Αρχική Blog Σελίδα 460

Η Ορθόδοξη Εικόνα: Η παράδοση της πίστεως στην εκκλησιαστική τέχνη

Αρχιμ. Αμβρόσιος

Του Αρχιμ. Αμβροσίου Γκορέλωβ

Αρχιμ. Αμβρόσιος


Ομιλία στο πλαίσιο της Δ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 25η Φεβρουαρίου, 2013.
 
Πανιερώτατε,
Πανοσιολογιώτατοι,
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,
 
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία διατήρησε ακέραιο ένα τεράστιο πνευματικό πλούτο, τόσο στον χώρο του λειτουργικού βίου και της πατερικής σκέψης, όσο και στον χώρο της εκκλησιαστικής τέχνης. Γνωρίζουμε, ότι η προσκύνηση των εικόνων κατέχει μια πολύ σημαντική θέση στην παράδοση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, και αυτό διότι η εικόνα δεν είναι μια απλή απεικόνιση, ούτε μια διακόσμηση, ούτε ακόμα μια εικονογράφηση της Αγίας Γραφής. Είναι κάτι περισσότερο: είναι ισότιμη προς το ευαγγελικό μήνυμα, είναι ένα λατρευτικό σκεύος, που συμμετέχει ολόκληρο στη λειτουργική ζωή. Έτσι εξηγείται η σπουδαιότητα, που η Εκκλησία αποδίδει στην απεικόνιση και όχι σε οποιανδήποτε αναπαράσταση, αλλά στη συγκεκριμένη απεικόνιση των ιερών εικόνων. Ο σημαντικός ρόλος της εικόνας φαίνεται φανερά στο πέρασμα της ιστορίας, κατά την πάλη της Εκκλησίας εναντίον της ειδωλολατρίας και των αιρέσεων και, ιδιαιτέρως, στον μεγάλο αριθμό μαρτύρων και ομολογητών κατά τη διάρκεια της Εικονομαχικής περιόδου (8ος-9ος αι.).
 
Στην εικόνα η Εκκλησία δεν βλέπει μόνο μια μορφή ορθόδοξης διδασκαλίας, αλλά την καθολική έκφραση της Ορθοδοξίας, αυτή την ίδια την Ορθοδοξία. Επομένως, δεν μπορούμε, ούτε να καταλάβουμε, ούτε να εξηγήσουμε την εκκλησιαστική τέχνη έξω από τη ζωή της Εκκλησίας. Η εικόνα, η ιερή απεικόνιση, αποτελεί μια εκδήλωση της παράδοσης της Εκκλησίας, ισότιμη με τη γραπτή και την προφορική παράδοση. Η προσκύνηση των ιερών εικόνων του Χριστού, της Παρθένου, των αγγέλων και των αγίων είναι ένα δόγμα της χριστιανικής πίστεως, το οποίο αποκρυσταλλώθηκε και διατυπώθηκε στην Εβδόμη Οικουμενική Σύνοδο. Προέρχεται από το θεμελιώδες δόγμα της Εκκλησίας, της ομολογίας δηλαδή της ενανθρωπήσεως του Θεού. Η εικόνα του Θεανθρώπου είναι η μαρτυρία της πραγματικής και όχι φανταστικής σάρκωσής Του. Γι’ αυτό η αγιογραφία συχνά αποκαλείται εικαστική θεολογία. Αυτό το εκφράζει η Εκκλησία και στη λειτουργική της ζωή. Τα στιχηρά και οι κανόνες των εορτών διαφόρων εικόνων, όπως για παράδειγμα του αγίου Μανδηλίου (βλ. 16 Αυγούστου) και, ιδιαίτερα, η ακολουθία της Κυριακής της Ορθοδοξίας αποκαλύπτουν το νόημα της εικόνας σε ολόκληρο το βάθος της. Καταλαβαίνει κανείς, πως το περιεχόμενο και η σημασία της εικόνας αποτελούν θεολογική μελέτη όμοια με της Αγίας Γραφής.
 
Η Ορθόδοξη Εκκλησία πάλευε πάντοτε για τη διαφύλαξη, την περιχαράκωση της λειτουργικής της τέχνης από την εκκοσμίκευση. Με τη φωνή των Συνόδων της, των ιεραρχών της, των πιστών της, αγωνιζόταν υπέρ της αυθεντικότητας της λειτουργικής της τέχνης, καθώς και εναντίων των ξένων στοιχείων της κοσμικής τέχνης, που την επηρέαζαν. Ας μην ξεχνάμε, πως και η σκέψη στον χώρο της Εκκλησίας δεν ήταν πάντα κάποιου θεολογικού επιπέδου, όπως και η καλλιτεχνική δημιουργία δεν ήταν πάντα στο ύψος της αυθεντικής εικονογραφίας. Έτσι, δεν μπορούμε να θεωρούμε κάθε εικόνα, ακόμα και αν είναι παλαιά και ωραία, ως  αλάθητη και, περισσότερο, αν αυτή έχει γίνει σε περίοδο παρακμής. Μια τέτοια εικόνα μπορεί να συμφωνεί με τη διδασκαλία της Εκκλησίας, μπορεί και όχι, μπορεί να παραπλανεί αντί να διδάσκει. Δηλαδή, η διδασκαλία της Εκκλησίας μπορεί να αλλοιωθεί από την εικόνα το ίδιο, όπως και με το λόγο. Γι’  αυτό και η Εκκλησία πάλευε πάντοτε, όχι για την καλλιτεχνική ποιότητα της τέχνης, αλλά για την αυθεντικότητά της, όχι για την ωραιότητά της, αλλά για την αλήθεια της. Η παράδοση της Εκκλησίας μαρτυρεί, πως από την αρχή κιόλας της συστάσεώς της κατενοείτο πλήρως η έννοια της εικόνας και η ύπαρξη της απεικόνισης. Η στάση της Εκκλησίας απέναντι σ’ αυτήν είναι αμετάβλητη, εξαιτίας του ότι αυτή η στάση απορρέει από τη διδασκαλία της για τη σάρκωση του Υιού του Θεού.
 
Η απεικόνιση λοιπόν συνιστά στοιχείο της ίδιας της φύσεως του Χριστιανισμού, γιατί δεν αποτελεί μόνον αποκάλυψη του Λόγου του Θεού, αλλά και απεικόνιση του Θεού, που δόθηκε με την εμφάνιση του Θεανθρώπου.  Η Εκκλησία διδάσκει, ότι η απεικόνιση βασίζεται πάνω στη σάρκωση του δευτέρου προσώπου της Αγίας Τριάδος. Δεν πρόκειται εδώ για μια ρήξη, ούτε για μιαν αντίφαση με την Παλαιά Διαθήκη, ακόμα και με τα πιο αυστηρα κριτήρια, όπως ισχυρίζονται οι Διαμαρτυρόμενοι (Προτεστάντες), αλλά, το αντίθετο• πρόκειται για την άμεση ολοκλήρωσή της. Η παρουσία της απεικόνισης μέσα στην Καινή Διαθήκη συνδέεται με την απουσία της στην Παλαιά. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, για την Εκκλησία η ιερή απεικόνιση πηγάζει ακριβώς από την απουσία της άμεσης απεικόνισης μέσα στην Παλαιά Διαθήκη. Είναι η συνέπεια και η κατάληξή της. Πρόγονος της χριστιανικής απεικόνισης δεν είναι το είδωλο της αρχαίας λατρείας, όπως υποστηρίζεται συχνά, αλλά είναι η απουσία της άμεσης και συγκεκριμένης απεικόνισης πριν τη σάρκωση του Υιού του Θεού, καθώς και το παλαιοδιαθηκικό  σύμβολο. Κι αυτό, για τον λόγο ότι, πρόγονος της Εκκλησίας δεν είναι ο ειδωλολατρικός κόσμος, αλλά ο αρχαίος Ισραήλ, ο εκλεκτός λαός του Θεού, που επιλέχθηκε ως δέκτης της αποκάλυψης του Θεού. Για την Εκκλησία είναι απόλυτα σαφές, πως η απαγόρευση της απεικόνισης, όπως διατυπώνεται στο βιβλίο της Εξόδου (20,4-5) και του Δευτερονομίου (5,8-9) («οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντὸς ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδὲ μὴ λατρεύσεις αὐτοῖς») είναι ένα πρόσκαιρο μέτρο, παιδαγωγικό, που περιορίζεται αποκλειστικά στην Παλαιά Διαθήκη και δεν αποτελεί αρχή απαγόρευσης της απεικόνισης. Διότι, παράλληλα με την απαγόρευση της συγκεκριμένης και άμεσης απεικόνισης, υπήρχε η θεϊκή προσταγή να δημιουργήσουν οι άνθρωποι σχηματικές συμβολικές απεικονίσεις- προτυπώσεις, όπως ήταν η σκηνή της Κιβωτού και όλα όσα περιείχε, προτυπώσεις, των οποίων και τις παραμικρές λεπτομέρειες υπέδειξε ο Θεός.
 
Η διδασκαλία της Εκκλησίας  εκφράστηκε πάνω σ’  αυτό το ζήτημα με μεγάλη σαφήνεια από τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό στους τρεις λόγους του, Προς τους διαβάλλοντας τας αγίας εικόνας (PG 94, 1232-1420). Οι λόγοι αυτοί γράφτηκαν ως απάντηση προς τους εικονομάχους, οι οποίοι, στηριζόμενοι στην απαγόρευση της Παλαιάς Διαθήκης, συνέχεαν τη χριστιανική απεικόνιση με το είδωλο. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός εξηγεί το νόημα αυτής της απαγόρευσης. Παραβάλλοντας κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, δείχνει πως η χριστιανική απεικόνιση είναι, όπως το είπαμε ήδη, μια κατάληξη της Παλαιάς Διαθήκης, μια συμπλήρωσή της, διότι απορρέει από την ίδια την ουσία του Χριστιανισμού. Η σκέψη του συνοψίζεται ως εξής: Μέσα στην Παλαιά Διαθήκη η άμεση παρουσία του Θεού στον λαό Του πραγματοποιείται αποκλειστικά με τον ήχο, με τον λόγο. Ο ίδιος δεν αποκαλύπτεται, μένει αόρατος, και υπογραμμίζει το γεγονός, ότι ο Ισραήλ δεν βλέπει καμμιά εικόνα ακούγοντας τη φωνή Του. Ούτε ο λαός, ούτε ο Μωυσής είδαν κάποια εικόνα Του, μονάχα άκουσαν τη φωνή Του. Αφού δεν είδαν τον Θεό, δεν μπορούσαν να τον εικονίσουν. Εκείνο, που μπορούσαν όμως να κάνουν και έκαναν, ήταν να καταγράψουν τον θεϊκό λόγο. Και πώς μπορούσαν να αναπαραστήσουν το άυλο και απερίγραπτο, το ασχημάτιστο και αμέτρητο; Στην επιμονή όμως των βιβλικών χωρίων, που τονίζουν ότι ο Ισραήλ ακούει τον λόγο, δεν βλέπει όμως εικόνα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ανακαλύπτει τη μυστική ένδειξη της μελλοντικής δυνατότητας να δει και να αναπαραστήσει τον σαρκωμένο Θεό: «Τι ουν το μυστικώς μηνυόμενον; Δήλον, ως όταν ίδης δια σε γενόμενον άνθρωπον τον ασώματον, τότε δράσεις της ανθρωπίνης μορφής το εκτύπωμα• όταν ορατός σαρκί ο αόρατος γένηται, τότε εικονίσεις το του οραθέντος ομοίωμα• ότε ο ασώματος και ασχημάτιστος άποσός τε και απήλικος και αμεγέθης τῃ υπεροχῄ της εαυτού φύσεως, ο εν μορφῄ Θεού υπάρχων, μορφήν δούλου λαβών και χαρακτήρα περιθήται σώματος, τότε εν πίναξι χαράττεται. Χάραττε τούτου την άφατον συγκατάβασιν, την εκ Παρθένου γέννησιν, την εν Ιορδάνῃ βάπτισιν, την εν Θαβώρ μεταμόρφωσιν, πάντα γράφε, και λόγῳ και χρώμασιν, εν τε βίβλοις και πίναξιν.»
 
Έτσι, η απαγόρευση της αναπαράστασης του αοράτου Θεού στην Παλαιά Διαθήκη συμπεριλαμβάνει εν ολίγοις και την αναγκαιότητα της αναπαράστασής Του στην εποχή της Χάριτος, αφού οι προφητείες ήδη τώρα ολοκληρώθηκαν. Κατά συνέπεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η τυπολογική απαγόρευση της αναπαράστασης του Θεού είναι συνδεδεμένη με τον γενικό προορισμό του ισραηλιτικού λαού. Η αιτία ύπαρξης του εκλεκτού λαού ήταν η διακονία του αληθινού Θεού. Το λειτούργημα αυτό συνίστατο, κατά τον μεσσιανικό του χαρακτήρα, στην προετοιμασία και προεικόνιση αυτού, που επρόκειτο να αποκαλυφθεί στην Καινή Διαθήκη.  Γι’  αυτό τον λόγο στην Παλαιά Διαθήκη δεν μπορούσαν να υπάρχουν παρά μόνο συμβολικές προεικονίσεις, αποκαλύψεις των μελλόντων, αφού «ο νόμος δεν ήταν εικόνα, αλλά εικόνος προσκίασμα», όπως λέει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Ο απόστολος Παύλος συμπληρώνει: «Σκιάν γαρ έχων ο νόμος των μελλόντων αγαθών, ουκ αυτήν την εικόνα των πραγμάτων»(Εβρ. 10,1). Διότι, «ο μη ορατός οράται, και ο μη αναπαριστώμενος, αναπαρίσταται». Στο εξής, ο Θεός δεν απευθύνεται πια στους ανθρώπους διά του λόγου μόνο και των προφητών. Φανερώνεται πλέον στο πρόσωπο του σαρκωμένου Λόγου, που «σκηνώνει ανάμεσα στους ανθρώπους».
 
Στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, αναφέρει ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Κύριος,  δηλαδή ο ίδιος ο Θεός, που μίλησε στην Παλαιά Διαθήκη, τίμησε τους μαθητές Του και μαζί με εκείνους όλους αυτούς που ζουν κατά το παράδειγμά τους και ακολουθούν τα ίχνη τους:  «Υμών δε μακάριοι οι οφθαλμοί, ότι βλέπουσι, και τα ώτα υμων, ότι ακούουσιν• αμήν γαρ λέγω υμίν ότι πολλοί προφήται και δίκαιοι επεθύμησαν ιδείν ά βλέπετε, και ουκ είδον, και ακούσαι ά ακούετε, και ουκ ήκουσαν.» (Ματθ.13,16-17) Είναι φανερό πως, όταν ο Χριστός λέει στους μαθητές Του, ότι οι οφθαλμοί τους είναι μακάριοι, γιατί βλέπουν αυτό που βλέπουν και ακούνε  αυτό που ακούνε, αυτό αναφέρεται σε κάτι, που κανείς δεν είχε ποτέ δει ούτε ακούσει, γιατί οι άνθρωποι πάντοτε είχαν μάτια για να βλέπουν και αυτιά για να ακούνε. Τα λόγια αυτά του Χριστού δεν αναφέρονται ούτε στα θαύματά Του, διότι και οι παλαιοδιαθηκικοί προφήτες είχαν κάνει επίσης θαύματα. Τα λόγια αυτά θέλουν να πουν, ότι οι μαθητές έβλεπαν και άκουγαν άμεσα Εκείνον, που ανήγγειλαν οι προφήτες, τον σαρκωμένο Θεό. «Θεόν ουδείς εώρακε πώποτε», λέει ο ευαγγελιστής Ιωάννης,  «ο μονογενής υιός, ο ων εις τον κόλπον του Πατρός, εκείνος εξηγήσατο» (Ιωάν.,1,18).
 
M’ αυτό τον τρόπο, το διακριτικό σημείο της Καινής Διαθήκης είναι ο στενός δεσμός, που υπάρχει ανάμεσα στον λόγο και την απεικόνιση. Γι’  αυτό οι Πατέρες και οι Σύνοδοι, όταν μιλούν για την εικόνα, δεν παραλείπουν ποτέ να υπογραμμίσουν «καθάπερ ηκούσαμεν, ούτω και είδομεν». Το έργο της νεοδιαθηκικής εικόνας, όπως την αντιλαμβάνονταν οι Πατέρες, συνίσταται ακριβώς στη φανέρωση, όσον το δυνατόν πιο πιστά και ολοκληρωμένα, της αλήθειας της σάρκωσης του Θεού, όσο αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τα μέσα της τέχνης. Η εικόνα του ανθρώπου Ιησού είναι η εικόνα του Θεού. Να γιατί οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου έλεγαν, ως προς την εικόνα Του: «εκ δύο γαρ φύσεων ίσμεν τον Χριστόν, και εν δύο φύσεσιν αδιαιρέτως, ήγουν θείᾳ και ανθρωπίνῃ• η μία ουν απερίγραπτος, και η μία περιγεγραμμένη εν τῴ ενί Χριστῴ θεωρείται».
 
Όπως βλέπουμε, η εικόνα αναπαριστά, όχι τη φθαρτή σάρκα του, που πρόκειται να φθαρεί, αλλά τη μεταμορφωμένη, τη φωτισμένη από τη χάρη, τη σάρκα του μέλλοντος αιώνος. Μεταδίδει με μέσα υλικά, ορατά στα ανθρώπινα μάτια, την ωραιότητα και δόξα του Θεού. Γι’  αυτό τον λόγο οι Πατέρες λένε, πως η εικόνα είναι αγία και προσκυνητή, ακριβώς γιατί μεταδίδει τη θεϊκή κατάσταση του πρωτοτύπου της, του οποίου φέρει το όνομα. Έτσι η χάρη, που δίδεται από το πρωτότυπο, βρίσκεται παρούσα μέσα σε αυτήν. Με άλλα λόγια, η χάρη του Αγίου Πνεύματος αναδεικνύει την αγιότητα, τόσο του αναπαριστώμενου προσώπου, όσο και της εικόνας του. Και είναι μέσα σε αυτή, που ενεργείται η σχέση ανάμεσα στον πιστό και τον άγιο, δια μέσου της εικόνας του. Συνεπώς, η εικόνα μετέχει στην αγιότητα του πρωτοτύπου της και μέσῳ της εικόνας μετέχουμε με τη σειρά μας σε αυτή την αγιότητα, όταν εμείς την προσκυνούμε προσευχόμενοι. Οι Πατέρες της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου διαχωρίζουν με προσοχή τις έννοιες εικόνα και προσωπογραφία: η πρώτη αναπαριστά έναν άνθρωπο ενωμένο με τον Θεό, η άλλη ένα συνηθισμένο ανθρώπινο ον. 
 
Διαφοροποιείται επομένως η εικόνα από την προσωπογραφία, από το ίδιο το περιεχόμενο, περιεχόμενο που δημιουργεί ειδικές εκφραστικές φόρμες, εντελώς δικές της, που την κάνουν να διαφέρει από οποιανδήποτε άλλη απεικόνιση. Η εικόνα δείχνει την αγιότητα με τρόπο που δεν επιτρέπει, ούτε να υπονοείται αυτή, ούτε να συμπληρώνεται από τη σκέψη μας, αλλά να είναι ορατή από τα σαρκικά μάτια μας. Η εικόνα της θεώσεως του ανθρώπου αναπαριστά την πραγματικότητα, που αποκαλύπτεται κατά τη Μετάμορφωση στο όρος του Θαβώρ. Σύμφωνα με τους Πατέρες, ο Χριστός έδειξε τότε στους μαθητές την κατάσταση της θεώσεως, στην οποία εκλήθησαν όλοι οι άνθρωποι. Έτσι, όπως δοξάστηκε και μεταμορφώθηκε το σώμα του Κυρίου ημών Ιησού, λάμποντας από θεϊκή δόξα και άφατο φως, με τον ίδιο τρόπο το σώμα των αγίων δοξάζεται και γίνεται φωτεινό , μεταμορφωμένο από τη δύναμη της χάρης του Θεού. Αυτήν την ομοίωση του ανθρώπου προς τον Θεό ο άγιος Σεραφείμ του Σαρώβ, όχι μόνον την εξηγεί, αλλά και την αποκαλύπτει άμεσα, ορατά στον Μοτοβίλωβ, μεταμορφούμενος μπροστά του. «Φανταστείτε», λέει ο Μοτοβίλωβ, «στη μέση του ήλιου, την πιο φωτεινή στιγμή του μεσημεριού, το πρόσωπο ενός ανθρώπου που σας μιλά».
 
Μέσα στα έργα των Πατέρων, όπως και στους βίους των αγίων, συναντούμε συχνά μαρτυρίες κάποιου φωτός, που διαλάμπει εξωτερικά στα πρόσωπα των αγίων την υπέρτατη στιγμή της δόξας τους, έτσι όπως έλαμπε το πρόσωπο του Μωυσή, όταν κατέβηκε από το όρος του Σινά και έπρεπε να το καλύψει μ’ ένα ύφασμα, γιατί ο λαός δεν μπορούσε να αντέξει τη λάμψη. Η μέλλουσα μεταμόρφωση ολόκληρης της ανθρώπινης φύσης, συμπεριλαμβανομένης και της σάρκας, μας αποκαλύφθηκε κατά τη Μεταμόρφωση του Κυρίου στο όρος του Θαβώρ: «και μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών, και έλαμψε το πρόσωπον αυτού ως ο ήλιος, τα δε ιμάτια αυτού εγένετο λευκά ως το φως». Η έκφραση αυτού του φωτός είναι το κυριότερο θέμα και ο απώτατος σκοπός της αγιογραφίας.
 
Σκοπός της εικόνας, επομένως, δεν είναι να μας προκαλέσει ένα φυσικό ανθρώπινο συναίσθημα. Η εικόνα δεν συγκινεί, δεν είναι συναισθηματική. Σκοπό έχει να κατευθύνει όλα τα αισθήματά μας προς τη μεταμόρφωση, όπως και τον νου μας και όλα τα χαρακτηριστικά της φύσεώς μας, αποβάλλοντας κάθε έξαρση αρρωστημένη και βλαβερή. Με αυτό τον τρόπο ερμηνεύεται η θέωση, χωρίς να καταργεί τίποτα από τα ανθρώπινα στοιχεία: ούτε τις ψυχολογικές ιδιότητες, ούτε τα διάφορα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ανθρώπου μέσα στον κόσμο. Έτσι, η εικόνα ενός αγίου δεν παραλείπει να δείξει τη γήινη δραστηριότητά του, μέσα από την οποία μπόρεσε να εργαστεί πνευματικά, είτε αυτή ήταν εκκλησιαστική, όπως επίσκοπος, μοναχός, είτε κοσμική δραστηριότητα, όπως πρίγκηπας, στρατιώτης, γιατρός. Κάθε εκδήλωση της ανθρώπινης φύσης, κάθε φαινόμενο της ζωής μας φωτίζεται και παίρνει το πραγματικό του νόημα και τη θέση του μέσα από τη συνάντησή του με το θείον. Με τον τρόπο, που αναπαριστούμε τον Θεάνθρωπο καθ᾽ όλα όμοιο μ’ εμάς, εκτός από την αμαρτία, με τον ίδιο τρόπο αναπαριστούμε και τον άγιο ως ένα πρόσωπο απελευθερωμένο από την αμαρτία. Η εικόνα μας δείχνει το σώμα ενός αγίου ανθρώπου, «σύμμορφον τω σώματι της δόξης (του Χριστού)». Ένα σώμα απελευθερωμένο από τη φθορά της αμαρτίας και «μέτοχο κατά κάποιον τρόπο των ιδιοτήτων του πνευματικού σώματος, που οφείλει να λάβει κατά την Ανάσταση των Δικαίων».
 
Η εκκλησιαστική τέχνη της Ορθοδοξίας είναι μια ορατή έκφραση του δόγματος της μεταμορφώσεως. Η μεταμόρφωση του ανθρώπου κατανοείται και μεταδίδεται εδώ, ως καθορισμένη αντικειμενική πραγματικότητα, που συμφωνεί με την ορθόδοξη διδασκαλία. Δηλαδή, ό,τι δείχνει η εικόνα, δεν είναι μια ατομική ερμηνεία, ούτε μια αφηρημένη σύλληψη, λίγο πολύ αλλοιωμένη, αλλά μια αλήθεια, που διδάσκει η ίδια η Εκκλησία.
 
Το περιεχόμενο της εικόνας καθορίζει όχι μόνον τη δομή της, αλλά και την τεχνική και τα υλικά της. Ούτε η τεχνική, ούτε τα υλικά, που χρησιμοποιούνται για τις εικόνες, μπορούν να είναι τυχαία σε σχέση με τη λατρεία. Δύσκολα θα φανταζόταν κανείς, ακόμα και σε μια σχηματική αισθητική ανάλυση, ότι μια εικόνα θα μπορούσε να ήταν ζωγραφισμένη με οτιδήποτε, οπουδήποτε και με οποιοδήποτε υλικό. Πράγματι, όπως η αυθεντικότητα της εικόνας συνδέεται με την Ευχαριστία, το ίδιο και η αυθεντικότητα της κάθε ύλης, που παίρνει μέρος στη λατρεία, συνδέεται μαζί της: «τα Σα εκ των Σων σοι προσφέρομεν». Τα λόγια αυτά προέρχονται από την προσευχή του Δαβίδ πάνω στα συγκεντρωμένα υλικά για την οικοδόμηση του Ναού: «Ότι σα τα πάντα, εκ των σων δεδώκαμέν σοι» (Παραλειπ. Α´, 29,14). Η Εκκλησία διατήρησε αυτήν την αρχή της Παλαιάς Διαθήκης, που ολοκληρώθηκε, όπως είδαμε μέσα στην Ευχαριστία: η ύλη εξαγοράστηκε με τη σάρκωση και οδηγήθηκε στη συμμετοχή της λατρείας του Θεού. Γι’ αυτό τον λόγο, η ύλη μεσα στην εικόνα δεν αφορά μόνο στη διάρκεια και ποιότητα, αλλά πάνω απ’ όλα στην αυθεντικότητα. Η εικόνα μπαίνει στο σύνολο των λειτουργικών εκδηλώσεων του ανθρώπου προς τον Θεό. Σ’ αυτά, με τα οποία η Εκκλησία ολοκληρώνει το έργο της: τον αγιασμό και τη μεταμόρφωση του κόσμου μέσῳ του ανθρώπου, την ίαση της αρρωστημένης από την αμαρτία ύλης, που την καθιστά οδό προς τον Θεό και μέσο επικοινωνίας μαζί Του.
 
Υπάρχει όμως μια τοποθέτηση, η οποία βλέπει την εικόνα ως εμπόδιο στην επικοινωνία με τον Θεό στην προσευχή, εκλαμβάνοντας απόλυτα τον κανόνα της απαγόρευσης του ασκητισμού προς κάθε εικόνα που σχηματίζει ο νους την ώρα της προσευχής. Μια άποψη αρκετά διαδεδομένη συμπεριλαμβάνει και την εικόνα. Εδώ, όμως, πρόκειται περί μιας παρεξήγησης, διότι οι απαγορευμένες εικόνες του ασκητισμού αναφέρονται στις εικόνες της φαντασίας, οι οποίες δεν πρέπει να συγχέονται με τις χριστιανικές, που είναι εικόνες της πραγματικότητας, της αληθινής και «ου κατά φαντασίαν του Θεού Λόγου ενανθρωπήσεως». Έτσι, όχι μόνο δεν συγκρίνεται μια ιερή εικόνα με μια φανταστική εικόνα, αλλά βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα της. Διαφορετικά, πώς θα μπορούσε μια Οικουμενική Σύνοδος να ομολογήσει και να δογματίσει την προσκύνηση κάποιου πράγματος, που εμποδίζει την προσευχή ή την στρέφει προς μια λανθασμένη κατεύθυνση; Εξάλλου, οι πιο θερμοί υποστηρικτές των εικόνων υπήρξαν οι μοναχοί, δηλαδή οι άνθρωποι, που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στην προσευχή. Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος μας περιγράφει εν προκειμένῳ, πώς βρέθηκε σε κατάσταση θεοπτίας, προσκυνώντας κάποτε μια εικόνα της Θεοτόκου : «Μια μέρα, που πήγα να ασπασθώ την άσπιλη εικόνα της Τεκούσας Σε (Χριστέ μου), κι ενώ προσκυνούσα μπροστά της, Συ ο ίδιος, πριν ακόμα σηκωθώ, φάνηκες μέσα στην πενιχρή μου καρδιά• κι εγώ, σαν να είχα μεταμορφωθεί όλος σε φως, γνώρισα τότε ενσυνείδητα πως σε κατέχω εντός μου».
 
«Το γεγονός, ότι η εικόνα είναι ακριβώς μια ευεργετική βοήθεια για τον προσευχόμενο», λέει ο μητροπολίτης Μόσχας Φιλάρετος, «αποδεικνύεται από το ότι το πνεύμα μας, που ψάχνει για την παρουσία του Θεού, δεν πέφτει τότε (όταν ατενίζουμε μια εικόνα) σε χίμαιρες και οι σκέψεις συγκεντρώνονται και δεν σκορπίζονται. Η αγία εικόνα του Θεού, που παρουσιάζει τον Θεό σεσαρκωμένο, εμφανίζεται συγχρόνως και στην αισθητική όραση και στην πνευματική θέαση, συγκεντρώνοντας έτσι τα εξωτερικά και εσωτερικά συναισθήματα σε μία μοναδική θέαση του θείου».
 
Η εικόνα του προσώπου του Χριστού, ως μαρτυρία της σάρκωσής Του, είναι για τους απολογητές των εικόνων μαρτυρία της αλήθειας του ευχαριστιακού μυστηρίου. Έτσι, η αυθεντικότητα της εικόνας, του περιεχομένου της, εμφανίζεται κατ’ αναλογία στο μυστήριο. Η πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας διαφέρει από τις άλλες θρησκείες χάρη στη συγκεκριμένη και φυσική κοινωνία με το αντικείμενό της. Διά μέσου αυτής της σχέσης, η πίστη γίνεται θέαση, γνώση, επικοινωνία ζωντανή μαζί Του. Αυτή η κοινή ζωή πραγματοποιείται μέσα στη θεία Ευχαριστία. Η προσευχή μπροστά στο άγιο Ποτήριο απευθύνεται σε ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο, γιατί μόνο σε μία προσωπική σχέση μαζί του μπορεί να έχει μετοχή σε ό,τι φέρει εκείνο το Πρόσωπο. Επομένως, αυτή η σχέση απαιτεί μια εικόνα, αφού ο άνθρωπος δεν απευθύνεται σ’ ένα φανταστικό Χριστό, σε μια αφηρημένη θεότητα, αλλά σ’ ένα συγκεκριμένο Πρόσωπο: «συ ει αληθώς ο Χριστός[…], ότι τούτο αυτό εστί το άχραντον σώμα Σου[…]». Στην Ευχαριστία ο άρτος και ο οίνος γίνονται διά της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος, το θείο Σώμα και Αίμα του αναστημένου και δοξασμένου Χριστού. Ο Χριστιανισμός δεν γνωρίζει πνευματική ανάσταση εκτός του σώματος. Η σωτηρία πραγματοποιείται και στο παρελθόν και στο παρόν και στο μέλλον διά μέσου του σώματος. Η ίδια η Ευχαριστία αναπαριστά για μας τη σωτηρία, ακριβώς γιατί είναι Σώμα. Επομένως, η εικόνα του προσώπου του Χριστού δεν αντιστοιχεί στο μυστήριο, αν αυτή η εικόνα δεν αναπαριστά ένα σώμα, που ο θάνατος δεν έχει ισχύ πάνω του, δηλαδή το δοξασμένο Σώμα του Χριστού. Έτσι, η πραγματικότητα του δοξασμένου Σώματος του Χριστού στο μυστήριο της Ευχαριστίας είναι απαραίτητα συνδεδεμένη με την αυθεντικότητα της προσωπικής του εικόνας, διότι το Σώμα του Χριστού πάνω στην εικόνα είναι αυτό το ίδιο «Σώμα του Θεού, που έλαμψε από θεία δόξα, άφθορη, αγία, ζωοποιό». Η εικόνα εδώ, ως μαρτυρία της σάρκωσης, συνδέεται με την εσχατολογία, γιατί το δοξασμένο σώμα του Χριστού είναι το σώμα της Δευτέρας Παρουσίας και Τελικής Κρίσης. Από εδώ προέρχεται η εξαγγελία του 3ου Κανόνα της Ζ´ Οικουμενικής Συνόδου, ότι: «Ει τις ουν ου προσκυνεί την εικόνα του Σωτήρος Χριστού, μη ίδῃ εν τη δευτέρᾳ παρουσίᾳ την τούτου μορφήν».
 
Και, γιά να συνοψίσομε καταλήγοντας: Ο ανεικόνιστος Θεός της Παλαιάς Διαθήκης «εφανερώθη εν σαρκί». Άρα μπορεί να εξεικονιστεί με τη συγκεκριμένη μορφή. Ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει χαρακτηριστικά: «Πάλαι μεν ο Θεός, ο ασώματος τε και ασχημάτιστος, ουδαμώς εικονίζετο. Νυν δε, σαρκί οφθέντος Θεού και τοις ανθρώποις συναναστραφέντος, εικονίζω Θεού το ορώμενον. Ου προσκυνώ την ύλην, προσκυνώ δε τον της ύλης δημιουργόν, τον ύλην δι᾽ εμέ γενόμενον και εν ύλῃ κατοικήσαι καταδεξάμενον και δι᾽ ύλης την σωτηρίαν μου εργασάμενον». Αυτοί, που πολεμούσαν τις εικόνες, πολεμούσαν ανεπίγνωστα τη σάρκωση του Λόγου. Αντιλαμβάνονταν τον Θεό φιλοσοφικά: «Θεός τῃ ύλῃ ου μείγνυται» (Πλάτων). Έτσι όμως, ο Θεός παραμένει «άκοσμος» και ο κόσμος «άθεος». Αντίθετα, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τονίζει και πάλιν: « Και σέβων ου παύσομαι τῃ ύλῃ, δι᾽ ης η σωτηρία μου είργασται».

Η Ενορία – Πως πρέπει να λειτουργεί Θεολογικά και Εκκλησιαστικά Πρωτοπρεσβυτέρου Πολυβίου Πέτρου

Ο ναός του Αγίου Νικολάου και μέρος της παλαιάς αυλής

Ομιλία στο πλαίσιο της Γ΄ Συνάντησης του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τη 28η Φεβρουαρίου, 2013.

Πανιερώτατε,
Πανοσιολογιώτατοι,
Αγαπητοί πατέρες και αδελφοί,

Ευχαριστώ για την τιμή, που μου κάνατε να μου αναθέσετε αυτό το θέμα, το οποίο είναι βέβαια πολύπλευρο και δεν είναι αρκετή μια συνάντηση, για να καλυφθεί. Σήμερα, απλώς θα πάρουμε μια γεύση του. Θα προσπαθήσω με την εισήγησή μου, να σας παρουσιάσω αρχικά την έννοια της ενορίας, ιστορικά από τη μια, και από την άλλη θεολογικά, αλλά και το αλληλένδετο θέμα, τι είναι η Εκκλησία. Γιατί αρκετοί άνθρωποι σήμερα ρωτούν: «Τι κάνει η Εκκλησία;». Αλλά, και το ερώτημα, «τι είναι Εκκλησία», το ακούμε και από ανθρώπους που εκκλησιάζονται, που είναι κοντά στην Εκκλησία. Κάποιοι πιστεύουν, για παράδειγμα, ότι η Εκκλησία είναι ο ναός, ένας χώρος, στον οποίο έχουν καθήκον να πάνε, όπου συνήθως, για συναισθηματικούς λόγους, θα ήθελαν να ακούσουν ένα καλλίφωνο ιερέα, μαζί και καλούς ψάλτες. Ασφαλώς τα πράγματα δεν έχουν έτσι! Την Εκκλησία πρέπει να τη δούμε βαθύτερα και θεολογικά, ως Σώμα Χριστού• πρώτα εμείς οι κληρικοί, που μας αξίωσε ο Θεός, παρόλη την αναξιότητά μας, να είμαστε αξιωματούχοι στο Σώμα της Εκκλησίας, κι έπειτα ο λαός, οι πιστοί, να καθοδηγηθούν σ᾽ αυτή την αντίληψη περί Εκκλησίας. Γι’ αυτό έχουμε μεγάλη ευθύνη, να συνειδητοποιήσουμε τι βάρος κουβαλούμε στους ώμους μας. Και ιδιαίτερα σήμερα, στην εποχή μας, που τα προβλήματα της διαποίμανσης είναι πάρα πολλά και σε μικρές και σε μεγάλες ενορίες.

Προσωπικά, όταν χειροτονήθηκα ιερέας, μου ανετέθη μια μικρή ενορία στη Λάπηθο με 1200 ψυχές.Μετά την εισβολή, τον Οκτώβριο του 1974, διορίστηκα στα Κουφάλια, μια κωμόπολη του Νομού Θεσσαλονίκης, που εκκλησιαστικά ανήκει στη Μητρόπολη Εδέσσης. Η κωμόπολη αυτή είχε δύο ενορίες. Υπηρέτησα στη μεγαλύτερη. Το 1986, όταν τελείωσαν όλα τα παιδιά μου το Λύκειο εκεί στα Κουφάλια, κατέβηκα στη Θεσσαλονίκη, όπου διορίστηκα σε μια ενορία είκοσι χιλιάδων. Η εμπειρία μου με δίδαξε, ότι την πιο καλή ποιμαντική σχέση, που είχα με τους ενορίτες μου απ’ αυτές τις τρεις ενορίες, την είχα στη Λάπηθο. Κι αυτό, γιατί εκεί γνώριζα όλο τον κόσμο, όλους, μικρούς και μεγάλους τους ήξερα με το όνομά τους. Δεν υπήρχε κανένα σπίτι, που να μην έμπαινα μια φορά τον χρόνο για έναν αγιασμό, για μια ιεροτελεστία. Ακόμη, εκεί δεν υπήρχε κανείς αιρετικός. Ήταν όντως μια πραγματική ποιμαντική σχέση, την οποία δεν ξανασυνάντησα ύστερα. Γιατί; Στα Κουφάλια, για παράδειγμα, ήταν 5000 ψυχές οι ενορίτες μου και παράλληλα συνέπεσε τότε και δύσκολη περίοδος, γιατί, μετά την Αντιπολίτευση, υπήρχε έντονο αντιεκκλησιαστικό και αντικληρικό πνεύμα εκεί, εκ των πραγμάτων, ήταν αδύνατο να τους γνωρίζω όλους, ούτε και είχα την δυνατότητα να επισκέπτομαι τα σπίτια όλων των ενοριτών μου. Αλλά με τη βοήθεια του Θεού και πολλή αγάπη κατορθώσαμε και είχαμε μια καλή επαφή με τον κόσμο εκεί και ήταν παράλληλα ένα καλό μεταβατικό στάδιο και για μένα και για τα παιδιά, την οικογένειά μου. Γιατί φύγαμε από τη Λάπηθο, που ήταν μια κωμόπολη (είχε Γυμνάσιο, ήταν μεγάλη ενορία). Αν πηγαίναμε απευθείας σε μια μεγαλούπολη, τα παιδιά μας θα κινδύνευαν ασφαλώς. Ήταν οικονομία Θεού, που πήγαμε στα Κουφάλια. Γι’ αυτό, σ᾽ αυτά τα θέματα, να αφηνόμαστε στα χέρια του Θεού και να αφήσουμε τον Θεό να κατευθύνει τη ζωή μας: «τοις αγαπώσι τον Θεόν, πάντα συνεργεί εις αγαθόν» (Ρωμ.8,28)

Αυτά, σαν ένας μικρός πρόλογος.

Η Ενορία

Την ημέρα της Πεντηκοστής στην πόλη των Ιεροσολύμων, μετά το κήρυγμα του αποστόλου Πέτρου, πίστευσαν και βαπτίσθηκαν εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, κατά την εντολή του Κυρίου, τρεις χιλιάδες άνθρωποι. Αυτοί απετέλεσαν την πρώτη Εκκλησία του Χριστού, την πρώτη ενορία – κοινότητα.

Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού. Η κεφαλή του σώματος είναι ο Χριστός και έτσι η Εκκλησία έχει προαιώνια ύπαρξη. Όπως όλο το έργο της θείας Οικονομίας, της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού και της σωτηρίας του κόσμου, έτσι και το μυστήριο της Εκκλησίας ήταν στο σχέδιο του Θεού από καταβολής κόσμου, το οποίο απεκαλύφθη με την ενανθρώπηση του Κυρίου και την κάθοδο του αγίου Πνεύματος.

Η πρώτη χριστιανική κοινότητα – ενορία ήταν και η πρώτη ενορία – επισκοπή, με τα εξής χαρακτηριστικά:

1. Την κοινή πίστη στον Σωτήρα Χριστό.
2. Την κοινή λατρεία: «ήσαν προσκαρτερούντες τη διδαχή των αποστόλων και τη κοινωνία και τη κλάσει του άρτου και ταις προσευχαίς». (Πράξ. 1,42)
3. Την υπαγωγή υπό τον Α´ Επίσκοπο Ιεροσολύμων Ιάκωβο τον Αδελφόθεο.
4. Την αγάπη, ως εφαρμογή του ευαγγελικού κηρύγματος στη ζωή των μελών της,
και
5. Την προσδοκία της κοινής Ανάστασης και μετοχής στην ουράνιο Βασιλεία του Θεού.

Οι πρώτοι εκείνοι Χριστιανοί, που ζούσαν τα μοναδικά βιώματα της πρώτης τότε ενορίας («του πλήθους των πιστευσάντων ην η καρδία και η ψυχή μία» “Πράξ.4,32”), απεδείκνυαν την αυθεντικότητα του Ευαγγελίου, μέσα από το μυστήριο της ενορίας. Ήταν πραγματικά ιδανική η πρώτη αυτή χριστιανική κοινότητα – ενορία: Είχαν κοινοκτημοσύνη («είχον άπαντα κοινά», “Πράξ.2,44”), τα Κυριακά δείπνα – «Αγάπες», με ενσυνείδητη μετοχή στο μυστήριο της Ζωής, τη θεία Ευχαριστία.

Με το κήρυγμα των Αποστόλων εις πάντα τα έθνη, κατά την εντολή του Κυρίου, και την εξάπλωση του Χριστιανισμού, παρά τους διωγμούς, έχουμε και τη συνακόλουθη αναγκαία χειροτονία επισκόπων και πρεσβυτέρων κατά τόπους. Σχετική είναι η εντολή του αποστόλου Παύλου προς τον μαθητή του Τίτο, «ίνα καταστήση κατά πόλιν πρεσβυτέρους» (Τίτ. 1,5). Οι πρώτες κοινότητες – ενορίες συνήθως λειτουργούσαν στις πόλεις. Για τη ζωή των πρώτων χρόνων της Εκκλησίας έχουμε πολλές μαρτυρίες από τις Πράξεις των αποστόλων και τις Επιστολές του αποστόλου Παύλου. Η Εκκλησία, ως ζωντανός οργανισμός, βρέθηκε στην ανάγκη της αποκέντρωσης. Αυτό γίνεται ειδικά μετά τη λήξη των διωγμών, οπότε έχουμε μαζική προσέλευση στην Εκκλησία και οι πνευματικοί πατέρες έπρεπε να καθοδηγούν τους νεοφώτιστους πιστούς.

Κατά την περίοδο των αποστολικών Πατέρων έχουμε την εδραίωση του θεσμού της Εκκλησίας και του επισκοπικού αξιώματος. Ο άγιος Ιγνάτιος Αντιοχείας λέγει ότι ο επίσκοπος είναι «εις τύπον και τόπον Χριστού». Ο άγιος Κυπριανός Καρχηδόνος προσθέτει, «όπου ο επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία» και, «έξω από την Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία» (extra Ecclesiam nulla salus “Κυπρ. Επιστ., 66.8”).

Μετά την παύση των διωγμών, έχουμε μαζική αύξηση των Χριστιανών και στην ύπαιθρο και περαιτέρω αποκέντρωση, και τη δημιουργία νέων επισκοπών και κατά τόπους ενοριών σε όλη τη Ρωμαϊκή-Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Ρώμη, η Κωνσταντινούπολη, η Αλεξάνδρεια, η Αντιόχεια και τα Ιεροσόλυμα, καταρχήν, διαμορφώνονται ως τα μεγάλα εκκλησιαστικά κέντρα (Πενταρχία των Πατριαρχών). Χαρακτηριστικά, αναφέρεται στον βίο του αγίου Αθανασίου, αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας, ότι είχε στη δικαιοδοσία του αρκετές αρχιεπισκοπές και 120 επισκόπους. Η ενορία, υπό τη σημερινή της μορφή, άρχισε να υφίσταται μεταξύ του 4ου – 5ου αι., με τη χειροτονία πολλών πρεσβυτέρων στην επαρχία.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η κοινότητα – ενορία καθόριζε την καθημερινή ζωή και την ύπαρξη του Ρωμηού. Τα όρια της ενορίας συνέπιπταν με τα όρια του χωριού και της πόλης και η ενορία ήταν ο τρόπος, με τον οποίο διασωζόταν το ορθόδοξο ήθος.

Η ενορία αποτελεί το κύτταρο της Εκκλησίας. Είναι η ίδια η Εκκλησία σε μικρογραφία. Εδώ τελεσιουργείται η διακονία της καταλλαγής, κηρύττεται και λατρεύεται ο Χριστός. Ο άνθρωπος προσεγγίζει εμπειρικά την Εκκλησία του Χριστού, στη μορφή κάποιας συγκεκριμένης τοπικής Εκκλησίας, στη ζωή της ενορίας.

Όπως είπαμε στην αρχή, η αποκάλυψη της Εκκλησίας έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού και η εδραίωση με την αποστολή του αγίου Πνεύματος, ενώ η τελεία φανέρωση θα γίνει στην Άνω Ιερουσαλήμ. Όλα αυτά είναι βεβαίως θεολογικές έννοιες, αλλά έχουν άμεση σύνδεση με τη ζωή μας. Άλλωστε, όλα τα προβλήματα πρέπει να τα λύνουμε θεολογικά, αν θέλουμε να αποκτήσουμε τη σωτηρία μας και να ζούμε σωστά και φυσικά. Για να σκεφτόμαστε θεολογικά, ασφαλώς δεν είναι αρκετό η απαραίτητο το πτυχίο μίας Θεολογικής η Εκκλησιαστικής Σχολής, αλλά, όπως λέγει ο όσιος Νείλος ο ασκητής, Θεολόγος είναι αυτός, που ξέρει να προσεύχεται («Ει θεολόγος ει, αληθώς προσεύξη• και ει αληθώς προσεύχη, θεολόγος ει» “Migne, P.G. 79, 1180”).

Αλλά εκκλησία λέγεται και ο ναός, ο χώρος, όπου συγκεντρώνονται οι πιστοί, για να τελέσουν τα Μυστήρια και τις ιερές Ακολουθίες, κατεξοχήν δε το Μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Γιατί η θεία Ευχαριστία αποτελεί την ειδοποιό διαφορά της Εκκλησίας από τις άλλες θρησκείες. Για τον καθαγιασμό ενός χώρου ως ναού, όπου θα συναθροίζεται η Εκκλησία, το Σώμα του Χριστού, γίνεται ειδική τελετή, η τελετή των Εγκαινίων. Η καθιέρωση του ναού είναι ουσιαστικά καθιέρωση του θυσιαστηρίου. Ναός χωρίς θυσιαστήριο δεν είναι ναός, αλλά οίκος προσευχής, «μήτε σκήνωμα είναι της δόξης του Θεού χωρίς θυσιαστήριον, μήτε κατοικητήριον Θεού», κατά τον άγιο Συμεών Θεσσαλονίκης. Είναι χαρακτηριστικό, όπως ερμηνεύει ο άγιος Νικόλαος Καββάσιλας, ότι το θυσιαστήριον καθιερώνεται από τον επίσκοπο με την τοποθέτηση λειψάνων αγίων μαρτύρων, που φανερώνουν τους τρεις πυλώνες οργανώσεως της εκκλησιαστικής ζωής, που είναι το θυσιαστήριο, ο επίσκοπος και οι άγιοι. Διαχωρισμός του ενός από τα άλλα δύο συνιστά απώλεια του ορθοδόξου ήθους.

Πάντως ο ναός, κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, είναι ουρανός «ένδον του ιερού καταπετάσματος ώσπερ εν επουρανίαις σκηναίς, τον θρόνον έχων τον δεσποτικόν, εφ᾽ ου καθήμενος ο του παντός βασιλεύς, συναίρει λόγον αοράτως μετά των δούλων αυτού».

Η Καθολική Εκκλησία ενεργεί σε ένα συγκεκριμένο χώρο, στην ενορία, που είναι η πνευματική μας οικογένεια. Στη μήτρα – κολυμβήθρα της ενορίας μας γεννηθήκαμε και στη ζωή της αναγεννώμαστε στο λειτουργικό γίγνεσθαι. Εκκλησία είναι η ενορία και συνιστά τον ναό ως το κέντρο της, τον κατεξοχήν χώρο της. Όπως το καθολικό βρίσκεται στο κέντρο, τοπικά και λειτουργικά, του κοινοβίου, έτσι και ο ενοριακός ναός είναι στο κέντρο της κοινότητας. Παλαιότερα μάλιστα, στον περίβολο του ναού, οι ορθόδοξοι πιστοί εβίωναν την κοινωνία μεταξύ τους, ιδίως μετά το πέρας της θείας Λειτουργίας. Αυτό σημαίνει ότι η επι-κοινωνία των πιστών μεταξύ τους έξω από τον ναό ήταν συνέχεια και ήταν συνδεδεμένη με τη θεία Κοινωνία, που είχε προηγηθεί μέσα στον ναό.

Οι παλαιότεροι θα θυμάστε τη συνάντηση των πιστών αμέσως μετά τη θεία Λειτουργία, με τους γιορτάρηδες να κερνούν κι όσους είχαν μνημόσυνο να προσφέρουν τα κόλλυβα, τη ρακή. Συντελείτο μια ωραία επικοινωνία όλης της Κοινότητας στον περίβολο του ναού. Η επικοινωνία της κοινότητας-ενορίας φανερωνόταν και με άλλους τρόπους. Για παράδειγμα, το Πάσχα θα έπρεπε να έρθουν όλοι οι χωριανοί, για να πει τον Καλό Λόγο ο ιερέας. Έψαχναν μήπως έλειπε κανείς και, αν έλειπε, έστελναν κάποιο να του φωνάξει. Σήμερα, αυτή η κοινωνία, η αλληλοπεριχώρηση, έχει μεν ατονήσει, αλλά μπορεί όμως να ανανεωθεί στις σημερινές συνθήκες. Για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη, εκεί στην ενορία του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης, που υπηρέτησα, δημιουργήσαμε προς τον σκοπό αυτό πολλούς χώρους κάτω από τον ναό. Ένα παρεκκλήσι, μια αίθουσα 500 ατόμων, ένα αρχονταρίκι, αίθουσες κατηχητικών, βιβλιοθήκης, παιχνιδιού, υπολογιστών, ψυχαγωγίας. Όλα όσα γίνονται στους χώρους αυτούς υπηρετούν, τρόπον τινά, με σύγχρονους τρόπους αυτό, που ζούσαμε παλαιότερα στους περιβόλους των ναών.

Η Εκκλησία αρνείται να αφομοιωθεί με την άμορφη κοινωνία, αλλά εκτείνεται ως σωτηρία, που υπάρχει «εν ορίοις», πέραν μεν των χωρικών ορίων του ναού, μέσα σε καθορισμένα όμως όρια, που υποδηλώνουν ευθύνη. Δεν πρόκειται για όρια περιχαράκωσης και για τους μη υγιείς τοπικισμούς, που δημιουργούνται καμμιά φορά, όσο για σύνορα έγνοιας και μέριμνας. Ο εκκλησιαστικός ενοριακός κύκλος δεν κλείνει, αλλά ανοίγεται και διαλέγεται, προσεγγίζει και μεταδίδει το μυστήριο της κοινωνίας, μαρτυρεί τον Χριστό προς τους εγγύς και τους μακράν.

Η ενορία είναι η ευχαριστιακή οικογένεια, που γίνεται «ο,τι κοινωνεί», το μικρό ευχαριστιακό κέντρο, όπου λαμβάνει χώρα η σωτήρια δράση της ευρύτερης Εκκλησίας, η κλήση πάντων σε σύναξη. Το κοινωνικό ήθος της Εκκλησίας δεν είναι αφηρημένη θεωρία, αλλά πραγματώνεται στην ενορία. Ενορία γίνεται ο χώρος σάρκωσης της Εκκλησίας, που για τον χριστιανό του κόσμου γίνεται πατρίδα. Κάθε απομάκρυνση από αυτή είναι ξενητιά. Χωρίς ενορία, όλα είναι ένας ιερός ιδεαλισμός, που καταδυναστεύει μία άσαρκη ρομαντική ουτοπία, μία κοινότητα, που αδυνατεί να καθρεφτίσει το πρόσωπο του Χριστού. Η ζωή υπερβαίνει το σύστημα. Και αυτή η υπέρβαση, η ελευθερία από τη θρησκευτική ιδεολογία, είναι η ενορία. Ο σύγχρονος μακαριστός κορυφαίος δογματικός θεολόγος, π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ λέγει: «Δεν δίνουμε ορισμό σε κάτι, που είναι από μόνο του απόλυτα σαφές. Η Εκκλησία είναι μάλλον πραγματικότητα, που την ζούμε, παρά αντικείμενο, που το αναλύουμε και το σπουδάζουμε» (Βλ. π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, Το σώμα του ζώντος Χριστού, Εκδόσεις Αρμός, σ.13).

Ο απώτατος Θεός γίνεται εγγύτατος, ως Θεάνθρωπος, που γίνεται ψηλαφητός μέσα στην Εκκλησία δια της ενορίας, που είναι η εικόνα, η έκφραση και η εκδήλωση όλης της Εκκλησίας, «ο μεταμορφωμένος κόσμος μέσα στον κόσμο». Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γευθούμε τη ζωή της Εκκλησίας, παρά μόνο μετέχοντας στη λατρεία της, καλλιεργώντας σωστή σχέση με την ενορία, σχέση κοινής ζωής και κοινωνίας.

Ο προεστώς της ενορίας, ως ποιμένας, αλλά και ως ποιμαινόμενος του επισκόπου, ενορίτης και ο ίδιος, διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο. Επιδεής, βεβαίως, και ο ίδιος σωτηρίας, γίνεται δρόμος προς τον Χριστό, αντιμετωπίζει τους λαϊκούς αδελφούς, όχι ως παθητικούς θεατές, αλλ᾽ ως δυναμικούς συνοδοιπόρους στο ενοριακό έργο. Ως μέτοχος της ιερωσύνης του Χριστού, με την αίσθηση της αναξιότητάς του, την υπηρετεί και δεν τη χρησιμοποιεί ως δικαιωματικός της κάτοχος. Φροντίζει τα πρόβατά του ως να ανήκουν στον Χριστό και όχι στον ίδιο.

Για να το επιτύχει αυτό, πρέπει να κινείται ως πνευματικός πατέρας, φίλος και αδελφός, σύμβουλος και συμπαραστάτης, έχοντας ως προϋπόθεση το πατερικό πνεύμα, το ορθόδοξο φρόνημα και τις ησυχαστικές πρακτικές (ευχή, νηστεία, άσκηση, αγρυπνία, θυσιαστική προσφορά στα πνευματικά του τέκνα). Πρέπει να θυμάται τα λόγια του αποστόλου Παύλου, «Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι», και, «γέγονα τοις πάσι τα πάντα ίνα πάντως τινάς σώσω», ενώ παράλληλα δεν πρέπει να υστερεί σε θέματα φιλανθρωπίας, κοινωνικής προσφοράς και ανιδιοτελούς αγάπης.

Στην ενορία πορευόμαστε από την ύπαρξη στη συνύπαρξη, από το εγώ στο εσύ, γιατί η πραγματική ηθική αρχίζει, όταν μπαίνει στη σκηνή «ο ξένος», ο διαφορετικός. Το κάθε μέλος έχει και ξαναβρίσκει τη σχέση του ως «μέλος εκ μέρους». Και οι γυναίκες και οι άντρες, οι μικροί και οι μεγαλύτεροι, οι ζώντες και οι κεκοιμημένοι, που μας κάνουν πιο οικείους με την αιώνια ζωή. Η μνήμη τους δεν είναι αναπόληση, αλλά η μνημόνευσή τους σε κάθε προσκομιδή τους καθιστά κοινωνούς στη μνήμη του Θεού και στη ζωή μας μέσω της θείας Ευχαριστίας. Στη ζωή της ενορίας όλους, ζώντες και κεκοιμημένους, τους βλέπουμε αναστάσιμα, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς, ως «εν δυνάμει αγίους», ως συνοδοιπόρους και όχι ως απειλή. Η ενοριακή πίστη μας αυτή είναι: ο άλλος είναι ο πλησίον, ο Παράδεισός μου και όχι η Κόλασή μου, όπως διακήρυσσε ο άθεος Γάλλος φιλόσοφος Πωλ Σάρτρ. Η μόνη διάκριση, που γίνεται, είναι αυτή μεταξύ του αμετανοήτου – μη αναγεννημένου και του μετανοημένου – ευχαριστιακού ανθρώπου.

Στο σημείο αυτό, να μου επιτρέψετε να παραθέσω ένα απόσπασμα του Νικολάου Γ. Πεντζίκη, ο οποίος υπήρξε ένας αξιόλογος άνθρωπος και συγγραφέας. Συνδεόταν με τον πατέρα Αιμιλιανό τον Σιμωνοπετρίτη και τον Γέροντα Παΐσιο. Ήταν φιλομόναχος άνθρωπος και «τρελλός», με την τρέλλα, που όλοι πρέπει να έχουμε για τον Χριστό. Το απόσπασμα αναφέρεται στη σχέση μας με τους νεκρούς, που αποτελούν τη θριαμβεύουσα Εκκλησία, και με μας, που αποτελούμε τη στρατευομένη. Είμαστε όμως όλοι, ζώντες και κεκοιμημένοι, ένα αδιάσπαστο σώμα με κεφαλή τον Χριστό.

« Η Εκκλησία είναι το σώμα μου»

Σε μια απέλπιδα στιγμή της προσπάθειάς μου για αυτοπερισυλλογή, το 1945, μοναχός εν᾽ απόγευμα, μπήκα στην εκκλησία του συνοικισμού Νέας Ιωνίας Αθηνών. Μέσα ο ναός ήταν ακόμη ασυμπλήρωτος και ως μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι άκουγαν, τον κρυμμένο μέσα στο ιερό παπά, μια μαυροφορημένη γρηά, ένας τρελλός και εγώ.
Τότε λοιπόν, παρά τις ελλειπείς μου γνώσεις στα θρησκευτικά και θεολογικά, καθώς προσπαθούσα να βάλω τους σκόρπιους λογισμούς μου σε κάποια τάξη, αντιλήφθηκα ότι πολύ σωστά θα μπορούσαν να διακοσμηθούν οι τοίχοι του άδειου ναού, με την απλή καταγραφή, από πάνω έως κάτω, όπως στα χαρτάκια που δίνουμε στον παπά για να διαβάσει, των ονομάτων όλων των προσφιλών μας νεκρών.
Η ανωτέρω αντίληψη μου κατέστησε σαφές (εφ᾽ όσον δια την αναγραφή των ονομάτων των νεκρών ενεργεί άλλη χειρ από την δική τους), ότι η συγκρότηση της ενότητος των λογισμών μας δεν επιτυγχάνεται δια μόνου του εαυτού μας. Χωρεί λοιπόν ένα είδος παραιτήσεως και επιβάλλεται να πεις, το εγώ μου ειν᾽ ένας άλλος.
Άλλος ο Χριστός και η αγία αυτού Εκκλησία, όπου συνεχίζει υπάρχων. Άλλος ο πλησίον μας άνθρωπος, που εν Χριστώ μέσα στην Εκκλησία παντρευόμαστε. Άλλος! Εκείνη γυναίκα και αυτός άνδρας. Και όμως τος αγαπώ ως εαυτόν μου. άλλος υπήρξε ο ανάδοχός μου, που μ᾽ έντυσε τη στολή της πίστεως, όταν βαπτίστηκα εν Χριστώ μωρό παιδί και δεν καταλάβαινα. Τόσοι άλλοι είμαι εγώ. Η Εκκλησία είναι το σώμα μου». (Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, Προς Εκκλησιασμόν, Θεσσαλονίκη 1970, σσ. 66-67)

Όπως ορθά έχει λεχθεί, μόνο η ζωή της ενορίας μπορεί να δώσει ιερατική διάσταση στην πολιτική, προφητικό πνεύμα στην επιστήμη, ανθρώπινο πρόσωπο στις οικονομικές σχέσεις και μυστηριακό χαρακτήρα στον έρωτα. Στην ενορία τα άτομα αναδεικνύονται ξεχωριστά πρόσωπα, που εξελίσσονται στην ελευθερία χάρις στην ταπείνωση, που είναι η δύναμη να μη βασίζομαι μόνο στις δικές μου δυνάμεις και να εμπιστευθώ στον Θεό την ύπαρξή μου και να βάλω τον αδελφό στη ζωή μου, να θητεύσω στο θέλημα του Θεού για να ελευθερωθώ, να συσταυρωθώ με τον αδελφό μου, για να αναστηθώ. Το παράδοξο του εκκλησιαστικού ανθρώπου δεν είναι να δεχθεί τον άλλο με ουδετερότητα, αλλά με αγάπη. Να γίνει αγάπη.

Τέλος, οι ενορίες – κλήρος και λαός – δεν πρέπει να θεωρούνται ως αυτοτελείς ευχαριστιακές κοινότητες μέσα στα όρια της κάθε μητροπολιτικής περιφέρειας, αλλά να εξαρτώνται από τη μία επισκοποκεντρική ευχαριστία, ως οργανικός της κλάδος. Εκεί διασφαλίζεται πνευματικά η ενότητα της Εκκλησίας, κάτω από το ωμοφόριο, την ευχή και την προσευχή του οικείου ποιμενάρχου της, εν αγάπη και υπομονή.

Καταληκτικά, θα μπορούσαμε να πούμε, ότι χωρίς να γνωρίσουμε τι είναι Εκκλησία, δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στην αποστολή μας, ως ιερείς.

Θέματα προς συζήτηση

1. Η προσωπική μας πνευματική ζωή είναι το παν για την επιτυχία του έργου μας. Όταν το πετύχουμε αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν με τη βοήθεια του Θεού.
2. Προσπάθεια για τον πνευματικό καταρτισμό της οικογένειάς μας.
3. Επιλογή των συνεργατών μας.
4. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νεότητα.
5. Κατήχηση για όλες τις ηλικίες.
6. Συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς.
7. Αξιοποίηση των αποδήμων.
8. Η μέριμνά μας για τους αναξιοπαθούντες.
9. Η αξιοποίηση της μαζικής προσέλευσης πιστών κατά τις μεγάλες εορτές, τα Μυστήρια και τα μνημόσυνα.
10. Η ιδιαίτερη φροντίδα μας για την ευπρέπεια του ναού, των παρεκκλησίων και των εξωκκλησίων.
11. Η καλή συνεργασία μεταξύ μας: η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων, η συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών.
12. Αξιοποίηση του διαδικτύου.

Συζήτηση

1. Η προσωπική μας πνευματική ζωή είναι το παν για την επιτυχία του έργου μας. Όταν το πετύχουμε αυτό, όλα τα υπόλοιπα θα γίνουν με τη βοήθεια του Θεού

Η πνευματική ζωή του ιερέα περιλαμβάνει τη μυστηριακή ζωή, τη μετάνοιά του ενώπιον του Χριστού και του πνευματικού του, την προσευχή, τη μελέτη πνευματικών βιβλίων. Αναμφίβολα, χωρίς μελέτη και χωρίς ανανέωση, ο ιερέας δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ποικιλότροπες ποιμαντικές ανάγκες της εποχής μας, που είναι πολύ δύσκολη. Έχουμε πολλά προβλήματα να αντιμετωπίσουμε, οι εξελίξεις τρέχουν και δεν τις προλαβαίνουμε. Οφείλουμε να έχουμε ενδιαφέρον να ενημερωνόμαστε μέσα από τα διαθέσιμα μέσα, και για τους νεώτερους υπάρχει και το διαδίκτυο, που συνιστά μια αξιόλογη πηγή ενημέρωσης.

Πιο συγκεκριμένα, ο ιερέας οφείλει να μελετά, χωρίς όμως να αισθανθεί ποτέ την αυτάρκεια της γνώσης. Να έχει διαπαντός την αίσθηση της μαθητείας και την ταπείνωση, τη βάση όλων των αρετών. Να τρέφει σεβασμό προς όλους τους λαϊκούς συνεργάτες και συνοδοιπόρους του, χωρίς να απορρίπτει κανένα. Ακόμα, να αντιμετωπίζει με πραότητα, υπομονή και καλωσύνη τις όποιες δύσκολες καταστάσεις και περιστατικά της ζωής.

Το χάρισμα της διάκρισης πρέπει να αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του ιερέα. Αυτό αποκτιέται και καλλιεργείται με την προσωπική πνευματική του ζωή, και κυρίως την προσωπική καθημερινή του μετάνοια. Σ’ αυτό βοηθά, αν ανακρίνει καθημερινά τον εαυτό του γύρω από τους λογισμούς, τη στάση, τα αισθήματα, τις επιθυμίες, που είχε από την επαφή του με συγκεκριμένους ανθρώπους. Εκεί, θα διαπιστώσει τις ελλείψεις του και θα επεκτείνει τα όρια της προσευχής του στους συνανθρώπους του, που πλήγωσε, που κατέκρινε, είτε με τους λογισμούς του, είτε με τις επιθυμίες του, τη γλώσσα του, τις ενέργειές του. Όταν αυτή η «ανάκριση» γίνεται καθημερινά, με το να προσεύχομαστε δηλαδή ονομαστικά για τους ανθρώπους, που πικράναμε, που κατακρίναμε, τότε αποκτούμε διάκριση, αποκτούμε αγάπη. Αυτό αποτελεί «αρχή μετανοίας», για να έλθει η μετάνοια. Για να φωτιστούμε και να αγιασθούμε, πρέπει να καθαρίσουμε τον εαυτό μας «από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος». Ουδέποτε ενώνεται η χάρις του αγίου Πνεύματος με ακάθαρτο νου, με σώμα μολυσμένο.

Όταν ο καθένας κάνει αυτή την προσωπική εργασία, τότε τα όποια προβλήματα λύνονται με τη βοήθεια του Θεού. Τα προβλήματα, οι αποτυχίες μας σε ενορίες οφείλονται σε προσωπική μας έλλειψη. Πρέπει να αναλάβουμε προσωπικά την ευθύνη γι᾽ αυτή την έλλειψη. Δεν φτάνει μόνο η μελέτη και η διεκπεραίωση ακολουθιών από μέρους μας.

Το πιο σημαντικό για όλους μας είναι η καθημερινή μας μετάνοια• τα υπόλοιπα τα κατευθύνει το άγιο Πνεύμα. Να επιμελούμεθα και να ανανεώνουμε την προσωπική μας πνευματική ζωή, που η βάση της είναι η μετάνοια και η τέλεση της θείας Ευχαριστίας. Σ’ αυτό μας κατευθύνει το κήρυγμα του Τιμίου Προδρόμου και το πρώτο κήρυγμα του Δεσπότου Χριστού: «Μετανοείτε• ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Κάθε μέρα να ανανεώνουμε τη μετάνοιά μας, για να μπορούμε να ανανεώνουμε την παράστασή μας, την παρουσία μας δηλαδή ενώπιον του αγίου Θυσιαστηρίου. Εάν δεν ανανεώνουμε τη μετάνοιά μας, τότε δεν ανανεώνουμε την ευχαριστιακή μας σχέση, ούτε με τον Θεό, ούτε με τους συνανθρώπους μας.

2. Προσπάθεια για τον πνευματικό καταρτισμό της οικογένειάς μας

Εδώ, βρίσκεται ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, το οποίο είναι και σταυρός για μας. Γιατί ο κόσμος θεωρεί, ότι πρέπει να είμαστε ψηλά κι εμείς και η οικογένειά μας. Καμμιά φορά όμως, αυτό δεν εξαρτάται απόλυτα από εμάς και, ούτε μεγάλα λόγια πρέπει να λέμε, ούτε μπορεί κάποιος να καυχηθεί γι’ αυτά τα θέματα. Γι’ αυτό κι εδώ χρειάζεται η προσωπική πνευματική μας ζωή και το παράδειγμά μας. Διαφορετικά, είναι επικίνδυνο και για την ποιμαντική μας προσπάθεια, αν αποτύχουμε στην οικογένειά μας, πράγμα, για το οποίο δεν είναι πάντα υπαίτιος ο ιερέας. Κι ασφαλώς, πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο για μια επιτυχημένη ιερατική οικογένεια. Είναι ένας σταυρός, που πρέπει να σηκώσουμε με την προσευχή μας και να προσπαθήσουμε με το παράδειγμά μας, όσο εξαρτάται από εμάς, να δώσουμε μια καλή μαρτυρία και μέσα από την οικογένειά μας. Ο ιερέας οφείλει να νοιάζεται την οικογένειά του. Να δίνει το παρόν του από τη μικρή ηλικία των παιδιών του μέχρι και την εφηβεία και την αποκατάστασή τους.

3. Επιλογή των συνεργατών

Στην επιλογή των συνεργατών μας να μην υπάρχουν διακρίσεις και αποκλεισμοί. Από μέρους του ιερέα χρειάζεται προσέγγιση ανθρώπων, που θα μπορούσαν να βοηθήσουν. Να δίνει ευκαιρία και σε καινούργια πρόσωπα, που θα ήθελαν να βοηθήσουν και να προσφέρουν, μεταφέροντας έτσι προς την κοινωνία το έργο της Εκκλησίας.

4. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη νεότητα

Εδώ δεν χρειάζεται να πούμε πολλά. Ιδιαίτερα στην εποχή μας χρειάζονται καινούργιοι τρόποι προσέγγισης. Η πίστη μας παραμένει σαφώς η ίδια, αλλά να βρίσκουμε κάθε φορά νέους τρόπους προσέγγισης των νέων ανθρώπων.

5. Κατήχηση για όλες τις ηλικίες

Η Κατήχηση αποτελεί σημαντική μας έλλειψη. Πολλά προβλήματα είναι ζήτημα απουσίας λόγου. Η κατήχηση δεν αφορά μόνο στα μικρά παιδιά, αλλά κατήχηση θέλουμε όλοι ανεξαιρέτως. Η μελέτη από τους ιερείς βοηθά στο να ανανεώνει ο ιερέας την ιερωσύνη του, να την εμπνέει, να την εμβαθύνει. Πρέπει να γίνει έμπρακτη μέσω του κηρύγματος, που βοηθά και επικοινωνιακά τη σχέση του ιερέα με τον λαό. Πολλοί ιερείς «φοβούνται» ότι θα εκτεθούν, ότι θα κριθούν. Ο κηρυγματικός λόγος αυτός, ιδιαίτερα όταν είναι μέσα στη θεία Λειτουργία, είναι βαπτισμένος μέσα στο αναστάσιμο σώμα του Κυρίου μας και βοηθά τον λαό. Ο ιερέας μοιράζεται τη συμμετοχή του με αυτό το σώμα.

Ο ιερέας πρέπει να έχει την έγνοια του ποιμνίου του. Πολλοί είναι οι ορθόδοξοι, που πλησιάζουν τους ιερείς με σκοπό να τους διαβαστεί η ευχή της βασκανίας, η να τους κάνουν ευχέλαιο. Τούτο το σημείο σε μερικές περιπτώσεις μπορεί να φαίνεται μεν «ανώφελο», αποτελεί εντούτοις ένα σημείο επαφής, που φέρνει ευεργετικά αποτελέσματα. Είναι μια καλή αφορμή για να τους πλησιάσουμε με αγάπη, χωρίς να αρνηθούμε να τους βοηθήσουμε . Κυρίως «να ακούσουμε» τον πόνο τους, και έτσι να τους αναπαύσουμε. Με αυτό τον τρόπο τους δίνεται η ευκαιρία να αισθανθούν την Εκκλησία ως μητέρα τους, που τους νοιάζεται.

Όσον αφορά στους ξένους στην Κύπρο, έχουμε δύο περιπτώσεις: τους ορθοδόξους και τους μη ορθοδόξους. Για τους ορθοδόξους, πρέπει να εργαστούμε ουσιαστικά. Πρέπει πρώτα εμείς με το παράδειγμά μας, να αποδείξουμε ότι αυτή η Εκκλησία είναι και δική τους Εκκλησία, όχι μόνο για μας τους Έλληνες. Οι ιερείς οφείλουν να επισκεφθούν αυτούς τους ανθρώπους και να τους συμπαρασταθούν• να τους εντάξουν στο ποίμνιό τους, μια και αποτελούν ποίμνιό τους. Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να ενταχθούν μέσα στην τοπική Εκκλησία. Ο καλύτερος τρόπος είναι μέσα από τα μυστήρια. Παράλληλα, να τους βοηθήσουμε και σε πρακτικά ζητήματα, όπως την επικοινωνία τους με τις κρατικές υπηρεσίες για την τακτοποίηση γραφειοκρατικών θεμάτων, που γι’ αυτούς είναι πολύ σημαντικά.

Αναμφίβολα, η παρουσία στη Μητρόπολή μας ιερέων από άλλες ορθόδοξες εθνότητες ωφελεί. Ο καθένας κουβαλά τις συνήθειές του, την κουλτούρα του και έτσι διαφαίνεται ότι η Ορθοδοξία δεν είναι ελληνική, αλλά οικουμενική, πράγμα που έγινε αντιληπτό στους Κυπρίους μόνο τα τελευταία χρόνια, επειδή οι ίδιοι οι Κύπριοι ήταν περιχαρακωμένοι στο εγώ τους.

Έχουμε ακόμα περιπτώσεις ανθρώπων αιρετικών η που είναι μπλεγμένοι με τη μαγεία, τα μέντιουμ η διάφορες ινδουϊστικές θεωρίες. Προληπτικά, είναι καλό ο ιερέας να αντιμετωπίζει τις καταστάσεις αυτές με προσευχή. Αλλά, παράλληλα, να γνωρίζει προσωπικά το ποίμνιό του, διατηρώντας επικοινωνία με αυτό. Με ενδιαφέρον να συμπαραστέκεται, οδηγώντας τους πεπλανημένους προς την Ορθή πίστη. Να είναι ανοικτός και σε ετοιμότητα για οποιαδήποτε βοήθεια του ζητηθεί από οποιονδήποτε συνάνθρωπό του, αγκαλιάζοντάς τον με καλωσύνη.

Ο ιερέας οφείλει να κατηχεί τον ορθόδοξο λαό του προς την ορθόδοξη πίστη. Την ίδια στιγμή όμως να γνωρίζει την κουλτούρα των αλλοδόξων ανθρώπων (που πολλές φορές συμβιώνουν μέσα στα ίδια μας τα σπίτια), καθώς και τους τρόπους, τις μεθόδους και πολλές φορές τα αρνητικά μέσα, που μπορεί να χρησιμοποιήσουν, εκπληρώνοντας τα πνευματικά τους καθήκοντα. Ο ρόλος του ιερέα είναι άκρως σημαντικός: ο ίδιος παρέχει ασφαλή προστασία στο ποίμνιό του, κατηχώντας από τη μια το ποίμνιό του πως να προσεύχεται, αντιστεκόμενος στα κακά πνεύματα και δυνάμεις, και από την άλλη, καθαγιάζοντας το ποίμνιό του μέσω των Μυστηρίων της Εκκλησίας μας.

6. Συνεργασία με όλους τους κοινωνικούς φορείς

Η σχέση του ιερέα με τους εκπαιδευτικούς πρέπει να είναι στενή. Να επιδιώκει ο ιερέας να έχει σχέση με τους εκπαιδευτικούς. Ιδιαιτέρως στα σχολεία πρέπει να δίνουμε το παρόν μας στις εορτές τους, να προσφέρουμε, να προτείνουμε στους εκπαιδευτικούς η στα παιδιά ένα σχετικό βιβλίο, να κάνουμε μια συζήτηση μαζί τους. Υπάρχουν άνθρωποι, που μπορεί να μην είναι πολύ κοντά στην Εκκλησία, έχουν εντούτοις αναζητήσεις. Όταν τους δώσουμε την ευκαιρία, βοηθιούνται οι ίδιοι και βοηθούν ταυτόχρονα και εμάς. Από την άλλη, στην περίπτωση, που εκπαιδευτικοί κατηγορούν την Πίστη μας και είναι εναντίον της Εκκλησίας, τότε καλό είναι το κάθε πρόβλημα να λύνεται, είτε σιωπηλά, είτε με τη βοήθεια και συνεργασία του εκάστοτε γυμνασιάρχη-λυκειάρχη, χωρίς να είμαστε εριστικοί, δημιουργώντας εχθρότητες. Το τελευταίο, μόνο αρνητικά αποτελέσματα θα έχει.

Ο ιερέας οφείλει να συμμετέχει ενεργά, δυναμικά, αλλά και διεκδικητικά πολλές φορές, σε όλα τα δρώμενα της ενορίας του, η οποία αντικατοπτρίζει την κοινωνία και τα όποια προβλήματά της. Να βοηθά στην επίλυση προβλημάτων, χωρίς όμως να έχει επιθετικές προθέσεις, πράγμα που πολλές φορές κάνει το πρόβλημα μεγαλύτερο. Ούτε και είναι καλό για τον ιερέα να κρατά στάση δειλίας απέναντι στα προβλήματα, αλλά να αντιδρά άμεσα, εκφράζοντας ανοικτά την άποψή του, όπου χρειάζεται. Να έχει το θάρρος να υπερασπίζεται τα δίκαια της Εκκλησίας, γιατί είναι αποδεδειγμένο, όταν εμείς είμαστε σωστοί, οι άλλοι μας δέχονται. Ενώ, όταν είμαστε δειλοί, μη υπερασπιζόμενοι τα δίκαια της Εκκλησίας, δεν δίνουμε το καλό παράδειγμα στο πλήρωμα της Εκκλησίας, που περιμένει από μας να είμαστε πρωτοστάτες σε αυτά τα θέματα. Ταυτόχρονα, αν ο ιερέας είναι προνοητικός, μπορεί πολλές φορές να προλάβει το πρόβλημα πριν την εμφάνισή του. Γι’ αυτό χρειάζεται από μέρους του προσωπική εγρήγορση. Ο ίδιος να αντιμετωπίζει όλα τα προβλήματα, χωρίς να απορρίπτει κανένα. Ακόμα, να συνεργάζεται στα θέματα, που μπορεί να συνεργάζεται, εμπλεκόμενος κάθε φορά με τους σχετικούς κοινωνικούς φορείς. Σε πολλές δύσκολες περιπτώσεις είναι ο Θεός, που φωτίζει τον ιερέα να ενεργήσει αναλόγως.

7. Αξιοποίηση των αποδήμων

Στα μικρά χωριά τα Σαββατοκυρίακα η ενορία μεγαλώνει με την παρουσία των αποδήμων. Γι’ αυτό τον λόγο, είναι καλό να συνεργαζόμαστε, προσπαθώντας να τους αξιοποιήσουμε με κάθε τρόπο. Έτσι, η ενορία θα λειτουργεί καλύτερα, αλλά ταυτόχρονα τους βοηθούμε και προσωπικά, συνδέοντάς τους με την πρώτη τους ενορία, που, όπως προαναφέραμε, αποτελεί πατρίδα τους.

8. Η μέριμνά μας για τους αναξιοπαθούντες

Αυτή η μέριμνά μας, θα μπορούσε έμπρακτα να οργανωθεί με την εύρεση καταλλήλων προσώπων. Στη Μητρόπολή μας ήδη συστάθηκαν για τον σκοπό αυτό μονάδες οικονομικής στήριξης και προσφοράς αναγκαίων τροφίμων και ειδών ένδυσης σε άπορα άτομα, με υπεύθυνους ιερείς.

9. Η αξιοποίηση των μεγάλων εορτών, οπόταν έχουμε μαζική προσέλευση πιστών, καθώς και των μυστηρίων και των μνημοσύνων

Εδώ είναι μια πρόκληση, που οφείλουμε να την κερδήσουμε, γιατί αυτοί οι άνθρωποι των μεγάλων εορτών, των μνημοσύνων, των μυστηρίων, που δεν έχουν τακτική επαφή με την Εκκλησία και την ενορία, αν είμαστε οργανωμένοι, αν τελούμε τα μυστήρια με επίγνωση χωρίς να βιαζόμαστε και να κατανοούν οι άνθρωποι, τότε εύκολα προσεγγίζουν την Εκκλησία. Στην αρχή μπορούμε να λέμε μερικά λόγια, ώστε να υπάρχει μια τάξη και ησυχία. Είναι καλό τις μεγάλες εορτές να υπάρχει σωστή οργάνωση, να μην υπάρχουν κενά στην ακολουθία, ώστε να δημιουργούνται διάφορες δυσάρεστες καταστάσεις. Αυτά, βοηθούν πολύ και πάρα πολλοί ευκαιριακοί επισκέπτες της ενορίας μπορούν να γίνουν τακτικοί, αν εμείς δίνουμε καλές εξετάσεις στις παραπάνω περιπτώσεις.

11. Η καλή συνεργασία μεταξύ μας: η ανταλλαγή εμπειριών και γνώσεων, η συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών

Όλοι μας έχουμε κάποιο ιδιαίτερο χάρισμα. Ένας αδελφός, που διαθέτει ένα χάρισμα, μια εμπειρία, να τη μοιράζεται, χωρίς να έχουμε την ιδέα ότι τα ξέρουμε όλα. Αλλά να έχουμε υπόψη μας την έννοια της «δια βίου γνώσεως», κάτι, που για όλους μας χρειάζεται, και να αξιοποιούμε με αυτό τον τρόπο τις εμπειρίες των άλλων αδελφών μας. Το χάρισμα του καθενός να το αξιοποιούμε με τη συνεργασία, με τον διάλογο και με τη συμμετοχή μας στις πανηγύρεις και άλλων εκδηλώσεων γειτονικών ενοριών. Δείχνουμε έτσι στον κόσμο την ύπαρξη συνεργασίας και αγάπης μεταξύ μας.

Είναι απαραίτητη η συμμετοχή μας στη γειτονική ενορία, όταν αυτή πανηγυρίζει. Δίνουμε μια καλή μαρτυρία αγάπης και προς τον ιερέα, αλλά και προς τον εορταζόμενο Άγιο της ενορίας, που εορτάζει. Μία πρακτική, που εφαρμόζουν πολλοί ιερείς, είναι, όταν πανηγυρίζει μια γειτονική Κοινότητα, δεν λειτουργούν στην ενορία τους, αλλά μετέχουν με το ποίμνιό τους στην πανήγυρη της γειτονικής ενορίας. Η, καμμιά φορά, μπορεί να διαφοροποιήσουν το πρόγραμμα των ακολουθιών της ενορίας τους, ώστε να μπορέσουν οι ίδιοι να συμμετάσχουν και στη γειτονική πανήγυρη. Πάνω σ᾽ αυτό, είναι σημαντικός ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, «Εις την Καινήν Κυριακήν», στον οποίο παροτρύνει τον κόσμο, ιερείς και λαϊκούς, να πηγαίνουν σε μέρες πανήγυρης στα προσκυνήματα, γιατί κατ’ αυτή την ημέρα παρέχεται περισσότερη και ιδιαίτερη χάρις του αγίου Πνεύματος στους πιστούς, λόγω του εορταζομένου αγίου.

Με αφορμή το θέμα αγαστής συνεργασίας με τους συμπρεσβυτέρους μας, να θίξουμε κι ένα σημαντικό παρεμφερές: Πάντα να έχουμε ένα καλό λόγο για τους κληρικούς αδελφούς μας. Δεν πρέπει να αποδεχόμαστε εύκολα κατηγορίες για άλλους ιερείς, αλλά, αντίθετα, να τους υπερασπιζόμαστε, όταν τύχει σχετικός λόγος. Κι ακόμα, να προσπαθούμε να εμβάλουμε στους κατηγόρους καλούς λογισμούς για τους κατηγορουμένους κληρικούς. Γιατί, αν δεν το κάνουμε αυτό, θα έρθει και η δική μας η σειρά, οπότε θα θυμηθούμε ότι κακώς κι εμείς δεχτήκαμε μια κατηγορία εναντίον άλλου ιερέα αβασάνιστα και χωρίς να ερευνήσουμε το θέμα. Ο ιερέας επιβάλλεται να είναι προσεκτικός με τους ανθρώπους, ο οποίος ανοίγει διάφορα θέματα, τάχα από ενδιαφέρον για την Εκκλησία, για να καταλήξουν όμως σε κατηγορία κάποιου εκκλησιαστικού προσώπου. Η συζήτηση αυτή καθοδηγείται ασφαλέστατα από τον δαίμονα της κατάκρισης. Ο ιερέας πρέπει να αποφεύγει αυτό τον πειρασμό της κατάκρισης, όχι μόνο για άλλους ιερείς, αλλά, πολύ περισσότερο, και για αρχιερείς, γιατί θα το βρει μπροστά του. Θα βρει δηλαδή, σύμφωνα με τον πνευματικό νόμο, πειρασμό, για να ταπεινωθεί και μετανοήσει. Η ιεροκατηγορία οδηγεί τον ιερέα σε ψυχικό θάνατο και σκανδαλίζει ταυτόχρονα και τον συνάνθρωπό μας.

12. Αξιοποίηση του διαδικτύου

Το διαδίκτυο αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο πολύπλευρης γνώσης και ενημέρωσης, που μπορεί να βοηθήσει πολύ στο ποιμαντικό μας έργο, και κυρίως για πληροφόρηση σε θέματα, που απασχολούν τους νέους μας. Θα πρέπει να τονισθεί, ότι χρειάζεται από μέρους του ιερέα σύνεση στον τρόπο χρησιμοποίησης του εργαλείου αυτού. Καταρχήν, να μην παρασύρεται ο ίδιος από το «νεωτεριστικό πνεύμα», απολυτοποιώντας το. Θα πρέπει δηλαδή, να είναι σε γνώση του ιερέα ο τρόπος λειτουργίας του διαδικτύου, αλλά και ποιό θα είναι το αποτέλεσμα από τη χρήση του στο περιβάλλον της ενορίας του. Αν ο υπεύθυνος ιερέας αφήνει ανεξέλεγκτο τον χειρισμό του διαδικτύου από νέους, που θα το χειρίζονται στο πλαίσιο της κατηχητικής κίνησης της ενορίας του, χωρίς δηλ. να επιβλέπει και να έχει αίσθηση της σχετικής ευθύνης, τότε, πολύ εύκολα η κατάσταση θα ξεφύγει από τα επιτρεπτά όρια, και θα υπάρξουν δυσάρεστα αποτελέσματα.

Πολλοί καλοπροαίρετοι ιερείς, ευρύτερα ομιλούντες, έκαναν πειράματα εκσυγχρονισμού, τα οποία, τελικά, οδήγησαν στην εκκοσμίκευση. Στην προσπάθειά τους, να έρθουν πιο κοντά στον κόσμο, οδηγήθηκαν σε λανθασμένο δρόμο, έξω από τα όρια της Εκκλησίας. Ο λόγος είναι ότι δεν αξιοποιούμε τη μεγάλη δύναμη της εξαγιασμένης και μακρόπνοα δοκιμασμένης ιερής Παράδοσης της Ορθόδοξης Εκκλησίας μας, αλλά επηρεαζόμαστε από το κοσμικό φρόνημα και από την τεχνολογία της επικοινωνίας (σύγχρονα πολυμέσα), που είναι ιδιαίτερα ανεπτυγμένη τα τελευταία χρόνια. Αυτή η φαινομενική πρόοδος, χωρίς Θεό, είναι ψεύτικη τελικά, και, άρα, χωρίς περιεχόμενο ουσιαστικό.

13. Σχέση ενορίας και μοναστηριών

Πολλές φορές δημιουργείται μια εχθρότητα στις ενορίες προς τους πιστούς, που πάνε στα μοναστήρια. Το γεγονός όμως τούτο δεν πρέπει να μας ανησυχεί. Η σχέση αυτή των πιστών ενοριτών μας με κάποια μονή είναι τελικά ευεργετική, διότι αυτοί οι άνθρωποι θα βοηθηθούν και θα γίνουν έτσι και καλύτεροι ενορίτες. Σε τελευταία ανάλυση, αυτοί οι άνθρωποι θα αποτελέσουν τους καλύτερους συνεργάτες του ιερέα στην ενορία του. Αυτοί, είναι πιστοί, που αποκτούν περισσότερα αισθητήρια, ζουν καλύτερα τη μετάνοιά τους, αφού συχνάζουν σ᾽ ένα κατεξοχήν χώρο μετανοίας. Κάθε μοναστήρι, που αγωνίζεται να λειτουργεί σωστά, προτρέπει, και πρέπει να προτρέπει, τους πιστούς να ενταχθούν ενεργητικά στις ενορίες τους. Το μοναστήρι έτσι βοηθεί τον κάθε πιστό, να εκτιμήσει την ενορία του, αφού εκεί ανήκει οργανικά. Από την άλλη, είναι ωφέλιμο να υπάρχει μια επικοινωνία και επαφή του ιερέα και της ενορίας του με μοναστήρια, μάλιστα γειτνιάζοντα στην ενορία. Διότι καμμιά φορά γίνονται στο μοναστήρι ευκολώτερα γνωστά τα προβλήματα ενός ενορίτη, κι έτσι ο ιερέας του, σε συνεννόηση με το μοναστήρι, μπορεί να βοηθήσει αποτελεσματικώτερα την περίπτωση. Στα μοναστήρια, εξάλλου, οι μοναχοί και μοναχές πρέπει να εξυψώνουν στις ψυχές των πιστών τους ιερείς των ενοριών. Χρειάζεται, τελικά, μια λεπτότητα και μια ειλικρινής αμοιβαιότητα εκ μέρους και των μοναχών και των ιερέων.

Πηγές και βοηθήματα

1. Η Καινή Διαθήκη
2. Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέος, Όσοι Πιστοί, Έκδοσις Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας).
3. Εφημέριος, Μηνιαίο Περιοδικό Ιεράς Συνόδου Εκκλησίας της Ελλάδος.
4. Ιεράς Μητροπόλεως Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως, Ημερολόγιον 2012.
5. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τομ.1-12, Αθήναι 1962-1968.

Πρώτη Συνάντηση Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου

Πραγματοποιήθηκε στις 29 Οκτωβρίου 2012 η πρώτη συνάντηση του Επιμορφωτικού Σεμιναρίου Κλήρου της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, με εισηγητή τον  πανοσιολογιώτατο αρχιμανδρίτη Κυπριανό Μηλιδώνη, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα του τρόπου αναγνώσεως των ευχών της θείας Λειτουργίας, παραθέτοντας κείμενα των Γραφών και των Πατέρων, τα οποία ομιλούν σαφώς περί της αναγνώσεως των ευχών μυστικώς, όπως αναφέρουν και τα παλαιά “Ιερατικά” μέχρι το έτος 2002, γεγονός που είναι η επίσημη πράξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ακολούθησε ενδιαφέρουσα επί του θέματος συζήτηση, στην οποία καταλήξαμε, ότι ο τρόπος αναγνώσεως των υπό του ιερέως εντός του ιερού Βήματος ευχών, σύμφωνα και με τη μακραίωνα παράδοση της  Ορθοδόξου Εκκλησίας, πρέπει να είναι μυστικώς, δηλαδή σε ύφος και ένταση χαμηλού τόνου, ενός υποψυθιρισμού, που θα είναι ακουστός και κατανοητός από τους ἐν τῷ Βήματι τυχόν συλλειτουργούντες κληρικούς, καθώς και του πλησίον της Ωραίας Πύλης τυχόν ισταμένου διακόνου.

Πολιτιστικό Ίδρυμα

(1) Γενικές Πληροφορίες

Το Πολιτιστικό και Περιβαλλοντικό Ίδρυμα της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου λειτουργεί σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους και διοικείται από Διοικητικό Συμβούλιο που αποτελείται από πέντε μέλη με πρόεδρο τον εκάστοτε Μητροπολίτη Μόρφου.
Το κτίριο του Ιδρύματος βρίσκεται στην κοινότητα Περιστερώνας. Πρόκειται για μια παραδοσιακή διατηρητέα οικοδομή αστικού τύπου των αρχών του αιώνα (1914) που διατηρεί σε μεγάλο βαθμό τον αρχικό χαρακτήρα με αρκετά αξιόλογα επιμέρους μορφολογικά στοιχεία. Βρίσκεται κατά μήκος ενός στενού δρόμου πλησίον της πεντάτρουλλης εκκλησίας των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος.Σκοποί του Ιδρύματος είναι η διάσωση, η συντήρηση, η συνέχεια και η προβολή της πολιτισμικής και πολιτιστικής μας κληρονομιάς, καθώς και η δημιουργία περιβαλλοντικής συνειδήσεως.

Οι στόχοι του Ιδρύματος πραγματοποιούνται με πολιτιστικά, περιβαλλοντικά, πολιτισμικά κι εκπαιδευτικά προγράμματα, εκδόσεις, εκδηλώσεις, εργαστήρια μουσικής, χορού, αγιογραφίας, αρχειοθετήσεις φωτογραφικού και άλλου υλικού, διαλέξεις, διοργάνωση συναυλιών, εκθέσεων, συμμετοχή σε ευρωπαϊκά κι άλλα προγράμματα, κ.λπ.

Διεύθυνση:

Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος 4, 2731
Περιστερώνα Μόρφου

τηλ. 22823330-22823360
τηλεομ. 22823392
Email:  politistiko@immorfou.org.cy


(2) Συμβούλιο

  • Πρόεδρος: Μητροπολίτης Μόρφου
  • Αντιπρόεδρος: Βαρνάβας Βαρνάβα
  • Γραμματέας: Γεώργιος Κυθραιώτης
  • Ταμίας: Πέτρος Λαζάρου
  • Μέλος: Ανδρέας Κακουλλής
  • Διευθυντής: Πέτρος Λαζάρου
  • Προσωπικό: Γιάννης Λέμπος


(3) Σχολή Βυζαντινής Μουσικής

  • Τὰ μαθήματα τῆς σχολῆς διεξάγονται στὸ οἴκημα τοῦ Πολιτιστικοῦ καὶ Περιβαλλοντικοῦ Ἱδρύματος τῆς ἱερᾶς μητροπόλεως Μόρφου, ἔναντι τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῶν ἁγίων Βαρνάβα καὶ Ἱλαρίωνος στὴν Περιστερῶνα.
  • Τὸ κόστος ἐγγραφῆς στὴν σχολὴ εἶναι €10 καὶ τὰ δίδακτρα ἀνέρχονται στὸ ποσό τῶν €20 μηνιαίως ἢ στὰ €190 γιὰ ὅλο τὸν χρόνο. Οἱ μαθητὲς ἐπιβαρύνονται, ἐπίσης, καὶ τὸ κόστος τῶν διδακτέων βιβλίων.
  • Τὰ μαθήματα διδάσκουν ὁ διευθυντὴς τῆς σχολῆς καὶ πρωτοψάλτης τῆς μητροπόλεως Μόρφου κ. Μάριος Ἀντωνίου καὶ ὁ πρωτοψάλτης Ἀκακίου κ. Ἰωάννης Λέμπος.
  • Τὰ μαθήματα μποροῦν νὰ παρακολουθήσουν ἄτομα ἀπὸ 9 ἐτῶν καὶ ἄνω, τὰ ὁποῖα γίνονται δεκτὰ κατόπιν ἀκροάσεως ἀπὸ τοὺς δασκάλους τῆς σχολῆς.
  • Τὰ μαθήματα εἶναι ἀπογευματινὰ (16:00-20:00) καὶ διεξάγονται καθημερινά, ἀπὸ Δευτέρας ἕως Παρασκευῆς. Ξεκινοῦν κάθε χρόνο στὶς 18 Σεπτεμβρίου καὶ λήγουν στὶς 27 Ἰουνίου. Τὴν περίοδο τῶν Χριστουγέννων, τὰ μαθήματα διακόπτονται ἀπὸ τὶς 23 Δεκεμβρίου μέχρι καὶ τὶς 7 Ἰανουαρίου περιλαμβανομένης. Τὴν περίοδο τοῦ Πάσχα, τὰ μαθήματα διακόπτονται ἀπὸ τοῦ Σαββάτου τοῦ Λαζάρου καὶ ἐπαναρχίζουν τὴν Δευτέρα τοῦ Θωμᾶ.
  • Τὰ μαθήματα γιὰ κάθε τάξη-τμῆμα διεξάγονται δύο φορὲς τὴν ἑβδομάδα καὶ διαρκοῦν μία ὥρα τὴν κάθε φορά. Ἑὰν δὲν ὑπάρχει αὐτὴ ἡ δυνατότητα, τὸ μάθημα γίνεται μία φορὰ τὴν ἑβδομάδα, τὸ ὁποῖον διαρκεῖ μιάμιση ὥρα.
  • Πρὶν ἀπὸ τὴν λήξη τοῦ διδακτικοῦ ἔτους (περίπου 15-22 Ἰουνίου), διεξάγονται οἱ ἐξετάσεις τῆς σχολῆς (προφορικὲς καὶ γραπτές). Τὰ ἀποτελέσματα τῶν ἐξετάσεων, καθὼς καὶ τὰ Ἐνδεικτικὰ (Ἔλεγχοι), ἐπιδίδονται στοὺς μαθητές, σὲ μιὰ μικρὴ τελετή, ποὺ λαμβάνει χώρα στὸ οἴκημα τοῦ Πολιτιστικοῦ καὶ Περιβαλλοντικοῦ Ἱδρύματος τῆς ἱερᾶς μητροπόλεως Μόρφου, κατὰ τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ διδακτικοῦ ἔτους (περίπου 23-27 Ἰουνίου).
  • Ἡ φοίτηση στὴν σχολὴ εἶναι ἑξαετής.
  • Γιὰ περισσότερες πληροφορίες, μπορεῖτε νὰ ἐπικοινωνεῖτε μὲ τὸν κ. Μάριο Ἀντωνίου στὸ τηλ. 99351748, ἢ μὲ τὸν κ. Ἰωάννη Λέμπο στὸ τηλ. 99814884.

Χορωδία «Άγιος Μάμας»
Για την επιπρόσθετη μόρφωση των μαθητών της Σχολής Ψαλτικής Τέχνης της Μητροπόλεως Μόρφου, έχει συγκροτηθεί η χορωδία «Άγιος Μάμας», η οποία στελεχώνεται από μαθητές που φοίτησαν ή εξακολουθούν να φοιτούν στη Σχολή.

Η χορωδία λαμβάνει μέρος σε διάφορες πανηγύρεις της μητρόπολης, ως επίσης και σε διάφορες εκδηλώσεις της.



Φωτογραφίες από τη συμμετοχή της Χορωδίας σε διάφορες εκδηλώσεις:


(4) Νεανική Χορωδία Μητροπόλεως Μόρφου

Το ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης διαδικασίας έκφρασης των συναισθημάτων, των εμπειριών και της καθημερινότητας ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής των αγροτικών κοινωνιών διαφόρων περιοχών και προσμίξεων των προηγούμενων αιώνων, που στην πορεία μπορεί να μην αφορά σήμερα το σύγχρονο τρόπο ζωής των πόλεων και των αστικοποιημένων χωριών, αλλά ποτέ δεν έπαψε να ψυχαγωγεί τους σύγχρονους ανθρώπους και να τροφοδοτεί με ιδέες τους νέους καλλιτέχνες που αντιλαμβάνονται ότι χωρίς το στέρεο έδαφος της παράδοσης η νέα σύνθεση είναι αδύνατη να κυοφορηθεί. Άλλωστε τα τελευταία 15 χρόνια ο τόπος μας γνωρίζει μια άνευ προηγουμένου άνθιση της παραδοσιακής μουσικής της καθ’ ημάς Ανατολής που όλο και περισσότερο ελκύει νέους ανθρώπους να τη γνωρίσουν και να τη σπουδάσουν.

Την πλούσια αυτή παράδοση επιχειρούμε εδώ και πολλά χρόνια να διασώσουμε και να μεταδώσουμε, με την σύσταση της Νεανικής χορωδίας Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου. Μιας Χορωδίας που τα πρώτα της βήματα έκανε δειλά δειλά το 2001 και στην πορεία συμμετείχε σε διάφορες εκδηλώσεις κι αξιώθηκε να συνοδεύσει καλλιτέχνες όπως ο Αλκίνοος Ιωαννίδης και η Ελευθερία Αρβανιτάκη κ.ά.

Το πολιτιστικό και περιβαλλοντικό ίδρυμα της ιεράς μητροπόλεως Μόρφου ανακοινώνει και φέτος την έναρξη των μαθημάτων παραδοσιακού τραγουδιού και παραδοσιακών μουσικών οργάνων.

Τα τμήματα διδασκαλίας παραδοσιακού τραγουδιού θα λειτουργήσουν ως εξής:

Τρίτη 6:30 για τις ηλικίες 18 και άνω

Τετάρτη 6:30 για τις ηλικίες 8 έως 18

Τα ωράρια των τμημάτων διδασκαλίας παραδοσιακών οργάνων καθορίζονται μετά από συνεννόηση με τους καθηγητές.

Τα τμήματα αφορούν τα εξής μουσικά όργανα: Βιολί, Ούτι, Λαούτο, Πολίτικο λαούτο (λάφτα), ταμπουράς, τουμπελέκι, ρεκ, Μπεντίρ, Νταούλι, Νταμπουτσιά

Για περισσότερες πληροφορίες μπορείτε να απευθυνθείτε στον κ. Γιάννη Λέμπο στο τηλέφωνο 99-814884.

Υπεύθυνος
Γιάννης Λέμπος
τηλ. 99814884

Πολυδύναμο κέντρο «Η ΣΟΛΕΑ»



Mητροπόλεως 8 – 2831 Ευρύχου
Τηλ. 22-933646- Φαξ. 22-933647
Email: polidinamo@immorfou.org.cy
 
Το Πολυδύναμο Κέντρο «Η Σολέα» άρχισε τη λειτουργία του την 1η Μάιου 2001 και στόχος του είναι η προσφορά υπηρεσιών σε ηλικιωμένους, σε ανάπηρους, σε παιδιά σχολικής και προσχολικής ηλικίας ακόμη και σε βρέφη.  Η διοικούσα επιτροπή του Πολυδύναμου Κέντρο «Η Σολέα» απαρτίζεται από 10 άτομα εθελοντές της περιοχής οι οποίοι παρέχουν τις υπηρεσίες τους χωρίς αμοιβή.  Ο Πρόεδρος της επιτροπής είναι ο εκάστοτε Μητροπολίτης Μόρφου.
Το Κέντρο μας λειτουργεί τα εξής 5 προγράμματα τα οποία  έχουν την έγκριση  και στήριξη του Υπουργείου Εργασίας: Ιδρυματική φροντίδα, Διημερεύουσα φροντίδα,  Κατ’ οίκον φροντίδα, Βρεφοπαιδοκομικός Σταθμός και Παιδική Λέσχη.

Το Πολυδύναμο Κέντρο «Η Σολέα» ως μη κερδοσκοπικός οργανισμός φροντίζει να ενισχύεται οικονομικά  από χορηγίες, εισφορές κι εκδηλώσεις, ούτως ώστε τ’  άτομα που απολαμβάνουν τις υπηρεσίες του Κέντρου να έχουν την όσο το δυνατόν χαμηλότερη οικονομική επιβάρυνση. Γι’  άτομα που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να μετέχουν των προγραμμάτων του Κέντρου μπορούν να αποτείνονται στο Γραφείο Ευημερίας για οικονομική βοήθεια, αφού συμπληρώσουν σχετική αίτηση.
 
Στέγη ηλικιωμένων και αναπήρων

Η Στέγη έχει δυναμικότητα 35 κλινών για παροχή διαμονής σε άτομα που έχουν ανάγκη φροντίδας ή άλλων υπηρεσιών σε εικοσιτετράωρη βάση.  Η τοποθεσία του είναι μέσα στο κέντρο της κοινότητας Ευρύχου απέναντι από την Ιερά Μητρόπολή Μόρφου.   Έχει όμορφη θέα αφού μπορείς να αγναντέψεις από τα βουνά του Τροόδους  μέχρι και τη θάλασσα του Ξερού.  Το προσωπικό που εργάζεται στo πρόγραμμα αυτό  είναι η Διευθύντρια, η Διοικητική λειτουργός και δεκαεπτά υπάλληλοι.

Υπηρεσίες που προσφέρονται στο  Κέντρο κι άλλες δραστηριότητες:

Ιατρική παρακολούθηση κι εξέταση των ενοίκων ανά δεκαπενθήμερο από το Α.Κ.Υ. Ευρύχου.

Καθημερινή εξειδικευμένη φροντίδα προς τους ενοίκους από 
νοσηλεύτρια του  Α.Κ.Υ. Ευρύχου.

Τέλεση της Θείας Λειτουργίας στο παρεκκλήσιο του Αγίου Νεκταρίου που είναι ενσωματωμένο στο κτίριο του Πολυδύναμου κάθε Σάββατο και κάθε Τρίτη τελείται Παράκλησις.

Δημιουργική απασχόληση όπως γυμναστική (ΚΟΑ), χειροτεχνία, ανάγνωση, κηπουρική, περπάτημα στο χωριό.

Γυναίκες του Συνδέσμου Φιλανθρωπίας της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου σ’ εθελοντική βάση παρέχουν ώρες συντροφιάς κι άλλες υπηρεσίες στους ενοίκους. 
Οι εργαζόμενοι στο Κέντρο προέρχονται από τη γύρω περιοχή με αποτέλεσμα η προσέγγιση τους πέραν της επαγγελματικής καταρτίσεως τους, να είναι πολύ ανθρώπινη και φιλική. Η φροντίδα που παρέχεται είναι εξατομικευμένη κι έχει σαν στόχο την αυτοεξυπηρέτηση,  γεγονός που συμβάλλει θετικά στον ψυχολογικό τομέα των ενοίκων. Επίσης, συμμετέχουν σε διάφορα σεμινάρια, προγράμματα, εκδηλώσεις και ημερίδες που αφορούν θέματα κοινωνικής προσφοράς.

Μία φορά τον μήνα γίνεται συγκέντρωση προσωπικού με στόχο την ανταλλαγή απόψεων για την καλύτερη λειτουργία του Κέντρου.

Ο κώδικας δεοντολογίας τηρείται πολύ αυστηρά απ’ όλους τους εργαζόμενους στο Κέντρο και η εχεμύθεια και η εμπιστοσύνη αποτελούν το πρώτο μέλημα της διεύθυνσης.

Διημερεύουσα φροντίδα

Το Κέντρο παρέχει διημερεύουσα φροντίδα καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας σε άτομα που αυτοεξυπηρετούνται και διαμένουν στο σπίτι τους. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα προσφέρει φαγητό, πλύσιμο ρούχων, ψυχαγωγία, συντροφιά και δημιουργική απασχόληση. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες στο πρόγραμμα της διημερεύουσας φροντίδας μπορούν να συμμετέχουν και στα διάφορα προγράμματα  απασχόλησης και ψυχαγωγίας που εκπονεί το Πολυδύναμο Κέντρο.  

Κατ’ οίκον φροντίδα

Το Κέντρο παρέχει καθημερινή κατ’ οίκον φροντίδα (συμπεριλαμβάνονται τα  Σαββατοκύριακα κι όλες αργίες), 24 ώρες το 24ώρο σε ηλικιωμένα κι ανάπηρα άτομα που δεν αυτοεξυπηρετούνται.    

Παρέχονται υπηρεσίες καθαριότητας του χώρου διαμονής,  σωματικής καθαριότητας, μεταφοράς σε γιατρό, ψώνισμα τροφίμων κι άλλων ειδών πρώτης ανάγκης και ψυχαγωγίας.

Παρέχονται υπηρεσίες εξειδικευμένης νοσηλευτικής φροντίδας (πληγές, ενέσεις, φάρμακα, αιμοληψίες κλπ) και υπηρεσίες παρακολούθησης από γιατρό, νοσηλευτή, φυσιοθεραπευτή, εργασιοθεραπευτή κλπ.   

Διανομή φαγητού

Το Πολυδύναμο Κέντρο αναλαμβάνει τη διανομή φαγητού σε άτομα που είναι στο σπίτι,  καθώς και στα ολοήμερα Δημόσια σχολεία της περιοχής Σολέας. 

Δημιουργική ψυχαγωγία κι εκδηλώσεις

Στον τομέα της δημιουργικής ψυχαγωγίας δίνεται πολύ μεγάλη έμφαση και για τούτο εκπονούνται διάφορα προγράμματα στα οποία μπορούν να συμμετέχουν άπαντες κι αφορούν τη γυμναστική, χειροτεχνία, μαγειρική, ζαχαροπλαστική κτλ. Επίσης διοργανώνονται εκδρομές κι διάφορες άλλες εκδηλώσεις (επετειακά εορταστικά προγράμματα, μουσικά προγράμματα, συζητήσεις κλπ).
 
Υπεύθυνη προγράμματος
Σοφία Μαλτά
Για πληροφορίες
22933646 – 99515061
 
 
Παιδική Λέσχη
Αγία Παρασκευή 1  2842
Τεμβριά
τηλ. 22932050

Η Παιδική Λέσχη συστεγάζεται με τον Βρεφοπαιδοκομικό Σταθμό σ’ ένα ευρύχωρο οίκημα με μεγάλους κι εξωτερικούς χώρους στην Τεμβριά.  Ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Φεβρουάριο του 2003 με ολοήμερο πρόγραμμα για να εξυπηρετήσει τις ανάγκες των εργαζόμενων γονέων της περιοχής, προσφέροντας στα παιδιά τους υγιή απασχόληση κι ασφάλεια.     

Ώρες λειτουργίας: 13:00 – 18:00

Υπηρεσίες που προσφέρονται:

Μεταφορά με λεωφορείο με συνοδό από τα σχολεία και νηπιαγωγεία της περιοχής Σολέας προς την Παιδική Λέσχη και μεταφορά των παιδιών όταν  σχολάσουν στα σπίτια τους.

Παρέχεται υγιεινή διατροφή, ανάπαυση, διάβασμα, δημιουργική απασχόληση (ζωγραφική, αθλητικά παιχνίδια και διάφορα άλλα παιχνίδια) και διάφορα ψυχαγωγικά προγράμματα ( θέατρο, μουσική, εκδρομή).

Υπεύθυνη προγράμματος:
Φάνη Πολυδώρου
τηλ. 99328379
 
Βρεφοπαιδοκομικός Σταθμός
Αγία Παρασκευή 1  2842
Τεμβριά
τηλ. 22932050

Ο Βρεφοπαιδοκομικός Σταθμός συστεγάζεται με την Παιδική Λέσχη σ’ ένα ευρύχωρο οίκημα με μεγάλους κι εξωτερικούς χώρους στην Τεμβριά. 

Ώρες λειτουργίας: 06:00 – 17:00

Υπηρεσίες και στόχοι:

Μεταφορά με συνοδό, πρόγευμα, γεύμα, μάθηση, παιχνίδι, ψυχαγωγία.

Στόχος του προγράμματος είναι η ολόπλευρη ανάπτυξη  των παιδιών με την ενίσχυση της μοναδικότητας και διαφορετικότητας τους. Επιδιώκουμε την επικοινωνία και τη συνεργασία με τους γονείς στους οποίους καθημερινά δίνεται αναλυτικό πρόγραμμα με τις ώρες που έφαγε, αλλάχτηκε και κοιμήθηκε το παιδί τους. Η αγάπη, η ασφάλεια, η φροντίδα  και η σωστή διαπαιδαγώγηση που παρέχεται από το εκπαιδευμένο προσωπικό μας, συμβάλει στην ορθή ανάπτυξη του συναισθηματικού κόσμου των παιδιών, εφόδια που θα τα βοηθήσει στην εξέλιξη τους.

Υπεύθυνη προγράμματος:
Μαρίνα Γρηγοριάδου
τηλ. 99687392- 22932050

Σύνδεσμος Φιλανθρωπίας Γυναικών

Ο σύνδεσμος Φιλανθρωπίας Γυναικών προσφέρει βοήθεια και στήριξη σε ανθρώπους και οικογένειες που αντιμετωπίζουν διάφορα προβλήματα.

Υπεύθυνη Ορεινής
Μαρία Ματθαίου
τηλ. 22923287

Υπεύθυνη Πεδινής

Σοφία Ιωαννίδου,
τηλ. 99897950

Ιδρυμα Προνοίας Νέας Γενιάς

Το Ίδρυμα σκοπό έχει να καλύπτει τις υλικές και πνευματικές ανάγκες των νέων της μητροπολιτικής περιφέρειας μας και να εκπονεί διάφορα εκπαιδευτικά και πολιτιστικά προγράμματα.

Πρόεδρος
Μητροπολίτης Μόρφου

Μέλη
Πρωτοπρεσβ. Χριστοφόρος Δημητρίου
Πρεσβ.Αθανάσιος Βουδούρης
Σάββας Φουσκωτός
Γιάννης Λέμπος
Νικολέττα Τσιάρτα

τηλ. 22932401

Βιοκαλλιέργειες Οικοζωή ΛΤΔ

Η εταιρεία «Οικοζωή Βιοκαλλιέργειες ΛΤΔ» ιδρύθηκε από την Ιερά Μητρόπολη Μόρφου με σκοπό την παραγωγή και διάθεση γεωργικών προϊόντων, που παράγονται με την μέθοδο της Βιολογικής Γεωργίας.

Οι κατευθυντήριες γραμμές που ακολουθούνται στην διαδικασία παραγωγής και σήμανσης των προϊόντων μας είναι αυτές που ισχύουν και σε όλες τις χώρες μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στην διαδικασία παραγωγής των προϊόντων μας δεν χρησιμοποιούνται χημικά συνθετικά παρασκευάσματα, δηλαδή: λιπάσματα, φυτοφάρμακα, ορμόνες, αλλά ούτε και γενετικά μεταλλαγμένοι σπόροι και φυτά.

Για τον έλεγχο των εχθρών και ασθενειών εργαζόμαστε έχοντας σαν στόχο την επίτευξη μιας φυσικής ισορροπίας και γι΄ αυτό χρησιμοποιούμε: α) Διευρυμένη αμειψισπορά, β) Μεγάλη βιοποικιλότητα φυτών στα καλλιεργούμενα κτήματα, γ) Δημιουργία και συντήρηση χώρων για εγκατάσταση ωφέλιμων οργανισμών και μικροοργανισμών, δ) Συγκαλλιέργεια φυτών, ε) Ράντισμα και πότισμα με εκχυλίσματα από διάφορα αυτοφυή βότανα.

Η βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους επιτυγχάνεται με τους ακόλουθους τρόπους: α) Καλλιέργεια ψυχανθών, β) Χλωρολίπανση, γ) χρησιμοποίηση κομπόστας.

Ο έλεγχος και η πιστοποίηση της παραγωγής μας γίνεται από την Lacon Ltd , που είναι εγκεκριμένος οργανισμός από το Υπουργείο Γεωργίας για τον έλεγχο και την πιστοποίηση προϊόντων βιολογικής παραγωγής σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία.

Καλλιεργούμενες εκτάσεις και προϊόντα

Οι καλλιεργούμενες εκτάσεις από τις Βιοκαλλιέργειες της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου ξεπερνούν τα 450 δεκάρια και υπάρχουν δυνατότητες για επέκταση στα 1000 δεκάρια. Στις εκτάσεις αυτές υπάρχου δενδροκαλλιέργειες όπως και διάφορα εποχιακά.. Οι δενδροκαλλιέργειες περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο ελιές και εσπεριδοειδή. Ανάμεσα στα καλλιεργούμενα είδη υπάρχουν και μικρές εκτάσεις με αλουίζα. Ένα σημαντικό μέρος των καλλιεργειών είναι οι πατάτες που καλύπτουν τις ανάγκες της ντόπιας αγοράς σε πατάτες βιολογικής καλλιέργειας. Τα κύρια προϊόντα που διαθέτει η ΟΙΚΟΖΩΗ είναι: ελαιόλαδο, πατάτες, αλουίζα, σιτάρι, κριθάρι, ρεβίθια και βίκο.

Τα βιολογικά προϊόντα της ΟΙΚΟΖΩΗΣ διατίθενται απο τις βιοκαλλιέργειες Οικοζωή και την Ιερά Μητρόπολη Μόρφου.Τηλέφωνα επικοινωνίας: 22932401 και Σάββας Φουσκωτός 99450132


Διοικητικό Συμβούλιο

Γιώργος Χατζηπιερής
Σάββας Ττοφιτζίκης
Αιμίλιος Μιχαήλ
Λάκης Πίγγουρας

Γραμματέας

Μάριος Ορφανίδης

Συντονιστής Εργασιών

Σάββας Φουσκωτός τηλ. 99450132

Υπάλληλος 

Πέτρος Λεντέας


 τηλ. 22932401

τηλεομ. 22933092

Το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Ακάκι

Το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Ακάκι

Το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Ακάκι

Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου*

Το Ακάκι αποτελεί την μεγαλύτερη κοινότητα της ελέυθερης περιοχής της Μητροπόλεως Μόρφου και έχει την δική του ιστορία και χριστιανική παράδοση. Στο τοπωνυμικό του Σίμωνα Μενάρδου αναφέρεται ότι το χωριό πήρε τό όνομά του από κάποιον βυζαντινό αξιωματούχο, ονομαζόμενο Ακάκιο.

Αρχαιολογικά ευρήματα και παλαιές εικόνες, που προέρχονται από διάφορες περιοχές μεταξύ του Ακακίου και της Αυλώνας, μαρτυρούν ότι το χωριό προέκυψε από την ένωση ποικίλων οικισμών, που υπήρχαν στα βυζαντινά χρόνια γύρω από τις δύο αυτές κοινότητες.

Στα ύστερα βυζαντινά χρόνια, από τον 10ο μέχρι και τον 12ο αιώνα, το Ακάκι ακμάζει και μεγαλουργεί. Κατά την Φραγκοκρατία, φαίνεται ότι είχε επιλεγεί ως ο τόπος της θερινής κατοικίας του Φράγκου βασιλέως, γεγονός που αναφέρεται και στο χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά. Μέχρι σήμερα σώζονται ερείπια του παλατιού του βασιλέως Πέτρου, αλλά και άλλων κτισμάτων της εποχής. Το Ακάκι αναφέρεται και ως τόπος κυνηγίου για αγριόπαπιες, ενώ φαίνεται ότι φημιζόταν τόσο για τα πολλά του νερά όσο και για τους μύλους του.

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας οι Φράγκοι φεουδάρχες του Ακακίου φαίνεται ότι εξισλαμίσθηκαν, σε αντίθεση με τους Ελληνορθοδόξους που παρέμειναν πιστοί στον Χριστιανισμό. [1] Κατά την παράδοση, την εποχή αυτή οι Ελληνορθόδοξοι κάτοικοι του χωριού υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν τον ναό του Σταυρού [2] στους εξισλαμισθέντες Φράγκους, οι οποίοι τον μετέτρεψαν σε τζαμί. Το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ βρίσκεται μεταξύ του ναού της Παναγίας της Χρυσελεούσης και του τεμένους αυτού.

Η Ανάληψις του Κυρίου, τοιχογραφία 2010, χείρ. αρχ. Αμβροσίου Γκορέλωβ

Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του κ. Λοΐζου Λεωνίδου, κατά την Τουρκοκρατία, εξαιτίας των περιορισμών που οι Τούρκοι επέβαλαν στους Χριστιανούς του χωριού, ο ναός του Αρχαγγέλου χαλάστηκε˙ παρέμεινε, όμως, μέρος των θεμελίων του. Γύρω στο 1850, οι Τούρκοι αποφάσισαν να χτίσουν ένα τζαμί στον χώρο, όπου βρισκόταν ο ναός του Αρχαγγέλου, για να δώσουν στην κοινότητα τουρκικό χαρακτήρα. Οι χριστιανοί του χωριού θορυβήθηκαν. Τρία αδέλφια, οι Καττιρζιής, Μαρκαντώνης και Γιακουμὴς Χατζηγιάννη, γνωρίζοντας ότι ένας τουρκικός νόμος απαγόρευε να χτίζεται τζαμί δίπλα σε εκκλησία και το αντίθετο και θέλοντας να αποτρέψουν τους Τούρκους να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους, παραχώρησαν τον χώρο και άρχισαν χωρίς καθυστέρηση το κτίσιμο του ναού του Αρχαγγέλου. Στην προσπάθειά τους να ολοκληρωθεί γρήγορα το κτίσιμο του ναού, εάν ήταν δυνατόν μέσα σε μία νύχτα, ώστε να προλάβουν τους Τούρκους και να ματαιώσουν τα σχέδιά τους, βοηθούσαν και οι ίδιοι στις εργασίες, χρησιμοποιώντας ό,τι υλικά μπορούσαν εύκολα να βρουν. Λέγεται μάλιστα ότι κάποιος χριστιανός κάτοικος του χωριού προσέφερε για το κτίσιμο του ναού τα κομμένα πλινθάρια, τα οποία προόριζε για το σπίτι του.

Πράγματι με την βοήθεια του Αρχαγγέλου ο ναός κτίστηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, ματαιώνοντας τα σχέδια των Τούρκων για την ανέγερση του τζαμιού. Το πρόχειρα αυτό κτισμένο παρεκκλήσιο μας κληροδότησαν οι απλοί άνθρωποι της εποχής εκείνης. Γύρω στο 1962 η τότε εκκλησιαστική επιτροπή επιθυμούσε την πλήρη αναδόμηση του ναού τελικά, όμως, προέβη σε μία μικρή ανακαίνισή του.

Στις προτεραιότητες της Ιεράς Μητροπόλεως Μόρφου, τέθηκαν εξ αρχής η ανακαίνιση των ναών και των παρεκκλησίων, η συντήρηση των εικόνων και των ιερών σκευών και γενικά ο ευπρεπισμός των οίκων του Κυρίου. Στην προσπάθειά μας αυτή εργάστηκαν με ευλάβεια Μητροπολίτης, ιερείς, εκκλησιαστικοί επίτροποι και ο πιστός λαός. [3]

Στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων αυτών εντάσσεται και η απόφασή μας για την ανακαίνιση του παρεκκλησίου του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, το οποίο είχε πολλές φθορές. Η προσπάθεια για αναδόμηση του ναού που επιχειρήθηκε προ πεντηκονταετίας δεν συμφωνούσε με την βυζαντινή αρχιτεκτονική. Μετά από μελέτη και προβληματισμό καταλήξαμε ότι η αναδόμηση του ήδη υπάρχοντος ναού ήταν αδύνατη και η όποια προσπάθειά μας θα ήταν αποτυχής, διότι στα θεμέλιά του υπήρχε φθαρμένος πορόλιθος, που δημιούργησε μεγάλα προβλήματα υγρασίας στον ναό.

Κύριος παραστάτης στο έργο μας στάθηκε εξ αρχής ο δωρητής του ναού, ο κ. Ανδρέας Χατζηγιάννης, υιός του ιεροψάλτη κ. Νικολάτζη και δισέγγονος ενός από τους τρεις πρωτεργάτες στο κτίσιμο του ναού το 1850. Σε συνεννόηση μαζί του αποφασίσαμε να προχωρήσουμε στην οικοδόμηση ενός νέου ναού στον χώρο του παρεκκλησίου, αφιερωμένου στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, αντάξιου της πρωτοκαθεδρίας του στον ουρανό.

Ο θεμέλιος λίθος του νέου παρεκκλησίου τέθηκε ανήμερα του Ευαγγελισμού το 2003 και ως αρχιτέκτονας του έργου ανέλαβε ο κ. Μάριος Πελεκάνος. Ο ναός, ο οποίος κτίστηκε αποκλειστικά με πέτρα, είναι μονόχωρος, σταυροειδής με οκταγωνικό τρούλλο και τοίχους με πλάτος ενός μέτρου. Διακρίνεται για την ισορροπημένη κλίμακα και την αρμονία του. Ο περίγυρος χώρος καλύφθηκε περιμετρικά με πλακίδια ρωμαϊκού τύπου, τα οποία ο δωρητής εισήγαγε από την Ιταλία.

Σημαντικό ρόλο στην ανέγερση του ναού διαδραμάτισε με τις εισηγήσεις του ο Ρώσσος Αρχιμανδρίτης της Μητροπόλεώς μας π. Αμβρόσιος, καλός γνώστης, όχι μόνο της τέχνης της αγιογραφίας, αλλά και της αίσθησης του βυζαντινού κάλλους. Ο π. Αμβρόσιος αγιογράφησε τον ναό ακλουθώντας μία τεχνική, γνωστή στον Μεσαίωνα πριν τον 16ο αι., δηλαδή χρησιμοποίησε οργανικό ασβεστοκονίαμα, ζωντανό και ενεργό και γαιώδη χρώματα. Το έργο έχει ιστορική σημασία για την Ορθόδοξη Εκκλησία στο σύνολό της. [4]

Ο Παντοκράτωρ, τοιχογραφία 2010, χείρ. αρχ. Αμβροσίου Γκορέλωβ

Τα θέματα των αγιογραφιών αφορούν στις Δεσποτικές εορτές και παραστάσεις αγίων, ενώ στο πίσω μέρος του ναού εικονίζονται τα εννέα τάγματα των ουρανίων δυνάμεων. Ιδιαίτερη θέση έχει η παράσταση του «ἐν Χώναις» θαύματος του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, η ανάμνηση του οποίου αποτελεί και την ημέρα της εορτής του παρεκκλησίου στις 6 Σεπτεμβρίου. Στον τρούλλο δεσπόζει η μορφή του Παντοκράτορα, ενώ μοναδικού κάλλους δημιούργημα είναι και το μαρμάρινο εικονοστάσιο κατασκευασμένο με μάρμαρο Πεντέλης. Ένθεν και ένθεν του εικονοστασίου υπάρχουν δύο μαρμάρινα προσκυνητάρια, στα οποία θα τοποθετηθούν εικόνες των Αρχαγγέλων Μιχαήλ και Γαβριήλ. Το εικονοστάσιο κατασκεύασε εξ ολοκλήρου ο συνεργάτης του π. Αμβροσίου, ο Γάλλος ορθόδοξος γλύπτης κ. Αλεξάντερ ντε Λουί, ο οποίος βοήθησε και στην αγιογράφηση του τρούλλου.

Η καθυστέρηση που παρατηρήθηκε στην ολοκλήρωση του ναού οφείλεται ακριβώς στην προσπάθειά μας να ακολουθήσουμε, στον μέγιστο δυνατό βαθμό, τους κανόνες της ορθόδοξης ναοδομίας. Η πέτρα που χρησιμοποιήθηκε για την κατασκευή του ναού, η αγιογράφηση του ναού με το οργανικό ασβεστοκονίαμα και η κατασκευή του μαρμάρινου εικονοστασίου με βάση πρωτοχριστιανικά σχέδια, τον καθιστούν πρότυπο για την Εκκλησία της Κύπρου. Ένας ναός κτίζεται αρχιτεκτονικά, πνευματικά και θεολογικά. Ἡ αρχιτεκτονική που είναι αποκομμένη από την θεολογία δεν ωφελεί.

Επιθυμούμε να δώσουμε στην κοινότητα του Ακακίου πυρήνες πνευματικής ζωής. Σε κάθε περιοχή να υπάρχει ένας τόπος λατρείας, όπου να μπορούν οι μανάδες να παίρνουν τα παιδιά τους, οι παππούδες και οι γιαγιάδες τα εγγόνια τους να ανάβουν ένα κερί, ένα καντήλι, να προσεύχονται ήσυχα, να βρίσκουν τον ρυθμό της ψυχής τους που πολλές φορές αποσυντονίζεται λόγω του έντονου άγχους της καθημερινότητας. Τα παρεκκλήσια και τα εξωκκλήσια, όπως η Αγία Παρασκευή στο Ακάκι και η Μάνα των Παίδων στο Μένοικο, είναι μείζονος σημασίας για την πνευματική ορθόδοξη ζωή των πιστών της περιοχής της πεδινής Μόρφου.

Μία πνευματική βάση της περιοχής αυτής είναι και η Μονή του Αγίου Νικολάου στην Ορούντα. Οι βάσεις αυτές, όπως μας προείπε κάποτε ένας όσιος γέροντας του εικοστού αιώνα, θα διώξουν τις άλλες βάσεις, εννοώντας όχι μόνο τις στρατιωτικές, άλλα και αυτές που μας οδηγούν στην πνευματική αυτοκτονία. Η κάθε κοινότητα πρέπει να έχει τα δικά της πνευματικά εργαστήρια. Τα εργαστήρια αυτά είναι τα παρεκκλήσια και τα εξωκκλήσια μας, όπου οι άνθρωποι μπορούν να βρίσκουν την μεγάλη αγκαλιά του Χριστού, το πνευματικό οξυγόνο για την καρδία, που ζωογονείται με το σώμα και το αίμα του Κυρίου, δηλαδή με την συμμετοχή των πιστών στην Θεία Ευχαριστία.

Θα ήθελα και με αυτήν την ευκαιρία να ευχαριστήσω τους κτήτορες του ναού, Ανδρέα και Μαρία Χατζηγιάννη, οι οποίοι με την δωρεά τους κατά πρώτον επιδίωξαν την δόξα του Θεού, δεύτερον έδειξαν έμπρακτα την βοήθεια προς τους συνανθρώπους μας και τρίτον φανέρωσαν την έγνοια τους για την ιστορία που αφήνουμε στις επόμενες γενιές και στον τόπο μας.

Το Άγιον Μανδήλιον, τοιχογραφία 2010, χείρ. αρχ. Αμβροσίου Γκορέλωβ

Η χαρά μου για την οικοδόμηση του ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ οφείλεται και στο γεγονός ότι το σπίτι όπου μεγάλωσα στην Άνω Ζώδια βρισκόταν δίπλα από τον μεγάλο ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Στον ναό αυτό η ψυχή μου συνέλαβε τις πρώτες ιερατικές κλήσεις. Ο Αρχάγγελος δεν είναι μόνο ο άγιος του χωριού μου˙ είναι και ο ουράνιος προστάτης της ψυχής μου. Είναι θλιβερό που ο Αρχάγγελος της Ζώδιας έχει πλέον μετατραπεί σε μουσουλμανικό τέμενος και που έχει καταστραφεί το εικονοστάσιό του και όλες σχεδόν οι τοιχογραφίες του. Αισθάνομαι ότι το έργο της Μητροπόλεώς μας για ανακαίνιση και ευπρεπισμό των ναών θα συνεχιστεί στις κατεχόμενες εκκλησίες μας. Αυτό θα είναι αποτέλεσμα της θέλησης του Θεού και όχι των ανθρώπινων διαπραγματεύσεων.


[1] Από τους εξισλαμισθέντες αυτούς Φράγκους δημιουργήθηκε η μικρή κοινότητα των Τουρκοκυπρίων του Ακακίου.

[2] Κατά την Φραγκοκρατία, φαίνεται ότι οι Φράγκοι, στην προσπάθειά τους να επιβάλουν τον καθολικισμό, μετέτρεψαν τον ναό του Σταυρού σε φραγκικό, προσθέτοντας φραγκικά στοιχεία, κυρίως στην βόρεια είσοδό του.

[3] Τα τελευταία δώδεκα χρόνια, μόνο στην κοινότητα του Ακακίου, εκτός από το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, που ανοικοδομήθηκε εκ βάθρων, ανακαινίσθηκαν η μεγάλη εκκλησία της Παναγίας, ο ναός της Μεταμορφώσεως, το εξωκκλήσιο της Αγίας Παρασκευής με την αρωγή του κ. Χατζηγιάννη και κτίστηκε το σχολικό παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου με την φροντίδα του π. Κωνσταντίνου Κακουρίδη. Στα άμεσα σχέδια της Μητροπόλεώς μας είναι και η συμπλήρωση των έργων για την ανακαίνιση του ναού της Παναγίας της Χρυσελεούσης, με την αρωγή και πάλι του κ. Ανδρέα Χατζηγιάννη.

[4] Η τέχνη του παραπέμπει στις απαράμιλλης καλαισθησίας τοιχογραφίες του καθολικού της Μονής της Παναγίας του Άρακα στα Λαγουδερά, που θεωρείται το ύψιστο αριστούργημα της βυζαντινής περιόδου στην Κύπρο.

*Πρόλογος στο: Ιερά Μητρόπολις Μόρφου, Το παρεκκλήσιο του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Ακάκι, εκδ. Θεομόρφου, σ. 9-15.

Η Πεντάτρουλλη Εκκλησία της Περιστερώνας

π. Μιχαήλ Νικολάου

Η Βυζαντινή πεντάτρουλλη εκκλησία των Οσίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος που βρίσκεται στην Περιστερώνα, είναι σίγουρο ότι κτίστηκε πάνω σε προγενέστερη εκκλησία. Αυτό αποδείχτηκε μετά από αρχαιολογικές ανασκαφές που έγιναν το 1959, όπου ήλθαν στην επιφάνεια ένα ημικυκλικό σύνθρονο εντός της αψίδος τού ιερού και δυτικότερα μια βάση λίθινου ευθύγραμμου εικονοστασίου.

Αυτά μας δίδουν το δικαίωμα να πούμε ότι ο πρώτος ναός είχε τη μορφή τρίκλιτης καμαροσκέπαστης Βασιλικής που πιθανότατα κτίστηκε κατά την περίοδο των αραβικών επιδρομών. Από τον αρχικό Ναό σώζεται ακόμη τμήμα του βορείου τοίχου, ενσωματωμένο στο δυτικό τμήμα του βορείου τοίχου του σημερινού Ναού κάτω από το νεότερο καμπαναριό.

Ο σημερινός ναός είναι κτισμένος περί το 1100 μ.Χ. και έχει τη μορφή τρίκλιτης Βασιλικής της οποίας τα κλίτη διαχωρίζονται μεταξύ τους με τοίχους οι οποίοι έχουν τοξοτά ανοίγματα, και καταλήγουν ανατολικά σε ημικυκλικές αφίσες που διατρυπώνται από παράθυρα και διακοσμούνται εξωτερικά από ημικυκλικές αχιβάδες. Ο κεντρικός τρούλος του ναού στηρίζεται σε τέσσερις ισχυρούς γαμματοσχήμους πεσσούς και αντί τμήματα καμάρας ανατολικά και δυτικά του τρούλου, που θα βλέπαμε σε μια εκκλησία του τύπου εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο, βλέπουμε εδώ δύο ισομεγέθεις προς τον κεντρικό τρούλο τα άλλα δύο κλίτη, βόρεια και νότια της εκκλησίας καλύπτονται από μία συνεχή ήμικυλινδρικη καμάρα ή οποία διακόπτεται στο μέσο από δύο μικρούς τρουλίσκους τοποθετημένους εκατέρωθεν, αλλά στο ίδιο ύψος του κεντρικού τρούλου του μεσαίου κλίτους.Ετσι βλέποντας κανέις την Εκκλησία εξωτερικά και κυρίως πανοραμικά παιρνει την εντύπωση ότι είναι σταυρόσχημος ενώ εσωτερικά υπάρχει καθαρά η εικόνα μιας τρικλιτης βασιλικής.

Παναγία Βρεφοκρατούσα, τοιχογραφία, 13ος αιώνας. Ναός Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος, Περιστερώνα Μόρφου.

Ο νάρθηκας προστέθηκε λίγο αργότερα εντός του 12ου αιώνος αλλά η πρόσοψις του ναού δέχτηκε σημαντικές αλλαγές λόγω φθοράς, το 1931.

Η εκκλησία αυτή μαζί με εκείνη της Αγίας Παρασκευής στη Γεροσκήπου είναι οι μοναδικές στο είδος τους στην Κύπρο. Έχει όμως καλύτερες αναλογίες, επιμελέστερη τοιχοδομία από αυτήν και διάρθρωση των ημικυκλικών αψίδων παρόμοια με Εκκλησίες της Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως. Έχει σαν πρότυπο της την κατεστραμμένη εκκλησία των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη.

Το Δεκέμβριο του 2005 ολοκληρώθηκαν από το Τμήμα Αρχαιοτήτων μία σειρά εργασιών που ξεκίνησαν τον Μάρτιο του 2003 και αφορούσαν τη συντήρηση και αποκατάσταση του Ναού στη προτέρα του μορφή. Συγκεκριμένα αφαιρέθηκαν από ολόκληρη την εσωτερική τοιχοποιία όλα τα γύψινα επιστρώματα με αποτέλεσμα να εμφανιστούν και να συντηρηθούν ή να αντικαταστούν οι πωρόλιθοι και οι πέτρες. Καθαρισμό και συντήρηση από την φθορά του χρόνου, δέχτηκε επίσης και ολόκληρη η εξωτερική τοιχοποιία. Αφαιρέθηκε επίσης το δάπεδο στην θέση του οποίου τοποθετήθηκαν πλάκες από Κυπριακό γυψομάρμαρο. Τέλος συντήρηση δέχθηκαν το καμπαναριό του Ναού, του οποίου ένα μικρό τμήμα στο πάνω μέρος αντικατασταθηκε, και το ξυλόγλυπτο τέμπλο του μεσαίου κλίτους εσωτερικά στο Ναό.

Σε πολλά σημεία εσωτερικά του ναού υπάρχουν υπολείμματα τοιχογραφιών που υποδηλώνουν ότι ο ναός ήταν αγιογραφημένος ολόκληρος. Σε αρκετά καλή κατάσταση σώζεται μια τοιχογραφία της Παναγίας της Βρεφοκρατούσας στον βορειανατολικό πεσσό στο ύψος του τέμπλου του 12ου αιώνος και μία του προφήτη Δαυίδ στη δυτική πλευρά του βορειοδυτικού κεντρικού πεσσού, του 16ου αιώνος.

Τέλος αξίζει να αναφέρουμε ότι πέρα από τα ιερά κειμήλια και τις αξιόλογες φορητές εικόνες διαφόρων εποχών, φυλάσσονται στο ναό μας τα ιερά λείψανα των Αγίων Βαρνάβα και Ιλαρίωνος καθώς και η βυζαντινή φορητή τους εικόνα και λιτανεύονται αμφότερα την 21η Οκτωβρίου, στην ιερά τους πανήγυρη.