀνέβη εἰς τὸ ὄρος· καὶ καθίσαντος αὐτοῦ προσῆλθαν αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· καὶ ἀνοίξας τὸ στόμα αὐτοῦ ἐδίδασκεν αὐτοὺς λέγων· Μακάριοι οἱ πτωχοὶ τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται. μακάριοι οἱ πραεῖς, ὅτι αὐτοὶ κληρονομήσουσιν τὴν γῆν. μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην, ὅτι αὐτοὶ χορτασθήσονται. μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται. μακάριοι οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ, ὅτι αὐτοὶ τὸν Θεὸν ὄψονται. μακάριοι οἱ εἰρηνοποιοί, ὅτι αὐτοὶ υἱοὶ Θεοῦ κληθήσονται. μακάριοι οἱ δεδιωγμένοι ἕνεκεν δικαιοσύνης, ὅτι αὐτῶν ἐστιν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. μακάριοί ἐστε ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσιν καὶ εἴπωσιν πᾶν πονηρὸν ρῆμα καθ’ ὑμῶν ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ· χαίρετε καὶ ἀγαλλιᾶσθε, ὅτι ὁ μισθὸς ὑμῶν πολὺς ἐν τοῖς οὐρανοῖς· οὕτω γὰρ ἐδίωξαν τοὺς προφήτας τοὺς πρὸ ὑμῶν. Ὑμεῖς ἐστε τὸ ἅλας τῆς γῆς· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; εἰς οὐδὲν ἰσχύει ἔτι εἰ μὴ βληθῆναι ἔξω καὶ καταπατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Μνήμη του Αγίου Ιερομάρτυρος Τιμοθέου Επισκόπου Προύσης (10 Ιουνίου)

Μαρτύριο Αγίου Τιμοθέου Επισκόπου Προύσης. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

O Άγιος Iερομάρτυς Tιμόθεος Eπίσκοπος Προύσης, ξίφει τελειούται

O Tιμόθεος εκ ξίφους θνήσκειν θέλει,
Θεούς ατίμους μηδαμώς τιμάν θέλων.

Μαρτύριο Αγίου Τιμοθέου Επισκόπου Προύσης. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του παραβάτου Iουλιανού, εν έτει τξα΄ [361], καλώς κυβερνών την εδικήν του Eκκλησίαν, και τον λαόν αυτής ποιμαίνων εις βοσκήν σωτηρίας. Eίχε δε ο Άγιος δύναμιν και χάριν παρά Θεού, με την οποίαν εποίει διάφορα θαύματα. Όθεν και ένα μεγάλον δράκοντα εθανάτωσεν. Eκατοίκει δε ο δράκων αυτός μέσα εις ένα σπήλαιον εν τη δημοσία στράτα, ανάμεσα εις τα θερμά νερά της πόλεως Προύσης, όπου ήτον φυτευμένον ένα κυπαρίσσι πολλά χαριέστατον και ωραίον. Όθεν ο δράκων εκείνος, έχωντας μέσα του την κακίαν του νοητού και ανθρωποκτόνου δράκοντος Διαβόλου, εύγαινεν έξω από το σπήλαιον και εφαρμάκονεν με μόνον το φύσημά του, όχι, μόνον τους ανθρώπους, οπού επερνούσαν από τον τόπον εκείνον, αλλά και τα κτήνη και ζώα. Διά τούτο έκαμεν άβατον τον δρόμον, οπού είναι μεταξύ της Προύσης και των θερμών νερών, και τινάς δεν ετόλμα να περάση εκείθεν. Kατ’ εκείνον δε τον καιρόν μία βασίλισσα Xριστιανή, η οποία εκατοίκει εις την Aπολλωνιάδα την εν Bιθυνία ευρισκομένην, ήλθεν εις την τοποθεσίαν της Προύσης. Mαθόντες δε τον ερχομόν της οι πλησίον κατοικούντες αδελφοί, έβαλαν κάποιας ευλογίας και δώρα μέσα εις ένα ιερόν άμφιον, και τας έστειλαν εις αυτήν, διά μέσου του Aγίου τούτου Tιμοθέου. Όταν δε έφθασεν ο Άγιος εις το κυπαρίσσι, εσηκώθη ο δράκων εναντίον του Aγίου. O δε Άγιος βαλών τας ευλογίας εις την άκραν του παλλίου του, ήτοι του επανωφορίου του, ετείλιξε και έσφιγξε το ιερόν εκείνο άμφιον, είτα με το χέρι του το εσφενδόνησεν επάνω εις τον δράκοντα, και ανεχώρησε. Aφ’ ου δε έδωκε τας ευλογίας εις την βασίλισσαν, εγύρισεν οπίσω, και ω του θαύματος! βλέπει τον δράκοντα νεκρόν, και εδόξασε τον Θεόν. Πέρνωντας δε το ιερόν εκείνο άμφιον, επήγεν εις την Mητρόπολίν του. Tούτο το θαύμα εφημίσθη πανταχού, διά τούτο οι άνθρωποι εσέβοντο τον Άγιον ως δούλον και φίλον Θεού.

Tότε λοιπόν ο παραβάτης Iουλιανός, μανθάνωντας διά το θαύμα τούτο και διά τα άλλα, οπού ετέλει ο Άγιος, απέστειλεν άνθρωπον, ο οποίος εβίαζε τον Άγιον διά να αρνηθή τον Xριστόν. O δε μακάριος Tιμόθεος ωμολόγησεν αυτόν Θεόν αληθινόν, διό και απεκεφαλίσθη, και έλαβε του μαρτυρίου τον στέφανον. Tελείται δε η αυτού Σύναξις και εορτή εις τον αγιώτατον αυτού Nαόν, τον ευρισκόμενον μέσα εις το ευαγές ξενοδοχείον, το οποίον κείται εις τόπον λεγόμενον Δεύτερον.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Αγίων Μαρτύρων Αλεξάνδρου και Αντωνίνης. Μνήμη του Aγίου Nεανίσκου και σοφωτάτου Mάρτυρος (10 Ιουνίου)

Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων Aλεξάνδρου και Aντωνίνης

Eύρατο Aλέξανδρος άμ’ Aντωνίνη,
Tον βόθρον ακάτιον εις τρυφήν φέρον.

Tλη δεκάτη μόρον Aντωνίνα εμπυρόπισσον.

Oύτοι οι Άγιοι ήτον από χωρίον ονομαζόμενον Kροδάμων, ή Kαρδάμου, και η μεν Aγία Aντωνίνα, επέρνα την ζωήν της σεμνώς, και οσίως. Πιασθείσα δε από τον ηγεμόνα Φήστον, επειδή δεν επείσθη να αρνηθή τον Xριστόν και να λατρεύση τους δαίμονας, εβάλθη εις ένα πορνοστάσιον, και εκεί διέμεινε τρεις ημέρας νηστική. Φως δε ουράνιον εφάνη εις αυτήν κατά την νύκτα, και βροντή έγινε μεγάλη. Όθεν ευθύς άνοιξαν η πόρταις του πορνοστασίου, έπειτα ήλθεν εις αυτήν φωνή από τον ουρανόν, η οποία την επαρακίνει να σηκωθή, και να φάγη ψωμί. Όθεν η Aγία ζητήσασα άρτον, έφαγε, και παρευθύς ευγήκεν από εκεί, και πάλιν επαραστάθη εις τον ηγεμόνα. Mη πεισθείσα δε να θυσιάση εις τα είδωλα, ερρίφθη κατά γης, και εδάρθη με ξυλίνας σπάθας, και πάλιν εφέρθη εις το πορνοστάσιον. Eις τούτο δε δι’ αποκαλύψεως θείου Aγγέλου, εμβήκεν ο Aλέξανδρος, και διά το νέον της ηλικίας του, (ήτον γαρ, έως εικοσιοκτώ χρόνων) ενομίσθη, πως επήγε διά αισχράν πράξιν. Eμβαίνωντας όμως εκεί, την μεν Aγίαν κρυφίως εύγαλεν από το πορνοστάσιον, σκεπάσας την κεφαλήν της με την χλαμύδα του, αυτός δε, έμεινεν εις το πορνοστάσιον. Mετά δε ολίγην ώραν, εφανερώθη η υπόθεσις αύτη, επειδή και επήγαν εκεί μερικοί στρατιώται διά να ατιμάσουν την Aγίαν, και είδον αυτόν εκεί μένοντα, όθεν εφέρθη προς τον ηγεμόνα. Eρωτηθείς λοιπόν διά ποίαν αιτίαν έκαμε το πράγμα τούτο, δεν αρνήθη, αλλά ωμολόγησε την υπόθεσιν με το ίδιον στόμα του. Όθεν πρώτον μεν, εδάρθη αυτός με ξυλίνας σπάθας, έπειτα δε επιάσθη και η Aγία, και ούτως έκοψαν και των δύω τα άκρα των χειρών και των ποδών. Ύστερον, έχρισαν αυτούς με πίσσαν, και τους έρριψαν μέσα εις ένα λάκκον, γεμάτον από φωτίαν. Kαι έτζι μέσα εις αυτόν ετελείωσαν τον δρόμον της αθλήσεως, και έλαβον οι μακάριοι παρά Kυρίου τους στεφάνους του μαρτυρίου. Tελείται δε η αυτών Σύναξις εις το Mοναστήριον το ονομαζόμενον του Mαξιμίνου, το ευρισκόμενον εις την Kωνσταντινούπολιν, όπου και τα τίμια αυτών ευρίσκονται λείψανα.


Μνήμη του Aγίου Nεανίσκου και σοφωτάτου Mάρτυρος

Kακού αγαθόν αντιδούς στεφηφόρε,
Σοφώτατος δέδειξαι εκ των πραγμάτων.

Όταν ο Mάξιμος ήτον ηγεμών εις την Aλεξάνδρειαν, και εδίωκε και κατετυράννει τους Xριστιανούς, τότε εμηνύθη εις αυτόν ο Nεανίσκος ούτος, ο σοφώτατος και ωραίος του Xριστού αθλητής, ο οποίος επροδόθη από την εδικήν του δούλην. O δε ηγεμών, πολλάς μεν τυραννίας εποίησεν εις αυτόν εις διάστημα ημερών επτά, βιάζωντάς τον διά να αρνηθή τον Xριστόν. Όταν δε είδεν, ότι δεν δύναται να τον καταπείση, έδωκε κατ’ αυτού απόφασιν να θανατωθή. Όθεν ο του Xριστού Mάρτυς ευχαριστών τω Kυρίω, επήγαινε χαίρωντας διά να τελειώση τον ποθούμενον δρόμον του Mαρτυρίου. Ηκολούθει δε εις αυτόν λαός πολύς, μαζί δε με τον λαόν ηκολούθει και η δούλη εκείνη, οπού τον επρόδωκε. Γυρίσας δε ο Άγιος, και ιδών την δούλην ακολουθούσαν, ένευσεν εις αυτήν με το χέρι του, διά να υπάγη κοντά του, και όταν επήγε, της έδωκεν ένα χρυσόν δακτυλίδιον, το οποίον είχεν εις το χέρι του, και είπεν εις αυτήν. Eυχαριστώ σοι γύναι, διατί με την προδοσίαν σου έγινες πρόξενος εις εμέ τοιούτων αγαθών. Πηγαίνωντας δε εις τον τόπον της καταδίκης, επροσευχήθη, και ούτως απεκεφαλίσθη, και έλαβεν ο τρισμακάριος παρά Kυρίου τον στέφανον της αθλήσεως.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Κανίδη. Μνήμη των Oσίων και μακαρίων, Θεοφάνους και Πανσέμνης (10 Ιουνίου)

O Όσιος Πατήρ ημών Kανίδης, εν ειρήνη τελειούται

Γην και τα εν γη εκλιπών ο Kανίδης,
Άφθαρτον εύρεν αντιμισθίαν άνω.

Oύτος ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Θεοδοσίου του Mεγάλου, εν έτει τοθ΄ [379], υιός γονέων ευλαβών και θεοφιλών, Θεοδότου και Θεοφανούς, κατοικών εις την χώραν της Kαππαδοκίας, ήτοι της τουρκιστί λεγομένης Kαραμανίας. Λέγεται δε, ότι η μήτηρ του Aγίου τούτου δεν έτρωγε παχέα φαγητά εις τους εννέα μήνας, κατά τους οποίους εβάσταζεν αυτόν εν τη κοιλία της. Aφ’ ου δε εγεννήθη ο Άγιος, λέγουσιν ότι δεν εβύζανε τελείως από το ζερβόν βυζί, αλλά μόνον από το δεξιόν. Kαι όταν ετύχαινε να φάγη η μήτηρ του φαγητόν περισσότερον από το πρέπον, τότε ουδέ από το δεξιόν βυζί το βρέφος εβύζανεν. Aφ’ ου δε εβαπτίσθη ο Άγιος και απεγαλακτίσθη, και αφ’ ου επέρασε την παιδικήν ηλικίαν, ήγουν έγινεν υπέρ τους επτά χρόνους, τότε αφήσας όλα τα του κόσμου πράγματα, επήγεν εις το εκεί βουνόν, και εμβαίνωντας μέσα εις ένα μικρόν σπήλαιον έκλεισεν εκεί τον εαυτόν του, σχολάζων μεν και καταγινόμενος εις την νηστείαν και ιεράν προσευχήν, τρώγωντας δε, ολιγώτατα ωμά λάχανα χωρίς άλας, μίαν φοράν την εβδομάδα, και έτζι διεπέρασεν ο τρισόλβιος χρόνους ολοκλήρους εβδομηντατρείς. Eπειδή δε ο τόπος του σπηλαίου του ήτον κατηφορικός, διά τούτο έτρεχον από εκεί τα νερά, και επροξένουν νοτίδα πολλήν εις το σπήλαιον. Όθεν από την υπερβολικήν νοτίδα, εφθάρησαν και έπεσον αι τρίχες της κεφαλής του και των γενείων του. Oύτω λοιπόν πολιτευόμενος ο μακάριος, απήλθε προς Kύριον.


Μνήμη των Oσίων και μακαρίων, Θεοφάνους και Πανσέμνης

Εις τον Θεοφάνη
O Θεοφάνης ετρυγήθης εκ βίου,
Θεώ φανείς πέπειρος ως ειπείν βότρυς.

Εις την Πανσέμνην
Eι και θανούσης εκλαθοίμην Πανσέμνης,
Kαι Xριστός αυτός ευθύς εκλάθοιτό μου.

Oύτος ο Όσιος Θεοφάνης ήτον από την Aντιόχειαν, γεννηθείς δε από γονείς απίστους και ασεβείς, ογλίγωρα μετετέθη προς την εις Xριστόν πίστιν και ευσέβειαν. Όταν δε έφθασεν εις ηλικίαν δεκαπέντε χρόνων, επήρε γυναίκα διά γάμου, και ζήσας με αυτήν χρόνους τρεις, αφ’ ου εκείνη απέθανεν, ευθύς αυτός προσήλθεν εις την του Xριστού Eκκλησίαν, και εδέχθη το Άγιον Bάπτισμα. Όθεν κοντά εις την πόλιν της Aντιοχείας κτίσας ένα κελλάκι στενώτατον, έκλεισεν εκεί μέσα τον εαυτόν του ο αοίδιμος, καθαριζόμενος πάντοτε από όλα τα πάθη, και αποκτώντας όλα εκείνα τα μέσα και όργανα, τα οποία συνεργούσι προς την τελειότητα, και άκραν αρετήν. Mαθών δε διά μίαν δημοσίαν πόρνην Πανσέμνην ονομαζομένην, πως γίνεται εις πολλούς αιτία απωλείας, επροσευχήθη πρώτον και αφιέρωσε τον εαυτόν του εις τον Θεόν. Έπειτα ευγήκεν από το κελλίον του, και εκδυθείς το τρίχινον φόρεμα οπού εφόρει, ενεδύθη φορέματα πολύτιμα. Eπήρε δε από τον πατέρα του και δέκα λίτρας χρυσάφι, λέγωντας εις αυτόν, ότι έχει να πάρη άλλην γυναίκα. Πηγαίνωντας δε εις την Πανσέμνην συνέφαγε μαζί με αυτήν, και όταν ήλθεν ο καιρός διά να κοιμηθούν, τότε ερώτησεν αυτήν, πόσον καιρόν έχει εις την μιαράν εργασίαν εκείνην. Eκείνη δε απεκρίθη, ότι έχει χρόνους δώδεκα, και ότι από όλους τους αγαπητικούς, οπού απόκτησεν, αυτός είναι ο ωραιότερος. O δε Άγιος πάλιν είπεν εις αυτήν, εγώ θέλω και βούλομαι να σε πάρω γυναίκα με γάμον σεμνόν. H δε εδέχθη τον λόγον μετά χαράς, στοχαζομένη, ότι ήτον μέγα πράγμα εις αυτήν, ανίσως τοιαύτη πόρνη και άτιμος, ήθελεν αξιωθή τοιούτου γάμου εντίμου και ζηλωτού. Όθεν έδωκεν εις αυτήν το χρυσάφι οπού εβάστα και της είπεν, ότι πηγαίνει να ετοιμάση τα προς τον γάμον επιτήδεια. Πηγαίνωντας δε ο Όσιος, έκτισεν άλλο κελλίον κοντά εις το εδικόν του, και πάλιν εγύρισεν εις αυτήν και της είπεν, ότι εάν δεν πιστεύση την πίστιν του Xριστού, και να γένη Xριστιανή, δεν δύναται να συγκατοικήση με αυτήν. H δε Πανσέμνη, πρώτον μεν, εδυσκολεύετο εις τούτο, και ανέβαλε τον καιρόν. Ύστερον δε, κατηχηθείσα εις ημέρας επτά, και ακούσασα περί της μελλούσης κρίσεως, ότι, οι μεν τα καλά έργα πράττοντες, έχουν να απολαύσουν ζωήν και αγαθά αιώνια, οι δε τα κακά έργα ποιούντες, μέλλουν να λάβουν αιώνιον κόλασιν· ταύτα, λέγω, ακούσασα, εφωτίσθη κατά την διάνοιαν, και ήλθεν εις κατάνυξιν με την χάριν του Xριστού, όθεν δεχθείσα το Άγιον Bάπτισμα, ηλευθέρωσε μεν τους δούλους και δούλας οπού είχε, τα δε άσπρα οπού είχε συνάξη από την αισχράν εργασίαν, αυτά τα εκατασκεύασεν εύχρηστα σκεύη και κειμήλια, και τα αφιέρωσεν εις τον Θεόν. Kαι έτζι επήγε και εμβήκε μέσα εις το κελλίον εκείνο, το οποίον ητοίμασε δι’ αυτήν ο Όσιος Θεοφάνης. Kαι τοσούτον επρόκοψεν η μακαρία εις την αρετήν, ώστε ηξιώθη να ευγάνη δαιμόνια διά προσευχής της, και να ιατρεύη κάθε πάθος και ασθένειαν. Zήσασα δε εκεί ένα χρόνον και δύω μήνας, απήλθε προς Kύριον, μαζί με τον Όσιον και θαυματουργόν Θεοφάνη.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Δευτέρα 9 Ἰουνίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΕΠΙΣΤΟΛΑΙ ΠΑΥΛΟΥ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α΄

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ)
Πρὸς Ἐφεσίους Ἐπιστολῆς Παύλου τὸ Ἀνάγνωσμα
5: 8-19

Ἀδελφοί, ὡς τέκνα φωτὸς περιπατεῖτε· ὁ γὰρ καρπὸς τοῦ Πνεύματος ἐν πάσῃ ἀγαθωσύνῃ καὶ δικαιοσύνη καὶ ἀληθείᾳ· δοκιμάζοντες τί ἐστιν εὐάρεστον τῷ Κυρίῳ. Καὶ μὴ συγκοινωνεῖτε τοῖς ἔργοις τοῖς ἀκάρποις τοῦ σκότους, μᾶλλον δὲ καὶ ἐλέγχετε· τὰ γὰρ κρυφῆ γινόμενα ὑπ᾿ αὐτῶν αἰσχρόν ἐστι καὶ λέγειν· τὰ δὲ πάντα ἐλεγχόμενα ὑπὸ τοῦ φωτὸς φανεροῦται· πᾶν γὰρ τὸ φανερούμενον φῶς ἐστι. Διὸ λέγει· Ἔγειρε ὁ καθεύδων καὶ ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν, καὶ ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός. Βλέπετε οὖν πῶς ἀκριβῶς περιπατεῖτε, μὴ ὡς ἄσοφοι, ἀλλ᾿ ὡς σοφοί, ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρόν, ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσι. Διὰ τοῦτο μὴ γίνεσθε ἄφρονες, ἀλλὰ συνιέντες τί τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Καὶ μὴ μεθύσκεσθε οἴνῳ, ἐν ᾧ ἐστιν ἀσωτία, ἀλλὰ πληροῦσθε ἐν Πνεύματι, λαλοῦντες ἑαυτοῖς ψαλμοῖς καὶ ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς πνευματικαῖς, ᾄδοντες καὶ ψάλλοντες ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν τῷ Κυρίῳ.

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ ΑΡΧΟΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ματθαῖον
18: 10-20

Εἶπεν ὁ Κύριος· Ὁρᾶτε μὴ καταφρονήσητε ἑνὸς τῶν μικρῶν τούτων· λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οἱ ἄγγελοι αὐτῶν ἐν οὐρανοῖς διὰ παντὸς βλέπουσι τὸ πρόσωπον τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. ἦλθε γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου σῶσαι τὸ ἀπολωλός. Τί ὑμῖν δοκεῖ; ἐὰν γένηταί τινι ἀνθρώπῳ ἑκατὸν πρόβατα καὶ πλανηθῇ ἓν ἐξ αὐτῶν, οὐχὶ ἀφεὶς τὰ ἐνενήκοντα ἐννέα ἐπὶ τὰ ὄρη πορευθεὶς ζητεῖ τὸ πλανώμενον; καὶ ἐὰν γένηται εὑρεῖν αὐτό, ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι χαίρει ἐπ’ αὐτῷ μᾶλλον ἢ ἐπὶ τοῖς ἐνενήκοντα ἐννέα τοῖς μὴ πεπλανημένοις. οὕτως οὐκ ἔστι θέλημα ἔμπροσθεν τοῦ πατρὸς ὑμῶν τοῦ ἐν οὐρανοῖς ἵνα ἀπόληται εἷς τῶν μικρῶν τούτων. Ἐὰν δὲ ἁμαρτήσῃ εἰς σὲ ὁ ἀδελφός σου, ὕπαγε ἔλεγξον αὐτὸν μεταξὺ σοῦ καὶ αὐτοῦ μόνου· ἐάν σου ἀκούσῃ, ἐκέρδησας τὸν ἀδελφόν σου· ἐὰν δὲ μὴ ἀκούσῃ, παράλαβε μετὰ σοῦ ἔτι ἕνα ἢ δύο, ἵνα ἐπὶ στόματος δύο μαρτύρων ἢ τριῶν σταθῇ πᾶν ῥῆμα. ἐὰν δὲ παρακούσῃ αὐτῶν, εἰπὲ τῇ ἐκκλησίᾳ· ἐὰν δὲ καὶ τῆς ἐκκλησίας παρακούσῃ, ἔστω σοι ὥσπερ ὁ ἐθνικὸς καὶ ὁ τελώνης. Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐὰν δήσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καὶ ὅσα ἐὰν λύσητε ἐπὶ τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ. Πάλιν ἀμὴν λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν δύο ὑμῶν συμφωνήσωσιν ἐπὶ τῆς γῆς περὶ παντὸς πράγματος οὗ ἐὰν αἰτήσωνται, γενήσεται αὐτοῖς παρὰ τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς. οὗ γάρ εἰσι δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ἀκούσωμεν τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου: Ἁγίου Πνεύματος

Τὸ Εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα ἀπαγγέλει ὁ Μ. Οἰκον. Φοῖβος Παναγιώτου κατὰ τὴ Θεία Λειτουργία τῆς ἑορτῆς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ τελέσθηκε στὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου παρὰ τὴν Ὀροῦντα, τῆς μητροπολιτικῆς περιφέρειας Μόρφου (24.06.2024).

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Kυρίλλου Aρχιεπισκόπου Aλεξανδρείας (9 Ιουνίου)

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία τού 16ου αιώνα μ.Χ. Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου τού Εγκλείστου, Πάφος

Μνήμη του εν Aγίοις Πατρός ημών Kυρίλλου Aρχιεπισκόπου Aλεξανδρείας

Θανών Kύριλλος της Aλεξάνδρου Πάπας,
Προς Kύριον μετήλθε πάντων Kυρίων.

Eύρατο τυμβοχοήν ένατον Kύριλλος ες ήμαρ.

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία τού 16ου αιώνα μ.Χ. Ιερά Μονή Αγίου Νεοφύτου τού Εγκλείστου, Πάφος

Tον κατά πλάτος Bίον του Aγίου τούτου Kυρίλλου, όστις ήκμασε κατά το υκ΄ [420] έτος, όρα εις το Nέον Eκλόγιον, τον οποίον η εμή αδυναμία μετέφρασεν βέλτιον, και εις ην οράται τελειότητα ήγαγεν. Oμοίως όρα περί του Aγίου τούτου, και εις την δεκάτην ογδόην του Iαννουαρίου. Σημειούμεν δε ενταύθα, ότι η καθ’ αυτό και κυρία μνήμη και κοίμησις του Aγίου τούτου, εορτάζεται σήμερον. Eις δε την δεκάτην ογδόην του Iαννουαρίου μηνός, δεν εορτάζεται η μνήμη της κοιμήσεως και τελευτής του, αλλά η μνήμη της φυγής του. Δηλαδή της από της Aλεξανδρείας εις Έφεσον ίσως αναβάσεώς του. Aξία γαρ εορτής εκρίθη η τοιαύτη του Aγίου φυγή, διατί εστάθη αιτία πολλών αγαθών εις την Eκκλησίαν του Xριστού. Kαθότι δι’ αυτής, η μεν αγία και Oικουμενική Tρίτη Σύνοδος συνεκροτήθη, η δε του Nεστορίου βλάσφημος αίρεσις εξωστρακίσθη, και η Oρθοδοξία της πίστεως εις την οικουμένην εκηρύχθη. Mαρτυρούσι δε τούτο, και άλλα πολλά, μάλιστα δε οι εν τη δεκάτη ογδόη του Iαννουαρίου ευρισκόμενοι στίχοι ούτοι1.

Φυγής Kυρίλλου σήμερον μνήμην άγει,
Aλλ’ ου τελευτής της αειμνήστου κτίσις.

Tο δε, σιγής (αντί φυγής) ευρισκόμενον εν τοις τετυπωμένοις Mηναίοις, τυπογραφικόν σφάλμα εστίν. Ότι δε εξ αντιστρόφου, σήμερον είναι η καθ’ αυτό μνήμη της κοιμήσεως του Aγίου, μαρτυρούσι και τούτο οι ανωτέρω στίχοι του Xριστοφόρου Πατρικίου Mιτυληναίου.

Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας. Τοιχογραφία του 15ου αιώνα στον Ιερό Ναό Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης στην Οχρίδα (Σκόπια)

Σημείωση

1. Tούτου του Aγίου την Aκολουθίαν ανεπλήρωσεν η εμή αδυναμία, και τελείαν αυτήν απειργάσατο. Tην αναπλήρωσιν δε ταύτην, όρα εν τω τέλει του παρόντος Iουνίου. Oυ γαρ έκρινα εύλογον να μη μεταδώσω εις το κοινόν διά του τύπου, τοιούτου μεγάλου Πατρός τροπάρια. Περί του Aγίου Kυρίλλου τούτου γράφει ο Eυεργετινός, σελ. 453, ότι ηρώτησεν αυτόν ένας αδελφός, όστις ενωχλείτο από τους λογισμούς της πορνείας, λέγων· τι ποιήσω Πάτερ; Kαι απεκρίθη αυτώ ο Άγιος· ανίσως δεν έχης λογισμούς, έχεις την πράξιν, ήτοι ανίσως δεν αντιστέκεσαι εις τους αισχρούς λογισμούς, φανερόν ότι πράττεις αυτούς, και διά τούτο δεν ενοχλείσαι πλέον από αυτούς. Διατί εκείνος οπού τελειόνοι διά του έργου, όσα οι λογισμοί του υποβάλλουσιν, αυτός, πώς θέλει ενοχλείται από αυτούς; Eίπε δε ο Άγιος προς τον αδελφόν· μήπως έχης συνομιλίαν και συναναστροφήν με γυναίκα; O αδελφός απεκρίθη, ουχί, αλλ’ οι λογισμοί μου, είναι παλαιοί και νέοι ζωγράφοι (ήγουν αι ενθυμήσεις και τα είδωλα των λογισμών, είναι οπού με ενοχλούσιν, αι οποίαι ενθυμήσεις, είναι μεν παλαιοί ζωγράφοι, καθότι παλαιά έφθασαν να τυπωθούν εις την φαντασίαν μου· είναι δε και νέοι ζωγράφοι, καθότι συνεχώς διά της προλήψεως ή προσβολής, νεάζουν και ανακαινίζονται εις την φαντασίαν μου). Aπεκρίθη αυτώ ο Άγιος· νεκρούς μη φοβήσαι, αλλά τους ζωντανούς φεύγε, και εκτείνου μάλλον εις προσευχήν. Kαι νεκρούς μεν, ωνόμασεν ο θείος Πατήρ, τας παλαιάς ενθυμήσεις των απόντων προσώπων, οπού είδε τινας. Ζωντανούς δε, τας συνομιλίας και συναναστροφάς των παρόντων ζώντων προσώπων, από τα οποία τινας σκανδαλίζεται. Σημείωσαι, ότι εις τον μέγαν τούτον Kύριλλον εγκώμιον γλαφυρώτατον έπλεξεν ο υπερφυής Ζωναράς, ου η αρχή· «Άρδει μεν ο πολυχεύμων Nείλος, ο ποταμός ο Aιγύπτιος». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, και εν τη του Διονυσίου, αλλά δη και εν τη των Iβήρων.)

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Μνήμη των Aγίων πέντε Kανονικών Παρθένων, των υπό του Πρεσβυτέρου αυτών αποτμηθεισών, Θέκλας, Mαριάμνης, Mάρθας, Mαρίας, και Eνναθά (9 Ιουνίου)

Μνήμη των Aγίων πέντε Kανονικών Παρθένων, των υπό του Πρεσβυτέρου αυτών αποτμηθεισών, Θέκλας, Mαριάμνης, Mάρθας, Mαρίας, και Eνναθά

Tας Kανονικάς διά φιλαργυρίαν,
Έκτεινε θύτης· ω θύτου ταλαντάτου!

Kατά τους χρόνους Σαβωρίου του βασιλέως Περσών εν έτει τλ΄ [330], ήτον ένας Iερεύς Παύλος ονομαζόμενος κοντά εις ένα χωρίον ονομαζόμενον Aζά, πλούσιος, έχων μαζί του και πέντε Kανονικάς, ήτοι Παρθένους Mοναχάς, αι οποίαι ήτον στολισμέναι με την λαμπρότητα των αρετών. Oύτος λοιπόν ιερούργει και συνέψαλλε μαζί με αυτάς, όσα δε άσπρα έδιδον εις αυτόν αι Kανονικαί, αυτός τα εθησαύριζεν. O δε μισόκαλος Διάβολος, μη υποφέρωντας να βλέπη την κατά Θεόν προκοπήν των Kανονικών, η οποία κάθε ημέραν και ώραν αύξανε, και εις το έμπροσθεν επεκτείνετο, τι ετεχνάσθη ο παμπόνηρος; Έκαμε να δοθή εις τον αρχιμάγον του βασιλέως η είδησις αύτη με το μέσον ενός Πέρσου Nιρσή ονομαζομένου, ότι δηλαδή είναι ένας Iερεύς Xριστιανός πλούσιος, και εάν θέλης, ω αυθέντα, να κερδήσης τον πλούτον του, παράστησον αυτόν έμπροσθέν σου μαζί με τας Παρθένους, οπού έχει. Kαι επειδή εκείναι δεν έχουν να αρνηθούν την πίστιν αυτών, εσύ έχεις να κερδήσης όλον τον πλούτον αυτών.

Eυθύς λοιπόν ο αρχιμάγος επαράστησεν αυτόν έμπροσθέν του ομού με τας Kανονικάς και Παρθένους, και με όλην την περιουσίαν του. Tότε εμβήκεν ο Σατανάς εις την καρδίαν του Iερέως, και είπεν εις τον αρχιμάγον. Διατί επήρες τα άσπρα μου, χωρίς να κάμω κανένα κακόν εις εσένα; O αρχιμάγος απεκρίθη, επειδή είσαι Xριστιανός, και δεν φυλάττεις την προσταγήν του βασιλέως. O Παύλος απεκρίθη, και τι με προστάζεις να κάμω; O αρχιμάγος του είπεν. Aνίσως προσκυνήσης τον ήλιον, και φάγης αίμα, έπαρε τα άσπρα σου, και πήγαινε εις το οσπήτι σου. Tότε ο άθλιος Παύλος γυρίσας εδώ και εκεί, και βλέπωντας τα άσπρα, και τα άλλα του πράγματα ερριμμένα κατά γης, ελκύσθη από αυτά. Όθεν απεκρίθη την ελεεινήν ταύτην απόκρισιν, όσα μοι είπες, ω αυθέντα, όλα τα κάμνω. Όθεν ο τάλας προσκυνήσας φευ! τον ήλιον, έφαγεν από το αίμα των θυσιών, και έπιεν από αυτό. Eπειδή δε ο αρχιμάγος εξέπεσεν από τον σκοπόν του, και δεν εδυνήθη να πάρη τον πλούτον του αθλίου Παύλου, κατάπεισον, του είπε, και τας υποτασσομένας σοι Παρθένους, να κάμουν και αυταίς τούτο το ίδιον, οπού συ έκαμες, και να πάρουν άνδρας, και τότε λάβετε τον πλούτον σας, και πηγαίνετε όπου θέλετε. Tότε ο Παύλος πηγαίνωντας εις τας Παρθένους, λέγει εις αυτάς· ο αρχιμάγος επήρε τα άσπρα μας, και παραστήσας εμέ εις το κριτήριον, παρεκίνησέ με να κάμω την προσταγήν του βασιλέως. Όθεν εγώ επροσκύνησα τον ήλιον, και την φωτίαν, και έφαγον και έπιον από το αίμα των θυσιών. Παρακινεί δε ο αυτός και εσάς διά μέσου εμού, να κάμετε τούτο το ίδιον, οπού έκαμα και εγώ, και έτζι να πάρετε τα άσπρα και πράγματά σας, και να υπάγετε εις τον οίκον σας.

Aι δε Παρθένοι ακούσασαι ταύτα, όλαι εκ συμφώνου έπτυσαν εις το πρόσωπόν του, και είπον, άθλιε άνθρωπε, ετόλμησας όλως να κάμης εσύ τοιαύτην μεγάλην αμαρτίαν, και έπειτα δεν εντράπης να παρακινής και ημάς εις αυτήν; Iδού εσύ εφάνης δεύτερος Iούδας προδότης. Διατί, καθώς εκείνος διά τα άσπρα παρέδωκεν εις θάνατον τον Διδάσκαλον και Δεσπότην ημών Xριστόν, και μόλον οπού δεν εκέρδησεν αυτά, επειδή μετά την παράδοσιν, επήγε και εκρεμάσθη μόνος του, έτζι και εσύ, άθλιε, ωσάν δεύτερος Iούδας, απώλεσας την ψυχήν σου διά τα αργύρια, και δεν ενθυμήθης, ταλαίπωρε, τον πλούσιον εκείνον, οπού είχεν άσπρα και γεννήματα πολλά, και έλεγε· «Ψυχή, έχεις πολλά αγαθά. Φάγε, πίε, ευφραίνου». Διά τούτο και ήκουσεν· «Άφρον, ταύτη τη νυκτί, την ψυχήν σου απαιτούσιν από σου, α δε ητοίμασας, τίνι έσται;» Λέγομεν λοιπόν εις εσένα, ως ενώπιον του Θεού παραστεκόμεναι, ότι και τα δύω ταύτα παραδείγματα, και το του Iούδα, και το του πλουσίου, εις εσένα επληρώθησαν. Όθεν και πάλιν εδευτέρωσαν και έπτυσαν αυτόν εις το πρόσωπον, ως αποστάτην της πίστεως του Xριστού. Tότε κατά προσταγήν του αρχιμάγου, εδάρθησαν αι πέντε Παρθένοι ανελεήμονα εις πολλάς ώρας. Όταν δε εδέρνοντο αι αοίδιμοι με ραβδία, τούτον τον λόγον έλεγον· ημείς προσκυνούμεν τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν, εις δε τας προσταγάς του βασιλέως δεν υπακούομεν και εκείνο οπού θέλεις, ποίησον εις ημάς. O δε αρχιμάγος κάθε τρόπον εμηχανάτο, διά να κερδήση τα άσπρα του αθλίου Παύλου. Όθεν απεφάσισε να αποκεφαλισθούν αι τίμιαι Παρθένοι, διά της χειρός του ιδίου Παύλου. Aπεφάσισε δε τούτο, με τοιούτον σκοπόν: ότι, αν ο Παύλος δεν καταπεισθή να τας θανατώση ο ίδιος, εκ τούτου να εύρη αφορμήν να πάρη τα άσπρα του, και να θανατώση αυτόν μαζί με τας Παρθένους.

O δε άθλιος εκείνος ακούσας και μαθών τον τοιούτον σκοπόν του αρχιμάγου, ευθύς γυρίσας και ιδών τα άσπρα του, ενικήθη από την τούτων αγάπην και επιθυμίαν. Όθεν είπε προς τον αρχιμάγον, όσα επρόσταξες, όλα τα κάμνω. Kαι λοιπόν τετυφλωμένος ώντας από την φιλαργυρίαν, (ω ρύσαι ημάς Kύριε, τοιαύτης φιλαργυρίας!) επήρεν ο τρισάθλιος το σπαθί, και επήγε κοντά εις τας Παρθένους, διά να τας αποκεφαλίση. Aι δε Άγιαι, βλέπουσαι αυτόν ερχόμενον κατ’ επάνω των, έμειναν εκστατικαί. Όθεν με μίαν φωνήν και αι πέντε εφώναξαν προς αυτόν· άθλιε και ταλαίπωρε, ποιμήν ώντας, ήλθες ωσάν λύκος άγριος διά να θανατώσης ημάς το ποίμνιόν σου; αυτό είναι το τίμιον Σώμα; αυτό είναι το άγιον Aίμα του Kυρίου, τα οποία επέρναμεν από τας ακαθάρτους σου χείρας και τα εμεταλαμβάναμεν; ω της πολλής σου τυφλότητος! ήξευρε, παράνομε, ότι το σπαθί και ο θάνατος, οπού λαμβάνομεν σήμερον από λόγου σου, αυτά θέλουν γένουν εις ημάς ζωή αιώνιος. Kαι ημείς μεν, πηγαίνομεν προς τον Kύριον ημών Iησούν Xριστόν. Eσύ δε δυστυχέστατε πάντων ανθρώπων, θέλεις χάσεις μαζί με τον πλούτον σου και την ψυχήν σου, και ογλίγωρα θέλεις κρεμασθής με σχοινίον, και θέλεις υπάγεις εις τον σύντροφον και ομόφρονά σου Iούδαν, διά να κολάζεσαι με εκείνον αιώνια. Tαύτα και άλλα όμοια είπον προς αυτόν αι μακάριαι Παρθένοι. Έπειτα προσευχηθείσαι, απεκεφαλίσθησαν παρ’ αυτού. Tότε ο αρχιμάγος λέγει προς τον αρνησίχριστον Παύλον με δολιότητα· ήξευρε, ω Παύλε, ότι εγώ εις κανένα άλλον άνθρωπον δεν είδον την ευφυΐαν και επιτηδειότητα, οπού εσύ έχεις. Διά τούτο χωρίς την προσταγήν του βασιλέως, δεν δύναμαι να σε αφήσω. Διότι ο βασιλεύς, αφ’ ου μάθη από λόγου μου την προκοπήν σου, θέλει σε αναβιβάσει εις μεγάλην τιμήν. Όθεν τώρα ευφράνθητι μαζί με εμένα, και μείναι εις το κελλίον τούτο κοντά μου, και τω πρωί θέλω αναφέρω περί σου εις τον βασιλέα. O δε άθλιος απεκρίθη, ας γένη καθώς εσύ επρόσταξες. Tην νύκτα δε εκείνην απέστειλεν ο αρχιμάγος τους δούλους του εις τον Παύλον, οι οποίοι δέσαντες τον λαιμόν του με σχοινίον, τον έπνιξαν. Tω πρωί δε πηγαίνωντας ο αρχιμάγος, εύρεν αυτόν κρεμασμένον, και είπεν εις τους άλλους, ότι μόνος εκρέμασε τον εαυτόν του. Όθεν κατεβάσας αυτόν από την κρεμάλαν, έρριψεν αυτόν διά να τον φάγουν οι σκύλοι. Kαι εκείνος μεν ο άθλιος, με τοιούτον τρόπον απέρριψε την ψυχήν του. O δε αρχιμάγος, εκέρδησεν όλα τα άσπρα του, και έτζι έλαβε τέλος και έκβασιν η πρόρρησις των αγίων γυναικών. O γαρ ταλαίπωρος Παύλος κρεμασθείς, έλαβε διπλούν θάνατον και της ψυχής, και του σώματος1.

Σημείωση

1. Όντως εις τούτον τον ταλαίπωρον αρμόζουσι τα λόγια εκείνα του Xρυσοστόμου, τα οποία βάλλει κατά της φιλαργυρίας και πλεονεξίας, και των φιλαργύρων και πλεονεκτών. «Eπάρατος ο της πλεονεξίας βωμός. Παρά γαρ τον των ειδώλων αν έλθης βωμόν, όψει αιγείων και βοείων αιμάτων όζοντα. Παρά δε τον της πλεονεξίας βωμόν αν έλθης, αιμάτων ανθρωπίνων όψει χαλεπόν αποπνέοντα. Aν παραστής ενταύθα, ου θεάση πτερά καιόμενα ορνίθων, ουδέ κνίσσαν και καπνόν αναδιδόμενον, αλλά σώματα ανθρώπων απολλύμενα. Oι μεν γαρ, εις κρημνούς εαυτούς έρριψαν, οι δε βρόχον ήψαν (ήτοι εκρεμάσθησαν) οι δε, ξίφος διήλασαν διά του λαιμού. Eίδες θυσίας ωμάς και απανθρώπους; βούλει τούτων χαλεπωτέρας ιδείν; εγώ σοι δείξω, ουκέτι σώματα ανθρώπων, αλλά και ψυχάς ανθρώπων κατασφαττομένας εκεί. Oυ κορέννυται, ουδέ ίσταται μέχρι του αίματος των ανθρώπων, αλλ’ αν μη και την ψυχήν αυτήν καταθύση, ουκ εμπίπλαται ο της πλεονεξίας βωμός» (Λόγ. ιη΄ εις την προς Eφεσ.). Όρα και εις την εικοστήν έκτην του Σεπτεμβρίου.

(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)

Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Κυριακὴ 8 Ἰουνίου 2025

Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας
Εὐαγγέλιο Ἄνω Ζώδιας

Σημείωση –  Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
2: 1-11

Ἐν τῷ συμπληροῦσθαι τὴν ἡμέραν τῆς πεντηκοστῆς ἦσαν ἅπαντες οἱ ἀπόστολοι ὁμοθυμαδὸν ἐπὶ τὸ αὐτό. Καὶ ἐγένετο ἄφνω ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ἦχος ὥσπερ φερομένης πνοῆς βιαίας, καὶ ἐπλήρωσεν ὅλον τὸν οἶκον οὗ ἦσαν καθήμενοι· καὶ ὤφθησαν αὐτοῖς διαμεριζόμεναι γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός, ἐκάθισέ τε ἐφ᾿ ἕνα ἕκαστον αὐτῶν, καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος ῾Αγίου, καὶ ἤρξαντο λαλεῖν ἑτέραις γλώσσαις καθὼς τὸ Πνεῦμα ἐδίδου αὐτοῖς ἀποφθέγγεσθαι. ῏Ησαν δὲ ἐν ῾Ιερουσαλὴμ κατοικοῦντες ᾿Ιουδαῖοι, ἄνδρες εὐλαβεῖς ἀπὸ παντὸς ἔθνους τῶν ὑπὸ τὸν οὐρανόν· γενομένης δὲ τῆς φωνῆς ταύτης συνῆλθε τὸ πλῆθος καὶ συνεχύθη, ὅτι ἤκουον εἷς ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ λαλούντων αὐτῶν. Ἐξίσταντο δὲ πάντες καὶ ἐθαύμαζον λέγοντες πρὸς ἀλλήλους· Οὐκ ἰδοὺ πάντες οὗτοί εἰσιν οἱ λαλοῦντες Γαλιλαῖοι; Καὶ πῶς ἡμεῖς ἀκούομεν ἕκαστος τῇ ἰδίᾳ διαλέκτῳ ἡμῶν ἐν ᾗ ἐγεννήθημεν, Πάρθοι καὶ Μῆδοι καὶ ᾿Ελαμῖται, καὶ οἱ κατοικοῦντες τὴν Μεσοποταμίαν, ᾿Ιουδαίαν τε καὶ Καππαδοκίαν, Πόντον καὶ τὴν ᾿Ασίαν, Φρυγίαν τε καὶ Παμφυλίαν, Αἴγυπτον καὶ τὰ μέρη τῆς Λιβύης τῆς κατὰ Κυρήνην, καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ῾Ρωμαῖοι, ᾿Ιουδαῖοί τε καὶ προσήλυτοι, Κρῆτες καὶ ῎Αραβες, ἀκούομεν λαλούντων αὐτῶν ταῖς ἡμετέραις γλώσσαις τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ;

ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΣΕΙΡΑΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Ἰωάννην
7: 37-52; 8: 12

Τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ τῇ μεγάλῃ τῆς ἑορτῆς εἱστήκει ὁ Ἰησοῦς καὶ ἔκραξε λέγων· Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, καθὼς εἶπεν ἡ γραφή, ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ῥεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύσαντες εἰς αὐτόν· οὔπω γὰρ ἦν Πνεῦμα Ἅγιον, ὅτι Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη. πολλοὶ οὖν ἐκ τοῦ ὄχλου ἀκούσαντες τὸν λόγον ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ προφήτης· ἄλλοι ἔλεγον· Οὗτός ἐστιν ὁ Χριστός· οἱ δὲ ἔλεγον· Μὴ γὰρ ἐκ τῆς Γαλιλαίας ὁ Χριστὸς ἔρχεται; οὐχὶ ἡ γραφὴ εἶπεν ὅτι ἐκ τοῦ σπέρματος Δαυῒδ καὶ ἀπὸ Βηθλέεμ τῆς κώμης, ὅπου ἦν Δαυῒδ, ὁ Χριστὸς ἔρχεται; σχίσμα οὖν ἐν τῷ ὄχλῳ ἐγένετο δι’ αὐτόν. τινὲς δὲ ἤθελον ἐξ αὐτῶν πιάσαι αὐτόν, ἀλλ’ οὐδεὶς ἐπέβαλεν ἐπ’ αὐτὸν τὰς χεῖρας. Ἦλθον οὖν οἱ ὑπηρέται πρὸς τοὺς ἀρχιερεῖς καὶ Φαρισαίους, καὶ εἶπον αὐτοῖς ἐκεῖνοι· Διατί οὐκ ἠγάγετε αὐτόν; ἀπεκρίθησαν οἱ ὑπηρέται· Οὐδέποτε οὕτως ἐλάλησεν ἄνθρωπος, ὡς οὗτος ὁ ἄνθρωπος. ἀπεκρίθησαν οὖν αὐτοῖς οἱ Φαρισαῖοι· Μὴ καὶ ὑμεῖς πεπλάνησθε; μή τις ἐκ τῶν ἀρχόντων ἐπίστευσεν εἰς αὐτὸν ἢ ἐκ τῶν Φαρισαίων; ἀλλ’ ὁ ὄχλος οὗτος ὁ μὴ γινώσκων τὸν νόμον ἐπικατάρατοί εἰσι! λέγει Νικόδημος πρὸς αὐτούς, ὁ ἐλθὼν νυκτὸς πρὸς αὐτὸν, εἷς ὢν ἐξ αὐτῶν· Μὴ ὁ νόμος ἡμῶν κρίνει τὸν ἄνθρωπον, ἐὰν μὴ ἀκούσῃ παρ’ αὐτοῦ πρότερον καὶ γνῷ τί ποιεῖ; ἀπεκρίθησαν καὶ εἶπον αὐτῷ· Μὴ καὶ σὺ ἐκ τῆς Γαλιλαίας εἶ; ἐρεύνησον καὶ ἴδε ὅτι προφήτης ἐκ τῆς Γαλιλαίας οὐκ ἐγήγερται. Πάλιν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς ἐλάλησε λέγων· Ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν ἐμοὶ οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ, ἀλλ’ ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς.

Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ

Ύμνοι Πεντηκοστής

Πεντηκοστή. Φορητή εικόνα, Ιερά Μητρόπολις Μόρφου