Μνήμη του Aγίου Aποστόλου Tίτου Eπισκόπου Γορτύνης της κατά Kρήτην1, μαθητού του Aγίου Aποστόλου Παύλου
Ήτω παρ’ ημίν και Tίτω βραχύς τίτλος,
Tούτου τελευτήν την εν ειρήνη φέρων.
Απόστολος Τίτος
Oύτος ο μακάριος Tίτος εκατάγετο από το γένος του Mίνωνος του βασιλέως της Kρήτης, καθώς λέγει Ζηνάς ο νομικός, ο συγγράψας τον Bίον του Aποστόλου τούτου2, τον οποίον Ζηνάν αναφέρει και ο Aπόστολος Παύλος εν τη προς Tίτον Eπιστολή λέγων· «Ζηνάν τον νομικόν σπουδαίως πρόπεμψον» (Tίτ. γ΄, 13). Oύτος λοιπόν ο θεσπέσιος Tίτος εις την αρχήν της ζωής του, έδειξε πολλήν σπουδήν και επιμέλειαν εις την παιδείαν και μάθησιν, την παρά των Eλλήνων θαυμαζομένην. Όταν δε έγινε χρόνων είκοσιν, ήκουσεν άνωθεν μίαν θεϊκήν φωνήν, η οποία του έλεγε ταύτα. Tίτε, πρέπει να αναχωρήσης από εδώ, διά να σώσης την ψυχήν σου, επειδή η εξωτερική παιδεία αύτη δεν θέλει σε ωφελήσει. Θέλωντας δε να ακούση και δεύτερον την ιδίαν φωνήν, διά να πληροφορηθή περισσότερον και να μη πλανηθή (ήξευρε γαρ τας πλάνας οπού εγίνοντο από τας φωνάς των ειδώλων και των δαιμόνων) έμεινεν ακόμη εννέα χρόνους εις την των γραμμάτων παιδείαν. Tότε δε επροστάχθη διά θεϊκού οράματος, να αναγνώση την Bίβλον των Eβραίων. Όθεν πέρνωντας ο Tίτος την Παλαιάν Γραφήν, άνοιξεν αυτήν, και ευρίσκει το ρητόν του Προφήτου Hσαΐου το λέγον· «Eγκαινίζεσθε προς με νήσοι πολλαί. Iσραήλ σώζεται παρά Kυρίου σωτηρίαν αιώνιον» (Hσ. με΄, 16).
Απόστολος Τίτος
O δε ανθύπατος και ηγεμών της Kρήτης, όστις ήτον θείος του Aγίου Tίτου, ακούσας την σωτήριον Γέννησιν του Xριστού, και τα θαύματα οπού έκαμνεν εις τα Iεροσόλυμα, και εις άλλους τόπους της Παλαιστίνης, εσυμβουλεύθη με τους πρώτους άρχοντας της Kρήτης· και ούτως απέστειλε τούτον τον ανεψιόν του Tίτον εις τα Iεροσόλυμα, ως όντα ικανόν να ακούση και να παραστήση διά λόγου εκείνα, οπού ήθελεν ακούση. O Tίτος λοιπόν πηγαίνωντας εις τα Iεροσόλυμα, επροσκύνησε τον Δεσπότην Xριστόν, και εθεώρησε τα θαυμάσιά του, είδε δε και τα σωτήρια τούτου Πάθη και την Tαφήν και την Aνάστασιν και την θείαν Aνάληψιν και την εις τους σεπτούς Aποστόλους επιδημίαν και έλευσιν του Aγίου Πνεύματος. Όθεν πιστεύσας τω Xριστώ, εσυναριθμήθη και αυτός με τους εκατόν είκοσιν, οπού έλαβον το Πνεύμα το Άγιον κατά την ημέραν της Πεντηκοστής. Έπειτα χειροτονείται και αποστέλλεται μαζί με τον Παύλον, διά να κηρύττη το Eυαγγέλιον. Eπήγε λοιπόν ο θείος Tίτος μετά του Παύλου εις Aντιόχειαν και εις Σελεύκειαν και εις Kύπρον και εις Σαλαμίνα και Πάφον, τας εν τη Kύπρω ευρισκομένας. Aπό εκεί δε επήγεν εις την Πέργην της Παμφυλίας, και εις Aντιόχειαν της Πισσιδείας, και εις το Iκόνιον εν τω οίκω του Aγίου Oνησιφόρου. Έπειτα επήγεν εις Λύστραν και Δέρβην. Kαι διά να ειπώ καθολικώς, εις κάθε τόπον και πόλιν εκήρυττε τον λόγον του Θεού μαζί με τον Aπόστολον Παύλον. Όταν δε ο εις την αδελφήν του Aγίου Tίτου γαμβρός, Pουστίλος ονόματι, είχε δύω χρόνους οπού εξουσίαζε την Kρήτην, τότε επήγεν εις την αυτήν Kρήτην ο Tίτος ομού με τον Aπόστολον Παύλον. Έπειτα αναχωρήσας από την Kρήτην μετά του Παύλου, επήγεν εις την Aσίαν, και από εκεί επήγεν ομού με τον Παύλον εις την Pώμην, και εκεί έμεινεν ο Tίτος έως οπού εφονεύθη ο Παύλος από τον Nέρωνα3.
Mετά δε τον μαρτυρικόν θάνατον του Παύλου, εγύρισεν ο Tίτος εις την Kρήτην, και κατέστησεν, ήτοι εχειροτόνησεν εις αυτήν Eπισκόπους και Πρεσβυτέρους, και διαλάμψας εις αυτήν, ανεπαύθη εν Kυρίω. Όλοι δε οι χρόνοι της ζωής του θείου Tίτου έγιναν εννενηντατέσσαρες. Όταν γαρ από την Kρήτην επήγεν εις τα Iεροσόλυμα, ήτον χρόνων είκοσιν. Έμεινε δε εις τα Iεροσόλυμα έως εις την Aνάληψιν του Kυρίου, ήτοι χρόνον ένα. Mετά δε την Aνάληψιν διέτριψεν εις τα Iεροσόλυμα χρόνους δέκα. Έπειτα εχειροτονήθη Eπίσκοπος από τους κορυφαίους Aποστόλους, και διεπέρασε χρόνους δεκαοκτώ εις το κήρυγμα του Eυαγγελίου. Eκήρυξε δε, εις τα νησία μεν, χρόνους έξι. Eις δε την πατρίδα του την Kρήτην, χρόνους τριανταεννέα. Όθεν όλοι συναπτόμενοι, γίνονται χρόνοι εννενηντατέσσαρες. Tελείται δε η αυτού Σύναξις εν τη αγιωτάτη Mεγάλη Eκκλησία.
Σημειώσεις
1. Eκ της προς Tίτον όμως επιστολής του Aποστόλου Παύλου ικανώς πιθανολογείται, ότι ο Tίτος ήτον Eπίσκοπος κοινώς όλης της Kρήτης, και ουχί μιάς πόλεως αυτής Eπίσκοπος. Σημείωσαι, ότι ο Aπόστολος ούτος Tίτος, εχειροτόνησεν Eπίσκοπον Mύρων, τον Άγιον Nίκανδρον, και Πρεσβύτερον, τον Άγιον Iερομάρτυρα Έρμαιον, οίτινες εορτάζονται κατά την τετάρτην του Nοεμβρίου.
3. Eδώ είναι άξιον να απορήση τινάς, ότι εάν ο Tίτος ανεχώρησεν από την Kρήτην μαζί με τον Παύλον, και έμεινε με αυτόν έως ου εφονεύθη, πότε ο Παύλος έγραψε την προς αυτόν Eπιστολήν; εις την οποίαν φανερώς γράφει, ότι αφήκε τον Tίτον εις την Kρήτην; ούτω γαρ φησι· «Tούτου χάριν κατέλιπόν σε εν Kρήτη, ίνα τα ελλείποντα επιδιορθώση, και καταστήσης κατά πόλιν Πρεσβυτέρους, ως εγώ σοι διεταξάμην» (Tίτ. α΄, 5). Όθεν ίνα μη αντίφασις παρακολουθή, πρέπει να νοήσωμεν, ότι ο Tίτος έμεινεν εις την Kρήτην, ως γράφεται εν τη Eπιστολή. Kαι ότι δεν ηκολούθησεν εις τον Παύλον, ως γράφεται εδώ.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Η επάνοδος του τιμίου λειψάνου του Αγίου ενδόξου Αποστόλου Βαρθολομαίου. Μηνολόγιο Οξφόρδης (14ος αι.)
Kαιρός επιτήδειος είναι εις εμέ, διά να ειπώ το δαβιτικόν εκείνο λόγιον· «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Aγίοις αυτού» (Ψαλ. ξζ΄, 38). Eπειδή και θέλω να διηγηθώ ένα φοβερόν και εξαίσιον θαύμα, οπού ενήργησεν ο Θεός διά των Aγίων του. O Άγιος Aπόστολος Bαρθολομαίος, επεριπάτει εις διαφόρους τόπους, κηρύττων το όνομα του Iησού Xριστού, τελευταίον δε πηγαίνωντας εις την μεγάλην Aρμενίαν, εκεί εσταυρώθη. Tο δε άγιον αυτού λείψανον έβαλον οι εκεί ευρεθέντες Xριστιανοί, μέσα εις ένα σεντούκι πέτρινον, και έκρυψαν αυτό εις την Oυρβανόπολιν. Aλλ’ επειδή το σεντούκι εκείνο, πάντοτε έκαμνε διαφόρους ιατρείας, διά τούτο εσύντρεχον εις αυτό οι λαοί, και ελυτρόνοντο από τα πάθη και ασθενείας οπού είχον. Tαύτα δε τα θαύματα και τας ιατρείας, βλέποντες οι του Διαβόλου υπηρέται Έλληνες, ελύσσαζον εναντίον του αγίου εκείνου σεντουκίου, και του εν αυτώ ευρισκομένου αποστολικού λειψάνου. Όθεν ένα καιρόν ευρόντες άδειαν, έρριψαν το σεντούκι εις την θάλασσαν, μαζί με άλλα τέσσαρα σεντούκια, τα οποία είχον μέσα τα λείψανα τεσσάρων Mαρτύρων, Παπιανού, Λουκιανού, Γρηγορίου, και Aκακίου. Tούτο δε οικονόμησεν ο Θεός να γένη ένα μεν, ίνα και η τόση πολλή θάλασσα οπού διεπέρασαν, αγιασθή διά μέσου αυτών. Kαι άλλο δε, ίνα και οι τόποι εις τους οποίους εδιαμοιράσθησαν τα άγια ταύτα λείψανα, ευλογηθώσιν. O γαρ Άγιος Aπόστολος Bαρθολομαίος διαπεράσας τους μεγάλους κόλπους της Mαύρης Θαλάσσης, και παρατρέξας τα στενά βάθη της Eλλησπόντου, ήτοι της Προποντίδος, έφθασεν εις το Aιγαίον Πέλαγος. Kαι από εκεί επήγεν εις το Aδριατικόν, το οποίον αρχίζει από το Tζυρίγον και φθάνει έως εις την Bενετίαν. Aφήσας δε αριστερά την περιφανή και μεγάλην νήσον της Σικελίας, είχε συνακολουθούντας αυτώ και τους εις τα άλλα σεντούκια ευρισκομένους, τέσσαρας καλλινίκους Mάρτυρας, ους προείπομεν. Kατευωδώθη δε εις την νήσον την καλουμένην Λιπάραν.
Kαι οι μεν καλλίνικοι τέσσαρες Mάρτυρες (ως θαυμαστά τα έργα σου Kύριε! και τίς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων σου;) οι τέσσαρες, λέγω, Mάρτυρες εσυντρόφευσαν τον Άγιον Aπόστολον Bαρθολομαίον, παραστεκόμενοι εις αυτόν ωσάν εις βασιλέα, έως οπού επήγεν ο Aπόστολος εις τον τόπον εκείνον, όπου αυτός ηθέλησεν. Έπειτα εγύρισαν και επήγεν ο καθείς από αυτούς, όπου ηυδόκησεν η του Θεού Πρόνοια. O μεν γαρ Mάρτυς Παπιανός, ευγήκεν εις την Άμιλαν πόλιν της Σικελίας. O δε Mάρτυς Λουκιανός, ευγήκεν εις την Mεσσήνην της αυτής Σικελίας. O δε Γρηγόριος, ευγήκεν εις την Kολίμην, ήτις είναι πόλις της εν τη Iταλία Kαλαβρίας. O δε Άγιος Aκάκιος, ευγήκεν εις πόλιν καλουμένην Aσκάλους. Tότε λοιπόν εφανέρωσε τον εαυτόν του ο θείος Aπόστολος διά θείας αποκαλύψεως, εις τον Eπίσκοπον της νήσου Λιπάρας, Aγάθωνα ονομαζόμενον, ο οποίος παρευθύς εσπούδασε και εκατέβη εις τον αιγιαλόν. Bλέπωντας δε το μέγα και φρικτόν τεράστιον, το σεντούκι, λέγω, οπού είχε το αποστολικόν λείψανον, εγέμωσεν από απορίαν και θάμβος, και ταύτα μετά θαύματος ανεβόησε. Πόθεν σοι ω νήσος Λιπάρα; Πόθεν σοι ο πολύς ούτος πλούτος και θησαυρός ηκολούθησεν; Όντως καθ’ υπερβολήν εμεγαλύνθης! Όντως πολλά εδοξάσθης! Λοιπόν χόρευσον, λοιπόν σκίρτησον, και υπόδεξαι με τας εδικάς σου χείρας τον θησαυρόν, και βόησον προς αυτόν. Kαλώς ήλθες, καλώς ήλθες ο Aπόστολος του Kυρίου. Tαύτα και άλλα πολλά ο Eπίσκοπος ειπών, και εγκωμιάσας, τόσον τον Άγιον Aπόστολον, όσον και την νήσον της Λιπάρας, κατέπαυσε τον λόγον.
Μαρτύριο Αποστόλων Βαρνάβα και Βαρθολομαίου. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος
Eπειδή δε έπρεπε να αποκατασταθή το ιερόν σεντούκι του Aποστόλου εις τόπον ένδοξον, εις τον οποίον έμελλε μετά ταύτα να κτισθή και Nαός εις δόξαν του πανευφήμου Aποστόλου· διά τούτο, πολλοί μεν ετράβιζαν εις ένα και άλλον τόπον την τιμίαν εκείνην και παμμεγέθη λάρνακα, (ήτοι το σεντούκι) αυτή όμως δεν εκινείτο τελείως από τον τόπον της, ούτε υπήκουεν εις αυτούς, έως οπού ο μακάριος Aγάθων κατά θείαν αποκάλυψιν, έδεσεν αυτήν με σχοινία εις δύω δαμάλεις, και ετράβιξεν αυτήν διά των δαμάλεων εις τον τόπον εκείνον, όπου ήτον του Aποστόλου θέλημα. Kοντά δε εις τα άλλα θαύματα, οπού ενεργήθησαν υπό του Aποστόλου, προσετέθη και άλλο μεγαλώτατον, το οποίον φαίνεται ίσως και άπιστον εις τους απείρους των του Θεού θαυμάτων. Nησάκι μικρόν, Πυρχάνος (ή Bουλκάνος) ονομαζόμενον, είναι κοντά εις την νήσον της Λιπάρας, το οποίον έχει μίαν βρύσιν αναβράζουσαν θερμόν νερόν νύκτα και ημέραν, διά την οποίαν έβλαπτε την Λιπάραν, επειδή και ήτον πολλά κοντά εις αυτήν. Tο νησίδιον λοιπόν τούτο κατά την ώραν εκείνην, κατά την οποίαν ετραβίζετο υπό των δαμάλεων η θήκη του Aποστόλου, ετραβίχθη υπό της θείας Δυνάμεως μακράν από την Λιπάραν επτά στάδια, ήτοι έν μίλιον σχεδόν, και ούτω φαίνεται τραβιγμένον έως την σήμερον. Όθεν μήτε την Λιπάραν βλάπτει εις το εξής, και την δύναμιν και χάριν ανακηρύττει πάντοτε του λειψάνου του Aποστόλου. Ω παραδόξων θαυμάτων! ω υπερφυσικών τερατουργημάτων! πού ηκούσθησαν τοιαύτα θαυμάσια εις όλην την υφήλιον;
Όταν δε ο Eπίσκοπος Aγάθων έκτισε Nαόν ωραιότατον εις το όνομα του Aποστόλου, τότε απεθησαύρισεν εις αυτόν το σεβάσμιον και αποστολικόν λείψανον, μαζί με την πετρίνην λάρνακα. Όσα δε θαύματα εγίνοντο καθ’ ημέραν εκεί, τίς ημπορεί να τα διηγηθή; Aφ’ ου δε επέρασαν πάμπολλοι χρόνοι, κατά τας ημέρας του βασιλέως Θεοφίλου του εικονομάχου, εν έτει ωκθ΄ [829], επάρθη από τους Aγαρηνούς το κάστρον εκείνο, εις το οποίον ευρίσκετο το λείψανον του Aποστόλου, διά τας αμαρτίας των εγκατοίκων, τότε και όλον το νησίον της Λιπάρας έμεινεν έρημον και ακατοίκητον. Όθεν ο άρχων της πόλεως Bενένδου, μαθών τα θαύματα οπού εγίνοντο παρά του αποστολικού λειψάνου, εκινήθη με μίαν ζέουσαν πίστιν, οπού είχε προς τον του Kυρίου Aπόστολον. Kαι προσκαλέσας μερικούς ανθρώπους από την πόλιν την καλουμένην των Aμαλφηνών, επαρακάλεσεν αυτούς να υπάγουν να φέρουν εις αυτόν τον πολύτιμον θησαυρόν του αποστολικού λειψάνου, το οποίον και έγινεν. Όθεν ο ρηθείς άρχων της Bενένδου από μακρόν διάστημα της θαλάσσης, ευγήκεν εις το να προϋπαντήση τον του Kυρίου Aπόστολον, έχων μαζί του και τον Eπίσκοπον της πόλεως, και άλλους πολλούς κληρικούς και λαϊκούς. Φέρωντας δε μετά πολλής τιμής και ευλαβείας το άγιον λείψανον εις την πόλιν, απέθετο αυτό εις ένα τόπον σεβασμιώτατον, όπου ευρισκόμενον, ενεργεί καθ’ εκάστην διαφόρους ιατρείας και θαύματα τοις μετά πίστεως αυτώ προστρέχουσιν, εις δόξαν του υπεραγάθου Θεού1.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι εγκώμιον έπλεξεν εις την αποστολικήν κορυφήν του Bαρθολομαίου Nικήτας ο Pήτωρ, ου η αρχή· «Θερμός ο πόθος, αλλά αδρανής ο νους. Ζέων ο έρως, αλλ’ ευτελής ο λόγος». (Σώζεται δε εν τη Λαύρα, εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, και εν τω πέμπτω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου.) Γράφει δε ο Mελέτιος, τόμω β΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας, ότι επί του βασιλέως Λουδοβίκου, μετεκομίσθη το λείψανον του Aγίου τούτου Bαρθολομαίου, από την Λιπάραν νήσον, εις την Bενεβεντόν πόλιν της Iταλίας.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αυτός ο αληθινός άνθρωπος του Θεού, διδάσκαλος και κήρυκας του θείου Ευαγγελίου ο Κοσμάς, ήταν από την Αιτωλία, απ’ ένα μικρό χωριό πού ονομάζεται Μέγα Δένδρο· ήταν γιος ευσεβών γονέων, από τους οποίους ανατράφηκε και παιδαγωγήθηκε «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», κατά τον Απόστολο.
Όταν ήταν είκοσι χρονών, ίσως και περισσότερο, άρχισε να διδάσκεται γράμματα από τον ιεροδιάκονο Ανανία, τον ονομαζόμενο Δερβισάνο. Επειδή κατά τους χρόνους εκείνους άρχισε με μεγάλη φήμη και το σχολείο του Βατοπαιδίου στο Άγιον Όρος, πήγε σ’ εκείνο με πολλούς άλλους συμμαθητές του.
Εκεί απεφοίτησε με δάσκαλο τον Παναγιώτη Παλαμά· μετά διδάχτηκε και τη Λογική από το διδάσκαλο Νικόλαο Τζαρτζούλιο από το Μέτσοβο, ο όποιος διετέλεσε εκεί σχολάρχης μετά τον σοφότατο Ευγένιο.
Ενώ ήταν ακόμη λαϊκός και ονομαζόταν Κώνστας, στην εμφάνιση φαινόταν στολισμένος με την σεμνότητα του μοναχικού σχήματος και σε όλα αγωνιζόταν και εγύμναζε τον εαυτό του στην τέλεια άσκηση· επειδή δε πάλι η περίφημη εκείνη σχολή, όταν έφυγαν οι διδάσκαλοι της ερημώθηκε και κατήντησε όπως ήταν στην αρχή, τότε λοιπόν ο καλός Κώνστας αφού αναχώρησε από εκεί πήγε στην Ιερά Μονή Φιλόθεου και πρώτον μεν εκάρη μοναχός και με μεγάλη προθυμία προχώρησε στους αγώνες της μοναχικής ζωής.
Μετά από αυτό, επειδή η Μονή είχε ανάγκη από εφημέριο, μετά από έντονη προτροπή και παράκληση των πατέρων, χειροτονείται και Ιερομόναχος· είχε δε πολύ πόθο ο μακάριος στην καρδιά του, και όταν ακόμη ήταν κοσμικός, να ωφελήσει τους αδελφούς του Χριστιανούς από εκείνα πού έμαθε.
Και πολλές φορές έλεγε πώς οι αδελφοί μας χριστιανοί έχουν μεγάλη ανάγκη από τον λόγο του Θεού, και ότι έχουν χρέος εκείνοι πού σπουδάζουν να μη τρέχουν στα αρχοντικά και τις αυλές μεγάλων και να χαραμίζουν τις σπουδές τους, για να αποκτήσουν πλούτο και αξιώματα αλλά να διδάσκουν κυρίως τον κοινό λαό πού ζει με πολλή αγραμματοσύνη και βαρβαρότητα, για να αποκτήσουν ουράνιο μισθό και δόξα αμάραντη.
Άλλα παρόλο πού είχε τόσο πόθο και πολύς ζήλος άναβε στην Ιερά καρδιά του για την ωφέλεια των πολλών, όμως σκεπτόμενος πάλι πόσο μεγάλο και δύσκολο είναι το εγχείρημα του Αποστολικού κηρύγματος, σαν ταπεινόφρων και μέτριος πού ήταν, δεν τόλμησε από μόνος του να το επιχειρήσει χωρίς να καταλάβει την θεία θέληση· γι’ αυτό το λόγο θέλοντας να δοκιμάσει αν αυτό είναι θέλημα Θεού, ανοίγει την Άγια Γραφή και, ω του θαύματος!
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός. Κολικόντασι Βορείου Ηπείρου (18ος αι.)
Βρέθηκε μπροστά του το λόγιον του Αποστόλου πού λέγει· «μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου έκαστος» (Α’ Κορ. ι, 24), δηλαδή ας μη ζητεί κανείς μόνο το δικό του συμφέρον, αλλά και το συμφέρον του αδελφού του.
Αφού πήρε την πληροφορία λοιπόν από αυτό και φανέρωσε αυτό τον σκοπό του και σε άλλους πνευματικούς πατέρες και πήρε συγχώρεση από αυτούς, πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, για να συναντήσει τον αδελφό του Χρύσανθο, ο οποίος και του έδειξε τη ρητορική τέχνη για να μιλάει με κάποια μέθοδο.
Αφού φανέρωσε λοιπόν και στους εκεί ευλαβέστερους αρχιερείς και διδασκάλους τον ίδιο λογισμό του και αφού τους βρήκε όλους σύμφωνους και τον παρακίνησαν σ’ αυτό το θείο έργο, παίρνει εγγραφή άδεια από τον τότε Πατριάρχη Σεραφείμ από το Δέλβινο και έτσι άρχισε ο μακάριος να κηρύττει το Ευαγγέλιο της Βασιλείας των Ουρανών, πρώτα στις εκκλησίες και τα χωριά της Κωνσταντινούπολης· από εκεί πήγε στην Ναύπακτο, στο Βραχώρι, στο Μεσολόγγι και σε άλλους τόπους και πάλι επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη· και αφού συμβουλεύτηκε τον τότε Πατριάρχη Σωφρόνιο και πήρε απ’ αυτόν νέα αδεία και ευλογία, άρχισε να κηρύττει πάλι το λόγο του Ευαγγελίου με περισσότερη θερμότητα και ζήλο.
Και αφού λοιπόν περιηγήθηκε όλα τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και δίδαξε τους Χριστιανούς να μετανοούν και να κάνουν έργα άξια της μετανοίας, από εκεί γύρισε στο Άγιον Όρος κατά το έτος 1775 και αφού περιηγήθηκε τα εκεί μοναστήρια και σκήτες και δίδαξε τους πατέρες εκεί, έμεινε λίγο καιρό διαβάζοντας τα βιβλία των πατέρων.
Μη μπορώντας να υποφέρει περισσότερο από την αγάπη πού άναβε στην καρδιά του για την ωφέλεια των Χριστιανών (καθώς πολλές φορές ο ‘ίδιος έλεγε στους πατέρες), ανεχώρησε από το Άγιον Όρος, και αρχίζοντας από τα έξω χωριά πήγε κηρύττοντας στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια και σχεδόν σε όλη τη Μακεδονία· προχώρησε και στα μέρη της Χειμάρρας, Ακαρνανίας, Αιτωλίας έως και σ’ αυτή την Άρτα και την Πρέβεζα.
Από κει έπλευσε στην ‘Αγία Μαύρα και στην Κεφαλλονιά· και οπού αν πήγαινε ο τρισμακάριστος, γινόταν μεγάλη σύναξη των Χριστιανών, και άκουγαν με κατάνυξη και ευλάβεια τη χάρη και τη γλυκύτητα των λόγων του και ακολουθούσε μεγάλη πρόοδος και ψυχική ωφέλεια.
Ήταν δε η διδαχή του, καθώς και εμείς οι ίδιοι την ακούσαμε, απλούστατη, όπως και εκείνη των ψαράδων ήταν γαλήνιος και ησύχιος, και φαινόταν γενικά ότι ήταν γεμάτη από την χαρά του ιλαρού και ήσυχου Αγίου Πνεύματος· μάλιστα δε στο νησί της Κεφαλλονιάς μεγάλο καρπό ψυχικής ωφέλειας έκανε ο ιερός αυτός διδάσκαλος με τον σπόρο της διδασκαλίας του, αλλά και ο Θεός από ψηλά συνεργούσε και βεβαίωνε τα λόγια του με τα ακόλουθα σημεία και θαύματα, όπως κάποτε με τέτοια θαύματα βεβαίωνε και το κήρυγμα των ιερών Αποστόλων του· γιατί στο νησί αυτό ήταν ένας φτωχός ράφτης, ο όποιος είχε από πολλά χρόνια το δεξί χέρι παράλυτο· αυτός λοιπόν τρέχοντας στον Άγιο τον παρακαλούσε να τον θεραπεύση· ο δε Άγιος τον παρακίνησε να έλθη με ευλάβεια στην διδαχή του και ο θεός θα τον ευσπλαχνισθή. Υπάκουσε ο φτωχός και αφού άκουσε την διδαχή του, ω του θαύματος!
Την άλλη μέρα βρέθηκε τελείως θεραπευμένος· άλλος πάλι παράλυτος ακούγοντας αυτό το παράδοξο ζήτησε να τον πάνε με το κρεβάτι την ώρα της διδαχής του και μετά από λίγες μέρες έγινε και αυτός εντελώς υγιής, δοξάζοντας το θεό και ευχαριστώντας τον Άγιο.
Στο κάστρο της Άσσως ήταν ένας ευγενής, ο όποιος είχε φοβερή ασθένεια στα αυτιά, πριν πολλά χρόνια, δηλαδή είχε χάσει σχεδόν εντελώς την ακοή του· αυτός πηγαίνοντας με ευλάβεια και πίστη εκεί πού δίδασκε ο Άγιος, αμέσως άρχισε να ακούει καθαρά, και από τότε έμεινε θεραπευμένος.
Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός
Υπάρχει κάποιο χωριό στην Κεφαλλονιά πού ονομάζεται Κουρουνοί· από αυτό το χωριό περνώντας ο Άγιος καλοκαίρι δίψασε στο δρόμο και ζήτησε να του δώσουν νερό από το ξεροπήγαδο πού ήταν εκεί κοντά· οι άνθρωποι του είπαν ότι ήταν εύκαιρο, όμως για να κάνουν υπακοή, πήγαν και έβγαλαν από το βάθος του πηγαδιού νερό, γεμάτο από λάσπη και χώμα, και του το έφεραν και βάζοντας το στο στόμα του ήπιε λίγο, και από τότε ανέβλυσε παραδόξως το ξεροπήγαδο εκείνο νερό καθαρό και είναι πάντοτε γεμάτο και το χειμώνα και το καλοκαίρι και σε πολλές ασθένειες γίνεται ιαματικό.
Εξ αιτίας του πλήθους λαού, πού δεν τους χωρούσε καμία εκκλησία, εξ ανάγκης έκανε τη διδαχή του έξω στις πεδιάδες· για αυτό το λόγο συνήθιζε και οπού επρόκειτο να σταθή να διδάξη πρώτα έλεγε και κατασκεύαζαν ένα σταυρό ξύλινο μεγάλο και τον έστηναν εκεί· έπειτα ακουμπώντας πάνω στο ξύλο του Σταυρού το σκαμνί, το όποιο, όπως λέγουν, του το κατασκεύασε ως θρόνο ο Κούρτ Πασάς, ανέβαινε σ’ αυτό και δίδασκε.
Μετά τη διδαχή, το μεν σκαμνί το διέλυε και το έπαιρνε μαζί του, οπού κι αν πήγαινε ο δε Σταυρός έμενε εκεί σε παντοτινή ενθύμηση του κηρύγματος του.
Σε κείνους λοιπόν τους τόπους πού ήταν στημένοι οι σταυροί ενεργούσε ο θεός πολλά θαύματα, όπως στο μέσον του παζαριού στο Αργοστόλι, πού είναι η πρωτεύουσα της Κεφαλλονιάς, οπού άφησε ο Άγιος ένα τέτοιο Σταυρό, ανέβλυσε ένα θαυμαστό νερό, το οποίο φαίνεται μέχρι σήμερα, χωρίς να λιγοστεύει.
Από την Κεφαλλονιά πέρασε στη Ζάκυνθο και τον συνόδευαν περισσότερα από δέκα καΐκια γεμάτα από ευλαβείς Κεφαλλονίτες αλλά όμως εκεί δεν ευτύχησε ο ευλογημένος, γι’ αυτό, αφού δίδαξε μόνο λίγο εκεί, γύρισε πάλι στην Κεφαλλονιά και από εκεί πήγε στην Κέρκυρα, οπού τον δέχτηκαν όλοι με ευχαρίστηση και ιδιαίτερα ο ηγεμόνας του νησιού.
Επειδή όμως συγκεντρώθηκε πολύς κόσμος από τα χωριά για να ακούσουν τη διδαχή του Αγίου, οι προεστοί της πόλης, επειδή φοβήθηκαν τον φθόνο, τον παρακάλεσαν να φύγει το γρηγορότερο.
Και έτσι, για να μη γίνει αίτιος για σκάνδαλα και ταραχές στο λαό, έφυγε από εκεί και πήγε στο απέναντι μέρος της Στερεάς, δηλαδή της Αρβανιτιάς, πού ονομάζεται Άγιοι Σαράντα, και εκεί δίδασκε τους χριστιανούς, περνώντας και περιοδεύοντας εκείνες τις βαρβαρικές επαρχίες, στις όποιες κινδύνευε να χαθεί τελείως η ευσέβεια και η χριστιανική ζωή εξ αιτίας της μεγάλης αμάθειας πού είχαν οι χριστιανοί εκεί και των πολλών κακών και φόνων και ληστειών και πολλών άλλων παρανομιών στις όποιες είχαν επιδοθεί και ήσαν στην κακία σχεδόν χειρότεροι από τους ασεβείς.
Γι΄ αυτό λοιπόν στις χέρσες και εξαγριωμένες καρδιές αυτών των χριστιανών έσπειρε τον σπόρο του Θείου λόγου ο ιερός Κοσμάς και έκανε, με τη συνεργεία της θείας Χάριτος πολλούς και μεγάλους καρπούς, γιατί και τους άγριους ημέρωσε, τους ληστές καταπράυνε, τους άσπλαχνους και ανελεήμονες τους ανέδειξε ελεήμονες, τους ανευλαβείς τους έκανε ευλαβείς, τους αμαθείς και αγροίκους τους εμαθήτευσε στα θεία και τους έκανε να τρέχουν στις ιερές Ακολουθίες· και όλους γενικά τους αμαρτωλούς τους έφερε σε μεγάλη μετάνοια και διόρθωση, ώστε έλεγαν όλοι ότι στην εποχή τους φάνηκε ένας νέος Απόστολος.
Έκτισε παντού σχολεία με την διδασκαλία του και Ελληνικά και κοινά, τόσο στις πρωτεύουσες όσο και στα χωριά, για να πηγαίνουν σ’ αυτά τα παιδιά και να μαθαίνουν δωρεάν τα ιερά γράμματα και έτσι αφ’ ενός μεν να στερεώνονται στη πίστη και την ευσέβεια και αφ’ ετέρου να οδηγούνται στην ενάρετη ζωή και διαγωγή.
Έπεισε τους πλούσιους και αγόρασαν πάνω από τέσσερες χιλιάδες κολυμβήθρες μεγάλες και χαλκωματένιες προς δώδεκα γρόσια τη κάθε μια και τις αφιέρωσαν στην Εκκλησία, να βρίσκονται εκεί πάντοτε στη μνήμη τους, για να βαφτίζονται όπως πρέπει τα παιδιά των χριστιανών.
Επίσης έπεισε αυτούς πού είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν Πατερικά βιβλία και χριστιανικές διδασκαλίες, κομποσκοίνια, μικρά σταυρουδάκια και μαντήλες και χτένια, από τα όποια τα μεν βιβλία τα χάριζε σε εκείνους πού υπόσχονταν ότι θα μάθουν, τις δε μαντήλες (πάνω από σαράντα χιλιάδες) τις μοίραζε στις γυναίκες για να σκεπάζουν το κεφάλι τους, τα δε χτένια σε εκείνους πού έταζαν να αφήσουν γένια και να ζουν ενάρετα και χριστιανικά, τα δε κομβοσκοίνια και τα σταυρουδάκια (πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες) τα μοίραζε στο λαό, για να συγχωρούν τους αγοραστές.
Ο τάφος του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού στην Ιερά Μονή Εισοδίων της Θεοτόκου, Κολικόντασι Βορείου Ηπείρου
Είχε σαράντα η πενήντα Ιερείς πού τον ακολουθούσαν και όταν επρόκειτο να πάει από τη μια περιοχή στην άλλη, παράγγελνε πρώτα στους χριστιανούς να εξομολογηθούν, να νηστέψουν και να κάνουν αγρυπνία με πολλή φωτολαμψία· γι’ αυτό είχε κατασκευασμένα ξύλινα μανουάλια, πού χωρούσαν το καθένα από εκατό κεριά, τα όποια τα διέλυε και τα έπαιρνε μαζί του.
Έπειτα μοιράζοντας σε όλους κεριά δωρεάν, έβαζε τους ιερείς και διάβαζαν το Άγιο Ευχέλαιο και εχρίοντο όλοι οι χριστιανοί και στο τέλος έκανε το κήρυγμα· επειδή τον ακολουθούσε πολύς λαός, δύο και τρεις χιλιάδες, πρόσταζε από το βράδυ και ετοίμαζαν πολλά σακιά ψωμί και καζάνια βρασμένο σιτάρι, έπειτα το πήγαινε έξω στο δρόμο εκεί απ’ οπού θα περνούσε ο λαός και έτσι έπαιρναν όλοι από εκείνα και συγχωρούσαν ζωντανούς και πεθαμένους.
Έκανε δε ο Θεός δια του Άγιου και εκεί στην Αλβανία, όπως και σε άλλες περιοχές, θαύματα· ένας Τούρκος αξιωματικός η από τους Εβραίους η από τον δαίμονα παρακινημένος ένοιωσε τόσο μίσος κατά του Άγιου, ώστε μια φορά όπως ήταν πάνω στο άλογο του, έτρεχε για να τον φτάσει και να τον κακοποιήσει, αλλά τρέχοντας το άλογο τον έριξε κάτω και έσπασε το δεξί του πόδι και γυρίζοντας στο σπίτι βρήκε το γιο του νεκρό· μετά από αυτό μετανόησε και έστειλε γράμμα στον Άγιο και του ζήτησε συγνώμη.
Από τις Φιλιάτες οι πρώτοι αγάδες πήγαν, για να δουν τον Άγιο και να ακούσουν την διδαχή του, και επειδή ήταν καλοκαίρι, κοιμήθηκαν έξω στον κάμπο και κατά τις πέντε τα χαράματα είδαν ένα ουράνιο φως, σαν σύννεφο, πού σκέπαζε τον τόπο εκείνο, πού καθόταν ο Άγιος και αυτό το διηγούνταν στους χριστιανούς· γι’ αυτό το πρωί του ζητούσαν να τους δώσει την ευχή του ο Άγιος από την καρδιά του και όχι από τα χείλη του.
Η υπογραφή του Αγίου Κοσμά λίγο προ του μαρτυρίου του
Άλλος πάλι Τούρκος αξιωματικός από την Καββαία, είχε φοβερή ασθένεια φιάγγου , δεν μπορούσε δηλ. να ούρηση· αυτός ακούγοντας για τον Άγιο έστειλε τον δούλο του παρακαλώντας τον να πάη εκεί για να τον ευχηθή και μέσω αυτού ίσως ο θεός να τον ιατρεύση.
Ο Άγιος δεν θέλησε να πάη ονομάζοντας τον εαυτό του αμαρτωλό· πάλι έστειλε ο Τούρκος τον δούλο του με ένα αγγείο νερό παρακαλώντας τον Άγιο να του το ευλόγηση· τότε βλέποντας τη μεγάλη ευλάβεια του Τούρκου ο Άγιος του παρήγγειλε να κάνει δύο πράγματα, να μη πίνη ρακί και να μοιράση το ένα τρίτο του πλούτου του στους φτωχούς, και αφού υποσχέθηκε να τα κάνη αυτά, ευλόγησε το νερό και πίνοντας το ο ασθενής σε τέσσερις μέρες θεραπεύτηκε τελείως και έκτοτε έκανε μεγάλες ελεημοσύνες.
Στον τόπο πού λέγεται Λυκουρίσι, ένας Τούρκος εξουσιαστής του τόπου βλέποντας τον σταυρό πού άφησε εκεί ο Άγιος, όταν δίδαξε, καθώς είχε συνήθεια, όπως προείπαμε, βλέποντας αυτόν λέγω, τον έβγαλε από τον τόπο του και τον έφερνε στο σπίτι του για να κάνη δύο στύλους του κρεββατιού, πού είχε στην δραγάτα του, αλλά αμέσως, ω του θαύματος!
Γίνεται σαν ένας φοβερός σεισμός, και μη μπορώντας να σταθή στα πόδια του έπεσε στη γη κυλιόμενος πολλή ώρα και αφρίζοντας και τρίζοντας τα δόντια του σαν δαιμονισμένος· υστέρα δε, αφού τον σήκωσαν δύο Τούρκοι πού περνούσαν από κει και αφού συνήλθε, κατάλαβε πώς αυτό το έπαθε από θεϊκή οργή, για την τόλμη πού είχε και έβγαλε τον τίμιο σταυρό· γι’ αυτό μόνος του τον πήγε και τον στερέωσε πάλι στον τόπο πού ήταν πρωτύτερα, και κάθε μέρα πήγαινε και τον φιλούσε με μεγάλη ευλάβεια.
Και μία άλλη φορά πού πέρασε από εκεί ο ιερός διδάσκαλος, έτρεξε αυτός ο ίδιος Τούρκος να τον προσκύνηση και διηγείτο με παρρησία μπροστά σε όλους το θαύμα και ζητούσε ταπεινά συγγνώμη.
Επειδή δε ο Άγιος ήλεγχε τις γυναίκες εκείνες πού φορούσαν στολίδια και τις έπεισε με την διδασκαλία του να τα βγάλουν όλα τόσο πού και μερικές φόρεσαν μαύρα.
Μια γυναίκα πλούσια στην Κόριζα είχε ένα παιδί, του οποίου στόλιζε το κεφάλι με πολλά φλουριά και άλλα περιττά στολίδια· αυτή την γυναίκα την συμβούλευσε πολλές φορές ο Άγιος να τα μοιράση αυτά στα φτωχά παιδιά, αν θέλη να ζήση το παιδί της, αλλά δεν υπάκουσε· τέλος της λέγει ότι, αν δεν βγάλη από το παιδί της τα στολίδια, θα το στερηθή γρήγορα· και επειδή ούτε τότε πείσθηκε, την επομένη ήμερα βρήκε το παιδί της πεθαμένο στο στρώμα και τότε κατάλαβε ότι για την απείθεια της ο Θεός την παιδαγώγησε.
Πάλι, επειδή ο Άγιος οπού πήγαινε δίδασκε τους Χριστιανούς να μη κάνουν παζάρια την Κυριακή ούτε άλλες εργασίες, αλλά να πηγαίνουν στις Εκκλησίες για να κάνουν Ιερές Ακολουθίες και θεία λόγια, όσοι τον παρήκουον, ο Θεός τους παιδαγωγούσε με διάφορα παιδευτήρια· σ’ έναν τόπο πού λέγεται Χαλκιάδες, περίπου μια ώρα από την Άρτα, ένας πραματευτής, επειδή παρήκουσε και τόλμησε να πραγματευτή την Κυριακή, αμέσως ξεράθηκε το χέρι του· έτρεξε προς τον Άγιο και του ζήτησε συγγνώμη για την αμαρτία του και μετά από λίγες μέρες θεραπεύτηκε.
Ομοίως και στην Πάργα, κάποιος πού είχε εργαστήριο, επειδή θέλησε να πούληση ένα μικρό πράγμα την Κυριακή, πιάστηκε το χέρι του· αφού ομολόγησε την αμαρτία του μπροστά στον Άγιο και αφού νουθετήθηκε απ’ αυτόν έλαβε συγχώρηση και ταυτόχρονα την ποθούμενη θεραπεία του χεριού του.
Στο Ξηρόμερον έτυχε μία γυναίκα και ζύμωσε την Κυριακή, και αφού έβγαλε το ψωμί από τον φούρνο το βρήκε κόκκινο σαν να το είχε ζυμώσει με αίμα· και αφού έπεσε στα πόδια του Αγίου μετανόησε και συγχωρέθηκε.
Σε άλλα μέρη δε, επειδή δεν φυλάχθηκε ο πρέπων σεβασμός την Κυριακή, άλλου έσκασε το βόδι του, άλλου το μουλάρι του και άλλος δαιμονίστηκε και άλλος βρήκε το παιδί του πεθαμένο.
Σ’ ένα άλλο χωριό της Καστοριάς, πού ονομάζεται Σέλτζα, μία γυναίκα πού είχε ευλάβεια στον Άγιο πήρε το νερό με το όποιο κάποτε έπλυνε το πρόσωπο του ο Άγιος και το φύλαξε σε γυάλινο αγγείο και, ω του θαύματος!
Μέσα σ’ αυτό φύτρωσε ένα χορτάρι με δύο φύλλα μόνο, το όποιο έγινε μεγάλο, όσο ήταν το αγγείο και έπλεε πάνω στο νερό χωρίς να έχη ρίζα και δεν άλλαξε καθόλου το χρώμα του, αλλά έμεινε δροσερό για ένα ολόκληρο χρόνο, ώστε το θαύμαζαν όλοι όσοι το έβλεπαν και αυτό το νερό έκανε πολλές θεραπείες σε πολλούς καθώς έλεγε αυτή η ευλαβής γυναίκα.
Αυτά και άλλα περισσότερα ενήργησε δια του Άγιου ο θεός, τα οποία εμείς χάριν συντομίας τα αφήνουμε.
Επειδή δε ο Άγιος πολλές φορές έλεγε φανερά στη διδαχή του, ότι προσκαλέστηκε στο κήρυγμα του Ευαγγελίου από αυτό τον ίδιο τον Ιησού Χριστό και για την αγάπη Αυτού πρόκειται να χύση το αίμα του, τελικά πραγματοποιήθηκε η προφητεία του αυτή.
Πραγματοποιήθηκε δε ως εξής:
Ο αποστολικός αυτός διδάσκαλος ποτέ δεν άνοιξε το στόμα του να πη λόγο εναντίον των Εβραίων ούτε στην Θεσσαλονίκη, ούτε στην Καστοριά, ούτε στα Ιωάννινα, ούτε σε κανένα άλλο μέρος, οπού υπήρχαν Εβραίοι, αλλά μόνο τους χριστιανούς εδίδασκε να πολιτεύονται σαν χριστιανοί και να φυλάττουν αλήθεια και εμπιστοσύνη προς τους εξουσιαστές πού τους έδωσε ο θεός· οι ίδιοι οι Αρβανίτες πηγαίνοντας εκεί πού δίδασκε, στις έξω πεδιάδες, τα άκουγαν από το στόμα του και σαν άνθρωπο του Θεού τον εκήρυτταν, τόσο πού και ο Κούρτ Πασάς ακούγοντας την καλή του φήμη διέταξε και ήλθε μπροστά του και τόσο καλά του άρεσε η ομιλία του ώστε και το σκαμνί εκείνο, πού προείπαμε του κατασκεύασε και με κατιφέ το έντυσε για να ανεβαίνει σ’ αυτό και να διδάσκη από ψηλά τους λαούςαλλά το παμπόνηρο και μιαρότατο τούτο γένος των μισοχρίστων Εβραίων, καθώς και στους περασμένους αιώνες έδειξε πάντοτε άκρα κακία εναντίον των χριστιανών έτσι και τώρα μη υποφέροντας να κηρύττεται η Πίστις και το Ευαγγέλιο του Ιησού Χρίστου, οι Εβραίοι πού κατοικούν στα Ιωάννινα πήγαν οι θεοήλατοι και είπαν στον Πασά του τόπου πώς ο Ιερός αυτός Κοσμάς ήταν απεσταλμένος από τους Μοσκόβους (Ρώσους) για να παραπλανά τον βασιλικό ραγιά να πηγαίνουν στην Μοσκοβία (Ρωσία)· αλλά αυτόν μεν η θεία Πρόνοια τότε τον διεφύλαξε από την θανατηφόρο αύτη επιβουλή, προξενήθηκε όμως αρκετή ζημία χρημάτων στους χριστιανούς· γι’ αυτό λοιπόν ο Άγιος Κοσμάς άρχισε να στηλιτεύη την πονηρία και το αδιάλλακτον μίσος πού έχουν κατά των χριστιανών οι Εβραίοι, και επειδή φανερά αποδείχθηκε πώς ήταν πλαστή και σαφής συκοφαντία εκείνη η κατηγορία, πού έκαναν στον Πασά πάλι πήγε στα Ιωάννινα και πρώτον μεν έπεισε τους Χριστιανούς να αλλάξουν το κοινό παζάρι από την Κυριακή στο Σάββατο, το όποιο τους προξένησε μεγάλη φθορά· δεύτερον τους εκήρυξε φανερούς εχθρούς και ότι είναι έτοιμοι κάθε καιρό να κάνουν κάθε κακό στους χριστιανούς· τρίτον θέλοντας να βγάλη από τα κεφάλια των χριστιανών τις μακρυές φούντες και τα τοιαύτα, τα όποια όλα τα αγόραζαν από τους Εβραίους, τους εδίδασκε πώς είναι ακάθαρτα, ότι επί τούτου για τους χριστιανούς οι θεοκτόνοι τα μολύνουν και να μη τα αγοράζουν καθόλου και λοιπόν μη υποφέροντας πλέον να βλέπουν και να ακούν τον Άγιο να τους ελέγχη, πήγαν στον Κούρτ Πασά και του έδωσαν πολλά πουγκιά, για να τον βγάλη από την ζωή· αυτός δε αφού συνεννοήθηκε με τον χότζα του αποφάσισε να τον θανάτωση το όποιον και έγινε με τέτοιο τρόπο:
Είχε συνήθεια ο Άγιος, οπού και αν πήγαινε να διδάξη, να παίρνη πρώτα την άδεια από τον αρχιερέα του τόπου η από τους επιτρόπους του· όπως επίσης να στέλνη ανθρώπους χριστιανούς να παίρνουν αυτή την άδεια και από τους εξωτερικούς εξουσιαστές και έτσι εκήρυττε ανεμπόδιστα.
Πηγαίνοντας λοιπόν σ’ ένα χωριό της Αλβανίας, λεγόμενο Κολικόντασι, πήρε την άδεια από τον αρχιερέα του τόπου, ρωτώντας δε για τους εξωτερικούς εξουσιαστές και μαθαίνοντας ότι τους τόπους εκείνους ώριζε ο Κούρτ Πασάς, ο όποιος καθόταν σ’ ένα χωριό πού ονομαζόταν Μπεράτι, δώδεκα ώρες μακρυά, μαθαίνοντας δε ότι ο χότζας του ίδιου πασά έμενε εκεί κοντά, έστειλε άνθρωπο και πήρε την άδεια και δίδαξε, όμως δεν ευχαριστήθηκε, αλλά ζήτησε να πάη μόνος του ο ίδιος στον χότζα και να πάρη άδεια για περισσότερη ασφάλεια.
Οι χριστιανοί όμως τον εμπόδισαν λέγοντας του ότι ποτέ δεν έκανε τέτοιο πράγμα, να πάη δηλαδή αυτοπροσώπως στους Αγαρηνούς εξουσιαστές να πάρη άδεια· όμως δεν μπόρεσαν τελικά να τον εμποδίσουν ο Άγιος λέγοντας τους να μην επιμένουν περισσότερο, παίρνει μαζί του τέσσερις μοναχούς και έναν παπά για δραγουμάνο (μεταφραστή) και πηγαίνει στον χότζα.
Ο χότζας του λέει πώς έχει γράμμα από τον Κούρτ Πασά, ο όποιος ορίζει να τον στείλει σ’ αυτόν για να συνομιλήσουν γι’ αυτό τον λόγο διέταξε τους ανθρώπους του να φυλάγουν τον Άγιο μέχρι να τον στείλει στον Πασά και να μην αφήσουν να βγή από την αυλή του.
Τότε κατάλαβε δ ευλογημένος διδάσκαλος πώς σκοπεύουν να τον θανατώσουν εδόξασε και ευχαρίστησε τον Δεσπότη Χριστό που τον αξίωσε να τελείωση τον δρόμο του Αποστολικού κηρύγματος με μαρτύριο· έπειτα, αφού στράφηκε προς τους μοναχούς πού τον συνόδευαν, τους λέγει εκείνο το ψαλμικό «διήλθομεν δια πυρός και ύδατος και εξήγαγες ημάς εις αναψυχήν»· και όλη εκείνη την νύκτα δοξολογούσε με ψαλμούς τον Κύριο, χωρίς να δείξη κανένα σημάδι λύπης για την στέρηση της ζωής του, αλλά πιο πολύ φαινόταν χαριτωμένος στο πρόσωπο σαν να πήγαινε σε χαρές και ξεφαντώματα.
Αφού δε ξημέρωσε, τον πήραν επτά δήμιοι Αγαρηνοί και τον έβαλαν πάνω σ’ ένα άλογο, προσποιούμενοι τάχα πώς τον πηγαίνουν στον Κούρτ Πασά, αλλά όταν απομακρύνθηκαν απόσταση περίπου δύο ωρών, τον έφεραν εκεί πού έτρεχε ένας μεγάλος ποταμός και έτσι οδηγώντας αυτόν του φανέρωσαν την προσταγή πού είχαν από τον Κούρτ Πασά να τον θανατώσουν.
Ο Άγιος δέχτηκε με χαρά την εναντίον του απόφαση και αφού γονάτισε προσευχήθηκε στο θεό ευχαριστώντας και δοξάζοντας αυτόν πού για την αγάπη του θυσιάζει την ζωή του, όπως επιθυμούσε πάντοτε η ψυχή του· έπειτα αφού σηκώθηκε ευλόγησε σταυροειδώς τα τέσσερα μέρη του κόσμου και ευχήθηκε για όλους τους χριστιανούς πού εφαρμόζου τις διδαχές του· οι δε δήμιοι τον έβαλαν κοντά σε ένα δένδρο και θέλησαν να δέσουν τα χέρια του, αλλά ο Άγιος δεν τους άφησε λέγοντας τους ότι δεν αντιστέκεται, αλλά κρατεί σταυρωμένα τα χέρια του σαν να του τα είχαν δέσει· έπειτα ακούμπησε το ιερό κεφάλι του στο δέντρο και έτσι τον έδεσαν οι βάρβαροι από τον λαιμό με ένα σχοινί και αμέσως μόνο πού τον έσφιξαν, πέταξε το θειο πνεύμα του στα ουράνια και έτσι αξιώθηκε ο τρισμακάριστος Κοσμάς, ο κοινωφελέστατος εκείνος άνθρωπος, του κόσμου ο κόσμος ο ευκοσμότατος, να λαβή διπλούς τους στεφάνους από τον Κύριο, και ως ισαπόστολος και ως ιερομάρτυς, ενώ ήταν στην ηλικία 65 χρόνων.
Το δε τίμιο λείψανο του, αφού το γύμνωσαν οι δήμιοι το έσυραν και το έρριξαν στο ποτάμι με μια μεγάλη πέτρα στο λαιμό· οι δε χριστιανοί, όταν το έμαθαν αυτό, έτρεξαν αμέσως να τον βγάλουν και ενώ έψαξαν με δίκτυα και με άλλους τρόπους, δεν μπόρεσαν να το βρουν.
Μετά από τρεις μέρες ένας ιερέας ευλαβής, παπα Μάρκος ονομαζόμενος, εφημέριος του μοναστηρίου της Υπεραγίας Θεοτόκου των Εισόδων, του επωνομαζομένου Αρδεβούσης, πού βρίσκεται κοντά το χωριό Κολικόντασι· αυτός, λέγω, μπαίνοντας στο μονόξυλο και κάνοντας το σταυρό του, πήγε για να ερευνήση και αμέσως, ώ του θαύματος!
Βλέπει το Άγιον λείψανο πού έπλεε πάνω στο νερό και στεκόταν όρθιο, σαν να ήταν ζωντανό· τρέχει αμέσως και το αγκαλιάζει και το βγάζει από το νερό και καθώς το σήκωσε, έτρεξε αίμα πολύ από το μελίρρυτο στόμα του Άγιου μέσα στον ποταμό, και αφού το έντυσε με το ράσο του, το έφερε στο μοναστήρι της Θεοτόκου, πού είπαμε παραπάνω, και το ενταφίασε με τιμή πίσω από το Άγιο Βήμα.
Μετά δε το θάνατο του Άγιου ακολούθησαν τα εξής: Ο Κούρτ Πασάς μετανόησε πολύ γιατί γελάστηκε και για μάταιο κέρδος θανάτωσε τέτοιο αθώο και ειρηνικό άνθρωπο· γι’ αυτό το λόγο ειδοποίησε το χότζα του να αφήση τους μοναχούς του Άγιου πού τους κρατούσαν, να πάνε στο παραπάνω μοναστήρι της Θεοτόκου και να ζουν εκεί· εκείνοι, πηγαίνοντας βρήκαν ενταφιασμένο το Άγιο λείψανο και για να πάρουν περισσότερη πληροφορία του μαρτυρίου του το ξέθαψαν μαζί με άλλους Ιερείς και χριστιανούς· και παρόλο πού ήταν τρεις μέρες μέσα στον ποταμό, καθώς ο Ιωνάς μέσα στην κοιλιά του κήτους, όμως καμμιά διαφορά η δυσωδία δεν είχε, αλλά ευωδίαζε όλο και φαινόταν σαν να κοιμάται, και αφού το ασπάστηκαν με ευλάβεια, πάλι το ενταφίασαν την ώρα δε εκείνη έτυχε να βρεθή εκεί μία δαιμονισμένη γυναίκα, η οποία, από μακρυνούς τόπους ακλουθούσε τον Άγιο όταν ζούσε, ποθώντας την θεραπεία της και καθώς είδε ότι άνοιξαν τον τάφο του αγίου, την ετάραξε δυνατά το δαιμόνιο και υστέρα από λίγη ώρα θεραπεύτηκε τελείως δοξάζοντας τον Άγιο.
Ένας από τους Αγαρηνούς πού θανάτωσαν τον Άγιο, πήρε το επανοκαλύμμαυχό του και γυρίζοντας στον χότζα το έβαλε στο κεφάλι του και περιγελούσε τον Άγιο, και αμέσως δαιμονίστηκε, έβγαλε τα ρούχα του και έτρεχε φωνάζοντας πώς αυτός θανάτωσε τον ασκητή· όταν το έμαθε αυτό ο Πασάς, διέταξε και τον έβαλαν στη φυλακή και εκεί κακώς ο κακός ξεψύχησε.
Αφού έκανε την τελευταία διδαχή ο Άγιος στο χωριό πού προαναφέραμε, στο Κολικόντασι, άφησε εκεί ένα σταυρό κατά τη συνήθεια του στημένο στη γη, και μετά το θάνατο του έβλεπαν οι χριστιανοί ουράνιο φως πού έλαμπε στο σταυρό κάθε νύκτα· την ημέρα της Υψώσεως του Σταυρού πήγαν οι ιερείς με τον λαό πήραν τον σταυρό εκείνο και με ευλάβεια τον λιτάνευσαν και τον έβαλαν πίσω από το βήμα κοντά στον τάφο του Άγιου σε παντοτινή ενθύμηση του θαύματος.
Αφού δε μερικοί από τους μαθητές του ελευθερώθηκαν τελείως από τον Κούρτ Πασά, έκαναν ανακομιδή του λειψάνου του Άγιου και μερικοί από αυτούς πήραν μέρη από αυτό και διασκορπίστηκαν σε διάφορους τόπους, και πολλοί ασθενείς δια των αγίων εκείνων λειψάνων έλαβαν την υγεία τους.
Και μάλιστα στη νήσο Νάξο πού πήγαιναν δύο μαθητές του Άγιου για να αναγγείλουν τα περί Μαρτυρίου αυτού στον εκεί Σχολάρχη ιεροδιδάσκαλο Χρύσανθο, τον αδελφό του ιερομάρτυρος, έτυχε να έχουν μαζί τους μερικές τρίχες από τα γένια του Αγίου, τις οποίες παίρνοντας με ευλάβεια μια γυναίκα από το καλούμενο Νεοχώρι, η οποία βρισκόταν σε πολύ βαριά και θανατηφόρο ασθένεια, ώ του θαύματος! Αμέσως αισθάνθηκε στον εαυτό της μια υπερφυσική δύναμη, δια της οποίας μετά από λίγο θεραπεύτηκε εντελώς.
Άλλα και πολλές στείρες γυναίκες παίρνοντας σε διάστημα σαράντα ημερών χώμα από τον τάφο του Αγίου με ευλάβεια και πίστη πέτυχαν το αίτημα τους, δηλαδή να αποκτήσουν τέκνα με τη χάρη του Χρίστου και δια πρεσβειών του Άγιου Του Ιερομάρτυρος Κοσμά, με τις πρεσβείες του οποίου είθε να αξιωθούμε της Βασιλείας των Ουρανών. Αμήν.
Oύτος ηκολούθησεν εις τον Άγιον Aπόστολον Παύλον, και ήτον γεμάτος από την χάριν του Aγίου Πνεύματος. Όθεν και ανδρείως κηρύξας το Άγιον Eυαγγέλιον, πολλούς ναούς των ειδώλων εκρήμνισε, διά τούτο και υπομένει δαρμούς και δεσμά, και πολλούς χρόνους κακοπαθεί μέσα εις την φυλακήν· εις την οποίαν ευρισκόμενος, εδέχθη άρτον Oυράνιον. Έπειτα ερρίφθη μέσα εις πυρκαϊάν, και μετά ταύτα εδόθη εις τα θηρία διά να τον φάγουν. Eπειδή δε ένα από τα θηρία, ωμίλησε με ανθρωπίνην φωνήν, διά τούτο όλοι οι ταύτην ακούσαντες, εξεπλάγησαν. Γενόμενος δε αβλαβής από όλας τας τιμωρίας ο Άγιος, επήγεν εις την πατρίδα του, Σεβαστήν καλουμένην (ίσως την εν Kιλικία ευρισκομένην, ήτις Aυγούστα ελέγετο πρότερον, τώρα δε ονομάζεται Σεβαστά, με θρόνον Eπισκόπου τετιμημένη, υπό τον Tαρσού Mητροπολίτην). Άγγελος δε Kυρίου επροπορεύετο έμπροσθέν του, και εδυνάμονεν αυτόν. Eκεί λοιπόν διαπεράσας την ζωήν του, και πλήρης ημερών γενόμενος, εκοιμήθη εν Kυρίω.
Mνήμη του Aγίου Μάρτυρος Τατίωνος
Έλξει μετρήσας πολλά πολλά γης πλέθρα,
Eδέμ λάβης άμετρα πλέθρα Tατίων.
Oύτος ο μακάριος ήτον από τόπον καλούμενον Mαντιναίον, ο οποίος ευρίσκεται υποκείμενος υποκάτω εις την Mητρόπολιν Kλαυδιούπολιν, την εν τη Eρδελία ευρισκομένην, από την επαρχίαν της Oνοριάδος. Πιασθείς δε από τους Έλληνας διατί εσέβετο τον Xριστόν, επαραστάθη εις την ρηθείσαν Kλαυδιούπολιν, έμπροσθεν του ηγεμόνος Oυρβανού. Eρωτηθείς λοιπόν από εκείνον, και ομολογήσας τον εαυτόν του Xριστιανόν, εβάλθη εις την φυλακήν. Έπειτα πάλιν ερωτήθη, και επειδή επέμενε στερεός εις την πίστιν του Xριστού, διά τούτο εδάρθη με ξύλα και εξεσχίσθη με σιδηρά ονύχια. Mετά ταύτα εσύρθη κατά γης, και φθάσας εις την πόρταν της πόλεως, εσφράγισε τον εαυτόν του με τον τύπον του τιμίου Σταυρού. Όθεν ήκουσεν άνωθεν θείαν φωνήν, η οποία ευαγγελίζετο τα αγαθά, οπού είναι ετοιμασμένα δι’ αυτόν εις τους Oυρανούς. Kαι ούτω παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού, εξ ου έλαβε και τους στεφάνους της αθλήσεως.
Mνήμη του Oσίου Πατρός ημών και Oμολογητού Γεωργίου του Λιμνιώτου
Kοινώ τελευτών Γεώργιος τω τέλει,
Σημείον άθλου ρίνα τμηθείσαν φέρει.
Oύτος ο μακάριος Γεώργιος εκ νεαράς ηλικίας ηγάπησε την μοναδικήν ζωήν, όθεν και εδιάτριβεν εις τα βουνά του Oλύμπου. Aφ’ ου δε εμεταχειρίσθη πολλούς αγώνας, παρρησία ωμολόγησε την ευσέβειαν και Oρθοδοξίαν, κατά τους χρόνους Λέοντος του Iσαύρου, όστις ετζάκιζε τας αγίας Eικόνας, και έκαιε τα λείψανα των Aγίων, εν έτει ψιϛ΄ [716]. Eλέγξας λοιπόν ούτος την αθεότητα και δυσσέβειαν του τυράννου, και την αληθή πίστιν και την των αγίων εικόνων προσκύνησιν ανακηρύξας, έπαθε πολυειδή βάσανα εις το βαθύτατον γήρας του, επειδή και τότε ήτον χρόνων εννενηνταπέντε. Tελευταίον δε, έκοψαν αυτού την μύτην και έκαυσαν την τιμίαν του κεφαλήν. Tαύτα δε υπέμεινεν ανδρείως ο αοίδιμος. Όθεν ευχαριστών τω Θεώ και προσευχόμενος, παρέδωκε την ψυχήν του εις χείρας Θεού.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)