Αρχική Blog Σελίδα 446

Ὁμιλία στὴν Κυριακὴ τῶν Μυροφόρων

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἡ ὁλόσωμος ταφὴ καὶ ἡ ἐκ νεκρῶν τριήμερη ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀποτελοῦν δύο βασικὰ δόγματα τῆς Πίστεώς μας, γιατὶ μὲ τὸ ἄχραντο πάθος, τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ μας συντελέστηκε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας, πατήθηκε ὁ θάνατος καὶ μᾶς δωρήθηκε ἡ Χάρη νὰ ἀναστηθοῦμε κι ἐμεῖς κατὰ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως.

Τὰ σχετικὰ γεγονότα μὲ τὴν ταφὴ καὶ τὴν ἔγερση τοῦ Κυρίου μᾶς περιγράφει ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἡ ὁποία, συγχρόνως, μᾶς ἐξιστορεῖ καὶ τὶς ἀρετὲς τοῦ Ἰωσὴφ καὶ τοῦ Νικοδήμου, καθὼς καὶ τῶν Μυροφόρων γυναικῶν• γι᾽ αὐτὸ καὶ ἡ σημερινὴ τρίτη Κυριακὴ ἀπὸ τὸ Πάσχα εἶναι ἀφιερωμένη στὰ ἅγια τοῦτα πρόσωπα.

Γιὰ ποιά ὅμως ἀρετὴ ἀξιώθηκαν, ὁ μὲν Ἰωσὴφ ὁ εὐσχήμων βουλευτὴς ἀπὸ τὴν πόλη Ἀρμαθαὶμ καὶ ὁ νυκτερινὸς μαθητὴς  Νικόδημος νὰ ὑπηρετήσουν στὴν ταφὴ τοῦ Κυρίου, οἱ δὲ Μυροφόρες γυναῖκες πρῶτες νὰ ἰδοῦν τὸν ἀναστάντα Χριστὸν καὶ νὰ γίνουν, πρῶτες αὐτές, κήρυκες τούτου τοῦ γεγονότος; Βέβαιως ὅλα τὰ ἅγια αὐτὰ πρόσωπα εἶχαν πολλὲς ἀρετές. Κυρίως ὅμως διακρίνονταν γιὰ τὴν ἀρετὴ τῆς τόλμης καὶ τῆς ἀνδρείας, τῆς ψυχικῆς δηλαδὴ ἀνδρείας, ποὺ καὶ μεγαλοψυχία ὀνομάζεται, γιὰ τὴν ὁποία ἐξαιρέτως ἀξιώθηκαν αὐτῆς τῆς μεγάλης τιμῆς ἀπὸ τὸν ἐθελουσίως παθόντα καὶ ταφέντα καὶ ἀναστάντα Κύριον. Καί, πῶς τὸ γνωρίζουμε αὐτό; Ἂν μελετήσουμε τὶς σχετικὲς εὐαγγελικὲς διηγήσεις, τοῦτο καθίσταται ὁλοφάνερο!

Τὴν ὥρα τῆς θυσίας τοῦ Δεσπότου ἐπάνω στὸ Ξύλο τοῦ Σταυροῦ, ἐνῶ ὅλοι τὸν εἶχαν ἐγκαταλείψει• ἐνῶ ὁ Ἰούδας Τὸν πρόδωσε γιὰ τριάκοντα ἀργύρια• ἐνῶ ὁ Πέτρος Τὸν ἀρνήθηκε τρεῖς φορὲς μὲ ὅρκο ἐμπρὸς σὲ ταπεινοὺς ὑπηρέτες καὶ ὑπηρέτριες τοῦ Καϊάφα• ἐνῶ ὅλοι οἱ μαθητές, πλὴν τοῦ Θεολόγου Ἰωάννη, «πάντες ἀφέντες αὐτὸν» ἔφυγαν• ἐνῶ ὅλοι ἐκεῖνοι οἱ ὄχλοι, ποὺ μὲ τόσα θαύματα καὶ διδασκαλίες τοὺς εἶχε εὐεργετήσει, ἑνωμένοι τότε μὲ τοὺς ἐχθρούς Του, κραύγαζαν στὸν Πιλᾶτο, «ἆρον, ἆρον, σταύρωσον αὐτόν»• ἐνῶ λοιπὸν ὅλα τοῦτα συνέβαιναν, μέσα στὴ γενικὴ ἐκείνη ἐγκατάλειψη, μόνοι ὁ Ἰωσὴφ καὶ ὁ Νικόδημος μαζὶ μὲ τὶς εὐλογημένες Μυροφόρες παρέμειναν πιστοὶ καὶ ἀφοσιωμένοι στὸν Κύριο! Μάλιστα οἱ Μυροφόρες, οὔτε λεπτὸ δὲν ἀποχωρίσθηκαν ἀπὸ τὸν ἀγαπημένο τους Διδάσκαλο, ἀλλὰ παρέμειναν πλησίον στὸν Σταυρό, ζῶντας ἐκ τοῦ σύνεγγυς τὸ μέγιστο ἐκεῖνο Πάθος καὶ μυστήριο τοῦ ἀναμάρτητου Θεανθρώπου νὰ πάσχει τὸν ἀτιμωτικώτερο θάνατο καὶ νὰ παραδίδει ἑκουσίως τὸ πνεῦμα Του στὸν Θεὸ Πατέρα Του. Μά, καὶ μετὰ τὸν θάνατο τοῦ Χριστοῦ, δὲν ἀναχώρησαν ἀπὸ τὸν Γολγοθᾶ. Κι ὅταν ὁ Ἀριμαθαῖος Ἰωσήφ, «τολμήσας εἰσῆλθε πρὸς Πιλᾶτον» καὶ ζήτησε τὸ σῶμα τοῦ Δεσπότου νὰ τὸ ἐνταφιάσει καί, λαμβάνοντας τὴν ἄδεια τοῦ ἐξουσιαστῆ, πῆγε μὲ τὸν Νικόδημο νὰ ἀποκαθηλώσουν καὶ θάψουν τὸ ἄχραντο Σῶμα τοῦ Λυτρωτῆ, ἔτρεξαν καὶ οἱ Μυροφόρες καὶ τοὺς βοήθησαν καὶ τοὺς συνόδευσαν μέχρι τὸ θεοδόχο μνημεῖο, καὶ παρέμειναν ἐκεῖ, ἕως ὅτου ὁ ἥλιος ἔριξε στὴν Ἱερουσαλὴμ τὶς τελευταῖες του ἀκτῖνες…

Μά, τὴ μεγάλη τους ἀγάπη στὸν Κύριο, τὴ θερμή τους πίστη καὶ ἀκλόνητη ψυχική τους ἀνδρεία ἔδειξαν κατεξοχὴν τὴ νύκτα ἐκείνη τῆς Ἀναστάσεως, «τῇ μιᾷ τῶν Σαββάτων». Τότε, ἐνῶ γνώριζαν πὼς τὸ μνῆμα εἶναι ἐσφραγισμένο, ὅτι λίθος μεγάλος καὶ βαρὺς φράζει τὴν εἴσοδό του, ὅτι πάνοπλοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦν τὸν τάφο καὶ ἔχουν ἐντολὴ νὰ χτυπήσουν ὅποιο θὰ πλησίαζε ἐκεῖ, παρόλα λέγω αὐτά, «λίαν πρωί», «ὄρθρου βαθέως», πρὶν ἀκόμη νὰ χαράξει τὸ φῶς κι ὁ ἥλιος ἀνατείλει, ξεκινοῦν γιὰ τὸ μνῆμα τοῦ Κυρίου, φέροντας μαζί τους καὶ τὰ δικά τους ἀρώματα καὶ μύρα, γιὰ νὰ μυρώσουν τὸ ἀτίμητο Μύρο, τὸ Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Κανένας φόβος, καμμιὰ δυσκολία δὲν στάθηκε δυνατὸν νὰ τὶς ἐμποδίσει. Γι᾽ αὐτὸ καί, κατὰ τὴ δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀξιώνονται πρῶτες αὐτὲς νὰ ἰδοῦν ἀναστάντα τὸν Χριστό μας καὶ παίρνουν ἐντολὴ νὰ μεταδώσουν τὸ κοσμοχαρμόσυνο τοῦτο μήνυμα καὶ στοὺς ἄλλους μαθητές Του.

Ἀδελφοί μου, ἡ καλύτερη τιμὴ τῶν ἁγίων εἶναι ἡ μίμησή τους. Καὶ εἶναι γι᾽ αὐτό, ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας προβάλλει κάθε μέρα μπροστά μας τὶς ἅγιες μορφές, τὴν ἁγία ζωή τους, μὲ τὰ συναξάρια καὶ τοὺς ὕμνους τους, γιὰ νὰ μᾶς παρακινεῖ στὴν κατὰ δύναμη πορεία στὰ θεοφιλὴ ἴχνη τους. Κι ἐμεῖς σήμερα καλούμαστε νὰ μιμηθοῦμε τὰ ἅγια τοῦτα πρόσωπα, ποὺ ἀναφέραμε, τοὺς ἐνταφιαστὲς τοῦ Χριστοῦ καὶ τὶς σεπτὲς Μυροφόρες. Οἱ ἡρωϊκές τους πράξεις, ποὺ μᾶς ἐξιστοροῦν τὰ ἱερὰ Εὐαγγέλια, μᾶς παραδίδουν ἕνα ὑψηλὸ παράδειγμα θάρρους καὶ πνευματικῆς ἀνδρείας.

Στὴν ἐποχή μας, ποὺ ἡ ἀπιστία καὶ τὸ ὑλιστικὸ φρόνημα ξαπλώνουν συνεχῶς τὰ πλοκάμια τους στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων, χρειάζεται θάρρος καὶ λεβεντιὰ νὰ παραμένει κάποιος πιστός. Ἀλλά, θάρρος καὶ τόλμη χρειάζονται ἀκόμη, γιὰ νὰ ὁμολογοῦμε, νὰ δίνουμε μαρτυρία Χριστοῦ στὴ σύγχρονη κοινωνία μὲ τὴ ζωή, τὰ ἔργα καὶ τὰ λόγια μας, σήμερα, ποὺ «ἡ ἁμαρτία ἔγινε τῆς μόδας», ὅπως ἔλεγε ὁ μακαριστὸς ὅσιος Γέροντας Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Ὅταν δηλαδὴ οἱ ἄλλοι Τὸν ἀρνοῦνται, ἐμεῖς νὰ Τὸν ὁμολογοῦμε! Ὅταν Τὸν βλασφημοῦν, ἐμεῖς νὰ Τὸν ὑπερασπιζόμαστε! Ὅταν οἱ ἄλλοι Τὸν ἐγκαταλείπουν, γιατὶ δὲν τοὺς «βολεύει» στὸν τρόπο ζωῆς τους, ἐμεῖς νὰ παραμένουμε σταθεροὶ κοντά Του, «ἔργῳ καὶ λόγῳ». Νὰ ἀποδεικνύουμε ἔμπρακτα, μὲ τὸ γνήσιο χριστιανικό μας παράδειγμα, ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο δὲν εἶναι θεωρία καὶ λόγια, ἀλλὰ πράξη καὶ συγκεκριμένος τρόπος ζωῆς. Γιατί, δυστυχῶς, ἡ δειλία, ὁ φόβος, ἡ σκοπιμότητα, οἱ ἔνοχοι συμβιβασμοί, τὸ ἠθικὸ ξεπούλημα, τείνουν νὰ γίνουν τὰ μόνιμα πλαίσια ζωῆς καὶ συμπεριφορᾶς στὴ σημερινὴ κοινωνία. Ὅμως, ὅπως διαπρύσια ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος διακηρύτττει, ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἔδωσε πνεῦμα δειλίας, ἀλλὰ πνεῦμα, δηλ. χάρη δύναμης καὶ ἀγάπης καὶ νὰ ζοῦμε μὲ σωφροσύνη (Β´ Τιμ.1,7).

Κι ἂς μὴ ξεχνοῦμε ποτὲ τὴν ἀψευδῆ τοῦ Κυρίου ἐπαγγελία: «Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10,32) (=Ὅποιος ὁμολογήσει μπροστὰ στοὺς ἀνθρώπους ὅτι ἀνήκει σ᾽ ἐμένα, θὰ τὸν ἀναγνωρίσω κι ἐγὼ γιὰ δικόν μου μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα μου). Αὐτῆς τῆς καλῆς ὁμολογίας ἀξίωσέ μας, εὔσπλαγχνε Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, καὶ τῆς αἰωνίου Σου βασιλείας, διὰ τὸ μέγα Σου ἔλεος, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καὶ πάντων Σου τῶν Ἁγίων. Ἀμήν!

Ὁμιλία εἰς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς Δ´ Κυριακῆς τοῦ Λουκᾶ

Η παραβολή του καλού σπορέως, εικ. διά χειρός Φίκου

Ἀρχιμανδρίτης Φώτιος Ἰωακεὶμ

Η παραβολή του καλού σπορέως, εικ. διά χειρός Φίκου

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀναφέρεται σ’ ἕνα πολὺ σπουδαῖο θέμα, ποὺ ἀφορᾶ τὴν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων: Στὸ θέμα τῆς σπορᾶς τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, τοῦ εὐαγγελικοῦ κηρύγματος. Καί, κατὰ τὴν ἁγία καὶ θεόσοφη συνήθεια τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ ὁμιλεῖ δηλαδὴ περὶ ὑψηλῶν ἐννοιῶν καὶ βαθειῶν ἀληθειῶν τῆς Πίστης μας μὲ λόγια ἁπλᾶ καὶ παραβολικά, τὸ σπουδαιότατο τοῦτο ἔργο, ἡ καίρια αὐτὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδὴ ἡ διάδοση τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας, περικλείεται σὲ μία παραβολικὴ διήγηση, παρμένη ἀπὸ τὴν ὄμορφη ἀλλὰ καὶ κοπιαστικὴ ἀγροτικὴ ζωή. Τὴν ἀγροτικὴ ζωή, ποὺ ξέρανε οἱ ἄνθρωποι γιὰ αἰῶνες, μέχρι καὶ πρόσφατα, πρὶν ἀνακαλυφθοῦν τὰ σύγχρονα γεωργικὰ μηχανήματα.

Μὲ τὴν σπορὰ λοιπὸν τῶν σιτηρῶν στοὺς ἀγροὺς παρομοίασε ὁ Κύριός μας τὸ διδασκαλικό, πιὸ σωστά, τὸ προφητικὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Τὸ ἔργο τοῦτο εἶχαν ἐξασκήσει πρῶτοι, στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, οἱ κατὰ καιροὺς ἅγιοι καὶ δίκαιοι, οἱ προφῆτες, ποὺ ἐξαπέστελλε ὁ Θεὸς γιὰ νὰ καθοδηγοῦν τοὺς ἀνθρώπους στὸ θεῖο θέλημα. Κατεξοχὴν ὅμως τὸ ἄσκησε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός μας, ποὺ εἶναι «τὸ φῶς τοῦ κόσμου», «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή», ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε. Αὐτὸς εἶναι ὁ μεγάλος, ὁ ἀληθινός σπορέας τοῦ θείου λόγου στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων. Καὶ στὴ συνέχεια, τὸ θεϊκὸ τοῦτο ἔργο ἀνέλαβαν οἱ μαθητές του, οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, καὶ κατόπιν οἱ διάδοχοί τους, οἱ ποιμένες καὶ ἱερεῖς καὶ διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας, μέχρι σήμερα.

Βλέπουμε, ὅμως, νὰ συμβαίνει ἕνα παράδοξο πρᾶγμα, καὶ πιὸ παλιὰ καὶ στὶς ἡμέρες μας, σχετικὰ μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ θείου λόγου, τελείως διαφορετικὸ ἀπ’ ὅ,τι γινόταν στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους. Τότε, μὲ τὸ κήρυγμα τῶν ἀποστόλων, ὅπως μᾶς διηγεῖται κατεξοχὴν τὸ βιβλίο τῶν Πράξεων τῶν ἀποστόλων, πίστευαν στὸν Χριστό, ἀποστρεφόμενοι τὰ εἴδωλα καὶ τὸν Ἰουδαϊσμό, χιλιάδες ἀνθρώπων. Καὶ τί δίδασκαν τότε οἱ ἀπόστολοι; Δίδασκαν τοὺς ἀνθρώπους πράγματα πολὺ δύσκολα γιὰ τὴν ἐποχή τους, γιὰ τὶς συνθῆκες ζωῆς τους: Νὰ ἀθετήσουν τὴν πατροπαράδοτη πίστη τους καὶ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστό. Τοὺς δίδασκαν νὰ ἀφήσουν τοὺς δικούς τους νόμους, τὶς συνήθειες, τὰ πατροπαράδοτα ἤθη τους, καὶ νὰ ἐναγκαλισθοῦν τὰ χριστιανικά, μία ἄλλη ζωή, ἄλλες συνήθειες· νὰ προτιμήσουν, ἀντὶ τῶν σαρκικῶν τὰ πνευματικά, ἀντὶ τῶν γηίνων τὰ οὐράνια. Κι ὅμως, ἀκούοντας αὐτὸ τὸ κήρυγμα οἱ τότε ἄνθρωποι, ἀπαρνοῦνταν ὅλη τὴν προηγούμενη ζωή τους, τὴν πίστη καὶ τὶς συνήθειές τους, καὶ δέχονταν τὴ νέα πίστη, καὶ ἔτρεχαν μὲ χαρὰ στὰ βασανιστήρια, τοὺς διωγμοὺς καὶ τὰ μαρτύρια.

Στὶς μέρες μας, ὅμως, διαπιστώνουμε μὲ λύπη πώς, παρόλο ποὺ ἔχουμε τὴ δυνατότητα πλούσιας τροφοδοσίας ἀπὸ τὸν λόγο τοῦ Θεοῦ, πολὺ λίγος ἢ καὶ ἀνύπαρκτος εἶναι ὁ σχετικὸς καρπός. Σήμερα δὲν μᾶς διδάσκουν οἱ κήρυκες τοῦ Εὐαγγελίου, νὰ ἀφήσουμε τὴν πατροπαράδοτη πίστη μας, ἀλλὰ νὰ τὴν τηροῦμε καθαρὴ καὶ ἀμώμητη. Δὲν διδάσκουν νὰ φυλάσσουμε ἄλλο νόμο καὶ ἄλλα ἤθη, παρὰ τὸν εὐαγγελικὸ νόμο, τὰ χριστιανικὰ ἤθη νὰ τηρήσουμε. Καθένας κατανοεῖ πόση δυσκολία εἶχε στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους ἡ ὑπακοὴ στὸ εὐαγγελικὸ κήρυγμα καὶ πόση, ἀντίθετα, εὐκολία ἔχει στὶς μέρες μας. Κι ὅμως, ἐλάχιστος συνήθως ὁ καρπός!

Μερικοὶ λένε, πὼς τότε καρποφοροῦσε πλούσια ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, ἐπειδὴ τὸν στήριζαν τὰ πολλὰ θαύματα, ποὺ πράγματι γίνονταν συχνὰ ἀπὸ τοὺς ἀποστόλους καὶ τοὺς μαθητές τους. Σὲ πλεῖστες ὅμως περιπτώσεις, ὅπως διηγοῦνται σαφῶς οἱ Πράξεις τῶν ἀποστόλων (ὅπως λόγου χάρη μὲ τὸν ἀπόστολο Φίλιππο καὶ τὸν Αἰθίοπα εὐνοῦχο, τὸν ἀπόστολο Παῦλο στὸ κήρυγμά του στὴν Ἀντιόχεια τῆς Πισιδίας, στὴ Βέρροια, στὴν Ἀθήνα καὶ ἀλλοῦ), χωρὶς κανένα θαῦμα νὰ συμβεῖ, ὑπῆρξε ἄμεση ἀποδοχὴ ἀπὸ πολλοὺς ἀνθρώπους τῆς πίστης στὸν Χριστό. Ἐξάλλου, ἂν τὰ θαύματα εἶχαν καθεαυτὰ τὴ δύναμη νὰ ἐπιστρέφουν τὶς ψυχὲς στὸν Θεό, ἔπρεπε ὅλοι οἱ τότε αὐτόπτες θαυμάτων νὰ γίνονταν Χριστιανοί, πρᾶγμα ποὺ ἀσφαλῶς δὲν ἔγινε! Ἄλλοι πάλιν λένε, ὅτι ἡ ἔλλειψη ἐπενέργειας τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ στὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων ὀφείλεται στὴν ἔλλειψη ἀρετῆς καὶ ἁγίου βίου στοὺς ἱεροκήρυκες. Ἀσφαλῶς, ὅταν μαζὶ μὲ τὸν λόγο συντρέχει καὶ ἡ ἀνάλογη ἀρετὴ στὸν κήρυκα τοῦ Εὐαγγελίου, τόσο γιὰ τὴ χάρη ποὺ ἔχει, ὅσο καὶ τὴν ὑπόληψη στοὺς ἀνθρώπους, ἐπιτελεῖται εὐκολώτερα συνήθως ἡ καρποφορία τοῦ θείου λόγου. Ἀλλά, ἂν ἔτσι εἶχαν μόνο τὰ πράγματα, γιατί δὲν πίστεψαν στὸ Εὐαγγέλιο ὅλοι, ὅσοι ἄκουσαν τὸ κήρυγμα τῶν ἁγίων ἀποστόλων, ποὺ τόσο πλούσια Χάρη καὶ ἁγιότητα βίου καὶ λόγων εἶχαν;

Σ’ ὅλα αὐτὰ τὰ ἐρωτήματα, ἀπάντησε μὲ σαφήνεια ὁ Κύριος, ὁ ἴδιος ὁ Θεός, στὴ σημερινὴ παραβολή. Πῶς τὴν ἄρχισε; Δὲν εἶπε, «ἐξῆλθεν ὁ δίκαιος, ὁ ἅγιος, ὁ ζηλωτής, τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον», ἀλλά, ἁπλῶς, «ἐξῆλθεν ὁ σπείρων τοῦ σπεῖραι τὸν σπόρον αὐτοῦ». Ἐὰν λοιπὸν ὁ διδάσκαλος τοῦ θείου λόγου σπείρει σπόρο ἀληθινό, καὶ ὄχι φθοροποιὰ ζιζάνια, δηλαδὴ ἐὰν διδάσκει τὰ ἀληθινὰ δόγματα καὶ ἤθη τῆς Πίστης μας, καὶ ὄχι αἱρετικὰ φρονήματα καὶ ἀνθρώπινες δεισιδαιμονίες, τοῦτο εἶναι ἀρκετὸ ἐκ μέρους τοῦ διδάσκοντος γιὰ τὴν καρποφορία τοῦ λόγου, κι ἐμεῖς δὲν πρέπει νὰ ἐξετάζουμε καὶ κρίνουμε τὴν πολιτεία του. Αὐτὸ συνέστησε καὶ ὁ Χριστός, ἀναφορικὰ μὲ τὴ διδασκαλία τῶν πονηρῶν Γραμματέων καὶ Φαρισαίων: «Ὅλα, ὅσα σᾶς λένε νὰ τηρεῖτε, νὰ τὰ τηρεῖτε∙ ἀλλὰ νὰ μὴ μιμεῖσθε τὰ ἔργα τους, γιατί, διδάσκουν μὲν τὸν νόμο τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ οἱ ἴδιοι δὲν τὸν τηροῦν».

Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, ἀδελφοί, προσδιόρισε στὴ συνέχεια, ὅτι τρία εἶναι τὰ αἴτια τῆς ἀκαρπίας τοῦ θείου σπόρου, καὶ ἕνα τὸ αἴτιο τῆς εὐκαρπίας. Τὰ πρῶτα εἶναι ἡ ἀπροσεξία, ἡ ὀκνηρία καὶ ἡ ἀπάτη καὶ οἱ μέριμνες τῆς παρούσας ζωῆς, καὶ τὸ τελευταῖο ἡ καλὴ προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι χώρισε σὲ τέσσερεις τάξεις τοὺς ἀκροατὲς τοῦ θείου λόγου καὶ ξεκαθάρισε, πὼς ἡ καρποφορία του ἢ ὄχι ἐναπόκειται στὴν προαίρεση καὶ διάθεση τῶν ἀκροατῶν του. Κι ἐμεῖς οἱ ἄνθρωποι, ἐμεῖς οἱ Χριστιανοί, ἀνήκουμε συνήθως σὲ μιὰ ἀπὸ τὶς τρεῖς πρῶτες τάξεις, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν καρποφοροῦμε πνευματικά.

Ἡ πρώτη τάξη: «ἡ ὁδός», δηλαδὴ ἕνας δρόμος καταπατημένος ἀπὸ τὰ πάθη καὶ τοὺς δαίμονες, ὁπόταν γίνεται ἡ καρδιὰ τοῦ ἀνθρώπου σκληρὴ σὰν πέτρα. Μὰ τέτοια γῆ βεβαίως δὲν καρποφορεῖ, ὁ σπόρος τοῦ θείου λόγου δὲν μπορεῖ νὰ ρίξει ρίζες, καὶ ἔρχονται οἱ δαίμονες, σὰν ἄλλα ἁρπακτικὰ πουλιά, καὶ ἁρπάζουν τὸν σπόρο καὶ χάνεται. Χάνεται ἴσως γιὰ πάντα! Ἡ δεύτερη τάξη: «ἡ πέτρα», δηλαδὴ καὶ πάλιν γῆ πετρώδης καὶ σκληρή, ὅπου, μόλις πέση ὁ σπόρος, ἀρχίζει νὰ βλαστᾶ μὲ κάποιο μικρὸ ἐνδιαφέρον ποὺ δείχνουμε, ἀλλὰ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ριζωμένος σὲ γῆ μαλακή, ξηραίνεται σύντομα καὶ καταστρέφεται. Ἡ τρίτη τάξη: Τὸ χωράφι μὲ ἀγκάθια, ὅπου, ὅταν πέση ὁ σπόρος καὶ ἀρχίζει νὰ μεγαλώνει, τὸν πνίγουν καὶ θανατώνουν τὰ ἰσχυρὰ ἀγκάθια, δηλαδὴ οἱ πολλὲς καὶ περιττὲς βιοτικὲς μέριμνες, ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούτου καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ἡδονῶν, ποὺ πράγματι ἐνεργοῦν σὰν ἀγκάθια καὶ δὲν ἀφήνουν τὸν θεϊκὸ σπόρο νὰ αὐξηθεῖ στὴν γῆ τῆς καρδιᾶς μας, ποὺ τὴν ἔχουν κατακλύσει.

Ἀλλὰ ὑπάρχει καὶ ἡ τέταρτη τάξη ἀνθρώπων: Ἡ γῆ ἡ καλὴ καὶ ἀγαθή, δηλαδὴ αὐτοί, ποὺ ἔχουν καρδιὰ καλή, καλὴ διάθεση καί, δεχόμενοι τὸν σπόρο τῆς εὐαγγελικῆς διδασκαλίας, τὸν κατέχουν γερά, τὸν φυτεύουν στὰ βάθη τῆς καρδιᾶς τους καὶ τὸν καλλιεργοῦν μὲ ὑπομονή, μὲ ἐνάρετη ζωή, τὸν λιπαίνουν καὶ ποτίζουν μὲ τὰ καλά τους ἔργα καὶ τὴν ὀρθὴ Πίστη, καὶ καρποφορεῖ καὶ αὐξάνει, ἄλλου τριάντα καὶ ἄλλου ἑξῆντα καὶ ἄλλου ἑκατόν, ὅπως γράφει στὴν ἀντίστοιχη παραβολὴ ὁ εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος (Μᾶρκ. 4, 8).

Σ’ ἐμᾶς τοὺς ἰδίους λοιπόν, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἐναπόκειται ἡ καρποφορία τοῦ θείου λόγου. Ἂς ἀγωνισθοῦμε, νὰ ξερριζώνουμε τὰ ἀγκάθια τῶν παθῶν ἀπ’ τὶς καρδιές μας μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἐξομολόγηση, τὴν προσευχή, καὶ νὰ τὶς καλλιεργοῦμε μὲ τὰ ἔργα τῆς ἀρετῆς, τὴ μετοχὴ στὰ θεῖα Μυστήρια, γιὰ νὰ μὴ μένουν χέρσες καὶ σκληρές, γιὰ νὰ καρποφορήσουν, ὄχι πρόσκαιρο καρπό, ἀλλὰ ἀθάνατο, τὴν αἰώνια ζωή. Τῆς ὁποίας, νὰ μᾶς ἀξιώσει ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴ φιλανθρωπία Του, στὸν ὁποῖο, μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, ἀνήκει ἡ δόξα στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν!

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Ζ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἂν καὶ μικρὴ σὲ ἔκταση, μᾶς παρουσιιάζει ἀρκετὰ σημεῖα ἀπὸ τὴ θαυμαστὴ ἐπὶ γῆς ζωὴ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἐπάνω στὴ γῆ, καὶ μᾶς παρέχει ἀφορμὲς γιὰ μεγάλη ψυχικὴ ὠφέλεια, ἐὰν τὴ μελετήσουμε μὲ προσοχὴ καὶ κατανοήσουμε ὀρθὰ τὰ ἅγια νοήματα, ποὺ μᾶς προβάλλει.

Ὁ Κύριός μας, ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο, γιὰ νὰ καταλύσει τὴ δυναστεία τοῦ διαβόλου καὶ νὰ σώσει τὸ ἀνθρώπινο γένος, «διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου» (Πράξ.10,38). Εὑρισκόμενος λοιπὸν κάποτε στὰ μέρη τῆς πόλης Καπερναούμ, καὶ ἐπιστρέφοντας ἀπὸ τὴν οἰκία τοῦ Ἰαείρου, τοῦ ὁποίου τὴ νεκρὴ θυγατέρα εἶχε ἀναστήσει, στὸν δρόμο ποὺ βάδιζε, δίδασκε καὶ θαυματουργοῦσε, τὸν ἀκολούθησαν δύο τυφλοὶ ἄνδρες. Αὐτοὶ ἀσφαλῶς θὰ εἶχαν ἀκούσει γιὰ τὰ πολλὰ θαύματα καὶ τὶς θεραπεῖες, ποὺ ἐνεργοῦσε ὁ Δεσπότης Χριστός, καὶ πίστεψαν πὼς κι αὐτοὺς μποροῦσε νὰ τοὺς θεραπεύσει. Γι᾽ αὐτό, ἀκολουθῶντάς Τον, φώναζαν: «Ἐλέησέ μας, Υἱὲ Δαβίδ.» Τὸν ἀποκαλοῦσαν υἱό, δηλ. ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ, καὶ ζητοῦσαν τὸ ἔλεός Του. Καὶ ὁ Κύριος, πῶς ἀνταποκρίνεται στὶς σπαρακτικὲς κραυγὲς τῶν τυφλῶν; Οὔτε ποὺ τοὺς δίνει-φαινομενικὰ ἀσφαλῶς- σημασία! Καὶ τοῦτο, ὅπως φάνηκε ἀμέσως στὴ συνέχεια, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη τους, τὴν ἐμπιστοσύνη τους στὸ πρόσωπό Του! Φθάνει λοιπὸν ὁ Θεάνθρωπος στὸ σπίτι, ὅπου θὰ τὸν φιλοξενοῦσαν, καὶ οἱ τυφλοί, ποὺ Τὸν ἀκολουθοῦσαν ὑπομονετικὰ ὡς ἐκεῖ, ἔρχονται μπροστά Του, ζητῶντας τὴ θεραπεία τους. Καὶ ὁ Κύριος, δοκιμάζοντας γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ τὴν πίστη τους, τοὺς ρωτάει: «Πιστεύετε, ὅτι μπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό, ποὺ ζητᾶτε;» Κι αὐτοί, γεμᾶτοι πίστη καὶ ἐλπίδα, ἀπαντοῦν: «Ναί, Κύριε!» Προσέξτε, ὅτι τώρα τὸν ἀποκαλοῦν πλέον Κύριο, δηλαδὴ Θεό, καὶ ὄχι πιὰ ἀπόγονο τοῦ Δαβίδ. Ἡ δοκιμασία τῆς πίστης τους ἐπιβραβεύτηκε. Πῆραν ἄριστα! Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ φιλανθρώπου Δεσπότου κάμφθηκε, καί, βάζοντας τὰ πανάγιά Του χέρια στὰ τυφλά τους μάτια, εἶπε ὁ Παντοδύναμος: «Νὰ γίνει σ᾽ ἐσᾶς σύμφωνα μὲ τὴν πίστη σας.» Κι ἀμέσως, τὰ σβησμένα τους μάτια ἄνοιξαν, φωτίσθηκαν, καὶ εἶδαν πρῶτα τὸν θαυματουργὸ ἰατρὸ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων! Μά, πρὶν προλάβουν νὰ ξεσπάσουνε σὲ δάκρυα καὶ λυγμοὺς εὐχαριστίας καὶ εὐγνωμοσύνης στὸν Εὐεργέτη τους, τὸν ἄκουσαν νὰ τοὺς λέει, προστακτικὰ καὶ αὐστηρά: «Προσέξτε, νὰ μὴν τὸ μάθει κανεὶς τοῦτο τὸ θαῦμα, νὰ μὴν εἰπεῖτε σὲ κανένα τίποτα!» Μὰ ἡ πλημμυρισμένη ἀπὸ εὐχαριστία καρδιά τους, μόλις βγήκανε ἀπ᾽ ἐκεῖνο τὸ σπίτι, τοὺς ἔκανε λαμπροὺς κήρυκες τοῦ θαύματος σ᾽ὅλη τὴν περιοχὴ ἐκείνη.

Στὴ συνέχεια, τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο μᾶς ἀφηγεῖται τὴ θεραπεία ἀπὸ τὸν Κύριο ἑνὸς κωφοῦ καὶ ταυτόγχρονα δαιμονιζομένου, καὶ ὅτι ὁ Χριστός μας περιόδευε ἐφεξῆς ὅλες τὶς πόλεις καὶ τὰ χωριὰ τῆς Παλαιστίνης, κηρύσσοντας τὸ Εὐαγγέλιό Του, τὴν καλὴ δηλαδὴ καὶ σωτήρια ἀγγελία, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπισκέφθηκε τὸν λαό Του γιὰ νὰ τὸν σώσει, καὶ θεραπεύοντας κάθε μεγάλη καὶ μικρὴ ἀσθένεια τῶν ἀνθρώπων.

Θὰ ἤθελα νὰ σταθοῦμε σὲ τρία σπουδαῖα θέματα, ποὺ προβάλλει ἡ διήγηση τῆς θεραπείας τῶν δύο τυφλῶν. Καὶ πρῶτα, στὸ θέμα τῆς πίστης, τῆς δοκιμασίας τῆς πίστης μας ἀπὸ τὸν Κύριο. Πόση ὥρα θὰ φώναζαν στὸν δρόμο οἱ τυφλοί, ἱκετεύοντας ἐλεεινὰ τὸν Ἰησοῦ νὰ τοὺς γιατρέψει; Κι Αὐτός, σὰν νὰ μὴν τοὺς ἄκουε, οὔτε ἀπόκριση τοὺς ἔδωσε, οὔτε καὶ σημασία φαινόταν νὰ τοὺς ἔδειχνε! Καὶ πάλιν, στὸ σπίτι, τοὺς ξαναδοκιμάζει ἂν πιστεύουν στὴ Θεότητα καὶ δύναμή Του. Καὶ τέλος, τὴν ὥρα τῆς θεραπείας τους, ὡς ἔσχατη δοκιμασία, τοὺς λέγει: Νὰ γίνει κατὰ τὴν πίστη σας. Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ ὁλόθερμη Πίστη στὸν Θεό, ὄχι ἁπλῶς ἡ παραδοχὴ τῆς ὕπαρξής Του, ἀλλὰ καὶ ἡ πλήρης ἐμπιστοσύνη στὴ θεία Του Πρόνοια γιὰ μᾶς καὶ ἡ παράδοσή μας στὸ ἅγιό Του θέλημα, εἶναι ἡ βάση, τὸ θεμέλιο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἀδύνατο χωρὶς μιὰ τέτοια πίστη νὰ σωθοῦμε, κι ἀδύνατο χωρὶς πίστη νὰ εἰσακουσθοῦμε προσευχόμενοι. Γι᾽αὐτό, στὶς θλίψεις, στὶς δοκιμασίες, στὶς ἀρρώστειες, στὰ βάσανά μας, ἂς μὴν ἀποκάμουμε προσευχόμενοι, πιστεύοντας, ἐλπίζοντας. Κι ἂν βλέπουμε, πὼς φαινομενικὰ δὲν εἰσακουόμαστε, ἐμεῖς, σὰν τοὺς τοὺς δύο τυφλοὺς τῆς περικοπῆς, νὰ συνεχίσουμε νὰ φωνάζουμε, νὰ ἐπικαλούμαστε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ μὲ ὑπομονή, μὲ ἐλπίδα, μὲ ταπείνωση. Καὶ ὁ Κύριος, ποὺ συχνὰ ἀναβάλλει τὴν ἐκπλήρωση τῶν αἰτημάτων μας γιὰ τοὺς λόγους, πού, ὡς Πάνσοφος, Αὐτὸς μόνος γνωρίζει, στὴν κατάλληλη ὥρα κι ὅταν εἶναι γιὰ τὸ συμφέρον τῆς ἀθάνατης ψυχῆς μας, θὰ μᾶς δώσει καὶ περισσότερα ἀπ᾽ ἐκεῖνα ποὺ ζητοῦμε καὶ ποὺ ἀξίζουμε! Ποτὲ νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε!
Δεύτερο τιθέμενο σπουδαῖο θέμα, ἄμεσα συνδεδεμένο μὲ τὸ προηγούμενο, εἶναι αὐτὸ τῆς προσευχῆς. Ἡ προσευχὴ εἶναι τὸ θεῖο δῶρο νὰ ἐπικοινωνοῦμε, ἄμεσα καὶ ζωντανά, μὲ τὸν Πλάστη μας. Γιὰ τοῦτο, εἶναι τὸ ὀξυγόνο τῆς ψυχῆς. Κι ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιὰ ἀληθινή, εὐπρόσδεκτη ἀπὸ τὸν Κύριο προσευχή, εἶναι ἡ πίστη, ἡ ἀγάπη μας πρὸς Αὐτὸν καὶ τὸν πλησίον, ἡ ὑπομονή, ἡ ἐλπίδα, συνυφασμένες μὲ τὴ μετάνοια καὶ τὴν ταπείνωση. Νὰ βοοῦμε κι ἐμεῖς, σὰν ἄλλοι τυφλοὶ ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με, ἐλέησον ἡμᾶς!» Μαζὶ μὲ τὶς καθιερωμένες προσευχὲς τοῦ ἡμερονυκτίου, νὰ λέμε, ὅσο συχνότερα μποροῦμε, τὴ σύντομη αὐτή, ἀλλὰ ἰσχυρότατη καὶ εὐλογημένη προσευχή, τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ. Καί, σὲ συνδυασμὸ μὲ ὀρθὴ πνευματικὴ καὶ μυστηριακὴ ζωή, θὰ μᾶς ἀποδώσει πολλοὺς καὶ πλούσιους καρπούς. Ἕνας μεγάλος ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ποὺ ἔζησε τὸν 14ο αἰῶνα, καὶ ποὺ ἀγαποῦσε ἐξαιρετικὰ τὴν Παναγία μας, προσευχόταν καὶ φώναζε συνεχῶς: «Ὑπεραγία Θεοτόκε, φώτισον τῆς ψυχῆς μου τὸ σκότος! Φώτισε τὸ σκοτάδι τῆς ψυχῆς μου!» Κι ἐμφανίστηκε σ᾽αὐτὸν ἡ Παναγία μας, καὶ τοῦ χορήγησε πλούσια φώτιση καὶ πολλὰ χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος!

Τρίτο, τέλος, ἄξιο προσοχῆς θέμα, ποὺ ἀναφαίνεται, εἶναι ἡ ταπείνωση καὶ ἀφάνεια τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Πρῶτα, ἀποφεύγει, ὅπως καὶ σὲ ἄλλες περιπτώσεις, νὰ κάνει ἀμέσως καὶ δημόσια τὸ θαῦμα. Ἀλλά, κι ἀμέσως μετὰ τὴ θεραπεία, τὸ μόνο ποὺ ζητάει ἀπὸ τοὺς θεραπευμένους εἶναι νὰ μὴν εἰποῦνε σὲ κανένα τίποτα! Καὶ τοῦτο, ὅπως καὶ ὅλα τὰ ἐπὶ γῆς ἔργα Του, τὸ κάνει ὁ Κύριος γιὰ τὴ διδασκαλία μας, «ἡμῖν ὑπολιμπάνων ὑπογραμμόν, ἵνα ἐπακολουθήσωμεν τοῖς ἴχνεσιν αὐτοῦ» (Α´Πέτρ., 2,21). Ὅ,τι δηλαδὴ καλό, θεάρεστο ἐνεργοῦμε, νὰ τὸ κάνουμε ὅσο γίνεται πιὸ κρυφά, πιὸ ταπεινά, μὲ ἀφάνεια. «Μὴ γνώτω ἡ ἀριστερά σου τί ποιεῖ ἡ δεξιά σου» (Ματθ. 6,3). Ὅλη ἡ Καινὴ Διαθήκη εἶναι γεμάτη διδάγματα καὶ παραδείγματα, γιὰ νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἀρετές, τὰ καλὰ ἔργα «ἐν κρυπτῷ», γιὰ τὴ δόξα τοῦ Θεοῦ, κι ὄχι τῶν ἀνθρώπων.

Ἂς ἱκετεύσουμε, ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, τὸν Φιλάνθρωπό μας Κύριο, νὰ μᾶς δίνει πίστη, τὴν πίστη, τὴν ὑπομονή, τὴν ἐλπίδα τῶν δὐο τυφλῶν τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου, κι ἂς εὐχόμαστε συνεχῶς κι ἐμεῖς: Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησον ἡμᾶς! Φώτισε τὴ σκοτισμένη ἀπὸ τὰ πάθη καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ μας, κι ἀξίωσέ μας νὰ ἰδοῦμε τὸ ἄχραντο Πρόσωπό Σου στὴ Βασιλεία Σου. Ἀμήν!

Ὁμιλία στὴν εὐαγγελικὴ περικοπὴ τῆς Θ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

Χριστού-ελπίς

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Χριστού-ελπίς

Τὰ πολύτιμα μαργαριτάρια, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἀνακαλύπτουν ὅσοι κατεβαίνουν στὰ βάθη τῆς θάλασσας. Ἂς κατεβοῦμε κι ἐμεῖς σήμερα νοερά, μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, στὸ βάθος τῶν εὐαγγελικῶν λόγων, ποὺ μόλις ἀκούσαμε, γιὰ νὰ ἀνεβάσουμε ἀπὸ ἐκεῖ τὰ νοητὰ καὶ ἀτίμητα μαργαριτάρια τῶν θείων ἐννοιῶν, ἐξετάζοντας συνάμα τὰ θαυμαστὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ποὺ μαρτυροῦν τὴ Θεότητά Του καὶ μᾶς ὁδηγοῦν στὸν δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀποτελεῖ ἄμεση συνέχεια αὐτῆς, ποὺ ἀκούσαμε τὴν προηγούμενη Κυριακή. Ἂν θυμᾶστε, ὁ Κύριός μας, ἀμέσως μετὰ τὸν θαυματουργικὸ πολλαπλασιασμὸ τῶν πέντε ἄρτων καὶ τῶν δύο ψαριῶν, μὲ τὰ ὁποῖα χόρτασε ἴσως καὶ δέκα χιλιάδες ἀνθρώπων, ἀναγκάζει τοὺς μαθητές Του νὰ μποῦνε σ᾽ ἕνα πλοῖο, ἀπ᾽αὐτὰ ποὺ ἀγκυροβολοῦσαν στὶς ὄχθες τῆς Λίμνης τῆς Γεννησαρέτ (ἢ θάλασσας τῆς Τιβεριάδας, ὅπως διαφορετικὰ λεγόταν), καὶ νὰ μεταβοῦν στὴν ἀντίπερα ὄχθη, μέχρι αὐτὸς νὰ ἀπολύσει τοὺς ὄχλους ἐκείνους καὶ νὰ τοὺς στείλει εἰρηνικὰ στὰ σπίτια τους.

Μόλις λοιπὸν ἀναχώρησαν οἱ ὄχλοι, ὁ Χριστός μας ἀνέβηκε σ᾽ ἕνα βουνὸ ἐκεῖ κοντά, γιὰ νὰ προσευχηθεῖ μόνος Του. Τί μᾶς διδάσκει μ᾽αὐτὸ ὁ Κύριος, ὁ ὁποῖος ὅλα τὰ ἐνεργοῦσε γιὰ νὰ δίνει παραδείγματα μίμησής Του καὶ τρόπους σωτηρίας; Πρῶτα, τὸ ὅτι ἦταν τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος, καὶ ὡς ἄνθρωπος ἀπευθύνεται μὲ τὴν προσευχή Του στὸν Θεὸ Πατέρα. Κατόπιν, μᾶς ὑποδεικνύει τὴ μεγάλη ἀξία τῆς προσευχῆς σὲ ἔρημο καὶ ἥσυχο τόπο. Καὶ τοῦτο ἔπραξε ὁ Κύριος, ὄχι μόνο τότε, μὰ καὶ ἄλλες φορές, ποὺ διανυκτέρευσε στὴν προσευχὴ σὲ ἐρημικοὺς τόπους («Ἐγένετο δὲ ἐν ταῖς ἡμέραις ταύταις ἐξῆλθεν εἰς τὸ ὄρος προσεύξασθαι, καὶ ἦν διανυκτερεύων ἐν τῇ προσευχῇ τοῦ Θεοῦ» [Λουκ. 6,12]), δείχνοντας, πὼς καὶ ἡ ἡσυχία τοῦ καιροῦ (τῆς νύκτας) καὶ τοῦ τόπου (ἡ ἔρημος) ὑποβοηθοῦν ἰδιαίτερα τὴν προσευχή μας νὰ ἀποδώσει πλούσιους καρπούς. Κι ἐμεῖς, καλὸ εἶναι, νὰ ἐπιλέγουμε ἕνα ἥσυχο μέρος καὶ κάποια ἥσυχη ὥρα, εἴτε στὸ σπίτι μας, εἴτε ἀλλοῦ, γιὰ νὰ ἀφοσιωνόμαστε, ὅσο γίνεται ἀπερίσπαστα, στὴν προσευχὴ καὶ τὴν πνευματικὴ μελέτη.

Οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ποῦ βρίσκονταν τότε; Στὸ μέσο τῆς λίμνης, μέσα στὸ πλοῖο, καὶ ταλαιπωροῦνταν, γιατὶ ὁ ἄνεμος ἦταν ἀντίθετος στὴν πορεία ποὺ εἶχαν. Καὶ ὁ Ἰησοῦς, τί κάνει; Ἐπιτρέπει νὰ δοκιμασθοῦν, τοὺς ἀφήνει φαινομενικὰ μόνους, γιὰ νὰ δοκιμάσει τὴν πίστη τους, μέχρι ποὺ θὰ ἐρχόταν ἡ ὥρα νὰ ἐπέμβει. Καὶ ἄλλη φορὰ κινδύνευσαν μὲ τὸ πλοῖο, ὅπως διηγοῦνται τὰ Εὐαγγέλια (βλ. Ματθ.8, 23-27), ἀλλὰ τότε ἦταν μαζί τους σωματικὰ ὁ Κύριος καὶ κοιμότανε, μέχρι ποὺ τὸν ξύπνησαν ἔντρομοι οἱ μαθητές Του καὶ ἐπιτίμησε τὴ θάλασσα καὶ κόπασε, καὶ τοὺς ἀνέμους καὶ ἡσύχασαν. Τώρα, γιὰ νὰ τοὺς τελειοποιήσει, τοὺς ἀφήνει ὅλη τὴ νύκτα μέσα στὴν τρικυμία, γιὰ νὰ χάσουν κάθε ἀνθρώπινη ἐλπίδα, καὶ ἐμφανίστηκε ὁ Πάνσοφος, ὅταν ἔκρινε κατάλληλη τὴ στιγμή. Διότι, λέγει τὸ Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Κύριος ἦλθε κοντά τους κατὰ τὴν τέταρτη φυλακὴ τῆς νύκτας, περιπατῶντας πάνω στὴ θάλασσα. Ἐδῶ νὰ σημειώσουμε ὅτι, κατὰ τὴ ρωμαϊκὴ ἐποχή, οἱ σκοπιὲς τῶν στρατιωτῶν ὀνομάζονταν φυλακές, διαρκοῦσαν τρεῖς ὧρες, καί, ἀναλόγως, ἂν ἐκτελοῦνταν ἡμέρα ἢ νύκτα, ὀνομάζονταν «φυλακὲς τῆς ἡμέρας» ἢ «φυλακὲς τῆς νυκτός». Γιὰ τὶς νυκτερινὲς σκοπιές, ἡ πρώτη φυλακὴ ἦταν ἀπὸ τὶς 6 μ.μ. μέχρι 9 μ.μ.Ἔτσι, ἡ «τετάρτη φυλακὴ τῆς νυκτός», ποὺ ἀναφέρει σήμερα τὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι τὸ διάστημα 3 π.μ.-6 π.μ. Πρὶν λοιπὸν ἀρχίσει νὰ γλυκοχαράζει τὸ φῶς, ἐμφανίστηκε ὁ Κύριος κοντὰ στοὺς μαθητές Του, διδάσκοντάς τους, ὅπως σοφὰ σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ ὑπομένουν μὲ γενναιότητα τὰ ἐπερχόμενα καὶ νὰ μὴ ζητοῦν ἀμέσως τὴ λύτρωση ἀπὸ τὰ δεινὰ τῆς ζωῆς. Ἀλλά, ἕνεκα καὶ τοῦ σκοταδιοῦ καὶ τῆς κακοκαιρίας, ποὺ ἐπικρατοῦσαν, καὶ τῆς ταλαιπωρίας, ποὺ προηγήθηκε, δὲν ἀναγνώρισαν ἀμέσως τὸν καλό τους Διδάσκαλο οἱ ἀπόστολοι, ἀλλὰ νόμισαν πὼς ἦταν ἕνα φάντασμα, κι ἀπὸ τὸν φόβο τους ἄρχισαν νὰ φωνάζουν! Ὅταν λοιπὸν ἔφθασαν στὸ ἔσχατο τοῦτο σημεῖο τῆς δοκιμασίας, τότε ἔκανε καθαρὰ φανερὸ τὸν ἑαυτό Του ὁ Κύριος. Ἀμέσως δηλαδὴ τοὺς μίλησε, τοὺς ἔδωσε θάρρος: «Ἔχετε θάρρος, μὴ φοβᾶσθε, ἐγὼ εἶμαι!», εἶπε. Καὶ ἡ ἁγία ἐκείνη καὶ γλυκειά Του φωνὴ τὸν κατέστησε ἀμέσως ἐμφανὴ στοὺς ἀποστόλους. Κι ὁ πάντοτε θερμότερος Πέτρος, ποὺ σὲ ὅλα προτρέχει, τί εἶπε τότε; «Κύριε, ἂν πράγματι ἐσὺ εἶσαι ὁ Διδάσκαλός μας, πρόσταξε νὰ περπατήσω κι ἐγὼ πάνω στὰ νερά, σὰν ἐσένα, καὶ νὰ ἔρθω κοντά Σου.» Ἐδῶ διαφαίνεται ἡ πίστη, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀγάπη τοῦ Πέτρου, νὰ πάει τὸ συντομώτερο κοντὰ στὸν Ἰησοῦ. «Ἔλα!», τοῦ εἶπε ὁ Κύριος. Καὶ κατέβηκε στὴ λίμνη ὁ Πέτρος. Καί, ὅσο εἶχε στέρεα τὴν πίστη, περπατοῦσε πάνω στὰ νερὰ σὰν σὲ ξηρά. Ὅταν ὅμως ἡ δύναμη τῶν ἀνέμων καὶ ἡ θαλασσοταραχὴ τὸν ἔκαναν νὰ δειλιάσει, νὰ ὀλιγοπιστήσει, ἄρχισε νὰ βυθίζεται! Μὰ μόλις φώναξε μὲ πίστη, «Κύριε, σῶσε με!», καὶ πάλιν ἀνταποκρίνεται ἄμεσα ὁ Φιλάνθρωπος Δεσπότης: Τοῦ ἅρπαξε τὸ χέρι καὶ τὸν ἀνέβασε στὴν ἐπιφάνεια, ἐπιτιμῶντας τον συνάμα μὲ ἀγάπη: «Ὀλιγόπιστε, γιατί δίστασες σ᾽ ὅ,τι σοῦ εἶπα;» Καί, μόλις μπήκανε στὸ πλοῖο, κόπασε ὁ ἄνεμος καὶ γαλήνεψε τ᾽ ἀγριεμένο ἐκεῖνο πέλαγος.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, σὲ δύο καίρια θέματα, ποὺ προβάλλει ἡ εὐαγγελικὴ αὐτὴ περικοπὴ θὰ ἤθελα γιὰ λίγο νὰ σταθοῦμε, δύο σημαντικώτατα γιὰ τὴ σωτηρία μας ἀλληλένδετα ζητήματα: Πρῶτο, αὐτὸ τῶν θλίψεων, τῶν δοκιμασιῶν στὴ ζωή μας. Καί, δεύτερο, αὐτὸ τῆς ἀρετῆς καὶ τῆς πίστης, ποὺ ἐπιδεικνύουμε καὶ ἀποδεικνύουμε πὼς ἔχουμε, σ᾽ αὐτὲς ἀκριβῶς τὶς δοκιμασίες καὶ τοὺς πειρασμούς. Πρέπει καταρχὴν νὰ ἐπισημάνουμε, πὼς τίποτα δὲν εἶναι τυχαῖο στὸν κόσμο τοῦτο. Σὲ θεὰ Τύχη δὲν πιστεύουμε, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ πιστεύουμε στὸν Κυβερνήτη τῶν ὅλων Θεό! Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι μόνο Δημιουργὸς τῶν πάντων, ἀλλὰ καὶ Προνοητὴς γιὰ ὅλα Του τὰ κτίσματα. Ἡ ἀγάπη του, ἡ πατρική του πρόνοια μεριμνᾶ γιὰ ὅλα, καὶ πολὺ περισσότερο γιὰ τὸν ἄνθρωπο, γιὰ τὸν ὁποῖο ὁ Θεάνθρωπος ἔχυσε τὸ αἷμα Του στὸν Σταυρό. Οὐδέποτε εἴμαστε μόνοι, ἀδελφοί! Φθάνει ὁ ἄνθρωπος ν᾽ ἀνοίξει τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του, καὶ τὸ ἀντιλαμβάνεται τοῦτο. Γι᾽αὐτό, ὅταν θλίψεις, ἀρρώστειες, κίνδυνοι μᾶς κυκλώνουν στὸ διάβα τῆς ζωῆς, εἶναι ἐπίσκεψη Θεοῦ, ποὺ τὰ ἐπιτρέπει γιὰ τὸ καλό μας. Εἶναι ἡ ἄλλη ἔκφραση καὶ ὄψη τῆς ἀγάπης Του, γιὰ νὰ δοκιμασθεῖ ἡ πίστη μας, νὰ συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας, νὰ καθαρίσει ἡ ψυχή μας. Εἶναι ὁ δρόμος, ποὺ ἐπέλεξε καὶ βάδισε ὁ ἴδιος ὁ Λυτρωτής, ἡ ὁδὸς τοῦ Γολγοθᾶ, τὴν ὁποία ἀκολουθῶντας ὁ ἄνθρωπος μὲ ὑπομονὴ καὶ πίστη καὶ ἐλπίδα σ᾽Αὐτόν, ὁδηγεῖται στὴν Ἀνάσταση! Ποτέ, λοιπόν, νὰ μὴν ἀπελπιζόμαστε, ποτὲ νὰ μὴ χάνουμε τὴν πίστη μας. Νὰ εἴμαστε ἀπόλυτα πεπεισμένοι, ὅτι ὁ Κύριος πάντοτε ἀποβλέπει στὸ καλό μας, στὴ σωτηρία μας, στὸ νὰ ἀξιωθοῦμε νὰ εἴμαστε κοντά Του στὴν αἰωνιότητα! «Ὁ Θεός ἀργεῖ, μὰ πάντα δίνει», λέγει μιὰ σοφὴ παροιμία. Κι ὅταν ἐμεῖς μὲ πίστη καὶ ὑπομονὴ καὶ ἀγῶνα πνευματικὸ ἀντιμετωπίζουμε τὶς ὅποιες δοκιμασίες, τοὺς ὅποιους πειρασμούς, θὰ ἔλθει ὁπωσδήποτε, θὰ ἐμφανισθεῖ καὶ σ᾽ ἐμᾶς ὁ Κύριος Ἰησοῦς. Θὰ μᾶς ἀδράξει τὸ χέρι, θὰ μᾶς ἀνασύρει ἀπὸ τὸν βυθὸ τῶν θλίψεων, θὰ μᾶς βάλει στὸ πλοῖο τῆς ἀγάπης Του καὶ θὰ μᾶς ὁδηγήσει μὲ ἀσφάλεια στὸ λιμάνι τῆς σωτηρίας, στὴν οὐράνια καὶ ἀσάλευτη καὶ ἀτελεύτητη Βασιλεία Του. Ἀμήν! Γένοιτο, Κύριε!

Ὁμιλία στὸ Εὐαγγέλιο τῆς Β´Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου

Απόστολος Ματθαίος, ψηφιδωτό 6ος αι., Παναγία Κανακαριάς, Κύπρος

Ἀρχιμανδρίτου Φωτίου Ἰωακεὶμ

Ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ἡ Παλαιὰ καὶ ἡ Καινὴ διαθήκη, δηλαδὴ ἡ Ἁγία Γραφή, εἶναι ἕνα βιβλίο ἀθάνατο. Ἕνα βιβλίο, ὄχι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Γράφηκε ἀπὸ τοὺς ἁγίους προφῆτες καὶ ἀποστόλους τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶχαν πλούσιο τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ εἶναι γιὰ τοῦτο, ποὺ μέσῳ του μᾶς ὁμιλεῖ ὁ ἴδιος ὁ Θεός (γι᾽αὐτὸ καὶ ὀνομάζεται Λόγος τοῦ Θεοῦ), καὶ μᾶς ἀποκαλύπτει σ᾽αὐτὸ τὶς αἰώνιες ἀλήθειες τῆς Πίστης καὶ συνάμα τὸν ἁρμόζοντα τρόπο ζωῆς αὐτῶν, ποὺ τὸ ἀποδέχονται-καὶ ποὺ ἀσφαλῶς εἶναι- ὡς ἀποκάλυψη Θεοῦ.

Συχνὰ ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἁπλούστατος στὴν ἔκφραση, ἀλλὰ περιέχει κρυμμένο μεγάλο πνευματικὸ βάθος καὶ πηγάζει ἀνεξάντλητη πνευματικὴ ὠφέλεια.Καὶ τοῦτο, τὴν ἀπόκρυψη δηλαδὴ τοῦ πνευματικοῦ κάλλους κάτω ἀπὸ τὴν ἀφελότητα τῆς ἔκφρασης τοῦ κειμένου, οἰκονόμησε ὁ Θεός, ὥστε νὰ ταπεινώνει τὸ ὑπερήφανο πνεῦμα τῶν ἀνθρώπων, ποὺ συχνὰ νομίζουμε πὼς ὅλα τὰ ξέρουμε κι ὅλα τὰ κατανοοῦμε, γιὰ νὰ μελετοῦμε τὶς Γραφὲς μὲ ταπείνωση, προσευχή, εὐλάβεια καὶ ἀνάλογη πνευματικὴ ζωή, ὥστε νὰ ἑλκύουμε τὸν φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴν ὀρθὴ κατανόησή τους. Καί, ὅπως ὡραιότατα τὸ ἐκφράζει ὁ Προφητάνακτας Δαβὶδ σ᾽ἕνα Ψαλμό του, «Θαυμαστὰ τὰ μαρτύριά Σου• διὰ τοῦτο ἐξηρεύνησεν αὐτὰ ἡ ψυχή μου. Ἡ δήλωσις τῶν λόγων Σου φωτιεῖ καὶ συνετιεῖ νηπίους» (Ψαλμ. 118, 129-130).

Τοῦτο ἰσχύει καὶ γιὰ τὴ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή, ποὺ θέτει ἐνώπιόν μας, παρὰ τὴ μικρή της ἔκταση καὶ τὴν ἁπλότητα τῆς περιγραφῆς, σημαντικώτατα γιὰ τὴ σωτηρία μας ζητήματα. Τὸ σπουδαιότερο τιθέμενο ζήτημα εἶναι βεβαίως αὐτὸ τῆς κλήσης, τοῦ καλέσματος τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο νὰ Τὸν ἀκολουθήσει καὶ τῆς σχετικῆς ἀνταπόκρισης τοῦ ἀνθρώπου σ᾽ αὐτὸ τὸ θεϊκὸ κάλεσμα.

Τὸ πρῶτο δημόσιο κήρυγμα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, μετὰ τὴ Βάπτισή Του, τὴν τεσσαρακονθήμερη παραμονὴ στὴν ἔρημο καὶ τοὺς πειρασμοὺς τοῦ διαβόλου, εἶναι κήρυγμα μετανοίας: «Μετανοεῖτε• ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Καὶ τὸ πρῶτο στὴ συνέχεια θαυμαστό Του ἔργο, ποὺ τόσο λιτὰ καὶ παραστατικὰ μᾶς περιγράφει τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο, εἶναι ἡ κλήση τῶν πρώτων μαθητῶν του, ἡ ἁλιεία τῶν ἁλιέων, τὸ ψάρεμα τῶν ψαράδων! Ἔτσι εὐδόκησε μὲ τὴν πανσοφία του ὁ Θεός, νὰ καλέσει στὸ μέγιστο τοῦτο ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ τῆς οὐράνιας βασιλείας, τῆς ἁλιείας τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν, ὄχι σοφοὺς καὶ ρήτορες καὶ μορφωμένους, ἀλλὰ ἀνθρώπους ἁπλοὺς καὶ ἄσημους καὶ ἀγραμμάτους κατὰ κόσμον, ὥστε τὸ μεγαλεῖο τῆς εὐαγγελικῆς ἀλήθειας νὰ διαλάμψει, ὄχι μέσῳ μίας ἀνθρώπινης τῶν ἀποστόλων σοφίας, ἀλλὰ διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος, διὰ τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ, ποὺ διάλεξε «τὰ ἐξουθενημένα καὶ τὰ μὴ ὄντα, ἵνα τὰ ὄντα καταργήσῃ»!

Ἡ σκηνὴ τῆς ἀποστολικῆς κλήσης ἐκτυλίσσεται στὶς ἀκρογιαλιὲς τῆς θάλασσας τῆς Γαλιλαίας ἢ λίμνης τῆς Τιβεριάδος ἢ τῆς Ναζαρέτ, ὅπως τὴν ὀνομάζουν ἀλλοῦ τὰ Εὐαγγέλια ἀπὸ τὶς ὁμώνυμες πόλεις, ποὺ ἦσαν κτισμένες στὶς ὄχθες της. Περιπατῶντας ἐκεῖ ὁ Κύριος, βλέπει δύο δυάδες ἀδελφῶν ψαράδων: Τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἀνδρέα, ποὺ ρίχνανε τὰ δίκτυα νὰ ψαρέψουν, καὶ τοὺς υἱοὺς τοῦ Ζεβεδαίου Ἰάκωβο καὶ Ἰωάννη, ποὺ ἔφτιαχναν ἐκείνη τὴν ὥρα τὰ δίκτυα τοῦ πατέρα τους. Κι ὁ καρδιογνώστης Ἰησοῦς, ποὺ διέγνωσε τὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς τους καὶ τὴν καλή τους προαίρεση, «ὁ γινώσκων τὰ πάντα πρὶν γενέσθαι», τοὺς καλεῖ νὰ Τὸν ἀκολουθήσουν: «Δεῦτε ὀπίσω μου καὶ ποιήσω ὑμᾶς ἁλιεῖς ἀνθρώπων». Καὶ ποιά ἡ ἀνταπόκρισή τους στὴ θεϊκὴ τούτη κλήση; Ὅπως χαρακτηριστικὰ ὑπογραμμίζει ὁ Εὐαγγελιστής, «οἱ δὲ εὐθέως ἀφέντες τὰ δίκτυα, ἠκολούθησαν αὐτῷ». Ἡ ἀπάντηση τούτη τῶν πρώτων μαθητῶν στὸ κάλεσμα τοῦ Δεσπότου, ἡ ἄμεση δηλαδὴ καὶ χωρὶς προϋποθέσεις θετικὴ ἀνταπόκρισή τους, ἀποκαλύπτει τὴν ἁγνότητα τῶν καρδιῶν τους, ἀλλὰ καὶ τὴν ἀποφασιστικότητά τους νὰ ὑπακούσουν στὸ οὐράνιο προσκλητήριο ὑφιστάμενοι κάθε θυσία.

Ἂς ἀκούσομε ἐν προκειμένῳ ἕνα ὡραιότατο σχόλιο τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου: «Πρόσεξε, παρακαλῶ, τὴν πίστη καὶ τὴν ὑπακοή τους. Διότι, ἄνκαι βρίσκονταν στὴ μέση τοῦ ἔργου τους, δὲν ἀνέβαλαν, δὲν μετέθεσαν γιὰ ἀργότερα (τὴν ἀνταπόκρισή τους), δὲν εἶπαν• Ἂς πᾶμε πρῶτα στὸ σπίτι, νὰ τὰ ποῦμε μὲ τοὺς συγγενεῖς μας. Ἀλλά, ἐγκαταλείποντας τὰ πάντα, τὸν ἀκολούθησαν.»

Κι ἂς μὴ νομίσουμε εὔκολη κι ἀνώδυνη τὴν ἀπόφαση τούτη τῶν μαθητῶν, ποὺ σήμαινε στὴν οὐσία μία ὁλοκληρωτικὴ ἀποταγὴ τῶν πραγμάτων τους καὶ τοῦ ἑαυτοῦ τους. Ὅση δυσκολία ἔχει ὁ πλούσιος, νὰ ἐγκαταλείψει τὸ ἀρχοντικὸ καὶ τὰ πλούτη του, κι ὁ ἄρχοντας κι ὁ ἀξιωματικὸς τὴν ἐξουσία καὶ δόξα τους, τόση ἔχει κι ἕνας φτωχός, γιὰ νὰ ἐγκαταλείψει τὴν καλύβη καὶ τὰ λίγα μικροϋπάρχοντά του, καὶ νὰ ἀκολουθήσει γιὰ τὸ ἄγνωστο, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει θυσίες καὶ φτώχεια καὶ ὁποιονδήποτε κίνδυνο, ἕνα διδάσκαλο, ποὺ τοῦ ὑπόσχεται ἀντὶ τῶν ἐπιγείων τὰ οὐράνια καὶ ἀντὶ τῶν προσκαίρων τὰ αἰώνια. Κι ὅμως, οἱ ἀπόστολοι τόλμησαν καὶ εἶπαν τὸ μεγάλο ναὶ στὸν Καλοῦντα. Κι ὄχι μόνο ἕως ἐδῶ, ἀλλά, παρὰ τὶς καταρχὴν ποικίλες ἀδυναμίες τους, ἕνεκα τῆς ἀτέλειάς τους, ἔζησαν μέχρι καὶ τὸ μαρτυρικό τους τέλος μία ζωὴ θυσίας καὶ μαρτυρίας, μαρτυρίας Χριστοῦ. Γιατί; Ἐπειδὴ πίστευσαν ὁλοκληρωτικὰ στὸ Πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου καὶ τὸν ἀγάπησαν ἕως θανάτου!

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί! Τὸ παράδειγμα τοῦτο τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ἀνταποκρίθηκαν στὴν πρόσκλησή Του, ἀποτελεῖ, πρέπει νὰ ἀποτελεῖ τὸ μέτρο καὶ νὰ προσδιορίζει καὶ τὸν δικό μας τρόπο ζωῆς, τὴ στάση μας, ὡς Χριστιανῶν, ἀπέναντι στὸν Κύριο, στὸ Εὐαγγέλιό Του, στὸ συνεχὲς κάλεσμά Του πρὸς ἐμᾶς, ὅσο βρισκόμαστε στὴν πρόσκαιρη τούτη ζωή. Διότι κι ἐμεῖς εἴμαστε «κλητοὶ Ἰησοῦ Χριστοῦ», δηλαδὴ καλεσμένοι ἀπ᾽Αὐτόν. Ἀπὸ τὴν ὥρα τοῦ Βαπτίσματός μας γινόμαστε «κλήσεως ἐπουρανίου μέτοχοι». Πόσο ἐκφραστικὰ παρουσιάζει τὴ συνεχὴ τούτη κλήση ἡ Ἀποκάλυψη! «Ἰδοὺ ἕστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3,20). Ὁ Κύριος στέκει στὴ θύρα τῆς καρδιᾶς μας καὶ κτυπάει νὰ τοῦ ἀνοίξουμε, γιὰ νὰ μπεῖ, νὰ κατοικήσει μόνιμα μέσα μας, γιατὶ τὸ ἐπιθυμεῖ πολὺ καὶ τὸ ζητάει: «δός μοι,υἱέ, σὴν καρδίαν»(Παροιμ. 23,26)! Καὶ ἡ στάση τῶν ἀποστόλων, μὰ καὶ ὅλων τῶν ἁγίων, καθορίζει τὰ βασικὰ γνωρίσματα μιᾶς πραγματικῆς ἀνταπόκρισης στὸ κάλεσμα τοῦ Δημιουργοῦ καὶ Σωτῆρα μας. Βασικά της γνωρίσματα εἶναι ἡ προθυμία, δηλ. ὁ ζῆλος, ἡ ἀγάπη καὶ ἀφοσίωση στὸ θεῖο θέλημα, καὶ ταυτόχρονα ἡ αὐταπάρνηση, ἡ ἄρνηση δηλ. τοῦ ἐγώ μας, τοῦ ἑαυτούλη μας, τῆς ἱκανοποίησης τῶν παραλόγων καὶ ἁμαρτωλῶν παθῶν μας, ποὺ συνεπάγεται ἡ ἀποδοχὴ τῆς κλήσης μας αὐτῆς. Αὐταπάρνηση εἶναι τὸ πνεῦμα τῆς θυσίας καὶ προσφορᾶς, ποὺ πρέπει νὰ χαρακτηρίζουν τὴ ζωή μας.

Ἂς παρακαλέσουμε τὸν Κύριο, νὰ μᾶς χαρίζει τούτη τὴ συνέπεια, ποὺ πρέπει νὰ διακρίνει ἐμᾶς τοὺς ταπεινούς, ποὺ εἴμαστε κλητοὶ Θεοῦ, ποὺ φέρουμε τὸ ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ, ποὺ ἐνδυθήκαμε τὸν Χριστὸ στὸ ἅγιο Βάπτισμα καὶ εἴμαστε μέλη τοῦ Σώματός Του, τῆς Ἐκκλησίας. Νὰ μᾶς δίνει εἰλικρινὴ μετάνοια καὶ διόρθωση τοῦ φρονήματος καὶ τῆς ζωῆς μας. Καὶ νὰ μᾶς ἀξιώσει κατὰ τὴ φοβερὴ ἐκείνη ἡμέρα τῆς Κρίσεως νὰ σταθοῦμε στὰ δεξιά Του, νὰ μᾶς συναριθμήσει μὲ ὅσους φάνηκαν ἀντάξιοι τῆς χριστώνυμης κλήσης, μὲ τὶς εὐχὲς καὶ ἱκεσίες τῆς Παναγίας μας καὶ ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος ἁγίων. Ἀμήν!

Ὁμιλία εἰς τὴν Δ´ Κυριακὴν τῶν Νηστειῶν

Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με

«Διδάσκαλε, ἤνεγκα τὸν υἱόν μου πρός σε…»

Ἀρχιμ. Φωτίου Ἰωακεὶμ
Ἄφετε τὰ παιδία καὶ μὴ κωλύετε αὐτὰ ἐλθεῖν πρός με

Ἡ μεγάλη ἀγάπη καὶ ἀπέραντη  στοργὴ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ πρὸς τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους κατὰ τὴν ἐπίγεια ζωή Του, ἀγαπητοὶ ἐν Κυρίῳ ἀδελφοί, ὑπῆρξε ἰδιαίτερα ἔκδηλη καὶ διαφαίνεται σὲ πλεῖστα σημεῖα τῶν ἱερῶν Εὐαγγελίων.

Ὅταν κάποτε στὴν πόλη τῆς Καπερναοὺμ  ἐρωτήθηκε ἀπὸ τοὺς μαθητές του, ποιός θὰ εἶναι ὁ μεγαλύτερος στὴ Βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ὁ Κύριός μας προσκάλεσε ἕνα παιδάκι, τὸ ἔβαλε ἀνάμεσά τους, καὶ εἶπε: «Ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν». Μάλιστα, ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος μᾶς διασώζει μιὰ χαρακτηριστικὴ λεπτομέρεια τῆς ἐκδήλωσης τῆς ἀγάπης τοῦ Κυρίου πρὸς τὸ ἀθῶο ἐκεῖνο παιδί: «καὶ ἐναγκαλισάμενος αὐτό»!

Ὅταν ἄλλοτε πάλιν κάποιες μητέρες τοῦ ἔφεραν τὰ μικρὰ παιδιά τους νὰ τὰ εὐλογήσει καὶ οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, θεωρῶντας πὼς ὁ Διδάσκαλος θὰ ἐνωχλεῖτο, τὶς ἐπέπληξαν  καὶ ἐμπόδισαν, ὁ Κύριος, παρεμβαίνοντας μὲ ἱερὴ ἀγανάκτηση γιὰ τὴν ἐνέργειά τους αὐτή, τοὺς εἶπε: «Ἄφετε τὰ παιδία ἔρχεσθαι πρός με καὶ μὴ κωλύετε αὐτά• τῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

Τὴν ἀγάπη ἀκόμη τοῦ Δεσπότου πρὸς τὰ παιδιὰ καὶ τοὺς νέους, φανερώνουν καὶ πολλὰ θαύματά Του: Ἀνέστησε τὴ νεκρὴ κόρη τοῦ Ἰαείρου• ἀπάλλαξε ἀπὸ ἀκάθαρτο δαιμόνιο τὴν κόρη τῆς Χαναναίας• θεράπευσε τὸν ἄρρωστο υἱὸ τοῦ βασιλικοῦ στὴν Κανᾶ τῆς Γαλιλαίας• ἀνέστησε τὸν μονάκριβο υἱὸ τῆς χήρας στὴ Ναΐν. Κι ἀκόμη, θεράπευσε τὸ δυστυχισμένο ἐκεῖνο σεληνιαζόμενο νέο ἀπὸ τὸ δαιμόνιο, ὅπως μᾶς ἐξιστορεῖ ἡ σημερινὴ εὐαγγελικὴ περικοπή.

Τὸ γεγονὸς τοῦτο τῆς θαυμαστῆς ἴασης τοῦ νέου ἐκείνου συνέβη ἀμέσως μετὰ τὴ Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου. Κατεβαίνοντας δηλ. ὁ Κύριος μὲ τοὺς τρεῖς ἐκλεκτούς του μαθητὲς ἀπὸ τὸ Θαβώρειο ὄρος, βρῆκε ὄχλο πολὺ συναθροισμένο, νὰ συζητᾶ μὲ τοὺς ὑπόλοιπους ἀποστόλους. Τί εἶχε προηγηθεῖ; Ἕνας πονεμένος  πατέρας, ὁ πατέρας τοῦ σεληνιαζομένου, ψάχνοντας γιὰ τὸν θαυματουργὸ Ἰατρὸ ᾽Ιησοῦ, συνάντησε τοὺς ἐννέα μαθητές του, παρακαλῶντας τους νὰ θεραπεύσουν τὸ ταλαίπωρο παιδί του. Μὰ αὐτοί, παρόλο ποὺ εἶχαν λάβει ἐξουσία ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ ἐκβάλλουν δαιμόνια καὶ νὰ θεραπεύουν ἀσθενεῖς, δὲν μπόρεσαν τότε νὰ θεραπεύσουν τὸν νέο, μὲ πρόνοια ἀσφαλῶς τοῦ Θεοῦ, καὶ γιὰ δοκιμασία τῆς πίστης τοῦ πατέρα τοῦ νέου, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ ταπεινωθοῦν καὶ διδαχθοῦν περαιτέρω οἱ ἀτελεῖς ἀκόμη τότε ἀπόστολοι. Τοῦτο ἐπιβεβαίωσε καὶ ὁ Κύριος, ὅταν ἀπάντησε στὸν δύστυχο ἐκεῖνο γονιό, ποὺ τοῦ διεκτραγώδησε τὰ φοβερὰ πάθη καὶ δοκιμασίες τοῦ παιδιοῦ του: «Ὤ γενεὰ ἄπιστη, μέχρι πότε θὰ βρίσκομαι μαζί σας; Μέχρι πότε θὰ σᾶς ἀνέχομαι;» Κι ὅταν ζήτησε νὰ ὁδηγήσουν τὸν ἀσθενὴ κοντά του, τὸ δαιμόνιο σπάραξε τὸν νέο, ποὺ ἔπεσε χάμω καὶ ἄρχισε νὰ κυλιέται στὴ γῆ, βγάζοντας ἀφροὺς ἀπὸ τὸ στόμα του.

Ἐδῶ νὰ κάνουμε μία ἀναγκαία παρένθεση, γιὰ νὰ θίξουμε ἕνα σπουδαιότατο θέμα: Αὐτὸ τῆς ὕπαρξης τῶν δαιμόνων καὶ τῆς πειρασμικῆς τους ἐπενέργειας στὸν ἄνθρωπο. Ὁλόκληρη ἡ Ἁγία Γραφή, καὶ μάλιστα ἡ Καινὴ Διαθήκη, εἶναι γεμάτη σαφεῖς ἀναφορὲς στὴν ὕπαρξη τῶν δαιμόνων ὡς προσωπικῶν ὄντων, ὡς δηλ. πεπτωκότων ἀγγέλων, καὶ τῆς δυνατότητας ποὺ ἔχουν, πάντοτε βεβαίως μέσα στὰ πλαίσια τῆς Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ καὶ στὸ βαθμό, ποὺ ὁ Κύριος ἐπιτρέπει, νὰ παρενοχλοῦν τοὺς ἀνθρώπους, εἴτε ὡς δοκιμασία, εἴτε γιὰ παιδαγωγικὴ τιμωρία, πάντως γιὰ τὴ σωτηρία μας, ἐὰν ἀντιμετωπίσουμε βεβαίως πνευματικὰ τὶς πειρασμικές τους ἐνέργειες. Καὶ οἱ ἐνέργειες αὐτὲς ξεκινοῦν ἀπὸ ἁπλοὺς ἁμαρτωλοὺς λογισμούς, ἐπεκτείνονται σὲ σωματικὲς ἢ καὶ ψυχικὲς παθήσεις, καὶ μπορεῖ νὰ φθάσουν, ἂν ὁ Θεὸς ἀσφαλῶς ἐπιτρέψει καὶ δώσει καὶ ὁ ἄνθρωπος ἀφορμὴ μὲ μία ἰδιαίτερα ἁμαρτωλὴ ζωὴ καὶ μὲ μεγάλα ἁμαρτήματα, μέχρι καὶ τὸν πλήρη δαιμονισμὸ κάποιου, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ σεληνιαζομένου νέου τῆς σημερινῆς περικοπῆς. Ὅπως δὲ ἑρμηνεύουν κάποιοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ διάβολος στὴν περίπτωση τούτη τοῦ νέου, καὶ σὲ ἄλλες παρόμοιες, παραμόνευε πότε θὰ ἦταν πανσέληνος, γιὰ νὰ ἐκδηλώσει τὶς φοβερὲς ἐκεῖνες ἐπενέργειές του στὸ πλᾶσμα, ποὺ κατοικοῦσε, ὥστε οἱ ἄνθρωποι νὰ ἐξαπατηθοῦν καὶ νὰ ἀποδώσουν τὰ πάθη αὐτὰ στὴν ἐνέργεια τῆς σελήνης (ἐξ οὗ καὶ σεληνιασμός) καὶ κατ᾽ ἐπέκταση στὸν Θεό, κι ὄχι στὸν διάβολο. Καὶ κάτι ἀκόμη νὰ προσθέσουμε: Παρόμοια παθολογικὰ συμπτώματα μπορεῖ νὰ παρουσιάσει καὶ ἕνας ποὺ πάσχει καθαρὰ βιολογικά, δηλ. μὲ ἀσθένεια στὸν ἐγκέφαλο, χωρὶς νὰ σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔχει δαιμόνιο. Ὁ δαιμονιζόμενος ξεχωρίζει καὶ ἀπὸ τὴν ἀλλοίωση τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ προσώπου του, καὶ ἀπὸ τὸ ὅτι βρίζει τὰ θεῖα, ἀντιδρᾶ σὲ ὅτι ἱερό, π.χ. μπροστὰ στὸν σταυρό, σὲ ἅγια λείψανα, κ.λπ.

Μά, ἂς ἐπιστρέψουμε στὴ φοβερὴ ἐκείνη σκηνὴ τοῦ πάσχοντος νέου. Ὁ Κύριος, προσέξτε, τί ρώτησε τὸν πατέρα του: ἀπὸ πότε τοῦ συμβαίνουν αὐτά; Μήπως δὲν γνώριζε ὁ παντογνώστης; Ἀσφαλῶς, ναί! Ἀλλὰ ρώτησε, γιὰ νὰ τὸν ὁδηγήσει νὰ ἐξομολογηθεῖ δημόσια τὸ πότε: «Παιδιόθεν», ἀπάντησε ὁ πατέρας. «Καὶ πολλὲς φορὲς τὸν ἔβαλε καὶ σὲ φωτιὰ καὶ τὸν ἔριξε σὲ ποταμοὺς καὶ λίμνες, γιὰ νὰ τὸν σκοτώσει! Ἀλλά, σπλαγχνίσου μας, καὶ βοήθησέ μας ὅπως μπορεῖς!» Ὁμολόγησε λοιπὸν ὁ πατέρας, πὼς ἀπὸ μικρὸ παιδὶ βασανιζόταν ὁ γυιός του, ἀλλά, ὅπως φαίνεται, δὲν εἶχε φροντίσει ἀπὸ τότε νὰ προσπέσει στὸν Θεό, νὰ ὁδηγήσει τὸ πολυβασανισμένο του παιδὶ στὸν Θεὸ ἔγκαιρα, γιὰ νὰ τὸ ἀπαλλάξει ἀπὸ τέτοια πανώδυνη μάστιγα. Καὶ ὅταν ὁ  Χριστός, δοκιμάζοντάς τον μιὰ τελευταῖα φορά, τοῦ εἶπε τὸ περίφημο, «εἰ δύνασαι πιστεῦσαι, πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι», κι ἐκεῖνος κραύγασε μὲ δάκρυα, «πιστεύω, Κύριε• βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ», καμπτόμενος ὁ φιλάνθρωπος καὶ ἐπιβραβεύοντας τὴ βαθειά του πλέον πίστη, θεράπευσε τὸν νέο, ἀπαλλάσοντάς τον ἀπὸ τὸν ἀδυσώπητο ἐκεῖνο δαίμονα. Κι ὅταν κατόπιν ἐρώτησαν τὸν Διδάσκαλο οἱ μαθητές, γιατί δὲν μπόρεσαν ἐκεῖνοι νὰ ἐκβάλουν τὸ δαιμόνιο ἀπ᾽ τὸν πάσχοντα, ἀπαντῶντας, τοὺς μυσταγώγησε σὲ δύο βασικὲς ἀλήθειες τῆς Πίστης μας: Πρῶτον, ὅτι ὑπάρχουν γένη, ποικίλα δηλ. δαιμονικὰ τάγματα, ὅπως ὑπάρχουν καὶ ἀγγελικὰ τάγματα, καὶ πὼς τὸ δαιμόνιο ἐκεῖνο ἄφησε νὰ νοηθεῖ πὼς ἀνῆκε σὲ ἀρχικὸ τάγμα, ὅπως λέμε, δηλ. ἦταν μεγαλύτερο καὶ σκληρότερο. Κι ἀκόμη εἶπε ὁ Κύριος, πὼς χρειάζεται πολλὴ προσευχὴ καὶ νηστεία, γιὰ νὰ διωχθεῖ τέτοιο ἀρχικὸ δαιμόνιο. Τοῦτο τὸ τελευταῖο συνδέει τὴν περικοπὴ μὲ τὴν περίοδο τῶν Νηστειῶν τῆς ἁγίας Τεσσαρακοστῆς, ποὺ Χάριτι Θεοῦ διανύουμε. Καὶ μᾶς διδάσκει ἔτσι ἡ Ἐκκλησία, ὅτι μὲ τὴ γνήσια νηστεία καὶ τὴν μὲ ταπείνωση προσευχὴ τῶν ἡμερῶν τούτων μποροῦμε νὰ καταπολεμήσουμε τὰ πάθη μας καὶ τὸν ὑποκινητή τους διάβολο, ποὺ δὲν παύει νὰ πολεμεῖ τοὺς πιστούς.

Ἀγαπητοί μου ἀδελφοί, ἡ στάση τοῦ πατέρα τοῦ ταλαίπωρου ἐκείνου νέου θέτει ἕνα σημαντικώτατο ἐρώτημα καὶ γιὰ τοὺς γονεῖς κάθε ἐποχῆς, ἀσφαλῶς καὶ τοὺς σημερινοὺς γονεῖς. Ποῦ ὁδηγοῦν καὶ πρὸς τὰ ποῦ κατευθύνουν τὰ παιδιά τους. Μὲ ποιές ἀρχὲς τὰ διαπαιδαγωγοῦν; Κι ἀκόμη, ἂν παρασυρθοῦν καὶ ἐμπλακοῦν στὰ γρανάζια τῆς ποικιλώνυμης διαφθορᾶς τῶν καιρῶν μας, πότε καὶ ποῦ προσφεύγουν γιὰ βοήθεια; Σὲ ποιόν ἀποτείνονται νὰ τὰ σώσει ἀπὸ τὴν κατρακύλα στὸ βάραθρο τῆς ἀπώλειας;

Ἐδῶ, μποροῦμε νὰ διακρίνουμε τρεῖς κατηγορίες γονέων. Πρῶτον, τοὺς ἀδιάφορους γονεῖς. Ἡ μεγάλη αὐτὴ κατηγορία γονέων παραμένει ἀνυποψίαστη γιὰ τὶς μεγάλες εὐθύνες ποὺ ἔχει γιὰ τὴν ψυχικὴ καλλιέργεια τῶν παιδιῶν μας. Ὅλο τὸ ἐνδιαφέρον τους ἐξαντλεῖται συνήθως στὸ νὰ ἐξασφαλίσουν σ᾽ αὐτὰ ὑλικὰ μέσα καὶ ἀνέσεις. Νὰ μεγαλώσουν χωρὶς νὰ τοὺς λείψει τίποτε. Νὰ τὰ μορφώσουν, γιὰ νὰ καταλάβουν ἕνα καλὸ πόστο καὶ νὰ ἔχουν ἄφθονα χρήματα. Ἡ ἄλλη κατηγορία, εἶναι οἱ λεγόμενοι μοντέρνοι καὶ προοδευτικοὶ γονεῖς, ποὺ θεωροῦν ἀναχρονιστικὸ νὰ ὁδηγήσουν τὰ παιδιά τους στὸν Χριστὸ καὶ στὴν Ἐκκλησία. Ὄχι μόνο δὲν τοὺς δίνουν μιὰ χριστιανικὴ ἀγωγή, ἀλλὰ εἰρωνεύονται τὸ ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, καὶ τὰ ἐμποδίζουν νὰ διαβάσουν κάτι πνευματικό, ἢ καὶ νὰ ἐξομολογηθοῦν. Καὶ οἱ δύο αὐτὲς κατηγορίες γονιῶν ὑποδηλώνουν, πὼς βλέπουν τὰ παιδιά τους μόνο ὡς σάρκες. Τοὺς διαφεύγει, πὼς ἔχουν μέσα τους μιὰ ἀθάνατη ψυχὴ μὲ τὶς δικές της ἀνάγκες, ἀνάγκες καθαρὰ πνευματικές. Κι ὅτι πρώτιστο καθῆκον τους εἶναι νὰ ἐμφυτεύσουν στὶς καθαρές τους καρδιὲς τὸν φόβο καὶ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τὴν Πίστη σ᾽ αὐτὸν καὶ τὴν ὑπακοὴ στὸ ἅγιό Του θέλημα. Καί, δυστυχῶς, τὴν ἀμέλεια τούτη τῶν γονιῶν αὐτῶν, σπεύδει ἀναπόφευκτα νὰ ἀναπληρώσει τὸ πεζοδρόμιο, ὁ σωματέμπορος, ὁ ἔμπορος ναρκωτικῶν, ὁ «ξεσκολισμένος» συμμαθητὴς ἢ συμμαθήτρια, ἡ ντισκοτὲκ καὶ τὰ ποικιλώνυμα μπαράκια. Τὰ ἀποτελέσματα εἶναι γνωστὰ καὶ ἐπιβεβαιώνονται ἀπὸ τὴν καθημερινότητα μὲ μαθηματικὴ ἀκρίβεια. Ὑπάρχουν ἀσφαλῶς, τέλος, καὶ οἱ εὐλογημένοι ἐκεῖνοι γονεῖς, πού, συναισθανόμενοι τὸ μέγιστο ἠθικό τους χρέος πρὸς τὰ νεαρά τους βλαστάρια, ἀγωνίζονται πρῶτα οἱ ἴδιοι νὰ ζοῦν μὲ συνέπεια τὴν ἐν Χριστῷ ζωή, καὶ μεταβάλλουν στὴ συνέχεια τὴν οἰκογένειά τους σὲ μία «κατ᾽ οἶκον ἐκκλησία». Παρακολουθοῦν, σὰν καλοὶ ἄγγελοι, νυχθημερὸν τὰ παιδιά τους καὶ ἐπαγρυπνοῦν  στὴν ἀνατροφή τους «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου». Σὲ μιὰ τέτοια οἰκογένεια βασιλεύει ὁ Χριστὸς καὶ δαψιλεύεται κάθε εὐλογία Του.

Ἀδελφοί μου, στὶς μέρες μας, ποὺ καταρρέει ὁ χάρτινος πύργος τοῦ νεοπλουτισμοῦ καὶ ὑλικοῦ εὐδαιμονισμοῦ, περισσότερο παρὰ ἄλλοτε πρέπει νὰ κρατηθοῦμε ἀπὸ τὴν ἀκράδαντη πέτρα τῆς Πίστης μας καὶ σ᾽ αὐτὴν νὰ στεριώσουμε, κι ἐμεῖς καὶ τὰ παιδιά μας, τὸ μέλλον τοῦ τόπου μας. Νὰ ἀντιληφθοῦμε, ὅτι ἡ σημερινὴ πολιτικοικονομικὴ καὶ ἐθνική μας κρίση εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μακρόχρονης πνευματικῆς κρίσης ἐμᾶς τῶν νεοκυπρίων.  Καλούμαστε, λοιπόν, νὰ προσπέσουμε στὸν ἐλεήμονα Θεό μας μὲ πίστη, ἐλπίδα ἀλλὰ καὶ μετάνοια, γνήσια μετάνοια. Καί, κατὰ τὴν ἀψευδῆ τοῦ Κυρίου ἐπαγγελία, ποὺ εἶπε, «Ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ, καὶ ταῦτα πάντα (τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴν ἐπὶ γῆς εὐημερία μας) προστεθήσεται ὑμῖν», ἀφοῦ ταπεινωθοῦμε ὅλοι μας καὶ μετανοήσουμε εἰλικρινὰ γιὰ τὰ λάθη καὶ πάθη μας καὶ ἐκζητήσουμε ἀληθινὰ τὸν Θεό, δὲν θὰ μᾶς παραβλέψει ἡ ἀγαθότητά Του. Ἀλλά, καὶ τὴν παροῦσα πρόσκαιρη ζωή μας θὰ εὐλογήσει, νὰ τὴ διέλθουμε εἰρηνικά, καὶ ἐκείνης τῆς αἰώνιας καὶ ἀληθινῆς θὰ μᾶς ἀξιώσει, μὲ τὶς πρεσβεῖες τῆς Θεοτόκου καὶ ὅλων τῶν ἀγίων. Ἀμήν!

Ευχή εις απειλήν λοιμικής ασθενείας

Ἡμάρτομεν, ἠνομήσαμεν, ἠδικήσαμεν ἐνώπιόν σου, πανάγαθε Δέσποτα· παρέβημέν σου τὰς σωτηρίους ἐντολάς, τὰς ἱερὰς συνθήκας ἡμῶν, ἃς ἐπὶ τῷ θείῳ Βαπτίσματι, κατέναντι τοῦ μεγάλου σου Θυσιαστηρίου, ἐνώπιον Ἀγγέλων ἐποιησάμεθα καὶ ἀνθρώπων· ἠθετήσαμεν τὸ φρικτὸν Αἷμα τῆς διαθήκης, ἐν ᾧ ἡγιάσθημεν, κοινὸν ἡγησάμενοι, καὶ τῷ Πνεύματι τῆς χάριτος ἐνυβρίσαντες, καὶ τῆς φοβερᾶς καὶ ὑπερφυοῦς υἱοθεσίας καταφρονήσαντες. Πᾶσα Γραφὴ καὶ θεῖος Νόμος καὶ διδασκαλία θεόπνευστος, ψόφος κενὸς ῥήματα πράξεως ἔρημα παρ᾿ ἡμῖν ἐλογίσθησαν· ὀνόματι μόνον καὶ λόγοις τὸ σεπτὸν Εὐαγγέλιον καὶ τὸν ἀληθῆ Χριστιανισμὸν οἱ τάλανες περιφέρομεν. Αἱ χεῖρες ἡμῶν πρὸς πᾶσαν ἁρπαγὴν καὶ πλεονεξίαν γεγόνασιν ἐπιτήδειοι· οἱ πόδες ὀξεῖς καὶ ἀνομώτατοι, καὶ πρὸς πᾶσαν ἀδικίαν καὶ κακεντρέχειαν ἕτοιμοι, τῆς μερίδος τῶν ἀδελφῶν ἐπιβαίνειν καὶ καταπατεῖν, καὶ κατεσθίειν τοὺς πένητας· τὸ στόμα, τὸ τῶν ἱερῶν εὐχῶν τε καὶ λόγων ὄργανον, πάσης αἰσχρότητος καὶ μωρολογίας, ἐπιορκίας τε καὶ διαβολῆς ἀπετελέσαμεν ὄργανον· τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν, καὶ πάσας ἡμῶν τὰς αἰσθήσεις, ἀσωτίας καὶ πάσης ἀσελγείας καθ᾿ ὑπερβολὴν ἐπληρώσαμεν· τὸν ἐν ἡμῖν βασιλεύοντα νοῦν, τὸ θεῖον ἐκεῖνο σπέρμα καταπατήσαντες, καὶ τὰ μέλη σοῦ τοῦ Χριστοῦ πόρνης μέλη ποιήσαντες, καὶ ἀντὶ ναῶν τοῦ Θεοῦ, φθορᾶς καὶ ἀκαθαρσίας ἀποθῆκαι γενόμενοι. Διὰ τοῦτο, πανάγαθε Δέσποτα, τὴν πολλήν σου φιλανθρωπίαν πρὸς ἀγανάκτησιν ἐτρέψαμεν οἱ ταλαίπωροι· τὸ πλῆθος τῶν σῶν εὐεργεσιῶν εἰς τιμωρίας ἡμῖν ἀφρόνως μετατεθείκαμεν. Καὶ ἐπειδή, μήτε τοῖς ἡμετέροις ἀγαθοῖς, μήτε τοῖς ἀλγεινοῖς τοῦ πλησίον βελτίους γεγόναμεν, δικαίως καθ᾿ ἡμῶν αὐτῶν τὴν δικαίαν σου παίδευσιν καὶ τὴν πληγὴν ἐκινήσαμεν. Ἀλλὰ μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς ἡμᾶς, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς ἡμᾶς, Κύριε. Σοὶ μόνῳ ἡμάρτομεν, ἀλλὰ καὶ σὲ προσκυνοῦμεν μόνον, καὶ μετὰ συντετριμμένης καρδίας, ὡς θυσίαν καθαράν, τὴν ἐξομολόγησιν προσφέρομεν. Ἄνες, ἄφες, φιλάνθρωπε Δέσποτα· στῆσον τὴν καθ᾿ ἡμῶν φερομένην δικαίως ταύτην μάστιγα τῆς ἐπαπειλούσης ἡμῖν λοιμικῆς ἀσθενείας· νικησάτω τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου τὸ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν πονηρὸν σύστημα· τὸ τῆς σῆς ἀπείρου χρηστότητος πέλαγος κατακαλυψάτω τῆς κακίας ἡμῶν τὴν πικρὰν θάλασσαν. Ἔχομεν τῆς σῆς φιλανθρωπίας ὑποδείγματα μέγιστα, λῃστὰς καὶ πόρνας, τελώνας καὶ τὸν ἄσωτον υἱόν, ἅ τινες ἡμᾶς τοὺς ἀθλίους παρευδοκιμοῦσι, καὶ εἰς τὴν τῶν οὐρανῶν Βασιλείαν  προάγουσι. Μετὰ τούτων καὶ ἡμᾶς ἐξομολογουμένους σοι καὶ προσπίπτοντας πρόσδεξαι, Δέσποτα· εἰ δὲ καὶ τῆς αὐτῶν ἐπιστροφῆς καὶ εἰλικρινοῦς μετανοίας πλεῖστον ἀπολειπόμεθα, τὸ λεῖπον ἀποπληρωσάτω ἡ ἄπειρος ἀγαθότης σου, μᾶλλον δὲ καὶ τὸ πᾶν· ἐπειδὴ καὶ τοῦ παντὸς ὅλως λειπόμεθα. Ἔχεις οὖν εὐσπλαγχνίαν τε καὶ συγγνώμην παρακαλοῦντάς σε, τὸν Σταυρόν, καὶ τὸν ἑκούσιον θάνατον, ὃν ὑπὲρ ἡμῶν τῶν ἀχαρίστων ὑπέμεινας, τοὺς ἀγῶνας τῶν Ἀποστόλων, τοὺς τῶν Ὁσίων ἱδρῶτας καὶ τῶν Μαρτύρων τὰ αἵματα, καὶ πρὸ πάντων τὴν κοινὴν τῶν ἁπάντων ἐλπίδα καὶ σωτηρίαν, τὴν ὑπὲρ λόγον ἀσπόρως τεκοῦσάν σε Θεοτόκον· ὧν τὰς ἐντεύξεις φιλανθρώπως δεξάμενος, καὶ σὺν αὐτοῖς ταῖς πρεσβείαις τοῦ ἁγίου ἐνδόξου ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους, τῆς ἁγίας ἐνδόξου μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας καὶ τῶν ὁσίων καὶ θεοφόρων πατέρων ἡμῶν Ἀνθίμου τοῦ ἐν Χίου καὶ Νικηφόρου τοῦ Λεπροῦ, καὶ τῆς παρούσης λοιμικῆς ἀσθενείας, καὶ τῆς μελλούσης αἰωνίου κολάσεως ἡμᾶς ἐλευθέρωσον.

Χάριτι καὶ φιλανθρωπίᾳ τοῦ ἀνάρχου σου Πατρός, μεθ᾿ οὗ εὐλογητὸς εἶ, σὺν τῷ παναγίῳ, καὶ ἀγαθῷ, καὶ ζωοποιῷ σου Πνεύματι, νῦν, καὶ ἀεί, καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.

Μεγάλη Εβδομάδα στο Οικουμενικό Πατριαρχείο!

Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Προικοννήσου κ. Ιωσήφ

Μεγάλη ῾Εβδομάδα ἔχει ἕνα ξεχωριστὸ χρῶμα στὸ Πατριαρχεῖο – κάτι μεταξὺ μοναστηριακῆς ἀτμόσφαιρας καὶ ἐγκόσμιας ἐνορίας. Τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων στὸν Πατριαρχικὸ Ναὸ γίνεται Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ Χοροστασία.

 Στὸ «῞Αγιος Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν» πρὶν τοὺς Αἴνους ὁ Πατριάρχης περιβάλλεται πετραχηλωμόφορο καὶ διαβάζει τὴν εὐχὴ τῶν Βαΐων πάνω στὰ βάγια ποὺ κρατοῦν σὲ πανέρι τὰ παιδιὰ τοῦ ἱεροῦ• «Κύριε ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ καθήμενος ἐπὶ τῶν Χερουβίμ, ὁ ἐξεγείρας τὴν δυναστείαν καὶ ἀποστείλας τὸν μονογενῆ Σου Υἱὸν…».

Δὲν ξέρω γιατί, κάθε φορὰ ποὺ ἀκούω ἤ διαβάζω ὁ ἴδιος τὴν εὐχὴ αὐτὴ ἔρχεται μπροστά μου ἡ σεπτὴ μορφὴ τοῦ μακαριστοῦ Πατριάρχου Δημητρίου, ποὺ τὸν εἶχα ἀκούσει νὰ τὴ διαβάζει μὲ τὴν χαρακτηριστικὰ ταπεινὴ καὶ πονεμένη φωνή του στοὺς δίσκους ποὺ κάποια Μεγαλοβδομάδα εἶχε ζωντανὰ ἠχογραφήσει ἡ ΕΡΤ ἀπὸ τὸν Πατριαρχικὸ Ναό. Στὸ δεύτερο «Αἰνεῖτε» ὁ Πατριάρχης κατεβαίνει καὶ προσκυνᾶ τὴν εἰκόνα τῆς Βαϊφόρου ποὺ βρίσκεται πάνω σὲ εὐτρεπισμένο δισκέλι καὶ κατόπιν εὐλογεῖ τὸ λαό. Στὸ προσκύνημα τὸν ἀκολουθοῦν ἕνας-ἕνας οἱ ᾿Αρχιερεῖς πού, ἀφοῦ προσκυνήσουν, ἔρχονται στὸν Πατριάρχη ποὺ τοὺς περιμένει στὸ τελευταῖο σκαλοπάτι τοῦ θρόνου, ἀσπάζονται τὴ δεξιά του καὶ παίρνουν τὰ βάγια• «᾿Εξέλθετε ἔθνη, ἐξέλθετε καὶ λαοί, καὶ θεάσασθε σήμερον τὸν Βασιλέα τῶν οὐρανῶν, ὡς ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ, ἐπὶ πώλου εὐτελοῦς τὴν ῾Ιερουσαλὴμ προσεπιβαίνοντα…»…

Στὴν πατριαρχικὴ τράπεζα ἰχθυοφαγία. Στὸ νοῦ ἔρχεται ἡ προφητεία Γρηγορίου τοῦ Ε´ τὴν Κυριακὴ τῶν Βαΐων τοῦ 1821• «᾿Αδελφοί, ἂς φάγωμεν σήμερον τὰ ψάρια τοῦ γιαλοῦ καί, τίς οἶδε, μήπως, μέχρι τὴν Κυριακήν, φάγουσιν ἐκεῖνα ἡμᾶς;»… ῞Αγιε ῾Ιερομάρτυς τοῦ Χριστοῦ, πρέσβευε ὑπὲρ ἡμῶν…

᾿Ενωρὶς τὸ βράδυ τελεῖται ἡ ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου τῆς Μεγάλης Δευτέρας (πρῶτος Νυμφίος). ῾Ο Πατριάρχης χοροστατεῖ ἀπὸ τὸ παραθρόνιο χωρὶς μανδύα, χωρὶς πατερίτσα καὶ χωρὶς ἐγκόλπιο. Φέρει τὸ ράσο του, ἕναν ἐπιστήθιο σταυρό, τὸ ἐπιρριπτάριό του καὶ κρατᾶ στὸ χέρι χαζράνι. «᾿Ιδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…». ῾Ωραῖα καὶ λυρικότατα ἔλεγε ὁ μακαρίτης Χαλκηδόνος Μελίτων• «᾿Ιδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται!… ᾿Απὸ τὰ βάθη τῆς αἰωνιότητος ξεκινᾶ. ᾿Απὸ τὰ ὕψη τῆς θείας μεγαλειότητος κατεβαίνει. Καὶ ἀπὸ τὸν θρόνο τῆς κραταιᾶς Βασιλείας, μέσα ἀπὸ τὸ μονοπάτι τῆς ἀνοίξεως, τὴν γαλανὴ αὐτὴ νύκτα, περνᾶ στὴν περιοχὴ τῆς ζωῆς μας… ῎Ερχεται… ᾿Ιδοὺ ὁ Θεὸς ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός… Καὶ ἔρχεται πρᾶος καὶ γλυκὺς σὰν τὴν ἀνοιξιάτικη αὔρα. ᾿Αλλὰ σταθερὸς καὶ ἀποφασιστικὸς καὶ τρομερός, σὰν τὴν ἀληθινὴ καὶ τελεία ἀγάπη, ποὺ εἶναι ἕτοιμη γιὰ ὅλα, ποὺ θὰ μείνῃ ἐκεῖ ὥς τὸ τέλος, διεκδικώντας μὲ τὸ καλάμι Του, τὴν ρομφαία Του, ἕναν-ἕναν ὅλους μας, μέχρι τὸν τελευταῖο, ἀπὸ μᾶς τοὺς ἀνθρώπους, διεκδικώντας σπιθαμὴ πρὸς σπιθαμὴ ὅλην αὐτὴ τὴν ἀπέραντη καὶ ὡραία χώρα τῆς ψυχῆς μας, τὴν εἰκόνα Του, μέχρι τὴν τελευταία κώχη τῆς ἀντιστάσεώς της» (ΧΑΛΚΗΔΟΝΙΑ, σσ. 439-440).

Στὸ «Αἰνεῖτε Αὐτὸν» ποὺ ψάλλεται ἀργά, ὁ Πατριάρχης κατεβαίνει ἀπὸ τὸν θρόνο, προχωρεῖ δεξιὰ στὸ νότιο τμῆμα τοῦ ναοῦ, μπροστὰ στὴν Παμμακάριστο, καὶ προσκυνᾶ τὶς εἰκόνες τοῦ Νυμφίου καὶ τῆς Παναγίας τοῦ Πάθους, ποὺ βρίσκονται πάνω σὲ δισκέλια, ἐνῷ ἀπὸ δίπλα παραστέκονται ὁ Μέγας Πρωτοσύγκελλος μὲ τὸν Μέγα ᾿Αρχιδιάκονο. Τὸ ἴδιο γίνεται καὶ τὰ ἑπόμενα δύο βράδυα.

Τὸ πρωΐ τῆς Μεγάλης Δευτέρας, τῆς Μεγάλης Τρίτης καὶ τῆς Μεγάλης Τετάρτης τελεῖται λιτὰ ἡ ᾿Ακολουθία τῶν ῾Ωρῶν καὶ ἀκολουθεῖ ἡ Θεία Λειτουργία τῶν Προηγιασμένων, κατὰ τὴν ὁποία χοροστατεῖ ὁ Πατριάρχης. Μεγάλη Δευτέρα καὶ Μεγάλη Τρίτη τὸ ἀπόγευμα τελοῦνται τὰ τελευταῖα Μεγάλα ᾿Απόδειπνα. «Κύριε τῶν δυνάμεων, μεθ’ ἡμῶν γενοῦ! ἄλλον γὰρ ἐκτός Σου βοηθόν ἐν θλίψεσιν οὐκ ἔχομεν. Κύριε τῶν δυνάμεων, ἐλέησον ἡμᾶς!» Εἶναι ἡ κραυγὴ τῆς ὁμογένειας ποὺ ἀπέμεινε! ῾Η κραυγὴ τῶν τοῦ Χριστοῦ πενήτων… «Μεθ’ ἡμῶν γενοῦ»!..

Κάθε βράδυ τελεῖται ὁ ῎Ορθρος τῆς ἑπομένης, πάντα μὲ πατριαρχικὴ χοροστασία ἀπὸ τὸ παραθρόνιο. Οἱ ὕμνοι ἀποδίδονται λιτά, χωρὶς θεατρινισμούς. Ζητούμενο δὲν εἶναι ἡ αἰσθητικὴ τέρψη ἀλλὰ ἡ κατάνυξη. Τὸ ἀπόγευμα τῆς Μεγάλης Τετάρτης τελεῖται τὸ ἱερὸ Εὐχέλαιο, προεξάρχοντος τοῦ Μεγάλου Πρωτοσυγκέλλου. ῾Ο Πατριάρχης συμπροσεύχεται ἀπὸ τὸ ἅγιο Βῆμα. Στὸ τέλος τοῦ Μυστηρίου ὁ Μέγας Πρωτοσύγκελλος φέρνει στὸν Πατριάρχη τὸ ἄλειπτρο βαπτισμένο στὸ ἁγιασμένο ἔλαιο καὶ τοῦ τὸ παραδίδει ἀσπαζόμενος τὴν δεξιά του. ῾Ο Πατριάρχης μυρώνει τὸν ἑαυτό του καὶ κατόπιν τὸν Πρωτοσύγκελλο, ὁ ὁποῖος ξαναασπάζεται τὴν πατριαρχικὴ δεξιὰ καὶ ἐξέρχεται γιὰ νὰ μυρώσει τὴν Αὐλὴ καὶ τὸ ἐκκλησίασμα. ᾿Εὰν ὑπάρχουν συμπροσευχόμενοι ᾿Αρχιερεῖς λαμβάνουν καὶ αὐτοὶ τὸ ἄλειπτρο καὶ μυρώνονται.

Τὸ πρωΐ τῆς Μεγάλης Πέμπτης ψάλλεται ὁ ῎Ορθρος τῆς ἡμέρας καὶ συνάπτεται ὁ ῾Εσπερινὸς μὲ τὴ Θεία Λειτουργία τοῦ Μεγάλου Βασιλείου, ποὺ τελεῖται κατὰ τὴν τάξη ἀπὸ τὸν Μέγα Πρωτοσύγκελλο. ῾Ο Πατριάρχης χοροστατεῖ ἀπὸ τὸν θρόνο μὲ μανδύα καὶ πατερίτσα. ᾿Αντὶ γιὰ ἐγκόλπιο φορᾶ πάλι ἐπιστήθιο Σταυρό. ῾Ο ῞Αγιος Συμεὼν Θεσσαλονίκης λέει γιὰ τὸν ᾿Αρχιερέα ὅτι φέρει ἐπὶ τοῦ στήθους «Σταυρίδιον ἤ εἰκονίδιον». Σήμερα εἶναι ἡ ὥρα γιὰ τὸ «Σταυρίδιον», ὅπως καὶ στοὺς προηγηθέντες τέσσερεις «Νυμφίους».

Τὸ βράδυ στὴν ᾿Ακολουθία τῶν ᾿Αχράντων Παθῶν ἔχουμε Πατριαρχικὴ καὶ Συνοδικὴ χοροστασία. Οἱ ᾿Αρχιερεῖς ποὺ θὰ χοροστατήσουν βγαίνουν κι ἀνεβαίνουν στὰ στασίδια τους στὸ πρῶτο «῞Οτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί». Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς Διαθήκης (δηλ. τὸ πρῶτο) διαβάζεται ἀπὸ τὸν Πατριάρχη καὶ τὰ ὑπόλοιπα ἀπὸ τοὺς χοροστατοῦντες ᾿Αρχιερεῖς κατὰ τὰ πρεσβεῖα τους. ῞Ολα τὰ εὐαγγέλια διαβάζονται κατὰ τρόπο λογαοιδικὸ (μὲ μέλος), ποτὲ χύμα ὅπως συνηθίζουν μερικοὶ νεωτεριστὲς ἀλλοῦ, σὰ νὰ πρόκειται γιὰ ρεβύθια στὸ τσουβάλι τοῦ μπακάλη ἤ γιὰ ἐφημερίδα! Τὸ παραδοσιακὸ σεμνὸ σύντομο μέλος τῆς ἀναγνώσεως τῶν εὐαγγελικῶν ἀναγνωσμάτων ὑπογραμμίζει ὅτι πρόκειται γιὰ κάτι ἔκτακτο, οὐράνιο, θεῖο, φωνὴ ἑνὸς κόσμου ἄλλου! ῞Ενας-ἕνας προσκαλοῦνται ἀπὸ τὸν Μέγα ᾿Εκκλησιάρχη οἱ Μητροπολίτες, κάνουν σχῆμα στὸν Πατριάρχη, εἰσέρχονται στὸ ἱερό, περιβάλλονται λευκὰ πετραχηλωμόφορα καὶ διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ τοὺς ἀναλογεῖ. Τελειώνοντας κάνουν ἀπὸ τὴν ὡραία πύλη σχῆμα στὸν Πατριάρχη, ἀπεκδύονται τὸ πετραχηλωμόφορο καὶ παρακολουθοῦν τὸ ὑπόλοιπο τῆς ᾿Ακολουθίας μέσα ἀπὸ τὸ ἱερό. ῞Οταν προσκαλεῖται ὁ προτελευταῖος χοροστατῶν Μητροπολίτης, μαζί του συναπέρχεται καὶ ὁ τελευταῖος. ῞Οταν τελειώσει ἡ σειρὰ τῶν Μητροπολιτῶν Εὐαγγέλια διαβάζουν κατὰ σειρὰν ὁ Μέγας Πρωτοσύγκελλος, ὁ ᾿Αρχιγραμματεὺς καὶ ὁ Μέγας ᾿Αρχιμανδρίτης. Τὸ δωδέκατο τὸ διαβάζει ὁ Μέγας ᾿Αρχιδιάκονος ἀπ’ ἄμβωνος. ᾿Εὰν οἱ Μητροπολίτες εἶναι λίγοι καὶ ὑπάρχει κενὸ ἀνάμεσα στὸν Μέγα ᾿Αρχιμανδρίτη καὶ τὸν Μέγα ᾿Αρχιδιάκονο, Εὐαγγέλια διαβάζουν καὶ ἄλλοι ἱερεῖς, μὲ πρώτους τὸν Μέγα Σύγκελλο καὶ τὸν Μέγα ᾿Εκκλησιάρχη.

Μετὰ τὸ πέμπτο Εὐαγγέλιο κλείνεται ἡ ὡραία πύλη καὶ γίνεται ἡ ἀλλαγὴ τῆς ἁγίας τραπέζης. Μέχρι ἐκείνη τὴν ὥρα ἡ ἁγία τράπεζα ἔφερε χρυσόπαστη ἐνδυτή. Τούτη τὴν ὥρα τὴν καλύπτουν μὲ ἄλλη κατάμαυρη. ᾿Επίσης ἀλλάζουν καἰ οἱ ῾Ιερεῖς κ’ οἱ Διάκονοι καὶ φοροῦν κατάμαυρες στολές. ῾Ο ᾿Εσταυρωμένος εἶναι ἕτοιμος καὶ ἔρχεται μπροστὰ στὴν ἁγία τράπεζα. Οἱ πολυέλαιοι σβήνουν καὶ ὁ ναὸς φωτίζεται μόνο ἀπὸ τὰ κανδήλια καὶ τὰ κεριά. ᾿Ατμόσφαιρα ὑποβλητική. ῾Ο Μέγας ᾿Αρχιμανδρίτης θυμιάζει τὸν ᾿Εσταυρωμένο, κάνει τρεῖς μετάνοιες, τὸν προσκυνᾶ καὶ τὸν παίρνει στὰ χέρια του. ῾Η καμπάνα ἀρχίζει νὰ χτυπᾶ πένθιμα. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου ὁ ἐν ὕδασι τὴν γῆν κρεμάσας…» ἀρχίζει ν’ ἀπαγγέλλει ὁ π. ᾿Αθηναγόρας καθὼς σηκώνει τὸν ᾿Εσταυρωμένο κι ἀρχίζει νὰ τὸν λιτανεύει γύρω ἀπὸ τὴν ἁγία τράπεζα, γύρω-γύρω στὸ ναό, ὥσπου νὰ τὸν τοποθετήσει στὴ μέση τοῦ σολέα. ῾Ο Πατριάρχης ἔχει κατέβει κάτω ἀπὸ τὸν θρόνο, ἔχει βγάλει τὸ καλυμμαύχι του καὶ σταυροκοπιέται σκυφτὸς ἀργὰ-άργά. Αὐτὴ εἶναι ἡ τάξη καὶ ὄχι ὁ ᾿Αρχιερεὺς νὰ βγάζει τὸν ᾿Εσταυρωμένο, ὅπως συνηθίζουν τελευταίως κάποιοι νεωτερίζοντες. Οἱ ψάλτες ἔχουν ἐπίσης κατέβει ἀπὸ τὰ στασίδια τους. Στὸ «Προσκυνοῦμεν Σου τὰ Πάθη, Χριστέ», ὅλοι κάνουν μετάνοιες…

———-

Ἀπό τό βιβλίο «Γιορτές στή Βασιλεύουσα”

Ἐναρκτήρια ὁμιλία τοῦ Προέδρου τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Μόρφου κ. Νεοφύτου (30-31 Μαΐου 2014)

Ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος

Α΄ Λειτουργικὸ Συνέδριο τῆς  Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Λατρείας τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου (30-31 Μαΐου 2014)

Ο Μητροπολίτης Μόρφου κ. Νεόφυτος

Θεοφιλέστατε ἐκπρόσωπε τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου καὶ ἀδελφὲ ἐν Κυρίῳ,Χωρεπίσκοπε Μεσαορίας Γρηγόριε,
Πανιερώτατοι καὶ Θεοφιλέστατοι ἅγιοι ἀρχιερεῖς,
Αξιότιμε εκπρόσωπε του Ὑπουργού Παιδείας κ. Κώστα Καδῆ,
Πανοσιολογιώτατοι καὶ Αἰδεσιμολογιώτατοι πατέρες,
Ἐλλογιμότατοι εἰσηγητές,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,


Ἡ ταυτότητα κάθε ὀρθοδόξου χώρου καὶ κάθε ὀρθοδόξου λαοῦ, εἶναι συνυφασμένη —καὶ θὰ τολμοῦσα νὰ πῶ: ταυτόσημη — μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἵσταται λατρευτικῶς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Ὡς ἐκ τούτου, ἡ δομὴ τῆς Θείας λατρείας, ἀλλὰ καὶ ἡ ἱστορικὴ ἐξέλιξις, μέσα ἀπὸ τὴν ὁποία διαμορφώθηκε αὐτὴ ἡ δομή, ἀποτελοῦν τὸν ἴδιο τὸν πυρήνα τῆς ἐν κοινωνίᾳ ὑπάρξεώς μας, ἀντανακλοῦν τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας, ὡς προσώπων, ἀλλὰ καὶ ὡς συλλογικότητος.

Ἀντιλαμβανόμενη τὴ βαρύτητα αὐτῶν τῶν ἀληθειῶν, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, στὸ πλαίσιο τῶν δυνατοτήτων ποὺ τῆς παρέχει ὁ ἀπὸ τοῦ ἔτους 2010 τεθεὶς ἐν ἰσχύι Καταστατικὸς Χάρτης τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, προχώρησε στὴ σύσταση τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Λατρείας.

Ἐν πρώτοις, λοιπόν, ἡ σύστασις μίας ἐξειδικευμένης Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ θεμάτων λατρείας ἀπηχεῖ τὴν ἰδιαίτερη σημασία, ποὺ ἀποδίδει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας σὲ μία συστηματική, ὑπεύθυνη καὶ διαχρονικὴ ἀντιμετώπιση τῶν θεμάτων αὐτῶν. Ἡ πρόθεση τῆς Ἱερᾶς Συνόδου δὲν ἦταν ἁπλῶς νὰ ὁρίσει μία συντακτικὴ ὁμάδα, ποὺ νὰ ἀναλάβει τὴν ἐκδοτικὴ ἐπιμέλεια τοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ, ἀλλὰ νὰ ἔχει ἡ ἴδια ἄμεση καὶ οὐσιαστικὴ ἐμπλοκὴ ἐπὶ ὅλων τῶν θεμάτων τῆς Θείας λατρείας, μὲ τελικὸ στόχο νὰ ὀρθοτομεῖται λόγος ἀληθείας καὶ στὰ θέματα αὐτά.

Ὡς προέκταση αὐτῆς τῆς προθέσεως τῆς Ἱερᾶς Συνόδου καὶ ἔχοντας πάντοτε κατὰ νοῦν, ὅτι τελικὸς στόχος καὶ ὑποχρέωσή μας εἶναι νὰ διαφυλάξουμε ἐκεῖνο, πού, κατὰ τὴ ρήση τοῦ Προφήτου Ζαχαρίου, μᾶς παραδόθηκε παλαιόθεν ἀπὸ τοὺς πατέρες μας, δηλαδὴ τὸ «λατρεύειν τῷ Θεῷ ἐν ὁσιότητι καὶ δικαιοσύνῃ ἐνώπιον αὐτοῦ πάσας τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς ἡμῶν» (Λκ. 1, 74-75), ἡ Ἐπιτροπὴ ἀντιμετωπίζει τὸ θέμα τῆς λατρείας σὲ ὅλες του τὶς πτυχές: τόσο ὡς θέμα τυπικῆς τάξεως, ὅσο καὶ ὡς θέμα οὐσίας, δηλαδὴ θεολογίας. Καὶ ὅταν λέγω θεολογίας, δὲν ἐννoῶ μόνο τὴ διατήρηση τῆς σύνδεσης μὲ τὴν κοινὴ παράδοση τῆς μίας, ἁγίας, καθολικῆς καὶ ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴ διαφύλαξη τῆς ἰδιάζουσας λατρευτικῆς ταυτότητος, ἡ ὁποία ἀντανακλᾶ τὴν ἰδιαιτερότητα τῆς εὐλάβειας τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ τῆς Κύπρου, ὅπως διαμορφώθηκε μέσα ἀπὸ τὴ μακραίωνη ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας της καὶ τὴ γεωγραφικὴ θέση, στὴν ὁποία τὴν ἐνέταξε ἡ Πρόνοια τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Ἐπιτροπή, λοιπόν, κινεῖται ταυτόχρονα σὲ δύο ἄξονες: ἀφ’ ἑνός, πρὸς τὸ κοινὸν καὶ τὸ ὅμοιον, τὸ ταυτόν, δηλαδὴ τὴν ἑνιαία ἀποστολικὴ παράδοση καὶ ἐμπειρία τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, τῆς ὁποίας εἴμαστε κοινωνοί• ἀφ’ ἑτέρου, πρὸς τὸ ἰδιάζον, πρὸς ὅ,τι ἔχει ἀποθέσει ἡ τοπικὴ εὐλάβεια καὶ λατρευτικὴ εὐαισθησία τῶν Κυπρίων στὴ λατρευτικὴ τάξη, ὡς ἀπόσταγμα αἰώνων βιώσεως καὶ μετοχῆς ἑνὸς συγκεκριμένου λαοῦ στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ὁμοουσιότης καὶ διάκρισις ὑποστάσεων: ἡ ἀποκαλυφθεῖσα, διὰ τῆς Σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, Οἰκονομία τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐφαρμόζεται —καὶ πρέπει νὰ ἐφαρμόζεται— καὶ στὰ τῆς Θείας λατρείας.

Ἀντιλαμβανόμενη κατ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὰ πράγματα, καὶ ἔχοντας πλήρη συνείδηση, ὅτι θὰ πρέπει νὰ διατηρηθεῖ αὐτὴ ἡ οἰκονομία τῆς συνυπάρξεως τοῦ ταυτοῦ μὲ τὸ ἴδιον, κατὰ τὸ τριαδικὸ πρότυπο, ἡ Ἐπιτροπὴ ἐπὶ τῆς Λατρείας ἀντελήφθη ἐξ ἀρχῆς ὅτι οἱ ὅποιες ἀπόψεις της ἐπὶ τοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ, ὅπως ἐπίσης καὶ οἱ ἀπόψεις ὅλων τῶν μελῶν τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ἱερᾶς Συνόδου, δὲν μποροῦν παρὰ νὰ εἶναι ἀποτέλεσμα ἐπισταμένης μελέτης, ἐπιστημονικῆς τεκμηριώσεως, ἀλλὰ καὶ θεολογικῆς βασάνου.

Γιὰ νὰ ποῦμε ὁτιδήποτε γιὰ τὸ Τυπικὸ καὶ τὴ λατρεία, χρειάζεται καταρχὰς συστηματικὴ μελέτη τῶν πηγῶν, κάτι ποὺ δὲν ἔγινε μέχρι σήμερα, δυστυχῶς, στὰ δρώμενα τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας μας. Σήμερα εἶναι οὐσιαστικὴ ἡμέρα, ἅγιοι ἀδελφοί, γιὰ τὴν Ἐκκλησία τῆς Κύπρου, γιατὶ ἐπιτέλους ἀρχίζει μελέτη καὶ διάλογος ἐπὶ ἐπιστημονικῆς βάσεως, σὲ ὅτι ἀφορᾶ στὰ τῆς λατρευτικῆς μας παραδόσεως, καὶ ὄχι σὲ ὅ,τι νομίζει ὁ καθένας ὡς παράδοση. Χρειάζεται, λοιπόν, μελέτη ὅλων τῶν σωζομένων σχετικῶν πηγῶν, καὶ ἐν προκειμένῳ αὐτῶν τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου, ἀλλὰ καὶ γενικότερα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας καὶ παραδόσεως. Θὰ ἔχετε προσέξει ὅτι στὸ πρόγραμμα αὐτοῦ τοῦ Συνεδρίου, ποὺ ἔχετε στὰ χέρια σας, ὑπάρχουν εἰσηγήσεις γιὰ κάποιο λειτουργικὸ Τυπικό, στὸ ὁποῖο δίδουμε ἰδιαίτερη ἔμφαση, τὸ Τυπικὸ τῆς Μονῆς τοῦ Κουτσοβέντη. Ποιός μελέτησε σὲ βάθος τὸ λειτουργικὸ αὐτὸ Τυπικὸ τῆς Μονῆς τοῦ Κουτσοβέντη, ποὺ καθόρισε ἐν πολλοῖς τὸ λειτουργικὸ Τυπικὸ τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Νεοφύτου καὶ ἄλλων κυπριακῶν Μονῶν καὶ διὰ τῶν Μονῶν καὶ τὸ Τυπικὸ τῶν ἐνοριῶν μας; Ἄρα, σήμερα ἀρχίζει, ἐπιτέλους, ἡ πρώτη προσπάθεια μελέτης καὶ αὐτοῦ τοῦ τόσο σημαντικοῦ Τυπικοῦ τοῦ Κουτσοβέντη, ποὺ ἀποτελεῖ προϊὸν εἰσαγωγῆς λειτουργικῶν στοιχείων ἀπὸ τὰ σημαίνοντα ἐκκλησιαστικὰ κέντρα Παλαιστίνης καὶ Ἀντιόχειας. Χρειαζόμαστε, λοιπόν, τὴν ἐμπειρία ποὺ θησαύρισε ἡ σύγχρονη ἐπιστημονικὴ ἔρευνα, τὰ πορίσματα, τὶς κατακτήσεις της, καὶ κυρίως τὶς μεθόδους της. Μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο θὰ ἔχουμε ἔδαφος ἐπιστημονικοῦ διαλόγου. Γι’ αὐτό, ἡ Ἐπιτροπὴ προσέλαβε, κατὰ κάποιο τρόπο, τὸν χαρακτήρα ἑνὸς ἐρευνητικοῦ βήματος, ἐνθαρρύνοντας τὴν ἔρευνα στὰ θέματα τῆς ἁρμοδιότητός της, ἀλλὰ καὶ καταφεύγοντας στὰ πορίσματα τῆς σχετικῆς μὲ λειτουργικὰ θέματα ἔρευνας, ἔτσι ὥστε νὰ μπορέσει νὰ σχηματίσει μιὰ ὅσο γίνεται πιὸ ὀρθὴ ἀντίληψη γιὰ τὸ περιεχόμενο καὶ τὶς ἱστορικὲς διαστάσεις τοῦ λειτουργικοῦ Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, μᾶς εἶναι διαρκῶς χρήσιμη καὶ ἡ συνειδητοποίηση τοῦ γεγονότος ὅτι βρισκόμαστε σὲ μιὰ διαδικασία ἀναζήτησης, ὅτι ἡ ἔρευνά μας εἶναι οὐσιαστικὰ ἀνοικτή, χωρὶς τέρμα. Ἔτσι, τὴν Ἐπιτροπὴ τὴν εἴδαμε ἐξαρχῆς μᾶλλον ὡς μία κυψέλη προβληματισμοῦ καὶ διαλόγου, παρὰ ὡς ἕνα βαρὺ θεσμό, ποὺ ἐνδύεται τὴ σοβαρότητα τοῦ διορθωτῆ τῶν Τυπικῶν. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἐργαστήρι, ποὺ δημιουργήθηκε ἀκριβῶς, γιὰ νὰ συντηρεῖ τὴν ἔρευνα κι ὄχι τὴ συντήρηση, οὔτε καὶ γιὰ νὰ τελειώσει τὴν ἔρευνα ἅπαξ καὶ διαπαντός. Ἑπομένως, ὅλες οἱ ἀπόψεις εἶναι εὐπρόσδεκτες.

Αὐτὴ τὴν ἀντίληψη τῆς Ἐπιτροπῆς, ἀλλὰ καὶ τὴ θέλησή της νὰ διευρύνει τὸν διάλογο καὶ τὸν προβληματισμό, καλώντας ἔγκυρους ἀκαδημαϊκοὺς καὶ ἐρευνητὲς νὰ ἐμπλακοῦν, ἀντανακλᾶ τὸ παρὸν πρῶτο Λειτουργικὸ Συνέδριο. Ἐπειδὴ θεωροῦμε χρήσιμες καὶ ἐποικοδομητικὲς τὶς ὅποιες συμβολὲς τῆς ἐπιστήμης, καὶ γενικότερα τὴν ἐμβάθυνση τοῦ διαλόγου, εὐελπιστοῦμε ὅτι θὰ καθιερωθεῖ ἕνα τακτικὸ βῆμα, ὅπου θὰ μπορεῖ νὰ διεξάγεται ἕνας τέτοιος διάλογος. Πρόθεση τῶν δύο ἀρχιερέων, ποὺ εἶναι μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς, εἶναι νὰ συνεχίσει ἡ διοργάνωση παρόμοιων Συνεδρίων, μὲ σκοπὸ νὰ ὁδηγηθοῦμε σὲ περαιτέρω διασάφηση καὶ ἀποκρυστάλλωση τῶν θεμάτων ποὺ μᾶς ἐνδιαφέρουν. Κι ἂν δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ μας, τότε τὰ ἄλλα ἐνδιαφέροντα παρέλκουν.

Ἕνα λειτουργικὸ Τυπικό, δὲν εἶναι κάτι ποὺ δημιουργεῖται ἐν κενῷ, ἐκ τοῦ μὴ ὄντος! Πέραν τῆς ἀπαρασάλευτης ταυτίσεώς του, ὡς πρὸς τὴν οὐσία, μὲ τὴν παράδοση τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἀποτελεῖ ταυτόχρονα ἕνα ζωντανὸ σῶμα, ποὺ φέρει τὰ σημάδια τοῦ χρόνου, δηλαδὴ τῆς ἱστορίας (ὄχι μόνο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας, ἀλλὰ καὶ τῆς γενικότερης ἀνθρώπινης ἱστορίας, μὲ τὰ μικρὰ καὶ μεγάλα γεγονότα της), ἀλλὰ καὶ τῆς γεωγραφίας, δηλαδὴ τοῦ γεγονότος ὅτι μία Ἐκκλησία εἶναι τοποθετημένη ἐν τόπῳ (ἡ Κύπρος στὴν ἀνατολικὴ Μεσόγειο), πιὸ κοντὰ σὲ κάποιες Ἐκκλησίες καὶ μακρύτερα ἀπὸ ἄλλες, τοῦ ὅτι μία κοινωνία πιστῶν γειτνιάζει μὲ ἄλλες ἐν τόπῳ κοινωνίες πιστῶν ἢ ἀπέχει ἀπὸ αὐτές.

Ἀρκετὲς φορές, ἀναφερόμενος στὴν ἱστορία καὶ τὴν ταυτότητα τῆς Κύπρου, ἔχω καταφύγει σὲ ἕνα ἑρμηνευτικὸ σχῆμα, τὸ ὁποῖο χρησιμοποίησε ὁ ἀείμνηστος πατὴρ Παῦλος Ἐγγλεζάκης, σὲ μία θεώρηση ἀπὸ αὐτὸν τῆς ἱστορικῆς ὑπάρξεως τῆς Κύπρου, τὸ ὁποῖο ἀναφέρει τὰ ἑξῆς πολὺ εὔστοχα: «Ἡ ζωντανὴ Κύπρος, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας χῶρος, μία ἱστορία καὶ μία Ἐκκλησία. Ἀκριβῶς διότι αὐτὸ ποὺ προσδιορίζει τὴν ταυτότητα τῆς Κύπρου εἶναι ἡ γεωγραφία, ἡ ἱστορία καὶ ἡ Ἐκκλησία της. Ἀναφέρομαι ὄχι στὸ ἀτομικό, στὸ τυχαῖο καὶ στὸ καιρικό, ἀλλὰ σὲ ὅ,τι ὁ Σολωμὸς — ἀκολουθώντας τὸν Δάντη — ὀνόμασε ‘τὸ κοινὸν καὶ τὸ κύριον’». Ἀνατρέχοντας στὸ πρόγραμμα τοῦ σημερινοῦ Συνεδρίου καὶ ἁπλῶς διαβάζοντας τοὺς τίτλους τῶν εἰσηγήσεων, ποὺ οἱ ἐκλεκτοὶ ὁμιλητὲς εἶχαν τὴν καλωσύνη νὰ καταθέσουν στὴν προσοχή μας —οἱ ὁποῖοι τίτλοι εἶναι ἐνδεικτικοὶ τῶν κατευθύνσεων ποὺ ἀκολουθεῖ ἡ σύγχρονη ἔρευνα—, σκέφτομαι ὅτι ἡ ρήση τοῦ πατρὸς Παύλου μπορεῖ κάλλιστα νὰ βρεῖ ἐφαρμογὴ καὶ στὴν προσέγγιση τοῦ Λειτουργικοῦ Τυπικοῦ τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου.

Τὸ γεγονὸς ὅτι ἡ νῆσος Κύπρος βρίσκεται σ’ ἕνα σταυροδρόμι τοῦ κόσμου, ὅπου διασταυρώνονται τὰ συμφέροντα ἰσχυρῶν δυνάμεων καὶ οἱ ἐπιρροὲς μεγάλων πολιτισμῶν, ὅπου διαχρονικὰ παρατηρεῖται μία συνεχὴς διακίνηση ἀνθρώπων, ἰδεῶν καὶ ἐμπορευμάτων, δὲν ἀφήνει ἀνεπηρέαστο καὶ τὸ Λειτουργικὸ Τυπικὸ τῆς Ἐκκλησίας της.

Ἀπὸ τοὺς ἀποστολικοὺς χρόνους καὶ γιὰ ἀρκετοὺς αἰῶνες τῆς βυζαντινῆς περιόδου —σχηματικὰ μιλώντας: μέχρι καὶ τὴν ἔναρξη τῆς ἐδῶ φραγκοκρατίας—, ἡ Κύπρος ἀποτελεῖ, οὕτως εἰπεῖν, μέρος τῆς εὐρύτερης περιοχῆς τῆς Συροπαλαιστίνης καὶ τῆς νοτίου Μικρᾶς Ἀσίας. Αὐτὸς εἶναι ὁ ζωτικός της χῶρος, ἡ γειτονιά της —ἔστω καὶ ἂν ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα μέχρι σήμερα δὲν ἔδωσε τὴ δέουσα σημασία σ’ αὐτὴ τὴν πραγματικότητα. Ἐμεῖς ἀγωνιζόμαστε νὰ ἀποδείξουμε, ὅτι εὑρισκόμεθα στὴ θάλασσα τῆς Μάγχης, δίπλα ἀπὸ τὴν Ἀγγλία, ὅτι εἴμαστε Εὐρώπη! Ὅμως, εἴμεθα δίπλα ἀπὸ τὴ Συρία, τὴ Μικρὰ Ἀσία, ποὺ σήμερα λέγεται Τουρκία, καὶ τὴν Παλαιστίνη. Αὐτὸς εἶναι, ἐπαναλαμβάνω, ὁ ζωτικὸς χῶρος, ἡ γειτονιὰ τῆς Κύπρου, ἔστω κι ἂν ἡ ἱστορικὴ ἔρευνα μέχρι σήμερα, δυστυχῶς, δὲν ἔδωσε τὴ δέουσα σημασία σ’ αὐτὴν τὴν πραγματικότητα. Στὸν χῶρο τῆς ἁγιολογίας, τῆς εἰκονογραφίας καὶ γενικὰ τῆς ἐκκλησιαστικῆς τέχνης, ἀλλὰ καὶ στὴν παραδεδομένη λαϊκὴ εὐσέβεια, ἢ ἀκόμα καὶ τὴ λαϊκὴ τέχνη, θὰ βροῦμε πλεῖστες ὅσες ἐνδείξεις, μάρτυρες αὐτῆς τῆς στενῆς σχέσης τῆς Κύπρου μὲ τὰ ἀπέναντι παράλια τῆς Μικρασίας, Συροπαλαιστίνης καὶ Ἀλεξανδρείας.

Φυσικὸ εἶναι, λοιπόν, ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ πραγματικότητα νὰ ἀφήνει τὴ σφραγίδα της καὶ στὸν χῶρο τῆς λατρείας. Μέχρι τὶς ἀραβικὲς ἐπιδρομὲς —καὶ ἐννοεῖται ὅτι μιλοῦμε σχηματικὰ— τὸ λειτουργικὸ πρόσωπο τῆς Κύπρου δέχεται ἔντονες ἐπιδράσεις ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα. Ταυτόχρονα, βεβαίως, καὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη καὶ ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀλλά, ὅπως εἶναι φυσικό, τὸ βλέμμα τῆς Κύπρου εἶναι κυρίως στραμμένο πρὸς ἀνατολάς.

Μὲ τὴν ἐπέλαση τοῦ Ἰσλὰμ στὶς παραμεσόγειες χῶρες, πολλοὶ ἄνθρωποι κατέφυγαν στὴν Κύπρο ἀπὸ τὶς περιοχὲς τῆς Συρίας καὶ τῆς Παλαιστίνης, καὶ μεταξὺ αὐτῶν πολλοὶ ἱεράρχες, ἱερεῖς καὶ μοναχοί. Ἀναπόφευκτα, ὅλοι αὐτοὶ οἱ ἄνθρωποι, ποὺ ρίζωναν εἴτε προσωρινὰ εἴτε μόνιμα στὰ χώματα τῆς Κύπρου, ἔφερναν μαζί τους καὶ τὶς ἰδιαιτερότητες τῆς λατρείας τῆς Ἀνατολῆς. Ὅπως ἡ Κύπρος κατάφερνε νὰ ἀφομοιώσει οἰκονομικὰ καὶ πολιτισμικὰ ὅλους αὐτοὺς τοὺς πληθυσμούς, μέσα ἀπὸ μία ἀργόσυρτη διαδικασία ἀλληλεπίδρασης, κατόρθωνε νὰ τοὺς ἀφομοιώσει καὶ λειτουργικά. Μὲ τὴν ἰσχυρή της ὀρθόδοξη ταυτότητα, κατάφερνε νὰ σβήνει τὰ ὅποια στρεβλὰ ἔφερναν μαζί τους, ἐνῶ ἀφομοίωνε δημιουργικὰ τὰ καλὰ στοιχεῖα.

Μὲ τὸν σταδιακὸ ἐξισλαμισμὸ τῶν ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν τῆς Ρωμῃοσύνης καὶ τὴν ἐπάνοδο τῆς Κύπρου στὸν βυζαντινὸ κορμὸ μετὰ τὸ πέρας τῶν ἀραβικῶν κατ’ αὐτῆς ἐπιδρομῶν (τὸ ἔτος 965 δηλαδή), ἔχουμε κατὰ κάποιο τρόπο μία μείωση τῶν ἐπιρροῶν ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια καὶ τὰ Ἱεροσόλυμα, μὲ παράλληλη ἐνίσχυση τῆς παρουσίας τῆς Κωνσταντινούπολης. Νὰ μὴ ξεχνοῦμε, ὅτι ἀπὸ τὸν 10ο αἰώνα καὶ μετὰ ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Κύπρου προβάλλεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Αὐτοκράτορα τοῦ Βυζαντίου, ὅπως προβάλλεται καὶ ὁ πολιτικός της ἄρχοντας, στρατηγός, δούκας ἢ κατεπάνω. Μετὰ τὸν 12ο αἰώνα, συνεχίζεται ἡ παρουσία τῆς Κωνσταντινούπολης στὴ νῆσο καὶ ἀρχίζει νὰ ἀναδεικνύεται -καὶ ἕνεκεν τῶν κατακτητῶν- ἡ συντηρητικότητα, τῶν Κυπρίων σὲ θέματα λατρείας, ὅπως εὔστοχα ἐπεσήμανε ὁ Μακαριώτατος στὸν Χαιρετιστήριό του λόγο, ὡς μία προσπάθεια διατήρησης τῆς ὀρθόδοξης ταυτότητας, ἀλλὰ καὶ διαφοροποίησης ἀπὸ τοὺς Φράγκους κατακτητές. Ἡ συντηρητικότητα, δηλαδή, ἦταν τρόπος ἄμυνας ἀπέναντι στοὺς κατακτητές. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ὅτι, ἀκόμα καὶ τὸ μαρτύριο τῶν 13 ὁσιομαρτύρων τῆς Μονῆς Παναγίας Καντάρας, ἦταν θέμα προσήλωσης στὴν ὀρθὴ λατρεία.

Ἂς σημειώσουμε, τέλος, τὴν ἔντονη συσχέτιση τῆς Ἐκκλησίας Κύπρου μὲ τὴν Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἀνεξαρτησία καὶ ἐντεῦθεν, μία σχέση ποὺ ἐν πολλοῖς συνεχίζει μέχρι σήμερα. Ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρω, ὅτι ἡ συντριπτικὴ πλειονότητα τῶν λειτουργικῶν βιβλίων ποὺ χρησιμοποιοῦμε προέρχεται ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα• οὔτε πλέον ἀπὸ τὴν Ἀντιόχεια, οὔτε ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, οὔτε καὶ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη. Θὰ ἀφήσω ὅμως τὶς λεπτομέρειες στοὺς εἰδικούς.

Κλείνοντας, ἐκεῖνο ποὺ ἤθελα νὰ τονίσω εἶναι, πὼς ἡ διαχρονικὴ ἐξέλιξη τῆς ἐν Κύπρῳ λατρείας μᾶς ἀφήνει νὰ διακρίνουμε τρία βασικότατα χαρακτηριστικά. Τὸ πρῶτο, εἶναι ἡ ἀπίστευτη ἀφομοιωτική της δύναμη, ἡ ἱκανότητά της νὰ προσλαμβάνει, νὰ οἰκειοποιεῖται ἔξωθεν ἐπιδράσεις. Πέρα ἀπὸ τὴν ἀφομοιωτικὴ δύναμη ὅμως, ἐπιδεικνύει καὶ μία παραδειγματικὴ συντηρητικότητα στὴν τήρηση τῶν λατρευτικῶν παραδόσεων, περιλαμβανομένων καὶ ἐκείνων ποὺ ἀφομοίωσε καὶ οἰκειοποιήθηκε. Ἔτσι, λειτουργικὲς πράξεις ποὺ υἱοθέτησε, ὡς ἀποτέλεσμα ἐπιδράσεων ἀπὸ μεγάλα κέντρα, ἐξακολουθεῖ νὰ τὶς κρατᾶ μέχρι σήμερα, ἐνῶ στὰ ἐν λόγῳ κέντρα ἔχουν ἐγκαταλειφθεῖ. Ἐδῶ ὑπάρχει μία συσχέτιση μὲ τὴν ψυχολογία τῶν Κυπρίων. Ὅταν ἐγκαταλείπουν τὰ πνευματικὰ κέντρα κάποιους λειτουργικοὺς τύπους, νὰ ἐπιμένουν οἱ Κύπριοι νὰ τοὺς κρατοῦν. Αὐτὸ δηλώνει τὸ αἴσθημα τῆς αὐτοσυντήρησης, ποὺ κυοφορήθηκε ἀπὸ τὴ μακροχόνια αἰχμαλωσία μας. Τὸ τρίτο, ἐντέλει, εἶναι μία διεισδυτική, ἂν μπορῶ νὰ τὴν ὀνομάσω ἔτσι, ἱκανότητα: εἶναι ἡ ἱκανότητά της νὰ ἐπηρεάζει καὶ νὰ καθορίζει ὅλες τὶς μορφὲς τοῦ ἐν τῇ νήσῳ δημοσίου καὶ ἰδιωτικοῦ βίου, διαμορφώνοντας οὐσιαστικὰ αὐτό, ποὺ θὰ μπορούσαμε νὰ ἀποκαλέσουμε συλλογικὴ ταυτότητα.

Θὰ ἤθελα καὶ ἀπὸ τὴ θέση αὐτὴ νὰ ἐκφράσω τὶς ἐκ βαθέων εὐχαριστίες μου, πρῶτα πρὸς τὸν Μακαριώτατο Ἀρχιεπίσκοπο Κύπρου κ.κ. Χρυσόστομο, γιὰ τὴν εὐλογία του νὰ διοργανώσουμε τὸ παρὸν Συνέδριο καὶ τὸν πατρικό του Χαιρετισμό, καὶ κατόπιν πρὸς τὸν Πανιερώτατο Μητροπολίτη Λεμεσοῦ, κ. Ἀθανάσιο, γιὰ τὴν ἀνάληψη τῆς εὐθύνης στέγασης τοῦ Συνεδρίου τούτου καὶ τῶν ἐκλεκτῶν Συνέδρων στοὺς παρόντες φιλόξενους χώρους τῆς Μητροπόλεως Λεμεσοῦ.

Ἐκ μέρους τῆς Συνοδικῆς Ἐπιτροπῆς ἐπὶ τῆς Λατρείας, σᾶς καλωσορίζω στὸ πρῶτο μας τοῦτο Λειτουργικὸ Συνέδριο, καὶ εὔχομαι ὁ Θεὸς νὰ φωτίσει τὶς κατευθύνσεις ὅλων μας, γιὰ τὸ καλὸ τῆς Ἐκκλησίας.

Πότε δεν τελούνται Μνημόσυνα

 
Α. Μνημόσυνα δεν τελούνται από του Σαββάτου του Λαζάρου έως και της Κυριακής του Θωμά.
 
Β. Κατά τις πιο κάτω Δεσποτικές και Θεομητορικές εορτές:
  • Της Περιτομής του Κυρίου
  • Των Θεοφανείων
  • Της Υπαπαντής
  • Του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου
  • Της Μεσοπεντηκοστής
  • Της Αναλήψεως
  • Της Πεντηκοστής
  • Του Αγίου Πνεύματος
  • Της Μεταμορφώσεως
  • Της Κοιμήσεως της Θεοτόκου
  • Του Γενεθλίου της Θεοτόκου
  • Του Τιμίου Σταυρού
  • Των Εισοδίων της Θεοτόκου
  • Των Χριστουγέννων
  • Την ημέρα που πανηγυρίζει ο ναός.