Αρχική Blog Σελίδα 466

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Χριστοῦ († π. Αντωνίου Bloom)

π. Anthony Bloom

Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν, φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου Ἰσραήλ» (Λκ. 2. 29 32)

π. Anthony Bloom

Tὰ λόγια τοῦ Ἁγίου Συμεών σημειώνουν τὸ τέλος μιᾶς μακρᾶς περιόδου, χιλιάδων χρόνων κατὰ τὴ διάρκεια τῶν ὁποίων οἱ ἄνθρωποι ζοῦσαν χωρὶς τὸν Θεό· εἶχαν περάσει χιλιάδες χρόνια ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Ἀδὰμ εἶχε χύσει τὸ πρῶτο του δάκρυ, ἀπὸ τότε ποὺ εἶχε θρηνήσει γιὰ πρώτη φορὰ πάνω στὴ γῆ ἐκείνη στὴν ὁποία δὲν εὕρισκες πιὰ τὸν Θεὸ ἀνάμεσα στὰ πλάσματά Του.

Ὁλόκληρη ἡ γῆ, ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ποθοῦσε τὴν ἡμέρα ἐκείνη ποὺ ἐπιτέλους θὰ συναντοῦσε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὸν Θεό του πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Νά λοιπὸν ποὺ ἡ μέρα ἐκείνη εἶχε φτάσει: ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος μέσα σὲ μιὰ φάτνη στὴ Βηθλεέμ· ὁ Αἰώνιος μπῆκε μέσα στὸ χρόνο· ὁ Ἀπεριχώρητος καὶ Ἀτελεύτητος ὑπάχθηκε στοὺς περιορισμοὺς τῆς κτιστῆς μας κατάστασης.

Αὐτὸς ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ἁγιότητα μπῆκε στὸν κόσμο τῆς ἁμαρτίας τὴ μέρα τοῦ βαπτίσματός Του μὲ τὸ νὰ βυθιστεῖ στὰ φοβερὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη μέσα στὰ ὁποῖα οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἀποπλύνει τὰ ἁμαρτήματά τους· βυθίστηκε στὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ σὰν μέσα στὰ νεκρὰ νερὰ τῆς μυθολογίας καὶ τῶν παραμυθιῶν καὶ βγῆκε φορτισμένος μὲ τὴ νέκρα καὶ τὴ θνητότητα τῶν ἀνθρώπων τοὺς ὁποίους εἶχε ἔλθει νὰ σώσει.

Σήμερα θυμόμαστε τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου, τὴ συνάντησή Του μὲ τὸ πρῶτο πρόσωπο, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Μητέρα Του, τὸ ὁποῖο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος Τὸν εἶχε διαισθανθεῖ ὡς Θεό. Ἡ τραγωδία τῆς ἀποστέρησης τοῦ Θεοῦ τὴν ὁποία βρίσκουμε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο ἔχει τελειώσει· ὁ Κύριος εἶναι μαζὶ μὲ τὸ λαό Του· ἡ πληρότητα τῆς Θεότητας κατοικεῖ πάνω στὴ γῆ αὐτή.

Μιὰ νέα ὅμως τραγωδία ἀρχίζει, ἡ πορεία τοῦ Θεανθρώπου πρὸς τὸ Σταυρό. Ὁ Χριστὸς γεννήθηκε στὴ χώρα τοῦ θανάτου καὶ μὲ σκοπό Του νὰ πεθάνει. Γεννήθηκε μὲ σκοπό Του νὰ πεθάνει γιὰ χάρη μας. Ἂν προσέξατε τὰ ἀναγνώσματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τὰ ὁποῖα διαβάζονται γιὰ τὴ γιορτὴ αὐτὴ εἶναι πιθανὸ νὰ καταλάβατε τοὺς λόγους γιὰ τοὺς ὁποίους θεσπίστηκε.

Στὸ δέκατο τρίτο κεφάλαιο τῆς Ἐξόδου διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεὸς ζήτησε ἀπὸ τὸ Μωυσῆ τὴν καθιέρωση τοῦ κάθε πρωτότοκου ἀγοριοῦ, τὴν προσφορὰ τοῦ παιδιοῦ σὰν μιὰ θυσία σὲ μνήμη τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ Ἰσραὴλ σώθηκε ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων μέσῳ τοῦ θανάτου ὅλων τῶν πρωτοτόκων τῆς Αἰγύπτου.

Ἡ παρουσίαση αὐτὴ τοῦ κάθε πρωτότοκου βρέφους στὸ Ναὸ δὲ σήμαινε μιὰ πλήρη ἀφιέρωση στὸν Θεό: τὰ παιδιὰ αὐτὰ ἐπέστρεφαν στὴ συνέχεια πίσω στὴν καθημερινὴ κοσμικὴ ζωή. Ἡ παρουσία σήμαινε τὴν ἄφεσή τους στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, σήμαινε ὅτι ὁ Θεὸς εἶχε πάνω τους δικαίωμα ζωῆς καὶ θανάτου καὶ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ἀναγνωριζόταν ἀπὸ τὸ ὅτι οἱ γονεῖς πλήρωναν γιὰ τὸ παιδὶ σὰν λύτρα ἕνα ἀμνὸ ἢ ἕνα ζεῦγος περιστεριῶν.

Ὁ πρωτότοκος ἦταν πραγματικὰ μιὰ αἱματηρὴ θυσία ἡ ὁποία ἀναβαλλόταν ἀπὸ αἰώνα σὲ αἰώνα μέχρι τὴ μέρα ποὺ ὁδηγήθηκε στὸ ναὸ ὁ Μονογενὴς Γιὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶχε γίνει Γιὸς τῆς Παρθένου, ὁ «υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου». Καὶ γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀνθρώπινη ἱστορία ἡ αἱματηρὴ αὐτὴ θυσία ἔγινε δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεὸ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὸ ἀντικατάστατο τῆς θυσίας εἶχε προσφερθεῖ, αὐτὴ τὴ μοναδικὴ φορὰ ὁ Θεὸς Πατέρας δέχτηκε καὶ τὸν ἴδιο τὸ θάνατο τοῦ Βρέφους.

Ἡ θυσία ἔπρεπε νὰ περιμένει τὸν καιρό της· πέρασαν κάπου τριάντα χρόνια ἀπὸ τὴν παρουσίαση τοῦ βρέφους μέχρι τὸ θάνατο τοῦ ὥριμου Ἰησοῦ· ἡ θυσία ὅμως εἶχε γίνει δεκτὴ καί, ὅταν ἦλθε ὁ καιρός, τὸ βρέφος ποὺ εἶχε προσφερθεῖ ἀπὸ τὴν Παρθένο Μαρία πέθανε στὸ Γολγοθὰ πάνω σ’ ἕνα σταυρό.

Ἐνῷ ὁ Ἅγιος Συμεὼν διακήρυττε τὴ λύτρωση τοῦ κόσμου ἀπὸ τὴ μακραίωνη ἀποξένωσή του ἀπὸ τὸν Θεὸ ἔδινε ταυτόχρονα καὶ στὴ Θεομήτορα τὴ φοβερὴ προειδοποίηση ὅτι μιὰ ρομφαία θὰ διαπερνοῦσε καὶ τὴ δική της τὴν καρδιά, ὅτι ἡ θυσία ποὺ ἀναστελλόταν γιὰ τὴ στιγμὴ ἐκείνη θὰ φανερωνόταν κάποια μέρα σὰν θεϊκὴ βουλὴ καὶ θὰ ἀποτελοῦσε ἕνα τραγικὸ μονοπάτι γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ γιὰ ἐκείνη (Λκ. 2. 34, 35).

Ὁ Χριστὸς ἀκολούθησε πραγματικὰ τὸ τραγικὸ αὐτὸ μονοπάτι, τὸ μονοπάτι τῆς ἀνθρώπινης καὶ τῆς Θείας ἐγκατάλειψης, τὴν ὁδὸ πρὸς τὸν Κῆπο τῆς Γεθσημανῆ καὶ τὸ θάνατο τοῦ Γολγοθᾶ. Ὁ θάνατός Του ἦταν μιὰ καταπάτηση τοῦ θανάτου ἐφ’ ὅσον ἀναστήθηκε ζωντανὸς ἀπὸ τὸ μνῆμα. Ἔπειτα ἀναλήφθηκε μὲ δόξα καὶ μᾶς ἔδωσε τὸ Ἅγιό Του Πνεῦμα καὶ ὅμως οὔτε καὶ τότε δὲν ἐξαλείφεται τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ καὶ ἡ τραγωδία τοῦ κόσμου δὲ φτάνει στὸ τέλος της.

Ὁ ἐγερθεὶς Χριστὸς ἔχει στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια Του τὰ σημάδια ἀπὸ τὰ καρφιά, στὴν πλευρὰ τὴν οὐλὴ ἀπὸ τὴ λόγχη καὶ στὸ μέτωπό Του τὰ σημάδια ἀπὸ τὴν κορώνα τὴν ὁποία Τοῦ εἶχαν φορέσει κοροϊδευτικά, τὸ στεφάνι ποὺ ἀντὶ νὰ εἶναι βασιλικὸ εἶχε γίνει ἀπὸ ἀγκάθια.

Γινόμαστε κι ἐμεῖς μέτοχοι τῆς σταυρικῆς αὐτῆς ὁδοῦ: ὁ καθένας ἀπὸ μᾶς παρουσιάστηκε στὴν ἐκκλησία ὕστερα ἀπὸ τὸ Βάπτισμά του· τότε διαβάστηκαν προσευχὲς γιὰ τὶς μητέρες μας καὶ γιὰ μᾶς καὶ ἡ ἐκκλησία ἐπικαλέστηκε τὸν Κύριο, τὸν Προστάτη τῶν νηπίων ποὺ εἶχε ὁ ἴδιος κρατηθεῖ στὶς ἀγκάλες τοῦ Ἁγ. Συμεών, ζητώντας ἔλεος καὶ συμπαράσταση.

Αὐτὸ ἔγινε κατ’ εἰκόνα τῆς παρουσίασης τοῦ Χριστοῦ· πρὶν ἀπὸ αὐτὸ εἴχαμε βαπτιστεῖ καὶ τὸ Βάπτισμα σύμφωνα μὲ τὸν Ἀπ. Παῦλο (Ρωμ. 6. 3 11) καὶ τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μιὰ καταβύθιση στὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ ὥστε νὰ τὸν κάνει δικό μας θάνατο, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ ἡ Ἀνάστασή Του γίνεται δική μας ἀνάσταση.

Ἐμεῖς λοιπὸν ποὺ ἔχουμε πεθάνει μὲ τὸ θάνατο τοῦ Χριστοῦ καὶ ἐγερθεῖ μὲ τὴν Ἀνάστασή Του ὁδηγούμαστε στὸ ναὸ ὅπως εἶχε ὁδηγηθεῖ κι Ἐκεῖνος, αἰώνιοι καὶ ἐν τούτοις ὑποκείμενοι στὴν τραγωδία τοῦ χρόνου, ζωντανοὶ ἀλλὰ προορισμένοι γιὰ τὸ θάνατο. Ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανὸς στὴν αἰώνια θεότητά Του καὶ τὴν ἀθάνατη ἀνθρώπινη σάρκα Του, ὅμως δέχτηκε τὸ θάνατο τῆς σάρκας Του γιὰ νὰ κοινωνήσει σὲ ὅλα μὲ τὴ δική μας ἁμαρτωλὴ σάρκα. Μὲ παρόμοιο τρόπο ὕστερα ἀπὸ τὴ συνανάστασή μας μαζί Του ὁ Χριστὸς μᾶς ἀποστέλλει –ὅπως προηγουμένως ὁ Πατέρας εἶχε στείλει Ἐκεῖνον– στὴ σφαίρα τῆς ἁμαρτίας γιὰ νὰ σηκώσουμε στὰ σώματα, τὶς ψυχὲς καὶ ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή μας τὸ σταυρὸ τοῦ κόσμου ὁ ὁποῖος ἔχει πέσει καὶ ἐξαγοραστεῖ ἀλλὰ ποὺ δὲν ἔχει ἀπολυτρωθεῖ ἀκόμα.

Σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ἀπ. Παύλου καλούμαστε νὰ ἀνταναπληρώσουμε στὰ σώματά μας τὰ ὑστερήματα τῶν θλίψεων τοῦ Χριστοῦ (Κολ. 1. 24) κι ἐπειδὴ εἴμαστε τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἐπειδὴ εἴμαστε ἕνα μαζί Του, ἡ τραγωδία τὴν ὁποία ὁ ἐρχομός Του ἀπάλειψε ἀπὸ τὴν Παλαιὰ Διαθήκη καὶ τὸν κόσμο τῆς ἀρχαιότητας καὶ ἡ ὁποία ἔγινε κατόπιν ἡ δική Του τραγωδία συνεχίζεται μέσα σ’ ἐμᾶς σὲ ὅλους τοὺς αἰῶνες.

Ὁ Πατριάρχης Ἀλέξιος (1877 1970. Ἔγινε Πατριάρχης Μόσχας τὸ 1945) εἶχε πεῖ μιὰ φορὰ ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο, ἐνῷ συνεχῶς οἱ ἄνθρωποι ἀπορρίπτουν, σταυρώνεται κατὰ τὴ διάρκεια τῶν αἰώνων γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου. Αὐτὸς εἶναι ὁ δρόμος τῆς Ἐκκλησίας, αὐτὸς εἶναι ὁ δικός μας ὁ δρόμος, αὐτὸ εἶναι τὸ μήνυμα τὸ ὁποῖο μᾶς φέρνει ἡ ἔνδοξη μὰ τρομακτικὴ αὐτὴ γιορτὴ τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου ἀπὸ τὸ δίκαιο Συμεών.

Πλησιάζουμε στὶς ἑβδομάδες ἐκεῖνες οἱ ὁποῖες μᾶς προπαρασκευάζουν γιὰ τὴν Τεσσαρακοστή, τὴν Ἁγία Ἑβδομάδα καὶ τὴν Ἀνάσταση· εἴμαστε ἤδη κοινωνοὶ τοῦ Θανάτου καὶ τῆς Ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ καὶ ὅμως ὀφείλουμε ξανὰ καὶ ξανὰ νὰ ἀκολουθήσουμε τὸ μονοπάτι·αὐτὸ τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς Ἐκκλησίας καὶ νὰ τὸ κάνουμε τρόπο ζωῆς μας πάντοτε, ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ὅπου καὶ ἂν συμβεῖ νὰ βρεθοῦμε: εἴμαστε τὸ σταυρωμένο Σῶμα τοῦ Χριστοῦ τὸ ὁποῖο προσφέρεται ἀπὸ τὸν Θεό, τὸ ὁποῖο πέρα κι ἀπ’ αὐτό, καθ’ ὁμοίωση τοῦ Χριστοῦ, προσφέρει τὸ ἴδιο τὸν ἑαυτό του γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου

Ἀπὸ τὸ βιβλίο: «Ἡμέρα Κυρίου», ἐκδ. Ἀκρίτας
Πηγή: http://www.imaik.gr

Ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου († π.Ἀλεξάνδρου Σμέμαν)

π. Αλέξανδρος Σμέμαν
π. Αλέξανδρος Σμέμαν

Σαράντα μέρες μετὰ τὰ Χριστούγεννα, οἱ ἐνορίες τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας γιορτάζουν τὴν Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Ὅμως ἐπειδὴ συνήθως ἡ γιορτὴ πέφτει σὲ ἐργάσιμη μέρα, ἔχει σχεδὸν μισοξεχαστεῖ· παρ’ ὅλα αὐτά ἔρχεται ὅταν ἡ Ἐκκλησία ὁλοκληρώνει “τὸ χρόνο τῶν Χριστουγέννων”, ἀποκαλύπτοντας καὶ συγκεφαλαιώνοντας τὸ νόημα τῶν Χριστουγέννων σ’ ἕνα ρεῦμα καθαρῆς καὶ βαθιᾶς χαρᾶς. Ἡ ἑορτὴ ἀναφέρεται σ’ ἕνα γεγονὸς πού καταγράφεται στὸ εὐαγγέλιο τοῦ ἀποστόλου Λουκᾶ.

Σαράντα μέρες μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴ Βηθλεέμ, ὁ Ἰωσὴφ καὶ ἡ Μαρία, ἀκολουθώντας τὴ θρησκευτικὴ συνήθεια τῆς ἐποχῆς, “ἀνήγαγον αὐτὸν εἰς Ἱεροσόλυμα παράστησαι τῷ Κυρίῳ, καθὼς γέγραπται ἐν νόμῳ Κυρίου…” (Λουκ. 2, 22-23). Τὸ εὐαγγέλιο συνεχίζει:

«Καὶ ἰδοὺ ἦν ἄνθρωπος ἐν ῾Ιεροσολύμοις ᾧ ὄνομα Συμεών, καὶ ὁ ἄνθρωπος οὗτος δίκαιος καὶ εὐλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν τοῦ ᾿Ισραήλ, καὶ Πνεῦμα ἦν ῞Αγιον ἐπ᾿ αὐτόν· καὶ ἦν αὐτῷ κεχρηματισμένον ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου μὴ ἰδεῖν θάνατον πρὶν ἢ ἴδῃ τὸν Χριστὸν Κυρίου. καὶ ἦλθεν ἐν τῷ Πνεύματι εἰς τὸ ἱερόν· καὶ ἐν τῷ εἰσαγαγεῖν τοὺς γονεῖς τὸ παιδίον ᾿Ιησοῦν τοῦ ποιῆσαι αὐτοὺς κατὰ τὸ εἰθισμένον τοῦ νόμου περὶ αὐτοῦ, καὶ αὐτὸς ἐδέξατο αὐτὸν εἰς τὰς ἀγκάλας αὐτοῦ καὶ εὐλόγησε τὸν Θεὸν καὶ εἶπε· νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμά σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου, ὃ ἡτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν. φῶς εἰς ἀποκάλυψιν ἐθνῶν καὶ δόξαν λαοῦ σου ᾿Ισραήλ. Καὶ ἦν ᾿Ιωσὴφ καὶ ἡ μήτηρ αὐτοῦ θαυμάζοντες ἐπὶ τοῖς λαλουμένοις περὶ αὐτοῦ. καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς Συμεὼν καὶ εἶπε πρὸς Μαριὰμ τὴν μητέρα αὐτοῦ· ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ ᾿Ισραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον. καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ρομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοί». (Λουκ. 2. 26-35).

Πόσο ἐκπληκτικὴ καὶ ὄμορφη εἶναι ἡ εἰκόνα, ὁ πρεσβύτερος νὰ κρατᾶ στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ βρέφος, καὶ πόσο παράξενα τὰ λόγια του: “ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου…”.

Συλλογιζόμενοι αὐτά τὰ λόγια ἀρχίζουμε νὰ ἐκτιμοῦμε τὸ βάθος αὐτοῦ τοῦ γεγονότος καὶ τὴ σχέση πού ἔχει μέ μᾶς, μὲ μένα, μὲ τὴν πίστη μας. Ὑπάρχει στὸν κόσμο κάτι πιὸ χαρούμενο ἀπὸ μιὰ συνάντηση, μιὰ “ὑπαπαντὴ” μὲ κάποιον πού ἀγαπᾶς; Εἶναι ἀλήθεια πώς τὸ νὰ ζεῖς σημαίνει νὰ περιμένεις, νὰ ἀποβλέπεις σὲ μιὰ συνάντηση. Δὲν εἶναι ἄραγε ἡ ὑπερβατικὴ καὶ ὄμορφη προσδοκία τοῦ Συμεὼν τὸ σύμβολό της; Δὲν εἶναι ἡ πολύχρονη ζωὴ του σύμβολο τῆς προσδοκίας, αὐτὸς ὁ “πρεσβύτης” πού περνᾶ ὁλόκληρη τὴ ζωὴ του περιμένοντας τὸ φῶς πού φωτίζει τοὺς πάντες καὶ τὴ χαρὰ πού πληρώνει τὰ πάντα; Πόσο δὲ ἀπροσδόκητο, πόσο ἄρρητα ὄμορφο εἶναι τὸ ὅτι τὸ πολυαναμενόμενο φῶς καὶ ἡ χαρὰ ἔρχεται στὸν πρεσβύτη Συμεὼν μὲ ἕνα παιδί!

Φαντασθεῖτε τὰ τρεμάμενα χέρια τοῦ γέροντα Συμεὼν καθὼς παίρνει στὴν ἀγκαλιὰ του τὸ σαρανταήμερο βρέφος τόσο τρυφερὰ καὶ προσεκτικά, ἀτενίζοντας τὸ μικρὸ πλάσμα, καὶ πλημμυρίζοντας ἀπὸ δοξολογία: “νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ρῆμα σου ἐν εἰρήνῃ· ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν σου”. Ὁ Συμεὼν περίμενε. Περίμενε σὲ ὁλόκληρη τὴ ζωή του, καὶ εἶναι βέβαιο πώς στοχαζόταν, προσευχόταν καὶ βάθαινε καθὼς περίμενε ἔτσι, ὥστε στὸ τέλος ὁλόκληρη ἡ ζωή του νὰ εἶναι μιὰ συνεχὴς “Παραμονὴ” τῆς χαρούμενης συνάντησης.

Δὲν εἶναι καιρὸς νὰ ἀναρωτηθοῦμε τί περιμένουμε; Τί ἐπιμένει ἡ καρδιά μας νὰ μᾶς ὑπενθυμίζει συνεχῶς; Μεταμορφώνεται βαθμιαία ἡ ζωή μας σὲ μιὰ ἀναμονή, καθὼς περιμένουμε νὰ συναντηθοῦμε μὲ τὰ οὐσιώδη; αὐτά εἶναι τὰ ἐρωτήματα πού θέτει ἡ Ὑπαπαντή. Ἐδῶ, σ’ αὐτή τὴ γιορτὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου ἀποκαλύπτεται ὡς ἀνυπέρβλητη ὀμορφιὰ μιᾶς ὥριμης ψυχῆς, πού ἔχει ἀπελευθερωθεῖ, βαθύνει καὶ καθαριστεῖ ἀπὸ καθετί τὸ μικρόψυχο, τὸ ἀνόητο καὶ τυχαῖο. Ἀκόμη καὶ τὰ γηρατειὰ καὶ ὁ θάνατος, ἡ γήινη μοίρα πού ὅλοι μας μοιραζόμαστε, παρουσιάζονται ἐδῶ τόσο ἁπλά καὶ πειστικὰ ὡς ἀνάπτυξη καὶ ἄνοδος πρὸς ἐκείνη τὴ στιγμή, ὅταν μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά, στὴν πληρότητα τῆς εὐχαριστίας, θὰ πῶ: “νῦν ἀπολύεις”. Εἶδα τὸ φῶς πού διαπερνᾶ τὸν κόσμο. Εἶδα τὸ “Παιδίον”, πού φέρνει στὸν κόσμο τόση θεϊκὴ ἀγάπη, καὶ πού παραδίνεται σὲ μένα. Τίποτε δὲν προκαλεῖ φόβο, τίποτε δὲν εἶναι ἄγνωστο, ὅλα τώρα εἶναι εἰρήνη, εὐχαριστία, ἀγάπη.

Αὐτά φέρνει ἡ Ὑπαπαντὴ τοῦ Κυρίου. Ἑορτάζει τὴ συνάντηση τῆς ψυχῆς μὲ τὴν Ἀγάπη, τὴ συνάντηση μ’ Αὐτὸν πού μοῦ ἔδωσε τὴ ζωή, καὶ πού μοῦ ἔδωσε τὸ κουράγιο νὰ τὴ μεταμορφώσω σὲ ἀναμονή.

Ἀπό τό βιβλίο: Ἑορτοδρόμιο, Ἐκδ. Ἀκρίτας
Πηγή: http://www.imaik.gr

Κήρυγμα στὴν ἀπόδοση τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς (Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου)

Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου
Ἀρχιμ. Ζαχαρίας Ζάχαρου

Εἶναι γιὰ μένα χαρὰ πού βρίσκομαι πάλι ἀνάμεσά σας καί συλλειτουργῶ μαζί σας. Εἶναι πολὺ σημαντικὸ πού ὁρίσθηκε ἡ τέλεση τῆς Θείας Λειτουργίας σήμερα, τὴν ἡμέρα τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑπαπαντῆς, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ στὴν πραγματικότητα τὴν ἑορτή τῆς βασιλικῆς Ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ. Ἡ «παράσταση» τοῦ Κυρίου, δηλαδὴ ἡ ἱερουργία τῆς σωτηρίας μας, ἀρχίζει ἀπὸ τὸν ναὸ τοῦ Θεοῦ.

 Τὴν τελευταία φορὰ πού μὲ προσκαλέσατε στὸ συνέδριο τῶν κληρικῶν σας, μιλήσαμε γιὰ τὴ διπλὴ παράσταση τοῦ Χριστοῦ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καί ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Χριστὸς δικαίωσε τοὺς ἀνθρώπους ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ μὲ τὸ ἀληθινὸ καὶ τέλειο ὑπόδειγμά Του. Καὶ ἐμεῖς ἂν τὸ ἀκολουθήσουμε, ὄχι ἁπλῶς δὲν θὰ καταισχυνθοῦμε ποτέ, ἀλλά θὰ γίνουμε δεκτοὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς υἱοί Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς δικαίωσε ἐπίσης τὸν Θεὸ ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων, διότι μᾶς ἀγάπησε εἰς τέλος, ἕως θανάτου, καί μὲ αὐτό τὸν τρόπο ἐργάσθηκε τὴ σωτηρία μας. Ἀλλὰ ἡ παράστασή Του συνιστᾶ ἀκόμη τὴν ἔναρξη τῆς ἐμφανίσεως τῆς ἱερωσύνης Του, γεγονὸς πολὺ σημαντικὸ γιὰ μᾶς πού μετέχουμε σὲ αὐτήν. Ὑπάρχει μία μόνο ἱερωσύνη, τὸ βασίλειο ἱεράτευμα τοῦ Κυρίου, πού εἶναι κλῆρος ὅλων τῶν χριστιανῶν· ἐμεῖς ὅμως, ὡς χειροτονημένοι ἱερεῖς, ἔχουμε διπλὴ μετοχή.

Θὰ ἤθελα νὰ σταθῶ γιὰ λίγο σὲ ἐκείνους τούς δύο ἀνθρώπους πού ἦταν στὸν ναὸ καὶ ὑποδέχθηκαν τὸν Χριστό: τὸν ἅγιο Συμεών, ἄνθρωπο «δίκαιο καὶ εὐλαβῆ», ὅπως τὸν περιγράφει ἡ Γραφή, καὶ τὴν προφήτιδα Ἄννα. Καί οἱ δύο ἦταν περασμένης ἡλικίας, ἀλλά διατηροῦσαν στὴν καρδιὰ τους πολὺ ἰσχυρὴ τὴν προσδοκία γιὰ τὴν ἐπερχόμενη λύτρωση, προσμένοντας τὴν ἄφθαρτη «παράκληση τοῦ Ἰσραήλ», πού ἦταν ὁ Χριστὸς (Λουκ. 2, 25). αὐτό σημαίνει ὅτι ἀναζωπύρωναν μέσα στὴν καρδιὰ τους ἀδιάλειπτα τὸ προφητικὸ χάρισμα, ἔχοντας γίνει μέτοχοι τοῦ προφητικοῦ Πνεύματος τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἱερωσύνη εἶναι ἐπίσης προφητικὸ χάρισμα, τὸ ὁποῖο ὀφείλουμε νὰ ἀνανεώνουμε μέσα μας συνεχῶς, γιὰ νὰ τὸ κρατήσουμε ζωντανὸ μέχρι τέλους. Καὶ αὐτό ἐξασφαλίζεται, ἂν πάντοτε διαφυλάττουμε ζέουσα στὴν καρδιά μας τὴν ἄφθαρτη παράκληση τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν ἡ παρηγοριὰ αὐτή ἀφθονεῖ στὴν καρδιά, μποροῦμε νὰ παρηγοροῦμε ἄλλους, τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, πού προσέρχεται σέ μᾶς. Οἱ δύο αὐτοί ἄνθρωποι, ὁ Συμεὼν καί ἡ Ἄννα, ἀποτελοῦν παραδείγματα ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι μὲ προφητικὸ τρόπο ἔλαβαν μερίδα ἀπὸ τὸ βασίλειο ἱεράτευμα τοῦ Χριστοῦ. Ἡ προσδοκία τους ἦταν μεγάλη. Περίμεναν τὴν παράκληση τοῦ Ἰσραήλ, ὅπως καί ἐμεῖς ἄλλωστε, ὁ λαὸς τοῦ Νέου Ἰσραήλ, προσμένουμε τὴ μεγάλη ἡμέρα τῆς δευτέρας ἐλεύσεως τοῦ Κυρίου.

Ὁ Κύριος «ἔκλινε τοὺς οὐρανούς καὶ κατέβη», καί ἡ ἐν σαρκί ἔλευσή Του στὴ γῆ συνιστᾶ συγχρόνως τὴν προφητεία γιὰ τὴ δεύτερη ἔλευσή Του. Γι’ αὐτό τὸν λόγο, ὅσοι ἀγάπησαν τὴν ἐν σαρκί ἐπιφάνειά Του ζοῦν μὲ ἄσβεστη δίψα γιὰ τὴ δεύτερη ἔλευσή Του ἐν τῇ δόξῃ τοῦ Πατρός Του. Δὲν ζοῦν ἁπλῶς μὲ ἔντονη προσμονή, ἀλλά τέτοιος εἶναι ὁ πόθος τους νὰ συναντήσουν τὸν Κύριο, πού μᾶλλον σπεύδουν πρὸς αὐτήν.

Ὅταν ὁ Κύριος ἦλθε, ἀποτέλεσε τὸ ἀντιλεγόμενο «σημεῖο» τοῦ Θεοῦ γιὰ ὅλες τὶς ἐρχόμενες γενεές, ὅπως λέει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο (Λουκ. 2, 34). Δηλαδή, δὲν χωρεῖ οὐδετερότητα στὴ στάση μας ἀπέναντί Του. Συνεπῶς, ἂν παραδοθοῦμε σὲ Αὐτόν μὲ ταπεινὴ ἀγάπη, θὰ μᾶς σκεπάσει ἁπλώνοντας πάνω μας τὴ μεσσιανική Του ἐξουσία. Θὰ Τὸν φέρουμε μέσα μας ψάλλοντας ἐπινίκιο ὕμνο, ὅπως ἔκανε ὁ δίκαιος πρεσβύτης Συμεών. Ἂν ὅμως ἐπιτρέψουμε στὰ μακρὰ ἔτη τῆς ζωῆς μας νὰ ἐξαλείψουν ἀπὸ τὶς καρδιές μας τὴν ἐλπίδα μιᾶς τόσο μεγαλειώδους ἀπολυτρώσεως, θὰ καταλήξουμε σὲ τραγικὸ ναυάγιο. Ἂν ἡ αἰωνιότητα πάψει νὰ ἀποτελεῖ τὴν ἀποκλειστικὴ καὶ μοναδικὴ ἔμπνευσή μας, μὲ τὴ βοήθεια τῆς ὁποίας ἡ ἐπίγεια ὕπαρξή μας πραγματώνεται ἐπάξια, θὰ συμμορφωθοῦμε ἀναπόφευκτα μὲ τὴ θλιβερὴ πραγματικότητα τοῦ πεπτωκότος κόσμου πού μᾶς περιβάλλει. Σὲ αὐτό ἔγκειται φυσικὰ καὶ ἡ τραγωδία τῆς ἀνθρωπότητας.

Ὁ Κύριός μας ἐμπιστεύθηκε ἱερὴ παρακαταθήκη, τὴν ὁποία φυλάσσουμε μὲ πίστη, καί περιμένει ἀπὸ ἐμᾶς νὰ τοῦ τὴν παρουσιάσουμε ἀμόλυντη τὴν ἡμέρα ἐκείνη, ὅταν θὰ ἔλθει πάλι νὰ κρίνει τὸν κόσμο μὲ δικαιοσύνη καὶ ἀγαθότητα. Ὅπως προαναφέραμε, δὲν χωρεῖ οὐδετερότητα στάσεως. Ἂν τοῦ παραδοθοῦμε, θὰ ψάλουμε καί ἐμεῖς ἐπινίκιο ὕμνο, ὅπως ὁ δίκαιος Συμεών, διότι δὲν θὰ ὑπάρξει μεγαλειωδέστερη ἡμέρα ἀπὸ ἐκείνη, κατὰ τὴν ὁποία θὰ συναντήσουμε τὸν Κύριο, τὸν Δεσπότη καί Λυτρωτή μας. Ἡ μεγάλη αὐτή ἐλπίδα διατηρεῖ ζωντανὴ τὴν καρδιά μας, παρὰ τὰ παθήματα τῆς ἱερωσύνης. Δὲν πρέπει νὰ λησμονοῦμε ὅτι εἴμαστε μέτοχοι τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι ἡ ἱερωσύνη Του στὸν κόσμο αὐτό ἦταν διακονία ὀδύνης καὶ παθημάτων. Γι’ αὐτό ἂς μὴν ἐπιτρέψουμε στὸν ἑαυτό μας νὰ ὀλιγοψυχήσει στὶς δοκιμασίες καί στὶς θλίψεις, ἀλλά μᾶλλον ἂς ἀνανεώνουμε τὴν προσδοκία μας μέσῳ τῆς προσευχῆς καὶ τῆς λατρείας. Τότε τὸ χάρισμα πού μᾶς ἀπένειμε ὁ Κύριος κατὰ τὴ χειροτονία μας θὰ ἀναζωογονεῖ συνεχῶς τὴν καρδιά μας καὶ θὰ τὴν ἑδραιώνει σταθερὰ στὴν ἐλπίδα τῶν μελλόντων ἀγαθῶν.

Ὁ κόσμος στὸν ὁποῖο ζοῦμε τώρα, ὅσο ὄμορφος καὶ ἑλκυστικὸς καὶ ἂν εἶναι, ὁμοιάζει μὲ παραπέτασμα πού μᾶς χωρίζει τόσο ἀπὸ τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὅσο καὶ ἀπὸ τὸ βασίλειο τοῦ σκότους. Ὑπάρχουν ὡστόσο φορές, πού ἡ σκιὰ ἀπὸ τὸ βασίλειο τοῦ σκότους ἁπλώνεται πάνω μας ἀπειλητικά. Ἄλλοτε πάλι δεχόμαστε τὶς λαμπερὲς ἀκτίνες τῆς Βασιλείας τοῦ Φωτός, οἱ ὁποῖες μᾶς παρηγοροῦν καὶ μᾶς συντηροῦν. Ὀφείλουμε ἁπλῶς νὰ φυλάξουμε τὸ χάρισμα τοῦ Θεοῦ μέσα στὴν καρδιά μας, οὕτως ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ σταθοῦμε ἀκλόνητοι τὴν ἡμέρα ἐκείνη πού ὁ Κύριος θὰ σαλεύσει οὐρανό καὶ γῆ. Τότε ὅλα τὰ κτιστὰ θὰ παρέλθουν, καὶ μόνο ὅσα σφραγίσθηκαν ἀπὸ τὴν ἄκτιστη χάρη τοῦ Σταυροῦ καί τῆς Ἀναστάσεως θὰ παραμείνουν αἰώνια.

Ἀκριβῶς πρὶν ἀπὸ τὸ Πάθος Του ὁ Κύριος εἶπε: «Νῦν κρίσις ἐστί τοῦ κόσμου τούτου» (Ἰωάν 12, 31). Καθὼς κρεμόταν πάνω στὸν Σταυρό, ὁ κόσμος πράγματι κρινόταν. Ἐκεῖνος σιωποῦσε, ἀλλά ὅλη ἡ κτίση Τοῦ δάνεισε τὴ φωνή της. Γνωρίζουμε ὅτι ὁ ἥλιος σκοτίσθηκε, οἱ πέτρες ράγισαν καὶ τὰ μνημεῖα τῶν κεκοιμημένων ἀνοίχθηκαν. Καί ὅλοι οἱ παρόντες, οἱ ὁποῖοι δὲν εἶχαν τὸ φῶς τῆς χάριτός Του στὴν καρδιά τους, «τύπτοντες ἑαυτῶν τὰ στήθη ὑπέστρεφον». Δέν μποροῦσαν νὰ ἀντέξουν τὴ σκηνὴ τῆς Σταυρώσεώς Του. Οἱ μοναδικοὶ δύο ἄνθρωποι, πού ἀποδείχθηκαν ἱκανοὶ νὰ σταθοῦν στὰ πόδια τοῦ Σταυροῦ, ἦταν ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου καί ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος. Διότι Αὐτὸς πού ἦταν νεκρὸς πάνω στὸν Σταυρὸ ἦταν ζωντανὸς μέσα στὶς καρδιές τους, καὶ Αὐτός ἦταν πού τοὺς ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ στέκονται ἀσάλευτοι τὴ φοβερὴ ἐκείνη ὥρα, παρόλο πού ἀσφαλῶς ἦταν βυθισμένοι σὲ μεγάλη ὀδύνη.

Ἂν καί ἐμεῖς ἀγαπήσαμε τὴν πρώτη ἐπιφάνεια τοῦ Θεοῦ καὶ ἀποθησαυρίζουμε τὸ χάρισμα πού μᾶς χορηγήθηκε, θαυμαστὸ φῶς θὰ λάμψει στὶς καρδιὲς μας ἐμπνέοντας τὴν ἐλπίδα καί προσδοκία τῆς δευτέρας ἐλεύσεώς Του. Τὸ φῶς αὐτό, ἀκόμη καί ἂν φαίνεται τώρα ἀμυδρό, θὰ ἀποβεῖ θυρίδα γιὰ τὴν ἀτελεύτητη Βασιλεία τοῦ Φωτός, ὅταν ὁ Κύριος ξαναέλθει ἐν δόξῃ. Καὶ τότε, μαζὶ μὲ ὅλους τούς Ἁγίους καὶ τὸν δίκαιο Συμεών, θὰ ψάλουμε τὸν ἐπινίκιο ὕμνο: «Εὐλογημένος ὁ ἐλθών καὶ πάλιν ἐρχόμενος ἐν Ὀνόματι Κυρίου». Ἀμήν.

Πηγή: http://www.imaik.gr

Ρίγανη και Ριγανέλαιο: Το γνωστό αρωματικό βότανο με το φυσικό αντιβιοτικό παράγωγο

Επιμέλεια κειμένου: Αντρέας Παπαναστασίου, δασολόγος – περιβαλλοντολόγος

Το όνομα του φυτού προέρχεται από τις λέξεις «όρος» και «γάνος» (λαμπρότητα). Θεωρείται δηλαδή, το φυτό το οποίο λαμπρύνει το βουνό. Το φυτό αυτό, συναντάται κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο και οι λαοί της περιοχής το γνώριζαν πολύ καλά και το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότητα.

Σήμερα, είναι γνωστό κυρίως ως μπαχαρικό και χρησιμοποιείται ευρέως στην ελληνική και μεσογειακή κουζίνα. Πέραν όμως από την χρήση του ως καρύκευμα, έχει πάρα πολλές θεραπευτικές ιδιότητες. Οι ιδιότητες αυτές, γνωστές από την αρχαιότητα, αποδεικνύονται και επιστημονικά στην σύγχρονη εποχή, όπου γίνονται και αναλύσεις για προσδιορισμό των συστατικών του.

Η ρίγανη περιέχει βιταμίνες A, C, Ε, K και μέταλλα όπως ο σίδηρος, το μαγνήσιο, το κάλιο και το ασβέστιο. Τα βασικότερα δραστικά συστατικά της ρίγανης είναι η καρβακρόλη και η θυμόλη. Είναι δύο ουσίες οι οποίες δρουν συνεργιστικά και γι’αυτό προσδίδουν στην ρίγανη τις θεραπευτικές αυτές ιδιότητες. Οι δύο αυτές ουσίες ανήκουν στις φαινόλες και συναντώνται και σε άλλα αρωματικά φυτά, συγγενικά με την ρίγανη, όπως είναι το θυμάρι.

Η ρίγανη και τα παράγωγά της είτε μπορούν να ληφθούν εσωτερικά (αφέψημα, έγχυμα κ.α) είτε να χρησιμοποιηθούν εξωτερικά (κατάπλασμα, επάλειψη ελαίου κ.α.), αναλόγως της ωφέλειας που προσδοκούμε να έχουμε.

Οι Έλληνες στην αρχαιότητα, έκαναν χρήση εσωτερική πίνοντας αφέψημα (αφήνω να ψηθεί). Έβραζαν, δηλαδή, σε νερό το ωφέλιμο μέρος του βοτάνου και το έπιναν σε δόσεις εντός 12 ωρών για δηλητηριάσεις, σπασμούς και κολικούς. Επίσης, το χρησιμοποιούσαν και εξωτερικά για ανακούφιση πόνων. Οι σύγχρονοι πρόγονοί μας χρησιμοποιούσαν την ρίγανη για τον πονόδοντο κάνοντας γαργάρες ή μασώντας χλωρό κλαρί.

Σήμερα, έχει επιβεβαιωθεί και επιστημονικά ότι η ρίγανη έχει και άλλες θεραπευτικές ιδιότητες. Οι σημαντικότερες παρατίθενται παρακάτω.

  • Ισχυρή αντιοξειδωτική δράση. Η υψηλή περιεκτικότητα της ρίγανης σε αντιοξειδωτικά μπορεί όχι μόνο να εξουδετερώσει τις βλάβες από τις ελεύθερες ρίζες, αλλά και να συμβάλλει στην πρόληψη του καρκίνου. Κάποιες μελέτες έχουν δείξει ότι τα συστατικά της, ενδεχομένως να σκοτώνουν και τα καρκινικά κύτταρα. Η αντιοξειδωτική δράση της αξιολογήθηκε από πολλούς επιστήμονες περισσότερη από τα πλείστα φρούτα και λαχανικά που χαρακτηρίζονται για την δράση αυτή (μήλα,πορτκάλια κ.α. ).
  • Αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες. Πολλές μελέτες έδειξαν ότι διάφορα είδη ρίγανης μπορούν να αξιοποιηθούν ως αντιφλεγμονώδεις παράγοντες και θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε σκευάσματα για την πρόληψη ή την θεραπεία ασθενειών που σχετίζονται με τη φλεγμονή.
  • Αντιβακτηριακές ιδιότητες. Η υψηλότερη δραστικότητα της ρίγανης παρατηρήθηκε εναντίον του κολοβακτηριδίου Ε. Coli. Επίσης το έλαιο ρίγανης, όπως δοκιμάστηκε, δρα αποτελεσματικά κατά των μικροβίων που μεταδίδονται από τα τρόφιμα. Αυτό, δείχνει ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί συστηματικά για την καλυτέρευση της γαστρεντερικής υγείας και για την πρόληψη της τροφικής δηλητηρίασης. 
  • Ισχυρή αντιιική δράση. Σε πολλές έρευνες, παρατηρήθηκε ότι η καρβακρόλη αδρανοποιεί τον νοροϊό, (ιική λοίμωξη που προκαλεί διάρροια, ναυτία και στομαχόπονο), ενώ αντίστοιχες μελέτες κατέδειξαν ότι η καρβακρόλη και η θυμόλη αδρανοποίησαν τον ιό του απλού έρπητα. Υπάρχουν επίσης ενδείξεις για καταπολέμηση του ιού της γρίπης καθώς και άλλων ιών.
  • Μεγάλη συνεισφορά στην προστασία του αναπνευστικού. Υψηλή αποτελεσματικότητα σε συμπτώματα και λοιμώξεις του αναπνευστικού καθώς και σε νοσήματα πνευμόνων. Δρα ως αποχρεμπτικό (εξαγωγή φλεγμάτων), είναι χρήσιμο για χρόνια βρογχίτιδα, ενώ πειράματα έδειξαν πολύ πιθανή την θεραπευτική επίδραση της καρβακρόλης στο άσθμα. Η καρβακρόλη είχε ,επίσης, θετική επίδραση σε έναν από τους κύριους δείκτες οξειδωτικού στρες που υπάρχουν στη διαδικασία πνευμονικής βλάβης.
  • Έντονη αντιμυκητιασική και αντιμικροβιακή δραστηριότητα. Σε μελέτες, τα έλαια ρίγανης και θυμαριού, λόγω υψηλής περιεκτικότητας σε καρβακρόλη και θυμόλη, παρουσίασαν σημαντική αντιμυκητιασική και αντιμικροβιακή δράση. Το αντιμικροβιακό φάσμα της ρίγανης είναι ευρύ, συμπεριλαμβανομένων των βακτηρίων.
  • Βοηθά στην ομαλή λειτουργία του πεπτικού συστήματος. Λειτουργεί ως στυπτικό (συσφίγγει τους χαλαρωμένους ιστούς) σε εντερικές διαταραχές και ανακουφίζει τα έντερα από αεροφαγία, τυμπανισμό και αέρια.
  • Έντονη δράση σε ρευματοπάθειες και μυοσκελετικά προβλήματα (εξωτερική χρήση). Το αιθέριο έλαιο, έχει την ικανότητα να διεισδύει στο δέρμα και να βοηθά το αρθρικό υγρό να κινείται. Επίσης έχει την ιδιότητα να αυξάνει και την ευελιξία των μυών, αλλά και να ανακουφίζει τους τένοντες από τους πόνους.

Όλα τα πιο πάνω καταδεικνύουν ότι οι ουσίες που εμπεριέχονται στην ρίγανη θα μπορούσαν, πιθανότατα, να παίξουν σημαντικό ρόλο στην καταπολέμηση ασθενειών που δεν ανταποκρίνονται πλέον στα αντιβιοτικά. 

ΡΙΓΑΝΕΛΑΙΟ (το αιθέριο έλαιο της ρίγανης)


Αιθέριο έλαιο κάθε φυτού, είναι το έλαιο που παράγεται από την απόσταξη των ωφέλιμων μερών του (φύλλα, βλαστός, άνθη, ρίζα κ.α.). Σήμερα, η χρήση αιθερίων ελαίων είναι εκτεταμένη, καθώς χρησιμοποιούνται ως κύρια συστατικά σε καλλυντικά, αρώματα, προϊόντα περιποίησης σώματος και μαλλιών, αντισηπτικά στοματικά διαλύματα, αποσμητικά αέρα κ.α.

Το αιθέριο έλαιο ρίγανης, εν αντιθέσει με πολλά άλλα αιθέρια έλαια, είναι πόσιμο, λαμβάνεται δηλαδή και εσωτερικά, αλλά πάντοτε αραιωμένο σε έλαιο βάσης (ελαιόλαδο, αμυγδαλέλαιο) ή καθαρό αλκοόλ απόσταξης (τσίπουρο, ζιβανία). Τα συστατικά του είναι συμπυκνωμένα σε σχέση με άλλες μορφές (έγχυμα, αφέψημα, εκχύλισμα κ.α.), λόγω του ότι απαιτείται μεγάλη ποσότητα βοτάνου για την παραγωγή του. Γι’αυτό και αρκούν μόνο λίγες σταγόνες για την λήψη και δράση των ωφέλιμων στοιχείων του φυτού.

Συνεπώς, το ριγανέλαιο έχει όλες τις ευεργετικές ιδιότητες που αναφέρθηκαν πιο πάνω, καθώς οι δραστικές ουσίες του φυτού περιέχονται σε αυτό σε υψηλή συγκέντρωση. Δικαίως θεωρείται από πολλούς σύγχρονους βοτανολόγους ως φυσικό αντιβιοτικό με θετική επίδραση στο ανοσοποιητικό σύστημα.

ΠΡΟΣΟΧΗ 

  • Άτομα με αιμορραγικές διαταραχές, ή που πρόκειται να χειρουργηθούν πρέπει να κάνουν προσεκτική χρήση, καθώς η ρίγανη μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο αιμορραγίας.
  • Η ημερήσια εσωτερική χρήση ριγανελαίου να μην ξεπερνά τις 5-6 σταγόνες και για όχι περισσότερο από 5-6 ημέρες συνεχόμενες.
  • H χρήση ριγανελαίου δεν συνίσταται για εσωτερική χρήση σε εγκύους, θηλάζουσες και βρέφη, κάτι το οποίο ισχύει για τα πλείστα αιθέρια έλαια.
  • Μπορεί η ρίγανη να παρέχει πλειάδα θεραπευτικών δράσεων αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η άμετρη κατανάλωση ρίγανης, σε οποιαδήποτε μορφή θα αποτρέψει όλες τις μολύνσεις και ασθένειες. Χρειάζεται και η ιατρική συμβουλή.
  • Το ριγανέλαιο, όπως και τα πλείστα αιθέρια έλαια, δεν διαλύονται εύκολα στο νερό. Χρειάζεται κάποιος οργανικός διαλύτης, έλαιο βάσης ή οινόπνευμα. Για εσωτερική λήψη χρειάζεται και μια ιατρική συμβουλή.

Πανήγυρις της εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου στην Σκουριώτισσα (1 – 2 Φεβρουαρίου 2022)

Υπαπαντή, 16ος αιώνας, Μητρόπολη Μόρφου

Την Τρίτη, 1 Φεβρουαρίου 2022 και ώρα 4:30 μ.μ., ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος θα προστεί του πανηγυρικού εσπερινού της εορτής της Υπαπαντής του Κυρίου (δηλαδή την ανάμνηση του ερχομού Του στο ναό των Ιεροσολύμων και τον καθαρισμό της Παναγίας από τη «λοχεία» -σαραντησμός-), στον πανηγυρίζοντα ιερό ναό Παναγίας στην Σκουριώτισσα (παρά τα Κατύδατα). Στον ίδιο ιερό ναό ο Πανιερώτατος θα λειτουργήσει ανήμερα της εορτής.

Συλλογή κειμένων για τους Τρεις Ιεράρχες

Ἀπολυτίκιον
Ἦχος α’

Τούς τρεῖς μεγίστους φωστῆρας τῆς Τρισηλίου θεότητος, τούς τήν οἰκουμένην ἀκτῖσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας, τούς μελιῤῥύτους ποταμούς τῆς σοφίας, τούς τήν κτίσιν πᾶσαν θεογνωσίας νάμασι καταρδεύσαντας, Βασίλειον τόν μέγαν, καί τόν Θεολόγον Γρηγόριον, σύν τῷ κλεινῷ Ἰωάννη, τῷ τήν γλῶτταν χρυσοῤῥήμονι, πάντες οἱ τῶν λόγων αὐτῶν ἐρασταί, συνελθόντες ὕμνοις τιμήσωμεν· αὐτοί γάρ τῇ Τριάδι, ὑπέρ ὑμῶν ἀεί πρεσβεύουσιν.

Οι Τρεις Ιεράρχες και η Παιδεία του Γένους μας (αρχιμ. Φώτιος Ιωακείμ)

Τρεις Ιεράρχες, Κύπρος

Αρχιμ. Φωτίου Ιωακείμ

Τρεις Ιεράρχες, Κύπρος

Από χρόνια τώρα η εορτή των αγίων Τριών Ιεραρχών, Βασιλείου του Μεγάλου, αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας, Γρηγορίου του Θεολόγου και Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αρχιεπισκόπων Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης, ένεκα της ευρύτατης κατά κόσμον μόρφωσής τους, αλλά και των θεοσόφων  συγγραμμάτων τους, που τα έγραψαν σε ωραιότατη ελληνική γλώσσα και αποτελούν πηγή γνώσης και πυξίδα ασφαλή πνευματικής κατάρτισης, εορτάζεται από όλο τον Ελληνισμό  με πανηγυρικές ομιλίες και έχει καθιερωθεί ως η «Εορτή των Γραμμάτων».

Αλλά, ποιά ήταν η έννοια της Παιδείας στους ιδίους τους Τρείς μέγιστους τούτους Ιεράρχες; Πώς την αντιλήφθηκαν, τη βίωσαν και τη δίδαξαν; Γι᾽ αυτούς Παιδεία δεν σήμαινε απλώς κατάκτηση γνώσεων, αλλά κατεξοχήν καλλιέργεια της ανθρώπινης ψυχής: «Θεωρώ ως τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών το να καθοδηγείς ορθά τον άνθρωπο, το πολυτροπώτατο και ποικιλώτατο τούτο λογικό ζώο», δημηγορεί Γρηγόριος ο Θεολόγος. Και, βεβαίως, η καθοδήγηση τούτη του ανθρώπου, κατά την κοινή αντίληψη των Πατέρων της Εκκλησίας μας, δεν μπορεί να είναι παρά χριστοκεντρική, με στόχο την εν Χριστώ επίτευξη του «καθ᾽ ομοίωσιν Θεού»: «Ομοίωση Θεού, όσο είναι δυνατόν στην ανθρώπινη φύση. Αλλ᾽ η ομοίωση τούτη δεν επιτυγχάνεται χωρίς γνώση, η δε γνώση δεν κατορθώνεται χωρίς διδασκαλία», θεολογεί ο Μέγας Βασίλειος.  Και επισημαίνει στη συνέχεια ο ιερός Χρυσόστομος, κάτι που και στις μέρες μας δυστυχώς συχνά συμβαίνει, σχετικά με την αγωγή των παιδιών: «Το ότι αμελούμε τα ίδια τα παιδιά μας, και φροντίζουμε μεν για τα υλικά τους αποκτήματα, αλλά περιφρονούμε τη φροντίδα των ψυχών τους, τούτο αποτελεί έσχατη παραφροσύνη».

Βεβαίως, η διδασκαλία των αγίων τούτων Πατέρων για πρόκριση της κατά Χριστόν αγωγής της ψυχής, δεν σημαίνει ότι υποτιμούν την αξία ή σπουδαιότητα της απόκτησης γνώσεων, αλλά μία ιεράρχηση αξιών: Πρώτα το πνεύμα και η καλλιέργειά του, και μετά το σώμα και οι αναγκαίες γνώσεις για τον πρόσκαιρο τούτο βίο, όπως διασαφηνίζει ο άγιος Χρυσόστομος: «Κι ας μη νομίζει κανείς ότι νομοθετώ να παραμένουν αμαθή τα παιδιά… Δεν εμποδίζω να μορφώνονται, λέγοντας αυτά, αλλ᾽ εμποδίζω να εστιάζεται η προσοχή τους μόνο στα σχολικά μαθήματα». Για τους Τρείς Ιεράρχες η Παιδεία αποτελεί μεγάλη υπόθεση, αφού ο Ιωάννης Χρυσόστομος καταλήγει στο να πεί τον βαρυσήμαντο λόγο: «Η παιδεία μετάληψις αγιότητός εστι»!

Κι ακόμη κάτι, που θα τονίσουμε, τελειώνοντας το σύντομο τούτο κείμενό  μας για το μεγάλο θέμα της Παιδείας, είναι το πόσο επιμένουν οι Τρείς Ιεράρχες στον θεμελιώδη ρόλο της ορθής διαπαιδαγώγησης των νέων, τόσο του δασκάλου, όσο και των γονέων, και κυρίως της ζωής και των πράξεών τους, του ζωντανού και φωτεινού τους παραδείγματος. Κι αυτό είναι κάτι, που πρέπει ιδιαίτερα να ληφθεί σήμερα υπόψη, όταν υπάρχει συχνότατα έλλειψη ή αδιαφορία κατήχησης των νέων στην Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση, όταν το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία έχει συρρικνωθεί και συχνά αποστεωθεί, κι όταν όσα οργιάζουν στα τηλεοπτικά μέσα και το διαδίκτυο μπορούν μέσα σε ελάχιστο χρόνο να καταρρίψουν ό,τι με κόπο προσπαθεί ο παπάς κι ο δάσκαλος να οικοδομήσει σε μιά εύπλαστη, ευάλωτη κι αστήριχτη νεανική ψυχή.

Η ευθύνη όλων μας στο θέμα της Παιδείας είναι μεγάλη. Και η γραμμή των Τριών Ιεραρχών προς τούτο είναι σαφής, ταυτόσημη προς την οδό του Ευαγγελίου: Η απαιτούμενη θύραθεν κατάρτιση να συνδυάζεται με την οικοδομή πρώτα του εαυτού μας, των ποιμένων και διδασκάλων, εν Χριστώ, με μία συνεπή δηλ. χριστιανική ζωή. «Πρώτον ποιήσαι, ύστερον διδάξαι». Έτσι θα υπάρχει ελπίδα να καρποφορήσει με τη Χάρη του Θεού η διδασκαλία μας, και η Παιδεία του Γένους των Ρωμηών να επανέλθει στις παλαιές, αληθινές κι ασάλευτες ρίζες της, για να αναδεικνύει ανθρώπους ολοκληρωμένα μορφωμένους εν Χριστώ και νέους πολίτες της ουράνιας Βασιλείας.

Εὐχὴ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Άγιος Ιωάννης Χρυσόστομος. Ιερά Μονή Παναγίας Ασίνου

Ὁ ἀγαθὸς
καὶ φιλάνθρωπος Θεός,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ πλούσιος ἐν ἐλέει
καὶ ὁ ἀγαθὸς ἐν οἰκτιρμοῖς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τέλειος
καὶ ἀθάνατος νοῦς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἀκοίμητος ὀφθαλμὸς
καὶ ἀπερινόητος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ πρὸ ἑωσφόρου
γεννηθεὶς Κύριος καὶ Θεός,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ δημιουργὸς
καὶ Κτίστης ἁπάντων τῶν ὄντων,
Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν ψυχὴν θήσας
καὶ τὸ σῶμα βουλήσει τοῦ Πατρός,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν εὐδιάκριτον ὕλην σχηματίσας
καὶ τὸν κόσμον συστήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν οὐρανὸν ἐκτείνας
καὶ τοῖς ἄστροις κατακοσμήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν γῆν θεμελιώσας
καὶ ἄνθεσι χλοεροῖς
καὶ εὐκόσμοις κατακοσμήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὰς ἀβύσσους κατακλείσας
καὶ τὴν θάλασσαν τειχίσας
τῷ Σῷ προστάγματι,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τετράποδα ζῶα, ἑρπετά τε
καὶ πετεινὰ πτερωτὰ ποιήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὰ κήτη ποιήσας
καὶ τοὺς ἰχθύας προστάξας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ πέτρας θεμελιώσας
ἐν τοῖς ὕδασι καὶ τὰ ὄρη
καὶ τοὺς βουνοὺς
δράσας ἐν ὑψηλοῖς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν ἥλιον
καὶ τὴν σελήνην θεμελιώσας,
ὁ μόνος Ποιητὴς
τῶν ἁπάντων καὶ Κύριος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν ἄνθρωπον
ἰδίαις χερσὶ πλάσας
καὶ κατάρχειν τούτων
ἁπάντων προστάξας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ καιροὺς καὶ χρόνους
καὶ μῆνας καὶ ἡμερῶν
καὶ νυκτῶν μέτρα θέμενος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἡ πανσωστικὴ αἰτία
καὶ ἡνίοχος ἁπάντων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐπιτιμῶν τοῖς ἀνέμοις
καὶ νεύματι τὴν γῆν σαλεύων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ πῦρ καὶ κρύσταλλον θησαυρίσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν γῆν ὑετίζων
καὶ πηγὰς ἐκβλύζων
καὶ ποταμοὺς ῥυθμίζων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὰ ὄρη καὶ βουνοὺς Παλαιῶν,
ὁ τὴν θάλασσαν
μαινομένην κατευνάζων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὰ πάντα
ἐν ῥοπῇ ζυγῷ σταθμίσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὰ ὄντα καταρτίσας
ἐκ τῶν μὴ ὄντων
βουλήσει τοῦ Πατρός,
μόνε Δημιουργέ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν διάβολον ἐκτρίψας
καὶ σειραῖς ταρτάρου
ζόφοις παραδώσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ διὰ τὴν αὐτοῦ ὑπερηφανίαν
τοῦτον τῶν οὐρανίων
ἀσπίδων ἀποσπινθηρίσας
καὶ εἰς τέλεον ἐξαφανίσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν πανουργίαν
τοῦ ὄφεως χειρωσάμενος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τῷ Ἀδὰμ συμπαθήσας
κατὰ τὴν ἄφατόν σου
φιλανθρωπίαν,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τῷ Ἄβελ συναθλήσας
καὶ τὸν Νῶε κυβερνήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν Ἀβραὰμ ὁδηγήσας
καὶ δι’ αὐτοῦ πατριάρχας
ἡμῖν χαρισάμενος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τῷ Ἰσαὰκ συνδεθεὶς
καὶ τῷ Ἰακὼβ συγξενιτεύσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τῷ Ἰωσὴφ συμπραθεὶς
καὶ τῷ Μωυσεῖ συστρατηγήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν Ἰσραὴλ νομοθετήσας
καὶ αὐτὸν κληροδοτήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐκ Παρθένου σαρκωθεὶς
καθὼς αὐτὸς εὐδόκησας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν Βηθλεὲμ ἄνθρωπος γεννηθεὶς
ἐκ τῆς Παρθένου καὶ μετὰ τόκον ἄφθορον
φυλάξας τὴν Παρθένον,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν φάτνῃ σπάργανα
λαβὼν καὶ ἀνακλιθεὶς
καὶ ὑπὸ ἀλόγων γνωρισθεὶς
Κύριος καὶ Θεός,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ὑπ’ ἀγγέλων ὑμνούμενος
καὶ δοξασθεὶς ἐπὶ γῆς
καὶ ὑπὸ ποιμένων γνωρισθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ὑπ’ ἀστέρος μηνυθεὶς
καὶ ὑπὸ μάγων προσκυνηθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἀπὸ Ἡρῴδου ἀποδράσας
ἐν Αἰγύπτῳκαὶ τὰ χειροποίητα
Αἰγύπτου συσσείσας τῇ σῇ ἐπιδημίᾳ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὴν Ναζαρὲτ οἰκίσας
καὶ φόρους τελέσας,
διὰ τὸ θέλειν σε αὐτὸ ὑπεῖναι,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ὑπὸ Ἰωάννου προκηρυχθεὶς
καὶ ἐν Ἰορδάνῃ βαπτισθεὶς ὑπ’ αὐτοῦ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ μαρτυρηθεὶς ὑπὸ ἀχράντου Πατρὸς
καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα πέμψαντος ἐπὶ σέ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ γνωρίσας ἡμῖν τὸ μυστήριον
τῆς Ἁγίας καὶ Ὁμοουσίου Τριάδος,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν ἐρήμῳ πειρασθεὶς
καὶ Κύριος καὶ Θεὸς εὑρεθεὶς
καὶ ἐπιτιμήσας τῷ διαβόλῳ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν τῷ ναῷ προσενεχθεὶς
καὶ ὑπὸ τοῦ Συμεὼν ἐναγκαλισθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν τῷ ναῷ ὀφθεὶς
καὶ ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἀπιστηθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τοὺς χωλοὺς θεραπεύσας
καὶ τοὺς λεπροὺς καθαρίσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τοὺς τυφλοὺς φωταγωγήσας
καὶ τοὺς νεκροὺς ἀναστήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ κόπον ὑπομείνας
καὶ τὸν παράλυτον ἰασάμενος λόγῳ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ δίψαν ὑπομείνας
καὶ τὸ ὕδωρ εἰς οἶνον μεταβαλών,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τὸν Λάζαρον κλαύσας
καὶ τεταρταῖον νεκρὸν ἀναστήσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τοὺς ἀποστόλους συναθροίσας
καὶ βασιλείας οὐρανῶν
κληρονόμους ἀναδείξας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ὑπὸ Ἰουδαίων συλληφθεὶς
καὶ ὑπὸ ἀρχιερέων παραδοθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ὑπὸ Ἡρῴδου προαχθεὶς
καὶ ὑπὸ Πιλάτου ἀνακριθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν σταυρῷ σαρκὶ προσηλωθεὶς
καὶ ἐπὶ ξύλου αὐτοῦ κρεμασθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τοῖς ἐν τῷ ᾅδῃ εὐαγγελισάμενος
καὶ τῇ τριημέρῳ Σου ἀναστάσει
ἐκ νεκρῶν ἀναστάς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ταῖς γυναιξὶ τὸ τῆς ἀναστάσεώς Σου
μυστήριον φανερώσας
καὶ τοῖς μαθηταῖς χαρὰν δώσας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ τοὺς ἀποστόλους
πληροφορήσας
διὰ τύπων τῶν ἥλων
καὶ τῆς πλευρᾶς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ συναυλισθεὶς τοῖς μαθηταῖς
ἐπὶ ἡμέρας τεσσαράκοντα
καὶ εἰς οὐρανοὺς ἀναληφθείς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἐν δεξιᾷ τοῦ Πατρὸς καθήμενος
καὶ Ἐρχόμενος πάλιν κρῖναι
ζῶντας καὶ νεκρούς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἡνίοχος τῶν χερουβὶμ
καὶ ἐποχούμενος τοῖς σεραφίμ,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ Ἀρχιστράτηγος τῶν ἀγγέλων
καὶ Βασιλεὺς τῶν αἰώνων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ἡ ἀνάστασις τῶν τεθανατωμένων
καὶ σωτηρία τῶν ἀπολλυμένων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ ἥλιος τῆς δικαιοσύνης
καὶ ἡ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁδηγὲ τῶν πεπλανημένων
καὶ καταφυγὴ τῶν ἀπεγνωσμένων,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Ὁ καλὸς Ποιμὴν τῶν προβάτων
καὶ Νυμφίος τῆς ἐκκλησίας,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Θεὲ ἐκ Θεοῦ, Θεὲ ἀληθινὲ
ἐκ Θεοῦ ἀληθινοῦ,
μονογενῆ Υἱὲ τοῦ Πατρός,
Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ,
ὁ Σωτὴρ ὁ Σταυρωθεὶς
ἐν σαρκὶ δι’ ἡμᾶς,
ἐλέησον ἡμᾶς.

Οι Τρεις Ιεράρχες ως φορείς της προφητικής συνείδησης της Εκκλησίας (Δημητρίου Μπεκριδάκη)

Τρεις Ιεράρχες, 1835, Κύπρος
Δημήτρης Μπεκριδάκης, Θεολόγος-Εκπαιδευτικός
Ομιλία στον Άγιο Γεώργιο Βροντάδου Χίου, στις 30/01/2012
 

Τρεις Ιεράρχες, 1835, Κύπρος

Κάθε χρόνο στις 30 Ιανουαρίου εορτάζεται, ως γνωστόν, η μνήμη τριών μεγάλων Πατέρων και οικουμενικών διδασκάλων της Εκκλησίας, του Βασιλείου του Μεγάλου, επισκόπου Καισαρείας, του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, του κατ’ εξοχήν Θεολόγου, και του Ιωάννου, αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, του Χρυσοστόμου. Την ιδέα να εορτάζονται μαζί οι Τρεις Ιεράρχες συνέλαβε ο επιφανής λόγιος, ρήτορας και φιλόλογος, Ιωάννης Μαυρόπους, Επίσκοπος Ευχαϊτών, κατά τα τέλη του 11ου αιώνα, όταν Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Αλέξιος ο Α΄ ο Κομνηνός. 

Το σκεπτικό με το οποίο καθιερώθηκε ο εορτασμός έχει να κάνει με την ανάδειξης της αριστοτεχνικής σύνθεσης Λόγου και Πνεύματος, φιλοσοφίας και θεολογίας, γνώσης και πίστης την οποία πραγματοποίησαν με τη ζωή και το έργο τους οι τρεις Πατέρες. Η σημασία της σύνθεσης αυτής υπήρξε τεράστια, όχι μονάχα για την πορεία της Εκκλησίας και της θεολογίας, αλλά για ολόκληρη τη μετέπειτα ιστορία του Ευρωπαϊκού πολιτισμού. Μέσω αυτής εγκαινιάστηκε μια νέα εποχή για το ανθρώπινο πνεύμα, μια εποχή αρμονικής συνεργασίας και σύζευξης της ανθρώπινης λογικής με την ευαγγελική πίστη, προκειμένου να απαντηθούν οι προκλήσεις των καιρών. Διότι αυτό ακριβώς είναι που κατέστησε τους τρεις Ιεράρχες προσωπικότητες με οικουμενική εμβέλεια και διαχρονικό κύρος: το γεγονός ότι αντιλήφθηκαν με τρόπο σαφή και ενορατικό ποιες ήταν οι ανάγκες και τα αιτήματα των ανθρώπων της εποχής τους, όχι μονάχα στο πνευματικό και θεωρητικό επίπεδο, αλλά και στο επίπεδο της δράσης, της κοινωνικής πραγματικότητας και της καθημερινής ζωής. Αυτό εξάλλου σημαίνει να είναι κανείς Πατέρας της Εκκλησίας: να είναι φορέας μιας συνείδησης ευαίσθητης και προφητικής, που συλλαμβάνει το πνεύμα της εποχής, συναισθάνεται τον πόνο, τις ανάγκες και τους καημούς του λαού του Θεού και δείχνει, με το λόγο και το παράδειγμα του, την οδό της απολύτρωσης και της σωτηρίας. Το οξυμένο ιστορικό αισθητήριο των Πατέρων νομίζουμε, πως έχει ιδιαίτερη σημασία να προβληθεί σήμερα, καθώς ζούμε σε εποχές κρίσιμες και μεταβατικές, όπου βασιλεύει η σύγχυση, η παθητικότητα και ο φόβος, και που μονάχα η σαφής κατανόηση της κατάστασής μας μπορεί να γεννήσει βάσιμες ελπίδες υπέρβασης της κρίσης.

Θα δώσουμε δυο μόνο παραδείγματα που αποδεικνύουν την ικανότητα των τριών μεγάλων Πατέρων να ερμηνεύουν σωστά την εποχή τους και να αναμετριούνται με τις προκλήσεις που αυτή έθετε ενώπιόν τους. Το πρώτο αφορά στη σφαίρα της θεωρίας, της παιδείας και του πολιτισμού, ενώ το δεύτερο σχετίζεται με την κριτική πολιτική παρέμβαση και την κοινωνική μέριμνα.

Είναι σε όλους γνωστή η εξαιρετική παιδεία και ευρυμάθεια την οποία είχαν οι τρεις Ιεράρχες. Φιλοσοφία, ρητορική, ιατρική συγκαταλέγονται στο επιστημονικό τους οπλοστάσιο. Είναι άνθρωποι μεγαλοφυείς όσο και επιμελείς –ξέρουμε ότι οι «ομόστεγοι, ομοδίαιτοι και συμφυείς» φοιτητές Γρηγόριος και Βασίλειος δυο δρόμους ήξεραν κατά τη διάρκεια των κοινών σπουδών τους στην Αθήνα: το δρόμο προς τη Σχολή και το δρόμο προς την Εκκλησία. Η ποσότητα και η ποιότητα του έργου τους τούς αναδεικνύουν σε πνευματικές προσωπικότητες πρώτου μεγέθους –είναι, στο χώρο της θεολογίας, ό,τι για το χώρο των φυσικών επιστημών είναι ένας Κοπέρνικος, ένας Νεύτωνας ή ένας Αϊνστάιν. Αγαπούν τα γράμματα και τις επιστήμες γιατί θεωρούν ότι η κριτική σκέψη και ο στοχασμός είναι απαραίτητη προϋπόθεση όχι μόνο για την πνευματική και ψυχική ωρίμανση του ανθρώπου, αλλά και για την ορθή πρόσληψη και βίωση της χριστιανικής πίστης. Δίχως έλλογο στοχασμό και αναλυτική εμβάθυνση –δηλαδή δίχως θεολογία– η πίστη κινδυνεύει να μεταλλαχθεί σε δεισιδαιμονία, στηριγμένη στην τυφλή υποταγή και τη φανατική προσήλωση. Γι’ αυτό κι όταν ο παλαιός συμφοιτητής τους στην Αθήνα Ιουλιανός –που ως Αυτοκράτορας έμεινε στην ιστορία με το προσωνύμιο «Παραβάτης»– εξέδωσε ένα Διάταγμα για την Παιδεία, με το οποίο απαγόρευε στους χριστιανούς δασκάλους τη χρήση των αρχαίων ελληνικών κειμένων, οι δυο Πατέρες αντέδρασαν άμεσα. Ο μεν Γρηγόριος υπερασπίζεται τη χρήση της έντεχνης γλώσσας εκ μέρους των χριστιανών, προκειμένου η αλήθεια του Ευαγγελίου να μπορέσει να γίνει κατανοητή και σεβαστή από τους ανθρώπους της εποχής, ενώ ο Βασίλειος γράφει προς τους νέους, υποστηρίζοντας ότι το χάσμα ανάμεσα στη χριστιανική πίστη και στην κλασική παιδεία μπορεί υπό προϋποθέσεις να γεφυρωθεί. Αποφασίζοντας αυτοί, οι πλέον μορφωμένοι άνθρωποι της εποχής τους, να διεκδικήσουν τα ελληνικά γράμματα που τόσο αγάπησαν, παραμένοντας ταυτόχρονα και πιστοί χριστιανοί, ουσιαστικά εγκαινίασαν ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία του δυτικού πολιτισμού. Συνδέοντας την Πίστη του Ευαγγελίου με τον αρχαιοελληνικό Λόγο κατά τρόπο επιλεκτικό και διαλεκτικό έδωσαν τεράστια ώθηση στην προσπάθεια της Εκκλησίας να προσλάβει τον κόσμο και να τον μεταμορφώσει εν Χριστώ. Η δυναμική αυτής της σύνθεσης σημάδεψε τις μετέπειτα εξελίξεις, και ο Χριστιανισμός από χοντροειδής «ιουδαϊκή αίρεση», κατάλληλη μόνο για τους αμόρφωτους και τους απλοϊκούς, μετατράπηκε σε οικουμενική θρησκεία υψηλής εκλέπτυνσης, ικανή να προσελκύσει και τους πλέον καλλιεργημένους. Αντλώντας στο εξής από τον μορφολογικό και εννοιολογικό πλούτο της θύραθεν γλώσσας και παιδείας, οι θεολόγοι της Εκκλησίας μπόρεσαν να επιτύχουν αρτιότητα και σαφήνεια στη διατύπωση του δόγματος, καθιστώντας την αλήθεια του Ευαγγελίου ενδιαφέρουσα και πειστική για τους ανθρώπους της εποχής τους. Στην αντίθετη περίπτωση η Εκκλησία θα απομονωνόταν, το μήνυμά της θα έμενε άγνωστο στους πολλούς και το έργο της για τη σωτηρία του ανθρώπου θα ακυρωνόταν. Μα πάνω απ’ όλα, αυτή η σύνθεση αρχαιοελληνικής ευφυΐας και χριστιανικής αρετής γέννησε πολιτισμό υψηλής ποιότητας και καθόρισε τις τύχες της ανθρωπότητας για αιώνες.

Στο σημείο αυτό, όμως, χρειάζεται προσοχή, ώστε να αποφευχθούν παρανοήσεις. Δεν μιλάμε εδώ για κανενός είδους σύνθεσης Ελληνισμού και Χριστιανισμού. Το έργο των τριών Ιεραρχών σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με το ιδεολόγημα του «Ελληνοχριστιανισμού», το οποίο, ως γνωστόν, είναι προϊόν της ρομαντικής ιστοριογραφίας του 19ου αιώνα και κατά καιρούς χρησιμοποιήθηκε για να εξυπηρετήσει ποικίλους ιδεολογικοπολιτικούς στόχους. Βέβαια είναι αλήθεια ότι υπό την επήρειά του καθιερώθηκε η εορτή των τριών Ιεραρχών ως επίσημη εορτή των γραμμάτων και της παιδείας στη νεότερη Ελλάδα –πρώτα από την Ιόνιο Ακαδημία το 1826 και στη συνέχεια από το νεοσύστατο τότε Πανεπιστήμιο Αθηνών το ακαδημαϊκό έτος 1842-43– όμως αυτό διόλου δεν σχετίζεται με το έργο και την πρόθεση των Πατέρων. Οι τελευταίοι περισσότερο από κάθε άλλον είχαν συναίσθηση ότι ο αρχαίος Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός είναι από κάθε άποψη πολιτισμικά και συμβολικά συστήματα ασύμπτωτα και αντιθετικά. Τα κοσμοείδωλά τους είναι τελείως διαφορετικά, οι θρησκειολογικές τους ταυτότητες είναι ανόμοιες, οι ηθικοί και αξιολογικοί τους κώδικες είναι ασύμβατοι, οι βιοθεωρίες τους αποκλίνουσες. Είναι λάθος να πιστεύει κανείς ότι οι Πατέρες ανάμειξαν Ελληνισμό και Χριστιανισμό, διότι εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο θα επρόκειτο για περίπτωση συγκρητισμού, όπου νέα θρησκευτικά μορφώματα γεννιούνται από τα θραύσματα των παλιών. Εκείνο που έκαναν οι τρεις Ιεράρχες ήταν μια σύνθεση στο επίπεδο της μεθόδου και της μορφής: προσέλαβαν το γλωσσικό και εννοιολογικό όργανο του αρχαίου κόσμου και το χρησιμοποίησαν για να εκφραστεί με περισσότερη πληρότητα και σαφήνεια η αλήθεια του Ευαγγελίου. Φυσικά ακόμη κι η επιλογή αυτή δεν έμεινε χωρίς αρνητικές παρενέργειες στο επίπεδο της θεολογίας –πως θα μπορούσε άλλωστε– ωστόσο τα θετικά στοιχεία, όπως αποδείχθηκε ιστορικά, ήταν απείρως περισσότερα των αρνητικών.

Ας περάσουμε τώρα στο δεύτερο παράδειγμα, το οποίο σχετίζεται με το κοινωνικό έργο και την δημόσια πολιτική παρουσία των τριών Ιεραρχών. Αν στο επίπεδο της θεωρίας και της θεολογίας η προσφορά του Βασιλείου και του Γρηγορίου ζυγίζει περισσότερο, όταν περνάμε στο επίπεδο της δράσης ανατέλλει το άστρο του Ιωάννου Χρυσοστόμου. Όχι πως υστερεί σε θεολογική εμβρίθεια ο Χρυσόστομος, καθώς πρόκειται για τον κορυφαίο εκπρόσωπο της μεγάλης ερμηνευτικής παράδοσης της Αντιόχειας, που ανέδειξε το πολύσημο νόημα της Γραφής, συντελώντας στην πληρέστερη κατανόησή της από τους πιστούς. Και να μην ξεχνάμε βέβαια ότι σ’ αυτόν χρωστάμε το σημαντικότερο ίσως κείμενο της εκκλησιαστικής γραμματείας, τη Θεία Λειτουργία, που με τρόπο υποδειγματικό συνταιριάζει υψηλή ποίηση και βαθιά θεολογία. Όμως ως Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως ο Χρυσόστομος μετατρέπεται σε πραγματικό πρότυπο πολιτικού θεολόγου. Υπερασπίζεται τις χήρες και τα ορφανά, κατακρίνει τους αφιλάνθρωπους πλούσιους, εγκαινιάζει ιδρύματα για τους ασθενείς και τους εγκαταλελειμμένους, οργανώνει συσσίτια για τους χιλιάδες φτωχούς της ξιπασμένης νεόπλουτης Βασιλεύουσας. Μα δεν είναι το τεράστιο φιλανθρωπικό τους έργο που τον καθιστά μεγάλο στη συνείδηση της Εκκλησίας. Φιλάνθρωποι υπήρχαν και υπάρχουν πολλοί. Η διαφορά είναι ότι ο Χρυσόστομος συνδυάζει αγάπη και παρρησία. Συμπληρώνει το φιλανθρωπικό του έργο με δριμιά κριτική ενάντια στην εξουσία, ενάντια στους πολιτειακούς άρχοντες που θεσπίζουν άδικους νόμους και επιβάλλουν απάνθρωπη φορολόγηση στο λαό. Ακόμη και κατά της ίδιας της Αυγούστας Ευδοξίας βάλλει, καυτηριάζοντας την ανηθικότητα και την πλεονεξία της. Δείχνει με τον τρόπο αυτό ότι η φιλανθρωπία δεν αρκεί όταν δεν συνοδεύεται από το αίτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, όταν λείπει ο πύρινος λόγος αναφορικά με τα αίτια και τους υπεύθυνους της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Φυσικά, όπως ήταν αναμενόμενο για άνθρωπο που ελέγχει τους ισχυρούς και αντιστέκεται στην εξουσία, ο Χρυσόστομος εκδιώχθηκε, απειλήθηκε, εξορίστηκε και τελικά πέθανε από τις κακουχίες σε κάποιο ασήμαντο χωριό στις εσχατιές της Αυτοκρατορίας.

Στο ίδιο πνεύμα κινείται και η πολιτική θεολογία του Μεγάλου Βασιλείου. Πραγματικό πριγκιπόπουλο της ζωής από κάθε άποψη, επιλέγει μετά τις σπουδές του να αναχωρήσει για να ασκηθεί στην έρημο. Κι όταν μετά από χρόνια επιστρέφει και συναντιέται με τον επιστήθιο φίλο του Γρηγόριο εκείνος θα τον αναγνωρίσει μόνο από τη φωνή του. Οι μοναστικοί κανόνες που θα επεξεργαστεί υπήρξαν, ως γνωστόν, ο άξονας γύρω από τον οποίο οργανώθηκε η μοναχική ζωή σε Ανατολή και Δύση. Όμως ο Βασίλειος δεν είναι μόνο αναχωρητής και μέγας θεολόγος, είναι ταυτόχρονα και άνθρωπος της δράσης, απόλυτα ρεαλιστής και κοινωνικά ευαίσθητος. Συμπονά τους πάσχοντες και τους καταφρονημένους και για να τους ανακουφίσει ξοδεύει όλη την τεράστια περιουσία του για να οικοδομήσει το πρώτο συγκρότημα κοινωνικής πρόνοιας στην ιστορία της ανθρωπότητας, την περίφημη «Βασιλειάδα», με νοσοκομεία, γηροκομεία, ξενώνες, κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης και άλλες υπηρεσίες μέριμνας και περίθαλψης στις οποίες συμμετέχει προσωπικά και ο ίδιος. Δεν μένει όμως εκεί. Όμοια με το Χρυσόστομο συνοδεύει την πράξη με λόγο, τη φιλανθρωπία με θεολογία, την προσφορά με κριτική. Γράφει και κηρύττει κατά των πλουσίων που καταχρώνται τα κοινά θεόσδοτα αγαθά εις βάρος των φτωχών. Στηλιτεύει την απανθρωπιά τους, την ασέβεια και την αλαζονεία τους απέναντι στον πόνο του πλησίον. Ζητά δικαιοσύνη και έλεος, υπερασπίζεται την κοινοκτημοσύνη και καταδικάζει την αδιαφορία, την οποία θεωρεί συνενοχή. Και μόνο ο πρόωρος θάνατός του λίγο πριν κλείσει μισό αιώνα ζωής ανακόπτει την ορμή του για κοινωνική μαρτυρία και προσφορά.

Όμως και ο τρίτος της χορείας των Αγίων, ο από τη φύση του μελαγχολικός Γρηγόριος, ο ευαίσθητος λυρικός, ο αυτοβιογραφικός ποιητής της απομόνωσης και του αναστοχασμού, όταν βρίσκεται ενώπιον του διλήμματος «πράξη ή αναχώρηση» επιλέγει τελικά την εμπλοκή με τα δημόσια πράγματα μόνο και μόνο από αγάπη για την Εκκλησία και το λαό που τον χρειάζεται. Ένθερμος θιασώτης του «θεωρητικού βίου» υπακούει στις προτροπές του φίλου Βασίλειου και αποδέχεται απρόθυμα τον αυτοκρατορικό διορισμό στον Πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης, μόνο και μόνο επειδή τον θεωρεί ως ευκαιρία προσφοράς προς τον συνάνθρωπο και την Εκκλησία του Χριστού. Κι όταν πολύ σύντομα απογοητεύεται από τη διαγωγή των συνεπισκόπων του, τους οποίους δεν διστάζει να ελέγξει αυστηρά, με μεγάλη ευκολία –σχεδόν χαρούμενος– παραιτείται του λαμπρού αξιώματός και επιστρέφει στη γαλήνη της απομόνωσης. Ακόμη και με τον επιστήθιο φίλο του Βασίλειο ψυχραίνεται, που τον έμπλεξε με τα αξιώματα και τις έγνοιες της διοίκησης. Ακόμη και τότε όμως ομολογεί πως, παρά τα βάσανα και τους κόπους, αξίζει κανείς να δίνει τη μαρτυρία του, αναλαμβάνοντας πολιτική και κοινωνική δράση υπέρ των αδελφών εν Χριστώ, «και μάλιστα των ελαχίστων».

Η αποφασιστική αυτή στάση των τριών Ιεραρχών στα κοινωνικά ζητήματα προέκυψε ως απάντηση σε πιεστικά προβλήματα της εποχής, που είχαν να κάνουν με τη γενικευμένη αβεβαιότητα και αστάθεια, αδικία και εκμετάλλευση που επικρατούσαν στον κοινωνικό χώρο, καθώς και την αυθαιρεσία της εξουσίας. Διέγνωσαν δηλαδή οι Πατέρες ότι δεν αρκεί να ιερουργούν μόνο και να στηρίζουν τους ανθρώπους στην «αδάπανον ευσέβειαν», που έλεγε κι ο Βασίλειος, αλλά ως καλοί ποιμένες έχουν υποχρέωση να αγωνιστούν και για την βελτίωση των υλικών συνθηκών της ζωής των συγκαιρινών τους. Και ως γενναίοι μαχητές που ήταν, αναδέχθηκαν αυτήν την ευθύνη, προτάσσοντας τον εαυτό τους στην υπεράσπιση του λαού. Ακολουθούν σε αυτό τους Προφήτες της Π.Δ., που ελέγχουν τους ισχυρούς και υπερασπίζονται το όραμα της καθολικής απελευθέρωσης, αλλά κυρίως τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος εξαρτά σαφώς την είσοδο στην τρισευλογημένη Βασιλεία Του από την αγάπη και τη φροντίδα που επιδεικνύει κανείς προς τον πλησίον –και μάλιστα αυτόν που έχει ανάγκη. Αποδεικνύουν έτσι οι Πατέρες εντελώς λανθασμένα τα σύγχρονα φληναφήματα περί της δήθεν πνευματικής αποστολής που οφείλει να έχει η Εκκλησία. Υποστηρίζουν, δηλαδή, πολλοί εντός και εκτός της Εκκλησίας, ότι δεν πρέπει να ασχολείται με τα πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα –να αδιαφορεί, μ’ άλλα λόγια, για τους υλικούς όρους της ύπαρξης. Λες και ο λαός του Θεού δεν αποτελείται από ανθρώπους με πιεστικές ανάγκες και πραγματικές ελλείψεις και επιθυμίες, αλλά από άσαρκους αγγέλους που τυρβάζουν ψάλλοντας εν ουρανοίς. Στους αντίποδες μια τέτοιας παρανόησης, το εμβληματικό υπόδειγμα των τριών Πατέρων μάς δείχνει, και στην περίπτωση αυτή, το σωστό δρόμο –το δρόμο της θυσίας και της διακονίας, που είναι ταυτόχρονα και δρόμος αντίστασης στο Κακό και κριτικής των αρχών και των εξουσιών του αιώνος τούτου. Τέτοιο ήταν πάντοτε το καθήκον όσων επιθυμούν να ονομάζονται και να είναι μαθητές του Χριστού.

Ας προσευχηθούμε ο Κύριος των Δυνάμεων να αξιώσει και να εμψυχώσει όλους μας, κλήρο και λαό, ώστε να αναλάβουμε πρόθυμα το καθήκον της μαρτυρίας υπέρ του δίκαιου και της προσφοράς υπέρ των αδυνάτων με «αρετή και τόλμη» στους σκοτεινούς καιρούς που έρχονται.