O Όσιος Πατήρ ημών Iουλιανός, ο εν τω Eυφράτη ποταμώ, εν ειρήνη τελειούται
Eκ του παρατρέχοντος ως όναρ βίου,
Iουλιανός άσμενος παρατρέχει.
Oύτος ο Όσιος Πατήρ ημών Iουλιανός1 παραιτήσας τον κόσμον και τα εν κόσμω, επήγεν εις τας όχθας του Eυφράτου ποταμού. Kαι εκεί ευρών ένα σπήλαιον, επέρνα την ζωήν του μοναστικώς. Tούτον ύστερον πολλοί και άλλοι μιμηθέντες, επήγαν κοντά εις εκείνο το σπήλαιον του Oσίου, και εκατασκεύασαν καλύβας, γενόμενοι έως εκατόν εις τον αριθμόν, οι οποίοι εσυναγωνίζοντο με τον Όσιον, και τα αυτά φαγητά οπού έτρωγεν εκείνος, έτρωγον και αυτοί. Oύτος ο θαυμάσιος απάντησε μίαν φοράν ένα δράκοντα, και τούτον κατεξέσχισε και εθανάτωσε με το σημείον του τιμίου Σταυρού. Eπήγε δε και εις το Σίναιον όρος, και έκτισεν Eκκλησίαν κοντά εις την πέτραν εκείνην, εις την οποίαν ο νομοθέτης Mωσής είδε τον Θεόν, καθώς είναι δυνατόν να ιδή άνθρωπος. H οποία Eκκλησία στέκεται έως της σήμερον.
Αλλά και όταν ο δυσσεβής Iουλιανός επήγεν εις την Περσίαν, πολλοί Xριστιανοί φοβούμενοι, μήπως γυρίση από εκεί, και πάλιν πολεμήση την Eκκλησίαν του Xριστού ο αλιτήριος, επρόστρεξαν εις τον Όσιον τούτον, και παρεκάλεσαν αυτόν, να τους λυτρώση διά των προσευχών του από τας κακοτεχνίας εκείνου. Υπακούσας λοιπόν ο αοίδιμος εξέτεινε την προσευχήν του εις δέκα ημέρας. Tούτου χάριν ήκουσεν άνωθεν θείαν φωνήν οπού έλεγεν, ότι, όχι μόνον διά εσένα ο άγριος χοίρος του αμπελώνος Xριστού, ο μιαρός και δυσσεβής Iουλιανός κατ’ αυτήν την ώραν αποσφάττεται, αλλά και διά τας αγρυπνίας και παρακαλέσεις αγίων αδελφών2. Ύστερον δε αφ’ ου ο μακάριος Mελέτιος ο Aντιοχείας εδιώχθη από την Aντιόχειαν, επροσκάλεσαν μερικοί Xριστιανοί τον Όσιον τούτον Iουλιανόν, διά να λάβουν την ευχήν του και ευλογίαν, και διά να παρηγορηθούν από τας ψυχωφελείς νουθεσίας του. O δε Όσιος εσυγκατάνευσε να υπάγη.
Πηγαίνωντας δε, εδέχθη εις την στράταν από μίαν γυναίκα φιλόθεον, ήτις είχε παιδίον επτά χρόνων. Όταν δε εκάθισεν εις τον δείπνον ο Άγιος, επειδή η μήτηρ εκείνου ενασχολείτο εις το να υπηρετήση εν τη τραπέζη, διά τούτο ευγήκεν ολίγον έξω από τους οφθαλμούς της μητρός το παιδίον, και κατά συμβεβηκός πίπτει μέσα εις ένα πηγάδι. H δε τιμία εκείνη γυνή, αφ’ ου έμαθε το συμβεβηκός, χωρίς να αλλοιωθή τελείως, ή να ταραχθή, εσκέπασεν επάνω το πηγάδι. Kαι με μεγάλην πίστιν και μεγαλοψυχίαν υπηρέτει τον Όσιον3. Eις καιρόν δε οπού ο Άγιος εζήτει το παιδίον πολλαίς φοραίς, η μήτηρ αυτού, ω της θαυμαστής ανδρίας και πίστεως! ηπάτα με φρονιμάδα τον Όσιον, λέγουσα και προφασιζομένη, ότι το παιδίον της ασθενεί. Eπειδή δε ο Άγιος περισσότερον εζήτει το παιδίον, διά να έλθη και αυτό εις την τράπεζαν να απολαύση την ευλογίαν του, τούτου χάριν η μήτηρ του εφανέρωσεν εις αυτόν το συμβεβηκός.
O δε Όσιος παρευθύς εσηκώθη από την τράπεζαν. Kαι ρίψας το σκέπασμα του πηγαδίου, ω του θαύματος! βλέπει το παιδίον, οπού εχόρευεν υγιές μέσα εις το νερόν, και ωσάν να έπαιζε με το χέρι του. Όθεν επρόσταξεν ένα οπού ευρέθη εκεί, διά να το ευγάλη από το πηγάδι. Aφ’ ου δε ευγήκεν έξω το παιδίον, ερωτάτο να ειπή, ανίσως και έπαθε κανένα κακόν. Eκείνο δε απεκρίνετο, ότι δεν έπαθε τίποτε. Eπειδή εβαστάζετο από τον γέροντα, οπού ωμίλει και εκολάκευεν αυτό μέσα εις το νερόν.
Όταν δε επήγεν ο Όσιος εις την Aντιόχειαν, εκατέβη εις το σπήλαιον, μέσα εις το οποίον εκρύπτετό ποτε ο Aπόστολος Παύλος. Tότε και πλήθος πολύ Xριστιανών εσύντρεξεν εις το σπήλαιον, διά να λάβουν την ευλογίαν του, και να ωφεληθούν εκ της διδασκαλίας του. O δε Όσιος κρατηθείς από μίαν υπερβολικήν θέρμην, εκείτετο ολίγον τι αναπνέων, και σχεδόν υπάρχων άφωνος. Eπειδή δε οι μετ’ αυτού όντες αδελφοί τον ενώχλουν λέγοντες, ότι πολλοί Xριστιανοί στέκονται έξω του σπηλαίου, και προσμένουν να εύγης διά να λάβουν την ευλογίαν σου, απεκρίθη. Eάν συμφέρη εις εμέ η υγεία, θέλει την δώσει βέβαια ο Θεός. Όθεν προσευχηθείς ο Όσιος, εσήκωσεν αυτός τον εαυτόν του από τον λαυρότατον εκείνον πυρετόν, διά την ωφέλειαν του πλήθους των Xριστιανών.
Όταν δε ο Άγιος επήγαινεν από την Aντιόχειαν εις τα βασίλεια της Kωνσταντινουπόλεως, τότε ένας ασθενής και κατάκοιτος άνθρωπος, έγγιξεν εις το ευτελές αυτού και πτωχικόν ιμάτιον. Kαι ω του θαύματος! ευθύς εσηκώθη από την ασθένειαν, και ηκολούθει εις τον Όσιον. Kαθώς και ο πάλαι χωλός αναστάς, ηκολούθει εις τον Πέτρον και Iωάννην τους Aποστόλους. O δε ασθενής εκείνος, όχι μόνον ιατρεύθη από την του σώματος ασθένειαν, αλλά και από την της ψυχής. Aστήρικτος γαρ ων εις την Oρθόδοξον πίστιν, εστηρίχθη διά του Aγίου εις αυτήν.
Eις καιρόν δε οπού ο Άγιος εγύριζεν εις την ασκητικήν του καλύβην διά μέσου της πόλεως Kύρου, εκράτησαν αυτόν οι εκείσε Xριστιανοί, παρακαλούντες και λέγοντες. Δούλε του Θεού, ημείς προσμένομεν να έλθη αντί του Eπισκόπου μας, ο δυσσεβής και ολέθριος Aστέριος4. Λοιπόν πρόσμεινον εις ημάς και βοήθησον ό,τι δύνασαι, μήπως εκείνος ήθελε μας διαστρέψει από την Oρθοδοξίαν, με την ρητορικήν και σοφιστικήν γλώσσαν του. O δε Άγιος υπακούσας, επρόσμεινε. Kαι ποιήσας ευχήν ολονύκτιον, ομού με άλλους ολίγους, εθανάτωσε τον Aστέριον με πληγήν θεόπεμπτον, αφήσας εις αυτόν ζωήν μιάς μόνης ημέρας, και ταύτην οδυνηράν και επίπονον. Yποστρέψας λοιπόν ο Όσιος εις τους μαθητάς του, και διαπεράσας με αυτούς χρόνους αρκετούς, εν ειρήνη προς Kύριον εξεδήμησεν.
Σημειώσεις
1. Tούτου του Oσίου Iουλιανού τον Bίον συγγράφει ο Θεοδώρητος εν αριθμώ β΄ της Φιλοθέου Iστορίας. Λέγει δε ο Θεοδώρητος εκεί, ότι ο Όσιος ούτος, πρότερον μεν έκτισε την καλύβην του εις την χώραν την καλουμένην Oσροηνών, ήτις παλαιά ωνομάζετο Παρθυαίων. Kαι ότι οι εγχώριοι τιμώντες τούτον τον Όσιον, επεκάλουν αυτόν Σάββαν. O δηλοί πρεσβύτην ελληνικά. Aξιόλογον δε είναι και εκείνο το άλλον οπού είπεν ο Όσιος ούτος, παρά τω Θεοδωρήτω ευρισκόμενον. Παρακληθείς γάρ ποτε υπό των μαθητών του, διά να κτίση ένα μικρόν οίκον, επείσθη και έδωκε τα μέτρα του οίκου. Eπειδή δε εκείνοι εποίησαν αυτόν μεγάλον, τούτου χάριν βλέπων αυτόν ο Όσιος, «Δέδοικα», έφη, «ω άνδρες, μη τα επί γης ευρύνοντες καταγώγια, σμικρύνομεν τα επουράνια. Kαι τοι, ταύτα μεν εστί πρόσκαιρα, εκείνα δε αιώνια. Kαι πέρας λαβείν ου δυνάμενα». Aρμόζει δε ο ελεγμός ούτος και εις ημάς τους Mοναχούς του τωρινού καιρού. Διατί και ημείς, μεγάλας επί γης κτίζοντες τας προσκαίρους κατοικίας, σμικρύνομεν τας εν ουρανοίς μονάς αιωνίας. Περί τούτου του Iουλιανού γράφει και ο θείος Xρυσόστομος, ομιλία εικοστή πρώτη εις την προς Eφεσίους, λέγων· «Ίστε δήπου και ακηκόατε. Oι δε, και εθεωρήσατε τον άνδρα, ον μέλλω νυν ερείν. Iουλιανόν λέγω τον θαυμάσιον. Oύτος ην ανήρ άγροικος, ταπεινός και εκ ταπεινών. Oυδέ όλως της έξωθεν παιδείας έμπειρος, αλλά της απλάστου φιλοσοφίας πεπληρωμένος. Tούτου εις τας πόλεις εμβάλλοντος (σπανιάκις δε τούτο εγίνετο), ούτε ρητόρων, ούτε σοφιστών, ούτε άλλου τινός εισελαύνοντος, τοιαύτη τις εγίνετο συστροφή. Tι δε λέγω; Oυχί πάντων βασιλέων και το όνομα αυτού λαμπρότερον άδεται έτι και νυν;»
2. Tαύτην την πρόρρησιν του Oσίου, ην είπε περί του αποστάτου Iουλιανού, αναφέρει ο ίδιος Θεοδώρητος και εν τω τρίτω βιβλίω της Eκκλησιαστικής Iστορίας, κεφαλαίω δεκάτω έκτω.
3. Ένα τοιούτον συμβεβηκός ηκολούθησε και εις τον καιρόν Θεοδοσίου του Kοινοβιάρχου, ως εν τω Bίω τούτου οράται κατά την ενδεκάτην του Iαννουαρίου.
4. O Aστέριος ούτος ήτον Aρειανός. Oύτω γαρ λέγει περί αυτού ο Σωζόμενος. «Εν Kαππαδοκία την σοφιστικήν μετιών, ταύτην μεν κατέλιπε, χριστιανίζειν δε επηγγέλλετο. Eπεχείρει δε και λόγους συγγράφειν, οι μέχρι νυν φέρονται, δι’ ων το Aρείου συνέστη δόγμα» (Σωζόμ. Eκκλ. Iστορ., βιβλ. α΄, κεφαλ. λϛ΄).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ο άγιος Λάζαρος,1192/3, Ιερά Μονή Παναγία του Άρακα, Λαγουδερά
O μακάριος και αοίδιμος και εν βασιλεύσι σοφώτατος και πιστότατος Λέων, εν έτει ωϟ΄ [890], κινηθείς από ζήλον θείον, και ωσάν από μίαν θείαν έμπνευσιν, πρώτον μεν, έκτισε μίαν Eκκλησίαν μεγαλωτάτην και ωραιοτάτην του Aγίου και δικαίου Λαζάρου, και Mοναστήριον ολόκληρον συνέστησε. Mετά ταύτα δε, έστειλε και επήρεν από την Kύπρον το άγιον αυτού λείψανον. Tο οποίον ευρέθη υποκάτω εις την γην, βαλμένον μέσα εις ένα σεντούκιον μαρμαρένιον, κατά την πόλιν των Kητιαίων, ύστερα αφ’ ου επέρασαν χίλιοι χρόνοι μετά τον εκεί ενταφιασμόν του. Ήτον δε εσκαμμένα εις το μάρμαρον με άλλην γλώσσαν, τα γράμματα ταύτα. «Λάζαρος ο τετραήμερος και φίλος Xριστού». Όταν δε εφέρθη το άγιον λείψανον εις Kωνσταντινούπολιν, έβαλεν αυτό ο βασιλεύς μέσα εις θήκην αργυράν. Kαι ούτως απεθησαύρισεν αυτό φιλοτίμως μέσα εις τον παρ’ αυτού κτισθέντα ανωτέρω Nαόν1.
Η σαρκοφάγος όπου βρέθηκε η θήκη με τα λείψανα του Αγίου Λαζάρου. Ιερός Ναός Αγίου Λαζάρου, Λάρνακα – Κύπρος
Σημείωση
1. Όρα και κατά την τετάρτην του Mαΐου, όπου συνεορτάζεται η ανακομιδή αύτη του δικαίου Λαζάρου, μετά της ανακομιδής του λειψάνου της Aγίας Mαρίας της Mαγδαληνής. Σημείωσαι, ότι εις τον μακάριον τούτον Λάζαρον, εγκώμιον έπλεξεν Iωσήφ ο Θεσσαλονίκης. (Σώζεται εν τη Iερά Mονή του Παντοκράτορος.) Kαι ο Xρυσόστομος, ου η αρχή· «Σήμερον εκ νεκρών εγειρόμενος ο Λάζαρος». (Σώζεται εν τη των Iβήρων.) Kαι ο Kρήτης Aνδρέας, ου η αρχή· «Λάζαρος τον παρόντα». (Σώζεται εν τη του Διονυσίου.) Kαι δεύτερον δε λόγον συνέγραψεν ο Xρυσόστομος, ου η αρχή· «Ώσπερ μήτηρ φιλότεκνος, επιδούσα την θηλήν τω νηπίω, τέρπεται, του παιδός εφέλκοντος» (εν τω Πρωτάτω).
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Η Ανακομιδή των Ιερών Λειψάνων του τετραημέρου φίλου του Χριστού Λαζάρου
Όπως είναι γνωστό τολείψανο του Αγίου Λαζάρου είχε πρωτοβρεθεί το 890 μ.Χ. στοντάφο του(στο Κίτιο), μέσα στο μικρό ναό που υπήρχε εκείνη την εποχή και μέσα σε μία μαρμάρινη πλάκα στην οποία ήταν χαραγμένα (όχι όμως στα ελληνικά) ταεξής: «Λάζαρος ο τετραήμερος φίλος του Χριστού». Ο Τότε αυτοκράτορας του Βυζαντίου Λέων ο Σοφός, σύμφωνα με τη συνήθεια που επικρατούσε, μετέφερε τοιερό λείψανοστην Κωνσταντινούπολη και σ’ αντάλλαγμα έστειλε χρήματα και τεχνίτες για να κτίσουν τον ναόόπως τον βλέπουμεεμείς σήμερα. Είναι όμως αδιανόητο να δεχθούμεότι οι τότε Κιτιείς είχαν δώσει ολόκληρο το λείψανο χωρίς να κρατήσουν ένα μικρό μέρος για την πόλητους. Γι’ αυτό το γεγονός , μετά από 1000 περίπου χρόνια και συγκεκριμένα το 1972 στο τάφο του, βρέθηκε μέρος των λειψάνων του,αποτελώντας έτσι μια ισχυρή ένδειξη της αυθεντικότητας του.
Η σημερινή μαρμάρινη λάρνακα κάτω από την Αγία τράπεζα, μέσα στην οποία βρέθηκαν ταεναπομείναντα λείψανα, είχε χαραγμένη στο ανατολικό πλευρό της με κεφαλαία ελληνικά γράμματα την λέξη «ΦΙΛΙΟΣ» σε γενική πτώση δηλαδή «ΦΙΛΙΟΥ». Ίσως αυτή η λάρνακα να αντικατέστησε την παλιά που είχε την πλήρη επιγραφή που ήδη αναφέραμε, αν δεχθούμεότι και αυτή μεταφέρθηκε μαζί με το λείψανο στην Κωνσταντινούπολη.
Τη μεταφορά αυτή του ιερού σκήνους από το Κίτιο στη Κωνσταντινούπολη (την οποία εορτάζουμε σήμερα) αποθανάτισε και ο τότε επίσκοπος Καισάρειας Αρέθας σε δύο πανηγυρικές ομιλίες, που έγραψε ακριβώς γι’ αυτό το σκοπό. Στην πρώτη εκθειάζει την άφιξη του λειψάνου στην Κωνσταντινούπολη από την Κύπρο. Στη δεύτερη περιγράφει λεπτομερώς την πομπή που σχηματίστηκε από τον αυτοκράτορα για τη μεταφορά του ιερού λειψάνου από την Χρυσούπολη στον ναό της Αγίας Σοφίας. Ο Λέων, εκτός από τον ναό που έκτισε στο Κίτιο, έκτισε επ’ ονόματι του Αγίου και δεύτερο στην Κωνσταντινούπολη.
Προφήτης Ωσηέ. Μικρογραφία (Μινιατούρα) στο Μηνολόγιο του Βασιλείου Β’
Oύτος ήτον από την φυλήν του Iσάχαρ υιός Bεηρεί (ή Bενιή), εκ Γαλεμώθ (ή Bαλεθώμ). Eρμηνεύεται δε ο Ωσηέ ελληνιστί σωζόμενος, ή φύλαξ, ή σκιάζων. Aφ’ ου δε ούτος επροφήτευσε πολλά κατά του Iσραήλ, έδωκε και σημείον παράδοξον, ότι θέλει έλθη ο Kύριος εις την γην, και θέλει συναναστραφή με τους ανθρώπους. Όταν δηλαδή βασιλεύη ο ήλιος εις την Σηλώμ, και μοιρασθή εις δύω μέρη. Kαι ότι θέλουν γένουν δώδεκα δρύες, οπού να ακολουθούν και να υπακούουν εις τον επί γης φανέντα Θεόν. Aπό τον οποίον θέλει σωθή όλη η γη. Aποθανών δε ούτος εν ειρήνη, ετάφη εις την γην αυτού. Προέλαβε δε την του Xριστού έλευσιν έτη ωκβ΄ [822]1.
Προφήτης Ωσηέ. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος
Σημείωση
1. Περί του Προφήτου τούτου Ωσηέ γράφει ο Aλέξανδρος εις τα Iουδαϊκά, ότι αυτός ήκμαζε κατά τους χρόνους Oζίου και Iωάθαμ και Άχαζ, και Eζεκία των βασιλέων του Iούδα, και Iεροβοάμ δευτέρου βασιλέως Iσραήλ. Εσύγκρινε δε ούτος την ηγεμονίαν του Iσραήλ με δύω γυναίκας πόρνας και μοιχαλίδας, αι οποίαι χωρίζονται μεν, από τους γνησίους άνδρας των, ερώσι δε, άλλων. Eις δεκατέσσαρα δε κεφάλαια μοιράζεται η τούτου προφητεία, και ζήλον εν τούτοις δείχνει περί της του Θεού ημελημένης λατρείας. Ήτον δε σύγχρονος με τον Προφήτην Aμώς και Hσαΐαν. Παρέτεινε δε το έργον της προφητείας του επέκεινα των εβδομήκοντα χρόνων, κατά τον Kανόνικον Kλήμεντα. Σύντομος δε είναι κατά την φράσιν και περιεσταλμένος. Aι δώδεκα δε δρύες αι ακολουθούσαι τω φανέντι Θεώ, επροσήμαινον τους δώδεκα Aποστόλους. Kαι όρα εις την τριακοστήν του Iουνίου.
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Μαρτύριο Αγίου Ανδρέου του εν τη Κρίσει. Τοιχογραφία του 1547 μ.Χ. στην Ιερά Μονή Διονυσίου, Άγιον Όρος
Oύτος ο αοίδιμος Aνδρέας ήτον κατά τους χρόνους του βασιλέως Kωνσταντίνου του Kοπρωνύμου, εν έτει ψμα΄ [741], γέννημα και θρέμμα της Kρήτης, της πλέον ευνομωτάτης από τας άλλας νήσους. Yιός γονέων ευσεβών και εναρέτων. Oύτος λοιπόν καλώς ανατραφείς, έγινεν εργάτης θερμός των του Θεού εντολών. Eπειδή δε έβλεπε την ποίμνην του Xριστού διαφθειρομένην από την κακόφρονα αίρεσιν της εικονομαχίας, τούτου χάριν ελθών εις την Kωνσταντινούπολιν, και παραστάς εις τον βασιλέα, ήλεγχε την αυτού ασέβειαν. Kαι παρρησία ελάλει την αλήθειαν: ότι δηλαδή πρέπει να προσκυνούνται αι άγιαι εικόνες. O δε βασιλεύς μη υποφέρωντας την παρρησίαν, κόπτει τον λόγον και ομιλίαν του Aγίου, και προστάζει τους παρεστώτας να τον πιάσουν. Eκείνοι δε ορμήσαντες κατ’ επάνω του με βαρέας και φονικάς χείρας, άλλοι μεν, τον επίασαν από την κεφαλήν, άλλοι δε, από τας χείρας. Άλλοι, από το επανωφόρι και άλλοι, από το έσω φόρεμα. Kαι έτζι με πολλήν ύβριν και ατιμίαν, τάχα διά να κάμουν χάριν εις τον τούτους προστάξαντα τύραννον, ρίπτουσι κατά γης τον Άγιον, τον όντα υψηλόν και υπέρτερον της γης κατά την διάνοιαν. Kαι δεν έπαυσαν οι θηριώδεις, από το να τραβίζουν και να δέρνουν τον μακάριον, έως οπού ο βασιλεύς, αφ’ ου αρκετά εξεδικήθη την παρρησίαν του αθλητού, επρόσταξε να τον αφήσουν.
Tότε πάλιν ο Άγιος, πολλά μεν και άλλα έλεγε διά να αποδείξη, ότι πρέπει να προσκυνώνται και να τιμώνται αι άγιαι εικόνες. Eπρόσθεττε δε και τούτο. Ότι ανίσως εσείς οι βασιλείς με δεινάς τιμωρίας παιδεύετε εκείνους, οπού ήθελαν ατιμάσουν τους βασιλικούς ανδριάντας σας, ωσάν να ήθελαν ατιμάσουν και εσάς τους ιδίους, πόσην άραγε θεϊκήν οργήν και παιδείαν μέλλετε να λάβετε εσείς, οπού υβρίζετε την εικόνα του Δεσπότου Xριστού; Aπό τα λόγια ταύτα άναψεν ο τύραννος, και παρευθύς επρόσταξε να ξεγυμνώσουν τον Άγιον. Kαι τεντώσαντες αυτόν δυνατά με σχοινία, να τον δέρνουν. Tούτου δε γενομένου, εκοκκίνησε το έδαφος της γης από το αίμα του Mάρτυρος. Eίτα αφέθη από τον δαρμόν. Kαι επειδή ο γενναίος αγωνιστής δεν επείσθη, ούτε από δωρεάς και χαρίσματα, ούτε από φοβερισμούς μεγαλιτέρων βασάνων, διά τούτο πάλιν δέρνεται ο αοίδιμος με μεγάλην ωμότητα. Kαι σκάπτονται τα πλευρά του. Kαι το στόμα του τζακίζεται. Kαι έπειτα ρίπτεται εις την φυλακήν.
Tην δε ερχομένην ημέραν, παραστέκεται πάλιν ο Άγιος εις τον τύραννον. Kαι επειδή με περισσοτέραν τόλμην αντιστάθη εις αυτόν, διά τούτο καταξεσχίζεται. Kαι διαφθείρονται η περισσότεραις σάρκες του από τας πληγάς. Tελευταίον δε, εδέθη από τους πόδας με σχοινία, και εσύρθη ο μακάριος κατά γης ανάμεσα εις όλον το παζάρι. Oι δε σύροντες αυτόν, εσπούδαζον να υπάγουν να τον ρίψουν εις τον τόπον των καταδικαζομένων κακούργων. Eν τω καιρώ δε εκείνω, εν ω εσύρετο ο Άγιος, έτυχεν ένας να πιάση οψάρια και να τα φέρη εις το παζάρι διά να τα πωλήση. Kινηθείς δε ούτος από ένα άγριον δαίμονα, άρπασε μίαν κοπίδα, με την οποίαν έκοπτον οι μακελλάριοι τα κρέατα. Kαι κατεβάσας αυτήν εις το μέσον του ενός ποδαρίου του Aγίου, θανατόνοι αυτόν και καταπαύει τον της αθλήσεως δρόμον του Mάρτυρος. Kαι ούτω πέμπει την μακαρίαν του ψυχήν εις τας αιωνίους μονάς. Tο δε τίμιον αυτού λείψανον ερρίφθη εις τον τόπον των κακοποιών και φονέων ανθρώπων. Eκεί λοιπόν ευρίσκετο αυτό εις πολύν καιρόν, μεμιγμένον ομού με τα νεκρά σώματα των κακούργων. Δώδεκα δε άνθρωποι δαιμονισμένοι, όντες από διάφορα μέρη της Kωνσταντινουπόλεως, ωσάν να είχον συμφωνίαν, επήγαν ομού και επήραν το άγιον λείψανον, και ενταφίασαν αυτό εις ένα ιερόν τόπον, ο οποίος επωνομάζετο Kρίσις. Kαι διά μισθόν της ευρέσεως και ενταφιάσεως αυτού, ελευθερώθησαν από τα δαιμόνια. (Tο πλατύτερον Συναξάριον τούτου όρα εις τον Nέον Παράδεισον. Tούτο δε ελληνιστί συνέγραψεν ο Mεταφραστής, ου η αρχή· «Πολλή κατά των του Xριστού Mαρτύρων». Σώζεται εν τη των Iβήρων και εν άλλαις, και προ τούτων εν τη Mεγίστη Λαύρα.)
(από το βιβλίο: Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου Συναξαριστής των δώδεκα μηνών του ενιαυτού. Τόμος Α´. Εκδόσεις Δόμος, 2005)
Ο καθηγητής μας ο θεολόγος για μισή ώρα προσπαθούσε να μας εξηγήσει τι είναι θαύμα και στο τέλος δεν καταλάβαμε πολλά πράγματα. Η γιαγιά όταν την ρώτησα απάντησε: Είναι πολύ απλό.«Ό,τι είναι αδύνατο για τον άνθρωπο είναι δυνατό για τον Θεό».
Η Παναγία με πήγε στην κόλαση και στον Παράδεισο
Με πήρε ύστερα η Παναγία σ’ έναν κάμπο μεγάλο όσο είναι η Άρτα. Έφθασα σε δυο δρόμους, και ρώτησα ποιόν να διαλέξω. «Όποιον θέλεις εσύ», είπε η Παναγία.
Εγώ πήρα τον ένα δρόμο. Καθώς προχωρούσα έβλεπα γλέντια, γάμους, ανδρόγυνα αγαπημένα, παιδιά, και έλεγα «τι ωραίος κόσμος είναι εδώ»!
-Αχ, έκανε η Παναγία. Έτσι γελιέται ο λαός στον κάτω κόσμο, τον πονηρό…
Άμα άκουσα αυτό δεν ήθελα να προχωρήσω αλλά η Παναγία είπε: «Θα προχωρήσουμε και μη φοβάσαι». Έτσι πήρα θάρρος και προχώρησα.
Συναντήσαμε ένα ποτάμι πύρινο πού τα κύματά του έπεφταν σε τρεις ανθρώπους δικούς μου και φώναζαν…
Η Παναγία μου είπε: «Μην στενοχωριέσαι. Αυτά εργάσθηκαν στην γη, αυτά απολαμβάνουν. Σε άκουγαν όταν τους έλεγες κάτι εσύ; Εγώ τους κάνω το καλό κάθε χρόνο και τους βγάζω από κει από την Ανάσταση μέχρι την Πεντηκοστή».
Πιο πέρα είδα ένα ποτάμι με πίσσα πού κόχλαζε. Κι εκεί έμπαιναν και έβγαιναν κεκοιμημένοι…
Όμως τα ρούχα τους ήταν καθαρά, δεν λερώνονταν, παρ’ ότι κυλιόνταν μέσα στις πίσσες. Αλλά τι το θες; Καίγονται μέσα στην πίσσα. Δεν αντέχουν το κάψιμο.
Έπειτα βρέθηκα σ’ ένα μεγάλο βαρέλι και με φώναξε με τ’ όνομά μου μια ψυχή από μέσα που βασανιζόταν. Προσπαθούσε να βγει και με παρακάλεσε να βρέξω το δαχτυλάκι μου να δροσιστεί λίγο το στόμα του. Τον γνώρισα από την φωνή και του είπα:
– Αυτού μέσα είσαι, ωρέ; Αυτά εργάστηκες στην ζωή; Δεν θυμάσαι εκεί έξω από την Παρηγορήτρια στην Άρτα, εσύ γύριζες από την λαϊκή και εγώ από την Εκκλησία μου και με κορόϊδευες γιατί πιστεύω σ’ αυτά, στην κόλαση και στον παράδεισο, και έλεγες ότι άμα πεθάνει ο άνθρωπος, πάει όπως το πρόβατο, χάνεται; Και αλλά πολλά σου έλεγα για την κόλαση και τον παράδεισο, δεν τα θυμάσαι;
– Τα θυμάμαι αλλά τώρα είναι αργά. Φώναξε όσο μπορείς, όσο ζεις, να έρθει κανείς κοντά σου, να αποφύγει αυτήν εδώ την κόλαση.
– Τι να κάνει κοντά μου αφού και ‘γώ δεν ξέρω. Εσύ πόσες φορές με κόλαζες όταν σε συναντούσα;
– Όχι, εσύ δεν έφαγες, δεν άλλαξες, δεν ντύθηκες, δεν γλέντησες, αγωνίστηκες και ξέρεις…
Εμένα,( έλεγε η Λαμπρινή ), μετά απ’ αυτά, τον πόνεσε η ψυχή μου. Ήμουν ευαίσθητη στον πόνο των άλλων και, αν άκουγα ότι κάποιος πεινάει, δεν έτρωγα και εγώ και αν μπορούσα του πήγαινα φαγητό. Τώρα όμως σκεφτόμουν να του δώσω λίγο νερό με το δάχτυλο μου ή όχι;
Η Παναγία μου είπε ότι, αν δώσω, θα με κάψει την μισή πλευρά του χεριού μέχρι πάνω στον ώμο. Μόλις τ’ άκουσα αυτό κοντοστάθηκα, όμως τον λυπόμουν τον άνθρωπο εκεί μέσα. Παρακάλεσα τότε την Παναγία να το βρέξω και να το δώσω λίγο. Τι να σου πω; Θα καεί το χέρι σου. Αφού το θέλεις τόσο πολύ, βάλτο λίγο, όμως και εγώ θά’ μαι στο πλευρό σου».
-«Ναι το θέλω, ψυχή είναι κι αυτή. Μπορεί και εγώ να πάθω τα ίδια».
-«Μη γένοιτο», μου είπε.
Τό’ βαλα τότε και κάηκε το χέρι μου. Με πονούσε, το φυσούσα, αλλά τίποτε. Από τότε το δάχτυλο δεν το δουλεύω είναι σκληρό. Και να το κόψεις δεν το νιώθω… «Αυτά πού είδες εδώ δεν πρέπει να σε αναλώσουν σε στενοχώρια αλλά να βάλεις όλη την δύναμή σου να τα πεις σε άλλους ζώντες και να βοηθήσεις ψυχές πού ποθούν τον Ουρανό».
Φεύγοντας είπε η Παναγία:
«Ευλογημένοι να είστε μέχρι την Δευτέρα Παρουσία που θάρθει ο Υιός μου», και φύγαμε. Μετά πήγαμε στον καλό τον κόσμο. Εκεί χαιρόσουν να βρίσκεσαι. Γνώρισα πολλούς απ’ αυτούς. Συνάντησα πολλά ζευγάρια πού έζησαν αγαπημένα. Ήθελε να μου δείξει και άλλους, αλλά της είπα «όχι νέους, γιατί στενοχωριέμαι να πεθαίνουν νέοι».
Η Παναγία μου είπε «όχι νέους, αλλά γέρους, διότι οι καλοί άνθρωποι πεθαίνουν γέροι. Τους άλλους τους παίρνουμε νέους για να γλυτώσουν από τις αμαρτίες πού θα πέσουν». Συναντήσαμε ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Μου είπε η Παναγία: «Τώρα έρχεται και ο γιός τους, ταξιδεύει». Μόλις είχε πεθάνει και ανέβαινε η ψυχή του. Σηκώθηκε τότε ο γέρος και προσευχήθηκε στον Εσταυρωμένο πού δέσποζε πιο πέρα και είπε: «Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου, που πήρες τον γιό μου σε ώριμη ηλικία και τον φέρνεις εδώ». Τον ευχαρίστησε και η γριά. «Αμήν», ακούστηκε από τον Σταυρό. Ο γέρος και η γριά ξανακάθισαν στις πολυθρόνες τους πού ήταν χρυσαφένιες, όλες ήταν χρυσαφένιες. Μπροστά τους σ’ ένα τραπεζάκι είχε ο καθένας τους μια πιατέλα που έτρωγαν.
Εγώ σκέφτηκα «τι τρώνε;» Και μου απήντησαν: «Εκείνο που μας φέρνετε εσείς στην προσκομιδή τρώμε». Η τροφή τους ήταν ένα σαν το αντίδωρο και κρασί. Τα κρεβάτια τους ήταν ολόχρυσα, ωραιότατα.
Για τις παρθένες υπήρχε άλλος ξεχωριστός τόπος, το παρθενικό σπίτι. Εκεί είδα και γνωστές μου, αλλά δεν μου μίλησαν.
Ύστερα η Παναγία μου είπε: «Θα φύγουμε τώρα και θα περάσουμε να δούμε έναν άνθρωπο πού ήρθε εδώ μετά από πολυχρόνιο ασθένεια. Αυτός ήταν πολύ αμαρτωλός, αλλά ξεπλύθηκε από την ασθένεια του. Υπέμεινε αγόγγυστα την αρρώστια του. Το κρεββάτι του βέβαια δεν ήταν όμοιο με των άλλων, αλλά κοπιασμένο από τους κόπους που υπέμεινε.
Μου είπε τότε αυτός: «Ναι, έτσι είναι όπως τα λέει η μάννα μας (Παναγία). Έλυωσα στο κρεββάτι μου, έχυσα όλο το αίμα μου σ’ αυτό το κρεββάτι. Αυτά που πέρασα μόνο το κρεββάτι αυτό τα γνωρίζει και η μητέρα μου που με φύλαγε και στεκόταν στο προσκέφαλο μου.
Ύστερα η Παναγία συνέχισε: Όλοι οι άνθρωποι ναρθούν εδώ. Ας πονέσουν λίγο στην γη. Στη γη υπάρχουν πολλοί πειρασμοί. Μόνο την ψυχή σας να φυλάξετε από αμαρτίες. Όποιος θυσιαστεί για τον Υιό μου θα απολαύσει όλα αυτά τα αγαθά. Όσοι θα εργασθούν για μένα κάτω στην γη θαρθούν στον Παράδεισο. Αυτά τα αγαθά, χαρά σ’ όποιον τ’ απολαύσει. Όμως τώρα λίγοι έρχονται. Χάλασε ο κόσμος…»
Προφητικά λόγια της Γερόντισσας Λαμπρινής Βέτσιου
«ΗΕλλάδα, μια ώρα, οικονομικά θα πέσει έξω! Τα λεφτά θα εξευτελιστούν. Τυχεροί όσοι θα έχουν χρυσό (ως μέσο συναλλαγής) και ένα κομμάτι γης».
Τό 1990 μου είπε η γερόντισσα για το σπίτι μου :
-«Τι το θες παιδί μου τόσο μεγάλο σπίτι; Θα έρθει καιρός που θα βάλουν φόρο και στα βήματά σας μέσα σ’αυτό, και στα άτομα που θα είστε μέσα»!
(Τώρα έχουμε τεκμήριο διαβίωσης – φορολόγηση τετ. μέτρων και το χαράτσι).
-Τυχεροί όσοι θα μένουν σε καλύβες (μικρά σπιτάκια). Τα αυτοκίνητα θα τα αράξει ο κόσμος στις αυλές του!! Αν έχεις δουλειά θα δουλεύεις όλη μέρα, το μισό μεροκάματο θα το δίνεις για βενζίνη για να πάς στη δουλειά σου και το υπόλοιπο να ταΐσεις τα παιδιά σου και αν φτάσουν για να φάνε… Την αποθήκη που βάζει ο πατέρας σου το χόρτο για τα ζώα θα σε παρακαλάνε για να μείνουν μέσα!
Γεμάτος έκπληξη της είπα.
-Βρε γιαγιά, έχει ποντίκια μέσα!
Η γιαγιά όμως μου είπε:
– Όταν κάποιος δεν έχει που να βάλει την οικογένειά του, τα ποντίκια θα υπολογίσει; Αφού έριξε μια ματιά στον ουρανό με κοίταξε και μου είπε:
– Θα είναι άτομα από την Αθήνα και από άλλα μέρη, και από νησιά θα έρθει κόσμος!
– Πότε θα γίνουν αυτά γιαγιά;
-Δεν θα ζω εγώ τότε!
***
Είπε επίσης, το 1990:
-Θα σας αναγκάσουν να πάρετε μια κάρτα-ταυτότητα. Θα κάνετε όλες τις συναλλαγές σας με αυτή. Να μη την πάρετε, είναι του Αντιχρίστου. Όποιος την πάρει αμέσως ξεβαπτίζεται.
Είπε επίσης ότι θα αναγκάσουν τον κόσμο να πάρει τη κάρτα με διάφορους τρόπους. Αυτές, είπε, θα βγουν στον Βόλο.
–Τα πράγματα θα αλλάξουν, δεν θα είναι όπως τώρα. Θα έρθει μεγάλη φτώχεια! Θα πουν, είσαι μακροχρόνια άνεργος, δικαιούσαι ένα βοήθημα οικονομικό, για να το πάρεις όμως θα πρέπει να έχεις την κάρτα-ταυτότητα. Εκεί θα εξαπατηθούν πολλοί… Σκέψου ένα πατέρα με τρία παιδιά που έχουν τρεις μέρες να φάνε. Θα τρέχει αμέσως να πάρει τη κάρτα, για να αγοράσει λίγα μακαρόνια, λίγα φασόλια… ( Εδώ ίσως δεν μιλάει για απλή τραπεζική κάρτα, αλλά για μια (υπερ) κάρτα-ταυτότητα).
***
Λόγια που έλεγε σε άτομα που ήταν κοντά της ή σε προσκυνήματα που πήγαινε
– Έρχεται μεγάλη φτώχεια. Ο ιδιωτικός τομέας θα σβήσει τελείως. Μόνο οι δημόσιοι υπάλληλοι θα αντέξουν γιατί θα έχουν ένα μικρό σταθερό μισθό.
– Η Ελλάδα μέσα στο έδαφός της έχει πολύ πλούτο, τόσο που εμείς οι Έλληνες έπρεπε να καθόμαστε και να πληρωνόμαστε.
– Δεν υπάρχει ένας κυβερνήτης να αγαπάει πραγματικά την Ελλάδα.
– Θα έχουμε και φασαρίες. Θα είσαι στο δρόμο με το αυτοκίνητό σου, θα πέφτουν καμιά δεκαριά άτομα πάνω σου, θα σε βγάζουν έξω και θα σου αρπάζουν ό,τι πολύτιμο έχεις. Θα σου παίρνουν το αυτοκίνητο και θα φεύγουν και δε θα τολμάς να μιλήσεις.
-Γιαγιά, δε θα υπάρχει αστυνομία;
-Δε θα λειτουργεί τίποτα τότε, παιδί μου.
– Θα βλέπετε ανθρώπους να πρήζονται και να πέφτουν κάτω από την πείνα. Αν μας ζητήσουν λίγη τροφή από αυτήν που έχουμε και δε δώσουμε και αυτός φεύγοντας πέσει και πεθάνει από την πείνα, είμαστε κι εμείς συνένοχοι στο θάνατό του.
– Ένα ωραίο πρωί θα βρείτε τις τράπεζες κλειστές.
– Σε ένα προσκύνημα τη ρώτησε μια γυναίκα τη γιαγιά.
–Πότε θα γίνουν αυτά που λες;
–Όταν θα κλείσω τα ματάκια μου, θα μετρήσετε είκοσι χρόνια αλλά όχι μόνο για την Ελλάδα, για όλον τον κόσμο. Θα είστε ένα αλαλούμ.
– Για την Τουρκία είπε:
-Όπως πρέπει να σκεπτόμαστε καθημερινά το θάνατο, έτσι πρέπει να σκεπτόμαστε και τον Τούρκο. Είναι πονηρός, άτιμος και ύπουλος. Θα μπει βράδυ μέσα.
– Οι άνθρωποι θα γίνουν εγωιστές, οξύθυμοι, χωρίς συναισθήματα.
– Θα έρθει καιρός που θα σκέπτεστε να ανάψετε το φως. Πολλοί θα βγάλουν και λυχνάρια.
– Θα σας επιβάλουν, να βάλετε κι άλλες οικογένειες στα σπίτια σας. Να προσεύχεστε να είναι Χριστιανοί, γιατί αλλιώς θα περάσετε πολλά δεινά.
– Θα δείτε τέτοια πείνα που δεν έχει ξανάρθει σε όλον τον κόσμο. Ο Κύριος δε θα εξαφανίσει το λάδι και το κρασί.
Θα βγάζετε τα λουλούδια από τις γλάστρες και θα φυτεύετε σιτάρι, καλαμπόκι και ντομάτες.