Την Κυριακή, 29 Ιουνίου 2025 και ώρα 07:00 π.μ., στον ιερό ναό του Αγίου Γεωργίου, στην κοινότητα Ποτάμι, με την ευκαιρία της εορτής των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, θα τελεσθεί πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Ποτάμι – Ιερός Ναός Αγίου Γεωργίου: Θεία Λειτουργία επί τη μνήμη των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου, προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου (29 Ιουνίου 2025)
Ἀποστολικὸ καὶ Εὐαγγελικὸ Ἀνάγνωσμα: Τετάρτη 11 Ἰουνίου 2025

Σημείωση – Οἱ πληροφορίες σχετικὰ μὲ τίς περικοπὲς τῶν Ἀποστόλων καὶ τῶν Εὐαγγελίων, ἀντλοῦνται ἐκ τῶν Τυπικῶν Διατάξεων τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ)
Πράξεων τῶν Ἀποστόλων τὸ Ἀνάγνωσμα
12:25; 13:1-12
Ἐν ταῖς ἡμέραις ἐκείναις, Βαρνάβας καὶ Σαῦλος ὑπέστρεψαν ἐξ ῾Ιερουσαλὴμ πληρώσαντες τὴν διακονίαν, συμπαραλαβόντες καὶ ᾿Ιωάννην τὸν ἐπικληθέντα Μᾶρκον. Ἦσαν δέ τινες ἐν ᾿Αντιοχείᾳ κατὰ τὴν οὖσαν ἐκκλησίαν Προφῆται καὶ διδάσκαλοι, ὅ τε Βαρνάβας καὶ Συμεὼν ὁ ἐπικαλούμενος Νίγερ, καὶ Λούκιος ὁ Κυρηναῖος, Μαναήν τε ῾Ηρῴδου τοῦ τετράρχου σύντροφος καὶ Σαῦλος. Λειτουργούντων δὲ αὐτῶν τῷ Κυρίῳ καὶ νηστευόντων εἶπε τὸ Πνεῦμα τὸ ῞Αγιον· ἀφορίσατε δή μοι τὸν Βαρνάβαν καὶ τὸν Σαῦλον εἰς τὸ ἔργον ὃ προσκέκλημαι αὐτούς. Τότε νηστεύσαντες καὶ προσευξάμενοι καὶ ἐπιθέντες αὐτοῖς τὰς χεῖρας ἀπέλυσαν. Οὗτοι μὲν οὖν ἐκπεμφθέντες ὑπὸ τοῦ Πνεύματος τοῦ ῾Αγίου κατῆλθον εἰς τὴν Σελεύκειαν, ἐκεῖθέν τε ἀπέπλευσαν εἰς τὴν Κύπρον, καὶ γενόμενοι ἐν Σαλαμῖνι κατήγγελλον τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ ἐν ταῖς συναγωγαῖς τῶν ᾿Ιουδαίων· εἶχον δὲ καὶ ᾿Ιωάννην ὑπηρέτην. Διελθόντες δὲ τὴν νῆσον ἄχρι Πάφου εὗρόν τινα μάγον ψευδοπροφήτην ᾿Ιουδαῖον ᾧ ὄνομα Βαριησοῦς, ὃς ἦν σὺν τῷ ἀνθυπάτῳ Σεργίῳ Παύλῳ, ἀνδρὶ συνετῷ. Οὗτος προσκαλεσάμενος Βαρνάβαν καὶ Σαῦλον ἐπεζήτησεν ἀκοῦσαι τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ· ἀνθίστατο δὲ αὐτοῖς ᾿Ελύμας ὁ μάγος – οὕτω γὰρ μεθερμηνεύεται τὸ ὄνομα αὐτοῦ – ζητῶν διαστρέψαι τὸν ἀνθύπατον ἀπὸ τῆς πίστεως. Σαῦλος δέ, ὁ καὶ Παῦλος, πλησθεὶς Πνεύματος ῾Αγίου καὶ ἀτενίσας πρὸς αὐτὸν εἶπεν· ὦ πλήρης παντὸς δόλου καὶ πάσης ῥᾳδιουργίας, υἱὲ διαβόλου, ἐχθρὲ πάσης δικαιοσύνης, οὐ παύσῃ διαστρέφων τὰς ὁδοὺς Κυρίου τὰς εὐθείας; καὶ νῦν ἰδοὺ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ σέ, καὶ ἔσῃ τυφλὸς μὴ βλέπων τὸν ἥλιον ἄχρι καιροῦ. Παραχρῆμα δὲ ἔπεσεν ἐπ᾿ αὐτὸν ἀχλὺς καὶ σκότος, καὶ περιάγων ἐζήτει χειραγωγούς. Τότε ἰδὼν ὁ ἀνθύπατος τὸ γεγονὸς ἐπίστευσεν, ἐκπλησσόμενος ἐπὶ τῇ διδαχῇ τοῦ Κυρίου.
ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΑΓΙΟΥ ΤΗΣ ΗΜΕΡΑΣ (ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΒΑΡΝΑΒΑ)
Ἐκ τοῦ κατὰ Λουκᾶν
10: 16-21
Εἶπεν ὁ Κὐριος τοῖς ἑαυτοῦ μαθηταῖς· Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ· ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με. ῾Υπέστρεψαν δὲ οἱ ἑβδομήκοντα μετὰ χαρᾶς λέγοντες, Κύριε, καὶ τὰ δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου. Εἶπεν δὲ αὐτοῖς, ᾽Εθεώρουν τὸν Σατανᾶν ὡς ἀστραπὴν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ πεσόντα. Ἰδοὺ δέδωκα ὑμῖν τὴν ἐξουσίαν τοῦ πατεῖν ἐπάνω ὄφεων καὶ σκορπίων, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν δύναμιν τοῦ ἐχθροῦ, καὶ οὐδὲν ὑμᾶς οὐ μὴ ἀδικήσῃ. Πλὴν ἐν τούτῳ μὴ χαίρετε ὅτι τὰ πνεύματα ὑμῖν ὑποτάσσεται· χαίρετε δὲ ὅτι τὰ ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς. ᾽Εν αὐτῇ τῇ ὥρᾳ ἠγαλλιάσατο τῷ πνεύματι ὁ Ἰησοῦς καὶ εἶπεν· ᾽Εξομολογοῦμαί σοι, πάτερ, κύριε τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, ὅτι ἀπέκρυψας ταῦτα ἀπὸ σοφῶν καὶ συνετῶν, καὶ ἀπεκάλυψας αὐτὰ νηπίοις· ναί, ὁ πατήρ, ὅτι οὕτως εὐδοκία ἐγένετο ἔμπροσθέν σου.
Για τα προηγούμενα αποστολικά και ευαγγελικά αναγνώσματα πατήστε εδώ
“Το μέγα πορνοστάσιο της οικουμένης καίγεται και δεν θ’ απομείνει μηδέ στάχτη, για να καθαριστεί με τη φωτιά η βρώμα της ασέλγειας”. κυρ. ΦΩΤΗΣ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ έβλεπε σήμερα
ΤΙ ΓΊΝΕΤΑΙ ΣΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΜΑΣ ΣΤΙΣ ΗΠΑ
Η επίκαιρη προφητική ματιά του Φώτη Κόντογλου
Βαρύν αγέρα ανασαίνουμε οι σημερινοί άνθρωποι. Όλη η οικουμένη βρίσκεται σε ταραχή και ακαταστασία, ο ένας φοβερίζει τον άλλον και τρίζει τα δόντια του μην τύχει και χάσει την ψεύτικη ευτυχία του και τη σαρκική καλοπέραση. Απελπισία και αγωνία πνίγει όλη την ανθρωπότητα, που με κάνει να θυμηθώ τα παρακάτω λόγια του Χριστού: «Και έσται σημεία εν ηλίω και σελήνη και άστροις και επί της γης συνοχή εθνών εν απορία ηχούσης θαλάσσης και σάλου, αποψυχούντων ανθρώπων από φόβου και προσδοκίας των επερχομένων τη οικουμένη».
Τα έθνη λέγει θα βρίσκονται σε απορία τι θα απογίνουν, κι οι άνθρωποι θα ξεψυχάνε από τον φόβο τους κι από την ανησυχία που θα ’χουνε τι βάσανα και τι καταστροφή έρχουνται καταπάνω στην οικουμένη. Λέγει δηλαδή ο Κύριος αυτό που βλέπουμε σήμερα.
Άκουσε και τα παρακάτω λόγια της προφητείας: « Και θα κλάψουνε γι’ αυτή την πόρνη* οι βασιλείς (οι ισχυροί) της γης που πορνέψανε και οργιάσανε μαζί της, στεκόμενοι από μακριά και κυττάζοντας με φόβο το βάσανό τους και φωνάζοντας: Αλλοίμονο, αλλοίμονο! Ώ πάμπλουτη πολιτεία, μέσα σε μια ώρα έφταξε η κρίση σου!…Ο καρπός της επιθυμίας της ψυχής σου χάθηκε και όλα τα πλούσια και λαμπερά φύγανε από σένα. Οι έμποροι που εμπορευόντανε τα πλούτη σου και πλουτίσανε από σένα, από μακριά θα σταθούνε και θα βλέπουνε να καίγεσαι κλαίγοντας και δερνόμενοι και λέγοντας: Αλλοίμονο, η πλούσια πολιτεία που ήτανε στολισμένη με μεταξωτά και με πολύτιμα πετράδια, μέσα σε μια ώρα ρήμαξε και χαθήκανε τα πλούτη της!».
Ωστόσο, τα προμηνύματα που δείχνουνε πως ο κόσμος κατρακυλά στον γκρεμνό με μια γρηγοράδα φριχτή, αντί να μας κάνουμε να μετανοήσουμε, μας κάνουνε πιο άπιστους. Σε καιρό που τρέμουμε από τον φόβο μας, βρίζουμε τον Θεό. Τον Θεό δεν τον λογαριάζουμε πια ολότελα, γιατί κάναμε κάποιες μηχανές να πετάξουμε στ’ άστρα και δεν βλέπουμε πως κατάντησε η γη κοιλάδα του κλαυθμώνος.
Όσο πιο σκληρά πέφτει απάνω μας το ραβδί που κρατά το αόρατο χέρι, τόσο εμείς βουλιάζουμε στην αμαρτία, κατά τα λόγια που λέγει ο Θεός με το στόμα του προφήτη: «Σας έδειρα και δεν πονέσατε». Όσο πληθαίνουνε τα σημεία που δείχνουν πως έρχεται η τιμωρία, τόσο μεγαλώνει το πείσμα και η αναισθησία μας. Το μέγα πορνοστάσιο της οικουμένης καίγεται και δεν θ’ απομείνει μηδέ στάχτη, για να καθαριστεί με τη φωτιά η βρώμα της ασέλγειας. Ύστερα από τόσα φοβερά προμηνύματα οι άνθρωποι δεν αλλάζουνε τον πονηρό δρόμο τους. Δεν αλλάζουν, γιατί δεν πιστεύουν στον Θεό, γιατί είναι άθεοι. Το σκοτάδι της απιστίας πλακώνει τον κόσμο και κάνει τους ανθρώπους κτήνη αναίσθητα.
Η μεγαλύτερη απιστία δέρνει τους νέους. Στην αρχή τους τρώγει το σαράκι της αμφιβολίας, που το θρέφουνε οι αδιάκοπες καυχησιές της επιστήμης, που φανερώνει με τυμπανοκρουσίες πως εξουσιάζει τον κόσμο και πως αυτή είναι Θεός παντοδύναμος. Την αμφιβολία στις ψυχές των νέων τη δυναμώνουνε και οι άνθρωποι της θρησκείας, κληρικοί και θεολόγοι, με τις χλιαρές διδασκαλίες τους και με τη ζωή τους, που δείχνει πως κατά βάθος πολλοί λίγοι απ’ αυτούς έχουνε μέσα στην καρδιά τους την αληθινή φωτιά της πίστης και πως μ’ όλα που λένε « ουκ επιζητούσι την μέλλουσαν πόλιν, αλλά την μένουσαν». Από την αμφιβολία, καταντάνε στην αθεΐα.
Η επιστήμη πονήρεψε τους ανθρώπους και τους έμαθε να ζητούν αποδείξεις για κάθε πράγμα. Πράγματα που δεν βλέπονται και δεν ακούγονται, μ’ έναν λόγο που δεν παίρνουνε είδηση οι αισθήσεις, τέτοια πράγματα πως μπορεί να τα ελέγξει η επιστήμη και ν’ αποδείξει πως υπάρχουν; Αυτό είναι το μεγάλο μυστήριο που δεν θα το πάρουνε είδηση ποτέ οι σπουδαίοι και οι τετραπέρατοι του κόσμου τούτου, επειδή τους τυφλώνει η περηφάνεια. Ο Θεός δεν βρίσκεται με το μυαλό, αλλά νιώθεται με την καρδιά. Η επιστήμη και η επίγεια γνώση δεν έχουνε καμιά σχέση με την καρδιά. Με την πίστη μαθαίνουμε εκείνα τα ακατανόητα κι όχι με την εξέταση και με τη δύναμη της γνώσης. Για την ίδια αιτία είπε ο Χριστός στους μαθητές του: «Τα δικά σας τα μάτια είναι καλότυχα, γιατί βλέπουνε, και τ’ αυτιά σας το ίδιο, γιατί ακούνε. Σας λέγω αληθινά πως πολλοί σπουδαίοι και σοφοί άνθρωποι επιθυμήσανε να δούνε αυτά που βλέπετε και δεν τα είδανε, και ν’ ακούσουνε και δεν τ’ ακούσανε».
Τέτοια αθάνατα και φρικτά νοήματα πώς να τα νιώσει ο άνθρωπος, που κάνει μηχανές για να πετάξει, μη νιώθοντας πως στ’ αλήθεια στα πνευματικά είναι χελώνα και σκουλήκι κολλημένο στη λάσπη της ύλης; Αυτός είναι ο σημερινός άνθρωπος που δεν είναι σε θέση να πιστέψει στον Θεό παραζαλισμένος από την αλαζονεία του και νομίζοντας πως τα ξέρει όλα, ενώ δεν ξέρει τίποτα από την παραμέσα ουσία του κόσμου κι από τα βαθιά μυστήριά της, που είναι ακατανόητα για το μυαλό του.
Αν διάβαζε το Ευαγγέλιο, δεν θα καταλάβαινε τίποτα από τα λόγια που είπε ο Χριστός στον νέο που ήθελε να πάγει να θάψει τον πατέρα του: «Άφες τους νεκρούς θάπτειν τους εαυτών νεκρούς». Δεν θα καταλάβαινε, γιατί τάχα είπε ο Χριστός πως οι άνθρωποι που ζούνε με τον τρόπο που ζει αυτός, δηλαδή μακριά από τον Θεό, είναι πεθαμένοι που θαρρούν πως ζούνε. Ακόμα δεν θα καταλάβαινε τα λόγια το αγίου Κυρίλλου που λέγει: «Θάνατος δεν είναι ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, αλλά ο χωρισμός της ψυχής από τον Θεό. Μήτε τα παρακάτω λόγια ενός άλλου αγίου που λέγει: «Όποιος δεν ζει και δεν αισθάνεται πνευματικά, είναι πεθαμένος».
* Αναφέρεται στην Βαβυλώνα της αμαρτίας, δηλαδή την Αμερική και το Χόλλυγουντ.
Το παρόν κείμενο προέρχεται από ανθολογημένα αποσπάσματα και επιλεγμένες φράσεις από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου «Μυστικά άνθη», εκδόσεις Παπαδημητρίου, και συγκεκριμένα από το άρθρο του «Αγωνία και απιστία. Η πονηρή επιστήμη».
Πηγή: https://konstantinoupolipothoumeno.blogspot.com/2025/06/blog-post_84.html
Έσω Γαλάτα – Ιερόν Εξωκκλήσιον Αγίου Τυχικού: Εορτή της Συνάξεως των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων (30 Ιουνίου 2025)
Φέρεται στη γνώση των ευσεβών χριστιανών ότι, με την ευκαιρία της εορτής της Συνάξεως των Αγίων Δώδεκα Αποστόλων, στο Ιερόν Εξωκκλήσιον Αγίου Τυχικού στην Γαλάτα, θα τελεστούν οι πιο κάτω ακολουθίες:
- Κυριακή, 29 Ιουνίου
- 6:00 μ.μ.: Πανηγυρικός εσπερινός της εορτής.
- Δευτέρα, 30 Ιουνίου
- 7:00 π.μ.: Πανηγυρική Θεία Λειτουργία προϊσταμένου του Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου.
Πεντηκοστή: (Συλλογή κειμένων – ομιλιών)
Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, Κυριακῇ ὀγδόῃ ἀπὸ τοῦ Πάσχα, τὴν ἁγίαν Πεντηκοστὴν ἑορτάζομεν
Πνοῇ βιαίᾳ γλωσσοπυρσεύτως νέμει,
Χριστὸς τὸ θεῖον Πνεῦμα τοῖς Ἀποστόλοις.
Ἐκκέχυται μεγάλῳ ἑνὶ ἤματι Πνεῦμ’ ἁλιεῦσι.
«Εὐλογητὸς εἶ, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ πανσόφους τοὺς ἁλιεῖς ἀναδείξας, καταπέμψας αὐτοῖς τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον, καὶ δι’ αὐτῶν τὴν οἰκουμένην σαγηνεύσας, φιλάνθρωπε, δόξα σοι.»
Ταῖς τῶν ἁγίων Ἀποστόλων πρεσβείαις, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.
Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ: Ὁ «γενναιομάρτυς» ἀπόστολος Βαρνάβας, θεμελιωτὴς καὶ προστάτης τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας Κύπρου (11 Ἰουνίου)
Αρχιμανδρίτου Φωτίου Ιωακείμ

Ὁ ἔνδοξος ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ Βαρνάβας, ὁ ἐπώνυμος τῆς θείας παρακλήσεως, ἦταν Ἰουδαῖος στὸ γένος, ἀπὸ τὴ φυλὴ τοῦ Λευΐ, Κύπριος στὴν καταγωγὴ καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς ἑβδομήκοντα ἀποστόλους, θεωρούμενος ὡς ὁ κορυφαῖος τους. Οἱ πρόγονοί του, ἐξαιτίας τῶν πολλῶν πολέμων στὴν Ἰουδαία, εἶχαν μεταβεῖ στὴν Κύπρο, ὅπου καὶ γεννήθηκε ὁ Βαρνάβας. Τὸ ἀρχικό του ὄνομα ἦταν Ἰωσῆς, Βαρνάβας δέ, ποὺ ἑρμηνεύεται υἱὸς παρακλήσεως, ὀνομάσθηκε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς ἁγίους Ἀποστόλους.
Ὅταν ἔφθασε σὲ ἡλικία δεκτικὴ μάθησης, οἱ γονεῖς του τὸν ὁδήγησαν στὰ Ἱεροσόλυμα, γιὰ νὰ διδαχθεῖ τὸν Μωσαϊκὸ Νόμο καὶ τοὺς Προφῆτες. Ἐκεῖ μαθήτευσε στὸν γνωστὸ ἀπὸ τὶς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων νομοδιδάσκαλο Γαμαλιήλ, ἔχοντας μεταξὺ ἄλλων συμμαθητὴ καὶ τὸν Σαῦλο, τὸν μετέπειτα κορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο. Κατ᾽ ἐκείνη τὴν περίοδο ἦλθε στὰ Ἰεροσόλυμα ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, τὸν ὁποῖο γνώρισε ὁ Βαρνάβας καὶ πίστευσε σ᾽ Αὐτόν, βλέποντας τὰ πολλά Του θαύματα. Μαζί του πίστευσε καὶ ἡ Μαρία, ἡ μητέρα τοῦ Ἰωάννη, τοῦ ἐπικληθέντος Μάρκου, δηλ. τοῦ Ευαγγελιστῆ, ποὺ ἦταν ἀνεψιὸς τοῦ Βαρνάβα. Στὸν οἶκο της μάλιστα σύχναζε καὶ ὁ Κύριος, ἐκεῖ ἔκανε τὸν Μυστικὸ Δεῖπνο μὲ τοὺς μαθητές Του, ἐκεῖ ἔγινε κατόπιν καὶ ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Κατατάχθηκε λοιπὸν ἀπὸ τὸν Χριστὸ ὁ Βαρνάβας στὸν εὐρύτερο κύκλο τῶν ἑβδομήκοντα μαθητῶν Του, εἶναι δὲ γνωστὴ ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων ἡ σημαίνουσα συμβολή του στὸ ἔργο τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, μάλιστα στὸν εὐαγγελισμὸ καὶ στηριγμὸ τῶν προσηλύτων πιστῶν τῆς Ἀντιόχειας τῆς Συρίας. Στὴ συνέχεια, κατὰ θεία προσταγή, συνόδευσε τὸν Σαῦλο (Παῦλο) κατὰ τὴν πρώτη του ἀποστολικὴ περιοδεία, μὲ πρῶτο σταθμὸ τὴν Κύπρο (ἔτος 45). Ἐδῶ οἱ ἀπόστολοι διῆλθαν εὐαγγελιζόμενοι τὴ νῆσο ἀπὸ τὴ Σαλαμίνα μέχρι τὴν Πάφο, ὅπου καὶ ὁ Σαῦλος ἔλαβε τιμητικῶς τὸ ὄνομα Παῦλος ἀπὸ τὸν ἀνθύπατο Σέργιο Παῦλο, ποὺ πίστευσε στὸν Χριστὸ μὲ τὸ κήρυγμα τους καὶ τὴ θαυματουργία τοῦ Παύλου στὸν Ἰουδαῖο μάγο καὶ ψευδοπροφήτη Βαριησοῦ (Ἐλύμα). Ἐφεξῆς οἱ ἀπόστολοι μετέβησαν καὶ κήρυξαν στὶς πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας Πέργη τῆς Παμφυλίας (ὅπου τοὺς ἐγκαταλείπει γιὰ ἄγνωστο λόγο ὁ Μᾶρκος καὶ ἐπιστρέφει στὰ Ἱεροσόλυμα), Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, Ἰκόνιο, Λύστρα, Δέρβη καὶ ἐπιστρέφουν ἀπὸ τὶς ἴδιες πόλεις στὴ Μεγάλη Ἀντιόχεια τῆς Συρίας.
Πρὶν ἀπὸ τὴ δεύτερη ὅμως περιοδεία τοῦ Παύλου, ὁ Βαρνάβας χωρίσθηκε ἀπ᾿ αὐτόν, ἕνεκα τῆς γνωστῆς διαφωνίας γιὰ τὸ θέμα τοῦ Ἰωάννη-Μάρκου, τὸν ὁποῖο τελικῶς παρέλαβε ὁ Βαρνάβας καὶ ἦλθαν ξανὰ στὴν Κύπρο περὶ τὸ ἔτος 49. Συμφώνως πρὸς τὸ ἀποδιδόμενο στὸν ἀπόστολο Μᾶρκο ἔργο τοῦ 5ου μ.Χ. αἰ., «Περίοδοι καὶ Μαρτύριον τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Βαρνάβα», ὅπου διασώζονται πρωτοχριστιανικὲς τοπικὲς παραδόσεις, οἱ δύο ἀπόστολοι ἐργάσθηκαν ἀόκνως στὴ νῆσο γιὰ τὴ διάδοση καὶ στερέωση τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Ὅταν, τέλος, ἔφθασαν στὴ Σαλαμίνα, ὁ Βαρνάβας ὑπέστη μαρτυρικὸ θάνατο ἀπὸ τοὺς Ἰουδαίους, οἱ ὁποῖοι τὸν λιθοβόλησαν καὶ ἔριξαν τὸ σῶμα του στὴ φωτιὰ νὰ καεῖ. Ἀλλά, χάριτι Θεοῦ, τὸ ἱερό του σκήνωμα παρέμεινε ἀβλαβὲς καὶ τάφηκε κρυφὰ τὴ νύκτα ἀπὸ τὸν Μάρκο καὶ τοὺς συνοδοὺς του Τίμωνα καὶ Ρόδωνα σὲ σπήλαιο πλησίον τῆς Σαλαμίνας.
Νὰ σημειώσουμε σ᾽ αὐτὴ τὴ συνάφεια πώς, συμφώνως πρὸς ἄλλη, ἀρχαία ἐπίσης παράδοση(3ου/4ου αἰ.), ποὺ ἐντάχθηκε στὸ ψευδεπίγραφο ἔργο Κλημέντια, περιλήφθηκε δὲ ἀργότερα καὶ στὸ Συναξάριο Κωνσταντινουπόλεως, ὁ Βαρνάβας ἀπῆλθε στὴ Ρώμη, ὅπου προσείλκυσε στὴν πίστη τὸν μετέπειτα ἐπίσκοπο Ρώμης Κλήμεντα, πέρασε κατόπιν ἀπὸ τὰ Μεδιόλανα(σημ. Μιλάνο), ὅπου κατέστη ὁ πρῶτος ἐπίσκοπος, ὕστερα δὲ ἐπανῆλθε στὴν Κύπρο, ὅπου καὶ μαρτύρησε στὴ Σαλαμίνα. Τὴν παράδοση αὐτὴ υἱοθετεῖ καὶ καταγράφει καὶ ὁ γνωστὸς φραγκικῆς καταγωγῆς Κύπριος μεσαιωνικὸς χρονογράφος (16ος αἰ.) Στέφανος Λουζινιανὸς στὰ σχετικὰ μὲ τὴν Κύπρο ἔργα του. Ἡ παράδοση ὅμως αὐτὴ στερεῖται ἱστορικῆς ἀξιοπιστίας.
Κατὰ τὸ ἔτος 488, ὁ ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου ἅγιος Ἀνθέμιος ἀνεῦρε μετὰ ἀπὸ θεία ἀποκάλυψη καὶ πρόνοια -ἐμφανίστηκε στὸν ὕπνο του ὁ ἀπόστολος Βαρνάβας – τὸ ἱερό του λείψανο κάτω ἀπὸ δένδρο κερατέας, ὑπῆρχε δὲ ἐπάνω στὸ στῆθος του τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, τὸ ὁποῖο ὁ Βαρνάβας εἶχε ἰδιοχείρως ἀντιγράψει. Καὶ τὸ μὲν λείψανο κατέθεσε ὁ Ἀνθέμιος στὴ Σαλαμίνα, τὸ δὲ Εὐαγγέλιο μετέφερε στὴν Κωνσταντινούπολη, ὅπου εἶχε κληθεῖ νὰ λογοδοτήσει στὸν αὐτοκράτορα Ζήνωνα (474-491) καὶ τὸν πατριάρχη Ἀκάκιο (471-489), καθότι ὁ τότε πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος ὁ Κναφέας ζητοῦσε (ὅπως καὶ παλαιότεροι προκάτοχοί του) νὰ ὑπαγάγει κάτω ἀπὸ τὴ δικαιοδοσία τοῦ θρόνου του τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου. Ὅταν ὁ Ζήνων πληροφορήθηκε τὴ θαυμαστὴ εὕρεση τοῦ ἀποστολικοῦ λειψάνου στὴν Κύπρο, ἡ ὁποία θεόθεν ἐπισφράγιζε τὴν ἀποστολικότητα τῆς Ἐκκλησίας της, ἐπιβεβαιωμένος μάλιστα κι ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ματθαίου, ποὺ δώρησε σ᾽ αὐτὸν ὁ Ἀνθέμιος, ἐπικύρωσε μὲ τὸν πατριάρχη καὶ τὴ Σύνοδό του τὸ αὐτοκέφαλο τῆς κατὰ Κύπρον Ἐκκλησίας, τὸ ὁποῖο βεβαίως εἶχε ἤδη κατοχυρωθεῖ κανονικῶς μὲ τὸν Η´ Κανόνα τῆς Γ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431). Μὲ πλούσια δὲ χορηγία τοῦ αὐτοκράτορα καὶ τῶν μεγιστάνων τῆς Βασιλεύουσας ὁ Ἀνθέμιος ἀνήγειρε περικαλλέστατο καὶ μεγαλοπρεπὴ ναὸ στὸ ὄνομα τοῦ ἀποστόλου, στὸν τόπο εὕρεσης τοῦ ἱεροῦ του λειψάνου, καθὼς καὶ λαμπρὰ προσκτίσματα, καθιερώνοντας τὸν χῶρο ὡς Μονή. Σήμερα σώζονται τμήματα τῆς παλαιοχριστιανικῆς αὐτῆς βασιλικῆς, ἐνσωματωμένα στὸ βυζαντινὸ (10ου αἰ.) Καθολικὸ τῆς Μονῆς, καθὼς καὶ ὁ τάφος (κενοτάφιο) τοῦ ἀποστόλου. Ἡ Μονή του στὴ Σαλαμίνα, σήμερα κάτω ἀπὸ τουρκικὴ κατοχή, ἔχει μετατραπεῖ σὲ ἐπισκέψιμο Μουσεῖο Ἀρχαιοτήτων τῆς περιοχῆς, ἐπιτρέπεται δὲ κατὰ καιρούς, κατόπιν εἰδικῆς συμφωνίας, ἡ ἐκεῖ τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας ἀπὸ Ὀρθοδόξους κληρικούς.
Ἱερὰ λείψανά του φυλάσσονται σὲ Μονὲς τῆς νήσου, καθὼς καὶ στὶς πόλεις τῆς Ἰταλίας Λίμα, Φλωρεντία καὶ Μιλάνο. Τοιχογραφίες καὶ φορητές του εἰκόνες (χρονολογούμενες ἀπὸ τὸν 12ο αἰ. κ.ἐ.) κοσμοῦν πλείστους ναοὺς τῆς μεγαλονήσου. Ἡ μνήμη του τελεῖται στὶς 11 Ἰουνίου.
Μνήμη των Aγίων Aποστόλων Bαρθολομαίου και Bαρνάβα (11 Ιουνίου)

Μνήμη των Aγίων Aποστόλων Bαρθολομαίου και Bαρνάβα
Εις τον Βαρθολομαίον
Kαι σος μαθητής Xριστέ Bαρθολομαίος,
Mιμούμενός σε, σταυρικόν φέρει πάθος.
Εις τον Βαρνάβαν
* Yπέρ λίθον σάπφειρον ως Γραφή λέγει,
Tους συντρίβοντας είχε Bαρνάβας λίθους.
Ενδεκάτη σταύρωσαν ερίφρονα Bαρθολομαίον.
Aπό τους δύω τούτους, ο μεν Bαρθολομαίος, ήτον από τους Δώδεκα Aποστόλους, ο οποίος εκήρυξε το Eυαγγέλιον εις τους Iνδούς, τους ονομαζομένους Eυδαίμονας. Kαι αφ’ ου παρέδωκεν εις αυτούς το κατά Mατθαίον Eυαγγέλιον, ύστερον εσταυρώθη παρά των απίστων εις την Oυρβανόπολιν, και τελειόνοι ενδόξως τον δρόμον του μαρτυρίου του. Tο δε άγιον αυτού λείψανον εβάλθη εις ένα μολυβένιον σεντούκι, και ερρίφθη εις την θάλασσαν. Yπό δε της θείας Προνοίας οδηγούμενον, επήγεν εις την νήσον της Σικελίας, Λιπάραν ονομαζομένην, και εκεί ευγήκε. Φανερωθέν δε εις τους εκεί, ενταφιάσθη, και αναβλύζει πολλών θαυμάτων και ιαμάτων πηγάς, εις όλους εκείνους οπού προστρέχουν αυτώ μετά πίστεως, οίτινες λαμβάνοντες τα αιτήματά των, γυρίζουν μετά χαράς εις τον οίκον τους1. O δε Άγιος Bαρνάβας, ήτον ένας από τους Eβδομήκοντα, ο οποίος έγινε του Aποστόλου Πέτρου συνέκδημος2, όστις και Iωσής ονομάζεται. Eρμηνεύεται δε το όνομα Bαρνάβας, υιός παρακλήσεως. Oύτος εκατάγετο μεν, από την φυλήν του Λευΐ, εγεννήθη δε, και ανετράφη, εις την νήσον Kύπρον, καθώς περί αυτού αι Πράξεις των Aποστόλων διαλαμβάνουσιν ούτω. «Iωσής δε ο επικληθείς Bαρνάβας υπό των Aποστόλων, (ό εστι μεθερμηνευόμενον, υιός παρακλήσεως) Λευΐτης Kύπριος τω γένει» (Πράξ. δ΄, 36). Πρώτον δε εκήρυξε το Eυαγγέλιον του Xριστού εις την Iερουσαλήμ, και Pώμην, και Aλεξάνδρειαν. Kηρύττωντας δε και εις την Kύπρον, ελιθοβολήθη από τους εκεί Iουδαίους και Έλληνας, και έπειτα παρεδόθη εις την φωτίαν. Tούτου τα άγια λείψανα εσύναξε Mάρκος ο Aπόστολος και Eυαγγελιστής, και απέθεσεν αυτά μέσα εις ένα σπήλαιον, πηγαίνωντας δε εις την Έφεσον, ανήγγειλεν εις τον Παύλον την τελείωσίν του. O δε Παύλος τούτο μαθών, έκλαυσεν εις πολλήν ώραν. Oύτος ο Bαρνάβας λέγεται, ότι ενταφιάσθη μαζί με το άγιον Eυαγγέλιον του κατά Mατθαίον, το οποίον έγραψεν ο ίδιος με τας χείρας του. Ύστερον δε ευρέθη εις την Kύπρον το άγιον αυτό Eυαγγέλιον, μαζί με το λείψανον του Aποστόλου. Όθεν και προνόμιον έλαβεν η νήσος της Kύπρου, να μη υποτάσσεται εις κανένα Πατριάρχην, ή Mητροπολίτην, αλλά να ήναι αυτοκέφαλος, και οι ταύτης Eπίσκοποι να χειροτονούνται από τον ίδιον Mητροπολίτην τους3. Tελείται δε η Σύναξις των Aγίων τούτων Aποστόλων εις τον σεπτόν Nαόν του Aγίου και Kορυφαίου Aποστόλου Πέτρου, τον ευρισκόμενον κοντά εις την αγιωτάτην Mεγάλην Eκκλησίαν. (Σημείωσαι, ότι εν τη Mεγίστη Λαύρα σώζονται αι περίοδοι και το Mαρτύριον του Aγίου Aποστόλου Bαρνάβα, ων η αρχή· «Eπειδή περ από της καθόδου».)
Σημειώσεις
1. Περί της καταθέσεως του λειψάνου του Aγίου Bαρθολομαίου, όρα πλατύτερον εις την εικοστήν πέμπτην του Aυγούστου.
2. Oυχί του Πέτρου, αλλά του Παύλου μάλλον ο Bαρνάβας εστί συνέκδημος. Oύτω γαρ είπε περί των δύω αυτών το Πνεύμα το Άγιον. «Aφορίσατε δη μοι Bαρνάβαν και Σαύλον εις το έργον, ο προσκέκλημαι αυτούς» (Πράξ. ιγ΄, 2). Όρα και κεφ. ιδ΄, 11 και ιε΄, 2, 12 των Πράξεων και α΄ Kορ. θ΄, 6 και Γαλ. β΄, 1.
Σημειούμεν ενταύθα, ότι μερικοί υπέλαβον ουκ ορθώς, ότι ο Bαρνάβας ούτος, είναι ο ίδιος εκείνος Bαρσαβάς Iωσής ο και Iούστος επικληθείς, ο προβληθείς υπό των Aποστόλων, ομού με τον Mατθίαν. Aπατηθέντες εις τούτο, με το να εύρον έν τισι κώδιξι γεγραμμένον τον Bαρσαβάν, αντί του Bαρνάβα. O Bαρνάβας λοιπόν ούτος, ως μαρτυρεί Kλήμης ο Aλεξανδρεύς, Στρωματ. Bιβλ. β΄, και Eυσέβιος, Bιβλ. α΄, κεφ. ιβ΄ της Eκκλησιαστικής Iστορίας, και ο Eπιφάνιος, Aιρέσ. κ΄, αριθ. 4, ο Bαρνάβας, λέγω, ούτος ήτον γνώριμος και πρώην του Παύλου. Eπειδή μαζί με τον Παύλον εστάθη μαθητής του Γαμαλιήλ. Oύτος πολλάς και άλλας Eκκλησίας εσύστησε, και μάλιστα την εν Mεδιολάνοις, της οποίας πρώτος κατεστάθη Eπίσκοπος. (Όρα την νεοτύπωτον Eκατονταετηρίδα, σελ. 137.)
3. H ακριβεστέρα ιστορία η περί τούτου, έστιν αύτη. Eν τοις χρόνοις του βασιλέως Ζήνωνος, εν έτει υοζ΄ [477], όταν ευτύχουν οι Mονοφυσίται Eυτυχιανοί, επειδή ο Aντιοχείας Πέτρος ο Kναφεύς εσπούδαζε να υποτάξη τους Kυπρίους, προφασιολογών, ότι από την Aντιόχειαν έλαβον οι Kύπριοι την πίστιν και τον Xριστιανισμόν, τότε λέγω συνέβη να ευρεθή από τον Eπίσκοπον της Aμμοχώστου Aνθέμιτον δι’ αποκαλύψεως, το λείψανον του Aγίου τούτου Aποστόλου Bαρνάβα, υποκάτω εις τας υπογείους ρίζας μιάς ξυλοκερατίας, έχον εις το στήθος του το κατά Mατθαίον Eυαγγέλιον, γεγραμμένον ελληνιστί από τας ιδίας χείρας του αυτού Bαρνάβα. Συνέβη δε τούτο διά δύω αιτίας. Πρώτον, διά να καταισχυνθούν οι του Eυτυχούς οπαδοί από το θείον αυτό Eυαγγέλιον, καθότι αυτό βεβαιοί την αληθή του Xριστού ανθρωπότητα, ακολούθως δε και τας δύω φύσεις αυτού. Kαι δεύτερον, διά να επιστομισθή ο επηρεαστής των Kυπρίων Πέτρος. Eίπε γαρ ο θείος Bαρνάβας τω Aνθεμίτω. Eάν οι εχθροί λέγωσιν, ότι ο θρόνος Aντιοχείας είναι Aποστολικός, ειπέ και συ, ότι και η Kύπρος εστίν Aποστολική, καθότι έχει Aπόστολον εις τον τόπον αυτής. Λαβών δε ο Aνθέμιτος το Eυαγγέλιον, επήγεν εις Kωνσταντινούπολιν προς τον βασιλέα Ζήνωνα. Oς και ιδών αυτό, εχάρη μεγάλως, και φυλάξας αυτό, επρόσταξε να αναγινώσκεται κάθε χρόνον τη Mεγάλη Παρασκευή, κατά το χρονικόν του Iωήλ. Όρα περί τούτου, και εις την υποσημείωσιν του ογδόου Kανόνος της Tρίτης Oικουμενικής Συνόδου, εν τω ημετέρω Πηδαλίω. Σημείωσαι, ότι εις τον Aπόστολον τούτον Bαρνάβαν λόγον έχει Aλέξανδρος ο Mοναχός, προτραπείς υπό του Πρεσβυτέρου και κλειδούχου του σεβασμίου αυτού Nαού, ου η αρχή· «Mεγίστην λόγων υπόθεσιν προέθετο τοις πτωχοτάτοις ημίν». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τω Kοινοβίω του Διονυσίου, εν τω τετάρτω Πανηγυρικώ της Iεράς Mονής του Bατοπαιδίου, και εν τη των Iβήρων.)
Γράφει δε ο Tύρου Δωρόθεος, ότι ο Bαρνάβας ούτος, προ του να λάβη τον υπέρ Xριστού θάνατον, παρήγγειλεν εις τον ανωτέρω Aπόστολον Mάρκον, ίνα όταν ενταφιάση το λείψανόν του, βάλη επάνω εις το στήθος του το Eυαγγέλιον του Mατθαίου, και μαζί με εκείνο να τον ενταφιάση (σελ. 323 της ιεράς Tελετουργίας). O δε Xρυσόστομος λέγει περί του Bαρνάβα, ότι είχεν όψιν και θεωρίαν αξιοπρεπή. Διά τούτο και Δία αυτόν ωνόμαζον οι εν Λυκαονία όχλοι. «Eκάλουν τέ φησι, τον μεν Bαρνάβαν, Δία, τον δε Παύλον, Eρμήν. Eμοί δοκεί και από της όψεως αξιοπρεπής είναι ο Bαρνάβας» (Oμιλ. λ΄ εις τας Πράξ.). Σημειοί δε ο αυτός Xρυσόστομος, ότι ο Bαρνάβας και μόλον οπού ήτον Kύπριος, εχρημάτισεν όμως Λευΐτης, φησί γαρ· «Kαι πώς Λευΐτης ων, Kύπριος ην; ότι λοιπόν και μετοικούντες (εις Iερουσαλήμ δηλ.) εχρημάτιζον Λευίται» (Oμιλ. ια΄ εις τας Πράξ.).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
H Σύναξις του Aρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν (11 Ιουνίου)
H Σύναξις του Aρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν
Ήσας Γαβριήλ πριν το Xαίρε τη Kόρη,
Άδεις δε και νυν, Άξιόν σε υμνέειν.
H Σύναξις αύτη και εορτή του Aρχαγγέλου Γαβριήλ ηκολούθησεν εν τω Aγίω Όρει του Άθω, εις ένα κελλίον του Mοναστηρίου του Παντοκράτορος, επονομαζόμενον «Άξιόν εστιν», εν τόπω καλουμένω Άδειν. Ηκολούθησε δε, διά το εξής ρηθησόμενον θαύμα. Kατά την Σκήτιν του Πρωτάτου, την ευρισκομένην εις τας Kαρεάς, εκεί πλησίον εν τη τοποθεσία της Iεράς Mονής του Παντοκράτορος, είναι λάκκος μεγάλος, όστις έχει κελλία διάφορα. Eις ένα λοιπόν των κελλίων τούτων, επ’ ονόματι τιμώμενον της Kυρίας Θεοτόκου της Kοιμήσεως, εκατοίκει ένας Iερομόναχος γέρων και ενάρετος, μετά άλλου υποτακτικού. Eπειδή δε ήτον συνήθεια να γίνεται αγρυπνία κάθε Kυριακήν εις την ρηθείσαν Σκήτιν του Πρωτάτου, κατά το εσπέρας ενός Σαββάτου, θέλωντας να υπάγη ο προρρηθείς γέρωντας εις την αγρυπνίαν, λέγει τω μαθητή αυτού. Tέκνον, εγώ μεν, υπάγω διά να ακούσω την αγρυπνίαν, ως σύνηθες. Συ δε, μείνον εις το κελλίον, και ως δύνασαι ανάγνωθι την Aκολουθίαν σου. Kαι ούτως απήλθεν. Aφ’ ου δε η εσπέρα επέρασεν, ιδού κρούει τις την θύραν του κελλίου. O δε αδελφός έδραμε και την άνοιξε, και βλέπει ότι ήτον ξένος Mοναχός, αγνώριστος εις αυτόν, ο οποίος εισελθών, έμεινεν εις το κελλίον την νύκτα εκείνην. Eν τη ώρα δε του Όρθρου αναστάντες, έψαλλον και οι δύω την Aκολουθίαν. Όταν δε ήλθον εις την Tιμιωτέραν, ο μεν εντόπιος Mοναχός, έψαλε μόνον «Tην τιμιωτέραν των Xερουβίμ» και καθεξής έως τέλους, τον συνήθη δηλαδή και παλαιόν ύμνον του Aγίου Kοσμά του ποιητού. O δε ξένος εκείνος Mοναχός, κάμνωντας άλλην αρχήν του ύμνου, έψαλεν ούτως· «Άξιόν εστιν ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την αειμακάριστον και παναμώμητον, και Mητέρα του Θεού ημών». Eίτα εσύναψεν ομού και την Tιμιωτέραν άχρι τέλους.
Aκούσας δε τούτο ο εντόπιος Mοναχός, εθαύμασε, και λέγει προς τον φαινόμενον ξένον. Hμείς μόνον ψάλλομεν «Tην τιμιωτέραν», το δε «Άξιόν εστιν» ουδέποτε ηκούσαμεν, ούτε ημείς, ούτε οι προτίτεροι από ημάς. Aλλά παρακαλώ σε, ποίησον αγάπην, και γράψον και εις εμένα τον ύμνον αυτόν, διά να τον ψάλλω και εγώ εις την Θεοτόκον. O δε αποκριθείς, φέρε μοι, του είπε, μελάνι και χαρτί, διά να τον γράψω. Kαι ο εντόπιος, δεν έχω, του λέγει, ούτε μελάνι, ούτε χαρτί. O δε φαινόμενος ξένος, φέρε μου, του είπε, μίαν πλάκα. O δε Mοναχός δραμών, εύρε πλάκα, και του την έφερε. Λαβών δε ταύτην ο ξένος, έγραψεν επάνω εις αυτήν με τον εαυτού δάκτυλον τον ρηθέντα ύμνον, ήτοι το «Άξιόν εστι». Kαι ω του θαύματος! τόσον βαθέως εχαράχθησαν τα γράμματα επάνω εις την σκληράν πλάκα, ωσάν να εγράφησαν επάνω εις κηρί απαλώτατον. Eίτα λέγει τω αδελφώ. Aπό του νυν και εις το εξής, ούτω να ψάλλετε και εσείς, και όλοι οι Oρθόδοξοι. Kαι ταύτα ειπών, έγινεν άφαντος. Ήτον γαρ Άγιος Άγγελος απεσταλμένος υπό Θεού, διά να αποκαλύψη τον Aγγελικόν Ύμνον τούτον, και τη Mητρί του Θεού πρεπωδέστατον. Mάλλον δε, ήτον ο Aρχάγγελος Γαβριήλ, ως δηλούται τούτο διά του ανωτέρω γεγραμμένου εν τοις Mηναίοις, κατά την παρούσαν ημέραν, ήτοι του «η Σύναξις του Aρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν». Oι γαρ τότε Πατέρες ετέλουν Σύναξιν και εορτήν και Λειτουργίαν κάθε χρόνον εν τω ρηθέντι κελλίω του «Άδειν», εις μνήμην του θαύματος, τιμώντες και δοξάζοντες τον Aρχάγγελον Γαβριήλ, όστις, καθώς απ’ αρχής έως τέλους εστάθη ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου, και τροφεύς, και διακονητής, και χαροποιός αυτής Eυαγγελιστής, έτζι υπηρέτησε και εις το να αποκαλύψη τον όντως θεομητορικόν τούτον ύμνον, ως αυτώ μόνω κατά πάντα πρεπούσης της τοιαύτης διακονίας.
Aφ’ ου δε ήλθεν από την αγρυπνίαν ο γέρωντας, και εμβήκεν εις το κελλίον, αρχίζει ο υποτακτικός του να ψάλλη το «Άξιόν εστι», καθώς ο Άγγελος αυτώ επαρήγγειλε, και ακολούθως δείχνει εις τον γέροντά του και την ρηθείσαν πλάκα, με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. O δε ταύτα ακούσας και ιδών, έμεινεν εκστατικός διά το τοιούτον θαυμάσιον. Kαι λοιπόν λαβόντες και οι δύω την αγγελοχάρακτον εκείνην πλάκα, επήγαν εις το Πρωτάτον, και δείξαντες αυτήν είς τε τον Πρώτον του Aγίου Όρους, και εις τους λοιπούς Γέροντας της κοινής Συνάξεως, εδιηγήθησαν εις αυτούς άπαντα τα γενόμενα. Oι δε δοξάσαντες τον Θεόν ομοφώνως, και ευχαριστήσαντες την Kυρίαν ημών Θεοτόκον διά το παράδοξον τούτο, ευθύς απέστειλαν την πλάκα εις την Kωνσταντινούπολιν προς τε τον Πατριάρχην και προς τον βασιλέα, σημειώσαντες εις αυτούς διά γραμμάτων, άπασαν την υπόθεσιν του τοιούτου τερατουργήματος. Aπό τότε δε και ύστερον, ο μεν αγγελικός αυτός ύμνος, διεδόθη εις όλην την οικουμένην, διά να ψάλλεται εις την Θεομήτορα από όλους τους Oρθοδόξους, έως και από αυτά τα παιδάρια. H δε αγία εικών της Θεοτόκου, η ευρισκομένη εις την Eκκλησίαν του κελλίου εκείνου, εν ω το τοιούτον γέγονε θαύμα, μετεφέρθη από τους Πατέρας του Aγίου Όρους εις την μεγαλοπρεπή Eκκλησίαν του Πρωτάτου, και εκεί ευρίσκεται έως της σήμερον, ενθρονιασμένη επάνω του ιερού συνθρόνου εντός του Aγίου Bήματος. Eπειδή και έμπροσθεν της εικόνος ταύτης, εψάλθη πρώτον υπό του Aρχαγγέλου Γαβριήλ ο ύμνος ούτος. Tο δε κελλίον εκείνο, έλαβε την επωνυμίαν να ονομάζεται, Άξιόν εστι. Kαι ο λάκκος εκείνος, εις τον οποίον το κελλίον ευρίσκεται, ονομάζεται από όλους έως της σήμερον, Άδειν, ό εστι ψάλλειν, διά το να εψάλθη πρώτον εις αυτόν, ο αγγελικός και θεομητροπρεπής αυτός ύμνος1.
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι το Συναξάριον τούτο, έγραψεν ο Πρώτος του Aγίου Όρους Σεραφείμ ονομαζόμενος, προ χρόνων ήδη 256. Έστι δε παλαιόν το θαύμα, ως εκ του εν τοις Mηναίοις ανωτέρω γεγραμμένου τούτο δηλούται.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Γ´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μνήμη του εν αγίοις πατρός ημών Λουκά του ιατρού, αρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως και Κριμαίας, του Ρώσσου ομολογητού (11 Ιουνίου)
Μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρὸς ἡμῶν Λουκᾶ τοῦ ἰατροῦ, ἀρχιεπισκόπου Συμφερουπόλεως καὶ Κριμαίας, τοῦ Ῥώσσου ὁμολογητοῦ
Λουκᾶς Συμφερουπόλεως ἀρχιθύτης,
Καὶ ἰατρὸς σωμάτων τιμάσθω ὕμνοις.
Ο Άγιος αρχιεπίσκοπος Λουκάς, κατά κόσμον Βαλεντίν του Φέλιξ Βόινο – Γιασενέτσκι, γεννήθηκε στις 14/27 Απριλίου 1877 μ.Χ. στο Κέρτς της χερσονήσου της Κριμαίας. Το οικογενειακό περιβάλλον μέσα στο οποίο μεγάλωσε ήταν ιδιόμορφο καθώς ο πατέρας του ήταν Ρωμαιοκαθολικός ενώ η μητέρα του, αν και ορθόδοξη, περιοριζόταν σε καλές πράξεις χωρίς να συμμετέχει ενεργά στη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας. Πολύ νωρίς μετακομίζουν στο Κίεβο.
Στο Κίεβο ο Βαλεντίν αποφασίζει να σπουδάσει Ιατρική. Παίρνει το πτυχίο του το 1903 μ.Χ. και παρακολουθεί μαθήματα οφθαλμολογίας.
Το 1904 μ.Χ., με το ξέσπασμα του Ρωσο – Ιαπωνικού πολέμου, βρέθηκε στην Άπω Ανατολή, όπου εργάστηκε ως χειρουργός με μεγάλη επιτυχία. Εκεί συναντήθηκε και με την Άννα Βασιλίεβνα Λάνσκαγια, τη μέλλουσα σύζυγό του, με την οποία απέκτησε τέσσερα παιδιά. Μετά το τέλος του πολέμου εργάζεται σε διάφορα επαρχιακά νοσοκομεία. Οι επιτυχίες του είναι τόσες πολλές που η φήμη του εξαπλώνεται γρήγορα και ασθενείς καταφθάνουν από παντού. Την ίδια εποχή μελετά σχετικά με την τοπική αναισθησία και συντάσσει επιστημονικά άρθρα. Διαπρέπει στις εγχειρήσεις των οφθαλμών και αποφασίζει να ασχοληθεί με τη θεραπεία των πυογόνων λοιμώξεων.
Το 1917 μ.Χ. ο Βαλεντίν εκλέγεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Τασκένδης. Η ρωσική επανάσταση είχε ήδη αρχίσει και η εκκλησία βρέθηκε στο στόχαστρο των Μπολσεβίκων. Η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Τότε ο Βαλεντίν συνελήφθη για πρώτη φορά. Αιτία ήταν η συκοφαντία ενός νοσοκόμου. Με τη βοήθεια του Θεού αποκαλύφθηκε η αλήθεια και ο γιατρός αφέθηκε ελεύθερος. Η περιπέτεια αυτή όμως, παρά το αίσιο τέλος της, αναστάτωσε την Άννα, η οποία έπασχε ήδη από φυματίωση, και η υγεία της επιδεινώθηκε σε βαθμό που λίγες ημέρες αργότερα υπέκυψε. Μετά τον θάνατό της ο γιατρός εμπιστεύτηκε τα παιδιά του στη Σοφία Σεργκέγεβνα, μια πιστή νοσοκόμα, η οποία τους στάθηκε σαν δεύτερη μητέρα για πολλά χρόνια.
Ο Βαλεντίν ήταν πολύ πιστός και αυτό ήταν έκδηλο στον τρόπο που εργαζόταν. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθούν οι πρώτες αντιδράσεις από τους εκπροσώπους του αθεϊστικού καθεστώτος. Στο μεταξύ στους διωγμούς προστίθεται και η πληγή της «ζώσης εκκλησίας» που σκοπό είχε να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κράτους διαιρώντας τους κληρικούς και τους πιστούς, και να τους απομακρύνει από την αληθινή πίστη.
Σ’ αυτή την εποχή των δοκιμασιών για την Εκκλησία, ο γιατρός συμμετείχε ενεργά στη ζωή της εκκλησίας. Όταν κατηγορήθηκε ο αρχιεπίσκοπος Τασκένδης και Τουρκεστάν Ιννοκέντιος από τους σχισματικούς, ο γιατρός υπερασπίστηκε με σθένος την κανονική τάξη. Ο αρχιεπίσκοπος Ιννοκέντιος, εντυπωσιασμένος από την παρρησία του Βαλεντίν, του προτείνει να γίνει ιερέας. Πράγματι, η χειροτονία του σε διάκονο έγινε στις 26 Ιανουαρίου 1921 μ.Χ. και μια εβδομάδα αργότερα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος.
Το καλοκαίρι του 1923 μ.Χ. η «ζώσα εκκλησία» κάνει την επίθεσή της και εκτοπίζει τον επίσκοπο Ιννοκέντιο. Ο κλήρος και ο λαός της Τασκένδης, όντας στο έλεος των σχισματικών, εκλέγουν στη θέση του επισκόπου τον π. Βαλεντίν Βόινο – Γιασενέτσκι. Η κουρά του σε μοναχό έγινε κρυφά στο σπίτι του ιερέα – καθηγητή. Καταλληλότερο όνομα για το νέο επίσκοπο κρίθηκε εκείνο του αποστόλου, ευαγγελιστή, αγιογράφου και ιατρού Λουκά. Στη συνέχεια, ταξίδεψε ως Πεντζικέντ για να χειροτονηθεί επίσκοπος.
Το γεγονός αυτό δεν πέρασε απαρατήρητο και πολύ σύντομα ο επίσκοπος Λουκάς συνελήφθη. Κατηγορήθηκε για προδοσία και φυλακίστηκε. Στη φυλακή είχε την ευκαιρία να ολοκληρώσει και το σύγγραμμά του: «Δοκίμια για την χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων», το οποίο όμως δεν εκδόθηκε για πολλά χρόνια, παρόλη τη σημασία του για την ιατρική επιστήμη, επειδή ο συγγραφέας επέμεινε να γραφεί στο εξώφυλλο το αρχιερατικό του αξίωμα.
Στο διάστημα της απουσίας του οι εκπρόσωποι της «ζώσης εκκλησίας» κατέλαβαν τις εκκλησίες, μα ο λαός, πιστός στις συμβουλές του ποιμένα του, απείχε από τους ναούς. Λόγω της μεγάλης του επιρροής οι υπεύθυνοι της G.P.U. («Κρατική Πολιτική Διεύθυνση») αποφάσισαν να απομακρύνουν τον επίσκοπο Λουκά από την Τασκένδη. Την ώρα της αποχώρησής του πλήθος κόσμου στάθηκε στις γραμμές του τρένου προκειμένου να εμποδίσει την αναχώρηση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τις αστυνομικές δυνάμεις και ο επίσκοπος Λουκάς πήρε τον μακρύ και βασανιστικό δρόμο της εξορίας.
Φυλακίζεται κάτω από άθλιες συνθήκες στη Μόσχα. Εκεί διαπιστώνει τα πρώτα συμπτώματα καρδιακής ανεπάρκειας που θα τον συνοδεύσει σε όλη του τη ζωή. Παρόλες τις κακουχίες, η συμπεριφορά του επισκόπου απέναντι σε όλους τους κρατουμένους προκαλούσε το σεβασμό ακόμη και των πιο αρνητικών.
Ενώ οι γιατροί βεβαίωναν πως η κατάσταση της υγείας του δεν το επιτρέπει, ο επίσκοπος Λουκάς αναχώρησε εξόριστος για τη Σιβηρία. Το καθεστώς τον εγκαθιστά στην πόλη Γενισέισκ, για να τον στείλει αργότερα ακόμη 2000 χλμ μακρύτερα στην πόλη Τουρουχάνσκ. Και στο νέο τόπο της εξορίας δεν αρνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του σε όσους τις χρειάζονταν, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες. Ο λαός του Τουρουχάνσκ τον περιέβαλλε με πολύ αγάπη και σεβασμό. Αυτό ήταν αρκετό για τους αθέους που σχεδίασαν νέα εξορία για τον επίσκοπο – γιατρό, αυτή τη φορά τον έστειλαν πέρα από τον αρκτικό κύκλο, στο χωριό Πλάχινο, όπου κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο ο ήλιος δεν ανατέλλει. Η υγεία του επισκόπου είχε επιδεινωθεί και μια τέτοια εξορία ήταν πολύ επικίνδυνη για τη ζωή του. Αυτός ήταν και ο σκοπός των διωκτών του. Εκεί, στο Πλάχινο, υπέφερε τα πάνδεινα, τόσο λόγω των καιρικών συνθηκών, όσο και λόγω τις αντιμετώπισης από τους κατοίκους της περιοχής. Ευτυχώς, δύο μήνες αργότερα, με αιτία το θάνατο ενός αγρότη οι κάτοικοι του Τουρουχάνσκ ξεσηκώθηκαν και απαίτησαν την επιστροφή του επισκόπου. Οι αρχές δεν είχαν άλλη επιλογή παρά να υποχωρήσουν. Έτσι ο επίσκοπος Λουκάς, που από όραμα είχε ειδοποιηθεί για το πέρας της δοκιμασίας του, επέστρεψε στο Τουρουχάνσκ και συνέχισε απερίσπαστος τις ασχολίες του για οκτώ ακόμη μήνες, μέχρι, δηλαδή, το τέλος της εξορίας του.
Παρόλες τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, δεν ξέχασε ποτέ τα παιδιά του και επικοινωνούσε μαζί τους όσο πιο συχνά μπορούσε.
Στο Κρασνογιάρσκ παρουσιάζεται στη G.P.U. για ανάκριση. Εκεί ο βοηθός του διοικητή ανακοίνωσε στον επίσκοπο πως μπορούσε να πάει όπου ήθελε, ήταν ελεύθερος. Όπως ήταν φυσικό ο επίσκοπος ξεκίνησε για την Τασκένδη. Δυστυχώς εκεί αντιμετωπίζει τις συκοφαντίες ακόμη και συνεργατών του, γεγονός που τον οδήγησε σε παραίτηση από την έδρα του επισκόπου.
Στην Τασκένδη συνεχίζει τις φιλανθρωπίες του, μα οι αντίπαλοί του δεν έπαψαν να ψάχνουν ευκαιρία για να τον διώξουν.
Η αφορμή δεν άργησε να βρεθεί και ο επίσκοπος βρέθηκε πάλι υπόλογος απέναντι στα κομματικά στελέχη. Ο σκοπός αυτή τη φορά ήταν να τον αναγκάσουν να παραιτηθεί από το ιερό του αξίωμα. Μετά από εξαντλητικές ανακρίσεις και απεργίες πείνας και αφού πέρασε ένα ολόκληρο χρόνο στη φυλακή, ο επίσκοπος, εξορίστηκε για μια ακόμη φορά στη Βόρεια Ρωσία. Οι δραστηριότητές του εκεί ενόχλησαν όχι μόνο τις αρχές αλλά και τους κατοίκους. Σύντομα ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας τον ανάγκασε να πάει στο Λένινγκραντ.
Μετά την ανάρρωσή του πέρασε μια μακρά περίοδο δοκιμασιών και περιπλανήσεων. Οι εκπρόσωποι του Κόμματος πιέζουν τον επίσκοπο να εγκαταλείψει την ιερωσύνη. Στην περίοδο αυτή της πνευματικής δοκιμασίας αρχίζει να χάνει την όραση από το αριστερό μάτι λόγω αποκόλλησης του αμφιβληστροειδούς χιτώνα. Επίσης, τα «Δοκίμια για τη χειρουργική των πυογόνων λοιμώξεων» εκδίδονται χωρίς να αναγραφεί το αξίωμά του. Εν καιρώ επανακτά την εσωτερική γαλήνη, που είχε στερηθεί, και περνά δύο χρόνια ηρεμίας και ειρήνης κοντά στα παιδιά του.
Ο επίσκοπος Λουκάς ήταν 60 ετών, όταν συνελήφθη για τέταρτη φορά. Από το φάκελλο που διατηρούσαν στην Ασφάλεια, μπορούμε να γνωρίζουμε τις δραστηριότητές του. Ενώ από τους ασθενείς του δεν έπαιρνε ποτέ χρήματα, έδινε και το μισθό του σε αγαθοεργίες, δηλαδή βοηθούσε όσους φτωχούς, άπορους και εξόριστους ανθρώπους τύχαινε να γνωρίζει. Οι φιλανθρωπικές ενέργειές του ενόχλησαν και πάλι το καθεστώς που τον συνέλαβε εκ νέου και τον οδήγησε στη Σιβηρία.
Όταν στις 21 Ιουνίου 1941 μ.Χ. τα χιτλερικά στρατεύματα μπαίνουν στη Ρωσία, ο επίσκοπος – γιατρός, αν και εξόριστος, προσφέρεται εθελοντικά να εργαστεί για τη θεραπεία των τραυματιών. Τα Κόμμα αναγνωρίζει την αξία του ως γιατρού και τον διορίζει αρχίατρο του στρατιωτικού νοσοκομείου και σύμβουλο όλων των νοσοκομείων της περιοχής. Παρόλα αυτά οι συνθήκες είναι οικτρές ενώ παράλληλα δεν του αναγνωρίζουν κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Την Άνοιξη του 1942 μ.Χ. αλλάζει η στάση της πολιτείας απέναντι στον ίδιο, αλλά και απέναντι στην Εκκλησία. Σε όλη την επικράτεια της Ρωσίας ανοίγουν εκκλησίες και ο λαός βρίσκει καταφύγιο στους ναούς από την παραφροσύνη του πολέμου. Για να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες ο επίσκοπος Λουκάς προάγεται σε αρχιεπίσκοπο Κρασνογιάρσκ.
Οι Γερμανοί υποχωρούν και ο αρχιεπίσκοπος μεταφέρεται δυτικότερα, στο Ταμπώφ. Εκείνη την εποχή είναι υπεύθυνος για 150 στρατιωτικά νοσοκομεία. Η Εκκλησία για να τον διευκολύνει τον μεταθέτει στην Αρχιεπισκοπή Ταμπώφ και Μιτσούρινσκ.
Το 1946 μ.Χ. ο αρχιεπίσκοπος Λουκάς βραβεύθηκε με το βραβείο Στάλιν για την ηρωική εργασία του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, και για την μεγάλη προσφορά του στην ιατρική επιστήμη.
Στα 70 του χρόνια γίνεται αρχιεπίσκοπος Συμφερουπόλεως και Κριμαίας. Εκεί το έργο του είναι δύσκολο. Η φτώχεια έχει πάρει τέτοιες διαστάσεις που αναγκάζεται να ταΐζει καθημερινά, στο σπίτι του, τους άπορους της περιοχής. Στρέφει το ενδιαφέρον του στην εκκλησιαστική ζωή, καθώς τον αποκλείουν από κάθε επιστημονικό συνέδριο. Κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να ανοίξουν εκκλησίες. Ταυτόχρονα προσπαθεί να πατάξει την αμέλεια και την αδιαφορία των ιερέων τονίζοντας πως πρέπει οι ίδιοι να αποτελούν παράδειγμα προς μίμηση για τους πιστούς. Παράλληλα εξασκεί το έργο του ιατρού προσφέροντας αναργύρως τις υπηρεσίες του στον πάσχοντα άνθρωπο. Ακολουθώντας το υπόδειγμα του Θεανθρώπου όλη του τη ζωή «διήλθεν ευεργετών και ιώμενος».
Με τη βελτίωση στις σχέσεις Εκκλησίας – Κράτους ο αρχιεπίσκοπος βρίσκει την ευκαιρία να επιστρέψει στην αγαπημένη του ασχολία, δηλαδή το κήρυγμα. «Θεωρώ βασικό αρχιερατικό μου καθήκον να κηρύττω παντού και πάντα το Χριστό». Σημειώνει ο ίδιος. Από τα κηρύγματά του καταγράφηκαν περίπου 750, τα οποία αποτέλεσαν 12 τόμους (4500 σελίδες), και έχουν χαρακτηριστεί «εξαιρετικό φαινόμενο στη σύγχρονη εκκλησιαστική ζωή και θεολογία».
Την Άνοιξη του 1952 επιδεινώνεται η όρασή του, ενώ στις αρχές του 1956 τυφλώνεται οριστικά.
Το 1953 μ.Χ. τον Στάλιν διαδέχεται ο Νικήτας Κρουτσώφ, ο οποίος ξεκίνησε νέο κύμα διωγμών κατά της Εκκλησίας που κορυφώνονται το 1959 μ.Χ. Ο Αρχιεπίσκοπος μεριμνά για το ποίμνιό του και προσπαθεί να του δώσει κουράγιο.
Εκείνη την εποχή γράφει στο μεγαλύτερο γιό το Μιχαήλ: «Είναι όλο και πιο δύσκολο να διευθύνει κανείς τις υποθέσεις της Εκκλησίας. Οι εκκλησίες κλείνουν η μία μετά την άλλη, δεν υπάρχουν ιερείς και ο αριθμός του όλο και ελαττώνεται…Κατά τόπους η αντίδραση φτάνει μέχρι εξεγέρσεως κατά της αρχιερατικής εξουσίας μου. Δεν μπορώ να το υποφέρω στα ογδόντα μου χρόνια. Αλλά με τη βοήθεια του Κυρίου, συνεχίζω το δύσκολο έργο μου».
Η αγάπη του κόσμου προς τον αρχιεπίσκοπο Λουκά ήταν έκδηλη. Ακόμα και αλλόθρησκοι η άπιστοι τον έβλεπαν με σεβασμό.
Ο αρχιεπίσκοπος είναι ήδη 84 ετών. Διαισθάνεται πως το τέλος του πλησιάζει. Τα Χριστούγεννα του 1960 μ.Χ. λειτουργεί για τελευταία φορά και για τον καιρό που απομένει, περιορίζεται στο να κηρύττει. Τελικά την Κυριακή 11 Ιουνίου 1961 μ.Χ., ημέρα που γιορτάζουν οι Άγιοι Πάντες της Αγίας Ρωσίας, κοιμήθηκε ο αρχιεπίσκοπος – γιατρός Λουκάς Βόινο – Γιασενέτσκι. Παρά την έντονη αντίδραση των Κομματικών, η κηδεία του αρχιεπισκόπου μετατράπηκε σε λαϊκή επανάσταση. Η Ε.Π. Λέικφελντ περιγράφει: «Οι δρόμοι πλημμύρησαν από γυναικούλες με άσπρα μαντίλια στα κεφάλια. Προχώρησαν σιγά – σιγά μπροστά από τη σορό του Δεσπότη. Ακόμη και οι γερόντισσες δεν πήγαιναν πίσω. Τρείς σειρές τεντωμένων χεριών λες και οδηγούσαν το αυτοκίνητο. Ο δρόμος μέχρι και το κοιμητήριο ήταν στρωμένος με τριαντάφυλλα. Και μέχρι την πόρτα του κοιμητηρίου ακουγόταν πάνω από τα κεφάλια με τα άσπρα μαντίλια, ο ύμνος: «Άγιος ο Θεός, Άγιος Ισχυρός, Άγιος Αθάνατος, ελέησον ημάς». Ό,τι και να έλεγαν σε αυτό το πλήθος, όσο κι’ αν προσπαθούσαν να τους κάνουν να σιωπήσουν, η απάντηση ήταν μία, κηδεύουμε τον αρχιεπίσκοπό μας».
Το Νοέμβριο του 1995 μ.Χ. ανακηρύχτηκε άγιος από την Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Στις 17 Μαρτίου 1996 μ.Χ. έγινε με επισημότητα η ανακομιδή των λειψάνων του, που τέθηκαν για λαϊκό προσκύνημα στο ναό του κοιμητηρίου, αφιερωμένο στη μνήμη των Αγίων Πάντων. Τα λείψανά του εξέπεμπαν μιάν άρρητη ευωδία, ενώ πολλοί ασθενείς θεραπεύτηκαν θαυματουργικά. Τρείς μέρες αργότερα, στις 20 Μαρτίου 1996 μ.Χ., τα λείψανά του μεταφέρθηκαν στον Ι. Ναό Αγ. Τριάδος. Η μνήμη του ορίστηκε να τιμάται στις 11 Ιουνίου επέτειο της κοιμήσεώς του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν ο Άγιος Λουκάς ήταν στο Γενισέισκ επιχείρησε μια πρωτοποριακή και δυσκολότατη επέμβαση. Του έφεραν ένα νέο άνδρα με βαριά νεφρική ανεπάρκεια σε απελπιστική κατάστασή. Ο επίσκοπος γιατρός, μην έχοντας άλλη λύση, αποφάσισε να κάνει μια «ηρωική» επέμβαση κι επεχείρησε μεταμόσχευση νεφρού από μοσχάρι στο νεαρό ασθενή, παρά τα πενιχρά μέσα που διέθετε. Ο γιατρός που διηγήθηκε το γεγονός αυτό, χαρακτηρίζει επιτυχημένη την επέμβαση, δίχως άλλες λεπτομέρειες για το πόσο έζησε ο ασθενης, τα μετεγχειρητικά προβλήματα κ.λπ. Παρόλο που ήταν η πρώτη εγχείρηση μεταμόσχευσης, δεν έγινε ευρύτερα γνωστή, προφανώς για πολιτικούς λόγους. Δεν θα έπρεπε να προβληθεί ένας «εχθρός του λαού»! Γι’ αυτό επίσημα ως πρώτη τέτοια εγχείρηση θεωρείται του καθηγητή Ι. Ι. Βορόνη το 1934 (μια δεκαετία μετά), όταν έκανε μεταμόσχευση νεφρού χοίρου σε μια γυναίκα με ουραιμία.