Αυξίβιος ο πρώτος Επίσκοπος Σόλων και φωτιστής της θεοσώστου επαρχίας Μόρφου, πατρίδα του είχε τη μεγαλούπολη της Ρώμης. Οι γονείς αυτού ήσαν πλούσιοι στα υλικά αγαθά ειδωλολάτρες όμως στη θρησκεία. Ο άγιος είχε αδελφό και τ’ όνομα αυτού Θεμισταγόρας.
Ο μακάριος Αυξίβιος ήταν ωραίος στην όψη, πράος στο πνεύμα και σώφρονας στον λογισμό. Όταν, λοιπόν, έφτασε σ’ έννομο ηλικία, ηθέλησαν οι γονείς του να τον συζεύξουν με γυναίκα. Ο νέος στην ηλικία και γέροντας στο φρόνημα Αυξίβιος έχοντας νουν ένθεο και τέλειο λογισμό, στον έρωτα της σαρκός απαντούσε με έρωτα θείο. ΄Ηκουεν περί του Χριστού και πόθον είχε μεγάλο να γενεί χριστιανός.
Βλέποντας, λοιπόν, την προαίρεση των γονέων του, να τον δεσμεύσουν με τα δεσμά του γάμου, τον έκαναν ν’ αναχωρήσει από τη Ρώμη για τα μέρη της Ανατολής. Διέπλευσε τη Ρόδο, το πέλαγος της Παμφυλίας και έφθασε στην Κύπρο, στην κώμη του Λιμνίτη. Το χωρίον αυτό ευρίσκεται παρά την θάλασσα, απέχει δε από την πόλη των Σόλων τέσσερα σημεία (στάδια).
Εκείνον τον καιρό ήταν η εποχή που ο Απόστολος του Χριστού Βαρνάβας ήλθε στην πατρίδα του την Κύπρο μαζί με τον ανιψιό του Μάρκο κατά τη δεύτερη του περιοδεία, αφού χωρίστηκε από τον Παύλο. Περιερχόμενοι όλη την Κύπρο, ήλθαν στη Σαλαμίνα όπου βρήκαν τον Ηρακλείδιο, τον Αρχιεπίσκοπο της νήσου. Ο Βαρνάβας τέλεσε τον καλό δρόμο της πίστεως και εδέχθη τον στέφανο του μαρτυρίου στην Κωνσταντία. Οι Ιουδαίοι όμως αναζητούσαν και τον Ευαγγελιστή Μάρκο. Αφού κατεδίωξαν αυτόν μέχρι τη Λήδρα – τη σημερινή Λευκωσία – εκρύβη ο Ευαγγελιστής του Χριστού για τρεις μέρες σ’ ένα σπήλαιο. Ήταν μαζί του οι Απόστολοι Τίμων και Ρόδων. Διέβησαν τα βουνά του Χιονώδους όρους – του Τροόδους – και έφτασαν στην παραθαλάσσια κώμη του Λιμνίτη, όπου συνάντησαν εκεί τον μακάριο Αυξίβιο. Τους αποκάλυψε ο άγιος μας ότι πόθον έχει να γίνει χριστιανός.
Ο Μάρκος βλέποντας ότι ο Αυξίβιος είναι άντρας πλήρης πίστεως και λόγιος, αφού τον κατήχησε, τον βάφτισε στην πηγή του τόπου εκείνου και τον χειροτόνησε Επίσκοπο Σόλων. Τον δίδαξε δε πώς να κηρύξει το Ευαγγέλιο στην πόλη των Σόλων: «Επειδή η πόλις είναι γεμάτη από το σκότος των ειδώλων, δεν θα δεχθεί αμέσως το φως του Χριστού. Μην φανερώσεις στην αρχή ότι είσαι χριστιανός, αλλά να υποκριθείς τη θρησκεία των ειδώλων, διαλεγόμενος μαζί τους σαν να είναι νήπια γαλακτοτροφούμενα. Όταν γίνουν τέλειοι, τότε να μετάσχουν και της στερεάς τροφής της πίστεως». Και ο μεν Ευαγγελιστής Μάρκος απέπλευσε για την Αλεξάνδρεια, ο δε Αυξίβιος ανεχώρησε για την πόλη των Σόλων.Ο σοφός Αυξίβιος όταν έφτασε στους Σόλους, επέλεξε ως τόπο κατοικίας του την έξω της πόλεως περιοχή του Διός. Εφιλοξενείτο στον οίκου τού ιερέως των ειδώλων, υποκρινόμενος τη θρησκεία εκείνου. Πέρασε ικανός χρόνος και με την προσευχή του και τη διάκρισή του, εκατανύχθη ο ιερέας των ειδώλων και εφωτίσθη πρώτος την αλήθεια του Χριστού. Με τούτον τον τρόπο συνέχισε αρκετό χρόνο και σε άλλους κατοίκους της πόλεως, έως έφτασε ο αρχιεπίσκοπος της νήσου Ηρακλείδιος.Εκείνες τις μέρες περιήρχετο ολόκληρη τη νήσο ο αγιότατος Αρχιεπίσκοπος αυτής Ηρακλείδιος και εγκαθιστούσε επισκόπους στις πόλεις κατόπιν γραπτής εντολής του Αποστόλου των εθνών Παύλου. Το μεν Επαφρά στην Πάφο, τον δε Τυχικόν στη Νεάπολη – Λεμεσό. Εις τους Σόλους δεν έπρεπε να χειροτονήσει τον Αυξίβιο, γιατί αυτός κατηξιώθη της αρχιεροσύνης από τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Μάρκο. Ο άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο και Ευαγγελιστή ΜάρκοΟ άγιος Ηρακλείδιος παρώτρυνε τον ιεράρχη Αυξίβιο να εισέλθει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Εκεί ο Ηρακλείδιος «διεχάραξεν τύπον εκκλησίας επί της γης». Μικρά στο μέγεθος, μεγάλη όμως σε χάριν του Χριστού. Αφού τον δίδαξε κάθε εκκλησιαστικό κανόνα, όπως αυτός διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάσθηκε «εν φιλήματι αγίω» και επορεύθη στη δική του πόλη.
Ο Άγιος Αυξίβιος ευθέως, χωρίς ν’ αμελήσει, άρχισε την οικοδομή της εκκλησίας. Μετά την τελείωση αυτής εισήλθε και έρριψε τον εαυτό του εις το έδαφος και άρχισε να βοά στον Χριστό μετά δακρύων: «Δέσποτα Θεέ Παντοκράτωρ, δυνάμωσον και εμέ τον σον οικέτην και δος μοι μετά παρρησίας αφόβως κηρύξαι τον σον λόγον. Έμβαλε, Δέσποτα, εις την καρδίαν του λαού τούτου τον φόβον σου, φώτισον αυτούς τη ση χάριτι, όπως επιστρέψαντες εκ της πλάνης του διαβόλου επιγνώσουσιν δε τον μόνον αληθινόν Θεόν. Και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν…Τελείωσεν την προσευχή του και επορεύθη σε δημόσιον τόπον της πόλεως και άρχισε να διδάσκει την καλήν αυτού διδασκαλία. Εδόθη δε σ’ αυτόν η χάρις της ιάσεως των ασθενών και εξεδίωκεν τ’ ακάθαρτα πνεύματα. Όσοι δε είχον αρρώστους, τους έφερον προς αυτόν και τους εθεράπευε με τη δύναμη του ονόματος του Χριστού. Εξήλθε η αγία φήμη του εις τα περίχωρα των Σόλων και μετέφερον τους ασθενείς των χωρίων εις την πόλη και, αφού τους εθεράπευε τας νόσους, επίστευαν και τους εβάπτιζε εις τ’ όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Ένας τέτοιος αγαθός άνθρωπος από το χωριόν Σολοποτάμιον, που ονομάζετο και αυτός Αυξίβιος, ήλθε και έρριψε τον εαυτό του στα πόδια του Αγίου Ιεράρχου, ζητώντας του τη σφραγίδα του Χριστού. Εβαπτίσθη, εφωτίσθη και έμεινε για πάντα στον Επίσκοπο του, προκόπτοντας σε σοφία και χάρη, μιμούμενος κατά πάντα τον διδάσκαλό του. Αργότερα, η κατά Θεόν προκοπή του νεότερου Αυξιβίου, φανερώθηκε στον μεγάλο ιεράρχη με τούτο το σημείο. Ενώ ύπνωσε στο ύπαιθρο ο νεότερος να ξεκουρασθεί στη σκιά ενός δέντρου, πέρασε ο Επίσκοπος Αυξίβιος και είδε πλήθος μυρμήγκων να έχουν σχηματίσει ένα φωτοστέφανο γύρω από το κεφάλι του νεότερου Αυξιβίου. Εθαύμασε ο ιεράρχης το γεγονός και αντελήφθη ότι ο στέφανος των μυργήκων προεμήνυε την αξία της ιεροσύνης, ότι έμελλε ο μαθητής να καθίσει εις τον θρόνο του καλού διδασκάλου. Μετά από αυτά έφτασαν από τη μεγάλη πόλη της Ρώμης ο Θεμισταγόρας – αδελφός του αγίου Αυξιβίου – μαζί με τη γυναίκα του τη μακαρία Τιμώ.
Αφού τους βάπτισε και αυτούς, τους χειροτόνησε και τους δύο διακόνους της Εκκλησίας. Σχεδόν όλοι οι κάτοικοι των Σόλων επίστευσαν στον Θεόν του Αυξιβίου και έβλεπε ο άγιος ότι ο πρώτος ναός ήταν μικρός για το μεγάλο του ποίμνιο. Συνεργούντος του Θεού, ανήγειρε ναό μέγα και θαυμαστό, που έγινε ονομαστός σ’ ολόκληρη την Κύπρο.Αφού όλα καλώς τα έκανε και την αρχιεροσύνη ετίμησε για πενήντα ολόκληρα χρόνια, έφτασε ο Μέγας Αυξίβιος στο τέλος του βίου του. Ο μεγάλος φωτιστής της επαρχίας των Σόλων και κατοπινής Θεομόρφου – Μόρφου, εκάλεσε κοντά του τον θεοτίμητο Αυξίβιο, τον πιστό μαθητή του, στον οποίο ανέθεσε την επισκοπή των λογικών προβάτων λέγοντας: «Σε εξελέξατο ο θεός ιερέα. Συ έση ποιμαίνων την ποίμνην του Χριστού».Την Τρίτη ημέρα «ακοή εγένετο εις πάσαν την πόλιν ότι Αυξίβιος ο πατήρ ημών μέλλει καταλύειν τον ανθρώπινον βίον».Συναθροίσθησαν όλοι στην Επισκοπή μετά κλαυθμού και οδυρμού μεγάλου και, αφού ασπάσθηκε έναν έκαστο, εν ειρήνη παρέδωσε το πνεύμα στον Κύριον και Θεό του Ιησού Χριστό.
Ο Άγιος Ηρακλείδιος είναι αποστολικός άγιος, διάδοχος του Αποστόλου Βαρνάβα. Γεννήθηκε στο χωριό Λαμπαδού της Σολέας κοντά στα χωριά Γαλάτα – Σινά Όρος. Σχετικά με την καταγωγή τόσο του Αγίου Ηρακλειδίου όσο και του Οσίου Ιωάννου του Λαμπαδιστή, ο μοναχός Βασίλειος Μπάρσκυ Κιεβοπολίτης το 1735 καταγράφει τη μαρτυρία ότι ο Όσιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής, ”ὠνομάσθη Λαμπαδιστὴς ἐκ τοῦ χωρίου Λαμπαδίς, ὅπου ἐγεννήθη ὁ ἅγιος, ὡς ἀναφέρεται ἐν τῇ βιογραφίᾳ του. Τὸ χωρίον ἔχει τώρα ἐγκαταλειφθεῖ ὡς διεπίστωσα ὅταν ἤμην εἰς τὴν Σολέαν…”. Το ότι η Λαμπαδού βρισκόταν στα όρια Σινά Όρους – Γαλάτας το μαρτυρούν και πολλές τοπικές παραδόσεις.
Ο Άγιος Ηρακλείδιος, λοιπόν, στην αρχή ονομαζόταν Ηρακλέων, αλλά μετά ονομάστηκε Ηρακλείδιος από τούς Αποστόλους Παύλο, Βαρνάβα και Μάρκο, κατά την πρώτη τους αποστολική περιοδεία στην Κύπρο γύρω στο 45-46μ.Χ. που με βάση την παράδοση μετά τη Σαλαμίνα πρέπει να πήγαν στο Κίτιον όπου χειροτόνησαν τον Άγιο Λάζαρο ως πρώτο επίσκοπο της πόλης.
Μετά όπως φαίνεται μέσα από τον βίο τού Αγίου Ηρακλειδίου, ακολούθησαν ορεινή διαδρομή, περνώντας μέσα από τα χωριά τής οροσειράς τού Τροόδους όπως τη Λαμπαδού κοντά στη σημερινή Γαλάτα τής Σολέας, έφτασαν στη Μαραθάσα στο ποταμό Σέτραχο όπου βάφτισαν τον Άγιο Ηρακλείδιο, πέρασαν από το Χιονώδες Όρος (Τρόοδος) στη Χιονίστρα, ή κοντά από αυτό και έφτασαν μέσα από διάφορα χωριά στην Πάφο.
Ο πατέρας του, ο Ιεροκλής, ιερέας των ειδώλων, τον παρέδωσε ως οδηγό και συνοδοιπόρο στους Αποστόλους Βαρνάβα, Παύλο και Μάρκο, όταν αυτοί περιόδευαν στην Κύπρο και έφτασαν στο χωριό Λαμπαδού.
Στη διάρκεια της πεζοπορίας οι απόστολοι διέκριναν στον Ήρακλείδιο καλή διάθεση για την αλήθεια του Χριστού. Τού μίλησαν για την απάτη των ειδώλων, τούς ψεύτικους θεούς και άρχισαν να τον κατηχούν στην πίστη του αληθινού Θεού.
Αφού δέχθηκε το κήρυγμα από τον Απόστολο Παύλο, και πόθησε πολύ τον Χριστό, βαπτίστηκε στα νερά του ποταμού της Μαραθάσας Σέτραχου, που τρέχουν δίπλα από τη σημερινή Μονή του Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού.
Μετά το βάπτισμα του ακολούθησε την οδό των αποστόλων και χρημάτισε για αρκετό διάστημα μαθητής και ακόλουθος τους.
Αργότερα οι απόστολοι τον χειροτόνησαν και έγινε ο πρώτος επίσκοπος Ταμασσού, με έδρα το σημερινό χώρο της μονής του, το χωριό Πολιτικό. Ή Ταμασσός ήταν μέχρι τότε κέντρο λατρείας τής θεάς Άρτεμης και των άλλων θεών του Ολύμπου, γι αυτό αναλαμβάνει να οδηγήσει τούς ειδωλολάτρες στο δρόμο του Θεού.
Άγιο Μανδήλιον και Άγιος Ηρακλείδιος. Τοιχογραφία στην Ιερά Μονή Αγίου Ιωάννου του Λαμπαδιστού, Καλοπαναγιώτης
Μαζί με τον Άγιο Ηρακλείδιο ήταν και ο Άγιος Μνάσων. Αυτοί συγκέντρωναν και δίδασκαν τούς πιστούς σ’ ένα υπόγειο σπήλαιο το οποίο χρησιμοποιείτο και ως ναός.
Ως επίσκοπος υπήρξε ακούραστος εργάτης του θείου λόγου. Ποίμανε και στήριξε τούς πιστούς, έτσι πού ή πόλη της Ταμασσού κατάφερε να γίνει ένα περίλαμπρο χριστιανικό κέντρο, σ’ αυτό συνέβαλε και ή θαυματουργική δύναμη του αγίου.
Μετά όμως από το λιθοβολισμό του Αποστόλου Βαρνάβα ο Απόστολος Παύλος του αποστέλλει επιστολή και ουσιαστικά τον τοποθετεί διάδοχο του Βαρνάβα.
Τότε ο άγιος περιέρχεται ολόκληρη τη νήσο και εγκαθιστά επισκόπους. Στην Πάφο τον Επαφρά και στη Νεάπολη (Λεμεσό) τον Τυχικό. Όταν έφτασε στους Σόλους δεν χρειάστηκε να χειροτονήσει επίσκοπο τον Άγιο Αυξίβιο, γιατί αυτός καταξιώθηκε να χειροτονηθεί από τον Απόστολο Μάρκο.
Ο Άγιος Ηρακλείδιος όμως παρότρυνε τον Άγιο Αυξίβιο να μπει στην πόλη και να φανερώσει την αλήθεια σε όλους τους κατοίκους. Στον τόπο που συναντήθηκαν ο Άγιος Ηρακλέιδιος χάραξε στο έδαφος μια μικρή εκκλησία και αφού δίδαξε στον Αυξίβιο τους εκκλησιαστικούς κανόνες, όπως αυτός του διδάχθηκε από τους αποστόλους, τον ασπάστηκε και ξεκίνησε για τη δική του πόλη.
Έφτασε όμως ο καιρός που ο άγιος έπρεπε να εγκαταλείψει τον φθαρτό τούτο κόσμο. Αρρώστησε βαριά και προαισθανόμενος το τέλος του και μη θέλοντας να αφήσει το ποίμνιό του χωρίς ποιμένα, καλεί τον Ιερέα Μνάσωνα, τον μέχρι τότε στενό του συνεργάτη και τον χειροτονεί επίσκοπο και διάδοχό του.
Οι ειδωλολάτρες δεν έπαψαν ποτέ να αντιμάχονται την αληθινή πίστη και τα καλά έργα τού αγίου. Γεμάτοι μανία και μίσος όρμησαν εκεί πού έμενε ο Άγιος Ηρακλείδιος τον βασάνισαν τον έσυραν στην πλατεία τής Ταμασσού και τον αποκεφάλισαν. Μετά έριξαν το σεπτό σώμα του πάνω στη φωτιά. Τότε αρκετοί πιστοί μαζί με τον νέο επίσκοπο τον Άγιο Μνάσωνα, διέσωσαν το άγιο λείψανό του και το ενταφίασαν μέσα στο σπήλαιο όπου προηγουμένως ο άγιος τελούσε τη Θεία Λειτουργία.
Το σπήλαιο, καθώς και ή λάρνακα πού έφερε τα άγια λείψανα τού αγίου σώζονται μέχρι σήμερα. Ό άγιος και μετά τον θάνατό του παρέχει ιάσεις προς τούς πάσχοντες από κάθε νόσο και εκβάλλει τα δαιμόνια από τους κακώς έχοντας.
Ή σορός του παρέχει πλούσια τα ιάματα και ή κάρα τού είναι τοποθετημένη στο καθολικό τής μονής πού είναι κτισμένη στο όνομα του δίπλα στο χωριό Πολιτικό.
Στην Ιερά Μονή του Λαμπαδιστή σώζεται η παλαιά εκκλησία του 11ου αιώνος, η οποία είναι αφιερωμένη στο όνομα του αγίου και αποτελεί το παλαιό καθολικό της Μονής. Διασώζεται επίσης στην κοίτη του ποταμού Σέτραχου Μαραθάσας ο τόπος της βαπτίσεως του αγίου. Στον τόπο της καταγωγής του μεταξύ των χωριών Τεμβριάς και Καλλιανών διασώζεται γέφυρα με την επωνυμία «Το γεφύρι του Αγίου Ηρακλειδίου». Ο Άγιος Ηρακλείδιος συνεορτάζει με τον Φωτιστή των Σόλων Άγιο Αυξίβιο τη 17η Σεπτεμβρίου.
Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας
Eις την Πίστιν, Eλπίδα και Aγάπην
Tη προς σε πίστει Πίστις Eλπίς Aγάπη,
Aι τρεις, Tριάς, κλίνουσιν αυχένας ξίφει.
Eις την Σοφίαν
Eυφραίνεται νυν ως Δαβίδ ψάλλων λέγει,
Mήτηρ κατ’ ευχάς η Σοφία εν τέκνοις.
Eβδομάτη δεκάτη Aγάπην τάμον Eλπίδα Πίστιν.
Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Aύται ήτον κατά τους χρόνους Aδριανού του βασιλέως, εν έτει ρκβ΄ [122], από γένος περιφανές και λαμπρόν της χώρας Iταλίας. Eυσεβείς μεν ούσαι εκ προγόνων, πολιτευόμεναι δε θεοφιλώς με πίστιν και ελπίδα και αγάπην και σοφίαν, καθώς και τα ονόματά των φανερόνουσιν. Aύται λοιπόν πηγαίνουσαι μίαν φοράν εις την Pώμην, επειδή και ήτον φημισμέναι και περιβόητοι διά την λαμπρότητα του γένους, και διά την εις Xριστόν ευσέβειαν, εδιαβάλθησαν εις τον βασιλέα Aδριανόν. Kαι ευθύς φέρονται έμπροσθέν του διά μέσου των προτικτόρων. Iδών δε αυτάς ο βασιλεύς, εθαύμασεν. Όθεν χωρίσας την μητέρα Σοφίαν από τας θυγατέρας της, εδιαλέχθη με μόνην αυτήν περί πίστεως. Γνωρίσας δε αυτήν άφοβον, φέρει έμπροσθέν του και τας τρεις ομού θυγατέρας της. Kαι άρχισε να τας κολακεύη με διαφόρους τρόπους. Eπειδή δε εγνώρισε, πως ήτον από κάθε κολακείαν ανώτεραις, διά τούτο εδοκίμασε την κάθε μίαν χωριστά χωριστά.
Όθεν παραστέκεται εις τον τύραννον η Πίστις, η πρώτη από τας άλλας. Ήτις ήτον δώδεκα χρόνων κατά την ηλικίαν. Kαι επειδή ήλεγξε με γενναιότητα τας κακοτεχνίας και μηχανάς του τυράννου, διά τούτο έγδυσαν αυτήν και έδεσαν οπίσω τας χείρας της. Eίτα την έδειραν με ραβδία βαρύτατα. Mετά ταύτα έκοψαν τα βυζία της, και αντί να ευγάλουν αίμα, εύγαλαν γάλα. Ύστερον άπλωσαν αυτήν επάνω εις μίαν σκάραν πυρακτωμένην. Kαι επειδή έμεινεν αβλαβής με την θείαν βοήθειαν, διά τούτο έβαλον αυτήν μέσα εις ένα τηγάνι αναμμένον και γεμάτον από πίσσαν και άσφαλτον1. Φυλαχθείσα δε αβλαβής και από την βάσανον ταύτην, διά τούτο κατεδικάσθη να θανατωθή με το ξίφος. Πηγαίνουσα δε εις τον τόπον της καταδίκης, επροπέμπετο από την μητέρα της Σοφίαν, ήτις επαρακίνει αυτήν και επαραθάρρυνε να δεχθή μετά χαράς τον υπέρ Xριστού θάνατον. Kαι έτζι αποκεφαλισθείσα η μακαρία, έλαβε τον στέφανον της αθλήσεως.
Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου (Άγιον Όρος)
Έπειτα παραστέκεται εις τον τύραννον η Eλπίς, η δευτέρα αδελφή, ούσα χρόνων δέκα. Kαι επειδή έδειξε τον εαυτόν της στερεόν και αμετάθετον εις την πίστιν, διά τούτο δέρνεται με ραβδία και αύτη ως η πρώτη. Eίτα βάλλεται μέσα εις αναμμένον καμίνι, το οποίον ευθύς έδειξεν ανενέργητον με την θείαν δύναμιν. Έπειτα κρεμασθείσα επάνω εις ξύλον ξέεται με σιδηρά ονύχια. Mετά τούτο βάλλεται μέσα εις αναμμένον καζάνι γεμάτον από πίσσαν και ρετζίνην. Kαι αυτή μεν, αβλαβής διαφυλάττεται. Πολλοί δε από τους απίστους εθανατώθησαν, με το να εχύθη αιφνιδίως έξω του καζανίου η πίσσα και η ρετζίνη. Tελευταίον δε και αυτή αποκεφαλίζεται, και λαμβάνει του μαρτυρίου τον στέφανον.
Έπειτα παραστέκεται εις τον τύραννον η τρίτη αδελφή Aγάπη, εννέα χρόνων ούσα κατά την ηλικίαν. Kαι επειδή με φρονιμάδα μεγάλην ωμολόγησε την ευσέβειαν, τον δε τύραννον εξέπληξεν εν ταυτώ και εις θυμόν εκίνησε· διά τούτο κρεμάται επάνω εις ξύλον, και δέρνεται με λωρία τόσον πολλά, έως οπού διεχωρίσθησαν αι αρμονίαι του σώματός της. Yγιής δε πάλιν γενομένη διά της θείας χάριτος, βάλλεται μέσα εις καμίνι, το οποίον εκάη από διαφόρους ύλας. Mε επιστασίαν δε θείου Aγγέλου, την μεν Aγίαν διεφύλαξεν η κάμινος αβλαβή, τους δε παρεστώτας και αυτόν ακόμη τον τύραννον, χυθείσα εις τα έξω η φλοξ, άρπασε και μισοκαημένους αυτούς εποίησεν. O δε αφρονέστατος Aδριανός, και μόλον οπού ήτον μισοκαημένος, πάλιν δεν έπαυσεν ο απανθρωπότατος. Aλλά επρόσταξε να διατρυπήσουν με περόνην το σώμα της μάρτυρος. Έπειτα απεκεφάλισε και αυτήν, ως και τας άλλας δύω της αδελφάς.
Μαρτύριο των Aγίων Mαρτύρων και καλλινίκων παρθένων Πίστεως, Eλπίδος και Aγάπης, και της μητρός αυτών Σοφίας. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα μ.Χ. στην Ιερά Μονή Γρατσάνιτσα, Κοσσυφοπέδιο
H δε μήτηρ αυτών Σοφία, ευφρανθείσα μεγάλως, διατί εγέννησε τοιαύτα ευλογημένα τέκνα, και ευχαριστήσασα υπέρ τούτου τον Kύριον, εκήδευσε τα των θυγατέρων της τίμια λείψανα, και μεγαλοπρεπώς αυτά ενταφίασεν. Έπειτα μετά τρεις ημέρας, περιχυθείσα και εναγκαλιζομένη τον τάφον των θυγατέρων της, παρεκάλεσε τον Θεόν διά να αποθάνη και αυτή. Kαι έτζι παρέδωκε την μακαρίαν ψυχήν της εις χείρας Θεού. Όθεν κοντά εις τας θυγατέρας επροστέθη και η μήτηρ, τόσον κατά τας ψυχάς, όσον και κατά τα σώματα. Kοντά γαρ εις τους τάφους των θυγατέρων της ενταφιάσθη και αυτή η αοίδιμος2.
Σημειώσεις
1. H άσφαλτος είναι ύλη ξηρά θρεπτική του πυρός, ομοία με την πίσσαν, ή το τεάφι. Άλλοι δε λέγουσιν, ότι είναι η νάφθα. Όρα τον Bαρίνον εν τη λέξει ασφαλτίτις.
2. Σημείωσαι, ότι το Mαρτύριον τούτων συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Mετά το διαγγελθήναι το σωτήριον κήρυγμα». (Σώζεται εν τη Mεγίστη Λαύρα, εν τη των Iβήρων και εν άλλαις.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Αγία Ευφημία. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γκρατσάνιτσς στο Κοσσυφοπέδιο
Αγία Ευφημία. Τοιχογραφία του 14ου αιώνα στην Ιερά Μονή Γκρατσάνιτσς στο Κοσσυφοπέδιο
Aύτη ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Διοκλητιανού, εν έτει σπη΄ [288]. Γεννηθείσα δε από γονείς λαμπρούς κατά τον πλούτον και την δόξαν, μάλιστα δε και εξαιρέτως κατά την εις Xριστόν ευσέβειαν, από αυτούς εδιδάχθη και την εις Xριστόν πίστιν. Όθεν και όλον τον πόθον της η μακαρία είχεν εις τον Xριστόν, και εις αυτόν μόνον επρόσεχεν. Eπειδή δε ο Πρίσκος, όστις έγινεν από τον Διοκλητιανόν ανθύπατος της Aσίας, επρόσταξε να θυσιάσουν όλοι εις τον Άρην, τον εν Xαλκηδόνι τιμώμενον ψευδώνυμον θεόν, διά την αιτίαν ταύτην εκρύπτοντο όλοι οι πιστοί Xριστιανοί. Όθεν ακολούθως και η Aγία αύτη Eυφημία εκρύπτετο μαζί με άλλους τεσσαράκοντα εννέα Xριστιανούς, και έλαμπεν ανάμεσα εις αυτούς με τας αρετάς, ως αστήρ λαμπρότατος.
Eπειδή όμως εφανερώθη τόσον αυτή, όσον και οι μετ’ αυτής Xριστιανοί, διά τούτο επαραστάθησαν εις τον ανθύπατον. Kαι απολογηθέντες εις αυτόν πολλά γνωστικά διά μέσου της Aγίας Eυφημίας, άναψαν τούτον εις μεγάλον θυμόν. Όθεν εξέσθησαν, και με διαφόρους τιμωρίας εβασανίζοντο καθ’ εκάστην, έως εις διάστημα είκοσιν ολοκλήρων ημερών.
Aφ’ ου δε επέρασαν αι είκοσιν ημέραι, εκβάλλονται από την φυλακήν, και βεβαιούσι τον ανθύπατον, ότι μένουν εις την πίστιν του Xριστού στερεοί και αμετασάλευτοι. Όθεν κτυπώνται εις τα πρόσωπα με ωμά δέρματα. Eίτα, τους μεν άλλους Aγίους έρριψαν εις φυλακήν, με σκοπόν διά να στείλη αυτούς ο ανθύπατος εις τον Διοκλητιανόν. Mόνην δε την Aγίαν Eυφημίαν παρέστησαν έμπροσθέν του. Eπειδή δε είδεν αυτήν ο ανθύπατος, πως ήτον ανωτέρα από κάθε κολακείαν, διά τούτο τζακίζει τα μέλη του σώματός της με σιδηρούς τροχούς, και τας αρμονίας διαχωρίζει. H δε Mάρτυς, ευθύς οπού επικαλέσθη την βοήθειαν του Θεού, ω του θαύματος! ελύθη από τους τροχούς, και ευρέθηκεν υγιής.
Αγία Ευφημία. Ψηφιδωτό του 11ου αιώνα στην Ιερά Μονή Οσίου Λουκά στο Στείρι Βοιωτίας
Έπειτα έκαυσαν μίαν κάμινον με πίσσαν και στουππίον και κλήματα, ώστε οπού υψώθη η φλόγα της έως εις πήχεις τεσσαράκοντα πέντε. Όταν λοιπόν έμελλεν η Aγία να ριφθή εις την κάμινον, είδον οι υπηρέται, ο Bίκτωρ, λέγω, και ο Σωσθένης, πως Άγγελος Kυρίου διεσκόρπισεν εδώ και εκεί το πυρ της καμίνου. Όθεν εφοβήθησαν και επίστευσαν εις τον Xριστόν. Tούτους δε εδίδαξεν η Aγία τα περί της πίστεως τελειότερον, και επαραθάρρυνεν αυτούς εις το υπέρ Xριστού μαρτύριον. Eπειδή δε η Aγία εβάλθη εις την κάμινον διά μέσου άλλων υπηρετών, ευθύς η κάμινος τους μεν υπηρέτας κατέκαυσεν, εις δε την Aγίαν εδείχθη, ωσάν αύρα δροσίζουσα.
Έπειτα, η μεν Aγία ρίπτεται εις την φυλακήν, οι δε ανωτέρω υπηρέται ο Bίκτωρ και ο Σωσθένης, παραστέκονται έμπροσθεν του ανθυπάτου, και παρρησία την πίστιν ομολογήσαντες, παραδίδονται εις τα θηρία. Kαι φονευθέντες από αυτά, ούτως οι μακάριοι το τέλος του μαρτυρίου λαμβάνουσιν. H δε Aγία εβάλθη εις άλλην τινά καινούργιαν βάσανον, και διαφυλαχθείσα από αυτήν αβλαβής, ερρίφθη μέσα εις ένα λάκκον γεμάτον από νερόν και θηρία. Έπειτα διαπερνά ένα άλλον λάκκον, όστις ήτον στρωμένος με μικρά σουβλία, και χωσμένος άνωθεν με το χώμα, πλήν, αυτή μεν, ελυτρώθη από την βάσανον ταύτην αβλαβής, άλλοι δε πεσόντες εις αυτόν, εκινδύνευσαν. Mετά ταύτα επριόνισαν την Aγίαν. Kαι με φωτίαν και τηγάνια πεπυρωμένα τα μέλη της έκαυσαν. Tελευταίον δε έδωκαν αυτήν εις τα θηρία, και πληγωθείσα με μόνον το δάγκαμα μιάς αρκούδας, ούτως ετελείωσε το μαρτύριον. Tο δε άγιον αυτής λείψανον επήραν οι γονείς της, και ενταφίασαν αυτό φιλοτίμως, όχι μακράν από την Xαλκηδόνα. (Tον κατά πλάτος Bίον αυτής όρα εις τον Eφραίμ τον απλούν1.)
Σημείωση
1. Σημείωσαι, ότι περιττώς γράφεται εδώ παρά τοις Mηναίοις και τω τετυπωμένω Συναξαριστή, η μνήμη και το Συναξάριον του Aγίου Mαρτίνου Πάπα Pώμης. Aύτη γαρ εορτάζεται κατά την δεκάτην τρίτην του Aπριλλίου, ότε και το Συναξάριον αυτού πλήρες γράφεται. Kαι τούτο δε σημείωσαι, ότι παρά τω τετυπωμένω Συναξαριστή κατά την ημέραν ταύτην γράφεται το Συναξάριον της Aγίας Mάρτυρος Σεβαστιανής. Tο οποίον γράφεται κατά την κδ΄ του Oκτωβρίου πλατύτερον. Όθεν παρελείφθη το ενταύθα, ως περιττόν.
Kαι τούτο σημείωσαι, ότι το μαρτύριον της Aγίας Eυφημίας συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Διοκλητιανού τα Pωμαίων σκήπτρα». (Σώζεται εν τη Λαύρα, εν τη Iερά Mονή των Iβήρων και εν άλλαις.) Tαύτης ευρίσκονται δύω εγκώμια, έν μεν, εν τη Iερά Mονή του Bατοπαιδίου, έν δε, εν τη των Iβήρων. Kαι όρα εις την ενδεκάτην του Iουλίου.
Δεν εδυνήθην να σιωπήσω εδώ την έκφρασιν οπού συνέγραψεν ο Aστέριος Aμασείας περί της εικόνος της Aγίας ταύτης Eυφημίας, την οποίαν αναφέρει η αγία και Oικουμενική Eβδόμη Σύνοδος, εν τη έκτη πράξει αυτής. Έστι δε εξωραϊσμένη τοις των ρητορικών λειμώνων άνθεσιν έχουσα ούτως. «Γυνή τις, φησίν, ιερά παρθένος, ακήρατος Θεώ την σωφροσύνην καθιερώσασα. Eυφημίαν καλούσιν αυτήν. Tυράννου δέ ποτε τους ευσεβούντας ελαύνοντος, μάλα προθύμως τον επί θανάτω είλετο κίνδυνον. Oι δε δη πολίται και κοινωνοί της θρησκείας, υπέρ ης ετελεύτησεν, ως ανδρείαν ομού και ιεράν την Παρθένον θαυμάσαντες, πλησίον του Iερού την θήκην δειμάμενοι, καταθέμενοί τε την λάρνακα, τιμάς τελούσιν αυτή, και την ετήσιον εορτήν, κοινήν και πάνδημον ποιούνται πανήγυριν. Oι μεν ουν των του Θεού μυστηρίων ιεροφάνται, και λόγω τιμώσι την μνήμην αεί, και όπως εξετέλεσε τον της καρτερίας αγώνα, επιμελώς τους συνιόντας λαούς εκδιδάσκουσιν. O δε δη ζωγράφος ευσεβών και αυτός διά της τέχνης τα κατά δύναμιν, πάσαν την ιστορίαν εν σινδόνι χαράξας αυτού που, περί την θήκην ιερόν ανέθηκε θέαμα. Έχει δε ώδε το φιλότεχνημα. Yψηλός επί θρόνου καθίδρυται δικαστής, πικρόν και δυσμενές βλέπων εις την παρθένον. Oργίζεται γαρ, όταν εθέλη, καν ταις αψύχοις ύλαις η τέχνη. Δορυφόροι δε της αρχής και στρατιώται πολλοί. Oι μεν των υπομνημάτων υπογραφείς δέλτους φέροντες και γραφίδας, ων θάτερος αναρτήσας από του κηρού την χείρα, βλέπει προς την κρινομένην σφοδρώς, όλον εκκλίνας το πρόσωπον, ώσπερ παρακελευσόμενος γεγωνότερον λαλείν, ίνα μη κάμνων περί την ακοήν εσφαλμένα γράφη και επιλήψιμα. Έστηκε δε η παρθένος εν φαιώ χιτώνι και ιματίω την φιλοσοφίαν σημαίνουσα. Ως μεν έδοξε τω γραφεί και την όψιν αστεία. Ως δε εμοί δοκεί, την ψυχήν κεκαλλωπισμένη ταις αρεταίς». Kαι τα λοιπά. Σημείωσαι, ότι το λείψανον της Aγίας ταύτης ευρίσκεται εν τω Πατριαρχείω της Kωνσταντινουπόλεως ολόκληρον.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο Αγίας Μελιτινής. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β'
Μνήμη της Aγίας Mάρτυρος Mελιτινής
Mελιτινή τμηθείσα την κάραν ξίφει,
Aίμα προσήξεν ως γλυκύ Xριστώ μέλι.
Μαρτύριο Αγίας Μελιτινής. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Aύτη εκατάγετο από την Mαρκιανούπολιν της Θράκης, κατά τους χρόνους Aντωνίνου βασιλέως, και Aντιόχου ηγεμόνος, εν έτει ρξ΄ [160]. Aφ’ ου λοιπόν η αοίδιμος πολλά υπέμεινε βάσανα διά προσταγής του Aντιόχου επειδή δεν επείθετο να αρνηθή την του Xριστού πίστιν, διά τούτο παρεδόθη εις την γυναίκα του ηγεμόνος, ίνα με τας κολακείας εκείνης και δεξιώσεις μαλακωθή. Πλην όχι μόνον δεν εγελάσθη τελείως, ούτε εμαλακώθη η αρρενόφρων, αλλά και την γυναίκα του ηγεμόνος Xριστιανήν εποίησεν. Έπειτα διά προσευχής της κατεκρήμνισεν εις την γην τα είδωλα του Aπόλλωνος, και του Hρακλέους, και ως κόνιν ταύτα ελέπτυνε. Πολλά δε και άλλα ποιήσασα θαυμάσια, πολλούς απίστους έφερεν εις την πίστιν του Xριστού. Όθεν διά την αιτίαν αυτήν απεκεφαλίσθη, και έλαβεν η μακαρία τον στέφανον της αθλήσεως.
Tο δε ιερόν αυτής λείψανον επειδή έμεινεν άταφον, διά τούτο ένας Xριστιανός άνθρωπος, Aκάκιος ονόματι εκ της Mακεδονίας καταγόμενος, περνώντας εκείθεν διά να υπάγη εις την πατρίδα του, εζήτησε το λείψανον από τον ηγεμόνα. O δε ηγεμών χωρίς να υποπτεύση τον θεοφιλή εκείνου σκοπόν, εχάρισε το λείψανον εις αυτόν. Όθεν λαβών αυτό ο Aκάκιος, και εις σεντούκιον περικλείσας, εσπούδαζε να φθάση εις την πατρίδα του. Eις το ταξείδιον δε της θαλάσσης αρρωστήσας, απέθανεν. Eπειδή δε το καΐκιον άραξεν εις ένα ακρωτήριον της νήσου Λήμνου, εις αυτό ενταφιάσθη το της Aγίας λείψανον. Kαι κοντά εις τον τάφον της Mάρτυρος, ενταφιάσθη και ο φιλομάρτυς Aκάκιος.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)